μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ
μύρτι λ ο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Π
•
οιός εἶναι ὁ Τσόρνιι Ντόν; Τί θά σηματοδοτήσει γι’ αὐτόν ἡ γνωριμία του μ’ ἕναν λύκο, ὅπως καί μ’ ἕναν ἀπροσδιορίστου ἡλικίας ἄγνωστο ἄντρα στά πυκνά δάση τοῦ Καυκάσου; Θά καταφέρει νά βρεῖ ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα πού τόν καῖνε; Πῶς θά ἐξελιχτεῖ ἡ ζωή του ἀπό τήν περιπέτειά του καί μετά;
ΤΕΥΧΟΣ5 ΑΝΟΙΞΗ -ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2014
Στό μυθιστόρημα «Πρόσωπα στό νερό» ἡ συγγραφέας παρακολουθεῖ τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου ὥσπου νά κατακτήσει τήν ἀληθινή του ταυτότητα. Ἔτσι τό βιβλίο αὐτό θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ καί ὡς φυσική συνέχεια τοῦ προηγουμένου τῆς Ν.Ζ.: «Ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ».
Το βιβλίο της Νατάσας Ζαχαροπούλου κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
Λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο»
ISSN: 2241-3685
ΕΤ ΑΙ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 5 | ΑΝΟΙΞΗ - ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2014
ΔΩ
ΡΕ
ΑΝ
Μ
ΥΡΤΙΛΟ υπ’ αριθμόν 5, τέλη Άνοιξης και αρχές Καλοκαιριού. Καθώς καταλαγιάζει η πρώτη σκόνη του φαινομένου της κρίσης, αναφαίνεται τώρα στα κείμενα μια πιο ώριμη και ξεκάθαρα λογοτεχνική προσέγγιση, ίσως επειδή το περιοδικό γίνεται γνωστό και προσελκύει συμμετοχές αμιγέστερα λογοτεχνικές, ίσως ακόμα επειδή μετά την πρώτη αμηχανία έρχεται και η διαύγεια σιγά σιγά στην ταλαιπωρημένη κοινωνία μας. Η ποίηση δεν θα μπορούσε να λείπει από το τρέχον τεύχος. Ωστόσο, προς έκπληξη της σύνταξης, το διήγημα κέρδισε έδαφος και, μάλιστα, στην πιο εκτενή του εκδοχή. Η αφήγηση ποικίλλει, όπως και τα είδη, με εκπροσώπους ακόμη και από την παραλογοτεχνία, αν κρίνουμε από την παρουσία δειγμάτων αστυνομικής και «ροζ» λογοτεχνίας ή και επιστημονικής φαντασίας. Η αφηγηματική δεινότητα είναι ξεκάθαρη. Η καλλιτεχνική δύναμη μένει για άλλη μια φορά να αξιολογηθεί από τον αναγνώστη. Σε αντίθεση με προηγούμενα τεύχη, δεν έχουμε εξόφθαλμες διακειμενικές συνομιλίες, όμως η βία και ο έρωτας σχεδόν γεμίζουν τις σελίδες αυτού του ΜΥΡΤΙΛΟΥ. Επίσης ο πολιτικός, κοινωνικός και ψυχολογικός στοχασμός υποβόσκει ανάμεσα στις αράδες, στους στίχους και στις σκηνές, ενώ όλα καταφέρνουν με κάποιο αδιόρατο συνδετικό νήμα να θυμίζουν Ελλάδα. Εκ μέρους της σύνταξης, ευχαριστούμε όλους για τις συμμετοχές και τη συνεργασία. Ευχόμαστε οι επόμενοι μήνες να φέρουν έμπνευση και σκέψη που θα εφορμά από υψηλότερους βαθμούς ελευθερίας. Ακόμα ευχόμαστε να προσελκύσουμε αναγνώστες που θα θελήσουν να διακρίνουν, να ανακαλύψουν και να περιπλανηθούν άσκοπα και άδολα. Όπως υπέδειξε η ζύμωση απόψεων με τους συγγραφείς και η εμπειρία των προηγούμενων τευχών, το περιοδικό θα κυκλοφορεί από εδώ και στο εξής σε εξαμηνιαία τακτική βάση. Φρέσκο ΜΥΡΤΙΛΟ θα βρίσκεται στα σημεία διανομής δυο φορές τον χρόνο: τους μήνες Ιούνιο και Δεκέμβριο. Μπορείτε να στέλνετε τα σχόλιά σας ή ύλη συμμετοχής στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: periodiko.myrtilo@gmail.com
Μύρτιλο Λογοτεχνικό Περιοδικό ISSN: 2241-3685 Τεύχος 5ο Άνοιξη-Καλοκαίρι 2014 ΙΔΙΟΚΤΉΤΗΣ
Ελένη Λ. Παντοπούλου Εκδόσεις Οσελότος ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
Αιμιλία Σκουφάκη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ
Κωνσταντίνα Σαρρή ΣΧΕΔΙΑΣΜΌΣ
Ocelotos Publishing PHOTO ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ
Matej Kastelic (Μαροκινή αγορά) ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Δεκάλογος ΕΠΕ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΊΑ : 210 6431137 • 210 6431108 periodiko.myrtilo@gmail.com FACEBOOK
Λογοτεχνικό Περιοδικό Μύρτιλο ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ
http://www.ocelotos.gr ΔΙΕΎΘΥΝΣΗ
Βατάτζη 55, 11473 – Αθήνα To περιοδικό Μύρτιλο διατίθεται ΔΩΡΕΑΝ στα βιβλιοπωλεία και ηλεκτρονικά στο www.ocelotos.gr
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Αγγέλα Πέτρα
4
Σε αναζήτηση του ενόχου Δεύτερη ανάγνωση, Εφήμεροι
Ελένη Κ αρακατσάνη
6
Ο Αφρικανός
Σοφία Δ. Αγραπίδη
13
Ποίηση, Σπίτι στ’ Αναφιώτικα
Ναταλία Ηλία
14
Προσφυγικός θρήνος
Νικ Μπήτνικ
16
Το κλαδευτήρι
Μαρία Τουλ
18
Το τέλος μιας ζωής
Γιώργος Τσαμίλης
20
Δεν ήταν έτοιμος να φύγει
Νάταρ Άννα
29
Σικελία, Για τον ποιητή, Πετώντας στο κενό
K ωνσταντίνος Θεοφανέλης
30
Τα πρώτα συμβάντα
Γιάννης Κισκήρας
33
Μονόφθαλμος πανόπτης, Το ζευγάρι της παγωνιάς
Νέκτη Σταμέλου
34
Πενήντα πυροβολισμοί δρόμος
Νίκος Τεντόμας
36
Η λίστα
Ντετέλ Μαλαξιανάκη
38
Αυτοβιογραφία ενός καθρέπτη
Μάριος Νεοκλέους
40
Η Νέα Καληδένια
Ελένη Μαυρογονάτου
47
Έρμα, Ασώματη ηδονή
Ri Tapada
48
Βροχή από σφαίρες
Γιωργής Αλεξάνδρου-Κορνηλιάδης
52
Περί της αναίμου κάθειρξης – Νέκυια
Τάσος Πατρώνης
54
Πορτοκαλί Ντερριντά
Κυριάκος Νικολούδης
56
Εγκλήματα
Ελένη Παντούλα
59
Συναίσθημα και λογική, Ο φθόνος της ζωής
Αλέξανδρος Πλάτων Δέλτα
60
Η Ανθούλα
Ελένη Κουράτου
62
Έρημο σπίτι, Κλήδονας, Όταν
Βιβή Καλτσούνη
64
Η ενοχή
Στέλλα Σοφία Νικ. Ζυγούρη
71
Τι θα πουν οι άλλοι…
Κίρκη Ραφαηλίδου
72
Ζωή είναι το τώρα
Αλέκα Χαριτίδου
74
Έτσι απλά
Δέσποινα Λουλουδάκη
76
O Ρόι και η σκύλα ή… Για τον ατσαλάκωτο
Έφη Κώτση-Δεληγιάννη
78
Το παλικάρι, Πολλών ταχυτήτων, Ενηλικίωση, Τρεις μείον ένας
Ματίνα Καράμπαλη
80
Artemis, Fragrance
Έλσα Παντoπούλου
81
Φλασιές
Αλεξία Καλογεροπούλου
82
Έρωτας
Οι φωτογραφοι του τευχουσ 84
4
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Αγγέλα Πέτρα Σε αναζήτηση του ενόχου Βουφόνια για τον Henk S.Versnel
Πού να βρουν τον φταίχτη Η ενοχή είχε πρόσωπο ομαδικό Νεαρές κοπέλες έφερναν νερό ν’ ακονίσουν το τσεκούρι και το μαχαίρι Άλλος έδινε το τσεκούρι Άλλος κατάφερνε την τσεκουριά Κι άλλος έσφαζε το βόδι με το μαχαίρι – είχε φάει τις προσφορές που προόριζαν για τον θεό Έγδερναν το τομάρι του ζώου Γεύονταν όλοι το κρέας Στη δίκη που έκαναν καλούσαν όλους σε απολογία Ο ένας κατηγορούσε τον άλλον Οι κοπέλες – αυτούς που ακόνισαν τα σύνεργα της θυσίας Εκείνοι – αυτόν που έδωσε το τσεκούρι Αυτός – εκείνον που έσφαξε το ζώο Ο τελευταίος έριχνε το κρίμα στο μαχαίρι Σ’ αυτό έπεφτε η καταδίκη – δεν είχε άλλωστε φωνή Το έριχναν στα βάθη της θάλασσας απ’ όπου δεν υπάρχει γυρισμός Με χέρια καθαρά δικαιολογούσαν τη σφαγή του συντρόφου του ζευγά κάθε χρονιά Ήταν το πιο χρήσιμο ζώο
ZZ Η Αγγέλα Πέτρα έχει σπουδάσει αρχαιογνωσία. Τα τελευταία δέκα χρόνια διδάσκει σε ελληνικό πανεπιστήμιο. Στο περιοδικό ΜΎΡΤΙΛΟ φιλοξενούνται οι πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων της.
Αγγέλα Πέτρα
Δεύτερη ανάγνωση Την Κίρκη την φοβήθηκε Πώς να πλαγιάσει δίπλα της γυμνός Ν’ αντισταθεί δίχως σπαθί στη μαγική της έλξη Την όρκισε πως δεν θα τον πειράξει Την Καλυψώ την χρησιμοποίησε Ταίρι παντοτινό γύρευε στη μοναξιά της η θεά Αλλά ο έρωτας φεγγάρι που φθίνει Έπαψε γρήγορα να του δίνει χαρά Από ανάγκη έσμιγε μαζί της Με την Πηνελόπη όμως ήταν διαφορετικά Απόκτησε πάλι κύρος χρήματα εξουσία Όχι σε κάποια ωκεάνεια εσχατιά Αλλά στο κέντρο του κόσμου την Ιθάκη
Εφήμεροι Από την ανατολή ως τη δύση το ταξίδι μέσα στην πολυκύμαντη κούπα του ήλιου Ταξιδεύουν γαντζωμένοι στο κατάρτι του λόγου καθώς λιγοστεύουν οι αισθήσεις Μια γενιά η θύμησή τους Μια φωτογραφία η μορφή τους Ξεθώριασε ήδη στην κορνίζα με το καθημερινό ταξίδι του ήλιου Από την ανατολή ως τη δύση η ζωή τους
5
6
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Ελένη Καρακατσάνη Ο Αφρικανός
Μ
ονάχα ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού θα έφτανε για να μετατραπεί το όνειρο σε μαγεία. Η Φλωρεντία δεν έβλεπε ποτέ όνειρα. «Δεν είναι δυνατόν να μη βλέπεις όνειρα, Φλωρίτσα μου, όλοι βλέπουν. Απλώς, δεν τα θυμάσαι». Η σοπράνο φωνή της Νάσιας, σε κάθε ευγενική της παραίνεση, δημιουργούσε σάλο στον εσωτερικό κόσμο της Φλωρεντίας. Σαν να επρόκειτο για εκατοντάδες πυρωμένες ακίδες βελονιστή. «Δεν το ήξερα, μαμά, πως μπορείς να σχολιάζεις το όνειρο μέσα στο όνειρο». Η Νάσια, όπως πάντα, κοίταγε την κόρη της με καμάρι σαν να προσδοκούσε κάποιου είδους επιβράβευση για τα λόγια σοφίας. Εδώ, όμως, επρόκειτο για κάτι περισσότερο από ένα καλοστημένο κάδρο τ’ ουρανού. Ο «φακός» περιεργαζόταν εν συντομία το πεντακάθαρο γαλάζιο του ορίζοντα που διέκοπταν ενίοτε χαριτωμένα συννεφάκια νηπιαγωγείου. Στη συνέχεια, προσπερνώντας το ηλιοβασίλεμα, συναντούσε τη γραμμή της ένωσης με τη Γη, πριν βυθιστεί σε χτενισμένα βιολετιά λιβάδια. Η Φλωρεντία ήταν σίγουρη πως μπορούσε να απολαύσει τη γλυκιά μυρωδιά της λεβάντας. Ας ήταν να μην τέλειωνε ποτέ αυτό το όνειρο! Έπιασε τον εαυτό της να προσπαθεί να συγκρατήσει λεπτομέρειες από τον κάμπο με τις στοιχισμένες λεβάντες. Έπρεπε οπωσδήποτε να θυμηθεί πως υπήρχε κι ένα δέντρο στην κορυφή ενός από τους μοβ λόφους. Άρχισε να τρέχει χωρίς σκοπό, χωρίς κατεύθυνση, ανάμεσα στα βιολετιά σπαρτά, μόνο και μόνο για να χαϊδεύει τις επιφάνειές τους, καθώς τα ανθάκια τους –βαριά καθώς ήταν– ανάγκαζαν τα φυτά να γέρνουν σαν να είχαν κουραστεί από το βάρος τους, σαν να ήθελαν να τεντωθούν για ν’ αγκαλιάσουν το ένα το άλλο. Ήταν χαρούμενη, πάνω απ’ όλα, διότι είχε πλέον κι εκείνη την εμπειρία ενός ονείρου και, μάλιστα, χρωματιστού. Για πρώτη φορά θα μπορούσε να διηγηθεί στη Νάσια το κατόρθωμά της. Θα είχε την ευκαιρία να δει το βλέμμα της να γεμίζει από ευχαρίστηση. Όπως τότε, που καμάρωνε την κόρη της για τα νηπιακά αριστουργήματά της: «Η Φλωρίτσα μου, μια γνήσια καλλιτέχνης!» καυχιόταν στις φίλες της και είχε γεμίσει
ZZ Η Ελένη Καρακατσάνη γεννήθηκε στη Δράμα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Ζει μόνιμα στη Μύκονο, όπου ασχολείται με τουριστικά επαγγέλματα. Σποραδικά δημοσιεύει κείμενα και διηγήματα στον τοπικό Τύπο. Διηγήματά της περιλαμβάνονται επίσης στο συλλογικό έργο «7.30 στην οδό Μασσαλίας», εκδ. Οσελότος (2009), ενώ το 2013 κυκλοφόρησε η ατομική συλλογή διηγημάτων της με τίτλο «Μεσιέ 42 και άλλες ιστορίες (εκδ. Οσελότος).
Ελένη Καρακατσάνη
τους τοίχους του σπιτιού με χρωματιστά σπιτάκια, καμπυλωτές κορυφογραμμές με ηλιοβασιλέματα και αγριεμένες θάλασσες με περήφανα μονοκάταρτα. Κάποιος της άγγιξε ελαφρά τον ώμο. Άνοιξε τα μάτια της. «Το επισκεπτήριο έχει τελειώσει εδώ και λίγα λεπτά. Θα σας παρακαλούσα να βγείτε από την αίθουσα, διότι πρέπει να περιποιηθούμε τους ασθενείς. Η προϊσταμένη θα ήθελε να σας μιλήσει για λίγο…» Η Φλωρεντία ξαφνιάστηκε, καθώς συνειδητοποίησε πως κοιμόταν στ’ αλήθεια. Η νοσηλεύτρια δεν φάνηκε να της δίνει σημασία. Ο θάλαμος της εντατικής φιλοξενούσε δώδεκα ασθενείς και οι νοσηλευτές ακολουθούσαν ένα σφιχτό πρόγραμμα που δεν τους άφηνε χρόνο για να σχολιάζουν τη δραστηριότητα των επισκεπτών. «Πώς τα κατάφερα να κοιμηθώ πάνω σ’ αυτήν την καρέκλα απέναντι στη Νάσια, είναι ανήκουστο…» ψέλλισε η Φλωρεντία. Κοντοστάθηκε στην είσοδο της εντατικής για να ξεφορτωθεί την ποδιά μιας χρήσεως, να απολυμάνει τα χέρια της και να διαχειριστεί όσα άκουσε από την προϊσταμένη. Στο μυαλό της, όμως, ακόμα απλώνονταν ζωντανά οι εκτάσεις από «το μικρό σπίτι στο λιβάδι» με την καλλιεργημένη λεβάντα. Της έδιναν μια αίσθηση γαλήνης, όπως και η ανάμνηση του τρυφερού αποχαιρετιστήριου φιλιού που έδωσε για σήμερα στη μητέρα της. Η Νάσια μετρούσε αισίως τις είκοσι ημέρες σε καταστολή, χωρίς να δείχνει σημάδια ανάκαμψης. Η Φλωρεντία έριξε μια ματιά στην αίθουσα των θεραπόντων γιατρών. Οι δύο γιατροί ήταν απασχολημένες με τους συγγενείς νεοφερμένου στην εντατική και συζητούσαν λεπτομέρειες για την πορεία της υγείας του. Προσπάθησε διακριτικά να τραβήξει την προσοχή τους, περισσότερο για να τους δηλώσει την παρουσία της. Η ανταπόκριση ήταν άμεση, αν και κάπως χλιαρή, που σήμαινε σαφώς πως δεν υπήρχε κάποια εξέλιξη ως προς την υγεία της μητέρας της. Τους έγνεψε πως θα επιστρέψει πάλι αύριο και βιαστικά απομακρύνθηκε. Ο χειμωνιάτικος αέρας την άρπαξε από τον λαιμό και την ανάγκασε να τραβήξει το φερμουάρ του μπουφάν της μέχρι επάνω. Είχε προφανώς παρασυρθεί από την ανελέητη ζέστη του νοσοκομείου και είχε ξεχάσει πως ήταν μέσα Φλεβάρη με τον αθηναϊκό χειμώνα στις δόξες του. Η κίνηση στους δρόμους ήταν απίστευτη. Αμέσως μετάνιωσε που είχε έλθει με τον Κάγκουρα και δεν χρησιμοποίησε τη συγκοινωνία. Δεν άντεχε στην ιδέα πως θα έπρεπε να διασχίσει τα φανάρια Μεσογείων και Κηφισίας έως το σπίτι της στο Νέο Ηράκλειο και ξανά επιστροφή το απόγευμα. Η ρουτίνα του σταμάτα-ξεκίνα, κόκκινο φανάρι-πράσινο φανάρι, ήταν αρκετή για να ξεφύγει πάλι το μυαλό της και να περιπλανηθεί σε όλα τα επεισόδια της απότομης κατάρρευσης της Νάσιας, μέχρι την περιφορά της από νοσοκομείο σε νοσοκομείο έως την εντατική του Λαϊκού. Η μητέρα της, η χωρίς-ασπιρίνη-ποτέ-της… Και τώρα; Τώρα άπειρα κοκτέιλς φαρμάκων να της χορηγούνται ενδοφλεβίως. Γρήγορα συνειδητοποίησε πως σύσσωμη η ιατρική κοινότητα του Λαϊκού με τα χέρια ψηλά, αδυνατούσε να εντοπίσει την αιτία της κατάρρευσης της Νάσιας. Η καθημερινότητα της Φλωρεντίας είχε μεταφερθεί πέριξ των επισκέψεων στην εντατική. Η αναζήτηση εργασίας και ο Στράτος, ο άνδρας της, είχαν μπει στο περιθώριο. Η ζωή της μητέρας της βρισκόταν σε κίνδυνο και σαφώς είχε προτεραιότητα. Και τώρα είχε δει μέχρι και όνειρο…
7
8
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
«Τι παράξενο, αλλά και πόσο αναμενόμενο καθώς έχεις να κοιμηθείς κανονικά, Φλωρίτσα μου, πάνω από έναν μήνα», όπως θα έλεγε και η Νάσια. Αυτό το «Φλωρίτσα μου» μόνο η μάνα της το έλεγε. Η Φλωρεντία πάντα χρησιμοποιούσε ολόκληρο το όνομά της κάθε φορά που συστηνόταν: Φλωρεντία Παλαιολόγου. Η Νάσια είχε, φυσικά, διαλέξει το όνομα. Κάθε φορά της έλεγε και μια διαφορετική ιστορία για τον λόγο που το επέλεξε. Πότε ήταν ο ματαιωμένος προορισμός του γαμήλιου ταξιδιού με τον πατέρα της. Πότε ήταν ο διακαής της πόθος να σπουδάσει Καλές Τέχνες στη Φλωρεντία. Άλλοτε πάλι ήταν η ίδια η λέξη που «έπαιζε» τόσο εύηχα παιχνίδια στο μυαλό, φέρνοντας στον νου ταυτόχρονα ανθοφορία και αρχιτεκτονήματα άφθαστου αναγεννησιακού κάλλους… Φυσικά δεν υπήρχε κάποιο άλλο όνομα που να περιέγραφε καλύτερα το ζωντανό έργο τέχνης: εκείνη, τη μοναχοκόρη της. Όποια κι αν υπήρξε η αφορμή της ονοματοδοσίας της μοναχοκόρης, η Νάσια σίγουρα ξέφυγε με πολύ μαεστρία από τον σκόπελο της «Παγώνας» και της «Κασσιανής», τα ονόματα της μητέρας και της πεθεράς της αντίστοιχα. Ήταν μια νικηφόρα μάχη από τις πολλές που έδωσε η μητέρα της προκειμένου να χαράξει τη δικιά της πορεία στην οικογένεια κι όχι εκείνη που είχαν ονειρευτεί οι άλλοι για λογαριασμό της. Η κίνηση εξακολουθούσε να έχει την ίδια πιεστική μιζέρια. Ταυτόχρονα, η Φλωρεντία ένιωθε πως δεν μπορούσε ακόμη να γυρίσει στο σπίτι της. Δεν είχε το κουράγιο να αντιμετωπίσει την καθημερινότητά της. Ακόμα λίγο. Ακόμα λίγο χρόνο μόνη της. Κι αυτή η πιεστική πείνα… Στο επόμενο φανάρι αποφάσισε να κάνει μια στάση. Προχωρώντας στην τζαμένια είσοδο, έριξε μια υποχρεωτική φευγαλέα ματιά στην πληθωρική της σιλουέτα, λίγο πριν πραγματοποιήσει τον καθιερωμένο έλεγχο κίνησης του φαστ-φουντ. Σήμερα δεν θα έπαιρνε τηλέφωνο σε ντελίβερι ούτε θα κατανάλωνε τα ταχυεδέσματα μέσα στον μπορντό Κάγκουρα. Θα έτρωγε ό,τι ήθελε επιτόπου, στον χώρο του μαρτυρίου και της απόλαυσης. Είχε ένα καινούριο θέμα. Χρειαζόταν επειγόντως αρκετές θερμίδες. Το μυαλό της ξέφυγε από την ειδυλλιακή εικόνα του κάμπου με τις λεβάντες και προσγειώθηκε στη συζήτηση με την προϊσταμένη. Το γραφείο της ήταν ένα σωστό κέντρο επιχειρήσεων. Στη μέση της τεράστιας αίθουσας της Εντατικής, έδινε μια αίσθηση ασφάλειας στους επισκέπτες, πως όλα ήταν υπό τον έλεγχό της. Απόδειξη η ύπαρξη τριών μόνιτορ και η συνεχής επαφή με τις νοσηλεύτριες, οι οποίες διαρκώς μετέδιδαν πληροφορίες και έπαιρναν εντολές σαν μελίσσι γύρω από τη βασίλισσα. Η προϊσταμένη –ένα ντροπαλό κοριτσάκι Γυμνασίου θα την έκοβες, με βλέμμα όμως που τεμάχιζε μέταλλα– δεν της πρόσφερε κάθισμα και δεν της έδωσε περιθώριο για καμία ερώτηση. Όσο της μιλούσε, ταυτόχρονα έδινε εντολές τηλεφωνικά, ενώ επαναλάμβανε με εκνευριστική συχνότητα: «σε ό,τι αφορά στην πορεία της υγείας της μητέρα σας, υπεύθυνοι είναι οι θεράποντες ιατροί». Η Φλωρεντία ήδη αισθανόταν άβολα, καθώς δεν είχε ζητήσει η ίδια να μιλήσει με κανέναν και ήθελε να φύγει από κει μια ώρα αρχύτερα, ώσπου: «Γνωρίζετε πως η μητέρα σας έχει από την πρώτη μέρα της νοσηλείας της στην μονάδα εντατικής θεραπείας έναν μόνιμο επισκέπτη;» Τι παράξενο! Αυτό κι αν ήταν κεραμίδα… Η κατάσταση της Νάσιας, όσο περνούσε ο καιρός, έκρυβε κι από μία έκπληξη. Και η παραμικρή νύξη για την ύπαρξη κά-
Ελένη Καρακατσάνη
ποιου προσώπου στη ζωή της θα ακουγόταν σαν κακόγουστο ανέκδοτο. Μια γυναίκα τόσο κλεισμένη στον εαυτό της, μια σβούρα μεταξύ νοικοκυριού και εκκλησίας, η μάνα της, πώς ήταν δυνατόν; Η Φλωρεντία άφησε στην άκρη τη συσκευασία του διπλού τσίζμπεργκερ με μπέικον και τράβηξε μια γερή γουλιά Diet Pepsi. Ένιωσε ανακούφιση. Μπροστά της έβλεπε πως είχε αρκετά μεγάλη μερίδα πατάτας τηγανητής, καθώς και τις αγαπημένες της κοτομπουκιές με έξτρα σος από σάλτσα μουστάρδας. Οι θαμώνες εξακολουθούσαν να μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού και η ένταση της ποπ μουσικής από τα κρυμμένα ηχεία εξακολουθούσε να βρίσκεται σε παραμορφωτικά επίπεδα. Εάν δεν υπήρχε και η δόνηση, δεν θα αντιλαμβανόταν την κλήση στο κινητό της. «Έλα φίλη μου, τι κάνεις; Πάλι μασουλάς;» Μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο την αποκαλούσε έτσι. Η φωνή του Διονύση προκάλεσε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της Φλωρεντίας. «Θέλω να κλάψω στον ώμο σου, αλλά ντρέπομαι να το ομολογήσω». «Καλά κάνεις και ντρέπεσαι, διότι έτσι και αρχίσεις, φίλη μου, πίστεψέ με, θα αποκτήσεις μια πολύ άσχημη και ανθυγιεινή συνήθεια». «Ωραίος φίλος είσαι κι εσύ». «Έχουμε πρόβα σήμερα, θα πάμε;» «Δεν ξέρω... Τι ώρα έχουμε πει;» «Κατά τις οκτώ. Να σου πω την αλήθεια κι εγώ βαριέμαι σήμερα με αυτό το κρύο. Άσε που έχω και το μαγαζί και θα φωνάζει ο άλλος. Δεν βαριέσαι, εκείνος ΠΑΝΤΟΤΕ γκρινιάζει. Λοιπόν τι λες θα πάμε;» «Θα περάσω από το σπίτι σου κατά τις επτά και τέταρτο. Να είσαι έτοιμος». «ΟΚ να προσέχεις, μη σκάσεις...» Το είχε ξεχάσει κι αυτό με τη χορωδία. Εάν δεν ήταν κι ο Διονύσης, δεν θα την έβγαζε καθαρή με την κατάστασή της η Φλωρεντία. Ένα ταλέντο ζωής το είχε ο Διονύσης. Λες και είχε γεννηθεί με τη γνώση της και απλά παρακολουθούσε τους υπόλοιπους να αγωνίζονται σκληρά να ξεφύγουν από τη μοίρα τους. Μόλις το έπαιρνε είδηση πως βούλιαζαν, τους επανέφερε. Καλά, ας μην υπερέβαλε κιόλας, δεν ήταν δα και κανένας άγιος. Ο καλύτερος της φίλος ήταν.
