Η ώρα του υπογείου

Page 1

νθιμε…» Η παπαλία ήσαν γεμάση κόςμο. Οικογένειερ με παιδιά ποτ φαλούςαν σον κόςμο. Ολτμπιονίκερ σηρ αμμοτδιάρ ποτ κοπανούςαν πακέσερ πάνψ απ’σο κευάλι σοτ. Νέοι, γέποι, αλλοδαποί και νσόπιοι, όλοι ςσπιμψγμένοι ςε ένα οικόπεδο ήλιοτ. Δεν σον ενδιέυεπε. Ούσε ο θόπτβορ απ’σιρ πακέσερ, ούσε η ζέςση, ούσε η πολτκοςμία. Είφε δίπλα σοτ σο ομοπυόσεπο κοπίσςι σοτ κόςμοτ. Κι ήσαν σο κοπίσςι σοτ. Η ςφέςη σοτ. Ο άνθπψπόρ σοτ. Την έβλεπε να φαμογελά και ο ήλιορ κπτβόσαν πίςψ από σα μάσια σηρ. Τίποσε δεν είφε γεννηθεί ππιν από εκείνη. Τίποσε δεν είφε ςημαςία ςε όλο σο ςύμπαν. Την έβλεπε να φαμογελά και όλο σοτ σο είναι άνθιζε. Πίςψ απ’σον ώμο σηρ… «Άνθιμε!» «Ε… Μαπκέλλα!» «Ποτ σαξίδετερ πάλι;» Η Μαπκέλλα με σο πλασύ, αυύςικα εγκάπδιο φαμόγελό σηρ. Η Μαπκέλλα με σο υαπδύ πιςινό και σην ετγενική χτφή. Ποτ σαξίδετε πάλι; Εκεί ποτ πάνσα σαξίδετε… σο σαξίδι ήσαν μονόσονα ίδιο… ίδιορ πποοπιςμόρ, ίδιερ εικόνερ, ίδιοι άνθπψποι… ίδιο σέλορ… «Σε θέλει ο Λαμππινάκηρ», σοτ είπε κουσά και σο πλασύ φαμόγελο μαζεύσηκε. Τατσόφπονα σα υπύδια σηρ γώνιαςαν ελαυπά πάνψ από ση μύση σηρ. Η όχη σηρ ήσαν αςσεία. «Με θέλει ο μαλάκαρ δηλαδή», μοτπμούπιςε και η ςτνάδελυόρ σοτ φαμογέλαςε. «Τι έκανερ πάλι;» «Δεν λερ καλύσεπα σι δεν έκανα; Και σι δεν κάνψ;» Η Μαπκέλλα γύπιςε πίςψ από μια κούσα σοςσιέπαρ ποτ βπιςκόσαν ςσο γπαυείο σηρ και σον κοίσαξε με αποπία. «Τι δεν έκανερ;» «Δεν σα βπόνσηξα μια και καλή όσαν έππεπε μάσια μοτ. Και δεν σοτ έυεπα εκείνο σον χετσο-ανεμιςσήπα ςσο κευάλι όσαν είφε έπθει ο πελάσηρ και μαρ ξέφεζε κανονικά. Ατσό σοτ έππεπε. Και λίγα είπε. Γιασί όλα ατσά ποτ ποτλάει είναι πιο ςκασά κι από σον ίδιο»


«Η Μαπκέλλα ξευύςηξε και φώθηκε ςσιρ κασαςσάςειρ σηρ. Ωπαίο σο ππψινό θάχιμο ςσον Λαμππινάκη αλλά είφε και δοτλειά. Ένα βοτνό δοτλειά. Από σόσε ποτ είφαν μείνει οι δτο σοτρ ςσην κψλοεσαιπία ατσή για να κάνοτν ση δοτλειά ποτ ππιν μοιπάζονσαν πένσε. «Πήγαινε σώπα», σοτ είπε με μησπικό ύυορ φψπίρ να ςηκώςει κευάλι από σα φαπσιά σηρ. Ο Λαμππινάκηρ και η κοιλιά σοτ. Ο Λαμππινάκηρ και ο κώλορ σοτ. Ο Λαμππινάκηρ και σα νεύπα σοτ. «Τι έφειρ πάθει σελετσαία εςύ; Μοτ λερ;» Ο Λαμππινάκηρ και οι μαλακιςμένερ ασάκερ σοτ, ολόιδιερ από σην εποφή ποτ κτβεπνούςε ο Σημίσηρ και φαζογέλαγε ο Παπανσψνίοτ επειδή θα μπαίναμε ςσον ςκληπό πτπήνα σηρ ετπψζώνηρ και θα σπώγαμε με φπτςά κοτσάλια. «Τι έγινε πάλι;», πώσηςε βαπιεςσημένα ο Άνθιμορ. Ήξεπε σι ςτνέβαινε. «Πήπε ατσόρ ο Λούπδηρ… Ζούπδηρ…» «Λοτβήρ… ε, σι θέλει;» «Ήσαν έξαλλορ! Μοτ σα έχαλλε κανονικά. Δεν μποπούςα να σον καλμάπψ!» Ο Λαμππινάκηρ και σο ίδιο έπγο κάθε μέπα, νύφσα μέπα μέφπι να φιονίςει ςση κόλαςη! Ο Άνθιμορ έκανε ένα μοπυαςμό αηδίαρ. «Ανσί για σο υούπνο μικποκτμάσψν σοτ έςσειλερ σον απσοπαπαςκεταςσή και ένα σηγάνι… μα, σι διάολο… σα έφειρ παίξει ενσελώρ μοτ υαίνεσαι» Το βλέμμα σοτ Άνθιμοτ άλλαξε. Η ςσάςη σοτ τπεπ-πληθψπικού ςώμασορ σοτ Λαμππινάκη άλλαξε. Ωρ και η υψνή σοτ άλλαξε. Μαζί με σο ύυορ. «Ππόςεφε βπε Άνθιμε… σελετσαία… σέλορ πάνσψν… υπόνσιςε να παπαλάβει σο υούπνο σοτ… κανόνιςέ σο αμέςψρ ςε παπακαλώ…» Ο Άνθιμορ έκανε μεσαβολή ππιν ολοκληπώςει ση υπάςη σοτ ο φασζημαλάκαρ με σο λιγδιαςμένο ποτκάμιςο και σα κπτμμένα μιςουαγψμένα ςάνσοτισρ ςσα ςτπσάπια σοτ. Έσςι και σον δολουονούςε κάποιορ, οι άνσπερ σηρ ςήμανςηρ θα ξέπναγαν δτο μέπερ από ατσά ποτ θα έβπιςκαν ςσο γπαυείο σοτ. Μπλιαφ! «Η ώπα σοτ τπογείοτ…»

«Γιασί σο έγπαχερ ατσό; Σοτ λέει κάσι; Τίσλορ σαινίαρ είναι;» «Η ώπα σοτ τπογείοτ…», επανέλαβε μηφανικά ο Άνθιμορ.

Η ώπα σοτ τπογείοτ

«Πώρ;»

-2-

Άκοτςε σιρ λέξειρ πίςψ από σην πλάση σοτ και ακινησοποιήθηκε. Γύπιςε απγά και κοίσαξε σον επγοδόση σοτ.


«Ήσαν γπαμμένο σπειρ, σέςςεπιρ υοπέρ μοτ είπε ο Ζούπλαρ πάνψ ςσο κοτσί σοτ απσοπαπαςκεταςσή». «Λοτβήρ», διόπθψςε ξανά ο Άνθιμορ, έκανε μεσαβολή και γύπιςε με απγά βήμασα ςσο γπαυείο σοτ. «Η ώπα σοτ τπογείοτ», μονολόγηςε και έυεπε σο πληκσπολόγιο πιο κονσά σοτ… σι ςσο δαίμονα να ήσαν πάλι ατσό; … Ο Άνθιμορ παπασηπούςε σην Μαπκέλλα να απολαμβάνει σην στπόπισα και σο μεςημεπιανό σηρ καυέ και ση ζήλετε. Τούση η ππψσογενήρ, ςφεδόν απφέγονη υτςική απόλατςη ενόρ σαπεινού γεύμασορ σοτ έυεπνε μελαγφολία. Για κείνον ήσαν έναρ φαμένορ παπάδειςορ ποτ νοςσαλγούςε. Τα σελετσαία πένσε φπόνια είφαν πεπάςει μέςα από διαδοφικέρ υάςειρ οπγήρ, θλίχηρ, πποςπάθειαρ επαναπποςαπμογήρ ‘ςσην ππαγμασικόσησα’ και άνσε πάλι απ’σην απφή… Για σην αγαπημένη σοτ ςτνάδελυο και υίλη όμψρ η απόλατςη μιαρ στπόπισαρ κι ενόρ παγψμένοτ καυέ ήσαν ένα μεγαλείο γεύςεψν και ηδονών ποτ δεν έφανε σην ομοπυιά σοτ έςσψ κι αν επαναλαμβανόσαν κάθε μέπα και ςσον ίδιο πνιγηπό επγαςιακό φώπο με ακλόνηση κανονικόσησα. Η Μαπκέλλα ήσαν ένα πιςσό ςκτλί σηρ δοτλειάρ όμψρ όποιορ σολμούςε να σηρ αμυιςβησήςει ατσή σην απόδπαςη σοτ μεςημεπιού μποπούςε να μεσαμοπυψθεί ςε ένα αγπιεμένο πάνθηπα. Μια υοπά είφε γίνει κάποσε ένα σέσοιο ςτμβάν κι από σόσε κανείρ δεν σολμούςε μεσαξύ 12.00 και 12.30 ούσε καν σο όνομά σηρ να χελλίςει. Μεσά σην… λήξη σοτ υαινομένοτ ήσαν και πάλι ςση διάθεςη όλψν. Γλτκιά, τπομονεσική, επγασική, αποσελεςμασική. ΋φι ςσο κπίςιμο ατσό μιςάψπο όμψρ.

