ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 12

Page 1

ΤΕΥΧΟΣ 12

Σύγχρονα Αθηναϊκά

Παραμύθια VOLUME 1



ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

(GLWRULDO ...σε μια πόλη που την έλεγαν Αθήνα ,QGH[ À ©

Τα παραμύθια είναι παρεξηγημένο είδος. Συχνά, χρησιμοποιείται η ίδια η λέξη για να περιγράψει κάτι ψεύτικο, αφελές, υπερβολικό. Είναι γνωστό πως εμείς οι «σοφοί» ενήλικες έχουμε την τάση να αντιμετωπίζουμε τη φαντασία –και δη την παιδική ή την απευθυνόμενη σε παιδιά– ως κάτι ευτελές. Η αλήθεια είναι πως ίσως μας τρομάζει η νεαρή της δύναμη. Ερχεται με φόρα να χτυπήσει τα τείχη σοβαροφάνειας που χτίζουμε μέσα από τα χρόνια. Κάθε εποχή, κάθε χώρα, κάθε πόλη έχει τα δικά της παραμύθια. Που μιλάνε για τους πόθους, τους φόβους και τα όνειρά της. Αλίμονο, η Αθήνα έχει δει τόσες και τόσες εποχές να περνάνε πάνω από το σώμα της από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Οι επόμενες σελίδες αποτελούν μια προσπάθεια να δημιουργηθούν παραμύθια των οποίων το σκηνικό είναι αστικό. Μια εξαρχιώτικη πολυκατοικία παίρνει τη θέση του κάστρου, μια νεράιδα «βολτάρει» στο Ζάππειο, οι αθηναϊκοί δρόμοι κρύβουν μαγικά μπαούλα. Οι νεαροί συγγραφείς που συμμετέχουν σκάρωσαν τη δικιά τους εκδοχή για τα αθηναϊκά παραμύθια του τώρα και του αύριο. Αυτόν το χειμώνα και σε μια συγκυρία ζοφερή, αποτελεί ελπίδα μας πως μια επιστροφή σε εκείνη την πρώτη αφηγηματική αγάπη που κατά κόσμον είναι γνωστή ως «παραμύθι» θα φέρει χαμόγελα. Σε μικρούς και μεγάλους αναγνώστες. Γιατί, όπως έγραψε και ο ογκόλιθος της αγγλικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα Ρόμπερτ Γκρέιβς: «Οι μύθοι είναι σπανίως απλοϊκοί, και ποτέ τους δεν είναι ανεύθυνοι». Αντίθετα, οι μύθοι μάς συντροφεύουν –με τον έναν ή τον άλλο τρόπο– σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Φυσικά, η παρουσίασή τους δεν αποτελεί μοναδικό προνόμιο της γραπτής έκφρασης. Τα παραμύθια είναι ριζωμένα στο συλλογικό ασυνείδητο ως μια λογοτεχνική μορφή που χρειάζεται τον αφηγητή της. Αυτόν που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν “story teller” και εμείς «παραμυθά». Τον άνθρωπο που θα πάρει τη «μαγική» αυτή πρώτη ύλη και θα της δώσει μια περισσότερο θεατρική μορφή. Επί του προκειμένου, τώρα, το μόνο που μένει είναι να δοθεί ένας «κλότσος να γυρίσει, παραμύθι να αρχινίσει». Και μια φωνή ξωτική να πει: «Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια τεράστια πόλη που την έλεγαν Αθήνα...» Αθως Δημουλάς, Γιώργος Ρομπόλας metropolitanstories.blogspot.com

.PMHCARô+?L?ECP ô ÅÜ ô~Ûn

á ©p â©p{ ä À ©

ÍÉË à © ¡ Ò © ß{ © ß © á © ©{ß ©

À ©©

ÍÉ ß ©Ê ÒÉ{ ¡ á© Ò©p © ß ©p¡ p © { ¡©Ò © © Ò ©

À © ©

ÍÉ ß { ©Ó Ò ¡É Ò © { ß ©p ©p © Ò ©

À © ©

ÍÉ ß ©ÏÒ ¡© Ò © ß © © © Ò À

© ©

ÔÉ ä ©ÎÒ É á © © pä © ¡© ¡{ ß

À © ©

ÔÉÍ á ©Ï ä É á © © ¡ Ò © ¡© ß ¡

À © ©

Ô© ©Ï ¡ ¡ Ò É ¡pÒ © ©É à © ©ß ©

À © ©

ÍÉÏ á ©Ö { ä ¡© © p ©p Ò © ©ß ©Ò © â ©

Î á © ©Ë ô Ð$31./.+(2©$Ï ÔÖÎÏÍ©É Ë © Ïä{ ¡© É© Ö Ï © © © ©Ð Ò ~ ß ô# ôÆy n Û ôÄ Íy ô Ê ôÑ ß ô

Ô© Ò © © Ò ©ß ©

Ð Ò © © © àp © À Ñ ß ô ô ô~ Ún ô Ñ n Ü ôy ÛôÚ UUU KCRPMNMJGQNPCQQ EP KCRPMNMJGQ KCRPMNMJGQLCUQ EP Ñ ôÆy Ü ô ô ôôô ô $?V ô ô ô ô

~ ß ô# ô Ä ô~ n Í ô nÝ ôÆ ô } ôÐ nyÝ ô ~ Ý Ë Ü ôÊ Í

© ©

Ô©É ß ©Ð á É { ß

© © ä © © à © © ¡© â

3


Το ίσως μαγικό μπαούλο ΤΟΥ

ΓΙΑΝΝΗ ΠΛΙΩΤΑ

ΚΑΤΣΟΥΦΙΑΣΜΕΝΟΣ ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ, ο Μιχαήλ κοίταξε δεξιά κι αριστερά για να βεβαιωθεί ότι ήταν μόνος του στο δρόμο. Από μακριά ακουγόταν ένας μοναχικός συναγερμός και απ’ τον ουρανό έπεφτε ψιλή βροχή. Το κρύο και η υγρασία δεν έκαναν καθόλου καλό στα γέρικα κόκαλά του, αλλά ούτε είχε την πολυτέλεια να μένει μέσα μια κακορίζικη νύχτα σαν κι αυτή. Ανοιξε τα πάνω κουμπιά στη μάλλινη κάπα του και πλησίασε τους κάδους με τα σκουπίδια. Μάλλον ήταν Σαββατοκύριακο ή εθνική γιορτή ή απεργίες και οι σωροί είχαν φουσκώσει, είχαν γίνει φωλιές ύπουλων αρουραίων και απειλούσαν να καταπιούν τους ανυποψίαστους περαστικούς. Ομως ο Μιχαήλ δεν φοβόταν. Είχε ξεκινήσει μια φορά κι έναν καιρό να κάνει αυτή τη δουλειά, να βγαίνει τις νύχτες απ’ την πολυκατοικία του στην οδό Ασημάκη Φωτήλα και να τριγυρίζει στην περιοχή ψάχνοντας «πολύτιμα υλικά», όπως τα ονόμαζε. Ανεβοκατέβαινε τη Σπυρίδωνος Τρικούπη με ανήσυχα μάτια, πάντα έχοντας το νου του στους διαβάτες και πάντα εξετάζοντας προσεκτικά όσα παρατημένα αντικείμενα συναντούσε. Να κλέψει δεν το ’θελε, πίστευε ότι κάθε πράγμα που συνδεόταν ακόμα με έναν αφέντη δεν θα ταίριαζε στην Κατασκευή, δεν ήταν της μοίρας της. Καμιά φορά έφτανε μέχρι την πλατεία κάτω, αλλά εκεί συνήθως ήταν πολύς κόσμος που έκανε πολλή φασαρία κι ο Μιχαήλ δεν αισθανόταν αρκετά κρυμμένος. Και αν κάποιος απ’ όλους αυτούς μάντευε τις προθέσεις του και διάβαζε τις σκέψεις του; Αν τον ακολουθούσαν κρυφά στο σπίτι για να τον ληστέψουν; Ο Μιχαήλ κοντοστάθηκε μπροστά στο βουνό με τα σκουπίδια. Μέσα απ’ την κάπα του εμφάνισε ένα μακρύ, μαγικό ραβδί για να τον βοηθήσει να ψάξει καλύτερα. Σπάνια

4


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

το κουβαλούσε μαζί του, γιατί μπορεί να του προκαλούσε προβλήματα με τους φρουρούς της πόλης. Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι δεν είναι φυσιολογικό να κουβαλάς μαζί σου μακριά, μαγικά ραβδιά. Οι καιροί αλλάζουν. Αφού βεβαιώθηκε γι’ ακόμα μία φορά ότι ήταν μόνος του, έμπηξε το μαγικό ραβδί στα σκουπίδια και άρχισε μεθοδικά να ανασκαλεύει. Αναποδογύρισε πολύχρωμες σακούλες, ξεχειλωμένες κούτες, διαλυμένα τελάρα και ένα τετραγωνισμένο μαύρο κουτί που είχε για ουρά ένα καλώδιο. Τα ήξερε αυτά τα κουτιά, τα ένωνες με τρύπες στον τοίχο και ζωντάνευαν, ξερνούσαν εικόνες που ο Μιχαήλ φοβόταν γιατί έπαιζαν με το μυαλό του. Σκούπισε λίγο ιδρώτα απ’ το μέτωπό του και αφουγκράστηκε ξανά, να πάρει και μια ανάσα. Ο συναγερμός από μακριά είχε κοπάσει, από το νότο άκουγε μερικές σειρήνες τώρα κι ένα σκυλί να αλυχτά. Ποιος ξέρει ποιον κυνηγούσαν απόψε οι φρουροί... Εκεί που σκεφτόταν αν έπρεπε να δοκιμάσει την τύχη του και σε σκουπίδια παρακάτω ή να ανέβει στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, ένα ογκώδες αντικείμενο τράβηξε τη ματιά του. Κάτω κάτω, σκεπασμένο από άχρηστους μουσαμάδες και παλιοεφημερίδες, βρισκόταν ένα μπαούλο, δεμένο με αλυσίδες! Ο Μιχαήλ έξυσε το κεφάλι του. Μπορεί ο κόσμος να πετάει αλόγιστα τις περιουσίες του στα σκουπίδια, αλλά ένα αλυσοδεμένο μπαούλο είναι κάτι που δεν βλέπεις συχνά. Η ανάγκη και η περιέργεια είναι κακοί σύμβουλοι, έτσι ο Μιχαήλ αποφάσισε να σύρει το μπαούλο μέχρι το διαμέρισμα Β1 της Ασημάκη Φωτήλα 15. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε. Καθώς αγκομαχούσε για να ανεβάσει το μπαούλο απ’ τις σκάλες –το ασανσέρ δεν ήταν φτιαγμένο για μεγάλα μπαούλα με αλυσίδες–, έπαιρνε κουράγιο σκεφτόμενος όλα τα μυστικά που θα μπορούσε να κουβαλά μέσα του το σφραγισμένο μπαούλο. Φαγητά που δεν χαλάνε, χρυσά σελίνια, κειμήλια, ξεχασμένα βιβλία, εικόνες αγίων. Δεν ήταν απίθανο να ξετρυπώσει ακόμα και πολύτιμα υλικά που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για την Κατασκευή – ποιος ξέρει; Γύρισε τρεις φορές το κλειδί στην πόρτα και έσυρε το μπαούλο όσο πιο αθόρυβα γινόταν μες στο διαμέρισμα Β1. Είχε φροντίσει να μην ανάψει τα φώτα του διαδρόμου, ώστε να μην τον παρακολουθήσουν οι ξάγρυπνοι γείτονες. Κλείδωσε την πόρτα (τρεις φορές) και άρχισε να σπρώχνει το μπαούλο στο μακρύ διάδρομο. Αν περνούσες την κουζίνα, τη μικρή αποθήκη και το υπνοδωμάτιο, ο χώρος ξαφνικά άνοιγε. Εκεί που οι προηγούμενοι ένοικοι είχαν πριν από χρόνια το σαλόνι τους και διασκέδαζαν, έτρωγαν ή διάβαζαν, ο Μιχαήλ είχε εγκαταστήσει το εργαστήριό του. Αναψε τα μισολιωμένα κεριά στα ράφια και σταμάτησε να πάρει μερικές ανάσες και να περιεργαστεί καλύτερα το μπαούλο. Βαρύ, κάποτε ήταν βαμμένο σε απόχρωση του πρά-

5


σινου, τα κουβάρια αλυσίδες γύρω του αντανακλούσαν το φως. Παραδίπλα, η μισοτελειωμένη Κατασκευή έστεκε απολύτως ακίνητη, περίμενε να ακολουθήσει τις εντολές του δημιουργού της. Η μορφή της στο σκοτάδι άλλαζε, μαζί με τις σκιές που τρεμόπαιζαν. Ο Μιχαήλ αρχικά σκέφτηκε να επιτεθεί στις αλυσίδες του μπαούλου με τσεκουριές, αλλά η ώρα ήταν περασμένη και οι γείτονες δεν το ’χαν σε τίποτα να καλέσουν τους φρουρούς. Μετά θα ήταν δύσκολο να εξηγήσει πώς το διαμέρισμα Β1 είχε έρθει στην ιδιοκτησία του ή γιατί είχε στην κατοχή του ένα μαγικό ραβδί. Αλλά και να περιμένει μέχρι το πρωί, δεν θα τ’ άντεχε. Ετριψε τις παλάμες του, σούφρωσε τα χείλη του και κοίταξε την Κατασκευή. Εκείνη στη θέση της. Ακίνητη. Ανέκφραστη. Ακλόνητη. Σαν να μη συνέβαινε τίποτα. «Για σένα δουλεύω όλες τις ώρες μου», ψέλλισε ο Μιχαήλ. Η φωνή του έκρυβε παράπονο, αλλά, αν το καλοσκεφτείς, αυτό που είχε πει δεν ήταν εντελώς αληθές. Μπορεί να δούλευε όλες τις ώρες του για να ολοκληρώσει την Κατασκευή, αλλά ήθελε να την ολοκληρώσει για τον εαυτό του. Οταν, πριν από χρόνια, είχε ξεκινήσει να τη φτιάχνει από υλικά που έβρισκε στα σκουπίδια, είχε πολλά σχέδια στο μυαλό του. Με τις ικανότητές του θα μπορούσε να δημιουργήσει οτιδήποτε: μια μηχανή που παρασκευάζει τάρτες, ένα ανθρωποειδές που σχολιάζει την επικαιρότητα, μια συσκευή που σου επιτρέπει να επικοινωνείς με μυρμήγκια, ένα τεχνητό καναρίνι που δεν σταματά να κελαηδά. Ομως ο Μιχαήλ ήθελε κάτι περισσότερο: μια Κατασκευή που θα έδινε νόημα στη ζωή του. Ζύγισε καλά το τσεκούρι στα χέρια του και αποφάσισε ότι άξιζε να ριψοκινδυνεύσει το θόρυβο. Το ύψωσε και ετοιμάστηκε να το κατεβάσει στο μπαούλο, όταν μια βαθιά φωνή που ακούστηκε για πρώτη φορά στο διαμέρισμα Β1 τον συγκράτησε: «Μην. Το. Χτυπήσεις». Ο Μιχαήλ έντρομος και ταυτόχρονα ενθουσιασμένος στράφηκε προς την Κατασκευή. Είχε μιλήσει. Του είχε δώσει μια ένδειξη ότι οι θυσίες του δεν ήταν μάταιες. Και του είχε ζητήσει κάτι· δεν θα έμπαινε στον κόπο αν δεν ήταν σημαντικό. Αν δεν είχε σχέση με την ίδια της την ύπαρξη. Αργά, ο Μιχαήλ απόθεσε το τσεκούρι στο πάτωμα. Στένεψε τα μάτια του και κοίταξε το μπαούλο διερευνητικά. Ποιος ξέρει τι μυστήρια έκρυβε μέσα του... Θα μπορούσε να κρύβει ακόμα και το νόημα της ζωής του. Συλλογίστηκε. Ετριψε τις παλάμες του. Τι καλύτερο απ’ το να ξέρει ότι το νόημα της ζωής ίσως και να ήταν τόσο κοντά του. Ισως και να ήταν μες στο αλυσοδεμένο μπαούλο. Επειτα από πολύ καιρό χαμογέλασε. Τώρα έπρεπε να του βρει μια καλή θέση στο εργαστήριο.

