Metropolis Free Press 06.04.12

Page 1

Í z x Í Í Í

xx Í

ȩ ¯ ª ȩ˨ ȩ˨ª¯ ȩ¤ªª«§° ȩ «­ȩ ±¯¤µ­ ˤ¬ ȩ¬¤¯ ȩª ¨ȩ±§¬ȩª¯ Ë ° °±­¬ȩ±­ µ­ ȩ ȩË ¬­¶ «¨ ȩ±§´ȩ¤ ¬ ¨ȩ u «¨¬ ȩª ¨ȩË­¨ ·­¶¬ȩˤȩ± ȩ£ µ±¶« ȩË­¶ȩ ± ¬ȩ¦¯ ¥³ ȩ u ȩ±­ȩu®´ȩ °±¯ ¥±­¶¬ȩ± ȩ±· ˨ ȩª ± « ¡ ¬³ȩ ¬ȩu ¯ °¤ȩ ¦¦¤«­´ ȩ ¨ȩ°¶µ¬ ȩ ª ²­Ë ¨ȩ±tȩ u­¦ Ë ± ȩ ©³ °±­ȩu¤·­ «¨ȩª ¨ȩª¯ ±¨ Ë ¨ȩ°±¨´ȩ ª ª­ª ¨¯ ¤´ȩ u³´ȩ±­ȩ¦¤¯ ¬¨ /£¶°° ´ȩ « ±§´ l ˤ¯­« ¦¨­ȩ ¬ ´ȩ ² ±­¶ȩ u¯¨« ­¶m




Κατανυκτικά ή μη, έχοντας διάθεση ή απαίτηση για μια ανάσταση, δεν επιτρέπουμε στο φετινό Πάσχα να μας προσπεράσει άνευ έστω ολίγων επιδιωκόμενων παθών. Εισπνέουμε τις πρώτες μυρωδιές από τα λουλούδια που φύτρωσαν στις παρυφές της Μεγάλης Εβδομάδας και ξεφυσάμε αυτές τις σελίδες, ευλαβικά συνεπείς, θέλουμε να πιστεύουμε, σε ένα σύγχρονο δράμα. Αθως Δημουλάς *

v v Í v ~ ÍÍÍ

KCRPMNMJGQ KCRPMNMJGQLCUQ EP

Ιδιοκτησία - Εκδοση: ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΣ EΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε. Εδρα: Κύπρου 12Α Τ.Κ. 183 46 - Μοσχάτο, τηλ. 210 4823977 • Διεύθυνση Eκδoτικής & Επιχειρηματικής Ανάπτυξης: Κώστας Τσαούσης Project Manager: Βίκτωρας Δήμας

4

Με τ’ ανοιξιάτικο αεράκι του επιταφίου... Μάνος Χατζιδάκις, «Οδός Ονείρων»

Διεύθυνση Εκδοσης: Νατάσα Μαστοράκου, Νικήτας Καραγιάννης • Ειδικός σύμβουλος: Θάνος Τριανταφύλλου • Σύνταξη: Ανδρέας Γιαννόπουλος, Ντίνος Ρητινιώτης, Χρήστος Τσαπακίδης • Στην έκδοση συνεργάζονται οι: Λένα Βλασταρά, Αθηνά Δεληγιάννη, Αθως Δημουλάς, Τάσος Θεοδωρόπουλος, Μαρίνα Κατσάνου, Ηλίας Κολοκούρης, Κίκα Κυριακάκου, Βασίλης Νέδος, Χρήστος Ξανθάκης, Σταύρος Πετρόπουλος, Μαργαρίτα Πουρνάρα, Γιώργος Ρομπόλας, Κωνσταντίνος Σινάτρα, Ειρήνη Σουργιαδάκη, Βούλα Σουρίλα, Αλέξανδρος Χαντζής • Δημιουργικό: Θάνος Κατσαΐτης • Διαφήμιση: Χρήστος Τσαούσης, Εμμανουέλα Χειρακάκη • Φωτογραφίες: AFP • Εκτύπωση: «Καθημερινές Εκδόσεις» Α.Ε. UUU KCRPMNMJGQNPCQQ EP

+CRPMNMJGQÍ$PCCÍ.PCQQ

*Ο Α. Δημουλάς είχε τη γενική επιμέλεια του τεύχους.



ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΘΑΝΑΤΟΣ Στέργια Κάββαλου

6

Κολλάω αυτοκόλλητα στις ρωγμές των αυγών. Αναρωτιέμαι αν η μαμά θα καταφέρει ποτέ να βάψει έστω και ένα χωρίς να το σπάσει. Προσέχω να μην περάσει η ώρα, την αρπάζω από την ποδιά. «Εχουμε ήδη αργήσει!» της φωνάζω. Σπάει μερικά ακόμα. Στο πάτωμα αυτή τη φορά, από την τρομάρα. Δεν την αφήνω να τα μαζέψει. «Πρέπει να προλάβουμε τον Χριστό!» γκρινιάζω, όπως κάνω τα Σάββατα στα μαγαζιά για να μου πάρει κι άλλα παπούτσια. Η εκκλησία δεν είναι μακριά. Η εκκλησία είναι γεμάτη. Σπρώχνω κακή χριστιανή τις μπροστινές μου κυρίες. Οι περισσότερες δεν νιώθουν, φοράνε ακόμα τις γούνες τους. Μπλέκω τρικλοποδιές τα πόδια μου και ανοίγω χώρο για μένα, να μάθουν. Η μαμά ακολουθεί το παιδί της ξεχνώντας να ζητήσει συγγνώμη. Μπαίνουμε κάπως πιο μέσα, τα φώτα όλα ανοιχτά. Ευτυχώς προλάβαμε. Ζητάω από τη μαμά να ρωτήσει καμιά κυρία να μας πει σε ποιο Ευαγγέλιο είμαστε να ανοίξω τη Σύνοψή μου. Καμία δεν μας απαντά. Θέλω να βάλω τα κλάματα. Και τα βάζω. Γιατί τα φώτα σβήνουν. Τα κεριά τρέμουν σαν τα δάκρυά μου. Δεν τα σκουπίζω. Ακούω τα καρφιά να τρυπάνε τον ξύλινο σταυρό και βάζω μέσα μου τη λύπη του κόσμου όλου. Η καρδιά μου κάνει πως σπάει. Τσιμπάω τη μαμά στο χέρι για να κάνει όπισθεν. Σε δέκα λεπτά αρχίζει ο “Jesus of Nazareth” και έχω καλέσει τη Βάλια να το δούμε μαζί. Το αποψινό επεισόδιο είναι ακόμα στα θαύματα και αυτό με ανακουφίζει κάπως. Ξαπλώνουμε στο κρεβάτι με Κόκα Κόλα και πρόχειρο κλάμα. Δίνουμε εντολή να μη μας ενοχλήσει κανείς. Παραδεχόμαστε για εκατοστή φορά πως αυτός ο Χριστός είναι ο πιο ωραίος της τηλεόρασης. «Μοιάζει κάπως στον Ντίλαν από το ‘Μπέβερλι Χιλς’». Κρύβουμε την ένοχη σκέψη μας στο μπολ με τα πατατάκια. Το επεισόδιο τελειώνει χωρίς θυσία. Ο μπαμπάς χτυπά πως είναι ώρα να φύγουμε. Παίρνουμε ξανά το δρόμο για τη μητρόπολη, όλοι μαζί. Είναι αργά για παιδιά δημοτικού να μένουν ξυπνητά. Η ατμόσφαιρα έχει κάτι από νυχτερινή σκανταλιά. Μπροστά από τον Εσταυρωμένο υπάρχει ουρά. Οι μπαμπάδες βγαίνουν για τσιγάρο, οι μαμάδες ψάχνουν βελόνα και κλωστή.


Ο όμιλος Κωνσταντινίδης αποτελείται από μια αλυσίδα καταστημάτων, αυστηρά οικογενειακού χαρακτήρα, που δραστηριοποιείται στο χώρο της ζαχαροπλαστικής από τις αρχές του 20ού αιώνα. Σήμερα, και τα 18 καταστήματα παραγωγής και πώλησης σε Αθήνα, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Πλαταμώνα και Βόλο είναι ιδιόκτητα και ανήκουν στην οικογένεια Κωνσταντινίδη. Με οδηγό την παράδοση, στηριζόμενος στην αξεπέραστη ποιότητα και έχοντας βασική επιδίωξη την ικανοποίηση του πελάτη, όραμα του ομίλου είναι να χτίζει ένα σύγχρονο περιβάλλον δημιουργίας. Στα ανοιχτά εργαστήρια κάθε καταστήματος, με χειρουργική καθαριότητα παρασκευάζονται τα περίφημα γλυκά μπροστά στα μάτια του πελάτη, ο οποίος έχει την ευκαιρία να συμμετέχει στην απολαυστική διαδικασία της δημιουργίας γλυκού. Η απαλή μουσική και οι μεθυστικές μυρωδιές συμπληρώνουν αυτή τη μοναδική εμπειρία. Διαχρονικός και σταθερός στόχος του ομίλου είναι η απόλυτη ικανοποίηση και των πέντε αισθήσεων του κάθε επισκέπτη.

·t´¹»¹mtÀ»°tuªjm¹Àm¿s°»is»¹s¹¼l° Οταν το αλεύρι συναντά το βούτυρο γάλακτος Ελασσόνας, το γάλα της Θεσσαλίας, τα αυγά, το φρεσκοκοπανισμένο μαχλέπι, τη Χιώτικη μαστίχα και το ολόκληρο πορτοκάλι, τότε έχουμε το καλοζυμωμένο αφράτο και αρωματικό τσουρέκι των Ζαχαροπλαστείων Κωνσταντινίδης.

·i°vi´¹siÀiuµiÀm¿s°»is»¹s¹¼l°

Η Ανοιξη είναι εδώ. Το Πάσχα πλησιάζει και τα σοκολατένια αυγά έρχονται στην επικαιρότητα. Γαρνιρισμένα με φυσικά χρώματα και βρώσιμα υλικά. Υπέροχα σχέδια, φωτεινά χρώματα, πολύχρωμα λουλούδια, αναπαριστούν την ανοιξιάτικη ηλιοφάνεια. Ενα όμορφο και συνάμα γευστικό δώρο που θα ενθουσιάσει τους μικρούς μας φίλους και όχι μόνο.

Τα ζαχαροπλαστεία Κωνσταντινίδης και ο γνωστός ζωγράφος Κλαύδιος συνεργάζονται και ενώνουν την τέχνη με την ασύγκριτη απόλαυση. Ο Κλαύδιος φιλοτεχνεί περιορισμένο αριθμό πασχαλινών σοκολατένιων αυγών, τα οποία αποτελούν ιδιαίτερη επιλογή για την πασχαλινή περίοδο.

· ± À ÀWWW KONSTANDINIDIS GR ÀÀ À À

PUBLI

·i°vi´¹siÀiuµiÀ°jÀ°usjªµi°¹iÀ njÀ»tsÀk¿µªiotÀm´iu¼¹tÀ


ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Φιλάω τα πόδια του Χριστού ευχόμενη του χρόνου να μοιάσει έστω λίγο περισσότερο στον Ρόμπερτ Πάουλ και πιάνω στασίδι. Στη μισή γιρλάντα έχω βαρεθεί, τη δίνω στη Βάλια να την τελειώσει. Της ψιθυρίζω στο αυτί να κάνει γρήγορα γιατί δεν αντέχω τόσες γριές μαζεμένες. Κάνω το σταυρό μου και παρακαλώ τον Θεό να συγχωρέσει εκείνες για την ψιλή κουβέντα και την ξαδέρφη μου που πάλι χάλασε τη νηστεία και βγαίνω από την εκκλησία. Ο δρόμος για το σπίτι είναι εμπορικός. Δείχνω στον μπαμπά το δώρο που θέλω να μου πάρει για το Πάσχα και εκείνος μου λέει να το δείξω καλύτερα στον νονό μου. Νευριάζω και μετά υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι σήμερα είμαι πολύ λυπημένη για να ασχοληθώ. Κλειδώνομαι στο δωμάτιο και γράφω ένα ποίημα για εκείνους που δεν αναγνώρισαν τον Ιησού ως Υιό Θεού. Θα το κρύψω στο μπαουλάκι με τις πλαστικές μου καρφίτσες γιατί, άμα το βρει η μαμά, πάλι θα το δημοσιεύσει στην τοπική εφημερίδα και δεν θα το αντέξω. Το διπλώνω και σκέφτομαι ότι, αν κατά τύχη έπεφτε στα χέρια της δασκάλας, θα έπαιρνα σίγουρα Α στη γλώσσα. Κλείνω το μπαουλάκι και παίρνω το κλειδάκι μυστικό στο χέρι μου. Ξαπλώνω θυμωμένη με τους κακούς, βάζω κρέμα φράουλα στα χέρια και στα πόδια μου -ακόμα ακούω τα καρφιά- και ονειρεύομαι κάτι από Τζεφιρέλι. ***

8

Ξυπνάω από την πένθιμη καμπάνα, τη θλιμμένη βροχή και τη μυρωδιά από τα καλτσούνια που μόλις έφερε η γιαγιά μου. Τα παίρνω πρωινό, κάνω ζάπινγκ στην αποκαθήλωση και πετάγομαι απέναντι. Απέναντι είναι η Γιώτα και τα φουστάνια της. Ψάχνουμε στις γαλάζιες ντουλάπες το σωστό για απόψε. Θα γίνουμε μυροφόρες. Τα φουστάνια ήρθαν από την Αμερική και τις θείες της. Τα φουρό τους είναι αφράτο χιόνι. Ανεβοκατεβάζουμε φερμουάρ μπροστά από το σκαλιστό καθρέφτη του μπουντουάρ, κάνουμε πρόβα πασαρέλας στο λυπημένο μας ύφος, πλέκουμε στεφάνια για το κεφάλι μας με αποξηραμένα λουλούδια. Βρίσκω το δικό μου, το πάω σπίτι, το απλώνω στο κρεβάτι μου και το φυλάω σκοπιά. Ο σκοπός είναι ιερός και το ρούχο δανεικό. Παρακαλάω τη μαμά να μου βάλει ροζ κραγιόν -τρίβω και λίγο στα μάγουλά μου-, φοράω τα σοσόνια μου και γίνομαι μικρή νύφη. Ψάχνω το καλαθάκι μου, βάζω μέσα τα γιασεμιά και ακολουθώ τον επιτάφιο μαζί με τις υπόλοιπες. Είμαι η πιο κοντή και με έχουν βάλει τελευταία. Περπατάω αργά στα πένθιμα εμβατήρια της μπάντας και χαίρομαι που όλοι μοιάζουν λυπημένοι όπως εγώ. Αποφασίζω ότι η Μ. Παρασκευή είναι η αγαπημένη μου μέρα. Κοιτάω το ρολόι προσευχόμενη να μην έχουν τελειώσει και οι δεύτερες διαφημίσεις της σειράς και νιώθω μια κρυφή τύψη. Καλά όλα τα άλλα, όμως μόνο αν τον σταυρώσουν στο έργο θα το πιστέψω. Εξάλλου, δυο φορές θάνατος είναι περισσότερο αληθινός από έναν. Και εγώ με τα ψέματα δεν θέλω να έχω καμία σχέση.



ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ Οδυσσέας Ελύτης,

απόσπασμα από το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», Υψιλον

Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ, 20

Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ.

Μέρα τρεμάμενη όμορφη σαν νεκροταφείο με κατεβασιές ψυχρού ουρανού

Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ηλιου.

Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη

Μ. ΤΡΙΤΗ, 21

Τα χωματένια πόδια μου άλλοτε

Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο. Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.

(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν)

Υστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα μου, μ' ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.

Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.

Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα. Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω, γιατί λιποθύμησα. Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 22

Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σαν να 'ταν αιώνιοι. Ομως το μέσα μέρος του Υπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει

10

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23

Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός Και τώρα μαύρος αιώνας.

Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23 β

Σωστός θεός. Ομως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί εωσότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη. Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην. Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24

Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.

Ισως και να 'μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά με τ' αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.



ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24 β

Αντίς για όνειρο Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι. Σαν να 'μαι λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ' ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν». Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25

Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε η θεούλα με τη μωβ κορδέλα που από παιδάκι μού κυκλοφοράει τα μυστικά Υστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά να πάει ν' αδειάσει τον κουβά με τ' απορρίμματά μου -της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκιαεκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα και αγέρωχο το πέλαγος. Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25 β

Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες όπως φωνές επάνω από ναυάγιο Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ' Απιαστα

12

Οπως εγώ προχθές του αγίου Γεωργίου ανήμερα που πήγα να παραβγώ μ' αλόγατα όρθια και θωρακοφόρους και μου χύθηκε όλη, όξω απ' τη γης, η ερωτοπαθής ψυχή μου.

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο. Σου 'ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή σου. Υστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που σου ανήκει. ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 β

Ασμάτιον Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα πάρε το κίτρο που μου 'δωκε ο Κάλβος δικιά σου η χρυσή μυρωδιά Μεθαύριο θα 'ρθουν τ' άλλα πουλιά θα 'ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές μα βαριά η δική μου καρδία.



ΜΠΙΣΚΟΤΑ

Βαγγέλης Προβιάς

14

Είχε πιάσει τα μαλλιά της με μία μπλε κορδέλα, το μόνο πάνω της που δεν ήταν σε απόχρωση του καφέ. Η στολή της έπρεπε να ταιριάζει με τη συσκευασία του προϊόντος που προωθούσε: τα παπούτσια, το ανοιχτόχρωμο παντελόνι και το γιλέκο, το ακόμα πιο ανοιχτό πουκάμισο με τα κουμπιά ίδιο χρώμα με τη ζώνη... όλα καφέ! Αριστερά στο στήθος, καρφιτσωμένο ένα πλαστικό ταμπελάκι. Πάνω από το λογότυπο, το όνομά της με παχιά, καφέ -φυσικά- γράμματα! Ελπίδα. Το λεπτό πρόσωπο με τα μεγάλα καστανά μάτια ήταν υπερβολικά βαμμένο: Καφέ κραγιόν, σκιά, ρουζ. Δεν της πήγαιναν, τη σκοτείνιαζαν. Τα καστανά μαλλιά, πιασμένα σε ένα συντηρητικό κότσο. Την είχαν προειδοποιήσει όταν της τηλεφώνησαν πως θα τη δοκιμάσουν για τη θέση, να μην εμφανιστεί με «τίποτε προχωρημένο κούρεμα». Να θυμίζει «νοικοκυρά βγαλμένη από αναγνωστικό της δεκαετίας του ’70». Συμμορφώθηκε, έφτιαξε τα μαλλιά σε κότσο... άλλα αποφάσισε να αλλάξει την καφέ κορδέλα που της είχε δώσει ο προϊστάμενος με μία μπλε, δική της, και ας ήταν αντίθετο στους κανονισμούς, και ας ήταν η πρώτη της μέρα. Βρισκόταν ήδη εφτά ώρες στο πόστο της, στο διάδρομο ενός μεγάλου σουπερμάρκετ στην Πεύκη. Στεκόταν πίσω από ένα χαρτονένιο πάγκο με λογότυπα και φωτογραφίες τεράστιων μπισκότων. Πάνω του ένα μεγάλο πιάτο, με ζωγραφιές από κόκκινα αυγά και κίτρινα κοτοπουλάκια, γεμάτο μπισκότα που σε σύγκριση με τα φωτογραφημένα έμοιαζαν ξεφούσκωτα. Η δουλειά της απλή. Ρωτούσε: «Θα δοκιμάσετε την υπέροχα σοκολατένια πασχαλινή προσφορά μας;» Υστερα έπαιρνε μία καφέ χαρτοπετσέτα και προσέφερε ένα μπισκότο, ενώ εξηγούσε ότι τα νέα

μπισκότα της εταιρείας είχαν βελτιωμένη συνταγή με 30% περισσότερα κομμάτια απολαυστικής σοκολάτας. Και πως αν αγόραζαν δύο πακέτα θα απολάμβαναν μεγάλη έκπτωση. Τελείωνε πάντα με την ίδια ευθεία ερώτηση: «Σας αρέσει; Θέλετε την προσφορά;» Σε λίγο σχόλαγε. Ηταν εξαντλημένη. Οχι από την ορθοστασία ή την επανάληψη. Η αντιμετώπιση των ανθρώπων την είχε πικράνει. Οι περισσότεροι δεν την έβλεπαν, δεν απαντούσαν καν όταν τους χαιρετούσε. Κάποιοι έκαναν ψέματα -είχε καταλάβει- ότι μιλούσαν στο κινητό και, όταν πλησίαζαν, την κοιτούσαν με αυστηρό ύφος. Μερικοί της απάντησαν απότομα, ντράπηκε. Ενας γέρος, πρωί πρωί, της είπε: «Ασε με κοπέλα μου, όρεξη έχεις;» Της πήρε ώρα να βρει το θάρρος να μιλήσει ξανά σε κάποιον. Οταν συνήλθε, είδε από μακριά μια παλιά της συνάδελφο, από τις καλές εποχές. Ηξερε ότι η παλιά τους εταιρεία είχε κλείσει. Η γυναίκα ήταν απλήρωτη και άνεργη. Καθώς την πλησίαζε έσκυψε στο μεγάλο κουτί με τα πακέτα μπισκότα δίπλα της και άρχισε να τα τακτοποιεί. Ξανασηκώθηκε όταν ήταν σίγουρη πως η πρώην συνάδελφος είχε απομακρυνθεί. Λίγο μετά εμφανίστηκε μπροστά της και την κοίταξε καταπρόσωπο. Δεν έδειξε να την αναγνωρίζει - κρατούσε ένα καλάθι γεμάτο φτηνό κρασί. Το μεσημέρι είχε 20 λεπτά διάλειμμα. Η υπεύθυνη την οδήγησε σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα δίπλα στις αποθήκες. Πλαστικά τραπέζια και καρέκλες φαγωμένες. Θα προτιμούσε να περάσει έξω τα 20 λεπτά, δεν ήταν όμως σίγουρη ότι επιτρέπεται. Δεν ήθελε να τη βλέπουν περαστικοί με τη στολή. Δέκα λεπτά μετά ήρθαν στο δωμάτιο



ΜΠΙΣΚΟΤΑ

16

δύο μόνιμες υπάλληλοι. Δεν της είπαν κουβέντα, κάθισαν όσο πιο μακριά γινόταν και μιλούσαν χαμηλόφωνα για τις άσχημες βάρδιές τους. Ηλπιζε ότι θα ήταν πιο φιλικές, θα αντάλλασσαν δύο λόγια. Προσπάθησε να στείλει ένα sms στον αδελφό της. «Ολα καλά! Η κρυάδα πιο εύκολη από ό,τι περίμενα. Φάε. xxx» Το χωμένο δωμάτιο δεν είχε σήμα, το μήνυμα δεν έφυγε ποτέ. Γύρισε στο σταθμό εργασίας, όπως ήταν η ορολογία για το χαρτονένιο πάγκο, πιο κουρασμένη. «Θέλετε να δοκιμάσετε την υπέροχα σοκολατένια πασχαλινή προσφορά μας;» Ο άντρας στον οποίο μιλούσε ήταν λίγο πάνω από την ηλικία της. Τον είδε από μακριά και αισθάνθηκε να τον εμπιστεύεται. Ψηλός, εύσωμος, με γένια και σκούρα μάτια. Φορούσε σακάκι και ένα πράσινο πουκάμισο. Τίποτα καφέ. Την κοίταζε κανονικά, χωρίς ντροπή, αμηχανία, θυμό, επιθετικότητα ή αδιαφορία. Είπε: «Εεεε... Εντάξει... Ευχαριστώ πολύ» και της χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. Του έδωσε μπισκότο. Για πρώτη φορά σήμερα εννοούσε το χαμόγελό της. «Ορίστε! Αν σας αρέσει», είπε περιπαικτικά, «έχουμε και προσφορά!». Εκείνος στάθηκε λίγο, έκανε ένα φιλικό νόημα, είπε άλλο ένα «ευχαριστώ» και απομακρύνθηκε. Κάρφωσε το βλέμμα επίμονα στην πλάτη του. Ηθελε να του ζητήσει να μη φύγει, να του πει ότι έμοιαζε με τα αγόρια που έκανε παρέα πριν από μερικά χρόνια, ότι σιχαινόταν την καφέ στολή και τον πάγκο, ότι όλη μέρα έτρεμε μην έρθει κάποιος γνωστός, ότι δεν θα κατάφερνε να πουλήσει τα πακέτα μπισκότα που ήταν ο ημερήσιος στόχος, ότι είχε βάλει μέσο να βρει αυτή τη δουλειά και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως ήταν πολύ τυχερή που τα είχε καταφέρει, πως ήθελε να φύγει, να μην πει τίποτε σε κανέναν και απλώς να προχωρήσει προς την πόρτα και να πάει στο σπίτι, χωρίς καν να περάσει από την εταιρεία να πάρει τα ρούχα της, να βγάλει και να πετάξει στα σκουπίδια την μπλε κορδέλα μαζί με τα καφέ ρούχα...

Είδε τον άνδρα να έρχεται προς το μέρος της. «Ηταν πολύ ωραίο», είπε τρυφερά. «Μου δίνετε τρία πακέτα για τα ανίψια μου;» Τα μάτια της έλαμψαν. Ξεσκοτείνιασε το πρόσωπό της. *** Οταν ήταν πέντε με έξι χρονών είχε αρρωστήσει. Ποτέ δεν της είπαν τι είχε. Πέρασε δύο μήνες σε ένα θάλαμο του Νοσοκομείου Παίδων Πεντέλης. Θυμάται θολά τις ατέλειωτες βαρετές μέρες στο κρεβάτι, τους γονείς της που δεν τους είχε δει ποτέ έτσι ανήσυχους, τις βελόνες για τη μετάγγιση και τους ορούς, το πόσο είχε πεθυμήσει τους συμμαθητές της, τα εικονίσματα και τα φιαλίδια με αγιασμένο λάδι που είχε αραδιάσει η μαμά της στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Μια μέρα, Μεγάλη Βδομάδα, ξαφνικά όπως μπήκε, βγήκε από το νοσοκομείο. Ηταν απολύτως υγιής. Μετά τις διακοπές γύρισε στο σχολείο και σύντομα ήταν σαν αυτό το δίμηνο να μην είχε συμβεί ποτέ. Θυμόταν όμως μία λεπτομέρεια. Πως η μητέρα της για να την παρηγορήσει για τις βελόνες τής έλεγε: «Οταν πάμε σπίτι, θα σε μάθω να πλάθεις μπισκότα με σοκολάτα». Η ιδέα την ενθουσίαζε. Κοιμόταν καταχαρούμενη. *** Το βράδυ της Ανάστασης στην εκκλησία δίπλα στο σπίτι της δεν άντεξε. Μέσα στο σαματά, στις κροτίδες, στα φιλιά και στις ευχές ξέσπασε και άρχισε να κλαίει. Ηταν δύο βδομάδες πια στη νέα δουλειά, είχε συνηθίσει και πήγαινε καλά! Δεν μπορούσε όμως να ξεχάσει εκείνη την πρώτη μέρα, όταν, φεύγοντας από το σουπερμάρκετ μετά το τέλος της βάρδιάς της, είδε αφημένα σε ένα ράφι κοντά στα ταμεία τα τρία πακέτα μπισκότα σοκολάτας που είχε πάρει ο άνδρας με το ευγενικό χαμόγελο.


µ¹iÀjsiÀ vintµj´tÀ·i¹¼¹tu Υπάρχουν κάποια παιδικά όνειρα που αφορούν πράγματα απτά. Που έχουν να κάνουν με πρακτικές ανάγκες, όχι με παιδικές επιθυμίες. Αναλαμβάνοντας τα κόστη αγοράς ειδικά εξοπλισμένων ανά περίπτωση οχημάτων, δίνοντας μια λύση στο πρόβλημα της μετακίνησης των μελών τους. Με το σκοπό αυτό στηρίξαμε οικονομικά την Πανελλήνια Ενωση Αγώνα κατά του Νεανικού Διαβήτη Διαβήτη, διασφαλίσαμε τη συνέ συνέχιση του προγράμματος του Συνδέσμου Θεραπευτικής Ιππασίας Ελλάδας για τα παιδιά με αναπηρία και νοητική στέρηση και ενισχύσαμε την Ελληνική Εταιρεία Προστασίας και Αποκαταστάσεως Αναπήρων Παιδιών (ΕΛΕΠΑΠ) για την κατασκευή και τον εξοπλισμό ειδικού χώρου για την υλοποίηση του εξατομικευμένου για κάθε βρέφος «Προγράμματος Βρεφών» που αφορά τον έγκαιρο εντοπισμό και την αποτελεσματικότερη αποκατάσταση των προβλημάτων ανάπτυξης βρεφών. Και με την προσδοκία ενός παιδικού χαμόγελου, οργανώσαμε σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Ηράκλειο γιορτές για παιδιά που φιλοξενούνται σε συλλόγους και θέσαμε σε εφαρμογή το πρόγραμμα φιλοξενίας παιδιών και νέων στους αγώνες των πρωταθλημάτων των Superleague, Footballeague και Footballleague 2. Κλείνοντας, το έτος 2012 μας βρήκε στους... δρόμους, οργανώνοντας 53 εορταστικές εκδηλώσεις για τα παιδιά 17 δήμων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και σχεδιάζοντας μια χρονιά όπου θα επενδύσουμε ακόμη περισσότερο στα παιδικά όνειρα.

