5.13' ΑΚΡΙΒΩΣ

Page 1

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΖΑΝΑΚΗΣ ΜιχΑλης ΤζανΑκης

5.13΄

Σ Ω Β Ι ΑΚΡ

5.13΄

ς ω β ι ρ ακ

Ε Κ ∆ Ο Σ ΕοΕ ΚΙσΔΣΟεΣ ΕλΙ Σότ ο ς

ο σ ε λ ότ ο ς


Τιτλος 5.13΄ Ακριβώς Συγγραφέας Μιχάλης Τζανάκης Σειρα Λογοτεχνία [1358]0313/05

Copyright© 2013 Μιχάλης Τζανάκης

Πρώτη Εκδοση Αθήνα, Mάρτιος 2013 ISBN 978–960–564–041–5

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e–mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr


στην οικογένεια μου, στον τόπο μου



Πρόλογος

Η

ανάγκη να γράψει κάποιος μια «ιστορία» μπορεί να απορρέει από πολλούς παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση είναι εσωτερική ανάγκη να κατασκευάσεις, να αναπλάσεις ή απλά να αναδείξεις ένα συμβάν, που συγκινεί εσένα ή μπορεί να συγκινήσει οποιονδήποτε άλλον. Οι ευκαιρίες που έχει καθένας μας είναι πολλές, ακόμα κι αν δεν έχει τη φαντασία να τις δημιουργήσει, ωστόσο, απλά και μόνο αν ψάξει, μπορεί να βρει υπέροχες ιστορίες μέσα στο ίδιο του το σπίτι, που ίσως είναι καταχωνιασμένες κάπου και περιμένουν την ώρα για να έρθουν στο φως. Η ηλικιακή ωρίμανση του ανθρώπου, γεννά σ’ αυτόν πολλές ανάγκες, για να διασώσει εκείνα που κρίνει ότι κινδυνεύουν να χαθούν στα αζήτητα του χρόνου. Κι όταν υπάρχουν τόσα υπέροχα πράγματα να διατηρήσεις, δε σου μένει παρά να αποπειραθείς να το κάνεις με διάφορους τρόπους. Ένας απ’ αυτούς είναι σίγουρα να γράψεις για όλα όσα σε συγκινούν, σ’ ένα σφιχτό εναγκαλισμό ιστορίας και φαντασίας, σ’ ένα παράλληλο χορό πραγματικότητας και υπερβολής. Κι όμως η ιστορία υπερβαίνει πολύ συχνά τη φαντασία κι η πραγματικότητα την υπερβολή. Η γενιά μου μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον ευκολίας, και κατά κάποιο τρόπο τη «βάρυνε» με τη μομφή των «έτοιμων» λύσεων. Όλα εύκολα, όλα στρωμένα, όλα προκαθορισμένα. Χωρίς πρωταγωνιστικό ρόλο, χωρίς πρωτοβουλίες, χωρίς ηρωισμό, καθίσα-


Μιχαλησ τζανακησ

με στις «δάφνες», που έστρωσαν οι γονείς και οι παππούδες μας, για να πορευτούμε ένα δρόμο ευθύ μεν, και μονότονο δε. Γεννημένοι κοντά στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα, χάσαμε τα πιο συναρπαστικά «επεισόδια» της πρόσφατης ιστορίας μας. Αντίθετα μ’ αυτούς που γεννήθηκαν στις αρχές του ίδιου αιώνα, και που – όσοι επιβίωσαν– αποτέλεσαν ανθρώπους«μνημεία», πάνω στους οποίους γράφτηκαν οι σημαντικότερες σελίδες της νεοελληνικής μας ιστορίας. Η απόδοση τιμών στους προγόνους μας, σε άλλη εποχή θα χαρακτηριζόταν «προγονοπληξία», σήμερα– ευτυχώς– εκτιμάται περισσότερο, αν δεν κρίνεται επιβεβλημένη κιόλας. Όταν άρχισα ν’ αποκτώ αντίληψη του χρόνου, του τόπου, των ανθρώπων που αποτελούσαν την οικογένεια μου, άρχισα να προβληματίζομαι για το αν αποτελούμε τελικά αυθύπαρκτες και αυτόνομες υπάρξεις ή μοιραία θα ζήσουμε στη «σκιά» όλων εκείνων που στήριξαν και διασφάλισαν την δική μας ύπαρξη. Οι απόψεις που μιλούν για την εκπλήρωση ενός απροσδιόριστου και γενικού «χρέους» απέναντι σ’ όλους τους προγόνους μας, είναι τετριμμένες και ίσως υποκριτικές. Γράφουμε αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό μας, για τον εγωισμό που δεν έχει ως «πυρήνα» το κλασικό «ξέρεις ποιος είμαι;», αλλά τον εγωισμό του «ξέρεις ποιου είμαι;». Η μυθοπλασία στηρίχτηκε σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα σε μεγάλο βαθμό.