6


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Πες μου τι να εύχομαι όταν πέφτεις ΤΗΣ

ΕΙΡΗΝΗΣ ΣΟΥΡΓΙΑΔΑΚΗ

ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΥΣ, Ο ΒΥΘΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ είναι ένα μέρος γεμάτο περιπέτεια, χρώματα και δυνατές συγκινήσεις. Συνήθως αυτό συμβαίνει όταν δεν είσαι μόνιμος κάτοικός του. Για κάποιους άλλους, η ζωή κάτω απ’ το νερό δεν παρουσιάζει κανένα, μα κανένα ενδιαφέρον. Οι μέρες κυλούσαν αργά και βαρετά κι όλα γύρω του είχαν αρχίσει να τον εκνευρίζουν. Ο ένοικος του μεγάλου κοχυλιού από δίπλα που δεν έλεγε να σταματήσει να ροχαλίζει τις νύχτες, ο χάννος που περιφερόταν τα μεσημέρια από δω κι από κει λέγοντας κάθε λογής κουταμάρες στα μικρά κοράλλια και τις πεταλίδες, η τρελή σουπιά που όλη μέρα αμολούσε το μελάνι της και ξεκαρδιζόταν μόνη της στα γέλια, το μελαγχολικό χταπόδι που είχε πέσει σε κατάθλιψη, επειδή κάποιος βουτηχτής προσπαθώντας να το πιάσει του έκοψε το ένα πόδι, και πλάνταζε ολημερίς κι ολονυχτίς στο κλάμα περιμένοντας το πόδι να ξαναβγεί. Δεν ήταν μόνο αυτοί. Απλά αυτοί ήταν οι πιο κοντινοί που έβλεπε κάθε μέρα. Ολοι και όλα όμως του προκαλούσαν εκνευρισμό, είχε κουραστεί, ένιωθε πως η ζωή στο βυθό ήταν μια ματαιότητα, μια άσκοπη σπατάλη χρόνου. Είχε βαρεθεί ακόμα και τις μπουρμπουλήθρες της ίδιας της ανάσας του. Τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Απ’ τη μία το ροχαλητό του γείτονα, απ’ την άλλη οι σκέψεις του, βρισκόταν μόνιμα ταραγμένος. Καθόταν και χάζευε το ατέλειωτο σκούρο μπλε που απλωνόταν από πάνω του. Κάποιες φορές έβλεπε στο τέλος του μπλε κάτι μικρά μικρά φωτάκια, κάποιες φορές τα έχανε. Μια μέρα αποφάσισε να επισκεφτεί τον πατέρα του, μήπως και κατάφερνε να ξεκαθαρίσει κάποια περίεργα πράγματα σχετικά με τον γύρω του κόσμο. Ο πατέρας Αστερίας έμενε μόλις τρία βράχια πιο πέρα, αλλά δεν είχαν ποτέ πολύ στενές σχέσεις. Αϋπνος όπως

7


ήταν, ξεκίνησε σιγά σιγά και με πενήντα πέντε αβέβαια βήματα, έφτασε στον πατρικό βράχο. «Οταν κοιτάζω ψηλά τις νύχτες, βλέπω κάτι τόσα δα φωτάκια μέσα στο μπλε», του είπε δοκιμάζοντας ένα φύκι που ο πατέρας μόλις είχε κόψει απ’ το μικρό του περιβόλι. «Τι είναι αυτά; Ξέρεις;» Εκείνος χαμογέλασε. «Τα μικρά αυτά φωτάκια είναι περίπου ό,τι κι εμείς. Είναι μακρινοί μας συγγενείς και λέγονται Αστέρια». Ποτέ του δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να έχει συγγενείς που ζουν τόσο μακριά. Φίλησε τον πατέρα κι έφυγε. Περπατώντας καθρεφτίστηκε πάνω σε μια γυαλιστερή που στεκόταν ορθάνοιχτη. Για μια στιγμή του φάνηκε πως είδε τον εαυτό του να λάμπει. Μόλις έφτασε, τράβηξε απ’ την πίσω μεριά του βράχου του μια μικρή αχιβάδα. Εβαλε μέσα λίγα πράγματα, την έκλεισε και, κρατώντας τη στο ένα χέρι, ξεκίνησε να κολυμπάει προς το τέλος του μεγάλου μπλε. Θα πήγαινε να βρει τους μακρινούς συγγενείς. Και ποιος ξέρει; Ισως κατάφερνε μια μέρα να γίνει ένας απ’ αυτούς. Ηταν τόση η θέλησή του, που κολυμπούσε για ώρες, για μέρες, χωρίς να το καταλάβει. Οταν έφτασε στην επιφάνεια, κοίταξε πάλι ψηλά και ένιωσε τη μικρή του καρδιά να χοροπηδάει μέσα του ανεξέλεγκτα – θυμήθηκε για μια στιγμή την τρελή σουπιά. Γέλασε μόνος του. Ισα που πρόλαβε να βγει στην επιφάνεια, τότε ένας Γλάρος ήρθε με τρομερή ταχύτητα κατά πάνω του και –πριν εκείνος καταλάβει κάτι– βρέθηκε μέσα στο τρομερό ράμφος του. Φοβήθηκε πολύ, ένιωθε να παραλύει, η αχιβάδα έπεσε στο νερό κι εξαφανίστηκε, ξαφνικά βρέθηκαν να πετούν τόσο ψηλά που τον έλουσε κρύος ιδρώτας, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Κι όμως, σκεφτόταν πως, αν είχε έστω και μία ελπίδα να τη βγάλει καθαρή απ’ αυτή την ιστορία, θα έπρεπε να νικήσει το φόβο και να μιλήσει, να εξηγήσει στον Γλάρο πώς έχει η κατάσταση. Μπορεί να έδειχνε κατανόηση. «Θα με φας;» τον ρώτησε με όση δύναμη του είχε απομείνει, αφού ξαναβρήκε τη μιλιά του έπειτα από λίγα –θαρρείς αιώνια– λεπτά πτήσης. «Δε θέλω να πεθάνω, θέλω να γίνω Αστέρι». Ο Γλάρος δεν απάντησε και συνέχισε να πετάει. Τότε τα μάτια του πλημμύρισαν με κάτι δάκρυα απ’ αυτά που έρχονται μία φορά στη ζωή ενός Αστερία – μπορεί και καμία. Το στόμα του Γλάρου γέμισε με αυτά τα δάκρυα, πιο αλμυρά κι απ’ τη Μαύρη Θάλασσα, πιο πικρά κι απ’ το πιο πικρό φάρμακο. Ο Γλάρος ένιωσε να πνίγεται, προσπάθησε να κρατηθεί για να μη βήξει, αλλά δεν τα κατάφερε, έβηξε δυνατά μία, δύο, τρεις, πολλές φορές, ο Αστερίας πετάχτηκε με δύναμη από το στόμα του στο κενό, μουσκεμένος στα δάκρυά του. Ο αέρας φυσούσε δυνατά, τον έπαιρνε από δω κι από κει, ήταν τόσο ψηλά, ο ήλιος ακόμα μεσουρανούσε – μακάρι να

8


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

μπορούσε να δει κάποιους απ’ τους συγγενείς του τώρα, αλλά δεν φαινόταν τίποτα. Αφέθηκε στο κενό, δεν είχε και πολλές επιλογές, έκλεισε τα μάτια και απλά έπεφτε, έπεφτε. Τα δάκρυα στέγνωσαν, σκέφτηκε πως το τέλος ήταν κάτι απ’ το οποίο δεν θα μπορούσε να ξεφύγει κι ότι πλησίαζε απειλητικά. Θυμήθηκε το βυθό. Θυμήθηκε τον ουρανό χωρίς να τον έχει ζήσει. Ξαφνικά ένα δυνατό τράνταγμα και μια ταλάντωση του έκοψαν τις σκέψεις. Στριφογύρισε, ζαλίστηκε, η ταλάντωση συνεχίστηκε, αλλά μίκραινε κι όλο μίκραινε και μίκραινε, ώσπου μπόρεσε κάποτε να ανοίξει τα μάτια και να κοιτάξει γύρω του. Είδε κάτι μπλε. Οχι μεγάλο, ένα μικρό μπλε, ένα μπλε μέσα στο οποίο δεν θα μπορούσε κανείς να ζήσει. Εγραφε πάνω «ΟΔΟΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ». Είχε βρεθεί κρεμασμένος εκεί, κοντά σ’ αυτό το μπλε, αλλά αυτό που κυρίως έβλεπε ήταν ένα μεγάλο ατέλειωτο γκρι. Κοίταξε δεξιά, αριστερά, με έκπληξη διαπίστωσε πως δεν ήταν μόνος. Βρισκόταν ανάμεσα σε πολλά αστέρια· ώστε λοιπόν είχε βρει τους συγγενείς του! Μόνο που δεν έλαμπαν. Απλά κρέμονταν εκεί όπως κι αυτός, σκοτεινιασμένοι. Αυτό τον απογοήτευσε κάπως. Πάντως λεπτό το λεπτό το μεγάλο γκρι άρχιζε να φαντάζει πιο οικείο. Εμεινε κρεμασμένος να παρατηρεί σχολαστικά όλα τα περίεργα πράγματα που κινούνταν κι εκείνα που έστεκαν ακίνητα. Αναρωτήθηκε γιατί όλα αυτά δεν τα είχε δει ποτέ απ’ το βυθό. Ο ήλιος χαμήλωνε. Το φως λιγόστευε, το κρύο ερχόταν και ήταν σκληρό. Κουρασμένος καθώς ήταν απ’ το μεγάλο ταξίδι του, άρχισε να τρέμει. Μπορεί να είχε ζήσει κάποτε μέσα σε κρύα νερά, αλλά ο κρύος αέρας ήταν το κάτι άλλο. Τουρτούριζε. Ενιωσε την καρδιά του να σφίγγεται, να μικραίνει, να προσπαθεί να τον κρατήσει ζεστό. Κοίταξε γύρω. Κανένας απ’ τους συγγενείς του δεν έτρεμε. Του φάνηκε παράξενο. Το σκοτάδι άρχισε να πέφτει. Τότε συνέβη κάτι μαγικό· τα κρεμασμένα Αστέρια γύρω του άναψαν, παιχνίδισαν με το φως τους πάνω στο μεγάλο γκρι και στο μικρό μπλε στην οδό Ακαδημίας. Τότε ήταν που αποφάσισε να βάλει τα δυνατά του, έπρεπε να λάμψει κι εκείνος. Συνέχιζε να τρέμει ανεξέλεγκτα, η καρδούλα του χτυπούσε πάλι σαν τρελή – θυμήθηκε ξανά τη σουπιά, γέλασε μόνος του. Τότε είδε τον εαυτό του στη μεγάλη βιτρίνα που απλωνόταν απέναντι. Είδε πάλι τον εαυτό του να λάμπει. Τι όμορφη που έκανε τη ζωή αυτό το πάλι! Κι ας κράτησε μόνο μια στιγμή. Ενα τεράστιο λεωφορείο πέρασε από κάτω, ένα ρεύμα αέρα τον σήκωσε μακριά απ’ το καλώδιο όπου κρεμόταν. Μόνο ένας σκύλος που καθόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο τον είδε να πέφτει. Εκανε μια ευχή, κούνησε λίγο την ουρά του με μια ελπίδα ανακούφισης κι άρχισε να κατηφορίζει την οδό Ακαδημίας.

9


Τα μυρμήγκια που άναψαν το φεγγάρι ΤΗΣ

ΛΕΝΑΣ ΒΛΑΣΤΑΡΑ

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΗΓΚΙ-ΜΗΓΚΙ έμενε στον πεζόδρομο της Ερμού, ανάμεσα στο Θησείο και το Γκάζι. Στη μέση περίπου του πεζόδρομου είχαν μια υπόγεια, πάρα πολύ βαθιά φωλιά. Εκεί μέσα αποθήκευαν όλες τους τις τροφές και τα υπάρχοντα. Η οικογένεια Μήγκι-Μήγκι δεν είχε εγκατασταθεί τυχαία εκεί. Αυτός ο πεζόδρομος θεωρούνταν μία από τις πιο προνομιούχες γειτονιές σε ολόκληρο τον αθηναϊκό μυρμηγκόκοσμο! Είχε θέα την Ακρόπολη, δεν περνούσαν αυτοκίνητα και όλες τις ημέρες της εβδομάδας ανεβοκατέβαινε τόσο πολύς κόσμος μασουλώντας κι από κάτι, που η οικογένεια Μήγκι-Μήγκι ποτέ δεν είχε αντιμετωπίσει πρόβλημα διατροφής, κι ας αριθμούσε πάνω από ένα εκατομμύριο μέλη! Μάζευαν καθημερινά τα ψίχουλα που έπεφταν απ’ τους περαστικούς και τα μετέφεραν στη φωλιά τους. Το πιο σημαντικό απ’ όλα, όμως, αυτό που έκανε τη γειτονιά τους να ξεχωρίζει και να τη ζηλεύει κάθε μυρμήγκι της Αθήνας ήταν ότι βρισκόταν πιο κοντά απ’ όλες τις άλλες γειτονιές στο... φεγγάρι! Η οικογένεια Μήγκι-Μήγκι, όπως οι περισσότερες οικογένειες μυρμηγκιών, έτρεφε μια τεράστια αδυναμία για το φεγγάρι και φυσικά για τους αστροναύτες. Το φεγγάρι το λάτρευαν, γιατί το θεωρούσαν το πιο ωραίο θέαμα που μπορεί να δει μυρμηγκιού μάτι, και τους αστροναύτες τους θαύμαζαν, γιατί –χωρίς να τους έχουν ποτέ δει– ήξεραν ότι έχουν την τύχη να βρίσκονται πιο κοντά στο φεγγάρι από κάθε άλλον άνθρωπο. Το φεγγάρι των μυρμηγκιών βρισκόταν στο τέρμα του πεζόδρομου. Λίγο πριν βγεις στην Πειραιώς, στο δεξί σου χέρι υπήρχαν τοίχοι ψηλοί και ζωγραφισμένοι με όλα τα χρώματα του κόσμου. Στην άκρη αυτού του τοίχου, χιλιάδες μυρμηγκόμετρα ψηλά, υπήρχε μια τεράστια ολοστρόγγυλη λάμπα. Χρόνια τώρα τα καλοκαίρια άναβε στις 9:15 και το χειμώνα στις 7:10 το βράδυ. Ηταν το φεγγάρι. Σε ολόκληρο τον πεζόδρομο, δεξιά, αριστερά, κοντά, μακριά, όπου κι αν κοιτούσες, υπήρχαν κι άλλες πολύ μικρότερες λάμπες. Ηταν τ’ αστέρια. Τα μυρμήγκια μας, που όπως είπαμε αγαπούσαν πολύ το φεγγάρι, το επισκέπτονταν συχνά. Τα ερωτευμένα μυρμήγκια πήγαιναν ρομαντικές βόλτες προς τα κει για να αγκαλιαστούν κάτω από το φως του, ενώ τα ηλικιωμένα έβρισκαν ως αφορμή το φεγγάρι για να περπατάνε μέχρι εκεί, μια και το περπάτημα έκανε καλό στα αρθριτικά τους. Οσο για τα παιδιά, αυτά έτρεχαν κοντά του με το που άναβε και έψαχναν τρόπους για να το φτάσουν. Κάπως έτσι κυλούσε η ζωή για την οικογένεια Μήγκι-Μήγκι στον πεζόδρομο της Ερμού. Ωσπου έφτασε ο Δεκέμβρης και έπιασαν κρύα πολλά. Τα μυρμήγκια δεν πολυέβγαιναν απ’ τη