Τον είδε πίςψ από σον ώμο σηρ. Τον είδε ςαν ςκιά ποτ οπθώνεσαι πίςψ από μια ιςφτπή πηγή υψσόρ. Μποπεί να ςσαθεί οσιδήποσε δίπλα ςσον ήλιο και να διεκδικήςει σο φώπο σοτ; Κι όμψρ, ατσό μποπούςε. Και σον έκανε να πιγήςει. Η Άννα σοτ φαμογελούςε. Είφε θτμηθεί μια παλιά ιςσοπία από σα παιδικά σηρ καλοκαίπια ςση Σανσοπίνη και η αυήγηςη σην είφε ςτνεπάπει. Πάνσα

Η ώπα σοτ τπογείοτ

Ο μπόμπιπαρ με σο κόκκινο ςοπσςάκι και σο μιςουαγψμένο παγψσό σον κοισούςε επίμονα ςαν αξιοπεπίεπγο θέαμα. Λίγο πιο πίςψ η μησέπα σοτ ξαπλψμένη ανάςκελα πάλετε να διαβάςει κάποιερ ςελίδερ ενόρ ετπώλησοτ μτθιςσοπήμασορ με ενστπψςιακό σίσλο, ‘Σσον σποφό σοτ πάθοτρ’, ή κάσι σέσοιο σέλορ πάνσψν. Ο άνσπαρ δίπλα σηρ, καθιςμένορ ςσην χάθα σοτ, μιλούςε με ένσαςη ςσο κινησό σοτ. Το θέμα σοτ έμοιαζε να σον έφει αποππουήςει. Η ΑΕΚ φπειαζόσαν εξσπέμ όφι δεύσεπο επιθεσικό. Και σεπμασουύλακα αξιόπιςσο. Ο ςτνομιλησήρ σοτ ππουανώρ διαυψνούςε και η ανσαλλαγή επιφειπημάσψν σον είφε ξανάχει. Κάθε σόςο ςκοτπιζόσαν με μια πεσςέσα και έβαζε κι έβγαζε με νετπικόσησα σα γταλιά-καθπέυσερ σοτ. ΋σαν κάσι είναι σόςο ππουανέρ όςο σο όσι λείπει σο εξσπέμ ποτ θα πλαγιοκοπεί σιρ ανσίπαλερ άμτνερ και ο γκολκήπεπ ποτ δεν θα κάνει εξόδοτρ σοτ Μεςολογγίοτ ςσιρ ςένσπερ, πώρ διάολο ο υίλορ σοτ επέμενε ςσιρ μαλακιςμένερ απόχειρ σοτ ποτ διάβαζε ςσιρ ευημεπίδερ και ςσα ςάισ; Κάποια ππάγμασα δηλαδή υψνάζοτν, έλεορ πια!

-3-

΋ςο η Μαπκέλλα δίπλα σοτ επιδιδόσαν ςσο μοναφικό σηρ όπγιο με άυαση και μτςσικιςσική ηδύσησα, εκείνορ είφε κολλήςει σο βλέμμα σοτ ςσην οθόνη σοτ τπολογιςσή σοτ. Ήσαν και για κείνον μια ιεπή ςσιγμή. Ένα ακόμη σαξίδι ξεκινούςε…


ςτνέβαινε ατσό όσαν θτμόσαν σα καλοκαίπια εκείνα ςσο νηςί σηρ. Ένιψθε πεπιςςόσεπο παπά άκοτγε σο γέλιο σηρ, σοτρ γλτκούρ ήφοτρ ποτ υέπνοτν ςσο ςσόμα οι αναμνήςειρ ετστφιςμένψν εποφών. Δεν ήσαν μόνορ. Η ςκιά σοτ ςτνοδεύσηκε με μια ακόμη. Είφαν κάνει σην εμυάνιςή σοτρ δτο άνσπερ, δτο τχηλόςψμερ ανσπικέρ υιγούπερ πάνψ από κάποιον και μιλούςαν με ένσαςη. Δεν ήσαν ελληνικά ατσά ποτ έυσαναν ςσ’ατσιά σοτ. Έμοιαζαν πώςικα αλλά δεν ήσαν. Ίςψρ Σεπβικά. Σύνσομα θα λτνόσαν σο αίνιγμα. Ένιψςε σην παπόπμηςη να πποςσασεύςει σην αγαπημένη σοτ από κάποιον αόπασο κίνδτνο ποτ σην απειλούςε. Εκείνη πάλετε να σοτ πει κάσι, μάλλον είφε σελειώςει η αυήγηςη σηρ Σανσοπίνηρ κι είφε πεπάςει ςε κάσι άλλο ποτ σην είφε ςοβαπέχει. Δεν σην άκοτγε. Έβλεπε σα φείλη σηρ να ςφημασίζοτν λέξειρ αλλά δεν άκοτγε. Έυεπε σο ςώμα σοτ κονσά σηρ, σην αγκάλιαςε ενώ με σην άκπη σοτ μασιού σοτ και όλερ σιρ αιςθήςειρ σοτ ςε ςτναγεπμό κασέγπαυε όςα γίνονσαν ςση γεισονική ανσποπαπέα. Η Άννα απόπηςε, ανσέδπαςε, σον έχεξε ποτ δεν έδινε ςημαςία ςσα λόγια σηρ. Ο μπόμπιπαρ άυηςε σο μιςουαγψμένο παγψσό σοτ να πέςει ςσην άμμο και γύπιςε σο ςψμασάκι σοτ αναζησώνσαρ σην αςυάλεια σηρ μησέπαρ σοτ. Και σόσε ςτνέβη… «Ππέπει να μιλήςοτμε» Πάλι πίςψ. Πάλι ο τπολογιςσήρ, η οθόνη, σο πληκσπολόγιο, οι κασαςσάςειρ σψν πελασών, σα κοτσιά με σα πολύ-μίξεπ ποτ σοτ έπιαναν σο μιςό γπαυείο, η μολτςμένη ανία και θάνασο, σοξική ςφεδόν ασμόςυαιπα σοτ φώποτ… ςσ’ απιςσεπά σοτ η Μαπκέλλα ςκούπιζε σο ςσόμα σηρ και έπινε μια από σιρ σελετσαίερ γοτλιέρ σοτ καυέ σηρ. «Τι θέλειρ να πούμε ‘Σούζι Κιοτ’;» «Ακόμα κολλημένορ με σο ‘Σούζι Κιοτ’;», ανσέδπαςε με ένα μοπυαςμό η Μαπκέλλα και παπάσηςε σον ξεζοτμιςμένο υπαπέ σηρ πάνψ ςσο γπαυείο σηρ. Ξαυνικά και οι δτο σαξίδεχαν σατσόφπονα ςε κείνη σην ψπαία εποφή ποτ τπήπφε ακόμη κόςμορ ςσο γπαυείο και σα πειπάγμασα έδιναν κι έπαιπναν. Δεν τπήπφε μονάφα πεπιςςόσεπορ κόςμορ. Υπήπφε διάθεςη, όπεξη για αςσεία… τπήπφε ο Μάκηρ. Στφνά πτκνά σον ανέυεπαν όσαν μιλούςαν για σιρ ππώσερ μέπερ ατσήρ σηρ εσαιπίαρ, δέκα φπόνια ππιν… Ο Μάκηρ σοτρ είφε τποδεφθεί όλοτρ, σοτρ είφε διδάξει σα ππώσα βήμασα, σοτρ έδινε κοτπάγιο, σοτρ έβγαζε σα παπασςούκλια σοτρ. Η Μαπκέλλα ήσαν η Σούζι Κιοτ…

«Μα, ςσο είφα εξηγήςει εγώ παιδί μοτ»

-4-

«Εκείνορ ποσέ σοτ δεν μοτ είπε»

Η ώπα σοτ τπογείοτ

«Ποσέ μοτ δεν κασάλαβα γιασί μοτ σο κόλληςε ατσό», είπε με έναν τπόππησο λτγμό ςση υψνή σηρ. Η ανάμνηςη σοτ Μάκη πάνσα σηρ έυεπνε αναςσάσψςη.

«Δεν ςε είφε δει εκείνο σο ππψί ςσο αςανςέπ να πεππασάρ ςεινάμενη-κοτνάμενη λερ κι ήςοτν κάποια ποπ ςσαπ ςε παπαλία σηρ Καλιυόπνια;»


Η Μαπκέλλα φαμογέλαςε ςσπαβά, όπθψςε σο εύςψμο παπάςσημά σηρ και άπφιςε να σπανσάζει σα μεγαλοππεπή σηρ ςσήθια πέπα δώθε φαςκογελώνσαρ. «Ατσά σοτ άπεςαν νομίζψ!», είπε κι έπεισα φαλάπψςε και ξαναπήπε ση γνψςσή σηρ ςσάςη. Οι καλέρ αναμνήςειρ δεν ππέπει να διαπκούν πάπα πολύ. Χάνοτν ση γεύςη σοτρ και υέπνοτν κασάθλιχη. «Λέγε… σι έφειρ να μοτ πειρ;», σην επανέυεπε με ατςσηπό δήθεν ύυορ ο Άνθιμορ ποτ ξαυνικά ςτνειδησοποίηςε πψρ φψπίρ σην Μαπκέλλα δεν τπήπφε καμιά ελπίδα επιβίψςηρ ςσο ςτγκεκπιμένο φώπο ούσε δετσεπόλεπσο. Χψπίρ σην Μαπκέλλα δεν θα απέμενε ούσε καν σο οξτγόνο ςε ατσή σην ςπηλιά. «Το ‘μαγαζί’ πάει κασά διαόλοτ μίςσεπ… ατσό βέβαια δεν είναι καινούπγιο» «Ποιο είναι σο καινούπγιο;», ση πώσηςε και κάπυψςε σο βλέμμα σοτ πάνψ σηρ. «΋σι ςύνσομα ππέπει να απφίςοτμε να χάφνοτμε για δοτλειά» Ούσε κι ατσή ήσαν μια ςτγκλονιςσική αποκάλτχη όμψρ η Μαπκέλλα δεν σην είφε αναυέπει ποσέ με σέσοιο ύυορ ςσο παπελθόν. ΋λοι σοτρ έχαφναν ‘για άλλη δοτλειά’ από σιρ ππώσερ εβδομάδερ… και κάθε σόςο σο έλεγαν, σο ςτζησούςαν, σο ονειπεύονσαν… κάποιοι σα κασάυεπναν… για άλλοτρ σούσορ ο όπουορ είφε αποδειφθεί έναρ σάυορ ονείπψν. «Εγώ δηλαδή… εςύ θα βγειρ από δψ μέςα μεσά από σα έπιπλα Μαπκέλλα», σηρ είπε αλλά δεν κασάυεπε να σηρ αποςπάςει σην πποςοφή. Έπεισα ςτνειδησοποίηςε πψρ είφε ξεςσομίςει μια φονσπάδα. «Με ςτγφψπείρ… δεν…» «Έφψ ακούςει ςτζησήςειρ… ξέπψ σι ςοτ λέψ…», σον παπέκαμχε η Μαπκέλλα και σον κοίσαξε ςοβαπά. «Έφειρ σίποσε κασά νοτ;» «Το Κλίβελανσ», σοτ πέσαξε ςφεδόν αμέςψρ. «Θα πάρ σελικά ςσην αδεπυή ςοτ;» «Στνέφεια μοτ γπάυει, μοτ πιπιλάει σο μταλό… σα έφοτν κασαυέπει μια φαπά εκεί πέπα…»

«Η ώπα σοτ τπογείοτ…», χέλλιςε ο Άνθιμορ και η Μαπκέλλα γύπιςε και σον κοίσαξε ςτνουπτψμένη. «Τι ππάγμα;»

Η ώπα σοτ τπογείοτ

Άνθπψποι ποτ ‘σα έφοτν κασαυέπει’… ήθελε να οτπλιάξει κάθε υοπά ποτ άκοτγε ατσή ση υπάςη.

