του Κώστα Ταχτσή των Σταμάτη Φασουλή - Θανάση Θ. Νιάρχου Ημερομηνία πρώτης παράστασης Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016
ΜΟΝΗ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝ ΣΚΗΝΗ Σ. ΚΑΡΑΝΤΙΝΟΣ
Θεατρική περίοδος 2016-2017
Το τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή
των Σταμάτη Φασουλή - Θανάση Θ. Νιάρχου Σκηνοθεσία - Δραματουργική επεξεργασία - Φωτισμοί: Θανάσης Παπαγεωργίου Σκηνικά: Γιώργος Πάτσας Κοστούμια: Λέα Κούση Μουσική: Δημήτρης Μαραμής Μουσική διδασκαλία: Νίκος Βουδούρης Εικονικό περιβάλλον: Στάθης Μήτσιος Βοηθός σκηνοθέτη: Κοραλία Τσόγκα Β’ βοηθός σκηνοθέτη: Κική Στρατάκη Βοηθός σκηνογράφου: Δανάη Πανά Βοηθός ενδυματολόγου: Ήρις Τσαγκαλίδου Βοηθός φωτιστή: Τάσος Δαηλίδης Οργάνωση παραγωγής: Φιλοθέη Ελευθεριάδου Διανομή με αλφαβητική σειρά Κατερίνα Αλέξη: Μαρία Μομώ Βλάχου: Πολυξένη, Ταβλαρίδαινα Θανάσης Δισλής: Φίλος Ντίνου, Γιατρός Ευαγγελισμού, Μπάμπης, Μπόρος Έφη Δρόσου: Ερασμία, Φρόσω Β’ Γιώργος Ευαγόρου: Αργύρης, Ιάσων Ελένη Ζιάνα: Εκάβη νέα, Φίλη Νίνας, Κυρία απ’ τα παλιά Ελένη Θυμιοπούλου: Μαριέττα, Φρόσω Α’ Θόδωρος Ιγνατιάδης: Παπαθανασίου, Νταβίκος, Θόδωρος Γιάννης Καραμφίλης: Αραβαντινός, Πρασινομάτης, Κασσιανόπουλος, Πέτρος Δημήτρης Κολοβός: Αντώνης Ελισάβετ Κωνσταντινίδου: Εκάβη Βασίλης Λέμπερος: Γιατρός Φώτη, Μαργαρίτης, Πρόεδρος δικαστηρίου, Σωτήρης Άννα Μαντά: Ελένη, Μάρθα Νικόλας Μαραγκόπουλος: Δημήτρης Χρίστος Νταρακτσής: Μιχάλης, Υπάλληλος τηλεγραφείου, Ανθυπομοίραρχος, Λιμενικός, Κασιμάτης Λίλιαν Παλάντζα: Θεία Μπέμπα, Ντόμνα, Αράπω, Ομπέρ Βασίλης Παπαδόπουλος: Κάποιος με κόκκινο κοστούμι, Ντίνος Χάρης Παπαδόπουλος: Φώτης, Καλαποθάκης, Λουλουδάς Μαριάννα Πουρέγκα: Νίνα Γ΄, Νότα Θάλεια Σκαρλάτου: Νίνα Α’ Τζένη Σκαρλάτου: Γαλάτεια, Κατίγκω Θοδωρής Σκούρτας: Γιάννης Λόγγος, Εισαγγελέας, Διαδηλωτής Μάρα Τσικάρα: Φίλη Γαλάτειας, Μάνα Φώτη, Ναϊρεντίν Κοραλία Τσόγκα: Ιουλία Κασιμάτη Μαρία Χατζηϊωαννίδου: Νίνα Β’ Άννη Χούρη: Βικτώρια, Νοσοκόμα, Ειρήνη Συμμετέχουν επίσης: Χρήστος Διαμαντούδης, Γιάννης Καράμπαμπας, και οι μικροί Αχιλλέας Νεραντζής και Δημήτρης Στόκας (στον ρόλο του μικρού Άκη, σε διπλή διανομή).
Μεταξύ α’ και β’ μέρους διάλειμμα 10’
Για το «Τρίτο στεφάνι» Αναρωτιούνται πολλοί γιατί Το τρίτο στεφάνι εξακολουθεί να διαβάζεται εδώ και πενήντα χρόνια με το ίδιο πάντα ενδιαφέρον και, την τελευταία οκταετία, με μέγιστη ανταπόκριση, να προσελκύει τον κόσμο και ως θεατρική διασκευή. Αναμφισβήτητα δεν είναι το μοναδικό μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα που αποπειράται να συνδέσει τα μεγάλα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα (Βαλκανικοί Πόλεμοι, δικτατορία του Μεταξά, Κατοχή, Δεκεμβριανά) με τη ζωή των ανθρώπων που τα γεγονότα αυτά διαμορφώνουν ως έναν μεγάλο βαθμό. Παραμένει όμως η μοναδική αφηγηματική σύνθεση όπου η Ιστορία, ενώ παίζει έναν τόσο καταλυτικό ρόλο, οι ήρωες του Τρίτου στεφανιού αυτονομούνται ως προσωπικότητες. Η Εκάβη, η Νίνα, ο Δημήτρης, η Πολυξένη, η Ελένη, ο Θόδωρος, ο Αντώνης, ο Άκης, ο Φώτης, ο Ντίνος, ο θεία Κατίγκω, ακόμη και τα πρόσωπα που κινούνται σε ένα δραματουργικό ημίφως, όπως για παράδειγμα ο θείος Μαρκούσης, η Ερασμία και η Μαριέττα, μας γίνονται τόσο λαμπερά γνωστά όσο δεν το κατορθώνουν μορφές πανελλήνιας εμβέλειας, δηλαδή ο Παύλος Μελάς, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Ιωάννης Μεταξάς. Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, ο Κώστας Ταχτσής θέτει ως προϋπόθεση για να κινηθούν οι τροχοί της μεγάλης Ιστορίας, ανθρώπους καθημερινούς, «ανώνυμους», με έναν τρόπο που τους μεταβάλλει σε πρωταγωνιστές όχι μόνο της ίδιας τους της ζωής, αλλά και του ιστορικού χρόνου όπου τους έλαχε να ζήσουν. Κατά έναν παράδοξο αλλά και ευεξήγητο ταυτόχρονα τρόπο, να αισθάνεται ο αναγνώστης του Τρίτου στεφανιού, μα και ο θεατής της θεατρικής του διασκευής, ότι στον μέλλοντα χρόνο δεν θα είναι η ανάκληση του Ιωάννη Μεταξά που θα ενεργοποιεί την ύπαρξη της κυρίας Νίνας, αλλά θα είναι η ομώνυμη ηρωίδα που θα φέρνει κοντά μας τον Δικτάτορα της 4ης Αυγούστου. Και –ακόμη πιο χαρακτηριστικά– θα χρειαστεί να θυμηθούμε την κατηγορία που βαραίνει τον σύζυγο της κυρά-Εκάβης, τον Γιάννη, ότι τροφοδοτούσε τα γερμανικά υποβρύχια, προκειμένου να αντιληφθούμε ότι όλα εξελίσσονταν μέσα σε μια ατμόσφαιρα που την καθόριζε ο σχηματισμός επαναστατικής κυβέρνησης από τον Βενιζέλο στη Θεσσαλονίκη με τη συνεργασία Αγγλογάλλων. Σαφώς και ερωτοτροπεί με την Ιστορία ο Κώστας Ταχτσής, χωρίς όμως να την αδικεί, αφού της αναγνωρίζει άλλοτε ουσιαστικό και άλλοτε διακοσμητικό τόσο βάθος όσο ακριβώς της αναλογεί. Καθώς το προσκήνιο το καταλαμβάνουν τα πρόσωπα του δράματος –που συνιστά εκ προοιμίου και εν κατακλείδι η Ιστορία– αφού από ενεργούμενά της, όπως μας είχε συνηθίσει να τα λογαριάζουμε ως τώρα η λογοτεχνία, μεταβάλλονται με το Τρίτο στεφάνι σε κύριους υποκινητές της.