10


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

φωλιά τους γιατί κρύωναν. Επιπλέον, αν έβρεχε, ήταν πολύ επικίνδυνο γι’ αυτά να παρασυρθούν από το νερό και να βγουν στην Πειραιώς, όπου μπορεί να τα πάταγε κανένα αυτοκίνητο. Ετσι, οι βόλτες τους ήταν περιορισμένες. Ενα βράδυ που το κρύο δεν ήταν τόσο τσουχτερό, ένα νεαρό ζευγαράκι αποφάσισε να πάει μια βόλτα μέχρι το φεγγάρι. Βγήκαν απ’ τη φωλιά, πιάστηκαν αγκαζέ και ξεκίνησαν να προχωράνε προς τα κει. Γύρω τους τα αστέρια ήταν όλα αναμμένα. Οταν όμως έφτασαν στη γνωστή θέση του φεγγαριού, δεν το βρήκαν εκεί. Το φεγγάρι είχε σβήσει. Η λάμπα είχε καεί. Τα δυο μυρμηγκάκια άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα προς τη φωλιά τους φωνάζοντας με όλη τους τη δύναμη: «Το φεγγάρι έσβησεεεεε! Το φεγγάρι έσβησεεεεε!» Οταν έφτασαν στη φωλιά, έσπειραν τον πανικό σε νέους, γέρους και παιδιά! Δεν γινόταν να έχει σβήσει το φεγγάρι! Το φεγγάρι ήταν το καμάρι τους, η κληρονομιά τους, αυτό για το οποίο κάθε μυρμήγκι της γειτονιάς ήταν περήφανο! Οργανώθηκε ευθύς αμέσως μια ομάδα μυρμηγκιών που θα πήγαινε μέχρι το φεγγάρι για να επιβεβαιώσει ότι είχε σβήσει. Εκείνη τη νύχτα, ούτε ένα μυρμήγκι δεν έκλεισε μάτι. Συζητούσαν μέχρι το πρωί για να βρουν μια λύση στο τεράστιο αυτό πρόβλημα. Η λύση ήταν μία: Επρεπε να ειδοποιήσουν τους ανθρώπους. Μόνο αυτοί θα μπορούσαν ίσως να ξαναφτιάξουν το φεγγάρι. Πώς όμως θα τους ειδοποιούσαν; Οι άνθρωποι ποτέ δεν έδιναν σημασία σε ό,τι κι αν έλεγαν τα μυρμήγκια. Δεν μπορούσαν καν να ακούσουν τη φωνή τους. Απ’ την ώρα που έσβησε το φεγγάρι, οι μέρες περνούσαν ως εξής: Μια διαφορετική ομάδα από μυρμήγκια πήγαινε κάθε βράδυ ως το σημείο όπου κάποτε βρισκόταν το φεγγάρι για να επιθεωρήσει την κατάσταση, ενώ όλα τα υπόλοιπα έψαχναν να βρουν τρόπο επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Ενα βράδυ, αφού η ομάδα επιθεώρησης είχε γυρίσει επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι το φεγγάρι είναι σβηστό, το πιο μικρό απ’ όλα τα μυρμήγκια είχε την τέλεια ιδέα: «Το βρήκα!» φώναξε. «Αφού οι άνθρωποι δεν μπορούν να μας ακούσουν, θα τους το γράψουμε!» Η ιδέα άρεσε σε όλους και, για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό, όλα τα μυρμήγκια κοιμήθηκαν ήσυχα. Το άλλο πρωί που ξύπνησαν είδαν ότι κάτι άσπρο είχε φράξει την είσοδο της φωλιάς τους. Πολλές φορές τύχαινε κάποιο σκουπιδάκι να κυλήσει ως την τρύπα τους και να τους κλείνει την πόρτα. Αυτή τη φορά όμως αυτό το άσπρο ήταν κρύο, παγωμένο. Μόλις τα μυρμήγκια κατάφεραν να το σπρώξουν και να βγουν προς τα έξω, αντίκρισαν τον πεζόδρομο ντυμένο στα λευκά! Ολο το βράδυ χιόνιζε και το είχε στρώσει! Τα πιο μικρά μυρμήγκια όρμησαν έξω ενθουσιασμένα και άρχισαν να παίζουν χιονοπόλεμο. Οι μεγάλοι όμως κατάλαβαν ότι αυτή ίσως ήταν η μοναδική τους ευκαιρία να στείλουν ένα γραπτό μήνυμα στους ανθρώπους. «Μαζευτείτε γρήγορα όλοι μέσα», φώναξαν. «Πρέπει να πιάσουμε δουλειά». Οντως. Αν όοολα τα μυρμήγκια της φωλιάς σκορπίζονταν στο κατάλευκο χιόνι, τότε θα μπο-

11


ρούσαν να στείλουν το μήνυμά τους στους ανθρώπους. Είχαν από μέρες σκεφτεί ότι το μήνυμα θα είναι: «Το φεγγάρι έσβησε». Τα εκατομμύρια μυρμήγκια χωρίστηκαν σε δεκαπέντε ομάδες. Οσα και τα γράμματα του μηνύματος που ήθελαν να στείλουν. Μία ομάδα για να σχηματίσει το γράμμα Τ, άλλη μία για το Ο και ούτω καθεξής. Μόλις χωριστήκαν, οι ομάδες βγήκαν απ’ τη φωλιά τους κι άρχισαν να σχηματίζουν τα γράμματα στο κατάλευκο χιόνι. Οταν ώρες μετά κατάφεραν και οι δεκαπέντε ομάδες να σχηματίσουν το γράμμα τους, ένα τεράστιο μαύρο μήνυμα εμφανιζόταν πάνω στο κατάλευκο χιόνι: «ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΣΒΗΣΕ». Οι άνθρωποι που περνούσαν από κει κοιτούσαν κάτω συλλαβίζοντας τα γράμματα για να διαβάσουν το μήνυμα. «Το φεγγάρι έσβησε» διάβαζαν στο τέλος του δρόμου τους και απλώς χαμογελούσαν, γιατί νόμιζαν ότι το έγραψαν τα παιδιά που έπαιζαν. Το νέο δεν άργησε να διαδοθεί. Ολόκληρη η πόλη μιλούσε για το παράξενο μήνυμα που εμφανίστηκε στον πεζόδρομο της Ερμού. Τα καημένα τα μυρμήγκια έμειναν εκεί να παγώνουν στο χιόνι ολόκληρη τη μέρα. Ακίνητα και κοκαλωμένα προκειμένου να μεταδώσουν το μήνυμα στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι όμως δεν έκαναν τίποτα. Απλώς χαμογελούσαν, γιατί το θεώρησαν ένα όμορφο παιχνίδι των παιδιών. Τις επόμενες μέρες, φυσικά, κανείς δεν ασχολήθηκε με την καμένη λάμπα. Τα μυρμήγκια κάθε βράδυ επισκέπτονταν το σημείο όπου κάποτε ήταν το φεγγάρι τους και με απογοήτευση έβλεπαν ότι δεν είχε ξανανάψει. Τα Χριστούγεννα όμως πλησίαζαν. Τα μυρμήγκια είχαν ακούσει ότι ψηλά στην πλατεία Συντάγματος είχε εγκατασταθεί ο Αϊ Βασίλης. Ετοίμαζαν μια ομάδα να πάει να τον επισκεφτεί και να του πει ότι ολόκληρη η κοινότητα των μυρμηγκιών ζητάει ως δώρο Χριστουγέννων να ξανανάψει το φεγγάρι. Ηταν όμως μια πολύ δύσκολη επιχείρηση. Το Σύνταγμα ήταν μακριά. Τα μυρμήγκια θα έκαναν μέρες να φτάσουν και ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, μια και όλος ο κόσμος έβγαινε για ψώνια και μπορούσε να τα πατήσει. Ο δήμος Αθηναίων άρχισε να στολίζει την πόλη, η οποία γέμισε χιλιάδες αστέρια. Τα μυρμήγκια έβλεπαν τ’ αστέρια που πλήθαιναν, το φεγγάρι όμως δεν άναβε. Ο δήμος μαζί με τους στολισμούς της πόλης αποφάσισε να επιδιορθώσει και όλες τις ζημιές και να επισκευάσει ό,τι δεν λειτουργούσε. Ενα βράδυ που, όπως πάντα, τα μυρμήγκια είχαν πάει να επιθεωρήσουν το φεγγάρι, είδαν τρεις ανθρώπους μέσα σε ένα τετράγωνο κουβούκλιο, το οποίο υψωνόταν προς τα εκεί που κάποτε ήταν το φεγγάρι τους. Φορούσαν ολόσωμες γκρι στολές, κίτρινα πλαστικά καπέλα, λαστιχένια παπούτσια και διάφανα γυαλιά στα μάτια. Οι καρδούλες των μυρμηγκιών τρεμόπαιξαν. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους. Αστροναύτες! Είχαν πάει οι αστροναύτες να φτιάξουν το φεγγάρι! Αρχισαν να φωνάζουν και να διαδίδουν το νέο: «Αστροναύτες! Αστροναύτες στο φεγγάριιιιιιι!» Ωσπου να μαζευτούν όλα τα μυρμήγκια κάτω απ’ το φεγγάρι, οι τρεις άντρες της ΔΕΗ είχαν αλλάξει τη λάμπα –η οποία πλέον έφεγγε– και μάζευαν τα πράγματά τους για να φύγουν. Τα μυρμήγκια της οικογένειας Μήγκι-Μήγκι πέρασαν τα πιο όμορφα Χριστούγεννα της ζωής τους. Οχι μόνο ξανάναψε το φεγγάρι, αλλά πολλά απ’ αυτά είδαν και αστροναύτες!

12


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Οπου με πάνε τα φτερά μου ΤΗΣ

ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΝΙΚΑΝΔΡΟΥ

ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΟΥ, θυμάμαι, μια μακρινή κι εξωτική χώρα, γεμάτη φοινικιές και μπανανιές, τροπικά πουλιά και χαμογελαστούς ανθρώπους, ποτέ δεν είχα δει τον ήλιο να ανατέλλει. Αντίθετα, πάντα όταν ξυπνούσα αυτός βρισκόταν ήδη στη θέση του, στο κέντρο τ’ ουρανού και ομόρφαινε τις «καλημέρες» των ανθρώπων. Κανένα σύννεφο δεν τολμούσε να τον πλησιάσει – ποιο άραγε θα είχε το θράσος να σταθεί κοντά στο πιο λαμπρό άστρο του ουρανού; Ομορφες, ξέγνοιαστες μέρες... Κάθε πρωί καλημέριζα το φίλο μου τον ήλιο, άνοιγα τα φτερά μου και συναντούσα τις υπόλοιπες νεράιδες. Περίπου τριάντα νεράιδες, όλες ίδιες κι απαράλλακτες – σκούρο καφέ χρώμα δέρματος, γυαλιστερά φτερά, περίτεχνα χτενίσματα, ολοστρόγγυλα μεγάλα μάτια, πλατιά χαμόγελα. Ομορφες, ξέγνοιαστες μέρες... Εκείνο το βράδυ, θυμάμαι, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το δεξί μου φτερό τιναζόταν, σαν να πήγαινε κόντρα στη βαρύτητα. Κάθε φορά πριν συμβεί κάτι άσχημο το δεξί μου φτερό είναι ανήσυχο, σαν να θέλει να σπρώξει μακριά τις δυσάρεστες εξελίξεις που είναι γραφτό να ακολουθήσουν. Το επόμενο πρωί οι απρόσμενες ειδήσεις έφεραν αναστάτωση και πανικό σ’ όλη την όαση: Πόλεμος! Επίθεση από γειτονική χώρα για το πετρέλαιο που έκρυβε στα πλούσια σπλάχνα της η γη μας. Θα σκότωναν και θα σκοτώνονταν για το μαύρο υγρό που κινεί μηχανές! Η μόνη λύση για μας ήταν η μετανάστευση! Επιβιβάστηκα γρήγορα στο πρώτο ιπτάμενο νεραϊδοβαγόνι που πέρασε, χωρίς να ρωτήσω τον προορισμό του, χωρίς να αφήσω πίσω μου ίχνη. Ημουν μια τρομαγμένη νεράιδα με τα φτερά της λυγισμένα. Μόλις ξεκινήσαμε, μια φιλική εκφωνήτρια μας καλωσόρισε στη διαδρομή με τελικό σταθμό τον Εθνικό Κήπο της Αθήνας. Στη συνέχεια, ένας κομψός νάνος με ιδρωμένα χέρια, άρχισε να μοιράζει φυλλάδια στους επιβάτες, «Οδηγός Επιβίωσης για Νεράιδες στη Ζούγκλα του Εθνικού Κήπου των Αθηνών» έγραφε το εξώφυλλο. Οταν έφτασε σε μένα, τον ρώτησα αν είχε δει άλλες νεράιδες στο τρένο, γιατί εγώ γύρω μου είχα διακρίνει μόνο κάτι σκαθάρια, κάποια ξωτικά και λίγες πεταλούδες.

13


Ο άκαρδος κομψός νάνος με τα ιδρωμένα χέρια ξεκαρδίστηκε με τα λεγόμενά μου. «Μαύρη νεράιδα στον Εθνικό Κήπο; Μα καλά, δεν είδες την ανακοίνωση στην πλατφόρμα; Επρεπε να πάρεις τη Γραμμή 31 που θα οδηγούσε όλες τις φτερωτές νεράιδες στο Μαρόκο! Τέλος πάντων, πλέον δεν υπάρχει επιστροφή, μικρούλα. Καλή ζωή και... καλή τύχη», ψιθύρισε κι έφυγε αφήνοντας τον απόηχο των χαχανητών του. Κατάλαβα ότι πλησιάζαμε στη μελλοντική μου γειτονιά, όταν στο δεξί μου χέρι εμφανίστηκε το μεγαλοπρεπές και επιβλητικό κτίριο της Βουλής των Ελλήνων. Ηταν, λοιπόν, η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου! Ανυπομονούσα να δημιουργήσω καινούργιες φιλίες, να γνωρίσω τον καινούργιο αυτόν τόπο, να συναντήσω τις λευκές νεράιδες. Αφού αποβιβάστηκα από το βαγόνι, έκανα μια βόλτα στο νέο μου κήπο. Ηταν μικρός, πολύ μικρός σε σχέση με τη δική μου όαση. Οι ήχοι των αυτοκινήτων που έφταναν στ’ αφτιά μου ήταν τόσο έντονοι, που σκέπαζαν τα τιτιβίσματα των λιγοστών πουλιών. Ο ουρανός ήταν γκρίζος κι ο αέρας βαρύς από τα καυσαέρια. Νύχτωνε και έπρεπε να εντοπίσω το νεραϊδοκαταφύγιό μου. Κατευθύνθηκα στη νοτιοανατολική πλευρά του κήπου και αποκοιμήθηκα σ’ ένα μαραμένο λουλούδι απέναντι από την προτομή του Καποδίστρια. Καληνύχτα σας... Το επόμενο πρωί με ξύπνησε η υστερική κραυγή μιας νεράιδας. Ανοιξα έντρομη τα μάτια μου και την είδα να με περιεργάζεται τρομαγμένη. Εν τω μεταξύ είχε μαζευτεί τριγύρω μου ένα σμήνος από νεράιδες, ενώ ένιωθα αμέτρητα ζευγάρια ματιών καρφωμένα πάνω μου. Ενα μωρό νεραϊδάκι είχε κουλουριαστεί στην αγκαλιά της μητέρας του και συλλάβιζε μέσα απ’ τα αναφιλητά του: «Μαμά, πάρτε την από δω... Είναι βρόμικη, μαμά, φοβάμαι». Μια νεράιδα έκανε ένα φτερούγισμα μπροστά μου και μου δήλωσε με κοφτή κι αποφασιστική φωνή: «Δεν υπάρχει χώρος εδώ για σένα. Τα λουλούδια ίσα ίσα φτάνουν για μας και τα παιδιά μας, δε θα μπει τώρα μια μαύρη μετανάστρια ανάμεσά μας. Θα φύγεις ή θα σε διώξουμε! Ας έμενες στην πατρίδα σου, εδώ δεν είσαι ευπρόσδεκτη!» Θα της απαντούσα ότι θα προτιμούσα να είχα μείνει στην πατρίδα μου, μαζί με τον ήλιο, το λουλούδι και τις φίλες μου, αλλά τα δάκρυά μου με πρόλαβαν. Θα της έλεγα ότι δεν ήταν επιλογή μου να ξενιτευτώ. Θα της αποδείκνυα ότι μπορώ να πετάξω το ίδιο ψηλά με την ίδια και την παρέα της, ότι δεν διαφέραμε σε τίποτα παρά στην απόχρωση της επιδερμίδας. Μα, όταν στέγνωσαν τα μάτια μου, οι κακές «μάγισσες» είχαν ήδη φύγει. Η μοναξιά, πρωτόγνωρο αίσθημα για μένα, ήταν αβάσταχτη. Ενίοτε απολάμβανα τους μοναχικούς μου περιπάτους στο Ζάππειο και στην Ηρώδου Αττικού, μα πάντα μου έλειπε μια παρέα να μοιραστώ τις εντυπώσεις μου. Συζητούσα με τους άστεγους και τα αδέσποτα, χάζευα μαζί τους την κοντινή πλατεία του Συντάγματος, την πρόσοψη της Βουλής, τους ανέκφραστους ευθυτενείς τσολιάδες. Εμαθα να ισορροπώ πάνω στις κεραίες του τρόλεϊ και