PUBLI

Σε αυτές τις ανάγκες προσπαθούμε ως εταιρεία να απαντούμε με έργο. Στο πλαίσιο της εταιρικής μας φιλοσοφίας, στον πυρήνα της οποίας βρίσκονται οι έννοιες της προσφοράς και της συμμετοχής. Με συνέπεια στην 54χρονη συμπόρευσή μας με την ελληνική κοινωνία με τη σταθερή αρχή που θέλει την επιχειρηματική μας ανάπτυξη να μεταφράζεται σε κοινωνικό μέρισμα. Γιατί το μέγεθος μιας επιχείρησης δεν μπορεί να μετράται μόνο σε αριθμούς, αλλά πρέπει να αποδεικνύεται και στην πράξη, με τη διαφορά που μπορεί να κάνει προς το καλύτερο σε επίπεδο ποιότητας ζωής της κοινωνίας. Αυτή η αίσθηση της προσφοράς και συμμετοχής γίνεται ακόμη εντονότερη, όταν αφορά τα παιδιά. Με στόχο το μήνυμα «Καλό για όλους» να γίνεται πράξη προσφοράς για εκείνους που το χρειάζονται περισσότερο. Στα παιδιά που θα πρέπει να ονειρεύονται, όχι να χρειάζονται. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Συλλόγου Γονιών Παιδιών με Νεοπλασματική Ασθένεια «Φλόγα», όπου για χρόνια, η απόκτηση σύγχρονου ακτινολογικού εξοπλισμού για την αντιμετώπιση του καρκίνου στα παιδιά αποτελούσε επιτακτική ανάγκη του Νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού» και στόχο ζωής των μελών του Συλλόγου. Με την παρέμβαση της ΟΠΑΠ ΑΕ, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η μακροχρόνια αυτή ανάγκη μετουσιώθηκε στη δημιουργία του πρώτου Ακτινοθεραπευτικού Κέντρου Παίδων, με περισσότερα από 75 παιδιά να έχουν λάβει στον πρώτο χρόνο της λειτουργίας του την απαραίτητη θεραπευτική αγωγή. Με την ίδια ταχύτητα σπεύσαμε να ανταποκριθούμε στα αιτήματα από φορείς όπως: • Σχολική Επιτροπή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δήμου Αλεξάνδρειας Νομού Ημαθίας • Ιδρυμα Κοινωνικής Εργασίας - «Κέντρο Αποκατάστασης Σπαστικών Παιδιών» • Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών και Νέων με Αναπηρίες Δήμου Ερμούπολης • Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία Κοινωνικής Φροντίδας και Ανάπτυξης Δήμου Ρόδου (ΑΜΚΕ) • Σύλλογος Γονέων-Κηδεμόνων και Φίλων με Αναπηρία «Αγάπη» • Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού


Σάββατο του Λαζάρου ΤΑ ΛΑΖΑΡΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ Λένα Βλασταρά

Ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα, ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα. Βλέπε ουν, ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθής, ίνα μη τω θανάτω παραδοθής, και της βασιλείας έξω κλεισθής, αšά ανάνηψον κράζουσα· Αγιος, Αγιος, Αγιος ει ο Θεός. Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός· όθεν και ημείς ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες σοι τω Νικητή του θανάτου βοώμεν· Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.

18

Οταν ήμουν μικρή, ως γνήσιο παιδί της Αθήνας, είχα την εντύπωση ότι το Πάσχα ήταν ο Επιτάφιος, τα δυναμιτάκια της Ανάστασης, τα κόκκινα αυγά και το σουβλιστό αρνί. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια και να φτάσω στην ενήλικη πλέον ζωή μου για να συνειδητοποιήσω ότι το Πάσχα δεν ξεκινάει τη Μεγάλη Δευτέρα μόνο και μόνο επειδή τότε τα σχολεία κλείνουν για διακοπές. — Αύριο είναι το Σάββατο του Λαζάρου, άκουσα πριν από λίγα χρόνια να μου λέει ένας φίλος και εγώ είχα μείνει να τον κοιτάζω. Εντάξει, για την Ανάσταση του Λαζάρου, ήξερα. Στη γνώση μου αυτή είχαν συμβάλει και τα χιλιάδες σχετικά ανέκδοτα. Αλλά ούτε πότε πέφτει το Σάββατο του Λαζάρου γνώριζα, ούτε ότι θεωρείται κάτι το ιδιαίτερο. — Καλά, όταν πήγαινες σχολείο, την Παρασκευή δεν έφευγαν όλα τα κορίτσια από το μάθημα για να πάνε να πουν τα κάλαντα; Κάλαντα; Ακούγοντας αυτή τη λέξη μόνο στα Χριστούγεννα θα πήγαινε ο νους μου και ουδέποτε στο Πάσχα. — «Ηρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια, ήρθε η Κυριακή που τρών’ τα ψάρια», μου τραγούδησε. Ομολόγησα ότι πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα αυτό το στίχο και ότι ποτέ των ποτών δεν είχα βγει με τις συμμαθήτριές μου κρατώντας ένα καλαθάκι και τραγουδώντας τα «Κάλαντα του Λαζάρου»: Ηρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια, ήρθε η Κυριακή που τρών’ τα ψάρια. Βάγια, Βάγια και Βαγιώ, τρώνε ψάρι και κολιό. και την άλλη Κυριακή, τρώνε το ψητό τ’ αρνί. Ηρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια, ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια. Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι, ήρθε η μάνα σου από την πόλη, σου ’φερε χαρτί και κομπολόι. Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη, γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι. Το κοφνάκι μου θέλει αυγά κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά. Βάγια, Βάγια των Βαγιών, Τρώνε ψάρι και κολιό. Και την άλλη Κυριακή τρώνε το παχύ τ’ αρνί. Οπως τελικά μου αποκαλύθτηκε, σε κάποιες άλλες γειτονιές για τα κορίτσια, τις λεγόμενες Λαζαρίνες, οι διακοπές ξεκινούσαν από την Παρασκευή, πριν από το Σάββατο του Λαζάρου, όταν γύρναγαν από σπίτι σε σπίτι λέγοντας τα κάλαντα και οι νοικοκυρές γέμιζαν το καλάθι που κρατούσαν με κόκκινα αυγά και γλυκίσματα. Χαμογέλασα και, γνωρίζοντας ότι στα Εξάρχεια δεν θα μου χτυπήσει κανείς το κουδούνι για να μου πει τα κάλαντα, ευχήθηκα σε κάποια άλλη γειτονιά της Αθήνας, ίσως μακριά από το Κέντρο, τα κορίτσια να στολίζουν το καλάθι τους και να βγαίνουν στους δρόμους να πουν τα κάλαντα. Και ας τους βάζουν απουσία οι δάσκαλοι αν δεν ανα-γνωρίζουν το έθιμο!


ΜΕ ΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ Κώστας Βάρναλης,

«Πρωία» 4 Απριλίου 1942

— Πού θα περάσουμε το Πάσχα; — Οπου θες... — Δεν έχει όπου θες. Θα πάμε κάπου εδώ κοντά: Λιόσια, Γαλάτσι, Αγία Παρασκευή... Κι αν θες θάλασσα, πάμε στον Αλιμο, στον Αγιο Κοσμά ή στο Πέραμα. Να περπατήσουμε λιγάκι, να ζεσταθεί το αίμα μας και να ξεμουδιάσει το κορμί μας. Θα τρέχουμε ολημερίς κάτου από τα πεύκα ή θα τσαλαβουτάμε στη θάλασσα. Θα γεμίσουνε τα πλεμόνια μας από τη μυρωδιά του ρετσινιού ή της άρμης. Και νωρίς νωρίς θα στρώσουμε τραπέζι στο γρασίδι ή στα φύκια και θα φάμε και θα πιούμε... — Και πότε θα ψήσουμε τ’ αρνί στη σούβλα; — Δεν έχει να ψήσουμε τίποτα. Πάνε αυτά που ήξερες. Θα πάρουμε μαζί τα φαγητά μας μέσα σε δίχτυα ή καλάθια - ακόμα και το κρασί μας και λάου λάου, ψιλοκουβεντιάζοντας, θα πάμε όπου ορίσουμε και δε θα καθίσουμε σε μαγαζί, γιατί θα μας κόψουν... — Και νερό; — Θα πάρουμε και νερό! — Και σαπούνι! — Και σκοινί! πρόσθεσε ο άλλος θυμωμένος. — Ακου να σου πω εγώ μιαν εκδρομή και πιο ωραία και πιο εύκολη! Θα πάμε μακρυά... Δεν μπορώ να βλέπω μπροστά μου την Αθήνα. Δε θέλω να μου θυμίζη την αθλιότητα της καθημερινής μου ζωής. Θα πάμε είτε στον Πόρο, είτε στον Οσιο Λουκά, είτε στους Δελφούς, είτε στο Μυστρά. Σ’ έναν άλλον κόσμο! Δε θα πάρουμε τίποτα μαζί μας. Μονάχα το γυλιό μας με μια πετσέτα, μια κουβέρτα, μερικά μαντήλια, μιαν οδοντόβουρτσα και τα «Πασχαλινά Διηγήματα» του Παπαδιαμάντη. Θα φορέσουμε τις αρβύλες μας και το κασκέτο μας, θα πάρουμε στο χέρι το μπαστούνι μας κι ύστερα φρέσκοι φρέσκοι θα κινήσουμε... Θα κινήσουμε, αλλά δε θα κινηθούμε! Γιατί για την εκδρομή που σου λέω, δε θα πάρουμε ούτε βαπόρι, ούτε τραίνο, ούτε λεωφορείο. Απλώς θα βγούμε στο μπαλκόνι μας πρωί πρωί ή στο κατώφλι της πόρτας και θα καθίσουμε... — Κοροϊδεύεις; — ... κι όταν, βγαίνοντας ο ήλιος από το βουνό, μας χτυπήση τα μάτια και μας θαμπώση, θα κλείσουμε τα μάτια... — Και θα... κοιμηθούμε! — ... θα ονειρευτούμε πως πήγαμε στον Πόρο ή στον Οσιο Λουκά κ.λπ. Τα ταξίδια της φαντασίας είνε πάντα ανώτερα από τα ταξίδια τα πραγματικά. Γίνονται όπως τα θέλεις εσύ κι όχι όπως τα θέλουν οι περιστάσεις. Και δεν κοστίζουνε τίποτα: ούτε κόπους, ούτε έξοδα. Και ποτές δεν τελειώνουν με απογοητεύσεις... — Ασε τώρα τις εξυπνάδες και λέγε: θάρθης μαζί μας ή όχι; — Εσύ ναρθής μαζί μου. Μια φορά στο Δημόσιο Ψυχιατρείο του Δαφνιού με ζύγωσε κάποιος τρελλός: — «Πού είνε το σπίτι σου;» — «Στην Αθήνα, οδός τάδε, αριθμός τάδε... Αλλά τι σου χρειάζεται αυτή η πληροφορία;» — «Θάρθω απόψε να συνομιλήσουμε». — «Και πώς θα βγης απ’ εδώ;» Μου έδειξε τα ύψη. Εγώ ενόμισα πως μου έδειχνε τη μάντρα. — «Θα πηδήξης από τη μάντρα;» τόνε ρώτησα. — «Θα έρθω από τον ουρανό. Είμαι ο Αντρέας ο... ουρανοβάμων»! — Λοιπόν, εάν δεν γίνης ουρανοβάμων, δεν μπορείς να πας πουθενά! — Είσαι τρελλός! — Ο Σόλων έκανε τον τρελλό για να πη μιαν αλήθεια· κ’ εγώ κάνω τον τρελό για να ταξιδέψω. Και θα πάω σ’ όλα αυτά τα μέρη συγχρόνως: και στον Πόρο και στον Οσιο Λουκά και στους Δελφούς και στο Μυστρά. Και θα μείνω όσες μέρες θέλω. Θα χαρώ τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες στα λιβάδια, τις βρύσες στο βουνό, τους γλάρους στη θάλασσα... Θα φάω τη μαγειρίτσα μετά την Ανάσταση, με τα κεριά καρφωμένα στο σιταρένιο ψωμί· θα ψήσω τ’ αρνί της σούβλας, θα πιω κρασί μοναστηρίσιο και θα γίνω άλλος άνθρωπος, γιατί είμαι... άλλος άνθρωπος.

19


Κυριακή των Βαΐων ΣΤΑΥΡΩΤΑ ΦΙΛΙΑ

Ειρήνη Σουργιαδάκη

Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα. Ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα. Βλέπε ουν, ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθής, ίνα μη τω θανάτω παραδοθής και της βασιλείας έξω κλεισθής. Αšά ανάνηψον κράζουσα· Αγιος, Αγιος, Αγιος ει ο Θεός ημών, διά της Θεοτόκου ελέησον ημάς.