Σταμάτης Φασουλής, Θανάσης Θ. Νιάρχος
Ελισάβετ Κωνσταντινίδου
Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Δημήτρης Κολοβός, Κατερίνα Αλέξη, Μαρία Χατζηϊωαννίδου
Σημείωμα σκηνοθέτη Η δυσκολία τού να μετατρέψεις σε θεατρικό έργο ένα μυθιστόρημα, αποδεικνύεται περίτρανα στην περίπτωση του Τρίτου στεφανιού. Όταν μάλιστα αυτό το πεζό έχει θεωρηθεί ένα από τα καλύτερα της εποχής του, αντιλαμβάνεται κανείς την ευθύνη που επωμίζεται ο διασκευαστής, που, μετατρέποντάς το σε θεατρικό, πρέπει να φανεί αντάξιος της επιτυχίας του και να αποδείξει ότι σωστά ανέλαβε το δύσκολο έργο του διασκευαστή. Το παρελθόν του θεατρικού έργου, με τη δεδηλωμένη επιτυχία του, αποδεικνύει ότι τόσο ο Σταμάτης Φασουλής όσο και ο Θανάσης Νιάρχος, πέτυχαν απόλυτα τον στόχο τους, αφού το πρώτο ανέβασμα του έργου συνοδεύτηκε από μια τεράστια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Ένα δεύτερο, λοιπόν, ανέβασμα της ίδια διασκευής σε χρεώνει με την υποχρέωση να ανταποκριθείς στην περίλαμπρη φήμη που συνοδεύει το έργο. Τόσο σε ό,τι αφορά το ίδιο το μυθιστόρημα, όσο και σε ό,τι αφορά το θεατρικό. Αυτά τα δύο, μαζί με το ότι πάνω απ’ όλα βρίσκεται όλος ο μύθος για τον Κώστα Ταχτσή, με την ταραγμένη, πολυποίκιλη και ιδιαίτερα έντονη ζωή του, δημιουργούν μια τεράστια ευθύνη σ’ εκείνον που θα αποφασίσει να ασχοληθεί με ένα καινούργιο ανέβασμα. Μου είναι πάντα ιδιαίτερα ερεθιστικό όταν έχω να αντιμετωπίσω ένα έργο που ξεφεύγει από τις κλασικές θεατρικές δομές και αναζητά λύσεις για να μπορέσει να παρασταθεί. Δεν είχα την τύχη να δω την πρώτη παράσταση και έτσι περπατώντας σε παρθένο έδαφος προσπάθησα να ανακαλύψω τρόπους, μεθόδους και λύσεις. Ευτυχώς συναντήθηκα με άξιους συντελεστές, αξιότατους καλλιτέχνες, άξιο τεχνικό προσωπικό, αλλά κυρίως με ένα θέατρο που πίστεψε σοβαρά σ’ αυτό που αποφάσισε να κάνει. Από κει και πέρα μένουν τα συνηθισμένα που λέγονται σ’ αυτά τα σημειώματα, διάφορες ευχαριστίες προς όλες τις κατευθύνσεις, ελπίδες και ευχές για μια καλή πορεία. Αλλά ας τα αποφύγουμε αυτά. Θα ήθελα να σταθώ στην αναγκαιότητα της εποχής για τέτοια έργα μέσα στα οποία καθρεφτιζόμαστε. Στο Τρίτο στεφάνι, ακούσια φαντάζομαι, αλλά επιτακτικά, δεν παρελαύνει μόνο η ιστορία αυτής της δύσμοιρης πατρίδας που περνά διαρκώς δια πυρός και σιδήρου στην προσπάθειά της να ανταπεξέλθει στα προβλήματα που δημιούργησαν οι ανώμαλες πολιτικές περίοδοι που πέρασε και περνάει μέσα στις τελευταίες δεκαετίες (μήπως εκατονταετίες;…). Δεν προβάλλονται ηθογραφικά διάφορες εποχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης για να καταδειχτούν καθημερινές συνθήκες ή πολιτισμικές φάσεις. Αυτό που βασανιστικά δηλώνεται συνεχώς είναι η αντιφατικότητα αυτού του λαού, η δυσκολία να του απομονώσεις ένα-δύο βασικά στοιχεία για να τον περιγράψεις, αυτή η απίστευτη μίξη των πιο ακραίων συναισθημάτων μέσα στο ίδιο πρόσωπο. Αυτός ο λαός είναι που παρελαύνει μέσα στο Στεφάνι και αυτό είναι το ακριβότερο πετράδι αυτού του έργου. Αυτά είναι και τα στοιχεία πάνω στα οποία στηρίχτηκε όλη η παράσταση, αυτό είναι και το ερέθισμα εκείνο που με κάνει να ασχολούμαι με τα «καμώματα» αυτού του λαού, με τις υπέροχες στιγμές του και τις φτηνιάρικες αντιδράσεις του. Με τα σπάνια προτερήματα και τα φριχτά ελαττώματα. Που αρνείται να δει μπροστά του, αλλά μπορεί να οραματιστεί το δυσκολότερο «αύριο». Αυτά είναι που ερωτεύτηκα στην Εκάβη και τη Νίνα. Αυτά τα δύο πιο άθλια και υπέροχα πλάσματα. Που μπορεί σπάνια να συναντάς στο θέατρο, αλλά ζεις καθημερινά μαζί τους.
Θανάσης Παπαγεωργίου
Θανάσης Παπαγεωργίου
Αγαπημένη μου Θεσσαλονίκη Ήμουν κοπέλα ακόμη όταν φύγαμε πια για πάντα –δυστυχώς– από τη Θεσσαλονίκη μου και μετακομίσαμε στην Αθήνα. Πάντα όμως στην καρδιά μου και στη συνείδησή μου η πατρίδα μου είναι η Θεσσαλονίκη. Ήταν η πατρίδα του πατέρα μου και εκεί γεννηθήκαμε, πρώτα ο αδερφός μου Κωνσταντίνος Ταχτσής και μετά εγώ. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να μεγαλώσουμε μαζί. Δεν καταφέραμε ποτέ στη διάρκεια της παιδικής μας ηλικίας να είμαστε όλοι μαζί, μια ενωμένη οικογένεια. Μια στη Θεσσαλονίκη, μετά στον Βόλο και πότε πότε στην Αθήνα, όπου και καταλήξαμε μετά το τέλος του εμφύλιου.
O Ταχτσής με τη μητέρα του Έλλη στη Θεσσαλονίκη. Η φωτογραφία έχει βγει στο σπίτι της οδού Νικηφόρου Φωκά, στον Λευκό Πύργο.
Με τον θείο Γιάννη, τον «Δημήτρη» του Τρίτου
Η μητέρα του Ταχτσή Έλλη.
στεφανιού.
Οι στιγμές που ζήσαμε μαζί με τον Κώστα, σαν αδέρφια, όταν ήμασταν παιδιά, ήταν τόσο έντονες και επεισοδιακές, όπως περιγράφονται μέσα στο Τρίτο στεφάνι. Εγώ με τη μητέρα μας μέναμε σε μια μονοκατοικία κοντά στον Λευκό Πύργο και ο Κώστας κατά καιρούς μας επισκεπτόταν εκείνος, όπως όφειλε σαν ο κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος αδερφός, μου έκανε διάφορα «βασανιστήρια» και με έβαζε να πληρώνω για δικές του σκανταλιές! Για όλα αυτά, τα αθώα παιδικά αδικήματα, ένιωθε τρομερές ενοχές απέναντί μου, σε όλη του τη ζωή. Τόσο έντιμος και δίκαιος ήταν και κατά βάθος πάντα παιδί! Προσπάθησα πολύ να του συμπαρασταθώ και μέχρι έναν βαθμό θέλω να πιστεύω ότι τα κατάφερα. Ποιος ξέρει όμως πόσες φορές στην ενήλικη ζωή μας και εγώ δεν θα τον αδίκησα ή δεν θα μπόρεσα να καταλάβω τις ανάγκες του και την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του. Τώρα πια όλη η γενιά μας χάθηκε. Είμαι η τελευταία εν ζωή ηρωίδα του Τρίτου Στεφανιού. Τα παιδικά μας χρόνια μαζί –με τη Θεσσαλονίκη έτσι όπως εγώ τη θυμάμαι και την έζησα– έχουν περάσει σε μια μυθική, μακρινή διάσταση.
Ελπίδα και Κώστας Ταχτσής, σε νηπιακή ηλικία, στη Θεσσαλονίκη.
O Ταχτσής τo 1945.
Ο Ταχτσής με την ανηψιά του Έλλη, σε μια χειμωνιάτικη εκδρομή στον Υμηττό, το 1974.