14


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

να φτάνω απ’ το Κέντρο στο Φάληρο. Αλήθεια, υπάρχει άλλη πόλη στον κόσμο που να στολίζει την κορυφή της μια ανεκτίμητη κορόνα σαν το θαύμα της Ακρόπολης και να βρέχει τα ακροδάχτυλά της το απέραντο γαλάζιο; Με θάμπωνε η Αθήνα και οι αντιθέσεις της. Νεοκλασικά αριστουργήματα δίπλα σε γκρίζες πολυκατοικίες. Αρχαίες κολόνες δίπλα σε ταβέρνες με πολύχρωμα τραπεζομάντιλα. Γειτονιές με σκουρόχρωμους κατοίκους δίπλα στην πιο κεντρική πλατεία της πόλης. Βιαστικοί καλοντυμένοι κύριοι να πίνουν τον καφέ τους σε δρόμους που το βράδυ γίνονται καταφύγιο αστέγων. Εμπορικά κέντρα με γυαλιστερές βιτρίνες και πιο κάτω μικρομάγαζα να πουλούν βότανα και όσπρια με το κιλό. Ενώ εγώ ανακάλυπτα μια πόλη γεμάτη εκπλήξεις και μυστικά, οι λευκές νεράιδες προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να με εκτοπίσουν απ’ την «αυτοκρατορία» τους. Αισθάνονταν ότι τις απειλώ, ποιος εγώ, που δεν ζήτησα τίποτα παραπάνω από ένα λουλούδι να ξεκουράζω τις φτερούγες μου και φίλους για να μοιραστώ τα νεραϊδοόνειρά μου! Φοβισμένη κι αβοήθητη, δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Ωσπου ένα φθινοπωρινό απόγευμα ήρθε η ανατροπή! Μόλις είχα γυρίσει από μια βόλτα στο Μοναστηράκι και, κρυμμένη στις φυλλωσιές, ξεκουραζόμουν. Ξαφνικά, άκουσα φωνές αγωνίας. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πέταξα προς τη γωνιά του κήπου όπου ήταν μαζεμένες οι αναστατωμένες λευκές νεράιδες. Τι να δω; Η μικρότερη νεράιδα, αυτή με τα ομορφότερα γαλάζια μάτια που είχα δει ποτέ μου, έκλαιγε κι έδειχνε το σπασμένο της φτερό. Από τα μισόλογα κατάλαβα ότι είχε ακολουθήσει κάποιους διαδηλωτές στο κέντρο της Αθήνας και, καθώς ήταν αόρατη και άπειρη, εγκλωβίστηκε σε μια συμπλοκή όπου χωρίς να ξέρει πώς και από ποιον έπεσε πάνω της ένα ξύλινο δοκάρι και της τσάκισε το αριστερό φτερό. Μπροστά στο θέαμα της πληγωμένης μικρής, βρήκα το θάρρος που μου έλειπε και παραμέρισα τις πανικόβλητες νεράιδες που την τριγύριζαν. Πλησίασα τη Λευκή, έτσι έλεγαν τη γαλανομάτα μικρή, έβγαλα απ’ την τσέπη μου τα βότανα που κουβαλούσα από την πατρίδα μου, άλειψα το φτερό και στη συνέχεια το έδεσα με μια κόκκινη κορδέλα που έλυσα απ’ τα μαλλιά μου. Η Λευκή, φανερά ανακουφισμένη από το μαγικό βοτάνι μου, σταμάτησε να κλαίει και στα μεγάλα μάτια της διάβασα την ευγνωμοσύνη. Οι υπόλοιπες νεράιδες έτρεξαν να με αγκαλιάσουν, ψιθυρίζοντας λόγια συγγνώμης. Η Λευκή έβγαλε απ’ το λαιμό της ένα κολιέ με μια κουκουβάγια, σύμβολο της θεάς της πόλης, όπως μου εξήγησε, και μου το φόρεσε στο λαιμό. Από τότε γίναμε μια ομάδα, μια παρέα, μια γειτονιά, μια οικογένεια. Τώρα πια τριγυρίζω ευτυχισμένη στην πιο όμορφη πόλη του κόσμου, στην πόλη που γέννησε τη Δημοκρατία και ξέρει να μεγαλώνει αγκαλιάζοντας το διαφορετικό και τη διαφορετικότητα, πολύχρωμη και πολύβουη, φιλόξενη και πολυπολιτισμική, σύγχρονη και γραφική. Η νέα μου πατρίδα είναι η πιο όμορφη πατρίδα του κόσμου, γιατί σ’ αυτή ζουν άνθρωποι και νεράιδες που, ακόμα κι αν κάνουν λάθη, ξέρουν να τα αναγνωρίζουν και να τα διορθώνουν...

15


O Βίκτωρας και το διάφανο αστέρι ΤΗΣ

ΣΤΕΡΓΙΑΣ ΚΑΒΒΑΛΟΥ

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ο μικρός Βίκτωρας έπεσε για ύπνο νωρίς, γιατί κρύωνε πολύ και τζάκι το διαμέρισμα δεν είχε. Είχε όμως μάλλινες κουβέρτες που, άμα έμπαινες από κάτω τους και έπαιζες σπιτάκι, η γλυκιά ζέστη τους σου νανούριζε τα βλέφαρα και τελικά κρύωνες δεν κρύωνες, κοιμόσουν. Ανέβαινε, λέει, κάτι σκάλες από εξαιρετικής ποιότητας γκοφρέτα, γλίστραγε σε μια πορτοκαλιά τσουλήθρα από μαρμελάδα και έπεφτε όχι στο χώμα, αλλά σε μια πισίνα από καραμέλα. Ναι, ο Βίκτωρας έβλεπε το πιο νόστιμο όνειρο. Πάνω όμως που έκλεινε τη μύτη κι άνοιγε το στόμα για να απολαύσει μία ακόμα βουτιά, ένας απίστευτα βαρύς και τρομαχτικός θόρυβος έπεσε στο κεφάλι του. Το όνειρο σταμάτησε αμέσως να παίζει, ενώ ο ίδιος ο Βίκτωρας βρέθηκε μπρούμυτα να κολυμπά στη μοκέτα του δωματίου του. Δυο δευτερόλεπτα αργότερα, όταν άνοιξε τα μάτια του, βρέθηκε και στην πραγματικότητα. Εμενε με τον μπαμπά του στον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας στα Εξάρχεια. Και μπορεί να είχε συνηθίσει στην πολλή φασαρία, αυτός ο θόρυβος όμως ήταν λες και είχε έρθει από άλλο πλανήτη. Φοβήθηκε για μεγάλη καταστροφή. Ανοιξε όλο αγωνία το φως να δει τι είχε γίνει. Δυστυχώς όμως δεν είχε συμβεί τίποτα το μαγικό. Οι διαιρέσεις παρέμεναν άλυτες στο τετράδιο της αριθμητικής, η έκθεση με θέμα «Γράψε για τον καλύτερό σου φίλο» ακόμα δεν είχε βρει παρέα και η ακαταστασία κάτω, γύρω και πλαγίως από το γραφείο βρισκόταν στην ίδια ακριβώς θέση. Ο Βίκτωρας τότε βγήκε γρήγορα απ’ το δωμάτιό του και πήγε στο σαλόνι. Τα τζάμια δεν ήταν σπασμένα, το ταβάνι ήταν ακόμα εκεί και ο μπαμπάς του ακόμα στη δουλειά. Παρόλο που έτρεμε από το κρύο, αποφάσισε να ανοίξει το παράθυρο της κουζίνας. Κοίταξε το δρόμο από κάτω. Σκουπίδια παντού, καμένοι κάδοι, δυνατές μουσικές, συναγερμοί αυτοκινήτων, αστυνομικοί-γίγαντες, φάλτσα κορναρίσματα. Δηλαδή, τίποτα το περίεργο. «Μα δεν μπορεί, κάτι έγινε. Αφού το άκουσα!» έλεγε και ξανάλεγε και, πριν καλά καλά το καταλάβει, η περιέργειά του τον οδήγησε έξω απ’ την κουζίνα, έξω απ’ το σαλόνι, έξω απ’ το διαμέρισμα, να ανεβαίνει τη σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα.

16


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Λένε πως οι ταράτσες των πολυκατοικιών πολλές φορές κρύβουν εκπλήξεις. Και σωστά λένε. Γιατί εκεί ο Βίκτωρας ανακάλυψε την αιτία του σαματά, που δεν ήταν άλλη από ένα αστέρι. Μάλιστα, ένα ωραιότατο διάφανο αστέρι είχε πέσει με πάταγο απ’ τον ουρανό του κόσμου στη Γη. Και ο Βίκτωρας το κοίταζε σαν υπνωτισμένος. Το αστέρι ήταν πληγωμένο κι έκλαιγε, γιατί από λάθος υπολογισμό είχε προσγειωθεί στις κεραίες της τηλεόρασης, όπου και γρατζούνισε την απαλή του πλάτη. Ο Βίκτωρας, που πρώτη φορά έβλεπε αστέρι από τόσο κοντά και μάλιστα πληγωμένο, το έκρυψε προσεκτικά στην πιτζάμα του και βιάστηκε να κατέβει τις σκάλες για το διαμέρισμα μην τους δει κανείς. Εκλεισε πόρτες, παράθυρα και χαραμάδες και κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του. Εβγαλε το πληγωμένο αστέρι, το ακούμπησε πάνω στ’ ανοιχτά τετράδιά του κι εκείνο αμέσως τυλίχτηκε στις λευκές κόλλες. Κρύωνε και φοβόταν. Το διάφανο αστέρι, αφού ζήτησε ευγενικά ένα τσιρότο για την πονεμένη του πλάτη, άρχισε τις συστάσεις. «Οι άνθρωποι, κάθε φορά που πέφτει ένα από μας, κάνουν ευχή. Η αλήθεια είναι πως κατεβαίνουμε στη Γη μόλις μεγαλώσουμε αρκετά για να μπορούμε να διαλέξουμε το χρώμα μας. Κι επειδή, όπως ξέρεις, το πρωινό είναι γαλάζιο κι η νύχτα σκούρα μπλε, δεν έχουμε πολλές επιλογές να βρούμε κανένα χρώμα της προκοπής εκεί στον ουρανό. Προσγειωνόμαστε λοιπόν σε μέρη που από ψηλά μας φαίνονται ταιριαστά, παίρνουμε κάτι απ’ το δικό τους χρώμα κι επιστρέφουμε στα σπίτια μας». Ο Βίκτωρας, που είχε κι αν είχε δει παράξενα παιδικά στην τηλεόραση, τέτοιο πράγμα δεν είχε ξανακούσει. Το διάφανο αστέρι διάβασε ως τα μισά τη σκέψη του και βάλθηκε να του εξηγήσει. «Μα φυσικά και μόνο εσύ με άκουσες. Ο κόσμος, όταν βλέπει ένα αστέρι να πέφτει, ελπίζει ότι οι ευχές του θα γίνουν πραγματικότητα. Κι εμείς δεν μπορούμε να αναλάβουμε την ευθύνη να του στερήσουμε τέτοια χαρά. Γι’ αυτό και διαλέγουμε τους γήινους βοηθούς μας και φανερώνουμε μόνο σ’ εκείνους τον αληθινό λόγο της επίσκεψής μας». «Και πού με ήξερες να με διαλέξεις κιόλας;» συνέχισε με τις απορίες του ο Βίκτωρας. «Σε βλέπω που πηγαίνεις με τον μπαμπά σου τα Σάββατα και μαγειρεύετε μαζί με τους γείτονες για κείνους που δεν έχουν τροφή, σε είχα δει, και πολύ είχα συγκινηθεί, να μαζεύεις κουτάκια αναψυκτικών και άλλα σκουπίδια απ’ το Λόφο του Στρέφη. Σε χάρηκα όταν έδωσες τις μπότες που δεν σου έκαναν πια στο συμμαθητή σου που ήρθε απ’ την Πολεμική Χώρα. Χαίρομαι ακόμη περισσότερο όταν σας βλέπω να παίζετε μπάλα ή να απολαμβάνετε μαζί το κυριακάτικό σας πικνίκ στο πάρκο της Ναυαρίνου. Είσαι καλό παιδί, Βίκτωρα». «Κι ας βαριέμαι να κάνω τα μαθήματά μου;» ρώτησε παραξενεμένος ο μικρός. «Κι ας βαριέσαι. Γιατί τα πιο βασικά μαθήματα που πρέπει να ξέρει ένα παιδί, εσύ τα έχεις στο τσεπάκι σου. Εχεις μάθει να ξεχωρίζεις την αδικία και να μην την αντέχεις, να αγαπάς

17


τη φύση της πόλης σου και να τη φροντίζεις, να δίνεις το χέρι στους πιο αδύναμους και να στέκεσαι πλάι τους. Το μόνο που δεν έχεις μάθει ακόμα, κι αυτό πρέπει να το παραδεχτούμε, είναι να νικάς στο σκάκι. Αλλά μην ανησυχείς, αν με βοηθήσεις να βρω το χρώμα μου, θα σου χαρίσω μια παρτίδα που θα σου μείνει αξέχαστη». Ο Βίκτωρας πετάχτηκε όλο ανυπομονησία απ’ την καρέκλα του. Καημό το είχε να κερδίσει επιτέλους σε κάτι. Γιατί μπορεί να είχε το όνομα, αλλά καθόλου δεν είχε τη χάρη. Φόρεσε μάλλινο σκούφο, φόρεσε και το χοντρό του μπουφάν, περίμενε το διάφανο αστέρι να γαντζωθεί με ασφάλεια στ’ αριστερά του φερμουάρ του και μαζί ξεκίνησαν για το δρόμο. Πήγαν στην πλατεία. Εκεί είδαν παιδιά να παλεύουν με τα τσιμέντα για να φυτέψουν μικρά έλατα. Ηθελαν να κάνουν την πλατεία πιο όμορφη. Το διάφανο αστέρι πήδηξε στην κορυφή του πιο φουντωτού έλατου κι αμέσως έγινε χακί. Και εκείνο αγαπούσε τη φύση. Περπάτησαν στα δρομάκια και διάβασαν όλα τα συνθήματα των τοίχων που ήθελαν να κάνουν τη σκέψη των ανθρώπων πιο ελεύθερη. Ηταν γραμμένα με μαύρο χρώμα. Το διάφανο αστέρι συμφώνησε στα λόγια τους και αμέσως απέκτησε μαύρες ρίγες. Και εκείνο αγαπούσε την ελευθερία. Εκεί που περπατούσαν, είδαν κοπέλες με κόκκινα φουστάνια να χορεύουν και να τραγουδάνε τις αδικίες τους. Ηθελαν να κάνουν τον κόσμο πιο δίκαιο. Το διάφανο αστέρι χόρεψε κι αυτό μαζί τους κι αμέσως απέκτησε κόκκινες βούλες. Και εκείνο αγαπούσε τη δικαιοσύνη. Το διάφανο αστέρι μόνο διάφανο δεν ήταν πια. Είχε βρει όχι ένα, αλλά τρία χρώματα, διαλέγοντας έτσι και τις ιδέες που ήθελε από δω και πέρα να υπερασπιστεί. Ομως η ώρα είχε περάσει και είχε πέσει πραγματική νύχτα. Ο Βίκτωρας έπρεπε να επιστρέψει κάτω απ’ τις κουβέρτες του και το αστέρι στο δικό του ουράνιο σπίτι. Τελικά όμως ο μόνος που επέστρεψε ήταν ο μπαμπάς. Μπήκε αθόρυβα στο υπνοδωμάτιο του Βίκτωρα για φιλί καληνύχτας. Με έκπληξη είδε το γιο του να κοιμάται πάνω στη μοκέτα. Τον σήκωσε μεγάλη αγκαλιά, τον έβαλε στο κρεβάτι και τον σκέπασε με τα ζεστά του. Το επόμενο πρωί, ο μικρός έκανε άνω κάτω την κουζίνα να ψάχνει μαρμελάδα πορτοκάλι. Λίγο σιρόπι καραμέλας έστω να απλώσει στο ψωμί. Τελικά βρήκε μια γκοφρέτα κι άρχισε να βάζει τα τετράδια στην τσάντα του. Καμάρωσε για το ταλέντο του στις διαιρέσεις – στα δάχτυλα τους έπαιζε τους αριθμούς. Καμάρωσε για το ταλέντο του στη γλώσσα – στα δάχτυλα τις έπαιζε τις λέξεις. Φόρεσε άρον άρον το μπουφάν του κι έτρεξε για το σχολείο. Μόλις εντόπισε στο αριστερό μέρος του φερμουάρ του ένα χακί αστέρι με μαύρες ρίγες και κόκκινες βούλες, καμάρωσε και για το ταλέντο του στο σκάκι. Στα δάχτυλα τα έπαιζε τα όνειρα.

