ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ
ΤΟΥ ΜΙΧΑΉΛ ΜΠΟΥΛΓΚΆΚΟΦ
ΚΡΑΤΙΚΌ ΘΈΑΤΡΟ ΒΟΡΕΊΟΥ ΕΛΛΆΔΟΣ ΘΕΑΤΡΙΚΉ ΠΕΡΊΟΔΟΣ 2014-2015
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΌ ΣΥΜΒΟΎΛΙΟ ΠΡΌΕΔΡΟΣ Μένη Λυσαρίδου
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΌΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΉΣ Γιάννης Βούρος
ΑΝΤΙΠΡΌΕΔΡΟΣ Φίλιππος Γράψας
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ Άννα Σινιώρη
ΜΈΛΗ Δημήτρης Χαλκιάς Γιώργος Κιουρτσίδης Σπύρος Μπιμπίλας Γρηγόρης Βαλτινός Γιάννης Χρυσούλης
Το ΚΘΒΕ εποπτεύεται και επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού. Το ΚΘΒΕ είναι μέλος της Ένωσης των Θεάτρων της Ευρώπης.
ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ
ΤΟΥ ΜΙΧΑΉΛ ΜΠΟΥΛΓΚΆΚΟΦ
Ημερομηνία πρώτης παράστασης Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014 ΘΕΑΤΡΟ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΥΠΌ ΤΗΝ ΑΙΓΊΔΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΡΟΞΕΝΕΊΟΥ ΤΗΣ ΡΩΣΊΑΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ
ΤΟΥ ΜΙΧΑΉΛ ΜΠΟΥΛΓΚΆΚΟΦ Μετάφραση Ταμίλλα Κουλίεβα Σκηνοθεσία Γιάννης Λεοντάρης Δραματουργική επεξεργασία Αμαλία Κοντογιάννη Σκηνικά-κοστούμια Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα, Ράνια Υφαντίδου Ζωντανή μουσική-πρωτότυπη σύνθεση Κώστας Βόμβολος Εικαστική σύλληψη και εκτέλεση γλυπτού Σιμόνη Συμεωνίδου Φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου Σκηνική μάχη Βαγγέλης Μανιτάκης Βοηθός σκηνοθέτη Κορίνα Βασιλειάδου Β’ Βοηθός σκηνοθέτη Ειρήνη Κυριακού Βοηθός σκηνογράφων Ελίνα Ευταξία Οργάνωση παραγωγής Marleen Verschuuren
Διανομή με σειρά εμφάνισης Γιώργος Καύκας Δον Κιχώτης Παναγιώτης Παπαϊωάννου Σάντσο Πάντσα Νικόλας Μαραγκόπουλος Σανσόν Καράσκο, Γελαδάρης Αιμιλία Βάλβη Μαριτόρνες, Επιστάτρια Μομώ Βλάχου Αντωνία, Βασίλισσα Χάρης Πεχλιβανίδης Νικόλας, Παλόμεκ, Μαζορντόμ Σίμος Πατιερίδης Ερνάντες, Πέρες, Πνευματικός, Α’ Γέρος Μίλτος Σαμαράς Βασιλιάς, Μαρτίνεζ, Χοιροβοσκός Αναστασία Δαλιάκα Αλντόνσα, Γυναίκα Θάνος Φερετζέλης, Υπηρέτης του Μαρτίνεζ, Β’ Γέρος Κώστας Βόμβολος / Γιάννης Πουρνάρας (β’ διανομή) Μουσικός Μοναχοί, Υπηρέτες, Αμαξάδες, Αυλικοί: Νικόλας Μαραγκόπουλος, Σίμος Πατιερίδης, Χάρης Πεχλιβανίδης, Μίλτος Σαμαράς, Θάνος Φερετζέλης
Μεταξύ α΄ & β΄ μέρους διάλειμμα 10΄
Φωτογραφίες δοκιμών: Χρήστος Τουρλάκης
ΣΗΜΕΊΩΜΑ ΣΚΗΝΟΘΈΤΗ Μία κωμική και σκοτεινή αλληγορία. Σε απόλυτη δυσαρμονία με το κοινωνικό του πεπρωμένο, ο ρομαντικός και κωμικοτραγικός Δον Κιχώτης του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ συναντά τον κυνισμό με τον οποίο αντιμετωπίζεται διαχρονικά η έννοια της ουτοπίας: προσωπικής, ποιητικής ή πολιτικής. Διασκευή του επικού μυθιστορήματος του Θερβάντες, το έργο είναι γραμμένο στα 1938, λίγο καιρό πριν από τον θάνατο του συγγραφέα σε μία περίοδο που ο ίδιος έχει εγκαταλειφθεί από όλους, ενώ το έργο του έχει απαξιωθεί. Πίσω από κάθε φράση του Δον Κιχώτη ξεπροβάλλει η προσωπική αγωνία του Μπουλγκάκοφ μέσα στην απόλυτη απομόνωσή του από το σταλινικό καθεστώς. Ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ το είχε επισημάνει εγκαίρως στη Σονάτα των φαντασμάτων: «αν στερήσεις από έναν άνθρωπο τις ψευδαισθήσεις του είναι σαν να τον σκοτώνεις». Κατόπιν, το τέρας του ορθολογισμού και της προτεσταντικής αντίληψης για τον κόσμο οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους στα στρατόπεδα του Ολοκαυτώματος. Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν χτύπησε ξανά το καμπανάκι του κινδύνου στα τέλη του 20ού αιώνα, επαναλαμβάνοντας την ίδια φράση στο Φάνυ και Αλέξανδρος. Έκτοτε, η ποινικοποίηση του ονείρου έγινε μέρος της καθημερινότητάς μας. Ο Δον Κιχώτης του Μπουλγκάκοφ δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας: ο ολοκληρωτισμός με τη μορφή του ορθολογισμού είναι ένα οπλισμένο κτήνος που επιδιώκει τη φυσική και ηθική εξόντωση όποιου τολμήσει να λοξοδρομήσει προς το όνειρο, να βιώσει τη ζωή ως ποιητικό γεγονός. Στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, οι «ορθώς σκεπτόμενοι» του Στρίντμπεργκ δεν είναι πλέον οι κομισάριοι της KGB που στερούν από τον Μπουλγκάκοφ το οξυγόνο. Φορούν κοστούμια τραπεζιτών, γραφειοκρατών της πολιτικής και κυνικών. Η στέρηση του ονείρου μετριέται σήμερα στις στατιστικές της φτώχειας. Η βία είναι παντού, δίπλα, γύρω, μέσα μας. Ένας απόκληρος σαν τον Δον Κιχώτη θα πέθαινε στα πεζοδρόμια των μητροπόλεων της Ευρώπης του 21ου αιώνα. Στην παράστασή μας όλα φαίνονται να οδηγούν στην κωμωδία. Ωστόσο, η ήττα τιμωρείται με θάνατο. Ο διαταραγμένος και ουτοπιστής Δον Κιχώτης του Μπουλγκάκοφ δολοφονείται από τα μορφωμένα στελέχη του ρεαλισμού. Ο μαύρος γάτος δραπετεύει από το Μαιτρ και Μαργαρίτα, το αριστούργημα του Ρώσου συγγραφέα, και τους οπλίζει το χέρι. Ο θίασος των ηθοποιών παραδέρνει στα όρια του κύκλου. Πού είναι καλύτερα; Μέσα ή έξω; Η παράσταση αυτή αφιερώνεται στη μνήμη του ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη. Γιάννης Λεοντάρης
Ο ΔΟΝ ΚΙΧΏΤΗΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΉΛ ΜΠΟΥΛΓΚΆΚΟΦ: ΜΙΑ ΑΝΆΝΓΩΣΗ Κι όμως είναι ο καλύτερος ιππότης απ’ όλους, όσους συναντήσαμε στα ταξίδια μας. Αλλά είναι ιππότης χωρίς έλεος. Δεν είναι να απορεί κανείς που ο Δον Κιχώτης του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ παρέμεινε σχεδόν άγνωστος και βρήκε ελάχιστες φορές τον δρόμο προς τη σκηνή, στα ογδόντα σχεδόν χρόνια που μας χωρίζουν από τη συγγραφή του. Οι απαγορεύσεις που επέβαλαν οι πολιτικές συνθήκες στην προπολεμική Σοβιετική Ρωσία, η σχέση του με το γνωστό και αγαπημένο μυθιστόρημα του Θερβάντες, που επισκίασε την πρωτοτυπία του έργου και η συγκυρία της σχεδόν ταυτόχρονης ολοκλήρωσης του μυθιστορήματος Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα, με το οποίο έγινε ευρέως γνωστός ο συγγραφέας και εκτός των συνόρων της χώρας του, καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την τύχη, ή την ατυχία –θα έλεγε κανείς– της πορείας του κειμένου. Αντιμετωπίζοντας το έργο ως θεατρική διασκευή του γνωστού μυθιστορήματος, φαίνεται δύσκολο να δραπετεύσει η φαντασία μας από την εδώ και αιώνες καθιερωμένη μορφή της ψιλόλιγνης φιγούρας, του περίεργου και εύθραυστου καβαλάρη, που τρέχει με προτεταμένο δόρυ προς τους συμπαγείς κι ακλόνητους ανεμόμυλους. Ο αγαπημένος ήρωας των παιδικών και εφηβικών χρόνων, ως σύμβολο της ελευθερίας της φαντασίας, της δύναμης του ονείρου, της μάχης για το ανέφικτο, μοιάζει να έχει παγιωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο. Στην πορεία των αιώνων που μας χωρίζουν από το έργο του Θερβάντες, άλλωστε, ο Δον Κιχώτης αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και δημιουργίας για όλες σχεδόν τις μορφές τέχνης. Ως σύμβολο, εμπλουτίσθηκε και ερμηνεύθηκε περαιτέρω, διεισδύοντας στο πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών αλλά και στον χώρο της πολιτικής. Η οπτική του Μπουλγκάκοφ δεν αποστρέφεται τις ερμηνείες αυτές, ούτε προδίδει τον Θερβάντες. Η δημιουργική του όμως φαντασία και, κυρίως, η ανάγκη να μιλήσει για τη θέση του ανθρώπου και τη σχέση του με τον κόσμο της πραγματικότητας, αντλώντας από την προσωπική του εμπειρία ζωής, μετουσιώνει το ήδη καθιερωμένο σύμβολο και το απομακρύνει καθοριστικά από το πρωτότυπο ή τις επιγονικές αποτυπώσεις του. Ο Αλόνσο Κιχάνο του Μπουλγκάκοφ έχει απόλυτη συνείδηση του εαυτού του και των όσων συμβαίνουν γύρω του. Επιλέγει, όχι να μεταμορφωθεί –όπως κάνουν οι γύρω του για να τον συνετίσουν–, αλλά να γίνει ο Δον Κιχώτης. Όσα λέει και όσα πράττει από εκεί και πέρα αντανακλούν τον στόχο που θέτει από την πρώτη κιόλας σκηνή του έργου: Ας προχωρήσουμε μπροστά Σάντσο […] να στηρίξουμε τους αβοήθητους και τους αδύναμους, να δώσουμε μάχη για την κατεκρεουργημένη αξιοπρέπεια και να επιστρέψουμε στον κόσμο αυτό που έχει χάσει: τη Δικαιοσύνη!
8
Τα ερωτήματα, που εύλογα προκύπτουν, αφορούν αποκλειστικά το κατά πόσο ο στόχος του είναι πραγματοποιήσιμος αλλά όχι το αν είναι λογικός. Συνέπεια αυτής της καθαρότητας του στόχου αλλά και της έλλογης σχέσης του με την πραγματικότητα, μέσα στο έργο, είναι η ανάδειξη του στοιχείου της εξουσίας και του ρόλου της στην κατασκευή του κατόπτρου με το οποίο αντικρύζουν ο ίδιος αλλά και οι υπόλοιποι ήρωες τον κόσμο. Ο Μπουλγκάκοφ δεν μας αφήνει αμφιβολία: ό,τι ονομάζουμε πραγματικότητα ορίζεται και λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες μιας υπερισχύουσας οπτικής· μιας οπτικής που επιβάλλεται από όποιον κατέχει την εξουσία: την ύλη, τη φυσική δύναμη, το χρήμα, τον έλεγχο της υπερβατικής, μεταφυσικής θέασης του κόσμου και του ανθρώπου, και τέλος, τη δύναμη της γνώσης. Έτσι, επιφυλάσσει για τον ήρωά του την πιο σημαντική σύγκρουση, στο τέλος του έργου. Ο Δον Κιχώτης του θα συγκρουστεί με τον φορέα της πιο επικίνδυνης εξουσίας: της δύναμης του να επιβάλλεις ιδέες. Ο Σανσόν Καράσκο, για τον οποίο μας δίνεται η πληροφορία ότι έχει κάνει ανώτερες σπουδές στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα και τον οποίο ο Μπουλγκάκοφ –δια στόματος των ηρώων του– αποκαλεί «πτυχιούχο», «διανοούμενο» και «πρύτανη» θα επικρατήσει και θα υπαγορεύσει στον Δον Κιχώτη τους όρους της ήττας του. Η συνείδηση και παραδοχή της ήττας, αλλά και η ταυτόχρονη άρνηση, μέχρι θανάτου, να παραιτηθεί από το ιδανικό που ενέπνευσε τον αγώνα του, αναδεικνύει τον Δον Κιχώτη σε τραγικό ήρωα και μετουσιώνει το σύμβολο του ρομαντικού οραματιστή, δίνοντάς του την πραγματική, απτή υπόσταση του ανθρώπου που μάχεται για την ελευθερία: Σάντσο, Σάντσο! Το κακό που μου έκανε το ατσάλι του, δεν είναι και τόσο σημαντικό. Και την ψυχή μου δεν κατάφερε να την παραμορφώσει με τα χτυπήματά του. Φοβάμαι μόνο, μήπως μου γιάτρεψε την ψυχή μου. Και γιατρεύοντάς την, μου την πήρε, δίχως να νοιαστεί για το κενό… Μου στέρησε το πιο πολύτιμο δώρο που ανήκει στον άνθρωπο. Μου στέρησε την ελευθερία! Παντού στον κόσμο υπάρχει το κακό, Σάντσο. Αλλά χειρότερο κακό απ’ το να είσαι αιχμάλωτος, δεν υπάρχει!
