ΠΡΟΛΟΓΟΣ
24
Καθηγητής Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης Διευθυντής Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης
Η δημιουργία μιας περιοδικής έκθεσης με θέμα τον Πρωτοκυκλαδικό Πολιτισμό για να τιμήσει κανείς τα τριακοστά γενέθλια από την ίδρυση του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, συνιστά πράξη αυτονόητη, για να μην πω αναγκαία και επιβεβλημένη. Όχι γιατί δεν θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί άλλους τρόπους ή άλλες θεματικές, σε ένα μουσείο που έχει μοιράσει με συνέπεια τις περιοδικές εκθέσεις του –πρωτότυπες, δικές του παραγωγές– ανάμεσα στην Αρχαιολογία από την προϊστορία έως και την ύστερη αρχαιότητα, και την Τέχνη από την Αναγέννηση, τη μοντέρνα έως και τη σύγχρονη δημιουργία, αλλά γιατί θεωρεί τα θέματα της ταυτότητας ισχυρά και ουσιώδη. Πολύ περισσότερο που, στις μέρες μας, αυτή η αναζήτηση της ταυτότητας μοιάζει επιτακτική, ιδιαίτερα όταν το μουσείο «ενηλικιώνεται» και ωριμάζει. Τώρα η ανάδυση του Πρωτοκυκλαδικού Πολιτισμού, του ουσιαστικού τμήματος της ταυτότητάς του, οφείλει να παρουσιαστεί με έναν διαφορετικό, εύληπτο και κατανοητό, τρόπο στον επισκέπτη. Ακόμα πιο πολύ, όταν το ίδιο αυτό μουσείο είχε από τα νηπιακά του βήματα δώσει στοιχεία αυτής της ταυτότητας, δημιουργώντας μιαν αξεπέραστη για την εποχή του, ήδη από το 1990, έκθεση με θέμα: Κυκλαδικός Πολιτισμός: η Νάξος στην 3η π.Χ. χιλιετία. Στα τριάντα αυτά χρόνια, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Και η έρευνα του Πρωτοκυκλαδικού Πολιτισμού έχει φέρει νέα ευρήματα στο φως, ικανά να προσθέσουν γνώση στη χαμένη πρωτοκυκλαδική κοινωνία. Νέες ανασκαφές – προσθήκες γνώσης–, προγράμματα, συνέδρια και συμπόσια, διαλέξεις και εκθέσεις, δημοσιεύσεις και ερμηνείες διαφορετικές, πολλαπλασιάζουν τα δεδομένα. Προσθήκες επιστημονικές, μερικές βασανιστικά λεπτομερειακές, απαντούν σε παλαιότερα ερωτήματα και ζητούμενα και συνάμα δημιουργούν νέα ζητήματα και νέες θεωρίες. Τί να αφήσεις και τί να πάρεις σε μια περιοδική έκθεση, όταν μάλιστα το νέο ακίνητο υλικό, η αρχιτεκτονική, οι οικισμοί, είναι αδύνατο να μεταφερθούν εδώ, παρά μόνον ως σχέδια ή εικόνες. Και τί θα «διδάξει» το κοινό μια ακόμη έκθεση για τα Κυκλαδικά; Τί γνωρίζουν άραγε όλοι αυτοί, παιδιά, νέοι και ωριμότεροι επισκέπτες διαφορετικών μορφωτικών επιπέδων και με διαφορετικά ενδιαφέροντα, Έλληνες ή ξένοι; Από τα ερωτηματολόγιά μας στο Μουσείο προκύπτει ότι όσοι γνωρίζουν –και δεν μιλώ εδώ για τους ειδικούς ή τους ειδικότερους των ειδικών– αυτό που γνωρίζουν είναι τα ειδώλια, τη λευκότητα και την απλότητά τους, που τη συνδέουν συχνά με έναν πριμιτιβισμό ή με έργα μοντέρνων καλλιτεχνών, όπως οι Brancusi, Modigliani, Picasso, Matisse κ.ά.
25
Λαμβάνοντάς το αυτό ισχυρά υπ’ όψιν, η στροφή προς τις ρίζες μας έγινε επιτακτικότερη. Χρειαζόμασταν, επομένως, μιαν έκθεση που θα μιλούσε για τον Κυκλαδικό –Πρωτοκυκλαδικό– Πολιτισμό σε μια γλώσσα εύληπτη, κατανοητή και ευσύνοπτη. Μια έκθεση για να μάθει κανείς λιγότερα ή περισσότερα πράγματα για μια χαμένη πραγματικότητα, για μια κοινωνία που ξεκινούσε περίπου 5000 χρόνια πριν, τα δικά της βήματα στην καμπή, στην αλλαγή μιας τεχνολογικής επανάστασης, όταν δηλαδή το μέταλλο αντικαθιστούσε πια για τα καλά τον λίθο, ως εργαλείο και ως όπλο, σε μια γωνιά ενός συμπλέγματος από νησιά, στη μέση της γαλάζιας θάλασσας του Αιγαίου, στην αιγαιακή κεντρική πολυνησία, τις Κυκλάδες μικρές και μεγάλες. Πώς όμως να μιλήσεις για μια κοινωνία για την οποία δεν διαθέτουμε στοιχεία γραφής και, όταν ακόμα και μετά από χιλιάδες χρόνια –αλλά πιο κοντά στους Κυκλαδίτες της 3ης χιλιετίας π.Χ.– οι κλασικοί ιστορικοί, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, είχαν αφιερώσει στο έργο τους σημαντικές αλλά ελάχιστες μόνον γραμμές; Ποιός και πώς θα μας διάβαζε το δικό τους αφήγημα, τη δική τους ιστορία; Φυσικά, οι «σιωπηλοί» τους μάρτυρες, τα υλικά κατάλοιπα του πολιτισμού της εποχής εκείνης στις Κυκλάδες και πιο παραστατικά τα ειδώλιά τους: η εικόνα και η ομοίωσή τους. Έτσι όπως την έβλεπαν, την καθόριζαν και τη δημιουργούσαν οι ίδιοι ή κάποιοι από αυτούς – απλοί δημιουργοί, τεχνίτες ή καλλιτέχνες… Αυτοί και ό,τι απέμεινε από τα δημιουργήματά τους σε πέτρα, σε μάρμαρο, σε πηλό, σε χαλκό, σε ασήμι, σε χρώμα… Για να τους ακούσουμε, όμως, θα πρέπει να κάνουμε κάποιες παραδοχές. Ήταν –εννοώ εξακολουθεί να είναι– αδύνατον, να μπορέσει κανείς να αναπαραστήσει όσο πιο πειστικά γίνεται μια χαμένη, κοινωνική πραγματικότητα. Εδώ, καλά-καλά δεν καταλαβαίνουμε αυτήν που ζούμε. Στις μέρες μας, εξ άλλου, με την μεγάλη οικονομική δυσπραγία, είναι αδύνατο να συνθέσει κανείς μια μεγαλειώδη έκθεση, όπως τη φαντάζεται: με εξαιρετικά δημιουργήματα, με σκηνογραφικά τρισδιάστατα, ηλεκτρονικά και άλλα «τεχνάσματα». Οι πόροι είτε δεν υπάρχουν είτε δύσκολα εξευρίσκονται. Αρκείσαι, επομένως, σε ματιές, σε οπτικές γωνίες που ξεχωρίζεις αναγκαστικά με τα δικά σου μάτια, στη σημερινή πραγματικότητα, και μέσα από αυτά προσπαθείς να οδηγήσεις και τους άλλους να δουν. Ο τρόπος που διαλέξαμε είναι λιτός, με λεπτή αισθητική και τη δυναμική και τα μέσα του σήμερα. Μέσα σε πέντε ενότητες, έναν πρόλογο και έναν επίλογο με μια σύντομη ποιητική βιντεοπροβολή, ξετυλίγεται η αφήγηση για την πρωτοκυκλαδική κοινωνία, μέσα στο σκοτεινό περιβάλλον ενός παρελθόντος χρόνου, όπου οι φωτισμένες λιτές προθήκες με τα εκθέματα λειτουργούν υπαινικτικά, ως αφορμές, ως παράθυρα, ως τεράστιες φωτογραφίες ανθρώπων, αντικειμένων και δράσεων, που διηγούνται την ιστορία τους. Σαν να ανοιγοκλείνεις τα μάτια και να βλέπεις σκηνές από τη ζωή του παρελθόντος. Ακόμα, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης του σήμερα δεν δίστασε να συμπεριλάβει μιαν ενότητα στην Έκθεση: αυτήν που αναφέρεται στην λεηλασία του
26
Πρωτοκυκλαδικού Πολιτισμού. Να πάει ένα βήμα παραπέρα το χθες: όταν οι ιστορικές και άλλες συγκυρίες υπαγόρευαν στον Κ. Καραμανλή και στον τότε Γενικό Διευθυντή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τον Ι. Παπαδημητρίου, να εμπιστευτούν το 1961 την άδεια Συλλογής Αρχαιοτήτων στην Ντόλλη Γουλανδρή, να συγκεντρώσει δηλαδή όσο μπορεί, τις λεηλατημένες πρωτοκυκλαδικές και άλλες αρχαιότητες που, ήδη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έφευγαν συστηματικά στις δεκαετίες του 1950 και 1960 έξω από την Ελλάδα, προς άγνωστες κατευθύνσεις, σε Συλλογές και Μουσεία του εξωτερικού. Σ’ αυτήν την προσπάθεια διάσωσης και στη μετέπειτα δημιουργία του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης το 1986, οι αείμνηστοι Ντόλλη και Νίκος Γουλανδρής είχαν συμβούλους και αρωγούς σημαντικούς αρχαιολόγους της γενιάς τους: τη Λίλα Μαραγκού, τον Χρίστο Ντούμα και, φυσικά, τον Colin Renfrew. Οι ίδιοι και μετά τη δημιουργία του Μουσείου δημιούργησαν και τις προϋποθέσεις επαναπατρισμού των παραπάνω σημαντικών πρωτοκυκλαδικών τεχνέργων στις αρχές της δεκαετίας του 19901, όταν αγοράστηκαν τα 80 περίπου αποτμήματα των ειδωλίων του λεγόμενου «Θησαυρού της Κέρου» μια σύμπραξη της Ελληνικής Κυβέρνησης, της Εμπορικής Τράπεζας και της Ντ. Γουλανδρή, όπως άλλωστε και την αγορά και τον επαναπατρισμό από τον αείμνηστο Ι. Γουλανδρή (Big John) του περίφημου κορμού, γνωστού ως «το σερνικούδι». Και μια δεκαετία αργότερα από τον επαναπατρισμό των παραπάνω να προχωρήσει, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης ακόμα πιο πέρα και να ξεκινήσει την ενδελεχή επιστημονική έρευνα που το ίδιο χρηματοδότησε για να τεκμηριώσει μέσα από την πολύχρονη και πολύπλευρη μελέτη μιας εξαιρετικής Ελληνίδας αρχαιολόγου, ειδικής στον Πρωτοκυκλαδικό Πολιτισμό, της Δρος Π. Σωτηρακοπούλου, η οποία διεξοδικά και υπομονετικά μελέτησε επί σειρά ετών (2002/3-2005) τον «Θησαυρό της Κέρου» χαρίζοντάς μας ένα μεγάλο έργο, ένα πόνημα, το οποίο τεκμηριώνει αδιάψευστα την ενότητα του υλικού με τα ευρήματα από τις επίσημες αρχαιολογικές ανασκαφές στον Κάβο της Κέρου με τα επαναπατρισμένα 76 θραύσματα του ΜΚΤ2. Γιατί, τα περισσότερα από τα υπόλοιπα 300 περίπου θραύσματα από το σύνολο δεν είναι πια εδώ, στη χώρα που τα δημιουργήσε, «τα έχει φάει το μαύρο σκοτάδι». Να προχωρήσουμε, λοιπόν, πάλι λίγο ψηλότερα, λίγο πιο πέρα, με γενναιότητα, συμπεριλαμβάνοντας ένα κεφάλαιο για την πληγή, μήπως επιτέλους συμβεί το δελφικό ρηθέν: «ο τρώσας καὶ ι’άσεται». Σε αυτή μας την προσπάθεια, συνεργάτες και αρωγοί με δανεισμούς αρχαίων έργων, με κείμενα και εικόνες και λήμματα για κάθε αντικείμενο, υπήρξαν και πάλι το Υπουργείο Πολιτισμού και οι Υπηρεσίες του: το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών – Μουσείο Παύλου & Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου και πιο πολύ η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων και λόγω της φύσης και του πλήθους του υλικού από τα νησιά. Όλους τους συναδέλφους ανεξαιρέτως θα ήθελα και από αυτή τη θέση να ευχαριστήσω από καρδιάς για τη συμβολή τους στους δανεισμούς των αρχαιοτήτων και στην κοινωνία της γνώσης τους στον Κατάλογο. Όλων, όσων τα ονόματα βρίσκονται στις επιτροπές και τη συγγραφή. Ιδιαίτερα ονομαστική μνεία ας μου επιτραπεί να κάνω εδώ στους Προϊσταμένους και δι’αυτών σε όλους· στις συναδέλφους, στη Μαρία Λαγογιάννη και την Ελένη Μπάνου για την πάντοτε αγαστή συνεργασία μας καθώς και στον συνάδελφο Δημήτρη Αθανασούλη, που μολονότι «βυζαντινός» αρχαιολόγος, χειρίστηκε τα θέματα της Προϊστορίας με ευρύ πνεύμα. Και ακόμα περισσότερο στη Λίλα Μαραγκού, που στάθηκε σύμβουλος της Ντόλλης χρόνια ολόκληρα, για να μη λησμονούμε τους ανθρώπους που πρέπει. Σ' αυτήν, εξ άλλου, αφιερώνω και το εισαγωγικό κεφάλαιο που έπεται.
27
Θερμές ευχαριστίες θα ήθελα να εκφράσω και στους μεγάλους χορηγούς μας, την οικογένεια Γουλανδρή, που με τόση προθυμία κάλυψε τις υλικές απαιτήσεις μιας έκθεσης που, μολονότι σχετικά μικρή σε μέγεθος, είχε πολλές δυσκολίες να αντιμετωπίσει και όχι μόνον σε θέματα ασφάλισης, μεταφορών και διάρθρωσης. Και επίσης στον Νέλλο Κανελλόπουλο και το συνεργαζόμενο Ίδρυμα Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου για τη χρηματοδότηση του ανά χείρας Καταλόγου. Στην ευγνωμοσύνη μας προστίθεται και αυτή των επισκεπτών που σκέφτονται και καταλαβαίνουν την προσφορά των χορηγών μας προς τον πολιτισμό. Την Πρόεδρο κ. Σάντρα Μαρινοπούλου, τον Αντιπρόεδρο και τα μέλη του Δ.Σ., τους ανθρώπους του Μουσείου μας, την αρχαιολόγο Ιουλία Λουρεντζάτου και όλους όσοι από τα τμήματα Επιστημονικό, Επικοινωνίας και Ανάπτυξης και Οικονομικής Διαχείρισης συνέβαλαν αποτελεσματικά, την κ. Τιτίνα Πατέρα, το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, που δημιουργεί τη δική του συμβολή για την έκθεση, και όλους όσοι εργάστηκαν με τον τρόπο τους, έξω από και μέσα στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, θερμά ευχαριστώ για άλλη μια φορά για την πολύτιμη βοήθεια και συνεργασία τους.
2 1
28
"I well recall many telephone discussions with Dolly Goulandris during this period ... and welcomed the return of the material to Greece ...", (Renfrew 2006β, 29). Όπως εύστοχα το γράφει ο Colin Renfrew στο Γενέθλιον που εκδόθηκε για τα 20 χρόνια λειτουργίας του ΜΚΤ: "It is a matter for satisfaction that the Goulandris Museum and the Goulandris Foundation, in promoting this important study and its publication (ενν. της Π. Σωτηρακοπούλου) have opened the way for the further researches and the further scholarly debates which can now take place." (Renfrew 2006β, 34).
