Η ΑΡΡΏΣΤΙΑ ΤΗΣ ΝΙΌΤΗΣ ΦΕΡΝΤΙΝΆΝΤ ΜΠΡΟΎΚΝΕΡ
Ferdinand Bruckner, Krankheit der Jugend
ΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ θεατρική περίοδος 2013-2014
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΌ ΣΥΜΒΟΎΛΙΟ ΠΡΌΕΔΡΟΣ
Μένη Λυσαρίδου
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΌΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΉΣ
Γιάννης Βούρος
ΑΝΤΙΠΡΌΕΔΡΟΣ
Φίλιππος Γράψας ΜΈΛΗ
Δημήτρης Χαλκιάς Γιώργος Κιουρτσίδης Άννα Χατζησοφιά Γρηγόρης Βαλτινός Γιάννης Χρυσούλης
Το ΚΘΒΕ εποπτεύεται και επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού. Το ΚΘΒΕ είναι μέλος της Ένωσης των Θεάτρων της Ευρώπης.
Πρώτη παράσταση
Τετάρτη 30 Απριλίου νέο ΥΠΕΡΩΟ ΕΜΣ θεατρική περίοδος 2013-2014
Φέρντιναντ Μπρούκνερ
Η ΑΡΡΏΣΤΙΑ ΤΗΣ ΝΙΌΤΗΣ Ferdinand Bruckner, Krankheit der Jugend
Μετάφραση- σκηνοθεσία Πέμη Ζούνη
Σκηνικά-κοστούμια
Γιώργος Ασημακόπουλος
Επιμέλεια κίνησης
Φρόσω Κορρού
Φωτισμοί
Στέλλα Κάλτσου
Μουσική επιμέλεια
Νικόλας Μαραγκόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη
Στέλιος Χατζηαδαμίδης
Β’ βοηθός σκηνοθέτη
Όλια Γεωργιάδου
Διανομή με σειρά εμφάνισης
Βοηθός σκηνογράφου
Άννα Μαντά Μαρί Ηλέκτρα Καρτάνου Λούσυ Άννα Ευθυμίου Ντεζιρέ Μιχάλης Συριόπουλος Φρέντερ Νικόλας Μαραγκόπουλος Πετρέλ Κορίνα Βασιλοπούλου Ιρένε Στέλιος Χατζηαδαμίδης Αλτ
Βασίλης Μπάλτσας
Βοηθός ενδυματολόγου Χαρά Τσουβαλά
Οργάνωση παραγωγής Ροδή Στεφανίδου
ΣΗΜΕΊΩΜΑ ΣΚΗΝΟΘΈΤΗ Λυπούμαι αν η τροπή του λόγου μου Δεν είναι αυτή Που αρμόζει στις ημέρες μας Κυρίες και Κύριοι, Τίποτα δεν αρμόζει στις ημέρες μας Κι επί πλέον συμβαίνει νά΄μαι λυπημένη (Οδ. Ελύτης «Μαρία Νεφέλη»)
Ευρώπη. Βιέννη. Kolingasse 7. Δεύτερος όροφος. Δωμάτιο 5. Και ας πούμε ότι είναι μια Τετάρτη του Μαρτίου, του καθόλου σωτηρίου έτους 1923. Εκεί εστιάζει τη ματιά του ο Φ. Μπρούκνερ. Σε ένα τυχαίο δωμάτιο της πανσιόν της κυρίας Σίμμελμπροτ. Σε επτά τυχαίους νεαρούς φοιτητές – επτά ψυχές πεταμένες στα απόνερα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Τι τον εμπνέει άραγε; Τι θέλει να καταγράψει; Οι φράσεις του αδρές και ευθύβολες. Οι χαρακτήρες κλειστοί. Συνευρίσκονται, συνομιλούν, αλληλοπληγώνονται. Διαβλέπεις τον πυρετό στο παγωμένο δωμάτιο. Η φρίκη του πολέμου αποσιωπάται πεισματικά. Όπως ο εφιάλτης, που έχεις την αβάσταχτη υποψία ότι δεν ήταν όνειρο. Έξω, η επιστήμη και η διανόηση αγγίζουν τις μεγάλες τους στιγμές. Η τέχνη εκρήγνυται. Η φτώχεια καταλύει τις αντοχές. Η εξουσία είναι παρανοϊκή και ανεξέλεγκτη. Η διαφθορά και η διαπλοκή γίνονται ο μόνος αποδεκτός νόμος. Ο υπόκοσμος φωτίζει τη νύχτα. Μέσα σ΄ αυτό το δωμάτιο όμως «η νιότη, αγουροξυπνημένη» χτυπιέται στους τέσσερεις τοίχους, βγάζει τη γλώσσα της στον θάνατο και αρνείται να σώσει την ψυχή της. Πολλά υποσχόμενη και ανελέητη. Αφού θεωρείται ικανή για τα πάντα. Αφού αυτή η ίδια φταίει για τους ιούς που της μετέδωσαν. Αφού η κληρονομιά της συνοψίζεται σχεδόν στη φράση του σύγχρονού τους ζωγράφου Έγκον Σίλε: «Όλα είναι πεθαμένα ενόσω ζουν». Ή σε εκείνην του αγαπημένου τους Τόμας Μαν «Υπάρχουν δύο τρόποι να ζήσεις: ο ένας είναι ο κοινός, ευθύς και γενναίος. Ο άλλος είναι κακός, περνάει μέσα από το θάνατο, και είναι ο ευφυής τρόπος».
Κι έτσι όπως αρνούνται να ενηλικιωθούν, έτσι όπως παίζουν κακά παιχνίδια, γλιστράνε. «Ένα τόσο δα βηματάκι…» Πόσο απέχει, έτσι κι αλλιώς, το τίποτα. Το ποτέ. Το κανείς. Ένα μικρό βηματάκι χωρίζει την απουσία νοήματος από την ίδια την απουσία. Η νιότη ασπαίρουσα μέσα στον ζόφο… Όλο το φως του σκοταδιού σε επτά αντι-ήρωες. Αυτό έχουν να σηκώσουν οι επτά πρωταγωνιστές. Θέλει γενναιότητα καταβύθισης. Τόλμη περιπλάνησης σε ατραπούς επισφαλείς. Ικανότητα επικίνδυνης ισορροπίας. Ήθος και ευρυχωρία ψυχής. Έτσι πορεύτηκαν οι ηθοποιοί αυτούς τους τρεις μήνες. Σπάζοντας πέτρες, ενίοτε και τα μούτρα τους – αλλά ποτέ με σπασμένο το ηθικό. Έτσι ανθίζουν μέρα με τη μέρα, έως αυτή τη στιγμή που γράφονται τούτες οι σκέψεις. Έτσι θα συνεχίζουν να ανθίζουν, διάπλατα ανοιχτοί, μπροστά στα αδιάκριτα βλέμματα των θεατών, μέσα στο δωμάτιο 5. Με τη διαστροφή του χειρουργού και τη γενναιότητα των χαρακωμάτων. Αλλά «Μόνο οι γενναίοι αγαπούν, οι άλλοι απλώς ξεγελούν τα όνειρα... Αυτοί (sic) είναι στους πρώτους.».
Πέμη Ζούνη
ΒΙΈΝΝΗ
Στα τέλη του 1922 η Βιέννη είχε πληθυσμό που υπολογίζεται σε 1,918,720. Πάνω από τα δύο τρίτα των 6 εκατομμυρίων κατοίκων της Αυστρίας ζούσαν έξω από τη μεγαλούπολη.
ΜΕΣΟΠΌΛΕΜΟΣ
Αμφίρροπη χρονική περίοδος μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, την οποία συγκλόνισε η οικονομική κρίση του 1929. Παράλληλα, το κίνημα του αναθεωρητισμού οδήγησε στην άνοδο του αυταρχισμού και του εθνικισμού που κορυφώθηκε με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑ ΤΗΣ ΒΑΪΜΆΡΗΣ
Η πρώτη Γερμανική Δημοκρατία, που απέκτησε το Σύνταγμά της το 1919 στην πόλη της Βαϊμάρης και κατέρρευσε άδοξα κάτω από τα χτυπήματα του ναζισμού το 1933. Παρά τις κοινωνικές και οικονομικές αναταραχές (υπερπληθωρισμός του 1923, οικονομική κρίση από το 1929, άνοδος των ναζί), άνθισαν κινήματα που καθόρισαν την πορεία της λογοτεχνίας, της μουσικής, της ζωγραφικής, της αρχιτεκτονικής, του κινηματογράφου.
1923 ΧΊΤΛΕΡ
H πρώτη απόπειρα του Χίτλερ για την κατάληψη της εξουσίας, γνωστή και ως «Πραξικόπημα της μπιραρίας», για την οποία καταδικάστηκε σε φυλάκιση λίγων μηνών.
ΚΟΥΆΚΕΡ
Τα πρώτα Διεθνή Κέντρα Κουάκερ ιδρύθηκαν σε περιοχές που συνδέονται με τις μεταπολεμικές προσπάθειες αρωγής, όπως Βερολίνο, Φρανκφούρτη, Νυρεμβέργη, Παρίσι, Βιέννη, Βαρσοβία, Μόσχα. Το Κέντρο της Βιέννης συντόνισε τις δράσεις ποικίλλων Αυστριακών ειρηνευτικών οργανώσεων και βοήθησε με τρόφιμα και ανακατασκευές των σπιτιών στην πόλη.