Δεν τις χώνεψες ποτέ αυτές τις μέρες της άνοιξης. Ούτε κι εκείνες πρέπει να σε εκτιμούν ιδιαίτερα γιατί συνεχώς κάτι κακό συμβαίνει όταν έρχονται. Και κάθε χρόνο, όσο τις νιώθεις να πλησιάζουν, μαζί τους έρχεται και ένας φόβος που μεγαλώνει· μέχρι την Ανάσταση έχει γιγαντώσει. Μετράς τις μέρες και τις χάνεις, μαρτυρικές σχολικές διακοπές, θέλεις να γυρίσεις πίσω, θέλεις να γυρίσεις πίσω. Γιατί σαν παιδί κι εσύ φοβάσαι. Φοβάσαι το θάνατο, τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες που αφήνουν τη δημοτική μουσική να βγαίνει στο δρόμο και μυρωδιές ψητού, από αυτές τις επερχόμενες σφαγές που τις έχεις δει χωρίς να το θέλεις στο χωριό, το θάνατο, τις οικογενειακές επισκέψεις, τις φωτιές. Και το θάνατο. Και κάθε που πέφτει ο ήλιος, κλάματα. Ετσι, χωρίς λόγο. Ή για ένα λόγο τόσο βαθιά ανθρώπινο που δεν μπορείς να τον φτάσεις γιατί βιάζεσαι να μεγαλώσεις. Απορείς γιατί να συμβαίνει αυτή η ανυπόφορη ώρα της μέρας. «Ο Θεός τα έκανε έτσι», λέει η γιαγιά. Αυτός ο Θεός που πεθαίνει και γιορτάζουμε. Αυτός που επιμελήθηκε τις μέρες του θανάτου του και μας τις έδωσε να οργανώνουμε κάθε χρόνο μια αρρωστιάρικη γιορτή. Προτιμάς αντί όλων αυτών το κρύο, την ησυχία και τα κλειστά σπίτια. Εύχεσαι να είχαμε μόνο νύχτα, πρωί και μεσημέρι. Ποτέ ξανά σούρουπο. Και ποτέ ξανά άνοιξη. Για σένα είναι και μαρτύριο και Σταύρωση. «Πού θα πάει, θα μεγαλώσω», λες. Το σχολείο τελειώνει. Ερχονται άλλα. Αιτία θανάτου: αναμονή. Υπουλη και μεθοδευμένη, σε τρώει από πολύ βαθιά. Κηδεία. Ξεχνάς να πάρεις τηλέφωνο τη Βάγια που γιορτάζει. Μετά συνηθίζεις, το ξεχνάς κάθε χρόνο. Ποτέ δεν έμαθες πότε πέφτει αυτή η Κυριακή των Βαΐων. Και όταν το ακούς να το λέει κάποιος -συνήθως την επομένη ή δυο μέρες μετά-, δεν σου έρχονται στο μυαλό βάγια στρωμένα και ένας θεός που περπατά στο δρόμο, αλλά εκείνο το καφενείο όπου σύχναζαν τα Διάφανα Κρίνα, κάτι φίλοι που τους άκουγαν φανατικά, η πρώτη σου δουλειά, τα πρώτα σου χρήματα, τα πρώτα σου σημάδια ότι από δω και πέρα δεν έχει γυρισμό. Και η νύχτα. Από κει και πέρα είχε μόνο νύχτα. Υπνος την ημέρα, η άνοιξη περνά με μερική αναισθησία, οι νύχτες σε κάνουν να ξεχνιέσαι και η ζωή γίνεται κάπως αλλιώς. Οταν δεις τη Βάγια, να τη φιλήσεις σταυρωτά και να πεις «χρόνια πολλά». Σαν μια βροχή από στάχτες σε μια οπάλινη θάλασσα κύλησα στη ζωή σου κι έτσι όλα τα χάλασα.

20

Μια ματιά παγώνει, ύστερα πέφτει στο δρόμο και λιώνει κάτω από τον ήλιο. Ενα χέρι βγαίνει από την άσφαλτο και παίρνει μαζί του τη λιωμένη ματιά. Εξαφανίζονται. Είσαι εδώ. Χιλιάδες όνειρα δραπετεύουν, όλες οι μοναξιές γίνονται μνήμες και χάνονται από προσώπου γης. Γι’ αυτό ψάχνεις. Ψάχνεις παντού, στις κρυψώνες του κόσμου, δεν μπορεί. Ολο και κάτι θα ξεχάσει κάποιος πίσω. Ονειρεύεσαι έναν τόπο μακρινό, θες να σταματήσεις να μεγαλώνεις, συνεχίζεις να φοβάσαι. Η αναμονή είναι ένας σίγουρος τρόπος να διαστείλεις το χρόνο, αλλά και ο πιο


μαρτυρικός. Δεν είναι η λύση που θες, αλλά επιμένει να έρχεται κάθε άνοιξη. Κάθε άνοιξη που έρχεται για να σε φέρει πιο κοντά σε αυτό που φοβάσαι. Και άντε να το χωνέψεις πως είναι μονόδρομος αυτή η πορεία, πως δεν έχει επανάληψη, διόρθωση, δεν είχε ποτέ μια πρόβα. Και έρχεται να επιβεβαιωθεί αυτό που δεν θες να πιστέψεις με τίποτα. Ο θάνατος έχει θέση στην καθημερινότητα. Δεν έχεις παντρευτεί. Και τώρα που πέρασες τα 40 δεν ελπίζεις πως θα γίνει και ποτέ αυτό. Μετά τα 50 σου, λένε, θα μετράς αντίστροφα. Εσύ μετράς αντίστροφα από τη μέρα που γεννήθηκες, εμμονικά, κουδουνίστρα και δευτερόλεπτο, λέξη και μελάνι. Και κάθε που μπαίνεις σε ένα τρένο, αεροπλάνο ή πλοίο, νομίζεις πως του ξέφυγες, πως τον ξεγέλασες το μονόδρομο. Αλλά είναι μια Κυριακή των Βαΐων που βρίσκεις ξεχασμένα εισιτήρια στην τσέπη από ένα ανοιξιάτικο πανωφόρι, από μια τσάντα ή κάτω από το μαξιλάρι σου, γιατί ακόμα κοιμάσαι τις ηλιόλουστες μέρες αγκαλιά με ένα αεράκι που μυρίζει παρελθόν εξαγνισμένο και γι’ αυτό ιδανικό. Δεν έχεις παντρευτεί. Οι παλιοί συμμαθητές σου μέχρι εγγόνια έχουν και τους λένε για τον Θεό που έκανε έτσι τον κόσμο. Πλέον επισήμως μετράς ανάποδα. Να γυρίσεις πίσω, θέλεις να γυρίσεις πίσω. Αλλά αυτό το ρολόι μόνο μπροστά ξέρει να πηγαίνει, Κυριακή με Κυριακή, θάνατο το θάνατο, όνειρο με το όνειρο. Δεν σε φοβάμαι. Σταμάτα κι εσύ τα πάρε δώσε με το φόβο, ήρθε ο καιρός. Τίποτα κακό δεν θα συμβεί από δω και πέρα, θα σου στρώσω τους δρόμους με εισιτήρια να περπατήσεις πάνω τους. Αλλά πρώτα να θυμηθείς να τηλεφωνήσεις για «χρόνια πολλά» και, όταν δεις τη Βάγια, να τη φιλήσεις σταυρωτά.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ Παντελής Ροδοστόγλου,

συγκρότημα Διάφανα Κρίνα

Σαν μια βροχή από στάχτες σε μια οπάλινη θάλασσα κύλησα στη ζωή σου κι έτσι όλα τα χάλασα Ετσι απόμεινε εδώ ένας πέτρινος γίγαντας ένα ολέθριο τίποτα κεντημένο απ’ τ’ άστρα σου Πόσο ακόμα θα υπάρχω στις ρακένδυτες μνήμες σου πόσο ακόμα θα ψάχνω αιμορραγώντας με στίχους Tην ανάσα απ’ το γέλιο σου, τους τριγμούς απ’ τα βήματα της αγάπης το τρέμουλο στους σπασμούς της φωνής σου Τόσα χρόνια σπατάλησα να προσμένω τον ίσκιο σου ένα χέρι ζεστό ας μου κλείσει τα μάτια Ξεψυχάω ανήμπορος μακριά απ’ τα χάδια σου στη ζωή μου πια δύουνε πεθαμένα φεγγάρια Κυριακή των Βαΐων ανοιξιάτικο βράδυ σου στέλνω για τη γιορτή σου καρτ ποστάλ απ’ τον Aδη

21


Μεγάλη Δευτέρα Η ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΜΙΚΡΗ Αθως Δημουλάς

Δεν είναι πολύ πασχαλινό, το ξέρω, από τη φράση αυτή δεν προκύπτει (απαραίτητα) κανένα έαρ, ωστόσο καλό θα ήταν, αφού πρόκειται να αναφερθώ στη Μεγάλη Δευτέρα, να δανειστώ αυτά τα λόγια: «Ενιωθα σαν μικρόβιο που είχε προσγειωθεί, σαν το πρωτομικρόβιο της πενικιλίνης, όχι μόνο σε μια καλλιέργεια όπου ήταν απόλυτα στο περιβάλλον του, τέλεια τροφοδοτούμενο, αλλά σε μια κατάσταση όπου ήταν απέραντα σημαντικό. Μια αίσθηση οξείας σωματικής και πνευματικής ευχαρίστησης, μια αιώρηση, μια ύπαρξη τέλεια προσαρμοσμένη και συσχετισμένη· μια άφιξη πεμπτουσίας. Μια εσωτερική γνώση»*. Οχι, σε καμία περίπτωση τα λόγια του Τζον Φόουλς δεν αφορούν τα σημερινά μου συναισθήματα για την έναρξη της Μεγάλης Εβδομάδας και των επακόλουθων Παθών. Δεν μπορεί να βρεθεί όμως καλύτερος τρόπος για να περιγράψω μια ανάμνηση, αυτή του εαυτού μου, χρόνια πολλά πίσω, στις πρώτες τάξεις του δημοτικού -πότε ακριβώς δεν έχει σημασία-, τη στιγμή που ξυπνούσα νωρίς το πρωί της Μεγάλης Δευτέρας. Μεγάλη Δευτέρα πρωί, λοιπόν, πολύ μεγάλη, γεμάτη ώρες για να αξιοποιήσω κατά βούληση, να απλώσω τα

Ο Ιακώβ ωδύρετο του Ιωσήφ την στέρησιν, και ο γενναίος εκάθητο άρματι, ως βασιλεύς τιμώμενος· της Αιγυπτίας γαρ τότε ταις ηδοναίς μη δουλεύσας, αντεδοξάζετο παρά του βλέποντος τας των ανθρώπων καρδίας, και νέμοντος στέφος άφθαρτον.

παιχνίδια στο σαλόνι, να κατέβω στο δρόμο για μπάλα ή ποδήλατο, να τριγυρίσω στην κουζίνα μέχρι να βγω νικητής από αυτή, θριαμβευτής σχεδόν, μασουλώντας μια πλευρά από ένα αυγό με σοκολάτα υγείας. Τη νηστίσιμη. Επειτα θα έρχονταν στο σπίτι οι γονείς και θα έβαζαν να φάμε, θα περνούσαμε ένα απόγευμα όλο ξεχωριστές δράσεις, στήνοντας ένα επιτραπέζιο ίσως στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού ή ζωγραφίζοντας πασχαλινές κάρτες για να χαρίσουμε στη γιαγιά ή περνώντας μια βόλτα από την εκκλησία. Ή όλα αυτά μαζί, μέχρι να έρθει το βράδυ όπου θα ανοίγαμε την τηλεόραση και εγώ, ξαπλωμένος στον καναπέ, νυσταγμένος κάπως από το μυστήριο των ημερών, ανήμπορος να αντιληφθώ το Θείο Δράμα και τους συμβολισμούς του, θα αποκοιμιόμουν ευτυχισμένος, παρατηρώντας κάποιον τηλεοπτικό Χριστό να σταυρώνεται για μένα. Δεν περιγράφω κάθε μέρα της Μεγάλης Εβδομάδας, καμιά δεν μοιάζει με τη Μεγάλη Δευτέρα αν είσαι παιδί, καμιά δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να σημάνει την έναρξη των διακοπών του Πάσχα και καμιά μέρα, μεγάλη ή μικρή, δεν μπόρεσε έκτοτε να αναπληρώσει την ανοιξιάτικη εικόνα της γαλήνης. Ούτε η πομπώδης συγκυρία των Χριστουγέννων, ούτε η αχανής αφθονία της καλοκαιρινής ραστώνης. Στη δική μου την ανάμνηση, με όλες τις απαραίτητες αλληλεπιδράσεις που καθιστούν την κάθε περίπτωση διάφορη οποιασδήποτε άλλης, η Μεγάλη Δευτέρα ήταν το σύμβολο της ευτυχίας της παιδικότητας, της επισύναψης μιας συμφωνίας συμφιλίωσης με τη ζωή. Αυτή η αίσθηση «οξείας πνευματικής και σωματικής ευχαρίστησης» δεν χώρεσε ποτέ σε κανέναν άλλο χρόνο. Οχι τουλάχιστον ίδια. Και τα χρόνια πέρασαν. Η Μεγάλη Δευτέρα σταδιακά μίκραινε, μέχρι που έφτασε να μοιάζει με κάθε άλλη απλή, ταπεινή και αδιάφορη Δευτέρα. Οχι μόνο επειδή δεν πηγαίνουμε πια σχολείο και ο ερχομός της δεν συνεπάγεται αργία, αλλά και επειδή αυτό που στο παιδικό μυαλό είναι ένα μυστηριώδες αναστάσιμο μήνυμα, στο ενήλικο μυαλό συνοψίζεται στο «πού θα φάμε το Πάσχα». Τρώγοντας αδυνάτισε η «εσωτερική γνώση», βάρυνε η συνήθεια. Και η Μεγάλη Δευτέρα πάει λέγοντας. *Τζον Φόουλς, «Ο Μάγος», Εκδόσεις της Εστίας, μετάφραση Φαίδων Ταμβακάκης


ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΠΑΣΧΑ Γρηγόριος Ξενόπουλος

«Η διάπλασις των παίδων», 1936

Aγαπητοί μου, Aυτές τις ημέρες ξαναγυρίζω πάντα στα παιδικά μου χρόνια. Kαι θυμάμαι τις θαυμάσιες εκείνες γιορτές που χαιρόμουν στην πατρίδα μου, όταν ήμουν μικρό αμέριμνο παιδί κι είχα τους καλούς μου γονείς να με φροντίζουν και να μ’ οδηγούν σε όλα. Φυσικά και στην εκκλησία ή στα «θρησκευτικά μου καθήκοντα»… Οσο ήταν χειμώνας, η μητέρα μου μ’ έπαιρνε μαζί της στον Αϊ-Γιάννη ή στη Φανερωμένη, τις γειτονικές μας εκκλησίες, που λειτουργούσαν κάπως αργά –από τις οχτώ η μια, από τις εννιά η άλλη. Mα όταν έμπαινε η άνοιξη, που μπορούσα να ξυπνώ και να βγαίνω πιο πρωί, ο πατέρας μου μ’ έπαιρνε στην Eπισκοπιανή ή στον Αγιο Xαράλαμπο, εξοχικές εκκλησίτσες αυτές, σ’ ένα ωραίο παραθαλάσσιο προάστιο, που λειτουργούσαν από τις επτά. Mετά τη λειτουργία, κάναμε κι έναν ωραίο περίπατο στους Kήπους και γυρίζαμε λιγάκι κουρασμένοι μα πολύ ευχαριστημένοι κι οι δυο. Ω, ήταν τόσο όμορφα! H άνοιξη είχε στολισμένες τις πρασινάδες με μαργαρίτες άσπρες και κίτρινες, με ολοκόκκινες παπαρούνες και μ’ άλλα γαλάζια ή μαβιά αγριολούλουδα. Tι πολύχρωμο το χαλί που απλωνόταν στα χωράφια! Tο έβλεπα κι από την ανοιχτή πόρτα της εκκλησιάς, καθώς άκουγα τα ψαλσίματα, τις ευχές και τα ευαγγέλια. Tα ευαγγέλια προπάντων μ’ άρεσαν πολύ. Eίναι τόσο ποιητικά αυτά που λένε πριν και μετά το Πάσχα. Πρώτα των Bαΐων –και συνήθως απ’ αυτή την Kυριακή άρχιζα να πηγαίνω στις εξοχικές εκκλησίτσες– έπειτα της Aνάστασης, έπειτα του Θωμά, των Mυροφόρων, της Σαμαρείτιδος… O παπα-Λογοθέτης, εφημέριος στον ΑϊXαράλαμπο, πολύ γραμματισμένος τα έλεγε θαυμάσια. Kι όχι ψαλτά με μπάσα και σικόντα, όπως σ’ άλλες εκκλησιές· αλλά διαβαστά, καθαρά, σταράτα, λέξη προς λέξη, και μ’ έκφραση, με τόνο ώστε να καταλαβαίνει το νόημα κι ο αγράμματος. Kι αλήθεια, στις εκκλησίτσες εκείνες το περισσότερο πήγαιναν απλοί, ταπεινοί άνθρωποι του λαού –ψαράδες, βαρκάρηδες, κηπουροί, μυλωνάδες. Kαι σου ’κανε χαρά να τους βλέπεις ντυμένους κυριακάτικα, ν’ ακούνε με τόση ευλάβεια και με τόση προσοχή τα λόγια του Kυρίου… (...) Ετσι έπρεπε να είναι. Για να μου δώσει τόση χαρά η Aνάσταση, έπρεπε να προηγηθεί το Πάθος· για να μου κάμει τόση εντύπωση το Πάσχα, έπρεπε να γνωρίσω τη Mεγάλη Eβδομάδα. Mαθαίνοντας όσα έμαθα εκείνο το χρόνο, μάθαινα τη ζωή, που ώς τότε ήμουν πολύ μικρός για να την ξέρω, αφού οι γονείς που με φρόντιζαν και μ’ οδηγούσαν, δεν με πήγαιναν παρά στις χαρούμενες κυριακάτικες λειτουργίες και με προφύλαγαν απ’ τα λυπητερά, που δεν ήταν ακόμα για μένα. Ετσι και στη ζωή: Tη χαρά, την αληθινή χαρά, την κατακτούμε ύστερ’ από αγώνα και αγωνία, ύστερ’ από κόπο και λύπη. Πριν από κάθε μας Πάσχα, πρέπει να περάσουμε μια Mεγάλη Eβδομάδα. Ω, αυτό το ξέρετε και σεις απο τώρα. Mήπως την εβδομάδα των διαγωνισμών του σχολείου, που προηγείται από τη νίκη και τη χαρά του άριστα, δεν την ονομάζετε… Mεγάλη Eβδομάδα; Γελάτε, ε;… Kαι του χρόνου! Σας ασπάζομαι ΦAIΔΩN

23


Μεγάλη Τρίτη ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΙΤΗΣ

Αλέξανδρος Χαντζής

Κύριε, η εν ποšαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη, μύρα σοι, προ του ενταφιασμού κομίζει. Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος έρως της αμαρτίας. Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει. Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις· ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη. Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος.

Αν ρωτήσεις κάποιον που ξέρει, θα σου πει πως η Μεγάλη Τρίτη δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο στην πραγματικότητα. Δεν περιέχει κανένα μεγάλο μήνυμα. Θα σου πει πως δεν είναι κατανυκτική, ούτε εορταστική, ούτε καν συγκινητική. Τίποτα δεν αρχίζει και τίποτα δεν τελειώνει εκεί. Ούτε για τη ζωή του Χριστού, ούτε για τη δική μας. Απλά είναι μία ακόμη μέρα της εβδομάδας που όπως και να ’χει καλούμαστε να ζήσουμε. Αν ρωτήσεις κάποιον που ξέρει, θα σου πει πως η Μεγάλη Τρίτη δεν περιέχει τίποτα μεγάλο. Θα σου πει πως, μετά την εκκλησία, βλέπουμε συνήθως την προημιτελική φάση του Champions League ή τα ημιτελικά του Final Four. Ισως θυμηθεί τη χαμένη βολή του Πρέλιεβιτς με τον ΠΑΟΚ το ’93 ή τη νίκη του Παναθηναϊκού το ’96 δυο μέρες πριν από την αμφισβητούμενη τάπα του Βράνκοβιτς. Ακόμα και τον Ολυμπιακό του Ιβκοβιτς στη διοργάνωση της Ρώμης το 1997. Ποτέ όμως δεν θα σου πει το οτιδήποτε για κάποιο Μεγάλο Τελικό. Αν ρωτήσεις κάποιον που ξέρει, θα σου πει πως η Μεγάλη Τρίτη έχει να κάνει με τη μεγάλη Κασσιανή, την ιερόδουλη. Και εκεί θα σου εξιστορήσει πολλές αστείες ιστορίες. Θα θυμηθεί την Τζένη Χειλουδάκη, με το χαρακτηρισμό «ιερόδουλη» να δίνει και να παίρνει -για πρώτη φορά- από τους «σεμνούς» τηλεοπτικούς σταθμούς, ή θα θυμηθεί την ξεπεταγμένη του λυκείου, που λέγεται ότι σε ένα διάλειμμα έδινε σε μια φίλη της σεξουαλικές οδηγίες. Σίγουρα θα σου διηγηθεί περιστατικά με ωραίες κοπέλες του γυναικωνίτη. Αν δεν ντραπεί, θα σου πει πως, μέσα σε όλο αυτό το παραλήρημα με τα λιβάνια και τον ιδρώτα, ένα κάρο ακολασίες περνάνε από το μυαλό του και μπλέκουν πιστές, άπιστες και ημίπιστες. Ακόμα θα θυμηθεί τα μηνύματα για «Χρόνια Πολλά» που στέλνει κάθε χρόνο τέτοια μέρα σε διάφορες φίλες του για να τις πειράξει. Αν ρωτήσεις κάποιον που δεν ξέρει, θα σου πει απλά πως στον όρθρο της Μεγάλης Τρίτης ψάλλουν το «Τροπάριο της Κασσιανής» και, αν ρωτήσεις εμένα, θα σου πω πως κάθε Μεγάλη Τρίτη θέλω να μυρίζω πασχαλιές, να βλέπω το φως των κεριών, να λούζομαι από λιβάνι, να σκέφτομαι πως κάποιος κάποτε μίλησε για αγάπη και πως ήρθε ο καιρός να ερωτευτούμε. Υπάρχει κανείς που να μην έχασε το μυαλό του την άνοιξη; Ναι, ο Θεός μας δίνει την ευλογία του και εγώ είμαι έτοιμος να την πάρω.


ΚΑΣΣΙΑΝΗ Κωστής Παλαμάς, «Βωμοί», Γκοβόστη Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά, πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου. Μα, ω Κύριε, πως η θεότη Σου μιλά, μέσ’ την καρδιά μου! Κύριε, προτού Σε κρύψ’ η εντάφια γη από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή Σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας... Νυχτιά σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει, το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά με καίει, με λιώνει. Εσύ που από τα πέλαα τα νερά τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Ερωτά μου, κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά τα δάκρυά μου. Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πώς πονεί! Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί και σάρκα επήραν. Στ’ άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω και με της κεφαλής μου τα μαλλιά θα στα σφουγγίσω. Τ’ άκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε, κι αλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονώ, σώσε, έλεος κάνε. Ψυχοσώστ’, οι αμαρτίες μου λαός τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει; Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός! Αβυσσο η κρίση.

25


Μεγάλη Τετάρτη Η ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΩ ΖΗΣΕΙ ΑΚΟΜΑ Δήμητρα Μπάρλα

Υπερ την πόρνη, Αγαθέ, ανομήσας, δακρύων όμβρους ουδαμώς σοι προσήξα, αšά σιγή δεόμενος προσπίπτω σοι, πόθω ασπαζόμενος τους άχραντους σου πόδας, όπως μοι την άφεσιν, ως Δεσπότης, παράσχης των οφλημάτων κράζοντι, Σωτήρ. Εκ του βορβόρου των έργων μου ρύσαι με.

Η Τετάρτη είναι η πιο «ξενέρωτη» μέρα της εβδομάδας. Μοιραία λοιπόν, η Μεγάλη Τετάρτη είναι η πιο «ξενέρωτη» μέρα τη Μεγάλης Εβδομάδας. Ακριβώς στη μέση και χωρίς να συμβαίνει κάτι το συνταρακτικό στη ζωή του Θεανθρώπου, συνεπώς και στη ζωή των πιστών. Για αυτό και εγώ φέτος αποφάσισα να καταφύγω στον κόσμο της φαντασίας και να περάσω τη Μεγάλη Τετάρτη όπως ακριβώς θέλω. Καταρχάς και πιο σημαντικό: οι γιορτές είναι ημέρες που περνάς με τους ανθρώπους που αγαπάς. Ετσι, λοιπόν, διαλέγω να περάσω τη Μεγάλη Τετάρτη με την αδερφή μου, που μένει στη Σουηδία και δεν ενδέχεται να τη δω πριν τελειώσει η κρίση, την κολλητή μου, με την οποία τα τελευταία τέσσερα χρόνια το έχουμε παράδοση να μη μένουμε ταυτόχρονα στην ίδια πόλη για περισσότερο από δύο συνεχόμενους μήνες, και, για να είναι τέλειο το σχήμα, την κολλητή της αδερφής μου. Οι αδερφούλες με τις κολλητές τους. Το τέλειο κουαρτέτο. Το πρωί αυτής της Μεγάλης Τετάρτης θα μπούμε στο φρεσκοπλυμένο αμάξι μου, το ασημί Yaris, και με το ντεπόζιτο γεμάτο θα κατευθυνθούμε προς τη Ραφήνα. Εκεί, το Yaris με το πλήρωμά του θα επιβιβαστεί στο πλοίο με προορισμό την πανέμορφη Σύρο. Καμπίνες δεν χρειαζόμαστε, γιατί το ταξίδι κρατάει μόνο τρεις ώρες και, εξάλλου, οι καλύτερες γνωριμίες γίνονται στο κατάστρωμα, νοσταλγικά αγναντεύοντας τα κύματα. Ετσι θα συμβεί και στη δική μας ιστορία. Οι τέσσερις όμορφες κυρίες, πλήρως και ολότελα χαρούμενες, θα παραγγείλουν πρωινό καφέ από το μπαρ του καταστρώματος -γιατί βέβαια έχουμε φύγει με το πρώτο πρωινό πλοίο για να έχουμε όλη τη μέρα μπροστά μας- και, καθώς το βαπόρι θα κάνει τις μανούβρες του για να βγει από το λιμάνι, εμείς θα τσουγκρίζουμε τα πλαστικά με το φραπέ και θα ευχόμαστε: «Καλό μας ταξίδι! Καλά να περάσουμε! Και καλό Πάσχα!» Και καθήμενες στις πλαστικές λευκές καρέκλες, ακουμπώντας τα πόδια στην κουπαστή γελώντας με αστεία, τότε ακριβώς θα τους εντοπίσουμε. Εδώ θα κάνω μια μικρή παρένθεση. Θυμάστε τη δεκαετία του ’90, τον πρόγονο του Praktiker, την εταιρεία «Φτιάξ’ το Μόνος σου»; Είχε σήμα κατατεθέν ένα γελαστό ανθρωπάκι με φόρμα εργασίας και καπέλο, που κουβαλούσε στον ώμο δύο σανίδες. Αυτό το προκομμένο παιδί θα εντοπίσουμε σε λίγο - επί τέσσερα. Τέσσερις «Φτιάξ’ τον Μόνος σου». Ο «Φτιάξ’ τον Μόνος σου» δεν έχει κανένα από τα χαρακτηριστικά που έχει, σε αντιστοιχία με την ξενέρωτη Μεγάλη Τετάρτη, ο ξενέρωτος γκόμενος. Ο «Φτιάξ’ τον Μόνος σου» σηκώνει το τηλέφωνο και τηλεφωνεί πάντα όταν