29
30
31
ΧΑΡΤΗΣ ΚΥΚΛΑΔΩΝ
32
33
34
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΕΠΟΠΤΙΚO ΣΗΜΕIΩΜΑ ΣΤΗΝ EΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΚΥΚΛΑΔΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Καθ. Ν. Χρ. Σταμπολίδης
Για να μπορέσει κανείς να αποκτήσει μιαν εικόνα, έστω αποσπασματική, της ζωής στις Κυκλάδες πριν από 5000-4000 χρόνια, οφείλει, αναγκαστικά, να βασιστεί στην επιστημονική τεκμηρίωση που προσφέρουν τα ανασκαφικά δεδομένα με τα ακίνητα και κινητά τους ευρήματα, παλαιότερα και νέα, χωρίς την οποία κάθε προσπάθεια προσέγγισης μπορεί να αποπροσανατολίσει ή και να λειτουργήσει λανθασμένα για το κοινό. Γι’ αυτό και στον ανά χείρας κατάλογο κλήθηκαν να συγγράψουν κείμενα και λήμματα επιστήμονες ειδικοί, από τη γνώση και τη σοφία των οποίων αρύεται ο κάθε αναγνώστης με τον τρόπο του. Από την γνώση όλων αυτών αλλά και άλλων ειδικών που με το έργο ή τη συγγραφή τους έχουν προσφέρει στην διεθνή βιβλιογραφία και στην κατανόηση του Πρωτοκυκλαδικού Πολιτισμού –ασχέτως αν στην παρούσα προσπάθεια δεν μπόρεσαν για διάφορους λόγους να συμμετάσχουν1– αρυόμεθα και μεις για την παρούσα έκθεση με τίτλο Κυκλαδική Κοινωνία: 5000 χρόνια πριν. Η σύνθεση, ωστόσο, μιας έκθεσης και η παρουσίασή της στο κοινό διαφέρει συχνά από τον επιστημονικό κατάλογο που την συνοδεύει για πολλούς λόγους, ανάμεσα στους οποίους και οικονομικοί, χωροταξικοί, μουσειογραφικοί και άλλοι, και, επομένως, οι παραδοχές στις οποίες αναφερθήκαμε στον Πρόλογο εδώ, όχι μόνον ισχύουν αλλά και επιβάλλονται. Για να κατανοήσει ο επισκέπτης και να προσλάβει την κυκλαδική κοινωνία της 3ης προχριστιανικής χιλιετίας πιο εύληπτα, κυρίως –για να μην πω μόνον– μέσα από τα υλικά της κατάλοιπα, ειδώλια (ανθρωπόμορφα, ζωομορφικά, πτηνόμορφα κτλ.), κάθε είδους αγγεία, εργαλεία και όπλα, κοσμήματα κ.ά., δημιουργήσαμε πέντε θεματικές ενότητες: τους Πυρήνες της Κοινωνίας, τη Φύση και τις Ασχολίες των ανθρώπων της εποχής, τις Τεχνικές που εφυήραν και τις Τέχνες που δημιούργησαν, μιαν εικόνα από την Κοινωνική Ζωή, την Κοινωνική Ιεραρχία, όπως αυτή μπορεί να ερμηνευθεί με τα δεδομένα που διαθέτουμε σήμερα και, τέλος, τις Πίστεις και τις Δοξασίες για τη Ζωή και τον Θάνατο. Σελ. 34 Λεπτομέρεια τηγανόσχημου σκεύους (αρ. κατ. 124). (Φωτ. Ειρήνη Μίαρη).
Καθώς η Έκθεση είναι διαρθρωμένη στις παραπάνω ενότητες, ο θεατής δεν βλέπει τα εκθέματα απαραίτητα με τυπολογική ή/και χρονολογική διάταξη –μολονότι δεν
35
λείπει και αυτή ως υπο-ενότητα στη μαρμάρινη ειδωλοπλαστική– αλλά ενταγμένα σε συνθέσεις συγγενικές, που καθεμιά τεκμηριώνει κομμάτια από την καθημερινή τους ζωή, τα ενδιαφέροντα και τις ασχολίες τους ανάμεικτες –όπως προέκυπτε από ανάγκη μουσειογραφική και μουσειολογική και όπως ανάμεικτες ήταν στη ζωή και την πράξη της καθημερινότητάς τους–, τις δοξασίες, τις πίστεις τους… Με αυτήν την οπτική –ανάμεσα σε πολλές διαφορετικές δυνατότητες ανάγνωσης που παρήλασαν από τη σκέψη μας– προχωρήσαμε την Έκθεση και η σειρά αυτή ακολουθήθηκε και στα λήμματα του Καταλόγου. Αντίθετα, τα κείμενα του ανά χείρας Καταλόγου διαρθρώθηκαν σε ενότητες, όπως: η Οικιστική (Οικισμοί/Αρχιτεκτονική), η Κεραμεική, η Μεταλλοτεχνία, η Μαρμαρογλυπτική (κυρίως η Ειδωλοπλαστική), ενώ για λόγους επιστημονικούς αλλά και ιστορίας της έρευνας, ακολούθησαν τα κεφάλαια για τις Βραχογραφίες, τον ρόλο των Μικρών Κυκλάδων στην ανάπτυξη του Πρωτοκυκλαδικού (ΠΚ) πολιτισμού και, τέλος, ένα ακόμα κεφάλαιο, σχετικό με την λεηλασία των έργων του Πρωτοκυκλαδικού Πολιτισμού και τις συνέπειές της στην επιστημονική έρευνα για την κατανόησή του. Στην πρώτη αίθουσα της έκθεσης, ένα εισαγωγικό φιλμάκι και επιτοίχια κείμενα, με χάρτη και σχέδια, μαζί με μια χρονολογική ζωφόρο, όπου αποδίδονται οι χρονικές υποδιαιρέσεις του Πρωτοκυκλαδικού Πολιτισμού και οι αντιστοιχίες του με άλλους σύγχρονούς του πολιτισμούς, π.χ. στην Εγγύς και Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο και, τέλος, το θέμα της λεηλασίας του ΠΚ πολιτισμού αποτελούν τον πρόλογο και την εισαγωγή στην έκθεση. Και ακολουθούν καθ' αυτές οι ενότητες: Πυρήνες της Κοινωνίας Η ενότητα ξεκινά με ένα ζευγάρι, δύο μαρμάρινων ειδωλίων θηλυκού και αρσενικού γένους που πρωταγωνιστούν, εισάγοντας τον θεατή στον πυρήνα μιας οικογένειας. Η ίδια ενότητα κλείνει με ένα άλλο ανάλογο ζευγάρι. Τα ζεύγη των ειδωλίων χρονολογούνται στην ΠΚ Ι περίοδο (3200-2800/2700 π.Χ.), ανήκουν δηλαδή στην πρωιμότερη φάση του ΠΚ πολιτισμού, σύμφωνα με τις τυπολογικές κατατάξεις των ειδικών, αφού παρά την πυκνότητα των γυναικείων και το ευάριθμο των αρσενικών, αυτά φαίνεται ότι συνυπάρχουν από την αρχή. Ανάμεσά τους απεικονίζονται πολλά γυναικεία ειδώλια, ολόκληρα ή τμηματικά διατηρημένα, τα οποία σύμφωνα με την επικρατέστερη έως σήμερα ερμηνεία τους, παριστάνουν γυναίκες εγκύους (με φουσκωμένη κοιλιά) ή σε λοχεία (με εγχάρακτες οριζόντιες αυλακώσεις στην κοιλιακή χώρα). Δύο μικρά παραδείγματα, αποτμήματα των λεγομένων «ειδικών» ειδωλίων, συμπληρώνουν την εικόνα. Το ένα (αρ. κατ. 12) παριστάνει μικρή μορφή, την οποία κρατούν από τη μέση τα χέρια μιας μεγαλύτερης και έχει θεωρηθεί ως «μητέρα που ανακρατεί παιδί»2. Η ερμηνεία του δεύτερου «ειδικού» ειδωλίου ποικίλλει (αρ. κατ. 13). Πάνω στην κεφαλή ανθρωπόμορφου ειδωλίου πατούν τα πόδια μικρότερης μορφής. Εάν παριστάνεται γονέας με παιδί ή μια σκηνή «μυθολογική» ή ακόμη, εάν εμπεριέχεται στο απότμημα του συμπλέγματος αυτού, η ιδέα μιας αναγέννησης δεν είναι βέβαιο, σε κάθε περίπτωση πάντως, η σχέση εξάρτησης των δύο μορφών είναι δεδομένη3. Στην ίδια ενότητα, πίσω από το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, τοποθετήθηκαν δύο μικρά λεπτά, αφαιρετικά νομίζει κανείς ειδώλια, τα λεγόμενα «βιολόσχημα», πάλι από την πρώιμη φάση του ΠΚ πολιτισμού4. Παρά τη σχηματική τους απόδοση, μερικές από τις εγχάρακτες λεπτομέρειες σε κάποια από αυτά, δεν αφήνουν αμφιβολία για το τι παριστούν και από πού προέρχονται. Πρόκειται για γυναικείες μορφές, οι οποίες
36
απηχούν την οκλάζουσα στεατοπυγική γυναικεία μορφή, την παραγωγό της ζωής από το παλαιότερο νεολιθικό της αρχέτυπο5. Μόνον που εδώ, μέγεθος, λεπτότητα, λεπτομέρειες, αποδίδουν αυτό ακριβώς το κυκλαδικό ιδίωμα, μιας κοινωνίας που βλέπει και αποδίδει τη μορφή με το δικό της τρόπο, με τη δική της καλλιτεχνική γλώσσα. Φύση των κυκλαδίτικων νησιών, ανάγκη, δυσκολία επιβίωσης, αναγκαίο υπάρχον υλικό (βότσαλα και λεπτές πλάκες μαρμάρου) δημιουργούν το νέο πρότυπο. Η Φύση των νησιών και οι Απασχολήσεις των ανθρώπων τους Η πολυπληθέστερη ενότητα, που λόγω του μεγέθους της, περιλαμβάνεται σε διαφορετικές προθήκες στην Έκθεση, αναφέρεται υπαινικτικά στη φύση των Κυκλάδων της 3ης χιλιετίας, μέσα από συμπτώσεις που σχετίζονται με ανθρωπογενή υλικά κατάλοιπα και, διεξοδικότερα, στις ασχολίες και τις τέχνες των ανθρώπων της εποχής. Καθώς έως σήμερα απουσιάζουν οι γραπτές πηγές από τον ΠΚ πολιτισμό, τα ίδια τα τέχνεργα των ανθρώπων ή σπανιότερα άλλου είδους υλικά κατάλοιπα της περιόδου, μπορούν να αποτελέσουν ύλη για την ανάγνωση της φύσης και της ανθρώπινης δραστηριότητας της 3ης χιλιετίας στις Κυκλάδες. Και θα πρέπει να τονιστεί εδώ από την αρχή ότι ορισμένα από τα αντικείμενα, που για τους παραπάνω λόγους παρουσιάζονται σε αυτή την ενότητα, είναι αντικείμενα πολλαπλών αναγνώσεων. Κάποια από αυτά δεν κατασκευάστηκαν για να αναπαραστήσουν απλώς την πανίδα των Κυκλάδων, λ.χ. ζώα και πτηνά, πράγματα ή ανθρώπους, αλλά η δημιουργία και η ύπαρξή τους μπορεί να οφείλεται στη χρήση και τη λειτουργία τους στην καθημερινή ζωή, σε τελετουργικές, ταφικές ή άλλες πράξεις. Ανθρωπογενή κατάλοιπα αυτής της κατηγορίας, που μιλούν εύγλωττα και πραγματικά για τη χλωρίδα των νησιών, αποτελούν π.χ. τα αποτυπώματα που αποκρυσταλλώθηκαν στην βάση πήλινων αγγείων, από φύλλα φυτών και δένδρων, πάνω στα οποία ο Κυκλαδίτης πηλοπλάστης τα ακούμπησε προσεκτικά για να τα στεγνώσει. Έτσι διασώθηκαν έως σήμερα και διακρίνονται φύλλα λεύκας ή αμπέλου6 σε ορισμένα από αυτά. Μέσα σ' αυτή τη φύση, στις εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης, στα πεδινά ή στις πλαγιές των βουνών και των λόφων, κυρίως μεγάλων αλλά και μικρότερων κατοικημένων νησιών, που η γεωμορφολογία τους δεν φαίνεται να έχει αλλάξει ριζικά από τότε, οι άνθρωποι του νησιωτικού συμπλέγματος των Κυκλάδων καλλιέργησαν τη γη και τα χωράφια τους, με δημητριακά, κυρίως κριθάρι, σιτάρι αλλά και όσπρια. Άλλωστε, ήδη από την προγενέστερη περίοδο, τη Νεολιθική, η επίπλευση απανθρακωμένων και άλλων σπόρων από το Σπήλαιο του Ζα απέδωσε διάφορα είδη7. Αναγνωρίστηκαν εκεί κριθάρι, σιτάρι, φακή, λαθούρι και ένα είδος αγριομπίζελου, τα οποία φυσικά θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν και στην ΠΚ περίοδο και όχι μόνον στη Νάξο. Άγρια κορόμηλα και σύκα, φαίνεται ότι υπήρχαν επίσης όπως έδειξαν τα ευρήματα από το ίδιο σπήλαιο. Ο σπόρος από αγριοστάφυλο, που βρέθηκε στο σπήλαιο, αλλά και σπόροι σταφυλιών από νεότερα ανασκαφικά ευρήματα στο Δασκαλιό8, σε συνδυασμό με τα φύλλα αμπέλου, όπως ερμηνεύονται κάποια αποτυπώματα πάνω στις βάσεις πήλινων αγγείων από τη Χαλανδριανή (αρ. κατ. 15-17), όπως είδαμε παραπάνω, φανερώνει την ύπαρξη και καλλιέργειά της. Για την υγρή ψυχή των σταφυλιών, του μούστου, ως είδος ποτού, μπορεί κανείς υποθετικά να το συμπεράνει, αν συνδυάσει το ειδώλιο του «εγείροντος πρόποσιν» για τους λόγους που εξηγούνται στην τρίτη ενότητα9.
