ΣΤΡΑΤΉ ΠΑΣΧΆΛΗ
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ
ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
ΚΡΑΤΙΚΌ ΘΈΑΤΡΟ ΒΟΡΕΊΟΥ ΕΛΛΆΔΟΣ ΘΕΑΤΡΙΚΉ ΠΕΡΊΟΔΟΣ 2014-2015
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΌ ΣΥΜΒΟΎΛΙΟ ΠΡΌΕΔΡΟΣ Μένη Λυσαρίδου
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΌΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΉΣ Γιάννης Βούρος
ΑΝΤΙΠΡΌΕΔΡΟΣ Φίλιππος Γράψας
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ Άννα Σινιώρη
ΜΈΛΗ Δημήτρης Χαλκιάς Γιώργος Κιουρτσίδης Σπύρος Μπιμπίλας Γρηγόρης Βαλτινός Γιάννης Χρυσούλης
Το ΚΘΒΕ εποπτεύεται και επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού. Το ΚΘΒΕ είναι μέλος της Ένωσης των Θεάτρων της Ευρώπης.
ΣΤΡΑΤΉ ΠΑΣΧΆΛΗ
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
Ημερομηνία πρώτης παράστασης Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014 ΜΟΝΉ ΛΑΖΑΡΙΣΤΏΝ ΣΚΗΝΉ ΣΩΚΡΆΤΗΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΌΣ Η παράσταση πρωτοπαρουσιάστηκε στο νησάκι του Αγίου Αχιλλείου (Πρέσπες) στις 30 Αυγούστου 2014.
Στρατή Πασχάλη
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ
ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
Σκηνοθεσία – Χορογραφία Σοφία Σπυράτου Σκηνικά – Κοστούμια Μανόλης Παντελιδάκης Ενορχήστρωση – Μουσική επιμέλεια Κώστας Βόμβολος Μουσική διδασκαλία Λία Βίσση Φωτισμοί Γιώργος Τέλλος Βοηθός σκηνοθέτη Γιώργος Βουρδαμής-Μαυρογέννης Βοηθός σκηνοθέτη Στέλιος Χατζηαδαμίδης Βοηθός χορογράφου Γιάννης Μάρτος Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου Χαρά Τσουβαλά Βοηθός ενορχηστρωτή Αλκυόνη Θηλυκού Οργάνωση παραγωγής Πέτρος Κοκόζης
Μεταξύ α΄ & β΄ μέρους διάλειμμα 10΄
Διανομή με αλφαβητική σειρά
Τραγουδούν με αλφαβητική σειρά
Έφη Δρόσου Οικονόμος, Μάχη
Γιάννης Διονυσίου Λιζέτα Καλημέρη Δημήτρης Μπάσης Γιώτα Νέγκα - β’ διανομή Νικόλας Παπακωνσταντίνου
Χρύσα Ζαφειριάδου Μάγδα Λεωνίδας Κακούρης Βασίλης Τσιτσάνης Στέλιος Καλλιστράτης Λάκης Δημήτρης Καραβιώτης Αστυνόμος (Μουσχουντής) Αννέτα Κορτσαρίδου Καίτη Άννα Κυριακίδου Σωτηρία Δημήτρης Μορφακίδης Στέλιος Αλεξία Σαπρανίδου Μαρίκα Χρήστος Σιμαρδάνης Αστυνόμος (Μουσχουντής) β’ διανομή Δημήτρης Σπορίδης Σάββας Ευγενία Πανταζόγλου Δέσπω Βίκυ Παπαδοπούλου Ελίζα (Αρχόντισσα) Νίκος Πολοζιάνης Στράτος
Χορεύουν με αλφαβητική σειρά Γιάννης Βαγιωνάς Στέλλα Εμίνογλου Κώστας Καφαντάρης Άννα Λιανοπούλου Άννα Μανούδη Γιάννης Μάρτος Μαργαρίτα Παναγιώτου Λουκιανή Παπαδάκη Τάσος Παπαδόπουλος Ηλίας Τσάκωνας
Παίζουν επί σκηνής οι μουσικοί με αλφαβητική σειρά Μελίνα Ατρείδου φλάουτο Ηλίας Γυλλός ακορντεόν Ανδρονίκη Δονουκαρά βιολί Κώστας Ιακώβου μπουζούκι Γιάννης Καρακαλπακίδης μπάσο Δημήτρης Κριτσίμης κλαρίνο, μπαγλαμάς Νικόλας Παπακωνσταντίνου κιθάρα Παύλος Παφρανίδης μπουζούκι Νίκος Ψοφογιώργος κρουστά
ΣΗΜΕΊΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΈΑ
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα στο λαϊκό και το έντεχνο ελληνικό τραγούδι, δημιουργώντας γι’ αυτό όλες τις μετέπειτα προοπτικές ανάπτυξης και διάδοσής του σε όλο τον κόσμο. Πέτυχε πρώτος την τομή. Αλλά δεν την καρπώθηκε. Έμεινε μετέωρος και μοναδικός. Γι’ αυτό είναι και τόσο σημαντικός σε βαθμό που να μας θυμίζει τον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη, στον τομέα του. Οι γυναίκες στο έργο του είναι άλλοτε σωτήριες οπτασίες και άλλοτε καταστροφικοί πειρασμοί. Αινίγματα και αλληγορικές ενσαρκώσεις. Σύμβολα και φαντασιώσεις. Ιδέες αλλά και πραγματικές καλλονές. Προσπαθήσαμε σε αυτό το μικρό δρώμενο να δώσουμε μερικές εικόνες, πορτρέτα, καταστάσεις, ατμόσφαιρες γύρω από κάποιες γυναίκες που τις φανταστήκαμε περισσότερο μέσα από τα τραγούδια του, τη ζωή του. Με σεβασμό και δέος. Ευχαριστώ τον Θεόφιλο Π. Αναστασίου που μου έδωσε την ιδέα να χρησιμοποιήσω στο κείμενό μου μετουσιωμένα το πρόσωπο και την ιστορία της Μάχης, από ένα εξαιρετικό διήγημά του, τη «Χαραμάδα». Στρατής Πασχάλης
Σημείωση: Στο κείμενο του έργου ακούγεται σε διασκευή ο στίχος του Γκαμπιέλλε ντ’ Ανούντσιο “La goya e sempre a l’ altra riva”. Επίσης, αυτούσιοι, στίχοι του Καβάφη από το ποίημα «Οροφέρνης» (Το τέλος του κάπου θα γράφηκε κι εχάθη... κλπ). Στο κείμενο ακούγονται επίσης φράσεις του Βασίλη Τσιτσάνη από συνεντεύξεις του, καθώς και από την προσωπική του μαρτυρία σχετικά με την υπόθεση της Ελίζας, της Αρχόντισσας, διασκευασμένες και προσαρμοσμένες στο γενικό ύφος και κλίμα.
ΣΗΜΕΊΩΜΑ ΣΚΗΝΟΘΈΤΗ Σερσέ... Αναζητώντας τον Τσιτσάνη Όταν μου δόθηκε από τον Γιάννη Βούρο και τον Γιώργο Λιάνη αυτή η παραγγελία-δώρο, κάθισα να ψάξω μέσα μου τι είναι για μένα ο Τσιτσάνης. Εκείνο που αντιλήφθηκα είναι ότι ο Τσιτσάνης είναι ένας δημιουργός που μίλησε στην εποχή του με μουσική και στίχο, εκφράζοντας έναν φοβερά σύνθετο –και γοητευτικά μυστηριώδη– ψυχισμό. Ταυτόχρονα, ο Τσιτσάνης εξακολουθεί να μιλά και σήμερα στους νέους. Αυτό είναι κάτι που διαπιστώνω καθημερινά, βλέποντας πώς η νέα γενιά τον αφομοιώνει με τους δικούς της όρους. Και σήμερα, λοιπόν, ο Τσιτσάνης επιδρά δημιουργικά στους ακροατές του. Γι’ αυτόν τον λόγο, αποφάσισα να αποφύγω με κάθε τρόπο μια παράσταση-«μνημόσυνο» ή μια παράσταση«τοιχογραφία εποχής». Αντίθετα, θέλησα να φτάσω στον πυρήνα της δημιουργίας του, που είναι και ο πυρήνας της ελληνικής μουσικής: το γλέντι, το πανηγύρι, οι σχέσεις έρωτα, πάθους και διονυσιασμού που γεννιούνται μέσα στην ατμόσφαιρα της σύναξης και της ταβέρνας. Σ’ αυτές τις συνάξεις, υπό τους ήχους του τραγουδιστή και της τραγουδίστριας, μέσα στους καπνούς και στα μεθύσια, ο καθένας μας απογειώνεται ονειρευόμενος τη Σεράχ, τη Φαρίντα και τα εξωτικά μέρη όπου μας ταξιδεύει η μουσική του Τσιτσάνη. Πρέπει να πω ότι η εμπειρία της περσινής συνεργασίας με το ΚΘΒΕ ήταν καταλυτική: η σπουδαία ενέργεια που μας μετέδιδε ο διάλογος με το κοινό ήταν κάτι που απογείωσε την παράσταση. Έτσι, φέτος είχα μπροστά μου ένα μεγάλο στοίχημα: το πώς θα πετύχουμε τον ίδιο στόχο, αλλά με άλλο ύφος. Και φυσικά, είχα μπροστά μου το στοίχημα που κάθε καλλιτέχνης γνωρίζει πολύ καλά – πώς, δηλαδή, όλοι όσοι δουλέψαμε για την παράσταση θα ξεπεράσουμε τον εαυτό μας. Βάλαμε πολλή δουλειά και πολύ πάθος για να κερδίσουμε τα στοιχήματα αυτά. Ευχαριστώ θερμά όλους τους συντελεστές και το δυναμικό του ΚΘΒΕ για τη συνεργασία. Σοφία Σπυράτου
8
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚ0 ΣΗΜΕΙΏΜΑ ΣΤΡΑΤΉ ΠΑΣΧΆΛΗ Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσιο Δίκαιο στη Νομική Αθηνών. Δημοσίευσε δέκα ποιητικές συλλογές (οι τελευταίες Εποχή Παραδείσου, 2008, και Τα εικονίσματα, 2013), ένα μυθιστόρημα (Ο άνθρωπος του λεωφορείου), ανθολογίες ποίησης και πεζογραφίας (Μ. Καραγάτσης, Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης, Α. Παπαδιαμάντης, Σκοτεινά Παραμύθια, Όταν οι άγγελοι περπατούν, ανθολογία πεζού ποιήματος κ.ά.), ένα παιδικό έμμετρο παραμύθι (Τ’ ασημένιο ρομποτάκι με το κόκκινο φωτάκι) και πολλές μεταφράσεις (Ρεμπώ, Εκλάμψεις, Το μεθυσμένο καράβι, Λωτρεαμόν, Μαλντορόρ, Μπερνάρ Νοέλ, Περαστικός απ’ τον Άθω κ.ά.). Το 2003, το σύνολο των έως τότε ποιημάτων του κυκλοφόρησε με τίτλο Στίχοι ενός Άλλου. Μετέφρασε πάνω από είκοσι θεατρικά έργα. Ανάμεσά τους: Ευριπίδη, Μήδεια, Ιππόλυτος, Ορέστης, για την Επίδαυρο, Σαίξπηρ, Αγάπης Αγώνας Άγονος, Ρακίνα, Φαίδρα, Ανδρομάχη, Βερενίκη, Ροστάν, Οι Ρομαντικοί, Συρανό, Κλωντέλ, Ο κλήρος του μεσημεριού, Το ατλαζένιο γοβάκι, Κούσνερ-Κορνέιγ, Φρεναπάτη, Πήτερ Σάφφερ, Το δώρο της Μέδουσας κ.ά. Συνεργάστηκε με τους σκηνοθέτες Στάθη Λιβαθινό, Γιάννη Χουβαρδά, Βίκτωρα Αρδίττη, Γιώργο Θεοδοσιάδη, Βασίλη Νικολαΐδη, Εύη Γαβριηλίδη, Αντώνη Καλογρίδη, Έφη Θεοδώρου, Θοδωρή Αμπαζή, Γιόσι Βίλερ, Ρενάτε Τζετ, Δημήτρη Τάρλοου, καθώς και με τις χορογράφους Μαίρη Τσούτη και Σοφία Σπυράτου (Ηλέκτρα Αυτουργός). Η Σοφία Σπυράτου, επίσης, σκηνοθέτησε, σε δικό του κείμενο και διασκευή ενός παραμυθιού των αδελφών Γκριμ, τη μουσική παιδική παράσταση Οι τρεις βασιλοπούλες που λιώναν τα γοβάκια τους στο θέατρο Ακροπόλ την περίοδο 2011-12, καθώς και τα έργα, για μικρούς και μεγάλους, Θησέας και Αριάδνη στο νησί των ταύρων στο θέατρο Μπάντμιντον το 2013, και Τρωικός πόλεμος στο θέατρο Παλλάς το 2014. Την περίοδο 2003-04 στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου είχε κάνει τη δραματουργική επεξεργασία της παράστασης του Στάθη Λιβαθινού Αυτό που δεν τελειώνει Ι, ΙΙ, βασισμένη σε ελληνικά ποιήματα του 20ου αιώνα. Επίσης, διασκεύασε τη Φόνισσα του Α. Παπαδιαμάντη (Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, με την Μπέτυ Αρβανίτη στον επώνυμο ρόλο) για την περίοδο 2011-12, τον Τρελαντώνη της Πηνελόπης Δέλτα για το θέατρο Ακροπόλ την περίοδο 2012-13 (σκηνοθεσία Σ. Σπυράτου), καθώς και τη Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση για το Φεστιβάλ Αθηνών (καλοκαίρι 2014, σκηνοθεσία Δημήτρης Τάρλοου).
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
9
Έγραψε τους στίχους των τραγουδιών που ακούγονταν στην παράσταση του έργου Ευρυδίκη της Σάρα Ρουλ που παρουσιάστηκε στο θέατρο Πορεία σε σκηνοθεσία Δ. Τάρλοου και μουσική Κατερίνας Πολέμη, την περίοδο 2012-13. Επίσης σε δικό του κείμενο βασίστηκε η παράσταση Μελίνα, όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα, με τη Μαρία Ναυπλιώτου (Πρέσπες-Ηρώδειο, καλοκαίρι 2013). Τέλος, μετέφρασε πολλά λιμπρέτα και κείμενα τραγουδιών για το Μέγαρο Μουσικής, από τη δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα. Για την ποίηση και τις μεταφράσεις του έχει τιμηθεί με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης, δύο φορές με το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού Διαβάζω, καθώς και με το Βραβείο Θεατρικής Μετάφρασης Μάριος Πλωρίτης. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες όπως αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, βουλγαρικά, ρουμανικά, κορεάτικα, σουηδικά κ.ά. Διδάσκει δημιουργική γραφή της ποίησης.
