Ο Έβρος απέναντι
Θανάσης Παπαθανασίου - Μιχάλης Ρέππας
ΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ θεατρική περίοδος 2013-2014
Διοικητικό Συμβούλιο Πρόεδρος
Μένη Λυσαρίδου
Καλλιτεχνικός Διευθυντής
Γιάννης Βούρος
Αντιπρόεδρος
Φίλιππος Γράψας Μέλη
Δημήτρης Χαλκιάς Γιώργος Κιουρτσίδης Άννα Χατζησοφιά Γρηγόρης Βαλτινός Γιάννης Χρυσούλης
Το ΚΘΒΕ εποπτεύεται και επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού. Το ΚΘΒΕ είναι μέλος της Ένωσης των Θεάτρων της Ευρώπης.
Πρώτη παράσταση
Παρασκευή 29 Νοεμβρίου ΜΙΚΡΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΟΝΗΣ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝ θεατρική περίοδος 2013-2014
Θανάσης Παπαθανασίου - Μιχάλης Ρέππας
Ο Έβρος απέναντι
Θανάσης Παπαθανασίου - Ο Έβρος απέναντι Μιχάλης Ρέππας Σκηνοθεσία: Σκηνικά-κοστούμια: Μουσική: Φωτισμοί: Βοηθός σκηνοθέτη: Βοηθοί φωτιστή: Οργάνωση παραγωγής: Παίζουν με σειρά εμφάνισης:
Γιώργος Κωνσταντίνου Λαμπρινή Καρδαρά Νίκος Στρατηγός Στράτος Κουτράκης Ελίνα Καλαϊτζόγλου Αθηνά Μπανάβα, Ειρήνη Μπουτάρη Ηλίας Κοτόπουλος
Λίλιαν Παλάντζα Βασίλης Σεϊμένης Γιάννης Χαρίσης Μαριάννα Παπασάββα Δημήτρης Μορφακίδης
Μίνα Αλέκος Κώστας Γιάννα Σερχάτ
Στην ηχογράφηση ακούγονται οι φωνές των: Βασίλη Τσόρλαλη, Έφης Δρόσσου, Στέργιου Τζαφέρη και Μαρίνας Χατζηβασιλείου.
Μεταξύ α΄ & β΄ μέρους διάλειμμα 10΄
Λίλιαν Παλάντζα, Δημήτρης Μορφακίδης, Μαριάννα Παπασάββα, Γιάννης Χαρίσης, Βασίλης Σεϊμένης
Σημείωμα συγγραφέων Το 1997 στα ψιλά των εφημερίδων διαβάσαμε μια κωμικοτραγική είδηση. Δυο Έλληνες εισέβαλαν στο σπίτι μιας ανήμπορης γριούλας και τη λήστεψαν παριστάνοντας τους Αλβανούς. Βεβαίως το θύμα κατάλαβε το θέατρο που παιζόταν την ώρα της ληστείας και έτσι βοήθησε την αστυνομία στη σύλληψη των ενόχων. Το συμβάν αυτό σίγουρα θα το χαρακτηρίζαμε αστείο. Θα το καταχωρούσαμε δηλαδή στην κατηγορία των περιστατικών όπου η ζωή η ίδια αναλαμβάνει να φωτίσει το είδος και την ποιότητα μιας σειράς κοινωνικών αντιθέσεων, οι οποίες συνήθως χρειάζονται έναν κωμωδιογράφο για να τις ανακαλύψει. Και εφόσον η ζωή είχε ήδη προετοιμάσει κατά έναν τρόπο το έργο, εμείς αποφασίσουμε να καθίσουμε στη γωνία και να το αφήσουμε να μιλήσει από μόνο του. Με δυο λόγια αφήσαμε, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μας, την επαγγελματική μας νεύρωση να δημιουργούμε τις εκπτώσεις αυτές και τις διολισθήσεις των αξιών που προκαλούν το γέλιο, όταν η ζωή η ίδια γύρω μας εκπίπτει με τρομακτικό κρότο. Αυτή η εκούσια παραίτησή μας από την «κωμική μεθοδολογία», μας έδωσε ένα έργο ίσως όχι τόσο «γελαστικό». Ένα έργο που έρχεται να συναντήσει την κωμωδία από έναν άλλο δρόμο και σε ένα άλλο επίπεδο. Γιατί στο βάθος-βάθος το γέλιο είναι η μόνη εναλλακτική του απελπισμένου. Κεντρικό μας θέμα ο ρατσισμός. Πρωταγωνιστές τέσσερις άνεργοι Έλληνες, δυο άντρες και δυο γυναίκες. Τέσσερις Έλληνες που κατοικούν στις παρυφές της «ευμάρειας». Θεατές και παρείσακτοι της ευρωπαϊκής μας βιτρίνας. Τέσσερις Ευρωπαίοι δεύτερης ταχύτητας. Και ξαφνικά στο περιβάλλον τους εισβάλλει ένας ξένος. Ένας Κούρδος πρόσφυγας. Ένας απροστάτευτος. Ένας πολίτης τέταρτης κατηγορίας. Το πρόβλημα είναι πώς και γιατί τέσσερις διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικό χαρακτήρα, διαφορετικά και αντικρουόμενα συμφέροντα, διαφορετικά αιτήματα, διαφορετικά αδιέξοδα και για εντελώς διαφορετικούς και δικούς του λόγους ο καθένας, συντονίζονται και συμπλέουν με ένα υπόγειο ρεύμα που διατρέχει και διαβρώνει την κοινωνία μας. Το ρεύμα αυτό λέγεται ρατσισμός.