Αμαλία Κοντογιάννη θεατρολόγος
9
Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ᾿ άλογό του το αχαμνό, του Θερβαντές ο ήρωας περνάει, και πίσω του, το στωικό γαϊδούρι του καβάλα ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλια ακολουθάει. Αιώνες που ξεκίνησε κι αιώνες που διαβαίνει με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια και με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι, πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια... Στο πέρασμά του απ᾿ τους πλατειούς του κόσμου δρόμους, όσοι τον συντυχαίνουν, για τρελό τον παίρνουν, τον κοιτάνε, τον δείχνει ο ένας του αλλουνού - κι ειρωνικά γελάνε Ω ποιητή! παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί οι άνθρωποι χασκαρίζουνε. Άσε τους να γελάνε: οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι οι Σάντσοι ακολουθάνε! Κώστας Ουράνης, 1920
Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί ο ίδιος να χειραφετηθεί, εκτός αν χειραφετηθούν μαζί του όλοι οι άνθρωποι γύρω του. Η ανεξαρτησία μου είναι η ανεξαρτησία όλων, γιατί δεν είμαι πραγματικά ελεύθερος, ελεύθερος όχι μόνο στη σκέψη αλλά στην πράξη, εκτός από την περίπτωση όπου η ανεξαρτησία μου και τα δικαιώματά μου να βρίσκουν την επιβεβαίωσή τους, την επικύρωσή τους, στην ανεξαρτησία και τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων. Μιχαήλ Μπακούνιν
Αίτηση Φέτος συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τότε που άρχισα τη λογοτεχνική μου δραστηριότητα στην Ε.Σ.Σ.Δ. Κατά το διάστημα αυτό, ούτε μία φορά δεν ταξίδεψα έξω από την Ε.Σ.Σ.Δ. (στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια υπάρχει ένα άρθρο για μένα στο οποίο αναληθώς αναφέρεται ότι εγώ τάχα ένα διάστημα έζησα στο Βερολίνο), έγραψα μια σειρά σατιρικών διηγημάτων, στη συνέχεια τέσσερα θεατρικά έργα, από τα οποία τα τρία δέχτηκαν αλλεπάλληλες διορθώσεις της λογοκρισίας, απαγορεύσεις και άρση των απαγορεύσεων στις σκηνές των κρατικών θεάτρων της Μόσχας, ενώ το τέταρτο «Η φυγή» απαγορεύτηκε κατά τη διαδικασία των δοκιμών στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας και δεν είδε ποτέ το φως. Μου έγινε γνωστό όμως τώρα ότι και τα υπόλοιπα τρία θα απαγορευτούν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στη σαιζόν που μόλις άρχισε κανένα από τα έργα αυτά, μεταξύ των οποίων και το αγαπημένο μου έργο «Ημέρες των Τουρμπινί», δεν πρόκειται να παρουσιαστούν στο κοινό.
Μου έγινε γνωστό όμως τώρα ότι και τα υπόλοιπα τρία θα απαγορευτούν. Θα πρέπει να σημειώσω πως από την εποχή κατά την οποία τα έργαμου είδαν το φως της δημοσιότητας και κατ’ επέκταση ανέβηκαν στη σκηνή, υπέστησαν όλα ανεξαιρέτως στον έναν ή στον άλλο βαθμό απαγορεύσεις, ενώ το σατιρικό μου διήγημα «Η καρδιά του σκύλου» εκτός των άλλων μου αφαιρέθηκε κατά τη διάρκεια έρευνας που πραγματοποίησαν τα όργανα της Κρατικής Πολιτικής Διεύθυνσης. Όσο συνέχιζα να γράφω, τόσο η κριτική έστρεφε την προσοχή της πάνω μου και έτσι ήρθα σε επαφή με ένα παράξενο και αξιοσημείωτο φαινόμενο: ποτέ και πουθενά στον Τύπο της Ε.Σ.Σ.Δ. δεν δημοσιεύτηκε μια θετική κριτική για τα έργα μου, με εξαίρεση μόνο ενός άρθρου στις αρχές της λογοτεχνικής μου δραστηριότητας που γράψατε εσείς και το Α.Μ. Γκόργκι για τη «Φυγή», το οποίο όμως χάθηκε γρήγορα δίχως να αφήσει ίχνη. Ούτε μία. Απεναντίας: στον βαθμό που το όνομά μου γινόταν γνωστό στην Ε.Σ.Σ.Δ. ο Τύπος άρχισε να μου φέρεται ολοένα και χειρότερα. Έγραψαν για μένα ότι είναι ο εισαγωγέας επιζήμιων και ψευδών ιδεών, ότι είναι ο εκπρόσωπος της μικροαστικής τάξης, τα έργα μου περιγράφτηκαν με θανατηφόρους και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, ακούστηκαν αδιαλείπτως επί σειρά ετών κλήσεις για απαγόρευση και άρση της απαγόρευσης
16
των έργων μου, ενώ πολλοί δεν δίστασαν να με υβρίσουν δημοσίως. Όλος ο Τύπος στοχεύει στο να διακοπεί η συγγραφική μου εργασία και οι προσπάθειές του έφεραν στην επέτειο των δέκα χρόνων της λογοτεχνικής μου δράσης, επιτυχή αποτελέσματα: ξεκάθαρα βάσει στοιχείων μπορώ να πω ότι δεν έχω πλέον τις δυνάμεις να παραμείνω στην Ε.Σ.Σ.Δ. ως συγγραφέας.
Έγραψαν για μένα ότι είναι ο εισαγωγέας επιζήμιων και ψευδών ιδεών, τα έργα μου περιγράφτηκαν με θανατηφόρους και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, ενώ πολλοί δεν δίστασαν να με υβρίσουν δημοσίως. Μετά την παράσταση του θεατρικού έργου «Ημέρες των Τουρμπινί» ζήτησα την άδεια να μεταναστεύσω στο εξωτερικό και η απάντηση που έλαβα ήταν αρνητική. Όταν άρχισαν τα έργα μου να βγαίνουν στο εξωτερικό από κάποια πρόσωπα και με διαδρομές που μου είναι άγνωστες και εκεί να έχουν επιτυχία, ζήτησα άδεια να ταξιδέψει η σύζυγός μου μόνη στο εξωτερικό αλλά και πάλι μου το αρνήθηκαν. Ζήτησα να μου επιστραφούν τα ημερολόγια που μου κατέσχεσαν κατά την έρευνα και πάλι μου αρνήθηκαν. Σήμερα αντιλαμβάνομαι πλήρως τη θέση στην οποία έχω περιέλθει: ούτε μια αράδα των έργων μου δεν θα δει το φως της δημοσιότητας, ούτε ένα έργο μου δεν θα ανέβει στη σκηνή, δεν μπορώ όμως να εργάζομαι σε καθεστώς πλήρους απουσίας κάθε ελπίδας, μετά την εξόντωσή μου ως συγγραφέα ακολουθεί η βιολογική μου, η οποία θα είναι οριστική και αμετάκλητη.
Μετά την εξόντωσή μου ως συγγραφέα ακολουθεί η βιολογική μου, η οποία θα είναι οριστική και αμετάκλητη. Σας παρακαλώ λοιπόν με όλη μου την πειθώ να απευθύνετε στην Κυβέρνηση της Ε.Σ.Σ.Δ. την έκκληση μου: Παρακαλώ την Κυβέρνηση της Ε.Σ.Σ.Δ. να στρέψει την προσοχή της στη δυσμενή μου κατάσταση και να μου επιτρέψει να ταξιδέψω στο εξωτερικό μαζί με τη σύζυγό μου Λιουμπόφ Γιεβγιέβνα Μπουλγκάκοβα, για χρονικό διάστημα που θα θεωρήσει αναγκαίο. Μιχαήλ Αφανάσιεβιτς Μπουλγκάκοφ, 30 Ιουλίου 1929
17
Α. Ι. Σβίντερσκι προς Α.Ι. Σμιρνόφ Προς τον γραμματέα της Κ.Ε. του Π.Κ.Κ.(Μπ.) Σύντροφο Σμινρόφ Α.Π. Είχα μια μεγάλη συζήτηση με τον Μπουλγκάκοφ. Δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου ταλαιπωρημένου και παραιτημένου. Δεν πιστεύω ότι η νευρική του κατάσταση είναι καλή. Η κατάσταση στην οποία όντως έχει περιέλθει είναι απελπιστική. Κρίνοντας, από τη γενική εντύπωση, θέλει να δουλέψει μαζί μας, αλλά δεν τον αφήνουν και δεν τον βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Υπό αυτές τις συνθήκες η ικανοποίηση του αιτήματός του θεωρείται δικαιολογημένη. Α. Σβίντερσκι, 30 Ιουλίου 1929
Α. Π. Σμιρνόφ προς Β. Μ. Μόλοτοφ Προς το Πολιτικό Γραφείο της Κ.Ε. του Π.Κ.Κ.(Μπ.) Συντρόφου Β. Μ. Μόλοτοφ Απόρρητο Αποστέλλοντάς Σας αντίγραφο της αίτησης του λογοτέχνη Μπουλγκάκοφ και την επιστολή του Σβίντερσκι, σας παρακαλώ να τα διανέμετε σε όλα τα μέλη και τα αναπληρωματικά μέλη του Πολιτικού Γραφείου. Από την πλευρά μου θεωρώ ότι αναφορικά με τον Μπουλγκάκοφ ο Τύπος δεν φέρθηκε σωστά. Αντί να τον προσελκύσουν και να τον βοηθήσουν να βελτιωθεί, το μόνο που έκαναν ήταν να τον δηλητηριάζουν, ενώ την ίδια στιγμή θα έπρεπε να προσπαθήσουμε να τον φέρουμε προς το μέρος μας όπως φαίνεται και από την επιστολή του συντρόφου Σβίντερσκι. Αναφορικά με την παράκληση του Μπουλγκάκοφ να του επιτραπεί να ταξιδέψει στο εξωτερικό, νομίζω πως πρέπει να την απορρίψουμε. Αν του επιτρέψουμε να φύγει στο εξωτερικό με αυτές τις διαθέσεις που έχει, σημαίνει ότι θα αυξήσουμε τον αριθμό των εχθρών μας. Καλύτερα να παραμένει εδώ, να δοθούν εντολές από το Τμήμα τεχνών της Κ.Ε. ώστε να γίνουν όλα τα απαραίτητα προκειμένου να έρθει με το μέρος μας. Πρόκειται για ταλαντούχο λογοτέχνη και θα πρέπει να τον αξιοποιήσουμε. Α. Π. Σμιρνόφ, 3 Αυγούστου 1929
18
Β. Ι. Κατσάλοφ, Ν. Π. Χμέλιεφ, Α.Κ. Ταράσοβα Προς τον Α.Ν. Ποσκρεμπίστσεφ 8 Φεβρουαρίου 1940 Αξιοσέβαστε Αλεξάντερ Νικολάγιεβιτς Συγχωρείστε μας που Σας ανησυχούμε με την επιστολή μας αυτή, αλλά δεν μπορούμε να μην στραφούμε σ’ Εσάς στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού το θεωρούμε χρέος μας. Το ζήτημα είναι ότι ο δραματουργός Μιχαήλ Αφανάσιεβιτς Μπουλγκάκοφ φέτος το φθινόπωρο αρρώστησε βαριά και σχεδόν τυφλώθηκε. Σήμερα η κατάστασή του χειροτέρεψε απότομα και οι γιατροί λένε ότι οι μέρες του είναι μετρημένες. Ο ίδιος υποφέρει βαριά, είναι εξαντλημένος και δεν μπορεί να δεχτεί καθόλου τροφή. Η τραγική του κατάληξη αναμένεται από μέρα σε μέρα. Η ιατρική αποδεικνύεται ανίσχυρη και οι θεράποντες ιατροί δεν το κρύβουν αυτό από την οικογένειά του. Το μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε, κατά τη γνώμη τους, να δώσει ελπίδες σωτηρίας του Μπουλγκάκοφ είναι μια ισχυρή δόσης χαράς, η οποία θα του ενέπνεε νέες δυνάμεις στη μάχη με την ασθένεια, καλύτερα θα λέγαμε, θα τον υποχρέωνε να θελήσει να συνεχίσει να ζει για να δουλέψει, να δημιουργήσει και να δει τα μελλοντικά του έργα στη σκηνή. Ο Μπουλγκάκοφ πολύ συχνά ανέφερε την αιώνια ευγνωμοσύνη του προς τον Ιωσήφ Βισσαριόνοβιτς, την ασυνήθιστη ευαισθησία που έδειξε απέναντί του, την υποστήριξή του. Συχνά με εγκάρδια ευγνωμοσύνη θυμόταν τη συζήτηση που είχε με τον Ιωσήφ Βισσαριόνοβιτς πριν από δέκα χρόνια, μια συζήτηση που του είχε δώσει τότε νέες δυνάμεις. Βλέποντάς τον τώρα να πεθαίνει, εμείς οι φίλοι του Μπουλγκάκοφ, δεν μπορούμε να μην Σας πληροφορήσουμε Αλεξάντερ Νικολάγιεβιτς σχετικά με την κατάστασή του, ελπίζοντας πως Εσείς θα το κρίνετε σκόπιμο να πληροφορήσετε με τη σειρά σας τον Ιωσήφ Βισσαριόνοβιτς. Με βαθυτάτη εκτίμηση, Οι Λαϊκοί Καλλιτέχνες της Ε.Σ.Σ.Δ. Βασίλι Κατσαλόφ, Ν. Χμέλεφ, Άλλα Ταράσοβα
Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ: από το αρχείο του Στάλιν στο Κρεμλίνο, Πηγή: http://samizdatproject.blogspot.gr/2012/05/blog-post_185.html Μετάφραση από τα ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
19
ΔΕΝ ΠΆΕΙ ΆΛΛΟ