10
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
ΒΙΟΓΡΑΦΙA ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής, ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε ο σημαντικότερος από τους δημιουργούς της ελληνικής λαϊκής μουσικής και του λαϊκού τραγουδιού του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε στις 18 Ιανουάριου 1915 στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες στην καταγωγή, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη γύρω στα 1900. Ο πατέρας του, εξαιρετικός τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών και ψάλτης, έπαιζε ερασιτεχνικά μαντόλα στην αρχή και στη συνέχεια μπουζούκι. Ο Βασίλης άρχισε να ασχολείται συστηματικά με το όργανο μετά τον θάνατο του πατέρα του σε ηλικία 12 ετών. Στα πολύ δύσκολα γυμνασιακά του χρόνια, τόσο εξαιτίας της ορφάνιας του όσο και της οικονομικής καταστροφής του 1929-1932, πήρε μαθήματα βιολιού από τον Ιταλό δάσκαλο Ραφαήλ Γιόσα, το μπουζούκι, όμως, έγινε η αποκλειστική του σχεδόν ενασχόληση σ’ όλη τη διάρκεια της εφηβείας του και μέχρι το τέλος των Γυμνασιακών του σπουδών ήταν ήδη ένας εξαίρετος σολίστας. Στα τέλη του 1935 ήρθε στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά παίζοντας για βιοπορισμό με το μπουζούκι του σε ταβέρνες. Το 1936 με τη βοήθεια του τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλου άρχισε να ηχογραφεί. Από τον Μάρτιο του 1938 μέχρι τον Μάρτιο του 1940 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Τάγμα Τηλεγραφητών Θεσσαλονίκης, όπου έγραψε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του. Εξαιρετικά παραγωγικός ηχογράφησε μέχρι το φθινόπωρο του 1940 εκατό περίπου τραγούδια. Ανάμεσα τους η «Μάγισσα της Αραπιάς», η «Αρχόντισσα», «Ο Τσιτσάνης στη ζούγκλα», «Δώδεκα η ώρα», η «Καλαμπακιώτισσα», η «Τρικαλινή τσαχπίνα», «Μες στην πολλή σκοτούρα μου», «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου», «Μ’ έναν πικρό αναστεναγμό». Με τα τραγούδια της πρώτης δημιουργικής του περιόδου αναγνωρίστηκε αμέσως πως ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος λαϊκού τραγουδιού, το οποίο απευθυνόταν στο πλατύτερο κοινό. Τον Οκτώβριο του 1940 επιστρατεύτηκε και συμμετείχε ως τηλεγραφητής στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο μέχρι την κατάρρευση του μετώπου και την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα. Τα δύσκολα χρόνια της κατοχής τα πέρασε στη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια των οποίων παντρεύτηκε τη σύζυγό του Ζωή. Εκεί άνοιξε το «Ουζερί Τσιτσάνης», όπου έπαιζε τα τραγούδια του, ενώ ταυτόχρονα εμφανιζόταν και σε άλλα κέντρα της πόλης, όπως οι ταβέρνες «Αμπέλι», «Μπαρμπαλιάς», «Φωλιά», «Αετός», «Μιμόζα», «Μποέμ», «Κούτσουρα» (του Δαλαμάγκα) κ.ά. Αυτά τα χρόνια έγραψε πολλά από τα τραγούδια που ηχογράφησε μετά την κατοχή. Ανάμεσά τους τα αριστουργήματα «Μπαξέ τσιφλίκι», «Αχάριστη», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγι-
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
11
κές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Μπαρμπαριά», «Συννεφιασμένη Κυριακή». Τον Ιούνιο του 1946, όταν λειτούργησε και πάλι το εργοστάσιο δίσκων, άρχισε να ηχογραφεί ξανά και το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του οριστικά στην Αθήνα. Η δεκαετία 1945-1955 είναι η κορυφαία της καριέρας του και η πιο μεστή δημιουργικά γι΄ αυτόν, καθώς γνωρίζει την πλήρη αποδοχή του κοινού (το 1949 είναι ο δημοφιλέστερος συνθέτης λαϊκών τραγουδιών στην Ελλάδα), την απόλυτη καταξίωση στη δισκογραφία και την αναγνώριση της συνθετικής μεγαλοφυΐας του από τους λογίους. Την εποχή αυτή φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του: τη Μαρίκα Νίνου, τη Στέλλα Χασκίλ, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, τον Τάκη Μπίνη, τη Ρένα Στάμου, τη Ρένα Ντάλια, τον Οδυσσέα Μοσχονά κ.ά. «Είμαστε αλάνια», «Πήρα τη στράτα κι έρχομια», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Τρελός τσιγγάνος», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Πέφτεις σε λάθη», «Καβουράκια», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Ξημερώνει και βραδιάζει», είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του εκείνης της περιόδου. Ο Βασίλης Τσιτσάνης συνέχισε να ηχογραφεί τραγούδια και να εμφανίζεται σε κέντρα διασκέδασης μέχρι το τέλος (εμφανιζόταν στο κέντρο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια του ως τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1983). Σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του υπηρέτησε με συνέπεια και υπερασπίστηκε με πάθος το λαϊκό τραγούδι, ενώ συνέβαλε ως συνθέτης και διευθυντής ηχογραφήσεων στην αναβίωση του ρεμπέτικου-λαϊκού τραγουδιού των δεκαετιών του 1960 και 1970. Πέθανε ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του, 18 Ιανουαρίου 1984, στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Το 1985 βραβεύτηκε με το βραβείο «ANDRE SCHAEFFNER» της Μουσικής Ακαδημίας της Γαλλίας CHARLES CROS για τον δίσκο «HOMMAGE A TSITSANIS», τον οποίο ηχογράφησε το 1980 για την UNESCO και εξέδωσε την ίδια χρονιά στην Ελλάδα με τον τίτλο «Χάραμα». Ο Βασίλης Τσιτσάνης παραμένει ο γνωστότερος και δημοφιλέστερος συνθέτης λαϊκής μουσικής και τραγουδιών στην Ελλάδα. Τα περισσότερα από τα τραγούδια του εξακολουθούν να θεωρούνται αριστουργήματα, να επανεκδίδονται και να γνωρίζουν νέες εκτελέσεις συνεχώς σ’ όλη τη διάρκεια της τριακονταετίας που μεσολάβησε από την ημερομηνία του θανάτου του.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης με τη Μαρίκα Νίνου στις αρχές της δεκαετίας του ΄50.
Από αριστερά, πρώτη σειρά: Γιάννης Σαλασίδης (κιθάρα), Βασίλης Τσιτσάνης, Άννα Χρυσάφη, Ανέστος Αθανασίου (μπουζούκι), Νίκος Φιλίππου (Τουρκάκης) (μπουζούκι). Από αριστερά, δεύτερη σειρά: Λουκάς Καρμανιόλας (βιολί), Ευαγγελία Μαργαρώνη (πιάνο), Γιάννης Μεταξάς (ακορντεόν). Στο κέντρο ΦΑΛΗΡΙΚΟ το 1954.
Από αριστερά, πρώτη σειρά: Βασίλης Τσιτσάνης, Λιζέτα Νικολάου, Γιάννης Δέδες (κιθάρα). Από αριστερά, δεύτερη σειρά: Στέλιος Καρύδας (μπαγλαμά). Στο κέντρο ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ στην Πλάκα το 1977.
Από αριστερά, πρώτη σειρά: Ρίτα Σακελλαρίου, Βασίλης Τσιτσάνης, Πόλυ Πάνου, Αντώνης Ρεπάνης (κιθάρα). Από αριστερά, δεύτερη σειρά: Λουκάς Καρμανιόλας (βιολί), Ευαγγελία Μαργαρώνη (πιάνο), Γιώργος Κοινούσης (ακορντεόν) - (ο νεαρός είναι ο γιος του Βασίλη Τσιτσάνη, Κώστας Τσιτσάνης). Στο κέντρο ΦΑΛΗΡΙΚΟ το 1963.
00
Σερσέ λα φαμ
Έχω υμνήσει τη γυναίκα σε 500 τραγούδια μου. Καιρός ήταν να με προσέξουν. Τις αγαπάω τις γυναίκες. Ήταν το πάθος μου. Η γυναίκα είναι το ιερότερο ζώο στη γη. Και τι δεν κάνει για να μας ευχαριστήσει, για να μας τραβάει την προσοχή, για να μας εμπνέει. Και τι δεν κάνουμε εμείς γι αυτήν. Όλα τα εργοστάσια του κόσμου και οι μεγαλύτερες βιτρίνες για ποιόν άλλο; Για τη γυναίκα. Όλα για τη γυναίκα. Να ένας τίτλος και θέμα τραγουδιού. Χωρίς γυναίκα το τραγούδι θα ήταν σαν τον άνθρωπο χωρίς πόδια.
Βασίλης Τσιτσάνης
Από συνέντευξη στον Γιώργο Λιάνη, περιοδικό Επίκαιρα, Σεπτέμβριος 1972.
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
15
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΤΣΙΤΣΑΝΗ
Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι τόσο η εν ζωή καταξίωση (έκλιναν το γόνυ όλοι ως και οι δύο «μεγάλοι» Χατζιδάκις και Θεοδωράκης), όσο και η καλπάζουσα μετά θάνατον καθολική αποδοχή του έργου του Βασίλη Τσιτσάνη με κύρια χαρακτηριστικά την αριστοτεχνία, τη βαθιά ουσία, την άπειρη ομορφιά, την ευγένεια, την καλοσύνη, τον βαθύ και συμπονετικό στοχασμό γύρω απ’ τα ατομικά και κοινωνικά προβλήματα, την καλώς εννοούμενη «ελληνικότητα» των τραγουδιών του, τον έχουν τοποθετήσει –μαζί με τον Μάρκο απ’ τους λαϊκούς μας συνθέτες– στο Πάνθεον της πολιτιστικής παρακαταθήκης της νεότερης Ιστορίας μας κοντά στους μεγάλους δασκάλους, όπως ο Μακρυγιάννης, ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Χαλεπάς, ο Τσαρούχης. Η γυναίκα αποτελεί σταθερό πόλο έλξης και προβληματισμού του Τσιτσάνη από τον καιρό της γνωριμίας του, το ’38, όταν υπηρετούσε στο Τάγμα Τηλεγραφητών, με τη Θεσσαλονικιά, έπειτα σύζυγό του, Ζωή Σαμαρά, μέχρι την πρωταγωνιστική παρουσία του στα λαϊκά πάλκα που μεγαλούργησε και ως το τέλος. Η ιδιοφυία του Τσιτσάνη είναι ανάγλυφη όχι μόνο στη μοναδικότητα των συνθέσεων, την «επιστημονική» κομψοτεχνία των εισαγωγών, την εντέλεια των ενορχηστρώσεων, το ταίριαγμα των «παιξιμάτων» από λαμπρούς σολίστες. Πολλοί στίχοι του Τσιτσάνη –κι όχι μόνο σχετικά με «γυναικεία» θέματα– συνιστούν ατόφια λαϊκά ποιήματα υψηλής αισθητικής, δίπλα στα υπέροχα που έγραψαν κορυφαίοι στιχουργοί με τους οποίους συνεργάστηκε όπως η Ευτυχία και ο Βίρβος. Όσον αφορά τους τραγουδιστές που εμπιστεύτηκε, δεν είναι μόνο οι εξέχοντες άνδρες εκτελεστές με τους οποίους ηχογράφησε (Βαμβακάρης, Παγιουμτζής, Τσαουσάκης, Περπινιάδης, Καζαντζίδης κ.ά.). Το αλάνθαστο κριτήριό του τον οδηγούσε πάντοτε στην επιλογή των άριστων ερμηνευτριών του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού ανάλογα με την εποχή και σε σχέση με το ύφος, το περιεχόμενο, το είδος των συνθέσεών του. Κάποια «πονεμένα» τραγούδια ερμήνευσε με περισσό πάθος η Μαρίκα, η ίδια παράλληλα ανέδειξε με το μοναδικό μπρίο της και τα περισσότερα αλέγκρα κομμάτια του της κλασικής περιόδου. Η Σωτηρία ως «ιέρεια της δραματικής τέχνης» μεγαλούργησε σε στιβαρά, αδιαπραγμάτευτα ζεϊμπέκικα. Ιδού μερικά ενδεικτικά παραδείγματα των σημαντικότερων ερμηνευτριών που συνεργάστηκε (με επιλογή ενός εμβληματικού τραγουδιού κάθε μιας): Elvira de Hidalgo (Ελβίρα Κάκκη –δασκάλα της Κάλλας– «Μαντίλι χρυσοκεντημένο», Γεωργία Μητάκη «Σ’ ένα ντεκέ σκαρώσανε», Δανάη «Αραμπέλλα», Νταίζη Σταυροπούλου «Αφού μ’ αρέσει να γυρνώ», Ιωάννα Γεωργακοπούλου «Δε με στεφανώνεσαι», Στέλλα Χασκίλ «Ακρογιαλιές-Δειλινά», Σωτηρία Μπέλλου «Κάνε λιγάκι