«Τι εννοείτε, προϊσταμένη, έναν μόνιμο επισκέπτη, τη ρώτησα ευθέως». «Και καλά έκανες. Κι αυτή τι σου απάντησε;» «Δεν θέλεις να ξέρεις, Διονύση». Η συζήτηση είχε για τα καλά ανάψει μέσα στο μπορντό σιτροέν. Ο Διονύσης και η Φλωρεντία επέστρεφαν από την πρόβα της χορωδίας, έπειτα από δίωρη εντατική εξάσκηση των φωνητικών τους χορδών. Πλησίαζε η στιγμή της ετήσιας παράστασης και οι πρόβες είχαν γίνει απαιτητικές. Κάθε φορά, είχαν τόσα θέματα να συζητήσουν κι αυτή η κούραση στους λαιμούς τους λειτουργούσε αντίστροφα, σαν ένεση αδρεναλίνης. Τους δημιουργούσε κέφι και διάθεση να μιλήσουν και να αναλύσουν τα πάντα. Είχαν ξεκινήσει από τα καθιερωμένα σχόλια για τους παράφωνους συναδέλφους, τις αδικαιολόγητες παρατηρήσεις της μαέστρου, την πολιτική κατάσταση, τα οικο-
9
10
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
νομικά τους στριμώγματα, και είχαν καταλήξει στο θέμα της ημέρας. Τη δήλωση της προϊσταμένης. Η ώρα ήταν πια περασμένες έντεκα και το συννεφιασμένο πρωινό κρύο είχε καταλήξει νυχτιάτικα σε μια εκνευριστική βροχή τύπου τσιρ τσιρ – ούτε τους υαλοκαθαριστήρες δεν άφηνε να κάνουν τη δουλειά τους κι έτσι δάγκωναν με απελπισία το παρμπρίζ. «Εφόσον βεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά πως είχα πλήρη άγνοια επί του θέματος, πήρε μια βαθιά ανάσα και μου είπε τα εξής: Από την πρώτη στιγμή που η μητέρα σας νοσηλεύεται στην εντατική του νοσοκομείου μας, έκανε την εμφάνισή του ένας Αφρικανός ακαθόριστης ηλικίας, μεταξύ είκοσι πέντε και τριάντα πέντε θα έλεγα, ο οποίος έχει σχεδόν εγκατασταθεί εδώ. Στην αρχή δεν δώσαμε σημασία, καθώς είναι εξαιρετικά ευγενής και διακριτικός. Την πρώτη μέρα του επισκεπτηρίου ήρθε μέσα στο γραφείο μου και με ρώτησε πού βρίσκεται η μητέρα σας. Του εξήγησα πως δεν δίνουμε πληροφορίες για την κατάσταση των ασθενών, παρά μόνο σε στενούς συγγενείς. Νομίζω πως γνώριζε εκ των προτέρων την απάντησή μου, απλώς ήθελε μια ευκαιρία να τη δει από κοντά. Της έριξε μια ματιά, στη συνέχεια ψέλλισε κάτι σαν ευχή ή προσευχή στην γλώσσα του –δεν είμαι σίγουρη– με ευχαρίστησε και αποχώρησε. Δεν ζήτησε ξανά να τη δει. Ούτε ζήτησε να σας γνωρίσει. Στη συνέχεια και για να μη γίνεται ενοχλητικά αντιληπτός από την ασφάλεια του νοσοκομείου, ξεκίνησε ένας γελοίος πόλεμος της γάτας με το ποντίκι. Είτε κάθεται υπομονετικά σε παγκάκι στην αυλή σαν να έχει προκαθορισμένο ραντεβού, είτε προσποιείται πως περιμένει τη σειρά του σε γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων στα εξωτερικά ιατρεία. Κάνει τα πάντα για να γίνει αγαπητός και αρεστός σε όλους. Ακόμη και θελήματα κάνει στους θυρωρούς και στους φύλακες για να κερδίζει την εύνοιά τους. Μέχρι και τον ιερέα του παρεκκλησίου πλησίασε και τον ρώτησε εάν χρειάζεται βοήθεια. Κανένας δεν τον έχει δει ποτέ να κοιμάται ή να τρώει…» «Και καλά, φίλη μου, δεν της είπες… κι εσύ τι ζόρι τραβάς, κυρά μου, μπορεί να είναι θαυμαστής της;» «Κοφ’ το δούλεμα, ρε συ! Τι γυρεύει η μάνα μου, εξήντα πέντε χρονών ζωντοχήρα, με έναν τριανταπεντάχρονο Αφρικανό; Η μάνα μου μόνο με μένα ασχολείται με επιτυχία τα τελευταία τριάντα χρόνια. Κοίτα με: εκατόν είκοσι κιλά θρεφτάρι έχω γίνει από τη φροντίδα της». «Σώπα τώρα με τα κιλά, Φλωρεντία, διότι σήμερα με τρόμο συνειδητοποίησα πως δεν χωράω στα καλοκαιρινά μου τζιν». «Δεν είναι το ίδιο, Διονύση. Εγώ έχω να φορέσω τζιν από τη δεκαετία του ενενήντα». «Πάψε, βρε! Γι’ αυτό σε αγαπάμε όλοι: γιατί είσαι η ξεχωριστή, η μοναδική μας φίλη, η Αντέλ της χορωδίας μας, το αηδόνι μας! Και τώρα, τι θέλει από σένα η Φλόρενς Ναϊτινγκέιλ του Λαϊκού; Την κεφαλή του Αφρικανού επί πίνακι;» «Έλα μου, ντε! Ούτε κι εγώ κατάλαβα. Ακόμη δεν έχω πειστεί ότι πρόκειται για κάποιον που σίγουρα γνωρίζει τη Νάσια. Αλλά και τι να κάνω; Αυτό τη ρώτησα κι εγώ: τι ακριβώς θέλει από μένα. Δεν έλαβα μια σαφή απάντηση, παρά αοριστίες σχετικά με την πολιτική του νοσοκομείου. Ούτε και η ίδια ξέρει εάν πράγματι την ενοχλεί ή όχι η παρουσία του. Πάντως ένα είναι σίγουρο. Εγώ δεν θέλω να ξέρω τίποτα για τον τύπο. Αρκετά έχω στο κεφάλι μου…»
Ελένη Καρακατσάνη
Πράγματι, το κεφάλι της Φλωρεντίας έμοιαζε με την ντισκομπόλ του «Βινυλίου», καθώς πληκτρολογούσε τον κωδικό του συναγερμού, μπαίνοντας στο διαμέρισμά της στο Νέο Ηράκλειο. Λαμπερός πονοκέφαλος. Είχε αποχαιρετήσει τον Διονύση έξω από το τζαζ κλαμπ του στα Πατήσια. «Να με κρατάς ενήμερο για τις εξελίξεις και μην εξαφανιστείς πάλι ολόκληρη την εβδομάδα», της είχε παραγγείλει. Ήδη ήταν σίγουρη για το περιεχόμενο του ονείρου της αποψινής νύχτας. Αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι της, αντικρίζοντας τον ώμο του Στράτου που ανεβοκατέβαινε απαλά, καθώς τα μάτια της έκλειναν βαριά, αφουγκραζόταν αμυδρά τον ρυθμικό κρότο των αφρικανικών τυμπάνων. Και σαν να μην έφταναν τα τύμπανα του πολέμου, ο χορός των Μασάι με πλήρη πολεμική εξάρτιση από δόρατα και χαϊμαλιά με πέτρες και δόντια αιλουροειδών, η Φλωρεντία ερμήνευσε, ως όφειλε, απόσπασμα από το Άφρικα των Τότο. Αυτό το όνειρο, αν και υπερπαραγωγή, είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα των συγκλονιστικών ονείρων... Ξύπνησε με μία μοναδική ιδέα κι έτσι βρέθηκε στη μέση της νύχτας να διενεργεί ενδελεχή έρευνα στο διαμέρισμα της μητέρας της, που βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο δικό της. Ιδού, λοιπόν, πολύ σύντομα έπεσε στα χέρια της η λύση του μυστηρίου! Ενώ ψαχούλευε στα συρτάρια και στους φακέλους της Νάσιας από τις εκδρομές και τα προσκυνήματά της στα μοναστήρια της Ελλάδας, των Ιεροσολύμων και του όρους Σινά, έπεσε στα χέρια της ένα καυτό μενταγιόν.
«Φλωρεντία Παλαιολόγου; Εσύ είσαι; Έλα, σε ζητάει ο κύριος Διοικητής». Ποτέ άλλοτε δεν της είχε φανεί τόσο ατέλειωτη η διαδρομή – συνοδεία, μάλιστα, αστυνομικού. Η Φλωρεντία είχε όλον τον χρόνο να αναπολήσει τις τελευταίες έξι παράλογες ώρες, που κατέληξαν στα κρατητήρια της ΓΑΔΑ παρέα με τον Διονύση και καμιά δεκαπενταριά Αφρικανούς, κυρίως Αιθίοπες, αλλά και λίγους Κενυάτες. Σαν αστραπές στο μυαλό της ζωντάνευαν τα γεγονότα. Η ανακάλυψη του φυλαχτού, το οποίο, αν και ξύλινο, ήταν τόσο καυτό που κόντευε να της κάψει το χέρι. Η επίσκεψη στο σπίτι του Διονύση. «Ξέρω πως είναι ακατάλληλη ώρα, αλλά χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Κοίτα τι βρήκα στα αναμνηστικά της Νάσιας! Κρίμα που δεν έχει οδηγίες χρήσης!» Ευτυχώς ο Διονύσης είχε την ψυχραιμία να την καθησυχάσει λέγοντας: «Θα το γκουγκλάρουμε, φίλη μου… Κάτι θα ανακαλύψουμε…» Μέγα λάθος. Η έρευνα στον ιντερνετικό ιστό τους οδήγησε σε μονοπάτια μυστηριακά και σε ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση. Βρέθηκαν μπροστά σε δεκάδες φυλαχτά, ξόρκια, προσευχές, ευχές – κανένα όμως δεν ταίριαζε με το δικό τους. Ώσπου, απογοητευμένοι και αποκαμωμένοι, αποφάσισαν να βγουν έξω σε αναζήτηση ξενυχτάδικου καφέ. «Στο Μπρόντγουεϊ στην Πατησίων έχει ένα. Πάμε εκεί», πρότεινε ο Διονύσης. Ήταν περασμένες τέσσερεις το πρωί, όταν ο μπορντό Κάγκουρας οδήγησε τους δύο αποκαμωμένους και απογοητευμένους φίλους στο γνωστό γωνιακό καφέ της Πατησίων. Ο κόσμος λίγος – κυρίως κοπέλες σε όλες τις αποχρώσεις της σοκολάτας, προκλητικά ντυμένες. Η Φλωρεντία βγάζει και παρατηρεί για άλλη μια φορά το μενταγιόν της Νάσιας.
11
12
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
«Πού βρήκες εσύ αυτό; Έχεις άρρωστο;» Ναι, είχε άρρωστη τη μαμά της και η μικρή Αιθίοπας ήξερε πάρα πολλά για το μενταγιόν που απεικόνιζε τον πρώτο χριστιανό φύλαρχο. «Πρέπει βιαστούμε, δεν έχεις χρόνο πολύ. Πανσέληνος πλησιάζει δύση της…» Από τα παράλογα εκείνης της βραδιάς, δεν μπορούσε να λείπει μια ακόμη τρελή διαδρομή που περιελάμβανε την Πατησίων, τα Χαυτεία, την Αθηνάς και την οδό Ευριπίδου, απ’ όπου γέμισε ο Κάγκουρας με τέσσερεις μικροκαμωμένες Αφρικανές. Η κατάληξη της τρελής κούρσας ήταν, φυσικά, το προαύλιο του Λαϊκού. Εκεί, για πρώτη φορά η Φλωρεντία αντίκρισε τον Μγκάλι, τρισέγγονο του πρώτου χριστιανού φύλαρχου και μικροπωλητή έξω από την ΑΣΟΕΕ. Η Φλωρεντία, ο Διονύσης και τα τέσσερα κορίτσια ενώθηκαν με την παρέα του Μγκάλι και καμιά δεκαριά ακόμη φίλων του κι όλοι μαζί, ακριβώς στις έξι το πρωί, ξεκινήσανε τον ψαλμό της ιάσεως. Παρόλο που είχαν περάσει μόλις πέντε ώρες από τη μονότονη ψαλμωδία, η Φλωρεντία αδυνατούσε να θυμηθεί τους στίχους. Ήταν κάπως σαν: αμπε-γκα-τουρου-γκνο-τερα-νγκα-Κύριε ελέησον – αυτό το τελευταίο ήταν το μόνο σίγουρο. Επίσης, σίγουρο ήταν πως σείστηκε πρωί πρωί το Λαϊκό από τις τερψιλαρύγγιες ψαλμωδίες και σύντομα βρέθηκαν όλοι μαζί στη ΓΑΔΑ. Άλλωστε, τι ήταν; Ένα τσιγάρο δρόμος ήταν με την κλούβα των ΜΑΤ. Ο αστυνόμος συνοδείας χτύπησε απαλά την πόρτα του διοικητή πάνω από τρεις φορές πριν πάρει άδεια για να περάσουν μέσα. Χωρίς περιστροφές και περιττά λόγια, ο διοικητής με αδιάφορο ύφος της έδειξε μια συσκευή λέγοντας: «Για… μίλα στο τηλέφωνο! Σε ζητούν από το Λαϊκό». Ήταν η Φλόρενς Ναϊτινγκέιλ του Λαϊκού. Η καρδιά της Φλωρεντίας κόντεψε να γίνει κομμάτια. «Κυρία Παλαιολόγου, έχω ευχάριστα νέα. Η μητέρα σας ξύπνησε και είναι καλά. Με ακούτε; Εμπρός; Είστε εκεί;»
Σοφία Δ. Αγραπίδη
Σοφία Δ. Αγραπίδη Ποίηση Τις σκάλες της ψυχής θα κατεβώ από της σκέψης τα στενά τα μονοπάτια, σε κόσμους μαγικούς θε να βρεθώ και θα ‘μπω σε ολόχρυσα παλάτια. Της φαντασίας μου θ’ απλώσω τα φτερά περνώντας ακρογιάλια σμαραγδένια, θάλασσες μ’ αργυρόχρωμα νερά να φτάσω σε νησιά παραμυθένια. Στα σύννεφα επάνω θ’ ανεβώ και κει ψηλά καλπάζοντας στα αιθέρια ποιος ξέρει πάνω, Θεέ μου, τι θα βρω ζυγώνοντας τα λαμπερά τ’ αστέρια!
Σπίτι στ’ Αναφιώτικα Γαρίφαλα στον κήπο μυρωμένα Γεράνια στο μπαλκόνι γελαστά Παράθυρα στον Βράχο που κοιτάζουν Ζουμπούλια στα σκαλιά αραδιαστά. Στη μέση το τραπέζι στο σαλόνι Στη γυάλα δυο χρυσόψαρα μικρά Στον τοίχο στη φωλιά το χελιδόνι Γεμίζουνε το σπίτι με χαρά.
ZZ Η Σοφία Δ. Αγραπίδη γεννήθηκε το 1968 στην Ανδραβίδα Ηλείας όπου και μεγάλωσε. Υπηρέτησε στον Στρατό Ξηράς ως υπαξιωματικός για είκοσι έξι χρόνια. Με την ποίηση και τη λογοτεχνία ασχολείται από μικρή ηλικία σε προσωπικό επίπεδο. Στο παρόν τεύχος του ΜΥΡΤΙΛΟΥ δημοσιεύονται ποιήματά της για πρώτη φορά.
13
14
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Ναταλία Ηλία Προσφυγικός θρήνος Μέσα σε κόσμους μακρινούς, μέσα σε χώρες ξένες, αντάμωσα ανέμους παγερούς και ανήλιαγες σπηλιές. Κι ανήμπορος εστάθηκα μ’ αβίγλιστο το σώμα και με κραυγές εθρήνησα για το παλιό μου χώμα. Κι ήταν κι αυτές που έμειναν ξοπίσω μας και κλαίγαν. Κι ήταν κι αυτές που μάταια πρόσμεναν και όλο λέγαν: «Γύρισε πίσω, άντρα μου, γύρισε πίσω, γιε μου... Θες να γενείς ανάμνηση; Δεν με πονάς, αητέ μου;» Αγκάλη με άλλους χωριανούς ταξίδεψα αντάμα, πέρασαν απ’ τα μάτια μας θάλασσες δίχως νάμα. Για ταξιθέτες είχαμε του ουρανού τ’ αστέρια. Για φυλαχτό μες στη νυχτιά δυο φονικά μαχαίρια. Μα, αντάριασε η θάλασσα δυο μήνες και μια μέρα κι απ’ τα βαθιά της άσωτα θαμπωτικά νερά χίμηξαν μαύρα κύματα στ’ αμπάρι και την πλώρη. Φουρτούνες σπάγανε με μιας του καραβιού το θώρι. «Πρόσφυγες» μας φωνάζανε κάμποσοι καραβιώτες και «ταξιδιάρικα πουλιά» μας ‘λεγαν οι ποιητές που ‘βλεπαν πως για καλύτερα αφήσαμε τη γη μας, μα ήρθε ο ξενιτεμός κι έγινε ζωή μας...
ZZ Η Ναταλία Ηλία γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983. Είναι κοινωνιολόγος με μεταπτυχιακό τίτλο εγκληματολόγου. Κύρια απασχόλησή της είναι η μουσική, ενώ η συγγραφή αποτελεί το προσωπικό της καταφύγιο. Λογοτεχνικά της κείμενα έχουν βραβευθεί σε εθνικό επίπεδο πολλάκις. Επίσης, αρθρογραφεί σε διαδικτυακό περιοδικό του Μεξικού. Από τις εκδόσεις Οσελότος κυκλοφορεί το βιβλίο της «Άνθρωποι της διπλανής πόρτας», μελέτη πάνω σε περιπτώσεις κατά συρροήν δολοφόνων.
Ναταλία Ηλία
Με πίκρα πέρασε ο καιρός και χώμα αντικρίσαμε. Ολάρμενοι ολημερίς κι ολονυχτίς, το χώμα πεθυμήσαμε. Κι άλλη ζωή γυρέψαμε στης ξενιτιάς τους τόπους. Κι άλλες πληγές ακούσαμε απ’ τους εκεί ανθρώπους.
photo by Giorgos Kokkios
Η προσφυγιά είναι γέροντας κακός και φθονερός, σαν σε διαλέξει, πρόσεχε, είν’ άσπλαχνος εχθρός. Μα το Ελδοράδο ένδοξο, σαν αμαρτία-λατρεία, τσακίζει νιάτα και καρδιές, μα γράφει ιστορία.
15
16
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Νικ Μπήτνικ Το κλαδευτήρι Μουσική υπόκρουση: “Vicious”, Lou Reed
Β
ρήκα μια νύχτα, πεταμένο στην αυλή, ένα κομμένο κεφάλι που μίλαγε με τη γλώσσα του σώματος.
«Όλοι σχεδόν οι άγιοι ήταν αμαρτωλοί στο παρελθόν», μου ’πε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. «Κι εγώ, πριν γίνω άγιος, ένα χαμένο κορμί ήμουνα, ξένε...» «Αν είσαι άγιος, όπως λες, πού είναι το φωτοστέφανό σου;» το ρώτησα αμήχανος και σαστισμένος. «Μου ’πεσε και το ’χασα, στα χόρτα και στα χώματα...» «Και οι φτερούγες σου, τι γίνανε;» «Πέταξαν κι έφυγαν μακριά, μαζί με το κορμί μου. Σπατάλησα όλη μου τη ζωή για να τις ξαναβρώ. Για μια αιωνιότητα τις ψάχνω... Και αυτές και το κορμί μου». «Για μια ζωή, καταλαβαίνω να τις ψάχνεις. Ζωή σου είναι και σου αναλογεί. Την κάνεις ό,τι θέλεις. Για μια αιωνιότητα, όμως; Σαν πολύ δεν λες;» «Το ίδιο πράμα λέμε, ξένε: η ζωή του καθενός, είναι μια υποκειμενική αιωνιότητα». Σκιάζομαι απ’ τις σκουριασμένες πέργολες, με στραγγαλίζουνε γλαδιόλες και γεράνια. Στις κλαίουσες αλέες σέρνω τις παντόφλες μου, πεσμένα φύλλα, αγκάθια και ζιζάνια. Σκόνταψα σε μια εφιαλτική φωνή, αυθαίρετη και καταθλιπτική, φυτρωμένη στο γρασίδι: «Είσαι ένα χαμένο κορμί! Είσαι ένα χαμένο κορμί!» Την κλαδεύω με μανία και κρύβω το κλαδευτήρι μου στην τσέπη της πιτζάμας. «Πιστεύεις στον Θεό;» ρώτησα το κεφάλι.
ZZ Ο Νικ Μπήτνικ γράφει διηγήματα και νουβέλες. Το μεταφυσικό, το γκραν γκινιόλ και το όνειρο αποτελούν στοιχεία της μυθοπλασίας του. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά «Να ένα μήλο» και «Τυφλόμυγα». Έχει εκδώσει εννιά βιβλία: «Άθεοι» εκδ. Δωδώνη, «Αγγελόσκιασμα» εκδ. Απόπειρα, «Αλληλού», «Ο Παράδεισος είναι τεχνητός», «Τρελόσπιτο», «Γραφείον Ταξιδίων η Ωραία Σαρκοφάγος», «Η νύχτα της μπλε ζάχαρης» και «Οιάνθη», όλα από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα. Το 2013 κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο με τίτλο «ΚΟΛΤ» εκδ. Τυφλόμυγα, απ’ όπου και το διήγημα του παρόντος τεύχους.
Νικ Μπήτνικ
«Τι είδους άγιος θα ’μουν, αν δεν πίστευα;» απάντησε εκείνο. «Ο Θεός είναι μεγάλος, αλλά μερικές φορές έχει μικρή καρδιά. Δεν βλέπεις πώς κατάντησα; Φρικτή εμπειρία...» «Η εμπειρία γράφεται με λάθη. Κάποιο λάθος θα ’κανες». «Το λάθος ήταν αλλωνών, όχι δικό μου, ξένε! Τα φαινόμενα απατούν!» το κεφάλι ήταν κατηγορηματικό. «Μήπως απατούν μόνον όσους είναι ανίκανοι να τα ερμηνεύσουν;» «Σαν ψυχίατρος μιλάς. Ή σαν παπάς. Όπως και να ’ναι, το λάθος το ’κανε το χαμένο μου κορμί και ο Θεός! Εκείνο γλίστρησε κι έπεσε απάνω σου κι Εκείνος, τίποτα δεν έκανε! Μόνο καθόταν απαθής και κοίταγε το κλαδευτήρι σου, να μου παίρνει το κεφάλι, ξένε...»
photo by Nikos Tentomas
Και τότε, είδα μια λάμψη με την άκρη του ματιού, και άκουσα μια έκρηξη με την άκρη του αφτιού, και γέμισε η αυλή της κλινικής με νοσοκόμους και ψυχίατρους που ψάχνανε στα χόρτα και στα χώματα με σκύλους και με κλεφτοφάναρα, να βρούνε το κομμένο μου κεφάλι και το χαμένο μου κορμί. Και έκανα μεταβολή κι έτρεξα στο κρεβάτι μου, μη μπλέξω.
17
18
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Μαρία Τουλ Το τέλος μιας ζωής
Έ
να νησάκι θεόξερο, στεφανωμένο απ’ το λυσσαλέο κύμα. Χειμώνας βαρύς. Ο Φρεντ, μέσα στο κρύο αντίσκηνό του, ανέμενε με λαχτάρα την ελπιδοφόρα άνοιξη. Άναβε φωτιά με μερικά κλαριά και λιγοστά ξύλα και καθόταν σιμά τους σιγοτραγουδώντας. Δέκα χρόνια εγκατεστημένος σε κείνη την έρημη αμμουδιά, την Ελλάδα δεν την άλλαζε με τίποτα! Μπροστά απ’ τη σκηνή του, η θάλασσα να αγκομαχάει όλον τον Νοέμβρη με πείσμα, να διπλώνει και να αποτραβιέται, βαθυκύανη κατά το μούχρωμα, φωτισμένη συχνά απ’ την πανσέληνο που πρόβαλε πάνω απ’ τα παγωμένα νερά. Ο άγριος αυτός φλοίσβος ξετρέλαινε τον πρώην χίπη αλητοτουρίστα με τα ψαρά μαλλιά και τα πρασινογάλαζα μάτια που έμοιαζαν με τη θάλασσα του μεσημεριού. Δεν είχε οικογένεια ούτε κανένα συγγενικό πρόσωπο να τον συντροφεύει. Μαγκούφης πάντα, τον έρωτα τον γνώρισε μια φορά μονάχα και πληγώθηκε αφάνταστα. Θυμάται ακόμη τις νύχτες αγρύπνιας, όταν έπνιγε τα αναφιλητά στο πουπουλένιο μαξιλάρι. Το άλλο πρωί τα μάτια του ήταν πρησμένα απ’ το κλάμα. Η γυναίκα εκείνη με το τέλειο κορμί, το σαγηνευτικό χαμόγελο και τα χρυσόξανθα μαλλιά, δεν σταμάτησε ποτέ να τον εμπνέει. Έμπαινε μέσα της βαθιά κι έχυνε τον μυρωμένο του χυμό σαν σε αρχαίο ναό. Μετά τη συνουσία τους, η Έλσα κοιμόταν ήσυχα, ακουμπώντας το κεφάλι της με την πλούσια κόμη στον αδύνατο ώμο του. Πόσο την αγαπούσε. Εκείνη όμως τον πρόδωσε. Βρήκε κάποιον νεαρό απ’ την Ολλανδία κι έφυγε μαζί του για πάντα. Ο Φρεντ αποφάσισε λοιπόν να μην ερωτευθεί ξανά. Πήγαινε στη μοναδική ταβερνούλα του νησιού για κανένα ψάρι στη σχάρα και σαλάτα χωριάτικη. Έπινε την μπιρίτσα του απολησμονώντας σταδιακά τον βαθύ του πόνο. Συχνά, τις φεγγαροντυμένες νύχτες, σιγοπερπατούσε στα φιδωτά μονοπατάκια που οδηγούσαν σε κάποιον γκρεμό, απολαμβάνοντας τον ήλιο καθώς ανέτειλε αιματοβαμμένος πάνω στον λόφο με τα ανάρια καμπούρικα πεύκα. Η θάλασσα ησύχαζε, αχνογάλανη και μισοδιάφανη, ενώ οι χιονάτοι γλάροι τιτίβιζαν πετώντας πάνω απ’ τον αχνορόδινο ακόμη ουρανό. Ο Φρεντ κολυμπούσε τότε μες στα παγωμένα αυγινά νερά, νιώθοντας το αίμα του να κυλάει στις φλέβες του γρηγορότερα. Ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφιζόταν συχνά στα σαρκώZZ Η Μαρία Τουλ ζει στην Αθήνα. Τελείωσε το σχολείο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και σπούδασε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε κατέχοντας δύο πτυχία. Είναι συγγραφέας μυθιστορημάτων («Φως ελπίδας», «Χάρτινες ψυχές», «Ο κήπος της σιωπής», «Κρυφός δεσμός»), τριών ποιητικών συλλογών («Σκιές», «Νυχτολούλουδα», «Δάσος από όνειρα») και της συλλογής διηγημάτων «Τα χιονισμένα μονοπάτια». Το 2013 κυκλοφόρησαν οι νουβέλες της με τίτλο «Μελαγχολικό ξημέρωμα» και το μυθιστόρημα «Στιγμές ευτυχίας» από τις εκδόσεις Σιδέρη.