Είμαι σίγουρη ότι θα ήταν πολύ υπερήφανος και ευτυχής που σήμερα, 28 χρόνια μετά τον χαμό του, ήρθε το ΚΘΒΕ για να αναστήσει εκείνη τη χαμένη εποχή και να επιστρέψει το έργο του στη γενέτειρά του, στο σπίτι του, στη Θεσσαλονίκη μας. Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΚΘΒΕ, ο αγαπητός μου Γιάννης Αναστασάκης, με έναν εκλεκτό θίασο ηθοποιών και συντελεστών, το παρουσιάζει σαν θεατρική παράσταση σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου. Τους ευχαριστώ όλους θερμά και τους στέλνω την ευχή μου να πραγματοποιηθούν όλα όπως τα επιθυμούν και τα ονειρεύτηκαν. Αν το θέλει ο Θεός και το επιτρέψει η κατάσταση της υγείας μου, ίσως αξιωθώ να ταξιδέψω και να τους δω και εγώ όλους από κοντά. Και έτσι θα δοθεί και μια απάντηση στο ερώτημα με το οποίο χρόνια τώρα βασανίζω την κόρη μου: «Άραγε παιδί μου θα προλάβω να ξαναδώ την πατρίδα μου τη Θεσσαλονίκη για μία τελευταία φορά προτού κλείσω τα μάτια μου;».
Ελπίδα Ταχτσή-Αρτέμη Ο πεντάχρονος Κώστας το 1932 στη Θεσσαλονίκη, λίγο πριν εγκατασταθεί με τη γιαγιά Πολυξένη και την οικογένειά της στην Αθήνα.
Ελπίδα και Κώστας Ταχτσής στο Άναβρο του Βόλου, λίγο πριν τον πόλεμο.
Όταν τα κορίτσια έφταναν στην ηλικία γάμου (από τα 16 τους) άρχιζαν οι αγωνίες κι οι ανησυχίες στο σπίτι κι έχαναν τον ύπνο τους οι γονείς ώσπου να βρουν γαμπρό για να τ’ αποκαταστήσουν, γιατί αποκατάσταση θεωρούσαν τον γάμο. Οι γονείς και κατά κύριο λόγο ο πατέρας ήταν εκείνος, που πάντα αποφάσιζε σε ποιον θα δώσει την κόρη του ή ποια νύφη θα πάρει ο γιος του. Κι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι έπρεπε να δεχτούν αγόγγυστα την επιλογή του συντρόφου της ζωής τους.
ΝΙΝΑ: Μη μου λες έχω δίκιο! Άδικο να μου λες ότι έχω, για να μπορώ να τα λέω, να ξεσπάσω. Που ερχόντουσαν τότε όλες οι θείες κι οι θείοι! Άντε να μην τους κάνω κι αυτονών κάνα μνημόσυνο! Που μου φέρνανε τον έναν γαμπρό χειρότερο απ’ τον άλλον! Έπεσε και το σόι απάνω μου per mare-per terra, να παντρευτώ και μ’ άρχισαν τα προξενιά. Πρώτα ένας λογιστής, ύστερα ένας μανάβης και στο τέλος ένας γέρος. Τι να τον κάνω τον γέρο; Να του κάνω τη νοσοκόμα; Αντί το χέρι, να του κρατάω τη πάπια. Άντε μην ανοίξω το στόμα μου και για τον Αντώνη. Ήταν για μένα ο Αντώνης; Εγώ θα σου πω ποιος ήταν ο Αντώνης. Χήρος ήτανε, αλλά αυτό δεν είναι κακό! Άλλο ήταν το κακό. Ένας χωριάτης και μισός! Τα χέρια του όλο κάλους, ούτε να μιλήσει δεν ήξερε! Και μια προφορά… μια προφορά… έκλαιγα... Έκλαιγα, έκλαιγα… Όχι που ήτανε γέρος και άξεστος. Έκλαιγα γιατί ήξερα πως θα τον πάρω γιατί δεν είχα άλλη λύση.
Ο ομοφυλόφιλος απειλούσε το έθνος και την οικογένεια. Ήταν όμως και «προδότης της αντρικής υπόθεσης». Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, παράλληλα με το φεμινιστικό κίνημα, γεννήθηκε το κίνημα των «γκέι», ένας όρος που υπήρχε από τον 19ο αιώνα και εκφράζει μια ιδιαίτερη και θετική κουλτούρα, σε αντίθεση με τη λέξη ομοφυλόφιλος, που μοιάζει με ιατρική ορολογία.
ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ: Κοίτα με εδώ, ρε! Εδώ ρε, στα μάτια! Πούστης θα μου γίνεις, ρε; Πούστης; ΝΤΙΝΟΣ: Μαμά! Μαμά μου!
Mακέτες κοστουμιών της Λέας Κούση
Άννα Μαντά, Θόδωρος Ιγνατιάδης, Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Μομώ Βλάχου
Μαριάννα Πουρέγκα, Τζένη Σκαρλάτου, Γιάννης Καραμφίλης, Βασίλης Παπαδόπουλος
Σημείωμα για τη μουσική της παράστασης Μέσα από το πάθος των δύο κεντρικών ηρωΐδων να εξωτερικεύουν τα αισθήματά τους και να διηγούνται μεταξύ τους τα πάθη και τα βάσανά τους, πηγάζει η μουσική μου για το Τρίτο Στεφάνι. Δύο βασικές ουβερτούρες* (εισαγωγές) στοιχειώνουν το έργο, η μία της πρώτης και η άλλη της δεύτερης πράξης. Η κάθε ουβερτούρα περιέχει δύο χαρακτηριστικά, λαϊκότροπα μουσικά θέματα. Αυτά τα βασικά θέματα εμφανίζονται μέσα στη ροή του έργου σε διάφορες παραλλαγές και ενορχηστρώσεις σε σχέση με τη σκηνή. Εκτός όμως από την πρωτότυπη μουσική, η παράσταση διανθίζεται και από γνωστά τραγούδια της λαϊκο-παραδοσιακής (ρεμπέτικης) μουσικής, προερχόμενα κυρίως από τη Μικρά Ασία, τα οποία ερμηνεύονται από τους ηθοποιούς ζωντανά. Στο μουσικό αποτέλεσμα είναι καταλυτική η συμβολή όλων των σημαντικών μουσικών που συμμετείχαν στην ηχογράφηση της μουσικής και τους οποίους ευχαριστώ θερμά. Νικόλας Μαραγκόπουλος
Δημήτρης Μαραμής *Η ουβερτούρα είναι αυτόνομη μουσική σύνθεση που ακούγεται πριν σηκωθεί η αυλαία. Σκοπός της είναι, να μας προετοιμάσει για τη διάθεση του έργου που θα ακολουθήσει.
Στην παράσταση ακούγονται τα τραγούδια:
Η καρδιά μου πονεί για ‘σας (από την οπερέττα «Βαφτιστικός», στίχοι-μουσική: Θεόφραστος Σακελλαρίδης) Τίκι Τίκι Τακ κάνει η καρδιά μου (παραδοσιακό - ρεμπέτικο) Θα σπάσω κούπες (παραδοσιακό Μικράς Ασίας) Τι σε μέλει εσένανε (παραδοσιακό Μικράς Ασίας) Της αμύνης τα παιδιά (παραδοσιακό, διασκευή στίχων: Νίκος Γκάτσος, μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος) Το γελεκάκι (στίχοι: Γιάννης Θεοδωρίδης, μουσική: Σπύρος Ολλανδέζος) Ελένη Θυμιοπούλου Ελισάβετ Κωνσταντινίδου
Έπαιξαν οι μουσικοί: Κωνσταντίνος Παυλάκος βιολί Στέλλα Τέμπρελη τσέλο Λένα Τζαμπάζη κλασική κιθάρα Δημήτρης Μαραμής πιάνο Διονύσης Διονυσόπουλος μπουζούκι (Ουβερτούρες Ι & ΙΙ) Βαγγέλης Μαραμής ακορντεόν Bruno Semanjaku κρουστά Στα τραγούδια Τίκι Τίκι Τακ κάνει η καρδιά μου, Θα σπάσω κούπες, Τι σε μέλει εσένανε, Της αμύνης τα παιδιά, Το γελεκάκι, έπαιξαν οι μουσικοί: Νίκος Χριστίδης μπουζούκι, τζουράς, μαντολίνο, ενορχήστρωση Πλάτωνας Τσιπίδης ακουστική κιθάρα Οι ηχογραφήσεις και οι μίξεις όλης της μουσικής και των τραγουδιών έγιναν στο Kitchen Recording Studio (Θεσσαλονίκη) με ηχολήπτη τον Κωνσταντίνο Πραβίτα.
Βασίλης Παπαδόπουλος
Η ηχογράφηση με το μπουζούκι του Διονύση Διονυσόπουλου έγινε στο G-Productions (Αθήνα) με ηχολήπτη τον Τίτο Γεωργιάδη. Η ηχογράφηση του πιάνου έγινε στο Cue Studio (Θεσσαλονίκη) με ηχολήπτη τον Γιάννη Μαυρίδη.