16
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
υπομονή», Μαρίκα Νίνου «Η καρδιά σου θα γίνει χρυσή», Ρένα Στάμου «Τσιγγάνε σπάσε το βιολί», Σούλα Καλφοπούλου «Μάγκας του γλυκού νερού», Άννα Χρυσάφη «Από μια πικρή κουβέντα», Πόλυ Πάνου «Της ταβέρνας το ρολόι», Καίτη Γκρέυ «Θέλω να είναι Κυριακή», Μαίρη Λίντα «Παίξτε μπουζούκια», Γιώτα Λύδια «Αράπικο τσιφτετέλι», Βίκυ Μοσχολιού «Δεν είναι όνειρο η ζωή», Χαρούλα Λαμπράκη «Με παρέσυρε το ρέμα», Δήμητρα Γαλάνη «Η σκιά μου κι εγώ». Το ψυχολογικό κλίμα που σφραγίζει τόσο τις μελωδίες, όσο και τα λαϊκά ποιήματα του Τσιτσάνη που περιστρέφονται γύρω απ’ τους μύθους και την πραγματικότητα της γυναίκας δεν είναι μονοδιάστατο. περιλαμβάνει όλη τη γκάμα των συναισθημάτων, από τη λεπτότερη απόχρωση της ασήκωτης μελαγχολίας –είναι θεσπέσιος στην απόδοση της τραγικότητας των μοναχικών κι απελπισμένων από έρωτα– (Απ’ τις βαθιές μου τις πληγές το αίμα αργοσταλάζει και τώρα που ζητώ στοργή κανείς δε με κοιτάζει, «Περιπλανώμενη ζωή») ως τη γλεντζέδικη μέχρι απόλυτου ξεφαντώματος έξαρση (Κι όταν η καρδούλα σου το θέλει, χόρεψε για μένα τσιφτετέλι! Κι όλα σπάστα, όλα κάφτα! Χαλάλι σου, όλα για σένα!, «Όλα για σένα»). Στο έργο του παρελαύνουν όλοι οι κοινωνικοί τύποι γυναικών με κυρίαρχους την μποέμισσα, την τσαχπίνα, την ξελογιάστρα, την μπαμπέσα, τη μάγισσα, την προδότρα αλλά και την προδομένη, την ερωτικά αδικαίωτη, την αστεφάνωτη κ.ά. Η στυφή γεύση που αφήνει –με μιαν βαθιά γνώση ματαιοπονίας– η βασανιστική μα άκαρπη προσπάθεια να φέρει μια γυναίκα με άστατο χαρακτήρα, μια «αλανιάρα», στον «ίσιο» δρόμο: «Για να σε κάνω άνθρωπο ήπια τόσα φαρμάκια μα το δικό σου το μυαλό πετάει στα σοκάκια» αντισταθμίζεται από την αίσθηση ηδονής και ικανοποίησης που αποπνέει μια πλειάδα τραγουδιών μυθοποιητικών του γυναικείου κάλους: «Τι αξίζουν τα παλάτια και τα κάστρα μπρος στα μάτια σου, τσιγγάνα ξελογιάστρα». Παρόλο που –με στόχο την αποφυγή επαναλαμβανόμενων και περιττών «μπελάδων»– συμβουλεύει με το στόμα του Στράτου του Τεμπέλη «Με γυναίκες μην τραβιέσαι, πάντα μόνος να γυρνάς και μποέμικα να πίνεις, τη ζωή σου να γλεντάς», απ’ τη άλλη προτρέπει στο κυνήγι της ερωτικής περιπέτειας. «Τα λεν Παντρεμενάδικα γιατ’ έχει κοριτσάκια που σαν περάσεις και τα δεις σε βάζουν σε μεράκια», που τραγούδησε σε πλάκα γραμμοφώνου το ’40 η Νταίζυ. Η ονειρική, «φευγάτη» ματιά του δίνει φτερά στην «άπιαστη» φαντασία του μετουσιώνοντας απλησίαστα πρότυπα εξωτικών γυναικών σε μαγικά παραμύθια, δημιουργώντας έτσι μια εποποιία φλογερών ανατολίτικων τραγουδιών – που βαστάει 22 χρόνια (από το ’37 μέχρι το ’59): «Η μάγισσα της Αραπιάς», «Αραμπέλλα», «Αραπίνες», «Η Σεράχ», «Αράπικο λουλούδι», «Η μάγισσα της Βαγδάτης», «Η Μαρίτσα στο χαρέμι», «Η σκλάβα του πασά», «Γκιουλ-μπαχάρ», «Ζαΐρα», «Μπαρμπαριά», «Αλά τούρκα
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
17
χόρεψέ μου», «Φαρίντα», «Φελλάχες γλυκές», «Τι την θέλεις την τσιγγάνα», «Σε τσαντίρια», «Η Τοπάζια» κ.ά. Τα χρόνια μετά την απελευθέρωση φαίνεται να εμπνέεται τις πιο δυναμικές συνθέσεις του με κέντρο αναφοράς τις γυναίκες, οι οποίες έχουν την τιμητική τους ιδίως το ’47 («Αχάριστη», «Ντερμπεντέρισσα», «Τι την θέλεις την τσιγγάνα», «Θα μπλέξω μ’ άλλη και θα κλαις», «Αργοσβήνεις μόνη», «Η αμαρτωλή», «Στο σταυροδρόμι της ζωής», «Τρεις θα ’ναι οι ώρες σου», «Για μια κόρη ξελογιάστρα» κ.ά.). Ενώ ο Τσιτσάνης, επέβαλε με πρωτοποριακή τόλμη τον τύπο της μποέμισσας, της μαγκιόρας, της «ντερμπεντέρισσας», που λέει και το ομώνυμο τραγούδι («Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις») με πρώτη ηχογράφηση εκείνη της Χασκίλ το ’47, εισάγοντας τρόπον τινά έναν πρώιμο «φεμινισμό» στο τραγούδι, απ’ την άλλη ανέθεσε, σαν νέος Ευριπίδης, στο λαγγεμένο λαρύγγι της Νίνου να καταγγείλει περιπαιχτικά τα διαχρονικά μειονεκτήματα της γυναίκας φτάνοντας ως το «προπατορικό αμάρτημα» : «Τι μπελάς το γυναικείο φύλλο κι ο Αδάμ την έπαθε απ’ το μήλο. Πού να βρεις στο ντουνιά μια γυναίκα με καρδιά; Σα γάτες είναι πονηρές, ζημιάρες και κακές». Αυτό που φοβάσαι και λατρεύεις μαζί, αν δεν σε σκοτώσει, σε βασανίζει ισόβια. Ο Τσιτσάνης, όσο κι αν εξύμνησε τη γυναίκα, όσο κι αν την ονειρεύτηκε, όσο κι αν την κατέκρινε για τα «στραβά» της (έφτασε να την προσωπογραφήσει ως κέντρο αναφοράς όλων των καλών και όλων των δεινών του άντρα με το «Σερσέ λα φαμ»), –αν ήταν παρών μπορεί να μας έλεγε «την ξέρω καλύτερα απ’ όλους»– εντούτοις φαίνεται –μεγαλοφυής μεν, άνθρωπος του πάθους δε–, πως δεν τα ’βγαλε πέρα μαζί της. Γι’ αυτό και την ονόμασε «γυναίκα δίχως σύνορα, γυναίκα δίχως άκρη». Θωμάς Κοροβίνης
Το κείμενο γράφτηκε ειδικά για το πρόγραμμα της παράστασης του ΚΘΒΕ.
Το φωτογραφικό υλικό των σελίδων 18-25 προέρχεται απο την πρώτη παρουσίαση της παράστασης στο νησάκι του Αγίου Αχιλλείου Πρεσπών. Φωτογραφίες: Paolo Maiorano
00
Σερσέ λα φαμ
Οι γυναίκες στα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη
Άψογα ντυμένος πάντα. Τσερούτι, Υβ Σεν Λοράν, φίνα πουκάμισα, μόνο γραβάτες και καπέλα δεν αγάπησε στη ζωή του. Στο μόνο που ταίριαζε με τους ρεμπέτες ήταν το πάθος του για το «ασθενές φύλο». Δεν υπάρχει δημιουργός που να έδωσε πιο πολλά επίθετα στις γυναίκες από τον Τσιτσάνη. Τις είπε μάγισσες, τρελές, αχάριστες, ψεύτρες, σκληρόκαρδες, σατράπισσες, δαιμονισμένες, παλιοκόριτσα, κακούργιες, ασυλλόγιστες, μπαμπέσες, παμπόνηρες, σκάρτες και μαγκιόρες αλλά και αρχόντισσες, μαργιόλες, φίνες μεθυστικές, μποέμισσες, τσαχπίνες, γόησσες, πεταχτές, κουκλίτσες, λάγνες, ερωτιάρες, ονειρεμένες, νεράιδες, αγαπούλες. Τι να προσθέσει κανείς; Παράλληλα τους φόρεσε πανάκριβα λαϊκά βραχιόλια, φράσεις-συνθήματα που έμειναν στη γλώσσα του λαού μας: «Έλα όπως είσαι», «Απόψε κάνεις μπαμ», «Θα κάνω ντου, βρε πονηρή». Τον θυμάμαι να λέει: «Αγαπούσα και αγαπώ τις γυναίκες, δεν το έκρυψα ποτέ το πάθος μου. Δεν το κρύβω. Η γυναίκα είναι από τις πιο καθαρές πηγές εμπνεύσεως του έργου μου. Όπως η φτώχια, η ξενιτιά, η αδικία». Ήταν τα χρόνια που είχε αρχίσει η μόδα της απελευθέρωσης της γυναίκας κυρίως στο σεξ. Ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν αστειευόταν με αυτά: «Σου είπα, Γιώργο, λατρεύω τις γυναίκες. Αποτελούν σεβαστό ποσοστό της όλης δημιουργίας μου. Τις διεκδικήσεις τους τις παραδέχομαι. Για παράδειγμα την κόρη μου Βικτωρία την έκανα γιατρίνα.
Γιώργος Λιάνης
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
27
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ
ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΟ ΈΡΓΟ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα οι γυναίκες έχουν υμνηθεί, αλλά και έχουν κατηγορηθεί για πάρα πολλά από τους ποιητές και τους τραγουδοποιούς όλου του κόσμου. Από τον κανόνα αυτόν δεν αποτελούν εξαίρεση οι Έλληνες τραγουδοποιοί και συνθέτες και πολύ περισσότερο οι λαϊκοί και ρεμπέτες, που έζησαν σε κοινωνικές συνθήκες εξαιρετικά δυσμενέστερες από τους υπόλοιπους, συνθήκες που εξωθούν πολλές φορές τους ανθρώπους σε εξαιρετικά ακραίες συμπεριφορές. Από τον κανόνα αυτόν δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση κι ο Τσιτσάνης, όχι όμως επειδή αντιπαθούσε τις γυναίκες. «Έχω υμνήσει τις γυναίκες», έλεγε κάποτε ο ίδιος, «σε 500 τραγούδια μου. Τις αγαπάω τις γυναίκες… Η γυναίκα είναι το ιερότερο πλάσμα της γης… Χωρίς τη γυναίκα το τραγούδι θα ήταν σαν τον άνθρωπο χωρίς πόδια». Αν, όμως, αναγνώριζε τον ρόλο και την αξία των γυναικών, αν έτρεφε τέτοια αγάπη και εκτίμηση για τις γυναίκες, γιατί δεν μπόρεσε να αποτελέσει αυτός την εξαίρεση του κανόνα; Ας ξεκαθαρίσουμε κατ’ αρχήν ένα βασικό και πολύ σημαντικό ζήτημα. Τα θέματα που επιλέγουν να επεξεργαστούν και να παρουσιάσουν oι καλλιτέχνες δεν αφορούν τους ίδιους και την προσωπική τους ζωή. Όλοι οι πραγματικοί τεχνίτες εργάζονται με θέματα που παίρνουν από όσα παρατηρούν να γίνονται γύρω τους, από την πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Η δουλειά τους είναι να επιλέγουν θέματα που νομίζουν ότι μπορούν να συγκινήσουν, να προβληματίσουν, να βοηθήσουν, να στηρίξουν ή να παρηγορήσουν τους συγκαιρινούς τους ανθρώπους. Αν κατορθώσουν να δώσουν στα θέματα αυτά και μια μορφή που να αντέχει στον χρόνο, τότε θα συνεχίσουν να συγκινούν, να προβληματίζουν, να βοηθούν, να στηρίζουν, να παρηγορούν και τους ανθρώπους των επερχόμενων γενεών. Ο κανόνας αυτός ισχύει πολύ περισσότερο για το λαϊκό τραγούδι, που είναι γενικά ρεαλιστικό στο περιεχόμενό του. Όσα αναφέρονται σ’ ένα τραγούδι πρέπει «να συμβαίνουν», έλεγαν οι λαϊκοί συνθέτες της εποχής του Τσιτσάνη. Αν δεν «συμβαίνουν», έλεγαν, τότε «δεν είναι από τη ζωή». Θέματα που «δεν ήταν από τη ζωή» ούτε τους ίδιους συγκινούσαν, ούτε πολύ περισσότερο το ακροατήριό τους. Πολλές, επομένως, από τις συγκρούσεις που ακούμε να συμβαίνουν ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες σε πολλά τραγούδια του Τσιτσάνη είναι πολύ πιθανό να έχουν στ’ αλήθεια συμβεί. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι ιστορίες αυτών των συγκρούσεων αφορούν την προσωπική του ζωή είτε τις πεποιθήσεις του για τις γυναίκες.
