Καταφύγιο Πως με βρήκες; ανάμεσα σε τόσα χέρια κάτω από τόσα σώματα πίσω απ’όλες αυτές τις ασπρόμαυρες ημέρες… κι όμως με βρήκες… και χωρίς να’χεις συντροφιά ούτε τη σιωπή μου… κι όμως με βρήκες…
Ιανουάριος παγωμένος, Φλεβάρης προδομένος, Μάρτης σιωπηλός… Κατεβαίνω στο καταφύγιο των ψυχών… Ο Aγέννητος μετράει τους μήνες… τραγουδάει… δεν θυμάται πια τίποτε, τίποτε άλλο, όμως μετράει…
Μπήκα στο υπόγειο του Ανθρώπου… Ο πρώτος μου εαυτός στη γωνιά είναι και κλαίει, ο δεύτερος δίπλα στο μικρό ψυγείο και με κοιτάει, ο έσχατος κοντά στον πατέρα, αναρωτιέται πόσο ακόμη θα ψηλώσει…
…Απρίλης αστερέωτος, Μάιος γελαστός, Ιούνης καυτός… Είμαι στο λαβύρινθο του κόσμου… ο Αχώρητος δάνεισε τα χέρια του στην Ειμαρμένη, η Ειμαρμένη έχει πια τα χέρια του… ο Αχώρητος δεν μπορεί να κρατήσει πια τα πρωινά του, δεν έχει δάχτυλα να αγγίξει τη Νύχτα, κανείς δεν είχε ένα δάκρυ για τα χαμένα χέρια του… Είμαι στο κάτεργο του φόβου… ο πρώτος μου αριθμός είναι το μηδέν, ο δεύτερος το ένα, ο τρίτος μου αριθμός είναι το άθροισμα όλων των ηλικιών μου… και έχω όλη την υπόλοιπη στιγμή μου για να τις μετρήσω…
…Ιούλιος ερωτικός, Αύγουστος ολόφωτος, Σεπτέμβρης μαγικός… Ο Αγέννητος μετράει… με έχει πιάσει από το χέρι και με καλεί κοντά του να μετρήσουμε μαζί… Η ανάγκη με έκανε να τον κοιτάξω ολόισια στα μάτια, η ανάγκη με έσπρωξε να διορθώσω το κόμπο στη ρυπαρή γραβάτα του… πνίγεται χωρίς φως ο Αγέννητος κι όμως, τραγουδάει πάντοτε, κι όμως μετράει… Είμαι στο εργαστήρι του έφηβου θεού… Κίτρινες, άσπρες, μενεξεδιές κορδέλες παντού ολόγυρα, κανείς να τις κρεμάσει στα παράθυρα, παράθυρα δεν έχει αυτός ο κόσμος, έχει ανοίγματα όμως, κάτω από τα ανοίγματα υποδέχομαι έναν ρόγχο που μοιάζει με την ατμομηχανή που μου είχε δωρίσει κάποτε ο πατέρας, κάπου εδώ γύρω κι αυτή θα ανασαίνει το δικό της πένθος, κάπου εδώ γύρω…
…Οκτώβρης πρόστυχος, Νοέμβρης χολερικός, Δεκέμβρης νεκρός… Η Εντροπία δεν μιλάει καλά τα ανθρώπινα. Έχει να πει πολλά και θέλει να μιλήσει. Αιώνες τώρα η ανάσα δεν βγαίνει από τα στήθια της και συλλαβίζει όμορφα αλλά δειλά. Το ξέρει πως θα μιλήσει όταν οι πόλεμοι τελειώσουν, όταν οι άνθρωποι φιλιώσουν, όταν γεννηθούν παιδιά χωρίς
καρκίνους. Αλλά δεν ξέρει πώς να διεκδικήσει τούτη τη κληρονομιά. Η Εντροπία στέκει στον τοίχο, όρθια, ακάματη, προσεύχεται βουβά… Είμαι στον αργαλειό του πόνου… Έχει η μητέρα ένα πρησμένο πόδι κι ένα χέρι γερασμένο αλλά χαμογελάει ακόμα. Ορφάνεψε πριν από μένα, θα πεθάνει ένα βράδυ του Οκτώβρη πιο μόνη από το βλέμμα, πιο σιωπηλή από το δάκρυ αλλά δεν θα φοβηθεί να περπατήσει ως εκεί. Εκεί είμαι, εκεί γεννήθηκα, εκεί την περιμένω… μητέρα θα έρθεις, θα σε στηρίξω, θα σου δώσω ένα μικρό μαντήλι, ένα φιλί στο κρύο σου μέτωπο, ένα μου ποίημα αλλά δεν θα σε συνοδεύσω παρακάτω… δεν είμαι άξιος να σε πέμψω εγώ… δεν έχω τα σπλάχνα της αποστολής αυτής, συγχώρεσέ με…
…Δευτέρα κόκκινη, Τρίτη χλωμή, Τετάρτη φαιά, Πέμπτη γαλάζια, Παρασκευή σταχτιά, Σάββατο μελανό, Κυριακή κατάλευκη… Είμαι στο γνόφο του Άμορφου… μετράω κι εγώ μαζί με τον εαυτό μου ανέχομαι τον οπλισμένο πόνο μου και ψιθυρίζω ίσα να με ακούει ο χρόνος δεν έχω άλλα μάτια να με ξεγελάω περισσότερο να με προσδοκώ να με υπόσχομαι αλλά θα είμαι γιορτινός στην έξοδό μου ακέραιος φωτεινός και θα ζυγίζω το κάθε βήμα μου μονάχα στη ζυγαριά της βιωμένης Αλήθειας… Κι έτσι θα ε ί μ α ι …
…πως με βρήκες; ανάμεσα σε τόσους εαυτούς πίσω από όλους τους ανθρώπους
κάτω από τα σεντόνια του θανάτου… κι όμως με βρήκες…
Ιαν 2010