Σκέψεις για το «Τρίτο στεφάνι» σήμερα «Οι ταυτότητες λένε ψέματα». Μ’ αυτή την πεισματάρικη δήλωση ξεκινά το καθαυτό αυτοβιογραφικό αφήγημα του Ταχτσή Η γιαγιά μου η Αθήνα. Και ποια ειν’ η μάνα του; Η Θεσσαλονίκη βέβαια! Όσο κι αν πάσχιζε –για δικούς του λόγους– να την αρνηθεί, το Τρίτο στεφάνι του είναι μουσκεμένο στην ατμόσφαιρά της. Πέρα απ’ τα πήγαινε-έλα της κυρά-Εκάβης απ’ την πρωτεύουσα, τα σκηνικά, η ανθρωπογεωγραφική κλίμακα και εν πολλοίς η νοοτροπία αρκετών –κυρίως «δεύτερων»–, προσώπων σχετίζονται κρυφά ή φανερά μαζί της. Ακόμη και η καινοφανής μίξη δημοτικής και καθαρεύουσας (με ενσωμάτωση αρκετών χαρακτηριστικών της δεύτερης) – κυρίως στην κουβέντα της Νίνας, που «καθιερώνει» μια νέα εκδοχή του προφορικού λόγου που αποδίδει πιο πειστικά την καθημερινή γλώσσα μετά τον πόλεμο, μπορεί να είναι επίδραση από την πιο «συντηρητική» χρήση των νέων ελληνικών στη Θεσσαλονίκη. Ο συγγραφέας με την σκανδαλιστική, τρικυμιώδη και ριψοκίνδυνη ζωή που ακροβατώντας στην κόψη του ξυραφιού την πλήρωσε με την –ανεξιχνίαστη ακόμη– δολοφονία του, αποδεικνύεται δεινός ψυχογράφος –και αποκρυπτογράφος– της γυναικείας ψυχολογίας και έμπειρος γνώστης της συνολικής προσωπικότητας του τύπου της μέσης Ελληνίδας, που σε πολλά ταυτίζεται με τη γιαγιά και τη μάνα πολλών –των παλαιότερων κυρίως– από μας. Αν και δεν έχουν αλλάξει και ιδιαίτερα τα πράγματα. «Μα επιτέλους, πώς τα ξέρει; Γυναίκα είναι;» είχε αναφωνήσει ο αείμνηστος δάσκαλός μου Δημήτρης Μαρωνίτης σ’ ένα μάθημα γνωριμίας μας με την παράδοξη γοητεία που μας ασκούσαν τόσο οι ιδιοσυγκρασιακές διακυμάνσεις, όσο και οι μοναχικές αλλά και διαπλεκόμενες βιογραφικές διαδρομές των δύο ευρηματικών αυτών γυναικείων προσωπικοτήτων. Όντως, και οι δύο κεντρικές ηρωίδες του, παρά τις υπερβολές και την αποκάλυψη των ελαττωμάτων τους (ιδίως η Εκάβη) σαγηνεύουν αφοπλιστικά και μυστηριωδώς εξοικειώνονται άμεσα με τον αναγνώστη εξαντλώντας στην εξωτερική τους έκφραση όλη τη γκάμα –ακόμη και κάποιων «κρυφών»– ιδιοτήτων του γυναικείου χαρακτήρα, από την πιο ποταπή μικροπρέπεια μέχρι την απόλυτη ψυχική μεγαλοπρέπεια.
καίρια άμεσης και αφοπλιστικής, υψηλής συγκίνησης –και έτσι προσδίδει κάποια ισχύ στην διαχρονικότητά του. Το Τρίτο στεφάνι, είτε ως θελξικάρδιο, συναρπαστικό και συνταρακτικό ανάγνωσμα, είτε ως μελέτη για την εμβάθυνση δραματικών γυναικείων χαρακτήρων του 20ου αι., είτε ως με ευφυή λογοτεχνική ματιά ανατομική διερεύνηση του νεοελληνικού μικροαστικού κόσμου με βάση την οικογενειακή ζωή, είτε ως η εκδοχή ενός χειμαρρώδους κλαυσίγελου με μορφή διαλογικής παρλάτας, είτε ως –με τον δικό του τρόπο– «νεοϊστορικό μυθιστόρημα» (αφού σημαντικές τομές της πρόσφατης ιστορίας μας ορίζουν την εξέλιξη της αφήγησης: δικτατορία Μεταξά, Κατοχή, Εμφύλιος, Μετεμφυλιακή εποχή), είτε ως γνωριμία με εμβληματικές πτυχές της «λούμπεν» κοινωνίας αλλά και της κυνηγημένης ζωής των αριστερών μέσω του πιο σημαντικού αντρικού προσώπου του μυθιστορήματος, του «αλανιάρη» Δημήτρη, μισόν αιώνα και βάλε μετά την αρχική κυκλοφορία του –με την οκταετή περιφρόνησή του μέχρι τη θριαμβική δικαίωσή του το ‘70 να έπονται– εξακολουθεί να διατηρεί ολοζώντανα τα πιο ζουμερά του στοιχεία. Η στέρεα υποδομή του, οι πληθωρικοί μα ολοκληρωμένοι χαρακτήρες του, η σπαρταριστή γλώσσα του, η «ταχτσική» του ιδιαιτερότητα, το κάνουν να παραμένει φρέσκο και πάντοτε έτοιμο για κινηματογραφική (που ατύχησε να πραγματοποιηθεί στο παρελθόν), και κυρίως θεατρική απόδοση ή διασκευή. Ο Ταχτσής μάς κληροδότησε ένα μυθιστόρημα, μα τι ένα! Πράγματι κορυφαίο. Το Τρίτο στεφάνι διατηρεί μέσα στον χρόνο τον μύθο του και την αίγλη ενός λογοτεχνικού «κοινωνικού έπους» του νεοελληνικού κόσμου. Το κείμενο γράφτηκε ειδικά για το πρόγραμμα του ΚΘΒΕ.