28
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
Τα παιδιά του Τσιτσάνη δεν ήταν, για παράδειγμα, τα καβουράκια του τραγουδιού (το 1952 που κυκλοφόρησε το τραγούδι ο γιος του δεν είχε ακόμα γεννηθεί), η σύζυγός του, η αείμνηστη Ζωή, δεν ήταν ασφαλώς η κυρία καβουρίνα, που πήγε τσάρκα με τον σπάρο στη Ραφήνα, κι ο ίδιος δεν ήταν ο κάβουρας που έψαχνε απεγνωσμένα για τη φαμελιά του. Το θέμα της επιπόλαιης και άστοργης γυναίκας, που εγκαταλείπει τα παιδιά της για να ζήσει γλεντοκοπώντας με τον εραστή της, δεν ήταν καινούργιο στη θεματολογία του λαϊκού τραγουδιού. Το ότι το διαπραγματεύτηκε κι ο Τσιτσάνης, αυτό δεν σημαίνει πως αντιπαθούσε τις γυναίκες, ή ότι θα έπρεπε να παρουσιάζει τα πράγματα έτσι όπως δεν συνέβαιναν στην πραγματικότητα. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο δεν θα πρέπει να πιστεύουμε πως ο Τσιτσάνης αντιπαθούσε τις γυναίκες είναι οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες έζησε και δημιούργησε, οι οποίες δεν τον άφηναν φυσικά αδιάφορο. Από την αρχή της καριέρας του, το 1937, μέχρι το 1982, δυο χρόνια πριν από τον θάνατό του, ίσχυε στην Ελλάδα το καθεστώς της προληπτικής λογοκρισίας. Αν δεν ήθελε να καταντήσουν τα τραγούδια του σαχλοτράγουδα, παρά τον μουσικό τους πλούτο, άλλος τρόπος δεν υπήρχε για να επικοινωνήσει με το κοινό του από την αλληγορία. Ήταν υποχρεωμένος δηλαδή εξαιτίας της προληπτικής λογοκρισίας –και περισσότερο κατά την περίοδο 1946-1950– να εγκαταλείψει το κυριότερο χαρακτηριστικό του λαϊκού τραγουδιού, τον ευθύ λόγο, και να υιοθετήσει έναν παλιό και ξεχασμένο τρόπο έκφρασης, την αλληγορία, ενσωματώνοντας στους στίχους του συγκαλυμμένα μηνύματα και πλάγιες αναφορές. Η αιτία, επομένως, των βασάνων για τα οποία κατηγορούν τις γυναίκες αρκετοί από τους πρωταγωνιστές των τραγουδιών αυτών, αφορούν στην πραγματικότητα την κοινωνική ή πολιτική κατάσταση που επικρατούσε εκείνη τη μαρτυρική για την Ελλάδα ιστορική περίοδο. Στο τραγούδι «Απ’ τη μάνα μου διωγμένος», του 1948, για παράδειγμα, ένας άντρας διεκτραγωδεί τη διπλή συμφορά που τον βρήκε εξαιτίας δύο «κακών» γυναικών, της μητέρας του και της αγαπημένης του, που τον έδιωξαν άσπλαχνα από κοντά τους. Ένας στίχος όμως στην αρχή της δεύτερης στροφής αρκεί για να δώσει στο τραγούδι ένα διαφορετικό νόημα: «σαν τη ρημαγμένη χώρα μοιάζει η δόλια μου καρδιά». Ο ακροατής δεν χρειαζόταν περισσότερα από αυτήν την αόριστα διατυπωμένη παρομοίωση για να καταλάβει ότι η αιτία των βασάνων του αφηγητή δεν ήταν οι δυο γυναίκες, αλλά η κατεστραμμένη Ελλάδα της εποχής εκείνης και να ενώσει τον πόνο του με τον πόνο του αφηγητή. Στα υπόλοιπα τραγούδια του θα μπορούσαμε να πούμε πως η κατάσταση είναι μοιρασμένη ως έναν βαθμό. Υπάρχουν πράγματι πολλά τραγούδια στα οποία η ευθύνη για τα πάθη του πρωταγωνιστή αποδίδεται σε κάποια μοιραία γυναίκα. «Τρελή» την ονομάζει αυτή τη γυναίκα σε 19 τραγούδια του (με χαρακτηριστικότερες από αυτές τις περιπτώσεις τα δυο του αριστουργήματα, την «Αρχόντισσα» και την «Αχάριστη»), μπαμπέσα σε κάποια άλλα (μια ιδιαιτέρως επικίνδυνη κατηγορία γυναικών για την
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
29
οποία μάλιστα προτείνει ιδιαζόντως σκληρή συμπεριφορά), σκληρόκαρδη, πλανεύτρα, ψεύτρα, ξελογιάστρα, πανούργα, γκρινιάρα, πονηρή, σατράπισσα, θεατρίνα (δηλαδή υποκρίτρια), σκληρή, κακούργα, ξεμυαλισμένη, άστατη, άπονη, αφιλότιμη, πεισματάρα, παραδόπιστη κλπ. Ο έρωτας για τις συγκεκριμένες γυναίκες αντιμετωπίζεται στις περιπτώσεις αυτές σαν ένα πάθος που καταστρέφει τον άντρα. Επειδή όμως δεν δίνονται συνήθως άλλες εξηγήσεις για τη συμπεριφορά αυτών των γυναικών (π.χ. κοινωνικού ή οικογενειακού χαρακτήρα), πρέπει να υποθέσουμε ότι τα επίθετα που κοσμούν αυτές τις μοιραίες γυναίκες αφορούν ατομικά χαρακτηριστικά ορισμένων μόνον και συγκεκριμένων περιπτώσεων και πως ο Τσιτσάνης σε καμιά περίπτωση δεν αποδίδει αυτά τα χαρακτηριστικά στο σύνολο των γυναικών. Ο λαϊκός καλλιτέχνης, στηριγμένος στην μακραίωνη παράδοση της τέχνης του, σκιαγραφεί μόνον τα γενικά χαρακτηριστικά μιας πράξης διαγράφοντας ένα ήθος. Στο ήθος αυτό εντάσσουμε εμείς στη συνέχεια όλες τις επιμέρους περιπτώσεις με ανάλογη συμπεριφορά, που θα πέσουν στην αντίληψή μας. Υπάρχουν όμως και αρκετά τραγούδια του στα οποία οι πρωταγωνιστές εκφράζουν απόλυτη σχεδόν αγάπη, λατρεία και αφοσίωση στην αγαπημένη τους, γεγονός που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι οι περιπτώσεις αυτών των γυναικών αποτελούν τον ιδανικό σύντροφο για έναν άντρα. Οι γυναίκες αυτές μπορεί να είναι: – όμορφες, έξυπνες και καπάτσες, που ξέρουν να ικανοποιούν όλες τις επιθυμίες ενός άντρα (μ’ έχει και με καμαρώνει/και ποτέ δεν με μαλώνει/είν’ ωραία και μ’ αρέσει/ ήσυχη και με προσέχει.) – απλές θαρραλέες κοπέλες του λαού, που παίρνουν εκείνες την πρωτοβουλία των σχέσεων με το αντίθετο φύλο (μια νόστιμη Σμυρνιά… μου λέει, τρέξε στη βαρκούλα κι έλα/σε θέλω συντροφιά). – κοπέλες που έχουν είτε μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή ομορφιά ή κάποια ξεχωριστά και μοναδικά χαρακτηριστικά (χρυσόξανθα μαλλιά, γλυκά μάτια, καμάρι, νάζι, γλύκα). – εκρηκτικές καλλονές που δεν χρειάζεται να τους αφιερώσει άλλες περιγραφές εκτός από το ότι «κάνουν μπαμ», ή που δεν χρειάζεται να στολιστούν, αλλά ν’ ακολουθήσουν τον ερωτευμένο άντρα «όπως είναι». – ή αξιοπρεπείς μόνον κοπέλες που δεν διστάζουν να ρίξουν ένα χαστούκι για να κρατήσουν τις δέουσες αποστάσεις (μ’ ένα χαστούκι σου ήρθα να σ’ αγαπήσω).
30
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
Στις περιπτώσεις αυτές οι εραστές είναι συνήθως πρόθυμοι να κάνουν μεγάλες θυσίες για την αγαπημένη τους. Να χύσουν το αίμα τους, ας πούμε για παράδειγμα, για χάρη της. Να θυσιάσουν τα πάντα, να ικανοποιήσουν κάθε της επιθυμία, να μην σηκώσουν τα μάτια τους ποτέ σ’ άλλη γυναίκα, να την ταξιδέψουν σε μέρη εξωτικά, όπου θα ζουν δίχως βάσανα και σκοτούρες, να της χτίσουν μέγαρα, βίλες και παλάτια, να της δώσουν ή να της αφιερώσουν τα πάντα, να οργανώσουν και να εκτελέσουν τρελά γλέντια και σπατάλες, να διακινδυνέψουν την κοινωνική τους υπόληψη, να εξαρτήσουν και τη ζωή τους ακόμα από μια ματιά της. Σε μια άλλη ομάδα τραγουδιών του Τσιτσάνη οι πρωταγωνιστές δεν είναι άντρες, αλλά γυναίκες. Στις περιπτώσεις αυτές τα συναισθήματα που εκφράζονται είναι ανάλογης ποικιλίας, έντασης και ποιότητας με τα αντίστοιχα των αντρών. Όπως οι άντρες, έτσι και οι γυναίκες δείχνουν δύναμη, γενναιοδωρία, τόλμη, γενναιότητα, αποφασιστικότητα, αξιοπρέπεια, σκληρότητα, παίρνουν την πρωτοβουλία για τη ρύθμιση των σχέσεων, εκφράζουν την αφοσίωσή τους και τη λατρεία τους για τον σύντροφό τους, διαμαρτύρονται για τη μιζέρια ή τη σκληρότητά του, πονούν για την εγκατάλειψη ή τον χωρισμό, δεν διστάζουν όμως να δώσουν και τα παπούτσια ακόμα στο χέρι στον άπιστο ή σ’ εκείνον που αθετεί τις υποσχέσεις του και αν, καμιά φορά, ανέχονται τις παρασπονδίες του, αυτό οφείλεται μόνο στο γεγονός πως ο αγαπημένος τους είναι «μάγκας κι ομορφόπαιδο». Στις μεγάλες ομάδες των τραγουδιών που προανέφερα θα πρέπει τέλος να προσθέσουμε και κάποιες ειδικές περιπτώσεις. Η πρώτη είναι ασφαλώς η περίπτωση του τραγουδιού «Ζητήσατε τη γυναίκα» (μετάφραση τη γαλλικής παροιμιώδους φράσης Σερσε λα φαμ), στο οποίο νομίζω ότι συμπυκνώνεται η ομολογία της απόλυτης υπαρξιακής εξάρτησης του άντρα από τη γυναίκα. Η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη της απόλυτα ελεύθερης και ανεξάρτητης γυναίκας, η περίφημη «Ντερμπεντέρισσα», που χωρίς κανέναν δισταγμό δηλώνει την παντελή αδιαφορία της, αν όχι και την περιφρόνησή της, για κάθε είδος κοινωνικών συμβάσεων, την περιφρόνησή της για συναισθήματα ή συναισθηματισμούς και απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε πρόταση για έρωτες και δεσμούς. Η τρίτη περίπτωση είναι το τραγούδι «Κι ύστερα θα κάθεσαι» (σε στίχους του αείμνηστου Γιάννη Κυριαζή), στο οποίο είναι η γυναίκα κι όχι ο άντρας που προβάλλει τους όρους της προκειμένου να δεχτεί τον γάμο που της προτείνει. Όροι που ούτε λίγο, ούτε πολύ αντιστρέφουν εντελώς τους μέχρι τότε (βρισκόμαστε στο 1948) γνωστούς και παραδοσιακούς ρόλους του άντρα και της γυναίκας. Εκείνος πρέπει να υπηρετεί τη γυναίκα σε κάθε ανάγκη του νοικοκυριού κι όχι η γυναίκα και να ανέχεται ακόμα και τα ερωτικά της φλερτ.
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
31
Η τέταρτη περίπτωση είναι το πασίγνωστο τραγούδι «Γεννήθηκα για να πονώ», που αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την εντονότερη κραυγή πόνου και διαμαρτυρίας της γυναίκας για τον τρόπο που την αντιμετώπιζε το αντίθετο φύλο. Υπάρχει όμως και μια τελευταία ειδική ομάδα τραγουδιών που αφορά τραγούδια που θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «τραγούδια απόλυτης ή σχεδόν απόλυτης απόρριψης της γυναίκας». Το πρώτο και παλαιότερο (του 1946) είναι το τραγούδι «Με γυναίκες μην τραβιέσαι», το δεύτερο (του 1954) είναι το τραγούδι «Τι μπελάς το γυναικείο φύλο» και το τρίτο (του 1958) είναι το τραγούδι «Οι γυναίκες μοιάζουν με τις γάτες». Και στα τρία αυτά τραγούδια οι γυναίκες παρουσιάζονται σαν άκαρδα πλάσματα, πονηρές, ζημιάρες, κακές, ψεύτρες, άκαρδες, χωρίς συναισθήματα, ο μόνος λόγος για τον οποίο πλησιάζουν το αντίθετο φύλο είναι το χρήμα και φυσικά δεν διστάζουν ν’ αλλάξουν παρτενέρ αμέσως μόλις δουν ότι υπάρχει καλύτερη προσφορά. Γι’ αυτό και όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο πρώτο τραγούδι, από το να βάζει στο κεφάλι του νταλκάδες, φωτιές, να περνά σκοτούρες ή μαρτύρια και να κινδυνεύει να πάει ακόμα και φυλακή, είναι καλύτερα ο άντρας να μην έχει καθόλου σχέσεις με γυναίκες, να γυρνά μόνος του, να πίνει μποέμικα και να γλεντά ακίνδυνα τη ζωή του. Νομίζω πως μ’ αυτό το τραγούδι («Με γυναίκες μην τραβιέσαι») ισοφαρίζεται η προηγούμενη περίπτωση της «Ντερμπεντέρισσας». Τα δυο μοναδικά αυτά τραγούδια (από τα 580 που δημοσίευσε συνολικά) μας δείχνουν και τα όρια, κατά τη γνώμη μου, ανάμεσα στα οποία κινούμαστε εμείς οι υπόλοιποι κοινοί θνητοί, που τόσο προσπάθησε επί 50 σχεδόν χρόνια να μας συμπαρασταθεί και να μας παρηγορήσει ο Βασίλης Τσιτσάνης. Για όλα όσα μας χάρισε θα τον θυμόμαστε πάντα με ευγνωμοσύνη και αγάπη.