Η
αρρώστια της νιότης ή μια επικίνδυνη περιοχή ΠΟΙΟΣ ΕΊΝΑΙ Ο ΦΈΡΝΤΙΝΑΝΤ ΜΠΡΟΎΚΝΕΡ; Ήταν ένας γρίφος της εποχής: Η αρρώστια της νιότης, έργο του 1924, έφερε την υπογραφή ενός αγνώστου συγγραφέα. Μα ποιος ήταν τέλος πάντων ο Φέρντιναντ Μπρούκνερ; Το κείμενο που περιέγραφε με οξύνοια και ευαισθησία μια παρέα νέων φοιτητών αλλά και μιας ολόκληρης γενιάς, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ένα έργο χωρίς συγγραφέα. Κανείς δεν ήξερε ποιος κρυβόταν πίσω από το λογοτεχνικό ψευδώνυμο. Το κείμενο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και αποτέλεσε σκάνδαλο για την εποχή του. Πολλοί αναρωτήθηκαν για την ταυτότητα του συγγραφέα που δεν εμφανιζόταν στις πρεμιέρες. Οι φήμες έλεγαν ότι επρόκειτο για έναν γιατρό, που φιλοξενούνταν στο σπίτι ενός ασθενούς του. Το μυστήριο εντάθηκε μετά τη δεύτερη επιτυχία που σημείωσε το έργο Οι εγκληματίες. Και πάλι δεν μπορούσαν να εντοπιστούν τα ίχνη του συγγραφέα. Κι όμως, ήταν ήδη γνωστός στους θεατρικούς κύκλους. Δεν ήταν άλλος από τον Τέοντορ Τάγκερ, τον διευθυντή ενός νεοϊδρυθέντος βερολινέζικου θεάτρου. Το μυστικό του ψευδωνύμου του το είχε εκμυστηρευτεί σε τέσσερα μόλις πρόσωπα και το αποκάλυψε τελικά ο ίδιος μετά την επιτυχία των δύο προηγούμενων έργων. Η αρρώστια της νιότης ανέβηκε τελικά το 1928 και βρήκε μεγάλη απήχηση, τόσο στο κοινό όσο και στην κριτική. O Φέρντιναντ Μπρούκνερ ή αλλιώς Τέοντορ Τάγκερ, υπήρξε ένας πολλά υποσχόμενος συγγραφέας του γερμανικού θεάτρου, λίγα χρόνια πριν από την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού. Στα θεατρικά του έργα εφάρμοσε
τις βασικές αρχές του εξπρεσιονισμού προσδίδοντάς τους μια πιο ρεαλιστική έκφραση. Το έργο του περιελάμβανε θέατρο, ποίηση, ιστορικά δράματα, πολιτικά κείμενα αντίστασης, ένα μυθιστόρημα, δοκίμια και κριτικές. O Φέρντιναντ Μπρούκνερ γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου του 1891 στη Σόφια. Γιος ενός Αυστριακού-Εβραίου επιχειρηματία και μιας Γαλλίδας μεταφράστριας πέρασε τα πρώτα του χρόνια μετά το διαζύγιο των γονιών του, σε τρεις μητροπόλεις, στη Βιέννη, στο Παρίσι και στο Βερολίνο όπου ξεκίνησε τις σπουδές του. Σπούδασε φιλοσοφία, μουσική και ιατρική και εργάστηκε ως κριτικός, εκδότης και δραματουργός. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ως μουσικός, δημοσίευσε ήδη τις πρώτες του κριτικές, άρθρα και ποιήματα σε διάφορα περιοδικά. Εντυπωσιασμένος από το λογοτεχνικό ρεύμα του εξπρεσιονισμού στράφηκε σύντομα από τη μουσική στο γράψιμο. Στα πρώτα κείμενα που εξέδωσε συμπεριλαμβάνεται η νουβέλα “Die Vollendung eines Herzens” [Το τέλος μιας καρδιάς], η ποιητική συλλογή “Der Herr in den Nebeln” [Ο Κύριος στην ομίχλη] και “Der zestörte Tasso” [Ο συντετριμμένος Τάσσο]. Το 1917 εξέδωσε το περιοδικό Marsyas στο οποίο δημοσίευαν πρωτότυπα κείμενά τους σύγχρονοι σημαντικοί συγγραφείς όπως ο Ντέμπλιν, ο Έσσε, ο Κάφκα, ο Τσβάιχ. Το 1922 παντρεύεται την Bettina Neuer, με την οποία ίδρυσαν το θέατρο Berliner Renaissance στο Βερολίνο. Ακολούθησαν πολλές επιτυχίες αλλά και λανθασμένες κινήσεις που οδήγησαν σε οικονομικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να παραδώσει τη διεύθυνση του θεάτρου λίγα χρόνια αργότερα, το 1927, στον Gustav Hartung. Ο ίδιος εξακολούθησε ωστόσο να εργάζεται ως δραματουργός και μάλιστα υπέγραψε με λογοτεχνικό ψευδώνυμο τα έργα Η αρρώστια της νιότης (Krankheit der Jugend, 1926), Οι εγκληματίες (Die Verbrecher, 1928) και Η Ελισάβετ της Αγγλίας (Elisabeth von England, 1930). Η επιτυχία των έργων αυτών οδήγησε, όπως προαναφέρθηκε, στην αποκάλυψη της ταυτότητας του συγγραφέα και στην ταύτισή του με τον – ήδη γνωστό στους θεατρικούς κύκλους– Τέοντορ Τάγκερ. Από τη στιγμή που το μυστήριο λύνεται, θα υπογράφει πλέον ως Φέρντιναντ Μπρούκνερ τα έργα του, γεγονός που θα επισημοποιηθεί στις αρχές αρκετά χρόνια αργότερα (το 1946), όταν αποφασίζει να αλλάξει και επίσημα το όνομά του. Αν και διέγραψε μια πετυχημένη πορεία ως θεατρικός συγγραφέας, το Μάρτιο του 1933 έρχεται η στιγμή της εξορίας. Όπως πολλοί ομότεχνοί του, αναγκάστηκε κι εκείνος να εγκαταλείψει τη Βιέννη και να μεταναστεύσει μαζί με την οικογένειά του. Αρχικά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, έπειτα στις ΗΠΑ. Στην εξορία έγραψε το αντιφασιστικό έργο Οι Ράτσες (Die Rassen, 1933) ένα έργο που προμήνυε τους φυλετικούς διωγμούς του Γ’ Ράιχ. Το έργο έκανε πρεμιέρα σε σκηνοθεσία του Gustav Hartung, στο κρατικό θέατρο της Ζυρίχης. Τα χρόνια που ακολούθησαν ο Φέρντιναντ Μπρούκνερ επικεντρώθηκε σε θέματα σχετικά με την ιστορία και την ελευθερία των λαών. Τον απασχόλησαν τα ανθρώπινα δικαιώματα και η στέρηση της ελευθερίας. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες, δεν βρήκε ανταπόκριση στο αμερικάνικο κοινό. Μοναδική του επιτυχία εκεί παρέμεινε η μετάφρασή του στα αγγλικά του έργου του Λέσ-
8 Η αρρώστια της νιότης
9
σιγκ Ο σοφός Νάθαν (Nathan der Weise), το οποίο παρουσιάστηκε στο Studio Theatre του Πισκάτορ, στη Νέα Υόρκη, το 1942. Εξακολούθησε εντούτοις να δραστηριοποιείται μαζί με άλλους εξόριστους συγγραφείς και να δημοσιεύει τα άρθρα του. Μετά τη λήξη του πολέμου στράφηκε ξανά αμέσως προς την Ευρώπη. Τα έργα του Die Befreiten [Οι απελευθερωμένοι] και Denn seine Zeit ist kurz [Ο χρόνος του είναι βραχύς] παρουσιάστηκαν τον Σεπτέμβριο του 1945 στη Ζυρίχη και στη Βέρνη. Ο ίδιος επέστρεψε στο Βερολίνο το 1953, όπου εργάστηκε ως σύμβουλος δραματουργίας στο θέατρο Σίλερ. Έγραψε το έργο Früchte des Nichts [Καρποί του τίποτα], ωστόσο οι μεγάλες συγγραφικές επιτυχίες ανήκαν πια στο παρελθόν. Ο Φέρντιναντ Μπρούκνερ πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου του 1958 στο Βερολίνο.
Η ΑΡΡΏΣΤΙΑ ΤΗΣ ΝΙΌΤΗΣ «Η αγουροξυπνημένη νιότη, που σκουντουφλάει στους δρόμους της ζωής, που αιωρείται πάνω από λάκκους με φίδια, θεωρείται ικανή για όλα. Πόσο μάλλον η δική μας νιότη, τυφλή μετά τον πόλεμο. Αρρώστια είναι. Σκέτη αρρώστια». (Β΄Πράξη, 3η Σκηνή) Η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται στη Βιέννη, σε μια φοιτητική πανσιόν, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και πρωταγωνιστές της είναι μια παρέα φοιτητών της ιατρικής, από διάφορες κοινωνικές τάξεις: Τρεις φοιτήτριες, τρεις φοιτητές και μια υπηρέτρια. Η Μαρί μόλις αποφοίτησε και ετοιμάζεται να το γιορτάσει. Η Ντεζιρέ θέλει να την προσεγγίσει ερωτικά. Ο φίλος της Μαρί, ο ποιητής Πετρέλ, θα την εγκαταλείψει για τη φιλόδοξη Ιρένε. Ο πρώην της Ντεζιρέ, ο κυνικός Φρέντερ, ξελογιάζει την αφελή υπηρέτρια Λούσυ και την εξωθεί στην κλοπή κι έπειτα στην πορνεία. Οι φοιτητές παίζουν επικίνδυνα παιχνίδια εξουσίας και εξάρτησης, πειραματίζονται με τα όριά τους και τα όρια των άλλων, προσπαθούν με απόγνωση να απαντήσουν στα ερωτήματα που τους θέτει το μέλλον. Το πάρτι που διοργανώνει η Μαρί λειτουργεί ως καταλύτης που φέρνει στην επιφάνεια τις συγκρούσεις και τα αδιέξοδα των ηρώων. Σχέσεις που βαλτώνουν και εκρήγνυνται, απομυθοποίηση, διαστροφή που κορυφώνεται και κλείνει τον κύκλο της με έναν θάνατο. Στην αρχή της πρώτης πράξης, η Μαρί προετοιμάζει με ενθουσιασμό το πάρτι της. Περήφανη για την αποφοίτησή της δίνει οδηγίες στη Λούσυ, την υπηρέτρια. Από το διπλανό δωμάτιο εμφανίζεται η συμφοιτήτριά της Ντεζιρέ, μια κόμισσα που το έσκασε από το σπίτι της στα δεκαεφτά και απολαμβάνει τα προνόμια μιας ανώτερης κοινωνικής τάξης. Η Ντεζιρέ διαβάζει, χωρίς ιδιαίτερο ζήλο, έναν τόμο για τις εξετάσεις. «Γιατί δεν γίνεται να μένουμε παιδιά για πάντα;» αναρωτιέται η Ντεζιρέ προσπαθώντας να αποσπάσει την προσοχή της Μαρί, η οποία συγυρίζει αφού θέλει «να γιορτάσει σε ένα δωμάτιο ευπρεπές και καθαρό», νιώθοντας πως η φοιτητική ζωή τελειώνει και τα πράγματα σοβαρεύουν. Η Ντεζιρέ επιμένει: «Το μόνο που αξίζει να ζεις είναι η παιδική ηλικία. Όταν είσαι παιδί, όλα έχουν πλάκα. Αργότερα αρχίζεις να συνειδητοποιείς. Θα έπρεπε να αυτοκτονούμε στα δεκαεφτά». Η Μαρί, ερωτευμένη με τον φίλο
10 Η αρρώστια της νιότης