Υπάρχουν βιβλία που γράφονται, εξαιτίας μιας ηθικής υποχρέωσης, που ωθεί τον συγγραφέα να μιλήσει. Δεν προκύπτουν ως ανάγκη να κατακτηθεί ένα ύφος ή να δοθεί λύση σε ένα αισθητικό πρόβλημα. Η τέχνη της συγγραφής τίθεται σε δεύτερη μοίρα. Τέτοια βιβλία δεν ξεχωρίζουν χάρη στην αναγνώριση της λογοτεχνικής τους αξίας, αλλά εξαιτίας της ανυπέρβλητης ηθικής ανάγκης από την οποία είναι διαποτισμένα. Ο Μπουλγκάκοφ, όπως και πολλοί άλλοι συγγραφείς, έγραψε διάφορα έργα με στόχο να ασκήσει τις δεξιότητές του σε διαφορετικά είδη, ωστόσο το Μαιτρ και η Μαργαρίτα, δεν ανήκει σε αυτά. Μας υπενθυμίζει ότι πρέπει να φτιάχνουμε ιστορίες, όταν νιώθουμε μια βαθειά ηθική ανάγκη. […] Ο Μπουλγκάκοφ ειδοποιήθηκε στις 18 Μαρτίου 1830, με επίσημη επιστολή, ότι το έργο του Η εταιρεία υποκριτών, που είχε ως θέμα τον Μολιέρο, είχε απαγορευτεί, από τη λογοκρισία. Σε κατάσταση απόγνωσης έκαψε τα χειρόγραφα δύο μυθιστορημάτων του (το ένα εκ των οποίων ήταν μια πρώτη εκδοχή του Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα). Κι ύστερα έκανε το αδιανόητο: έγραψε στον Στάλιν. Στη μακρά αυτή επιστολή, εξηγούσε τη δραματική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Ζητούσε από τις αρχές, εφόσον δεν μπορούσε να εργασθεί ως συγγραφέας, να του δώσουν άδεια να εγκαταλείψει τη χώρα ή, διαφορετικά, να του προτείνουν κάποια εργασία όπου θα μπορούσε να αξιοποιήσει τη συγγραφική του δεξιότητα, διότι δίχως δουλειά εκείνος και η γυναίκα του θα ήταν καταδικασμένοι στην εξαθλίωση. Πέρασαν τέσσερις εβδομάδες πριν έρθει η απάντηση από τη Σοβιετική κυβέρνηση. Το απόγευμα της 18ης Απριλίου, ο Μπουλγκάκοφ δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τον ίδιο τον Στάλιν. Η συνομιλία υπήρξε πολύ σύντομη. «Είναι αλήθεια ότι θέλετε να εγκαταλείψετε τη χώρα;» ρώτησε ο Στάλιν. «Σας προκαλούμε τόση αποστροφή;». Παρ’ όλα αυτά, ο Στάλιν συμφώνησε ότι θα έπρεπε να βρεθεί μια αξιοπρεπής εργασία για τον συγγραφέα. Και η πρόταση έφθασε την αμέσως επόμενη μέρα: ο Μπουλγκάκοφ έγινε δεκτός από τη διεύθυνση του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας, όπου του προτάθηκε να εργασθεί ως βοηθός σκηνοθέτη. Γιατί ο Στάλιν τηλεφώνησε στον Μπουλγκάκοφ; Επιθυμούσε, πράγματι, να τον βοηθήσει; Και αν ναι, για ποιον λόγο; Λέγεται ότι ο Στάλιν είχε δείξει ιδαίτερη προτίμηση για το έργο του Μπουλγκάκοφ Ημέρες των Τουρμπινί και μάλιστα είχε δει την παράσταση του έργου πάνω από δεκαπέντε φορές. Ωστόσο, όπως παρατηρεί η Marietta Chudakova, βιογράφος του Μπουλγκάκοφ, το τηλεφώνημα του Στάλιν θα πρέπει μάλλον να συσχετισθεί με την, επίκαιρη τότε, αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι. […] Ο Μπουλγκάκοφ δεν εκτιμούσε τον Μαγιακόφσκι ούτε ως καλλιτέχνη, ούτε για την πολιτική του στάση. Φαίνεται, όμως, πως η αυτοκτονία του τον επηρέασε σημαντικά στην απόφασή του να συνεχίσει να γράφει, παρά τις συνεχείς απαγορεύσεις. Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με την Chudakova, έβγαλε από τα συρτάρια του και άρχισε να ασχολείται με ένα χειρόγραφο που αργότερα θα ολοκληρωνόταν στο μυθιστόρημα που σήμερα γνωρίζουμε με τον τίτλο Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα. Subhash Jaireth, «Δεν πάει άλλο», Πηγή: https://overland.org.au/previous-issues/issue-213/ feature-subhash-jaireth/
21
ΣΤΑ ΒΉΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΉΛ
Ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ ακολούθησε τη μοίρα πολλών ταλαντούχων ανθρώπων που είχαν την ατυχία να ζήσουν το πρώτο μισό του 20ου αιώνα στην τότε Ε.Σ.Σ.Δ. Είδε την «εξαφάνιση» οικείων και γνωστών. Έμαθε από τις εφημερίδες της εποχής την εκτέλεση των «αντιφρονούντων» φίλων του. Βίωσε τη στενή παρακολούθηση των οργάνων της Μυστικής Αστυνομίας αλλά έτυχε και της προσοχής του Στάλιν, ο οποίος ήταν ο πρώτος αναγνώστης του μυθιστορήματός του Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα. Στις 18 Ιανουαρίου 1920 δημοσιεύεται η επιφυλλίδα «Στο καφέ» στην Εφημερίδα του Καυκάσου. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο γράφει το θεατρικό έργο Αδελφοί Τουρμπινί και από τον Οκτώβριο αρχίζει να διδάσκει στο Δραματουργικό Εργαστήριο της πόλης. Στις 28 Οκτωβρίου όμως η Επιτροπή διερεύνησης της δράσης του Τμήματος Πολιτισμού ασκεί έντονη κριτική στο Αδελφοί Τουρμπινί και ο Μπουλγκάκοφ μαζί με άλλους δύο λογοτέχνες εκδιώκεται. Το 1926 ο Μπουλγκάκοφ υπογράφει συμβόλαιο με το Εργαστήρι του Ε. Μπ. Βατχάνκοφ για την κωμωδία Το διαμέρισμα του Ζοίκιν. Στα τέλη Ιανουαρίου αρχίζουν οι πρόβες της Λευκής Φρουράς στο Θέατρο Τέχνης. Στις 12 Φεβρουαρίου συμμετέχει στη δημόσια συζήτηση του περιοδικού Λογοτεχνική Ρωσία στον Οίκο Συγγραφέων. Εκεί σύμφωνα με την αναφορά πληροφοριοδότη της ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ. «ο συγγραφέας ζήτησε να σταματήσει πια η αναπαραγωγή των «κόκκινων Τολστόι» και ότι οι μπολσεβίκοι θα πρέπει να σταματήσουν να βλέπουν κοντόφθαλμα τη λογοτεχνία και να δώσουν βήμα στις σελίδες των περιοδικών τους στη νέα λογοτεχνία και στους νέους, ζωντανούς συγγραφείς. Θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στους συγγραφείς να γράφουν για τον άνθρωπο και όχι για την πολιτική».
Θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στους συγγραφείς να γράφουν για τον άνθρωπο και όχι για την πολιτική». Στις 7 Μαΐου η ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ. πραγματοποιεί αιφνιδιαστική έρευνα στο διαμέρισμά του και κατάσχει τα χειρόγραφα και τα αντίγραφα της Καρδιάς του σκύλου, τα οποία επέστρεψε στον συγγραφέα μετά από τρία ολόκληρα χρόνια. Μαζί με τα χειρόγραφα αυτά ήταν και το ημερολόγιο του Μπουλγκάκοφ, το οποίο κατέστρεψε μόλις ξανάπιασε στα χέρια του. Ταξιδεύει στο Λένινγκραντ, συμμετέχει σε διάφορες λογοτεχνικές συζητήσεις και καλείται στην ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ. για ανάκριση, προκειμένου να δώσει εξηγήσεις. Αρχίζει η φιλία του με την Άννα Αχμάτοβα και τον Γιεβγένι Ζαμιάτιν. Αρχίζουν οι πρόβες στο Θέατρο Τέχνης για το ανέβασμα της Λευκής Φρουράς. Η καλλιτεχνική επιτροπή ζητάει να αφαιρεθεί η σκηνή με τις βιαιότητες των στρατευμάτων του Πετλιούρα, ο Μπουλγκάκοφ αρνείται και απειλεί να αποσύρει το θεατρικό του. Οι δυσκολίες ξεπερνιούνται, οι πρόβες συνεχίζονται κανονικά. Στις 22 Σεπτεμβρίου ο Μπουλγκάκοφ καλείται και πάλι στην ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ. για ανάκριση. Οι πιέσεις του καθεστώτος συνεχίζονται.
23
Δύσκολη είναι η χρονιά του 1927. Αν και ξεκινάει με την 50η παράσταση του θεατρικού Οι ημέρες των Τουρμπινί στο Θέατρο Τέχνης στην Μόσχα και την ολοκλήρωση του θεατρικού έργου Ερυθρά Νήσος, ο συγγραφέας τη χρονιά αυτή θα παλεύει συνεχώς με το νέο καθεστώς, το οποίο θέτει εμπόδια στο έργο του με αποτέλεσμα να τον υποχρεώσει να παραιτηθεί από την Ένωση θεατρικών συγγραφέων της Μόσχας διαμαρτυρόμενος για τη στάση του υπουργού Παιδείας Α. Β. Λουνατσάρσκι, ο οποίος άσκησε δριμεία κριτική στις Ημέρες των Τουρμπινί. Τον Δεκέμβριο όμως ο γαλλικός εκδοτικός οίκος «Κονκόρντ» με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα δημοσιεύει την Λευκή Φρουρά αλλά παράλληλα αρχίζει η δικαστική διαμάχη του Μπουλγκάκοφ με τον πρώην εκδότη του Ζ. Λ. Καγκάνσκι σχετικά με τα συγγραφικά του δικαιώματα. Το 1928 ο Μπουλγκάκοφ υπογράφει συμβόλαιο με το Θέατρο Τέχνης για το έργο Φυγή. Παράλληλα, αρχίζει να γράφει το άρθρο του «Ο δραματουργός και η κριτική» που στη συνέχεια τιτλοφορήθηκε «Πρεμιέρα», αλλά φοβούμενος μην τυχόν παρεξηγηθεί το καταστρέφει. Την άνοιξη υποβάλει αίτηση για την απόκτηση δίμηνης βίζας να ταξιδέψει στο εξωτερικό για να φροντίσει τις υποθέσεις που σχετίζονται με την έκδοση των έργων του και την προστασία των συγγραφικών του δικαιωμάτων, αλλά το καθεστώς την απορρίπτει. Είναι η χρονιά που ο Μπουλγκάκοφ βλέπει το ένα μετά το άλλο τα έργα του να απαγορεύονται από το καθεστώς. Προς το τέλη του χρόνου ο Μπουλγκάκοφ, όπως δήλωσε σε φίλους του στη συνέχεια, άρχισε να σκέφτεται τη βασική ιδέα του Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα.
Στέλνει επιστολές στον Στάλιν και στον τότε πρόεδρο της Ε.Σ.Σ.Δ. Καλίνιν ζητώντας την άδεια να μεταναστεύσει στο εξωτερικό. Στα αρχεία της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. που αποχαρακτηρίσθηκαν πρόσφατα, βρίσκουμε την πρώτη αναφορά άγνωστου πληροφοριοδότη για την έναρξη της συγγραφής του Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα. Στις 6 Μαρτίου η Γενική Διεύθυνση Λογοτεχνίας, με άλλα λόγια η επιτροπή λογοκρισίας του καθεστώτος, δημοσιεύει την απόφασή της για την απαγόρευση όλων των θεατρικών έργων του Μπουλγκάκοφ. Δύο μήνες αργότερα υποβάλει και πάλι αίτηση αλλά στέλνει και επιστολές στον Στάλιν και στον τότε πρόεδρο της Ε.Σ.Σ.Δ. Καλίνιν ζητώντας την άδεια να μεταναστεύσει στο εξωτερικό, αφού στην πατρίδα του πλέον δεν μπορεί να επιβιώσει επαγγελματικά και στερείται ακόμη και των στοιχειωδών μέσων για τη ζωή. Στις 3 Αυγούστου ο γραμματέας της Κ.Ε. του Κ.Κ.Σ.Ε. Σμιρνόφ ζητά από το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος να απορρίψει την αίτηση του Μπουλγκάκοφ και να «λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αναμόρφωσή του». Ο συγγραφέας γράφει στον Μαξίμ Γκόρκι και τον παρακαλεί να μεσολαβήσει για τη μετανάστευσή του. Εκείνος δεν απαντάει. Το καθεστώς εντείνει τις πιέσεις και το Θέατρο Τέχνης «σπάει» το συμβόλαιο για το θεατρικό έργο Φυγή και απαιτεί την επιστροφή της προκαταβολής. Το 1930 βρίσκει τον συγγραφέα σε απελπιστική και αδιέξοδη κατάσταση. Η οικονομική του κατάσταση χειροτερεύει και βρίσκεται σε απόγνωση. Αυτό όμως δεν πτοεί καθόλου τους διώκτες του. Στις 18 Μαρτίου λαμβάνει επιστολή από τη Γενική Διεύθυνση Λογοτεχνίας, από την οποία πληροφορείται ότι απαγορεύεται το θεατρικό του έργο Μολιέρος. Εκείνος απελπισμένος καίει τα χειρόγραφα της κωμωδίας
24
Ευλογία, ενός μυθιστορήματος για τον διάβολο αλλά και τα πρώτα κεφάλαια από το μυθιστόρημα Θέατρο. Στις 28 Μαρτίου στέλνει επιστολή στην κυβέρνηση της Ε.Σ. Σ.Δ. με την παράκληση να αποφασίσει επιτέλους για την μοίρα του και είτε να του επιτρέψει να μεταναστεύσει στη Δύση, είτε να άρει την απαγόρευση των έργων του. Συνεχίζει να συναντιέται με τη Γιλένα Σεργκέγιεβνα Σιλόφσκαγια. Στις αρχές του 1931 χωρίζει με τη Γιλένα μετά από πιέσεις που ασκεί ο δεύτερος σύζυγός της αρχιστράτηγος Ε.Α. Σιλόφσκι. Την άνοιξη υποβάλlει αίτηση να εργαστεί ως ηθοποιός στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Στις 30 Μαρτίου στέλνει για άλλη μια φορά επιστολή στον Στάλιν προκειμένου ο τελευταίος να του επιτρέψει να ταξιδέψει στη Δύση. Η επιστολή έμεινε αναπάντητη. Από τις αρχές του 1934 ξαναπιάνει το χειρόγραφο του Μαιτρ και Μαργαρίτα και συνεχίζει την εργασία του. Τον Φεβρουάριο συναντιέται με την ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα. Για άλλη μια φορά υποβάλλει, ανεπιτυχώς, αίτηση στο κόμμα να του επιτρέψει να ταξιδέψει για δύο μήνες στο εξωτερικό. Η αίτηση απορρίπτεται. Ξαναγράφει στον Στάλιν. Η επιστολή παρέμεινε αναπάντητη. Ο Στάλιν παίζει με τον συγγραφέα σαν τη γάτα με το ποντίκι. Στις 21 Νοεμβρίου ενημερώνεται ότι το καθεστώς απαγόρευσε για άλλη μια φορά το θεατρικό του έργο Φυγή. Στη συνέχεια καταπιάνεται με τη διασκευή του Δον Κιχώτη.