18


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ο Σκουπιδολέων και τα μουσικά νεράντζια ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, στον Κολωνό ζούσε ένα τέρας. Λυμαινόταν τις γειτονιές και τρομοκρατούσε τους ανθρώπους. Τα αδέσποτα σκυλιά γαύγιζαν σαν τρελά όταν πλησίαζε και τα φυτά στα μπαλκόνια μαζεύανε τα φύλλα τους. Μια πολυκατοικία παλιά, ερειπωμένη, γεμάτη υγρασία, που κάποτε ένας τυφλός μάγος είχε καταραστεί τους ενοίκους της, είχε γίνει για εκείνο η ιδανική του φωλιά. Την είχε κάνει λημέρι και κάθε μέρα ξεκινούσε από κει τις τρομερές του βόλτες. Δεν άφηνε κανέναν πια στο Κολωνό να πειράζει τα σκουπίδια. Αυτά ήταν η δύναμή του και κανένας δεν τολμούσε να τα μαζέψει. Και οι σωροί από τις σκουπιδοσακούλες όλο και μεγάλωναν. Τότε στον Κολωνό, άνθρωποι από κάθε γωνιά της γης είχαν φτιάξει γειτονιές. Παλιότερα ο κυρ Αντώνης ο περιπτεράς έλεγε «καλημέρα» μόνο στα ελληνικά, αλλά μετά έμαθε να τη λέει σε όλες εκείνες τις γλώσσες του κόσμου, έγινε ένας γλωσσομαθής. Στον Κολωνό σπάνια μάλωναν οι κάτοικοι. Ομως, όσο πιο πολλά σκουπίδια μαζεύονταν, τόσο πιο συχνοί γίνονταν οι καυγάδες μεταξύ των γειτόνων. Κανείς δεν άντεχε τη μυρωδιά τους. Μόνο το τέρας. Στην οδό Ισμήνης ζούσε μια καλή μάγισσα. Εφτιαχνε φίλτρα από λεμόνια ενάντια στο κρυολόγημα και μπορούσε να μιλάει με όλα τα δέντρα του δρόμου. Δεν της άρεσε να τη φωνάζουν μάγισσα, αλλά κυρία Κούλα. Ηταν πολύ μεγάλη σε ηλικία και δεν είχε δικά της παιδιά. Γι’ αυτό θεωρούσε όλα τα παιδιά της γειτονιάς δικά της και ήξερε το καθένα με το όνομά του. Είχε και κάτι φίλους Πειρατές Αεροναύτες από τη Σουηδία και εκείνοι τις έστελναν δώρα με αλεξίπτωτα. Και η κυρία Κούλα τα μοίραζε στους ανθρώπους για να τους βοηθήσει. Στον Κολωνό από τους πιο παλιούς κατοίκους ήταν και οι οικογένειες των Τσιγγάνων. Κάθε απόγευμα μαζεύονταν στις πλατείες, άναβαν φωτιές και έπαιζαν με τα μαγικά τους βιολιά τα παθιασμένα τραγούδια τους. Τα Τσιγγανάκια έκλειναν μέσα σε

19


νεράντζια τη μουσική και, κάνοντας βόλτα από γειτονιά σε γειτονιά, τα χάριζαν στους ανθρώπους. Το ξόρκι τούς το είχε μάθει η καλή κυρία Κούλα. Ομως τώρα, εξαιτίας του τέρατος –που μισούσε τα τραγούδια και τη μυρωδιά από τα νεράντζια–, η μουσική δεν έφτανε στους ανθρώπους. Και ο Κολωνός βυθιζόταν στη θλίψη σιγά σιγά. Το τέρας το έλεγαν Σκουπιδολέων. Γιατί ήταν μισό άνθρωπος, μισό λιοντάρι και μισό σκουπίδια. Ηταν ενάμιση δηλαδή, τόσο τεράστιο και μεγάλο ήταν. Με κάτι μπράτσα φουσκωτά, μάτια που έκαιγαν σαν χωματερή και μια χαίτη μακριά που έπλεκε πάνω της σκουπίδια, άδειες κονσέρβες και κουρέλια. Και ευχαριστιόταν που το έτρεμαν όλοι και διέδιδαν φριχτές ιστορίες πως τρώει παιδιά – αν και η αλήθεια ήταν πως μόνο σκουπίδια έτρωγε. Κυνήγαγε τους ανθρώπους και τους ανάγκαζε να κλείνονται στα σπίτια τους. Στη θέση τους βασίλευαν τα σκουπίδια. Η καλή κυρία Κούλα δεν άντεχε να βλέπει τους ανθρώπους να τσακώνονται. Δεν μπορούσε να βλέπει τα μουσικά νεράντζια να σαπίζουν στους άδειους δρόμους. Λυπόταν τα Τσιγγανάκια που έμεναν –σαν φυλακισμένα– στα σπίτια τους χωρίς να κάνουν βόλτες. Ενα πρωί, λοιπόν, αποφάσισε ότι θα σταματήσει την τρομοκρατία του Σκουπιδολέοντα. Είχε δει πόλεμο, είχε δει ξεριζωμό, είχε δει πολλά στη ζωή της και δεν θα άφηνε το τέρας να καταστρέψει την πόλη της. Πήγε από γειτονιά σε γειτονιά και έπεισε τους ανθρώπους ότι μόνο όλοι μαζί μπορούσαν να νικήσουν το τέρας. Μόνο εάν συνεργάζονταν. Το σχέδιο ήταν να συγκεντρωθούν όλοι στη Λεωφόρο Δυρραχίου. Να αρχίσουν να μαζεύουν από κει τα σκουπίδια. Να τα μαζεύουν και να τραγουδάνε, τους είπε η κυρία Κούλα. Ο Σκουπιδολέων δεν θα μπορούσε να τους πειράξει αν ήταν ενωμένοι. Εκείνη, τους είπε, θα τον φυλάκιζε με ένα ξόρκι της τσαχπίνικο, αυτοί όμως δεν έπρεπε να φοβηθούν, έπρεπε να έχουν πίστη και να μη σταματήσουν να τραγουδάνε. Εκείνο το πρωί ο Σκουπιδολέων είχε αργήσει να ξεκινήσει τις βόλτες του. Είχε παραφάει το προηγούμενο βράδυ. Τρεις τηγανιές σκουπίδια και ένα σκουπιδοσουφλέ, που του έκατσε βαρύ στο στομάχι. Οι κάτοικοι του Κολωνού, για καλή τους τύχη, είχαν πολύ χρόνο να οργανώσουν το σχέδιό τους σωστά. Ολοι είχαν δασκαλευτεί το ρόλο τους. Ο κυρ Αντώνης ο περιπτεράς ανέλαβε να μεταφράσει το σχέδιο για να το καταλάβουν όλοι. Τα αδέσποτα της γειτονιάς θα έκαναν «αντιπερισπασμό». Οι Τσιγγάνοι με τα μαγικά βιολιά τους θα έδιναν το ρυθμό. Οι υπόλοιποι θα μάζευαν τα σκουπίδια και θα έλεγαν τραγούδια από τις πατρίδες τους – από όπου καταγόταν ο καθένας. Τα αδέσποτα άρχισαν να κοροϊδεύουν το τέρας με τα γαυγίσματά τους για να το σύρουν μακριά από τον Κολωνό. Τα κατάφεραν. Εκείνο τα κυνήγησε μέχρι που τα έφτασε, κάπου κοντά στο Μεταξουργείο, και τα σκυλιά φοβισμένα το έβαλαν στα πόδια. Τότε κατάλαβε πως είχε πέσει στην παγίδα. Ενιωσε ότι κάτι κακό συμβαίνει στα σκουπίδια του Κολωνού. Και άκουσε κι εκείνο το απαίσιο –στ’ αυτιά του– τραγούδι. Οταν έφτασε στη Λεωφόρο Δυρραχίου, η καρδιά του σφίχτηκε, φοβήθηκε πως ήταν αργά.

20


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Πως ένα κομμάτι από το βασίλειό του είχε ήδη χαθεί. Ολα τα σκουπίδια ήταν μέσα στους κάδους τακτοποιημένα. Κόσμος σκούπιζε τα πεζοδρόμια. Και όλοι τραγούδαγαν. Βρυχήθηκε μία φορά αγριεμένο. Κανένας δεν κουνήθηκε. Η κυρία Κούλα τούς φώναζε να κάνουν κουράγιο. Ο Σκουπιδολέων βρυχήθηκε ξανά, σαν άγριο λιοντάρι αυτή τη φορά. Τότε οι πρώτοι άνθρωποι φοβήθηκαν, πέταξαν τις σκούπες τους και μπήκαν στα σπίτια τους. «Μη φεύγετε! Κουράγιο!» φώναζε η καλή μάγισσα. Και οι Τσιγγάνοι δεν σταματούσαν τα τραγούδια τους. Τότε το τέρας των σκουπιδιών άρχισε να φτύνει σκουπίδια από το άθλιο στόμα του και να κάνει ένα θόρυβο σαν τανκ. Το αίμα των ανθρώπων πάγωσε. Οι Τσιγγάνοι άφησαν κάτω τα βιολιά τους και όπου φύγει φύγει. Μόνο λίγα παιδιά έμειναν να τραγουδάνε. Περπάταγε με αργά βήματα και από τα ρουθούνια του έβγαιναν καπνοί. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει. Στο δρόμο απέναντί του ολομόναχη η καλή κυρία Κούλα. Μόνο λίγες παιδικές φωνές είχαν μείνει μαζί της. Οι «μεγάλοι» έτρεμαν πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες τους. Και οι νεραντζιές στο δρόμο άρχισαν να σφυρίζουν ένα δικό τους ρυθμό. Η καλή μάγισσα τυλίχτηκε μέσα σε ένα πορτοκαλί φως. Ο Σκουπιδολέων έτρεχε κατά πάνω της σαν ταύρος. Η καλή μάγισσα του έστειλε ένα ξόρκι που τη δύναμή του κρύβανε τα δέντρα και τα φρούτα τους. Το τέρας ούρλιαξε και έπεσε πάνω της αποδυναμωμένο. Χτυπιόταν και κυλιόταν σαν να είχε πάρει φωτιά. Αλλά είχε χτυπήσει με όλο το βάρος του τη μάγισσα. Κι εκείνη έμενε ξαπλωμένη και ανήμπορη στην άσφαλτο. Οταν το είδαν αυτό από τα παράθυρά τους, τα Τσιγγανάκια και όλα τα παιδιά φοβήθηκαν για την αγαπημένη τους κυρία Κούλα. Βγήκαν έξω και άρχισαν όλα μαζί να πετάνε τα μουσικά νεράντζια τους στον Σκουπιδολέοντα. Κατάλαβαν πως δεν ήταν ανίκητος. Εκείνος ούρλιαζε και τα απειλούσε και χτυπιόταν, αλλά όσο πιο πολλά νεράντζια έβρισκαν στόχο, τόσο μίκραινε το τέρας. Βγήκαν έξω και οι Τσιγγάνοι και έπαιζαν τη μουσική τους και οι άλλοι άνθρωποι τραγούδαγαν κι αυτοί απ’ τα μπαλκόνια τους. Και το θηρίο όλο και πιο μικρό γινόταν –από τα νεράντζια και το τραγούδι–, μέχρι που έμοιαζε με κακόμοιρο πλασματάκι. Το τελευταίο νεράντζι που τον χτύπησε έδωσε τέλος στο τέρας. Ο Σκουπιδολέων έγινε καπνός και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Στον Κολωνό τα σκουπίδια μαζεύτηκαν, οι δρόμοι καθαρίστηκαν. Εκείνο το πρωινό έβαλαν την καλή κυρία Κούλα να ξαποστάσει πάνω στον κορμό μιας νεραντζιάς δίπλα στο σπίτι της. Εκείνη έμοιαζε να κοιμάται. Το δέντρο την αγκάλιασε με τα κλαδιά του και σιγά σιγά η καλή μάγισσα έγινε ένα με εκείνο. Μεταμορφώθηκε σε μια όμορφη και ψηλή νεραντζιά. Και στέκεται εκεί, στην οδό Ισμήνης, να φυλάει τους ανθρώπους από κακά τέρατα σαν τον Σκουπιδολέοντα. Και οι άνθρωποι έζησαν καλά, τραγουδάνε συχνά και από τα πολλά νεράντζια που τρώνε έχουν αποκτήσει ένα περίεργο φως στα μάτια τους, που έχει χρώμα πορτοκαλί. Και όλοι πια ξέρουν στην Αθήνα πως όποιος έχει λίγο πορτοκαλί στα μάτια του μένει στον Κολωνό.

21


Το κουτάκι του γέλιου ΤΟΥ

ΗΛΙΑ ΚΟΛΟΚΟΥΡΗ

Ο ΧΑΡΗΣ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ. Πήγαινε στην Τετάρτη Δημοτικού και γελούσε συνέχεια. Ο Χάρης ο χαρούμενος έμενε στους Αμπελόκηπους. Του άρεσε πολύ το σταφύλι, αλλά στους Αμπελόκηπους δεν υπήρχαν τότε αμπέλια. Ο Χάρης δεν είχε μαμά, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να γελάει συνέχεια. Επίσης, ο μπαμπάς του πολύ συχνά δεν είχε δουλειά, αλλά αυτός συνέχιζε να γελάει με όσα κακά, στραβά και ανάποδα του συμβαίνανε. Ο Χάρης ήταν κοκκινομάλλης και φορούσε γυαλιά. Οι συμμαθητές του τον πειράζανε και για τα δύο. «Τα μαλλιά σου είναι σαν της αλεπούς!» του φωνάζανε και γελάγανε. Εκείνος όμως γελούσε πιο δυνατά από όλους. Αυτό το τελευταίο τσάντιζε πολύ τη συμμαθήτριά του, τη Δέσποινα που έμενε στη Νεάπολη. «Βρε Χάρη!» του έλεγε. «Γιατί δεν τους λες τίποτα;» Ο Χάρης κοιτούσε τη Δέσποινα με απορία. Του άρεσε αρκετά αυτό το κορίτσι, αλλά ντρεπόταν να της το πει. Μια φορά της είχε αφήσει ένα λουλούδι στο θρανίο κι εκείνη έκλαιγε όλη μέρα. Οπότε της έλεγε συνέχεια αστεία για να γελάνε μαζί. Πού και πού γελούσε, αλλά τις περισσότερες φορές η Δέσποινα κούναγε το κεφάλι και έφευγε. «Δέσποινα», της είπε, «η αλεπού θυμάσαι τι έκανε στον πελαργό;» «Τι έκανε;» ρώτησε εκείνη. «Του έκανε μεγάλη πλάκα. Τον κάλεσε για φαγητό. Μετά του έβαλε το φαγητό σε ρηχό πιάτο. Εκείνος δεν μπορούσε να φάει με το ράμφος που είχε και έμεινε πεινασμένος», απάντησε ο Χάρης και άρχισε πάλι να γελάει. «Χάρη! Οχου πια με τα γέλια σου! Δε γίνεται! Ολο γελάς! Την άλλη φορά μας είπε στην τάξη η κυρία Δήμητρα ότι θα μας κάνει μάθημα η κυρία Ανθή του χρόνου κι εσύ πάλι γέλαγες!» Ετσι είχε γίνει. Η κυρία Δήμητρα ήταν η δασκάλα τους σε όλη τη χρονιά της Τετάρτης. Τους είπε ότι του χρόνου θα τους πάρει η κυρία Ανθή. Ολη η τάξη έβαλε τα κλάματα, γιατί ήταν πολύ καλή η κυρία Δήμητρα και δεν ήθελαν να φύγει. Ο Χάρης όμως γελούσε. Δεν τους έλεγε γιατί, αλλά γελούσε σαν να είχε ακούσει το αστειότερο ανέκδοτο του κόσμου. «Τι πράγματα είναι αυτά, βρε Χάρη; Γιατί γελάς όλη την ώρα; Χαζός είσαι;» Ετσι του είπε η Δέσποινα. «Ναι, έτσι λες; Είμαι χαζός; Ε, δε σου λέω γιατί γελάω». «Ελα ρε Χάρηηη! Πες μου!» φώναζε η Δέσποινα και άρχισε να χτυπάει τις μπότες της στα πλακάκια του προαύλιου.