της τον ποιητή Πετρέλ, εξομολογείται στη φίλη της ότι του αγόρασε ένα γραφείο ροκοκό, ώστε ο ποιητής της να εμπνέεται καλύτερα γράφοντας σε μια αντίκα. Η Ντεζιρέ, ωστόσο, δεν πτοείται και της κάνει ερωτική εξομολόγηση. Στο μεταξύ καταφθάνει ο πρώην φίλος της Ντεζιρέ, ο αιώνιος φοιτητής Φρέντερ, που αυτοπροσκαλείται στο πάρτι και φαίνεται να απωθεί με τον κυνισμό του τη Μαρί. Ο Φρέντερ βρίσκει την ευκαιρία να ξεμοναχιάσει την αφελή υπηρέτρια Λούσυ, με την οποία διατηρεί ερωτική σχέση και την παρασύρει σε ένα ιδιότυπο πείραμα: Την έχει πείσει να κλέψει τα δαχτυλίδια της κυρίας της πανσιόν. Τέλος καταφθάνει ο φίλος της Μαρί, Πετρέλ, μαζί με την Ιρένε. Η Ιρένε είναι πρακτική, φιλόδοξη, δηλώνει παγερά αδιάφορη για όλα και απαλλαγμένη από ψευδαισθήσεις. Είναι απόλυτα αφοσιωμένη στις σπουδές της, αλλά ταυτόχρονα πικρόχολη προς όλους και σαρκαστική. Ο Φρέντερ, ο Πετρέλ και η Μαρί συναντιούνται στο δωμάτιο της Μαρί. Ο κυνισμός και η ωμότητα του Φρέντερ αλλά και η αμηχανία του Πετρέλ και της Ιρένε δυναμιτίζουν την ατμόσφαιρα. Η άφιξη του Αλτ, φοιτητή που καταδικάστηκε για δύο χρόνια για ανθρωποκτονία εξ αμελείας «ξεσκεπάζει» τις προθέσεις της Ιρένε απέναντι στον Πετρέλ και τα αισθήματά της γι’ αυτόν αποκαλύπτονται. Έτσι, ενώπιον όλων, το ζευγάρι Μαρί-Πετρέλ έρχεται σε ρήξη και ο Πετρέλ φεύγει με την Ιρένε. Τα όνειρα της Μαρί για ένα πάρτι σε ένα λαμπερό δωμάτιο κι ένα εξίσου λαμπρό μέλλον με τον αγαπημένο της εξανεμίζονται. Η δεύτερη πράξη βρίσκει τη Μαρί και την Ντεζιρέ να χορεύουν αγκαλιασμένες στο ίδιο δωμάτιο. Έχουν προηγηθεί η ερωτική απογοήτευση από τον Πετρέλ κι ένα γράμμα χωρισμού. Η Ντεζιρέ εξομολογείται στη Μαρί πως αυτό που την κρατούσε κοντά στον Φρέντερ ήταν η ηδονή και η ικανότητά του να χάνει τον έλεγχο «ένα βηματάκι πέρα από την ηδονή, ένα βηματάκι πέρα από τον πόνο – και δεν ξαναξυπνάς. Ποτέ». Η Ιρένε αιφνιδιάζει τη Μαρί με την επίσκεψή της και το θράσος της να διατυπώσει μια πρόταση φιλίας. Η Μαρί εξαγριώνεται, την κατηγορεί για υπέρμετρη φιλοδοξία και μανία ελέγχου, για καθαρή υποκρισία. Η έντονη λογομαχία ανάμεσα στις δύο αντίζηλες καταλήγει με τη Μαρί να δένει την Ιρένε από τα μαλλιά στα πόδια της ντουλάπας και να φεύγει. Ο Φρέντερ συνεχίζει το πείραμά του με τη Λούσυ, «εκπαιδεύοντάς» την: Την ντύνει, τη μακιγιάρει και την προετοιμάζει για το επόμενο στάδιο, ενώ οι υπόλοιποι φοιτητές γίνονται παρατηρητές και προβλέπουν ότι «θα τη βγάλει στο κλαρί». Η Μαρί συγκρούεται με τον Πετρέλ, τον κατηγορεί ότι την εγκατέλειψε μετά από δύο χρόνια, κατά τα οποία εκείνη τον συντηρούσε, εκείνος υπερασπίζεται τον εαυτό του και ανησυχεί για την Ιρένε. Η Μαρί καταλήγει απελπισμένη να τον εκλιπαρεί να τη χτυπήσει, ενώ εκείνος αρνούμενος να συμμετέχει σε αυτή τη σκηνή, την εγκαταλείπει, γεγονός που ρίχνει για μια ακόμη φορά τη Μαρί στην αγκαλιά της –πάντα πρόθυμης να προσφέρει παρηγοριά– Ντεζιρέ. Η τρίτη πράξη ξεκινά με μια απροσδόκητη πρόταση γάμου: Ο Φρέντερ προτείνει ενώπιον των φίλων του στη Μαρί να τον παντρευτεί. Διαθέτει μάλιστα και ένα ισχυρό σκεπτικό: «Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή πρέπει κανείς να συμβιβάζεται, να γίνεται ένας καλός αστός. Συνειδητά». Ο Φρέντερ νιώθει
12 Η αρρώστια της νιότης
13
κουρασμένος από τις καταχρήσεις και τα πειράματα. Έχει έντονη την ανάγκη να νοικοκυρευτεί. Εξάλλου: «Ή γίνεσαι αστός ή αυτοκτονείς. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή». Η Ντεζιρέ προκαλεί τη Μαρί να αποδεχτεί την πρότασή του κι όταν εκείνη διαμαρτύρεται, τότε η Ντεζιρέ εκφράζει τη δυσφορία της: «Είναι φρίκη… Να βάζεις ταμπελίτσες παντού. Ηθικά διδάγματα. Συμπεράσματα. Λες κι είμαστε παντρεμένοι. Ασφυξία. Κανονικά». Η σχέση της με τη Μάριον την έχει κουράσει πια, της προκαλεί πλήξη. Νιώθει μόνη. Η μέλλουσα γιατρός Ντεζιρέ καταλήγει σε ένα αποκαρδιωτικό συμπέρασμα: «Ποτέ δεν πίστεψα στον συνάνθρωπο. Είναι τρελό να δίνεις τη ζωή σου για τους άλλους. Ακόμα κι όταν γλυκαίνεις τον πόνο τους, αυτοί κατά βάθος θα προτιμούσαν να είναι μόνοι». Ελαφρώς μεθυσμένη και εμφανώς μεταμορφωμένη εμφανίζεται η Λούσυ, η οποία δηλώνει απόλυτα ευτυχισμένη από την καινούργια της ζωή. Μοιάζει να «διασχίζει τη ζωή σαν υπνοβάτης. Δεν κοιτάζει ποτέ πίσω». Εκπέμπει μια ευφορία που κάνει την Ντεζιρέ να θέλει να την ακολουθήσει έξω στους δρόμους. Η Μαρί την εμποδίζει κλειδώνοντάς την μέσα. Η Ντεζιρέ ομολογεί την πλήξη, την αηδία που αισθάνεται και την ανάγκη της για φυγή, όμως η Μαρί είναι ανένδοτη. O Aλτ συμβουλεύει τη Μαρί να χαλαρώσει λίγο και να πάρει τη ζωή λιγότερο σοβαρά. Τότε η Μαρί επιστρέφει στο δωμάτιο της Ντεζιρέ η οποία δείχνει πιο ήρεμη, της ζητά να τη βοηθήσει και να της δώσει Βερονάλ. Ο Φρέντερ επιστρέφει στη Μαρί και επαναλαμβάνει με κυνισμό την πρότασή του: «Γίνεσαι αστή και γλιτώνεις την καταστροφή. Είσαι σαν τα κουρδιστά παιχνίδια –το μόνο που χρειάζεσαι είναι να σε τοποθετήσουν στη σωστή ράγα– όποια κι αν είναι. Μπορείς να κάνεις 24ωρη βάρδια στο χειρουργείο. Μπορείς να γεννήσεις και να αναθρέψεις δέκα παιδιά. Μπορείς να γίνεις η πιο αμείλικτη πόρνη της γειτονιάς. Εμπεριέχεις όλες τις δυνατότητες. Ένα πράγμα δεν μπορείς να γίνεις: το τίποτα. Αυτό θα σε κατέστρεφε». Η Μαρί θυμώνει και τρέχει στο δωμάτιο της Ντεζιρέ όπου τη βρίσκει νεκρή. Αποκαλύπτεται πως ο Φρέντερ της προμήθευσε τα υπνωτικά με τα οποία η Ντεζιρέ αυτοκτόνησε. Ανάμεσα στην αστική ζωή και στην αυτοκτονία η κόμισσα έκανε την επιλογή της. Στην τελευταία σκηνή του έργου η άλλοτε δυνατή Μαρί είναι μόνη, σε απόγνωση και στρέφεται προς τον Φρέντερ προκαλώντας τον να τη σκοτώσει. Αυλαία. «Η νιότη είναι επικίνδυνη περιοχή. Νιότη είναι να συγκατοικείς με τον θάνατο». «Νιότη είναι η μόνη μεγάλη περιπέτεια της ζωής μας» δηλώνουν οι ήρωες στις ατέλειωτες συζητήσεις τους, συμφωνώντας –παρά τις διαφωνίες τους– σε ένα πράγμα: Στην πρόκληση που είναι τα νιάτα και στο βασανιστικό ερώτημα που θέτουν σχετικά με το μέλλον. Ακόμα κι όταν δεν το παραδέχονται ευθέως, και οι επτά ήρωες ανεξαιρέτως ψάχνουν τον δρόμο τους. Η γνώση και η επιστημονική κατάρτιση είναι εφόδιο, αλλά δεν είναι αρκετό. Έχει έρθει η στιγμή των αποφάσεων. Η φοιτητική ανεμελιά τελειώνει κι εκείνοι πρέπει να χαράξουν έναν δρόμο, να βρουν ένα νόημα ζωής, να δώσουν το στίγμα τους. Εκεί διακυβεύεται όλο το παιχνίδι: Στον δρόμο που θα ακολουθήσουν. Στις βασικές επιλογές που θα τους μεταμορφώσουν από ανέμελους παρατηρητές της ζωής σε υπεύθυνους ενήλικες. Σε αυτό το βασανιστικό ερώτημα η εποχή και η κρίση που ακολούθησε τον πόλεμο δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις, απεναντίας εντείνει τη σύγχυση. Κι αυτό γιατί αυτή η γενιά διαφέ-
14 Η αρρώστια της νιότης
15
ρει. Ο κόσμος του έργου είναι ο κόσμος που αναδύεται μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 20 και του 30, η κρίση είναι αισθητή στις σχέσεις των ανθρώπων, είναι κρίση αξιών, αποτέλεσμα μιας συλλογικής παραπλάνησης. Η γενιά αυτή βιώνει μια βαθιά ανασφάλεια. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο το έργο συναντά την εποχή μας. Ποιες προοπτικές δίνονται στους νέους εν καιρώ κρίσης; Ποιες είναι οι επιλογές τους; Ποιο είναι το νόημα της ζωής; Ποιες αποφάσεις πρέπει να ληφθούν; Ελευθερία ή ασφάλεια και συμβιβασμός; Τι σημαίνει ενηλικιώνομαι; Γάμος και αστικός τρόπος ζωής; Καριέρα και ανάληψη ευθυνών; Υπάρχει κοινωνική ευθύνη, προσφορά στον συνάνθρωπο; Ή είναι προτιμότερη η «παράταση» του πάρτι; Υπάρχουν εναλλακτικές; Και γιατί να συμβαίνουν τελικά όλα αυτά; Ερωτήματα που απασχολούν κάθε γενιά σε κάθε εποχή. Ερωτήματα που σηματοδοτούν το αναγκαίο πέρασμα από την αθωότητα στην ενηλικίωση. Στο έργο αυτό αποτυπώνεται με παραίτηση, καταστροφή και αυτοκαταστροφή, ακραίες πράξεις, καταχρήσεις, άσκηση βίας, κλοπή, αυτοκτονία. Με αυταρέσκεια και κυνισμό. Άνθρωποι που σαρκάζουν, περιφρονούν τα όρια και τους κανόνες, τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις. Με εγωκεντρισμό στρέφονται στον έρωτα, τον οποίο εξαντλούν. Όλοι θέλουν αυτό που δεν μπορούν να έχουν. Το μόνο που διαθέτουν είναι ένα συγκινητικό πάθος με το οποίο δοκιμάζουν τις αντοχές τους. Σαν να προσπαθούν με τη βία να ξεγελάσουν τον χρόνο. Να κρυφτούν πίσω από μάσκες. Δοκιμάζουν διαφορετικές παραλλαγές σαγήνης και αποπλάνησης, βασανιστήρια και εξευτελισμούς, τραυματίζουν και αυτοτραυματίζονται σε μια προσπάθεια να αισθανθούν κάτι, οτιδήποτε... Παρά την εκπαίδευση, την ηθική ελευθερία και τις πολλές κοινωνικές δυνατότητες που απολαμβάνουν, χάνουν τελικά τον προσανατολισμό τους. Κι όμως είναι νέοι, έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους, έχουν ανοιχτές όλες τις δυνατότητες. Κι ας μην βλέπουν στη νιότη το δώρο και την ευκαιρία, αλλά την ασθένεια. Και ας νοσούν. Κι ας αυτοκαταστρέφονται. Το ερώτημα βέβαια που τίθεται είναι αν η νιότη όντως πάσχει από κάποια ασθένεια. Αν όντως αρέσκεται σε αυτήν, όπως δηλώνει με μια δόση αυταρέσκειας. Ή αν την έχουν αρρωστήσει τελικά οι συνθήκες ενός κόσμου που βρίσκεται σε τέλμα. Αν η αρρώστια της δεν είναι τίποτα άλλο παρά η έκφραση της ανασφάλειας μπροστά σε αυτό που έρχεται (που στην περίπτωση του έργου δεν είναι άλλο από την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού και του ναζισμού). Μήπως τελικά η Αρρώστια της νιότης δεν είναι παρά παιδί της εποχής που τη γέννησε; Μήπως το αποτρόπαιο και το νοσηρό δεν είναι παρά προϊόν των προτύπων, των καταβολών και της ανατροφής που τους κληροδότησαν οι προηγούμενες γενιές; Έλενα Καρακούλη φιλόλογος-θεατρολόγος
ΙΑΤΡΙΚΉ 1920
Νέες τεχνολογίες και νέα επιστημονικά δεδομένα οδήγησαν στην ανακάλυψη των βιταμινών και στον εμπλουτισμό της γνώσης σχετικά με τις ορμόνες και τη χημεία του σώματος. Νέα φάρμακα και εμβόλια κυκλοφορούν μετά από έρευνες της προηγούμενης δεκαετίας. Για πρώτη φορά χρησιμοποιούνται φάρμακα με αντιβακτηριακή δράση, οι σουλφοναμίδες, σώζοντας χιλιάδες ζωές από βακτηριακές και ιογενείς λοιμώξεις.