Ο Στάλιν παίζει με τον συγγραφέα σαν τη γάτα με το ποντίκι. Ολόκληρο το 1939 περνάει με τον συγγραφέα να ασχολείται με το ανέβασμα του θεατρικού του έργου Μπατούμ. Το διαβάζει ο ίδιος προσωπικά στα μέλη του Τμήματος Κουλτούρας της Κ.Ε. του Κ.Κ.Σ.Ε., στη Γενική Διεύθυνση Λογοτεχνίας, σε διάφορες θεατρικές ομάδες και θιάσους της πρωτεύουσας. Τελικά το καθεστώς αποφασίζει να ανέβει η παράσταση στο Εθνικό Θέατρο της Γεωργίας. Ο Μπουλγκάκοφ στο σκαλοπάτι του τρένου στην Τιφλίδα κυριολεκτικά πληροφορείται για την ακυρωση του ταξιδιού και την απαγόρευση του θεατρικού του έργου. Κατά το ταξίδι της επιστροφής έχει την πρώτη κρίση νεφρικής ανεπάρκειας. Μέχρι το τέλος του έτους η όρασή του χειροτερεύει, βλέπει μετά βίας. Εισάγεται στο νοσοκομείο και η κατάσταση της υγείας του προσωρινά βελτιώνεται. Στις 10 Οκτωβρίου γράφει τη διαθήκη του και υπογράφει πληρεξούσιο στη σύζυγό του. Στα τέλη του χρόνου κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο του Λένινγκραντ «Κρατικές Λογοτεχνικές Εκδόσεις» ο τρίτος τόμος των έργων του. Στις 13 Φεβρουαρίου 1940 κάνει τις τελευταίες και οριστικές διορθώσεις στο Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα. Λίγες ημέρες αργότερα νέα κρίση και ο Μπουλγκάκοφ αδυνατεί να περπατήσει. Φίλοι και γνωστοί σπεύδουν σπίτι του, όπου σε βάρδιες προσέχουν τον ανήμπορο συγγραφέα. Την 10η Μαρτίου και ώρα 16.39’ ο Μπουλγκάκοφ αφήνει τον μάταιο τούτο κόσμο και πηγαίνει στους ουρανούς να συναντήσει τους ομότεχνούς του. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, «Στα βήματα του Μιχαήλ», Πηγή: www.bibliotheque.gr/article/21001
25
Ο ΣΥΓΡΑΦΈΑΣ ΩΣ ΉΡΩΑΣ
Στη Ρωσία, η εξέχουσα θέση που αποδιδόταν στον «ποιητή», παρέμενε μια ισχυρή παράδοση, τόσο πριν όσο και μετά το 1917. Η παράδοση αυτή διατηρείται μέχρι τις μέρες μας στη Σοβιετική Κριτική, παρά τις προσπάθειες των «Λαϊκών Καλλιτεχνών» στη δεκαετία του ’20 να υποβαθμίσουν τη διάκριση αυτή, καθώς και των φορμαλιστών, που επιχείρησαν να εξοβελίσουν την προσωπικότητα του δημιουργού από τις θεωρητικές τους έρευνες. Αποτελεί συνεχιζόμενο παράδοξο, η ανάδειξη της μοναδικότητας και της ιδιαιτερότητας του καλλιτέχνη ως απόδοση τιμής στο πρόσωπό του, στο πλαίσιο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ο ρομαντικός καλλιτέχνης, ωστόσο, παρουσιάζεται συχνά και ως θύμα του απαίδευτου και αδαούς κοινωνικού συνόλου, που τον καταδιώκει για τον ιδεαλισμό του και τον καταδικάζει εξαιτίας ακριβώς της τέχνης του. Το «ιερό» ιδανικό του μοιάζει ακατόρθωτο στην πραγματικότητα και γι’ αυτό ακριβώς η σκιαγράφηση ενός τέτοιου ήρωα φλερτάρει συχνά με την ειρωνία και τη σάτιρα. Το ενδιαφέρον του ρομαντικού ποιητή στρέφεται σταθερά προς την «αξιοπρεπή αποτυχία» και όχι προς μια «ηρωική νίκη». Η αντιφατική αυτή σχέση μεταξύ του «ιδανικού» και της «αποτυχίας» αποτελεί βασικό αντικείμενο προβληματισμού του Μπουλγκάκοφ στη θεατρική μεταφορά του Δον Κιχώτη, κατά το 1937-38· έργο που αναλαμβάνει, έχοντας ήδη συνειδητοποιήσει ότι η καριέρα του ως συγγραφέα οδηγείται προς ένα αναπόφευκτο τέλος. Ο Peter Doyle έχει δείξει πώς προσλήφθηκε και παρουσιάστηκε ο μύθος του Δον Κιχώτη από τις διαφορετικές γενιές συγγραφέων: αρχικά ιδωμένος ως αντικείμενο σάτιρας εξαιτίας της συμπεριφοράς του Δον Κιχώτη απέναντι σε μια πλασματική εικόνα της πραγματικότητας που ο ίδιος είχε κατασκευάσει, χάρη στην εντρύφησή του στα ιπποτικά μυθιστορήματα, στη συνέχεια αντιμετωπίζεται, κατά τον 19ο αιώνα ως η τραγωδία της πτώσης του ιδεαλισμού. H σύγχρονη οπτική στέκεται με αμφιθυμία απέναντι στον μύθο του Δον Κιχώτη, αναγνωρίζοντας ότι ανασύρει ερωτήματα και επιτείνει την αβεβαιότητα γύρω από τις έννοιες της αλήθειας και της ηθικής. Η Ρωσική παράδοση, όπως είναι ίσως αναμενόμενο, τάσσεται με τη δεύτερη αυτή οπτική, και ο Μπουλγκάκοφ δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο ηθοποιός Cherkasov, του οποίου η καριέρα βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην ερμηνεία του Δον Κιχώτη σε μια σειρά διαφορετικών θεατρικών μεταφορών του έργου, έγραφε στα απομνημονεύματά του ότι από όλες τις εκδοχές του ρόλου τις οποίες είχε υποδυθεί, ο Δον Κιχώτης του Μπουλγκάκοφ ήταν ο πιο τραγικός. Κι αυτό, γιατί παρ’ όλο που μεταφέρει αρκετές από τις περιπέτειες του ήρωα του Θερβάντες, η πραγματική δύναμη του έργου του Μπουλγκάκοφ αναδεικνύεται στον λυρισμό της πρώτης και της τελευταίας σκηνής, που χτίζονται στο περιθώριο του μύθου και εμφορούνται από μια βαθειά και μελαγχολική απαισιοδοξία. Σε μια κομβική, μάλιστα για το έργο, στιγμή, ο Δον Κιχώτης μοιάζει να φέρει ταυτόχρονα τις δύο ιδιότητες: του ποιητή και του ιππότη, καθώς
28
επιπλήττει τον Σάντσο για την αναίδειά του να ταυτίζει την ιδεατή Δουλτσινέα του με την «από σάρκα και οστά» χωρική, Αλντόντσα: Ποιητής και ιππότης υμνεί και αγαπά, όχι εκείνη που φέρει σάρκα και αίμα, αλλά εκείνη που δινει σάρκα και αίμα στην φαντασία του. Την αγάπησα μέσα από κάθε μου όνειρο… Αγαπώ, Σάντσο, το ιδανικό μου… Η οδυνηρή αίσθηση της στιγμής δημιουργείται καθώς από τα λόγια του φαίνεται να καταλαβαίνει ότι αυτό που κυνηγά δεν είναι παρά μια χίμαιρα. Ωστόσο, τόσο στον Θερβάντες όσο και στη διασκευή του Μπουλγκάκοφ, ο Δον Κιχώτης κερδίζει τον σεβασμό, ακριβώς επειδή μένει πιστός στο όνειρό του. Άλλωστε, και σε άλλα έργα του Μπουλγκάκοφ, οι καλλιτέχνες εμφανίζονται να κερδίζουν την αναγνώριση, χάρη στην πίστη τους στις ιδέες τους. Όταν στο τέλος του έργου, ο Δον Κιχώτης παραδέχεται, μπροστά σε όλους, ότι η φαντασία είχε αιχμαλωτίσει το μυαλό του, δεν πρόκειται για μια στιγμή θριάμβου κατά την οποία ο τρελός θεραπεύεται και επανέρχεται επιτέλους στη λογική· είναι η τραγική διαπίστωση της άκαμπτης φύσης της πραγματικότητας, καθώς ο οραματιστής βυθίζεται στον θάνατο.
Julie Curis, «Ένας ρομαντικός του εικοστού αιώνα», στο Julie Curis, Bulgakov’s last decade: the writer as hero, Cambridge University Press, 1987, σ. 196-97.
29
ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ 1941 Κατά τη διάρκεια πριν από τον πόλεμο αρκετές παραστάσεις ανέβηκαν στο θέατρο. Μεταξύ τους ο Δον Κιχώτης του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (βασιμένος στο μυθιστόρημα του Μ. Θερβάντες. Ο Μπουλγκάκοφ αντιμετώπισε δυσκολίες κατά τη συγγραφή του Δον Κιχώτη. Το συνέγραψε υπό την πίεση του θεάτρου και πέθανε έναν χρόνο πριν από την πρεμιέρα. Η παράσταση παρουσιάστηκε σε σκηνοθεσία I. Rapoport, μουσική του T. Khrennikov και ποιήματα του P. Antokolsky. Σημείωμα από την ιστοσελίδα του θεάτρου Βαχτάγκοφ, Πηγή: www.vakhtangov.ru/en/shows/donkihot
ΜΙΧΑΉΛ ΜΠΟΥΛΓΆΚΟΦ 1891-1940 Ο Μιχαήλ Μπουλγάκοφ γεννήθηκε στο Κίεβο, το 1891. Σπούδασε ιατρική και πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο του Κιέβου στα 1916. Εγκατέλειψε, ωστόσο, την επαγγελματική του ενασχόληση με την ιατρική το 1920, με στόχο να γίνει μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Το 1925 ολοκλήρωσε τη συγγραφή της σατιρικής νουβέλας Η καρδιά του σκύλου, που παρέμεινε ανέκδοτη στη Σοβιετική Ένωση έως το 1987. Γνωστός έγινε με το μυθιστόρημα Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα, το οποίο χαρακτηρίστηκε, σε βιβλιοκριτική, στην εφημερίδα New York Times, ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του 20ου αιώνα.