Θωμάς Κοροβίνης
Οι διάλογοι στο Τρίτο στεφάνι τραμπαλίζονται στα πάνω και τα κάτω της ανθρώπινης ψυχολογίας αφήνοντας αφτιασίδωτη τη ζωή να παζαρεύει την τιμή της στο καθημερινό αυθεντικό αλισβερίσι των τύπων που αντιστοιχούν χαρακτηρολογικά, επαγγελματικά και πολιτικά σε όλο το φάσμα του λαού, με έμφαση στη μικροαστική τάξη και κυρίως αγωγή –που ήταν και είναι η πλειοψηφία του– χωρίς να ξεχνάει τον σαρκαστικό σχολιασμό της μπουρζουαζίας και χωρίς να περιφρονεί τους μεροκαματιάρηδες και τους περιθωριακούς. Παρόλο που μαρτυρείται ότι ο συγγραφέας δεν ήταν στη ζωή του καθόλου «βολικός», η γραφή του διαπνέεται από μια βαθιά και αβίαστη συμπόνια για τα ανθρώπινα, αποπνέει τρυφερό συναισθηματισμό και κατανόηση για όλους και για όλα. Όλες οι κινήσεις των ηρώων του, ακόμη και οι πιο άτσαλες, άκαιρες και κάποτε μισαλλόδοξες συμπεριφορές, τείνουν κατά βάθος προς την κατάκτηση και την ολοκλήρωση ενός ανθρωπιστικού ιδεώδους, αυτού που μάλλον αντιπροσωπεύει και το πιστεύω του Ταχτσή, μιας κοινωνίας όπου ο ένας θα κατανοεί τον Γολγοθά του άλλου, και η όποια διαφορετικότητα δεν θα είναι σημείο απόκλισης και αναθέματος αλλά –μέσω ψυχικής αγωγής– κερδισμένο παιχνίδι της αλληλεγγύης και της συναισθησίας. Ίσως αυτή η πρωτογενής και αδιάπτωτη «ανθρωπιά» που διατρέχει απ’ άκρου εις άκρον την πλοκή του έργου να είναι και το δυνατότερο ατού που διαθέτει και που το κάνει όχι εύκολο μελό αλλά ανάγνωσμα
Θάλεια Σκαρλάτου Άννα Μαντά
Κώστας Ταχτσής: ανταπόκριση από το λογοτεχνικό του μέλλον Ο Σεφέρης τον είχε ξεχωρίσει ήδη από τα ποιήματά του, ο Εμπειρίκος, καθώς ο Ταχτσής διάβαζε σε στενό κύκλο κάποια από τα πρώτα κεφάλαια του Τρίτου στεφανιού ενόσω το έγραφε, πετάχτηκε ψηλά ενθουσιασμένος φωνάζοντας: «είναι μια σύγχρονη ελληνική ιλαροτραγωδία!». Ο συγγραφέας χρειάστηκε ωστόσο να το εκδώσει με δικά του έξοδα και το έργο θα άρχιζε να γίνεται γνωστό σχεδόν μια δεκαετία αργότερα και μάλιστα αρχικά μέσα από τις φυλακές, από στόμα σε στόμα, καθώς οι γυναίκες των κρατουμένων (πολιτικών κυρίως) έψαχναν να τους πάνε κάτι διασκεδαστικό να διαβάσουν. Από τότε βέβαια όλα είναι ιστορία, για την ακρίβεια μέλλον. Παρέμενε επί μακρόν ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα στην Ελλάδα μεταπολεμικά – μαζί με Τα ματωμένα χώματα της Δ. Σωτηρίου και τη Ζωή εν τάφω του Στρ. Μυριβήλη. Συγχρόνως πρόκειται για ένα από τα βιβλία από τα οποία αντλούν πιο συχνά οι γλωσσολόγοι λήμματα για την ελληνική γλώσσα για τις έρευνές τους. Οι ακαδημαϊκές περγαμηνές ωχριούν όμως μπροστά στο απολαυστικό του αναγνώσματος. Αυτό που οι κρατούμενοι στις φυλακές διαπίστωναν σχεδόν πρώτοι, η ιστορία της λογοτεχνίας θα το έγραφε πολλά χρόνια αργότερα: «το μυθιστόρημα αυτό πάλλεται από μια βαθύτερη αίσθηση του χιούμορ, που αρκετά σπάνια ανευρίσκεται στην ελληνική λογοτεχνία, και το συντάσσει πλάι σε μακρινούς, μεγάλους προδρόμους του είδους, όπως ο Ροΐδης και ο Καβάφης» (Ρόντρικ Μπήτον). Πώς πετυχαίνει κανείς αυτού του είδους το λογοτεχνικό τζακ ποτ, να καλύπτει ένα έργο τόσο ευρεία γκάμα αναγνωστών; Κι αν κάποτε κατέκτησε αυτό το στάτους, γιατί να διαβάζουμε αυτόν τον συγγραφέα σήμερα;
Η σήμερον ως αύριο και ως χθες Αν σήμερα πλήθος συρρέει μέσα και έξω από χώρους όπου δίνονται διαλέξεις με τίτλους όπως «Μεγαλώνοντας μέσα στην ελληνική οικογένεια» και «Να παντρευτεί κανείς ή να μην παντρευτεί» και τα ομότιτλα βιβλία του Ματθαίου Γιωσαφάτ δεν παύουν να ξεπουλούν τη μία έκδοση μετά την άλλη, μία εναλλακτική πραγμάτευση των ίδιων ζητημάτων, σε εξίσου απλή και ευθύβολη γλώσσα με εκείνην του μεγάλου ψυχίατρου αλλά σε σπαρταριστό ύφος, με τη μορφή μυθοπλασίας, μπορεί να βρει κανείς στο Τρίτο στεφάνι. Αλλά και στα Ρέστα, το επόμενο βιβλίο του Ταχτσή, όπου το ίδιο υλικό έχει χυθεί σε άλλη φόρμα, στο διήγημα, μόνο που η ταύτιση του γράφοντα δεν είναι εδώ με γυναίκα, όπως στο Τρίτο στεφάνι, αλλά με παιδιά και εφήβους. Ο ειρωνικός βέβαια τίτλος των διηγημάτων προοικονομούσε ήδη το πώς θα διαβάζονταν: ως τα απομεινάρια μιας μεγάλης, συνθλιπτικής επιτυχίας. Δεν διαβάζουμε εξάλλου εμείς τα μεγάλα βιβλία, εκείνα μας έχουν ήδη διαβασμένους/ες. Και φυσικά δεν διστάζουν να έρθουν σε μετωπική σύγκρουση με τα θέσφατα της (ελληνικής εν προκειμένω) κοινωνίας: την οικογένεια, και δη τον πυλώνα της, τις μητέρες. Όση κρίση κι αν διέρχονται προ πολλού οι θεσμοί του γάμου και της οικογένειας, δεν παύει η καθεμιά και ο καθένας να τους επιδιώκει, με τον τρόπο του, για τον εαυτό του, και οι άλλοι να τους «αναμένουν» από εκείνους. Κι ας αποτυγχάνουν, όπως η Νίνα, που θα κάνει τρεις γάμους. Ο γάμος δεσμεύει τις ελευθερίες και μακιγιάρει με τις δέουσες κοινωνικές αποχρώσεις τις επιθυμίες, δεν παύει όμως να συνάπτεται ή να συντηρείται με γνώμονα το συμφέρον (η Νίνα δεν παντρεύεται εκείνον που αγαπούσε, αλλά τρεις άλλους που θα την κάλυπταν οικονομικά και κοινωνικά. Ακόμη και σήμερα σε αρκετές χώρες η οικονομική κρίση έχει κάνει ζευγάρια που έχουν χωρίσει να προσπαθούν να εξακολουθούν να μένουν μαζί για τα παιδιά και για να μοιράζονται τα έξοδα). Αλλά το μυθιστόρημα προχωράει και σε άλλες γκρίζες αλήθειες: μπορεί να δεχόμαστε ότι το οιδιπόδειο κάνει τις μητέρες να υπεραγαπούν τα αγόρια και τις κόρες να
είναι ερωτευμένες με τον πατέρα τους, δυσκολευόμαστε όμως να δεχτούμε πως μια μάνα κάνει διακρίσεις ανάμεσα στα παιδιά της –όχι μόνο ως προς το φύλο– αλλά και πως μπορεί να αγαπάει άσχημα, ανεξέλεγκτα ή και καταστροφικά. Στο έργο η Νίνα κατηγορεί τη μητέρα της πως με την παθολογική αγάπη που είχε στον αδερφό της Ντίνο τον κατέστρεψε. Την ίδια ακριβώς δομή διαπιστώνει στην κυρά-Εκάβη, καθώς κι εκείνη εκθειάζει την ομορφιά του γιου της Δημήτρη, που κι εκείνος έχει ομοφυλοφιλικές σχέσεις όπως ο Ντίνος αλλά επιπρόσθετα είναι πολλαπλώς παρεκκλίνουσα περίπτωση (ναρκωτικά, κλοπές κ.ά.). Και η Ελένη από τη μεριά της, η κόρη της κυρα-Εκάβης, την κατηγορεί πως με τα αντίστοιχα καμώματά της ως προς τον εγγονό της Άκη (που όποιος έχει διαβάσει Το τρίτο στεφάνι αβίαστα θα τον ταύτιζε με τον ίδιο τον συγγραφέα) θα τον κατέστρεφε κι εκείνον. Αντιλαμβανόμαστε πως οι αλλεπάλληλοι αναδιπλασιασμοί στην πλοκή καταδεικνύουν πιθανότατα αίτια για την ψυχογένεση της ομοφυλοφιλίας. Τα βασικά dramatis personae αντιστοιχούν άλλωστε ευδιάκριτα σε πρόσωπα της οικογένειας του Ταχτσή και ο ίδιος σε αυτοβιογραφικά κείμενά του το επιβεβαίωσε: η «Εκάβη» αντιστοιχεί στη γιαγιά του, η «Ελένη» στη μητέρα του, ο «Δημήτρης» και ο «Θόδωρος» στους δύο θείους με τους οποίους μεγάλωσε, τον «κακό» και τον «καλό», εκείνον που είχε σχέσεις με τον κόσμο του Τύπου και από τους οποίους έλκει καθεμιά από τις δικές του αντίστοιχες δύο πλευρές κ.ο.κ. Η Νίνα, δια στόματος της οποίας γίνονται αυτοί οι συσχετισμοί, δεν φέρει μόνο πολλαπλά γνωρίσματα του ίδιου του Ταχτσή (ήθελε να γίνει δικηγόρος όπως εκείνος, που παράτησε στο δεύτερο έτος τη Νομική, αγαπά τη λογοτεχνία, το σινεμά, τις ιδέες του Φρόυντ) αλλά και μια μορφή του ονόματός του (Κωνσταντίνα -> Ντίνα -> Νίνα). Τα δύο γράμματα, εκείνο που φαίνεται (Ν) και εκείνο που κρύβεται (Τ, το αρχικό του πατρωνύμου του) ο Ταχτσής τα διαμοιράζει ακολούθως σε πολλαπλά πρόσωπα στο σύνολο του έργου του που σχετίζονται με την ομοφυλοφιλία ή (και) την πορνεία (όπως ο «Ντίνος», ο αδερφός της Νίνας, «ο κ. Ν.» στα Ρέστα κ.ο.κ., ενώ το όνομα Νίνα χρησιμοποιούσε και ο ίδιος στην «άλλη» του ζωή, όπως φαίνεται στην αυτοβιογραφία του). Η κατεξοχήν όμως όψη του πραγματικού που κεντράρεται εδώ δεν είναι μόνο το πού βρίσκεται ο ίδιος μέσα στο έργο του και πού οι άλλοι, κι ας προσιδιάζουν τα αυτοβιογραφικά του τεχνάσματα στα μεγαλύτερα ονόματα του διεθνούς λογοτεχνικού στερεώματος. Είναι επίσης οι ουσιαστικοί ρόλοι, η διανομή τους, οι σχέσεις, οι διάλογοι, το κατεξοχήν θέατρο που πλάθει τον καθένα: το πώς διαμορφώνεται στην αλληλεπίδρασή του με την οικογένεια. Ίσως γι’αυτό –σε συνδυασμό πάντα με τη γλώσσα– το δραματικό στοιχείο στο έργο να είναι τόσο έντονο, αβίαστο, παλμικό. Έτσι θα μιλούσε η ζωή αν μιλούσε, έγραψε για τον Ταχτσή ένας ξένος κριτικός, θυμίζοντας κάτι που είχε υποστηριχθεί για την Άννα Καρένινα του Τολστόι. Μπορεί στο μυθιστόρημα να περνά μοναδικά και η μεγάλη εικόνα, τα κοινωνικά τεκταινόμενα, η Ιστορία (κυρίως η Κατοχή, ο Εμφύλιος, επεισοδιακά ο Βενιζέλος και ο Μεταξάς), αλλά στο προσκήνιο είναι οι μικρές ιστορίες ενός εκάστου, ο εμφύλιος που φέρουμε, ιδιαίτερα οι Έλληνες, μέσα μας. Η Ιστορία θα λέγαμε πως βιώνεται από τους περισσότερους από εμάς όπως περιέγραψε ο Τζον Λένον το παρόν: «εκείνο που μας συμβαίνει καθώς κάνουμε άλλα σχέδια».