-5-

«Μάλιςσα», μονολόγηςε μελαγφολικά ο Άνθιμορ ποτ είδε σην εικόνα μπποςσά σοτ. Τη Μαπκέλλα με σην αδελυή σηρ, σον άνσπα σηρ και σα παιδιά σηρ, όλοτρ μαζί ςε κάποια εκδπομή ςσιρ αμεπικάνικερ λίμνερ. Τη ςκηνή θα έππεπε να ςτμπληπώνει κι έναρ ςκύλορ. Μεγαλόςψμορ και μαλλιαπόρ μάλλον.


«Τίποσα… μια υπάςη… κάσι ποτ έφει κάποια ςημαςία αλλά δεν ξέπψ ποια…» «Είναι ο σίσλορ ενόρ ποιήμασορ Άνθιμε», είπε με κάποια αύπα ενοφήρ ςση υψνή σηρ η Μαπκέλλα. Είφε ππουέπει σο όνομά σοτ. Ολόκληπο. Καμιά υοπά για να σον πειπάξει σον έλεγε Θύμιο, κάποσε κάποσε Άνθι… πόςερ υοπέρ είφε φπηςιμοποιήςει σο κανονικό σοτ όνομα; Τι ςτνέβαινε; Ένα πίγορ διέσπεξε σην παφοκοκαλιά σοτ. «Τι… σι εννοείρ;» «Είναι ένα ποίημα… ένα ποίημα κάποιοτ… δεν θτμάμαι σώπα σο όνομά σοτ… ένα ποίημα ποτ μού είφε υέπει εδώ ςσο γπαυείο η Άννα…» Αν τπήπφε σπόπορ να κινημασογπαυήςει κανείρ σι γινόσαν μέςα ςσον εγκέυαλο σοτ Άνθιμοτ εκείνη ση ςσιγμή ίςψρ να είφε ςε μικπογπαυία σο ανάλογο σοτ Μπινγκ-Μπανγκ! Κι αν μποπούςε να μεσπήςει σοτρ παλμούρ σηρ καπδιάρ σοτ θα σπόμαζε. «Τι… σι είπερ σώπα;» Η Μαπκέλλα ςηκώθηκε από σο γπαυείο σηρ και σον πληςίαςε. Σπάνια σο έκανε πια κι ατσό. ΋μψρ ατσή ήσαν μια άλλη Μαπκέλλα. Ατσή ποτ ήξεπε πψρ είφε ανοίξει σην εςώθτπα ςε έναν σόπο ιεπό… «Ήσαν εκείνη η μέπα… η σελετσαία… ήπθε από δψ να ςε πάπει… θτμάςαι… υεύγασε για διακοπέρ… είφερ πάπει σην άδειά ςοτ… σι μέπα κι εκείνη… ση θτμάμαι σην Άννα… έλαμπε ολόκληπη…» Οι εκπήξειρ ςσο εςψσεπικό σοτ ςύμπαν διαδέφονσαν η μια σην άλλη… σα δάκπτα άπφιςαν να κτλούν ποσάμι από σα μάσια σοτ. Πώρ θα μποπούςε ποσέ να ξεφάςει εκείνη σην ημέπα; Ή οποιαδήποσε μέπα μαζί σηρ; «Μοτ είπε πολλά για ςαρ… έκανε αςσεία, γελούςε, έλεγε, έλεγε… μα κάποια ςσιγμή όσαν εςύ ήςοτνα μέςα με σον Λαμππινάκη, με κοίσαξε κάπψρ πεπίεπγα και μοτ έδψςε ςε ένα φαπσάκι ένα ποίημα ποτ είφε διαβάςει ςε ένα βιβλίο… με ςτγφψπείρ μα δεν θτμάμαι σίποσε άλλο… σο φαπσί σο υύλαξα όμψρ… σο ξέπειρ πψρ όλα σα υτλάψ!» Η παλάμη σηρ σον έςυιξε δτνασά ςσον ώμο κι εκείνορ αππάφσηκε απ’σο μππάσςο σηρ και αναλύθηκε ςε λτγμούρ. Βτθίςσηκαν για λίγο ςε κείνη σην άγια ςιγή ποτ νσύνει ςπλαφνικά σην ενςτναίςθηςη ανάμεςα ςσα ανθπώπινα πλάςμασα. Πόςο κπάσηςε; Δετσεπόλεπσα; Λεπσά; Τι ςημαςία είφε;

«Το βπήκα… ατσό είναι…», σοτ είπε κπασώνσαρ ςσο φέπι σηρ ένα κομμάσι φαπσί. Κοισώνσαρ σον ςσα μάσια σο άυηςε απαλά πάνψ ςσο γπαυείο σοτ.

Η ώπα σοτ τπογείοτ

Με σην άκπη σοτ θολού από σα δάκπτα μασιού σοτ είδε ση υιγούπα σηρ ςτναδέλυοτ σοτ να χάφνει ςκτμμένη ςε κάποιο ςτπσάπι σοτ γπαυείοτ σηρ. Δεν άπγηςε πολύ να σο ενσοπίςει. Η ετλογημένη ετσαξία σηρ Μαπκέλλαρ!

-6-

«Κάσςε να ςσο υέπψ…», σοτ χιθύπιςε κάποια ςσιγμή και σον άυηςε. Το φέπι σοτ έπεςε νεκπό δίπλα ςσο ςώμα σοτ. Ήσαν ήδη κοτπέλι.


Ο Άνθιμορ σο κοίσαξε για μια ςσιγμή. Το οπσικό πεδίο ήσαν τγπό. Σκούπιςε σα μάσια σοτ και σο χηλάυηςε με καθαπό βλέμμα. Ένα μικπό κομμασάκι φαπσί. Το πήπε ςσα φέπια σοτ και σο φάιδεχε σπτυεπά. Κάποιοι ςσίφοι απαδιαςμένοι ο έναρ κάσψ από σον άλλο. Ο γπαυικόρ φαπακσήπαρ σηρ Άνναρ. «Ίςψρ να μην…» πήγε να πει η Μαπκέλλα υοβούμενη πψρ πεπιςςόσεπη ένσαςη δεν θα σοτ έκανε καλό όμψρ σο νεύμα σοτ σην ςσαμάσηςε. Καμιά υοπά σέσοιερ ςσιγμέρ ππέπει να βιώνονσαι ολοκληπψσικά. ΋ςο οδτνηπέρ κι αν είναι. Άπφιςε να διαβάζει χιθτπιςσά ςσην απφή κι έπεισα άηφα… Είμαςσε αθάνασοι γιασί κάποσε ήμαςσαν παιδιά δεν φπειάζεσαι να βτθιςσώ ςσο σψπινό ςοτ βλέμμα δεν φπειάζεσαι να λαφσαπάρ σο σψπινό μοτ άγγιγμα εμένα θα έφειρ πάνσα ολόκληπη και άυθαπση κπτμμένη ςε κάποια βάθη ανεξεπεύνησα για όλοτρ όφι όμψρ για ςένα κι εγώ αν κάποσε θελήςψ να ςε αναζησήςψ όπψρ εκείνη ση βπαδιά δίπλα ςσοτ καλοκαιπιού σο κύμα υσάνει να πεππασήςψ ςε μια απόμακπη αμμοτδιά και θα ςε ςτνανσήςψ η ώπα σοτ τπογείοτ η πιο μεγάλη ατσή ποτ όλα σα πεπιέφει μαρ καλεί κι όμψρ δεν θα μαρ κπύχει ςσο άπειπο η ώπα σοτ τπογείοτ ποτ ςήμανε να φψπιςσούμε μαρ καλεί ξένοι να γίνοτμε και πάλι…

«Σε… ςε πειπάζει να σο πάπψ;», ση πώσηςε.

Η ώπα σοτ τπογείοτ

Έκλειςε σο φαπσάκι με ετλάβεια ςσην φούυσα σοτ και γύπιςε σο βλέμμα σοτ ςσην Μαπκέλλα ποτ ήσαν δακπτςμένη, χύφπαιμη όμψρ και σον κοισούςε με σην εσοιμόσησα σηρ νοςοκόμαρ ποτ δεν θα διςσάςει να παπέμβει εάν ο αςθενήρ κασαππεύςει.

-7-

μα εμείρ αγάπη μοτ δεν έφοτμε σίποσα να υοβηθούμε γιασί τπήπξαμε κάποσε παιδιά κι είμαςσε αθάνασοι…


«΋φι καλέ μοτ», σοτ είπε αμέςψρ και σον είδε να ςηκώνεσαι απγά απγά από σην καπέκλα σοτ και να σακσοποιεί σα ππάγμασά σοτ. «Αν ςε ζησήςει ο Λαμππινάκηρ…» «Να σοτ πειρ όσι ξέπει ποτ ππέπει να πάει για να γαμηθεί!», σηρ απάνσηςε και γύπιςε σο ςώμα σοτ ππορ σην έξοδο. Μεσά από δτο βήμασα ςσαμάσηςε, έκανε μεσαβολή, γύπιςε πίςψ με σαφύ βήμα, έςκτχε πάνψ από σην Μαπκέλλα και σηρ έδψςε ένα γλτκό υιλί ςσο μάγοτλο. Τηρ φάιδεχε σο ππόςψπο κι έπεισα έκανε ξανά μεσαβολή και σπέφονσαρ ςφεδόν εγκασέλειχε σον όπουο. … ΋λα έγιναν γνψςσά σην ίδια μέπα κιόλαρ. Ο έναρ από σοτρ δτο όπθιοτρ άνσπερ λεγόσαν Ίβισςα Σεμππένοβισρ. Φοπούςε ένα παπδαλό ποτκάμιςο ποτ σο είφε βγάλει έξψ από σο πανσελόνι σοτ και ο αέπαρ σο υούςκψνε και σο ξευούςκψνε ςαν πανί. Ο άλλορ, νεόσεπορ ςε ηλικία ατσόρ, ήσαν ο Νσπάζεν Πλιόβισρ. Ατσόρ είφε ένα ηλίθιο ύυορ λερ και κάποια γποθιά σον είφε παπαμοπυώςει μόνιμα. Φοπούςε ένα ευαπμοςσό μπλοτζάκι για να σονίζει σοτρ καλογτμναςμένοτρ μτρ σοτ. Τα φέπια σοτ ήσαν γεμάσα σασοτάζ. Είφε σασοτάζ ςε όλο σοτ σο ςώμα, ακόμα και ςσο λαιμό σοτ. Οι δτο άνσπερ ςσέκονσαν όπθιοι και μιλούςαν ένσονα ςε έναν σύπο ποτ καθόσαν ςε μια πεσςέσα υοπώνσαρ μονάφα σο μαγιό σοτ. Ατσόρ ήσαν ο Κπίςσο Λέμππισςα. Ο Σεμππένοβισρ, Σέπβορ, γύπψ ςσα πενήνσα και άνθπψπορ σοτ τποκόςμοτ, ήσαν ο πιο ομιλησικόρ, ο πιο σςασιςμένορ. Έκανε ςτνεφώρ φειπονομίερ και ζησούςε από σον Λέμππισςα να ςηκψθεί και να σοτρ ακολοτθήςει. Ο φσιςμένορ ςσα γτμναςσήπια Πλιόβισρ, ςτμπασπιώσηρ σοτ Σεμππένοβισρ, δεν έλεγε πολλά. Επιθεψπούςε γύπψ σοτ σην κασάςσαςη ςαν μανσπόςκτλο ποτ υτλάει σο κοπάδι.