ΦΥΜΑΤΊΩΣΗ
Στις αρχές του 20ου αιώνα παρατηρήθηκε αύξηση της φυματίωσης ανάλογη με την πυκνότητα του πληθυσμού στις πόλεις της Ευρώπης που συσχετίσθηκε με την αστυφιλία, τη βιομηχανοποίηση των πόλεων, τις κακές συνθήκες εργασίας και την ανάπτυξη των μέσων συγκοινωνίας. Το πρώτο εμβόλιο για την αντιμετώπιση της φυματίωσης χρησιμοποιήθηκε το 1921.
ΝΌΜΠΕΛ ΙΑΤΡΙΚΉΣ 1923
Στους Frederick G. Banting και John MacLeod, για την ανακάλυψη της ινσουλίνης, ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία της ιατρικής και φαρμακευτικής.
ΣΊΓΚΜΟΥΝΤ ΦΡΌΥΝΤ
Αυστριακός ιατρός, φυσιολόγος, ψυχίατρος. Πατέρας της Ψυχανάλυσης. Το 1920 διορίζεται Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης στο Τμήμα Νευροπαθολογίας.
ΆΛΜΠΕΡΤ ΑΪΝΣΤΆΙΝ
Φυσικός γερμανοεβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της Θεωρίας της Σχετικότητας. Το 1921 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ «για τη συμβολή του στη θεωρητική φυσική, και για την εξήγηση του φωτοηλεκτρικού φαινομένου».
A
πό τη μελωδία της αυτοκαταστροφής στη φούγκα του θανάτου Αν η πατρίδα μας είναι η παιδική ηλικία, τότε η νιότη τι είναι; Δυο φορές πατρίδα. Τι γίνεται όμως όταν oι συγκυρίες τα φέρουν έτσι ώστε την περίοδο όπου ξεσπά ό,τι πιο δημιουργικό, ερωτικό και παθιασμένο έχει ο άνθρωπος, η ιστορική συνθήκη είναι ένα μόρφωμα αργής καταστροφής; Ένα Καθαρτήριο, όπου μετά από έναν ολέθριο πόλεμο και τις συνακόλουθες αναταράξεις, η κοινωνία μιας χώρας με περηφάνια πάνω απ’ τον ουρανό, μιας πρώην κραταιάς αυτοκρατορίας με ιδιοσυγκρασία ημίθεου να νιώθει τα πάντα να τρίζουν κάτω απ’ το έδαφός της; Τι γίνεται με τους γόνους μιας γενιάς που είτε έχει αποδεκατιστεί στα πεδία των μαχών είτε έχει τραυματιστεί ανεπανόρθωτα από τις συνέπειες της σύρραξης; Οι νέοι Γερμανοί της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, της εποχής δηλαδή όταν ο Φέρντιναντ Μπρούκνερ γράφει το έργο Η αρρώστια της νιότης (1926) ανήκουν σε μια βαθιά απογοητευμένη, άρα και κυνική γενιά. Μια γενιά που έχει χάσει τα έρμα της, η οποία ωστόσο κουβαλά πίσω της έναν λαμπρό πολιτισμό, με κορυφαίους καλλιτέχνες σαν τον Γκαίτε και τον Σίλερ και μια τεχνολογία που θα ζήλευε κάθε χώρα για την εποχή της. Τώρα όμως, οι πυλώνες πάνω στους οποίους κτίστηκε το γερμανικό όραμα έχουν φθαρεί ανεπανόρθωτα, το ηθικό έχει καταβαραθρωθεί και οι νέοι άνθρωποι δεν μπορούν να υιοθετήσουν τίποτα – καμία αξία καμία αρετή. Έτσι, όπως κάθε «καταραμένη», απογοητευμένη, «νταρκ» –άρα και δραματολάγνα– γενιά, επιδίδεται σε πράξεις σταδιακής αυτοκαταστροφής, σ’ ένα σαδομαζοχιστικό παιχνίδι συνειδήσεων, σε μια αργή ναρκισσιστική αυτοκτονία.
18 Η αρρώστια της νιότης
19
«Βέρθεροι», όχι όμως από πάθος ή έρωτα, αλλά από απελπισία, αυτοκτονούν σταδιακά φροντίζοντας να γκρεμίσουν στην πορεία οτιδήποτε τους ένωνε με το ένδοξο παρελθόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Φρέντερ, ο εκπληκτικός χαρακτήρας που γέννησε η πένα του συγγραφέα, ένας από τους πιο σαγηνευτικούς «κακούς» του παγκόσμιου θεάτρου, ραδιούργος, μηχανορράφος, χωρίς αξίες, κυνικός, ιδιοτελής, ελκυστικά θηριώδης, στυγνός εκμεταλλευτής των ψυχών αλλά και ερωτικός έως θανάτου. Ο Φρέντερ ανήκει σε μια γενιά που έβγαλε πνευματικούς κολοσσούς όπως οι Άλφρεντ Ντέμπλιν, Έρμαν Έσσε, Τόμας Μαν, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Μαξ Ράινχαρντ, Άρλοντ Σένμπεργκ, Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Φριτζ Λανγκ, Γκέοργκ Γκρος, Βάλτερ Μπένγιαμιν αλλά και στρατιές διαλυμένων ψυχών. Ανήκει σ’ εκείνους οι οποίοι παρά τη λήξη του πολέμου τον παρατείνουν στην ψύχη τους, με αποτέλεσμα να αλληλοεξοντώνονται τελετουργικά, πάσχοντας από μια ιδιότυπη «αρρώστια της νιότης», από έναν «ιό του πολέμου». Η συνέχεια της γενιάς αυτής είναι γνωστή. Από τον κυνικό, σαδομαζοχιστικό ρομαντισμό του θανάτου, της δραματολαγνίας και της «καλλιτεχνικής αυτοπυρπόλησης», περάσαμε στον Θάνατο αυτοπροσώπως. Από τη μελώδια του κυνικού, αυτοκαταστροφικού δράματος, στη σκληρή και αναπόδραστη «φούγκα του θανάτου», όπως έγραψε ο μέγας Τσέλαν. «Ή θα γίνεις αστός ή θα αυτοκτονήσεις», θέτει το ζήτημα μανιχαϊστικά η Ντεζιρέ. Όμως η ίδια, σε μια άλλη στιγμή αναρωτιέται: «Γιατί δεν μπορούμε να μείνουμε παιδιά σε όλη μας τη ζωή;». Η παιδική ηλικία ωστόσο, όπως και η νιότη έχει θυσιαστεί στα χαρακώματα. Εκείνο που θα έρθει θα είναι κάτι πέραν ηλικίας, φύλου και γενεών. Ο θάνατος θα επισκεφθεί τον κόσμο και για 5-6 χρόνια θα εγκατασταθεί στη Γη. Η αρρώστια της νιότης είναι ένα συγκλονιστικό έργο, γραμμένο μ’ έναν εντελώς σύγχρονο τρόπο με μια πρόζα που βγάζει σπίθες. Ο Μπρούκνερ καταβυθίζεται σε μια «καταραμένη» ιστορία για μια ομάδα «ακόλαστων» θά ’λεγε κανείς φοιτητών ιατρικής (η επιλογή της ενασχόλησης δεν είναι τυχαία) που ζουν σε έναν κοιτώνα στη Βιέννη. Το επικίνδυνο παιχνίδι τους δεν έχει να κάνει με σύριγγες και φάρμακα αλλά με τα μύχια του ψυχισμού, την εξουσία, τον έρωτα και τον θάνατο. Πρόκειται για μια έξοχη αναπαράσταση μιας κακότυχης, στοιχειωμένης απ’ τον θάνατο γενιάς που παίζει τις τελευταίες ζαριές ενός άρρωστου παιχνιδιού πάνω στο μόνο που της έχει απομείνει: τη δύναμή της. Ένα διαχρονικό έργο που τέμνει τον ψυχισμό του νέου ανθρώπου σε κρίση με χειρουργική ακρίβεια, μια σπαρακτική, άγρια ελεγεία στα τραυματισμένα νιάτα. Αλέξης Σταμάτης
ΜΗΔΕΝΙΣΜΌΣ
Φιλοσοφική κατεύθυνση που πρεσβεύει την ολοκληρωτική άρνηση κάθε θεωρητικής ή πρακτικής αξίας. Ο μηδενισμός απορρίπτει και αποδοκιμάζει το περιβάλλον του, το καταδικάζει απόλυτα, διαμαρτύρεται ή και επαναστατεί εναντίον του. Τον όρο εισήγαγε ο Ιβάν Τουργκένιεφ (1862). Κατείχε σημαντική θέση στη φιλοσοφία του Φρειδερίκου Νίτσε
ΝΤΑΝΤΑΪΣΜΌΣ
Καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως διαμαρτυρία ενάντια στη βαρβαρότητα του πολέμου. Χαρακτηρίζεται από εσκεμμένο παραλογισμό και απόρριψη των κυρίαρχων ιδανικών της τέχνης. Xρησιμοποιεί το γκροτέσκ, την παρωδία, τον παραλογισμό ως όργανα εναντίον του κοινού νου και της τρέλας του πολέμου και πρεσβεύει την ανύψωση πραγματικών αντικειμένων σε αισθητικές αξίες.
ΜΠΆΟΥΧΑΟΥΣ
(Μτφ. Σπίτι της κατασκευής) Καλλιτεχνική και αρχιτεκτονική σχολή που ιδρύθηκε από τον αρχιτέκτονα Βάλτερ Γκρόπιους στη Βαϊμάρη, το 1919. Το όνομα προήλθε από αντιστροφή της γερμανικής λέξης Hausbau (κατασκευή του σπιτιού). Πρόκειται για απλοϊκή, βιομηχανική αισθητική, με ιδιαίτερη έμφαση στις γεωμετρικές φόρμες και στο χρώμα.