Θανάσης Παπαθανασίου Μιχάλης Ρέππας
Σημείωμα σκηνοθέτη Όταν ανέλαβα να σκηνοθετήσω τη σκοτεινή πλευρά μιας ανθρώπινης κωμωδίας, ένοιωσα προβληματισμένος τι θα έπρεπε να δικαιολογήσω και τι θα έπρεπε να απορρίψω μέσα μου, ανεξάρτητα με την ιδεολογία του έργου. Η ανέχεια; Η φτώχεια; Η μιζέρια; Η κακούργα κοινωνία που λένε και τα λαϊκά τραγούδια, φταίει για αυτό το φαινόμενο μίσους και απανθρωπιάς; Ή ένας προαιώνιος φόβος, μια προκατάληψη προς τους ξένους με τη φυλή μας, που μας οδηγεί σε αυτό που κάποια στιγμή ονομάσαμε ρατσισμό; Δεν το ξεκαθάρισα όσο κι αν ανέλυσα τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε αυτό το έργο. Τη ζωή τους, τα βιώματά τους. Κι αυτό είναι η ομορφιά του. Οι συγγραφείς του, και θέλω να πιστεύω ηθελημένα, αφήνουν τον θεατή να ερευνήσει την αιτία αυτής της ιλαροτραγωδίας. Να βγάλει τα συμπεράσματά του. Ίσως και να κρίνει. Πράγμα που κάνει ο Μπρεχτ στα έργα του. Εγώ με τη σειρά μου προσπάθησα να δώσω ανάγλυφα τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις όσο αληθινά γινόταν, σαν κάποιος να παρακολουθεί πίσω από μια μεγάλη κλειδαρότρυπα την καθημερινότητα, σε ένα διπλανό του σπίτι, σε κάποιες διπλανές ζωές. Ήταν υπέροχο και δύσκολο το εγχείρημα. Γι’ αυτό με κράτησε νύχτες και μέρες και μένα και τα σπουδαία παιδιά που ενσαρκώνουν τους ήρωες, στα μετερίζια. Πολεμήσαμε να κάνουμε το θαύμα. Δεν είναι ένα συνηθισμένο έργο που ολοφάνερα αποκαλύπτει τις προθέσεις του και που αποτέλεσμα έχει, να μην αφήνει τίποτα στον νου και στην ψυχή. φεύγοντας από αυτή την παράσταση σίγουρα κουβαλάς κάτι. Κάτι που σε κάνει ανάλαφρο. Σε λυτρώνει. Ή σε γεμίζει ενοχές και τύψεις. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις έχεις ένα κέρδος. Γίνεσαι καλύτερος. Και μην ξεχνάμε ότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να διδάξεις το καλό, από το να δείξεις ολοφάνερα το κακό.
Γιώργος Κωνσταντίνου
O Θανάσης Παπαθανασίου και ο Μιχάλης Ρέππας από το 1987 συνεργάζονται γράφοντας και σκηνοθετώντας για το θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Κυριότερες δουλειές τους: Τηλεόραση: Οι τρεις Χάριτες, Το δις εξαμαρτείν. Κινηματογράφος: Safe Sex, Τo κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο, Οξυγόνο, Αυστηρώς ακατάλληλο. Θεατρικά έργα τους: Ροζ Μολότωφ, Μπαμπάδες με ρούμι,
Βιογραφικό σημείωμα συγγραφέων
Βίρα τις άγκυρες, Ο Έβρος απέναντι, Δυόμισι φόνοι και ένα μπουλντόγκ, Τα μωρά τα φέρνει ο πελαργός, Ποια Ελένη;, Τσινετσιτά, Φούστα μπλούζα, Συμπέθεροι απ’ τα Τίρανα, Αττική οδός, Ράους, Βάλ’ τον υπουργό στην πρίζα, Άντρες έτοιμοι για όλα. Διασκευές θεατρικών έργων: Σαχάρα πάρτυ, Rough Crossing του Τ. Στόπαρντ, Δεν θα τα πάρεις μαζί σου των Τζ. Σ. Κάουφμαν και Μ. Χαρτ, Ο Άη Βασίλης είναι σκέτη λέρα της Ζ. Μπαλασκό, Μύγα τσε τσε του Ρ. Κούνεη, Ο φίλος μου ο Λευτεράκης του Α. Σακελλάριου, Να ζει κανείς ή να μη ζει του N. Witby και φέτος τον χειμώνα Μάντεψε ποιος θα πεθάνει απόψε του Ρ. Τομά. Συμμετείχαν ακόμα με κείμενά τους σε πολλές θεατρικές επιθεωρήσεις, τηλεοπτικές εκπομπές και συνεργάστηκαν σε μουσικές παραστάσεις με τη Μαρινέλλα, τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Κώστα Μακεδόνα, τον Γιώργο Μαρίνο και την Αφροδίτη Μάνου.
6 Ο Έβρος απέναντι
Βασίλης Σεϊμένης, Γιάννης Χαρίσης, Μαριάννα Παπασάββα, Λίλιαν Παλάντζα
Μαριάννα Παπασάββα, Λίλιαν Παλάντζα
Βασίλης Σεϊμένης, Γιάννης Χαρίσης
Οι υψηλοί δείκτες στις εμφανούς εγκληματικότητας που αναλογούν στις κοινότητες των εγχρώμων και των μεταναστών, και η υπερεκπροσώπηση των μελών τους στον πληθυσμό των κρατουμένων αποδίδεται σύμφωνα με τους κριτικούς εγκληματολόγους στην ώθηση αυτών των ομάδων από το πολιτικο-οικονομικό σύστημα στο κοινωνικό περιθώριο, αλλά και στις εις βάρος τους διακρίσεις που παρατηρούνται σε όλα τα στάδια στις ποινικής διαδικασίας (αστυνόμευση, δίωξη, ενδιάμεση διαδικασία, ποινική δίκη). Επιπλέον, οι ρατσιστικές στάσεις και αντιλήψεις που συνειδητά καλλιεργούνται σε σημαντική μερίδα του γενικού πληθυσμού αναπαράγουν το φαινόμενο και ο φόβος του εγκλήματος επιδεινώνει την κατάσταση. Με αυτόν τον τόπο, το εγκληματικό φαινόμενο αποκτά φυλετικά χαρακτηριστικά και ταυτόχρονα κατασκευάζεται κοινωνικά η «εγκληματοποίηση» και η «δαιμονοποίηση» ολόκληρων εθνοτικών ομάδων μέσω στις συγκρότησης ψευδών στερεοτύπων για πολιτικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς λόγους. Βασίλης Χ. Καρύδης, Η εγκληματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα
Μαριάννα Παπασάββα, Βασίλης Σεϊμένης