Τόσε ήσαν ποτ απουάςιςε να κάνει σην κίνηςή σοτ ο Λέμππισςα. Πεσάφσηκε όπθιορ, άππαξε σον Σεμππένοβισρ από σο λαιμό κι οι δτο άνσπερ άπφιςαν ση ςψμασική πάλη. Ο Πλιόβισρ ενεπλάκη δετσεπόλεπσα μεσά.

Η ώπα σοτ τπογείοτ

Ο Σέπβορ κακοποιόρ σον είδε. Έπιξε ένα αποπημένο βλέμμα πάνψ σοτ, πάνψ ςσην Άννα κι έπεισα ππόσεινε σο πεπίςσπουό σοτ. Ακούςσηκαν κάποια οτπλιαφσά από ολόγτπα και η παπαλία άπφιςε να αδειάζει ςσο ςημείο εκείνο. Ο μπόμπιπαρ είφε εξαυανιςσεί κιόλαρ ςσην αγκαλιά σηρ μησέπαρ σοτ ποτ πποςπαθούςε να μείνει χύφπαιμη ενώ ο άνσπαρ σηρ με σο κινησό ςσο φέπι κοισούςε αποςβολψμένορ ση ςκηνή.

-8-

Την ίδια ακπιβώρ ςσιγμή ποτ ο μπόμπιπαρ άυηνε σο παγψσό σοτ να πέςει ςσην άμμο, ο Άνθιμορ είδε σο πεπίςσπουο ποτ είφε φψμένο ο Σεμππένοβισρ μέςα από ση ζώνη ςσην πεπιοφή σοτ κόκκτγα. Το αίμα πάγψςε ςσιρ υλέβερ σοτ, αγκάλιαςε σην Άννα ποτ κάσι σοτ έλεγε και έυεπε σο ςώμα σοτ όςο μποπούςε μπποςσά. Το ένςσικσό σοτ είφε φστπήςει από ώπα ςτναγεπμό. Η ένσονη λογομαφία σψν σπιών ανσπών δεν εππόκεισο να οδηγήςει κάποτ καλά και με σην πολτκοςμία ολόγτπα πεπνούςε ςφεδόν απαπασήπηση. Εκείνορ όμψρ είφε ‘λοκάπει’ σον Σεμππένοβισρ ποτ υαινόσαν εκσόρ εατσού και ση ςσιγμή ποτ έπιξε μια κλψσςιά ςσ’αφαμνά σοτ εμβπόνσησοτ Λέμππισςα και με σο δεξί σοτ φέπι άππαζε σο πεπίςσπουο από ση μέςη σοτ για να σον ςημαδέχει, έκανε μια βοτσιά εμππόρ από σο ςώμα σηρ Άνναρ και σην πίεςε με σο φέπι σοτ να παπαμείνει ςση θέςη σηρ ακίνηση.


Ακούςσηκαν σπειρ πτποβολιςμοί. Η ππώση ςυαίπα σπατμάσιςε μια ηλικιψμένη γτναίκα κάποτ σπιάνσα μέσπα μακπιά. Ήσαν απίθανο σο πώρ πέπαςε ξτςσά καμιά δεκαπιά ανθπώποτρ ποτ βπίςκονσαν ενδιάμεςα αλλά βπήκε ςσον δεξί μηπό σην άστφη γτναίκα. Ετστφώρ ο σπατμασιςμόρ δεν ήσαν θανάςιμορ. Ττφεπή άστφη λοιπόν. Ο δεύσεπορ πτποβολιςμόρ δεν είφε καμιά δτςάπεςση ςτνέπεια. Η ςυαίπα φώθηκε ςσην άμμο κι ατσό ήσαν όλο. Η σπίση ςυαίπα ήσαν ατσή ποτ ςκόσψςε σην Άννα… «Θέλειρ λοιπόν να ςοτ πψ σι πιςσεύψ;» Η Θεώνη έβγαλε σα κομχά γταλιά ππεςβτψπίαρ και κοίσαξε σον Άνθιμο ςσα μάσια με ςοβαπό ύυορ. Σσο δεξί σηρ φέπι τπήπφε ακόμη σο φαπσί ποτ σηρ είφε δώςει λίγη ώπα ππιν, ςσην απφή σηρ ςτνεδπίαρ. «Ναι, βέβαια… μα, γι ατσό ήπθα» Το ύυορ σηρ χτφοθεπαπεύσπιαρ άλλαξε κάπψρ κι έγινε ελεγφόμενα ατςσηπό. «Μεσά από δτο φπόνια ςφεδόν» Ο Άνθιμορ έςκτχε σο κευάλι. «Θα ςοτ πψ αυού σο θέλειρ σι πιςσεύψ γι ατσό σο ποίημα και για ό,σι άλλο. Μποπεί να εγκασέλειχερ ση θεπαπεία ξαυνικά ππιν δτο φπόνια κι ενώ είφαμε ςημειώςει κάποια αξιοςημείψση ππόοδο, όμψρ παπαμένψ η θεπαπεύσπιά ςοτ. Με μια έννοια και υίλη ςοτ. Θέλψ σο καλό ςοτ και μεσά από όλα όςα ςοτ έφοτν ςτμβεί νιώθψ ειλικπινά πψρ αξίζει να γτπίςειρ επισέλοτρ ςελίδα ςση ζψή ςοτ. Στγφώπηςε σο κλιςέ αλλά… σαίπιαζε»

«Μην νομίζειρ πψρ ςε μαλώνψ. Δεν είςαι σο άσακσο παιδί ποτ φπειάζεσαι νοτθεςία ή σιμψπία. Ξέπειρ καλά πψρ δεν ακολοτθώ σέσοιερ μεθόδοτρ. Ανηςτφούςα όμψρ, δεν ςσο κπύβψ. Το ςημανσικό είναι πάνσψρ πψρ απόχε είςαι και πάλι εδώ. Και βλέποτμε» «Ναι», απάνσηςε ήπεμα ο Άνθιμορ και ςήκψςε ξανά σο βλέμμα σοτ.

Η ώπα σοτ τπογείοτ

Και η πεπίπσψςη σοτ Άνθιμοτ ίςψρ ήσαν η ςοβαπόσεπη ποτ είφε αναλάβει. Κι ο ίδιορ ο Άνθιμορ έναρ πελάσηρ όφι εύκολορ, όφι ανοιφσόρ, όφι έσοιμορ να μοιπαςσεί και να εμπιςσετσεί. ΋μψρ ςσοτρ 8 μήνερ ποτ κπάσηςαν οι ςτνεδπίερ σοτρ ώςποτ να σιρ διακόχει ξαυνικά εκείνορ, τπήπξε αληθινή ππόοδορ. Με ςσαθεπά και απγά βήμασα.

-9-

Η Θεώνη ήσαν αληθινά έναρ θατμάςιορ άνθπψπορ. Τοτ σην είφε ςτςσήςει ο Μάκηρ λίγοτρ μήνερ μεσά σο σπαγικό εκείνο καλοκαιπινό ππψινό ποτ ήπθαν σα μέςα έξψ και σα πάνψ κάσψ ςση ζψή σοτ Άνθιμοτ. Ωρ χτφολόγορ και χτφοθεπαπεύσπια η Θεώνη δεν ευήπμοζε πεπαλαιψμένερ και πολύφπονερ υποϋδικέρ ή γιοτνγκιανέρ αναλύςειρ. Πίςσετε βαθιά ςσην ‘εδώ και σώπα’ κασάςσαςη σοτ αςθενή – πελάση και ςση δύναμη σηρ θεπαπετσικήρ ςφέςηρ κι ατσά ακπιβώρ ευήπμοζε, με σιρ απαισούμενερ παπαλλαγέρ βέβαια ανάλογα με σην πεπίπσψςη.


«Δεν ςκοπεύψ επίςηρ να ςτνεφίςψ από εκεί ποτ ςσαμασήςαμε σόσε. Ξέπειρ πψρ πάνσα εςσιάζψ ςσο ‘εδώ και σώπα’… ςε πψσάψ λοιπόν, ποιο είναι ατσό σο ‘εδώ και σώπα’ ποτ ςε έκανε να με αναζησήςειρ;» Ο Άνθιμορ πήπε μια βαθιά ανάςα. Δεν ήξεπε από ποτ ν’απφίςει. «Στμβαίνοτν μτςσηπιώδη ππάγμασα Θεώνη» «Να σα πάποτμε από σην απφή; Ακόμη και σο πλέον αξεδιάλτσο μτςσήπιο έφει κάποια απφή…» «Ναι… ψπαία… Το ποίημα ατσό δεν είναι η απφή. Είναι η αυοπμή όμψρ. Με έφει αναςσασώςει πολύ. Πένσε μέπερ σώπα δεν μποπώ να βγάλψ άκπη. Κάνψ βόλσερ μόνορ μοτ σα βπάδια, πάψ κι έπφομαι ςση δοτλειά ςαν ζόμπι… δεν κασαλαβαίνψ…» «Πιάςε σην απφή Άνθιμε», σον πποςανασόλιςε η Θεώνη. Ο Άνθιμορ σηρ εξιςσόπηςε σο πεπιςσασικό με ση λανθαςμένη παπαγγελία ςσον Λοτβή. Ποιορ είφε γπάχει σον σίσλο σοτ ποιήμασορ πάνψ ςσιρ κούσερ; ΋σαν σιρ εξέσαςε με σην επιςσπουή σοτρ ςσην εσαιπία, δεν μποπούςε να απουανθεί με ςιγοτπιά για σον γπαυικό φαπακσήπα. Μεγάλα γπάμμασα, ακασάςσαση γπαυή, φονσπό μελάνι. Μποπεί να σα είφε γπάχει ατσόρ και δεν σο θτμόσαν; Υπνψσιςμένορ ήσαν; Δεν μποπούςε να αποκλείςει κάποιο κενό μνήμηρ. Άλλψςσε είφε κάνει λάθορ ςσην παπαγγελία, κάσι ςπάνιο γι ατσόν. ΋μψρ ίςψρ είφε κάνει κι άλλα λάθη ποτ σα διόπθψνε ςσην ποπεία η Μαπκέλλα και δεν σοτ έλεγε σίποσε. Ο Λαμππινάκηρ πάνσψρ είφε γκπινιάξει για σην κασάςσαςή σοτ. «Το θέμα ατσό είναι ππάγμασι παπάξενο και θα επανέλθοτμε. Μεσά;», πώσηςε η Θεώνη ποτ άκοτγε πάνσοσε με ιδιαίσεπη ενςτναίςθηςη. «Μεσά είναι σο σπελό με σην Μαπκέλλα και σο ποίημα. Πώρ είναι δτνασόν Θεώνη να μοτ είφε κπύχει σο ποίημα η Άννα; Πώρ είναι δτνασόν να σο άκοτςα για ππώση υοπά μεσά από πένσε φπόνια; Και η Μαπκέλλα… γιασί σο κπασούςε κπτυό και κασαφψνιαςμένο ςσο ςτπσάπι σηρ;» «Ο ποιησήρ; Η ποιήσπια μάλλον», πώσηςε η Θεώνη. «Με απαςφολεί όλερ ατσέρ σιρ ημέπερ. Και ποτ δεν έχαξα και ςε ποιο βιβλιοπψλείο δεν πήγα και δεν πώσηςα… σίποσα… δεν βπήκα σίποσα…» «Ούσε ςσο ίνσεπνεσ;» «Ούσε»

«Θέλειρ να πειρ πψρ είναι παπάξενο η Μαπκέλλα να θτμάσαι σα πάνσα κι όφι ατσό ε;» «Ππορ σο παπόν ςτλλέγοτμε σα ςσοιφεία. Δεν είναι και πολλά. Νομίζψ όμψρ πψρ ο πτπήναρ είναι σο ίδιο σο ποίημα» «Και δεν έφψ ιδέα από ποίηςη»

Η ώπα σοτ τπογείοτ

Ο Άνθιμορ κοίσαξε ςτνουπτψμένορ σην χτφοθεπαπεύσπιά σοτ.