Μαρία Τουλ
photo by Nikos Tentomas
δη χείλη του. Οι ψυχρολουσίες αυτές του έκαναν καλό. Ηρεμούσαν λιγάκι τα τεντωμένα νεύρα του. Καθόταν έπειτα σ’ έναν βράχο κι έπαιζε κιθάρα ώρα πολλή. Συνέθετε ο ίδιος τα τραγούδια του, που μιλούσαν για έρωτα, θάνατο και μοναξιά. Με τη βαθιά του φωνή τραγουδούσε ολομόναχος μέχρι το μεσημέρι, απολαμβάνοντας την άγρια φύση με δέος. Εκείνη την άνοιξη, όταν ο φαλακρός λόφος ντύθηκε στα πράσινα, ο παράξενος αυτός μεσήλικας αναρριχήθηκε μέχρι την κορφή του και με χέρια τεντωμένα αγνάντεψε το πέλαγος. «Είμαι θεός!» φώναξε δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Είμαι θεός!» επανέλαβε άγριος κι ο αντίλαλός του. Ρίχτηκε τότε στα αιχμηρά βράχια – θεός ήθελε να μείνει, να μη ζήσει βαθιά γεράματα με το κορμί αδύναμο και το μυαλό θολωμένο. Το πτώμα του, παραμορφωμένο, το ξέβρασε την επόμενη μέρα η θάλασσα. Κανείς δεν παραβρέθηκε στην κηδεία του, εκτός βέβαια απ’ τον ταβερνιάρη και τα δυο παιδιά του.
19
20
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Γιώργος Τσαμίλης Δεν ήταν έτοιμος να φύγει
Π
άει καιρός από την τελευταία φορά που χιόνισε στην Αθήνα. Χιόνισε καλά εκείνη την ημέρα. Ο κόσμος, ασυνήθιστος σε τέτοια καιρικά φαινόμενα, δεν ήξερε πώς να ντυθεί, πώς να συμπεριφερθεί, πώς να περπατήσει. Κάτι πρωτόγνωρο είχε συμβεί στην πρωτεύουσα. Άλλοι το απολάμβαναν και το διασκέδαζαν κι άλλοι το σιχτίριζαν τούτο το χιόνι που επισκέφτηκε την πόλη απρόσμενα και δίχως προειδοποίηση. Λεπτοκαμωμένες γυναικείες φατσούλες ξεπρόβαλαν από τα παράθυρα των γραφείων πάνω στις γκριζαρισμένες από το καυσαέριο πολυκατοικίες. Οι γραμματείς ξέκλεψαν λίγο χρόνο για να χαζέψουν από τα παράθυρα των κτιρίων τούτο το λευκό καιρικό φαινόμενο. Σαν να βρίσκονταν στην Αράχοβα – σίγουρα μερικές από αυτές τις κοπελίτσες την είχαν επισκεφτεί μαζί με τον καλό τους το προηγούμενο σαββατοκύριακο. Η πρόγνωση του καιρού προέβλεψε χιόνια στα χιονοδρομικά κέντρα, αλλά σε καμιά περίπτωση στο κλεινόν άστυ. Πόσο διαφορετικό μοιάζει το χιόνι όταν βρίσκεσαι στον εργασιακό σου χώρο κι όχι στο νοικιασμένο δωμάτιο σε κάποιο χειμερινό θέρετρο; Τι να πρωτοκοιτάξει κανείς σε τέτοιες συνθήκες; Μονάχα το κρύο νιώθει να κατακλύζει το γέρικο κορμί του μια μέρα σαν ετούτη, λευκή και τσουχτερή, σε πλήρη αντίθεση με τη μαύρη κατακαρβουνιασμένη εστία του μαγκαλιού. Ετούτο το μαραφέτι του έβγαλε την πίστη τα χαράματα για να ανάψει τα ξυλαράκια. Βλέπεις, η θερμοκρασία και το χιονόνερο δεν βοηθούσαν. Κι αυτός, εκεί, να προσπαθεί με τη φυσούνα και τα σπίρτα να αντλεί ενέργεια, μέχρι που τα κατάφερε να ανάψει την αναθεματισμένη εστία. Κατά τις επτά έβγαλε τα πρώτα αχνιστά κάστανα και τα πούλησε στον περιπτερά της πλατείας Ομονοίας για σεφτέ. Τα έδωσε για ένα πακέτο αρωματικό καπνό. Για την παλιά από μαόνι τσιμπούκα του. Θα την ανάψει και αυτή, πού θα πάει… Κοντά τρεις μέρες τώρα την έχει στην τσέπη άδεια κι άκαπνη. Περίμενε αυτήν την ευκαιρία – να έρθει, δηλαδή, να του ζητήσει κάποιος περιπτεράς της πλατείας κάστανα κι εκείνος να τ’ ανταλλάξει με καπνό. ZZ Ο Γιώργος Τσαμίλης γεννήθηκε το 1973 στη Σαλαμίνα. Σπούδασε μηχανικός και εργάστηκε στο εμπορικό ναυτικό. Έχει εκδώσει τα εξής έργα: «Ο δρόμος των ορίων», νουβέλα, εκδόσεις Όμβρος 1997. «Με την ελπίδα πεθαίνω τελευταίος», νουβέλα, εκδόσεις Publibook 2010. «Εξωκλήσια & μικροί ναοί της νήσου Σαλαμίνας», λαογραφία, εκδόσεις Ολόγραμμα 2010. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα και μελέτες στον περιοδικό τύπο της Σαλαμίνας και της Αθήνας. Επικοινωνία: fiodor_55@hotmail.com
Γιώργος Τσαμίλης
Διαφορετικά, ντρεπόταν να πάει μόνος να ζητήσει καπνό με αντάλλαγμα κάστανα. Ήταν τυχερός: ο περιπτεράς που ήρθε για να αγοράσει τα κάστανα είχε από τον αγαπημένο του αρωματικό καπνό – εκείνον… στο μαλακό βυσσινί πακέτο, με το ζωγραφιστό καράβι απ’ έξω. Θα την ανάψει σήμερα τη ρημάδα την τσιμπούκα! Βάζει τη δεύτερη φουρνιά με κάστανα πάνω στην εστία. Όσο περνά η ώρα, ο κόσμος πυκνώνει μαζί με το χιόνι που, ξημέρωνε ξημέρωνε, όλο κι απλώνει τη λευκή φρεσκάδα των ουρανών στην γκρίζα και ταλαιπωρημένη τσιμεντούπολη. Κρυσταλλιασμένη φρεσκάδα. Ένα πουλοβεράκι μαζί με το λεπτό μπουφάν δεν είναι ικανά να την κρατήσουν εκτός σώματος και ψυχής. Η καυτή εστία της θράκας κάτι προσφέρει σε ζέστη –τι να σου κάνει όμως;– εδώ μιλάμε πως τη σημερινή θερμοκρασία θα τη φοβηθεί και ο πιο τολμηρός υδράργυρος! Οι επόμενοι αγοραστές της πραμάτειας του είναι ένας δημόσιος υπάλληλος, ταμίας στην κοντινή δημόσια οικονομική εφορία, ένας οδηγός ταξί που μόλις παρέδωσε τη χθεσινοβραδινή βάρδια στον πρωινό οδηγό κι ένας μεσήλικας που αγόρασε κάστανα βιαστικά και με μια εφημερίδα στο χέρι, τρύπωσε κοιτώντας γύρω του συνωμοτικά στον σινεμά της οδού Αγίου Κωνσταντίνου για την πρώτη ακατάλληλη για ανηλίκους προβολή της ημέρας. Ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Τα μαγαζιά ανοίγουν τις πόρτες τους το ένα μετά το άλλο. Βαριεστημένα και κρυωμένα, τα περισσότερα χέρια το σκέφτονται να βγουν έξω από τις παχουλές τσέπες των παλτών. Ένας καλός λόγος για να βγουν είναι να αγοράσουν μια χούφτα ζεστά κάστανα από τον παππού στην άκρη της πλατείας Ομονοίας. Λίγα χέρια όμως το κάνουν. Ποιος σταματά για να αγοράσει κάστανα μια μέρα σαν κι αυτή; Η Μαιρούλα θα το ήθελε πολύ να σταματήσει να αγοράσει κάστανα από τον παππού. Έχει αργοπορήσει για το γραφείο και ο δύστροπος δικηγόρος για τον οποίο εργάζεται θα σκούζει ως συνήθως. Κι όχι τίποτα άλλο, ποιος τον ακούει πάλι τον γρουσούζη πρωινιάτικα! Τα κάστανα της θυμίζουν την παιδική της ηλικία, τα ηλιόλουστα απογεύματα, όταν την κατέβαζε ο πατέρας της στην πλατεία για βόλτα και πάντα γυρνούσαν στο σπίτι με ένα χωνάκι κάστανα τον χειμώνα ή με ένα χωνάκι παγωτό βανίλια-μαστίχα το καλοκαίρι. Πόσο άλλαξε τούτη η πόλη! Τίποτα πια καθαρό. Το χιόνι, βρόμικο, σωριάζεται ταπεινωμένο στις άκρες του δρόμου. Σαφώς και δεν ζει με αυταπάτες. Αφού δεν κατάφερε να πάει στο χωριό της μητέρας της όταν μπήκε στην επετηρίδα των εκπαιδευτικών για κάποιον διορισμό που ακόμα δεν έχει έρθει κι ούτε πρόκειται, ζει στο μικρό διαμερισματάκι που νοίκιασε στο Παγκράτι. Στο πατρικό, στην πλατεία Αμερικής, μένουν ακόμα οι γονείς της, ενώ το λιθόκτιστο στη Στεμνίτσα μπορεί ακόμη να περιμένει. Η ρουτίνα σκοτώνει το πάθος και το σώμα αρνείται να υπακούσει στις εντολές τις ψυχής – βαριέται ακόμα και να ανασάνει… Τώρα, η όμορφη αυτή φιγούρα, ασθμαίνοντας, κατευθύνεται μέσα στη χιονοθύελλα προς το γραφείο. Τίποτα δεν ταρακουνά την καλοστημένη ζωή της. Ο καστανάς την παρακολουθεί με το βλέμμα, καθώς εκείνη προσπερνά το μαγκάλι του με βήμα ταχύ και χάνεται μέσα στο πλήθος προς την οδό Πανεπιστημίου.
21
22
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
«Τι όμορφη κοπέλα», σκέφτηκε. «Ποιος ξέρει για πού τρέχει». Τσουχτερά από το κρύο βλέμματα και περπάτημα ταχύ. «Κάστανα, ζεστά κάστανα, ορίιιστε», ένα νέφος λευκού χνώτου καλύπτει το αξύριστο εδώ και μέρες πρόσωπό του. Φουφουλιάζει λίγο τη θράκα μέσα στο μαγκάλι, γιατί σαν να έπεσε και πάει να σβήσει. Το τίναγμα της σιδερένιας λαβής στην καρδιά των καρβουνιασμένων ξύλων σήκωσε λίγες σπίθες που χάθηκαν στην παγωμένη ατμόσφαιρα. Ο γέρος βλέπει μια ελπίδα σε τούτες τις πορτοκαλί σπιθούλες που χάνονται στο χιονισμένο σύμπαν: θα βάλει και τρίτη φουρνιά με κάστανα πάνω στο μαντέμι; Υπάρχουν τουλάχιστον άλλα δυο χωνάκια από τη δεύτερη φουρνιά. Ο ουρανός κατάλευκος. Τα σύννεφα σχημάτισαν εδώ και ώρες συμπαγή ιστό γύρω από την πόλη – χιλιάδες κόσμος έχει εγκλωβιστεί μέσα της. Ο γέρο-καστανάς νιώθει πως κάπου παραμονεύει μια αράχνη και την κατάλληλη στιγμή θα ορμήξει για τη συλλογή της τροφής της. Το σκέφτεται όμως κι εκείνη – με τέτοιο κρύο πού να βγει από τη φωλιά της! Άραγε, πάντα έτσι να τη γλιτώνει ο κόσμος; Τι τύχη! Μια μητέρα με δυο πανέμορφα αγοράκια κλεισμένα σε χοντρά χρωματιστά μπουφάν με κουκούλα. Στέκονται μπροστά στο ζεστό μαγκάλι και ζητούν δυο χωνάκια κάστανα. Πάει και η δεύτερη φουρνιά. Αυτό είναι γιορτή! Πρέπει τώρα να ανάψει την τσιμπούκα του. Όχι ακόμα, όμως. Θα βάλει πρώτα την τρίτη φουρνιά κι ύστερα θα την ανάψει. Ο Θεός να ευλογεί αυτά τα δυο παιδάκια και τη μητέρα τους, που στάθηκαν μες στο κρύο για να αγοράσουν. Του ξαλάφρωσαν την καρδιά. Η εσωτερική ευχή του γέρου αγκαλιάζει την τριάδα, έτσι όπως απομακρύνεται προς την οδό Πειραιώς, αλλά κανείς δεν το καταλαβαίνει. Όλοι νομίζουν πως στιγμιαία το χιόνι αυξήθηκε και η ομίχλη κατέβηκε είκοσι μέτρα πιο κάτω από όσο βρισκόταν πριν. Τα δυο αγοράκια ποτέ δεν θα ξεχάσουν τη νοστιμιά από τα κάστανα εκείνης της χιονισμένης μέρας στην Ομόνοια μαζί με τη μητέρα τους. Ποτέ δεν θα γευτούν ξανά τόσο ζεστά και τόσο ευλογημένα κάστανα, όσες φορές κι αν το επιχειρήσουν στο μέλλον! Το μαύρο σκουφί του γέρου έχει γεμίσει μικρές αχνές και μικροκρυσταλιασμένες νιφάδες χιονιού. Το υπερβολικό ψύχος τις συντηρεί ακέραιες. Το βγάζει και με μια απότομη κίνηση το τινάζει προς τα κάτω, ξαναφορώντας το έπειτα, απελευθερωμένο πια από τα κρυσταλλάκια. Το κρανίο του έχει παγώσει και, δυστυχώς, πρέπει να δουλέψει τουλάχιστον μέχρι το μακρύ μεσημέρι, για να κάνει απόσβεση τα κάστανα της επόμενης μέρας και να φιλέψει τον εαυτό του το βράδυ ένα αξιοπρεπές γεύμα. Επιτέλους, θα ανάψει και την τσιμπούκα του με τον φρέσκο αρωματικό καπνό που αντάλλαξε με κάστανα το πρωί. Τον κυριεύει στιγμιαία ανασφάλεια. Ευτυχώς, η τσιμπούκα και το βυσσινί μαλακό πακέτο του καπνού βρίσκονται στη δεξιά μεγάλη τσέπη του χακί μπουφάν του. Το βεβαίωσε χαϊδεύοντας την τσέπη εξωτερικά. Το αποφάσισε τελικά. Θα την ανάψει το βράδυ μετά το φαγητό. Μπορεί να περιμένει λιγάκι. Ύστερα, μια κρυφή χαρά αγκαλιάζει τη σκέψη του. Κάλλιο γλυκιά υπομονή και καρτερία για μια μοναδική απόλαυση, παρά η άμεση εκπλήρωσή της. Θα περίμενε. Δεν το ξέρει κιόλας, μπορεί να ξεπουλήσει νωρίτερα σήμερα και να γυρίσει πιο νωρίς στο φτωχικό του. Από την άλλη, ο κόσμος λιγοστεύει όσο περνά η ώρα. Βλέπεις, όλοι πήγαν στις εργασίες τους και σήμερα δεν είναι μέρα για περίπατο. Παγωνιά απλώθηκε και μια στιγμιαία χιονοθύελλα ταλαιπώρησε την πλατεία. Σκύβει το κεφάλι προς τη θερ-
Γιώργος Τσαμίλης
μή εστία, κρατώντας τον σκούφο του μην τον πάρει ο αέρας. Κοκάλωσε όλο του το κορμί. Πόσο ακόμα θα το αντέξει αυτό; Όλοι οι άλλοι μικροπωλητές έχουν φύγει. Ο κουλουράς, ο εφημεριδοπώλης, ο λαχειοπώλης, όλοι αλάργεψαν άρον άρον από την πλατεία, λες κι ήταν πλοίο που βουλιάζει και ο καπετάνιος πρόσταξε την εγκατάλειψή του. Τώρα, ο καθένας ας σώσει τη ζωή του! Αυτός γιατί κάθεται ακόμα εκεί; Μήπως θέλει να πάει στον πάτο μαζί με το κουφάρι που βουλιάζει αργά και σταθερά; Πόσο κρύο και αδιαφορία πια; Ο εγκέφαλος αδρανής και παγωμένος. «Μπάρμπα, ε μπάρμπα, μ’ ακούς; Βάλε ένα χωνάκι». Ο νεαρός είναι ο τελευταίος που θα εγκαταλείψει το πλοίο. Εδώ και μια ώρα έδινε κάποια χρωματιστά διαφημιστικά φυλλάδια στους τρεχάμενους περαστικούς. Ξεπούλησε. Θα αγόραζε μια χούφτα κάστανα και θα ’τρεχε για το ραντεβού που είχε με την κοπέλα του στο ξενόφερτο καφέ της πλατείας Κοραή. «Παππού, γιατί δεν πας στα ζεστά; Κάνε την στα γρήγορα από εδώ, γιατί θα παγώσεις. Πήγαινε στο σπίτι σου. Σήμερα δεν είναι να κυκλοφορεί κανείς έξω, γαμώτο!» Τρέμει σαν το ψάρι έξω από το νερό, κοτζάμ παλίκαρος. Βγάζει κάτι ψιλά από την τσέπη και τον πληρώνει. Τα ρέστα δεν τα παίρνει. «Παππού, με ακούς; Φύγε πριν σε βρουν κρυσταλλιασμένο με τη σόμπα σου μαζί». Ο γέρος δεν απαντά. Ίσα που χαμογέλασε πικρά. Χαμόγελο στην αυθορμητικότητα του νεαρού. Τον βλέπει που ξεμακραίνει προς το φανάρι της οδού Σταδίου κι ύστερα να χάνεται. Η ώρα περνάει, κοντεύει μεσημέρι. Το κρύο επιδεινώνεται λεπτό το λεπτό. Κλείνουν τώρα τα μάτια του καστανά από τη θλίψη και την παγωνιά. Είναι σχεδόν μόνος πάνω σε μια γκρίζα πλατεία. Οι τεχνητές γλάστρες με τα ισχνά λουλούδια δεν προσφέρουν τίποτα παραπάνω από κακογουστιά και άστοχο μπάλωμα της γκάφας στην τελευταία ανακατασκευή, στις αρχές του 21ου αιώνα. Η πολυπαθούσα πλατεία Ομονοίας. «Κάστανα, ορίιιστε, κάστανα, πάααρτε… την ψυχή μου όμως μην την πάρετε! Να την αφήσετε – απόσβεση δεν έχει γίνει ακόμα…» Μειδίασε το πρόσωπό του. Μόνος του φώναζε, μόνος του άκουγε την αδύνατη φωνή του. Η ψυχή γίνεται κάστανο, αναπόσβεστο και τιμολογημένο στην αξία την εμπορική. Να τι θυμάται τώρα! Στα νιάτα του μια γυναίκα που αγάπησε. Τότε βέβαια είχε και το καφενείο του πατέρα στην Κυψέλη και τα κουτσόφερνε καλούτσικα. Ζούσε με τη μάνα του – το εισόδημα του καφενείου μαζί με τη μικρή συνταξούλα από τον μακαρίτη ήταν αρκετά για να ζουν. Έχει να το λέει: ήταν η ομορφότερη κοπέλα στην Κυψέλη! Σαν κατέβαινε στην πλατεία ακόμα και τα ξυλόπαγκα σπαρταρούσαν – μάλωναν ποιο απ’ όλα θα την καθίσει πάνω του. Και δεν καθόταν πουθενά αλλού, παρά μόνο στις ψάθινες καρέκλες του καφενείου «Η ωραία οδός Φυλής». «Τι όμορφη κοπέλα που ήταν», σκέφτηκε τώρα ο γέρος. Ορίστε τι του θυμίζει καθημερινά αυτή η όμορφη κοπελίτσα. Από μακριά τον κοιτά, σαν να θέλει να αγοράσει κάστανα, αλλά κάτι τη σπρώχνει στη βιασύνη και τον προσπερνά αδιάφορα. Ναι, ακριβώς έτσι. Η Μαιρούλα, η γραμματέας, του θύμιζε τη μοναδική εκείνη γυναίκα της νιότης του! Εκείνη που ο Θεός του έστειλε κι εκείνος αχάριστος την έδιωξε χάρη στην αναπόσβεστη εμπορική αξία. «Τι είναι το σπιτικό; Μια μικρή επιχείρηση. Πώς θα ζήσουμε, μόνο με το μισθό μου στο καφενείο; Μπα, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Πρέπει να δουλέψεις κι εσύ. Πώς θα κάνουμε από-
23
24
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
σβεση στα καθημερινά έξοδα; Πρέπει να ζήσουμε σε δικό μας σπίτι. Δεν γίνεται διαφορετικά. Έτσι πρέπει, καλή μου». Κι εκείνη τού έφυγε. Τελικά, η αναπόσβεστη αξία σβήστηκε μια και καλή. Πουλήθηκε κακήν κακώς και το καφενείο, ενώ κυβερνούσε ο Γέρος της Δημοκρατίας που ιδέα δεν είχε τι τραβούσε τότε ο λαός. Ιδέα! Στη ζωή είναι να μη σε πάρει από κάτω. Αν γίνει έτσι, τότε αλίμονο στη ρόδα που σε τσουλά στην κατηφόρα χωρίς φρένο. Βράσε όρυζα! Η θύμηση ξέσπασε στα μάτια. Το γέρικο σιγανό κλάμα τύλιξε την έρημη σχεδόν πλατεία.