Θεόφιλος Π. Αναστασίου
32
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
H ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΗΣ «ΑΡΧΌΝΤΙΣΣΑΣ»
ΌΠΩΣ ΤΗΝ ΚΑΤΈΓΡΑΨΕ Ο ΒΑΣΊΛΗΣ ΤΣΙΤΣΆΝΗΣ
«Βασιλάκη μου», είπε, μπροστά στον τρελά ερωτευμένο φίλο της και καλό μου φίλο, «εγώ δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή μου να ξαναγαπήσω», όταν για πρώτη φορά βρέθηκα τυχαίως μαζί της σ’ ένα καφέ μπαρ της οδού Πανεπιστημίου και τη γνώρισα. Τετ α τετ με τον φίλο μου τον Λάκη από τη Λάρισα, τριτοετή φοιτητή και συμμαθητή μου για έναν χρόνο και από αρκετά ευκατάστατη οικογένεια. Ήταν μια λαμπερή ακτινοβόλα ομορφιά γύρω στα 20 χρόνια της, το 1938. Με σύστησε στην κοπέλα, Ελίζα την έλεγαν. Μια κοπέλα πολύ σικ ντυμένη, αρκετά μορφωμένη, με μακριά μαύρα μαλλιά, με μάτια μεγάλα, εκφραστικά και μαύρα σαν το σκοτάδι της νύχτας, στην ίδια περίπου ηλικία με εμένα. Είχα κατεβεί με άδεια από το Τάγμα Τηλεγραφητών της Θεσσαλονίκης και η κάθοδός μου στην Αθήνα σκοπό είχε να γραμμοφωνήσω καμιά δεκαριά τραγούδια 78 στροφών. Στα λόγια της αυτά δεν έδωσα σχεδόν καμία σημασία. Είπα μέσα μου, ή θα αγάπησε και δεν αγαπήθηκε και όπως όλες λένε «δεν πρόκειται να πιστέψω ξανά σε λόγια ανδρός», δηλαδή πράγματα συνηθισμένα και ασήμαντα. […] «Μη μου μιλάς για έρωτες. Σου είπα, δεν θα ξαναγαπήσω ποτέ. Τον έχω μπροστά μου, με τρομάζει, με συγκλονίζει, τον πόνεσα, τον έκλαψα και τώρα που τον έχασα είναι πάλι δικός μου. Μη με παρακαλάς. Εγώ θέλω και αποζητώ τη γαλήνη, μια απλή συντροφιά και μόνο». […] Και με ένα προσποιητό χαμόγελο, γλυκό, έστρεψε το βλέμμα της σε εμένα και μου είπε: «Με συγχωρείς πολύ, Βασιλάκη μου. Ασφαλώς δεν θα περίμενες τέτοια απρόοπτα συμβάντα σ’ αυτή την πρώτη γνωριμία που είχες μαζί μου. Μου φαίνεται σαν να μελαγχόλησε λιγάκι, ε; Και βέβαια, αφού ο Λάκης είναι αγαπητός σου φίλος κι εσύ γράφεις, όπως μου είπες, τραγούδια για πονεμένες καρδιές και αυτό έχει μεγάλη σημασία για μένα». […] – Θα ήθελα να μου εξηγήσεις, αν φυσικά δεν σας είναι δύσκολο, εκείνο που είπατε πριν από λίγο. […] Τι εννοείς, Ελίζα; Πώς το εξηγείς αυτό; Αφού τον έχασες πώς είναι και πάλι δικός σου; […] Στα λόγια μου αυτά κύλισαν άφθονα δάκρυα από τα μάτια της που είχαν μαρμαρώσει ορθάνοιχτα απάνω μου και ολόκληρη είχε παγώσει σαν να τη διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα, σαν να είχε πάθει κάποια κρίση… Τέλος, με αργές και χαριτωμένες κινήσεις έβγαλε από το τσαντάκι της ένα μπιλιετάκι, κάτι έγραψε και έκοψε το χαρτάκι. Πριν μου το δώσει μου είπε: «Αφού, Βασίλη, γράφεις τραγούδια για πονεμένες καρδιές, δεν θα φύγω ποτέ από τη ζωή σου. Σε παρακαλώ πάρε αυτό το χαρτάκι». Μετά από λίγο μας αποχαιρέτησε εγκάρδια. […] Στο χαρτάκι είχε γράψει τον αριθμό του τηλεφώνου της, τις ώρες που βρίσκεται εκεί και την επιθυμία της να της τηλεφωνήσω το ταχύτερο. Την επομένη της τηλεφώνησα κιόλας, αλλά στο ακουστικό ήταν κάποια άλλη που μου διαβίβασε την επιθυμία της να με δεχθεί στο σπίτι της, κάπου στην
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
33
οδό Ομήρου, το απόγευμα της επομένης. Μέχρι της στιγμής αυτής δεν ήξερα τίποτα σχεδόν γι’ αυτή, […] εκτός από την εμφάνισή της που, όπως σας είπα, ήταν καλλονή, σπάνιας ομορφιάς και επιπλέον η ομιλία της έδειχνε κορίτσι μορφωμένο, με αέρα πρωτευουσιάνικο. […] Την επομένη το απόγευμα πήγα σπίτι της. Όμως την ίδια στιγμή πάγωσα. Στον αριθμό που μου είχε δώσει ήταν στημένο ένα μεγαλοπρεπέστατο διώροφο αρχοντικό σπίτι, […] σκέτο παλάτι! […] Σε μια στιγμή ακούω πίσω μου κάτι σαν παντζούρια να ανοίγουν και αμέσως μια ευγενική νεανική φωνή να με φωνάζει: «Βασίλη, πέρασε μέσα». Ένιωσα κάτι σαν ανατριχίλα να διαπερνά το κορμί μου. Ήταν το ολοζώντανο και πανέμορφο κορίτσι, η Ελίζα. Όταν ξεκίνησα να πάω στο σπίτι της το απόγευμα, όπως είχαμε κλείσει τηλεφωνικώς, δεν είχα νιώσει τίποτα το οποίο θα μπορούσε να διαταράξει την ψυχική μου γαλήνη, απεναντίας ένιωθα πάρα πολύ ευχάριστα που θα συναντούσα μία τέτοια κοπέλα και θα μάθαινα επιτέλους τι εννοούσε με αυτά τα λόγια της που μου είπε στο μπαράκι και θα μάθαινα κι άλλα πολλά από τη ζωή της, όπως ήλπιζα. Τώρα όμως προχωρώντας και μπαίνοντας μέσα ήμουν ψυχικά αναστατωμένος και σχεδόν αμήχανος. […] Ήταν σε πολύ καλή ψυχική κατάσταση. Γελούσε, μιλούσε διαρκώς, ήταν εξαιρετικά ευδιάθετη, φλυαρούσε, ήταν λιγάκι εν ευθυμία, τα ποτήρια με το βερμούτ ήταν έτοιμα σερβιρισμένα και το πικ απ έπαιζε κάποιο τραγούδι που πρέπει να ήταν του Αττίκ. Με ρώτησε τι είδους τραγούδια έχω κυκλοφορήσει και να της πω μερικά από τα καινούργια που γραμμοφώνησα. Εγώ, της είπα, βγάζω τραγούδια λαϊκά για τους απλούς ανθρώπους, εσύ φαίνεσαι αριστοκράτισσα, μπορεί και να σε αφήσουν αδιάφορη. […] Αφού ήπια το μισό ποτηράκι βερμούτ […] κατάλαβα ότι η συντροφιά μου την ευχαριστούσε, ενώ παράλληλα θαύμαζα και δεν χόρταινα τα κάλλη της. -Ελίζα, της λέω, μην ξεχνάς και τον σκοπό της επισκέψεώς μου. Πού ξέρεις αν αύριο μεθαύριο γράψω μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου και της ομορφιάς σου ωραία τραγούδια για σένα. […] Και τώρα, της λέω, πες μου κάτι πάνω στο θέμα. […] ............................................. Στη Θεσσαλονίκη έφτασα μεσάνυχτα κατακουρασμένος και σκεφτικός. Στο τρένο μέσα χίλια σχέδια έκανα και τυραννούσα το μυαλό μου τι τραγούδι να της γράψω που να της μοιάζει. […] Χρειαζόμουν απομόνωση και βοήθεια από το μπουζούκι μου. Πρωί πρωί δήλωσα στον γιατρό ότι ένιωθα πολύ άσχημα. […] Μου έδωσε ένα τριήμερο ελεύθερος υπηρεσίας, το οποίο περνούσα στον θάλαμό μου μέσα. Τώρα καθόμουν στο κρεβάτι μου και άρχισα να σκέπτομαι και να κρατώ σημειώσεις για αρχοντόπουλα, για σκαλοπάτια αρχοντικά μαρμάρινα, για καρδιές που ράγιζαν. […]
34
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
Ο τίτλος παίχτηκε ανάμεσα στην «Αρχοντοπούλα» και την «Αρχόντισσα». Όμως η λέξη Αρχόντισσα αυτή καθαυτή δεν μου έλεγε πολλά πράγματα, ήταν βαριά. […] Την τρίτη μέρα που τελείωνε το ελεύθερος υπηρεσίας, στέλνει παραγγελία η Μαριώ ότι στις δέκα και μισή θα ’ναι στα συρματοπλέγματα. […] Στις έντεκα παρά είκοσι το σκάω από τον θάλαμο. […] Περνάω το συρματόπλεγμα και πήγαμε άλλα 100 μέτρα και καθίσαμε. […] Επέστρεψα κατά τον ίδιο τρόπο στον θάλαμο, με προφυλάξεις να μην κάνω θόρυβο, κατά τη μία περίπου. Όμως ο αγαπητός μου επιλοχίας κατά την έφοδο που έκανε εκείνο το βράδυ, βρήκε το κρεβάτι μου αδειανό και με περίμενε. […] Πρωί πρωί αναφορά, μαζί με τον θαλαμοφύλακα. […] Τρώω δέκα μέρες φυλακή. […] Στο Πειθαρχείο τη δεύτερη μέρα μού ’φεραν το μπουζούκι από το σπίτι που είχαν νοικιασμένο εκεί κοντά. […] Μόλις πήρα το μπουζούκι και το συσσίτιο και σκέφτηκα ότι δέκα μέρες είναι δικές μου, […] το μυαλό μου έτρεξε στον φίλο μου τον Λάκη και το μαρτύριο που τραβούσε. Η μελωδία η μισή έβγαλε και τον στίχο υπομονετικά, δηλαδή το «κουράστηκα για να σε αποκτήσω, Αρχόντισσά μου…» κλπ. Τώρα η λέξη Αρχόντισσα με τραβούσε. Ήταν ό,τι έπρεπε για τη νεαρή Ελίζα. Και όλο το τραγούδι μιλάει για τα βάσανα του Λάκη και όλων που στο πέρασμά της η Ελίζα σκορπούσε ερωτικό παραλήρημα. […] Στην εταιρεία είχα αφήσει εντολή, ή μάλλον παράκληση έκανα, να βγει αμέσως το τραγούδι «Αρχόντισσα». Και πράγματι στον μήνα επάνω κυκλοφόρησε. […] Δεν είχε περάσει ένας μήνας ακόμα και λαβαίνω ένα γράμμα από την Ελίζα. Θυμάμαι την αρχή του: «Βασίλη, αυτή τη στιγμή που σου γράφω η ρομβία παίζει το τραγούδι μου, δεν φαντάζεσαι τη χαρά μου» και πολλά άλλα. Σκέφτηκα πως της έκανε καλό το τραγούδι. […] Κάποτε τηλεφώνησα στην Ελίζα· βγήκε μία αντρική φωνή και […] με αργή ομιλία που έδειχνε ταραχή και οδύνη και συχνά διακοπτόμενη έμαθα τα εξής: Πως η ζωή της Ελίζας ήταν τραγική. Είχε γίνει και αλκοολική, τα δε βαριά χάπια για την νευρασθένειά της την είχαν κάνει ράκος και κάποια μέρα περπατώντας κάπου σε κεντρικό δρόμο έβριζε Ιταλούς και Γερμανούς, Μουσολίνι και Χίτλερ δαιμονιωδώς και ένας απ’ αυτούς την εξετέλεσε επί τόπου! Δεν μπορούσα να αντέξω άλλο. Με δάκρυα και αναφιλητά έκλεισα το τηλέφωνο. Και να σκεφτείτε ότι αυτή η νεαρά κυρία με τη θλιβερή αυτή ιστορία, δεν θα ήταν παραπάνω από 26-27 χρονών, χρόνια εφιαλτικά γι’ αυτήν. Για πολλά χρόνια δεν πήγα ούτε με έβγαλαν τα βήματά μου σε αυτό το μεγάλο σπίτι. Μετά το 1965 […] και μέχρι σήμερα όσες φορές κι αν πέρασα από τον δρόμο αυτόν ποτέ δεν μπόρεσα να προσδιορίσω ή να δω κάτι που να μου θυμίζει την ύπαρξή του. Στη θέση του έχουν στηθεί τσιμεντένια φρούρια-πολυκατοικίες που έθαψαν για πάντα τη θύμηση αυτών που τη γνώρισαν. Τον δε Λάκη ούτε τον ξανάδα, ούτε μου έδωσε ποτέ σημεία ζωής. Το επίθετό του φυσικά μετά από τόσα επίθετα δεν μπόρεσα να το συγκρατήσω. Ποιος ξέρει τι μοίρα του επεφύλαξαν οι πόλεμοι και η κατοχή. Βασίλης Τσιτσάνης Απόσπασμα από το άρθρο του Γιώργου Λιάνη, «H ιστορία της ‘‘Αρχόντισσας’’ όπως την κατέγραψε ο ίδιος ο Τσιτσάνης στα ανέκδοτα τετράδιά του», στο: Βημαγκαζίνο, Ιανουάριος 2001.