O
θάνατος του άλλου: το κόκκινο άτι στο κλουβί Ποια είναι η θέση της ηθικής σε ένα σύμπαν που χρησιμοποιεί την επιστήμη, και μάλιστα την ιατρική, για να καταργήσει την έννοια του υποκειμένου; Ο άνθρωπος δεν καθορίζεται από την ιστορία του, από τον τρόπο που χειρίζεται τη γλώσσα του, από το εγώ που τρυπώνει σε κάθε φράση του πλάι σε κάθε ρήμα του και ενοποιεί τις εμπειρίες του σε μια κοινή πορεία, στην πείρα της ζωής Του, στην προσωπικότητά του. Ο άνθρωπος δεν ορίζεται καν από το σώμα του, αλλά από τα όργανα, τις κοιλότητες που κρύβει το μυοσκελετικό σύστημα, και κυρίως βέβαια από τις δυσλειτουργίες τους. Ο άνθρωπος είναι ένα αμάλγαμα παρορμήσεων και αντανακλαστικών που πηγάζουν από τις δυναμικές της στιγμής. Η ίδια αυτή στιγμή όμως εμπεριέχει άκρες από νήματα που συνενώνονται, συμπλέκονται και υφαίνουν μύθους διαρκείας και μάλιστα μύθους πιο επιτακτικούς και από το αίμα: η πολιτική, η ιδεολογία και ένας μύθος χαραγμένος ακόμα βαθύτερα, πιο βαθιά και από αυτόν της σεξουαλικότητας, ο μύθος της οικονομίας. Όσο εύκολα ανατρέπεται η νομιμότητα των δεδομένων συνδυασμών ανάμεσα στα ανθρώπινα σώματα στον τομέα της σεξουαλικότητας, τόσο δύσκολα αναταράσσεται η ιδεολογία της ανταλλαγής ως ραχοκοκαλιάς κάθε οίκου, κάθε σπιτιού, κάθε πανσιόν. Αν σου προσφέρω το δώσε, είσαι υποχρεωμένη να μου χαρίσεις το πάρε. Σε αντίθετη περίπτωση διακινδυνεύω το ξέσπασμα του πολέμου ανάμεσα μας. Ο θάνατος της δοσοληψίας μας μπορεί να σημαίνει και την
22 Η αρρώστια της νιότης
23
καταστροφή της οργανικής μου ύπαρξης, του σώματός μου; Και τι σημαίνει να πεθαίνει ο (έστω και επίδοξος) γιατρός; Αν το καλοσκεφτούμε, ως ηθική ευθύνη ορίζουμε το να συνδέουμε τη θέληση και τον κύκλο επιρροής των δράσεών μας και κάτι πολύ μεγαλύτερο από μας, κάτι πέρα από τη λογική, από ανθρώπινες αποφάσεις, ίσως και πέρα από τα όρια της ζωής μας. Αυτό είναι και το παράδοξο ίσως, ότι όσο ενηλικιώνεται ο άνθρωπος και αναλαμβάνει ευθύνες (ειδικά στην οικονομική σφαίρα) κατανοεί πως σε κάθε βήμα της το να φερθεί δίκαια συνεπάγεται μια βαθύτατη ρήξη. Όσο αναλαμβάνω τις ευθύνες μου ως συνεπές άτοπο τόσο βυθίζομαι στις αντιφάσεις, την ασυνέπεια και τελικά την κολλητική μελαγχολία του διαζυγίου της λογικής από κάθε ορθολογική διαδικασία. Η πικρή διαπίστωση ότι οι νόμοι υφίστανται για να νομιμοποιήσουν το καταχρηστικό, τις ψευδαισθήσεις κάθε κοινωνίας. Αλλά και τη δαιμονισμένη χαρά ότι μόλις κλείσει η πόρτα κάθε σπιτιού οι νόμοι καταργούνται. Εκεί που αυτό που κάθε γυναίκα ξέρει είναι ότι η άνοιξη και η νιότη είναι ελκυστική γιατί είναι εξαρτημένη, γιατί φωνάζει συνέχεια για βοήθεια. Έχει ανάγκη κάποιος να τη βοηθήσει για την αρρώστιά της. Κι αυτό το κάλεσμα είναι που τελικά σε κάνει άνθρωπο. Σε πείσμα του διαφωτισμού, που διαδίδει την παντοδυναμία της εγκυκλοπαίδειας ως πηγής γνώσης, τελικά άνθρωπος γίνεσαι όχι όταν μαθαίνεις εντελώς να αναπαράγεις μια διαδικασία, αλλά όταν απαντάς στο άλλο ον που σε καλεί. Αυτό που σε κάνει ενεργό υποκείμενο είναι να συνειδητοποιήσεις ότι προϋπόθεση της ύπαρξής σου είναι η παθητικότητα, το να δεχτείς να σε ορίσει ο άλλος ως αντικείμενο της ανάγκης / επιθυμίας / φαντασίωσης / γνώσης του. Με άλλα λόγια το θέμα δεν είναι ότι βλέπουμε τον άλλο ως κάτι διαφορετικό από μας αλλά ότι ο άλλος μας κάνει να καταλαβαίνουμε πως γίναμε εμείς αυτό που είμαστε. Μαθαίνουμε τι μας κάνει να πεινάμε, να ποθούμε, να βαριόμαστε, να κοιμόμαστε, να πεθαίνουμε, να γερνάμε, να παίζουμε, να χάνουμε τη γη κάτω από τα πόδια μας, να ξερνάμε. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο σκεπτικισμός και η ηθική μπορούν και οφείλουν να συνυπάρχουν. Ή για να αντιγράψω τη μεταφορά του Μπρoύκνερ, κάπως έτσι το κόκκινο άλογο της στέπας μπορεί να ζήσει στο κλουβί.
Αντώνης Γαλέος
«ΜΑΝΤΆΜ ΝΤΕ ΠΟΜΠΑΝΤΟΎΡ»
Οπερέτα σε τρεις πράξεις του Leo Fall, με λιμπρέτο των Rudolf Schanzer και Ernst Friedrich Wilhelm Welisch. Έκανε πρεμιέρα στο Theater an der Wien στη Βιέννη στις 2 Μαρτίου 1923.
ΣΕΡΓΚΈΙ ΣΕΡΚΈΓΙΕΒΙΤΣ ΠΡΟΚΌΦΙΕΦ - ΙΓΚΌΡ ΣΤΡΑΒΊΝΣΚΙ
Ρώσοι συνθέτες, πιανίστες και μαέστροι που κυριάρχησαν σε πολλά είδη μουσικής και θεωρούνται από τους σημαντικότερους συνθέτες του 20ου αιώνα.
ΜΠΈΣΙ ΣΜΙΘ
Τραγουδίστρια αμερικάνικης μπλουζ, γνωστή ως «η αυτοκράτειρα της μπλουζ». Η πιο δημοφιλής γυναίκα τραγουδίστρια της μπλουζ των δεκαετιών 20 και 30.
ΜΑΡΊΑ ΚΆΛΛΑΣ
Η κορυφαία υψίφωνος και πλέον γνωστή παγκοσμίως ντίβα της όπερας, Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου, γεννιέται στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Νέα Υόρκη.
ΓΚΟΎΣΤΑΦ ΚΛΙΜΤ
Αυστριακός ζωγράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους (ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος) του κινήματος της Απόσχισης της Βιέννης που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αρ Νουβό.
ΈΓΚΟΝ ΣΊΛΕ
Αυστριακός ζωγράφος, προστατευόμενος του Γκούσταφ Κλιμτ και ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους πορτραίτων του 20ου αιώνα. Χαρακτηρίστηκε επίσης ως ζωγράφος του εξπρεσιονισμού, ωστόσο είχε και επιρροές από την Αρ Νουβό.
ΜΠΈΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ
Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ου αιώνα. Ιδρυτής του «επικού θεάτρου». Οι θεατρικές του αναζητήσεις γνώρισαν πολύ γρήγορα την καταξίωση με το βραβείο Κλάιστ (1922). Αντικομφορμιστής, ορκισμένος εχθρός του πολέμου και του καπιταλισμού, βρίσκεται ήδη από το 1923 πέμπτος στον μαύρο πίνακα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας.
ΚΟΥΡΤ ΒΆΙΛ
Γερμανός συνθέτης, εβραϊκής καταγωγής. Γνωστός για τη μουσική του που αφορά σε θεατρικά έργα, κυρίως του Μπρεχτ. Το έργο του, που περιλαμβάνει πολλά τραγούδια, συνδέθηκε με τα ευρωπαϊκά καμπαρέ.
ΒΆΛΤΕΡ ΜΠΈΝΓΙΑΜΙΝ
Γερμανοεβραίος Μαρξιστής και κριτικός της λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, και φιλόσοφος. Επηρεάστηκε από τα γραπτά του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Τις τελευταίες δεκαετίες, το ενδιαφέρον για το έργο του αυξήθηκε δραματικά, κάνοντάς τον έναν από τους πιο σημαντικούς στοχαστές του εικοστού αιώνα σχετικά με τη λογοτεχνία και τη σύγχρονη αισθητική εμπειρία.
ΤΌΜΑΣ ΜΑΝ
Γερμανός συγγραφέας, βραβευμένος με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1929. Κατήγγειλε δημόσια τον εθνικοσοσιαλισμό και ενθάρρυνε την αντίσταση από την εργατική τάξη.
ΦΡΙΤΣ ΛΑΝΓΚ - ΒΊΛΧΕΛΜ ΜΟΥΡΝΆΟΥ
Αυστριακός σκηνοθέτης και, μαζί με τον Βίλχελμ Μουρνάου, ο βασικός εκπρόσωπος του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Το Ινστιτούτο Βρετανικού Κινηματογράφου του έδωσε μάλιστα το χαρακτηρισμό «Master of Darkness».
Μακέτες σκηνικού και κοστουμιών του Γιώργου Ασημακόπουλου.
Μαρί Σκέψεις... Πάσαου, 14 Ιανουαρίου 1920 Τις τελευταίες εβδομάδες το βράδυ, όλα ησυχάζουν. Δυσκολεύομαι να κοιμηθώ. Κάθε βράδυ ο ίδιος εφιάλτης... τρέχω φοβισμένη, τρέχω με όλη μου τη δύναμη αλλά παραμένω στο ίδιο σημείο. Βρίσκομαι σε διαρκή κίνηση, πέφτω, ξανασηκώνομαι, τρέχω, σπάω τα γόνατά μου, αιμορραγώ, σταματάω, πονάω, αναπνέω, οργίζομαι, συνεχίζω, ξανατρέχω, εξαντλούμαι. Εκλιπαρώ για βοήθεια. Κανείς. Γύρω μου, χιλιάδες άνθρωποι, «ήρωες» με κατεβασμένα κεφάλια και χέρια ανενεργά. Χαµένοι και άβουλοι, κινούνται όλοι αργά και νωχελικά, ανασαίνουν ελαφριά, βρίσκονται σε βαθιά σιωπή, σαν να κρατούν ένα μυστικό στις σφιγμένες καρδιές τους, πολύ καλά κρυμμένο. Από κάθε στόµα έβγαινε η ίδια κραυγή, τέτοια που ποτέ δεν είχαμε ακούσει, ούτε η θύµηση µπορούσε να τη συγκρίνει µ’ άλλη καμία. Ήταν η ίδια κραυγή απελπισίας από χιλιάδες στόματα. Ούτε να θυμώσει δεν μπορεί κανείς... Ολόκληρη η ανθρωπότητα μοιάζει να έχει κάτι χαµένο... Δεν τα παρατάω, συνεχίζω να παλεύω μόνη, ξαναρχίζω από την αρχή, τρέχω, τρέχω πιο πολύ, σκοντάφτω, ξανασηκώνομαι, ανεβαίνω ψηλά, σκαρφαλώνω κι άλλο, βουτάω στο κενό, πέφτω, δεν έχω αναπνοή, σηκώνομαι, ορμάω με λύσσα! Ξυπνάω...