37
Ανάλογα, άλλωστε φαίνεται ότι καλλιέργησαν την ελιά10 και τη χρησιμοποίησαν τόσο για βρώση όσον και για εξαγωγή ελαίου, όπως φανερώνει η ανάλυση του περιεχομένου μικρού αγγείου με προχοή (αρ. κατ. 19), στο οποίο ανιχνεύθηκαν κατάλοιπα λαδιού11. Άλλωστε, ελαιόλαδο φαίνεται ότι θα χρησιμοποιούσαν και για τον φωτισμό τους σε πήλινα ή λίθινα λυχνάρια, μολονότι το λίπος των ζώων, όπως θα δούμε παρακάτω για την κτηνοτροφία, δεν μπορεί να αποκλειστεί για ανάλογη χρήση. Το λάδι, εξ άλλου, όπως γνωρίζουμε αργότερα κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιηθεί ως λιπαντικό και για το ανθρώπινο σώμα αλλά και για τη διατήρηση των ξύλινων επίπλων, όπως τα περίτεχνα καθίσματα που συναντάμε στην τέταρτη ενότητα εδώ παρακάτω12. Εργαλεία, όπως λ.χ. κοπείς ή χάλκινα δρεπάνια, μαρτυρούν τον τρόπο συγκομιδής γεωργικών προϊόντων, κυρίως δημητριακών. Ανάλογα λίθινα εργαλεία, δεν έπαυσαν φυσικά από την προηγούμενη περίοδο να χρησιμοποιούνται και τώρα, όπως επίσης λίθινοι πελέκεις13 αλλά και οδοντωτά (πριονωτά) σε προσαρμοσμένες λαβές από ξύλο (αρ. κατ. 38-39). Για οικιακή χρήση, για παρασκευή και κατανάλωση τροφής, χρησιμοποιούσαν λίθινα γουδιά και τριβεία, κυρίως ορθογωνίου σχήματος (αρ. κατ. 18), καθώς και λίθινα πινάκια. Μέσα στη φύση του νησιωτικού συμπλέγματος, οι άνθρωποι των Κυκλάδων κυνήγησαν για να βρουν την τροφή τους, όπως ερμηνεύεται η παράσταση στην πλάκα με την έκκρουστη τεχνική, όπου εικονίζεται κυνήγι ελαφιού, (αρ. κατ. 14) από την Κορφή τ’ Αρωνιού στη Νάξο14. Άγρια αιγοειδή, αίγαγροι αλλά και ελάφια και άλλου είδους μικρότερα ή μεγαλύτερα θηράματα θα αποτελούσαν μέρος της διατροφής τους, όπως και διαφόρων ειδών πτηνά (αρ. κατ. 26). Από τα τελευταία, ίσως τα περιστέρια, δεν αποκλείεται να τα φρόντιζαν και ως οικόσιτα. Ανάλογη θα ήταν και η εκτροφή ζώων, όπως αιγοειδή, βοοειδή και χοίροι και η προσαρμογή τους ως οικόσιτων ζώων. Τα βοοειδή θα χρησίμευαν για την άροση της γης αλλά και για τις μεταφορές προϊόντων, ενώ αυτά μαζί με τα αιγοπρόβατα θα τους προμήθευαν με πρωτογενή (γάλα, κρέας) και δευτερογενή (λίπος, οστά, κέρατα, δέρματα, μαλλί) προϊόντα. Οι απεικονίσεις των ζώων αυτών και των πτηνών είναι συχνές σε ειδώλια ή σε αγγεία πήλινα ή λίθινα, ή ακόμα και σε κοσμήματα (αρ. κατ. 21, 22, 169). Το εκκλησιαστικόν «ο ε’ ν ύδασιν τὴν γη~ν κρεμάσας» λειτουργεί πολλαπλασιαστικά για τις Κυκλάδες, όπου, όπως για τα νηκτικά πτηνά (εξ ού και νήσοι, νησιά), το περιβάλλον την ξηρά θαλάσσιο ύδωρ δεν είναι μόνον ορατό πανταχόθεν αλλά και άμεσο και πρωταγωνιστικό στοιχείο της ζωής. Έτσι μια άμεση και ουσιαστική πλουτοπαραγωγική πηγή για τους νησιώτες υπήρξε η αλιεία. Τμήματα ιχθυάκανθας και οστών ψαριών έχουν εντοπισθεί στις ανασκαφές των ΠΚ οικισμών, όπως επίσης παραστάσεις ψαριών σε πήλινα αγγεία, κυρίως τηγανόσχημα με σπείρες που δηλώνουν τη θάλασσα (αρ. κατ. 32). Για του λόγου το αληθές, μετάλλινα αγκίστρια (αρ. κατ. 28-31) έχουν βρεθεί στο νεκροταφείο της Χαλανδριανής Σύρου και αλλού, από τα οποία ορισμένα φέρουν στο επάνω τμήμα του κάθετου στελέχους των ίχνη πετονιάς15. Στις βραχώδεις ακτές των νησιών και στους ανώμαλους βυθούς τους, κάποια από τα όστρεα16, μαλάκια, καβούρια κτλ. θα συμπλήρωναν τη διατροφή. Τα κελύφη ορισμένων από αυτά χρησιμοποιούνταν δεόντως, ανάλογα με το μέγεθος, το σχήμα, τη σκληρότητα κτλ. είτε ως κοσμήματα, είτε ως «πυξίδες»κιβωτίδια (αρ. κατ. 68). Τα προϊόντα όμως, που τους χάριζε η γη ατόφια, λίθους και πετρώματα και μέταλλα σε ακατέργαστη μορφή17, τα επεξεργάστηκαν –απ' όπου και αν προήλθε αυτή τους
38
η γνώση¬– δημιουργώντας εργαλεία για να καλυτερέψουν τις συνθήκες της ζωής. Τόσο για το κυνήγι όσον και για τις αγροτικές και άλλες εργασίες, την αλιεία αλλά και για την υλοτομία, την επιπλοποιία, την υφαντική, όπως θα δούμε παρακάτω, χρησιμοποιήθηκαν πολλών ειδών εργαλεία. Η νεολιθική τεχνολογία παραγωγής πυρήνων και λεπίδων οψιανού (αρ. κατ. 3335) τελειοποιήθηκε, αφού το ηφαιστειακό αυτό γυαλί χρησιμοποιήθηκε σε πολλές μορφές εργαλείων: ξέστρες, ξυράφια, κοπείς κ.ά.18 Λίθινοι πελέκεις, παλαιότεροι ή και σύγχρονοι, εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται, όπως και τα πριονωτά (οδοντωτά) εργαλεία και οι κοπείς (αρ. κατ. 38-39), αλλά και εργαλεία από οστό (κυρίως ως οπείς σε δέρματα, υφάσματα), αλλά και ως λαβές μεταλλικών αιχμών και σουβλιά, δηλώνουν πιο προχωρημένη τεχνολογία, ενώ με την ανάπτυξη της μεταλλοτεχνίας19 μια σειρά από εργαλεία από χαλκό, όπως σμίλες, οπείς, κοπείς και κοπίδια, καρφιά και πριόνια και δίκοποι πελέκεις (αρ. κατ. 48) και μαχαίρια, προωθούν την τεχνολογική και συνάμα την οικονομική ανάπτυξη που διαμορφώνεται ραγδαία και είναι σαφής, κυρίως στην ΠΚ ΙΙ περίοδο (2800/27002400/2300 π.Χ.)20. Κατά την περίοδο αυτή, η ανάμειξη του χαλκού με αρσενικό και αργότερα με εισηγμένο κασσίτερο21, σκλήρυνε το μέταλλο και ιδιαίτερα η καλύτερη σφυρηλάτησή του οδήγησε σε κράματα ισχυρά για την παραγωγή εργαλείων και όπλων με εξαιρετικά αποτελέσματα στην χρήση. Όμως, όπως ο λίθος σε όποια του μορφή, ακατέργαστη ή επεξεργασμένη μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο, μπορούσε και ως όπλο (ρόπαλο λ.χ. ή ως αιχμή) να πλήξει και να κόψει, έτσι και το μέταλλο, ο χαλκός, εκτός από τη χρήση του ως εργαλείο, χρησίμευε και για την κατασκευή όπλων, μαχαιριών και εγχειριδίων, αιχμών, ακοντίων ή δοράτων και βελών. Η χρήση τους για προστασία, υπήρξε συνάμα αφορμή και για επίθεση (βλ. παρακάτω, ενότητα τέταρτη, Κοινωνική Ιεραρχία). Σημαντικά, ωστόσο, επιτεύγματα αισθητικής ήσαν και προϊόντα από ευγενή μέταλλα, όπως ο χρυσός22, γνωστός από τα νεολιθικά χρόνια, αλλά κυρίως ο άργυρος23. Τα μέταλλα αυτά που επιχωρίαζαν στη Μήλο (χρυσός), και τη Σίφνο (Άγιος Σώστης και Ακρωτηράκι) αλλά και το Λαύριο (άργυρος), χρησιμοποιήθηκαν τόσο για την παραγωγή κοσμημάτων, ειδωλίων κτλ., όσον και για αγγεία ανοικτά ή κλειστά, μικρά ή μεγαλύτερα, όπως αυτά που παρουσιάζονται στην έκθεση (αρ. κατ. 114-115). Και ακόμα ένα μέταλλο ιδιαίτερο, ο μόλυβδος, που είναι παράγωγο του αργυρούχου μολύβδου και ο οποίος χρησιμοποιείτο μόνον όταν είχαν διαπιστώσει ότι διέθετε πια πολύ μικρή ποσότητα σε άργυρο. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι χρησιμοποίησαν για την κατασκευή ειδωλίων, τόσο ζωόμορφων (γνωρίζουμε τρία με μορφή κριού, αρ. κατ. 21) όσον και ανθρωπόμορφων (αρ. κατ. 113, ένα από τα τέσσερα γνωστά έως σήμερα), καθώς και ομοιωμάτων πλοίων, που θεωρείται ότι βρέθηκαν σε έναν τάφο στη Νάξο24. Τους λίθους και πιο πολύ το οικείο τους μάρμαρο από τα μεγαλύτερα σε μέγεθος και πλούτο νησιά κυρίως τη Νάξο και την Πάρο, αλλά και την Ίο και την Κέρο, τα εκμεταλλεύτηκαν ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική, την οικιστική25, τη λιθοτεχνία και την γλυπτική26. Πρώτα-πρώτα τα σχεδόν πλακοειδή κομμάτια, ακατέργαστα τις περισσότερες φορές, τα χρησιμοποιούσαν στην αρχιτεκτονική, φυσικά μαζί με άλλα είδη λίθων, για την κατασκευή των κατοικιών (όποιο σχήμα και αν τους έδωσαν: ορθογώνιες, τετράγωνες, καμιά φορά και καμπύλες) αλλά και των τάφων τους. Πρόκειται για ευάριθμες, διάσπαρτες, οικογενειακές εγκαταστάσεις, αρχικά με γεωργικό και κτηνοτροφικό χαρακτήρα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, με μερικές δεκάδες κατοίκων. Τα νεκροταφεία27 τους με τάφους που περιείχαν τα σκελετικά
39
κατάλοιπα ενός μόνον νεκρού, δεν υπερβαίνουν συχνά τις 2 δεκάδες, γεγονός που ενδεχομένως φανερώνει και τη μικρή διάρκεια ζωής των «οίκων» αυτών. Στη συνέχεια και αναλόγως των εξελίξεων που διαπιστώθηκαν και παραπάνω, κατά την ΠΚ ΙΙ περίοδο, οι οικισμοί28 έχουν μεγαλύτερη έκταση και διάρκεια ζωής, όπως στη Τζιά (Κέα) η Αγία Ειρήνη, η Γρόττα στη Νάξο και η Χαλανδριανή στη Σύρο. Από τους ανασκαμμένους χώρους και τους υπολογισμούς του σήμερα, η έκτασή τους κυμαίνεται από 10 στρέμματα (Αγία Ειρήνη) στα 13 στρέμματα (Δασκαλιό) και ανάμεσά τους, 11-12 στρέμματα, ο Σκάρκος. Μόνον η Φυλακωπή φαίνεται να είναι αρκετά μεγαλύτερη, με μέγεθος που ίσως φθάνει τα 20 στρέμματα. Τα σπίτια και οι χώροι τους μεγαλώνουν, τα δάπεδά τους είναι χωμάτινα κυρίως αλλά και επιχρισμένα ορισμένες φορές, ενώ οι στέγες είναι συνήθως επίπεδες με ξύλινα δοκάρια και λίθινες πλάκες. Οι τοίχοι διέθεταν χρηστικές κόγχες και ίσως κάποια ανοίγματα (παράθυρα). Τώρα φαίνεται ότι υπάρχει καταμερισμός χρήσεων στις κατοικίες ως μαγειρεία με χτιστές ή πήλινες εστίες, χώρους αποθήκευσης και άλλους για ύφανση, ακόμα και εργαστήριο μαρμαροτεχνίας, στον Σκάρκο, όπως προτείνει η Μ. Μαρθάρη σε πρόσφατη ανακοίνωσή της29. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις για ύπαρξη και πρώτου ορόφου πάνω από το ισόγειο. Ορισμένοι οικισμοί διαθέτουν ήδη από την ΠΚ Ι περίοδο τείχος με πύργους, όπως λ.χ. στη Μαρκιανή της Αμοργού, πράγμα διόλου περίεργο, όταν ήδη στην νεολιθική περίοδο ο οικισμός στον Στρόφιλα της Άνδρου, έχει βρεθεί ισχυρό τείχος από τα πιο παλιά και σημαντικά στο Αιγαίο. Αργότερα στο β’ μισό της 3ης χιλιετίας και μάλιστα από την ΠΚ ΙΙ-ΙΙΙ περίοδο, η ύπαρξη οχυρωμένων ακροπόλεων και οικισμών στη Σύρο, τη Νάξο, τη Δήλο (Κύνθος), προφανώς δηλώνει κινδύνους και η εγκατάλειψή τους αναταραχές και συγκρούσεις που συχνά συνδέονται με την παρουσία ξένων πληθυσμών στις Κυκλάδες. Εάν αυτό συνδυαστεί με αποτελέσματα εξέτασης των οστών των πληθυσμών, όπως αυτά μου έχουν γνωστοποιηθεί από προφορικές επικοινωνίες ανθρωπολόγων (Καθηγητής Α. Αγελαράκης), θα ήταν ενδιαφέρον να δει κανείς από πού προέρχονται οι «επήλυδες». Στο Καστρί της Σύρου πάντως εκτός από το τείχος υπάρχει και προτείχισμα. Ορισμένα από τα στοιχεία των οικισμών, όπως λ.χ. «μεγαροειδή» οικοδομήματα στα κεντρικότερα και υψηλότερα τμήματά τους, καθώς και διαφοροποιήσεις στο κτερισματικό υλικό των τάφων σε νεκροταφεία μεγάλων οικισμών, ίσως δηλώνουν συστήματα ιεραρχίας και status των Κυκλαδιτών της 3ης χιλιετίας (βλ. Κοινωνική Ιεραρχία και Πίστεις και Δοξασίες). Η πλούσια σε πετρώματα γη σε ώχρα (κίτρινη, κόκκινη, καφέ), σε κιμωλία, σε οξείδια του σιδήρου, σε μαλαχίτη, αζουρίτη, ασβεστόλιθο κ.ά. ορισμένων κυκλαδίτικων νησιών, ήταν φυσικό επίσης να παράσχει, εκτός από φυτικές, και ορυκτές χρωστικές ύλες30. Στη Σύρο και τη Νάξο έχουν βρεθεί οστέινοι σωλήνες και πήλινοι αρύβαλλοι γεμάτοι χρώμα, κυρίως κυανό (αρ. κατ. 67), γεγονός που έκανε τους μελετητές να θεωρήσουν τα αγγεία αυτά σκεύη μεταφοράς ή φύλαξης, ένα είδος χρωματοθήκης. Άλλες φορές, ποσότητες χρωστικής ουσίας έχουν βρεθεί σε μαρμάρινα προχυτικά σκεύη (αρ. κατ. 66) ή και σε κύβους συμπυκνωμένου ερυθρού χρώματος, όπως τα γνωρίζουμε από τη Συλλογή του ΜΚΤ, ενώ επίσης έχουν βρεθεί ίχνη και ποσότητες χρώματος μέσα σε οστρακοειδή (αχιβάδες/χτένια βλ. αρ. κατ. 68). Η μείξη των χρωμάτων ή κάποιου είδους επεξεργασία τους, γινόταν πάνω σε οστέινες κοίλες τις περισσότερες φορές, ή σε λίθινες παλέττες (αρ. κατ. 61). Πολυάριθμα είναι τα σκεύη και τα ειδώλια που φέρουν χρώματα31. Περισσότερο ευδιάκριτα είναι αυτά στα αγγεία και κυρίως σε φιάλες, αλλά και σε πυξίδες εξαιρετικά καλαίσθητες (αρ. κατ. 64). Ορισμένες φορές, το χρώμα στο εσωτερικό