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
Το φωτογραφικό υλικό των σελίδων 4-5, 35-37, 42-43, 47-49, 52-53, 57-58 προέρχεται από το υλικό για την προώθηση της παράστασης. Φωτογραφίες: Κώστας Αμοιρίδης
00
38
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΈΝΙΑ ΠΑΛΆΤΙΑ
Κάποτε ο Τσιτσάνης άφησε να εννοηθεί ότι δέχτηκε πολύ μεγάλη επίδραση από τα παραδοσιακά παραμύθια. Απαντώντας στην ερώτηση, πού οφείλονται οι συχνές του αναφορές σε μάγισσες, μάγια, χαρέμια, σκλάβες του πασά κλπ, δήλωσε πως «τούτο οφείλεται στο ότι από μικρά παιδιά οι μανάδες μας μάς μεγάλωναν και μας κοίμιζαν με παιδικά παραμύθια και διαρκώς η φαντασία μας ανιχνεύει». […] Περισσότερες από τρεις δεκάδες τραγούδια του είναι φανερά επηρεασμένα από μαγικά παραμύθια που μιλούν για μάγισσες, μάγια, αλλά κυρίως για μαγικά παλάτια και κάστρα, για βασιλόπουλα και βασιλοπούλες, αρχόντισσες, πριγκίπισσες κλπ. Αν το μπουζούκι αντιπροσώπευε την παρουσία του πατέρα, τα παραμυθένια παλάτια αντιπροσώπευαν τη μητέρα – το τρυφερό κι ευαίσθητο γυναικείο στοιχείο μέσα στο τσιτσανικό έργο. «Πόσα παραμύθια για βασιλιάδες και πριγκίπισσες δεν μου έλεγε η μάνα μου!», εξομολογούνταν σε φίλους του. Και φαίνεται πως όχι μόνο τα τραγούδια του επηρεάστηκαν από τα παραμύθια, αλλά και οι παιδικές του εντυπώσεις και αναμνήσεις. Φαίνεται πως η μάνα του μυθοποιούσε κάποια γεγονότα της ζωής της, τα αφηγούνταν, κι έτσι μυθοποιημένα μένανε στη μνήμη τον μικρού Βασίλη καθώς μεγάλωνε. […] Ένα ευαίσθητο, ευσυγκίνητο, ταλαντούχο, ιδιοφυές και με ζωηρή φαντασία παιδί, όταν ζει μέσα στη φτώχεια, τη δυστυχία και τη μιζέρια, κι όταν πιστεύει πως του αξίζει μια πολύ καλύτερη τύχη, δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να καταφεύγει στον κόσμο της φαντασίας όπου οι επιθυμίες πραγματοποιούνται, όπου έχει τη δύναμη να διευθετήσει μια κλίμακα αξιών καλύτερη από αυτήν της άθλιας καθημερινής πραγματικότητας. Τα μαγικά παραμύθια που άκουγε από τη μητέρα του, δίνανε στον μικρό Βασίλη Τσιτσάνη ένα πρώτης τάξης υλικό για να οικοδομήσει τους κόσμους της φαντασίας του. Οι φαντασιώσεις του για απόδραση από τη φτώχεια σε κόσμους μαγικούς, παραμυθένιους με κάστρα, παλάτια, χαρέμια, αρχοντοπούλες και χανούμισσες, μάγισσες και μάγια, σε κόσμους καλύτερους χωρίς μιζέρια, χωρίς στέρηση, οπού όλα είναι όμορφα, άφθονα, χορταστικά, όπου υπάρχει πλούτος, αναγνώριση, εκτίμηση κλπ. - αυτές οι φαντασιώσεις τελικά γίνονταν στίχοι και τραγούδια. Πολλά από τα τραγούδια τον Τσιτσάνη δεν είναι παρά στιχουργημένα και μελοποιημένα παραμύθια. […] Η «Μποέμισσα» είναι ένα από τα πρώτα πρώτα τραγούδια τον έφηβού Τσιτσάνη (όπως και το «Αγαπώ μια παντρεμένη» και το «Χαρέμια με διαμάντια»). Αυτή τη φορά το παλάτι αποτελεί μια μεταφορική εικόνα και είναι θεμελιωμένο μέσα στην καρδιά του Τσιτσάνη, έτοιμο να δεχτεί την μποέμισσα και να την κάνει βασίλισσα. Τα βόρεια χαρακτηριστικά της ξανθομάλλας και γαλανομάτας γόησσας, οι λατινικές λέξεις
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
39
μποέμισσα και παλάτι, ακόμα και ο ιαμβικός ενδεκασύλλαβος, τον οποίο εμείς, οι Ρωμιοί, δανειστήκαμε από τούς Ιταλούς, δίνουν το χρώμα τον δυτικού παραμυθιού στο οποίο αναφέρθηκα. […] Ακόμα και στη δεκαετία του ‘50 ο πετυχημένος πια καλλιτέχνης Βασίλης Τσιτσάνης, αλλά με το αιώνιο παράπονο ότι ποτέ δεν απόκτησε οικονομική ευπορία, αφού είναι αναγκασμένος κάθε νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, να δουλεύει στο πάλκο για το μεροκάματο, ονειρεύεται πλούτη και παλάτια. Το μυαλό του, στοιχειωμένο από τα παιδικά παραμύθια, φαντάζεται θρόνους για να εγκαταστήσει εκεί την αγαπημένη του, που δεν είναι άλλη από τη γόησσα της γειτονιάς! Ωστόσο, αυτή τη συγκεκριμένη αναφορά του σε παλάτια, πλούτη και θρόνους πρέπει να την αποδώσουμε σε μια μεταφορική διάθεση, παρά σε μια επιθυμία για πλουτισμό και ισχύ: η ευτυχία να είναι κανείς κοντά στην αγαπημένη του και να την κοιτάζει στα μάτια για ώρες, ισοδυναμεί με βασιλική και αυτοκρατορική ευτυχία! […] Ο νεαρός Τσιτσάνης, όταν βρέθηκε στην Αθήνα, μετέφερε τους στόχους του παραμυθιού στο επίπεδο της καθημερινής ζωής. Αντί να ονειρεύεται κάποια νεράιδα ή βασίλισσα, που «θα του χτίσει και παλάτια, στολισμένα με διαμάντια», ονειρεύεται τώρα να παντρευτεί κάποια ωραία και πολύφερνη νύφη που έχει δεκαπέντε σπίτια στην περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά. […] Όλα αυτά τα τραγούδια που μιλούνε για παλάτια, χαρέμια και πολυτελή μέγαρα, που παρέθεσα ως τώρα, ουσιαστικά σχηματίζουν μια ομάδα. Την ομάδα τραγουδιών που αποδέχονται τα παλάτια ως μια ιδανική, επιθυμητή κατάσταση. Ο Τσιτσάνης δίνει στον εαυτό του είτε τον ρόλο του παλικαριού που το ευεργετεί μια παραμυθένια γυναικεία προστάτρια (αρχόντισσα, νεράιδα ή καλή μάγισσα) είτε τον ρόλο του βασιλόπουλου ή μάγου, που χτίζει παλάτια για να εγκαταστήσει μέσα εκεί την εκλεκτή της καρδιάς του. Το παλάτι άλλοτε είναι ανατολικού, άλλοτε δυτικού κι άλλοτε μικτού τύπου. Το παλάτι χρησιμοποιείται είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Και τοποθετείται πότε στον χώρο του παραμυθιού, πότε (σπανιότερα) στον χώρο της καθημερινής πραγματικότητας και πότε σε κάποιον χώρο μικτό, που αρχίζει απ’ την καθημερινότητα και εκτείνεται μέχρι τα μαγικά παραμύθια. Ωστόσο, σε όλα υπάρχει η ειδυλλιακή εικόνα και η αποδοχή του παλατιού που ταυτίζεται με τις παιδικές φαντασιώσεις του Τσιτσάνη. Αυτήν την ομάδα τραγουδιών ονομάζω τραγούδια «αποδοχής τον παλατιού». Υπάρχει, όμως, και μια άλλη μεγάλη ομάδα τραγουδιών όπου το παλικάρι χάνει το παλάτι. Είναι τα τραγούδια «απώλειας του παλατιού». Κεντρική θέση σ’ αυτά κατέχει
40
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
η «Αρχόντισσα» (1938), που έκανε πανελλήνια γνωστό τον συνθέτη της. Ρωμιοί και ξένοι νέοι, από όλο τον κόσμο, σαγηνεύονται από την ομορφιά της αρχοντοπούλας και τον πλούτο του παλατιού της και φυσικά προσπαθούν να την κερδίσουν. Σύμφωνα με τους κανόνες του παραμυθιού, όλοι αυτοί οι υποψήφιοι γαμπροί πρέπει να υποβληθούν σε φοβερές δοκιμασίες και να πραγματοποιήσουν διάφορα δύσκολα κατορθώματα, με κίνδυνο της ζωής τους. […] Η αρχόντισσα, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα παραμύθια, στην πραγματική ζωή προκαλεί τραύματα, οδύνες και βάσανα. Είναι η προσωποποίηση του πλούτου, που συνοδεύεται από την αναλγησία και τη σκληρότητα. Το συνταίριασμα της αρχοντοπούλας με το φτωχό παλικάρι, παραμένει στον χώρο του παραμυθιού, της φαντασίας, κι όχι της πραγματικής, καθημερινής ζωής. […] Η απώλεια του παλατιού, μετά από τόσες προσπάθειες, απογοητεύει το παλικάρι που ονειρευόταν επιτυχίες και πλούτη, του αφαιρεί κάθε διάθεση για δουλειά και τον οδηγεί στη φτώχια και τη μόρτικη ζωή – την άτακτη περιπλάνηση στα περιθώρια της καλής κοινωνίας. […] Η αρχόντισσα, η βασιλοπούλα, η κάθε κοπέλα που συνδέεται με τα παραμυθένια παλάτια στα τραγούδια του Τσιτσάνη, γίνεται η προσωποποίηση της αφθονίας, της καλής τύχης, της ευτυχίας. Έτσι, είναι φυσικό, όποιος τη χάνει να καταντά φτωχός, ζητιάνος, αλήτης. Η περιπλάνηση του φτωχού αλάνη σε όλα τα δρομάκια του Πειραιά αναζητώντας τη μικρή κοπέλα που του έταξε παλάτια, αντιπροσωπεύει την αιώνια αναζήτηση της ευτυχίας. […] Είναι φορές που δείχνει μια αμφισβήτησης της αξίας των παλατιών, των μεγάρων, των σαλονιών, των αυτοκινήτων πολυτελείας, των εφοπλιστικών στόλων κλπ. Αυτή την κριτική και απορριπτική στάση θα την ονομάσουμε «αμφισβήτηση των παλατιών». Η ζωή είχε διδάξει τον Τσιτσάνη ότι το πάντρεμα του φτωχού με την πλούσια, το πάντρεμα των δυο διαμετρικά αντίθετων κοινωνικών τάξεων ήταν ανέφικτο. […] Η έντονη κριτική και αμφισβήτηση των παλατιών οδηγεί τον Τσιτσάνη στο συμπέρασμα πως η κοινωνία διαιρείται και πολώνεται σε δυο ακραίες και διαμετρικά αντίθετες καταστάσεις: τη φτώχεια και τα πλούτη. Η τάξη των πλουσίων ιδιοποιείται τα σπίτια των φτωχών –τα φτωχοκάλυβα– τα γκρεμίζει και στη θέση τους χτίζει δικά της παλάτια. Η κατάσταση αυτή οδηγεί αργά ή γρήγορα στην αντιπαράθεση, στην ταξική αναμέτρηση, στην εμφύλια διαμάχη. […] Η επίθεση κατά των παλατιών, το γκρέμισμα των κάστρων, η έφοδος τον καβαλάρη με το σπαθί, η απελευθέρωση της ωραίας χανούμισσας, οι οθωμανικές λέξεις που δίνουν το κατάλληλο χρώμα είναι τσιτσανικά θέματα, που συνδυάζονται μεταξύ τους στο τραγούδι «Ζαΐρα». […] Εδώ το μυθικό παλικάρι μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, κι αυτό ενισχύει τη δύναμη της επίθεσής του. Η «Ζαΐρα», κατά παράδοξο τρόπο, «λάμπει σαν αστέρι της Αραπιάς» και ταυτόχρονα είναι «σκλάβα του μαχαραγιά», γεγονός που μας παραπέμπει στη μακρινή Ινδία. Αλλά αυτό δεν ενοχλεί, γιατί το γεωγραφικό κολάζ είναι συνηθισμένο φαινόμενο στις ονειρικές καταστάσεις. […] Με βάση τα παιδικά παραμύθια ο μικρός Τσιτσάνης, όπως και αναρίθμητα άλλα δυστυχισμένα παιδιά, από κτίσεως κόσμου, έπλασε το αρχικό σχέδιο της ζωής του που
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
41
βασιζόταν στην «αποδοχή των παλατιών». Έτσι έγραψε και τα αντίστοιχα τραγούδια. Η ζωή, με τη σκληρότητα και τις απογοητεύσεις της, τον δίδαξε ότι διαφέρει πολύ από τα παραμύθια. Έτσι, ο συνθέτης θρήνησε την «απώλεια των παλατιών» και των αρχοντισσών μέσα από άλλη ομάδα τραγουδιών του. Αναπροσαρμόζοντας το υλικό των παραμυθιών, πλάθοντας ολοένα καινούργια σενάρια και ρόλους για τον εαυτό του, έφτασε στην κριτική και την «αμφισβήτηση των παλατιών». Κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου και της πρώτης μετεμφυλιακής εποχής προχώρησε ακόμα πιο πολύ κι έφτασε στην «επίθεση κατά των παλατιών». Σύμφωνα με τα τραγούδια του, η απώλεια των παλατιών συνδέεται με το μπατίρημα –την πτώχευση– και συνορεύει με τα τραγούδια της φτώχειας. Συνδέεται με την αλητεία και τα τραγούδια του αλήτη, συνδέεται, ακόμα, με τη μόρτικη ζωή και τον ρεμπέτικο κύκλο τραγουδιών του Τσιτσάνη. Η αμφισβήτηση και κριτική των παλατιών οδηγεί στη ρεμπέτικη ζωή, αλλά κυρίως στην κοινωνική και πολιτική καταγγελία, και στα αντίστοιχα τραγούδια. Τέλος, η επιθετικότητα κατά των μισητών, πλέον, παλατιών οδηγεί επίσης στην κοινωνική και πολιτική αμφισβήτηση και στους αντίστοιχους κύκλους τραγουδιών. Γίνεται φανερό πως ο χαμένος παράδεισος των παραμυθένιων παλατιών και η προσπάθεια αναζήτησης και επανεύρεσής του είναι η βάση πάνω στην οποία ενοποιείται το έργο του Τσιτσάνη. Κι ενώ η έμπνευση για φανταστικά ταξίδια εξαντλήθηκε κατά την πρώτη περίοδο της δημιουργίας του και μέχρι τα χρόνια της Κατοχής, το θέμα των παλατιών τον ακολούθησε σε ολόκληρη τη δημιουργική του σταδιοδρομία. Αυτό έγινε δυνατόν επειδή έβρισκε πάντα τον τρόπο να το ανασχηματίζει και να του δίνει ολοένα νέες μορφές, νέα μηνύματα, πλάθοντας διαρκώς καινούργια σενάρια και ρόλους μεταξύ παραμυθιού και πραγματικότητας. Έτσι το παλικάρι που ήθελε να αντιμετωπίσει τις δοκιμασίες και να ευτυχήσει με αρχόντισσες και βασιλοπούλες, δίνει τη θέση τον στο μεταπολεμικό κοινωνικά αμφισβητία και επικριτή. O Τσιτσάνης είναι ο μόνος νεοέλληνας δημιουργός που κατάφερε να αξιοποιήσει σε τόσο μεγάλη έκταση τα παραδοσιακά παραμύθια και, μάλιστα, να τα μετουσιώσει και να τα μεταπλάσει σε μία φόρμα πολύ διαφορετική από εκείνη των παραμυθιών. Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε και σ’ αυτό ακόμα το στοιχείο το αναντικατάστατό του.
Νέαρχος Γεωργιάδης, Το φαινόμενο Τσιτσάνης, Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 2001. σ.σ. 139-159.