Δημήτρης Μορφακίδης, Βασίλης Σεϊμένης, Γιάννης Χαρίσης
Εκείνο που πρέπει να διασώζεται είναι το γεγονός της διαφορετικότητας, κι όχι το ιστορικό περιεχόμενο που της έχει αποδώσει κάθε εποχή, και που καμία δεν θα μπορούσε να το συντηρήσει πέρα από τον εαυτό της. […] Η ανοχή δεν είναι μια θεωρητική στάση που χορηγεί συγχωροχάρτια για όσα υπήρξαν ή για όσα υπάρχουν. Είναι μια στάση δυναμική, που συνίσταται στο να προβλέπουμε, να κατανοούμε και να προωθούμε όσα θέλουν να υπάρξουν. Η ποικιλία των ανθρώπινων πνευματικών πολιτισμών είναι πίσω της, γύρω της και μπροστά της. Η μόνη απαίτηση που μπορούμε να προβάλουμε πάνω της […], είναι να πραγματοποιείται υπό μορφές, από τις οποίες η καθεμιά να είναι μια συμβολή στη μέγιστη γενναιοδωρία των άλλων. Claude Lévi-Strauss, Φυλή και Ιστορία Μετάφραση: Χ. Μπακονικόλα
Η πολυσημία της «ξενικότητας»
της Χαράς Μπακονικόλα
Θεωρούμε ξένο οτιδήποτε δεν μας είναι οικείο. Το ανοίκειο, το άγνωστο, το διαφορετικό, εύλογα μας προκαλεί, ανάλογα με τον χώρο, τον χρόνο και τις περιστάσεις, περιέργεια ή επιφυλακτικότητα ή και απέχθεια. Τι γίνεται, όμως, όταν αυτό το «ξένο» είναι ένας ξένος, δηλαδή κάποιος άνθρωπος που δεν είναι ένας από εμάς, αλλά είναι ένα πλάσμα σαν εμάς; Εννοείται πως το «εγώ» δεν ταυτίζεται ποτέ με τον «άλλον», ακόμη κι αν ανήκουν στο ίδιο πολιτισμικό ή εθνικό πεδίο. Ωστόσο, το πρόβλημα της ετερότητας γίνεται πιο σύνθετο, όταν ο ξένος είναι ένας αλλοδαπός μέσα σε μια λίγο-πολύ ενοποιημένη κοινωνία. Όταν μιλάμε στην Ελλάδα για αλλοδαπούς, δεν εννοούμε εκείνους που έρχονται με εντεταλμένη αποστολή (ερευνητικά προγράμματα, διακρατικές συνεργασίες), ούτε τους τουρίστες (παρ’ όλο που κι αυτοί, σε μερικούς τόπους, δεν αντιμετωπίζονται με οικειότητα). Εννοούμε τους μετανάστες. Αλλά υπάρχουν πολλών ειδών μετανάστες, των οποίων ο εκπατρισμός οφείλεται σε ποικίλους λόγους. Έτσι, λόγου χάρη, έχουμε τους οικονομικούς μετανάστες, που ξενιτεύονται για το ψωμί τους ή για ένα μεγαλύτερο κομμάτι ψωμί, τους πολιτικούς φυγάδες, που κινδυνεύουν ως αντιφρονούντες ή καταζητούνται από το ολοκληρωτικό καθεστώς της χώρας τους, και τέλος, τους λίγο ή πολύ βίαια και συλλογικά εκπατρισμένους, δυνάμει της ανταλλαγής πληθυσμών ή διεθνών συνθηκών κλπ. Η παραπάνω διάκριση δεν αρκεί, βέβαια, για να δώσει το πλήρες φάσμα των εκδοχών της μετανάστευσης. Ας μην ξεχνάμε και την περίπτωση μεταναστών, για τους οποίους η ανάδοχος χώρα αποτελεί προσωρινό τόπο παραμονής, προκειμένου αυτοί να φτάσουν στη χώρα του τελικού προορισμού τους. Με άλλα λόγια, σήμερα ο μετανάστης προσβλέπει στη χώρα μας, λόγου χάρη, ως ευκταίο τόπο οριστικής εγκατάστασης ή ως αναγκαίο «πέρασμα» για κάπου αλλού. Από μια άλλη σκοπιά, οι μετανάστες δεν διαθέτουν ούτε το ίδιο μορφωτικό επίπεδο1, ούτε την ίδια ικανότητα για κάποια ειδικευμένη εργασία, κι αυτό δεν μπορεί παρά να τους διαφοροποιεί πρακτικά. Εξ άλλου, η χώρα εισδοχής τους μπορεί, σε μια ορισμένη περίοδο, να χρειάζεται κάποιες συγκεκριμένες ειδικότητες κι όχι κάποιες άλλες. Επίσης, η ικανότητα προσαρμογής τους ή κοινωνικής ενσωμάτωσής τους στη χώρα που τους φιλοξενεί ποικίλλει2, και σ’ αυτό παίζει σημαντικό ρόλο ο πιθανός βαθμός πολιτισμικής (γλωσσικής, θρησκευτικής, θεσμικής, γεωπολιτικής ή άλλης3) «συγγένειας» ή εγγύτητας μεταξύ χώρας προέλευσης και χώρας αναδόχου: ένας Έλληνας μετανάστης στη Σαουδική Αραβία δεν βιώνει τα ίδια πράγματα μ’ έναν μετανάστη στη Μεγάλη Βρετανία (άλλωστε η πνευματική διαφορά μεταξύ Ανατολής και Δύσης είναι από τη φύση της τεράστια – χωρίς να εννοούμε καθόλου μ’ αυτό μια πολιτισμική ιεραρχία). Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι μια γυναίκα μετανάστρια δεν έχει ακριβώς τις ίδιες πιθανότητες μ’ έναν συμπατριώτη της για να βρει δουλειά στον ξένο τόπο (για να μην αναφερθούμε και στους «ιδιαίτερους» κινδύνους εκμετάλλευσής της). Από την πλευρά της, η χώρα υποδοχής αντιμετωπίζει ένα επίσης σύνθετο πρόβλημα σε ό,τι αφορά τους μετανάστες, και είναι πολύ αφελές –αν όχι υποκριτικό– να μισοκλείνουμε τα μάτια για να δούμε μόνο το άσπρο ή το μαύρο στην υπόθεση αυτή. Στον τόπο μας υπάρχουν πολίτες που συγκατοικούν αγαστά με έντιμους μετανάστες, άλλοι που έχουν ληστευθεί και κακοποιηθεί ή δολοφονηθεί από ξένους, άλλοι που έχουν εκμεταλλευθεί ανελέητα ξένους προς ίδιον συμφέρον, και άλλοι που έχουν πλάσει ένα ψευτο-ιδεολογικό μόρφωμα, στο οποίο έχει πρωτοστατήσει κυρίως η φαντασία και όχι η προσωπική εμπειρία. Αυτό το φαντασιακό κατασκεύασμα είναι ο