λέει ότι θα τηλεφωνήσει, δεν τον πειράζουν οι συναισθηματισμοί και δεν χρησιμοποιεί την έκφραση «δεν είμαι σε φάση». Θα τους εντοπίσουμε στο κατάστρωμα καθώς θα περνούν πίσω από τις καρέκλες μας κόβοντας βόλτες. Με μια φευγαλέα ματιά, τα βλέμματά μας θα διασταυρωθούν. Φευγαλέα. Ωστόσο, θα τους ξεχάσουμε γρήγορα, γιατί ακούγεται η γνωστή και ευλογημένη φωνή: «Σε λίγα λεπτά το πλοίο φτάνει στο λιμάνι της Σύρου. Παρακαλούνται οι επιβάτες με προορισμό της Σύρο όπως ετοιμαστούν για αποβίβαση και οι οδηγοί των οχημάτων να προσέλθουν στο γκαράζ». Σε εκείνο το σημείο, θα τρέξω η δύστυχη πανικόβλητη στο γκαράζ, γιατί πάντα αγχώνομαι όταν πρέπει να οδηγήσω πολύ κοντά σε άλλα αυτοκίνητα. Ευτυχώς όλα θα πάνε καλά και δίχως μισή γρατζουνιά, το κουαρτέτο θα ξαναβρεθεί στο Yaris-άκι στο δρόμο προς τη Μικρή Βενετία της Σύρου και προς τον υπέροχο ξενώνα που κλείσαμε στην κόψη του βράχου, πάνω στο κύμα, με θέα το ατέλειωτο μπλε. Αφού τακτοποιηθούμε, μπανιαριστούμε και παρφουρμαριστούμε, νομίζω πως θα είναι πια ώρα φαγητού. Συριανά μεζεκλίκια, ετοιμαστείτε! Σκορδομακάρονα, πατατοκεφτέδες, χορτοκεφτέδες, μελιτζανοπίλαφο, σαλιγκάρια, τυράκια Aπάνω Mεριάς και, βέβαια, τυρί Saint Michel, συνοδευόμενα από λευκό κρασί ποικιλίας «Μονεμβασιάς», που θα μας στείλει κατευθείαν για ύπνο. Θα ξυπνήσουμε πρώτες η αδερφή μου και εγώ και εκείνη θα μας φτιάξει ελληνικό στο γκαζάκι που τον πετυχαίνει. Θα πάρουμε τον απογευματινό μας καφέ στο μπαλκόνι και αυτός θα είναι ο χρόνος που θα έχουμε οι δυο μας. Αφού ξυπνήσουν οι υπόλοιπες κυρίες, μετά το αργό χάζι στο μπαλκόνι, όταν θα πέσει λίγο η ψύχρα -η κολλητή μου θα κρυώσει πρώτη-, θα αρχίσει ο δεύτερος γύρος ετοιμασιών, αυτός για τη βραδινή έξοδο. Ρούχα, βούρτσες και make-up θα οργιάσουν στον ξενώνα. Το Yaris θα παρκάρει κοντά στα πρώτα σκαλιά του καθολικού λόφου. Στη βόλτα μας θα ζωντανέψουν θρύλοι ιπποτικοί, η Γλαύκη και ο Λουκάς της «Αίθουσας του Θρόνου», η διαμάχη και η συμφιλίωση Καθολικών και Ορθόδοξων και το αιώνιο ερώτημα πώς γίνεται η θρησκεία να έχει τόσο μεγάλη δύναμη να ενώνει και να χωρίζει. Οι μεγαλύτεροι πόλεμοι, οι βιαιότερες σφαγές έχουν γίνει στο όνομά της. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός σταυρώθηκε για το μήνυμα της Αγάπης που διακήρυττε. Και παρασυρμένες από την απόλυτη λέξη, θα τους εντοπίσουμε πάλι. Θα βρίσκονται στο πρώτο σκαλί της σκάλας που μόλις ανεβήκαμε, μασουλώντας χαλβαδόπιτα. Τα βλέμματά μας θα διασταυρωθούν. Φευγαλέα; Και η Μεγάλη Τετάρτη είναι ακόμα νέα.

Μ Ε Γ Α Λ Η ΤΕΤΑΡΤΗ Νίκος Γκάτσος, «Φύσα αεράκι φύσα με», Ικαρος Εκ των σπηλαίων του όρους εξήλθον οι δαίμονες.

Τετάρτη των τεφρών και των παθών ο θάνατος δεν έχει παρελθόν. Τετάρτη των ψυχών και των αγγέλων ο θάνατος δεν έχει ούτε μέλλον. Ως θάλασσα υαλίνη ομοία κρυστάλλω. Του σύμπαντος ηχεί το εκκρεμές ξυπνήστε να αποδώσουμε τιμές. Φανήκαν οι ουράνιοι στρατηλάτες σα σκοτεινού Ρουβίκωνα Γαλάτες. Πίστις, ελπίς, αγάπη. Τα τρία ταύτα. Μείζω δε τούτων η αγάπη. Της γης αναθαρρήσαν οι πληγές. Πότε θ’ ανάψει ο ήλιος πυρκαγιές να κάψουν το παλάτι του Ηρώδη και τ’ άνθος του κακού να γίνει ρόδι; Πάντα ποιείτε ίνα γένησθε άμεμπτοι και ακέραιοι μέσον γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης.

27


Μεγάλη Πέμπτη ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ Ειρήνη Μαργαρίτη

Θυμάμαι έφηβη στο γυναικωνίτη της εκκλησίας μας Μεγάλη Πέμπτη, με τις φίλες μου και τα συνομήλικα αγόρια να ανταλλάσσουμε φιλιά. Θυμάμαι να προσπαθούμε να κλείσουμε ραντεβού για αργότερα. Θυμάμαι να εκμεταλλευόμαστε με μεγάλη χαρά τη Λειτουργία που κρατάει μέχρι αργά. Θυμάμαι

Οτε οι ένδοξοι μαθηταί εν τω νιπτήρι του Δείπνου εφωτίζοντο, τότε Ιούδας ο δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας εσκοτίζετο, και ανόμοις κριταίς σε τον δίκαιον Κριτήν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων εραστά, τον διά ταύτα αγχόνη χρησάμενον, φεύγε ακόρεστον ψυχήν την Διδασκάλω τοιαύτα τόλμησασαν. Ο περί πάντας Αγαθός, Κύριε, δόξα σοι. Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας. Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των αγγέλων Βασιλεύς. Ψευδή πορφύραν περιβάšεται ο περιβάšων τον ουρανόν εν νεφέλαις. Ράπισμα κατεδέξετο ο εν Ιορδάνην ελευθερώσας τον Αδάμ. Ηλοις προσηλώθη ο Νυμφίος της Εκκλησίας. Λόγχη εκεντήθη ο Υιός της Παρθένου. Προσκυνούμεν σου τα πάθη Χριστέ. Δείξον ημίν και την ένδοξόν Σου ανάστασιν.

τα ψιθυρίσματα, τις ματιές, τη συνωμοσία και τη νεανική μας αγωνία να ζήσουμε κάθε λεπτό, να μη σταματήσουμε. Ημασταν η μόνη κίνηση μέσα σε ένα σύμπαν όπου έμοιαζε να έχει παγώσει ο χρόνος ή τουλάχιστον να κυλάει πολύ αργά. Γυναίκες όρθιες ή καθιστές, σιωπηλές, κρατώντας στα χέρια τους το Ευαγγέλιο και ακολουθώντας αργά και με προσοχή την κάθε γραμμή. Γυναίκες με δάκρυα, που κυλούσαν θα έλεγες επίσης αργά, στα χλομά από πόνο πρόσωπά τους. Γυναίκες σίγουρα άνω των 30. Γυναίκες που μας κοίταζαν καμιά φορά με οργή, που ψιθύριζαν «Σσσ...», που δεν άντεχαν την ανάγκη μας να γεμίσουμε αυτή τη σιωπή. Θυμάμαι να θυμώνω μαζί τους, να σκέφτομαι πως είναι υποκρίτριες, θυμάμαι τέλος να ρωτάω μέσα μου: «Μα καλά γιατί κλαίνε τώρα αυτές;» Μεγάλη Πέμπτη, η ημέρα των Αγίων Παθών. Η ημέρα που διαβάζονται τα Δώδεκα Ευαγγέλια και γίνεται η τελετή της Σταύρωσης του Χριστού. Η ημέρα που οι χριστιανοί καλούνται να θυμηθούν τα Αγια Πάθη του Κυρίου. Τη δίκη Του, τα βασανιστήρια που υπέμεινε, τους εξευτελισμούς και τέλος το μαρτυρικό Του θάνατο στο σταυρό. Ημέρα που οι καμπάνες θα χτυπήσουν πένθιμα την ώρα που ο Εσταυρωμένος θα περιφερθεί μέσα στο ναό, ενώ οι ιερείς θα ψάλλουν: Σήμερον κρεμάται επί ξύλου... Ημέρα πένθους. Οχι το πένθος της Μεγάλης Παρασκευής. Οχι η ίδια η κηδεία. Η Μεγάλη Πέμπτη είναι, νομίζω, σαν να διηγείσαι ολόκληρη τη διαδρομή στο αναπόφευκτο. Είναι σαν να λες: «Και μετά ντύθηκε και πήρε το αυτοκίνητο, δεν είχε πιει πολύ το θυμάμαι. Κι εγώ του είπα θα μιλήσουμε αύριο... και...» Ημέρα που δεν θα φάμε καλαμαράκια μετά. Ημέρα που θα παρευρεθούμε σε μια ολονυχτία σε κατάσταση σοκ. Απροετοίμαστοι. Να στολίζουμε με λουλούδια κάποιον επιτάφιο. Νομίζω τώρα καταλαβαίνω λίγο καλύτερα γιατί κλαίγανε αυτές οι γυναίκες. Ισως και κάποιοι άντρες, δεν έχει τόση σημασία. Απλώς, τις γυναίκες έχω δει. Νομίζω κλαίγανε γιατί μπορούσαν. Γιατί το Θείο Δράμα τούς επέτρεπε να θρηνήσουν σε ένα δημόσιο χώρο. Να θρηνήσουν για κάποιον που έχασαν ή ακόμα και για τις ίδιες τις ζωές τους. Για τις λάθος επιλογές. Για το «αν είχα κάνει αυτό», για την αδικία εις βάρος τους, αλλά και για όλες τις προδοσίες. Να νιώσουν το παράπονο. Να το αφήσουν να τις κατακλύσει και ύστερα να γίνει πιο μεγάλο από αυτές, να ενωθεί με κάτι άλλο. Για μια στιγμή. Μια παύση. Δεν είναι μόνες τους πια. Καθόλου τυχαίο που τις ενοχλούσαμε. Δεν ήθελαν καμιά ανάμνηση της ζωής. Είχαν ανάγκη αυτόν το μικρό τους θάνατο. Ετσι, με ένα σεβασμό διαφορετικό πια και όχι από θρησκευτική ευλάβεια, με νοιάζει. Γιατί, ίσως, αυτές οι γυναίκες παλιότερα, ίσως και κάποιοι άνθρωποι ακόμα, να το χρειάζονται. Γιατί ίσως κάποιοι δυστυχώς να μην έχουν άλλες επιλογές. Πιο πολύ όμως γιατί αυτά τα «Σσσ...» τα ενοχλητικά μερικές φορές είναι απλώς απαραίτητα για να περιφρουρούμε τους θανάτους μας.


Μ Ε Γ Α Λ Η Π Ε Μ Π Τ Η Κική Δημουλά, «Ηχος απομακρύνσεων», Ικαρος Γοερά το βλέπω ετοιμάζεσαι για την Ανάστασή σου.

Την πιστεύω αλλά με θλίβει όπως μας θλίβουν γοερά και κάτι άλλα θαύματα που επαληθεύτηκαν αλλόκοτα: με το μη μένοντας κοντά μας όπως μη μένοντας από μεθαύριο Εσύ. Να αναστηθείς βεβαίως ποιος νεκρός δεν το θέλει ποιος υποψήφιος. Αλλά να έμενες κάτω, εδώ να μένεις ο πλησίον μας. Oσα μας έταξες το είδες δε γίνονται εκεί πάνω εν μέσω πολυάσχολων ιλίγγων και στροβιλισμών της Αναλήψεώς σου. Θέλουνε γη αυτά τα πράγματα πετρώδη ακανθόσπαρτη γι’ αυτό και την διεξήλθες τόσον αιματηρά ίνα άρεις -Συ είπαςόσα χάσαμε επ’ αυτής. Δε γίνεται τουλάχιστον να μένεις μία βδομάδα εδώ και μια στο πατρικό σου; Θαύμα μεγάλο είσαι πια μπορείς να επιβληθείς στη διανομή σου. Πώς πηγαινοέρχονται καθημερινά από εδώ εκεί από κει εδώ η ζωή και ο θάνατος. Oχι όχι μη μου μιλάς για τις αόρατες συνεχείς εκείνες παρουσίες. Είδαμε σε τι μαρτύριο ψαύσεως τυφλής μας υπέβαλαν. Μεγάλωσα όχι θέλω ξεκάθαρους πια ορατούς λογαριασμούς ή σε αγγίζω Ιησού ή Ανασταίνεσαι διά παντός από κοντά μου.

29


Μεγάλη Παρασκευή ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ Ηλίας Κολοκούρης

Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου. Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει. Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως. Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη. Ους έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου. Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.

Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάšος; Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω; Ερραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι. Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον. Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.

Παπά παιδί διαόλου εγγόνι, λέει. Μια συμμορία παπαδάκια να έχει λαχανιάσει στα πίσω του ιερού. Οχι Αγγέλων Στρατιαί. Αγγελικής Στρατιαί εξεπλήττοντο. Χάσκουν οι οπές των στομάτων πλέοντας σε οχείες αιθέριες. Ισαμε τη στιγμή που η αναπνοή τους θα ενωθεί με το ανοιξιάτικο αεράκι του Επιταφίου και θα χαθεί. Αλλά αυτή τη στιγμή εκπνέουν εντόνως. Αι παρειαί των παίδων ερυθριώσαι και επαναστατημένες. Παντιέρες κόκκινες. Οι φωνές τους ωσάν των πετεινών με τα λειριά τα πορφυρά. Κοκορίζουν σε όσα λένε. Κοκορίζουμε σε όσα λέμε. Ο Φώτης, ο Στάθης, ο Μάκης, εγώ. Εφηβοι λαχανιασμένοι όπισθεν του ιερού, έξωθεν της Ζωοδόχου Πηγής. Οι καρδιές τους έχουν πλαντάξει. Ερωτευμένοι όλοι οι μικροί μπάμπουρες με εκείνη. Τη Μεγάλη. Τη Μεγίστη. Την Πλατυτέρα. Την Αειπάρθενο. Τη Μεγάλη Ημιγερμανίδα Αγγελική. Ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σε ένα ποτήρι; Την ψηλή ξανθιά Ανασσα με τα θελκτικά καπούλια. Ω Αγγελική. Με το κερί στο χέρι. Δαυλός καυλός εφηβικός. Ερχόμενη μετά σαρκός. Βαπτισθήναι θέλοντες ημείς άπαντες εν τη ση πηγή την ζωοδόχον, σε ένα «λάθε βιώσας» πιστοί. Να μη μας πάρεις χαμπάρι ποτέ. Ποια φράου απρόσιτη μαρκάλεψε ο πατέρας σου και βγήκες εσύ; Τι κι αν το βλέμμα της γλυκό σαν το χυμό από το αγιόκλημα; Η χολή της είναι μέλαινα και ναι, πενθούμε όλοι. Μέλαινα χολή που μας κερνά η Αειπάρθενος Αγγελική. Κυλά στο αίμα μας. Και αφαίμαξη για να συνέλθουμε δεν έχει. Ο Χριστός γλίτωσε στο σταυρό. Τον τρύπησαν με το δόρυ και βγήκε αίμα από το σώμα. Εμάς χοχλακιάζει και σωτηρία δεν υπάρχει. Χαμένοι από χέρι. Μελαγχολικοί και καταραμένοι. Ποιον να γυρίσει να κοιτάξει το ξανθό μας άνθος; Πρέπει να είναι φοιτήτρια. Ναι, πρέπει να διακατέχεται από ετούτη τη μαγική φοιτητική ιδιότητα. Το δημοτικό απέχει έτη φωτός από μία φοιτήτρια. Εκείνη κλαίει βουβή. Τα μάτια της, ζουμπούλια γαλανά νοτισμένα από την απογευματινή δροσούλα. Θερμώς δακρυρροούσα τον Νυμφίο πενθεί. Ω φως των οφθαλμών μου, καυτερό γαρούφαλλό μου, Αγγελική μου Ανοιξη; Ετσι όπως βούρκωνες, βούρκωναν και οι φαλλοί μας. Ο Φώτης φορά τη στολή του. Ράσο δεν τη λες. Ο Φώτης είναι Κόκκινος με χρυσοποίκιλτα άνθη στα μανίκια. Τα άνθη στην αυλή πίσω από το ιερό επαναστατούν και εκείνα. Εξεγείρονται κατά του πένθους. Ω γλυκύ μου έαρ; Πού έδυ σου το κάλλος; Μα δεν έδυ, εδώ είναι το κάλλος το τρισμέγιστο, η Αγγελική που και Αγγελα να