Γιορτές εδώ δεν έχουμε, η μνήμη είναι πολύ νωπή ακόμα, είµαστε πολύ κοντά στις περιοχές που έγιναν φονικές μάχες, οι καταστροφές από τις εναέριες επιδρομές φαίνονται παντού. Η πόλη έχει γεμίσει ερείπια. Είναι και αυτό το κρύο, το νερό είναι παγωμένο και το πλύσιμο γίνεται με δυσκολία... και οι ψείρες αμέτρητες. Ευτυχώς αποσύρανε όλα τα ψόφια μουλάρια και τα κατεστραμμένα κάρα. Λες και η πόλη φοβάται να ταράξει τη φαινομενική της γαλήνη. Φοβάται, γιατί οι κρότοι που την αναστατώνουν είναι οι άγριες στριγκλιές, οι σειρήνες, οι βόμβες που εκρήγνυνται, το αντιαεροπορικό που βαρά και ο θόρυβος από τα αεροπλάνα τα εχθρικά, που συνοδεύουν όλους αυτούς τους κρότους. Τα νοσοκομεία είναι γεμάτα τραυματίες, και η μυρωδιά της σαπίλας και του θανάτου έχει ήδη εισχωρήσει σε πολλά σπίτια. Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύριζα πάντα τα μάτια μου στον θάνατο. Μα φαντάζομαι. Παύω, φοβάμαι μήπως γράψω κάτι που θα μετανιώσω αργότερα. Το περιστατικό στο νοσοκομείο... Θα σε φυλάξω στη μνήμη μου... Καµία άλλη συγκίνηση δεν τάραζε την τραγική αδιαφορία µας, παρά μόνο η ελπίδα. Για µας, η ελπίδα µόνο υπήρχε. Ονειρευόμουν έναν ολόκληρο κόσµο να επιστρέφει, να ονειροπολεί προχωρώντας και να βιάζεται να ξαναζήσει.
Γιαγιάκα, πάλι σήμερα δεν μπορώ να κοιμηθώ. Μακάρι να ήσουν εδώ, μακάρι να μπορούσες να μου στείλεις ένα γράμμα. Γιαγιά, η κυρία Σίμμελμπροτ καμιά φορά σου μοιάζει... Δεν της έχω πει ακόμη ευχαριστώ. Ούτε στην κυρία Μαρί έχω πει ότι την ξέρουμε. Είναι ωραία εδώ. Μόνο που δεν βγαίνω έξω καθόλου. Δεν πηγαίνω καμία βόλτα, γιαγιά. Μάλλον γι’ αυτό δεν μπορώ να κοιμηθώ. Όχι γι’ αυτό! Γιαγιά, θα σου πω... Υπάρχει εδώ ένας κύριος... Εδώ γενικά έχει πολλή φασαρία. Στο δωμάτιο της κυρίας Μαρί έχει την πιο πολλή φασαρία... Γι’ αυτό δεν μπορώ να κοιμηθώ. Γιαγιά, αν ήσουν εδώ θα τους μάλωνες όλους! Όχι όλους, όλους εκτός από έναν κύριο και μάλλον εκτός και από την κυρία Μαρί (που την ξέρουμε κιόλας). Σίγουρα πάντως θα μάλωνες την Ντεζιρέ, αυτηνής το δωμάτιό της πάντα έχει πάρα πολύ κακή φασαρία. Εγώ δεν μπαίνω εκεί... γιαγιά. Συνέχεια φέρνει κόσμο... δηλαδή όχι κόσμο, άντρες, γιαγιά, διαφορετικούς. Αχ, αν ήσουν εδώ!... Σ’ αυτό το δωμάτιο είναι όλοι συνέχεια γεμάτοι φασαρία μέσα τους... Έχουν φασαρία που δεν ακούγεται, αλλά εγώ την ακούω... και κανονική φασαρία που ακούγεται. Μπαίνουνβγαίνουν σαν τους τρελούς. Άσε που το δωμάτιο κάθε λεπτό είναι και αλλιώς, κι εγώ γι’ αυτό μπαίνω συνέχεια σ’ αυτό το δωμάτιο, πρέπει να το καθαρίζω συνέχεια! Αλλά μάλλον εσύ θα τα βλέπεις όλα αυτά από ΄κει! Γιαγιά μου. Μακάρι όμως να μην τα βλέπεις όλα. Γιατί φοβάμαι μην καμιά φορά στεναχωρηθείς πολύ.
Λούσυ
Ντεζιρέ
Ματαιότης ματαιοτήτων Αφού λοιπόν κατάλαβα ότι η ζωή είναι επιλογή (αν και δεν πιστεύω ακριβώς στην έννοια της επιλογής) και επέλεξα να τη συνεχίσω, το κάνω με την προϋπόθεση της συνταγής της ζούγκλας. Σκότωσε. Πλήγωσε. Βίασε. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Λέω να το σπάσω πρώτη εγώ. 3 μέρες με το ίδιο βρακί... Και τι να λέει; 25 χρόνια με την ίδια ψυχή. Θεέ μου βοήθησέ με να αλλάξω βρακί. Θεός; Ποιος Θεός; Κακόμοιροι θνητοί. Ανδρείκελα ενός αξιοθρήνητου φαντάσματος. Τυφλά αφτιά. Τι δίψα για σκοτάδι να έχει η ψυχή σας. Τι ηδονή για λίγη αμαρτία. Οικτίρω τους ηλίθιους. Όχι τους χαζούς. Τους ηλίθιους. Οι χαζοί είναι ευτυχισμένοι. Μακάριοι πτωχοί τω πνεύματι. Να ζεις; Να ζεις; Γιατί να ζεις; Γιατί όχι; Γιατί ναι; Γιατί έτσι. Γιατί έτσι; Γιατί έτσι πρέπει. Πρέπει; Μάλλον. Γιατί μάλλον; Γιατί τίποτα δεν είναι αναγκαίο. Τίποτα; Τίποτα. Άρα; Τι άρα; Άρα τι; Τίποτα. Τι τίποτα; Τίποτα δεν εξυπακούεται. Τίποτα; Μάλλον. Μάλλον ε; Ε, ναι τι άλλο; Ναι; Όχι; Μπορεί. Τότε; Πότε θα έρθει το τότε; Ίσως το τότε να είναι τώρα. Το τώρα είναι το τότε που περιμένουμε και δεν σταματάμε ποτέ να το περιμένουμε. Σαν το παιδάκι που περιμένει να μεγαλώσει. Αυτό ονειρεύεται το τότε. Η κλεψύδρα είναι γεμάτη από κόκκους «τότε». Το τώρα όμως δεν υφίσταται. Κι αν δεν κατάλαβες τίποτα τότε με καταλαβαίνεις απόλυτα. Τις περισσότερες ώρες κοιτάζω το κενό. Βρίσκω πιο ενδιαφέροντα πράγματα εκεί μέσα.
Φρέντερ
Το όνομά μου είναι Φρέντερικ Τάγκερ, πρωτότοκος γιος του Τέοντορ και της Λούσυ Τάγκερ. Αδερφός μου ο Χανς Τάγκερ, δέκα χρόνια μικρότερός μου. Ο πατέρας μου ψυχίατρος, με το δικό του ιατρείο, αυστηρός, πολύ αυστηρός. Ένα κούνημα του ρουθουνιού του ήταν αρκετό για να σε καθηλώσει. Η μητέρα με το πιάνο της και τον Σοπέν στ’ αφτιά μου. Δεν με αγκάλιασε ποτέ. Είχε μονίμως κρύα χέρια. Στο σπίτι μας στο Βερολίνο η κα Μάριον ήταν υπεύθυνη για όλα. Δεν επιτρεπόταν να πηγαίνω στο δωμάτιό της. Παρόλα αυτά είχα δει το στήθος της πολλές φορές απ’ την κλειδαρότρυπα κι ας πήγαινε η καρδιά μου να σπάσει μη με τσακώσουν. Η ζώνη του πατέρα μπορεί να έπιανε μάτι. Τσούζει πολύ αυτό. Τις Κυριακές η κα Μάριον μάς έβαζε τα καλά μας που μύριζαν ναφθαλίνη και πηγαίναμε στην εκκλησία. Στα 18 μου μπήκα στο πανεπιστήμιο. «Εξαιρετικόν δείγμα αρσενικού» με φώναζε η μητέρα. Θα γινόμουν κι εγώ γιατρός σαν τον πατέρα. «Όπως κοιτούσα γύρω για βοήθεια, μπροστά δεν μπορούσα και ούτε πίσω, και κρεμόμουν με άπειρη νοσταλγία στη ζωή που έφευγε, που έσβηνε, εκεί ήρθε από το γαλανό μακρινό, από τα ύψη της παλιάς μου ευδαιμονίας ένα δέος λυκαυγούς –και μεμιάς κόπηκε ο λώρος της γέννας– τα δεσμά του φωτός». Μ’ αυτούς τους στίχους του Νοβάλις παντρεύτηκα και πήγα να σπουδάσω, ελεύθερος πια. Στην εστία γνώρισα τον θηλυκό πατέρα μου. Την κυρία Σίμμελμπροτ. Δεν επιτρέπει φασαρίες, αν παραβούμε τους κανόνες δεν θα βγάλει τη ζώνη της, κάτι χειρότερο, θα στείλει γράμμα στο σπίτι. Δύο όμορφα χρόνια εκεί, το εξαιρετικόν δείγμα αρσενικού διαπρέπει, έχει ταλέντο λένε, αποστηθίζει πανεύκολα... αν και έχει δοκιμάσει τσιγάρα! 1914, πόλεμος! Ποιος; Πού; Δεν κατάλαβα, δεν πρόλαβα. Κατετάγην στο στρατόπεδο της περιοχής. Ένα τάγμα από εικοσάχρονους νέους. Εκεί ξυρίστηκα με καμάρι για πρώτη φορά. Δέκα εβδομάδες εκπαίδευσης. Ένα στρατόπεδο
μας επηρέασε πιο βαθιά από τα δέκα χρόνια του σχολείου. Ξαφνιασμένοι στην αρχή, ύστερα πικραμένοι και στο τέλος αδιάφοροι παραδεχθήκαμε πως σημασία δεν έχει ο νους μα η βούρτσα των παπουτσιών, ούτε οι γνώσεις, αλλά τα γυμνάσια. Δεν είχα όνομα πια. Έγινα στρατιώτης με προθυμία κι ενθουσιασμό. Ύστερα τσακίστηκαν αυτά. Ο δεκανέας είχε μεγαλύτερη εξουσία απ’ τον πατέρα μου πια και η φιλοσοφία του ήταν ιερότερη απ’ αυτή του Πλάτωνα και του Γκαίτε. Ο πόλεμος κηρύχθηκε. 1 Αυγούστου η Γερμανία κατά της Ρωσίας, 2 Αυγούστου η Γερμανία κατά της Γαλλίας, 4 Αυγούστου πρωί η Γερμανία κατά του Βελγίου, 4 Αυγούστου μεσάνυχτα η Αγγλία κατά της Γερμανίας. Σιωπηλοί, χωρίς όνομα, κοιτάζαμε τους αρχηγούς. Ξαφνικά στο ξέφωτο του δάσους φτάνουν οι πρώτες οβίδες. Σωριάζονται τα πρώτα πτώματα. Δεν είναι παιχνίδι όπως κάναμε με τον Χανς και γελούσαμε. Έλεγα το πάτερ ημών ασταμάτητα. Έρχεται το βαρύ πυροβολικό. Εικόνα κατακλυσμού. Οι σφαίρες σφυρίζουν, πληγώνουν και σκοτώνουν χωρίς να το καταλάβεις. Όσοι επιζούν ξαπλώνουν, χαμένοι, ανάμεσα σε πληγωμένους που ουρλιάζουν και σε βουβούς με άσπρα μάτια. Σειρήνες που σημαίνουν έφοδο. Κόλαση, δεν χωράει Νοβάλις εδώ. Όσοι ζούσαμε μέναμε σε χαρακώματα, μεγάλα αυλάκια σκεπασμένα με πανί, καραβόπανο, κάμποτο. Έμαθα γρήγορα να κρεμάω το ψωμί σε σύρμα τοποθετημένο στη μέση του ορύγματος και ψηλά για να μην το φτάνουν τα ποντίκια, να κοιμάμαι με βρεγμένες αρβύλες, γιατί το να προσπαθήσεις να τις ξαναβάλεις θα ήταν μάταιο, να κοιμάμαι για τέσσερις ώρες με θόρυβο και τυλιγμένος με μουσκεμένη χλαίνη. Ανακαλύψαμε ότι το πανί από κάτω είχε κόκαλα γι’ αυτό μύριζε σάπιο. Νεκροταφείο ήταν το χαράκωμα αυτό. Το καταλάβαμε απ΄ τις μύγες που μας όρμησαν όταν έφυγε η βροχή. Η μυρωδιά ήταν τόση που έσφιγγε το λαρύγγι. Όταν έφτασαν στο χαράκωμα τα ξερά φασόλια ή το ρύζι δεν κατέβαιναν πια, μόνο το κρασί και το κονιάκ ήταν καλοδεχούμενα και το τσιγάρο. Έχετε δει να τυφλώνονται από τοξικά αέρια; Ξέρετε τι θα πει λάσπη; Μια φορά πάτησα κάποιον, δεν φαινόταν, νεκρός, όλα σκασμένα, μόνο το κεφάλι του έμεινε, πάει ο γιατρός είπαν, μέχρι να του βγάλουν τη λάσπη είδα τον πατέρα μου. Θαρρείς και με κοιτούσε, ανοιχτό βλέμμα γαλάζιο, αυστηρό, αυτό σώθηκε και η ζώνη του. Ξέρετε τι θα πει εξάντληση; Σύμμαχοί μας λέει, οι Τούρκοι. Μα πώς να τους ξεχωρίσω; Ποιον να σκοτώσω; 1918. Λήξη πολέμου. Μαθαίνω ότι το σπίτι μου βομβαρδίστηκε, άρα είμαι ολομόναχος. 1919. Συνθήκη Βερσαλλιών. Δεν έχω πατρίδα πλέον. Δεν έχω τίποτα. Και τώρα πρέπει να συνεχίσω τις σπουδές μου. Πόσο αστείο Θεέ μου. Θεός; Ποιος Θεός; Οικογένειά μου η Σίμμελμπροτ –μαλάκωσε– δεν τη φοβάμαι. Δεν ξέρω για ποιον πολέμησα. Ξέρω την απελπισία, τον θάνατο, τον φόβο. Αλλά δεν υπακούω σε κανέναν πια. Δίνω μόνο εντολές. Το πρώτο μου επάγγελμα ήταν εγκληματίας, δολοφόνος. Από το πώς επέζησα έφτασα στο σημείο να λέω γιατί επέζησα. Θα τη βρω την απάντηση. Στην υγειά σας.