10 Ο Έβρος απέναντι
11 ρατσισμός: ο φονιάς Αλβανός, ο διαρρήκτης Ρουμάνος, ο βιαστής Πακιστανός συμπληρώνουν την παλιά πινακοθήκη με τον άγριο Ινδιάνο, τον εγκληματία Νέγρο, τον κακοποιό Πορτορικανό, τον ακάθαρτο Εβραίο, τον υπάνθρωπο Νοτιοαφρικανό κλπ. Ακραία και επίσημα οργανωμένη έκφραση του ρατσισμού αποτελεί η γενοκτονία, που στιγμάτισε βαθιά την Ιστορία του 20ού αιώνα4. Πιστεύω ότι το πιο ολέθριο χαρακτηριστικό του ρατσισμού (όπως και των περισσότερων –ισμών) είναι η γενίκευση, ή αλλιώς, η επαγωγή, η χρήση μεμονωμένων φαινομένων ως τεκμηρίων για την αξιολόγηση ενός συνόλου πραγμάτων ή προσώπων. Αυτή την ολέθρια τάση, που ερωτοτροπεί με πολιτικές και κοινωνικές αβύσσους, την επικουρούν, άμεσα ή έμμεσα, η πλημμελής ή και ασυνάρτητη πολιτική της Πολιτείας έναντι των μεταναστών (αδικαιολόγητη άρνηση χορήγησης κάρτας παραμονής, αποπροσωποποίηση, αποκλεισμός από την κοινωνία, τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, γκετοποίηση κλπ), καθώς και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο του λαού (λόγω ανεργίας ή κοινωνικής ανισότητας). Είναι εντελώς αληθινό –δυστυχώς– αυτό που υποστηρίζει ο Robin Cohen, όταν γράφει ότι «υπάρχει συχνά έντονη διαφορά μεταξύ της μοίρας των κοινοτήτων διασποράς και της κατάστασης της τοπικής εργατικής τάξης, όπου η επικυριαρχία της ανεργίας και η προσωρινή και επισφαλής φύση των θέσεων εργασίας έχουν κυριολεκτικά καταστρέψει οποιαδήποτε αίσθηση αλληλεγγύης. Αυτό έχει οδηγήσει σε συναισθήματα ανασφάλειας, απομόνωσης και, συχνά, καταστροφικού ατομισμού»5. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί –και να δικαιολογηθεί έως κάποιον βαθμό– η επιφυλακτικότητα και, συχνά, η ρατσιστικού τύπου εχθρότητα6 που επέδειξαν, το 1922, στους αναξιοπαθούντες πρόσφυγες της Μικρασίας οι αυτόχθονες Έλληνες, όντας και οι ίδιοι τσακισμένοι οικονομικά και κοινωνικά από τόσους πρόσφατους πολέμους (στην οικονομικά ανεπτυγμένη Κύπρο, αντίθετα, δεν είχαμε παρόμοιες συμπεριφορές των Ελληνοκυπρίων έναντι των ξεριζωμένων συμπατριωτών τους, το 1974). Είμαστε ένας λαός μεταναστών, ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. Έχουμε ζήσει εποικισμούς, αλλά και διωγμούς, μεταναστεύσεις, εξορίες, εκτοπίσεις, και ξέρουμε ότι το ψωμί της ξενιτιάς είναι λίγο ή και πολύ πικρό – ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες. Τον ρατσισμό οι Έλληνες οικονομικοί μετανάστες τον έζησαν πάνω στο πετσί τους στην Αμερική των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, καθώς και στη μεταπολεμική Γερμανία (ίσως και σε άλλες χώρες). Ένα είδος ρατσισμού υφίστανται και τώρα, ως παρακατιανοί Ευρωπαίοι πολίτες, με άλλους όρους βέβαια, αλλά όχι λιγότερο επώδυνους, από την πλευρά του πλούσιου ευρωπαϊκού Βορρά. Η ξενοφοβία τους, λοιπόν, η ανησυχία μερικών για τη σταδιακή απώλεια της εθνικής μας ταυτότητας ή για την περαιτέρω αύξηση της οικονομικής κρίσης, δεν έχουν λογικό έρεισμα: για όλα αυτά, «φροντίζουν» άλλοι… επί ματαίω, ας ελπίσουμε.
Στην πρόσφατη ιστορία της μετανάστευσης, συναντούμε όρους που δηλώνουν τέτοιες μορφωτικές διαφορές, όπως, λόγου χάρη, οι ξένοι εργάτες της Γερμανίας (gastarbeiter), ή η μετανάστευση επιστημόνων σε χώρα που αμείβει ανθρωπινότερα την ειδικότητά τους (exode des cerveaux). Βλ. σχετικά Laetitia Van Eeckhout, Débat public. L’Immigration, Odile Jacob/ La documentation Française, 2007, σ. 78. 2 Βλ. σχετικά Nancy L. Green, Οι δρόμοι της μετανάστευσης, Αθήνα, 2004, Σαββάλας, μτφρ. Δημήτρης Παρσάνογλου (ιδιαίτερα το κεφ. ΙΙΙ). 3 Πβ. Λουκία Μ. Μουσούρου, Από τους Γκασταρμπάιτερ στο πνεύμα του Σένγκεν, Αθήνα, 1993, Gutenberg, σ. 59: «Έκφραση του άυλου και του συμβολικού, ο πνευματικός πολιτισμός βρίσκεται σε αλληλεξάρτηση με τη γλώσσα (ως σύστημα συμβόλων) και με τη θρησκεία (ως σύστημα πεποιθήσεων και πρακτικών που υπονοούν σχέσεις με το άυλο και το ιερό). 4 Βλ. ενδεικτικά Alexander Laban Hinton (ed.), Annihilating Difference. The Anthropology of Genocide, Berkeley/Los Angeles/ London, 2002, University of California Press. 5 Robin Cohen, Η παγκόσμια διασπορά, Αθήνα, 2003, Παπαζήσης, μτφρ. Τίνα Πλυτά, σ. 307. 6 Αρκεί να θυμηθούμε ότι οι πρόσφυγες της Σμύρνης αποκαλούνταν συχνά από τους ντόπιους «τουρκόσποροι». 1
Λίλιαν Παλάντζα, Βασίλης Σεϊμένης, Δημήτρης Μορφακίδης, Μαριάννα Παπασάββα, Γιάννης Χαρίσης