22


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Του Χάρη, είπαμε, του άρεσε η Δέσποινα. Πού να κρατήσει μυστικό; «Είναι μυστικό», της ψιθύρισε κοιτάζοντάς την πλάγια. «Δε θα το πεις πουθενά! Υπόσχεσαι;» Η Δέσποινα σκέφτηκε λίγο. «Δε θα το πω πουθενά! Να! Ορκίζομαι!» απάντησε στον Χάρη. Μετά σταύρωσε τα δαχτυλάκια της και φίλησε σταυρό. Ναι, του είχε ορκιστεί ότι θα το κρατήσει μυστικό. Τώρα μπορούσε να της πει. «Λοιπόν. Κάθε φορά που πάω να στεναχωρηθώ, ανοίγω το κουτάκι του γέλιου». «Τι λες μωρέ; Κουτάκι του γέλιου; Και τι κάνει;» «Το ανοίγω κάθε φορά που στεναχωριέμαι. Ε, μετά δεν μπορώ να κρατηθώ. Μου έρχεται να κατουρηθώ απ’ τα γέλια! Είναι τέλειο το κουτάκι του γέλιου!» «Και πού βρίσκεται, παρακαλώ;» «Δεν μπορώ να σου πω, βρε Δέσποινα. Είναι μαγικό!» «Μαγικό; Τι λες, Χάρη; Ακούς τι λες; Δεν υπάρχουν μαγικά κουτάκια! Εσύ απλώς ό,τι κακό και να γίνεται βάζεις τα γέλια. Αυτό είναι». «Οχι, Δέσποινα, υπάρχουν!» «Και πού το βρήκες;» «Εδώ, στην Αθήνα». «Για πες μου κι άλλα γι’ αυτό!» «Λοιπόν, θα κάνουμε μια συμφωνία. Θα σου πω τρία πράγματα για το κουτάκι. Μετά θα σταματήσεις να με ρωτάς και θα πάμε να παίξουμε μπάλα. Εντάξει;» «Τι μπάλα, ρε Χάρη; Κορίτσι είμαι!» «Καλά, θα παίξουμε μήλα. Είμαστε σύμφωνοι;» «Αντε να δω. Σύμφωνοι!» «Λοιπόν. Πρώτον. Το κουτάκι του γέλιου είναι πολύ παλιό». «Πόσο παλιό;» «Ουουου πάρα πολύ παλιό! Από τότε που η μαμά μου ήταν μικρή, τόσο παλιό! Μη με διακόπτεις, σε παρακαλώ. Δεύτερον. Το κουτάκι του γέλιου το ανοίγεις ό,τι ώρα θες, αλλά πρώτη φορά θα το ανοίξεις Κυριακή πρωί». «Μετά την εκκλησία; Και αφού το ανοίξω, μπορώ να το ανοίγω πρωί-μεσημέρι-βράδυ;» «Ναι! Και τρίτοοοοον... Το κουτάκι του γέλιου είναι μοναχικό. Αλλά και δεν είναι μοναχικό. Αυτά μπορώ να σου πω. Πάμε για μήλα τώρα!» Η Δέσποινα σκέφτηκε προσεκτικά όσα της είπε ο Χάρης. Στο μεταξύ, τον ακολούθησε. Να παίξουν μαζί τα μήλα. Αλλά ο κοκκινομάλλης ο Χάρης ήταν λίγο ατσούμπαλος. Οπως παίζανε, αυτός πέταξε την μπάλα στο κεφάλι της Δέσποινας. Κατά λάθος, μωρέ. Οχι εξεπίτη-

23


δες. Αλλά πού να τον πιστέψει αυτή; Εκανε λες και είχε καρούμπαλο. Και έκλαιγε συνέχεια, σαν τότε που της είχε αφήσει το λουλούδι στο θρανίο. Οταν γύρισε σπίτι της η Δέσποινα, βάλθηκε να σκέφτεται αυτά που είχε μάθει για το περίφημο μαγικό κουτάκι του γέλιου. «Χμμμ. Να τα πάρουμε ένα ένα. Είναι παλιό. Πάρα πολύ παλιό. Ο Χάρης το βρήκε εδώ, στην Αθήνα. Το ανοίγει κάθε φορά που του έρχεται να στεναχωρηθεί. Και τελικά βάζει τα γέλια. Δεύτερον, το ανοίγεις ό,τι ώρα θες, αλλά πρώτη φορά θα το ανοίξεις Κυριακή πρωί, μετά την εκκλησία. Και τρίτον, είναι μοναχικό, αλλά και δεν είναι μοναχικό. Αχ! Μπερδεύτηκα με αυτό το τελευταίο. Τι πάει να πει είναι μοναχικό; Με μοναχούς; Μοναχούς έχει στα μοναστήρια. Αλλά μοναστήρια δεν έχει στην Αθήνα. Εχει; Δεν έχει. Μόνο το Μοναστηράκι. Για κάτσε. Πρώτη φορά θα το ανοίξεις Κυριακή πρωί. Τις Κυριακές το πρωί ο μπαμπάς με παίρνει με το τρένο και πάμε στο Μοναστηράκι. Ναι, κι εκεί έχει πολύ παλιά πράγματα! Αυτό είναι! Μοναχικό, πολύ παλιό, Κυριακή πρωί. Ο Χάρης το αγόρασε στο παζάρι! Πρέπει να πάμε με τον μπαμπά οπωσδήποτε! Λοιπόν! Την Κυριακή! Τόσες φορές έχουμε πάει, μπορεί και να το ’χω δει το κουτάκι του γέλιου. Να το είδα και να μην το κατάλαβα; Α! Θα του πω να πάμε μεθαύριο!» Την Κυριακή δεν χρειάστηκε να το ζητήσει απ’ τον μπαμπά της. Πήγανε βόλτα στο Μοναστηράκι έτσι κι αλλιώς. Στο «Γιουσουρούμ», όπως έλεγαν. Είχε ένα περίεργο χόμπι ο μπαμπάς. Αγόραζε μεγάλους δίσκους (βινύλια τα έλεγε) και παλιά βιβλία, γεμάτα σκόνη και λεκέδες από καφέ. Τα μάζευε κάθε Κυριακή όλα αυτά και γέμιζε τη βιβλιοθήκη στο σαλόνι. Η μαμά κάθε Κυριακή γκρίνιαζε ότι μαζεύει όλες τις παλιατσούρες και ότι δεν πάει άλλο αυτή η ιστορία. Αυτή την Κυριακή όμως η Δέσποινα ήθελε να είναι προσεκτική. Να δει! Μην περάσει το κουτάκι του γέλιου μπροστά απ’ τα μάτια της και δεν το καταλάβει. Θα ήταν κρίμα. Πρόσεχε πολύ λοιπόν. Κοίταζε όλα τα κουτάκια που βρήκε στους πάγκους και τα απλωμένα σεντόνια των παλιατζήδων. Κουτάκια κάθε λογής, σπιρτόκουτα, μπιζουτιέρες, διαφημιστικά. Βρήκε ένα απ’ τον Πόλεμο του ’40 που είχε τον Αγκυλωτό Σταυρό των Ναζί επάνω, με βρεγμένα σπίρτα μέσα. Ενα άλλο με γυαλιστικό Κάμελ για τα παπούτσια. Μια σειρά κουτιά που είχανε μέσα καπνό για πίπα και μύριζαν πολύ περίεργα. Ενα άλλο με κάτι ξεραμένες καραμέλες αρχαίες. Κι ένα άλλο, πολύ αστείο, που είχε πάνω την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Τα άνοιγε ένα ένα. Καμιά φορά της φώναζε ο παλαιοπώλης: «Τι το ανοίγεις βρε κορίτσι μου; Θα χυθεί και θα το μαζεύεις μετά!» Ο μπαμπάς της Δέσποινας δεν πρόσεχε τι έκανε. Πάλι καλά! Γιατί η Δέσποινα έχωνε τη μύτη της σε κάθε κουτάκι που έβρισκε, απ’ το σπιρτόκουτο μέχρι το κουτάκι του τσαγιού. Μύριζε, έβαζε τα δάχτυλά της μέσα, τα ανακάτευε, τα κούναγε, ακουμπούσε το αυτί της στο καπάκι του κάθε κουτιού. Ολα, για να βρει το μαγικό κουτάκι του γέλιου. Αλλά τίποτα. Τα κουτάκια όλα έμοιαζαν απλώς κουτάκια. Με κανένα δεν της ήρθε

24


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

να γελάσει, όπως πάθαινε συνέχεια ο Χάρης. Αυτό το παιδί! Αμάν πια! Πέθαινε στα γέλια με το καθετί! Ε, η Δέσποινα τι να κάνει; Είδε κι απόειδε, ο μπαμπάς της αγόρασε ένα σωρό βινύλια και βιβλία και άλλα άχρηστα πράγματα, έπρεπε να φύγουν πια για το σπίτι. Να φάνε μεσημεριανό επιτέλους. Η Δέσποινα δεν είπε τίποτα. Κι ας ήταν περίεργη. «Εννοια σου, Χάρη, κι αύριο την έβαψες!» σκεφτόταν. Την άλλη μέρα στο σχολείο βρήκε το συμμαθητή της, τον Χάρη το χαρούμενο. «Για έλα εδώ εσύ, κύριε έξυπνε! Πού είναι το κουτάκι που μου έλεγες; Εψαξα όλο το Μοναστηράκι, πουθενά! Παλιό, Κυριακή, μοναχικό, ξεμοναχικό είπες! Ψέματα!» «Στο Μοναστηράκι; Αυτό κατάλαβες, βρε Δέσποινα;» τη ρώτησε και ξέσπασε πάλι σε γέλια. Κόντευε να ξεκαρδιστεί. «Δεν είπα ψέματα! Απλώς δεν κατάλαβες...» «Τι δεν κατάλαβα, ρε Χάρη; Εγώ ξέρω ότι γίνονται πράγματα εδώ, μας αφήνει η δασκάλα, τρως τρικλοποδιά και κουτρουβαλάς τις σκάλες, σε κοροϊδεύουν όλοι. Χειρότερα δε γίνεται. Τα ύστερα του κόσμου, που λέει κι η γιαγιά μου. Ολα χάνονται, καταστρέφονται. Ολα είναι μαύρα. Εχεις κάθε λόγο να κλαις και να κλαις με μαύρο δάκρυ. Αλλά εσύ γελάς! Γιατί;» «Δέσποινα. Σου είπα. Το κουτάκι του γέλιου». «Λέγε! Πού είναι; Δείξ’ το μου τώρα! Ακούς; ΤΩ-ΡΑ!» «Εδώ είναι», είπε ο Χάρης κι έκανε μια περίεργη κίνηση δείχνοντας ένα σημείο στην κοιλιά του, κάτω απ’ τους πνεύμονες. «Κάθε φορά που πάω να στεναχωρηθώ, το ανοίγω κι αρχίζω να γελάω. Είναι παλιό, από τότε που γεννήθηκα. Δεν εξηγείται γιατί γελάω, γι’ αυτό είναι μαγικό. Ναι, το άνοιξα πρώτη φορά Κυριακή, γιατί εκείνη τη μέρα μου εξήγησε ο μπαμπάς πώς λειτουργεί. Από τότε το ανοίγω ό,τι ώρα θέλω. Είναι και δεν είναι μοναχικό. Γιατί, μου είπε ο μπαμπάς, πρέπει να το ανοίγω και όταν είμαι μόνος μου και λυπάμαι και όταν είμαι με τους άλλους και λυπάμαι. Αλλά κυρίως όταν είμαι με τους άλλους. Δε φαίνεται αυτό το κουτάκι, γιατί είναι βαθιά μέσα στο σώμα μου. Και δε χρειάζεται να το δεις. Υπάρχει, γιατί υπάρχει. Θα έπρεπε να κάνεις χειρουργείο για να το δεις. Αλλά δε θα ήταν μαγικό πια. Θα σταματούσες να γελάς. Οπότε, το αφήνεις στη θέση του και απλώς το ανοίγεις όποτε κοντεύεις να στεναχωρηθείς. Λίγο πριν. Και όλη τη μέρα την Κυριακή πρέπει να το ’χεις ανοιγμένο. Γιατί είναι δύσκολη η Κυριακή, μετά έρχεται η Δευτέρα και σε πιάνει αυτή η λύπη με το σχολείο που δεν αντέχεται. Αυτά. Κατάλαβες;» «Κατάλαβα», του είπε η Δέσποινα. Κι από τότε, όποτε της έσπαγε κάποιο παιχνίδι, όποτε έχανε κάποια κάλτσα ή όποτε δεν έγραφε καλά στο διαγώνισμα, άνοιγε το κουτάκι του γέλιου. Κι η Δέσποινα μεγάλωσε. Επιασε δουλειά κι έγινε μαμά. Και ακόμα και τώρα, όποτε την πιάνει αυτή η λύπη και σκέφτεται το σχολείο που δεν αντέχεται, ανοίγει το κουτάκι του γέλιου. Και πλημμυρίζει το σπίτι της με χαρά.

25


Θυμάσαι;

ΤΟΥ

ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΥΤΣΟΥΝΑΡΗ

ΑΘΗΝΑ, ΕΤΟΣ 2211, λίγο μετά την πρώτη μεγάλη καταστροφή, λίγο πριν απ’ τη δεύτερη μεγάλη αφετηρία, κι ενώ ο χρόνος έτρεχε δύο φορές πιο γρήγορα, τρεις φίλοι και το μυστηριώδες τέταρτο πρόσωπο έδιναν όρκο να πραγματοποιήσουν το σχέδιο που μόλις είχαν καταστρώσει. Θα έκαναν τα πάντα για να μη φύγει ο Μάρκος. «Σαν σήμερα, πριν από έξι χρόνια, έχασα τους γονείς μου», είπε ξεψυχισμένα η Αλίκη, παλεύοντας να τυλίξει το μπουκέτο με τα λουλούδια και να στριμώξει ανάμεσά τους ένα σημείωμα. Το μνημείο για το θάνατο των γονιών της ήταν ένα θολωτό ενυδρείο με ένα άνοιγμα στο κέντρο προς τον ουρανό. Αν κοιτούσες προσεκτικά, αχνοφαίνονταν δύο περήφανες φιγούρες, μπροστά σ’ έναν οικισμό από άμμο, που έμοιαζε ταπεινή μινιατούρα στα πόδια τους. «Αννα Ξενάκη & Απόστολος Ξενάκης, 2152-2205, εμπνευστές της πρώτης υποθαλάσσιας πόλης», η σκονισμένη επιγραφή. Ο Ιωνας έσκυψε για να ανέβει η Αλίκη στους ώμους του, δεν έφτανε να ρίξει τα λουλούδια μέσα απ’ το στρογγυλό άνοιγμα. «Εξι στα έξι, μαμά», φώναξε με έκδηλη χαρά. Μετά τη Μεγάλη Οικολογική Καταστροφή (ή Α.Μ.Ο.Κ. με το Α. για το αμάν, το ανέλπιστο και το πρώτο στη σειρά) η θάλασσα είχε καλύψει το μεγαλύτερο μέρος της πόλης, η στάθμη του νερού έφτανε στη μέση των θεόρατων κτιρίων που έσχιζαν τους ουρανούς. Η πόλη είχε φτάσει να είναι τόσο πυκνά χτισμένη, δεν υπήρχαν πια δρόμοι και λεωφόροι, παρά μόνο σοκάκια καλυμμένα με νερό. Κυριολεκτικά μπορούσες να πηδήξεις από στέγη σε στέγη. Εύλογα λοιπόν, οι γονείς της Αλίκης οραματίστηκαν μια υποθαλάσσια πόλη. Μια οικολογική αποστολή αυτοκτονίας όμως, την ίδια μέρα του εορτασμού της λειτουργίας του πρώτου οικισμού, τίναξε στον αέρα το όνειρο ζωής του ζεύγους Ξενάκη. Για καλή της τύχη, η Αλίκη εκείνο το πρωινό ήταν στο σχολείο, εκεί που γνώρισε τον Μάρκο, τον Ιωνα και τον Θάνο. Η Ακαδημία Ωμέγα, ένα συναπάντημα παιδιών χαρισματικών, παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες, ορφανών, παιδιών διασήμων, ιδιαίτερες περιπτώσεις που αλληλεπιδρούν κάτω απ’ την ίδια στέγη, αυτή ήταν η νέα εκπαίδευση. Μπροστά στην επέλαση της διαδικτυακής εξατομικευμένης μάθησης, η Ακαδημία ήταν το τελευταίο πειραματικό δασκαλοκεντρικό προπύργιο, απομεινάρι αλλοτινών καιρών. Προς το σπίτι του δρ. Κορνήλιου, περήφανου ιδρυτή της Ακαδημίας, κατευθύνονταν χωριστά η παρέα, η Αλίκη με τον Ιωνα και ο Θάνος με τον Μάρκο. Τα δύο αγόρια, αφού φόρεσαν