40
των φιαλών φανερώνει ότι ο χρωματισμός δεν ήταν τυχαίος ή περιστασιακός αλλά εσκεμμένος (αρ. κατ. 60). Ήδη από την ΠΚ Ι περίοδο, μαρμάρινα ειδώλια, όπως αυτό από το Ακρωτήρι της Νάξου32, παρουσιάζουν ίχνη χρωμάτων. Τα χρώματα επί των μαρμάρινων κυκλαδικών ειδωλίων είναι συνήθως το κόκκινο και το μπλε, σπανιότερα το μαύρο και το πράσινο. Εξετάσεις χρωμάτων από την Κική Μπίρταχα σε ειδώλια του ΜΚΤ έδειξαν ίχνη κόκκινου χρώματος από οξείδια του σιδήρου. Άλλες αναλύσεις από ειδώλιο του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης και του Μουσείου της Καρλσρούης απέδωσαν κόκκινο χρώμα από κιννάβαρη33, χρώμα που μάλλον προέρχεται από τη Μικρά Ασία. Στα ειδώλια το χρώμα χρησιμοποιείται σε ανατομικές λεπτομέρειες όπως τα μάτια, τα φρύδια και τα μαλλιά και το στόμα (αρ. κατ. 94). Ωστόσο, υπάρχουν μοτίβα με στιγμές πότε πότε στο πρόσωπο και στο σώμα34. Αν αυτά απέδιδαν και αντίστοιχη δερμοστιξία στα σώματα των Κυκλαδιτών της εποχής δεν μπορεί να το πει κανείς με βεβαιότητα. Ότι το χρώμα ενδεχομένως είχε χρήση σε κάποιες ταφικές τελετουργίες έχει και αυτό ως υπόθεση τεθεί35. Η χρήση του χρώματος προφανώς δεν περιορίστηκε στην βαφή ειδωλίων ή άλλων τεχνέργων, αλλά θα χρησιμοποιήθηκε και στην υφαντική, την τέχνη της οποίας πρόγονος μπορεί να χαρακτηριστεί η καλαθοπλεκτική36 ή γενικότερα το πλέξιμο φυτικών προϊόντων (βούρλων, καλαμιών κ.ά.), δείγματα της οποίας πάλιν έχουν σωθεί από αποτυπώματα πάνω στην κεραμεική σε διάφορα σκεύη ή χρηστικά αντικείμενα (ψάθες, στρωσίδια επιδαπέδια ή άλλα κτλ.) της περιόδου (αρ. κατ. 140-141). Άλλωστε αποτυπώματα μάλλινων υφασμάτων που διατηρήθηκαν πάνω σε κεραμεικά από την Κεφάλα της Τζιάς (Κέας) φανερώνουν την παραγωγή υφασμάτων σε προγενέστερη και από την ΠΚ Ι περίοδο37. Εξαιρετικής υφαντικής δεξιοτεχνίας φαίνεται και το μικρό απότμημα υφάσματος που διατηρήθηκε πάνω στο ΠΚ εγχειρίδιο από την Αμοργό38. Εξ άλλου, άσκηση της νηματουργίας δηλώνουν και τα σφονδύλια (πήλινα, οστέινα, λίθινα) που εντοπίζονται στις ανασκαφές των ΠΚ οικισμών και νεκροταφείων, π.χ. από τα Απλώματα της Νάξου και τον Σπεδό (αρ. κατ. 143-145). Ορισμένες, μάλιστα, φορές λίθινα κυλινδρικά στελέχη κοίλα στο μέσον τους, που έχουν θεωρηθεί βάρη39 ή τριπτήρες χρωμάτων θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί και ως πηνία (καρούλια) για νήματα. Φυσικά, δέρματα ή μαλλοφόρες προβιές διαφόρων σταδίων επεξεργασίας και λεπτότητας θα υπήρχαν για την ένδυση ανδρών και γυναικών, γεγονός που, δυστυχώς, δεν αποτυπώνεται στη γυμνότητα των ΠΚ ειδωλίων. Εξαίρεση, ίσως, αποτελούν ειδώλια της ΠΚ Ι-ΙΙ περιόδου, του τύπου Πλαστηρά, εξέλιξη της νεολιθικής στεατοπυγικής γυναικείας μορφής αλλά και ανδρικά, που φέρουν στο κεφάλι ένα είδος κωνικού πίλου, που ίσως ήταν κατασκευασμένος από λωρίδες δέρματος ή από ύφασμα (τυρμπάνι)40. Στοιχεία που ενισχύουν τον τρόπο ένδυσης αποτελούν και οι περόνες (χάλκινες, οστέινες ή ασημένιες) με περίτεχνες κεφαλές που προορίζονται για την πόρπωση (στερέωση) των ενδυμάτων (βλ. και κοσμήματα στην ενότητα για την Κοινωνική Ιεραρχία). Η ραφή, εξ άλλου, των υφασμάτων γινόταν με χάλκινες βελόνες (αρ. κατ. 142). Φυσικά, στην καθημερινή ζωή των νησιών των Κυκλάδων, πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιζαν τα κεραμεικά σκεύη, τα οποία «μιλούν εύγλωττα» για τις ασχολίες και τις συνήθειες των ανθρώπων και αποκαλύπτουν πολλές πτυχές του πολιτισμού των41. Κεραμεικά σκεύη42 προέρχονται τόσον από νεκροταφεία της περιόδου κυρίως από την Νάξο, την Πάρο, την Αντίπαρο, τη Σίφνο, τη Μήλο κ.α., αλλά και από οικισμούς στη Φυλακωπή της Μήλου, στο Ακρωτηράκι Σίφνου, τη Γρόττα Νάξου, το Ακρωτήρι Θήρας και πρόσφατα από τη Θηρασιά, τη Μαρκιανή Αμοργού κ.α. Σημαντικότατη και εξαντλητική είναι, ωστόσο, η πρόσφατη επιστημονική συμβολή της Π. Σωτηρακοπούλου για την κεραμεική από το Δασκαλιό, που μόλις κυκλοφόρησε43.
41
Τα κεραμεικά αγγεία της ΠΚ Ι (3200-2800/2700 π.Χ.) είναι όλα χειροποίητα και είναι συχνά τα σχήματα για αποθήκευση και μεταφορά στερεών ή υγρών. Υπήρχαν όμως, και αγαπημένα σχήματα της νεολιθικής περιόδου που εξακολούθησαν να υπάρχουν (κυρίως για κάλυψη διατροφής), όπως π.χ. οι φιάλες. Από οικισμούς προέρχονται και πήλινα σκεύη με σειρά οπών κάτω από το χείλος, που έχουν συνδεθεί με την παραγωγή τυριού, μολονότι, αυτή θα μπορούσε να σχετισθεί και με την καλαθοπλεκτική44. Στις αρχές της ΠΚ ΙΙ περιόδου και καθ' όλη τη διάρκειά της, εκτός από τα παλαιά σχήματα, εμφανίζονται και νέα, όπως λ.χ. οι κρατηρίσκοι, τα «τηγανόσχημα», τα απιόσχημα και τα καπελλόσχημα, οι πυξίδες (κωνικές και αμφικωνικές), τα κωνικά ποτήρια… Ιδιαίτερα αγγεία, όπως π.χ. τα καπελλόσχημα, φτιαγμένα από χονδροειδή πηλό, έχουν βρεθεί τόσο σε οικισμούς όσον και σε νεκροταφεία. Έχουν ερμηνευτεί ως φορητές εστίες ή τελετουργικά σκεύη (βλ. ενότητα Πίστεις και Δοξασίες). Καθώς προχωρεί κανείς προς τα μέσα της 3ης χιλιετίας και λίγο πριν την εμφάνιση του κεραμεικού τροχού, στις αρχές του β’ μισού της 3ης χιλιετίας που συνδέεται με την ομάδα του Καστριού στη Σύρου, τα αγγεία του απογείου της ΠΚ ΙΙ περιόδου (Κέρου-Σύρου) διακρίνονται για τη μορφολογική τους ποικιλία. Πιθάρια διαφόρων τύπων χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη αγαθών, στάμνοι με οριζόντιες τοξοειδείς λαβές ως συνήθη αγγεία μεταφοράς (κάτι σαν τους αμφορείς των μεταγενέστερων περιόδων), μαγειρικά σκεύη ή σκεύη φωτισμού και θέρμανσης (λύχνοι, εστίες). Κύμβες, που έχουν ερμηνευτεί από ορισμένους ως προχυτικά ή τελετουργικά σκεύη, ακόμα και ως λύχνοι45, με εξαιρετικά καλαίσθητες προχοές, πρόχοι, κύλικες και ποτήρια είναι αγαπημένα επιτραπέζια σκεύη. Πυξίδες Εικ. 1 «Τηγανόσχημο» με παράσταση πλοίου (Φωτ. Πάρις Ταβιτιάν)
42
περιείχαν πιθανότατα πολύτιμα αγαθά εντός τους και είναι συχνή η παρουσία τους και στους τάφους ως συνοδευτικά αντικείμενα των νεκρών. Ζωόμορφα σκεύη, όπως αυτά που χρησιμοποιήθηκαν στην πρώτη ενότητα της Έκθεσης, χρησιμοποιήθηκαν πιθανότατα σε τελετουργίες46 (βλ. ενότητα Πίστεις και Δοξασίες), ενώ από τα πλέον ξεχωριστά κεραμεικά είναι τα «τηγανόσχημα». Το πιο σημαντικό σύνολο των αγγείων αυτών που έχουν ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως –τελετουργικά, σπονδικά, καθρέπτες, αγγεία παραγωγής αλατιού, καπάκια κτλ.47– προέρχεται από το νεκροταφείο της Χαλανδριανής στη Σύρο. Η εξαιρετική ποιότητα κατασκευής και ο πλούσιος διάκοσμός τους φανερώνει ότι τα αγγεία αυτά, πέραν του συμβολισμού τους, ήσαν αντικείμενα κατόχων ξεχωριστής τάξης στις κοινωνίες τους. Ο συνδυασμός των παραστάσεών τους με εγχάρακτα ηβικά τρίγωνα ή πολύκοπα πλοία, αν συνδυαστεί με ανθρωπολογικά στοιχεία φύλου των νεκρών στους τάφους των οποίων βρέθηκαν, θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον και για ενδεχόμενες ιδιότητες των προσώπων που αυτά συνόδεψαν στον Κάτω κόσμο. Τα εγχάρακτα πολύκοπα πλοία (Εικ. 1), που παριστάνονται σε ορισμένα από αυτά48, ανάμεσα σε ένα σύστημα από σπείρες, που αποδίδουν το υγρό στοιχείο, τη θάλασσα, είναι ικανά να δώσουν μιαν εικόνα των πραγματικών πλοίων, έτσι όπως αυτά κατασκευάστηκαν πειραματικά στο Liman Tepe49 σε πραγματικό μέγεθος αλλά και σε μικκύλα ξύλινα αντίγραφα, ένα από τα οποία προτιθέμεθα να παρουσιάσουμε στην παρούσα ενότητα. Σε συνδυασμό μάλιστα με άλλες παραστάσεις αστεριών και ηλιακού συμβόλου (αρ. κατ. 124, 180), δημιουργούν μια ενότητα που φανερώνει την τέχνη της ναυπηγικής και της ναυσιπλοΐας στις Κυκλάδες της 3ης χιλιετίας50. Η νέα τεχνολογία των μετάλλων και η συστηματική αξιοποίησή της σε εργαλειακή εξειδίκευση –πελέκεις, πριόνια, σφυριά, τρυπάνι κ.ά.– θα προχώρησαν πολύ την υλοτομία και την ξυλουργική τέχνη συμβάλλοντας και στην ανάπτυξη της ναυπηγικής και κατά συνέπεια των ταξιδιών και του εμπορίου. Οι απεικονίσεις πλοίων, άλλωστε, στις βραχογραφίες τόσο της Άνδρου κατά τη νεολιθική περίοδο51 όσον και σε άλλα νησιά και μάλιστα στις εισόδους ευλίμενων κόλπων, όπως λ.χ. στην Αστυπάλαια της ΠΚ περιόδου52, φανερώνουν τους σταθμούς και τις πορείες των ΠΚ πλοίων και τη διακίνηση αγαθών αλλά και ανταλλαγής τεχνογνωσίας και πολιτισμικών προϊόντων που περιλαμβάνει τουλάχιστον το Αιγαίο, την Ηπειρωτική Ελλάδα, την Μ. Ασία και την Κρήτη53. Στην κεραμεική της έκθεσης περιλαμβάνονται αγγεία απιόσχημα, καρποδόχες, δέπας αμφικύπελλον και tankard, που βρίσκουν παράλληλα από τη Λήμνο (Πολιόχνη) και τη Μ. Ασία έως την Αττική, την Εύβοια και την Κρήτη. Ανάμεσά τους και κυκλαδικά λίθινα αντικείμενα που έχουν εντοπισθεί στις παραπάνω περιοχές, καταδεικνύουν την ανταλλαγή με τα σήματα «κατατεθέντα» του ΠΚ πολιτισμού. Πέραν αυτών που εντοπίζονται στην Κρήτη και τα οποία δηλώνουν τη σχέση των Κυκλάδων με αυτήν, σημαντικό είναι το μοναδικό μαρμάρινο κεφάλι από ειδώλιο του τύπου Δωκαθισμάτων που βρέθηκε στη Μίλητο54. Το λευκό νησιωτικό μάρμαρο προσφερόταν πάντοτε στους Κυκλαδίτες για τη λιθοτεχνία, τόσο για τη δημιουργία σκευών όσον και για τη δημιουργία ειδωλίων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του ΠΚ πολιτισμού δεν χρησιμοποιήθηκαν σπανιότερα και άλλα πετρώματα (όπως ασβεστόλιθος, ένα είδος μαλακού χλωριτικού σχιστόλιθου, μαύροι λίθοι κ.ά.) σε ανάλογες περιπτώσεις. Από τον Σάλιαγκο και τη Τζιά, ήδη από την τελευταία νεολιθική φάση, προέρχονται μαρμάρινα τέχνεργα, ενώ το ίδιο πρώιμο είναι και το ενδιαφέρον οξυπύθμενο κωνικό σκεύος από τη Νάξο55. Ρηχές φιάλες με αποφύσεις, κωνικά ποτήρια και καντήλες και ρηχά πινάκια, είναι χαρακτηριστικά σχήματα αυτής της περιόδου, ενώ λίγο αργότερα, ήδη από τις αρχές της ΠΚ ΙΙ, που συμπίπτει με την
43
