Προκρούστης ξύπνησε μέσα στα ψέματα το κεφάλι του κολυμπούσε σε μια γλοιώδη μάζα, μια μικρή λίμνη από ένα βρωμερό ζελέ για κάποιο λόγο, ήξερε ότι αυτή η άθλια κολλώδης ουσία ήταν… ψέματα… ήταν η σάρκα του ψεύδους… δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά το ένιωθε… κι ενώ πάλευε να ανοίξει τα μάτια του, τον χτύπησε κάτι που ήρθε κατευθείαν από τον ονειροχώρο ένα ουρλιαχτό στ’αυτιά του «απόστρεψε το βλέμμα σου από τα μάτια σου!» φωνή γυναίκας γυναίκας που έχει φορέσει έναν αρχαίο μανδύα και έχει όλες τις Δυνάμεις να την βοηθούν και να την υπηρετούν μιας πολύ θυμωμένης γυναίκας… δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι δεν ήταν δεμένος δεν ήταν λυτός ένιωθε ότι δεν έπρεπε να επιχειρήσει να σηκωθεί δεν θα άρεσε καθόλου αυτό… σ’Εκείνη… την σκέφτηκε και μια νέα ριπή από τα εσώψυχα του Αγνώστου τον κεραυνοβόλησε «δέσμιος νιώσε παγωμένε… άθλιε, πόρνε, πωρωμένε!» ρίμες… ρίμες από το σουρεαλιστικό πανηγύρι του μυαλού του… κάτι γνώριμο δες βρισκόταν στο κρεβάτι του