Η κοπέλα κάθεται πίσω από το μικρό γκισέ της γραμματείας του δικηγορικού γραφείου. Ανυπομονεί να τσουλήσει η ώρα προς το απόγευμα και να γυρίσει στον καλό της. Μέσα στην άπραγη ρουτίνα της ταξινομημένης πραγματικότητας υπάρχει και κάτι καλό. Ο αγαπημένος της σύντροφος. Το καλοκαίρι θα παντρευτούν. Ο γεροτσιγκούνης εργοδότης της σκέφτεται από τώρα τα έξοδα του δώρου... Κι έπειτα γεννητούρια, επιδόματα, απουσίες λόγω γάμου, νόμιμες άδειες εγκυμοσύνης, δηλαδή μηδέν προκοπή στο γραφείο. Να γιατί δεν ήθελε γυναίκες στο γραφείο του ο μεγαλοδικηγόρος. Γιατί κάποια στιγμή κάνουν οικογένεια και η οικογένεια σκοτώνει την καριέρα. Εκτός αυτού, ο εν λόγω δεν την πολυσυμπάθησε τη Μαιρούλα που του είχε στείλει ο οργανισμός εύρεσης εργασίας. Ας είναι καλά το επίδομα που εισπράττει το γραφείο από τον δημόσιο αυτόν οργανισμό κι ύστερα βλέπει! Εκείνη, προς το παρόν, απαντά σε ένα σωρό τηλεφωνήματα και παράλληλα γράφει ένα κείμενο δικογράφου στον υπολογιστή. Ευτυχώς, σήμερα ο δικηγόρος λείπει από το γραφείο και έχει την ησυχία της. Πόσο ωραία εργάζεται όταν δεν έχει πάνω από το κεφάλι της τις παραξενιές του γρουσούζη! Όλα στην εντέλεια είναι. Μόλις ερχόταν, τίποτα δεν θα λειτουργούσε σωστά. Το ένα θα βρομούσε το άλλο θα ξίνιζε. Μηδέν εις το πηλίκον! Άναψε τσιγάρο – που απαγορευόταν κανονικά, αλλά το άναψε το ρημάδι. Όσο πιο απαγορευμένο τόσο πιο ωραίο είναι το άτιμο. Καλύτερα μια λαθραία απόλαυση παρά η μετρημένη και κοινώς τετριμμένη ασφάλεια. Το τσιγάρο στη λαθραία απόλαυσή του αποκτούσε μια διαφορετική γεύση που, στην περίπτωση της Μαιρούλας, μαλάκωνε κάπως τον φόβο που της είχαν μεταδώσει για το κάπνισμα. Τώρα είναι γλυκό. Ένα ωραίο γλύκισμα ανάμεσα στα δάχτυλα του χεριού της. Γι’ αυτό, εξήγησε στον εαυτό της, οι έφηβοι ξεκινούν μανιωδώς το κάπνισμα. Μα γιατί είναι κάτι το απαγορευμένο. Φυσικά, γιατί άλλο; Γίνεται στη ζούλα. Κρυφά από τους γονείς και τον γνώριμο περίγυρο. Καπνίζεις στα κρυφά και κανείς από τους δικούς σου δεν το έχει μάθει; Είσαι μάγκας. Είσαι μεγάλος. Τέλος πάντων, κάτι είσαι. Αν παρουσιάσεις στα παιδιά το κάπνισμα ως κάτι που πρέπει να γίνει ούτως ή άλλως, όπως το σχολείο για παράδειγμα, τότε κανένα παιδί δεν θα έχει την όρεξη να ξεκινήσει το κάπνισμα. Η ίδια το έβλεπε ακόμα και στον εαυτό της: όλα τα «μη» της εφηβικής ηλικίας έγιναν «πρέπει» της ενήλικης ζωής. Τι άλλο ήθελε για απόδειξη; Κι ύστερα, ο παππούς… Ποιος παππούς;
Γιώργος Τσαμίλης
Παππού ή γιαγιά η Μαιρούλα δεν γνώρισε. Πέθαναν όλοι στη γερμανική κατοχή σύμφωνα με τις διηγήσεις των δικών της. Ο παππούς, κάτω στην πλατεία, αυτός ο παππούς, που κάθε μέρα από το πρωί ως το απόγευμα κάθεται εκεί να πουλά κάστανα. Αμίλητος, αγέλαστος, ανέκφραστος και μάλλον άφραγκος. Μπορούσε να ήταν ο παππούς της εκείνος ο παππούς κει κάτω. Τον σκεφτόταν καιρό τώρα. Κάτι της θύμιζε η γέρικη φιγούρα που καθόταν πίσω από το μαγκάλι. Δεν ήξερε, όμως, τι ακριβώς. Το σκεφτόταν στα κρυφά και αναρωτιόταν μήπως κι αυτό είναι κάτι το λαθραίο. Τίποτα παραπάνω από ένα γλυκό και παράνομο άγγιγμα στη σκέψη. Σηκώθηκε σβήνοντας το αποτσίγαρο και άνοιξε την κουρτίνα της μεγάλης τζαμαρίας που έβλεπε κάτω στην οδό Πανεπιστημίου. Θέαμα που δεν έβλεπε καθημερινά. Στα λευκά τα πάντα! Ο κόσμος να περπατά προσεκτικά και αδέξια. Κάθισε εκεί για λίγα λεπτά της ώρας για να παρατηρήσει το αλλοπρόσαλλο τούτο φαινόμενο. Λεωφορεία με αλυσίδες στις ρόδες τους στο κέντρο της Αθήνας! Πεζοί να κάνουν άθελά τους πατινάζ στα πεζοδρόμια και κάποιοι να πέφτουν γελώντας ή βρίζοντας. Τα αυτοκίνητα, όπως κάθε μέρα. Το ένα πίσω από τ’ άλλο. Τα κόκκινα γράμματα της επιγραφής του δισκοπωλείου, χαμηλά στην Πανεπιστημίου, άσπρισαν. Τα γυμνά δέντρα των πεζοδρομίων έμοιαζαν εγκαταλειμμένα στην τύχη τους. Λευκές ορδές χιονιού από τον ουρανό τιμωρούν τούτες τις εικόνες. Το βαρεθήκατε το γκρίζο; Ορίστε! Και με ντεκόρ λευκού, το ίδιο χάλια μοιάζει… Η πλατεία Ομονοίας δεν φαίνεται ολόκληρη από το σημείο που κάθεται τώρα η Μαιρούλα. Ούτε ο παππούς φαίνεται. Άραγε να είναι ακόμα εκεί με τέτοιο κρύο; Γιατί δεν φεύγει; Γιατί βγήκε έξω σήμερα με τη χιονοθύελλα; Γιατί να δουλεύει ακόμα σε τέτοια ηλικία; Πού είναι η πρόνοια για αυτούς τους ανθρώπους! Τι στο καλό κάνουν για τους παππούληδες; Εμείς τι κάνουμε; Έκλεισε την κουρτίνα και αισθάνθηκε να την κυριεύει μια θλιμμένη τύψη, ένα σφίξιμο στο στομάχι, για την ασφάλεια που είχε στη ζωή της. Ο παππούς έξω να κρυώνει κι εκείνη μέσα στα ζεστά να παραπονιέται κιόλας για τη συμπεριφορά του δικηγόρου που της πρόσφερε εργασία. Είχε παράπονα. Αλλά! Ο παππούς τι μπορούσε να πει; Αμίλητος, αγέλαστος, ανέκφραστος και μάλλον άφραγκος. Μπορούσε να ήταν ο παππούς της εκείνος ο παππούς. Αλλά δεν είναι. Μπορούσε να αγοράσει κάστανα από τον παππού σήμερα το πρωί. Αλλά δεν αγόρασε. Δεν προλάβαινε. Ποτέ δεν είχε ώρα στη διάθεσή της να του πει έστω μια καλημέρα. Να του σφίξει το γέρικο χέρι. Να του μεταδώσει τη ζωντάνια της. Να τον φιλέψει λίγη ζεστασιά. Δεν το έκανε. Δεν είχε τον χρόνο. Φοβόταν μην αργήσει στο γραφείο. Ο δικηγόρος θα γινόταν έξαλλος. Θα φώναζε, θα έβριζε. Θα την έκανε να νιώσει απαίσια. Η μέρα θα ξεκινούσε χάλια με τον γρουσούζη να ωρύεται! Μπορεί να πήγαινε στην τουαλέτα να κλάψει για την τύχη της, που δεν τις έφερε ποτέ μια εργασία της προκοπής. Τζάμπα το πανεπιστήμιο, τζάμπα η ειδίκευση στη φιλολογία και οι δύο ξένες γλώσσες. Κι ο γεροξεκούτης να φωνάζει από έξω: «Τελειώνεις, τελειώνεις; Σύντομα, παρακαλώ! Έχουμε δουλειές εδώ έξω!» Και λοιπόν; Στον διάβολο οι δουλειές σου, χαμένε! Φεύγω! Το είπε καλά; Το σκέφτηκε; Ναι, όντως το έκανε, παρά τον δειλό χαρακτήρα που εξέφραζε σε τέτοιου είδους περιστάσεις. Έφυγε!
25
26
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Φορά το παλτό και τα γάντια της και κατεβαίνει γρήγορα τις σκάλες από τον τέταρτο όροφο στο ισόγειο. Βγαίνει έξω, στον λευκό χαμό. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά. Ζυγίζει την κατάσταση. Στο διάβολο οι δουλειές σου, χαμένε! Το ξανάπε, το ξανάπε και το ξανάπε. Γέμισε δύναμη και αυτοπεποίθηση. Φεύγω! Ναι, όντως το κάνει… Η πλατεία Ομονοίας, μια χιονισμένη στέπα. Της φαίνεται βουνό να περάσει από τη μια άκρη στην άλλη. Χιόνι, παγωνιά και εγκατάλειψη. Τους άνανδρους! Με το πρώτο χιόνι έφυγαν, σκέφτηκε. Δες τι γίνεται εδώ πέρα. Ξαφνικά όλα μοιάζουν απόκοσμα. Λες και δεν βρίσκεται στην Αθήνα, αλλά κάπου αλλού. Δεν ξέρει πού, αλλά κάπου άλλου στα σίγουρα. Μόνο ένα περίπτερο ανοικτό. Τα υπόλοιπα κλειστά με κατεβασμένα τα σιδερένια και βρόμικα ρολά τους. Όλα μια λευκή γραμμή. Φτάνει στο σημείο. Το μαγκάλι σβηστό και ο παππούς απών. Ο αέρας είχε ρίξει κάτω το καρεκλάκι. Το σηκώνει, το τοποθετεί στη θέση του. Η θράκα σπιθίζει αδύναμα και λίγα κάστανα έχουν κολλήσει καμένα πάνω στη μαντεμένια εστία. Έριξε ματιές προς όλες τις κατευθύνσεις. Εγκατέλειψε και ο παππούς. Είχε τον πρώτο λόγο άλλωστε. Παρηγορήθηκε. Θα άφηνε, όμως, έτσι το βιος του; Τη θράκα μισοσβησμένη με καμένα τα κάστανα πάνω; Δεν μπορεί. «Πού πήγε ο παππούς, ξέρετε;» ρωτά τον μοναδικό περιπτερά. «Τον πήραν. Στην Πολυκλινική Αθηνών, εδώ παρακάτω πρέπει να τον πήγαν. Πάγωσε!» Στο παλιό νοσοκομείο της οδού Πειραιώς… Νομίζει ότι φτερουγίζει για να φτάσει. Στο δωμάτιο που της υπέδειξαν ότι μπορεί να βρίσκεται, βρίσκει έναν μοναχό γέροντα να κρατά το χέρι του παππού. Είναι ξαπλωμένος στη νοσοκομειακή κλίνη με δυο ορούς να τρυπούν τα κατσιασμένα από τις κακουχίες χέρια του. Τα μάτια του κλειστά. Κοιμάται; Ζει; Μάλλον. Αν είχε πεθάνει, θα τον είχαν στο νεκροτομείο κι όχι εδώ. Ελπίζει. «Κόρη μου, έπρεπε να τον φέρουμε εδώ διαφορετικά θα πέθαινε από το κρύο». Ο μοναχός μιλούσε με σκυμμένο το κεφάλι. Σαν να της μιλούσε και να προσευχόταν παράλληλα. Δεν κατάλαβε ότι καθόταν πάνω σε σκαμνάκι δίπλα στο προσκέφαλο του παππού. Έμοιαζε να αιωρείται πάνω από το δάπεδο. «Έκανα τον Εσπερινό εδώ κάτω, στο εκκλησάκι του Αγίου Γεράσιμου, κι ένιωσα μια ψυχή έτοιμη να παραδοθεί. Αλλά δεν ήταν έτοιμη, κόρη μου, για το αιώνιο ταξίδι. Δεν ήταν έτοιμη… Είπα γρήγορα το “Δι’ ευχών” κι έτρεξα να βρω αυτήν την ψυχή. Δόξα τω Κυρίω! Σώθηκε. Τώρα, που πιάνω το παγωμένο χέρι του, καταλαβαίνω τα κρίματα που εμπόδισαν την ψυχή αυτή να ελευθερωθεί. Ο Κύριος θέλησε να μη φύγει έτσι, απροετοίμαστη. Ο παππούς που έβαλες στην καρδιά σου, κόρη μου, δεν έχει πολύ ζωή ακόμα. Είναι ταλαιπωρημένος, θα φύγει. Θα φύγει, όμως, έτοιμος, με την ειρήνη μέσα του. Δόξα τω Θεώ». Τι ήταν τώρα αυτό; Χρησμός; Η Μαιρούλα δεν είχε σχέσεις με την εκκλησία και τους καλόγερους, μα ο καλόγερος αυτός φαινόταν να γνωρίζει κάτι. Πώς να γνωρίζει όμως; Το στρογγυλό πρόσωπο με τη μεγάλη κόκκινη μύτη, τα μακριά γκριζόασπρα γένια και το λιπόσαρκο κορμί γνωρίζουν κάτι που κανείς άνθρωπος δεν έχει τη δύναμη να γνωρίζει; Τι αλλόκοτο! Όλα φαντάζουν αλλόκοτα. Έφυγε από το γρα-
Γιώργος Τσαμίλης
φείο αδικαιολόγητα τουλάχιστον απέναντι στον δικηγόρο –άραγε πώς θα εξηγούσε αυτήν την απουσία της;– και τρέχοντας ήρθε μέχρι εδώ, για να της πει τούτος ο μυστήριος καλόγερος τι νιώθει και για ποιον λόγο είναι εκεί; Επικράτησε η δειλή λογική της. Τον αμφισβητεί. Σιωπηλά και από μέσα της. «Υπάρχουν οι γιατροί για αυτές τις διαγνώσεις, γέροντα. Δεν είναι δική σου δουλειά να προβλέπεις πριν εκείνοι πουν κάτι. Τον είδε ο γιατρός; Τι είπε; Είναι γέρος, θα έχει πολλές ανάγκες, ίσως θα πρέπει να αλλάξει νοσοκομείο, να φύγει από εδώ να πάει κάπου καλύτερα και πιο ζεστά. Να πληρώσουμε κάτι παραπάνω για αυτόν τον φτωχό παππού. Να τηλεφωνήσω στον Σταμάτη μου. Εκείνος ίσως γνωρίζει καλύτερα τι πρέπει να γίνει. Ο παππούς θα έχει την καλύτερη φροντίδα, αν…» «Τι να σου κάνουν οι γιατροί, κόρη μου;» τη διέκοψε γαλήνια ο γέροντας μοναχός, λες κι αφουγκραζόταν τις σκέψεις της. «Πέρυσι έσπασα το πόδι μου και με ανέβασαν εδώ πάνω – για να το βάλουν στον γύψο, να κολλήσει, έλεγαν. Όμως, το κόκαλο το τοποθέτησαν στραβά και κανείς δεν με πίστευε που έσκουζα να τους το λέω. “Γιατρέ, γιατρούλη μου”, του έλεγα, “το κόκαλο είναι στραβό, θα κολληθεί λάθος και θα κουτσαίνω στην υπόλοιπη ζωή μου, αμαρτία έναντι Θεού είναι, κάντε κάτι, βγάλτε μια πλάκα για να το δείτε…” Τίποτα εκείνοι. Αγύριστα μυαλά, κόρη μου. Ο γιατρός με έβρισε, με είπε ξεροκέφαλο και αγράμματο –και για το δεύτερο είχε δίκιο– έλα, όμως, που το κόκαλο στο πόδι μου ήταν τοποθετημένο μέσα στον γύψο στραβά! Έβγαλαν τελικά την πλάκα και το είδαν. Είχα δίκιο, αλλά κανείς γιατρός δεν μου το απέδωσε. Απεναντίας, συνέχισαν να με κατηγορούν και να με απειλούν πως αν ξαναφωνάξω θα με πετάξουν στον δρόμο. Οι γιατροί είναι άνθρωποι, κόρη μου, και λανθάνουν. Ο Θεός επιτρέπει να γιατρεύουν, με τη γνώση και τη φώτιση που τους χαρίζει». Αν, πραγματικά, δεν είχε βάλει τον παππού της πλατείας μέσα στην καρδιά της, θα είχε σηκωθεί να φύγει από αυτό το απαίσιο νοσοκομείο. Ήθελε να βάλει τα κλάματα. Δεν πιστεύει τίποτα από όλα όσα συμβαίνουν εκεί. Ο καλόγερος διατάραξε την ησυχία της. Πώς τα γνωρίζει όλα ένας αγράμματος γέρος; Μάγος ήταν; Μήπως διαβάζει ακόμα και τις απόκρυφες σκέψεις της; Κι όμως, παρά τη δειλή αμφισβήτησή της και τον εγωισμό, κάτι μέσα της λέει πως, πραγματικά, ο καλόγερος ίσως έχει δίκιο. Γιατί; Σάματις ξέχασε την περιπέτειά της με τη σκωληκοειδίτιδα που λίγο έλειψε να πεθάνει στον Ευαγγελισμό, διότι την είχαν έξω, στα επείγοντα περιστατικά, κι αν ο Σταμάτης της δεν φακέλωνε δύο νοσοκόμες κι έναν χειρούργο, μπορεί και να μην ήταν σήμερα εδώ; «Οι γιατροί είναι άνθρωποι, κόρη μου, και λανθάνουν». Πόσα άκουγε καθημερινά! Η επιστήμη πάει μπροστά! Βρήκαν το τάδε ή το δείνα φάρμακο! Θεραπεύτηκε και εκείνη η αρρώστια! Επιτυχές το πείραμα με τον καρκίνο του μαστού! Ο επιτυχημένος Έλληνας τάδε ιατρός διαπρέπει στις ΗΠΑ. Όλοι στις ΗΠΑ διαπρέπουν! Τυχαίο; «Ο Θεός επιτρέπει να γιατρεύουν, με τη γνώση και τη φώτιση που τους χαρίζει». Αρχίζει να κρυώνει εκεί μέσα. Τι να κάνει; Βγήκε για λίγο έξω στον διάδρομο να τηλεφωνήσει στον καλό της. Να του εξηγήσει τι έχει συμβεί. Μπορεί και να ανησυχεί κιόλας. Περασμένο απόγευμα και σήμερα δεν είχαν μιλήσει όλη τη μέρα. Είναι συγ-
27
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
χυσμένη και ταπεινωμένη. Ο παππούς της πλατείας την οδήγησε εκεί ή κάποια άλλη μυστήρια δύναμη; Γιατί δεν ήταν έτοιμος να πεθάνει ο παππούς καστανάς κι ο καλόγερος πώς το γνώριζε αυτό; Υψώθηκε πάνω από την τετριμμένη της καθημερινότητα. Σκιρτά πάνω της το «σύστημα» που έχει επιβάλει η αθηναϊκή παλαβομάρα. Πόση αναισθησία πια! Για σταματήστε λίγο! Πρέπει να σκεφτεί. Δεν είχε ποτέ τον χρόνο να σκεφτεί. Τι γίνεται γύρω της και δεν το παίρνει είδηση; Τι είναι αυτά τα μυστήρια που συμβαίνουν; Πού ζούσε, τέλος πάντων; Δουλειά-σπίτι, σπίτι-δουλειά –αγώνα τον ονομάζουν– και τανάπαλιν. Το σίγουρο είναι πως ο μεγαλοδικηγόρος δεν θα πίστευε λέξη από όλα αυτά και η Μαίρη θα κατέληγε αργά ή γρήγορα στο ταμείο ανεργίας. Τι συμπεριφορά κι αυτή! Για σταματήστε λίγο! Ο κακόμοιρος ο παππούλης πεθαίνει από την αδιαφορία μας. Μονάχα ένας παππούς από τους τόσους άστεγους παππούληδες! Τη συνέφερε κάπως η φωνή του καλού της. Η Μαιρούλα άρχισε να του εξηγεί.
photo by Giorgos Kokkios
28
Νάταρ Άννα
Νάταρ Άννα Σικελία Η καλαμιά μόνη μέσα στην αγκαλιά από ελιές Στη σικελική γη η λεμονιά φυτρώνει χωρίς νερό χωρίς πηγές Το πέλαγος φοβήθηκε τον άνεμο άγρια κύματα έπνιξαν τη λάβα Το βουνό βρυχήθηκε με θυμό παράταιρο Και η άσκηση ανάσα
Για τον ποιητή Ο ποιητής έβλεπε την Ξανθούλα να μπαίνει στη βαρκούλα και τα όνειρά του έσβηναν μαζί με τον ήχο των κυμάτων Αποχαιρετούσε την αγάπη που νόμιζε πως κάποτε είχε κερδίσει Μπήκε κι εκείνος σε ένα τρένο της ονειροφαντασιάς και τράβηξε για την άλλη μεριά του κόσμου εκεί που δεν θα τον βρει κανείς
Πετώντας στο κενό Πετώ στο κενό κτυπώντας τις δανεικές φτερούγες Αφήνω πίσω μου την κορυφή του λόφου Φιλοπάππου Κάνω βουτιά μετρώντας το ύψος από τη γη Δυσκολεύω την πτήση με ελιγμούς Προσγειώνομαι μπροστά από το φιλόξενο Ερέχθειο Κτυπώ τις φτερούγες για να πετύχω την ισορροπία Γεμίζουν τα μάτια από τον γλυκό αθηναϊκό ήλιο Χαμογελώ για την ελευθερία που δίνουν οι φτερούγες Z
236 × 227
SPiNe: 20
FlaPS: 0
• Β. ιάδης Δ. Φίλιου Βασιλε • Τ. Βαρουχάκη • Β. Βάββα • Δ. Κομνηνάκη • Δ.
Κ. Μαχ αιρίδη • Χρ. Συμ
Στον δεύτερο συλλογικό τόμο παραμυθιών του οσελότου, ο μικρός αναγνώστης θα διασκεδάσει, θα παίξει, θα ταξιδέψει σε τόπους μακρινούς, θ’ αποκτήσει γνώσεις, θα αναρωτηθεί για τη φιλία, τη συλλογικότητα, τη διαφορετικότητα και τα ανθρώπινα συναισθήματα. Θ’ ανακαλύψει επίσης μερικές σύγχρονες εκδοχές της αιώνιας μάχης μεταξύ της αρετής και της κακίας. Η φετινή συλλογή περιλαμβάνει δεκαεννιά σύγχρονα παραμύθια Ελλήνων συγγραφέων και, επιπλέον, ένα συμβολικό παραμύθι με θέμα τη συναισθηματική νοημοσύνη και τους κοινωνικούς μας ρόλους, σε μετάφραση από τα αγγλικά, του Αμερικανού ψυχαναλυτή Claude Steiner. Τα είκοσι παραμύθια του τόμου ζωντανεύουν μέσα από τις εικόνες που φιλοτέχνησαν έξι σύγχρονοι Έλληνες εικονογράφοι, ο καθένας με το δικό του ύφος και στιλ. Μία συλλογή φτιαγμένη με κέφι, που στοχεύει στην καλλιέργεια των αναγνωστικών δεξιοτήτων και την ανάπτυξη του καλλιτεχνικού αισθητηρίου για παιδιά ηλικίας 3-5, 5-8 και 8-12 ετών.
εωνίδου • Cl. Stainer • Κ. Τσα
γα λ ά • Δ
. Τζιάκ
του λ. Λιά υ• Έ Τάνο
. Τσι λφ η • Χρ
ίδ ου
Άν. Νάταρ ταδάς • Δ. Σ
Χρ. Κουντουράκης
ρφανού Αλ. Ο ης • ινάκ ουλ Ν. Π
στ οτά • Ρ. Μου άκη εωργ Σ. Γ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ
ISBN 978-960-564-107-8
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108, 210 6431137 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσελότος ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσελότος 0_cover_paramythia_2013.indd 1
12/9/2013 12:17:47 AM
ZZ Η Άννα Νάταρ γεννήθηκε στη Λευκωσία, αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα. Έχει μακροχρόνια εμπειρία σε μεγάλες πολυεθνικές αμερικανικές εταιρείες ως ανώτερο και ανώτατο στέλεχος στον τομέα της Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού. Γράφει ποιήματα, διηγήματα και παραμύθια. Είναι δραστήρια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και διατηρεί το προσωπικό ιστολόγιο «www. annas-thoughts.blogspot.com». Συμμετείχε στη συλλογική έκδοση «Τα παραμύθια του Οσελότου, τόμ. ΙΙ» με το παραμύθι της Ένας επτάχρονος ιππότης εκδ. Οσελότος, 2013. Στο περιοδικό ΜΥΡΤΙΛΟ φιλοξενούνται οι πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων της.
29
30
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Kωνσταντίνος Θεοφανέλης Τα πρώτα συμβάντα Απόσπασμα από από το βιβλίο με τίτλο «Στην άκρη του φόβου»
Ο
Μάιος είχε μπει πια για τα καλά, μα το χωριό δεν έβραζε από τη ζέστη που έκανε σιγά σιγά να έρχεται, μα από μια υπόκωφη και υποβόσκουσα αναταραχή, αόριστη ακόμη, αβέβαιη, που όμως πολύ σύντομα επρόκειτο να αποκαλύψει το φρικτό της πρόσωπο και να λάβει διαστάσεις χειμάρρου. Τα γεγονότα εκείνης της νύχτας, ο άγριος ξυλοδαρμός του Μανόλη κι οι αόριστες αναφορές του Γούλα σε ξενομερίτες ληστές, κανέναν δεν είχαν πείσει, μα κανείς ωστόσο δεν ήταν ακόμη σε θέση να γνωρίζει, ούτε καν να φαντάζεται, την πραγματική αιτία εκείνης της βίας και τους σκοπούς της. Λίγοι μόνο ήξεραν και σύντομα θα φρόντιζαν να προχωρήσουν το σχέδιό τους για να γνωστοποιηθούν οι σκοποί τους, γιατί αποτροπή δεν είναι δυνατό να υπάρξει δίχως να φανερωθεί ο σκοπός της βίας. Ήταν ένα γλυκό βράδυ του Μάη όταν έγινε το επόμενο συμβάν. Αίματα σωρός χυθήκαν στα νοτισμένα ακόμη από τη βραδινή ανοιξιάτικη υγρασία χώματα, κεφάλια χτυπήθηκαν ωμά, σαν για να σπάσουν, σαν για να αλλάξουν ρότα. Εργάτης στα κτήματα του Θωμά, αψύς και περήφανος, που πα’ να πει επικίνδυνος. Κι ύστερα, κάνα δυο μέρες αργότερα, τα ίδια στον Δημήτρη, που αφεντικά δεν είχε, γιατί βάρκα δικιά του κι αφεντικό του εαυτού του ήταν, μα κουβέντες, λέγαν οι ρουφιάνοι, ότι πετούσε πολλές και κρύες για τη φτώχεια και τον πλούτο. Και στους δυο αυτούς παράμερα, παρέκει απ’ τα παραμορφωμένα απ’ το ξύλο χαρακτηριστικά των προσώπων τους, βρέθηκαν παρατημένα σημειώματα, σημειώματα που έδειχναν επιτέλους στους απορημένους την απάντηση, που έδειχναν τον δρόμο της βίας, των διωγμών και του φόβου που έμελλε να απλωθεί για καιρό ακόμη πάνω σε τούτα τα χώματα. Το γραφείο του Γούλα ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Φωνές οργής και αγανάκτησης, άλλες που απαιτούσαν δικαιοσύνη κι εκείνες οι άλλες που έβγαζαν από τα βάθη της ψυχής παρακαλετά για βοήθεια και προστασία. Μάταια οι χωροφύλακες προσπαθούσαν να απωθήσουν το συγκεντρωμένο πλήθος και να αδειάσουν το γραφείο του δι-
ZZ Ο Κωνσταντίνος Θεοφανέλης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1975. Σπούδασε Νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στη Θάσο. Το 2011 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο «Η αλμύρα που μίσησα» (εκδόσεις Οσελότος). Το δεύτερο μυθιστόρημα με τίτλο «Στην άκρη του φόβου» (εκδόσεις Οσελότος), από όπου και το παρόν απόσπασμα, κυκλοφόρησε το 2014.