ΜΠΟΥΛΓΚΆΚΟΦ ΚΑΙ ΘΕΡΒΆΝΤΕΣ
Ιδιαίτερα σημαντικές και ενδιαφέρουσες είναι οι διαφοροποιήσεις του Μπουλγκάκοφ, σε σχέση με το πρωτότυπο του Θερβάντες, στο περιεχόμενο των λόγων του Δον Κιχώτη καθώς και στη δομή της τελευταίας πράξης (σκηνές 8 και 9) του έργου, όπου ο Δον Κιχώτης ηττάται από τον Σανσόν Καράσκο, μεταμφιεσμένο σε ιππότη του Λευκού Φεγγαριού, και υποχρεώνεται να επιστρέψει στο σπίτι του, όπου και πεθαίνει. Στόχος των διαφοροποιήσεων αυτών είναι να αναδειχθεί η ευγένεια του σκοπού του Δον Κιχώτη, η αίσθηση καθήκοντος που τον διακρίνει, να δοθεί έμφαση στο στοιχείο του κακού μέσα στον κόσμο που τον περιβάλλει και να αποκτήσει τραγικό μέγεθος η πτώση του. Στην πρώτη σκηνή της Α΄ πράξης, όταν ξεκινά την περιπλάνισή του με τον Σάντσο, ο Δον Κιχώτης βγάζει έναν μακρύ λόγο, στον οποίο διαβεβαιώνει ότι: … είναι γεννημένος για να φέρει αυτόν τον δύστυχο αιώνα, στη χρυσή του διάσταση και εποχή. Δεν θα αποφύγω ούτε τους κινδύνους ούτε τις κακουχίες… Ας προχωρήσουμε μπροστά Σάντσο να πετάξουμε στον κόσμο, να στηρίξουμε τους αβοήθητους και τους αδύναμους, να δώσουμε μάχη για την κατακρεουργημένη αξιοπρέπεια, την ύπαρξή μας, και να επιστρέψουμε στον κόσμο αυτό που έχει χάσει για πάντα: τη Δικαιοσύνη! Στον Θερβάντες, ο Δον Κιχώτης ξεκινά το ταξίδι του με την ελπίδα να κερδίσει αιώνια φήμη και δόξα. Ο Μπουλγκάκοφ, αντιθέτως, μας πείθει ότι ο Δον Κιχώτης του συνειδητά επιλέγει να παρακάμψει την άχαρη πραγματικότητα (δηλαδή δεν πρόκειται για έναν τρελό αλλά για έναν ιδεολόγο). Έτσι, όταν ο Σάντσο επιμένει να μιλά για τη χωριάτισσα Αλντόνσα Λορέντσο με ειρωνικό και σχεδόν χυδαίο τρόπο, ο Δον Κιχώτης παραλληλίζει τη δύναμη της φαντασίας του με την έμπνευση του καλλιτέχνη: Μπορεί στα μάτια σου η Δουλτσινέα να είναι χωριάτισσα. Σημασία έχει, πως για μένα είναι η πιο αθώα, αγαθή, έξοχη και λαμπερή από όλες τις πριγκίπισσες! Σάντσο, την αγαπώ! Και αυτό αρκεί για να σκιάσει ακόμη και τη θέα Αφροδίτη! Την αγαπώ, και αυτό σημαίνει, πως για τα δικά μου μάτια είναι λευκή σαν το χιόνι. Το μέτωπό της είναι σαν τις πεδιάδες του Γιελισιέι. Τα φρυδια της… Ουράνια τόξα. Άμυαλε ιπποκόμε… Ποιητής και ιππότης υμνεί και αγαπά, όχι εκείνη που φέρει σάρκα και αίμα, αλλά εκείνη που δινει σάρκα και αίμα στη φαντασία του. Την αγάπησα μέσα από κάθε μου όνειρο… Αγαπώ, Σάντσο, το ιδανικό μου… Μετά την ήττα του από τον Σανσόν Καράσκο, ο Δον Κιχώτης ομολογεί ότι γνώριζε από την αρχή ότι ήταν αυτός που κρυβόταν πίσω από την πανοπλία του ιππότη του Λευκού Φεγγαριού. Και στην Τρίτη πράξη, σκηνή 6, μια σκηνή που βρίσκουμε και στον Θερβάντες, ο Δον Κιχώτης υπερασπίζεται τον εαυτό του απέναντι στον ιερέα του βασιλιά, μ’ αυτά τα λόγια, που είναι χωρίς αμφιβολία λόγια του ίδιου του Μπουλγκάκοφ: … ποιον εκδικήθηκα μπαίνονας στη μάχη με τους γίγαντες, για τους οποίους οργίζεστε τόσο πολύ; Υποστήριζα τους αδύναμους, τους αγανακτισμένους, όσους αδικήθηκαν απ’ τους φαινομενικά δυνατούς. Όπου κι αν αντίκριζα το κακό, ήμουν έτοιμος να πέσω σε
32
θανατηφόρα μάχη, έτοιμος ν’ αφανίσω τέρατα – των εγκλημάτων γεννήματα. Μα καλά, δεν τους βλέπετε πουθενά; Δεν βλέπετε καλά, άγιε πάτερ! Η ήττα και ο θάνατος του ιππότη του Μπουλγκάκοφ δεν έχουν κανένα κοινό σημείο με τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες, ο οποίος ηττάται από τον Καράσκο, υπόσχεται να γυρίσει στο χωριό του για έναν χρόνο, εκεί αρρωσταίνει και λίγο πριν πεθάνει ξαναβρίσκει τα λογικά του και αποκηρύσσει τα ιπποτικά μυθιστορήματα. Ο Μπουλγκάκοφ διασκευάζει το υλικό αυτό και αναπτύσσει το τέλος του δικού του έργου, με πολύ διαφορετικό τρόπο. Πριν ακόμη βρεθεί αντιμέτωπος με τον Καράσκο, ο Δον Κιχώτης του Μπουλγκάκοφ έχει ήδη το προαίσθημα της έλευσης του θανάτου. Και όταν, αργότερα, κείτεται ηττημένος λέει: Αλλά παρ’ όλα αυτά δεν θα πω αυτά τα λόγια που θέλετε να μου βάλετε στο στόμα. Ομορφότερη απ’ αυτήν δεν υπάρχει! Η ματιά του ιππότη του Λευκού Φεγγαριού τού προξενεί τρόμο, το σκληρό και κρύο βλέμμα του· ωστόσο, σε αντίθεση με τον Θερβάντες, ο Μπουλγκάκοφ συνεχίζει: … ξαφνικά μου φάνηκε πως η Δουλτσινέα όντως δεν υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο! Ναι, δεν υπάρχει! Αισθάνομαι τον κρύο ιδρώτα στο μέτωπό μου, με αυτή τη σκέψη! Δεν υπάρχει! Αλλά παρ’ όλα αυτά δεν θα πω αυτά τα λόγια που θέλετε να μου βάλετε στο στόμα. Ομορφότερη απ’ αυτή δεν υπάρχει! Παρότι, τώρα, ομολογεί ότι το ιδανικό του δεν υπάρχει, αρνείται να υποταχθεί και να παραδεχθεί ότι η υπαρκτή, από σάρκα, αγαπημένη του Καράσκο είναι πιο όμορφη από τη δική του – προτιμά να πεθάνει. Σ’ αυτή την ξαφνική απώλεια της πίστης στην ύπαρξη του ιδανικού και στην επιμονή του ότι παρ’ όλα αυτά, το δικό του ανύπαρκτο ιδανικό είναι πιο όμορφο από το υπαρκτό και υλικό, οφείλεται ο θάνατός του και η παραίτησή του από την ιπποτική του αποστολή, για πάντα. […] Στον απελπισμένο Σάντσο εξηγεί: Το κακό που μου έκανε το ατσάλι του, δεν είναι και τόσο σημαντικό. Και την ψυχή μου δεν κατάφερε να την παραμορφώσει με τα χτυπήματά του. Φοβάμαι μόνο, μήπως μου γιάτρεψε την ψυχή μου. Και γιατρεύοντάς την, μου την πήρε, δίχως να νοιαστεί για το κενό… Μου στέρησε το πιο πολύτιμο δώρο, που ανήκει στον άνθρωπο. Μου στέρησε την ελευθερία! Αποστερημένος από τη φυσική του ελευθερία (καθώς είναι αναγκασμένος να επιστρέψει και να παραμείνει στο χωριό του), αλλά και από την πνευματική (καθώς δεν μπορεί πια να πιστέψει στα ιδανικά που έπλασε η φαντασία του), ο Δον Κιχώτης νιώθει αλυσοδεμένος στη γη, που σε λίγο θα τον καταπιεί. […] Παρά τα κωμικά και φαρσικά στοιχεία του, ο Δον Κιχώτης του Μπουλγκάκοφ είναι, τελικά, ένα έργο θλίψης και απαισιοδοξίας. Ο ρομαντικός, ευγενής Δον Κιχώτης του γίνεται βορά της γης και του κακού που τον περιβάλλει· του ίδιου αυτού κακού που ξεκίνησε να πολεμήσει και να νικήσει. Peter Doyle, Bulgakov and Cervantes, The modern Language review, τ. 78 (1983), σ. 870-72.
33
Για τον Μπουλγκάκοφ η μορφή του Δον Κιχώτη αποτελούσε ένα δυναμικό και πολυσήμαντο σύμβολο, που εμπεριέκλειε τις αξίες και τα ιδανικά που έφερε ο ίδιος ως άνθρωπος αλλά και ως καλλιτέχνης. Ένα από τα τελευταία του εγχειρήματα αποτέλεσε, άλλωστε, η θεατρική μεταφορά του Δον Κιχώτη του Θερβάντες στη σκηνή, ενώ το όνομα του ήρωα ήταν από τα τελευταία του λόγια, λίγο πριν πεθάνει. Στόχος αυτής της αναφοράς, είναι να προϊδεάσω τον αναγνώστη για τη «ρομαντική» πτυχή της φυσιογνωμίας του καλλιτέχνη, για την οποία κάνει λόγο ο Barrat (Ανάμεσα σε δύο κόσμους, σ. 246-51) και η οποία εμπεριέχει την οπτική ενός εμπνευσμένου επαναστάτη ρομαντικού που ξεκινά να ξαναφτιάξει τον κόσμο ή ενός «ιερού σκεύους» από το οποίο εκρέει μια βαθειά γνώση και διαίσθηση. Η καλύτερη πραγμάτευση, ωστόσο, της εμμονής του Μπουλγκάκοφ για την «αξιοπρεπή αποτυχία» και την ενσάρκωση του ρομαντικού ιδεώδους στην τέχνη του, εμπεριέχεται στο 5ο κεφάλαιο του συγγράμματος της Curtis: Η τελευταία δεκαετία: ο συγγραφέας ως ήρωας. The Master and Margarita, a critical companion, επιμέλεια: Lawra D. Weeks, Northwestern University Press, 1996, σ. 64, σημείωση 101.
ΤΑ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΆ ΚΕΊΜΕΝΑ ΤΟΥ ΜΠΟΥΛΓΚΆΚΟΦ ΚΑΙ ΤΟ ΤΊΜΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΥΓΉΣ Ανάμεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό εχθρό ανοίγεται μια απόσταση που η έξοδός της στη γραφή μπορεί να φτάσει από τη δημοσίευση μέχρι την απαγόρευση της δημοσίευσης μιας αυτοβιογραφίας. Εχθρός και απαγόρευση δεν είναι απαραίτητα σήμερα θεσμικά σχήματα· σε εποχές όμως που ορισμένα άτομα ήταν η προσωποποίηση του ελέγχου και της καταστολής, η δημοσίευση, και μάλιστα η δημοσίευση μιας αυτοβιογραφίας, είχε μόνο να κάνει με τον βαθμό συμμόρφωσής της με την Υψηλή Πύλη. Αυτή δεν αναγνώριζε στο άτομο καμιά εσωτερικότητα· όποιος κρατούσε ημερολόγιο ήταν αυτόματα ύποπτος, έως και ταξικός εχθρός. ‘Ολα αυτά κάνουν ώστε η «αυτοβιογραφία» του Μπουλγκάκοφ να μην είναι μία: προτείνει μόνο τη βιογραφία του έργου ως βιογραφία του συγγραφέα. Χωρίς να βρισκόμαστε μακριά από αυτό που υπήρξε η πραγματική του ζωή, μαθαίνουμε ελάχιστα γι’ αυτήν. Καμιά αναφορά στην παιδική ηλικία ή τους γονείς, την ερωτική ή την κοινωνική ζωή· το σώμα μοιάζει να εκλείπει πίσω από το σώμα του έργου. Μένουν μόνο οι βιοτικές ανάγκες, η γραφή ως επιλογή και βιοπορισμός (από τη στιγμή που εγκαταλείπει οριστικά την ιατρική σε ηλικία τριάντα χρονών), η μάχη του με τη στέρηση και την πείνα όταν τα κείμενά του συναντούν την άρνηση, τα έργα του παύουν να δημοσιεύονται ή να παίζονται στο θέατρο, κάτι που φέρνει πολύ κοντά τα αυτοβιογραφικά γραπτά του Μπουλγκάκοφ σε κείμενα όπως η αυτοβιογραφία του Πολ Όστερ με τον εύγλωττο τίτλο From hand to mouth [Από το χέρι στο στόμα]. […] Τα πολλαπλά είδωλα στα οποία ο συγγραφέας θέλησε να δει το πρόσωπό του και οι φανταστικοί βίοι που προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τον ανέφικτο πραγματικό, ο τρόπος που τελικά βίωσε την πραγματικότητα ως επιβεβαίωση της μυθοπλασίας, παγιδευμένος καθώς ήταν ανάμεσα στην αδυναμία συμβιβασμού από τη μια και την αδύνατη φυγή από την άλλη (η φυγή από τη χώρα δεν ισοδυναμούσε αναγκαστικά με θάνατο) συνδέονται με τη μάχη του με το πατρικό μορφοείδωλο που, βοηθούσης και της ιστορικής συγκυρίας, προσωποποίησε ο Στάλιν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η «αυτοβιογραφία» του Μπουλγκάκοφ δεν είναι παρά μια εργογραφία γραμμένη από τον ίδιο, αναλώνεται στη διαπλοκή φαντασιακού και πραγματικού λογοτεχνικού πεδίου, στις σχέσεις του με την ποιητική οικογένεια, τη στιγμή που λείπουν σημαίνοντα στοιχεία για την πραγματική, όπως το ότι ο πατέρας του ήταν μέλος της Επιτροπής Λογοκρισίας του Κιέβου. Η ιστορική συγκυρία συμπληρώνεται έτσι από την προσωπική, όπως ακριβώς βαθιές ψυχικές δομές ανακλώνται σε κοινωνικά μορφώματα οδηγώντας σε μια πραγματική διαλεκτική υποσυνείδητου και ιστορίας. Σοφία Ιακωβίδου, «Τα αυτοβιογραφικά κείμενα του Μπουλγκάκοφ και το τίμημα της αποφυγής», αναδημοσίευση από το πρόγραμμα της παράστασης του ΚΘΒΕ Φυγή του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, θεατρική περίοδος 2001-2002.
37
Πνευματικός:
Πώς μπορέσατε να βάλετε στο μυαλό σας την ιδέα πως είστε περιπλανώμενος ιππότης, που νικάει γίγαντες και τους αιχμαλωτίζει; Σταματήστε να τριγυρνάτε στον κόσμο πολεμώντας τον αέρα και να γελοιοποιείστε στα μάτια των καλών ανθρώπων! Αφήστε την τρέλα σας και επιστρέψτε στο σπίτι σας, μεγαλώστε τα παιδιά σας, αν υπάρχουν, φροντίστε το νοικοκυριό σας!
Δον Κιχώτης: Πείτε μου για ποια τρέλα από όλες με κατακρίνετε περισσότερο διατάζοντάς με να μεγαλώνω παιδιά που δεν είχα ποτέ; Θεωρείτε πως ο άνθρωπος που ταξιδεύει αναζητώντας την περιπέτεια και όχι τη διασκέδαση, είναι τρελός; Ο κάθε άνθρωπος, «κύριε», επιλέγει το δικό του μονοπάτι.