Εισαγωγή

Ε

βδομήντα τρία χρόνια περίμενε υπομονετικά στη γωνία του βορειοανατολικού δωματίου. Κάτω από το σιδερένιο κρεβάτι, που το στόλιζε προς τη μεριά του τοίχου η κοκκινωπή πατανία με τα άσπρα ξόμπλια. Κάτω από το προσκέφαλο του παππού, κείτονταν σαν προέκταση του σώματος του και περίμενε με υπομονή τον άνθρωπο για τον οποίο προοριζόταν και που κάποια στιγμή θα ενδιαφερόταν γι’ αυτό. Δεν ήταν κρυμμένο, μα δεν ήταν και ορατό για οποιονδήποτε έμπαινε στην κρεβατοκάμαρα. Εβδομήντα τρία ακριβώς χρόνια ασφαλώς θα πέρασαν από πάνω του χιλιάδες μικρές αραχνούλες, λογής– λογής ζωύφια, σκόνες, μυρμήγκια, κάποτε θα ξαπόσταιναν σίγουρα κι αυτές οι μικρές πεταλουδίτσες, που τα βράδια βγαίνουν κυνηγώντας το φως και λένε στην Κρήτη πως είναι οι ψυχές των νεκρών, που θέλουν να δώσουν το «παρόν» στους ζωντανούς. Από μικρός θυμάμαι τη γιαγιά μου να σιωπά, μόλις έβλεπε αυτά τα έντομα, που τα ξέραμε ως «ψυχαρίδες», γιατί έλεγε πως ήταν οι ψυχές των δικών μας προγόνων κι έπρεπε να τις ανεχτούμε με τη σειρά μας και εμείς, σαν να ήταν ζωντανοί και παρόντες οι σεβάσμιοι συγγενείς μας, που ήρθαν για τη νυχτερινή βεγγέρα τους. Μασίφ ξύλινος σκελετός από οξιά, προφανώς για να μην σαπίζει, «δεμένο» με κάθετα κι οριζόντια μεταλλικά φύλλα, για να το κάνουν πιο συμπαγές, ασφάλιζε από τις δύο άκρες του, αλλά είχε κι ένα βαρύ λουκέτο στο κέντρο του, ώστε να κρατά επτασφράγιστα τα μυστικά του, για όσο χρόνο έπρεπε. Μόνο ένας άνθρωπος έπρεπε να ξέρει, πώς και πότε, θα άνοιγε αυτό