Kωνσταντίνος Θεοφανέλης
οικητή τους, μάταια προσπαθούσαν να κατευνάσουν την ανησυχία του κόσμου και να επιβάλουν ησυχία. Ο Γούλας κρατούσε στα χέρια του ένα κομμάτι χαρτιού και το διάβαζε βαριά συλλογισμένος. «Οι κόκκινες ιδέες είναι εχθρός της πατρίδας. Σε τούτα τα χώματα δεν γίνεται να ριζώσουν. Μόνο εκείνοι που τις σκέφτονται και τις σκορπάνε. Ο φόβος να είναι συμβουλάτοράς τους». Ύστερα σήκωσε και το δεύτερο σημείωμα που ήταν ανοιχτό πάνω στο γραφείο του. Τα γράμματα αλλιώτικα, μα το κείμενο ίδιο. Ο Γούλας ήξερε πια με βεβαιότητα ότι το κύμα είχε αρχίσει, είχε πάρει σάρκα και οστά. Τώρα θα έπρεπε να φερθεί έξυπνα. «Και πού είπες ότι τα βρήκατε αυτά, Μηνά;» «Πλάι στους χτυπημένους, ενωμοτάρχη. Πιτσιλισμένα με αίμα είναι, διές τα». «Μεγάλο κακό πλάκωσε στο νησί μας και μεγαλύτερα ακόμη θε να μας βρουν, αν δεν πάρεις μέτρα, Ενωμοτάρχη», πετάχτηκε κάποιος άλλος, που είπαν πως ήταν αδερφός του Δημήτρη. Ένα κύμα οχλοβοής ξεχύθηκε πάλι ακανόνιστο να πνίξει το μικρό γραφείο. Ο Γούλας βροντοφώναξε απαιτώντας ησυχία και τάξη. «Ετούτο ζητάμε κι εμείς», πετάχτηκε ένας άλλος, «ησυχία και τάξη. Έχουμε φαμίλιες, έχουμε παιδιά, θέλουμε να μας προστατέψεις». «Εγώ αυτά τα ‘‘κόκκινα’’ που λένε τα χαρτιά δεν τα καταλαβαίνω», είπε κάποιος άλλος με φωνή βαθιά χρωματισμένη από ανησυχία, «αλλά ποιος μας λέγει ότι ετούτοι που τ’ άρχισαν αυτά δεν θα μας μετρήσουν για αλλιώτικους και να ’χουμε τα χαμπέρια τούτων εδώ;» Φωνές επιδοκιμασίες ακούστηκαν. Κι ήταν κι άλλα που σκέφτονταν οι πολλοί, μα κανένας δεν τόλμησε να ξεστομίσει. Πως τάχα όλα τα θύματα της βίας ήταν άνθρωποι φτωχοί, πως κανένας δεν είχε βιος ή παράδες. Μα τούτο φόβο μεγάλο έβγαζε να το σκεφτεί κανείς και πώς να το ξεστομίσει. Ο Γούλας σηκώθηκε από την καρέκλα του και όρθωσε ψηλά τα χέρια του, απαιτώντας τούτη τη φορά ησυχία και τάξη. Φόρεσε ύφος περισπούδαστο και πομπώδες. «Παράξενα πράγματι τούτα και πρωτόφερτα στο νησί. Μα θα πρέπει να τα σκεφτούμε και να τα μετρήσουμε σοβαρά. Ο τόπος ετούτος είναι ήσυχος κι ευλογημένος. Οι κάτοικοί του είναι κόσμος εργατικός, μεροκαματιάρηδες οι περισσότεροι, μα σωστοί και τίμιοι, με αγάπη για τον τόπο τους, για την πατρίδα, για τον Χριστό. Μα κανείς μας δεν θα πρέπει να ξεχνάει ότι μπορεί ο Βούργαρος να έφυγε απ’ την πατρίδα, μα άλλη φωτιά ξέσπασε και καίει απ’ άκρη σ’ άκρη της. Οι συμμορίες έχουν απλωθεί παντού κι ο κίνδυνος του κομμουνισμού έχει απλώσει φτερούγες σε κάθε γωνία. Θέλουν να κάνουν την πατρίδα μας ένα κράτος άθεο κι αντίχριστο, ένα κράτος βίας, ένα κράτος ξένο απ’ όσα σας έμαθαν οι πατεράδες κι οι παππούδες σας. Σκεφτείτε λοιπόν σοβαρά ότι καμιά φορά τα πράγματα δεν είναι όπως ακριβώς φαίνονται, μα αλλιώτικα. Σκεφτείτε το. Μέχρι τώρα πιστεύαμε όλοι πως οι φωτιές που έκαιγαν ίσαμε την απέναντι στεριά κοντά δεν θα περάσουν τη θάλασσα και θα μείνουν εκεί. Μα είναι τυχαίες όλες τούτες οι φασαρίες να γίνονται τώρα που οι συμμορίτες κάνουν τα εγκλήματά τους απέναντι; Μήπως όλο τούτο είναι μια καλοστημένη κομμουνιστική προπαγάνδα; Πάντως, όπως και να έχει, θέλω να ξέρετε ότι η Χωροφυλακή θα κάνει
31
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
ό,τι πρέπει κι ό,τι είναι απαραίτητο για να προστατέψει το νησί, την πατρίδα κι όλους εσάς. Και τώρα σας παρακαλώ να πηγαίνετε κι εγώ θα φροντίσω να κάνω αυτό που είναι σωστό να γίνει. Καλημέρα σας». Ετούτα τα λόγια του Γούλα είχαν πετύχει τον σκοπό τους. Για λίγο τουλάχιστον. Τα μυαλά των χωρικών μπερδεύτηκαν ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι ήταν όταν συγκεντρώθηκαν αυθόρμητα στον σταθμό χωροφυλακής με το πρώτο χάραμα, όταν απλώθηκαν στο χωριό τα χαμπέρια. Το πλήθος είχε αρχίσει να διαλύεται και να τραβάει για τις δουλειές του. Μια επίπλαστη αίσθηση ηρεμίας και ευταξίας απλώθηκε εκείνη τη μέρα στο χωριό. Όλοι περίμεναν τα χειρότερα, μα συγχρόνως ήλπιζαν, ήλπιζαν πως εκείνο το πρωινό ένα θάμα θα γινόταν κι η τάξη θα επέστρεφε ξανά στα χώματά τους. Πολλά τα βάσανα των πολλών και μεγάλα ίσαμε τη φτώχεια τους, δεν τους ήταν για άλλα χειρότερα. Ο Γούλας έστεκε στην πόρτα και κοιτούσε σκεπτικός το πλήθος που έφευγε σκορπώντας στα γύρω.
photo by Makis Katrafilias
32
Γιάννης Κισκήρας
Γιάννης Κισκήρας Μονόφθαλμος πανόπτης Παίρνω-δίνω κερδίζω-χάνω κι ανάμεσά τους οι ψίθυροι λευκών σελίδων χαμένες ευκαιρίες. Και τα ψέματα. Μονόφθαλμος πανόπτης στέκω κι αγριοπερίστερο στα κλαδιά του χειμωνιάτικου δέντρου.
Το ζευγάρι της παγωνιάς Οι φωνές θα σιγάσουν το φεγγάρι δεν είναι παρά μια πέτρινη μάζα στον ουρανό. Πιο φωτεινή, πιο σκοτεινή η άλλη πλευρά. Μια τυχαία λέξη (καθόλου τυχαία) απ’ το αγκαλιασμένο ζευγάρι της παγωνιάς σε κάνει να γελάσεις. Αλλά η ζωή τους είναι ιερή. Είναι το μόνο που έχουν.
ZZ Ο Γιάννης Κισκήρας γεννήθηκε στη Λαμία το 1966. Κατάγεται από τη Μάνη. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Σύγχρονη Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Lancaster. Φωτογραφίες και κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και στο περιοδικό «Φωτογράφος». Έχει εκδώσει τρία βιβλία ασπρόμαυρης φωτογραφίας: «Θραύσματα Αλήθειας», «Τείχος Προστασίας» και «Συντονισμένο χάος». Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί του στο e-mail: jkiskiras@gmail.com
33
34
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Νέκτη Σταμέλου Πενήντα πυροβολισμοί δρόμος
Ή
ρθε μία μέρα που έκανε τη διαδρομή από τη δουλειά προς το σπίτι με άλλον τρόπο. Σαν εκδικητής. Της βγήκε σαν ξέσπασμα, πολύ αβίαστα, χωρίς ενοχή και χωρίς καμία αιδώ. Κάποιον καιρό πριν, αναγκάστηκε να κάνει μια μεγάλη θυσία στον βωμό του θεού της κρίσης. Για να δουλέψει στην πόλη, εγκατέλειψε τη ζωή της στην εξοχή και μαζί της γη, νερό κι αέρα. Είχε πει αντίο σε δέντρα, θάλασσα και σύννεφα. Με μία τελευταία ματιά από τη βεράντα του αγαπημένου της σπιτιού είχε προσπαθήσει να αποθηκεύσει μέσα της για πάντα την εικόνα τους. Και μετά έφυγε για τη μεγάλη πόλη. Σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. Το πρώτο διάστημα, θυμωμένη πηγαινοερχόταν στις μεγάλες λεωφόρους, κοιτώντας μέσα από το παρμπρίζ ψηλά. Αναζητούσε ουρανό, το λευκό και το γαλάζιο πάνω από ταράτσες με σκουριασμένα κέρατα. Κι όταν έριχνε τα μάτια χαμηλά, έψαχνε στις ρωγμές της ασφάλτου να δει χορτάρι. Δεν απογοητεύτηκε αμέσως. Όλα κι όλα. Εξάντλησε πρώτα όλες τις προσπάθειες. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να μη ζήσει με εμπόδιο το χρωματιστό παρελθόν της, να μην πέσει αμαχητί. Όμως, μια βροχερή μέρα –η τελευταία πρέπει να ’ταν του Φλεβάρη– γυρνώντας απ’ τη δουλειά, βρέθηκε παγιδευμένη σε ένα θεότρελο μποτιλιάρισμα. Τικ-τακ, τικτακ. Τα λεπτά περνούσαν κι εκείνη κολλημένη στη μέση της κίνησης προσπαθούσε, ίσως για να δώσει κάποιο νόημα, να συντονίσει τον χρόνο που χανόταν με το ρυθμικό ήχο του φλας. Αλλά οι αναθεματισμένοι υαλοκαθαριστήρες δεν την άφηναν να συγκεντρωθεί. Έκαναν ένα ύπουλα εκνευριστικό τρίξιμο που της θύμιζε τα δασκαλέματα της μάνας της για την πάστρα των τζαμιών. Έπρεπε, έλεγε η μάνα, να τα κάνει να τρίζουν. Να γίνονται αόρατα. Ε, λοιπόν, αόρατα γίνονταν τα πάντα στη ρημαδιασμένη τούτη πόλη. Άνθρωποι και στοιχεία της φύσης, χαμαιλέοντες. Χαμαιλέοντες που έπαιρναν όλες τις αποχρώσεις του γκρίζου για να τη βγάλουν καθαρή στο βρόμικο τοπίο. Τικ-τακ, τικ-τακ. Στριφογύρισε παγιδευμένη στη θέση του οδηγού. Τικ-τακ, τικτακ. Το βλέμμα της χτυπούσε απελπισμένο σε τσιμέντα και λαμαρίνες. Τικ-τακ, τικτακ. Έβγαλε το όπλο της, απασφάλισε κι έριξε μια ριπή έξω απ’ το παράθυρο προς τον ουρανό, στα τυφλά. Σαν να ήθελε να εκδικηθεί τα σύννεφα, που δεν φαίνονταν ZZ Τα τελευταία τέσσερα χρόνια η Nέκτη Σταμέλου είναι εκπαιδευόμενη ψυχοθεραπεύτρια, μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Ομαδικής Ανάλυσης & Οικογενειακής Θεραπείας. Στη δύσκολη εποχή που διανύουμε, νιώθει τυχερή και ευγνώμων για τους πολύτιμους φίλους της, για τα ταξίδια της θεραπευτικής ομάδας «Αερόστατο» στην οποία συμμετέχει, για τα «κλικ» της φωτογραφικής της μηχανής. Μόλις πρόσφατα ανακάλυψε και τη χαρά της έκφρασης μέσω της γραφής. Γράφει στα blogs: «www.omada-aerostato.com» και «www.grafeneio.wordpress.com». Είναι μέλος της φωτογραφικής ομάδας «Καζαμπλάνκα».
Νέκτη Σταμέλου
παρά τη βροχή τους. Της καλάρεσε η εμπειρία, αλλά δεν της έφτασε. Ήθελε κι άλλο για να ξεθυμάνει. Έκλεισε το ένα μάτι και σημάδεψε μια γυναίκα που άπλωνε μπουγάδα σ’ ένα μπαλκόνι σε απόσταση βολής. Αυτό ήταν. Είχε πέσει κι ο τελευταίος της ηθικός φραγμός. Άρχισε να σημαδεύει και να πυροβολεί στο ψαχνό. Τον οδηγό του διπλανού αυτοκινήτου που σκάλιζε τη μύτη του, έναν μετανάστη που πουλούσε χαρταετούς, δυο ηλικιωμένους που περνούσαν σέρνοντας το καρότσι της λαϊκής. Για πόση ώρα, κανείς δεν ξέρει, αυτή έστελνε τον κόσμο ταξίδι στην αθανασία, έχοντας ανακαλύψει όση ουσία μπορεί να κρύβει πάνω στη γη ένα μποτιλιάρισμα. Και θα συνέχιζε να σημαδεύει και να πυροβολεί μέχρι να μη μείνει ψυχή για ψυχή, όμως, ξαφνικά, σαν από έναν εσωτερικό της συναγερμό για αυτοπροστασία, άκουσε λυσσασμένες τις κόρνες των γύρω αυτοκινήτων ν’ αλαλάζουν, είδε επιθετικά τα φάσκελα να βγαίνουν μέσα από τους πλαϊνούς καθρέφτες, ένιωσε οργισμένο πλήθος από πίσω της να βρυχάται και να ουρλιάζει «Μαζέψτε την τρελή!» Δεν την έπαιρνε άλλο να καθυστερήσει. Άφησε το κανόνι στη θέση του συνοδηγού για να ‘ναι σ’ ετοιμότητα –είχε πολλά φανάρια ακόμα μέχρι το σπίτι– και γκάζωσε σπινιάροντας με μια δαιμονική χαρά. Ο δρόμος είχε ανοίξει. Κι η πόλη φάνταζε λιγότερο αμείλικτη. Ήξερε ότι από εκείνη την ημέρα θα έτρεφε βαθιά ευγνωμοσύνη στα φανάρια που γίνονται κόκκινα. Φτιάχνουν ευκαιρίες ν’ ανακαλύπτει κάποιος μυστικές γωνιές του εαυτού του, να ξεδίνει δημιουργικά. Με γαληνεμένα πια τα άγρια ένστικτα και με το όπλο δίπλα της συνοδηγό, σταμάτησε στο επόμενο κόκκινο. Μπροστά της ένα μηχανάκι με δύο παιδιά ερωτευμένα. Το κορίτσι κρατούσε μια σακούλα από σουβλατζίδικο. Το αγόρι έστρεψε το κεφάλι του προς τα πίσω για να τη φιλήσει. Δυο πολύχρωμα παιδιά σε θαμπό γκρίζο φόντο. Μα τι τέλεια προκλητική σκηνή! Σχεδόν παρακαλούσε κάποιον να την σταματήσει στο σημείο εκείνο για πάντα. Σήκωσε το όπλο της. Απ’ όλους τους πυροβολισμούς της διαδρομής, ήξερε ότι αυτός θα ήταν ο κορυφαίος. Δύσκολα θα ξαναερχόταν κάτι τέτοιο μπροστά της, στο πιάτο. Στόχευσε και έριξε. Δεκατέσσερα σταμάτα-ξεκίνα, ή αλλιώς, τριανταπέντε λεπτά αργότερα, στο σπίτι της, μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, άνοιγε με παιδική λαχτάρα τα αρχεία των λήψεων. Τα έτρεξε όλα γρήγορα, μέχρι που βρήκε τη φωτογραφία των παιδιών στο μηχανάκι. Σ’ αυτήν ξέμεινε αρκετά λεπτά να χαζεύει, σάμπως να την είχε πιάσει φανάρι. «Δεν είναι και τόσο άσχημη αυτή η πόλη, αν έχω και το πολυβόλο μαζί μου», μονολόγησε κι έριξε μια στοργική ματιά στη φωτογραφική της μηχανή που στωικά αναπαυόταν δίπλα στο πληκτρολόγιο.
35
36
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Νίκος Τεντόμας
«Έ
Η λίστα
γραψα τη λίστα με τα πράγματα» είπε η Χουανίτα με χαρμολύπη. Στην πραγματικότητα αυτό που εννοούσε ήταν ότι τελείωσε το γράψιμο της λίστας με τα πράγματα. Την είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν, όταν εμφανίστηκε στον ύπνο της το φάντασμα της γιαγιάς της, της Δόνα Καρλίτα, και της είπε να φτιάξει μία λίστα με όλα όσα την έκαναν να νιώθει όμορφα. Έπειτα έπρεπε να την βάλει στο κουτί που βρισκόταν στο σαλόνι. Έτσι, η Χουανίτα άρχισε να γράφει για τα μικρά πράγματα που της έδιναν χαρά. Για την όμορφη φύση γύρω από το Σαν Σεμπαστιάν –το γραφικό χωριό όπου ζούσε– για τους γονείς της, τα αδέρφια της και το χρυσόψαρο που τόσο αγαπούσε. Αυτή όμως ήταν μόνο η αρχή. Όσο περνούσαν τα χρόνια συνέχισε να προσθέτει. Εφήμερους εραστές και ερωμένες, τους δύο μεγάλους έρωτες της ζωής της, τα παιδιά της και τώρα τελευταία, την αγαπημένη της εγγονή. Όταν πια δεν είχε τι άλλο να βάλει, αποφάσισε να ταξιδέψει. Ανακάλυψε πολλά νέα μέρη και ανθρώπους που ούτε καν φανταζόταν. Έτσι, έβαλε στη λίστα τα πιο όμορφα μέρη απ’ όσα είχε επισκεφθεί, αλλά και τους πιο αγαπημένους από τους ανθρώπους που γνώρισε, οι οποίοι δεν ήταν αναγκαστικά και οι πιο όμορφοι – είχε φτάσει πια σε ηλικία που μπορούσε να καταλάβει το πραγματικό νόημα της ομορφιάς. Στη διάρκεια των χρόνων, είχε διαβάσει επίσης πολλά βιβλία, τα οποία την έκαναν να κλάψει από συγκίνηση. Ούτε αυτά μπορούσε να τα αφήσει εκτός λίστας. Σε ένα ταξίδι της στο Νεπάλ, γνώρισε έναν φωτογράφο, τον Στιβ Μακ Κάρι, που την μύησε στα μυστικά της φωτογραφίας. Μαγεύτηκε από αυτόν τον νέο κόσμο που ανοίχτηκε μπροστά της και ξεκίνησε να φωτογραφίζει μανιωδώς. Απέκτησε τέτοια εμμονή με τη φωτογραφία, ώστε για λίγο καιρό σταμάτησε να ενημερώνει τη λίστα της. Όταν καταλάγιασε το πάθος της, συνέχισε να προσθέτει πράγματα στη λίστα και συγχρόνως ξεκίνησε να μαζεύει φωτογραφίες. Υπήρξαν, βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια και άσχημες στιγμές, αλλά, αναπολώντας, η Χουανίτα κατάλαβε ότι ήταν κι αυτές σημαντικές, γιατί την δυνάμωναν και την έκαναν να εκτιμάει τη ζωή. Κατάλαβε ότι δεν ήταν πραγματικά άσχημες, αλλά είχαν μια γλυκιά πικρία, για αυτό και προστέθηκαν κι εκείνες στη λίστα. Και να που, τώρα στα γεράματα, είχε καταφέρει επιτέλους να ολοκληρώσει τη λίστα. Συνειδητοποίησε, όμως, ότι αφού δεν είχε κάτι άλλο να προσθέσει, δεν της έμε-
ZZ Ο Νίκος Τεντόμας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Ασχολείται ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα φωτογραφίας στο εργαστήρι του Δήμου Περιστερίου. Είναι μέλος του «Φωτογραφικού Κύκλου» και της φωτογραφικής ομάδας «Φωτοδυτικά». Διατηρεί το blog «www.flout.gr» όπου δημοσιεύει ό,τι βρίσκει ενδιαφέρον σχετικά με τη φωτογραφία, καθώς και σύντομα μυθοπλαστικά κείμενα. Ανήκει, επίσης, στη νεοσυσταθείσα φωτογραφική ομάδα «Καζαμπλάνκα».
Νίκος Τεντόμας
ναν πια όμορφες ή άσχημες στιγμές για να ζήσει. Άρα δεν υπήρχε πια λόγος να ζει. Γι’ αυτό πήρε τη λίστα και την έβαλε στο κουτί. Ύστερα έφερε άλλο ένα κουτί και έβαλε μέσα τις αγαπημένες της φωτογραφίες. Στη συνέχεια, ξάπλωσε στο κρεβάτι και πέθανε, χαρούμενη και ταυτόχρονα λυπημένη. Αφού πέθανε, της είχε μείνει ένα τελευταίο πράγμα να κάνει: το επόμενο βράδυ εμφανίστηκε στην εγγονή της, ενώ αυτή κοιμόταν, και της είπε να φτιάξει μια λίστα με όλα όσα την έκαναν να αισθάνεται όμορφα. Όταν η λίστα θα τελείωνε θα έπρεπε να τη βάλει στο κουτί που βρισκόταν στο σαλόνι.
Υστερόγραφο
photo by Nikos Tentomas
Ο Steve McCurry (1950-) σπούδασε ιστορία του κινηματογράφου και σκηνοθεσία στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. Έγινε διάσημος μετά την κάλυψη της εισβολής της Ρωσίας στο Αφγανιστάν, τη δεκαετία του ‘80. Μπήκε στη χώρα φορώντας την τοπική ενδυμασία, μέσα στην οποία έκρυβε τα φιλμ. Οι εικόνες του από τον πόλεμο εκείνο του χάρισαν το χρυσό μετάλλιο Robert Cappa για το καλύτερο φωτορεπορτάζ από το εξωτερικό. Κάλυψε κι άλλους πολέμους στη συνέχεια: Ιράν-Ιράκ, Λίβανο, Καμπότζη, πόλεμο του Κόλπου και της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Είναι συνεργάτης του National Geographic και μέλος του πρακτορείου Magnum από το 1986. Το έργο του εστιάζεται στις συνέπειες του πολέμου πάνω στο περιβάλλον και στους ανθρώπους, με επίκεντρο περισσότερο τα πρόσωπα. Μερικά από τα βιβλία που έχει εκδώσει: Portraits (1999), South Southeast (2000), Sanctuary (2002), The Path to Buddha: A Tibetan Pilgrimage (2003) και Looking East (2006).
37
38
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Ντετέλ Μαλαξιανάκη Αυτοβιογραφία ενός καθρέπτη Ήμουν το πιο πολύτιμο κομμάτι του παλατιού κατά την καινούργια κυρία. Δώρο του κυρίου, έστεκα σε περίοπτη θέση στο δωμάτιό της. Ένα απόγευμα εκείνος έφερε στην κυρία ένα καλαθάκι πλεγμένο από μπαμπού. Είχε μέσα ένα πλασματάκι σαν μικρό γατάκι, είχε το πιο άσπρο και ροδαλό δέρμα που είχα δει ως τότε και δυο τεράστια απορημένα μάτια. Πώς να μην την μισήσει αμέσως; Θα την αγαπάς σαν κόρη σου, της είπε. Αλίμονο, θα άφηνε τις περιποιήσεις της, τις πρόβες, τις βόλτες στην όπερα για να περιποιηθεί το παιδί μιας άλλης;
Χάρη στις δούλες μεγάλωσε. Η μικρή ακολουθούσε την κυρία σαν ουρά της, ενώ την κοιτούσε με λατρεία (μέχρι που εκείνη της άστραψε ένα χαστούκι, στα κρυφά, στη γωνία του διαδρόμου έξω από το δωμάτιό μας). Άλλη φορά, έφηβη πια δοκίμαζε μπροστά μου μια υπέροχη τουαλέτα, όταν επέστρεψε η κυρία και έπαθε υστερία.
Όσο μεγάλωνε γινόταν πιο όμορφη, πιο ροδαλή, πιο γατούλα – κάτι τεράστια μαύρα μάτια να κοιτούν την κυρία πάντα με προσμονή. Η κυρία την έστελνε στον «πατερούλη» της να βλέπει την πεντάμορφή του. Εκείνος, ένα συνεχές πήγαινε-έλα.
ZZ Η Ντετέλ Μαλαξιανάκη είναι δικηγόρος και ζει στην Αθήνα. Γράφει ποίηση. Στο περιοδικό ΜΎΡΤΙΛΟ φιλοξενούνται οι πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων της.
Ντετέλ Μαλαξιανάκη
photo by Panos Triparolis
Μετά ήρθε εκείνο το βράδυ, τότε που κατάλαβα τα μάτια της. Η κυρία ήταν στην όπερα. Εκείνος έλειπε. Η μικρή στα κρυφά με πήρε στο δωμάτιό της. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε εκείνος. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρά της με φόρα σαν χαμένος. Έκλεισε το στόμα της με το χέρι του και μετά τον είδα εκεί, πεσμένο επάνω της και τη μικρή παγωμένη από κάτω με τα τεράστια μάτια καρφωμένα στο ταβάνι.
39
40
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Μάριος Νεοκλέους Η Νέα Καληδένια
Σ
το μέσο του Ειρηνικού, στη θάλασσα της Μαλτιμόρης, είναι η Καληδένια, ένα μικρό νησί με ιστορία 8.000 χρόνων, στο οποίο κατοικούν Ελκόνιοι και λίγοι Τάρταροι. Οι Ελκόνιοι κάτοικοί του αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού και είναι όλοι τους σχεδόν πλούσιοι. Πλούτισαν τα τελευταία χρόνια, είναι νεόπλουτοι, και γι’ αυτό δεν ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν με τα τόσα χρήματα που κουδουνίζουν στην τσέπη τους. Όλοι κινούνται σπασμωδικά και πεισματώνει ο ένας με τον άλλον ποιος θα αδράξει παραπάνω πλούτο και ποιος θα επιδείξει πιο πολλή αρχοντιά, θησαυρίζοντας ό,τι επί γης στη γη. Παράλληλα, όλοι τους το έριξαν στο φαγοπότι και στην καλοπέραση. Η Ταρταρία, η γειτονική χώρα, έκανε επιδρομή στην Καληδένια, έσφαξε, σκότωσε, βίασε, πήρε σχεδόν το μισό νησί και εγκαταστάθηκε εκεί, με το έτσι θέλω, κάνοντας το δικό της νοικοκυριό. Μπήκε εύκολα στο νησί, γιατί οι γηγενείς κάτοικοί του, οι Ελκόνιοι, μάλωναν ποιος θα ήταν ο αρχηγός και ποιος θα αδράξει τον περισσότερο πλούτο. Αντί να περιφρουρούν τον τόπο τους, σε κάποια φάση της διαφωνίας τους οι λίγοι εξτρεμιστές άρπαξαν τα όπλα κι άρχισαν να χτυπούν τους πολλούς, τους νόμιμους. Οι λίγοι Τάρταροι, γηγενείς κάτοικοι του νησιού, βλέποντας την εμφύλια διαμάχη, κρυφογελούσαν από μέσα τους κι έκλαιγαν με θεατρινισμούς και απεγνωσμένα, ζητώντας βοήθεια από τους ομόφυλούς τους στη γειτονική χώρα, με τη δικαιολογία ότι οι Ελκόνιοι προετοιμάζονταν να τους σφάξουν όλους σε μια νύχτα. Έτσι, οι στρατοί των Ταρτάρων από την Ταρταρία, τη γειτονική χώρα, μπήκαν στο νησί για να λύσουν το πρόβλημα. Οι μικροί αδελφοί τους, αφού πέτυχαν τον σκοπό τους, λούφαξαν στο πετσί τους όπως ο λαγός στην τρύπα του. Ονειρεύονται να γίνουν αυτοί κυρίαρχοι στο νησί. Οι Ελκόνιοι, χάνοντας το μισό νησί, αρχικά ξαφνιάστηκαν κι έσχιζαν τα ιμάτιά τους βρίζοντας θεούς και δαίμονες, επιρρίπτοντας ευθύνες στους ξένους. Με τον καιρό, όμως, συνήθισαν το αγκάθι αυτό και συνέχισαν να ζουν όμορφα και ωραία. Εξάλλου, από τα πολλά χρόνια έδρεψε καλά το αγκάθι και ξέχασαν τον πόνο. Οι λίγοι, που δεν ξέχασαν, ζουν με τον πόνο και σιγά σιγά… πεθαίνουν. ZZ Ο Μάριος Νεοκλέους κατάγεται από την Πάφο. Είναι δασολόγος. Πολύ νωρίς, από μαθητής, συνεργάστηκε με αρκετά περιοδικά κι εφημερίδες στην Κύπρο και αργότερα στην Ελλάδα, δημοσιεύοντας διηγήματα, ποιήματα και διάφορα άρθρα. Βιβλία του είναι: «Στη σκιά του Θεού» (Η βιογραφία του πατέρα μου) βιογραφικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία, εκδ. Οσελότος, Αθήνα, 2012. «Διαδρομές στη δασόεσσα γη» (Η νήσος του βυθού, της Αφροδίτης και των δασών), εκδ. Οσελότος, Αθήνα, 2013. «Χλωμά φεγγάρια της βροχής», διηγήματα (εκδ. Οσελότος, Αθήνα 2014) απ’ όπου και το διήγημα του παρόντος τεύχους.