- 10 -

«΍ςσε δεν ξέποτμε σον ποιησή… ούσε η Μαπκέλλα σον θτμόσαν;»


«Η Άννα;» «Το ίδιο… ποσέ δεν μοτ είφε αναυέπει κάσι ςφεσικά… άλλα βιβλία τπήπφαν ένα ςψπό ςσο ςπίσι… ίςψρ και κάποια ποιησική ςτλλογή για να μην λείπει από ση βιβλιοθήκη…» «Αποκλείειρ να σο είφε γπάχει η ίδια;» Ο Άνθιμορ έμεινε βοτβόρ κοισάζονσαρ σο κενό. Πώρ μποπούςε να αποκλείςει οσιδήποσε; «Μοιάζοτμε λίγο με σον Σέπλοκ Χολμρ και σον δόκσοπα Οτώσςον, έσςι;», είπε ξαυνικά η Θεώνη και γέλαςαν και οι δτο. «Θα ςοτ πψ όμψρ σι πιςσεύψ εγώ για σο ποίημα. Το οποίο δεν ςοτ κπύβψ πψρ με άγγιξε… ππόκεισαι για ένα όμοπυο ποίημα, ςκοσεινό και υψσεινό μαζί… δεν είμαι κι εγώ πολύ σηρ ποίηςηρ… Νομίζψ όμψρ πψρ έφψ έναν ςτλλογιςμό…» «Σε ακούψ Θεώνη μοτ. Με μεγάλη αγψνία» «Νομίζψ πψρ η Μαπκέλλα δεν ςσο έδειξε όλα ατσά σα φπόνια γιασί ππόκεισαι για ένα ποίημα φψπιςμού…» Τα λόγια σηρ Θεώνηρ έπεςαν ςαν κεπατνόρ ςσην καπδιά σοτ Άνθιμοτ. Ίςψρ αν πποέπφονσαν από όποιον άλλο να μην σον καθήλψναν. Η Θεώνη όμψρ δεν ςτνήθιζε να οδηγείσαι ςε επιπόλαιοτρ ιςφτπιςμούρ. Κι εκσόρ σψν άλλψν σοτ μιλούςε και ςαν γτναίκα. Η άποχή σηρ βάπαινε πολλαπλά. «Χψπιςμού;», επανέλαβε πομποσικά ο Άνθιμορ. «Ναι… ατσό πιςσεύψ… αν σο διαβάςειρ πποςεκσικά… όμψρ όφι ενόρ φψπιςμού ατσοθέλησοτ αλλά εξαναγκαςμένοτ…» «Με μπέπδεχερ σώπα», είπε ο Άνθιμορ και ανακάθιςε ςσην καπέκλα σοτ. «Η ποιήσπια αναυέπεσαι ςσην ‘ώπα σοτ τπογείοτ’… πιςσεύψ πψρ εννοεί σο θάνασο… απετθύνεσαι ςσον αγαπημένο σηρ… σοτ μιλά για σην αγάπη σοτρ ποτ δεν μποπεί να αγγίξει ο θάνασορ, ο φψπιςμόρ… ύςσεπα… είναι οι ππώσοι και οι σελετσαίοι ςσίφοι… οι ψπαιόσεποι σοτ ποιήμασορ νομίζψ…» Η Θεώνη άπφιςε να διαβάζει απγά και καθαπά. «Είμαςσε αθάνασοι / γιασί κάποσε / ήμαςσαν παιδιά … μα εμείρ αγάπη μοτ / δεν έφοτμε σίποσα να υοβηθούμε / γιασί τπήπξαμε κάποσε παιδιά / κι είμαςσε αθάνασοι»

Ο Άνθιμορ πεσάφσηκε όπθιορ από σην καπέκλα σοτ, βημάσιςε ψρ σον σοίφο και κοπάνηςε ση γποθιά σοτ. Σφεδόν αμέςψρ άπφιςε να σπανσάζεσαι από λτγμούρ.

Η ώπα σοτ τπογείοτ

«Γνψπιζόςαςσαν από παιδιά με σην Άννα, έσςι δεν είναι;»

- 11 -

Οι λέξειρ ήφηςαν διαυοπεσικά σώπα ςσ’ατσιά σοτ Άνθιμοτ όπψρ ςτλλαβή ση ςτλλαβή απθπώνονσαν με ση υψνή σηρ Θεώνηρ. Έμπαιναν ςαν λόγφερ και διασπτπούςαν σον εςώσεπο πτπήνα σοτ είναι σοτ.


Η Θεώνη δεν ανσέδπαςε ςσο ξέςπαςμά σοτ και λίγα λεπσά σον άυηςε φψπίρ να παπέμβει. Κάποια ςσιγμή ςηκώθηκε και σον οδήγηςε ήπεμα ςση θέςη σοτ. Γέμιςε ένα ποσήπι νεπό και σοτ έβαλε ςσο φέπι. «Νιώθειρ καλύσεπα;», σον πώσηςε απαλά και ξανακάθιςε ςση θέςη σηρ απένανσί σοτ. Ο Άνθιμορ ήπιε λίγο νεπό και έκανε ένα νεύμα κασάυαςηρ. Σσην ππαγμασικόσησα ένιψθε απαίςια. «Στνεπώρ έφοτμε κάποιερ απανσήςειρ ςσα επψσήμασά μαρ Άνθιμε. Η Άννα ήσαν εκείνη ποτ έγπαχε σο ποίημα. Ήσαν άππψςση και ήξεπε πψρ ήσαν σο σελετσαίο ςαρ καλοκαίπι. Εμπιςσεύσηκε σο ποίημά σηρ ςσην Μαπκέλλα για να ςσο δώςει ςε κάποια μελλονσική πεπίςσαςη. Η Μαπκέλλα σο έκπτχε αλλά ο σπαγικόρ θάνασορ σηρ Άνναρ ακύπψςε σην όποια δέςμετςή σηρ. Έσςι έμεινε σο ποίημα ατσό θαμμένο… ψρ σώπα…» Ο Άνθιμορ άκοτγε σην χτφοθεπαπεύσπιά σοτ ςιψπηλόρ… όλα σούσα ήσαν πολλά για να σα διαφειπιςσεί… ύςσεπα από σόςα φπόνια πάληρ με σην κασάθλιχη ένιψςε να ξανακτλά ςσο ίδιο ςκοσεινό μονοπάσι. Σηκώθηκε με κοτπαςμένο ύυορ, ζήσηςε ςτγνώμη από ση Θεώνη και αποφώπηςε από σο γπαυείο σηρ ςέπνονσαρ σα βήμασά σοτ. … Κάποτ μέςα ςσο διαμέπιςμα τπήπφε ένα ανσικείμενο ποτ ςσον πεπίυημο μεσα-νεψσεπικό άνθπψπο έμοιαζε με πποέκσαςη σοτ φεπιού σοτ. ΋φι, δεν έμοιαζε. Ήσαν. Και δεν ήσαν μόνο ατσό. Το κινησό ‘έξτπνο’ σηλέυψνο νέαρ γενιάρ αποσελούςε ένα ολόκληπο ςύμπαν. Για πολλούρ ανθπώποτρ ήσαν σο γπαυείο σοτρ, η χτφαγψγία και η διαυτγή σοτρ. Μια σπύπα για να φώνειρ σο κευάλι ςοτ όσαν ήθελερ να κπτυσείρ από όλοτρ και όλα. Ή απλά έναρ εκλεπστςμένορ ςύγφπονορ ηλεκσπονικόρ υίλορ. Και ςύμβοτλορ. Και φειπαγψγόρ. Και κοτμανσαδόπορ. Για σα πεπιςςόσεπα νέα παιδιά σο κινησό smart phone ήσαν σο απόλτσο επγαλείο ςτν-ύπαπξηρ. Επψσικό υεσίφ και ανσικείμενο πόθοτ. Διαμεςολαβησήρ και διαγγελέαρ μαζί ςκέχεψν, ςτναιςθημάσψν, ολόκληπψν κόςμψν ποτ κάποσε οι άνθπψποι κοινψνούςαν ςε μια μεσοφή ςψμασο-πνετμασικήρ παποτςίαρ ςσο άθλημα σηρ ςφέςηρ. Ατσά για σοτρ πεπιςςόσεποτρ μονσέπνοτρ ανθπώποτρ. ΋φι για σον Άνθιμο.

Θτμήθηκε να σο αναζησήςει μόλιρ σην σπίση ημέπα μεσά σην υοβεπή ςτνεδπία σοτ με ση Θεώνη. Το σι είφε ςτμβεί ατσέρ σιρ ημέπερ ποτ είφαν μεςολαβήςει δεν θα μποπούςε να πει ςε κανέναν. Αν σοτ είφε ςσείλει κανένα εξώδικο ο Λαμππινάκηρ, αν είφε γίνει κανέναρ

Η ώπα σοτ τπογείοτ

Το ζήσημα βέβαια είναι πψρ σο κινησό σηλέυψνο με σιρ σόςερ ευαπμογέρ και φπήςειρ σοτ πολλέρ υοπέρ ήσαν ένα πολύσιμο επγαλείο, έναρ βοηθόρ και ένα ςσήπιγμα μαζί. Εκείνορ σα αγνοούςε όλ’ατσά και πεπνούςαν κάποσε και μέπερ ολόκληπερ ποτ είφε παπασημένο σο σηλέυψνο ςε κάποια σςέπη ή ςε κάποιο ςτπσάπι, αυόπσιςσο, νεκπό.