Με ντρόπιασε, με ζημίωσε με μισό εκατομμύριο, γέλαγε με τις χασούρες μου, κορόιδευε τα κέρδη μου, καταφρονούσε το έθνος μου, χάλαγε τις δουλειές μου, ψύχραινε τους φίλους μου, άναβε τους εχθρούς μου. Και ποιος ο λόγος του; Είμαι Εβραίος. Δεν έχει ο Εβραίος μάτια; Δεν έχει ο Εβραίος χέρια, όργανα, ανάστημα, αισθήσεις, συμπάθειες, πάθη; Δεν τρέφεται με την ίδια τροφή, δεν πληγώνεται με τα ίδια όπλα, δεν παθαίνει τις ίδιες αρρώστιες, δεν γιατρεύεται με τα ίδια μέσα, δεν ζεσταίνεται και κρυώνει το ίδιο τον χειμώνα και το καλοκαίρι, όπως κι ο Χριστιανός; Αν μας τρυπήσετε, δεν ματώνουμε; Αν μας γαργαλήσετε, δεν γελάμε; Αν μας φαρμακώσετε, δεν πεθαίνουμε; Κι αν μας αδικείτε, να μην εκδικηθούμε; Αν σας μοιάζουμε σ’ όλα τα άλλα, θα σας μοιάσουμε και σ’ αυτό. Αν ένας Εβραίος αδικήσει έναν Χριστιανό, ποια είναι η ταπεινοσύνη του; Εκδίκηση. Αν ένας Χριστιανός αδικήσει έναν Εβραίο, πώς πρέπει να το υποφέρει κατά το χριστιανικό παράδειγμα; Αμ πώς, εκδίκηση. Την κακουργία που μου μαθαίνετε θα την κάνω εγώ, και θα μου στοιχίσει, αλλά εγώ θα το καλυτερέψω το μάθημα. William Shakespeare, Ο έμπορος της Βενετίας Μετάφραση:. Βασίλης Ρώτας
Ένα αρχίδι, είμαι ένα αρχίδι. Τον Αζίζ, τον θυμούνται με τ’ όνομά του μόνο για να του ζητήσουν λεφτά. Περνάω τον καιρό μου κάνοντας το αρχίδι μέσα σ’ ένα σπίτι που δεν είναι δικό μου, συντηρώντας έναν κήπο και πλένοντας πατώματα που δεν είναι δικά μου. Και με τα λεφτά που κερδίζω, πληρώνω φόρους στη Γαλλία για να κάνει τον πόλεμο ενάντια στο (αλγερινό) Μέτωπο, και πληρώνω φόρους στο Μέτωπο για να κάνει τον πόλεμο ενάντια στη Γαλλία. Και ποιος προστατεύει τον Αζίζ μέσα σ’ όλα αυτά; Κανένας. Ποιος κάνει πόλεμο στον Αζίζ; Όλοι. […] Το Μέτωπο λέει πως είμαι Άραβας, το αφεντικό μου λέει πως είμαι υπηρέτης, η στρατιωτική υπηρεσία λέει πως είμαι Γάλλος, κι εγώ λέω πως είμαι αρχίδι. Γιατί δεκάρα δεν δίνω για τους Άραβες, για τους Γάλλους, τα αφεντικά και τους υπηρέτες. Δεκάρα δεν δίνω για την Αλγερία, όπως δεν δίνω δεκάρα ούτε για τη Γαλλία. Καθόλου δεν σκοτίζομαι για την πλευρά όπου θα έπρεπε να είμαι και που δεν είμαι. Δεν είμαι ούτε υπέρ ούτε κατά για τίποτα. Και αν μου πούνε ότι είμαι κατά όταν δεν είμαι υπέρ, τότε είμαι ενάντια σ’ όλα. Bernard-Marie Koltès, Επιστροφή στην έρημο Μετάφραση: Χ. Μπακονικόλα
15
Ο Έβρος απέναντι
της Χαράς Μπακονικόλα
Ένα ποτάμι εγγράφεται συνήθως σε κάποιο φυσικό τοπίο, που προσφέρεται για παρόχθιους περιπάτους, για ρομαντικές ονειροπολήσεις, για βαρκάδες ή για ψάρεμα. Εμπνέει τους λυρικούς ποιητές και ελκύει τους φυσιολάτρες. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλου είδους ποτάμια, που σηματοδοτούν γεγονότα ή επεμβαίνουν δραστικά στην ανθρώπινη ιστορία – λαών ή μεμονωμένων ατόμων. Κι αυτό συμβαίνει γιατί το ποτάμι, καθώς έχει μια αμετάβλητη πορεία, χρησιμοποιείται ενίοτε σαν σύνορο ή σαν σημείο αναμέτρησης αντίπαλων δυνάμεων ή σαν μέσο φυγής (ας θυμηθούμε τους Πέρσες του Αισχύλου και τη συγκλονιστική περιγραφή της υποχώρησης των Ασιατών, που διασχίζουν τον «κρυσταλλόπηκτο» Στρυμόνα, για να πνιγούν σύντομα στα νερά του, όταν αιφνιδίως λιώνει η παγωμένη του επιφάνεια). Στη μνήμη του δημοκρατικού κόσμου της Ευρώπης του 20ού αιώνα, χαράχθηκε με σκληρές γραμμές ένας ποταμός-σύμβολο, ο Έβρος του ισπανικού εμφυλίου, που έπαιξε έναν δραματικότατο ιστορικό ρόλο, το 1938, στο πεπρωμένο ενός ολόκληρου λαού (με τη σκληρή, μοιραία μάχη μεταξύ φρανκιστών και δημοκρατικών, που διεξάχθηκε στις όχθες του). Έτσι και ο δικός μας Έβρος, επίσης, παίζει έναν δραματικό ρόλο εδώ και δεκαετίες ως γεωγραφικό σύνορο και, συνάμα, ως ανασφαλές πέρασμα για όσους αναζητούν μια πιο ανθρώπινη ζωή σ’ ένα «αλλού», έστω θολό και αβέβαιο. Ο Σερχάτ του έργου είναι ένας απ’ αυτούς. Ο Έβρος απέναντι, δεν έχει απλά ως θέμα τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Θα ήταν αυτό μόνο, αν τα πρόσωπα του έργου που αντιμετωπίζουν τον Κούρδο μετανάστη εκπροσωπούσαν μια «χορτασμένη» και μισαλλόδοξη κοινωνική τάξη, που ανησυχεί για τα υπάρχοντά της. Εδώ, όμως, συναντούμε δύο ζευγάρια σε πλήρη οικονομική ένδεια, ανερμάτιστα από πολιτική και ηθική άποψη, που ξέρουν μόνο ότι στη γειτονιά τους κυκλοφορούν αλλοδαποί ληστές και κακοποιοί. Με άλλα λόγια, οι τέσσερις Έλληνες είναι και νιώθουν μειονοτικοί de facto μέσα στην ίδια τους