Μιχαλησ τζανακησ

το μυστηριώδες αντικείμενο που κέντριζε το ενδιαφέρον μας, από τότε που παίζαμε κρυφτό και το ψηλό σιδερένιο κρεβάτι μας πρόσφερε μια καλή κρυψώνα εντός του σπιτιού. Τα παλιά σιδερένια κρεβάτια ασκούσαν μια παράξενη γοητεία, αφού είχαν τόσα στολίδια και χειροτεχνήματα. Τα κρεβάτια αυτά τα διακοσμούσαν, δαντελένιοι «γύροι», υφαντά μαξιλάρια με την εξωτερική περίμετρο τους κεντημένη με ψιλοβελονιά, χειροποίητες κουβέρτες, σωστά έργα τέχνης με γεωμετρικές παραστάσεις και κρόσια στις άκρες τους. Μα όσο όμορφα φάνταζαν εξωτερικά, τόσο πόνο, μυστικά και πάθη κουβαλούσαν στα μεταλλικά κομμάτια τους. Έτσι κι αυτό το κρεβάτι, δε θα ξέφευγε από τον κανόνα, αλλά μαζί μ’ όλα τα άλλα είχε και αυτό το αντικείμενο ν’ ακουμπά στον οντά, προς τη μεριά του τοίχου που κοιμόταν ο παππούς, με το πρόσωπο του ν’ αγγίζει στην κοκκινωπή πατανία που κρεμόταν στον τοίχο και να δέχεται τις ανάσες του, και σίγουρα κάποιες απ’ αυτές θ’ ακουμπούσαν και θα έφταναν χαμηλά στο αντικείμενο που ήταν τοποθετημένο στον οντά. Το μικρό μπαούλο κείτονταν μόνιμα εκεί, με το ξύλινο περίβλημα του να κρύβει καλά τα «μυστικά» του και τα μεταλλικά μέρη του να ταλαιπωρούνται για χρόνια από τις καλοκαιρινές ζέστες της Μεσσαράς, και να πυρώνονται απ’ τον Ιούνιο ως τον Οκτώβρη και να παγώνουν το χειμώνα από το Δεκέμβρη ως το Μάρτη, που το μέταλλο μπορούσε να σε «κάψει» από το κρύο. Φαντάζομαι όλα τα ζουζούνια, τα ζωύφια και τα έντομα που είχαν το μικρόκοσμο τους κάτω από το σιδερένιο κρεβάτι ότι θα απέφευγαν τα μεταλλικά σημεία του μπαούλου, χειμώνα και καλοκαίρι και θα έβρισκαν θαλπωρή, μόνο στα ξύλινα μέρη του.

l

Ένα γράμμα έχει ξεπέσει από το φάκελο. Φαίνεται από το κιτρινισμένο χρώμα του κι από το ζαρωμένο χαρτί, πως το συγκεκριμένο γράμμα, έχει διαβαστεί περισσότερες από μία φορές. Ακόμα και η οσμή που αναδίδει, είναι πολύ πιο έντονη από τη μυρωδιά των άλλων επιστολών. Δεν είναι ο χρόνος που μυρίζει σ’ ’αυτήν, ή ο φόβος, ή η ελπίδα. Είναι κυρίως η μυρωδιά της αγάπης. Σκόπιμα, προφανώς, δεν είναι σε φάκελο. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις ποιος την στέλνει, πότε και σε ποιον. Όμως πρέπει


5.13΄ ακριβωσ

να είναι χωριστά από τις άλλες. Γιατί– όπως συμβαίνει τούτη τη στιγμή– η επιστολή κάποια στιγμή θα διαβαστεί. Από κάποιον ή κάποια που έρχεται από μακριά. Ήταν ζήτημα χρόνου. Όσο καλά κρυμμένη και να είναι, κάποια στιγμή θα έρθει στο φως. Πόσο δύσκολο είναι να διαβάζεις γράμματα μιας άλλης εποχής, πολλές δεκαετίες πίσω, ανθρώπων που αγνοούσες την ύπαρξή τους, που γνώρισες ελάχιστα ή και καθόλου και τώρα ξαναζούν. Τους γνωρίζεις από κοντά και μάλιστα τους γνωρίζεις σε βάθος. Έρχεται το πλήρωμα του χρόνου που η Ιστορία του τόπου ζητά να χορέψει ένα βαλς με την Ιστορία της οικογένειας σου , με τη φύτρα απ’ όπου ξεπετάχτηκες και συ. Ξαφνικά νιώθεις πως μετέχεις κι εσύ σ’ αυτήν, είσαι μέρος της, κομμάτι της, μικρό μεν, αλλά κομμάτι της. Αυτός ο Χορός έρχεται απρόσμενα, προσκαλείσαι σ’ αυτόν, ίσως εντελώς τυχαία σε χρόνο και τόπο απροσδιόριστο, που θα προκύψει, όχι κατόπιν δικής σου πρόκλησης, αλλά η ίδια η Ιστορία θα τον προκαλέσει. Πόσο δίκιο είχαν οι Ρωμαίοι μ’ αυτό το «scripta manent, verba volant”, έστω κι αν οι περισσότεροι θεωρούσαν και θεωρούν πως ο γραπτός λόγος δεν είναι τόσο ζωντανός, όσο ο προφορικός. Πρέπει να διαβάσω προσεκτικά. Το φως είναι αχνό, γιατί είναι βράδυ. Κανένας τεχνητός φωτισμός δεν μπορεί να αντικαταστήσει το φως του ήλιου. Είναι και πολύ περασμένη η ώρα. Τα μάτια, όσο και να προσπαθείς να τα κρατήσεις ανοικτά, αυτά λες και υπακούν στο νόμο της βαρύτητας, δεν αργούν να αργοκλείσουν και, λίγο πριν την πλήρη καταβύθιση τους, τους υπενθυμίζεις ότι τα χρειάζεσαι ανοικτά για κάμποση ώρα ακόμα. Ίσως μέχρι να ξανάρθει το φως του ήλιου. Αυτού του είδους το ξενύχτι το έκανα μόνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οπότε αναγκαστικά έπρεπε ν’ ακολουθώ το πρόγραμμα άλλων. Άλλωστε, έχω μια υπερευαισθησία στα μάτια. Πάντα ένιωθα πως είναι το μόνο σημείο του σώματός μου, που κατά τρόπο περίεργο, εκεί μόνο αισθάνομαι κυρίως τη σωματική και πνευματική κούραση. Τελικά, βρίσκω τον τρόπο να σταθεροποιήσω τα βλέφαρα και να εστιάσω στο αχνογραμμένο κείμενο:


Μιχαλησ τζανακησ

Γράψε μου τα νέα σου, και μην καθυστερήσεις Στην ξενιτιά που βρίσκομαι, να με παρηγορήσεις, Βραδιάζει, ξημερώνει ο Θεός, κι εγώ πουλί μου κλαίω, Και καθενός τον πόνο μου, δεν κάθομαι να λέω, Ο έρωτας κι ο θάνατος, τα δυο με πολεμούνε, Το θάνατο ενίκησα, τον έρωτα φοβούμαι, Μα ο στρατός με μάρανε και μ’ έχει μαραμένο, Σαν το λεμόνι πράσινο και κατηγορημένο, Δυστυχισμένο μου κορμί, πέθανε να γλιτώσεις, Και στέναξε τα βάσανα, του χάρου να τα δώσεις, Θ’ ανοίξω την καρδούλα μου και μέσα θα σε βάλω, Κι όρκο θα κάμω στο θεό να μη σε ξαναβγάλω, Το μνήμα μου είναι ανοικτό, κοίταξε να το κλείσεις, Γιατί θα μπω αζωντανός, και δε θα μ’ αποκτήσεις, Πλησίασε στον τάφο μου και σήκωσε την πέτρα, Κοίταξε το κορμάκι μου, και τις πληγές μου μέτρα, Ελπίδες και παρηγοριές δε θέλω από κανένα, Γιατί ο γιατρός που μ’ έγιαινε είναι μακριά στα ξένα, Μάτια έχεις τσελβελίδικα, κορμί χυτή λαμπάδα, Άσπρος λαιμός, ξανθά μαλλιά, φρύδια σμικτά και μαύρα, Τα ρόδα βάνω στο χαρτί, όμορφα διπλωμένα, Να σου τα στείλω αγάπη μου, που είσαι μακριά στα ξένα, Αλάργο με ξορίσανε, μα γω θα έρθω πάλι, Μαλαματένιο γιασεμί, όμορφο πορτοκάλι, Σαράντα χρόνους θάλασσα, στεριά να μην πατήσω, Βαστώ, το το χατίρι σου, να μη σε λησμονήσω, Όταν εσένα δε θωρώ, ίντα καρδιά θα κάμω, Με ίντα νου θα περπατώ στον Κόσμο τον Απάνω, Περνώ τσι μέρες σκοτεινές, και τον καιρό θλιμμένο, Όταν εσένα δε θωρώ τι άλλο περιμένω, Άλλη δε βάνω στην καρδιά και μοναχή θε να’ σαι, Βάστα το το χατίρι μου, ώστε να ζεις και να ’σαι, Τα χέρια σου τα όμορφα, θέλω να μ’ αγκαλιάσουν, Να βάλω και προσκέφαλο, τη νύχτα τα μαλλιά σου,


5.13΄ ακριβωσ

Ήθελα η αγάπη μου, στην πόρτα να προβάλει, να δω τα ρόδα οπού δινε, ανέ τα δίνει πάλι, πως θα περάσω τον καιρό. Οπού θα ζήσω ακόμη, που μ’ έφαγαν τα βάσανα, και οι καημοί κι οι πόνοι, μα λογαριάζω τον καιρό, εικοσιδυο εκατατάχθη του Ιουλίου του μηνός, κι η νιότη μου εχάθη. Αχ, έκαμα σου την καρδιά, κι έφτυξε αίμα χάμαι, Μ’ από ‘ταν ξεχωρίσαμε, όλο στα σκοτεινά μια.