τη φωνάζαμε δεν πείραζε. Τα άνθη εξεγείρονται κατά του πένθους. Τα άνθη διεγείρονται υπέρ του πάθους. Μενεξέδες και ζουμπούλια τρεμοπαίζουν στους μίσχους. Θεία μέθη μας ποτίζει. Ή όχι και τόσο θεία. Ο Φώτης έχει κρύψει κάτω από το «ράσο» του μια μποτίλια που βούτηξε από το ιερό. Μια μποτίλια κόκκινη σαν αίμα, μαυροδάφνη. Οσο προχωράνε τα Εγκώμια, το κρασί το έχουμε κατεβάσει. Ο οίνος μάς ευφραίνει και μας εξουσιάζει. Η αυταπάτη πως όχι, σήμερα κάτι θα γίνει με την Αγγελική, η αυταπάτη έχει στραγγαλίσει κάθε ηθικό εφηβικό φραγμό. Ο Στάθης, ο αναίσχυντος, λίγο πριν, εξήλθε του ιερού με τη μορφή του Αρχαγγέλου Γαβριήλ. Οχι το μήνυμα του Ευαγγελισμού να φέρει. Ούτε τους φόβους του Ιωσήφ να κατευνάσει. Στο πλάι της Ωραίας Πύλης ενδεδυμένος το ρόλο του. Τάχα μου παπαδάκι να λιβανίσει. Ποιος ξέρει αλήθεια πότε πρέπει να λιβανίζουμε; Υπάρχει κανόνας; Οποτε του έρθει μπορεί κάποιος να λιβανίσει στην εκκλησία, δεν έχει σημασία. Συνειδητοποιώντας αυτό εν μέσω μέθης, ο Στάθης βγήκε στο πλάι της Ωραίας Πύλης και λιβάνισε το Ικρίωμα της Ωραίας και Μεγάλης Αγγελικής. Ο Στάθης ο Μικρός. Της Αγγελικής Στρατιώτης. Και η αυταπάτη να πλανιέται σαν θυμίαμα στον αέρα. Και η Αγγελική να μην τον κοιτά. Και ο Στάθης εκπεπληγμένος ευπειθώς να αναφέρει άμα τη επιστροφή: «Δεν με κοίταξε, ρε μαλάκες». Μα και ο Μάκης κάτι έκανε ετούτο το πένθιμο βράδυ. Εξήλθε του ιερού, το ποτισμένο παπαδάκι,

να τακτοποιήσει τις Μυροφόρες. Τα κοριτσάκια τα δευτεράκια. Ε ναι, είχε μια εξουσία ως μαθητής της Πέμπτης. Ο Μάκης ο Μικρός. Της Αγγελικής Στρατιώτης. Εναντι των μικροτέρων Μυροφόρων. Να τις βάλει να σταθούν λίγο πιο πέρα από τον Επιτάφιο, να μπορεί να περάσει ο παπάς. Και καθώς τις τακτοποιούσε να κλείσει το ματάκι στην Αγγελική. Και εκείνη, στο βάθρο της ψηλά. Να μην τον κοιτά. Και ο Μάκης εκπεπληγμένος ευπειθώς να αναφέρει άμα τη επιστροφή: «Δεν με κοίταξε, ρε μαλάκες». Ολοι κάτι κάνανε αυτό το βράδυ του Επιταφίου. Εγώ, ως κοντότερος της συμμορίας είναι αλήθεια πως την έβγαλα λούφα. Και κατά το παίγνιο που ακολούθησε δεν συμμετείχα. Σταγόνες γλυκόπιοτης μαυροδάφνης πάσχιζα να αρμέξω από την άδεια μποτίλια. Τώρα όμως τι γίνεται; Τι κάνει μια συμμορία παπαδάκια στο πίσω μέρος της Ζωοδόχου Πηγής, έξωθεν του ιερού; Τι κάνουν τα ανίερα και τα ανόσια; Παίζουν και εκπνέουν εντόνως. Παίζουν με τα κεριά τους. Ολα μαζί. Το θάνατο να πατήσουν μια μέρα πριν. Τι και αν το δρομάκι σφύζει από Μυροφόρες; Από κορίτσια συνομήλικα με καλαθάκια στα χέρια και ανθάκια στα μαλλιά; Να περιμένουν με τα πουκαμισάκια τους αγνά και λευκά, σιδερωμένες και ωραίες, με τις φουστίτσες τους καθαρές και μπλε μαρέν. Εκείνοι παίζουν νοερά με την Αγγελική τη βουβή φοιτήτρια. Ο Σαββαώθ δεν τους κοιτά. Στον τρούλο έχει μείνει καρφωμένος και βλοσυρός. Μα ο Νικόλας τους ψάχνει. Τρέχει γύρω γύρω από την εκκλησία και τους αναζητά.

31


Μεγάλη Παρασκευή ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ

Ε Π Ι Τ Α Φ Ι Ο Σ Γιάννης Ρίτσος,

«Επιτάφιος», Κέδρος

Ι

32

Και βρίσκει εμένα, ο βρομόστομος νεωκόρος: «Γαμώ την Παναγία σας! Πού στο διάολο είστε; Θα ξεκινήσει η λιτανεία, ρε κωλόπαιδα!» Ευθύς σκουντάω τον Φώτη και το νοερό παίγνιο με την Αγγελική διακόπτεται. Είναι άλλωστε βολική η στολή του παπαδακίου για τέτοια παίγνια. Ρίχνεις κάτω το ράσο και δεν σε καταλαβαίνει κανείς. Ο Φώτης, ως υψηλότερος, ρίχνεται στη μοιρασιά. Θα κουβαλά τον άνθινο Επιτάφιο μαζί με τους μεγάλους. Οι άλλοι φορτώνονται εξαπτέρυγα επάργυρα και λιβανιστήρια. Και εγώ, ο ζουμπάς, παίρνω στα χέρια την εικόνα. «Επιτάφιος Θρήνος» λέει πάνω. Η Παναγία κρατά με τα μάτια της σκοτεινά το κεφάλι του γιου της. Δίπλα της κλαίνε τρία κορίτσια, που δεν τα λες και τόσο κορίτσια. Στα δεξιά ένας γκασμάς σηκώνεται ψηλά στον ουρανό και κάποιος εργάτης σκάβει τον τάφο του Ιησού. Καμία ανατροπή κατά την περιφορά του Επιταφίου. Η συμμορία κάνει τράμπες μεταξύ της για να ξεπιάνονται από τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα. Εγώ, ο λούφας, μένω με την εικόνα στα χέρια, πηγαίνοντας πίσω από το Σταυρό και μπροστά από τον παπά, εν τω μέσω της φάλτσας πομπής. Και ο Επιτάφιος τελειώνει. Γυρίζουμε στην εκκλησία. Στεκόμαστε στα σκαλιά, ελθόντες ίνα προσκυνήσωσιν οι πιστοί. Περιμένουμε. Λες να προσκυνήσει και η Αγγελική; Ο κόσμος με εμποδίζει να τη δω. Τρίβολοι και παγίδες, τρισάθλιες γριές. Με σπρώχνουν, η εικόνα θα μου πέσει. Σιγά κυρά μου! Ε ρε, τελικά τυχεροί οι άλλοι, μπήκαν στο ιερό, παράτησαν τα εξαπτέρυγα και τώρα θα πίνουν πάλι. Και εγώ να περιμένω να φιλήσουν την εικόνα οι γριές. Να την! Η Αγγελική. Αγκαζέ με μία φίλη της. Θα ’ρθει; Γοητευτική και πλανεύτρα. Ερχεται. Ο καρπός μου τρέμει. Δεν αντέχω. Νιώθω ότι. Η εικόνα μου πέφτει. Πρόλαβα. Η Αγγελική πλησιάζει. Φιλά την εικόνα. Με φιλά. Με κοιτά. Ναι, με κοιτά. Οχι, δεν είναι το κρασί, ούτε τα λόγια του παπά και η ζάλη από τα ζουμπούλια. Δεν κοιτά την εικόνα, εμένα κοιτά. Η εικόνα μου πέφτει, σπάζει το πλαίσιο. Θρύψαλα. Ενωμένα. Σύμπηξη και διάλυση ομού. Η Αγγελική με βουτά και φιλιόμαστε στα σκαλιά της εκκλησίας. «Μαλάκες, με κοίταξε».

Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου, πως κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω; Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου, Που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ᾿ το τσίνορό μου, τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα; Πουλί μου, εσύ που μου ’φερνες νεράκι στην παλάμη πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι; Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο. Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει. Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου μπήγω. V

Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε· ψηλώνει ο ήλιος· έλα, και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα. Ἡ μπλέ σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη. Θα καρτεράει το κρύο νερό το δροσερό σου στόμα, θα καρτεράει τα χνώτα σου τ᾿ ασβεστωμένο δώμα. Θα καρτεράει κ᾿ η γάτα μας στα πόδια σου να παίξει κι ο ήλιος αργός θα καρτερά στα μάτια σου να φέξει. Θα καρτεράει κ᾿ η ρούγα μας τ᾿ αδρό περπάτημά σου κ᾿ οι γρίλιες οι μισάνοιχτες τ᾿ αηδονολάλημά σου. Και τα συντρόφια σου, καλέ, που τις βραδιές ερχόνταν και λέαν και λέαν κι απ᾿ τα ίδια τους τα λόγια εφλογιζόνταν Και μπάζανε στο σπίτι μας το φως, την πλάση ακέρια, παιδί μου, θα σε καρτεράν να κάνετε νυχτέρια. Και γω θα καρτεράω σκυφτή βραδί και μεσημέρι ναρθεί ο καλός μου, ο θάνατος, κοντά σου να με φέρει.



Μεγάλο Σάββατο

ΜΝΗΜΕΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΕΣ Χάρης Μπόσινας

Τύλιξα το παρθένο φυτίλι της λαμπάδας μου γύρω από τον αριστερό μου δείκτη και συνέχισα να νιώθω αμήχανος. Το μικρό εκκλησάκι είχε από ώρα ξεπεράσει τις δυνατότητές του σε χωρητικότητα. Κοίταξα γύρω μου με το σεβασμό του ξένου και προσπάθησα να εντοπίσω τη θεία μου. Την είδα στην πόρτα να προσεύχεται σιωπηλά. Από όλη την οικογένεια, μόνο οι δυο μας είχαμε όρεξη για Ανάσταση. Οι άλλοι έμειναν στην αυλή του εξοχικού. Η θεία Μάκη με παρέσυρε σε αυτόν το μικρό ιδιωτικό ναό με απίστευτη επιμονή για το χαρακτήρα της. Εγώ προτιμούσα μια πιο λαμπρή Ανάσταση, αλλά δεν της χάλασα το χατίρι. Λίγο πριν φτάσουμε στο κτήμα, η θεία Μάκη μου διηγήθηκε την ιστορία που συνόδευε το ξωκλήσι. Το έχτισε ένα φιλικό της ζευγάρι, στη μνήμη του γιου τους Αναστάση. Ο Αναστάσης σκοτώθηκε με τη μηχανή του δυο χιλιόμετρα από το κτήμα και ένα μαύρο σύννεφο σκέπασε από τότε τον ήλιο τους. Πιστοί και οι δύο, παρά το θυμό τους, έταξαν το εκκλησάκι στην Ανάσταση και στη μοναδική τους ελπίδα να ξαναδούν το γιο τους, κάπου, κάπως, κάποτε. Η ιστορία τους μου φάνηκε αδιάφορη στην αρχή, γιατί στερούνταν πρωτοτυπίας. Και όσο μεγαλώνω η

Ο ευσχήμων Ιωσήφ, από του ξύλου καθελών το άχραντόν σου Σώμα, σινδόνι καθαρά, ειλήσας και αρώμασιν, εν μνήματι καινώ κηδεύσας απέθετο.