44
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΆ ΤΑΞΊΔΙΑ
Κατά την πρώιμη περίοδο της δημιουργίας του ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε μια ομάδα τραγουδιών που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν φανταστικά ταξίδια. Στο καθένα απ’ αυτά επισκέπτεται μια συγκεκριμένη χώρα κι επιφυλάσσει στον εαυτό του κάποιο σημαντικό και συγκεκριμένο ρόλο. Στη «Μάγισσα της Αραπιάς» (που είναι το πρώτο ή δεύτερο τραγούδι απ’ όσα έγραψε και φαίνεται πως το συνέθεσε λίγα χρόνια πριν την είσοδό του στη δισκογραφία) ο Τσιτσάνης θεωρεί τον εαυτό του μαγεμένο από κάποιο «τρελοκόριτσο» - την «τρελή», όπως την ονομάζει. Σκοπός του ταξιδιού του στην Αραπιά είναι να βρει μια σπουδαία μάγισσα που θα τον ελευθερώσει από τα κακά μάγια και να τα στρέψει εναντίον της «τρελής» αγαπημένης του. Έτσι, από τη μια θα λυτρωθεί ο ίδιος κι από την άλλη θα ανταποδώσει το κακό και θα εκδικηθεί. […] Στη «Μάγισσα της Αραπιάς», εκτός από το φανταστικό ταξίδι, υπάρχουνε και στοιχεία μαγικού παραμυθιού. Θα ‘λεγα ότι αυτό το πρώτο ή δεύτερο τραγούδι του Τσιτσάνη είναι μια μήτρα απ’ όπου θα ξεπηδήσουν αργότερα όχι μόνο τα φανταστικά του ταξίδια, αλλά και τα τραγούδια του με παραμυθιακά θέματα και μοτίβα, καθώς επίσης και ο κύκλος των τραγουδιών της Αραπιάς. Ωστόσο, το πρώτο γνήσιο φανταστικό ταξίδι του Τσιτσάνη γράφτηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την «Αραπιά» ή λίγο αργότερα κι έχει τον τίτλο «Σε φίνο ακρογιάλι», είναι όμως πολύ γνωστό και ως «Παραγουάη». […] Ο έρωτας κατέχει πάντα σημαντική θέση στο τσιτσανικό φανταστικό ταξίδι. Άλλες φορές ο νεαρός Τσιτσάνης θα συναντήσει πολλές και όμορφες κοπέλες όταν θα φτάσει στον προορισμό του – εκεί στην ξένη χώρα. Άλλες φορές όμως κουβαλά μαζί του και την αγαπημένη του αποσπώντας την, έτσι, από ένα εχθρικό περιβάλλον, όπου ο έρωτάς τους εμποδίζεται από την εχθρική κι αδιάκριτη κοινή γνώμη. Σίγουρα τα ξένα μέρη, όπου ο κόσμος δεν σε ξέρει, προσφέρουν προστασία και απομάκρυνση από μια κοινωνία βλαπτική, κουτσομπόλικη, καταπιεστική, ασφυκτική. Με το τραγούδι του «Σε φίνο ακρογιάλι» ο Τσιτσάνης κάνει το δικό του κάλεσμα σε ταξίδι. Προσκαλεί τη φανταστική ή πραγματική αγαπημένη του –την αδελφή ψυχή του– σε μια υπερπόντια φυγή, σε μια χώρα μακρινή κι εξωτική (την Παραγουάη), όπου υποτίθεται πως όλα είναι ηδονή, τάξη, γαλήνη, καλλονή! […] Τα ταξίδια του Τσιτσάνη είναι φανταστικά, αλλά κατευθύνονται σε χώρες πραγματικές, υπαρκτές. «Τότε που έγραφα τα πρώτα τραγούδια μου για Αραπιές, ζούγκλες και χώρες μακρινές σαν την Παραγουάη […], ταξίδευα με τη φαντασία μου σε τόπους
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
45
και χώρες που το όνομά τους απλώς το είχε πάρει τ’ αυτί μου από μια κουβέντα ή το μάτι μου από κάποια σελίδα της μαθητικής γεωγραφίας», έλεγε ο ίδιος σε κάποια συνέντευξή του. […] Ως τώρα τα εξωτικά ταξίδια του Βασίλη Τσιτσάνη είχαν τον χαρακτήρα φαντασιώσεων, έμοιαζαν με όνειρα που έβλεπε με ανοιχτά τα μάτια. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ονειρεύτηκε και ένα με κλειστά τα μάτια επαληθεύοντας με αυτόν τον τρόπο την ιδέα ότι τα φανταστικά του ταξίδια είχαν ονειρικό χαρακτήρα και υλοποιούσαν με τρόπο συναισθηματικό και μη λογικό τις μύχιες απραγματοποίητές του επιθυμίες. Να, τι λέει ο ίδιος σχετικά: «Στην Κατοχή, μέσα στα άλλα έγραψα και τις «Αραπίνες». […] Κοιμόμουν όταν συνέλαβα τη μουσική, μια βραδιά που έβλεπα κάποιο όνειρο. Διότι εγώ πάντα όταν κοιμάμαι ονειρεύομαι και συλλαμβάνω νότες απίστευτες, μελωδίες φανταστικές. Έτσι το ‘γραψα κι αυτό, ταξιδεύοντας σε χώρους εξωτικούς, σε μέρη μαγικά, σε τόπους που η φαντασία βαδίζει ελεύθερη, με γυναίκες λάγνες και ερωτιάρες – γιατί με συγκινεί αφάνταστα η γυναίκα και γιατί έτσι φαντάστηκα αυτά τα πλάσματα που τόσο βασανίζουν αλλά και ομορφαίνουν τη ζωή μας.» Το τσιτσανικό χαρέμι, που εδώ αποτελείται από μελαχρινές ή μαύρες καλλονές, τις Αραπίνες, συμπληρώνει την ερωτική αναφορά που έλειπε από τον «Τσιτσάνη στη ζούγκλα», και ολοκληρώνει τη «Μάγισσα της Αραπιάς», με την οποία είχαν εγκαινιαστεί τα φανταστικά ταξίδια. Η έννοια του γλεντιού είναι παρούσα. […] Ο νεαρός Βασίλης Τσιτσάνης ονειρευόταν να ξεφύγει από τη συνηθισμένη ως τότε διαμονή και ζωή του, την ακινησία, τη ρουτίνα και το βάλτωμα, το ανθυγιεινό περιβάλλον, τον μεσόγειο τόπο με τους στενούς ορίζοντες, το ασφυκτικό επαρχιακό περιβάλλον με τον καταπιεσμένο ερωτισμό, και να πάει σε χώρες άγνωστες, όπου όλα είναι όμορφα κι ιδανικά, όπου υπάρχει παντοτινό καλοκαίρι, θάλασσα με κινητικότητα και απέραντους πλατιούς ορίζοντες, απέραντες προοπτικές, απελευθερωμένος ερωτισμός, ευπορία και αφθονία, γλέντι και διασκεδάσεις που φέρνουν τη λήθη, τη λησμονιά για όλη τη φτώχεια και τη μιζέρια της παιδικής κι εφηβικής του ηλικίας. Σύμβολα αυτών των επιθυμιών για απόδραση –η θάλασσα, το καλοκαίρι και βέβαια το ίδιο το εξωτικό ταξίδι. Σύμβολα της επιθυμίας για οικονομική άνεση– τα αριστοκρατικά ποτά, το τυχερό λαχείο και η ρουλέτα με το κερδοφόρο ποντάρισμα.
46
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα φανταστικά ταξίδια του Βασίλη Τσιτσάνη οφείλονταν στη λογοκρισία της δικτατορίας Μεταξά που, ανάμεσα στα άλλα, είχε απαγορέψει τα καυτά κοινωνικά και πολιτικά θέματα και, κατά συνέπεια, οι τραγουδοποιοί αναγκάζονταν να στρέφουν την προσοχή τους σε άλλα θέματα, σε τραγούδια της φυγής, προκειμένου να ανανεώσουν και εμπλουτίσουν το ρεπερτόριό τους. Όμως η θεσμοποιημένη λογοκρισία, μια και επιβλήθηκε το 1937, συνεχίστηκε και κατά τις επόμενες δεκαετίες. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τον Τσιτσάνη να δώσει τα κοινωνικά και πολιτικά τραγούδια του, που περιέχουν έντονη κριτική και απόρριψη του συστήματος, κατά τις δεκαετίες του ‘40 και του ‘50. Ο Τσιτσάνης ήξερε διάφορους τρόπους να ξεγελά και να ξεπερνά τη λογοκρισία προκειμένου να πει αυτό που ήθελε. Τα φανταστικά τραγούδια του Τσιτσάνη έχουν βαθύτερες ρίζες. Όπως είδαμε, την «Αραπιά» και την «Παραγουάη», και ίσως την πρώτη μορφή της «Ζούγκλας», τα έγραψε «εις χρόνον ανύποπτον», μερικά χρόνια πριν την είσοδό του στη δισκογραφία και πριν τη δικτατορία του Μεταξά. Κατά συνέπεια, τα τραγούδια αυτά ανταποκρίνονται στην ανάγκη του για ψυχική μετανάστευση από ένα περιβάλλον που τον έκανε να υποφέρει αφόρητα. Η τραυματική φτώχεια των εφηβικών του χρόνων (το πονεμένο του μυστικό) του άφησε τραύματα ανεπούλωτα. Μπορεί κιόλας οι πληγές να επουλώθηκαν με τις κατοπινές του επιτυχίες, αλλά οι ουλές παρέμειναν ευδιάκριτες, να πονάνε για πάντα, μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Τσιτσάνης σε όλη του τη ζωή, κι αυτό είναι γνωστό, είχε τη φοβία της φτώχειας. Όταν μπήκε στη δισκογραφία και γνώρισε καλλιτεχνικές επιτυχίες, η φτώχεια του άρχισε, βέβαια, να υποχωρεί, αλλά η θεματολογία του φανταστικού ταξιδιού παρέμεινε μέχρι το 1940. Οι «Αραπίνες», οι οποίες του ήρθανε στον ύπνο στη διάρκεια της Κατοχής, μοιάζουν σαν μια οπισθοφυλακή αυτού του φανταστικού κύκλου. […] Με τις «Αραπίνες» η διάθεσή του για ψυχική αποδημία είχε πια εκτονωθεί. Η επιτυχία τού αφαίρεσε κάθε λόγο να θέλει να αποδράσει σε χώρες εξωτικές. Τώρα οι πληγές του, που είχαν ήδη παλιώσει και επιφανειακά επουλωθεί, θα σμίγανε με τις πληγές ολόκληρου του ελληνικού λαού που ήταν ανοιχτές και αιμορραγούσες. Θα ήταν πολύ εγωιστικό τώρα να αναδιπλώνεται κανείς στον εαυτό του και να σκύβει να γλείφει παλιά ψυχικά του τραύματα. Τα καινούργια τραύματα όλων των Ελλήνων απαιτούσαν φροντίδα και επίδεση. Τώρα το τραγούδι για τον Τσιτσάνη αποκτούσε άλλους στόχους, σημαντικότερους: να τραγουδήσει την επική και τραγική αναμέτρηση δύο κόσμων στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφύλιου. Και με αυτό τον τρόπο γιατί όχι – να ανανεώσει τη θεματολογία του και να βρεθεί στην αναμφισβήτητη πρωτοπορία και πρωτοκαθεδρία.
Νέαρχος Γεωργιάδης, Το φαινόμενο Τσιτσάνης, ό.π. σ.σ. 123-137.
50
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΣΥΝΈΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ - Πώς έτυχε να καταπιαστείτε με το μπουζούκι; - Σε ηλικία 13 ετών είχα κληρονομήσει από τον μακαρίτη τον πατέρα μου (το επάγγελμά του ήταν τσαρουχάς) μία μαντόλα ιταλική (δηλαδή μεγάλο μαντολίνο), την οποία είχε μετατρέψει σε μπουζούκι μακραίνοντας το χέρι της, και έπαιζε θυμάμαι κλέφτικα τραγούδια. Αυτό το όργανο είχα και έκανα λαϊκούς αυτοσχεδιασμούς και τραγούδια. - Γνωρίζω ότι γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στα Τρίκαλα. Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι μεγαλώσατε μέσα στην παράδοση και κάτω από την επιρροή του δημοτικού τραγουδιού; - Ούτε με επηρέασε, ούτε καμιά εντύπωση μου έκανε το δημοτικό τραγούδι, και μάλλον το αντιπαθούσα τότε και ούτε σημασία το έδινα. Φαίνεται ότι μέσα μου υπήρχε ένας μεγάλος δικός μου μουσικός κόσμος και διαρκώς αυτός με απασχολούσε. […] - Τι προσπαθούσατε να εκφράσετε στα πρώτα τραγούδια; - Ό,τι ένιωθα ότι μπορούν όλοι να το νιώθουν, χαρά, πίκρες, βάσανα, έρωτα. Έγραψα για το πλατύ κοινό που λέγεται κριτής. Σε όλες τις εποχές αυτά περίπου είναι τα θέματα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει κανείς, μαζί με τα ανωτέρω και φτώχια, δυστυχία, ξενιτιά. Δεν προσπαθούσα ποτέ να γράψω για τον εαυτό μου, αυτό δεν θα μου προσέφερε τίποτα. Τα θέματά μου έπρεπε και το νόημά τους να αγκαλιάζουν τους πάντες. […] - Πολλά από τα καλύτερά σας τραγούδια γράφτηκαν στην Κατοχή. […] Φαίνεται πως έπαιξε σημαντικό ρόλο η Κατοχή στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής σας προσωπικότητας; - Η Κατοχή για μένα ήταν αστείρευτος πηγή εμπνεύσεως. Η Κατοχή ήταν η μεγάλη γέφυρα που πάτησε γερά το λαϊκό τραγούδι και πέταξε μακριά. Ήταν η εποχή που δεν υπήρχαν, είχαν καταργηθεί οι λεγόμενες διακρίσεις, και πλούσιοι και φτωχοί αγκαλιασμένοι τραγουδούσαν τα λαϊκά μου τραγούδια. Ακόμα και η «Συννεφιασμένη Κυριακή», την οποία γραμμοφώνησα το 1949, ήταν κατοχικής εμπνεύσεως. Την Κατοχή την πέρασα στη Θεσσαλονίκη. Μετά την απελευθέρωση το 1946 ήρθα στην Αθήνα. - Από τα περιστατικά της τραγικής αυτής εποχής πηγάζει η μελαγχολία που διατρέχει τα τραγούδια σας;
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
51
- Η μελαγχολία μου είναι σχεδόν μόνιμη απ’ τα παιδικά μου χρόνια, λες και θέλει να κρατάει σεγόντο στα τραγούδια μου. […] - Πολύ συχνά βρίσκουμε στα τραγούδια σας το μοτίβο της «μοίρας». Συμφωνείτε με εκείνους που χαρακτήρισαν τα τραγούδια σας ως απελπισμένα και μοιρολατρικά; - Η λέξη μοίρα απαντάται σε όλες τις μορφές του λαϊκού μας τραγουδιού π.χ. στον έρωτα: «Ποια μοίρα σε έστειλε στον δρόμο της ζωής μου» ή «η μοίρα τό θελε να χωριστούμε». Στη δυστυχία επίσης απαντάται ως εξής: «Η μοίρα με χτύπησε σκληρά», και γενικά σε κάθε μας αποτυχία που τυχόν την εκφράζουμε σε τραγούδι. Προσωπικώς ελάχιστες φορές έκανα χρήση αυτής της λέξης. Τα τραγούδια μου κατά ποσοστόν 90% τα χαρακτηρίζει η λεβεντιά, η ανακούφιση και η παλικαριά. - Βρίσκουμε επίσης πολλά εξωτικά και μαγικά στοιχεία (μάγια, μάγισσες, τσιγγάνες, γύφτισσες, Αραπίνες, φίνο ακρογιάλι της Παραγουάης, χαρέμια, σκλάβες του πασά…) Ο Μάνος Χατζηδάκις τα ερμηνεύει όλα αυτά σαν συμπτώματα μιας επιθυμίας φυγής από την άθλια πραγματικότητα. Εσείς τι λέτε; - Ο άνθρωπος όπως είναι ζώον παμφάγο, έτσι και θέλει τα τραγούδια του να έχουν κάποια ποικιλία θεμάτων, να πετάει λίγο η φαντασία κάπου μακριά, πιο έξω από τα σύνορα, σε τόπους άγνωστους, σε μάγισσες, σε γύφτισσες, σε εξωτικές νεράιδες και μέρη μαγικά. Τούτο οφείλεται στο ότι από μικρά παιδιά οι μανάδες μας μας μεγάλωσαν και μας κοίμιζαν με παιδικά παραμύθια και διαρκώς η φαντασία μας ανιχνεύει.