Μάριος Νεοκλέους
Ένα πρωί –γιατί πρωί θα ’ναι– θα δεχτούμε τόσο μεγάλο ταρακούνημα που θα κάνουμε εμετό από το φαγοπότι της προηγούμενης νύχτας. Δεν θα μπορούμε να πάρουμε μπόγο τα ρούχα μας, γιατί δεν θα ξέρουμε ποια πράγματα είναι πρώτης ανάγκης. Αυτοί που είναι ενημερωμένοι και διάβασαν κάποτε ιστορία άλλων λαών, π.χ. της Γεράσας, μιας μακρινής χώρας που οι θεοί της καταράστηκαν τους κατοίκους της να γυροφέρνουν στο Μαντείο των Δελφών και να αναμασούν τσίχλα για να μη σπάζουν τα δόντια τους όταν δέρνονται μεταξύ τους, αντιλαμβάνονται το κακό που πιθανότατα θα έρθει και αποθηκεύουν χρήματα κι ασφάλεια. Για παράδειγμα, αγοράζουν τεμάχια γης ή σπιτάκια κάπου σε άλλες χώρες, με λεφτά που βγάζουν στο εξωτερικό κρυφίως και με τη μέθοδο των εμπορικών συναλλαγών…» Αυτές τις σκέψεις έκανε ο Μαρπόρ, ενώ καθόταν ένα απόγευμα στην άκρη του λουλουδιασμένου κήπου του. Ο Μαρπόρ, εξευγενισμένος και μελετημένος άνθρωπος, όποτε έβρισκε καιρό, σκεφτόταν το κακό που επρόκειτο να έρθει. Ο φόβος του δεν ήταν για το κακό που θα ενσκήψει, αλλά για τη χαμένη καλοπέραση που δεν θα υπάρχει πια. Σήκωσε το φλιτζάνι του καφέ για να πιει την τελευταία γουλιά, κλείνοντας τα μάτια λίγο για να σβήσει τις κακές προαισθήσεις. Σηκώθηκε προσεκτικά για να μην τσαλακώσει το καινούριο του κουστούμι. Τ’ αγόρασε τον περασμένο μήνα περνώντας από το κατάστημα του ΜOLAFIE, στη λεωφόρο PARTIZIE του Παρισιού. Το ’χε συνήθεια, βλέπεις, κάθε καλοκαίρι να αφήνει την Καληδένια και να ταξιδεύει σε μέρη ξένα κι εξωτικά νησιά άλλων θαλασσών. «Λεφτά να φάνε και οι κότες, ποιο λοιπόν το πρόβλημα;» απαντούσε σ’ αυτούς που τον ρωτούσαν: «πάλι ταξίδι, κύριε Μαρπόρ;» Η κουβέντα ολοένα και περιστρεφόταν γύρω από την αξία της γης που εκτεινόταν πέρα από την παραλία. Η σάλα του VARIETE HOTEL, επιβλητική, με τα περσικά χαλιά και τις παχιές αμερικανικές κουρτίνες, μαζί με τα σκαλιστά έπιπλα καρυδιάς, ξενόφερτου ξύλου, επέβαλλε και υπόβαλλε την άνεση απόκοσμης χλιδής. Οι πολυέλαιοι άστραφταν και δημιουργούσαν μια πολύ σοβαρή ατμόσφαιρα, ίδια με εκείνη που υπήρχε στα συνοδικά των πλούσιων Μητροπόλεων, όπου οι δεσποτάδες διαπραγματεύονταν την τύχη της εκκλησιαστικής περιουσίας και το ποιος παραμένει ημέτερος για να τον κάνουν οικονόμο, πρωθιερέα, αρχιμανδρίτη. Ύστερα από την αξία της γης, η κουβέντα πέρασε στην ανάγκη για επένδυση στις πρώην κομμουνιστικές χώρες. «Υπάρχει πρόσφορο έδαφος», συμπέραναν όλοι. Θυμήθηκαν τότε όλοι τις πρόσφατες προσφορές για δύο υπεραστικούς δρόμους και ο καθένας προσπαθούσε να μαντέψει ποιος θα κέρδιζε τους διαγωνισμούς. Αυτό θα φαινόταν από τις λέξεις, τις συσπάσεις του προσώπου, το κρυφό χαμόγελο, την προσπάθεια αλλαγής της κουβέντας, την υπερβολή και τη δήθεν αδιαφορία για το θέμα. Ο Μαρπόρ σηκώθηκε, καληνύχτισε την παρέα και τράβηξε για το καινούριο πολυκατάστημα του κυρίου Ορκαντόν. Είχε κάποια συνάντηση μαζί του στην οδό Ηρώων, αριθμό 55 (η οδός ονομάστηκε έτσι σε ανάμνηση κάποιων νεαρών που θυσιάστηκαν στην προσπάθειά τους να κερδίσει η Καληδένια την ελευθερία της από άλλους κατακτητές, πριν από αρκετά χρόνια).
41
42
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Την πρόσκληση για τα εγκαίνια του τρίτου πολυκαταστήματος του Ορκαντόν την βρήκε πριν από δέκα μέρες πάνω στο γραφείο του, πολύ προσεκτικά τοποθετημένη στη μέση, δίπλα στις τρεις φωτογραφίες των εξοχικών επαύλεών του που τόσο υπεραγαπούσε. Κάθε πρωί ο Μαρπόρ είχε τη συνήθεια να επεξεργάζεται αυτές τις φωτογραφίες και ονειρευόταν. Ο Ορκαντόν γνώριζε αυτή την προσφιλή συνήθεια του φίλου του, γι’ αυτό έβαλε εκεί την πρόσκληση. Εξάλλου, θα του το υπενθύμιζε αργότερα τηλεφωνικώς, αν βέβαια δεν αρρώσταινε έτσι ξαφνικά. Οι γιατροί είπαν ότι ήταν ένα απλό έμφραγμα, ένα σύνηθες φαινόμενο. Η χοληστερόλη ήταν ψηλή. Οι γιατροί προσπαθούσαν να δημιουργήσουν τη διαιτητική συνείδηση. Είχαν γεμίσει παντού πινακίδες που έγραφαν «Κάντε δίαιτα. Η υγιεινή διατροφή σώζει ζωές». Δίπλα ακριβώς υπήρχαν άλλες πινακίδες που προέτρεπαν τον κόσμο: «Αυξήστε τα αποφάγια». Φτάνοντας εκείνη τη νύχτα στον εκθεσιακό χώρο του εργοστασίου, πρόσεξε την ταρταρική γραμμή που χώριζε την πόλη. Η γραμμή με φυλάκια των Ταρτάρων περνούσε λίγο έξω από το εργοστάσιο, στην πίσω πλευρά. «Ευτυχώς», είπε, «που περνά η γραμμή πίσω από το εργοστάσιο και όχι μπροστά, κι έτσι δεν φαίνεται. Είναι και τα κυπαρίσσια που εμποδίζουν τη θέα μιας τέτοιας κατάστασης». Βέβαια, οι δυνατοί άνεμοι των τελευταίων ημερών παρέκλιναν ένα κυπαρίσσι που δημιούργησε ένα διάκενο, μια χαραματιά, από την οποία φαινόταν η κόκκινη σκεπή του φυλακίου. Ένας Τάρταρος παρακολουθούσε τον χώρο της εκδήλωσης με περιέργεια, κρατώντας με το ένα χέρι ισχυρά στρατιωτικά τηλεσκόπια και με το άλλο το σύγχρονο όπλο του. Δεν έχει σημασία όμως. Είτε μαγκούρα κρατούσε είτε όπλο, το ίδιο ήτανε για τον Μαρπόρ. Παρέα με τα όπλα, το ουίσκι, τα σαλόνια, την ευμάρεια, το σήμερα, το αύριο, τον πλούτο, οι Καληδένιοι έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας. Ο Μαρπόρ έφτιαξε τη γραβάτα του, made in France, μόλις πάτησε το αριστερό πόδι στις απαστράπτουσες, του εξωτερικού χώρου, μαρμάρινες πλάκες, ενώ το δεξί του ήταν απλωμένο στο κούφωμα κάτω από το δερμάτινο τιμόνι μιας πανάκριβης MERCEDES SE. Έκλεισε τα μάτια κι έκανε μια απότομη κίνηση του κεφαλιού για να σβηστούν οι οποιεσδήποτε κατηφείς σκέψεις που θα του χαλούσαν το κέφι τούτη τη βραδιά. Φύλαγε σαν κρυφό μυστικό τη ζωντάνια, το κέφι, για να ’χει τον αέρα του φερσίματος όταν θα την συναντούσε, όταν θα συναντούσε το χταπόδι της καρδιάς του. Ήξερε ότι θα την έβλεπε να στέκεται κοντά στους επισήμους, αέρινη, δροσάτη, ευπροσήγορη, μ’ ένα ποτήρι σαμπάνια, να μιλά για την αναγκαιότητα των επιχειρησιακών αλμάτων που θα ’πρεπε να γίνουν σε χώρες του τρίτου κόσμου. Η ομήγυρη όλο και θα μεγάλωνε με τη γλύκα που θα εξέπεμπαν οι φιλήδονες ματιές της. Όνειρό του ήταν από τη μια να κατακτήσει την αέρινη αυτή γυναίκα, την Κριστιέν, και από την άλλη να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του κληροδοτώντας στα παιδιά του μια αυτοκρατορία κινητών και ακινήτων. Τη σύζυγό του σπάνια την έβλεπε. Αυτή ήταν λάτρης του χαρτοπαιγνίου. Με τους πλέον φανταστικούς υπολογισμούς, δεν θα μπορούσε να τον
Μάριος Νεοκλέους
αφαιμάξει στο τραπέζι του χαρτοπαιγνίου και στη ρουλέτα των καζίνων της περιοχής και του εξωτερικού όπου σύχναζε, για όσο ζούσε. Προχωρώντας και φτάνοντας στη φωταγωγημένη είσοδο, ένα χέρι του πρότεινε ένα φυλλάδιο άσπρο, με το σχήμα της Καληδένιας από τη μία και κάτι φιλολογίες από την άλλη. Κοντοστάθηκε, τ’ άρπαξε μ’ ένα αποδοκιμαστικό μορφασμό και πριν το κοιτάξει πρόσεξε κι άλλα παιδιά, που έστεκαν σαν κολόνες εκεί κοντά στους θάμνους και διαμοίραζαν φυλλάδια στους θαμώνες που προσέγγιζαν την εκδήλωση. «Μετά, σου λέει ο άλλος, υπάρχει κρίση στα δάση. Υπάρχει σπατάλη χαρτιού και ρύπανση περιβάλλοντος. Ήταν ανάγκη να βγάζουν τόσα άχρηστα φυλλάδια;» μονολόγησε μέσα του. Του ’ριξε μια ματιά και, πολύ προσεκτικά, χαμογελώντας αποδοκιμαστικά, το δίπλωσε στα τέσσερα και το ’δωσε στον θυρωρό ψιθυρίζοντάς του στ’ αφτί: «Πέταξέ το», και αμέσως πρόσθεσε, «είναι παιδιά». Ο θυρωρός χαμογέλασε συγκατανεύοντας σ’ αυτά που είπε το αφεντικό. Τον θυρωρό, χαμηλών εισοδηματικών πόρων, τον χώριζε χάσμα χρημάτων και καλοπέρασης από την ευμάρεια του Μαρπόρ. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε, παίρνοντας βέβαια και θάρρος από την ομογνωμία που παρουσιάστηκε εκείνη τη στιγμή, να τον ακολουθήσει μερικά βήματα και να του ψελλίσει στ’ αφτί για εκείνη την υπόθεση με τον ανιψιό του. Η ανάσα αυτή της προσέγγισης ήταν γνώριμη στον Μαρπόρ. Σκόρδο, ελιές και κρασί. Ο ανιψιός τέλειωσε το πανεπιστήμιο στη Μαλτιμόρη και περίμενε διορισμό σε κάποια θέση του υπουργείου Διαίτης. Ο Μαρπόρ, παλαιότερα, του υποσχέθηκε να μεσολαβήσει, πλευρίζοντας τον ίδιο τον υπουργό. Έχει περάσει, βέβαια, ένας χρόνος περίπου και ακόμα να αποδώσει καρπούς το πλεύρισμα στον υπουργό. Ο Μαρπόρ όμως πλευρίστηκε για τα καλά από τον θυρωρό. Κατά την πορεία του χρόνου, στο κελάρι του Μαρπόρ υπήρχε ροή απ’ όλα τα αγαθά του βουνού και του κάμπου. Ο θυρωρός, φιλότιμος μεν, παμπόνηρος δε, για να δέσει καλά τη δουλειά του, όπως έλεγε, θα ’πρεπε να κρατά συνεχή επικοινωνία με τον Μαρπόρ. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε. Τα εποχιακά αγαθά του βουνού και του λόγγου έμπαιναν σε κιβώτια των δέκα κιλών κάθε φορά. Σταφύλια, μανιτάρια, μανταρίνια, φραγκόσυκα, φοινίκια, άγρια χόρτα, ελιές, σύκα, τυριά, αβοκάντο, πορτοκάλια, καπνιστά κρέατα, χοιρομέρια, άγριοι λαγοί, τσίπουρο 24 γράδων, αποτελούσαν το ειδικό υγρό με αυξημένα οκτάνια στο λάδι της μηχανής. Ο Μαρπόρ με τα προϊόντα αυτά, τα πλούσια ελέη του θυρωρού, πρώτα ο Θεός, έδενε και κάποιες άλλες δικές του δουλειές. Όταν τύγχανε και ξεχνούσε ο θυρωρός, ο Μαρπόρ του τηλεφωνούσε και τον ρωτούσε αν είναι τάχα καλά στην υγεία του. Την άλλη μέρα, το κελάρι χαμογελούσε με τα καλούδια που ’φερνε ο θυρωρός. Προχωρώντας ο Μαρπόρ προς τον χώρο των εγκαινίων, ήρθε στο μυαλό του ο Λουκινιέν. Ο Λουκινιέν, παλαιός συμμαθητής, είναι αλήθεια ότι έκανε μεγάλη περιουσία. Στο σχολείο, μαθητής που καθόταν πάντα στα τελευταία θρανία για να κρύβεται πίσω από τις πλάτες των άλλων, διακρινόταν για το βραδυκίνητο της σκέψης του
43
44
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
και την απέχθεια προς ό,τι είχε σχέση με το βιβλίο. Ουδέποτε έγραφε σωστά το όνομά του. Ακόμα και σήμερα το γράφει Λοκιμιέμ. Το ν νομίζει ότι γράφεται σαν μ και με το υ δεν έχει καμία επαφή. Στο πανεπιστήμιο άλλαξε τρεις σχολές, όχι γιατί ήθελε το καλύτερο, αλλά γιατί δεν καταλάβαινε γρι. Στο πανεπιστήμιο μπήκε με ειδικά κριτήρια – γιος πεσόντος για την πατρίδα. Μια αδέσποτη σφαίρα από άλλους κατακτητές, στα παλιά χρόνια, χτύπησε τον πατέρα την ώρα που επέστρεφε από κάποιο νυχτερινό κέντρο. Ο φοιτητής, όμως, τελικά τα κατάφερε και επέστρεψε στην Καληδένια με δίπλωμα μιας συνοικιακής σχολής. Λένε ότι το προμηθεύτηκε με δόλο. Δεν υπάρχουν εξακριβωμένες μαρτυρίες. Σήμερα, βέβαια, είναι πρόεδρος δύο συνδέσμων γονέων, πρόεδρος σχολικής εφορείας, διορισμένος από την κυβέρνηση παρακαλώ, και μέλος δημοτικού συμβουλίου, εκλεγμένος από τους δημότες. Απασχολεί στις επιχειρήσεις του έναν φιλόλογο για το αρχείο, πέντε προγραμματιστές απόφοιτους αγγλικών πανεπιστημίων –με μάστερ παρακαλώ– για την οικονομική ροή των οικονομικών εργασιών και πολλά άλλα στελέχη που στελεχώνουν τις επιπλοβιομηχανίες του. Βέβαια, δεν ξεκίνησε από το μηδέν. Είναι αλήθεια ότι βρήκε κάποιες βάσεις που τον βοήθησαν με τον καιρό. Με αυτή την οικονομική εμβέλεια, λοιπόν, πήραν τα μυαλά του αέρα και όλους τους σνόμπαρε. Προσπαθεί να σνομπάρει και τον Μαρπόρ, που πάντα αποκαλούσε χοντροκέφαλο (άσχετα αν αυτός στα σχολεία πάντα πρώτευε). Γι’ αυτή του τη συμπεριφορά ο Μαρπόρ τον μισούσε με πάθος. Περίμενε πώς και πώς να γυρίσει ο τροχός και να πάει του πάτου. Το ζευγάρι που έφευγε από τον χώρο των εγκαινίων τόσο βιαστικά ήταν καθόλα ταιριαστό. Και οι δύο αέρινοι, κεφάτοι, λικνιζόμενοι, με κρυφές ζεστές ματιές γελούσαν ακράτητα... χυδαία. Στο συναπάντημά τους με τον Μαρπόρ, ο καβαλιέρος της ωραίας κυρίας, ο Λουκινιέν, του πέταξε επιδεικτικά και μεγαλόφωνα: «Γεια σου, αργοπορημένε, όπως πάντα. Χοντροκέφαλος…» συνέχισε χαμηλόφωνα, σκύβοντας στ’ αφτί της ωραίας κυρίας που τον συνόδευε. Η θεσπέσια Κριστιέν συγκατάνευσε κουνώντας ελαφρά το κεφάλι της, γέλασε ειρωνικά και κόλλησε πιο σφικτά στο πλευρό του Λουκινιέν. Ο Μαρπόρ σκύλιασε. Η αντλία μίσους έφερε όλο του το αίμα στο κεφάλι. Το πρόσωπό του αυλακώθηκε μονομιάς με το αλέτρι της ζήλιας, του πάθους και της έχθρας. Το ζευγάρι απομακρύνθηκε επιδεικτικά πνιγμένο στα γέλια και στα χάδια. Τα μάτια του Μαρπόρ σμίκρυναν. Ο σεισμογράφος κάτω από τα πόδια του κατέγραψε δονήσεις του σώματος… δέκα ρίχτερ. Φοβήθηκε για εγκεφαλικό. Η εκτόνωση δεν άργησε. «Τέλειωσες, Λουκινιέν. Τέλειωσες, τέλειωσες, τέλειωσες, ποντίκι, σαύρα, καθίκι, οχιά!» φώναξε ο Μαρπόρ μεγαλόφωνα. Ο Λουκινιέν δεν τον άκουγε. Ήδη είχε απομακρυνθεί πολύ, μέσα στη σκοτεινή νύχτα. Περίμενε, χαμένος, για λίγο στην κεντρική είσοδο του εργοστασίου και ξαφνικά έκανε μεταβολή. Με γρήγορο βήμα μπήκε στο αυτοκίνητό του και με ιλιγγιώδη ταχύτητα έφθασε στην έπαυλή του. Ο σκύλος δεν γάβγισε, ούτε κινήθηκε. Όλα ήταν τόσο ήρεμα. Από το γκαράζ έλειπαν τα αυτοκίνητα της γυναίκας του και της κόρης του. Η καμαριέρα έλειπε από τη Δευτέρα. Μπήκε βιαστικά στο σπίτι, άναψε όλα τα φώτα και
Μάριος Νεοκλέους
διήλθε όλο νεύρα από όλα τα δωμάτια, καπνίζοντας το πούρο του. Ξαφνικά, αποφάσισε να σβήσει όλα τα φώτα. Ένα μικρό πορτατίφ έφεγγε πάνω σε μια άσπρη κόλλα χαρτιού που προκαλούσε το μένος του Μαρπόρ. Με δύναμη άρχισε να γράφει. Σχεδίαζε πλάνα, κοστολογούσε τις απαιτήσεις του ειδικού επαγγελματία. Περνούσαν από το μυαλό του ανώνυμοι, επώνυμοι υποψήφιοι. «Φωτιά ή βόμβα. Δηλητήριο ή τροχαίο. Σφαίρα ή μαχαίρωμα. Εκείνον ή το σπίτι του. Το εργοστάσιο ή το παιδί του». Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και σχημάτισε αποφασιστικά με το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού του χεριού τον αριθμό 45464748899… «Φωτιά, φωτιά, βόμβες, ξυπνάτε γείτονες! Καταστροφή, φωτιά!» φώναζε απεγνωσμένα ένας αγχώδης γείτονας με κραυγές γεμάτες φόβο και αγωνία, σπάζοντας την ησυχία του όμορφου πρωινού. Ο Μαρπόρ όρμησε σαν σίφουνας από το κρεβάτι του προς το παράθυρο γεμάτος χαρά και νιώθοντας ένα γλυκύ αίσθημα ικανοποίησης. Ένα είδος εξιλέωσης και συγχρόνως δικαίωσης. «Οφθαλμός αντί οφθαλμού. Να δούμε τώρα, κύριε ‘‘μεγάλε’’ Λουκινιέν. Αυτή τη στιγμή, θέλω να δω τα μούτρα σου. Να σε δω να σέρνεσαι σαν ζητιάνος στα πόδια μου. Τέλειωσες, ποντίκι, κάθαρμα», βρυχήθηκε σαν λιοντάρι ο Μαρπόρ. Φθάνοντας στο παράθυρο, έσπρωξε λίγο την κουρτίνα αριστερά και κοίταξε έξω. Από αυτό το παράθυρο συνήθιζε κάθε πρωί να ατενίζει τα εργοστάσια του Λουκινιέν, ενώ τον καταλάμβανε ένα έντονο πείσμα για κυνήγι πιο πολλών χρημάτων, με σκοπό να του πάρει την πρωτιά στα πλούτη. Βάζοντας το δεξί του χέρι στο περβάζι, μια σφαίρα έσπασε το τζάμι και σφηνώθηκε στην απέναντι γωνιά. Χίλιες σημαίες των Ταρτάρων κυμάτιζαν παντού. Στα τζαμί, στα σπίτια, στα φυλάκια, στον ορίζοντα. «Πόλεμος…» είπε κι ανατρίχιασε ολόκορμα. Η φωτιά έκαψε τα πάντα, και τα εργοστάσια και τα δέντρα, και ο πόλεμος έδιωξε τους ανθρώπους από την πατρίδα τους. Η φωτιά κι ο πόλεμος κατέστρεψαν τα πάντα. Το σπουδαιότερο, όμως, έσβησαν την πατρίδα. Ακόμα μια χαμένη πατρίδα. Την πήρε ο σίφουνας των Ταρτάρων και την μάτιασε η ευμάρεια των Ελκονίων. Καταποντίστηκε στο έρεβος της ιστορίας. Ο πλούτος ήταν ουτοπία. Η ευδαιμονία επίπλαστη και η καλοπέραση πέρασε σαν όνειρο. Η πατρίδα δεν υπάρχει πια. Ο Μαρπόρ μόνος. Το παιδί του πολέμησε και χάθηκε. Η γυναίκα του δεν πολέμησε – βιάσθηκε και πέθανε. Η κόρη του κάπου στην Ταρταρία σε καμπαρέ, λένε. Δύο δάκρυα σαν μπαλίτσες θρονιάστηκαν μόνιμα κάτω από τα μάτια του Μαρπόρ. Δυο εσοχές στο πρόσωπο που λέγονται μάτια, αδυνατισμένα στο φως και στον ήλιο. Το κορμί καμπουριασμένο, ζαρωμένο και σκυφτό. Το κουστούμι του ανιστόρητο, παλιό και ευρύχωρο. Ας είναι. Το πήρε από την Υπηρεσία Βοήθειας Εκτοπισμένων Προσφύγων (Υπηρεσία Ηνωμένων Εθνών). Ξαφνικά, ανοίγει το παράπηγμα και μπαίνει μέσα ο υπεύθυνος του καταυλισμού, ο πάλαι φίλος του, ο θυρωρός του εργοστασίου. Τον μάλωσε γιατί δεν έφτιαξε ακόμη τα στρωσίδια του.