Μόλις το 1 τοις εκατό του πληθυσμού δεν έχει παιδιά… αλλά τουλάχιστον το 50 τοις εκατό των μυθιστορηματικών προσώπων εγκαταλείπουν το μυθιστόρημα χωρίς να έχουν αναπαραχθεί. Ο Δον Κιχώτης πεθαίνει και το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται. Αυτή η ολοκλήρωση είναι απόλυτα οριστική μόνο και μόνο επειδή δεν έχει παιδιά. Με τα παιδιά η ζωή του θα παρατεινόταν, θα την μιμούνταν, θα την αμφισβητούσαν, θα την προάσπιζαν ή θα την πρόδιναν. Ο θάνατος ενός πατέρα αφήνει την πόρτα ανοιχτή. Αυτό εξάλλου ακούμε από μικροί: η ζωή σου θα συνεχιστεί μέσα από τα παιδιά σου... τα παιδιά σου θά ’ναι η αθανασία σου. Αν όμως η ιστορία μου μπορεί να συνεχιστεί πέρα από τη δική μου ζωή, σημαίνει πως η δική μου ζωή δεν είναι ανεξάρτητη οντότητα. Σημαίνει πως είναι ανολοκλήρωτη. Σημαίνει πως υπάρχει κάτι απολύτως συγκεκριμένο και γήινο, μέσα στο οποίο διαλύεται και χάνεται το άτομο. Συναινεί να διαλυθεί. Συναινεί να λησμονηθεί: οικογένεια – απόγονοι – σόι – έθνος. Σημαίνει ότι το άτομο, σαν θεμέλιο των πάντων είναι μια ψευδαίσθηση, ένα στοίχημα, το όνειρο μερικών ευρωπαϊκών αιώνων. Μίλαν Κούντερα, Η Συνάντηση
ΟΥΤΟΠΙΕΣ: ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ Φιλοσοφικά και πολιτικά συστήματα που έχουν συλληφθεί με μυθο-πλαστικούς όρους. Αν και η πλατωνική «Πολιτεία» θεωρείται η πρώτη ουτοπία, ο Διογένης ο Λαέρτιος μας πληροφορεί ότι υπάρχει το προηγούμενο της «Πολιτείας» του Αντισθένη, ιδρυτή της σχολής των Κυνικών. (Το έργο αυτό δεν διασώθηκε). Εχει γραφτεί για τις ουτοπίες ότι είναι «κρατικά μυθιστορήματα», εννοώντας τους νέους όρους συλλογικότητας και το σύστημα κοινωνικής οργάνωσης που προτείνουν. Ωστόσο, ο κατεξοχήν πυρήνας του ουτοπικού μοντέλου είναι η ίδια η ποίηση, ως μορφοποιητική ικανότητα και ως ακραία αναπαράσταση στη σκηνή της γλώσσας. Η Ουτοπία, σαν εξιδανικευμένη εικονοποιία της ανθρώπινης εφευρετικότητας, δεν απειλείται από την αυταρέσκεια του ιδιωτικού, του προσωπικού, του περιορισμένου ονείρου – είναι το φως που χαρίζεται στην κοινότητα αλλά και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η ίδρυση ενός τέτοιου τόπου α-τοπου (ο οποίος με φιλοσοφικούς όρους σκιαγραφεί το «μη - Είναι - ακόμη»), τροφοδοτείται από την καρδιά ενός μαγικού κέντρου που δεν ενδιαφέρεται για την εκπλήρωση και την αποπεράτωση, αλλά κομίζει απλώς το κάλλος μιας αποκάλυψης, τη λάμψη και τη φωτεινή ενέργεια ενός σατόρι. Η «Πολιτεία» του Πλάτωνα, η «Μεροπίς Γη» του Θεόπομπου, η «Νέα Ιερουσαλήμ» του Αυγουστίνου, η «Πολιτεία του Ήλιου» του Καμπανέλα, η «Andromeda Nebula» του Εφρέμοβ, ως ουτοπικές παραστάσεις της ανθρώπινης συνείδησης, είναι «η εικόνα τού “τι πρέπει να υπάρχει”», όπως θα έλεγε ο Μάρτιν Μπούμπερ. Τα κείμενα που φιλοξενούνται στον παρόντα τόμο ανήκουν σε Άγγλους συγγραφείς. Αν και έχουν καθαρά φιλοσοφική βάση και πολιτική σκέψη (αναφέρονται σε ηθικά συστήματα), γράφτηκαν με όρους μυθοπλασίας και τηρούν τους σχετικούς αφηγηματικούς κανόνες. Τρία νησιά –ουτοπικοί χώροι– και οι αντίστοιχες κοινωνίες τους είναι το ερέθισμα για να παρουσιαστούν είδη κοινωνικότητας και νέες οπτικές των δομών, των αξιών, των σχέσεων, των επιδιώξεων. Ωστόσο, οι αφηγητές δεν επιδιώκουν να οδηγήσουν τη φαντασία μας στο μη πραγματικό· μάλλον «θέτουν μια πραγματικότητα μέσα στο πραγματικό». Το πρώτο κείμενο, με το όνομα «Ουτοπία», γράφτηκε από τον ίδιο τον εμπνευστή του όρου. Ο Thomas More (1487- 1535) ουμανιστής, πολιτικός και νομικός, ήταν βαθιά θρησκευόμενος, μελετητής της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας. Έγραψε έργα κυρίως θεολογικού περιεχομένου. Η «Ουτοπία» του μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και βρήκε μεγάλη απήχηση στους κύκλους των ουμανιστών. Χρημάτισε σύμβουλος στην αυλή του Ερρίκου του Η΄, από τον οποίο τελικά φυλακίστηκε και καρατομήθηκε λόγω της αντίδρασής του στη βασιλική απολυταρχία. (Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο).
41
Διαβάζοντας το κείμενο του Mοre για το ιδανικό νησί, το πρώτο που μου έρχεται στον νου είναι ότι εδώ πρόκειται για μια αλληγορία, η οποία, έμμεσα, ασκεί κριτική στο σύστημα της εποχής του, θέτοντας την Ουτοπία ως πρόταση ολοκληρωτικής αναδόμησης του υπάρχοντος – της σκέψης του πολιτεύματος, της κοινωνικής ζωής, των αξιών, των σχέσεων, των παραδεδεγμένων δομών. Η επίδραση της «Πολιτείας» του Πλάτωνα είναι φανερή στην ανάπτυξη των επιμέρους ιδεών της «Ουτοπίας». Η ηθική του More αρχίζει να λάμπει, καθώς μετά τις πρώτες πληροφορίες για την κατάσταση του νησιού, προχωράει στην εσωτερική ρύθμιση των θεσμών που διέπουν την καρδιά του συστήματος. Οι σχέσεις της αδελφότητας προβάλλουν ως σταθερό πλαίσιο, πάνω στο οποίο διακινείται η όλη σύλληψη – το πνεύμα της κοινότητας, της ισοτιμίας, της ανεξιθρησκείας, της δικαιοσύνης, της μερικής απελευθέρωσης από την εργασία. (Πολλοί μελετητές έχουν επισημάνει ότι το κομμουνιστικό μοντέλο του Μαρξ μοιάζει με το ιδανικό σύστημα του Mοre). Στην Ουτοπία αυτή, η λογοκρατία συγκροτείται ως αντίθεση στην «παράλογη» πολιτική του χριστιανικού κόσμου της εποχής, όμως ο ίδιος ο χριστιανισμός παραμένει στη θέση του σαν σταθερό ηθικό υπόβαθρο. Η ιδέα του θείου (εσωτερική εποπτεία και διαμεσολάβηση για την τελείωση του ανθρώπου) μοιάζει να συμπληρώνει και να ολοκληρώνει το εξωτερικό θεσμικό πλαίσιο της κοινωνικής διάρθρωσης, συναποτελώντας με αυτό ένα ολοκληρωμένο μοντέλο «αγαθής» διαβίωσης. Το δεύτερο κείμενο του τόμου είναι η ημιτελής «Νέα Ατλαντίδα», η οποία περιλαμβάνεται στο έργο του Francis Bacon, ‘‘Sylva Sylvarum’’. Ο Francis Bacon (15611626), νομικός, πολιτικός και φιλόσοφος, είχε πλούσια συγγραφική δραστηριότητα σε όλα τα είδη του λόγου και πολύ πρωτοποριακές ιδέες. (Ως φιλόσοφος, άσκησε τη σημαντικότερη κριτική της εποχής του απέναντι στην τυπική λογική του Αριστοτέλη). Στα βιβλία «Για το κύρος και την ανάπτυξη των επιστημών» και «Νέο Όργανο» εκφράζει τους καινούριους προσανατολισμούς της επιστήμης, η οποία από την Αναγέννηση και μετά στρέφεται προς τη μελέτη της φύσης ακολουθώντας την εμπειρική μέθοδο. Η «Νέα Ατλαντίδα» επινοήθηκε για να παρουσιαστεί το πρότυπο μιας κοινότητας η οποία ιδρύθηκε με απώτερο σκοπό την ερμήνεια της φύσης και την παραγωγή μεγάλων έργων για το καλό της ανθρωπότητας. (Προφανής ο συσχετισμός με τη γνωστή Ατλαντίδα, έτσι όπως τη γνωρίσαμε στο έργο του Πλάτωνα). Η κοινότητα αυτή, διοικούμενη από πανάρχαιους νόμους, τοποθετείται σ΄ένα νησί που επέζησε του κατακλυσμού. Ο λαός της Μπενσαλέμ (όπως την ονομάζουν οι αυτόχθονες) ζει απομονωμένος στο εν λόγω νησί, φροντίζει όμως να παρακολουθεί τα επιτεύγματα των άλλων ηπείρων και συντηρεί με ευλάβεια το χριστιανικό θρησκευτικό μοντέλο. Το ιδεώδες της «αρίστης πολιτείας» ξεπροβάλλει εδώ μέσα από τα στοιχεία της ευγένειας, της αγνότητας και του σωκρατικού ήθους των κατοίκων της Μπενσαλέμ. Το αίσθημα του δικαίου –απόρροια παιδείας– μοιάζει να είναι ο απόλυτος ρυθμιστής όλων των συμπεριφορών. Κατά τ άλλα, όσον αφορά την εξωτερική διάρθρωση, παρακολουθούμε έναν λαό που έχει δημιουργήσει σημαντικά έργα υποδομής σε κάθε τομέα, που διαθέτει γνώση και τεχνικό εξοπλισμό, που ασχολείται με τη φυσική, τη μηχανική, την ορυκτολογία, την αστρονομία, τη χημεία, τη φαρμακευτική, τη φυτολογία, τη ζωολογία, τις βιολογικές καλλιέργειες, τα πειράματα και τις έρευνες. Τα πάντα κινούνται μ΄έναν πυρετό δημιουργικότητας και μεθόδου.
42
Ο Bacon θέλησε να μεταγγίσει την ουσία του φιλοσοφικού του έργου σε μια μυθιστορηματική εκδοχή, για να καταθέσει συμπυκνωμένα τις ιδέες του σχετικά με τον προοδευτικό και επαναστατικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η επιστήμη μέσα στην κοινωνία. Έτσι η Ουτοπία του, παρά την ισχυρή παρουσία της θρησκείας, είναι καθαρά επιστημονική. Στον Henry Neville (1620-1694) ανήκει το τρίτο κείμενο του τόμου «Η Νήσος των Πάιν». Εδώ η Ουτοπία παρουσιάζεται μέσω του ιδεώδους της φυσιοκρατίας. Ο Neville, συγγραφέας με δημοκρατικές πεποιθήσεις, κατηγορήθηκε για προδοσία και εξορίστηκε, λόγω της διαμάχης του με τον Οίκο των Στούαρτ. Έγραψε πολλές σάτιρες – η πιο γνωστή είναι «Το Κοινοβούλιο των Γυναικών». Ο Neville με ανάλαφρο πνεύμα μάς μιλάει για ένα νησί κοντά στη Μαδαγασκάρη, το οποίο έχει αποικηθεί από ομάδα Άγγλων ναυαγών. Η πολυπληθής κοινωνία που δημιουργείται σταδιακά, δεν διαθέτει καμία απολύτως δομή, ούτε και λειτουργικές ρυθμίσεις, διότι οι άνθρωποί της ζουν την απόλυτη φυσικότητα. Εδώ αναβιώνει το παλιό θρησκευτικό ιδεώδες περί Παραδείσου, όπου η ομορφιά –η Φύση ως κάλλος και ως τροφός– χαρίζεται σε όλους εξίσου. Η απουσία της εργασίας απαλλάσσει τους κατοίκους από κάθε αναγκαιότητα οργάνωσης, η οποία θα μπορούσε να θεσμίσει Πόλη και νομοθετικό πλαίσιο. (Ισχύει μόνον ένας νόμος σε σχέση με το ζευγάρωμα). Ωστόσο φαίνεται ότι η εν λόγω κοινωνία πάσχει ακριβώς εξαιτίας της φυσικότητάς της: κάπου εκεί παραμονεύουν τα ένστικτα (ως γνωστόν, η Φύση αναιρεί τον Λόγο). Είναι λοιπόν αναγκαία μια ηθική θέσμιση και αυτή τίθεται διά μέσου των αρχών του Παλαιού Κόσμου – της θρησκείας: η υποχρεωτική ανάγνωση της Βίβλου γίνεται ο εξισσοροπιστής των ενστίκτων και ο απολογητής της ηθικότητας. Είναι φανερό ότι και τα τρία κείμενα έχουν έναν κοινό πυρήνα – την εποπτεία του θείου ως διαχειριστή των αναλλοίωτων αξιών. Όσο για το κοινό ιδεολογικό τους πλαίσιο, ας συνοψίσουμε: η ζωή μέσα στην κοινότητα απαιτεί μέρος από την παραχώρηση του ατόμου προς την κοινή τάξη· η ηθικότητα αρχίζει με συνεταιρισμό, με αλληλοσυμπλήρωση, με οργάνωση· το τελικό μέτρο είναι η ευημερία της ομάδας. Αυτά ακριβώς τα ζητήματα θέτουν οι ουτοπίες λίγο μετά την Αναγέννηση, για να τροφοδοτήσουν αργότερα συστήματα καθαρά πολιτικά – τις ουτοπίες του Όουεν, του Φουριέ, του Ανφαντέν, του Κοντ. Ωστόσο, μια φράση του Πλάτωνα μεταθέτει το στίγμα της ουτοπίας από το συλλογικό πλαίσιο σ΄έναν δημιουργικό χώρο μέσα στην ατομική συνείδηση: «Στον ουρανό έχει κατατεθεί το σχέδιο μιας τέτοιας πόλεως και όποιος επιθυμεί μπορεί να το παρατηρήσει, και, παρατηρώντας, να κυβερνήσει τον εαυτό του σύμφωνα με το έργο αυτό». Τίθεται εδώ η ίδια η δυνατότητα του «κειμένου», του οποίου η αξία προβάλλει ανεξάρτητα από κάθε νομική και ηθική επιβολή, διά μέσου της ελευθερίας, ώστε να επιδράσει στην ύπαρξη σαν εσωτερικός ρυθμιστής, ποιητής και αναμορφωτής. Κλεοπάτρα Λυμπέρη, «Ουτοπίες: πραγματικότητες μέσα στο πραγματικό», Βιβλιοθήκη 01/06/2007. Πηγή: www.protoporia.gr/tria-keimena-gia-tin-oytopia-p-290869.html
43
ΤΌΜΑΣ ΜΟΡ: ΑΠΌ ΤΗΝ ΟΥΤΟΠΊΑ ΣΤΟ ΙΚΡΊΩΜΑ Ο άγγλος ουμανιστής, πολιτικός και συγγραφέας Τόμας Μορ (ή Θωμάς Μώρος, όπως εξελληνίστηκε το όνομά του) γεννήθηκε στο Λονδίνο και ήταν γιος του δικηγόρου Τζον Μορ. Σπούδασε σε έγκριτη νομική σχολή καθώς και στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Παράλληλα με τις σπουδές του και κατά την περίοδο της άσκησής του ως δικηγόρου διάβαζε άπληστα την Αγία Γραφή, τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους κλασικούς συγγραφείς και έγραφε δοκιμάζοντας τις ικανότητές του σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου. Ακόμη, έζησε τέσσερα χρόνια ακολουθώντας τους κανόνες του μοναστικού βίου στον βαθμό όπου του το επέτρεπαν οι άλλες υποχρεώσεις του. Ο Μορ ήταν βαθύτατα θρησκευόμενος και ένιωθε μεγάλη κλίση για την Εκκλησία. Υπάκουσε όμως στην απόφαση του πατέρα του και έγινε δικηγόρος. Δεν άργησε να διακριθεί σε αυτό το επάγγελμα, που άρχισε να το ασκεί το 1501. Το 1504 ο Μορ παντρεύτηκε την Τζόαν Κολτ και στο σπίτι τους φιλοξένησαν επανειλημμένα τον μεγάλο ολλανδό ουμανιστή Ερασμο, ο οποίος μάλιστα εκεί έγραψε τη σάτιρά του Μωρίας εγκώμιον.