26


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

τα ατομικά μαγνητικά τους αλεξίπτωτα, πήδηξαν απ’ το ιπτάμενο λεωφορείο και βρέθηκαν στο Σημείο Ελξης 451, μπροστά στον Ουράνιο Κήπο. Ο Κήπος ήταν κατάφυτος με σπάνια είδη λουλουδιών και δέντρων, καθώς οι νέες κλιματολογικές συνθήκες δημιουργούσαν μια ανεπανάληπτη γεωπονική έξαρση. Τυλιγμένη στο πράσινο και στις μυρωδιές, η Αθήνα έδειχνε συγκινητικά όμορφη, με το σκληρό, βιομηχανικό της πρόσωπο μεταμφιεσμένο. «Πώς να είναι άραγε ο κόσμος εκεί έξω; Θα ήθελα κι εγώ να ταξιδεύω, όπως οι γονείς μου», σκέφτηκε φωναχτά ο Μάρκος. Ο Μάρκος, ονειροπόλος, ζούσε μέσα απ’ τα ταξίδια που φανταζόταν πως έκαναν οι γονείς του, οι οποίοι δούλευαν στο ταξιδιωτικό ρεπορτάζ της μεγαλύτερης ηλεκτρονικής εφημερίδας. Η τελευταία φορά που εθεάθησαν ζωντανοί ήταν σε μια γόνδολα έτοιμοι να βουτήξουν και να φωτογραφίσουν τη βυθισμένη πόλη του Αμστερνταμ. Ο Μάρκος δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα της εξαφάνισής τους, πόσω μάλλον με το ενδεχόμενο του θανάτου τους. Εφτιαξε έτσι ένα λεύκωμα στο οποίο καρφίτσωνε κάθε πληροφορία γύρω από αυτήν. Τον προηγούμενο μήνα μίλησε με τον ξάδελφό του, μάγειρα σ’ ένα κρουαζιερόπλοιο, που του πρότεινε να τον ακολουθήσει στα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια τους μήνες των διακοπών. Η μεγάλη μέρα είχε φτάσει, το κρουαζιερόπλοιο θα έδενε στο λιμάνι κι ο Μάρκος δεν είχε φτιάξει ούτε βαλίτσα, ούτε είχε βρει τον τρόπο για να αποχαιρετίσει τους φίλους του. Ισως να έφτανε αν απλώς περνούσαν μια γεμάτη μέρα μαζί εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό. Η Αλίκη είχε δώσει ξεκάθαρες οδηγίες στον Θάνο, θα οδηγούσε τον Μάρκο στο σπίτι του δόκτορα, λέγοντάς του μόνο ότι θα δοκίμαζαν τη νέα του εφεύρεση, ένα αυτοκίνητο που σε μετέφερε εικονικά σ’ όποιο μέρος του κόσμου φανταζόσουν. Ο Θάνος, βέβαια, ήταν κατσουφιασμένος, γιατί δεν ακολούθησαν καμία απ’ τις προτάσεις του. Είχε μια τάση να φτιάχνει πολύπλοκα σενάρια, ζούσε τη ζωή του σαν μια μεγάλη περιπέτεια κι ενίοτε αναπαριστούσε ρόλους από τις τόσες ταινίες που έβλεπε. Η μυθομανία του συμπαρέσυρε την παρέα σε μυθικά ευτράπελα. Ο δόκτωρ αγκάλιασε τον Ιωνα, φίλησε την Αλίκη, ενώ οι άλλοι δύο διάλεγαν τραγούδια στο τζουκ μποξ. Ο Ιωνας μπήκε πρώτος στο αυτοκίνητο στη θέση του συνοδηγού, είχαν υποσχεθεί στον Θάνο να κάτσει μπροστά, φόρεσε τα ειδικά γυαλιά και ένα κράνος γεμάτο καλώδια που τύλιγαν το κεφάλι του. Ηταν ο μικρότερος στην ηλικία, μα το ύψος του τον έδειχνε αρκετά μεγαλύτερο. Ενιωθε τον δόκτορα σαν παππού του, αφού αυτός τον μεγάλωσε. Δεν γνώρισε τους γονείς του, τον άφησαν νεογέννητο στην πόρτα του εργαστηρίου, την εποχή που ο δόκτωρ διεξήγαγε πειράματα σε παιδιά έναντι αμοιβής. Τον βρήκε έξω απ’ την πόρτα του, μ’ ένα δακρύβρεχτο γράμμα κι έναν αριθμό λογαριασμού για την κατάθεση των χρημάτων.

27


Τα παιδιά πήραν τις θέσεις τους στο αυτοκίνητο τραγουδώντας. Ο Ιωνας σκούπισε τον ιδρώτα του και κοίταξε μελαγχολικά τον παππού του στα μάτια. Τον κυρίευε αμηχανία όταν η αδυναμία του έβγαινε στην επιφάνεια. Επειτα από ένα τραυματικό συμβάν έχασε την ικανότητά του να μιλάει. Ο δόκτωρ, μετά τη δοκιμή δεκάδων πιθανών θεραπειών, κατέληξε πως είναι κάτι ψυχολογικό, ένας διακόπτης κάπου μέσα του που είναι κλειστός. Δεν σταμάτησε βέβαια ποτέ να δουλεύει τη μυστική του μηχανή, το πιο μεγαλεπήβολο απ’ τα σχέδιά του. «Πλήρωμα, λάβετε θέσεις για απογείωση», ανήγγειλε με σοβαρή φωνή ο Θάνος. «Επόμενη στάση Αμστερνταμ», φώναξε ο Μάρκος, σφίγγοντας το χέρι της Αλίκης στο πίσω κάθισμα. Η Αλίκη σκέφτεται: «Ο,τι κι αν συμβεί, θα εξακολουθήσω να κρατάω το χέρι του Μάρκου, θα είναι διαφορετικά αυτή τη φορά, είμαι σίγουρη». Ο Θάνος σκέφτεται: «Ο,τι όμορφο θυμάμαι είναι οι περιπέτειες που σκάρωνα στο μυαλό μου κι αυτή φαίνεται η μεγαλύτερη πρόκληση». Ο Ιωνας σκέφτεται: «Δε θέλω πια να επικοινωνώ γράφοντας τις σκέψεις μου σ’ αυτό το σημειωματάριο, θέλω να τραγουδήσω μαζί τους, να πω στον παππού μου πως τον συγχωρώ, να ζητήσω συγγνώμη απ’ τον Μάρκο που τον πρόδωσα». Ο Μάρκος σκέφτεται: «Νιώθω τόσο τυχερός που έχω τέτοιους φίλους, θα με καταλάβουν, το ξέρω, για να δούμε τώρα πώς μοιάζει το Αμστερνταμ, σε λίγο σαλπάρω, στον ουρανό ή στη θάλασσα θα τους βρω, θα έχουν αφήσει σημάδια, δεν μπορεί». Ο δρ. Κορνήλιος κατέβασε το διακόπτη, το σπίτι άρχισε να τρέμει, τα αντικείμενα να πέφτουν απ’ τα ράφια και ένας εκκωφαντικός ήχος ξυπνούσε ουρλιαχτά απ’ τα μωρά του απέναντι μαιευτηρίου. Αντιγράφω απ’ το σημειωματάριο του δόκτορα: «Υστερα από χρόνια δουλειάς η μηχανή επανεκκίνησης μνήμης φαίνεται να λειτουργεί, τα παιδιά αυτά είναι οι ζωντανές αποδείξεις. Η λειτουργία της βασίζεται σε έναν πολύπλοκο αλγόριθμο που συνδέει γεγονότα και συναισθήματα μέσα από τη σάρωση του εγκεφάλου. Τα σκοτεινά μέρη επικαλύπτονται με δυναμικά κενές θέσεις, προσδίδοντας στη μνήμη μια νέα δημιουργική ευπλασία. Αυτό που μένει πίσω είναι μια σταθερά που για τον καθένα μας είναι διαφορετική. Μαθαίνεις ξανά να θυμάσαι, τα πράγματα παίρνουν μέσα σου άλλο νόημα, σχεδιάζεις το ίδιο ή ένα άλλο μονοπάτι, πηγαίνεις μπροστά και πίσω χωρίς να φοβάσαι αν θα σκοντάψεις, καθώς ξαναζείς την παιδική σου ηλικία. Τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο, είμαι 92 ετών. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να σταματήσεις το χρόνο». Σ’ ένα λόφο πάνω από το λιμάνι ένα κορίτσι κι ένα αγόρι αγκαλιάζονται, καθώς χαζεύουν ένα θεόρατο κρουαζιερόπλοιο ν’ απομακρύνεται. Δύο αγόρια παλεύουν, κυλιούνται στο χώμα, το ψηλότερο από τα δύο γρυλίζει, βγάζει άναρθρες κραυγές που σε κάποιο σύμπαν θα ήταν λέξεις. Σαν να βλέπουν τον κόσμο για πρώτη φορά. Στην Αθήνα.

28


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Βρόμικη Σχέση ΤΗΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΤΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΟΧΙ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ. ΣΗΜΕΡΑ. Οχι σήμερα βέβαια, πριν από βδομάδες. Eν έτει 2011, εν Αθήναις, με έντονη οσμή. Οχι φθινοπωρινή από χώμα βρεγμένο. Μπόχα αμάζευτων σκουπιδιών. Μέρες πολλές κρατούσε η απεργία των υπαλλήλων κι ήταν όλα σωρό. Βουνά, ως απάνω. Κάποιος έφτυσε την τσίχλα του κι εκείνη έκανε γκελ στις σιδερένιες ράγες του υπονόμου, καταλήγοντας στο λαρύγγι ενός αρουραίου, που εκείνη τη στιγμή κοιτούσε προς τα πάνω με το στόμα ανοιχτό. Ανατολή. Ουρανός εκθαμβωτικός, με πορτοκαλί, βυσσινί, λιλά, αποχρώσεις απολύτως φυσικές, μα τόσο όμορφες, που έμοιαζαν αφύσικες. Η τσίχλα, παρόλο που ήταν μασημένη, δρόσισε την αναπνοή του αρουραίου και του άσπρισε τα δόντια. Ηταν, βλέπεις, αγορασμένη από φαρμακείο. Εκανε ίδια δουλειά με την οδοντόπαστα, αλλά χωρίς νερό και ξέβγαλμα. Η ευωδιά μέντας ερέθισε τη μύτη της περαστικής γατούλας, που έριξε βλέμμα περιέργειας στον υπόνομο και το φωτεινό χαμόγελο του τρωκτικού το γράπωσε. Γάτα καθώς ήταν, κολακεύτηκε. Φούντωσε τη ματαιοδοξία και τις τρίχες της και νιαούρισε με νάζι, προκαλώντας τον ντροπαλό αρουραίο να μιλήσει: «Πώς σε λένε;» «Ετσι». «Πού μένεις;» «Εδώ γύρω». «Πόσο καιρό;» «Τόσο». «Μόνη;» «Ναι». «Από επιλογή;» «Εννοείται». «Αν σου ζητούσα να βγούμε, θα με έλεγες βιαστικό;» «Ναι». «Ναι, αλλά θα βγαίναμε ή ναι, αλλά θα μέναμε μέσα;» «Ναι, αλλά». «Δεν έχει αλλά». «Εχει». «Να βγούμε δηλαδή ή όχι;» «Εσύ να βγεις, εγώ είμαι ήδη έξω». «Να βγω, αν το ζητάς». «Εσύ το ζήτησες, πριν». «Δεν έχει σημασία το πριν, το τώρα έχει και τώρα το ζητάς εσύ».

29


«Είσαι παράξενος τύπος». «Είμαι». «Αλλά έχεις ενδιαφέρον». «Εχω. Ας βγούμε τότε». Και βγήκαν, τότε, όταν ο ουρανός είχε ίδια ακριβώς χρώματα με αυτά που είχαν αναγκάσει τον αρουραίο να στραφεί ψηλά. Απόγευμα ροζ, σομόν. Δύση. «...ώρα που πάντα με μελαγχολεί...» «Κι εμένα...» Ακούστηκε ένα ζευγαράκι ανθρώπινο που φορούσε ίδια πράσινα παπούτσια και κλοτσούσε με αυτά όσα άδεια κουτιά αναψυκτικού έβρισκε. «Κι εμένα με μελαγχολεί», αποφάνθηκε η γάτα. «Δεν είναι πρωί να κάνω τσάρκες κάτω απ’ τον ήλιο και να με καμαρώνουν όλοι». «Δεν είναι βράδυ να περπατώ και να μη με προσέχει κανείς». «Δεν είναι ότι έχω κάτι, όμως κάτι έχω». «Δεν είναι ότι μου λείπει κάτι, όμως κάτι μου λείπει. Μου έλειπε. Ως τώρα». Ο αρουραίος σήκωσε το αριστερό πίσω πόδι κι έπιασε το δεξί μπροστά της γάτας. Ξεκίνησαν να βολτάρουν, αγκαζέ. Για αρχή την πήγε στο Ανοιχτό Κολυμβητήριο του Εθνικού, να της κάνει επίδειξη. Βουτιές με το κεφάλι, με μαζεμένα πόδια (απ’ τον ψηλό βατήρα), με μύτη ανοιχτή. Εκείνη απομακρυνόταν, μην την πετύχει καμιά σταγονίτσα νερού. Είχαν σημαντικές διαφορές, αυτό είναι αλήθεια. Ασε που στα βιβλία και στο ίντερνετ τους υπολόγιζαν για εχθρούς. Στη συνέχεια πήγανε στο Ζάππειο. Την κέρασε παγωτό φράουλα, που είχε από μέρες ξεραθεί σε ένα παγκάκι. Εγλειψαν παρέα αλουμινόχαρτα από χοτ-ντογκ στη Μαβίλη και κουτσομπόλεψαν τον κόσμο που έβγαινε από τα μπαρ. Εφτασαν Παγκράτι. Εκείνη στάθηκε να χαζέψει βιτρίνες στην Υμηττού. Σκουφιά, κασκόλ, μάλλινα γάντια. Χοντρό χαλάζι έπεφτε την ώρα που ο αρουραίος τη ρωτούσε: «Θα μου επιτρέψεις να σου κάνω ένα δώρο;» «Σ’ το επιβάλλω». «Ενα οικολογικό καπελάκι, να προστατεύονται τ’ αυτιά σου. Γνήσια λεμονόκουπα, όχι απομίμηση». «Φαίνεται τζούφια, αλλά τουλάχιστον είναι κίτρινη. Θα φωσφορίζει στο σκοτάδι, να με βλέπουν κι οι ποδηλάτες». «Να τους προσέχεις αυτούς. Ακούω πως βγαίνουν όλοι μαζί και πάνε βόλτες απ’ το Θησείο ως το Φάληρο και βάλε...» «...βάλε να σε πετύχουν, την έκανες. Κινδυνεύεις να γίνεις χαλκομανία κάτω απ’ τις ρόδες, σαν γάτα καρτούν». «Θα δεχτείς ακόμα ένα δώρο;» «Δέχομαι ήδη». «Μια κάπα». «Χάρτινη; Εψαχνα από καιρό, αλλά δεν έβρισκα». «Κι ήρθα εγώ από τον υπόνομο να σου βρω;» «Κατά πως φαίνεται...» «Θα σε ζεσταίνει. Η Αθήνα πιάνει υγρασία», της ψιθύρισε στο αυτί καθώς έμπαιναν σε ένα δρόμο που οδηγούσε σε αδιέξοδο.