εξέλιξη της μεταλλοτεχνίας και είναι τώρα σε θέση να δημιουργήσει και άλλα πιο σύνθετα δείγματα, όπως πυξίδες διαφόρων ειδών, κύλικες, «τηγανόσχημα» και σκεύη ζωομορφικά ή σύνθετα, όπως το σκεύος με τα περιστέρια που συνδέεται με τελετουργίες (βλ. παρακάτω σελ. 52). Τέλος, δεν λείπουν απομιμήσεις λυχναριών56. Η ποιότητα και η ποικιλία των σκευών είναι χαρακτηριστική, τα μεγέθη ποικίλλουν επίσης και εμφανίζονται μικρά κομψά αντικείμενα με εξαιρετικά λεπτά τοιχώματα σχεδόν «ωοκέλυφα», με διαγραμμίσεις κάθετες, λοξές, καμπύλες, άλλοτε εγχάρακτες, άλλοτε ανάγλυφες ή γραπτές, φανερώνοντας μιαν εκλέπτυνση που ταιριάζει στην κορύφωση του ΠΚ πολιτισμού στα μέσα περίπου της 3ης χιλιετίας57. Ο εντοπισμός των περισσότερων λίθινων αγγείων και σκευών από νεκροταφεία και μάλιστα των μεγάλων οικισμών των Κυκλάδων προβληματίζει. Τα αντικείμενα αυτά ήσαν προορισμένα για ταφική χρήση; Οι επισκευές από την αρχαιότητα σε ορισμένα από αυτά και η φθορά άλλων από τη χρήση, όπως στην επιφάνεια ορισμένων φιαλών και παλεττών, συνηγορεί και για χρήση σε οικισμούς, οικίες ή εργαστήρια, πριν τοποθετηθούν στους τάφους. Ωστόσο, από την άλλη μεριά, το βάρος ορισμένων από αυτά, τα καθιστά δύσχρηστα για καθημερινές ανάγκες, ενώ η επεξεργασία τους για τα πιο σύνθετα, η λεπτότητα και η καλαισθησία τους, δηλαδή ο χρόνος, η προσοχή στην κατασκευή και το «κόστος» παραγωγής τους, κάνει ορισμένους μελετητές να τα θεωρούν αντικείμενα πολυτελείας που, σε συνδυασμό με το άφθαρτο του υλικού τους, σε σχέση με κεραμικά ή άλλα σκεύη (ξύλινα λ.χ.), πιθανότατα ταίριαζε στην «αιωνιότητα» των χώρων με ταφικό, προγονικό ή λατρευτικό χαρακτήρα58. Το ίδιο φαίνεται να δηλώνουν και επισκευές όχι μόνον σε σκεύη59 αλλά και σε ειδώλια ακόμα και σε πολύ μικρού μεγέθους, όπως φαίνεται από το βιολόσχημο σε μελανό λίθο ή άλλα ειδώλια που, όμως, το μέγεθος και η λεπτότητά τους μπορεί να δηλώνει θραύση κατά την επεξεργασία. Αλλά ανάλογες επισκευές υπάρχουν και σε μεγάλου μεγέθους ειδώλια, όπως συμβαίνει σε ένα ειδώλιο της Συλλογής του ΜΚΤ (αρ. κατ. 108)60, το οποίο φαίνεται να αποκόπηκε στο ύψος των γονάτων και το οποίο ο τεχνίτης του, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, δημιούργησε δάκτυλα ποδιών στο σημείο της θραύσης. Όμως, τα τέχνεργα της ταυτότητας του ΠΚ πολιτισμού, τα σύμβολά του, αυτά που χαρακτηρίζουν τη φυσιογνωμία του, είναι αναμφίβολα τα μαρμάρινα ειδώλια. Με τα λεγόμενα Ορλωφικά στις αρχές της δεκαετίας του 1770 και την παρουσία ξένων στο Αιγαίο, συνδέεται η πρώτη μνεία των μικρών μαρμάρινων ειδωλίων στα νησιά των Κυκλάδων από τον Ολλανδό P. van Krienen. Ακολούθησαν σχεδιαστικές απεικονίσεις τους από τον R. Walpole το 1817 καθώς και αναφορές από τον Ludwig Ross γι’ αυτά, έως ότου φθάσει κανείς έναν αιώνα αργότερα, στους J.T. Bent και τον πατέρα της Κυκλαδικής αρχαιολογίας, Χρήστο Τσούντα, μέσα στη δεκαετία του 1890, ο οποίος συστηματικά ανέσκαψε και δημοσίευσε το υλικό με τις παρατηρήσεις του γ' αυτά, που τα ονόμασε «γνήσια προϊόντα της τέχνης και του πνεύματος των νησιωτών», συζητώντας την εξέλιξη των τύπων, τη χρήση των χρωμάτων επ' αυτών και άλλα θέματα, θέτοντας συνάμα βασικά ερωτήματα κατασκευής, χρήσης και ερμηνείας ήδη από τότε61. Ορισμένα από τα θέματα αυτά, ακόμα υφίστανται αν εξαιρέσει κανείς την κατασκευή των μικρών και λίγο μεγαλύτερου μεγέθους, ίσως, ειδωλίων σύμφωνα με τις πειραματικές μεθόδους που ανέπτυξαν οι Ιωάννης Παπαδάτος και Επαμεινώνδας Βενιέρης62 στις μέρες μας. Για την τυπολογία των ειδωλίων, τις ομάδες και τα χαρακτηριστικά τους, δεν θα επαναλάβω εδώ θέματα που θίγονται στο σχετικό κείμενο63. Θα επιμείνω όμως, σε κάποιες παραμέτρους που δεν είναι τόσο συζητημένες από ερμηνευτικής σκοπιάς. Η πυκνότητα των γυναικείων μορφών σε σχέση με τις ανδρικές, έχει συζητηθεί και 44
έχουν δοθεί ερμηνείες από τις οποίες η κυριότερη σχετίζεται με τη γυναικεία φύση και γονιμότητα καθώς και τη συμβολή της στην αναπαραγωγή64. Ωστόσο, πέραν του μεγάλου αριθμού των γυναικείων ειδωλίων σε σύγκριση με το ευάριθμο των ανδρικών, εκείνο που προβληματίζει είναι η γυμνότητα και των μεν και των δε. Μολονότι, όπως είδαμε παραπάνω, η υφαντική και γνωστή ήταν και βέβαια δεν διανοείται κανείς ότι οι Κυκλαδίτες της 3ης χιλιετίας κυκλοφορούσαν γυμνοί πάνω στα ανεμοδαρμένα και με πυκνότατη ηλιοφάνεια νησιά τους, θα πρέπει να συζητηθεί εδώ γιατί τα ειδώλια δεν αποδίδονταν ενδεδυμένα65. Μια ερμηνεία θα προερχόταν από το υλικό και την τεχνική που εφαρμοζόταν για την παραγωγή των ειδωλίων, ζητήματα, που καθόριζαν και τους τύπους ή τις παραλλαγές τους, που παρέμεναν σχεδόν αναλλοίωτα για εκατοντάδες χρόνια. Ωστόσο, πέραν των ισχυρών στοιχείων, του υλικού και της τεχνικής, αυτή η επιμονή στους τύπους και στη γυμνότητα σίγουρα κάτι σημαίνει. Καθώς οι γραπτές πηγές απουσιάζουν για να εξηγήσουν το φαινόμενο, τα ίδια τα ειδώλια και η θέση εύρεσής τους έρχονται να συνηγορήσουν για μιαν ερμηνεία τους. Ακόμα και αν απουσιάζουν ακριβείς λεπτομέρειες εύρεσης των περισσοτέρων από αυτά, το γεγονός ότι έχουν βρεθεί σε τάφους ή σε αποθέτες από πιθανότατα ιερά66, το φαινόμενο της γυμνότητας φαίνεται να συνδέεται με την «ηρωϊκότητά» τους, δηλαδή με το status για το τι πίστευαν οι Κυκλαδίτες για αυτά. Είτε τα συνέδεαν με εικόνες ανθρώπων ή προγόνων είτε με θεότητες, γονιμικές κυρίως, η αργή εξέλιξη των τύπων και η γυμνότητά τους παρέπεμπε σε ένα επίπεδο πάνω από το ανθρώπινο, άρα «ηρωικό», όπως περίπου συνέβαινε με τη γυμνότητα των Κούρων που για περίπου 150 χρόνια παράγονταν γυμνοί στον ίδιο τύπο, ανεξαρτήτως εργαστηριακών παραλλαγών, είτε επιτύμβιοι είτε αναθηματικοί, αφιερωμένοι δηλαδή σε νεκροταφεία και ιερά αδιακρίτως. Αν τα ειδώλια αυτά παρίσταναν «αφηρωισμένους» ανθρώπους (ακόμα και προγόνους λ.χ.) ή θεότητες με ανθρώπινη μορφή ή και τα δύο –ανάλογα με τον τύπο, το μέγεθος κτλ.– αυτό είναι δύσκολο να εξακριβωθεί, αλλά αυτά δεν παύουν να αποτελούν τους «σιωπηλούς» μάρτυρες της ΠΚ κοινωνίας και τα «σύμβολα» της ιδεολογίας της. Κοινωνική Ζωή (Εικ. 2) Με ανάλογο τρόπο μπορεί να ερμηνεύσει κανείς και τα παραστατικά στατικά/«παθητικά» ή «δρώντα»67 όρθια ή καθιστά ειδώλια της ΠΚ ΙΙ περιόδου. Όντας έργα παραγωγής τεχνιτών, καλλιτεχνών ή εργαστηρίων68, αναμφίβολα αποτυπώνουν στιγμές που οι δημιουργοί τους έβλεπαν στη ζωή των ανθρώπων της κοινωνίας τους. Ο όποιος δημιουργός τους, συλλαμβάνοντας το κοσμοόραμα της κοινωνίας του και επιθυμώντας να το αποδώσει, το αποτύπωνε στο μάρμαρο στη δική του γλώσσα, στον δικό του, πρωτοκυκλαδικό κώδικα τέχνης, τον οποίο φυσικά κατανοούσαν όχι μόνον ο ίδιος αλλά και ο εκάστοτε παραγγελιοδότης ή ο κάτοχος των ειδωλίων, αλλά και το σύνολο της κοινωνίας, μέσα στην οποία αυτό παρήχθη. Αυτές, λοιπόν, τις μορφές, τμήματα της χαμένης πραγματικότητας της ΠΚ κοινωνίας, συγκεντρώσαμε εν ταυτώ, σε μια ενότητα, ανεξαρτήτως του γεωγραφικού τόπου προέλευσης, (νησιού, τοποθεσίας) ή του χώρου στον οποίο αυτά έχουν βρεθεί (λ.χ. τάφου, αποθέτη κτλ.). Πρόκειται για τρία όρθια ειδώλια και έξι καθιστά σε δίφρους (σκαμνιά). Τέσσερα εξ αυτών (ένα όρθιο και τρία καθιστά) κρατούν αντικείμενα στα χέρια τους. Ένα από τα καθιστά παίζει άρπα (αρ. κατ. 148), το όρθιο παίζει αυλούς (αρ. κατ. 149), ενώ το τρίτο καθιστό σηκώνει το ποτήρι του για να πιει, όπως επίσης και ένας ανάλογος «σύντροφός» του, ακρωτηριασμένος σήμερα (αρ. κατ. 150, 151). Δύο
45
Εικ. 2 Η σύνθεση Μια Ματιά στην Κοινωνική Ζωή, όπως αποδίδεται στην έκθεση (Φωτ. Πάρις Ταβιτιάν).
ακόμα καθιστά σε σκαμνιά έχουν μια τυπική στάση (αρ. κατ. 153, 154), ενώ το τρίτο παριστάνει μορφή (αρ. κατ. 152), που τα κάτω άκρα της συμπλέκονται στο ύψος περίπου των αστραγάλων, όπως συνήθως κάνει κάποιος όταν ξεκουράζεται ή έχει μιαν αναπαυτική στάση. Δύο από τα όρθια (αρ. κατ. 155, 156) έχουν χάσει τον/την σύντροφό τους, της οποίας όμως διατηρείται τμήμα του χεριού πίσω από την πλάτη της διατηρούμενης μορφής σε ένα είδος εναγκαλισμού. Από όλα τα παραπάνω δεν χωρεί αμφιβολία ότι τουλάχιστον τα δύο είναι μουσικοί: ο καθιστός αρπιστής και ο όρθιος αυλητής. Οι δύο «εγείροντες» πρόποσιν και ιδιαίτερα ο ακέραιος του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης μπορεί να ερμηνευτούν ως πότες ενός υγρού που συνδεόταν με κοινωνικές (συμποτικές λ.χ.) ή άλλες εκδηλώσεις (λ.χ. τελετουργικές). Θεωρώ δηλαδή ότι δεν μπορεί να πίνει νερό ή γάλα για διάφορους λόγους. Τόσον ο προϊστορικός όσον και ο σημερινός άνθρωπος στη φύση, στην εργασία του κ.α. πίνει νερό με τη χούφτα του ή με ένα πρόχειρο αγγείο (τάσι), ενώ το γάλα στην αρχαιότητα πίνεται συνήθως σε βαθειές φιάλες και γαλατιέρες. Το ποτήρι στο χέρι του ειδωλίου του ΜΚΤ, ο τρόπος ύψωσής του, η αποτύπωση δηλαδή της στιγμής με τρόπο θα έλεγα τελετουργικό, η χειρονομία του, αλλά και το γεγονός ότι δεν είναι όρθιος αλλά κάθεται αναπαυτικά, δηλώνει ότι μάλλον έπινε ή συνήθιζε να πίνει με άλλους σε κάποια κοινωνική συνάθροιση ή γιορτή (πανηγύρι). Αν το συνδυάσει κανείς με τα ευρήματα από τα φύλλα αμπέλου και τους σπόρους των σταφυλιών, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω69, τότε δεν αποκλείεται να πίνει ένα είδος οίνου, όπως και αν τον παρήγαγαν σε αυτή την πρώιμη εποχή. Η σύνδεση των ειδωλίων με τους πότες και τους μουσικούς είναι θεμιτή για μια κοινή εκδήλωση, όπως άλλωστε δεν μπορεί να αποκλειστεί μια σύνδεση μαζί τους και των καθιστών σε δίφρο μορφών, μια από τις οποίες «αναπαύεται». Η ερμηνεία των ορθίων αγκαλιασμένων μορφών προβληματίζει70. Το βέβαιον είναι ότι δεν πρόκειται για τριαδική σύνθεση, όπως αυτή που γνωρίζουμε με δύο μεγαλύτερες μορφές που ανακρατούν μια μικρότερη71. Το δηλώνει άλλωστε η αμεσότητα του αγκαλιάσματος από τον ώμο ή την ωμοπλάτη. Μολονότι δεν γνωρίζουμε το φύλο της χαμένης σήμερα μορφής από το αγκαλιασμένο δίδυμο, θα μπορούσε κανείς να τους θεωρήσει είτε ως ζευγάρι
46
Εικ. 3 Λεπτομέρεια της εικ. 2 με τη σύνθεση και την έκκρουστη παράσταση στην πλάκα αριστερά (Φωτ. Πάρις Ταβιτιάν).
«παρατηρητών» ή ό,τι άλλο, ακόμα και χορευτών, αφού η όρχηση είναι συχνή εκδήλωση των προϊστορικών ανθρωπίνων κοινωνιών72. Άλλωστε ως χορευτές έχουν ερμηνευθεί οι μορφές σε πλάκα με έκκρουστη παράσταση από τη Νάξο (Εικ. 3, αρ. κατ. 157)73. Έτσι, η σύνθεση αυτή στην παρούσα έκθεση συνοψίζει μια κοινωνική, κοσμική ή συμποτική συνάθροιση και εκδήλωση ή μια ανάλογη τελετουργική, με μουσικούς, συμποσιαστές, χορευτές (;) και παρατηρητέςσυμμετέχοντες74. Η διάκριση σε όρθιους και καθιστούς μουσικούς, σαφώς συνδέεται με το είδος των οργάνων και της μουσικής. Τα πνευστά για τους ορθίους (αυλητής, παίζων σύριγγα) και τα έγχορδα για τους καθιστούς, που δεν αποκλείεται να τραγουδούσαν συνάμα. Στο ζευγάρι, άλλωστε, των αρπιστών από τη Θήρα είναι χαρακτηριστική η «γραπτή» ταινία(;) ή το διάδημα(;) που διακρίνεται στο επάνω μέρος της κεφαλής75. Κοινωνική Ιεραρχία (Εικ. 4) Ωστόσο, στα καθιστά ειδώλια της προηγούμενης ενότητας-σύνθεσης, όσον και της παρούσας, υπάρχουν τουλάχιστον δύο είδη καθισμάτων. Ο δίφρος, το σκαμνί, και ο θρόνος με το ερεισίνωτο (πλάτη) χωρίς ερεισίχειρα (χέρια). Οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες του τελευταίου, η σύνθεση, οι καμπυλότητες και η κομψότητά του, παραπέμπουν σε έπιπλα πολύ προηγμένων κοινωνιών της εποχής (Μεσοποταμία, Αίγυπτος) και δηλώνουν διάκριση για όσους κάθονται πάνω τους. Από την όρθια στην οκλάζουσα ή καθιστή επί του εδάφους μορφή, το κάθισμα πάνω στην πέτρα ή σε λίθινο θρανίο, στο ξύλινο έπιπλο, απλό, τρίποδο ή τετράποδο και κατόπιν στον θρόνο με ερεισίνωτο και αργότερα με ερεισίχειρα, η απόσταση είναι μεγάλη και η διάκριση των καθημένων επίσης. Θα ήταν δύσκολο το κάθισμα σε θρόνο και μάλιστα πολυτελή, όπως αποδίδεται στην καθιστή μορφή αρ. κατ. 162, να είναι άσχετο με την κοινωνική θέση του προσώπου που εικονίζεται πάνω του. Όπως ακριβώς και στην κόσμηση των σωμάτων και των ενδυμάτων από την αρχαιότητα έως σήμερα υπάρχουν παραδηλώσεις που συνδέονται με τον πλούτο, τη δύναμη και την θέση στην κοινωνία. Η γυμνότητα από ανέχεια ή φτώχεια, η ένδυση και
47
Εικ. 4 Από τη σύνθεση της Κοινωνικής Ιεραρχίας. Ο «πολεμιστής» και η «γυναίκα» του, όρθιοι, η ένθρονη μορφή και κάτω το επάργυρο εγχειρίδιο και οι σφραγίδες. (Φωτ. Πάρις Ταβιτιάν).