45
46
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
«Φτιάξε, λοιπόν, κάποτε την πάχνη σου. Είναι ντροπή, αφού σου είπα ότι θα μας επισκεφθεί η Ύπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες», είπε ο υπεύθυνος με επιτακτική φωνή. Ήταν η μέρα περιοδείας για έλεγχο, για στατιστική και για έρευνα της ψυχικής υγείας των προσφύγων που ήρθαν από την Καληδένια. Ο Μαρπόρ, ατάραχος, κλεισμένος στους δικούς του κόσμους, ούτε που άκουσε τι είπε ο υπεύθυνος του καταυλισμού. «Είσαι χοντροκέφαλος…» του πέταξε ο υπεύθυνος. Ο υπεύθυνος, του οποίου όλοι οι δικοί σκοτώθηκαν στον πόλεμο, συμπεριφερόταν με έπαρση και έπαιρνε όλες τις τιμές των επισήμων Ελκονίων και των ξένων επισκεπτών. Ο καταυλισμός δεν έλεγε και πολλά πράγματα. Ας είναι όμως. Για πέντε μερόνυχτα ένα αγγλικό πλοίο θαλασσοπάλευε για να τους φέρει εδώ, σ’ ένα κομμάτι γης, στην Ελκονία, χώρα μακρινή που την κατοικούσαν ομοεθνείς των Ελκονίων Καληδενίων. Πολλοί άλλοι που σώθηκαν πήγαν σε άλλα μέρη. Ο κάθε ένας θυμήθηκε κάποιους ξεχασμένους μακρινούς ή στενούς συγγενείς που κατοικούσαν σε ξένα μέρη. Εκεί προσπαθούσαν να βρουν μια μικρή, μια τόσο μικρή γωνίτσα, για να ξαναδοκιμάσουν τη ζωή τους. Όσοι απέμειναν. Οι άλλοι πέθαναν από τη στεναχώρια τους. Η Νέα Καληδένια, πολιτογραφημένη, χωροθετημένη και οργανωμένη, είναι αυτή που βρίσκεται στην Ελκονία. Με χρήματα της παγκόσμιας κινητοποίησης για τους μετακινούμενους χτίζεται η πόλη πυρετωδώς. Χίλιες δυο, όμως, Καληδένιες μικρές, ασήμαντες, άγραφες, χωρίς χορηγία, ιδρύθηκαν στα πέρατα του κόσμου. Ο Μαρπόρ ήθελε να πεθάνει. Ο Θεός όμως τον τιμωρεί, γιατί σκότωσε τον Λουκινιέν εκείνο το βράδυ. Λένε ότι μέχρι το πρωί βρισκόταν στο εργοστάσιό του, γιατί κάτι έμαθε από τους μυστικούς του πράκτορες. Έτσι διαδόθηκε ότι ο Λουκινιέν κάηκε ζωντανός ή σκοτώθηκε από τις σφαίρες του εχθρού. Κανείς δεν ξέρει… Στο μυαλό του Μαρπόρ υπάρχει σύγχυση. Μια βασανιστική σκέψη τον απασχολεί χρόνια τώρα, όταν έχει κάποιες αναλαμπές ορθής νόησης. Να μάθει, να συγκεκριμενοποιήσει μέσα του αν οι άνθρωποί του εκείνο το βράδυ πρόλαβαν κι έβαλαν φωτιά στο εργοστάσιο του Λουκινιέν ή σκοτώθηκαν πριν από τα πυρά του εχθρού. Κανείς τους δεν υπάρχει στη ζωή ή τουλάχιστον δεν φάνηκαν ακόμα. «Όχι, όχι, όχι, δεν πρόλαβαν», σκέφτεται. «Δεν είναι δυνατόν. Τα παιδιά έπαιζαν, τα δέντρα περπατούσαν εκείνο το βράδυ. Το εργοστάσιο ήταν σχολείο και η σημαία μας κυμάτιζε. Τα παιδιά σκοτώθηκαν και οι δάσκαλοι γελούσαν. Όχι, όχι, όχι, τα λουλούδια ήταν ανθισμένα. Ήταν άνοιξη. Η φωτιά έκαψε τα λουλούδια», συνέχισε να μονολογεί και να γελά. «Όχι , όχι, όχι, το καλοκαίρι δεν βάζουν φωτιά, είναι ζέστη κι οι άνθρωποι φορούν το παλτό τους για να μην κρυώσουν, όχι, όχι...» Πήρε το μπαστούνι και όρμησε μέσα στη δυνατή βροχή, στους λασπωμένους δρόμους του καταυλισμού. Ο παραλογισμός σε τέτοια ηλικία δεν θεραπεύεται, είπαν οι γιατροί…
Ελένη Μαυρογονάτου
Ελένη Μαυρογονάτου Έρμα Να είσαι ερωτεύσιμος. Να μένεις ερωτευμένος. Να εμμένεις όταν γύρω εφορμούν ψυχές ανέραστες και σώματα χορτασμένα από το τίποτα. Να είσαι ερωμένος καθώς τα χνώτα τους ταπεινωμένα και μόνα θα εκλιπαρούν τον οίκτο έστω μιας μικρής σου λέξης – να γαντζωθούν πίσω από το τελικό της σίγμα και να δώσουν νόημα στα φευγαλέα λόγια και στ’ ασήμαντα. Να εμμένεις – ιχνηλάτης των αλλιώς ερμηνευμένων.
Ασώματη ηδονή Έχω αυτό που επιθυμώ. Aσύνδετες υπόνοιες στην ανέλπιδη ικεσία μου. Mετεωρίτες χαδιών να σκεπάζουν το διψασμένο κορμί μου. Κι ασώματη ηδονή κρυμμένη στις κατακόμβες των φιλιών μας.
ZZ Η Ελένη Μαυρογονάτου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Γαλουχείται στη Νεμέα Κορινθίας, τόπος ιερός κι αγαπημένος που τη στιγματίζει. Στα οκτώ της μετακομίζει στην Αθήνα. Η αναπόφευκτη αλλαγή στον τρόπο ζωής και η εσωστρέφεια στέκονται αφορμή για τα πρώτα γραπτά της. Το 1990 διορίζεται στην Ερμούπολη Σύρου ως δασκάλα. Από το 1994 ζει μόνιμα στην Αθήνα. Το 1996 μετεκπαιδεύεται για να υπηρετήσει τον ευαίσθητο χώρο της Ειδικής Αγωγής, όπου και εργάζεται μέχρι σήμερα. Είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βιβλιογραφία: «Το άλλοθι του φεγγαριού», αυτοέκδοση, 2007. «Το άλλοθι του φεγγαριού και η μικρή συνωμοσία των άστρων», εκδόσεις Εντός, 2010. «Φυσάει απόψε περασμένους έρωτες», Άνεμος Εκδοτική, 2011. «Στο ῶ της πιο γενναίας λέξης», εκδόσεις Οσελότος, 2013.
47
48
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Ri Tapada Βροχή από σφαίρες Απόσπασμα από το μυθιστόρημα με τίτλο «Η άνοιξη της πόλης»
Ο
Κεμτ σανίδωσε το γκάζι, ώσπου βγήκε από την πόλη. Σύντομα, ξέκοψε από το δίκτυο των αυτοκινητοδρόμων και ταλαιπωρήθηκε μαζί με το αμάξι σε έναν παλιό χωματόδρομο νότια του Ντάριεν, μπήγοντας χαμηλές ταχύτητες στο κιβώτιο, για να μη σηκώσει πολλή σκόνη. Εκεί που ο χωματόδρομος τελείωνε, το αυτοκίνητο συνάντησε μια εγκαταλειμμένη μονάδα ανακύκλωσης χωρίς ηλικία. Μια ολόκληρη ώρα πριν το ραντεβού, ο Κεμτ πάρκαρε πίσω από τους σωρούς με τα παλιοσίδερα και βγήκε να ρίξει μια ματιά γύρω. Το συγκρότημα σάπιζε άχρηστο, σαν ακρωτηριασμένο πτώμα. Οι στέγες των κτισμάτων του κρέμονταν κουρασμένα από τους αρχικούς σκελετούς και τα γυμνά σιδερένια δοκάρια τους. Τρύπες σε διάφορα μεγέθη άφηναν κλωστές από το φως της ημέρας να περνούν προς το σκιώδες εσωτερικό. Άφθονα βιομηχανικά μπάζα ήταν σκορπισμένα μέσα στον ακατάστατο χώρο, καθόλου διαφορετικά στην όψη από την σαβούρα που ήταν πεταμένη απ’ έξω. Ο Κεμτ υπόμεινε τη μυρωδιά του παρελθόντος και διέσχισε τα πηγμένα στα άχρηστα σιδερένια εξαρτήματα υπόστεγα, χαμένος στις σκέψεις του. Τα φρεσκογυαλισμένα παπούτσια του απόκτησαν ένα στρώμα από την καφέ σκόνη του ερημότοπου, ενώ το χρώμα της μέρας από πάνω του κύλαγε προς το κιτρινωπό. Πόρτες αυτοκινήτου βρόντηξαν στο κεντρικό προαύλιο των ερειπίων, παρόλο που ήταν ακόμη νωρίς. Ο Κεμτ λούφαξε σε κάτι σκουριασμένους κάδους, μέσα στο κτήριο όπου βρισκόταν. Μια τραχιά φωνή ακούστηκε απ’ έξω. «Έι, είναι κανένας εδώ;» Ο Κεμτ κοκάλωσε στην κρυψώνα του. Τέσσερεις άνδρες μπήκαν στο στεγασμένο τμήμα του κτηρίου. Ένας με μια ξεκούμπωτη χακί καμπαρτίνα προχώρησε σταθεZZ Ο Ri Tapada γεννήθηκε όχι πολύ μακριά από τους Δελφούς. Σπούδασε Νομικά με ειδίκευση στην Πολιτειολογία και μιλάει έξι γλώσσες. Έχει κάνει διάφορες δουλειές, μεταξύ των οποίων: αγρότης, οικοδόμος, πωλητής, ξενοδοχειακός μάνατζερ, δάσκαλος πολεμικών τεχνών, μεταφραστής, μπογιατζής, χρηματιστής, σωματοφύλακας, σεναριογράφος.
Ri Tapada
ρά εμπρός, δύο άλλοι που φόραγαν σκούρα μπουφάν τον ακολούθησαν λίγο πιο πίσω κι ένας τέταρτος με καφέ δερμάτινο σακάκι κοντοστάθηκε στο τέλος δείχνοντας κάπως ανήσυχος. «Φανερώσου... Έχουμε αυτό που ζήτησες», φώναξε ο πρώτος κοιτάζοντας ολόγυρα για κινήσεις. Ο Κεμτ κάθισε κάτω, τοποθετώντας στο πλάι του το πιστόλι και τον μοναδικό έξτρα γεμιστήρα που είχε στη διάθεσή του. Αναστέναξε χαμηλότονα, σαν να ήθελε να ξέρει κάτι που αγνοούσε και το οποίο δεν υπήρχε περίπτωση να το μάθει ποτέ. Ο καμπαρτινάς μπήκε στην ακτίνα βολής του. Ο Κεμτ γονάτισε στο ένα πόδι και έκλεισε τα μάτια του σφιχτά. Αναποφάσιστος, άφησε τα δευτερόλεπτα να κυλήσουν, με την κάννη του όπλου του να ακουμπάει όρθια στην άκρη της μύτης του. Ο καμπαρτινάς προσπέρασε άθικτος τα παλιοπράγματα και συνέχισε προς το βάθος. «Έι... Μήπως άλλαξες γνώμη για την προσφορά μας;» Ο Κεμτ κράτησε το κεφάλι του κάτω, σκουπίζοντας πάνω στο τζιν του τις παλάμες του που είχαν ιδρώσει. Κοίταξε φευγαλέα προς την κατεύθυνση που είχε αφήσει το αμάξι του και μη βλέποντας οδό διαφυγής από εκεί, δεν ξανακοίταξε πια. Οι επόμενοι δύο άγνωστοι ζύγωσαν στα πέντε μέτρα. Ο ένας τους κράταγε ένα μικρό πακέτο. Ήταν ο άνδρας που είχε μιλήσει μαζί του στο εικονοτηλέφωνο. Το βλέμμα του Κεμτ έπαιξε για ένα δέκατο του δευτερολέπτου στον τέταρτο τύπο στο τέλος, που ερχόταν με το δεξί του χέρι χωμένο στην κωλότσεπη. Το σκόπευτρο του πιστολιού του έδειχνε τους δύο τύπους με τα μπουφάν. Νεκρός χρόνος συνόδεψε τις κινήσεις τους. Ξεροκατάπιε και τράβηξε δυό φορές τη σκανδάλη δίχως παραπέρα σκέψη. Ο πιο κοντινός την άρπαξε στο μενίγγι και τα μυαλά του πετάχτηκαν κι από τις δυό πλευρές του κρανίου. Ο φίλος του την έφαγε ίσια ανάμεσα στα ρουθούνια, καθώς πήγαινε να γυρίσει. Και οι δυό σωριάστηκαν στο χώμα με τα στοματά τους να ξερνάνε το τελευταίο αίμα. Ένα σύννεφο σφαίρες σάρωσε κουδουνίζοντας τους μεταλλικούς κάδους. Ο Κεμτ με μια τούμπα έπεσε πιο κει, σε καινούργια θέση, χωρίς να ρίξει άλλη πιστολιά. Κάποιος έριξε μερικές σφαίρες πίσω από τις πλάτες του με ένα αυτόματο πιστόλι, αλλά χωρίς να σημαδέψει. Δεν τον υπολόγισε καθόλου. Η προσοχή του πήγε όλη στις συνεχείς ριπές του οπλοπολυβόλου μπροστά. «Τον είδες καθόλου;» «Βούλωσέ το, ηλίθιε». Ο καμπαρτινάς τράβηξε επίτηδες μια ύπουλη ριπή κόντρα στον τοίχο που βρισκόταν κοντά στον Κεμτ, κάνοντάς τον να τρυπώσει χεσμένος μέσα σε ένα κομμάτι σιδερένιας σωλήνας για να ξεφύγει. Τα βλήματα χτύπαγαν τα τούβλα και εξοστρακίζονταν ολόγυρα. Ο τύπος συνέχισε να γαζώνει με μίσος τον τοίχο, ταμπουρωμένος πίσω από κάτι σκουριασμένες δεξαμενές καυσίμων. Κάθε πυροβολισμός ακουγόταν σαν κανονιά μέσα στο ψηλοτάβανο κτίσμα και όλοι μαζί έσπαγαν τύμπανα. Η σωλήνα του Κεμτ καμπάνιζε ασταμάτητα από τα τυχαία βλήματα.
49
50
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Τελείως ξαφνικά, οι ριπές σταμάτησαν. Ο Κεμτ γλίστρησε έξω από την άλλη άκρη της σωλήνας με βρόμικο πρόσωπο και ρούχα, πασχίζοντας να μαντέψει τι συνέβαινε. Ευθεία μπροστά, μια μεταλλική σκάλα πλημμυρισμένη σκουπίδια οδηγούσε σε μια ανυψωμένη ράμπα σαν μπαλκόνι. Ένα όπλο που ξαναγέμιζε ψιθύρισε λίγο πιο πίσω του. Ο Κεμτ νόμισε πως είδε κάποια κίνηση στη σκιά κι έστειλε τρεις σφαίρες εμπρός, ανάμεσα στα σιδερένια σκαλοπάτια. Άθλια σιωπή τον σύνθλιψε. Ο τύπος με το καφέ δερμάτινο που είχε το αυτόματο πιστόλι τον πυροβόλησε δύο φορές από το πουθενά και εξαφανίστηκε, όπως ο καμπαρτινάς. Ο Κεμτ χρησιμοποίησε το σκουριασμένο καπάκι ενός βαρελιού για ασπίδα και έτρεξε σκύβοντας στον ανοιχτό χώρο, ώσπου έφτασε στους πασσάλους της σκάλας. Μια χειροβομβίδα ξέσκισε την προηγούμενη κρυψώνα του. Με την πλάτη του να σέρνεται κατά μήκος των άδειων δεξαμενών, ακάλυπτος κάτω ακριβώς από την ράμπα, έψαξε για κάποιο χάσμα στις λαμαρίνες να χωθεί. Τα αυτιά του γύρευαν τεντωμένα κάποια ένδειξη για τον τύπο με το οπλοπολυβόλο. Ψεύτικη ηρεμία είχε διαδεχτεί το ντουφεκίδι. Τα καστανά μάτια του Κεμτ έπαιξαν παλαβά σαν τις ατσαλένιες μπάλες από εκείνα τα αρχαία φλιπεράκια, καλύπτοντας τις λόχμες των παλιοσιδερικών ένα γύρω. Κάτι τον άγγιξε στα μαλλιά, ξαφνιάζοντάς τον. Σταγόνες αίματος στάλαξαν πάνω στον οπλισμένο καρπό του χεριού του, κάνοντας μεγαλύτερο θόρυβο και από πυροβολισμούς. Ο Κεμτ κοίταξε έκπληκτος ψηλά. Το ρύγχος του οπλοπολυβόλου τον έδειχνε, στημένο τρία μέτρα πάνω από το κεφάλι του. Θυμωμένες σφαίρες ξεκίνησαν να μπήγονται κάθετα και με απίστευτη ορμή στο έδαφος. Κάθε μια καινούργια σφύριζε κοντύτερα από την προηγούμενη, γυρεύοντας ανθρώπινο πετσί. Ο Κεμτ ζάρωσε σε μια σχισμή στη βάση της ράμπας, ψάχνοντας κάτω από τον κολασμένο θόρυβο του όπλου κάποια αναπάντεχη λύση. Τίποτα δεν υπήρχε. Υποχώρησε όσο γινόταν προς τα μέσα με το ντους από το μολύβι να τον πλησιάζει και δεν άκουσε τίποτε άλλο εκτός από το κλικ του τέλους και το τρίξιμο της μπάρας του εξώστη. Ο άνδρας με την καμπαρτίνα και το οπλοπολυβόλο βρόντηξε καταματωμένος στο έδαφος που μόλις είχε σκάψει με τις σφαίρες του. Έκανε έναν σπασμό και έμεινε ψόφιος από τις σφαίρες που είχε φάει πριν. Ο Κεμτ σκαντζάρισε το πόστο του με κάποιο άλλο πιο ασφαλές. Ακόμα μια χειροβομβίδα έσκασε κοντά του, με τα θραύσματα να ανοίγουν πελώριες τρύπες στις σάπιες δεξαμενές. Το κορμί του χόρεψε σαν τον λαιμό της τρελαμένης από φόβο στρουθοκαμήλου, καθώς δυό φρέσκιες σφαίρες βούιξαν μπροστά από το πρόσωπό του. Ο ίδιος απάντησε με άλλες δέκα-δώδεκα – τα ρέστα του γεμιστήρα. Ο αντίπαλός του το έβαλε στα πόδια προς την αντίθετη μεριά, πυροβολώντας τυφλά προς τα πίσω. Ο Κεμτ άλλαξε γεμιστήρα, βάζοντας τον παλιό στην τσέπη και όρμηξε στο κατόπι του. Ο τύπος με το δερμάτινο σακάκι πέταξε άτσαλα την τελευταία του χειροβομβίδα, χωρίς να τραβήξει καν την περόνη και χάθηκε στον αέρα. Μια κραυγή που απομακρυνόταν περίεργα ακούστηκε και αμέσως μετά ένας υγρός γδούπος.
Ri Tapada
Ανεπηρέαστος από την εξέλιξη, ο Κεμτ πήγε στους δύο πρώτους που είχε καθαρίσει και τους έψαξε τις τσέπες. Δυό βραζιλιάνικα ούζι μοντέρνας σχεδίασης κρύβονταν κάτω από τα μπουφάν τους, με τις ασφάλειες βγαλμένες, έτοιμα για βολή. Ένα ζευγάρι σήματα έλαμψαν σύντομα μπροστά στα μάτια του, ίδια και απαράλλαχτα:
Ο Κεμτ εκσφενδόνισε τσαντισμένος τα σήματα μακριά, στέλνοντας πρόχειρα το βλέμμα του στο πτώμα του άνδρα με την καμπαρτίνα, πέρα στη ράμπα. Δεν έκανε τον κόπο να πάει ως εκεί να το ψάξει. Πήρε το πακέτο από κάτω και τράβηξε προς την τρύπα όπου είχε πέσει ο τελευταίος. Ένα είδος πηγαδιού, σκεπασμένο με χώμα και σανίδες αφανισμένες από το σαράκι είχε καταπιεί τον τύπο με το αυτόματο πιστόλι. Καθισμένος μέσα σε τριάντα εκατοστά λάσπης βαθιά κάτω στον πάτο, ο άνδρας είχε πάθει σοκ από τον τρόμο. «Βοήθησέ με,» ξεφώνισε σαν παλαβός. «Δεν μπορώ να κουνήσω τα πόδια μου». Ο Κεμτ έβαλε το Τοκάρεφ του στη θήκη και άρχισε να σπρώχνει ένα βαρύ βαγονέτο προς το χείλος του πηγαδιού. Ο μπάτσος από κάτω έβαλε τα κλάματα. «Με λένε Νταγκ Μακράχαν… Έχω δυό μικρά παιδιά, δυό αγγελούδια… Για τ’ όνομα του Θεού και της Παναγίας, λυπήσου με…» Οι κολλημένες από σκουριά ρόδες του βαγονέτου σταμάτησαν να σκούζουν. Ο Κεμτ ακούμπησε στο σίδερο της πλάτης και έσκισε το περιτύλιγμα από το πακετάκι των μπάτσων. « Έλεος… Εγώ δεν ήξερα καν γιατί ήρθαμε εδώ πέρα», κλαψούρισε μέσα από το πηγάδι ο άλλος. «Πρέπει να βγω... Πρέπει να πάρω τα παιδιά μου απ’ το σχολείο... Σε μια ώρα θα...» Ο Κεμτ περιεργάστηκε το περιεχόμενο του πακέτου. Ήταν ένα επίπεδο κομμάτι ξύλου, χωρίς σημασία. Με μια έκφραση αποστροφής, πέταξε αυτό μέσα στο πηγάδι αντί για το βαγονέτο. Κατόπιν, μάζεψε ό,τι κάλυκες μπόρεσε να βρει και τράβηξε για το αυτοκίνητό του.
51
52
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Γιωργής Αλεξάνδρου-Κορνηλιάδης Περί της αναίμου κάθειρξης – Νέκυια
(Αντιλαβές) «Ποτέ μου δεν μπόρεσα να συνεννοηθώ με τους Ανθρώπους ∙ Βιάζομαι βιάζομαι, γεγωνυία τη φωνή αυθαδιάζατε δεν προφταίνω, επείγομαι ∙ σε πέντε χρόνια σαπίζει ένα πτώμα Αντιγνωμούσατε, λοιδορούσατε ∙ ad hoc ανεπίδεκτες Χρόνου, αυθωρεί και παραχρήμα προφασιζόσασταν εν ου παικτοίς τις Λερναίες, μειδιώσες βλέψεις ∙ ‘κατεσπευσμένες’ – από καθέδρας Αγνοήσατε, μυκτηρίζοντας επιδεικτικά κι επηρμένα, εν ταις πράξεσιν τις Στείρες μου Συντεταγμένες ∙ καθυβρίσατε, ονειδίζοντας οιουσδήποτε Απρόθεσμους Οιωνούς εισηγήθηκα, ανέκαθεν κι ανελλιπώς, συνημμένους διαρρήδην ανά τας ρύμας και τας αγυιάς σε ένθεν κακείθεν παλαμιαία Στιγμιότυπα Περιστατικά ετσιθελικής Αποκαθήλωσης μάταιων Ιδρώτων» «Συμβούλιον δὲ λαβόντες ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις·»1 Τι έφταιξε ∙ τι πήγε στραβά «Σε συμβούλευσα να κρατήσεις τη μισή αγάπη για το Τέλος – ο ήλιος, έλεγα, δύει όταν βασιλεύσει Όχι όχι, αντέτεινες, ποτέ ∙ ο ήλιος βασιλεύει όταν πια δύσει ∙ Ψεύτρα ψεύτρα, φώναζα, μην πιστέψεις λέξη ∙ δεν άκουγες Σώπασε, αναβοούσα ∙ δεν άκουγες Οι Φόβοι με τις κυνικές τους επιγεύσεις χορηγούν μονάχα ανεξέλεγκτες Ονειρώξεις Ευγηρίας, έσκουζα ∙ τα Όνειρα ενεπλάκησαν μόνον όσον αφορά το ξέπλυμα του χρήματος ∙ οι Αναμνήσεις δεν αποτέλεσαν παρά τα κακέκτυπα, 1 Καινή διαθήκη, Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 27:7 ZZ Ο Γιωργής Αλεξάνδρου-Κορνηλιάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1989 και μεγάλωσε στον Βόλο. Σπούδασε παιδαγωγικά κι εξειδικεύτηκε στην εκπαίδευση παιδιών και εφήβων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Γράφει ποιήματα, διηγήματα και παραμύθια. Το ποίημα του παρόντος τεύχους αποτελεί προδημοσίευση από την ποιητική του συλλογή: «Εμού Του Ιδίου: Τα Ευπώλητα Της Εβδομάδος». Επικοινωνία: giorgio7_cool@hotmail.com
ΓιωργήςΑλεξάνδρου-Κορνηλιάδης
ανοικτίρμονα Συναλλάγματα της Μοναξιάς, τις καρκινικές οσμώσεις της Απομόνωσης με την άρρηκτη Παλιννόστησή της ∙ Όχι τα Γηρατειά, αποκλείεται ∙ εκείνα θάλπουν αναμφιλέκτως κι ομοθυμαδόν το κυλώνειον άγος, άλλος φταίει» «Υπάρχουν άνθρωποι ∙ δεν είναι η Ανθρωπιά η Ουτοπία» «Η Νιότη ήρξατο χειρών αδίκων ∙ συνιστά το ιαβέρειο, αλληλόχρεο Ενεχυροδανειστήριο των Αναμνήσεων: εκεί μετακόμιζαν ανέκαθεν τα προκρούστεια, άτεγκτα καθίσματά τους τα Όνειρα ∙ και θρονιάζονταν και στρεβλώνονταν, στραγγαλίζονταν οκνές οι Ματαιώσεις ∙ εσύ ούτε καν που άκουγες Κάθε φορά που ξεμπροστιαζόντουσαν οι κατεξευτελισμένες Τύψεις –κάθιδρες ενώπιον της αδιάσειστης θνητότητός μας– κωφεύατε, στραβομουτσουνιάζατε ∙ όλοι με δήθεν ιταμό αποτροπιασμό, είλωτες στο μυωπικά μακάβριο, αλεξίσφαιρο κίνητρό τους – κοντόθωρε, ξελαρυγγιαζόμουν ∙ αναδιφούσα · δεν άκουγες» τι ξεπεσμός – κι απέβη ‘Κάδμειος Νίκη’ η όσμωση Οιμωγής κι Απίσχνανσης «Όχι, όχι ∙ ποτέ μου δεν μπόρεσα να συνεννοηθώ με τους Ανθρώπους ∙ Ουδέποτε μπόρεσα να καταλάβω τους Ανθρώπους». Κατόπιν, η Νύχτα –ως είθισται– αποποιήθηκε αυτεπαγγέλτως πάσης ιαματικής της ιδιότητος ∙ η Απόγνωση υπέκλεψε και διέρρευσε όλα τα ακράδαντα τηλεφωνήματά της, ατάκτως ερριμμένα επί κενοταφίου ∙ η Θλίψη ανέσκαψε τις υποτυπώδεις της παραινέσεις, και δη εις επήκοον της Σιωπής, κι έπειτα ενεταφιάσθη νωδή εις την ενύπνιο, νήδυμο μαρμαρυγή του ανδρείκελού της επιπολασμού η αιμομίκτρια μητέρα της, η Μνήμη, καπηλεύθη και διεκίνησε τα ολίγιστα κτερίσματα της Λήθης ∙ πωρωμένη πλιατσικολόγησε τα διακεκαυμένα Σπέρματά της – όσο η Στιγμή υποδυόταν ανεπανάληπτα την αΐδιο Ανάμνησή της Η ασθενής από την άλλη σημείωσε μεν εκ του προχείρου σ’ ένα βρομόχαρτο το επιτύμβιο τελεσίγραφό της: ‘η άναιμος κάθειρξη’ Όταν δε το γύναιο αντελήφθη στο βάθος δυο-τρεις Απαράμιλλες, πυγολαμπίδες Υπάρξεις ολκής που έκαναν να φύγουν ξινισμένες, ανάβλεψε ∙ «Ελπίδες;» σχολίασε πικρόχολα, «Ασυναρτησίες» ∙ κι εξέπνευσε ∙ εμβρόντητη. Πολύ αργότερα μάθαμε τ’ όνομά της: οι φίλοι της την φώναζαν ως έδει ‘Απε λ πισία’
53
54
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Τάσος Πατρώνης Πορτοκαλί Ντερριντά
Το πορτοκαλί κάνει τη… Διαφωρά
Νάντια (ntsesment@abclist.gr) Επιτέλους κάποιοι ζήτησαν συνέντευξη! Η Νάντια Τσεσμεντζόγλου δεν ανανέωσε άδικα το βιογραφικό της. Η Εθνική Λίστα Δεδομένων, γνωστή και ως abclist, είναι η μόνιμη φροντίδα για κάθε νέο και νέα που φτιάχνει ανά πάσα στιγμή το μέλλον του/της. Τα βιογραφικά στοιχεία διαρκώς ανανεώνονται και κατά συνέπεια, αλλάζει συνεχώς η σειρά αξιολόγησης των αιτούντων. Με βάση την αξιολόγηση αυτή, γίνονται οι προσλήψεις από τις εταιρείες και η επιλογή μεταπτυχιακών φοιτητών από τα πανεπιστήμια. Οι νέοι δεν έχουν δυνατότητα να επιλέξουν οι ίδιοι. Σε περίπτωση διεκδίκησης κοινού υποψηφίου από δύο οργανισμούς, η απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τις λίστες κατάταξης των οργανισμών: οι εταιρείες κατατάσσονται με βάση τη ζήτηση των μετοχών τους και τα πανεπιστήμια με βάση τη ζήτηση που έχουν από φοιτητές του εξωτερικού. Αυτό το καφέ είναι η τελευταία της ελπίδα. Τ’ όνομά του είναι ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΧΩΡΑ. Το πορτοκαλί δεν είναι, βέβαια, ένα χρώμα που ταιριάζει στη συναισθηματική της κατάσταση: …κάτω απ’ τα βλέφαρά μου | συγκλίνουν δέσμες | από μαύρο ήλιο έγραψε τις προάλλες. Τέλος πάντων, ελπίζει ότι δεν θα τα θαλασσώσει στη συνέντευξη, αν και δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς της ζητάνε να κάνει εκεί που θα πιάσει δουλειά.