Το όνομά μου είναι Πέτερ Κράους. Γεννήθηκα στις 28/8/1889 στο Λέομπεν της Αυστρίας. Είμαι το μοναχοπαίδι του Όλιβερ Κράους και της Ναντίν Ζίγκλαρ. Ο πατέρας δούλευε στα ορυχεία του Μάιντζ στη Γερμανία και έλειπε συνέχεια. Η μητέρα ήθελε να γίνει η πρώτη γυναίκα δασκάλα στο Λέομπεν, αλλά παράτησε τις σπουδές της για να παντρευτεί και να με μεγαλώσει. Η μητέρα ήταν 18 χρονών όταν γεννήθηκα, έτσι κατά κάποιο τρόπο μεγάλωνε κι αυτή μαζί μου. Όταν ήμουν 8 χρονών έφτασε ένα γράμμα από τον πατέρα στο σπίτι. Έγραφε ότι βαρέθηκε τη μητέρα και δεν θα επέστρεφε πίσω ξανά. Μάλλον είχε βαρεθεί κι εμένα. Πότε πρόλαβε και βαρέθηκε αναρωτιόμουν για χρόνια. Αφού μας έβλεπε ελάχιστα. Αργότερα θα καταλάβαινα. Έτσι έμεινε μόνη της η μητέρα. Αυτή και ο κούκλος της. Έτσι με φώναζε. «Κούκλε, ξύπνα»! «Καλώς το κουκλί μου το όμορφο»! Και έτσι περνούσαν τα χρόνια. Και ο κούκλος μεγάλωνε. Και η Ναντίν έκανε δύο και τρεις δουλειές για να μην μου λείψει κάτι. Και δεν μου έλειψε ποτέ τίποτα. Θα προτιμούσα βέβαια να με άφηνε να πηγαίνω μόνος μου στα σχολικά πάρτι και ίσως να μην μου έβαζε κάθε μέρα στην τσέπη αυτά τα αποξηραμένα βερίκοκα που τόσο μου άρεσαν. Είχα φάει πολύ ξύλο στο σχολείο γι’ αυτά τα βερίκοκα. Η πείνα κάνει τα παιδιά ακόμα πιο άγρια σ’ αυτήν την ηλικία. Το όνειρο της μητέρας ήταν να γίνω γιατρός. Έτσι κι εγώ παρόλο που δεν αγάπησα ποτέ τις άσπρες φόρμες εργασίας, κατάφερα να μπω στην Ιατρική Σχολή της Βιέννης. Μακριά από τη μητέρα πια, αλλά με τα βερίκοκα από το Λέομπεν να έρχονται σε εβδομαδιαία βάση, άρχισα να γνωρίζω τον εαυτό μου. Και ο εαυτός μου, μου γνώρισε τον Γκαίτε! Ποια σχολή και ποια μαθήματα. Στίχοι και κορίτσια! Αυτά με ενδιέφεραν μόνο. Ο νεαρός Βέρθερος ήμουν εγώ. Έπινα, κάπνιζα, έκλαιγα κι έγραφα. Και ήμουν τόσο ευτυχισμένος! Και ύστερα ήρθε ο πόλεμος. Και άλλαξαν όλα. Ο θάνατος ήρθε να ζήσει στη Βιέννη. Και γω έτρωγα βερίκοκα... Τώρα το όνομά μου είναι Πετρέλ. Τώρα έχω εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο. Τώρα δεν με νοιάζει πια τίποτα. Τώρα μετράω απεγνωσμένα τα λίγα χρώματα που απόμειναν στο ουράνιο τόξο της ζωής μου. Τώρα αποφεύγω τη σιωπή γιατί με αναγκάζει να γράφω. Αποφεύγω να γράφω γιατί γράφω την καρδιά μου. Δηλαδή δεν γράφω. Δηλαδή αντιγράφω. Δηλαδή απάτη...
Πετρέλ
Ιρένε Ο Φριτς ήταν ένας τραμπούκος συμμαθητής μου, που έκανε όλο βλακείες και εκφόβιζε τους πιο αδύναμους. Μεγάλωσα στο καθολικό ορφανοτροφείο “Hoffen” στο Ζίμμερινγκ. Κανείς δεν ήξερε να μου πει ούτε πώς βρέθηκα εκεί, ούτε ποιοι ήταν οι γονείς μου. Με άφησαν βρέφος, τυλιγμένη σε ένα πανί έξω από την πόρτα της κεντρικής εισόδου. Οι καλόγριες με ανέθρεψαν και μου έδωσαν το όνομα Σάλλυ (που σημαίνει εξόρμηση) γιατί το κλάμα μου ήταν πολύ δυνατό. Στα 15 μου (δηλαδή έτσι νομίζω, δεν ξέρω την ακριβή ημερομηνία γέννησής μου) γνώρισα τη Χέφελ – μια καλόγρια όχι πάνω από 25 που μόλις είχε χειροτονηθεί. Ήταν απεσταλμένη της αρχιεπισκοπής και υπεύθυνη για ένα επιδοτούμενο πρόγραμμα νέων. Τοποθετούσαν ορφανά σε οικογένειες επιχορηγούμενες με ένα μικρό επίδομα. Μας δίδασκε λατινικά και ο τρόπος της ήταν πάντα γλυκός. Μας έκανε πολλές φορές να γελάμε στο μάθημα (ενώ αυτό απαγορευόταν). Σε όλους άρεσε η Χέφελ εκτός από τον Φριτς που συνέχιζε να δημιουργεί προβλήματα. Μια μέρα μου έκλεψε ένα βιβλίο που είχα δανειστεί από τη βιβλιοθήκη μας. Το είχε πετάξει στη γούρνα να μουλιάζει και να επιπλέει. Το έκανε επίτηδες για να τιμωρηθώ εγώ. Βγήκα έξω στην αυλή, πήρα μια γερή πέτρα και άρχισα να τον χτυπώ με μανία στο κεφάλι, στο πρόσωπο με όλη μου τη δύναμη. Εκείνος αιμόφυρτος στο χώμα φώναζε, έκλαιγε. Οι καλόγριες τον άκουσαν, έτρεξαν και προσπάθησαν να με συγκρατήσουν, αλλά εγώ πάλευα σαν δαιμονισμένη. Τα χέρια μου ματωμένα όπως ήταν, έκαναν κόκκινα τα άσπρα τους μαντίλια. Το κόκκινο είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Με έσυραν στο δωμάτιο της τιμωρίας – ένα μικροσκοπικό κασόνι που μόνο σε εμβρυϊκή στάση χωρούσες μέσα. Δεν ξέρω πόσες μέρες έμεινα εκεί, αλλά όταν με βγάλανε επιτέλους, νόμιζα πως θα μου δώσουν να φάω. Αντίθετα αυτές με πλύνανε, με ντύσαμε και με επιβίβασαν σε ένα αμάξι. Η Χέφελ είχε καταφέρει να με σώσει και να με εντάξει στο πρόγραμμα νέων. Βιέννη, Οκτώβριος 1917. Έφτασα στο καινούργιο μου σπίτι. Ένα μικρό σπιτάκι δίπλα στον δρόμο, στοιβαγμένο ανάμεσα σε άλλα παρόμοια. Οι νέοι μου κηδεμόνες ήταν ένα πολύ φτωχό ζευγάρι, γύρω στα 50 και άκληροι. Ο Μπόγκαρντ και η Άννα ΄Ισσελ. Εκείνη ήταν πλύστρα και εκείνος πριν πάει στον πόλεμο είχε
βιβλιοπωλείο. Αποστρατεύτηκε λόγω ενός τραύματος στο πόδι. Ήταν και οι δυο πολύ καλοί άνθρωποι. Οι μέρες μου περνούσαν όμορφα μαζί τους. Δύσκολα τα φέρναμε βόλτα με το φαγητό. Αλλά με το επίδομα και με το πλύσιμο, είχαμε ψωμί στο τραπέζι. Όλη μέρα βοηθούσα την Άννα στις δουλειές και το βράδυ διαβάζαμε. Ο Μπόγκαρτ είχε φυλάξει στο υπογειάκι κάτω από το πάτωμα της κουζίνας μερικά βιβλία, όπου πολλές φορές μας χρησίμευε και ως καταφύγιο όταν ακούγονταν οι σειρήνες. «Ένας μικρός θησαυρός» όπως έλεγε. Το αγαπημένο του βιβλίο ήταν το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Λέοντος Τολστόι. Σεπτέμβριος του 1918. Η Άννα έλαβε ένα τηλεγράφημα από κάποιους συγγενείς της. Ο πατέρας της, που ζούσε στο Hockstadt ήταν στα τελευταία του. Το επόμενο πρωί, φόρτωσαν μερικά πράγματα σε ένα κάρο και ο Μπόγκαρτ μου έδωσε το κλειδί του σπιτιού. «Δεν θα αργήσουμε, φαγητό ξέρεις που έχει. Μέχρι να ανοίξουν οι εγγραφές στο πανεπιστήμιο θα έχουμε γυρίσει». Έβαλε στην παλάμη μου ένα τυλιγμένο χαρτί και μου έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα. Έκατσα στα σκαλάκια της εξώπορτας και τους έβλεπα να απομακρύνονται. Ξαφνικά σταμάτησαν και ο Μπόγκαρτ κατέβηκε κάτω. Μου έκανε νόημα, μου κουνούσε τα χέρια, κάτι προσπαθούσε να μου πει, δεν καταλάβαινα. Είχαν ξεμακρύνει αρκετά και έτσι άρχισα να τρέχω προς το μέρος τους. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν οι σειρήνες. Κοντοστάθηκα για λίγο αλλά συνέχισα να τρέχω προς αυτούς. Ύστερα όλα σκοτείνιασαν. Ξύπνησα στο νοσοκομείο. Δεν είχα χτυπήσει σοβαρά μόνο ένα κάταγμα στο δεξί μου χέρι και έναν περίεργο πόνο στο κεφάλι. Η ακοή μου είχε επηρεαστεί και για κάποιο λόγο το μόνο που άκουγα ήταν ένα βουητό. Κοίταξα γύρω μου. Μια νοσοκόμα με πλησίασε. Κάτι μου έλεγε, κάτι μου εξηγούσε έντονα αλλά ήταν σαν να είχαν κλείσει τον ήχο. Χρειαζότανε το ράντζο. Μου έδωσε τα ρούχα μου και το χαρτί που κρατούσα όταν με βρήκαν. Το νοσοκομείο ήταν γεμάτο με πληγωμένους από την πρόσφατη επιδρομή. Οι γιατροί, οι νοσοκόμες, η απελπισία στα πρόσωπα των κατακρεουργημένων και τα βλέμματα των μελλοθάνατων έκαναν ακόμα πιο εκκωφαντικό το βουητό στο μυαλό μου. Σηκώθηκα και άρχισα να ψάχνω μέσα στα ράντζα και στους διαδρόμους τους δικούς μου. Πουθενά. Έψαξα στη λίστα εισερχομένων του νεκροτομείου ελπίζοντας πως δεν είναι μέσα. Ήταν... Γύρισα σπίτι. Τα τζάμια σπασμένα, σοβάδες ριγμένοι στο πάτωμα, τα ράφια όλα διαλυμένα. Ξεδίπλωσα το γράμμα και διάβασα: Κρατικό Πιστοποιητικό υιοθεσίας της Ιρένε Ίσσελ, πρώην υπότροφου ορφανού, ονόματος Σάλλυ από το ζεύγος Μπόγκαρτ και Άννα Ίσσελ. Έχω όνομα και επώνυμο. Είμαι μόνη. Νοέμβριος 1918. Μένω στο σπίτι μας και έχω αναλάβει το πλύσιμο από μερικούς πελάτες της μητέρας. Το χέρι μου δεν πονάει πια και είναι καλά. Η ακοή μου έχει επανέλθει, αλλά μερικές φορές ο πόνος και το βουητό επιστρέφει. Γράφτηκα στο πανεπιστήμιο στην Ιατρική σχολή. Στο δεύτερο έτος της σχολής αν είσαι πολύ καλός παράλληλα με τις σπουδές σου, σε παίρνουν για πρακτική στο νοσοκομείο και σου παρέχουν το φαγητό σου και ένα μικρό επίδομα. Πρέπει να κάνω υπομονή μέχρι τότε. Τώρα ξεκινάει η ζωή μου. Θέλω να ΖΗΣΩ. Θα τα καταφέρω. Θα νικήσω.