Ελάχιστα έως κανένα από τα εθνικά κράτη που γέμισαν τον χάρτη του μοντέρνου κόσμου δεν ήταν στ’ αλήθεια τόσο εδαφικά οχυρωμένα όσο προέβλεπαν τα κυριαρχικά τους δίκαια. Ενίοτε σκοπίμως, άλλοτε διστακτικά, σχεδόν όλα τους χρειάστηκε να αποδεχτούν την παρουσία ξένων εντός της κατειλημμένης επικράτειάς τους και να αναγνωρίσουν τα αλλεπάλληλα κύματα μεταναστών που δραπέτευαν ή εκδιώκονταν από τις επικράτειες άλλων κυρίαρχων εθνικών κρατών. Αφ’ ης στιγμής βρίσκονταν στο εσωτερικό, ωστόσο, εγκατεστημένοι όσο και νεοεισελθόντες ξένοι, υπόκειντο στην αποκλειστική και αδιαίρετη δικαιοδοσία της οικοδέσποινας χώρας. Η χώρα αυτή ήταν ελεύθερη να εφαρμόσει εκσυγχρονισμένες, μοντέρνες εκδοχές των δύο στρατηγικών που περιέγραψε ο Κλωντ Λεβί-Στρως στους Θλιμμένους Τροπικούς, ως εναλλακτικούς τρόπους για την αντιμετώπιση της παρουσίας ξένων. Όταν επέλεγε να καταφύγει σε τέτοιες στρατηγικές, η χώρα μπορούσε να βασίζεται στην ολόθερμη υποστήριξη όλων των άλλων κυρίαρχων δυνάμεων του πλανήτη, επιμελών ως προς τη διαφύλαξη του απαραβίαστου της τριάδας επικράτεια/έθνος/κράτος. Η διαθέσιμη επιλογή ήταν μεταξύ της ανθρωποφαγικής και της ανθρωπεμεσικής λύσης στο πρόβλημα των ξένων. Η πρώτη λύση συνοψιζόταν στην «καταβρόχθιση των ξένων», είτε κυριολεκτικά –όπως στον κανιβαλισμό που υποτίθεται ότι ασκούσαν κάποιες πρωτόγονες φυλές– είτε στη μετουσιωμένη πνευματική της μορφή, όπως στην επικουρούμενη από την εξουσία πολιτισμική αφομοίωση που άσκησαν σχεδόν ανεξαιρέτως τα εθνικά κράτη, με στόχο τη χώνεψη των φορέων του ξένου πολιτισμού στο εθνικό σώμα, και τη συνακόλουθη απέκκριση των δύσπεπτων τμημάτων της πολιτισμικής κληρονομιάς τους. Η δεύτερη λύση σήμαινε «ξέρασμα των ξένων», αντί για κατασπάραξή τους: συγκέντρωση και απέλασή τους […] είτε από την επικράτεια της κρατικής εξουσίας είτε μια και καλή από τον μάταιο τούτο κόσμο. Ζύγκμουντ Μπάουμαν, Ρευστή αγάπη Μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας
17 τη χώρα, όπως συμβαίνει με πολλά δραματικά πρόσωπα του Franz Xaver Kroetz ή του Rainer Werner Fassbinder. Αυτό το δραματουργικό δεδομένο δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, και δεν είναι τυχαίο που οι δύο συγγραφείς μας ασχολούνται μόνο μ’ αυτούς τους υποβαθμισμένους Έλληνες στο πρώτο τρίτο του έργου τους, κρατώντας την εμφάνιση του ξένου για αργότερα. Ο Κώστας και η Γιάννα, ο Αλέκος και η Μίνα φυτοζωούν, λοιπόν, και ταλαντώνονται άσκοπα ανάμεσα στα τηλεοπτικά σκουπίδια και τα άγονα όνειρα, ανάμεσα σε χυδαίους καυγάδες και προσωρινές ανακωχές, ανάμεσα σε ανόητες ματαιοδοξίες και αυτοταπεινώσεις, ανάμεσα στην επιθυμία των αγαθών της τεχνολογίας και σε στοιχειώδη αιτήματα της απλής επιβίωσης. Η ανικανότητα των δύο αντρών να αγκιστρωθούν από μια σταθερή δουλειά, και συνάμα η πιθανή κακοτυχία τους συρρικνώνουν την υπόληψή τους στα μάτια των γυναικών τους. Αλλά δεν φτάνει αυτό: η ίδια η φτώχεια έχει αποκαθηλώσει όλες τις αξίες τους, ακόμη και τις πιο στοιχειακές, όπως η πίστη στη φιλία και η ανθρωπιά. Οι αντιήρωές μας ζουν μέσα σε μια υπαρξιακή σύγχυση και μέσα σ’ έναν κόσμο σύγχυσης, στον οποίο η αμαρτία και το κακό δεν έχουν στέρεο περίγραμμα, αλλά ούτε και σαφές περιεχόμενο. Μπλουζάκια-μαϊμού, επώνυμα ποτά-μαϊμού, είναι οι ελπίδες του εύκολου κέρδους, αλλά και της εξόδου τους από την αθλιότητα. «Μαϊμού» είναι και ο γάμος τους: ο Αλέκος απατά τη Μίνα με τη Γιάννα, αλλά και η Γιάννα βοηθάει οικονομικά τον Αλέκο, ενώ απ’ αυτή τη συναλλαγή δεν απουσιάζει και ένα παρακμιακό, ερωτικό πάθος. Από τη δική τους πλευρά, οι απατημένοι «γνωρίζουν», αλλά αποδέχονται αυτή την κατάσταση. Γιατί τους βολεύει, γιατί –παρ’ όλα αυτά– νοιώθουν σαν οικογένεια όλοι μαζί, γιατί βράζουν στο ίδιο καζάνι της ανέχειας, όπου η ηθική φαντάζει σαν ένα πολυτελές καρύκευμα… Θυμόμαστε τον Βόυτσεκ, στο ομότιτλο δράμα: «Βλέπετε, εμείς οι φτωχοί άνθρωποι δεν διαθέτουμε αρετή, ενδίδουμε στη φύση! Αν, όμως, ήμουν ένας κύριος, αν είχα καπέλο, ρολόι και μονόκλ, και αν ήξερα να μιλώ ωραία, δεν θα ήθελα άλλο απ’ το να είμαι ενάρετος. Πρέπει να είναι πολύ ωραίο πράγμα η αρετή, λοχαγέ μου, αλλά εγώ είμαι ένας φτωχοδιάβολος!». Φτωχοδιάβολοι είναι και τα πλάσματα του έργου μας, που παλινωδούν ανάμεσα στην απελπισία και την ελπίδα μιας κερδοφόρας κομπίνας. Ωστόσο, ο Κώστας και η Γιάννα διαφοροποιούνται κάπως από τους φίλους τους: είναι λιγότερο επιπόλαιοι, κάπως σκεπτικιστές και διαθέτουν ένα ψήγμα –έστω– εντιμότητας. Κι αυτό γίνεται πιο ευδιάκριτο με την εμφάνιση του έγχρωμου μετανάστη. Η εμφάνιση του νεαρού εισβολέα του υπογείου, με το άσχημα χτυπημένο πόδι του, αρκεί για να δείξει αυτή την ποιοτική διαφορά, την οποία οι συγγραφείς υποβάλλουν διακριτικά και ως ιδεολογική απόκλιση. Η Γιάννα και ο άντρας της νοιώθουν οίκτο για τον τραυματισμένο νεαρό, προσπαθούν να εμποδίσουν τον ανελέητο φίλο τους να τον