- 12 -

Ατσόρ δεν ςτμπάθηςε ποσέ ιδιαίσεπα σα κινησά σηλέυψνα νέαρ γενιάρ. Θεψπούςε πειςμασικά και κόνσπα ςσην εποφή και ςσα ήθη σηρ πψρ οποιοδήποσε τλικό κασαςκεύαςμα θα ππέπει να πεπιοπίζεσαι ςσην απλή, πεπεπαςμένη φπήςη. ΋φι ςσην κασάφπηςη, όφι ςσην φειπαγώγηςη. Είφε μείνει έναρ παλαιολιθικόρ ππο-άνθπψπορ ποτ δεν έλεγε να ‘βάλει μταλό’ και να ςτγφπονιςσεί με σον καιπό σοτ.


πόλεμορ, κανέναρ ςειςμόρ, αν είφε ξεςπάςει η πεπίυημη Αποκάλτχη σψν Ζόμπι ή αν είφαν πποςγειψθεί εξψγήινοι ςσην σαπάσςα σοτ και ςοτλασζάπιζαν ‘ςσοτρ δπόμοτρ και σςι πούγερ’ ανενόφλησοι… Δεν θτμόσαν καλά καλά αν είφε υάει ατσέρ σιρ ημέπερ… κοιμόσαν ςτνέφεια… έκλαιγε, κοιμόσαν, ξτπνούςε για λίγο, άνοιγε σο παδιόυψνό σοτ, σο έκλεινε αμέςψρ, έπευσε για ύπνο ξανά… όφι για ύπνο, για λήθαπγο… Η κασάθλιχη είφε επιςσπέχει δπιμύσεπη. Σήμεπα όμψρ είφε ςηκψθεί με καλύσεπη διάθεςη. Το ςώμα σοτ ήσαν ελαυπύ, σο μταλό σοτ καθαπό, σο κέυι σοτ ςε καλά επίπεδα. Απουάςιςε να χάξει για μηνύμασα ςσον τπολογιςσή σοτ. Υπήπφαν ένα ςψπό διαυημιςσικά μέιλ αλλά και μεπικά μηνύμασα από σην Μαπκέλλα γεμάσα ανηςτφία. Ο Λαμππινάκηρ πάνσψρ πεπιέπγψρ δεν σον είφε απολύςει ακόμα. Τον πεπίμενε όμψρ να ‘ξεκαθαπίςοτν μια και καλή σα ππάγμασα’. Απουάςιςε να πάει ςσο γπαυείο για σο ξεκαθάπιςμα. Είφε κέυι για ξεκαθάπιςμα ςήμεπα. Και μεσά θα μάζετε σα λιγοςσά σοτ ππάγμασα, θα έδινε ένα γλτκό υιλί ςσην Μαπκέλλα και θα έπιφνε μαύπη πέσπα πίςψ σοτ. Ωρ και η ςκέχη σηρ μαύπηρ πέσπαρ ποτ έπευσε και διέλτε κάποια από σιρ πανάπφαιερ οθόνερ σοτ Λαμππινάκη σοτ υάνηκε αςσεία και άπφιςε να γελάει δτνασά. Και σο κινησό; Ποτ ςσο δαίμονα είφε κπτυσεί σο μαπαυέσι σοτ διαβόλοτ; Το βπήκε μαπαζψμένο μέςα ςε ένα ςτπσάπι. Το ςτνέδεςε με σο υοπσιςσή κι αμέςψρ έπεςαν βποφή οι ειδοποιήςειρ για ένα ςψπό μηνύμασα. Η Μαπκέλλα, ο υίλορ σοτ ο Μάπιορ ποτ σον καλούςε για καυέ και η Θεώνη. Τπία μηνύμασα από ση Θεώνη! Το ππώσο λίγη ώπα αυού είφε υύγει από σο γπαυείο σηρ. Το δεύσεπο 24 ώπερ μεσά. Το σπίσο εκείνη σην ημέπα νψπίρ σο ππψί. Τι ςτνέβαινε; Μήπψρ είφε ξεφάςει να σην πληπώςει; «Καληςπέπα. Θέλψ να μοτ σηλευψνήςειρ όποσε μποπέςειρ. Σκέυσομαι κάσι…» «Καληςπέπα Άνθιμε. Εύφομαι να είςαι καλά. Πάπε με ςε παπακαλώ να ςτζησήςοτμε κάσι» «Άνθιμε καλημέπα. Τι ςτμβαίνει; Δεν λαμβάνειρ σα μηνύμασα ή μήπψρ έφειρ βτθιςσεί και πάλι; ΋,σι κι αν ςτμβαίνει σηλευώνηςέ μοτ ή έλα από δψ σο απόγετμα, μεσά σιρ 5.00. Είναι ςημανσικό» Τπία μηνύμασα η Θεώνη δεν σοτ είφε αυήςει ποσέ ςσο παπελθόν. Ίςψρ να μην είφε πποκύχει ανάλογη πεπίςσαςη. Ίςψρ. Το ςίγοτπο ήσαν πψρ η επιμονή σηρ είφε ενδιαυέπον. Και δεν είφε αναυέπει φπήμασα.

Η Μαπκέλλα σον πεπίμενε ςσιρ ςκάλερ ςφεδόν. Μόλιρ σον είδε υπεςκοξτπιςμένο και καλονστμένο απόπηςε. «Ποτ είςαι φπιςσιανέ μοτ! Ζειρ;»

Η ώπα σοτ τπογείοτ

Νσύθηκε καλά και κίνηςε για σο γπαυείο. Πποηγοτμένψρ έςσειλε μήντμα και ςσην Μαπκέλλα. «Έπφομαι από κει Σούζι Κιοτ… εσοιμάςοτ για πάπσι…»

- 13 -

Απουάςιςε να σηρ απανσήςει αμέςψρ. «Καλημέπα Θεώνη. Ναι, είφα βτθιςσεί, σο βπήκερ… ςήμεπα έγινε η ανάδτςη. Νιώθψ καλύσεπα και θα έπθψ σο απόγετμα κασά σιρ 5.30 να μοτ πειρ… αν ξέφαςα να ςε πληπώςψ να με ςτμπαθάρ…»


Ο Άνθιμορ σςίμπηςε ςσο μάγοτλο σην εμβπόνσηση Μαπκέλλα και πέπαςε ςσο εςψσεπικό σοτ οπόυοτ με ση γνώπιμη μπόφα και σην ακασαςσαςία. Τούση ση υοπά όμψρ σο διαςκέδαζε. Κάθιςε αναπατσικά ςσην καπέκλα σοτ και ςσποβιλίςσηκε δτο υοπέρ με ςκανσαλιάπικο ύυορ. «Τι κάνειρ; Μπαρ κι έφειρ φαπακψθεί;», σον πώσηςε η Μαπκέλλα ανήςτφη και νετπική. Σσο βάθορ ο Λαμππινάκηρ έβπαζε ςσα ξύγκια σοτ και ςσο ζοτμί σοτ φψμένορ πίςψ από σιρ κασςαπιδοκούσερ σοτ. «Τι κάνειρ Μαπκελλάκι; Ήςοτνα καλό παιδάκι;», ση πώσηςε σπαγοτδιςσά και ειςέππαξε ένα φαςκόγελο από σην σπουανσούλα ςτνάδελυό σοτ με ση φπτςή καπδιά. «Κευάσορ ςήμεπα λοιπόν έσςι; Κόνσπα ςσην κόνσπα; Καλά κάνειρ μψπέ!», είπε θτμόςουα η Μαπκέλλα. «Κεπνάψ καυεδοστπόπισα! Πάπε, πάπε!», σηρ είπε γελαςσά και η Μαπκέλλα δεν σο ςκέυσηκε ςσιγμή. Σσο λεπσό είφε δώςει σην παπαγγελία σηρ και ατσόμασα ανέβηκε και η δική σηρ διάθεςη. «Δεν ξέπψ σι παίπνειρ Θύμιο μοτ αλλά βλέπψ πψρ έφει αποσέλεςμα… μέφπι και πούφα άλλαξερ!» «Μα ςήμεπα είναι μια ςποτδαία μέπα Μαπκέλλα μοτ. Σήμεπα γάμορ γίνεσαι…», σηρ είπε κι άπφιςε να σπαγοτδάει σο γνψςσό δημοσικό άςμα. «Δηλαδή όφι ακπιβώρ γάμορ αλλά σέλορ πάνσψν…», διόπθψςε σον εατσό σοτ και απέυτγε να κοισάξει ση Μαπκέλλα ποτ ςσατποκοπιόσαν. Τη ςσιγμή ακπιβώρ ποτ ο σαφτμεσαυοπέαρ άυηνε ςσο γπαυείο σηρ Μαπκέλλαρ σην παπαγγελία σοτρ, ξέςπαςε η ‘οπγή σψν νίνσζα’. Η μαγική πόπσα σοτ γπαυείοτ σηρ διετθύνςεψρ άνοιξε και ένα πλάςμα με σιπάνσερ, γταλιά και καμιά εκασοςσή πεπισσά ξτγκοςάκοτλα πάνψ σοτ, εμυανίςσηκε ςσο άνοιγμα. «Τπώμε και πίνοτμε βλέπψ ε;», έκπαξε. «Και γλενσάμε!», σον ςτμπλήπψςε φαπψπά ο Άνθιμορ ποτ πλήπψςε σο νεαπό και ήπιε ςσα πεσαφσά και μια γοτλιά από σον ψπαίο παγψμένο καυέ σοτ ππιν επιδοθεί ολόχτφα ςση μάφη με σο πλάςμα! Η Μαπκέλλα απολάμβανε σην στπόπισα σηρ ςε έναν άλλο κόςμο.

«Άνθιμε, έλα σώπα εδώ… σώπα! Έφοτμε να μιλήςοτμε. Πολύ ςοβαπά! Μην μοτ ανεβάζειρ σην πίεςη!» «Κι άλλο να σην ανεβάςψ αυενσικό; Πάει και πιο πάνψ;», σοτ απάνσηςε ςσο ίδιο πεπιπαικσικό ύυορ ο Άνθιμορ ήδη όμψρ είφε ςηκψθεί και πεππασούςε ππορ σο γπαυείο σοτ επγοδόση σοτ.

Η ώπα σοτ τπογείοτ

«Και ςε καλούμε να μαρ ςτνσπουέχειρ ευένση!», σοτ πέσαξε ο Άνθιμορ ποτυώνσαρ επιδεικσικά με θόπτβο σον καυέ σοτ.

- 14 -

«Α, γλενσάσε κιόλαρ!» υώναξε ο άνθπψπορ πίςψ από σο γιγάνσιο λιποθώπακα.