Ακατάσβεστη λάμψη τέρψης Ένα. Δύο. Τρία | Ένα. Δύο. Τρία | Ένα | Ένα | Παρατάω. Παραμερίζω. Παραπατώ. Ο δρόμος. Σήμερα. Διάλεξε. Δίδαξε. Διασκέλισε. Διαμέλισε. Διαμέλισε. Διαμέλισε | Ένα. Κάποτε. Στάχτη. Σταχτί. Στάρι. Σκοτάδι. Σκοτάδι. Ένα κουτί καραμέλες. Τρία κρεμμύδια. Μελάνι για το φτερό. Ιώδιο. Χλωροφόρμιο. Χάος. Γαία. Έρως. Η Ηώ με τον Αστραίο, γέννησε τους ανέμους τους σκληρόκαρδους, τον Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά, τον γρηγοροκίνητο Βοριά και τον Νότο, αφού θεά πλάγιασε ερωτικά με θεό. Η Ηώ γέννησε τον αστέρα Εωσφόρο και τα λαμπρά αστέρια που στεφανώνουν τον Ουρανό. Η Στύγα, η κόρη του Ωκεανού, σμίγοντας με τον Πάλλαντα γέννησε στο παλάτι τον Ζήλο και την ομορφοπόδαρη Νίκη. Νίκη. Νίκη. Δρεπάνι. Νυστέρι. Σουγιάς. Σκοτάδι. Άνοιξε το στόμα σου να φτύσω. Καθάρισα ένα κοτόπουλο με ένα νυστέρι. Ήταν... ήταν εύκολο. Πρώτα με το χέρι έκοψα το κεφάλι. Αίμα. Σάρκα. Εντόσθια. Σάρκα. Υγρά ποτάμια πάνω στο δέρμα της κοιλιάς μου. Άδικα. Ανερμάτιστα. Ακατανίκητα. Αξιολάτρευτα. Α όπως Απόψε. Απόψε ανακάλυψα ανάγκη αρμονίας. Άρχισα αναμένοντας αλλιώτικα. Αποκαλύφθηκα. Αν αναστήθηκε αναμένω αναμετάδοση από άλλους ανθρώπους. Ασάφεια. Αρχίζω. Αραχνιάζω. Ακρωτηριάζω. Άσε με να σου γδάρω τα χείλη. Θα σε προδώσω. Αίσχος. Τη μάνα μου την έλεγαν βυζιά. Αίμα. Αγρός αίματος. Γάλα. Τα σκουλήκια στην άκρη του δρόμου. Ένα παράθυρο και ένα φως. Ο συνάνθρωπος. Τόσο αίμα πεταμένο στον δρόμο. Τόση τροφή για τα σκουλήκια. Το γάλα χύθηκε. Το βυζί μάτωσε. Το πύον διαπέρασε. Εγώ διαπερνώ. Εσύ δεν διαπερνάς. Αυτοί διαπερνούσαν. Εμείς ποτέ. Μαζί ποτέ. Μια μέρα νίκησα μερικούς εκατομμύρια. Ήθελα πάντα να ρωτήσω τι μέρα ήταν αυτή. Η δική του ήταν Πέμπτη. Υγρή. Με όχι και τόσο διαπεραστικό κρύο. Μύριζε βρώμα. Β όπως Βρώμα. Α όπως Ανάσα. Π όπως Πρώτη Ανάσα. Τ όπως Τελευταία Ανάσα.
Αλτ
ΥΠΕΎΘΥΝΟΙ ΠΑΡΆΣΤΑΣΗΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ & ΠΕΡΙΟΔΕΙΩΝ
ΟΔΗΓΌΣ ΣΚΗΝΉΣ Γιάννης Παλαμιώτης
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΡΙΑ Βούλα Γεωργιάδου
ΜΗΧΑΝΙΚΟΊ ΣΚΗΝΉΣ Κώστας Γεράσης Νίκος Βακός
ΤΜΗΜΑ ΣΚΗΝΩΝ & ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ
ΗΛΕΚΤΡΟΛΌΓΟΣ Άρης Βακός ΗΧΗΤΙΚΌΣ Σωτήρης Τσολάκης ΦΡΟΝΤΙΣΤΉΣ Παναγιώτης Ροβινσών ΕΝΔΎΤΡΙΑ Κυράνα Μήτσα-Δελλή ΚΑΤΑΣΚΕΥΈΣ ΣΚΗΝΙΚΏΝ & ΚΟΣΤΟΥΜΙΏΝ Εργαστήρια ΚΘΒΕ
ΥΠΕΎΘΥΝΟΙ ΧΏΡΩΝ Δημήτρης Καβέλης Ανέστης Καραηλίας Γιώργος Κασσάρας Δημήτρης Μητσιάνης Βασίλης Μυτηλινός (χρέη υπευθύνου) Περικλής Τράιος
Mακιγιάζ φωτογραφιών: all M Cosmetics
ΠΡΟΪΣΤΆΜΕΝΟΣ Στέλιος Τζολόπουλος ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΕΣ ΓΡΑΦΕΙΩΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ Θεόδωρος Καραπίντσιος ΜΗΧΑΝΙΚΏΝ ΣΚΗΝΉΣ Κώστας Γεράσης ΗΛΕΚΤΡΟΛΌΓΩΝ Τάσος Δαηλίδης
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΤΜΗΜA ΠΡΟΪΣΤΑΜΈΝΗ Ιωάννα Καρτάση ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΑΣΦΆΛΕΙΑΣ-ΦΎΛΑΞΗΣΚΑΘΑΡΙΌΤΗΤΑΣ Ανέστης Καραηλίας ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΪΣΤΆΜΕΝΟΣ Μιχάλης Χώρης ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΕΣ ΓΡΑΦΕΙΩΝ ΜΗΧΑΝΟΓΡΆΦΗΣΗΣ ΛΟΓΙΣΤΗΡΊΟΥΚΕΝΤΡΙΚΌ ΤΑΜΕΊΟ Στέργιος Κεχαγιάς
ΗΧΗΤΙΚΏΝ Γιάννης Αμπατζόγλου
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΊΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΏΝ ΣΤΟΙΧΕΊΩΝ Αθανάσιος Τσολάκης
ΦΡΟΝΤΙΣΤΏΝ-ΚΑΤΑΣΚΕΥΏΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟΎ ΥΛΙΚΟΎ Νίκος Συμεωνίδης
ΠΡΟΜΗΘΕΙΏΝ-ΔΙΑΧΕΊΡΙΣΗΣ ΥΛΙΚΟΎ Κατερίνα Καράγαλη
ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΏΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΊΩΝ Ζαχαρίας Παπαδόπουλος
ΤΜΗΜΑ ΕΚΔΟΣΕΩΝ & ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
ΡΑΠΤΡΙΏΝ Ζωή Βλάχου
ΠΡΟΪΣΤΑΜΈΝΗ Ελπίδα Βιάννη
ΕΡΓΑΤΏΝ ΣΚΗΝΉΣ-ΟΔΗΓΏΝ Χάρης Πασχαλίδης
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΕΣ ΓΡΑΦΕΙΩΝ ΔΙΕΘΝΏΝ ΣΧΈΣΕΩΝ Αμαλία Κοντογιάννη ΤΎΠΟΥ & ΔΗΜΟΣΊΩΝ ΣΧΈΣΕΩΝ Καρίνα Ιωαννίδου ΑΡΧΕΊΟΥ-ΒΙΒΛΙΟΘΉΚΗΣΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ & ΝΕΩΝ ΜΕΣΩΝ Δήμητρα Βαλεοντή
ΚΡΑΤΙΚΌ ΘΈΑΤΡΟ ΒΟΡΕΊΟΥ ΕΛΛΆΔΟΣ Εθνικής Αμύνης 2, 546 21, Θεσσαλονίκη T. 2315 200 000 E. info@ntng.gr
www.ntng.gr
Φέρντιναντ Μπρούκνερ
Η αρρώστια της νιότης Ferdinand Bruckner, Krankheit der Jugend
Θεατρική περίοδος 2013-2014 Αρ. δελτίου 654 (249)
ΤΜΗΜΑ ΕΚΔΟΣΕΩΝ & ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΘΒΕ Συντονισμός έκδοσης Ελπίδα Βιάννη Επιμέλεια έκδοσης Αιμιλία Καρακόκκινου Γραφιστική επιμέλεια Σταύρος Καρανταγλής Φωτογραφίες δοκιμών Κώστας Αμοιρίδης
Με την υποστήριξη
Χορηγοί Επικοινωνίας
Παραγωγή εντύπου Chromotyp