Σοφία Ιακωβίδου
Η διαφθορά σε όλα τα επίπεδα εξουσίας.
ΕΚΑΒΗ: Πού να πάω; Και πού δεν πήγα; Ή μου κλείνανε την πόρτα ή μου δίνανε ένα κατοστάρικο στο χέρι σαν ζητιάνα. Ευτυχώς όμως προνοητική η πολιτεία, είχε ήδη ¨υποβληθεί αυτεπαγγέλτως μήνυσις επί διγαμία και παραπλανήσει των Αρχών¨. Αλλά πέρναγε ο καιρός, πλήρωνε αυτός τους δικούς του τους δικαστικούς και βάζαν το χαρτί από κάτω, από πρώτο τελευταίο.
Κώστας Ταχτσής (1927 - 1988) Βιογραφία
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών, μετά από χωρισμό των γονιών του, έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του. Στην Αθήνα πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δυο χρόνια. Είχε προηγηθεί μια αίτησή του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων χωρίς επιτυχία λόγω ασθένειάς του και αδυναμίας να παραστεί στις εξετάσεις. Το 1947 κατατάχτηκε στον στρατό και έφτασε ως τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας του Αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό έργο του Λούρου. Το 1951 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιήματα. Ακολούθησαν τέσσερις ακόμη συλλογές ως το 1956. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε φιλικά με τους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο, Αντρέα Εμπειρίκο. Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Από την άνοιξη του 1956 ως τον Δεκέμβρη του 1964 περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη του κόσμου με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα. Στην περίοδο αυτή μπάρκαρε σε δανέζικο φορτηγό πλοίο προς τη Γερμανία, συνεργάστηκε στα γυρίσματα της ταινίας Το παιδί και το δελφίνι ως βοηθός σκηνοθέτη, τέλεσε χρέη μάνατζερ σε περιοδεία του πιανίστα Τόνη Γεωργίου στην Αφρική, εργάστηκε ως υπάλληλος εμπορικού καταστήματος και σιδηροδρομικός υπάλληλος στην Αυστραλία. Το 1960 ξεκίνησε για τον γύρο της Ευρώπης με βέσπα. Στις χώρες που επισκέφτηκε έγραψε το Τρίτο στεφάνι, το οποίο ολοκλήρωσε στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια δεύτερης εκεί παραμονής του και το έστειλε στην Ελλάδα για εκτύπωση. Το έργο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο και ο Ταχτσής πραγματοποίησε ιδιωτική έκδοσή του στην Αθήνα το 1962. Δυο μήνες μετά έφυγε για την Αμερική, όπου έμεινε ως το τέλος του 1964.
Μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα συνεργάστηκε με το περιοδικό Πάλι και εργάστηκε ως ξεναγός και μεταφραστής (μετέφρασε κυρίως θεατρικά έργα, Αριστοφάνη και σύγχρονά του). Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου πήρε μέρος στη Δήλωση των 18 και διώχτηκε από την Ασφάλεια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο. Δηλωμένος ομοφυλόφιλος, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες στο σπίτι του σε ηλικία εξηνταενός χρόνων. Το ποιητικό έργο του Κώστα Ταχτσή κινείται στα πλαίσια της θεματολογίας της καθημερινής ζωής και χαρακτηρίζεται από έντονα λυρική διάθεση, διάθεση η οποία μεταφέρθηκε και στα πεζά του. Το έργο που τον καθιέρωσε στον χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας είναι το μυθιστόρημα το Τρίτο στεφάνι, μια ευφυής ρεαλιστική και ταυτόχρονα συχνά λυρική απεικόνιση της ζωής και της κοσμοθεωρίας των Ελλήνων μικροαστών, που καλύπτει την περίοδο από τις αρχές του αιώνα μας ως τη σύγχρονη του συγγραφέα εποχή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ψυχογραφική ικανότητα του Ταχτσή, ιδιαίτερα στους γυναικείους χαρακτήρες του και η εξαιρετική φροντίδα της γλωσσικής του έκφρασης. Πηγές: 1. Αλέξανδρος Ζήρας, «Ταχτσής Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 9 β΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1988. 2. Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Κώστας Ταχτσής», στο: Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη
δικτατορία του ’67, τόμος Ζ΄, Σοκόλης, Αθήνα 1988.
Εργογραφία (πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) Ι. Ποίηση • Ποιήματα, έκδοση του συγγραφέα, Αθήνα 1951. • Μικρά ποιήματα, έκδοση του συγγραφέα, Αθήνα 1952. • Περί ώραν δωδεκάτην, έκδοση του συγγραφέα, Αθήνα 1953. • Η συμφωνία του Μπραζίλιαν, Αθήνα 1954. • Καφενείον το Βυζάντιον και άλλα ποιήματα, έκδοση του συγγραφέα, Αθήνα 1956. ΙΙ. Πεζογραφία • Το τρίτο στεφάνι, έκδοση του συγγραφέα, Αθήνα 1962. • Τα ρέστα, Ερμής, Αθήνα 1972. • Η γιαγιά μου η Αθήνα, Ερμής, Αθήνα 1979. ΙΙΙ. Αυτοβιογραφικά κείμενα • Από τη χαμηλή σκοπιά, Εξάντας, Αθήνα 19; • Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής;, Πατάκης, Αθήνα 1994.
Κώστας Ταχτσής, Παρίσι, 25 Απριλίου 1988. Στην τιμητική εκδήλωση που οργάνωσε το Μπομπούρ με την ευκαιρία της έκδοσης της συλλογής διηγημάτων Τα ρέστα από τον εκδοτικό οίκο Γκαλλιμάρ.