Το φημισμένο βιβλίο
Το 1510 ο Μορ διορίστηκε στη θέση τού ενός από τους δύο «υποδιοικητές» του Λονδίνου, και όσο έμεινε σε αυτήν (ως το 1518) ήταν πολύ αγαπητός στους Λονδρέζους ως αμερόληπτος δικαστής, ανιδιοτελής σύμβουλος και προστάτης των φτωχών. Το 1511 χήρεψε και ξαναπαντρεύτηκε. Παράλληλα με τις επαγγελματικές και διοικητικές ασχολίες του, ο Μορ συνέχιζε τη συγγραφή. Το 1515, ευρισκόμενος σε υπηρεσιακή αποστολή στο Βέλγιο, άρχισε να γράφει το διασημότερο έργο του και ένα από τα πιο φημισμένα βιβλία όλων των εποχών, την Ουτοπία, η οποία ολοκληρώθηκε με την επιστροφή του στο Λονδίνο και εκδόθηκε το 1516 στη Λουβέν. H Ουτοπία, της οποίας ο τίτλος είναι λέξη πλασμένη από τον Μορ, από τις ελληνικές λέξεις ου και τόπος, περιγράφει την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα ενός ανύπαρκτου τόπου, ενός νησιού, η οποία δεν θυμίζει σε τίποτε την κατάσταση που επικρατούσε στα δυτικά κράτη της εποχής εκείνης και που επικρίνεται στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Οι λογοκρατούμενοι θεσμοί του φανταστικού νησιού του Μορ έρχονται σε χτυπητή αντίθεση με την παράλογη πολιτική κατάσταση της χριστιανικής Ευρώπης, της διαιρεμένης από την ιδιοτέλεια και τη δίψα για δύναμη και πλούτο. Στην Ουτοπία υπάρχει κοινοκτημοσύνη της γης, η εκπαίδευση είναι κρατική και προσιτή σε άνδρες και γυναίκες, το θρησκευτικό φρόνημα ελεύθερο.
47
H Ουτοπία, που γρήγορα μεταφράστηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, βρήκε μεγάλη απήχηση στους κύκλους των ουμανιστών και χάρισε στον Μορ μία από τις επιφανέστερες θέσεις ανάμεσά τους.
Αυλικός διανοούμενος
Τα χρόνια που ακολούθησαν ο Μορ ανέλαβε διάφορες σημαντικές δημόσιες θέσεις και διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό. Συνέχισε επίσης, όπως άλλωστε και ως το τέλος της ζωής του, το συγγραφικό έργο του, με βιβλία κυρίως θεολογικού περιεχομένου. Τα χρόνια αυτά υπηρετούσε παράλληλα ως «αυλικός διανοούμενος» του Ερρίκου H´, γραμματέας του και άνθρωπος της εμπιστοσύνης του. Υποδεχόταν τους απεσταλμένους των ευρωπαϊκών δυνάμεων, εκφωνούσε επίσημους λόγους, υπέγραφε κρατικές συμφωνίες, διάβαζε την αλληλογραφία του Ερρίκου με τον πρωθυπουργό καρδινάλιο Τόμας Γούλσεϊ και απαντούσε εξ ονόματος του βασιλιά. Συχνά χρειαζόταν να μεταφέρει καλπάζοντας με το άλογο μηνύματα ανάμεσα στην έδρα του πρωθυπουργού στο Γουεστμίνστερ και στα διάφορα κυνηγετικά περίπτερα του Ερρίκου. Εκείνη την εποχή ο Ερρίκος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, τα οποία, αν και προσωπικά ή και δυναστικά, επέπρωτο να συνδεθούν με το κοσμογονικό κίνημα της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης που συγκλόνιζε την Ευρώπη. Ο Ερρίκος ήρθε σε σύγκρουση με τον Πάπα Κλήμεντα Z´ όχι επειδή συμφωνούσε με τον Μαρτίνο Λούθηρο, τον πρωτεργάτη της Μεταρρύθμισης (απεναντίας συνέγραψε αντιλουθηρανική πραγματεία την οποία του διόρθωσε ο Μορ), αλλά επειδή ο Πάπας αρνιόταν να συναινέσει στις επιθυμίες του βασιλιά: να κηρυχθεί άκυρος ο γάμος του Ερρίκου με την πρώτη σύζυγό του, την Αικατερίνη της Αραγονίας, που δεν του είχε δώσει άρρενα διάδοχο, ώστε να μπορέσει ο βασιλιάς να παντρευτεί τη νέα εκλεκτή της καρδιάς του, την Άννα Μπολέιν, και να αναγνωριστούν τα παιδιά που θα γεννιόνταν από αυτόν τον γάμο νόμιμοι διάδοχοι του θρόνου.
Πρωθυπουργός του Ερρίκου
Ενας από τους λόγους, ίσως ο κυριότερος, που ο Ερρίκος απέλυσε τον Γούλσεϊ το 1529, ήταν ότι ο πρωθυπουργός είχε αποτύχει να του εξασφαλίσει το περιπόθητο διαζύγιο. Στις 26 Οκτωβρίου 1529 τοποθέτησε στη θέση του τον Τόμας Μορ, τον πρώτο μη κληρικό που ανελάμβανε αυτό το αξίωμα. Ο Μορ από την πλευρά του, αν και τηρούσε κριτική στάση απέναντι στην κατάσταση που επικρατούσε στην Εκκλησία, πίστευε ότι η μεταρρύθμιση έπρεπε να έρθει από τα μέσα και φοβόταν την απειθαρχία που καλλιεργούσε ο προτεσταντισμός, η διαμαρτυρία κατά της επίσημης Εκκλησίας που κορυφή της ήταν ο Πάπας της Ρώμης. Ο Μορ αφιέρωσε μεγάλο μέρος των έργων του για να πολεμήσει τον λουθηρανισμό και τους συμπατριώτες του επικριτές του κλήρου. Το 1530 ο Μορ δεν υπέγραψε την επιστολή με την οποία οι ευγενείς και οι ιεράρχες της Αγγλίας πίεζαν τον Πάπα να κηρύξει άκυρο τον πρώτο γάμο του βασιλιά. Τον ίδιο χρόνο, όταν ο κλήρος αναγνώρισε τον βασιλιά ως ανώτατο αρχηγό του, ο
48
Μορ επιχείρησε να παραιτηθεί. Επικαλούμενος λόγους υγείας τον επόμενο χρόνο επανέλαβε το αίτημά του να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του. Την ίδια εκείνη ημέρα η σύνοδος των ιεραρχών απέστειλε στον βασιλιά έγγραφο με το οποίο του υποσχόταν ότι τα μέλη της ουδέποτε θα νομοθετούσαν ούτε καν θα συνέρχονταν χωρίς τη βασιλική συγκατάνευση.
Υπέρ του Πάπα
Εν τω μεταξύ ο Μορ, με νέα βιβλία του, συνέχιζε την εκστρατεία του υπέρ της νομιμοφροσύνης προς τον Πάπα υπερασπιζόμενος τους αγγλικούς νόμους κατά των αιρέσεων. Αρνούμενος να αναγνωρίσει τον βασιλιά ως αρχηγό της Εκκλησίας της Αγγλίας, ο Μορ είχε ήδη διαπράξει ασυγχώρητο παράπτωμα στα μάτια του αδυσώπητου Ερρίκου. Οταν το 1533 ο Μορ αρνήθηκε να παραστεί στον γάμο του με την Άννα Μπολέιν, μετά το διαζύγιό του από την Αικατερίνη της Αραγονίας, η τύχη του είχε πλέον αποφασιστεί. Εκλήθη ενώπιον βασιλικής επιτροπής να παραδεχθεί ενόρκως ότι ο γάμος του Ερρίκου με την Αικατερίνη ήταν άκυρος, ενώ ο γάμος του με την ‘Αννα Μπολέιν έγκυρος. Ο Μορ το αναγνώρισε, δεδομένου ότι η Άννα Μπολέιν είχε ήδη στεφθεί βασίλισσα. Δεν δέχθηκε όμως να δώσει τον όρκο επειδή, όπως ήταν διατυπωμένος, θα σήμαινε άρνηση του παπικού πρωτείου. Λίγες ημέρες αργότερα ο Μορ φυλακίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου. H δίκη του Μορ έγινε την 1η Ιουλίου 1535 και ήταν ολοφάνερα προκατασκευασμένη: ανάμεσα στους δικαστές συγκαταλέγονταν ο πατέρας, ο αδελφός και ο θείος της Άννας Μπολέιν. Ο Μορ καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία της προδοσίας. Καρατομήθηκε στις 6 Ιουλίου. Το 1935 η Καθολική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο. Αυγουστίνος Ζενάκος, «Τόμας Μορ: Από την Ουτοπία στο Ικρίωμα», κείμενα: Ιωάννα Ζούλα. Πηγή: www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=155240
49
ΈΛΛΗΝΕΣ ΔΟΝ ΚΙΧΏΤΕΣ
H απηχηση μιας μεταφρασης
Το σημαντικότερο γεγονός για την ελληνική πρόσληψη του Δον Κιχώτη από το τέλος του A΄Παγκοσμίου Πολέμου ως τη δεκαετία του 1960 ήταν η μετάφρασή του από τον Κ. Καρθαίο, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες (τέλη 1919 - αρχές 1921) σε αποσπώμενα προς σχηματισμόν τόμου συνοδευτικά φυλλάδια του περιοδικού Νουμάς και ανατυπώθηκε αργότερα αυτοτελώς (1944, 1952, 1954· και συμπληρωμένη από την Ι. Ιατρίδου το 1959 ή 1960). Η μετάφραση αυτή, που έγινε με τον Καρθαίο «έχοντας μπροστά του το πρωτότυπο ισπανικό κείμενο και τη γαλλική, αγγλική και γερμανική μετάφραση» και που είχε σκοπό να δώσει «στους Ελληνες τον γνήσιο Δον Κιχώτο», γνώρισε την εποχή της εμφάνισής της μεγάλη επιτυχία τριπλασιάζοντας την κυκλοφορία του περιοδικού και προκαλώντας τη δημοσίευση κριτικών κειμένων για την αξία της και άρθρων για τον Θερβάντες. Είναι αυτή που προκάλεσε την πύκνωση των ισπανικών μοτίβων και εικόνων, που διαπιστώνει κανείς στη μεσοπολεμική λογοτεχνία μας: ένα είδος, θα λέγαμε, ισπανικού εξωτισμού, επίκεντρο του οποίου ήταν η παρουσία του Δον Κιχώτη στους στίχους των ποιητών. Κατά την εικοσαετία 1920 - 1940, ο Δον Κιχώτης εμφανίζεται σε 27 τουλάχιστον ποιήματα, 10 τουλάχιστον ποιητών: Ο. Μπεκές (σε πολλά ποιήματά του), Κ. Ουράνης («Δον Κιχώτης», 1920· «Κάθε ο νους μου που πάει», 1935), Κ. Γ. Καρυωτάκης («Δον Κιχώτες», 1920), Ρ. Φιλύρας («Ο Δον Κιχώτης», 1924), Μ. Ζώτος («Ο ιππότης», 1929), Γ. Ρίτσος («Σ’ έναν ιππότη», 1934), Μ. Αλεξίου («Έμεινα», «Άνοιξη», 1935), Γ. Σταυρόπουλος («Η επιστροφή του Δον Κιχώτη», 1936), Ν. Καζαντζάκης («Δον Κιχώτης», Οδύσσεια υ, ω 1938), Λ. Κουκούλας («Δον Κιχώτοι», 1939). Οι περισσότεροι από τους ποιητές αυτούς βλέπουν τον Δον Κιχώτη με ρομαντική ματιά: όχι ως κωμικό πρόσωπο αλλά ως «κολοφώνα λογισμού συνθέτου» (Φιλύρας), ως τον ενάρετο «ιππότη της ιδέας και της ομορφιάς» (Μπεκές), τον αγωνιστή της ελευθερίας, που πάντα «πάει μπροστά» (Ουράνης). Ρομαντική παραμένει κατά βάθος και η πραγμάτωση του θέματος από τον Καρυωτάκη, που παρουσιάζει τον Κιχώτη παραιτημένο να συλλογίζεται με οδύνη το μάταιο του αγώνα του. Την εξάρτηση του Δον Κιχώτη του Ρίτσου και του Μ. Αλεξίου από τον καρυωτακικό Δον Κιχώτη υπογραμμίζει το 1935 ο Α. Καραντώνης, εντάσσοντάς την στο κλίμα του καρυωτακισμού.