η ποιότητα των ενδυμάτων, τα υλικά, η πυκνότητα της ύφανσης, τα σχέδια και ο χρωματισμός τους, τα εξαρτήματα –κοσμήματα των ενδυμάτων, συνήθως περόνες, το υλικό τους, π.χ. ξύλο, οστό, κέρατο, μέταλλο– η κομψότητα και η ποιότητά τους, δηλώνουν διακρίσεις ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας που τα φορούν ή τα φέρουν και ανάλογα, μαζί με άλλα δηλωτικά χαρακτηριστικά, που μπορεί σήμερα να μας διαφεύγουν (π.χ. κομμώσεις, φθαρτά υλικά, φυτικά, χρώματα κ.ά.), συνιστούν διαφοροποιήσεις στην κοινωνική ιεραρχία. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κοσμήματα είτε πρόκειται για περικάρπια, βραχιόλια, περιδέραια κτλ. (αρ. κατ. 166-165, 172-175), όπως προκύπτει από τη διαφοροποίηση των υλών, την ποιότητα και κατεργασία τους, τη σύνθεσή τους, βεβαίως, πάντοτε λαμβάνοντας υπόψη και παραμέτρους που δεν σχετίζονται μόνο με την αισθητική των κοινωνιών της ΠΚ περιόδου και των στοιχείων που τη συνθέτουν, αλλά και άλλες που συνδέονται με τη μαγική, ευεργετική ή αποτροπαϊκή σημασία που έδιναν οι άνθρωποι της εποχής σε υλικά, σχήματα, μεγέθη και τρόπους χρήσης τους. Άλλα πάλι μπορεί να είναι όχι μόνον διακοσμητικά αλλά ίσως δηλωτικά εξουσίας ή κύρους όπως λ.χ. το διάδημα με την οδοντωτή76 διακόσμηση ή η αργυρή ταινία που εκτίθεται εδώ (αρ. κατ. 171)77, ενώ την πολεμική (ή κυνηγετική κατά άλλους) ιδιότητα αλλά και το υψηλό κοινωνικό status του άνδρα, στον οποίο ανήκε φαίνεται να δηλώνει το επαργυρωμένο εγχειρίδιο αρ. κατ. 163. Προς το τέλος της ΠΚ ΙΙ περιόδου, ωστόσο, κάνουν την εμφάνισή τους ειδώλια συγκεκριμένου τύπου με εξαιρετικά ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. Δύο από αυτά, που ανήκουν στο ΜΚΤ (αρ. κατ. 160, 161), δυστυχώς, δεν έχουν ακριβή τόπο προέλευσης, παρ’ όλα αυτά αξίζει να τα αναλύσουμε εδώ. Πρόκειται για ένα ανδρικό και ένα γυναικείο, του αυτού μετακανονικού78 τύπου. Το ανδρικό είναι μεγαλύτερο, ενώ το γυναικείο μικρότερο. Πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα είναι η κόμμωσή τους καθώς διαγράφεται ως στεφάνη γύρω από το μέτωπο, ακολουθώντας το σχήμα του κρανίου και εξέχει στην κατάληξή της πάνω από τον αυχένα. Παχιά, έντονα φρύδια και εγχάραξη στο περίγραμμα δηλώνουν τα μάτια, ως εάν ο δημιουργός τους να ήθελε να δηλώσει κάπως πιο προσωπογραφικά
48
χαρακτηριστικά. Περίεργη είναι η τετράγωνη διαμόρφωση του επάνω κορμού τους, και ειδικότερα η χειρονομία του αριστερού χεριού που διαγράφεται πάνω στον κορμό, σαν να δρα ή να χαιρετά. Η δήλωση του φύλου είναι σαφής. Ωστόσο, δύο δηλωτικά στοιχεία στον κορμό του άνδρα είναι μοναδικά. Η εγχάρακτη δήλωση του εγχειριδίου του στη μέση και ο λώρος που έρχεται διαγώνια στο σώμα και κρέμεται από τον αριστερό ώμο. Η ερμηνεία του ειδωλίου εξαρτάται από το εάν φανταστεί κανείς τον λώρο να συνδέεται ή όχι με το όπλο. Στην περίπτωση που αυτά συνδέονταν, ο λώρος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τελαμών, προφανώς ενός εγχειριδίου, ανάλογου με το επάργυρο αρ. κατ. 163, που εκτίθεται στην Έκθεση μπροστά στο ειδώλιο. Εάν δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ τους θα μπορούσε να μιλήσει κανείς διακοσμητικό ή δηλωτικό λώρο. Η πρώτη πρόταση οδηγεί στην ερμηνεία του ειδωλίου ως πολεμιστή ή κυνηγού, ενώ η δεύτερη, χωρίς να αποκλείει την πρώτη, φαίνεται να συνηγορεί ως «λαλούν σύμβολο» ενός δηλωτικού αξιώματος, όπως και αν τον ονομάσει κανείς (πολεμιστής, αρχηγός, «βασιλεύς» ή ό,τι άλλο)79. Σε κάθε περίπτωση, η όποια ερμηνεία του ανδρικού ειδωλίου παρασύρει συνειρμικά και το γυναικείο, που φαίνεται επίσης να «χειρονομεί», και, εάν αυτά είχαν βρεθεί μαζί, τότε θα μπορούσε κανείς να τα θεωρήσει ως ζεύγος μιας συγκεκριμένης ομάδας ή τάξης στην ιεραρχία της ΠΚ κοινωνίας. Άλλωστε, προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή μιας ιεραρχίας κοινωνικής, φαίνεται ότι οδηγούν και οι σφραγίδες (αρ. κατ. 164, 165) εάν, φυσικά, αυτές ερμηνευθούν ως απομεινάρια ενός πρώιμου γραφειοκρατικού συστήματος. Τέλος, στοιχεία για την κοινωνική ιεραρχία μπορούν να εξαχθούν και από την οικιστική αρχιτεκτονική, όπως λ.χ. τα μεγάλα «μεγαροειδή» οικοδομήματα στα κεντρικότερα ή/και υψηλότερα μέρη των οικισμών, διαφοροποιήσεις στο μέγεθος και στους χώρους των οικιών, στη δομή, τη λειτουργία τους κτλ. Ακόμα και αν τα «μεγαροειδή» οικοδομήματα δεν ανήκουν σε ένα εξέχον μέλος της κοινωνίας ή σε μια «οικογένεια», θα πρέπει να εξετασθεί ποια μέλη της κοινωνίας και για ποιούς λόγους και με ποιες ευκαιρίες συναθροίζονταν σε αυτά. Άλλα στοιχεία προέρχονται από τους τάφους της ΠΚ περιόδου. Ο Ντούμας80 αναφέρει ότι η σχέση πλούσιων κτερισμάτων συνδέεται με τάφους που έχουν προσεκτική κατασκευή, μεγαλύτερο μέγεθος και θα πρόσθετα εδώ ότι και ο τύπος και η θέση του τάφου μπορεί να παίζουν ανάλογο ρόλο (βλ. επόμενη ενότητα). Πίστεις και Δοξασίες, Ζωή και Θάνατος (Εικ. 5) Οι φυσικές, πνευματικές και μεταφυσικές ανησυχίες των ανθρώπων του ΠΚ πολιτισμού, είναι ένα γοητευτικό κεφάλαιο υποθέσεων. Ένα μεγάλο μέρος αυτού οφείλεται στο γεγονός ότι σε πολλά από τα αντικείμενα του ΠΚ πολιτισμού θα μπορούσαν να δοθούν ερμηνείες θρησκευτικού ή μεταφυσικού περιεχομένου αναλόγως των χώρων εύρεσής των (ιερά, τάφοι κτλ.) και θα μπορούσαν από αυτά να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με τα ήθη και τα έθιμα των Κυκλαδιτών, και ως εκ τούτου και των δοξασιών και πίστεων που τα συνόδευαν. Δυστυχώς από πολλά απουσιάζει η αρχαιολογική τους συνάφεια καθώς αποτελούν προϊόντα λεηλασίας81. Στη δυσκολία που προκαλεί η απουσία συνάφειας με τους τόπους και τους τρόπους εύρεσης, θα πρέπει φυσικά να προστεθεί το ολισθηρό έδαφος που δημιουργεί η απουσία γραπτών πηγών82, όταν οι ερευνητές του σήμερα προσπαθούν να δώσουν ερμηνείες προβάλλοντας ή συγκρίνοντας σημερινά δεδομένα και σκέψεις, και όχι με την απαραίτητη προσπάθεια εξαγωγής συμπερασμάτων, όπως αυτή άπτεται της ιστορίας των ιδεών. Πολύ περισσότερο που, ακόμα και σε ένα προχωρημένο
49
Εικ. 5 Από τη σύνθεση της έκθεσης για τις Πίστεις και Δοξασίες της ΠΚ περιόδου. (Φωτ. Πάρις Ταβιτιάν).
στάδιο έρευνας –όσο κοντά και αν υποθέσουμε ότι μπορεί να το προσεγγίσει κανείς– είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να μιλήσουμε για πίστεις και δοξασίες καθώς ακόμα και σήμερα τα μέλη μιας ομάδας πιστών παρά τα κυρίαρχα κοινά φαινομενικά χαρακτηριστικά δεν αντιλαμβάνονται, δεν πιστεύουν, δεν λατρεύουν, ούτε λειτουργούν εθιμικά με πανομοιότυπο τρόπο83. Παρ' όλα αυτά, πιο ενισχυμένο εμφανίζεται το πεδίο γνώσης μας με τα ταφικά έθιμα84. Ανάμεσα στις πολλές θεωρήσεις για τον τρόπο ερμηνείας των ταφικών εθίμων αναφέρω εδώ την θέση του νεκρού και τη σημασία της κεφαλής. Ήδη από παλιά, από τον Ντούμα85 λ.χ., η συνεσταλμένη θέση του νεκρού σε ένα πολύ στενό περιορισμένο τάφο, που ίσως επιτυγχανόταν και με δέσιμο της σωρού, να έχει νόημα, εάν οι Κυκλαδίτες πίστευαν ότι έτσι ο νεκρός δεν μπορούσε πλέον έτσι να μετακινηθεί από τη θέση του και να βλάψει τους ζώντες. Δοξασίες και πίστεις για τη μεταθανάτια ζωή φαίνεται να υπήρχαν με σχετική βεβαιότητα κυρίως αν θεωρήσει κανείς ότι η κεφαλή ήταν η έδρα της ψυχής. Και αυτό γιατί πολλές φορές το κεφάλι τοποθετείται σε λίθινη πλάκα-προσκέφαλο, το πρόσωπο του νεκρού «κοιτάζει» προς την είσοδο του τάφου, άλλες φορές πάλι, κτερίσματα του νεκρού και αγαπημένα του αντικείμενα δεν βρίσκονται γύρω του ή σε κόγχες του τάφου κτλ. αλλά κάποια μπροστά από το πρόσωπό του86. Τέλος, ακόμα και κατά τις ανακομιδές οστών για την τοποθέτηση άλλου νεκρού μέσα στον ίδιο τάφο, υπήρχε φροντίδα να μη μετακινηθεί το κεφάλι87. Το ισχυρά διπλωμένο εγχειρίδιο (αρ. κατ. 188) που βρέθηκε σε τάφο στο Άνω Κουφονήσι, είναι ένα ακόμα δείγμα «σκοτωμένων» αντικειμένων88 – κτερισμάτων που συνόδευαν τον νεκρό και τα οποία αχρηστεύονταν με κάποιο τρόπο ώστε να μη μπορέσει άλλος να τα χρησιμοποιήσει, και επομένως, να του ανήκουν στην αιωνιότητα, πράξη που δηλώνει την πίστη για ενός είδους μεταθανάτιας ζωής. Με τελετουργίες έχουν συνδεθεί επίσης τα λεγόμενα καπελλόσχημα αγγεία (αρ. κατ. 185, 186) που βρέθηκαν πάνω σε κτιστές σχετικά μεγάλες εξέδρες-τράπεζες σε νεκροταφεία89. Τελευταίως έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη οστράκων ανάλογων αγγείων
50