ΙV. Μεταφράσεις • Αριστοφάνη, Λυσιστράτη, Βάτραχοι, Ερμής, Αθήνα 1980. • C. Van Woodward, Συγκριτικά δοκίμια γύρω από την Αμερικανική Ιστορία, Μετάφραση: Κώστας Ταχτσής, Παλτεζανάκη, Αθήνα 1969. • Deyries Bernard – Lemery Denys – Sadler Michael, Ιστορία της μουσικής σε έγχρωμα σχέδια… Με τη συμμετοχή του Triery Benardeau B’. Aπό τον Μπετόβεν ως τον Βάγκνερ, Ανοιχτή Γωνιά, Θεσσαλονίκη 1979. • Κολέτ, Το τέλος του αγαπημένου, Καστανιώτης, Αθήνα 1998. Πηγή: www.ekebi.gr
Ελισάβετ Κωνσταντινίδου Μαρία Χατζηϊωαννίδου
Χάρης Παπαδόπουλος Γιάννης Καραμφίλης
Κοραλία Τσόγκα
Δημήτρης Κολοβός Χρίστος Νταρακτσής
Ελισάβετ Κωνσταντινίδου Λίλιαν Παλάντζα
Θανάσης Δισλής
Μάρα Τσικάρα Τζένη Σκαρλάτου
Μομώ Βλάχου Βασίλης Λέμπερος
O Κώστας Ταχτσής... ...για το Τρίτο στεφάνι Στο Τρίτο στεφάνι, το πρώτο και βασικό μου ελατήριο υπήρξε η επιθυμία να απαλλαγώ από παιδικές ενοχές. Δεύτερο, το γεγονός ότι πραγματικά υπήρχαν ορισμένα περιστατικά στην οικογένεια που προσφερόντουσαν για μυθιστόρημα, τρίτο το ότι δεν μπόρεσα να δω τον εαυτό μου ποτέ σαν τίποτ’ άλλο από συγγραφέα. Ένοιωθα πως αυτή ήταν η μοίρα μου κατά κάποιον τρόπο και, κυρίως, επειδή η ιδιότητα του συγγραφέα χωράει ένα σωρό πράγματα. Δεν έχει την αποκλειστικότητα που έχουν άλλα επαγγέλματα. Όντας συγγραφέας, αισθάνεσαι πως είσαι ή μπορείς να είσαι εκατό πράγματα συγχρόνως περίπου όσοι και οι ήρωες ενός βιβλίου σου. Τέλος, αυτό που μ’ έκανε να γράψω το Τρίτο στεφάνι που μοιάζει τόσο πολύ με αυτοβιογραφία, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, έχει, απλώς, αυτοβιογραφικά στοιχεία, ήταν η νοσταλγία και η αγάπη που ένοιωσα για την Ελλάδα, όταν κάποια στιγμή βρέθηκα μακριά της. Ένας από τους λόγους που δεν κατάφερα να γράψω ένα δεύτερο μυθιστόρημα, αλλά μόνον ένας, διότι είναι πολλοί… υπήρξε η χούντα. Υπήρξαν ένα σωρό αντικειμενικές δυσκολίες, πέρα από τη φυσιολογική δυσχέρεια του γραψίματος ενός δεύτερου μυθιστορήματος ύστερα από το γράψιμο ενός λίγο-πολύ πετυχημένου… Ένας λόγος λοιπόν που δεν έγραψα δεύτερο μυθιστόρημα όλ’ αυτά τα χρόνια, είναι διότι ζω στην Ελλάδα. Κώστας Ταχτσής, απόσπασμα από τη συνέντευξή του στον Μάνο Τσιλιμίδη, στο: περ. Το Δέντρο, τεύχος 12, 1985, σσ. 5-6.
...για την ελληνική κοινωνία Πίσω απ’ τη χούντα υπάρχουν μόνο τανκς, αλλά και ορισμένες κοινωνικο-πολιτικές δυνάμεις, μια ευάριθμη τάξη ανθρώπων, χτεσινοί χωρικοί, σημερινοί μικροαστοί, που φιλοδοξούν να γίνουν αστοί, στρατιωτικοί, τεχνοκράτες κλπ., που ακόμα κι αν μισούν τη χούντα, έχουν κάθε συμφέρον να τη χρησιμοποιήσουν σαν σκάλα για ν’ ανέβουν. Είναι όλοι τους άξεστοι –με τα κριτήρια της «καλής» κοινωνίας, που δεν υπήρξε κατά βάθος λιγότερο άξεστη–, αλλά θα μάθουν. Και τα παιδιά τους θα κυβερνήσουν αύριο μεθαύριο την Ελλάδα μαζί με τα παιδιά των μεγαλοαστών, που θα ‘χουν χάσει στο μεταξύ αναγκαστικά κάτι απ’ την «αριστοκρατικότητα» των μπαμπάδων τους, αν θέλουν να επιζήσουν στη ζούγκλα στην οποία, μιμούμενη το μεγάλο πρότυπο, την αμερικανική, τείνει να μεταβληθεί η ελληνική κοινωνία. Στο τέλος βέβαια θα ενωθούμε κι εμείς με την Ευρώπη, στην οποία ανήκουμε γεωγραφικά και πολιτιστικά. Κι όλ’ αυτά θα τα θυμόμαστε, ή μάλλον θα τα θυμούνται τα σημερινά παιδιά και θα κλαίνε μαζί και θα γελάνε, όπως εμείς τώρα με τα καμώματα των περασμένων γενεών. Ίσως μάλιστα να μην κλαίνε καθόλου, αλλά να γελάνε μόνο. Γιατί τη μεγάλη κι ανεπανόρθωτη καταστροφή την πάθαμε το ’22. Όλα τ’ άλλα έκτοτε είναι συνέπειες και πλάι σ’ αυτήν μοιάζουν μπαγκατέλες. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε εμείς είναι να βοηθήσουμε να διατηρηθεί, στη χώρα μας τουλάχιστον, όση περισσότερη από κείνη την ιδιότυπη ελληνική ανθρωπιά γίνεται, όσο περισσότερος ελληνικός χαρακτήρας γίνεται, ακόμα και με τις κακές πλευρές του, που δεν είναι τόσο κακές σε σύγκριση μ’ άλλων λαών, και να μην ισοπεδωθούμε απ’ την αμερικανική ή όποια άλλη μπουλντόζα. Απ’ αυτή την άποψη –αλλά μόνο απ’ αυτήν– ακόμα και ο εορτασμός της πολεμικής «αρετής» των Ελλήνων δεν κάνει κακό. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να βοηθάμε τους νέους ν’ αφομοιώνουν σωστά τα διδάγματα των προϊόντων που μας έρχονται απ’ έξω –θέατρο, ζωγραφική κλπ.– αντί να τα μιμούνται. Γι’ αυτό όλες μας οι προσπάθειες πρέπει να στραφούν στον τομέα της παιδείας. Αν δεν μπορούμε να κάνουμε αμέσως τίποτα θετικό σ’ αυτό τον τομέα, πρέπει τουλάχιστον να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να υπονομεύσουμε τις προσπάθειες των συνταγματαρχών να μας κάνουν μόνιμη πλύση εγκεφάλου, σ’ εμάς και τα παιδιά μας, ελπίζοντας στο μεταξύ ότι αργά ή γρήγορα θα ‘ρθουν καλύτερες μέρες. Κώστας Ταχτσής, Ένας Έλληνας δράκος στο Λονδίνο, Καστανιώτη, Αθήνα, 2002, σσ. 67-68.
Έρχονται στιγμές που μου φαίνεται πως η Ελλάδα, όπως τουλάχιστον την οραματιζόμασταν ακόμα μέχρι πρόσφατα μερικοί αμετανόητα αισιόδοξοι από εμάς, είναι πια τελειωμένη υπόθεση. Δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο. Πού να βρεθεί το ήθος πια; Οι χειρότερες πλευρές του εθνικού μας χαρακτήρα, η έλλειψη αρχών, συνέπειας και επαγγελματισμού είναι τώρα ο κανόνας. Η απάτη, η ρεμούλα, το ψέμα και η δημαγωγία θεωρούνται τα μόνα διαβατήρια για την επιτυχία. Δούλεψε να φας και κλέψε να ’χεις. Χυδαιότητα, ακαλαισθησία, αυτοκαταστροφική μανία, προδοσία, επιπολαιότητα, ανικανότητα μακροπρόθεσμων σχεδιασμών, αγραμματοσύνη, επαρχιωτισμός, έλλειψη αγωγής – τι να πρωτοπεί κανείς. Βλέπω καμιά φορά μανάδες με μικρά παιδάκια από το χέρι να τα βρίζουν χυδαία, να τα περνάνε αμέριμνα στο απέναντι πεζοδρόμιο, όταν το φανάρι των πεζών είναι κόκκινο και μου ‘ρχεται να τις δείρω. Στις ανεπτυγμένες χώρες, ούτε τα σκυλιά δεν περνάνε απέναντι με κόκκινο. Σε προσπερνάει ζιγκ ζαγκ κάποιος με την τρακοσάρα ή το παπάκι του και στέκεται μπροστά σου και πιο μπροστά απ΄ το φανάρι. Και ή περνάει με κόκκινο ή όταν ανάψει πράσινο πρέπει να του κορνάρεις για να ξεκινήσει. Πάμε ολοταχώς προς το ’92 ξυπόλητοι στ’ αγκάθια. Και με τι υποδομή απαιτούμε να μας δώσουν τους Ολυμπιακούς, όταν σηκώνεις το τηλέφωνο κι απ΄ το δεύτερο ψηφίο ή βουίζει ή ακούς σαχλούς διαλόγους τρίτων;
Μαριάννα Πουρέγκα Γιώργος Ευαγόρου
Κώστας Ταχτσής, απόσπασμα από το «Δύο συνεντεύξεις του Κώστα Ταχτσή», στο: περ. Οδός Πανός, τεύχος 39, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1988, σ. 58.