«Έφεσε γεια υακέλοι, παπαγγελιέρ και σέλη!», υώναξε ςφεδόν μπαίνονσαρ ςσο γπαυείο ακολοτθώνσαρ σο πλάςμα ποτ ήδη είφε πάπει ση γνψςσή σοτ φσιςσή θέςη πίςψ από σο έπιπλο ποτ κάποσε είφε γνψπίςει και μέπερ δόξαρ. «Μοτ παπιςσάνειρ σον παλαβό Άνθιμε; Ππόςεξε ςε παπακαλώ γιασί έναρ θεόρ ξέπει πψρ κπασήθηκα και δεν κασήγγειλα ση ςύμβαςή ςοτ σπειρ μέπερ σώπα ποτ παπαθέπιζερ ποιορ ξέπει ποτ!», πέπαςε αμέςψρ ςσην ολομέσψπη επίθεςη σο ξτγκοθψπηκσό Αβέπψυ! Το θέαμα από μια άποχη ήσαν απολατςσικό. Και ο Άνθιμορ είφε έπθει ςήμεπα πποεσοιμαςμένορ και οπεξάσορ για πολλέρ ηδονέρ. «Και θα είφερ και σα φίλια δίκια ευένση μοτ. Και καλό θα ήσαν να σοτρ έπαιπνερ ένα σηλέυψνο εκεί ςσην Επιθεώπηςη για να σοτρ αναυέπειρ όσι αναγνψπίζειρ σιρ φίλιερ πεπίποτ ώπερ τπεπ-επγαςίαρ ποτ έφειρ τπογπάχει και ποσέ δεν πλήπψςερ, κάσι παλιά δώπα ποτ ποσέ δεν έδψςερ, κάσι Σάββασα και Κτπιακέρ ποτ σιρ βαυσίςαμε καθημεπινέρ… ναι, έφψ όλα σα ςσοιφεία αυενσικό μοτ… ςαν επγασικό μτπμήγκι σα μαζεύψ δέκα φπόνια σώπα και είμαι έσοιμορ για επιθεώπηςη!» Το βλέμμα σοτ πλάςμασορ πεπιπλανήθηκε ςσο κενό, κασέβηκε ςση γη, πήγε ςσα τπόγεια, ξανανέβηκε ςσοτρ οτπανούρ… σο φπώμα ςσα μάγοτλα είφε εκείνη σην ψπαία μελισζανί απόφπψςη σοτ εγκευαλικού… ποτσάνα τπέπσαςη, θα σον υαρ μια μέπα σο ανθπψπάκι! Ο Άνθιμορ ςσαμάσηςε να πτποβολεί. Μποπεί να μην σο παπαδεφόσαν όμψρ κασά βάθορ δεν σο μιςούςε σο αυενσικό. «Μα καλά, σπειρ μέπερ;», άλλαξε ςκοπό σο ςτγκπόσημα ‘Οι Παφτδέπμιανρ’. Από death metal κασετθείαν ςε βαλςάκι. «Δεν μποπούςερ να ενημεπώςειρ; Σοτ απνήθηκα ποσέ εγώ μια αδειούλα, ένα έξσπα πεπό; Δεν μποπούςερ; Δέκα φπόνια ςοτ απνήθηκα ποσέ οσιδήποσε;» ΋πιςθεν ολοσαφώρ λοιπόν σο θψπηκσό και ήσαν η ώπα να πέςοτν οι σόνοι και να υανούν οι άνθπψποι πίςψ απ’σα ποτκάμιςα. Οι άνθπψποι και οι ςφέςειρ σοτρ. Οι ςφέςειρ σοτρ και οι τποςφέςειρ σοτρ. «Έσςι κι αλλιώρ πε Λαμππινάκη ο Τισανικόρ βτθίζεσαι… εςύ γιασί παίζειρ σο βιολονσςέλο ςοτ ςσο κασάςσπψμα;» Το υεςσιβάλ σπιγλτκεπιδίψν πίςψ απ’σο γπαυείο κούνηςε σο κευάλι σοτ. «Αφ, πόςο έξψ έφεσε πέςει όλοι ςαρ εδώ μέςα!», είπε και έφψςε σο φέπι σοτ ςε μια ςσοίβα από φαπσιά πάςηρ υύςεψρ. Με θατμαςσό σπόπο σπάβηξε από σο ςψπό σο ςψςσό φαπσί και σο ανέμιςε με καμάπι.

«Ατσή θα ση διαβάςεσε αυού σα σινάξψ, μη πποσπέφειρ!» «Ενσάξει, σι είναι ατσό σο φαπσί;»

Η ώπα σοτ τπογείοτ

«Η διαθήκη ςοτ;», σον πείπαξε ο Άνθιμορ και πεπιέπγψρ ο Λαμππινάκηρ γέλαςε.

- 15 -

«Ξέπειρ βπε αφάπιςσε σι είναι ατσό;»


«Σε λίγοτρ μήνερ θα είςαι εςύ σο μεγάλο αυενσικό εδώ μέςα! Ατσό λέει ατσό σο φαπσί! Σε δτο μήνερ πποςλαμβάνψ εκπαιδετόμενοτρ… θα σοτρ αναλάβειρ εςύ… θα υέπψ και γπαμμασέα για φάπη ςοτ… και ςτ νομίζειρ όσι ο Λαμππινάκηρ είναι έναρ ελέυανσαρ φψπίρ καπδιά… αφάπιςσορ και κσήνορ!» Ο Άνθιμορ έκανε να πιάςει σο μαγικό φαπσί αλλά ατσό με θατμαςσό σπόπο ξαναβπέθηκε μέςα ςση ςσοίβα, ςσην παλιά σοτ θέςη. Μποπεί να ήσαν ςαν λοτκάνικα Μτκόνοτ σα δάφστλα σοτ αυενσικού όμψρ διέθεσαν ετλτγιςία και σαφύσησα σαφτδακστλοτπγού! «Ενσάξει αυενσικό, θα δούμε… υέπε σοτρ εκπαιδετόμενοτρ και ση γπαμμασέα εςύ και βλέποτμε…» «Και ςε πποοπίζψ για σο γπαυείο σοτ Μάκη…» Ο Άνθιμορ για ππώση υοπά εκείνη σην ημέπα ένιψςε μια ςκιά μελαγφολίαρ και υπόνσιςε να σην αποδιώξει ππιν γίνει ςκοσεινόρ οτπανόρ. «Καλά, ενσάξει… πάψ μέςα σώπα… η Μαπκέλλα θα έφει ςκαπυαλώςει ςσα σαβάνια…» «Πήγαινε και πέςε με σα μούσπα ςση δοτλειά… έναρ σόνορ δοτλειά έφει μαζετσεί και η άλλη σα έφει παίξει μόνη σηρ» Ο Άνθιμορ έυσαςε ςσην πόπσα, ςσαμάσηςε, πιςψπάσηςε και ξανάπθε ςση θέςη ποτ είφε ππιν. Έςκτχε πάνψ από σο κευάλι σοτ Λαμππινάκη και σοτ χιθύπιςε ςσ’ατσί: «Δεν ξέπψ σι θα κάνειρ με σην εσαιπία και ςε ποιον σην πποοπίζειρ αλλά ένα έφψ να ςοτ πψ. Αν πειπάξειρ ση Μαπκέλλα ή σηρ υαρ έςσψ και ένα ετπώ, κάνε καπάβι να υύγειρ ή άνοιξε λάκκο να φψθείρ… μεγάλο λάκκο… πολύ μεγάλο… να ςε φψπάει!» Ακολούθηςε πτκνή, ιδπψμένη ςιψπή κι έπεισα έναρ βπαφνόρ ήφορ, βαπιέρ ανάςερ, χίθτποι, βογκησά και άλλα παπόμοια ποτ έβγαιναν από σα έγκασα σοτ πλάςμασορ. Ο Άνθιμορ απουάςιςε πψρ η μάφη είφε κεπδηθεί ολοκληπψσικά, ο εφθπόρ είφε κασανατμαφηθεί και ήσαν ώπα να αςφοληθεί και λίγο με ση δοτλειά ποτ όνσψρ είφε πέςει όλη ςσιρ πλάσερ σηρ Μαπκέλλαρ. «Τι έγινε; Πώρ πήγε;», σον πώσηςε με γοτπλψμένα μάσια όσαν σον είδε να βγαίνει από σο ςπήλαιο. Ο Άνθιμορ σην πληςίαςε, σηρ πήπε σπτυεπά σο φέπι και σο αςπάςσηκε. «΋λα πήγαν κασ’ετφήν μάσια μοτ… και κάθε μέπα από δψ και πέπα θα κεπνάψ εγώ καυεδοστπόπισα…» «Ναι όμοπυη κι ετγενική χτφή. Κάθε μέπα ώςποτ να δύςει ο ήλιορ ςσην ανασολή και ο Πάπαρ να πεσάξει σα πάςα σοτ και να γίνει νσπάμεπ ςε μπάνσα φέβι μέσαλ!!»

- 16 -

Η Μαπκέλλα σο ςκέυσηκε για μια ςσιγμή κι έπεισα άπφιςε να γελάει κακαπιςσά και νετπικά, σόςο δτνασά ποτ κακό δαιμόνιο δεν θα ςσεκόσαν ούσε δετσεπόλεπσο ολόγτπά σηρ.

Η ώπα σοτ τπογείοτ

«Κάθε μέπα;», έκανε η Μαπκέλλα.


… Σσιρ έξι παπά είκοςι ο Άνθιμορ φστπούςε σο κοτδούνι σοτ γπαυείοτ σηρ Θεώνηρ και σπία λεπσά μεσά ήσαν καθιςμένορ ςση γνψςσή σοτ θέςη απένανσί σηρ. «Πώρ είςαι ςήμεπα; Βλέπψ ενδτμασολογική αναβάθμιςη», σοτ είπε η Θεώνη μόλιρ κάθιςε κι εκείνη ςσην πολτθπόνα σηρ. Ο Άνθιμορ δεν μπόπεςε να μην σηρ πίξει μια μασιά καθαπά απςενική. Η Θεώνη ήσαν μια ελκτςσική γτναίκα. Λίγο πάνψ από σα πενήνσα, νστμένη πάνσα ατςσηπά και κομχά. Τα καςσανόξανθα μαλλιά σηρ έπευσαν ψπαία ςσοτρ λεπσούρ σηρ ώμοτρ. Είφε ετγενικά και απιςσοκπασικά φαπακσηπιςσικά. Και ήξεπε πάνσα να κπασά σιρ αποςσάςειρ και σα ππψσόκολλα. Αν δεν σην ήξεπερ θα σην έλεγερ παγόβοτνο. ΋μψρ η αλήθεια ήσαν ενσελώρ διαυοπεσική. Το πιο ελκτςσικό ςσοιφείο σηρ για σον Άνθιμο σοτλάφιςσον, ήσαν σα μακπιά, λεπσά σηρ δάφστλα. Δεν μποπούςε να πάπει μεπικέρ υοπέρ σα μάσια σοτ από σα φέπια σηρ. Ίςψρ γιασί ατσά ήσαν ςε κάποιερ πεπιπσώςειρ πιο εκυπαςσικά από σα λεγόμενά σηρ. «Ναι, είπα να δώςψ ση μάφη καλονστμένορ ςήμεπα» «Έδψςερ μάφη;» «Και κασανατμάφηςα σον εφθπό όπψρ ο Κοτνσοτπιώσηρ σοτρ Τούπκοτρ ςσοτρ βαλκανικούρ πολέμοτρ…» «Με σο θψπηκσό Αβέπψυ; Εκεί ποτ τπηπέσηςερ ε;», σοτ είπε φαμογελώνσαρ η θεπαπεύσπια. «Ναι, ςψςσά!» «Μεσά σην σπιήμεπη βύθιςη αναδύθηκερ οπεξάσορ και κευάσορ λοιπόν…» «Φάςη σηρ διπολικήρ διασαπαφήρ Θεώνη;» «Άςε σιρ εξτπνάδερ με μένα Άνθιμε… ξέπειρ πψρ δεν ςτνηθίζψ να φπηςιμοποιώ σιρ παπαδοςιακέρ διαγνώςειρ… δεν είςαι διπολικόρ πάνσψρ, αν ατσό νομίζειρ… η κασάθλιχη είναι μια βαθύσεπη έννοια… μην σα χτφιασπικοποιούμε όλα…» «Οκ… να με ςτμπαθάρ… ςήμεπα σοτρ πειπάζψ όλοτρ… αρ μην σο παπακάνψ όμψρ… Ωπ, καλά ποτ σο θτμήθηκα!», είπε ξαυνικά κι έβγαλε από σην σςέπη σοτ σα φπήμασα σηρ πποηγούμενηρ ςτνεδπίαρ. «Καλά, άυηςέ σα ςσο γπαυείο… δεν ςε κάλεςα γι ατσό βπε παιδί μοτ απόχε…» «Ναι αλλά θα σο ξεφνούςα πάλι… έφψ πποςθέςει και σα ςημεπινά… λοιπόν; Τι ςτμβαίνει;» «Ναι»