Καρυωτακικες συνομιλιες
Η κριτική έχει επισημάνει ότι οι «Δον Κιχώτες» του Καρυωτάκη αποτελούν ποιητικό σχολιασμό της εξιδανικευμένης εικόνας του θερβαντικού ήρωα, την οποία παρουσιάζει ο Ουράνης με τον «Δον Κιχώτη» του. Ωστόσο θα πρέπει να προστεθεί ότι το ποίημα του Καρυωτάκη δεν συνομιλεί μόνο με το σονέτο του Ουράνη, αλλά και
51
με ποιήματα του Μπεκέ και του Φιλύρα για τον Δον Κιχώτη, που είχαν γραφεί προτού η μετάφραση του μυθιστορήματος από τον Καρθαίο αρχίσει να δημοσιεύεται στον Νουμά. Ο Μπεκές, ο Φιλύρας και ο Καζαντζάκης έχουν πραγματευθεί ποιητικά τη μορφή του Δον Κιχώτη περισσότερο από κάθε άλλον έλληνα ποιητή. Η ενασχόληση του πρώτου με το θέμα αρχίζει ήδη από το 1917, για να δώσει τα πρώτα δημόσια δείγματά της με σειρά ποιημάτων υπό τον τίτλο «Από τον Δον Κιχότο», που αρχίζουν να δημοσιεύονται από τον Νοέμβριο του 1919 στον Λόγο (το περιοδικό που εξέδιδε ο Μπεκές στην Πόλη, με το οποίο συνεργαζόταν ο Καρυωτάκης) και έπειτα, κατά τις δεκαετίες 1920 και 1930, σε διάφορα περιοδικά (θα συλλεγούν το 1945 σε βιβλίο με τον τίτλο Ο Δον Κιχώτης). Ο Φιλύρας, εκτός από τον «Δον Κιχώτη» του 1924, είχε δημοσιεύσει σε περιοδικό τον Φεβρουάριο του 1919 ένα αθησαύριστο ως τώρα ποίημά του («Σε νέο φιλόσοφο»), στο οποίο ο ήρωας της Μάντσα περιγράφεται με εικόνες, με τις οποίες είναι προφανές ότι συνδιαλέγεται ο Καρυωτάκης στους «Δον Κιχώτες» του. Αλλά και σε άλλα ποιήματα του Φιλύρα (λ.χ. στο «Ιδαλγός», 1919) είναι φανερό ότι το μυθιστόρημα του Θερβάντες έχει αφήσει τα ίχνη του. Ο καζαντζακικός «Δον Κιχώτης» περιλαμβάνεται στις Τερτσίνες, στο βιβλίο ποιημάτων που έγραψε ο Καζαντζάκης για τις «ψυχές που εθρέψαν την ψυχή του»: είναι ο Καπτάν Ένας, ο άνθρωπος που «έσπασε της φρόνεσης το γκέμι» και που «τη δεύτερη αρχινά δημιουργία» για να ολοκληρώσει «ό,τι άφηκε άτελο ο θεός στη μέση». Και βέβαια αυτός ο άρχοντας «στο ρηγάτο της ιδέας» δεν θα μπορούσε να λείπει από ένα ποίημα όπως η Οδύσσεια, που θέμα του είναι «η μετουσίωση της ύλης σε πνεύμα», και να μην παρευρεθεί στο κάλεσμα του καζαντζακικού Οδυσσέα που ετοιμάζεται για την εξαΰλωσή του. Ο Καζαντζάκης έγραψε και κινηματογραφικό σενάριο με τον τίτλο Δον Κιχώτης (1932), που όμως δεν γυρίστηκε σε ταινία.
Μεταπολεμικες μεταμορφωσεις
H ποιητική αξιοποίηση της μορφής του θερβαντικού ήρωα συνεχίζεται και μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με έναν αριθμό ποιημάτων που δείχνει το συνεχές ενδιαφέρον των ποιητών για αυτόν. Αν ο Δον Κιχώτης του 1945 συγκεντρώνει, όπως είπαμε, τα δημοσιευμένα κατά τον Μεσοπόλεμο σε περιοδικά σχετικά ποιήματα του Μπεκέ, μια νέα ποιητική σύνθεση του Μπεκέ (1968) με τίτλο Τρεις σπουδές πάνω στο ίδιο θέμα (πάνω στο θέμα του Δον Κιχώτη) δείχνει ότι για τον ποιητή αυτό το περιεχόμενο της μορφής του Κιχώτη αποτελεί έμμονη ιδέα σε όλη την ποιητική ζωή του. Για τον σχεδόν λησμονημένο –άδικα– σήμερα Μπεκέ, ο Δον Κιχώτης, ο «σοφός της τρέλας» και «κυρίαρχος της θλίψης και του ονείρου», είναι το σύμβολο του ποιητή (ο «μέσα στους πλάστες πρώτος»), ένα σύμβολο με το οποίο ο Μπεκές ταυτίζεται, θα λέγαμε, ιδεοληπτικά, και το οποίο όμως του ενέπνευσε μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του. Αλλά και άλλοι ποιητές αυτής της περιόδου βλέπουν στο πρόσωπο του Δον Κιχώτη όχι τη γελοία φιγούρα τού εκτός πραγματικότητας ουρανοβάμονα, η οποία αποτελεί την παγιωμένη στην κοινή συνείδηση εικόνα αυτού του ήρωα, αλλά και την κληροδοτημένη από τον ρομαντικό ιδανισμό – και φιλοσοφικά κωδικοποιημένη από
52
τη στοχαστική ματιά του Μιγκέλ ντε Ουναμούνο – μορφή του αγνού και ηρωικού ιδεαλιστή, του τραγικά αγωνιζομένου για την επικράτηση της αρετής και της δικαιοσύνης. Ετσι η E. Αιλιανού («Η μπαλλάντα των σκοτωμένων στην έρημο της Λιβύης», 1952) θρηνεί έναν νεκρό στρατιώτη του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που σαν «άλλος Δον Κιχώτης λευτεριά πήγε να φέρει». Για τον Φ. Γιοφύλλη («Ήρωας», 1952), ο Δον Κιχώτης με τους αγώνες του για «πάμφωτους σκοπούς» ξεπληρώνει το χρέος του στην ανθρωπότητα («Η πράξη μένει. Το άτομο ας σβηστεί»). Η Μ. Δαλμάτη («Δον Κιχώτης», 1958) βλέπει τη γυναίκα ως θηλυκό Δον Κιχώτη, που προσπαθεί να ελευθερωθεί από «την τυραννία του ανεκπλήρωτου». Ο Σ. Κουρήτης χαρακτηρίζει τον Λόρκα «εγγονό του Ντον Κιχώτη» («Τραγουδάμε τον F. G. Lorca», 1960) και θεωρεί την ίαση του Δον Κιχώτη από την τρέλα του «ξεπεσμό» («Σερενάτα», 1960). Ο Δ. Δούκαρης («Δον Κιχώτης», 1971) αντικρίζει το ποιητικό του πρόσωπο στο πρόσωπο του «Δον Κιχώτη» του Πικάσο. Μια ανάλογη ταύτιση περιγράφει και ο Χρ. Κατσιγιάννης, που αισθάνεται να επιστρέφει «πάντοτε στην πόλη Μάντσα» («Δον Κιχώτης, 1972). Η Ο. Καράγιωργα («Δον Κιχώτης», 1974) θλίβεται που η νύχτα τής κρύβει τον γενναίο ιππότη. Ο Ν. Παππάς («Η ομιλία του Δον Κιχώτη», 1975) πιστεύει ότι οι Δον Κιχώτες «θα ‘ρθει καιρός το δίκιο τους να βρουν». Ακόμη και το σκωπτικό επίγραμμα «Εις Κ. Δ. Γ[εωργούλην]» (1951) του Λ. Αλεξίου, που παρομοιάζει το σατιριζόμενο πρόσωπο με τον Σάντσο Πάντσα, φαίνεται να αποτίει φόρο τιμής στον αφέντη του («Ως Δον Κιχώτης κίνησες - ως Σάντσος Πάντσας φτάνεις»). Τέλος, με τη ρομαντική οπτική του Δον Κιχώτη απεικονίζεται σε ένα ποίημα του Θ. Κωσταβάρα (1985) ένας αγωνιστής της ελευθερίας, που κάτω από το πλασματικό όνομά του αναγνωρίζει κανείς τον Άρη Βελουχιώτη. Το ποίημα έχει τον τίτλο «Οι για της ιπποσύνης μόνον την ιδέα γενναίως αγωνισθέντες και αξιοπρεπώς τελευτήσαντες». Αλεξάνδρα Σαμουήλ, «Έλληνες Δον Κιχώτες», εφ. Το Βήμα, 19/6/2005. Πηγή: www.tovima.gr/opinions/article/?aid=166804
Η κυρία Αλεξάνδρα Σαμουήλ είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.
53
Δον Κιχώτης: Ας προχωρήσουμε μπροστά Σάντσο, να πετάξομε στον κόσμο, να στηρίξουμε τους αβοήθητους και τους αδύναμους, να δώσουμε μάχη για την κατακρεουργημένη αξιοπρέπεια, την ύπαρξή μας!
Δον Κιχώτης Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη τουκονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα. Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ Για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία. Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου, ο Σάντσος λέει «δε σ’το’ λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ’άλογό μου» Έτσι αν το θέλει ο Θερβαντές, εγώ τους είδα, μέσα στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανάσα, με μάτια υγρά, τις χίμαιρες ν’απαρνηθούν τις πρώτες. Τους είδα πίσω να’ρθουνε -παράφρονες, ωραίοι ρηγάδες που επολέμησαν γι’ανύπαρχτο βασίλειοκαι σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέει, την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο Κώστας Καρυωτάκης, «Νηπενθή», 1921
Επιμέλεια ύλης-μεταφράσεις κειμένων: Αμαλία Κοντογιάννη
ΥΠΕΎΘΥΝΟΙ ΠΑΡΆΣΤΑΣΗΣ ΟΔΗΓΌΣ ΣΚΗΝΉΣ Παύλος Ελευθεριάδης ΜΗΧΑΝΙΚΌΣ ΣΚΗΝΉΣ Αλέξανδρος Αυγερινός ΧΕΙΡΙΣΤΉΣ ΚΟΝΣΌΛΑΣ ΦΩΤΙΣΜΟΎ Στάθης Φρούσσος ΧΕΙΡΙΣΤΉΣ ΚΟΝΣΌΛΑΣ ΉΧΟΥ Μάριος Ταμηλόπουλος ΦΡΟΝΤΙΣΤΉΣ Σόνια Σαμαρτζήδου ΕΝΔΎΤΡΙΑ Μαρίνα Κραχμάλ ΚΑΤΑΣΚΕΥΈΣ ΣΚΗΝΙΚΏΝ & ΚΟΣΤΟΥΜΙΏΝ Εργαστήρια ΚΘΒΕ
ΥΠΕΎΘΥΝΟΙ ΧΩΡΟΥ Δημήτρης Καβέλης Δημήτρης Μητσιάνης
ΤΜΗΜΑ ΣΚΗΝΩΝ & ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ Προϊστάμενος Στέλιος Τζολόπουλος ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Προϊσταμένη Ιωάννα Καρτάση ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Προϊστάμενος Μιχάλης Χώρης ΤΜΗΜΑ ΕΚΔΟΣΕΩΝ & ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ Προϊσταμένη Ελπίδα Βιάννη ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ & ΠΕΡΙΟΔΕΙΩΝ Συντονίστρια Βούλα Γεωργιάδου
Ένας για όλους και όλοι... στο ΖΥΘΟ
... τους γνωρίζετε; Είστε «φαν»; Ε, λοιπόν αυτοί είναι «φαν» της κουζίνας, της ατμόσφαιρας και της εξυπηρέτησης του ΖΥΘΟΥ. Γενναίοι ιππότες της στρογγυλής (και της τετράγωνης) τραπέζης, υπηρετούν πιστά τον άρτο και τα θεάματα. Είναι όλοι τους ένας κι ένας... ένας για όλους και όλοι... στο ΖΥΘΟ!
Μεσογειακά Ζυθεστιατόρια
Κατούνη 5, Λαδάδικα τηλ.: 2310 540284 zithos@zithos.gr
Τσιρογιάννη 7, Λευκός Πύργος Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310 279010 w w w . z i t h o s . g r
τηλ. & fax: 2310 211 211 τηλ. & sms: 6943 211 211 delivery@zithos.gr
ΚΡΑΤΙΚΌ ΘΈΑΤΡΟ ΒΟΡΕΊΟΥ ΕΛΛΆΔΟΣ Εθνικής Αμύνης 2, 546 21, Θεσσαλονίκη T. 2315 200 000 E. info@ntng.gr www.ntng.gr
Θεατρική περίοδος 2014-2015 Αρ. δελτίου 666 (261) Επιμέλεια έκδοσης Τμήμα Εκδόσεων & Δημοσίων Σχέσεων ΚΘΒΕ
ΥΠΌ ΤΗΝ ΑΙΓΊΔΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΡΟΞΕΝΕΊΟΥ ΤΗΣ ΡΩΣΊΑΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΧΟΡΗΓΟΊ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΊΑΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΗΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