Το 1934 καλούνται να ψηφίσουν στις δημοτικές εκλογές για πρώτη φορά οι γυναίκες. (Δικαίωμα ψήφου είχαν μόνον οι εγγράμματες και οι πάνω από 30 ετών. Το ποσοστό ωστόσο, των αναλφάβητων γυναικών έφτανε το 70%). Οι νέες προοπτικές της γυναίκας τρομάζουν τις παλαιότερες οι οποίες και τις απαξιώνουν.
ΓΑΛΑΤΕΙΑ: Η γυναίκα είναι για το σπίτι. Εγώ στο λέω που έχω δουλέψει στη ζωή μου σαν άντρας κι ακόμα χειρότερα. Μ’ έφαγε το πατρόν και το ψαλίδι. Θέλουμε και Νομικά! Δικηγορίνα κατάλαβες; Γάμος! Γάμος! Η πλέον εύκολη εργασία για τη γυναίκα. Γάμος ίσον σωσμός. Γι’ αυτό μου ξαπλάρεις και μου διαβάζεις στη ντορμέζα σαν την Καλλιρρόη Παρρέν. Άκουσε με καλά, αν είναι να μου γίνεις σουφραζέτα –και μη μιλήσεις εσύ Αραβαντινέ– αν είναι να μου γίνεις σουφραζέτα, να φύγεις αμέσως έξω απ’ το σπίτι μου!
O Κώστας Ταχτσής... ...για τις γυναίκες Τυπικά, βέβαια, η κοινωνία μες στην οποία γεννήθηκα ήταν πατριαρχική. Αλλά μόνο τυπικά. Οι άντρες είχαν παντού την πρωτοκαθεδρία, αλλά μόνο όπως οι συνταγματικοί μονάρχες, που είναι απλά ξόανα. Καθόντουσαν πρώτοι στο τραπέζι, αλλά μόνο για να δώσουν τον καιρό στις γυναίκες ν’ αποτελειώσουν τις συνωμοσίες τους. […] Τους επιτρεπόντουσαν πράγματα που απαγορευόντουσαν στις γυναίκες –που θεληματικά αρνιόντουσαν στον εαυτό τους– αλλά για να τους δημιουργηθούν αισθήματα ενοχής που θα τους έκαναν πιο πειθήνια όργανα των γυναικών, για να τους γεννηθεί η ψευδαίσθηση της ανωτερότητας και της ασφάλειας, που θα καθιστούσε πιο εύκολη την πτώση τους. […] Στη δική μου [οικογένεια] πάντως, οι γυναίκες καθόντουσαν στο σπίτι σαν αράχνες πίσω από τα δίχτυα τους και περίμεναν να έρθουνε τα ελαφρόμυαλα αρσενικά για να τα καταβροχθίσουν, και η ηδονή τους δεν συνίστατο στο καταβρόχθισμα, αλλά στην ευκαιρία που τους έδινε να φορέσουν ύστερα μαύρα και να θρηνήσουν. […]
Ελισάβετ Κωνσταντινίδου Έφη Δρόσου
Οι γυναίκες άφηναν τους άντρες να παίζουν τον ρόλο του αφέντη. Αλλά πάντα μ’ ένα κρυφό ειρωνικό χαμόγελο. Τα πραγματικά σκήπτρα της εξουσίας τα κρατούσαν εκείνες. Κι η εξουσία αυτή ήταν ισχυρότερη ακριβώς επειδή ήταν καμουφλαρισμένη υποταγή στους άντρες, που γι’ αυτές δεν έπαυαν ποτέ να ‘ναι παιδιά, και μάλιστα άτακτα παιδιά. […] Αλλά όσο κι αν πρωτοείδα τη ζωή και τους άντρες σαν γυναίκα, δεν έπαψα βέβαια να είμαι και άντρας. Σαν γυναίκα, χαιρόμουν την κάθε ήττα των αντρών. Σαν άντρας ένιωθα γι’ αυτούς περιφρόνηση, που αργότερα έγινε οίκτος –για να ξαναγίνει ακόμα αργότερα περιφρόνηση– και μ’ έκανε συχνά να θέλω να τους ελευθερώσω από τα νύχια των δημίων τους. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε μέσα μου μια διχοτόμηση, με τα ολέθρια, και μοιραία σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αποτελέσματα. Στην ψυχή μου αρχίσαν από νωρίς να παλεύουν δύο αντίθετες δυνάμεις, που, επειδή έτειναν να ισορροπήσουν –ή να αλληλοεξουδετερωθούν– προσδιόριζαν η μία την άλλη. Δηλαδή όσο περισσότερο αναπτυσσόταν μέσα μου το εμβολιασθέν θηλυκό στοιχείο τόσο περισσότερο αναγκαζόταν ν’ αναπτυχθεί το αρσενικό. Και επειδή το αρσενικό μέσα μου ήταν από τη φύση και την ιδιοσυγκρασία μου πολύ ισχυρό, η εκθήλυνσή μου έπρεπε αναγκαστικά να είναι βαθύτερη. Εν τέλει, κανένας απ’ τους αντιπάλους δεν νίκησε. Ο πόλεμος μέσα μου ήταν Πελοποννησιακός. Ο μόνος που ‘χασε –ή ίσως κέρδισε– ήμουνα εγώ.
Ελένη Ζιάνα Θοδωρής Σκούρτας
Κώστας Ταχτσής,Tα ρέστα, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2009.
Ελισάβετ Κωνσταντινίδου Άννη Χούρη Αχιλλέας Νεραντζής Δημήτρης Στόκας
Θάλεια Σκαρλάτου
Λίγο πριν τον αντικομουνισμό στην Ελλάδα που έφερε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του οποίου κύριο γνώρισμα ήταν ο σφοδρός αντικομμουνισμός που στηρίχτηκε στη δήθεν «κομμουνιστική απειλή».
ΕΚΑΒΗ: Πώς δεν τον πιάσανε; Έναν χρόνο του ρίξανε. Και στη φυλακή, δεν φτάνει όλα τ’ άλλα, μου ‘γινε και κομμουνιστής. ΝΙΝΑ: Έλα! Κι ο Ντίνος το ίδιο. ΕΚΑΒΗ: Στη φυλακή; ΝΙΝΑ: Στη φυλακή, κομμουνιστής. ΕΚΑΒΗ: Τελικά αυτές οι φυλακές είναι το άνδρο του κομμουνισμού. Και με το που βγήκε, που λες, άρχισε να μου βγάζει λόγους περί κοινωνικής δικαιοσύνης, τον Μαρξ, τον Λένιν και έναν Δημητρώφ, τον ξέρεις;
Παλιά στη γειτονιά όλοι ζούσαν «μια πόρτα» κι εκτός από τα κουτσομπολιά, τις μουρμούρες στις αυλές οι άνθρωποι χαμογελούσαν και συνέτρεχαν ο ένας τον άλλο.
ΝΙΝΑ: Την πόρτα μας την ξέρεις. Μην περιμένεις ιδιαίτερες προσκλήσεις. Έλα όποτε θέλεις να πιούμε ένα καφεδάκι.
www.ert.gr
μαζί...
και στον
πολιτισμό
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ η καθημερινή ενημέρωση
η Βόρεια Ελλάδα έχει δύναμη ...η ξακουστή
έτσι ξεκινάει η εβδομάδα
ευρά η όμορφη πλ μας ής ζω ς τη
λης οι νέοι της πό ν έο πλ ν ου έχ φωνή τη δική τους
δεμένα
τα πολυταξι
μηνιαίο το πιο έγκυρο γραφισιο μο δη ό ικ οδ ρι πε η Βόρεια στ ς να ευ έρ κής Ελλάδα
το πρώτο lifesty le περιοδικό ικό το νέο περιοδ ς γαστρονομία και γεύσης
ο επίσημος οδηγός σας νίκη στη Θεσσαλο
www.makthes.gr