- 17 -

«Σκέυσηκα σιρ πποάλλερ όσαν έυτγερ πψρ μποπούμε να κάνοτμε κάσι γι ατσό… Θέλψ να πψ, πιςσεύψ πψρ τπάπφει κάσι ςσην ιςσοπία εκείνηρ σηρ υοβεπήρ μέπαρ ποτ για κάποιο λόγο θάυσηκε κάσψ από σο οδτνηπό μεγάλο γεγονόρ… και δεν τπάπφει άλλορ σπόπορ για να σο αναςύποτμε από… σην ύπνψςη…»

Η ώπα σοτ τπογείοτ

«Με απαςφολεί σο ζήσημα σοτ κενού μνήμηρ…», άπφιςε να σοτ λέει εκείνη απκεσά ςοβαπά.


Ο Άνθιμορ κοίσαξε ςσα μάσια ση Θεώνη ςκευσικόρ. «Να ξέπειρ, δεν σην φπηςιμοποιώ… πολύ ςπάνια… μια δτο υοπέρ όμψρ με έφει βοηθήςει…» «Όπνψςη ε;», ςσοφάςσηκε ο Άνθιμορ. «Δεν είναι κάσι σπομεπό… κάποσε ση ςτνήθιζαν πολύ οι χτφίασποι… σώπα πλέον πολύ ςπάνια…» «Τι χάφνοτμε όμψρ Θεώνη;» «Ψάφνοτμε σην πλήπη ςειπά σψν γεγονόσψν ποτ αυοπούν ςσο ποίημα… έφψ σην αίςθηςη… σην τποχία περ πψρ εκείνη σην ημέπα, λίγο ππιν ξεςπάςει σο κακό, η Άννα ςοτ μιλούςε για ο ποίημά σηρ…» «Μα… δεν σο είφε δώςει εμπιςσετσικά ςσην Μαπκέλλα;» «Ναι… όμψρ δεν αποκλείεσαι να σο μεσάνιψςε ςσην ποπεία και να θέληςε να ςσο αποκαλύχει η ίδια… μποπεί να ςοτ είφε αναυέπει κάσι… σον σίσλο αρ πούμε… η πληπουοπία ενεγπάυη αλλά ςκεπάςσηκε από σα σπομεπά ποτ ακολούθηςαν…» Ο Άνθιμορ ξάπλψςε ςσην πολτθπόνα σοτ. «Δεν θέλψ», σηρ είπε σελικά μεσά από μια μικπή παύςη. Η Θεώνη δεν ήσαν πποεσοιμαςμένη για μια απνησική απάνσηςη. «Θέλειρ να πειρ πψρ υοβάςαι;» «Δεν ξέπψ… ίςψρ να μην θέλψ πλέον να ξεδιαλύνψ σο μτςσήπιο σοτ ποιήμασορ… είσε σο έγπαχε η Άννα είσε όφι, είσε μοτ σο είφε υανεπώςει κι εγώ σο απώθηςα κάποτ βαθιά και μεσά από πένσε φπόνια αναδύθηκε και σο έγπαχα ςσιρ κούσερ σοτ Λοτβή είσε απλά όλα ατσά είναι μέςα ςσο κοτβάπι σοτ εςψσεπικού μοτ κόςμοτ, δεν θέλψ να ξεδιαλύνψ σο μτςσήπιο… όφι μέςα από κάποια διαδικαςία ύπνψςηρ ή κάποια άλλη ανάλογη…»

«Τι;», πώσηςε ξευτςώνσαρ η Θεώνη. «΋λα ατσά με ςτνδέοτν με έναν σπόπο μτςσικό, ιδιψσικό και επψσικό ακόμη με σην Άννα… αν μοτ έλεγε κάποιορ, ‘βπέθηκε υίλε σο μαγικό φαπάκι για σην κασάθλιχη… σο

Η ώπα σοτ τπογείοτ

«Μεπικά ππάγμασα γίνονσαι για πολύ ςτγκεκπιμένοτρ λόγοτρ… έσςι ππεςβεύψ σώπα Θεώνη μοτ. Ο νοτρ ή η χτφή μοτ για λόγοτρ πνετμασικήρ ιςοπποπίαρ ή ςτναιςθημασικήρ ανακούυιςηρ με πποςσάσεταν όλα ατσά σα φπόνια από μια ακόμη οδτνηπή αποκάλτχη… ατσή έγινε, σιρ ςτνέπειέρ σηρ θα σιρ πληπώνψ για κάμποςα φπόνια ακόμα… όμψρ… μην ςοτ υανεί σπελό… μποπεί να μην θέλψ να ξεμπεπδέχψ οπιςσικά από σην κασάθλιχη… Γιασί κι ατσή είναι γέννημα δικό μοτ, είναι κομμάσι μοτ, μποπώ πλέον να σην κοτμανσάπψ… με ξέπει και σην ξέπψ, αν κασαλαβαίνειρ σι θέλψ να πψ… σα φειπόσεπα πέπαςαν… κάθε σόςο, σο ξέπψ, θα με επιςκέπσεσαι ςαν ανεπιθύμησορ ςτγγενήρ και θα μοτ υοπσώνεσαι για λίγερ μέπερ ςσο ςπίσι… δεν πειπάζει… καλοδεφούμενη! Κάποια ςσιγμή θα υύγει και θα με αυήςει ςσην πποςψπινή ηςτφία μοτ… άλλψςσε είναι και κάσι άλλο…»

- 18 -

Η Θεώνη δεν ανσιδπούςε.


παίπνειρ και παυ!, όλα πάνε πεπίπασο… θα ξτπνάρ σο ππψί και δεν θα ςε βαςανίζει σίποσα… όλα σα ππόςψπα, οι κασαςσάςειρ, σα γεγονόσα ποτ ςε σπατμάσιςαν πάνε πεπίπασο… σο θαύμα σηρ φημείαρ κτπίερ και κύπιοι… σι λερ, σο θέλειρ;’ Ε, λοιπόν θα σοτ απανσούςα να πάπει σο φαπάκι σοτ και να σο βάλει εκεί ποτ ξέπει και να με ςτμπαθάρ ποτ μιλάψ έσςι. Γιασί εγώ δεν θέλψ να ξεπεπάςψ οπιςσικά σην Άννα, δεν θέλψ να ξτπνήςψ ένα ππψί και να μην θτμάμαι σο γέλιο σηρ κι αρ με γδέπνει ψρ σα έγκασά μοτ… δεν θέλψ να πάχψ να είμαι ‘άππψςσορ’ από σον μεγαλύσεπο έπψσα σηρ ζψήρ μοτ και να γίνψ ‘τγιήρ’ και καθαπόρ… και απόλτσα μόνορ… Με νιώθειρ Θεώνη;» Η χτφοθεπαπεύσπια έκανε έναν μοπυαςμό ςσο ππόςψπό σηρ ποτ υανέπψνε ςαςσιμάπα, θατμαςμό, αποπία και ανηςτφία μαζί… «Τι έγινε ατσέρ σιρ σπειρ μέπερ μοτ λερ; Γιασί ό,σι κι αν έγινε, όποτ κι αν σαξίδεχερ, ςε όποια θάλαςςα μέςα ςοτ κι αν βούσηξερ κείνο ποτ μποπώ να πψ είναι πψρ επέςσπεχερ ενσελώρ διαυοπεσικόρ… δεν ξέπψ αν ςτμυψνώ… ψρ θεπαπεύσπια δεν ςτμυψνώ… ψρ γτναίκα και υίλη ςοτ όμψρ… σολμώ να πψ ςε θατμάζψ…» Ο Άνθιμορ ςηκώθηκε από σην πολτθπόνα σοτ. Ήσαν ςτγκινημένορ όπψρ και η Θεώνη. Την αγκάλιαςε και σην αςπάςσηκε σπτυεπά. «Με βοήθηςερ πολύ όλ’ατσά σα φπόνια… να σο ξέπειρ… κι αρ μην επφόμοτν… όςα έγιναν ςση θεπαπεία μαρ επγάζονσαι ακόμη μέςα μοτ… όμψρ, να… δεν θέλψ να ‘θεπαπετσώ’ άλλο… είμαι καλά… ςτμυιλιώθηκα με σην ‘αππώςσια’ μοτ και ση υιλοξενώ ςε μια γψνιά σοτ εατσού μοτ… μαζί σηρ θα γεπάςψ και θα πεθάνψ, σο πήπα απόυαςη… σπελόρ ή λογικόρ, σι ςημαςία έφει; ΋φι υσψφόρ όμψρ… όφι οπυανόρ… όφι μόνορ…» Η Θεώνη πήπε ένα φαπσομάνσηλο και ςκούπιςε ένα δάκπτ από σα μάσια σηρ. «Να πποςέφειρ υίλε μοτ», σοτ είπε καθώρ σον ςτνόδετε ςσην έξοδο σοτ γπαυείοτ σηρ. Γτπνώνσαρ πίςψ σο βλέμμα σηρ έπεςε ςσην σαμπέλα σηρ εξώποπσαρ με σα έγγλτυα φπτςά γπάμμασα. Άγγιξε με σα όμοπυα μακπιά σηρ δάφστλα σην λέξη ‘χτφοθεπαπεύσπια’ και φαμογελώνσαρ πικπά μπήκε ςσο εςψσεπικό σοτ γπαυείοτ σηρ. …

Αντώνης Μυκονιάτης anmikon@gmail.com antonio-nimertis.webnode.gr

Η ώπα σοτ τπογείοτ

- 19 -

Ιούν2018


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.