Ο Σ. ταράχτηκε πολύ εκείνο το απόγευμα. Όταν κατάλαβε, όταν αντιλήφθηκε, όταν ανοίχτηκε ο νους του διάπλατα και τον πλημμύρισε ένα αλλόκοτο φως. Ένα παχύρευστο, σκοτεινό φως σαν… μαύρος υδράργυρος! Ήταν το απόγευμα που αποφάσισε να γράψει για τον Προμυθέα. Ήταν τέτοιος ο πυρετός που τον έκαιγε ώστε έπιασε το πρώτο μολύβι που βρήκε μπρος του, μάζεψε όποιο κουρελόχαρτο συνάντησε το βλέμμα του μέσα στο ακατάστατο δωμάτιο, και άρχισε να χαράζει τις λέξεις, με μανία.