χτυπήσει, περιποιούνται το κακοπαθημένο πόδι του, του προσφέρουν πρόθυμα τροφή, συμμερίζονται την οδύνη του. Όλα αυτά τα στοιχεία τούς προσδίδουν έναν τόνο ψυχικής ευγένειας, θα λέγαμε, που όμως δεν αρκεί για να τους σώσει από την ηθική έκπτωση. Δεν είναι ακριβώς ίδιοι με το ζευγάρι των φίλων τους, αλλά στην ουσία συντάσσονται μαζί τους, αφού δεν απορρίπτουν δυναμικά το σχέδιο που τους προτείνεται, και που εμπλέκει επικίνδυνα τον Κούρδο φυγάδα. Το σχέδιο του επιπόλαιου άντρα, η «σωτήρια» ληστεία του σπιτιού ενός πιστωτή, θα είναι μια σκηνοθεσία, όπου οι δύο φίλοι θα πετύχουν να ξεφύγουν με τα κλοπιμαία αφήνοντας τον Σερχάτ πίσω τους, με το χτυπημένο πόδι του να αποδεικνύει την ένοχη πτώση του στον κήπο του θύματος της ληστείας. Το κόλπο είναι ευρηματικότατο, σχεδόν σατανικό, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα: το πόδι του φυγάδα, στο μεταξύ, μετά από τόσες φροντίδες, έχει αποκατασταθεί πλήρως
Ο ρατσισμός είναι μια αποφυάδα, ή μια μεταμόρφωση, ιδιαίτερα οξεία και παροξυστική, νιώθω τον πειρασμό να πω: μια τερατώδης ειδοποιΐα ενός σχεδόν καθολικού χαρακτήρα των ανθρωπίνων κοινωνιών. Πρόκειται για την καταφανή ανικανότητα της συγκροτήσεως ως εαυτών χωρίς αποκλεισμό του άλλου –και για την καταφανή ανικανότητα να αποκλείουμε τον άλλον χωρίς να τον υποτιμούμε και, εντέλει, να τον μισούμε. […] Γιατί αυτό που θα μπορούσε να παραμείνει ως απλή κατάφαση της «κατωτερότητας» των άλλων καθίσταται διάκριση, περιφρόνηση, απομόνωση, για να παροξυνθεί τελικά σε λύσσα, μίσος και φονική τρέλα; […] Από τη στιγμή που υπάρχει ρατσιστική καθήλωση, είναι γνωστό ότι οι «άλλοι» δεν αποκλείονται μόνον και δεν είναι απλώς κατώτεροι, αλλά καθίστανται, ως άτομα και ως σύνολο, σημείο στήριξης μιας δεύτερης φαντασιακής κρυστάλλωσης, η οποία τους προικίζει με μια σειρά κατηγορήματα και, πίσω απ’ αυτά τα κατηγορήματα, με μια ουσία κακή και διεστραμμένη, που δικαιώνει εκ των προτέρων ό,τι κανείς θα τους κάνει να υποστούν. Επ’ αυτού του φαντασιακού, ιδίως αντιεβραϊκού στην Ευρώπη, η φιλολογία είναι τεράστια και δεν έχω τίποτε να προσθέσω. Μόνο που μου φαίνεται εξαιρετικά επιφανειακό, όταν παρουσιάζεται αυτό το φαντασιακό –που βαπτίζεται επιπλέον «ιδεολογία»– κατασκευασμένο ολοσχερώς από τάξεις ή πολιτικές ομάδες, προκειμένου να εξασφαλίσουν ή να επιτύχουν την κυριαρχία τους. […] Ο αγώνας εναντίον του ρατσισμού είναι πάντοτε αγώνας ουσίας. Δεν πρέπει να αποτελέσει πρόσχημα για να παραιτηθούμε από την υπεράσπιση αξιών που δημιουργήθηκαν «σ’ εμάς», που θεωρούμε ισχύουσες για όλους, που δεν έχουν τίποτε να κάνουν με τη ράτσα ή το χρώμα του δέρματος, και στις οποίες θέλουμε, ναι, λελογισμένα να μεταστρέψουμε όλη την ανθρωπότητα. Κορνήλιος Καστοριάδης, Ο θρυμματισμένος κόσμος Μετάφραση:Ζήσης Σαρίκας-Κώστας Σπαντιδάκης
19 κι έτσι, ως υγιές, δεν χρησιμεύει για το κόλπο. Η μόνη λύση, εύκολη για τον «εγκέφαλο» της ληστείας, δύσκολη για τον φίλο του, είναι να επιστρέψει ο ξένος στην αρχική του σωματική βλάβη. Για τον αδίστακτο Αλέκο, μια βαριοπούλα εξασφαλίζει γρήγορα το ζητούμενο. Ο Κούρδος έχει μπει στο έργο με μισοσπασμένο πόδι, για να βγει απ’ αυτό με το πόδι του ολότελα σπασμένο. Έχει μπει κυνηγημένος άδικα για την εγκληματική πράξη ενός Αλβανού, στην οποία καθόλου δεν συμμετείχε. Τώρα θα κυνηγηθεί για το έγκλημα δύο Ελλήνων, στο οποίο καθόλου δεν θα συνεργήσει – αν εξαιρέσουμε την παθητική του παρουσία (στην κυριολεξία το ακούσιο τσουβάλιασμά του) στον τόπο του εγκλήματος. Ένοχος δίχως έγκλημα (και αποδιοπομπαίος τράγος), άπατρις από κάθε άποψη (χωρίς καν την πατρίδα μιας φιλίας και μιας ανθρωπιάς), ο ξένος μετατρέπεται σε ένα ανδρείκελο, ιδανικό για εκμετάλλευση, εντεύθεν ή εκείθεν του ΄Εβρου. Διότι ο Έβρος κυλάει πια παντού…
Οι συγγραφείς δεν παίζουν «εν ου παικτοίς»
Οι συγγραφείς του Έβρου υπηρετούν κυρίως την κωμωδία και τη σάτιρα με τρόπο όχι μόνο πετυχημένο, αλλά και συχνά ανατρεπτικό για το δραματουργικό κατεστημένο. Είναι συνειδητοί υπονομευτές παλιών και νέων μύθων, αλλά ο στόχος τους είναι όχι να καταγγείλουν, μα να γελοιοποιήσουν τα κακώς κείμενα. Προκαλούν αβίαστα το γέλιο του κοινού τους, επειδή ξέρουν οι ίδιοι να γελούν αυθεντικά και να γράφουν έξυπνα, σφυγμομετρώντας σωστά την ετοιμότητα ή τη διαθεσιμότητα των θεατών να διασκεδάσουν με την εικόνα ενός κόσμου αμφίσημου, τον οποίο η ίδια η κοινωνία διαμορφώνει ως τέτοιον. Με τον Έβρο απέναντι, διαπιστώνουμε μια μετατόπιση ύφους και μια αλλαγή ατμόσφαιρας. Γραφή ρεαλιστική, διάλογος δραματικός –που ελάχιστες σχισμές αφήνει για τη διείσδυση κωμικών ακτίνων– και σαφής πρόθεση σοβαρού προβληματισμού πάνω σ’ ένα επίκαιρο και φλέγον θέμα της εποχής μας και του τόπου μας (τον ρατσισμό και τη ρατσιστική βία), είναι τα στοιχεία που αποκαλύπτουν μια άλλη συγγραφική διάσταση του Παπαθανασίου και του Ρέππα. Χωρίς να αναλώνονται σε στοχαστικούς μονολόγους (που έτσι κι αλλιώς δεν συμβάλλουν σχεδόν ποτέ στο σκηνικό αποτέλεσμα), οι συγγραφείς φτάνουν σε κάποια συμπεράσματα, που τα υπαινίσσονται μέσα από τη συμπεριφορά των προσώπων. Η ρατσιστική βία δεν οδηγεί πουθενά, έστω κι αν μας σοκάρει η παραβατική συμπεριφορά κάποιων ξένων. Με την αρνητική ηθική αξιολόγηση όλων των αλλοδαπών, κάνουμε το ίδιο λάθος μ’ εκείνο που θα κάναμε αν αξιολογούσαμε συλλήβδην όλους τους Έλληνες με τον ίδιο τρόπο. Εξ άλλου, υπάρχουν αλλοδαποί που ενσωματώνονται στη χώρα υποδοχής ευκολότερα από μερικούς αυτόχθονες που παλεύουν, με νόμιμα ή παράνομα μέσα, για μια θέση στον ήλιο. Και, εν τέλει, είναι χυδαία υποκρισία το να αποστρεφόμαστε τους μετανάστες, ενώ τους εκμεταλλευόμαστε κατά βούληση και κατά περίσταση. Να, γιατί ο Παπαθανασίου κι ο Ρέππας δεν γελάνε μ’ αυτή την ιστορία τους. Πώς να διακωμωδήσει κανείς την αγωνία μπροστά στη ζωή και στον θάνατο; Πώς να γελάσει κανείς με την τυφλή βία που τροφοδοτείται από ιδεολογικά (παρα)μορφώματα που χωρίζουν τους ανθρώπους σε ανθρώπους και υπανθρώπους;
Μαριάννα Παπασάββα, Γιάννης Χαρίσης, Βασίλης Σεϊμένης, Λίλιαν Παλάντζα
Μια και η ελληνική κοινωνία περιλαμβάνει στις κόλπους της ξένες εθνικές ομάδες, η συλλογική συνείδηση θα έπρεπε να δεχτεί την ενσωμάτωση και όχι την αφομοίωση ή τη διάλυση αυτών των ομάδων, και να σεβαστεί στις αντίστοιχες πολιτιστικές παραδόσεις και μορφές ζωής. Αντί να προωθείται η αυτοπεποίθηση των πολιτών και η δημιουργική εργασία, καλλιεργούνται ή υποθάλπονται η αρχέγονη ξενοφοβία και η μισαλλοδοξία, ή προβάλλονται η εγκράτεια του λόγου και η νοοτροπία της εθνικής σκοπιμότητας ή του εθνικού συμφέροντος, και γενικά ακολουθείται η τακτική των διακρίσεων. Θεόφιλος Βέικος, Εθνικισμός και εθνική ταυτότητα
Υπεύθυνοι παράστασης
Γραφειο Παραγωγης & περιοδειων
Οδηγός σκηνής Δημοσθένης Πάνος
Συντονιστρια Βούλα Γεωργιάδου
Μηχανικός σκηνής Κώστας Γεράσης
ΤΜΗΜΑ ΣΚΗΝΩΝ & ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ
Χειριστής κονσόλας φωτισμών Βασίλης Αϊβαζίδης
Προϊστάμενος Στέλιος Τζολόπουλος
Χειριστής κονσόλας ήχου Βαγγέλης Καρκαλίνης Φροντιστής Άννα-Μαρία Βάσιακ Ενδύτρια Ελένη Μαυρίδου Κατασκευές σκηνικών & κοστουμιών Εργαστήρια ΚΘΒΕ
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΕΣ ΓΡΑΦΕΙΩΝ Μηχανικών σκηνής Κώστας Γεράσης Ηλεκτρολόγων Τάσος Δαηλίδης
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΤΜΗΜA Προϊσταμένη Ιωάννα Καρτάση ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙΩΝ Ασφάλειας-ΦύλαξηςΚαθαριότητας Ανέστης Καραηλίας ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Προϊστάμενος Μιχάλης Χώρης ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΕΣ ΓΡΑΦΕΙΩΝ
Ηχητικών Γιάννης Αμπατζόγλου
Μηχανογράφησης λογιστηρίουΚεντρικό ταμείο Στέργιος Κεχαγιάς
Φροντιστών-κατασκευών φροντιστηριακού υλικού Νίκος Συμεωνίδης
Επεξεργασίας οικονομικών στοιχείων Αθανάσιος Τσολάκης
Σκηνογραφικών εργαστηρίων Ζαχαρίας Παπαδόπουλος
Προμηθειών-Διαχείρισης υλικού Κατερίνα Καράγαλη
Ραπτριών Ζωή Βλάχου Εργατών σκηνής-οδηγών Χάρης Πασχαλίδης
ΤΜΗΜΑ ΕΚΔΟΣΕΩΝ & ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ Προϊσταμένη Ελπίδα Βιάννη ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΕΣ ΓΡΑΦΕΙΩΝ
Υπεύθυνοι χώρων Δημήτρης Καβέλης Ανέστης Καραηλίας Γιώργος Κασσάρας Δημήτρης Μητσιάνης Βασίλης Μυτηλινός (χρέη υπευθύνου) Περικλής Τράιος
Διεθνών Σχέσεων Αμαλία Κοντογιάννη Τύπου & Δημοσίων Σχέσεων Καρίνα Ιωαννίδου Αρχείου–Βιβλιοθήκης Δήμητρα Βαλεοντή
Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος Εθνικής Αμύνης 2, 546 21, Θεσσαλονίκη T. 2315 200 000 E. info@ntng.gr
www.ntng.gr
Θανάσης ΠαπαθανασίουΜιχάλης Ρέππας
Ο Έβρος απέναντι
Θεατρική περίοδος 2013-2014 Αρ. δελτίου 645 (241)
ΤΜΗΜΑ ΕΚΔΟΣΕΩΝ & ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΘΒΕ Συντονισμός έκδοσης Ελπίδα Βιάννη Επιμέλεια έκδοσης Αιμιλία Καρακόκκινου Γραφιστική επιμέλεια Σταύρος Καρανταγλής
Φωτογραφίες δοκιμών Γιώργος Χρυσοχοΐδης Παραγωγή εντύπου SKY Printing
Με την υποστήριξη
Χορηγοί Επικοινωνίας
Χορηγός ΚΘΒΕ
Ευχαριστούμε θερμά την κυρία Χαρά Μπακονικόλα για την έρευνα και την επιλογή των κειμένων του προγράμματος.