30


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Η γάτα αντιλήφθηκε πως ο αρουραίος ήταν διατεθειμένος να της προσφέρει κάθε βράδυ δώρα, μα ο αρουραίος δεν κατάλαβε ούτε στο ελάχιστο πως ο λόγος που κυκλοφορούσαν κάθε βράδυ ήταν αυτός. Οριζαν συνάντηση κάθε που νύχτωνε και αποχαιρετισμό κάθε που ξημέρωνε, ανανεώνοντας το ραντεβού για αύριο. Κάθε αύριο ο αρουραίος κατέφτανε φορτωμένος. Ψάρευε θησαυρούς από τους ξέχειλους κάδους. Η απεργία κρατούσε καλά. Υπήρχε αφθονία. Καπάκια απορρυπαντικών, τσαλαπατημένα κομμάτια τούρτας, μια ξεφτισμένη σκούπα, ένας φελλός ροζέ κρασιού, εξώφυλλα βιβλίων, βιβλία χωρίς εξώφυλλο, μια σκισμένη δικογραφία, ένα σκουριασμένο μπρελόκ, τρύπιες κάλτσες, μία μπαταρία, ένα κομμάτι τυρί γεμάτο λαχταριστές τρύπες. Αυτό το τελευταίο, ο αρουραίος μπήκε στον πειρασμό να το κρατήσει για τον εαυτό του, μα σκέφτηκε πως θα της έδινε ιδιαίτερη χαρά. Της έδωσε όντως, αλλά όχι ιδιαίτερη. Βράδυ έδινε τη σκυτάλη του σε βράδυ, μέχρι εκείνο το βράδυ. Την περίμενε να ’ρθει, κι εκείνη, όπως πάντα, αργούσε. Θόρυβος από τεράστια φορτηγά που μάζευαν από τους δρόμους τα σκουπίδια σκότωσαν την ησυχία, μαζί και τις συνήθειες του τελευταίου μήνα. Η λήξη της απεργίας ήταν γεγονός. Και η λήξη, επίσης. *** Κατά σύμπτωση ή κατά συνέπεια, η γατούλα δεν πήγε στο ραντεβού. Ούτε εκείνο, ούτε το επόμενο βράδυ. Ο αρουραίος περίμενε καρτερικά. Κάθε επόμενο βράδυ. Εβαλε πολλά με το νου του. Μην τη βρήκε καμιά γριά και την πήρε σπίτι της; Μα και πάλι, αν εκείνη ήθελε, θα κατάφερνε να το σκάσει και να ’ρθει να τον βρει. Αιλουροειδές ήταν, τι στο καλό! Μην της συνέβη κάνα ατύχημα; Θα ρωτούσε στο αστυνομικό τμήμα και σε όλα τα νοσοκομεία. Είχε φίλους εκεί, στα υπόγεια. Κατηφορίζοντας την οδό Πρατίνου, αντίκρισε από μακριά τη μορφή της να χουρχουρίζει με ένα γάτο φουντωτό, που την τάιζε στο στόμα σαρδέλα κονσέρβας. Πικράθηκε. Του ήρθε σκοτοδίνη, ανακατωσούρα, εμετός. Εσκυψε στη γωνιά με Αμασείας κι έβγαλε ό,τι είχε φάει σε όλη του τη ζωή. Ακόμα και την τσίχλα της αρχής τους, που ήταν ακόμα κολλημένη στην κοιλιά του, χαρίζοντάς του μοσχοβολιά. Επιστρέφοντας στον υπόνομο με κατεβασμένη μουσούδα, πήρε το αυτί του κάποιους Αθηναίους που μονολογούσαν. «Ευτυχώς που έληξε η απεργία, γιατί είχαν μαζευτεί αρουραίοι». Δεν κατείχε την ανθρώπινη γλώσσα για να σταθεί και να τους εξηγήσει πως άλλος ήταν ο λόγος που είχε βγει στο δρόμο. Δεν γνώριζαν κι οι άνθρωποι την ποντικίσια για να του πουν ότι σχέσεις που στηρίζονται σε σκουπίδια είναι καταδικασμένες να χαθούν. Ξημερώματα, κοκκινωπές ανταύγειες άλλης μιας ανατολής έβαφαν το Hilton, τα μουσεία, τα δέντρα, τις τέντες, τις κλειδωμένες αποβραδίς πόρτες των θεάτρων, την ατμόσφαιρα που γινόταν γιορτινή, τα Χριστούγεννα που έφταναν, τα απορριμματοφόρα που καθυστερούσαν την κίνηση, τα αυτοκίνητα που κόρναραν λόγω της καθυστέρησης, το συμπέρασμα που κρυστάλλωσε από την παγωνιά και πετάχτηκε σε έναν κάδο ανακύκλωσης, για να μπορεί να συζητιέται ξανά και ξανά, σε κάθε υλικό, περίπτωση ή γλώσσα: Ο,τι είναι σκουπίδι για κάποιον, για κάποιον άλλο είναι δώρο.

31


Η Ωδή και το Γκαργκόιλ ΤΟΥ

ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ

ΚΑΤΙ ΝΎΧΤΕΣ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ, που του Φθινοπώρου η φορεσιά αρχίζει να θροΐζει κρύο, στην πόλη αργά απλώνεται σιωπή. Κάτι νύχτες του Οκτώβρη, που στις εκκλησιές γιορτάζουν άπαντες τους αγίους, τελώνια κυκλοφορούν στους δρόμους και στήνουν αγορά πίσω από ’κείνη τη γωνιά, εκεί που ποτέ να στρίψεις δεν τολμάς. Κάτι νύχτες του Οκτώβρη ανοίγουν του Πέρα Κόσμου οι πύλες και φυσά ένας αέρας –μήτε κραυγή, μήτε ανάσα– που στη ραχοκοκαλιά σου σέρνεται απαλά σαν παγωμένο νύχι. Μια τέτοια νύχτα τρεις κόρες, παραμυθοϋφάντρες αδελφές, σύναξη καλέσαν και βγάλανε φιρμάνι: Κουρελήδες και κυράδες, δουλικά και αφεντάδες Στου γκρίζου την πράσινη γωνιά να μαζευτείτε ιστορίες ν’ ακούσετε, παραμύθια να γευτείτε. Καθώς ο Hλιος έγειρε στην κλίνη του, κόσμος ήρθε από τη Ναυαρίνου και λαός πολύς απ’ τη μεριά της Πηγής της Ζωοδόχου. Στασίδια γέμισαν πολλά –μα δεν χωρούσαν–, φέραν καρέκλες και σκαμνιά. Ετσι δα σε μιαν άκρη στάθηκα κι εγώ, θέα καλή να ’χω στις κόρες, μα και το νου μου στους κάθε λογής καλικαντζάρους που μες στον κόσμο τριγυρνούσαν, με τα πράματα στις τσάντες έπαιζαν, πού και πού κάτι βουτούσαν. Κάποτε, βλέπεις, βρήκα ένα κλειδί και κλειδαριά να το ταιριάξω, σε πόρτα δίχως κάσα. Με το χέρι μου τη θύρα εκείνη άνοιξα κι αυτή με τη σειρά της ένα παράθυρο του νου –ή των ματιών, να το πει κανείς δεν ξέρει– κι εκτός από τον κόσμο τούτο, βλέπω και τον άλλο, τον πέρα κι όμως δίπλα, στο λόγο αλησμόνητο και συχνά στις καρδιές μας ξεχασμένο. Ηθελα στην αρχή το θάμα τούτο να το μοιραστώ, παντού να το φωνάξω, μα κανόνες με ζώνουνε πολλοί, τόσο του Εδώ, όσο και του Εκεί – ένα μυστικό σαν μαρτυράς, γίνεται σκόνη κι αν στους ανθρώπους πεις για δράκοντες και νύμφες, νάνους και ξωθιές, αλαφροΐσκιωτος είσαι, ή χειρότερα, τρελός. Ετσι σωπαίνω, εκτός απ’ όταν νομίζουν όλοι πως μονολογώ, ακολουθώ-

32


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ντας ενός άλλου παραμυθά τις συμβουλές: «Τ’ όνομά σου να θυμάσαι και να μην τ’ αποχωρίζεσαι. Στα πλάσματα κάνε χάρες κι ανταπόδοση θα βρεις. Τα όνειρα ακολούθα, την καρδιά σου άκου και στην ιστορία σου έχε πίστη». Στη σύναξη τούτη τα όνειρα με φέραν, για τ’ άλλα δεν γνωρίζω. Σηκώνεται η πρώτη κόρη, η μεγαλύτερη, κι ιστορία αρχινά, με μάτια μαύρα σαν τη νύχτα και φωνή βαθιά. «Εγειρε ο Ηλιος και στην πόλη απλώνεται πλατιά του Γκαργκόιλ η σκιά», για του πάλαι κλεινού άστεως το σκοτεινό προστάτη αφηγείται, πλάσμα από πέτρα πλασμένο κι εφιάλτες, στο λαιμό του περασμένο σιδηρόδετο, γεμάτο κρίματα βιβλίο, απ’ όπου μ’ αίμα σβήνει ο φύλακας τα χρέη. Το κρύο μοιάζει δόντια ν’ αποκτά και μουσαφίρης στη σύναξη έρχεται ο φόβος, της ιστορίας το σκοτεινό νήμα σαν η κόρη ξετυλίγει. Μα να, την ομήγυρη πριν ζώσει μαύρος τρόμος, σηκώνεται η μικρότερη, η στερνοκόρη, και παραμύθι αρχινά, με μάγουλα σαν της αυγής τα ρόδα και φωνή γλυκιά. «Στο μούχρωμα, το δείλι, ξυπνά η Ωδή, με μελωδίες την πόλη μας γεμίζει απ’ τ’ αέρινο βιολί», για της θλιμμένης πόλης μια γλυκιά οπτασία διηγείται, κορίτσι από φως φτιαγμένο κι όνειρα, το φόρεμά της του σεληνόφωτος υφάδι κι η φωνή της μέλι και δάκρυα, που τραγουδά όσα αναζητούν οι άνθρωποι κι όσα έχουν χαμένα. Κάποιοι πλάι πλάι αγκαλιάζονται, άλλοι απλά σιμώνουν κι άθελα χαμόγελα τη σύναξη γεμίζουν, στου παραμυθιού τη θαλπωρή καθώς η κόρη τούς τυλίγει. Στο γλυκό τούτο χουχούλιασμα, η κόρη η μεσιανή τον κόσμο δεν αφήνει· ορθή πετάγεται και θρύλο αρχινά, με ύφος στ’ όνειρο παρμένο –κι αν θέτε το πιστεύετε– με φουντωτή ουρά! «Σαν έχει ο Ηλιος δύσει, λένε πως η Ωδή το ταίρι της ζητά, μα από καιρό έχοντάς τη λησμονήσει, το Γκαργκόιλ της ποτέ δεν απαντά». Η βραδιά μας στην κορύφωση οδηγείται, ανάποδα καθώς ο χρόνος ξεδιπλώνει για δυο καρδιές που παλιά, πολύ παλιά συναντηθήκαν κι ύστερα στου δρόμου τη διχάλα χωριστήκαν. Κι ο θρύλος δεν λέει αν το ζευγάρι ξανασμίγει, μα δακρυσμένο το κοινό χειροκροτεί και η βραδιά πια λήγει. Σαν η σύναξη διαλύσει και τα τελευταία συχαρίκια έχουν δοθεί, την κόρη τη μεσιανή παράμερα σιμώνω. «Καλή σου ώρα, δέσποινα αλέπω». «Καλή σου ώρα, αφέντη ανοιχτομάτη». «Συμπάθα με, μα να, πράγμα παράξενο –και ναι, στ’ αλήθεια θαυμαστό– μια κόρη του μαστρο-Ρενάρδου ανάμεσα σ’ ανθρώπους και το κέφι τους να κάνει». «Στ’ αλήθεια θαυμαστό ανοησίες τέτοιες να πετάς, αν απ’ τη γλώσσα πιο γρήγορα τα πόδια σου δεν τρέχουν – μα σε συμπαθώ, έχεις δίκιο, και πιότερο ο πατέρας μου, γι’ αυτό σε συγχωρώ». «Δεν εννοούσα προσβολή, απορία μονάχα κι έναν απλό χαιρετισμό, όπως η ευγένεια ορίζει». «Των αλεπούδων τα καμώματα είναι δική τους έγνοια, μα ο χαιρετισμός δεκτός. Καλό σου δρόμο τώρα και το νου σου στης γλώσσας το ροδάνι, άλλη εκλεκτή αν ανταμώσεις παρουσία».

33


Τότε του γυρισμού το δρόμο παίρνω και καθώς περπατώ τα λόγια που είπαν οι κόρες συλλογιέμαι. Αλήθεια είπε η πρώτη και κάτι ακόμα ξέρω: το Γκαργκόιλ γέννησε η πόλη για να προστατεύει τα παιδιά της, να κάνει στο σκοτάδι δίκιο τ’ άδικο της μέρας – πάντα έναν άνθρωπο διαλέγει, στη σκληρή σάρκα της τον ντύνει, νύχια, φτερά και φοβερή όψη του δίνει. Αλήθεια κι η στερνοκόρη: της Ωδής το τραγούδι έχω ακούσει, τη μορφή της σαν μάρμαρο που λιάζεται έχω δει και το βιολί της έχει με δάκρυα τα μάτια μου γεμίσει. Για της μεσιανής όμως, της αλεπούς τα λόγια, τι να σκεφτώ δεν ξέρω. Ξάφνου μελωδία, χορδές ακούω και δοξάρι. Μα κι ένας ήχος άλλος τη βαθιά νύχτα τραντάζει – πέτρες ή κόκαλα θαρρείς που κροταλίζουν, σαν κύμα δίχως νερό που στο δρόμο ετοιμάζεται να σπάσει κι έπειτα... σκοτάδι. Μα πριν χαθεί το φως ολότελα, βλέπω τα βήματά μου πού με φέραν, σε δρόμο όπου αθώο αίμα έχει χυθεί και το δικό μου στις φλέβες μου παγώνει. Σαν σε σκηνή θεάτρου, αναδύονται μορφές – πρώτη η Ωδή με το γλυκό της φως, με χέρια άδεια και απλωμένα, κι ύστερα, αργά, σαν να είναι βυθισμένος στο πηχτό σκοτάδι, ένας άνδρας με χέρι ασημένιο και το ένα μάτι του κενό. Οι αδιαπέραστες σκιές να την πλησιάσουν δεν τολμούν, ενώ εκείνον με μακριές γλώσσες τον ζώνουν και σ’ ένα περίγραμμα φρίκης τον κρατούν. «Ηρθα ξανά, αγάπη μου, τα δεσμά σου για να σπάσω». «Ομορφη Ωδή, αν μπορούσα μόνο να σε πιάσω». «Μπορείς! Δεν έχεις παρά το χέρι σου ν’ απλώσεις!» «Και τότε πες μου, Ωδή, για Γκαργκόιλ ποιον στην πόλη μου θα δώσεις;» «Φτάνει πια! Αίμα αρκετό δεν σ’ έχει βάψει;» Μα εκείνος πια δεν ακούει, μήτε απαντά. Οι σκιές τον λούζουν, αφήνοντας πίσω μόνο πέτρα κι εφιάλτες, του Γκαργκόιλ την όψη φοβερή. Στην πόλη καθώς χάνεται, η Ωδή ήσυχα κλαίει. Τρέμω σύγκορμος κι οι λέξεις τα χείλη μου αφήνουν πριν προλάβω σφαλιστά να τα κρατήσω. «Τι σόι πλάσμα την Ωδή κάνει να κλάψει;» «Για των ανθρώπων το καλό, βαθιά την καρδιά του έχει θάψει. Ποιος να τη βρει; Ποιος να την ψάξει;» «Αδαής είμαι, κυρά, μα το χέρι μου θέληση γεμάτο το θλιβερό έργο ν’ αλλάξει». «Τότε πάρε τούτο το κλειδί κι ίσως το χέρι αυτό διαφορετικό τέλος να γράψει». Μόνο σαν χάνεται η Ωδή στρέφω μάτια στο κλειδί κι εκεί άλλο δεν βλέπω, παρά ένα φτερό στη μελάνη βουτηγμένο. Τα όνειρα ακολούθησα, άκουσα και την καρδιά· άλλο δεν μένει, παρά να δω πίστη στην ιστορία μου αν έχω.

34



www.metropolispress.gr


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.