και σε οικισμούς και έχουν θεωρηθεί αυτά ως μεταφερόμενες εστίες, μολονότι δεν έχουν διαπιστωθεί ίχνη φωτιάς ή καύσης εντός τους. Αν η μεταφορά τροφής ή άλλων προϊόντων γινόταν τελετουργικά με τα καπελλόσχημα αγγεία πάνω στις τράπεζες αυτές και ακολουθούσε η θραύση τους για να μην ξαναχρησιμοποιηθούν στη συνέχεια από κανέναν, δηλαδή να μείνουν εκεί «αιώνια» στον χώρο των νεκρών, αυτό θα ήταν γοητευτική υπόθεση, καθώς μέχρις σήμερα διαπιστώνεται το έθιμο της προσφοράς κόλλυβων και της θραύσης των πινακίων ή των πιάτων πάνω στους τάφους ώστε να «σπάσει το θανατικό, το κακό. Σε κάθε περίπτωση, τέτοια αγγεία θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται και τους οικισμούς και δεν θα ήσαν αποκλειστικά και μόνον σκεύη τελετουργικής χρήσης (και θραύσης). Η θεωρία του Ν. Παπαχατζή90 για την ανάπτυξη της θρησκείας και της λατρείας από τη λατρεία των προγόνων και, επομένως, την σχέση των δύο, φαίνεται να λειτουργεί στην προσπάθεια κατανόησης και ερμηνείας ανθρωπογενών δυσερμήνευτων υλικών καταλοίπων και του ΠΚ πολιτισμού. Πέραν των όσων αναφέραμε παραπάνω σχετικά με τα ταφικά έθιμα και τις πίστεις ή τις δοξασίες των Κυκλαδιτών της 3ης χιλιετίας π.Χ. για τις προσφορές κτερισμάτων στους τάφους, πέραν των γνωστών «τηγανόσχημων» και άλλων μαρμάρινων ή πήλινων αγγείων και σκευών (πρβλ. τα ζωομορφικά με κυπελλόσχημες προχοές, που τα σηναντήσαμε εδώ στην δεύτερη ενότητα της Έκθεσης, αρ. κατ. 23, 25), οι κέρνοι91, αυτά τα δίδυμα, τρίδυμα, τεράδυμα ή πολλαπλών κοιλοτήτων αγγεία, έχουν βρεθεί σε τάφους και σχετίζονται με τελετουργίες, όπως αργότερα τα γνωρίζουμε και ως σκεύη στα οποία τοποθετούνταν μικρές ποσότητες προϊόντων, οι λεγόμενες απαρχές, συμβολική προσφορά προς θεότητες που είχαν σχέση κυρίως με τη γη και την καρποφορία της. Χώροι λατρείας εκτός νεκροταφείων, δυστυχώς δεν είναι εύκολο να αναγνωρισθούν. Ωστόσο, στον οικισμό της Αγίας Ειρήνης στην Κέα και σ’ αυτόν του Σκάρκου της Ίου, χώροι στους οποίους βρέθηκαν πήλινες εστίες και εισηγμένα επιτραπέζια σκεύη με συμβολική σημασία (κύμβες) θεωρείται ότι χρησίμευαν για τελετουργικές συνεστιάσεις92. Ωστόσο στο Καστρί της Σύρου ένα σύμπλεγμα πέντε χώρων έχει θεωρηθεί ως ιερό93. Στη Νάξο, στον λόφο της Κορφής τ’ Αρωνιού έχουν αποκαλυφθεί λείψανα μιας μικρής ελλειψοειδούς κατασκευής (πετροκαλύβας), η οποία θεωρήθηκε ως μικρό ιερό καθώς στη γειτονιά της εντοπίστηκαν πλάκες με επίκρουστες παραστάσεις κυνηγιού, ανθρώπων σε πλοίο ή χορού (βλ. εδώ ενότητα 2, «κυνήγι», αρ. κατ. 14 και ενότητα 4 «χορός», αρ. κατ. 457) ερμηνεύθηκαν ως «αναθήματα» σε θεότητα94. Η ερμηνεία των πλακών ως εχουσών σχέση με θρησκευτικό χαρακτήρα ενισχύεται και από άλλα ανάλογα έργα σε πλάκες ή σε βράχους από την ευρύτερη περιοχή της Νάξου με παραστάσεις ανθρώπινων πελμάτων, φιδιών ή σπειρών. Οι παραστάσεις σπειρών, όπως η πλάκα αρ. κατ. 189, συμβολίζουν το αένανον του κύκλου της ζωής και του θανάτου, της αναγέννησης των ανθρώπων και της φύσης και ενδεχομένως της ιδέας όχι μόνον της αναβίωσης αλλά και της ανάστασης. Σχετίζεται μάλιστα με τελετουργίες μύησης ή άλλου ανάλογου είδους τελετές και όχι μόνο στις Κυκλάδες αλλά και σε άλλα μέρη95. Άλλοι ερευνητές την έχουν θεωρήσει ως ηλιοαστρικό σύμβολο96. Ανάλογα ερμηνεύονται και οι κοιλότητες σε βράχους ή πλάκες, όπως λ.χ. στην πίσω πλευρά της ίδιας πλάκας αρ. κατ. 189 με τη σπείρα στην έκθεση, δηλαδή πέραν των ανωτέρω ερμηνειών, έχουν θεωρηθεί ως συνδεόμενες με ημερολόγια, με φυσικά φαινόμενα, αλλά και ως σημεία αναγνώρισης περιοχών μεταλλοφόρων, αναπαραστάσεις τοπογραφικών
51
διαγραμμάτων, χάρτες, παιχνίδια κ.ά.97, ενώ οι κοιλότητες σε δάπεδο κτίσματος, οδήγησε την Χρ. Τελεβάντου να αναγνωρίσει ένα λίγο προγενέστερο χρονολογικά οικοδόμημα στον Στρόφιλα ως (κοινοτικό) ιερό98. Ο σκόπιμος κατακερματισμός των ειδωλίων σε νεκροταφεία μπορεί εύκολα να ερμηνευθεί στο πλαίσιο νεκρικών τελετουργιών. Όμως, όταν κατακερματισμένα αντικείμενα του είδους βρίσκονται σε οικισμούς ή εκτός οικισμών θεωρούμε ότι είτε αυτά έχουν μεταφερθεί εκτός οικισμών από τους γειτονικούς οικισμούς ή γειτονικά νεκροταφεία για απόθεση είτε ότι προέρχονται από δημόσια, κοινοτικά, ή ιδιωτικά ιερά με παρόμοιες τελετουργίες. Εάν ένας τέτοιος χώρος είναι και ο χώρος των αποθέσεων του Κάβου της Κέρου μένει να δούμε πού θα καταλήξει η πρόσφατη έρευνα εκεί και ποια (ποιες) θα είναι η τελική πρόταση ερμηνείας99. Ανάμεσα στα τελετουργικά σκεύη συγκαταλέγεται και ο περίφημος δίσκος των περιστεριών του ΜΚΤ (αρ. κατ. 176). Το πτηνό αυτό έχει θεωρηθεί ότι συμβολίζει τη θεότητα και ότι το σκεύος ήταν αγγείο προσφορών γνωστό μόνον από τον χώρο διεξαγωγής τελετουργιών στον Κάβο της Κέρου100 (για τμήματα παρόμοιου αγγείου με τα πτηνά από την Κέρο, βλ. αρ. κατ. 177). Τέλος, τα μεγάλου μεγέθους ειδώλια, όπως αυτό από την Αμοργό(;) στο ΕΑΜ101 ή το γνωστό του ΜΚΤ, που παριστάνουν γυναικείες μορφές και ξεπερνούν τα 1,40μ. είναι έργα μεγάλης, μνημειακής102, για την εποχή τους, πλαστικής, έργα που χρειάζονται γνώση και σύμπραξη από τον λατόμο του μαρμάρινου όγκου έως τον δεξιοτέχνη που τα ολοκλήρωσε, εάν δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο. Το μέγεθός τους, η δεξιοτεχνία που χρειάστηκε για τη δημιουργία τους, η, κατά τη γνώμη μου, «πρωτολανθάνουσα» κίνησή τους, θεωρώ ότι όλα συνηγορούν για έργα εξαιρετικής πρωτοβουλίας και ποιότητας. Τα έργα αυτά, για τα οποία δυστυχώς δεν διαθέτουμε στοιχεία εύρεσης (πιθανόν όμως να προέρχονται από την Κέρο και εάν όντως προέρχονται από εκεί θα πρέπει να εξηγηθεί γιατί αυτά είναι άθραυστα, δηλαδή οι αποθέσεις των θραυσμένων στο νησί γίνονταν στον χώρο όπου αυτά ήταν στημένα;), θεωρούνται -ανάμεσα σε ποικίλες θεωρήσεις, όπως και τα μικρότερα ειδώλια- ότι και μόνον λόγω του μεγέθους των «θα μπορούσαν να είναι αρχικά λατρευτικές εικόνες του θεού σε ιερά», ενώ η άποψη για ορισμένα ανδρικά ειδώλια είναι ότι θα μπορούσαν να παριστάνουν «ένα θείο όν που συνδέεται με την ισχυρότερη θηλυκή θεότητα» ή ότι μπορούν «να εικονίζουν λάτρεις ή να είναι αναθήματα προς την θεότητα». Γι' αυτό και τον κορμό ενός ανδρικού ειδωλίου (το λεγόμενο «Σερνικούδι», αρ. κατ. 191) τον τοποθετήσαμε εδώ ως «πάρεδρο» της μεγάλης γυναικείας μορφής (αρ. κατ. 190). Η έκθεση ολοκληρώνεται με ένα μικρό φιλμ που, με τον δικό του τρόπο, διηγείται κομμάτια από το σύνολο της ΠΚ κοινωνίας, βασισμένο στο ποίημα που ακολουθεί:
52
(ΚΥΚΛΑΔΕΣ) Όταν ακόμα το Χάος ήταν κυρίαρχο κι αδιαμόρφωτη η πλάση ένα φτερωτό όν, ενοποιητικό, ο Έρωτας, πετούσε στην αέρινη δίνη ενώνοντας τον Ουρανό και τη μάνα Γη. Και εγένετο Φως! Φως που μοιράστηκε τον χρόνο με το σκοτάδι δημιουργώντας ενιαυτούς και εποχές. Και τα έγκατα της Γης εκτόξευσαν λάβες που πνίγηκαν στα κρύα νερά της θάλασσας σχηματίζοντας νησιά και ηπείρους κι ανάμεσά τους την Αιγηίδα, την πιο όμορφη απ΄όλα τα μέρη της γης. Ανάμεσα στα πολλά τα νησιά της για χρόνια διέσχιζε το πέλαγος ακυβέρνητος ένας βράχος, η Αστερία, που στάθηκε καταμεσής στο αρχιπέλαγος για να γεννήσει η Λητώ τον γιο του Δία, τον χρυσομάλλη Απόλλωνα, θεό της Λογικής, της Μουσικής και του Φωτός. Κι από τότε, ο βράχος από Ά-δηλος έγινε Δήλος! Και γύρω του στάθηκαν τ΄άλλα νησιά σε κύκλο για να τιμήσουν το θεϊκό φως του Αιγαίου, Νησιά που πήραν ονόματα από τους γιους και τις θυγατέρες του Ποσειδώνα, ο Νάξος, η Πάρος, ο Άνδρος, η Θήρα … οι Κυκλάδες. Και πάνω τους στήθηκε η ζωή των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων Μα τούτοι πλήθαιναν και η Ανάγκη, μάνα αυτή της προόδου, τους ανάγκασε να ακονίσουν τον νου και την έμφυτη περιέργεια, αναζητώντας δρόμους τροφής και εργαλείων και επικοινωνίας Έτσι ξεκίνησαν να εφευρίσκουν και να επιχειρούν.
53
Τον άγριο θεό της θάλασσας αψηφώντας αναζήτησαν να κάνουν μια καλύτερη ζωή, φέρνοντας οψιδιανό από της Μήλου τις πλαγιές, το κοφτερό γυαλί των ηφαιστείων, που επεξεργάστηκαν το ίδιο για μαχαίρι κοφτερό, μ’ αυτό να κόψουν, να τρυπήσουν, να χτυπήσουν, όπλο μαζί και εργαλείο φοβερό πριν του χαλκού η κοφτερή λεπίδα γίνει της πιο σημαντικής τους εποχής η νέα πραγματικότητα. (Η Εποχή του Χαλκού). Φορώντας τον μανδύα της περιέργειας ταξίδεψαν με πλοία και σκαριά ελαφριά πάνω σε χαίτες λευκών αλόγων και κατσικιών κοπάδια, όπως φαντάστηκαν τα κύματα της θάλασσας κι' από τις αίγεs ονόμασαν το Αρχιπέλαγος Αιγαίο … Πάνω σε βράχια που αντίκρυζαν τη θάλασσα, Σταθμούς σε μια πορεία του Αγνώστου σκάλισαν με πέτρα πάνω στην πέτρα σημάδια ανεξίτηλα, ανθρώπους και καράβια και κύματα να θυμούνται έτσι τ’αγκυροβόλια για την επόμενη διαδρομή, κάθε φορά … Και οι γυναίκες περιμένοντας τον γυρισμό των αντρών τους, Κατασκεύαζαν αγγεία από πηλό, και πάνω τους ζωγράφιζαν τον κόσμο τους: ήλιους, και κύματα και ψάρια και σπείρες αέναες χωρίς αρχή και τέλος, με τέλος και αρχή συνάμα. Καθημερνά γνωρίζοντας τον άλλο, τον απέναντι, χαρίζοντας και παίρνοντας γεννήματα της γης κι ακόμα τ’ αγαθά από τα ζώα γάλα και κρέας, δέρμα και μαλλί οψιανό και μέταλλα χαλκό κι ασήμι και χρώματα που μοιάζαν στης θάλασσας το δέρμα, μπλε, ή στων ανθρώπων την υγρή ψυχή, το αίμα, κόκκινο, το σώμα τους να βάψουν (και τα υφάσματα).
54
Έτσι σιγά-σιγά ανοίγονταν ο νους και οι ομάδες γίνονταν κοινωνίες ολόκληρες. Και πίναν συντροφιά με ξένους και δικούς και γλύκαιναν τις μέρες και τις νύχτες τους με μουσικές και όργανα ... και αποτύπωναν στην πέτρα του Αιγαίου την αστραφτερή, που άλλη δεν υπάρχει σε ομορφιά, αυτή που μέσα στους αιώνες κρατεί στο μάρμαρο το πάλευκο σμιλεύοντας την ιστορία, τις αξίες και τις πίστεις τους με τον δικό τους τρόπο. Αντί γραφής, Πουλιά και ζώα κι άνθρωποι συνάμα ξεπήδαγαν μέσ’ από χέρια επιδέξια, την ομορφιά ν’ αποτυπώσουν λαχταρώντας μιας δύσκολης μα όμορφης ζωής. Συμποσιαστές, και μουσικοί γυναίκες κι άνδρες αντάμα και παιδιά πυρήνες της ζωής, της οικογένειας, της κοινωνίας τους πυρήνες. Με ζεύγη αρχοντικά, βασίλισσες και βασιλιάδες κοσμημένους με σπαθιά και τελαμώνες. Μα πάνω απ’ όλα σμίλεψαν μορφή κυρίαρχη, αυτή της γης-γυναίκας, γυναίκας καθιστής ωσάν βιολί γυναίκας γόνιμης, καρποφορούσας, παραγωγή της ίδιας της ζωής που συνεχίζει το αδιάκοπό της νήμα, αυτήν που ξαφνικά μπορούσε να τη βρει στη γέννα ο θάνατος, αυτήν ν’ αποτυπώσουν θέλησαν περσότερο μ’ αυτόν τον τρόπο ν’ απομονώσουν το κακό. Αυτήν στο τέλος, σ’ άλλη σφαίρα, λάτρεψαν σε πολλαπλές μορφές υψώνοντάς τη σε βάθρο θεϊκό γυμνή, με τονισμένο το τρίγωνο της ήβης της γυμνή, όπως γυμνός ο άνθρωπος γεννιέται και γυμνός – χωρίς να παίρνει τίποτα – πεθαίνει.