συγκίνησή μου ενεργοποιείται ολοένα και πιο δύσκολα. Οταν όμως αντίκρισα το περιποιημένο κτήμα με το πανέμορφο ξωκλήσι στη μέση, ένιωσα πως σε αυτά τα λίγα στρέμματα έζησε κάποτε η αγάπη. Ολα έμοιαζαν φτιαγμένα στο χέρι με το μεράκι του πονεμένου. Λουλούδια, τοίχοι, παράθυρα είχαν βρει τη θέση τους. Μπήκα βουβός και ένιωσα τα κεριά να ζεσταίνουν το χώρο. Οι δυο γονείς είχαν σταθεί από νωρίς μπροστά στο ιερό μινιατούρα και σιωπηλοί έδειχναν να προσεύχονται. Ολοι γύρω μου έδειχναν να προσεύχονται. Οταν κι η θεία μου βυθίστηκε σε προσευχές, αποφάσισα να ακολουθήσω επιτέλους το παράδειγμά τους. Με διέκοψε προσωρινά μια σκέψη: σε λίγο θα αρχίσουν τα βεγγαλικά και η κατάνυξη θα πάει περίπατο στη Χώρα του Ποτέ. Γέλασα και ένιωσα ακόμα πιο αμήχανος. Τα φώτα έσβησαν, ακούστηκε το «Δεύτε λάβετε φως», οι φλόγες μοιράστηκαν και η κατάνυξη παρέμεινε στο χώρο πιο αισθητή από ποτέ. Η συγκίνηση άρχισε να αποκτά πιο δυνατή φωνή μέσα μου και ξεχύθηκε δειλά από τα μάτια μου. Ο χαμηλός φωτισμός μου προσέφερε κάλυψη. Σκούπισα διακριτικά τα μάγουλά μου, όταν ο νεαρός ιερέας τραγούδησε το «Χριστός Ανέστη» με μια αναπάντεχη γλύκα, που με βρήκε απροετοίμαστο. Βεγγαλικά δεν ακούστηκαν παρά μόνο κάπου στο βάθος, σε μια άλλη Ανάσταση. Ξαφνικά δεν ένιωθα ξένος, ξαφνικά ευγνωμονούσα τη θεία μου που με παρέσυρε, ξαφνικά ένιωσα την ψυχή μου να απογειώνεται, έστω για λίγο. Τραγούδησα με τη σειρά μου «Χριστός Ανέστη» και το πίστευα. Ενιωσα πως όλοι γύρω μου το πίστευαν. Μια χαρά γεννήθηκε από αυτή τη σκέψη. Μια χαρά που μου γαργάλισε το στομάχι και το λαιμό και με έκανε να αιωρούμαι στις μύτες των ποδιών μου. Τι υπέροχη χαρά; Τι αξέχαστη χαρά... Δεν έτυχε να ξαναπάω σε αυτό το κτήμα, αλλά πάντα αναζητώ εκείνη την Ανάσταση. Κάθε Πάσχα η ανάμνηση της χαράς που ένιωσα μες στο φτιαγμένο από πόνο ξωκλήσι μού δημιουργεί προσμονή. Δεν την έχω ξαναβρεί όσο και αν έψαξα. Δεν ξέρω αν φταίνε τα βεγγαλικά που με αποσυντονίζουν, δεν ξέρω αν φταίνε τα πανάκριβα αρώματα που καλύπτουν το λιβάνι, δεν ξέρω τι φταίει, αλλά δεν την έχω ξαναβρεί. Ελπίζω φέτος να είμαι πιο τυχερός.


ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Τάσος Λειβαδίτης, «Νυχτερινός επισκέπτης», Κέδρος «Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν, κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους, κι αυτό το κάθαρμα ο άμαξας προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του, έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου, τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος, γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.

35


Κυριακή του Πάσχα Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Νατάσα Μαστοράκου

Η Μεγάλη Εβδομάδα πάντα μου έφερνε κατάθλιψη. Οχι απλώς αυτή την τυπική που μας πιάνει όλους από τα Πάθη του Χρίστου και τα τροπάρια. Κατάθλιψη κανονική και κλάματα στον επιτάφιο. Γενικώς μεγάλο δράμα. Αν και δεν υπήρξα ποτέ παιδί της εκκλησίας, εκείνες τις ημέρες τις ζούσα σε όλο τους το μεγαλείο. Ισως αυτό να οφείλεται και στο κατανυκτικό κλίμα που επικρατούσε στο Γύθειο, όπου πέρασα τις περισσότερες Μεγάλες Εβδομάδες της ζωής μου. Στην πόλη -συμπέρανα μόλις έμεινα για πρώτη φορά στην Αθήνα- είναι τα πράγματα λίγο πιο αδιάφορα. Ακόμα και αν πας στο Λυκαβηττό για την Ανάσταση, το πιο πιθανό είναι ότι θα ακούσεις το Χριστός Ανέστη όντας πολύ μακριά από την εκκλησία. Στο Γύθειο όμως το ζούσες κανονικά. Τα παιδιά έβαζαν τα καλά τους κάθε απόγευμα και η Μητρόπολη είχε μεγάφωνα, ώστε να ακούγεται η Θεία Λειτουργία σε όλα τα σημεία της πόλης. Ολες οι φίλες μου -που έμεναν μόνιμα

Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.

Ει και εν τάφω κατήλθες, Αθάνατε, αšά του Αδου καθείλες την δύναμιν· και ανέστης ως νικητής, Χριστέ ο Θεός γυναιξί μυροφόροις φθεγξαμένος· Χαίρετε· και τοις σοις αποστόλοις ειρήνην δωρούμενος, ο τοις πεσούσι παρέχων ανάστασιν.

εκεί- πήγαιναν με τις μαμάδες και τις γιαγιάδες τους στην εκκλησία κρατώντας τη Σύνοψη και δεν είχε καθόλου γούστο να νιώθεις ότι είσαι το παιδί της πόλης που δεν συνηθίζει να πηγαίνει στην εκκλησία. Ετσι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συμμετείχα. Και κυρίως στον Επιτάφιο. Στεκόμουν από νωρίς απέναντι από τη Μητρόπολη και χάζευα τη φιλαρμονική και τους φαντάρους που είχαν καταφθάσει από νωρίς. Στη συνέχεια ακολουθούσα τον επιτάφιο της δικής μας εκκλησίας -που πάντα υπερασπιζόμουν ότι είναι ο πιο ωραίος- και τον έβλεπα να ενώνεται με τους άλλους δύο στο κέντρο της πλατείας. Η μαμά μου έτρεχε πάντα δίπλα στους ιερείς μπας και καταφέρει να ακούσει το «Ω γλυκύ μου έαρ» την ώρα που οι υπόλοιποι ευλαβικά κρατώντας τα κεράκια μας μπλεκόμασταν στο πλήθος. Εκτός, όμως, από τον επιτάφιο και τη σύνοψη, από τα δυναμιτάκια και το αρνί, αυτό που κρατάω καλά φυλαγμένο στην καρδιά μου είναι ο εσπερινός του Πάσχα, η λεγόμενη «Λειτουργία της Αγάπης». Αν δεν την ξέρετε, μη νιώθετε άσχημα, δεν είστε οι μόνοι. Οπως διαπίστωσα μεγαλώνοντας, ελάχιστοι είναι αυτοί που γνωρίζουν τη μοναδική χαρμόσυνη στιγμή της Μεγάλης Εβδομάδας. Ελάχιστοι αφήνουν στην άκρη το φαγητό και το ποτό και πάνε μέχρι την εκκλησία στις 6 το απόγευμα την Κυριακή του Πάσχα. Ωστόσο αυτοί οι ελάχιστοι έχουν ζήσει μοναδικές στιγμές. Οταν ήμουν μικρή στη Λειτουργία της Αγάπης μας πήγαινε η γιαγιά μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ με ακρίβεια όλες τις λεπτομέρειες του τελετουργικού, μια και η γιαγιά πέθανε όταν ήμουν μόλις έξι ετών και από τότε ελάχιστες φορές πήγα μόνη μου. Αυτό όμως που θυμάμαι πολύ καλά ήταν ότι οι ιερείς έψελναν το «Χριστός Ανέστη» σε όλες τις γλώσσες ή, τέλος πάντων, σε αρκετές. Η μέρα, άλλωστε, συμβολίζει την ελπίδα και την αγαλλίαση, μετά τον πόνο και τη θλίψη των Παθών και της Σταύρωσης. Δεν ξέρω σήμερα αν αυτή η ημέρα μπορεί να μας φέρει την ελπίδα και σίγουρα αν δεν έχεις «νιώσει» τα Πάθη δεν μπορείς να απολαύσεις και την αγαλλίαση. Δεν ξέρω αν φέτος οι ιερείς με τα φύλλα δάφνης και τον ασπασμό όλων των πιστών μπορούν να τους κάνουν να νιώσουν τη νίκη του Θεανθρώπου απέναντι στο θάνατο. Επειδή όμως όταν ήμουν παιδί ήταν μια από τις ευτυχισμένες μου στιγμές, φέτος θα ξανακούσω τη Λειτουργία της Αγάπης. Και ποιος ξέρει, μπορεί και αυτή τη φορά να ξαναπιστέψω στην ελπίδα.


Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ

Διονύσιος Σολωμός «Ο Λάμπρος», Ικαρος Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι, σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη· και από κει κινημένο αργοφυσούσε τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι, που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα· «Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες, όλοι, μικροί, μεγάλοι, ετοιμαστήτε· μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες με το φως της χαράς συμαζωχτήτε ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε! Φιληθήτε γλυκά, χείλη με χείλη, πέστε· Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι! Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι, και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφισμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες· λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες· κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι, οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

37


Ο Χριστός σταυρώθηκε μία φορά στο Γολγοθά και άπειρες στα χολιγουντιανά πλατό. Εμείς πόσες φορές πρέπει να ξαναδούμε το Θείο Δράμα που έχει καταλήξει να γίνει δικό μας;

Την τελευταία εικοσιπενταετία το ραντεβού μου με τη Μεγάλη Εβδομάδα, όταν δεν τυχαίνει να βρίσκομαι σε κάποιο κυκλαδίτικο νησί προσπαθώντας -και καλά- να πάρω μια γεύση από το «άρωμα των ημερών», δίνεται μέσω του κινηματογράφου. Τι εννοώ; Ως γνωστόν, τα Πάθη του Χριστού, προβάλλονται σε μια βασανιστική επανάληψη -που περνάει στη σφαίρα της αρρωστημένης εμμονής- κάθε χρόνο τέτοια εποχή από όλα τα τηλεοπτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας. Πρόκειται για ένα deja vu με τον Cecil De Mill («Βασιλεύς των Βασιλέων»), τον Mel Gibson («Τα Πάθη του Χριστού»), τον Willem Dafoe («Ο Τελευταίος Πειρασμός»), την Olivia Hassey, τον Anthony Quin και την Claudia Cardinale («Ιησούς από τη Ναζαρέτ»), τον Max Von Sydow, τον Charlton Heston («Μπεν Χουρ», «Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου» με την Janet Margolin) και τη Rita Hayworth ως εγκληματική Σαλώμη. Είναι όλοι τους εκεί, πιστοί στο ετήσιο ραντεβού του πιο προβλέψιμου προγραμματισμού στην ελληνική τηλεόραση. Η πλάκα είναι ότι δεδομένης της κλίσης που έχω προς τις ταινίες εποχής, «κολλάω» και σε αυτές, παρά το γεγονός ότι έχω δει οτιδήποτε περιέχει έστω και μία αμυδρή αναφορά στον Ιησού, στα Πάθη Του, στους μαθητές Του, στη Μαγδαληνή, τον Πόντιο Πιλάτο, τον Λάζαρο, ακόμα και στους Ρωμαίους Μονομάχους - ναι, τα τελευταία χρόνια παίζουν ΚΑΙ αυτές οι ταινίες. Το Χόλιγουντ και η Cinecitta φρόντισαν

ΤΟ ΘΕΙΟ ΔΡΑΜΑ ΣΕ REPLAY Νικήτας Καραγιάννης

ώστε όλες οι μορφές της Αγίας Γραφής και της Βίβλου μετά συγγενών και φίλων να παρελάσουν από τα πλατό τους, είτε πρόκειται για light κιτς εκδοχές στις οποίες μπορείς να διακρίνεις τους Ρωμαίους στρατιώτες να σταυρώνουν τον Ιησού φορώντας Νike, είτε σοβαρές και βουτηγμένες στο αίμα και τη βία (καθότι ο πόνος πουλάει τρελά, πόσο μάλλον ο Θεϊκός), είτε τα αριστουργηματικά φιλμ του Pier Paolo Pasolini και του Franco Zeffirelli. Το σκεπτικό των υπευθύνων του προγράμματος της τηλεόρασης: Οποιος φοράει χιτώνα και κρατάει ασπίδα, τόξο και βέλη, από τον Ιησού μέχρι τον Ρομπέν των Δασών συμπληρώνει τα κριτήρια. Παράδειγμα πρώτο: η Λαίδη Μάριον, η γκόμενα του Ρομπέν των Δασών, συγγενεύει με τον Λεοντόκαρδο. Ο Λεοντόκαρδος σχετίζεται με τους Αγίους Τόπους, οι Αγιοι Τόποι με τον Ιησού, οπότε μια χαρά κάνει και ο Ρομπέν για τη Μεγάλη Εβδομάδα. Παράδειγμα δεύτερο:

Ο Σαμψών και η Δαλιδά. Τα μαλλιά του, η μυστική αποστολή της Δαλιδάς να του τα κουρέψει, αφού όμως προηγουμένως τον έχει ξεπατώσει στο σεξ, και τέλος η Θεϊκή εκδίκηση σε έναν ωραιότατο τεχνικολόρ αχταρμά. Σε όλα αυτά προστίθενται και οι νεότερες τηλεταινίες που εξακολουθούν να γυρίζονται σαν να μην υπάρχει αύριο με νέους αστέρες, άρτι αφιχθέντες από τα γυμναστήρια και τα κομμωτήρια του Μπέβερλι Χιλς. Το θέμα έχει πλέον γίνει ταμπού. Μεγάλη Εβδομάδα χωρίς χιτώνιο δεν νοείται, λες και θα πέσει φωτιά να κάψει τα κανάλια και όσους εκεί τολμήσουν να αγνοήσουν τον Μπεν Χουρ και τα σελιλόιντ αδέλφια του. Είναι κάτι σαν την ανάγκη μιας εκ θεμελίων αναδιοργάνωσης του ελληνικού κράτους για την οποία όλοι ακούμε και συμφωνούμε, ουδείς όμως αναλαμβάνει την ευθύνη να κάνει πράξη. Ειδικά τώρα, με την εξαφάνιση της διαφημιστικής πίτας που συνεπάγεται την αποθέωση των επαναλήψεων, προβλέπω ότι η Δαλιδά και η Σαλώμη του 1950 έχουν εδραιώσει τη θέση τους έως το μισό του 21ου αιώνα τουλάχιστον. Ούτε καν στο αμερικάνικο κανάλι AMC (American Movie Classics), το οποίο προβάλλει αποκλειστικά και μόνο το πάνθεον των αμερικανικών παραγωγών, δεν έχουν προβληθεί τόσες φορές αυτές οι ταινίες. Υποψιάζομαι ότι ίσως και να κατέχουμε ένα πρωτότυπο παγκόσμιο ρεκόρ. Ναι, ο Χριστός ξανασταυρώνεται, και ξανασταυρώνεται, και ξανασταυρώνεται.




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.