Προκουράτωρ

Page 1

Προκουράτωρ

Ο

ΠΡΟΚΟΤΡΑΣΩΡ ΠΙΕ΢Ε ΔΤΝΑΣΑ ΜΕ ΣΟΤ΢ ΑΝΣΙΦΕΙΡΕ΢ ΣΟΤ τους κροτάφους του. Μέσα στο κεφάλι του υπήρχαν δυο τεράστια σφυριά που τον κοπανούσαν χωρίς έλεος επί ώρες. Κι είχε μπροστά του μια από τις χειρότερες μέρες της χρονιάς. Ζύγωνε αυτό το καταραμένο Πάσχα για τους ντόπιους και η λέξη χάος ήταν πολύ μικρή για να περιγράψει το τι συνέβαινε μέσα σ’αυτή την κωλόπολη του κερατά που τον είχε στείλει η Ρώμη. Δεν ήταν η Ρώμη βέβαια, σκέφτηκε και μόρφασε. Ήταν ο ελεεινός μηχανοράφος, ο πρώην πεθερός του που είχε τρυπώσει στο παλάτι και ρουφιάνευε τους πάντες. Και τον μισούσε τόσο που θα μπορούσε να τον στείλει όχι στην Παλαιστίνη αλλά και στον Άδη αν μπορούσε. Σώρα που το ξανασκεφτόταν, δεν υπήρχε και τόσο μεγάλη διαφορά. «Να τελειώνουμε σήμερα με τους κατάδικους, να χωθώ στο λουτρό μέχρι αύριο το βράδυ», μονολόγησε και τον άκουσε μονάχα ο έμπιστός του γραμματέας που περίμενε υπομονετικά λίγο πιο κει για τις εντολές του. Ένας στρατιώτης ζύγωσε. Κουβαλούσε ένα καλάθι. «Κρασί δροσερό, σταφύλια και λίγο κρέας», είπε σύντομα και απίθωσε το καλάθι σε ένα χαμηλό τραπεζάκι που του υπέδειξε ο γραμματέας. Ύστερα έκανε μεταβολή για να αποχωρήσει. Σον σταμάτησε η φωνή του επιτρόπου. «Μισό λεπτό. Ποιος τα στέλνει ετούτα;» Ο στρατιώτης γύρισε ξανά και δίστασε να απαντήσει. Έριξε μια ματιά στον γραμματέα που έμενε σιωπηλός. «Σι έπαθες; Γιατί δεν μιλάς;»


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.
Προκουράτωρ by Antonio Nimertis - Issuu