Καθηγητής Ν.Χρ. Σταμπολίδης
55
Έτσι λ.χ. η Π. Σωτηρακοπούλου, που προετοίμαζε τον καταπληκτικό τόμο The Pottery from Dhaskalio, Cambridge 2016, ο οποίος έφθασε στα χέρια μου στη διάρκεια των διορθώσεων του παρόντος κειμένου, της οποίας, ωστόσο, η ουσιαστική και πολύπλευρη συμβολή είναι αισθητή και μόνον από τα λήμματα των σελ. 140-141. 2 Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 152-153, αρ. 42. 3 Πρβλ. το παράδειγμα από την Πάρο, σήμερα στο Μουσείο της Καρλσρούης [(Hattler 2011, 296-297, αρ.κατ. 93 (B. Steinmann)]. Υπάρχει ακόμα ένα παράδειγμα ανάλογου έργου, όπου η μεγάλη μορφή κάτω παρουσιάζεται ως «έγκυος» (Λαμπρινουδάκης 1990, 102, εικ. σελ. 100). 4 Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 100-103, αρ. 16-17. 5 Πρβλ. τα ειδώλια από το Σάλιαγκο ή το Σαγκρί Νάξου, Ζάχος 1990, 32-34, αρ. 1 και Steinmann 2011, 175-176. 6 Βλ. την άποψη της E. Alram 2011, 45, που ερμηνεύει κάποια αποτυπώματα ως φύλλα αμπέλου. 7 Ζάχος 1990, 31. 8 Renfrew 2013α, 645-649. 9 Βλ. παρακάτω σελ. 46. Δεν κάνω λόγο εδώ για κρασί γιατί αυτό σ’ εκείνη την περίοδο σίγουρα δεν έμοιαζε με τα σύγχρονά μας. 10 Φύλλα απολιθωμένα έχουν βρεθεί μέσα σε στρώματα κισσίρεως από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης περί το 1600 π.Χ. Βλ. Velitzelos 1990. 11 Παπαθανασόπουλος 1981, 118, πίν. 49δ. 12 Βλ. σελ. 47 και Προμπονάς 1974, «θρονοελκτήρια» . 13 Π.χ. ο λίθινος πέλεκυς από τη Μουτσούνα [Ζάχος 1990, 32, 38, αρ. 12 (Κ. Ζάχος)] και ανάλογοι νεολιθικοί πελέκεις, που κατασκευάζονται και κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, βλ. παρακάτω σελ. 39. 14 Για τη δυσκολία χρονολόγησης αλλά και για τα ερωτήματα γνησιότητος σε βραχογραφίες και πλάκες με έκκρουστη διακόσμηση, βλ. παρακάτω Βραχογραφίες Νάξου και Μικρών Κυκλάδων, 111 κ.εξ. 15 Βλ. Alram 2011, 45. 16 Βλ. Hattler 2011, 255, αρ. 31 (B. Steinmann). 17 Βλ. τελευταία Altherr 2011, 22-29. 18 Βλ. Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 57, 60 και 208-209 αρ. 65. 19 Βλ. παρακάτω Μεταλλουργία – Μεταλλοτεχνία, σελ. 77 κ.εξ. 20 Matthäus 2011, 108-109. 21 Βλ. Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 94. 22 Πρβλ. το χρυσό κριαράκι από τη Σαντορίνη, Ντούμας 1999, 172-173, πίν. 109α, β, εάν φυσικά, αυτό χρονολογηθεί στην 3η χιλιετία π.Χ., αλλά και τη χρυσή «σαλτσιέρα» στο Λούβρο, Davis 1977, 59 εικ. 41. Για τη χάντρα από λεπτό φύλλο χρυσού βλ. Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 54. Για το νεολιθικό έλασμα χρυσού από το Σπήλαιο του Ζα, βλ. Ζάχος 1990, 30. 23 Για τον άργυρο και τα αργυρά σκεύη κυρίως της ΠΚ ΙΙ περιόδου βλ. Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 55-57. 24 Ο μόλυβδος είναι ιδιαίτερα γνωστός για τη χρήση του σε επισκευές αγγείων και ειδωλίων κατά την ΠΚ περίοδο αλλά και για συνδέσμους και σταθεροποίηση ενώσεων αρχιτεκτονικών μελών και αγαλμάτων στην κλασική αρχαιότητα, βλ. Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 57, 61 εικ. 66, 166-167, 206-207. Για τα ομοιώματα των πλοίων, βλ. Renfrew 1967, 5. 25 Για τους οικισμούς και την αρχιτεκτονική βλ. Ντούμας 1977, 151 κ.εξ. Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 22-24. Hubert 2011, 60-73 και Boyd 2013, 341 κ.εξ. και 705 κ.εξ. αντιστοίχως, βλ. και παρακάτω Κυκλαδικοί Οικισμοί της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, σελ. 59 κ.εξ. 26 Βλ. παρακάτω Η Τέχνη του Μαρμάρου στις Κυκλάδες της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, σελ. 87 κ.εξ. 27 Βλ. παρακάτω Ταφικά Έθιμα, σελ. 95 κ.εξ. 28 Βλ. παρακάτω Κυκλαδικοί Οικισμοί της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, σελ. 59 κ.εξ. 1
56
Marthari 2017, 119-164. Βλ. Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 78, αρ. 6, 79, 182, αρ. 54 και 183. 31 Βλ. τελευταία Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 47· Altherr 2011, 29, και Horst 2011, 194 κ.εξ. κυρίως 196-198. 32 Horst 2011, 195. 33 Βλ. Horst 2011, 198 και εικόνα. 34 Horst 2011, 198. 35 Τελεβάντου 1990α, 57 και Rambach 2011, 122-123. 36 Rambach 2011, 121-122. 37 Ζάχος 1990, 31. 38 Rambach 2000, 11, πίν. 3:2, 167:8. Το υφασμάτινο περιτύλιγμα αντικειμένων κυρίως σε ταφικά κτερίσματα και μάλιστα αγγεία ή όπλα είναι γνωστό και μεταγενέστερα καθώς τμήματα υφασμάτων έχουν βρεθεί σε ανάλογες χρήσεις σε τάφους μυκηναϊκούς αλλά και σε τάφους της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. 39 Σταμπολίδης - Σωτηρακοπούλου 2007, 182, πίν. 54 και Ramstorf 2011, 150. 40 Βλ. Μαραγκού 1990, 61, αρ. 32 (Χ. Τελεβάντου). 41 Βλ. παρακάτω Πρωτοκυκλαδική Κεραμεική, σελ. 69 κ.εξ. 42 Ό.π. 43 Ό.π. σημ. 1. 44 Σε μικρά τέτοια καλαθάκια τυποποιείται ακόμη και σήμερα το τυρί στις Κυκλάδες. Βλ. εδώ παραπάνω και υποσημείωση 36. 45 Καλτσάς 2007, 64 και Μαραγκού 1990, 175, αρ. 184 (Ε. Τσιβιλίκα). 46 Λαμπρινουδάκης 1990, 99 κ.εξ. και Μαραγκού 1990, 106, αρ. 102 (Β. Λαμπρινουδάκης). 47 Βλ. Μαραγκού 1990, 109 αρ. 109-110 (Κ. Δημακοπούλου και Β. Λαμπρινουδάκης αντιστοίχως)· Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 84-88, αρ. 8-10· Steinmann 2011, 100-107· Hattler 2011, 307, αρ. 107( B. Steinman). 48 Πρβλ. π.χ. ΕΑΜ αρ. ευρ. 6184 Sahoğlu - Sotirakopoulou ’ 2011, 240-241, αρ. 13 (Stampolidis – Sotirakopoulou). 49 Stampolidis – Sotirakopolou 2011γ, 102-103· Erkurt 2011, 178-183. 50 Για την τέχνη της ναυσιπλοΐας, βλ. Ντούμας 1990ε, 83-85. Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 61 κ.εξ. και Wedde 2011, 74-81. 51 Τελεβάντου 2006α, 1-16· Τελεβάντου 2006β, 185-194. 52 Βλαχόπουλος – Ματθαίου 2013, 375. 53 Βλ. τα πορίσματα του Διεθνούς Συνεδρίου Κυκλαδικά στην Κρήτη (1-2 Οκτωβρίου 2015), Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου (υπό έκδοση) 2017. 54 Sahoğlu 2011, 175· Sahoğlu - Sotirakopoulou 2011, 288, ’ ’ αρ. 205· Niemeier 2000, 125 κ.εξ. Για το εμπόριο και τις εξωτερικές σχέσεις των Κυκλάδων της ΠΚ περιόδου, βλ. Stampolidis – Sotirakopolou 2011γ, 100-109. 55 Rambach 2000, 240, αρ. 1· Lichter 2011, 34 και Hattler 2011, 240, αρ. 1 (C. Lichter). 56 Μαραγκού 1990, 53, αρ. 18 (Κ. Δημακοπούλου) και Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 26-27 εικ. 26. 57 Πρβλ. ιδιαίτερα την κύλικα ΝΓ279 και την πυξίδα ΝΓ58 του ΜΚΤ, Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 184 185 αρ. 55 και 190-191 αρ. 57 αντίστοιχα. 58 Έτσι, λ.χ., το σύνολο που βρέθηκε το 1892 στη Σύρο, βλ. πρόσφατα Rambach 2011, 128-129. 59 Δεβετζή 1990, 118, και Μαραγκού 1990, 127, αρ. 127 (Τ. Δεβετζή). 60 Για τις επισκευές και το υλικό (μόλυβδος), που χρησιμοποιείται σε διάφορες περιπτώσεις ακόμα και στην κεραμική βλ., Ντούμας 1990δ, 162 και Μαραγκού 1990, 163, αρ. 165 (Ε. Χατζηπούλιου). 61 Βλ. κυρίως Μαραγκού 1990β, 136-137. 62 Ορισμένα από τα θέματα αυτά εθίγησαν στη διάρκεια της μικρής έκθεσης-εργαστηρίου Μέσα στα εργαστήρια των Αρχαίων: μαζί δημιουργούμε, που πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2016 στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης σε επιμέλεια Ν. Παπαδημητρίου, και για τα οποία ο θεατής μπορεί να παρακολουθήσει ένα σύντομο βίντεο μέσα στην παρούσα έκθεση. 29
30
Βλ. παρακάτω Η Τέχνη του Μαρμάρου στις Κυκλάδες της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, σελ. 87 κ.εξ. 64 Βλ. Λαμπρινουδάκης 1990, 101. 65 Θα ήταν σαφώς ευκολότερο να τα παρουσιάσουν ενδεδυμένα, γιατί το παραλληλεπίπεδο σχήμα ενός ενδύματος, ποδήρους ή βραχύτερου, θα τους εξοικονομούσε κόπο και χρόνο, από το να κατασκευάζουν μηρούς και κνήμες. Η δυνατότητα, πάλι, ορισμένα ορισμένα να απέδιδαν χρωματικά τα ενδύματα ακόμα και ως «κολλημένα» επάνω στα σώματα δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτή κυρίως για τεχνικές και άλλες λεπτομέρειες. 66 Βλ. Σωτηρακοπούλου 2005. 67 Για τον όρο βλ. Λαμπρινουδάκης 1990, 101. 68 Οι παλαιότερες απόψεις της Getz-Pretziosi (Getz Pretziosi 1987β) σήμερα φαίνεται είτε ότι αναθεωρούνται είτε δεν συγκεντρώνουν αποδοχή από πολλούς ερευνητές (βλ. παρακάτω σελ. 89 κ.α.). 69 Βλ. σελ. 37. 70 Βλ. Steinmann 2011α, 180-182 και Hattler 2011, 294, αρ. 90 (B. Steinmann). 71 Πρβλ. ανάλογο σύνολο, Hattler 2011, 294, αρ. 90 (B. Steinmann). 72 Άλλωστε η λέξη όρχος σημαίνει σειρά δένδρων, τις κινήσεις των κλαδιών των οποίων στις φουσκοδενδριές μιμούνταν οι άνθρωποι για να προκαλέσουν τις δυνάμεις της φύσης. Και από τις κινήσεις αυτές των δένδρων του όρχου και των μιμήσεών τους από τους ανθρώπους, προήλθε η όρχησις (ο χορός). 73 Sahoğlu - Sotirakopoulou 2011, 93, εικ. 11. ’ 74 Μολονότι υπάρχει και ειδώλιο όρθιου μουσικού που παίζει σύριγγα [βλ. Hattler 2011, 303, αρ. 103 (B. Steinmann)] αλλά, δυστυχώς, άγνωστης προέλευσης και προβληματικό, δεν το συμπεριλάβαμε εδώ για διάφορους λόγους, ένας από τους οποίους είναι ότι το όργανο αυτό ήδη από την αρχαιότητα συνδέεται συνήθως με (μοναχικούς) βοσκούς και σπάνια με συναθροίσεις ανθρώπων. 75 Εκτός από τον ολόκληρο καταπληκτικό αρπιστή του ΕΑΜ, τον σπασμένο του ΕΑΜ στην Έκθεση εδώ, σημαντικοί είναι οι αρπιστές από το σύνολο πλούσιου τάφου στη Θήρα, βλ. Gorogianni 2011, 54 και Hattler 2011, 302-303, αρ. 101-102 (B. Steinmann) και Sahoğlu ’ Sotirakopoulou 2011, 77, εικ. 9-12. 76 Βλ. Hood 1978, 192. 77 Για την ταινία του μουσικού, αρπιστή της Θήρας, υφασμάτινη ή από άλλο υλικό βλ. παραπάνω και άλλους τρόπους «κόσμησης» της κεφαλής σελ. 41· για την ερμηνεία του κωνικού «πίλου»· πολλά επίσης μπορεί να σκεφθεί κανείς στα ειδώλια του τύπου Πλαστηρά, που απηχούν Συριακές ή Βαλκανικές επιδράσεις, βλ. λ.χ. Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 108-109, αρ. 19. 78 Βλ. Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 164-165, αρ. 45 με πολύ καλή φωτογράφιση και ευδιάκριτες λεπτομέρειες. 79 Ανάλογο είναι και το ειδώλιο από την Αμοργό σήμερα στη Δρέσδη, (βλ. Hattler 2011, 281-282, αρ. 73 (B. Steinmann), μόνο που εδώ ο άνδρας φαίνεται να φορεί μια ζώνη ή περίζωμα και στο δεξί του χέρι είναι η προέκταση του όπλου, ενώ ο λώρος έρχεται παράλληλα με το αριστερό του χέρι. Και εδώ όμως υπάρχουν προσωπογραφικά χαρακτηριστικά και είναι ενδιαφέρουσα η υπόθεση ότι η μορφή ίσως ανήκει και στη θρησκευτική σφαίρα (πολεμική θεότητα;). 80 Doumas 1987, 16-17. 81 Βλ. παρακάτω Λεηλασία Αρχαιοτήτων: Η Μάστιγα της Κυκλαδικής Αρχαιολογίας, σελ. 129 κ.εξ. 82 Stampolidis – Sotirakopolou 2011α, 83. 83 Για την ΠΚ θρησκεία και τα ταφικά έθιμα, βλ. τελευταία Stampolidis – Sotirakopolou 2011στ, 86-99. 84 Βλ. παρακάτω Ταφικά Έθιμα, σελ. 95 κ.εξ. 85 Ντούμας 1990β, 93-94. 86 Μαρθάρη 2008α, 1096.
Doumas 1987, 16 κ.εξ. Ανάλογα «σκοτωμένα» αντικείμενα υπάρχουν και σε τάφους της μυκηναϊκής περιόδου καθώς και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, κυρίως σε τάφους πολεμιστών (πρβλ. στην Ελεύθερνα). 89 Έτσι, λ.χ. στο νεκροταφείο των Αγίων Αναργύρων στην περιοχή Σαγκρίου Νάξου, Doumas 1987, 17· Ντούμας 1990β, 94· Μαραγκού 1990, 107, αρ. 105 (Β. Λαμπρινουδάκης), όπου τα θεωρεί πύραυνα. 90 Βλ. Παπαχατζής 1996. 91 Λαμπρινουδάκης 1990, 102· Μαραγκού 1990, 106-107, αρ. 103-104 (Β. Λαμπρινουδάκης). 92 Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 60. 92 Λαμπρινουδάκης 1990, 99. 94 Λαμπρινουδάκης 1990, 100. 95 Anati 2000, 143. 96 Ντούμας 1990α, 158· Μαραγκού 1990, 160, αρ. 164 (Κ. Μπίρταχα). 97 Βλ. λ.χ. Παπουτσάκης 1972, 124 κ.εξ., 128, 137. 98 Televantou 2008α, 47 κ.εξ. 99 Βλ. σχετικά Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 61· Renfrew κ.ά. 2013. 100 Λαμπρινουδάκης 1990, 102 και Σταμπολίδης – Σωτηρακοπούλου 2007, 60, 194 αρ. 59. 101 Βλ. Καλτσάς 2007, 74. 102 Βέβαια, δεν θα πρέπει κανείς να υπερβάλλει, εάν λάβει υπόψη του τα λίθινα τεράστια σε μέγεθος έργα των αρχών της Νεολιθικής περιόδου από το ιερό στο Göbekli Tepe της Urfa στη ΝΑ Μικρά Ασία, αλλά εδώ συγκρίνονται μόνο με τα έως σήμερα γνωστά του ΠΚ πολιτισμού.
63
87
88
57