Μια επιστολή ερωτική μέσα στο ζόφο του πολέμου, με χαρακτήρες περίπου καλλιγραφικούς από έναν άντρα με ανεπαρκή μόρφωση προφανώς, αφού εκείνα τα χρόνια η μόρφωση ήταν πολυτέλεια. Μαζί μ’ αυτήν την επιστολή στοιβαγμένες κι άλλες, ενώ στη μέση βρίσκεται ένα ρολόι με τους δείκτες καρφωμένους σε μια συγκεκριμένη ώρα. Είναι προφανέστατο, σκέφτομαι, πως πρόκειται για μια ερωτική επιστολή... Μέχρι που τη διάβασα, δεν πίστευα πως τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι είχαν τέτοιες ευαισθησίες. Πάντα θεωρούσα πως οι πόλεμοι και οι αγώνες για την ελευθερία αλλοτρίωναν αισθηματικά τον άνθρωπο που είχε άλλες προτεραιότητες. Αδικαιολόγητος εντελώς να έχω τέτοιες απόψεις, ζώντας στη γη που ο «Ερωτόκριτος» περίμενε να ξεφανερωθεί στην «Αρετούσα». Λάθος μεγάλο να θεωρώ πως ο έρωτας θα πήγαινε χωριστά με τη Λευτεριά και την Πατρίδα. Άλλωστε κι αυτά Έρωτας είναι...


Ο

φυσιολογικός θάνατος της γιαγιάς ανοίγει ένα «ξεχασμένο» μπαούλο, μέσα στο οποίο βρίσκονται στριμωγμένοι άνθρωποι, ήρωες, αισθήματα, Ιστορία. Το άνοιγμα αυτού του μικρού μπαούλου θα μετατρέψει τη βραδιά ενός τριαντάρη σ’ έναν καταιγισμό συναισθημάτων, συγκινήσεων και αποκαλύι τελευταίες στον κάμπο έρχονται με τους νοτιάδες ψεων, βροχές που αρχίζουν από ένα «λάθος» έγκλητης άνοιξης. Οι άνεμοι αυτοί για την Κρήτη είναι μα πάθους στα χιονισμένα Λευκά Όρη, «προάγθα γελοι» του καλοκαιριού τουκάμπο χειμώνα, την άνοιξη συνεχίσουν και στον τηςφυσούν Μεσσαράς και και το φθινόπωρο φέρνουν το χαμσίνι Σαχάρας, στηκαι Σμύρνη τουβορειότερα ’22, θα περάσουν διάτης πυρός υπενθυμίζοντας τη γειτνίαση του νησιού με τη χώρα του Νείλου. και σιδήρου από τη μεταξική Ελλάδα και τη Ο ουρανός κοκκινίζει φέρνει μεγια ταχύτητα τα τελευταία ή τα γερμανικήκαι θηριωδία, να κατασταλάξουν πρώτα σύννεφα, αναλόγως αν είναι άνοιξη ή καλοκαίρι. Αυτοί οι σ’ ένα εργένικο δωμάτιο, μέσα σ’ ένα αντικείνοτιάδες, βαραίνουν το κεφάλι των Κρητικών, οι οποίοι ξαφνικά μενο που μυρίζει πάνω από έναν αιώνα ελληαισθάνονταινικής τους ιστορίας. χτύπους της καρδιάς στα μηνίγγια τους και τις ώρες τούτες δε θέλουν να έχουν πολλές σκοτούρες στο κεφάλι τους. Είναι η ώρα που ξεχειμωνιάζει, που ξεθυμαίνει το κρύο κι οι χοντρές στάλες, που έφερε από το νότο ο ουρανός, κρέμονται στους λεμονανθούς. Αυτοί εν τω μεταξύ, προβάλλουν άσπροι και σκληροί, μα προπαντός μυρωδάτοι. Είναι ο καιρός που οι Χαιρετισμοί τελείωσαν και το χωριό ετοιμάζεται να πενθήσει το Χριστό. Οι αυλές, τα πανωπόρτια, οι πεζούλες ασβεστώνονται να φύγει η μούχλα του χειμώνα, η πράσινη χλωρίδα από κάθε αρμό του εδάφους, ν’ ανοίξει το χρώμα των σπιτιών, μαζί με τις καρδιές των ανθρώπων. Μια βδομάδα οι «καλησπέρες» κι οι «καληνύχτες» θα λέγονται έξω απ’ τον Άη Γιώργη, το Λεβέντη του978-960-564-041-5 χωριού, που το φύISBN λαξε όλο τον καιρό, που η Τουρκιά μαγάρισε τα ίσια χώματα του ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ κάμπου. Απέναντι απόο στις κορφές του Ψηλορείτη το χωριό δεν ε λ ότ ος ξέρει, αν τελικά είναι καμπίσιο ή ορεινό. Αγναντεύει μπροστά του όλο τον Μεσσαρίτικο κάμπο, τις πλαγιές και τις κορυφές του Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 Ψηλορείτη, ενώ πίσω του ακριβώς, έχει για «πλάτη» την οροσειE-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com