Αποσπάσματα από τη συνέντευξη στον Στάθη Γκώντλετ, Υφηγητή νεοελληνικών στο πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, Αντίποδες, Λογοτεχνικό και Μορφωτικό Περιοδικό του Ελληνικού Εκπολιτιστικού Συνδέσμου Μελβούρνης, στο: Τάσος Σχορέλης, Ρεμπέτικη Ανθολογία, τόμος Δ΄, Πλέθρον, Αθήνα 1987.
54
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΣΟΦΙΑΣ ΣΠΑΝΟΥΔΗ Η πρώτη μου γνωριμία με τον κοσμαγάπητο αυτόν λαϊκό μουσουργό έγινε σ’ ένα φιλικό σπίτι, όπου πήγε με πρόθυμη καλοσύνη μια βραδιά με το συγκρότημά του, για να τον ακούσουν κι εκείνοι που δεν μπορούν να πάνε στο μακρινό συγκρότημα όπου παίζει. Το άκουσμα του Τσιτσάνη στάθηκε πραγματικά για μένα μία αποκάλυψις. Και μου επιβάλλεται σήμερα να του αφιερώσω την επιφυλλίδα αυτή σαν μία «έντιμη υποχρέωση» απέναντι των όσων κατά καιρούς είχα γράψει εναντίον των ρεμπέτικων τραγουδιών, που τόσοι νοθεύουν κάθε μέρα. Τα «ρεμπέτικα» του Τσιτσάνη είναι ένα μουσικό «είδος» αξιοπρόσεχτο και μεστό από καλλιτεχνική ουσία άξια να μελετηθεί από την κάθε πλευρά της και πριν απ’ όλα για τα γενεσιουργά φυλετικά γνωρίσματα που παρουσιάζει. Τη μουσική αυτή κραδαίνουν ολοζώντανα εθνογραφικά στοιχεία, που είναι πάντα oι παντοδύναμοι παράγοντες της εθνικής τέχνης, κι επιβάλλονται με τη δημιουργική πνοή τους και με τον αυθορμητισμό του μουσικού ένστικτου στο θαυμασμό και των μυημένων μουσικών και τού πλήθους. Γι αυτό η ρεμπέτικη αυτή μουσική στην πρωτόγονη κατ’ επιφάνεια μορφή της, παρουσιάζει συχνά μία θελκτική πολυμορφία με τις πλούσιες κλίμακες και τις απειροστές υποδιαιρέσεις τους, με την ποικιλία των διατονικών τρόπων και των εσωτερικών υποδιαιρέσεων της οκτάβας. […] Ο Τσιτσάνης είναι ένας μεγαλοφυής λαϊκός συνθέτης. Θα έλεγα καλύτερα, αυτοσχεδιαστής, σαν τον περίφημο εκείνο Ουγγαρέζο Γκέζα Τσάρνακ, πού θαύμαζε τόσο ο Λιστ, κι έτρεμε μην τύχει και σπουδάσει μουσική, για να διατηρήσει παρθενική και αναλλοίωτη την ορμέμφυτη δύναμη του μουσικού του ένστικτου. Αμφιβάλλω πολύ αν ο Τσιτσάνης θα μπορούσε να γράψει τα τραγούδια του εναρμονίζοντας αυτά για τη μικρή του ορχήστρα. Δύο μπουζούκια, μια κιθάρα, μια φυσαρμόνικα κι ένα πιάνο, αυτή είναι όλη η ορχήστρα που διευθύνει παίζοντας ο ίδιος το πρώτο μπουζούκι και τραγουδώντας με αισθαντικότητα όσο και σεβασμό του στυλ πούυ έχει καθιερώσει ο ίδιος στη μουσική του. Σολίστ του τραγουδιού είναι η Μαρίκα Νίνου, μια νέα με ωραία φωνή, γεμάτη περιπάθεια, πού μένει πάντα υποταγμένη στα κελεύσματα μιας ευγενικής στα ειδώς της τέχνης, χωρίς να ξεπερνά ποτέ αυθαίρετα τα σύνορά της. Η τέχνη αυτή έχει μια σύμφυτη ευγένεια, κι ένα λαϊκό αριστοκρατισμό. Τα «ρεμπέτικα» τραγούδια τού Τσιτσάνη είναι ορθόδοξα και σεμνά, με αγνή συναισθηματική προέλευση. Χωρίς ίχνος παρεκτροπής, ούτε κακόζηλα διφορούμενα, όπως μερικά που ακούμε στο ραδιόφωνο ή σε ειδικές ταβέρνες. Στις στροφές και την επωδό τους, μουσικότατα χρωματισμένα, αποβλέπουν πριν απ’ όλα στην αγνή συναισθηματική
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
55
συγκίνηση. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» είναι ένα υποβλητικότατο ψυχικό τοπίο, που μεταγγίζει ακέραια στον ακροατή τη σκιερή του ατμόσφαιρα. […] Μα ο Τσιτσάνης δεν είναι μόνο συνθέτης τραγουδιών, ποιητής και μουσικός εξίσου. Είναι και σολίστ του μπουζουκιού, που ανυψώνει το λαϊκό αυτό όργανο σε ανώτερα μουσικά εδάφη και δικαιολογεί στην εντέλεια όλες τις βιρτουοζικές του αξιώσεις. Το θερμό του βιμπράτο δεν έχει τίποτε το τσιγγάνικο. Οι μελωδίες που εισηγείται με τόση αυτοπεποίθηση έχουν ένα ραψωδικό χαρακτήρα, που μας φέρνει αναδρομικά σε πολύκρουνες φυλετικές πηγές. Ο τολμηρός αυτός αυτοσχεδιαστής δεν ξενίζει κανένα. Και ο πιο θωρακισμένος από προκατάληψη ακροατής του αφοπλίζεται εμπρός στην εξαιρετική αυτή προσωπικότητα που δεν έχει κανένα εγωκεντρισμό, ούτε καν συναίσθηση της αξίας του, κι αιχμαλωτίζει μόνο με την απόλυτη ειλικρίνεια και τη γοητεία της μουσικής του.
*Σοφία Σπανούδη, εφημερίδα Τα Νέα, Φεβρουάριος 1951. Πηγή: http://www.tar.gr
*Η Σοφία Σπανούδη, μουσικοκριτικός, δημοσιογράφος, πιανίστρια και καθηγήτρια του Εθνικού Ωδείου, υπήρξε θετικά διακείμενη ή επιεικής μόνον στη μουσική του Τσιτσάνη όπως αποδεικνύεται στην επιφυλλίδα της, αντίθετα, κανείς άλλος πλην αυτού δεν είχε δεχτεί τόσο προνομιακή μεταχείριση – δώρο από μέρους της μέχρι τότε. Επί είκοσι σχεδόν χρόνια πριν τον επαινέσει τόσο εκδηλωτικά ζητώντας παρεμπιπτόντως συγνώμη «και από όποιον καλό εκφραστή της λαϊκής μουσικής αδίκησε ενίοτε», πολλές φορές έφτασε να εκφραστεί με μεγάλη επικριτικότητα στεκόμενη απέναντι στο λεγόμενο λαϊκό τραγούδι των δεκαετιών 1930-1940.
56
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
Η ΜΟΥΣΙΚΉ ΠΡΟΣΦΟΡΆ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ Μελετώντας το έργο [του Βασίλη Τσιτσάνη] βλέπουμε στοιχεία από το ρεμπέτικο φυσικά, αλλά και από όλα τα είδη της μουσικής […] (ανατολίτικη, βυζαντινή, δημοτική), καθώς και από την καντάδα, το ταγκό κι άλλα είδη ελαφράς μουσικής με ρίζες από τη δύση. Σαν σημαντικός συνθέτης όμως, ήξερε να συνδυάζει τα στοιχεία που δανειζόταν με δεξιοτεχνία και εξυπνάδα, δημιουργώντας ένα ύφος και ήθος αντάξιο της «μεγάλης μουσικής οικογένειας στην οποία ανήκει», για να χρησιμοποιήσω και μία έκφραση του Γιάννη Τσαρούχη. Στο ύφος του Τσιτσάνη συνυπάρχουν αρμονικά η Ανατολή και η Δύση, ακριβώς όπως σε κάθε γνήσια ελληνική ψυχή, πράγμα που εξηγεί και το γιατί η μουσική του είναι σήμερα τόσο δημοφιλής στον τόπο μας. Ο Τσιτσάνης παρόλη τη χειμαρρώδη του έμπνευση, δεν υπήρξε ούτε καινοτόμος, ούτε επαναστάτης. Η μουσική του κινείται μέσα σε παραδοσιακά πλαίσια, μόνο που τα χρώματά της είναι πιο ζωντανά, τα σχήματά της πιο πλαστικά, η θεματολογία της πιο ποικίλη και η έκφρασή της πιο δυνατή. […] Ο Τσιτσάνης πάλευε σκληρά με το υλικό του. Αντιμετώπιζε δηλαδή με δυσπιστία τις εμπνεύσεις του και ώσπου να τους δώσει οριστική μορφή τις υπέβαλε σε μια εξαντλητική επεξεργασία. Γι’ αυτό και τόσα πολλά τραγούδια του, όποιο και αν είναι το θέμα τους, σοβαρό ή ελαφρό, βγαλμένο από τη ζωή ή το όνειρο, «μας πείθουν», εννοώ ότι ακούγοντάς τα μας είναι αδύνατο να διανοηθούμε ότι θα μπορούσαν να είχαν μελοποιηθεί με διαφορετικό τρόπο. […] O Τσιτσάνης δεν πλούτισε μόνο τη λαϊκή μας παράδοση με τραγούδια ανεπανάληπτα. Με το παράδειγμά του ενέπνευσε και πολλούς άλλους συνθέτες, που είχαν διαλέξει να βαδίσουν στον δρόμο της λαϊκής μουσικής, να γράψουν κι αυτοί καταπληκτικά τραγούδια. […] Θα μπορούσε να λεχθεί δηλαδή ότι η εμφάνιση του Τσιτσάνη στο προσκήνιο του λαϊκού τραγουδιού έγινε αιτία να φιλοδοξήσουν πολλοί νέοι συνθέτες να τον συναγωνιστούν και να τον φτάσουν. Και χάρις σε αυτή την ευγενική άμιλλα το λαϊκό μας τραγούδι γνώρισε την πιο χρυσή εποχή του. Όταν ξεκίνησε την καριέρα του ο Τσιτσάνης ασφαλώς ποτέ δεν φαντάστηκε ότι κάποια μέρα θα περνούσε από το περιθώριο στο πρώτο πλάνο της μουσική μας ζωής. Αλλά κατάφερε άραγε να περάσει στην αθανασία ή μήπως θα ξεχαστεί; […] Απαντώ στο ερώτημα μ’ ένα απόφθεγμα του Κώστα Ταχτσή, που με εκφράζει απόλυτα: «Τα τραγούδια του Τσιτσάνη» γράφει «τ’ ακούω πάντα με συγκίνηση, κι όχι από απλή εξιδανίκευση του παρελθόντος». Θα είναι παρήγορο αν σκέπτονται έτσι και τα εγγόνια μας, γιατί τα παιδιά μας έχουν ήδη περιβάλλει τον Τσιτσάνη με την αγάπη τους και τον τιμούνε όπως του αξίζει. Απόσπασμα από το κείμενο του μουσικολόγου Μάρκου Δραγούμη, σε αφιέρωμα για τον Βασίλη Τσιτσάνη, περιοδικό Ντέφι, τεύχος 10, Φεβρουάριος 1986.
ΣΕΡΣΈ ΛΑ ΦΑΜ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΊΛΗ ΤΣΙΤΣΆΝΗ
00
ΥΠΕΎΘΥΝΟΙ ΠΑΡΆΣΤΑΣΗΣ ΟΔΗΓΌΣ ΣΚΗΝΉΣ Αθηνά Σαμαρτζίδου ΜΗΧΑΝΙΚΟΊ ΣΚΗΝΉΣ Κώστας Γεράσης Νίκος Βακός ΧΕΙΡΙΣΤΉΣ ΚΟΝΣΌΛΑΣ ΦΩΤΙΣΜΟΎ Μιχάλης Ζίφτης ΧΕΙΡΙΣΤΉΣ ΚΟΝΣΌΛΑΣ ΉΧΟΥ Βασίλης Καρκαβίτσας ΦΡΟΝΤΙΣΤΉΣ Δημήτρης Καρπώσης ΕΝΔΎΤΡΙΑ Έλενα Μαυρίδου ΚΑΤΑΣΚΕΥΈΣ ΣΚΗΝΙΚΏΝ & ΚΟΣΤΟΥΜΙΏΝ Εργαστήρια ΚΘΒΕ
ΥΠΕΎΘΥΝΟΙ ΧΩΡΟΥ Βασίλης Μυτηλινός Περικλής Τράιος
ΤΜΗΜΑ ΣΚΗΝΩΝ & ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ Προϊστάμενος Στέλιος Τζολόπουλος ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Προϊσταμένη Ιωάννα Καρτάση ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Προϊστάμενος Μιχάλης Χώρης ΤΜΗΜΑ ΕΚΔΟΣΕΩΝ & ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ Προϊσταμένη Ελπίδα Βιάννη ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ & ΠΕΡΙΟΔΕΙΩΝ Συντονίστρια Βούλα Γεωργιάδου
Ένας για όλους και όλοι... στο ΖΥΘΟ
... τους γνωρίζετε; Είστε «φαν»; Ε, λοιπόν αυτοί είναι «φαν» της κουζίνας, της ατμόσφαιρας και της εξυπηρέτησης του ΖΥΘΟΥ. Γενναίοι ιππότες της στρογγυλής (και της τετράγωνης) τραπέζης, υπηρετούν πιστά τον άρτο και τα θεάματα. Είναι όλοι τους ένας κι ένας... ένας για όλους και όλοι... στο ΖΥΘΟ!
Μεσογειακά Ζυθεστιατόρια
Κατούνη 5, Λαδάδικα τηλ.: 2310 540284 zithos@zithos.gr
Τσιρογιάννη 7, Λευκός Πύργος Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310 279010 w w w . z i t h o s . g r
τηλ. & fax: 2310 211 211 τηλ. & sms: 6943 211 211 delivery@zithos.gr
ΚΡΑΤΙΚΌ ΘΈΑΤΡΟ ΒΟΡΕΊΟΥ ΕΛΛΆΔΟΣ Εθνικής Αμύνης 2, 546 21, Θεσσαλονίκη T. 2315 200 000 E. info@ntng.gr www.ntng.gr
Θεατρική περίοδος 2014-2015 Αρ. δελτίου 663 (258) Επιμέλεια έκδοσης Τμήμα Εκδόσεων & Δημοσίων Σχέσεων ΚΘΒΕ
Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Σωτήρη Λυκουρόπουλο για τη συμβολή του στην υλοποίηση της παράστασης.
Με την υποστήριξη
Χορηγοί Επικοινωνίας
Βασίλης Τσιτσάνης published by Seed Point music publishing