1

Ο

www. ocelotos. gr


5.13΄ ακριβωσ

ρά των Αστερουσίων, να πρασινίζει το χειμώνα με τις βροχές, να λουλουδίζει την άνοιξη από τα χρώματα, να κιτρινίζει από το λιοπύρι του καλοκαιριού και να κοκκινίζει το φθινόπωρο από τ’ άλικα ηλιοβασιλέματα. Εκεί, καθώς ο ήλιος πέφτει από άλλη γωνία, θαρρείς και βλέπεις ένα βουνό να καίγεται. Η οροσειρά αυτή είναι χαμηλή– κάποτε λένε ήταν κατάφυτη– αλλά ασκεί μια περίεργη έλξη σ’ όλους τους ανθρώπους στον κάμπο. Από τη βόρεια πλευρά, έχουν μεγάλο οπτικό πεδίο ίσαμε τον Ψηλορείτη, μα νότια ετούτα τα βουνά είναι στην πλάτη τους και σα να τους πιέζουν. Κατά ένα περίεργο τρόπο τα αντιμετωπίζουν με δέος, σα να είναι τα πιο ψηλά βουνά του κόσμου. Λένε για τους «βουνίσιους» στην Κρήτη, πως δεν εκιότεψαν, πως δεν προσκύνησαν και εν τέλει δε διαφεντεύτηκαν από τους εχθρούς του νησιού, Βενετσάνους και Τούρκους, μα δε λένε για τους «καμπίσιους», που κι αυτοί τράβηξαν το «κουπί» της σκλαβιάς, γιατί δεν είχε σπήλιους να κρυφτούν, τροχάλους να πετάξουν, μόνο έπρεπε να κοιτάξουν τον εχθρό κατάματα και είχαν δυο επιλογές: ή να τον θέσουν «ανάσκελα», ή να υποστούν τα πάνδεινα αν δεν τον προλάβαιναν. Αυτή η εποχή είναι από το Θεό δοσμένη. Ήξερε Αυτός και πότε πέθανε και πότε αναστήθηκε. Ο κάθε πεθαμένος λίγο το θέλει τέτοιον καιρό να σηκωθεί μεμιάς, να μυρίσει τους λεμονανθούς, να μαζώξει τα χαμομήλια, ν’ αγκαλιάσει τα τριαντάφυλλα, χωρίς να τρυπηθεί απ’ τα αγκάθια. Αυτή την έννοια δεν είχε κι ο Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»; Την Άνοιξη φοβούνταν κι οι πολεμιστές κι όχι τους Αγαρηνούς. Τα λουλούδια, τα άνθη, τις οσμές, τα χρώματα, τα σχήματα. Όλα γεννιούνται ετούτον τον καιρό, τίποτα δεν πεθαίνει. Αυτός, λοιπόν, ο τόπος είχε να κάμει και με τον κάμπο, που τον είχε στα «πόδια» του, αλλά και με τα βουνά, που το τήραγαν μακριά μπροστά του και κοντά πίσω του. Οι άνθρωποί του δε φοβόταν ούτε το κρύο που κουβαλούν το χειμώνα οι κορφές της Ίδης ίσια κάτω, ούτε το λίβα που έρχεται ίδιος κι απαράλλακτος «αράπης», μετά το τέλος του Μάη και κατακαίει τις πέτρες, το χώμα, τα στάχυα, τρελαίνοντας στην κάψα πετούμενα και τρεχάμενα ζώα.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.