Βαγγελιώ (www.portocalichoratsarouha.gr) Όσο λιγότερο ανησυχείς για τα γεγονότα τόσο το καλύτερο για σένα. Η Βαγγελιώ Τσαρουχά είχε πει ότι ποτέ δεν θα κατέβαινε να ζήσει στην Αθήνα. Ένα διδακτορικό όμως στο Τμήμα Επιστημών της Επεκτεταμένης Επικοινωνίας (Τ.Επ.Επ.Επ.) σε θέλει πάντα επί ποδός. Στον Κοπανό Βέροιας δεν γίνεται, κυρία μου, διδακτορικό. Αν θέλεις να γραφτείς, θα το κάνεις όπως θέλουμε εμείς. Έτσι, αυτή τη φορά η Βαγγελιώ αναγκάστηκε να συμβιβαστεί, αφού και δουλειά τής βρήκαν με καλές απολαβές. Η όλη πρόταση ήταν μεγάλη πρόκληση. Θα διεύθυνε το interview café ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΧΩΡΑ. Η κυρία Ζέτα της είπε ότι τα interview café πεZZ Ο Τάσος Πατρώνης ασχολείται πολλά χρόνια με την Παιδαγωγική των Μαθηματικών, πάντα όμως… ερωτοτροπώντας και με τη λογοτεχνία. Η σχέση αυτή καρποφόρησε, εν μέρει τουλάχιστον, στα βιβλία του «Θεμελιώδεις Μαθηματικές Έννοιες και Παιδική Σκέψη», «Περί Σκοτεινών Φόνων και άλλων Προβληματικών Καταστάσεων» και σε μερικά από τα άρθρα του, δημοσιευμένα σε περιοδικά όπως ο Ιχνευτής και το Διαβάζω. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Πάτρας και ελπίζει να ολοκληρώσει κάποτε ένα μυθιστόρημα για τον πανεπιστημιακό χώρο – στην περιοχή της επιστημονικής φαντασίας, φυσικά!
Τάσος Πατρώνης
ριλαμβάνουν καφετέριες, μεταποιημένα παραδοσιακά καφενεία, internet café, βιβλιοκαφέ κ.λπ., ανάλογα με τον πληθυσμό που ενδιαφέρει στην εκάστοτε έρευνα. Ένα καφενείο είναι πάντα μια μικρή βουλή, έτσι δεν είναι; Όσες λαίλαπες κι αν περάσει η χώρα, θα έχει πάντα τα καφενεία-βουλές της. Εκεί, αφού καθένας λέει τον πόνο του… γιατί να μην καταγράφουμε κιόλας; Με τη βοήθεια μιας άλλης κοπέλας σε ρόλο σερβιτόρας-κράχτη, η Βαγγελιώ θα έβγαζε ένα πρώτης τάξης υλικό, ικανό για να γίνουν όχι μία, αλλά δεκάδες διατριβές. Θα επικοινωνούσε μόνο με τη Ζέτα Δάρα και με τον εκδότοπο. Με κανέναν άλλον. Στο μάστερ της αγωνιζότανε σαν σκυλί για κάθε συνέντευξη. Τώρα, η εύκολη μεγάλη παραγωγή. Η κρυφή συνέντευξη, αυτή είναι το μέλλον.
Κάψα1 (kapsagiagnosi@hmail.com) Έρχεται κάποια στιγμή που αναγκάζεσαι να πεις «Ναι» ή «Όχι» στο κύκλωμα. Αν πεις «Όχι», δεν είναι γιατί θέλεις να γίνεις ο κάπταιν Νέμο, αλλά γιατί έχεις πλέον απαυδήσει. Τότε κάνεις λίγο ακόμη την πάπια μέχρι να πάρεις το διδακτορικό σου και μετά γίνεσαι αντάρτισσα πόλεων ή κατατάσσεσαι στην αστυνομία. Έχοντας PhD στις μεταμοντέρνες σπουδές, μια λύση σήμερα είναι να κάνεις το δεύτερο. ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΧΩΡΑ, λοιπόν… Πορτοκαλί: ούτε κίτρινο ούτε κόκκινο… Ούτε-ούτε, όπως στον Ντερριντά… Το ούτε-ούτε δεν είναι όπως το και-και: δεν είναι κάτι που συμμετέχει σε δύο πράγματα, είναι κάτι διακριτό απ’ αυτά… «Αυτό είναι!» φώναξε. «Κάτι που βρίσκεται ανάμεσα, κάτι που διαμεσολαβεί, όπως ο ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΟΣ!» Οι συναλλαγές φαίνονται τυποποιημένες: εγγραφή, πληρωμή και σε λίγο λαμβάνεις ένα διδακτορικό με τ’ όνομά σου και με υπογραφές καθηγητών, δεμένο με εξώφυλλο κατά τα γούστα σου. Την επίβλεψη παραγωγής και διανομής των διδακτορικών αναλαμβάνουν Έλληνες και Κύπριοι καθηγητές. Διαμεσολαβώντας, ο εκδότοπος ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΟΣ εφοδιάζει όλα τα interview café του Λεκανοπεδίου με εγχειρίδια μεθοδολογίας κοινωνικών επιστημών, για ταχύρρυθμη εκπαίδευση σερβιτόρων, σεκιουριτάδων και κραχτών. Για την αμοιβή όλων αυτών είναι επίσης επιφορτισμένος ο ίδιος εκδότοπος – που σημαίνει, σκέφτεται η Νατάσα Σταυρινάδη, έναν υπολογίσιμο τζίρο από τις διατριβές που πουλιούνται σε ιδιωτικά πανεπιστήμια, καθηγητές και φερέλπιδες υποψήφιους διδάκτορες.
Ζέτα (zdara@tepepep.interuniv.gr) Ακούς εκεί η Τσαρουχά, αυτό το τσόκαρο, η καφετζού, να με πει εμένα «Κυρία Ζέτα»! Ποια είσαι εσύ και με ποιο δικαίωμα μου απευθύνεσαι με το μικρό μου όνομα; Πώς μπορείς να συγκριθείς μαζί μου, που έχω δώσει εξήντα έξι διδακτορικά κι έχω βγάλει απ’ αυτά διακόσιες πενήντα δημοσιεύσεις; Άσε που υποψιάζομαι ότι τις περισσότερες συνεντεύξεις σού τις κάνει η Νάντια, αυτό το καταθλιπτικό παιδί με το έξυπνο μούτρο… Θα δεις τι θα κάνω: θα σε παραπέμψω στους Κύπριους και θα ’χεις κακά ξεμπερδέματα μαζί τους… Και αντί για σένα θα πάρω την Κάψα για διδακτορικό!
1 Ψευδής διαδικτυακή περσόνα-προφίλ της κοινωνικής ανθρωπολόγου της ΕΛ.ΑΣ Νατάσας Σταυρινάδη
55
56
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Κυριάκος Νικολούδης Εγκλήματα Απόσπασμα από τη νουβέλα με τίτλο «Ο χρόνος έγειρε»
Σ
κέβομαι καμιά φορά όλα αυτά, κορώνα μου, και πονάει το μυαλό μου. Δεν τα χωράει ανθρώπου νους, λέω. Και καλά το έγκλημα. Μαλώσανε δύο ανθρώποι, είχανε διαφορές, βγάλανε τα όπλα τους και σκοτωθήκανε. Η μάνα όμως; Ο αδερφός; Πώς σκότωσες, ρε άνθρωπε, την αδερφή σου; Πώς σκότωσες την κόρη σου; Δικό σου αίμα δεν έχυσες; Εσύ, ρε μάνα, το σπλάχνο σου; Δεν το λυπήθηκες; Το σκέβομαι έτσι, το σκέβομαι αλλιώς και άκρη δεν βρίσκω. Κι όμως, κορώνα μου, όλους αυτούς τους γνώρισα, σαν και μας ήτανε, καλοί ανθρώποι. Όχι! Φονιάδες δεν ήτανε κι ας κάνανε φόνο. Τρία παιδιά η Ασπασία μεγάλωσε, μετά. Γιατί τ’ αγάπησε; Γιατί δεν σκότωσε κανένα; Τι να πω κι εγώ, η τύχη είναι του καθενός; Το ριζικό του; Απ’ τον Θεό είναι; Δεν ξέρω! Εγώ πιστεύω στον Θεό, και στον Θεό έχω τις ελπίδες μου, αλλά εδώ δεν ξέρω! Δεν ξέρω τι αμαρτίες πληρώνουμε εμείς οι ανθρώποι. Κι εσύ, ρε γείτονα, κι εσύ, ρε συγγενή, γιατί την καταδικάζεις; Το χωριό δεν είναι που θα την έκρινε; Ο μπάρμπας της δεν ήτανε που θα τη σκότωνε; Κι αν έμεινε έγκυος, τι έφταιξε; Δικό της παιδί δεν ήτανε; Γιατί ήπρεπε να πεθάνει γι’ αυτό; Εγκλήματα τιμής, σου λένε, εγκλήματα τιμής… Η τιμή πάνω απ’ τη ζωή, να σκοτώνεις τον άνθρωπό σου, να σκοτώνεις το αίμα σου για να ξεπλύνεις την ντροπή, να προτιμάς το έγκλημα, παρά να δεχτείς την προσβολή, παρά να δεχτείς την ντροπή. Να προτιμάς να σκοτώσεις το σπλάχνο σου, παρά την ατίμωση! Δεν ήτανε όμως ίδια όλα τα φονικά, παιδάκι μου. Ούτε εγκλήματα τιμής ήτανε όλα, ούτε βεντέτες ήτανε. Γιατί και το ένα και το άλλο είχανε τα αίτιά τους. Κάποια κοπέλα παραστράτησε, κάποιοι για κάτι μαλώσανε κι έγινε το κακό. Ο κόσμος αυτά τα καταλάβαινε. Για την τιμή, λέγανε, για το δίκιο, για την εκδίκηση. Γινήκανε όμως και εγκλήματα κακά, αλλόκοτα, που δεν τα χωράει νους ανθρώπου. Να χάνεται ο αδερφός σου, να χάνεται το παιδί σου, χωρίς λόγο, χωρίς φταίξιμο και να μη μπορεί και κανένας να σου πει το γιατί. ZZ Ο Κυριάκος Νικολούδης γεννήθηκε στη Μηλιά Μεσσηνιακής Μάνης. Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες και Φιλοσοφία. Εργάζεται στην Εθνική Τράπεζα. Το παρόν αφήγημα ανήκει στη νουβέλα του με τίτλο «Ο χρόνος έγειρε», εκδόσεις Οσελότος 2013.
Κυριάκος Νικολούδης
Την πεθερά μου τη γρια-Σταύραινα την αγαπούσα. Δεν είχα μανούλα και την αγάπησα, όχι όμως σαν τον πεθερό μου. Ο πεθερός μου ήτανε άλλος άνθρωπος. Εργατικός, τίμιος, μπορούσες να βασιστείς απάνω του. Λίγα ήτανε τα λόγια του, μετρημένα κι αληθινά, ό,τι ήλεγε αυτό ήτανε, όχι άλλα να λέει κι άλλα να κάνει. Το μυαλό του στη δουλειά του το είχενε και στα παιδιά του. Όλα για τα παιδιά του τα έκανε. Κι εμένα με είχε σαν κόρη του, μ’ έβλεπε να τρέχω και να βασανίζομαι και με καμάρωνε. «Σαν τη νύφη μου», ήλεγε, «σαν του Στράτη μου τη γυναίκα, λίγες υπάρχουνε!» Πάντα με τον καλό λόγο ήτανε ο κακομοίρης και με το χαμόγελο. Να αγιάσει το χώμα που τον σκέπασε! Και η πεθερά μου, καλός άνθρωπος, δεν μπορώ να πω. Πέντε παιδιά ανάστησε – με βάσανα, δεν μεγαλώνουνε με τα λόγια τα παιδιά. Ήτανε όμως αλλιώτικη απ’ τον άντρα της, ήτανε γυναίκα του κόσμου. Της άρεσε να φαίνεται, ήθελε πάντα να δείχνει κάτι περισσότερο. Ένα πραγματάκι να ’χε, το ’κρυβε, το στερούσε απ’ τα παιδιά της και το ’δωνε αλλού! Ήθελε να την παινεύουνε, την ένοιαζε πολύ τι θα πούνε οι ξένοι. Με τον πεθερό μου μαλώνανε συχνά, «είναι ζουρλή, νύφη», μου ήλεγε, «έχει τη ζούρλια τη Στρατηγουλέικη!» Άλλες φορές πάλι, την δικαιολόγαγε. «Καλή είναι η Τασία μου», ήλεγε, «καλή! Δεν είναι σαν τη συννυφάδα της, δεν τα παράτησε αυτή τα παιδιά της στους δρόμους!» Για τη γριά Βασιλού, ήλεγε, τη γυναίκα του αδερφού του, του Βασίλη. Είναι αλήθεια, παιδάκι μου. Χήρα γυναίκα ήτανε με έξι παιδιά, τα παράτησε, τα εγκατέλειψε για να παντρευτεί τον Βασίλη. Στους δρόμους γυρνάγανε, ο κόσμος τα μάζευε και τους έδωνε μια μπουκιά ψωμί. Πώς ζήσανε; Ο γέρο Σταύρος πέθανε νωρίτερα. Έμεινε η πεθερά μου μόνη της, είχε μεγαλώσει κι αυτή. Ό,τι μπορούσα έκανα, εμένα είχε κοντά της, τ’ άλλα της παιδιά λείπανε, στα χέρια μου πέθανε. Συγχωρεμένη να ’ναι! Την σκέβομαι καμιά φορά κι αναλογίζομαι τι είχε κι αυτή μες στην ψυχούλα της; Τι πόνο έκρυβε στην καρδιά της; Κι όταν μου φέρνει η σκέψη κάνα παράπονο, το παίρνω πίσω και τη συγχωρώ! Ο Αλέξης ο Στρατηγουλάκος, ήτανε δεκαοκτώ χρονώ, αδερφός της πεθεράς μου ήτανε, ο μικρότερος. Κείνα τα χρόνια τα παιδιά το δημοτικό τελείωναν και τις πιο πολλές φορές ούτε κι αυτό. Καμιά φορά, κάποιος, πήγαινε και μια τάξη παραπάνω. Όποιος έβγαζε το σχολαρχείο τότες ήτανε σπουδαίος. Μετρημένοι στα πέντε δάχτυλα ήτανε όσοι το βγάλανε κι απ’ αυτούς οι πιλιότεροι είχανε φύγει απ’ το χωριό. Ο Αλέξης, ένα παλικαράκι ξανθό, ομορφόπαιδο ήτανε, όχι μόνο τελείωσε το σχολαρχείο, αλλά είχε περάσει και στη νομική, δικηγόρος θα γινότανε, ήλεγε. Είχε φύγει από μικρό απ’ το χωριό κοντά στον μπάρμπα του, τον Ηλία, στην Αθήνα, κι ερχότανε πού και πού τα καλοκαίρια κι έμενε εδώ όλο τον Αύγουστο. Τότες, στο χωριό είχανε μεγάλες παρέες. Τρέχανε στις ρούγες, στους δρόμους, γεμάτος ο κόσμος από νέους ήτανε. Ε, κάποια μέρα, το χάσανε το παιδί. Δεν γύρισε στο σπίτι. Ήρθε και η άλλη μέρα, το γυρέψανε οι γονείς του, το γυρέψανε τ’ αδέρφια του,
57
58
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
άφαντο! Πού να ’ναι, πού να ’ναι; Τίποτα! Ειδοποιήθηκε η αστυνομία, έγινε ανάστατο το χωριό, αλλά ο Αλέξης πουθενά. Απ’ τα πολλά, ένας βοσκός που ’χε καλύβα στη Μεγάλη Ράχη, κατέβηκε στο χωριό κι άκουσε ότι κάποιονε ψάχνουνε, πως ψάχνουνε τον Αλέξη. Κάτι σκέφτηκε, κάτι θυμήθηκε: «Ρε παιδιά», λέει, «πριν δυο τρεις μέρες είδα εκεί αγνάντια, στου Μαστοράκου το μαντρί, στη Γέροβα, τέσσερεις νοματαίους να μπαίνουνε. Κατόπιν που φύγανε, τρεις κατεβαίνανε το μονοπάτι. Ο άλλος, λέω, τι έγινε;» Βουρλιστήκανε οι χωροφύλακες και ξεκινάνε. Από κοντά κι οι συγγενείς. Τραβάνε τον δρόμο για τη Γέροβα και ανεβαίνουνε στο μαντρί του Μαστοράκου. Σκορπιστήκανε όλοι όσοι ήτανε εκεί και αρχίσανε να ψάχνουνε. Γύρω απ’ το μαντρί, μέσα στο μαντρί, άφαντος! «Αλέξη, Αλέξη!» φωνάζανε. Μιλιά! Πήγανε παραπέρα σε κάτι καλύβες, ψάξανε κι εκεί, τίποτα! Απ’ τα πολλά, ρίχνουνε μια τελευταία ματιά στο μαντρί μήπως κάτι δεν είδανε και πάνε να φύγουνε. Την τελευταία στιγμή ένας χωροφύλακας κοντοστάθηκε, κάτι παράξενο του είχε τραβήξει την προσοχή του. Τι είχε δει; Είδε ότι τα πρόβατα ήτανε ανήσυχα. Θα ’ναι επειδή τα φοβίσαμε, σκέφτηκε. Πρόσεξε όμως ότι φερόντουσαν παράξενα. Ήτανε όλα μαζεμένα σε κύκλο και μέσα στον κύκλο σαν κάτι να ’τανε και δεν το πλησιάζανε. Του μπήκανε υποψίες στο μυαλό και φώναξε και τους άλλους χωροφυλάκους. Σκάψανε, αφέντη μου, και τι να δούνε! Το ’χανε θαμμένο το παιδί! Πεθαμένο! Απ’ τα πολλά μαθεύτηκε τι έγινε. Κάποιος τους είχε δει από κοντά και τους γνώρισε. Ήρθε ο γιατρός την άλλη μέρα και το είδε το παιδί. «Πριν το σκοτώσουνε, το βιάσανε!» είχε πει. Το χωράει ο νους σου, αφέντη μου; Το χωράει ανθρώπου νους; Το πήρανε το παιδί και το σκοτώσανε! Το ατιμάσανε! Να ’χε κάνει τίποτα, να ’χε φταίξει σε τίποτα, να το καταλάβω. Παρέα ήτανε, φίλοι ήτανε, μαζί πηγαίνανε όλα στο μαντρί κι ούτε είχε ακουστεί να ’χει γενεί καβγάς, να ’χουνε κάποια διαφορά μεταξύ τους κάποιο νιτερέσιο. Μια παρέα με αγόρια που πάει βόλτα στο βουνό. Όλα τα αγόρια τότες έτσι κάνανε, παρεούλες παρεούλες πηγαίνανε βόλτες στα βουνά. Αλλά τέτοιο πράγμα, πού ξανακούστηκε. Το άμοιρο, το άμοιρο! Πώς άντεξε η μανούλα του και δεν τρελάθηκε, πώς βάσταξε τέτοιο πόνο; Με τι κόπο το μεγάλωσε η δύστυχη, με τι στερήσεις το σπούδασε; Και να ’ρθει ο σκατόψυχος και να του κόψει τη ζωή! Τι άγριο θηρίο είναι ο άνθρωπος, παιδάκι μου, τι κουβαλάει μέσα του! Τι μαύρα σκοτάδια κρύβει στην ψυχή του! Δυο αδέρφια ήτανε κι ένα πρωτοξάδερφο, Ραζουνάκια. Ο Παυσανίας, ο Φάνης κι ο Αναγνωστάκος. Αναγνωστάκο τον λέγανε από κάποιον παππού Αναγνώστη. Ραζούνης ήτανε κι αυτός. Αυτός είναι που το έκανε. Φυγαδεύτηκε! Τον ντύσανε γυναίκα και τον διώξανε. Έφυγε στην Αμερική. Έμπλεξε εκεί με τον υπόκοσμο. Τον βρήκανε, λένε, αργότερα κατασφαγμένο. Χωρίς μύτη, χωρίς αυτιά τον βρήκανε. Πήγε όπως του άξιζε! Οι άλλοι πήγανε φυλακή. Για απλή συνέργεια. Έτσι είπανε…
Ελένη Παντούλα
Ελένη Παντούλα Συναίσθημα και λογική Οι αποφάσεις για το τώρα μπορούν να έχουν οδηγό το συναίσθημα. Η διάρκεια όμως έχει ανάγκη τη λογική. Τι να το κάνω το συναίσθημα του σήμερα, αν αυτό το ίδιο αύριο με κάψει; Μπορούν οι στάχτες να ξαναζήσουν; Μη σε ξεγελά ο φοίνικας. Ακόμη κι αν εσύ ο ίδιος θελήσεις να αναγεννηθείς, οι στάχτες σου θα έχουν ήδη σκορπισθεί. Πες στη μάνα σου να σε γεννήσει ελεύθερο. Γίνεται; Ο ομφάλιος λώρος πάντοτε θα υπάρχει. Και θα σε δένει με κάτι. Και θα σε κρατάει πίσω. Και θα σε τραβάει πίσω. Όμως… το κορμί ριγά στο άγνωστο.
Ο φθόνος της ζωής Η καθημερινή ζωή δεν αντέχει το πρόσωπο της άλλης, της γοητευτικής και αφανέρωτης – σαν την μπογιατισμένη γριά που δεν αντέχει την ομορφιά του νέου προσώπου. Ο έσω εαυτός σου δεν τολμά να αποκαλύψει τα όσα ο έξω δεν θα τολμούσε ποτέ να πράξει. Είναι η παγίδα της διπλής σου ζωής, της κρυφής μα πραγματικής και της φανερής μα θεατρικής, αυτή που σε αιχμαλωτίζει σε ένα ψεύτικο δίλημμα, για να σου στερήσει τελικά την ουσία της μιας που αποτελεί και την αιτία της άλλης.
ZZ Η Ελένη Παντούλα είναι κοινωνική λειτουργός με μεταπτυχιακές σπουδές στην εκπαίδευση και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ζει και εργάζεται στα Γιάννενα.
59
60
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Αλέξανδρος Πλάτων Δέλτα Η Ανθούλα
Τ
ο λοιπό, ελόγου μου, τη ζωή μου τη κουλάντρισα στο εντάξει. Ο καθείς μαστορεύει τη ζωή του μονάχος του. Παράδειγμα: Έγλεπα κάποιους να είναι αραχτοί και να φουμέρνουνε αράπικο. Και ύστερης πάνω στη φτιάξη ν’ αμολάνε κι ένα… «κακούργα κενωνία». Ελόγου μου, που λέτε, από οχτώ χρόνων στο κουρμπέτι. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να ισιώνω πρόκες. Έπαιρνα ένα φράγκο από τσι έξι έως τσι τρεις. Όταν τα φλωράκια ρούφαγαν τ’ αβγό τους, έκανα στο λιμάνι τον πασαδόρο. Έπαιρνα τα Αμερικανάκια και τα πήγαινα τσι πουτάνες. Κατόπιν της εκτονώσεως έπαιρνα κι εγώ το κατιτίς μου. Έγλεπα να πούμε φτωχούς άψιλους να αφήνουνε το ριζικό τους στα κουλά των τύπων με τα μαύρα. «Μετανοείτε αμαρτωλοί και μην αντιστέκεστε. Έλα εδώ εσύ, παιδί μου. Τι είναι αυτό που διαβάζεις;» (Το «αυτό» που βλεφάργιαζα ήτανε βιβλίο, το Πώς δενότανε τ’ ατσάλι, που διηγούτανε την Οχτωβριανή Επανάσταση) «Καταραμένε, τέτοια πρόστυχα βιβλία διαβάζεις; Το ξέρει ο πατέρας σου; Θα γράψεις εκατό φορές το Πιστεύω και αύριο θα έρθεις με τον πατέρα σου στο κατηχητικό». Κοζάρω τον παπά με ύφος οσιομάρτυρος και την κάνω και καλά, με μόστρα ενόχου. Στον δρόμο για το σπίτι σακουλεύομαι ότι είναι κομμάτι ζόρικα τα πράματα. Τότε μου πέρασε απ’ το τσερβέλο η Ανθούλα. Η Ανθούλα, που λέτε, είναι η κότα του μαχαλά. Κάθεται στα κοκόρια, αρκεί να πέφτει ο παράς. Εγώ, τσι περισσότερες φορές κάνω τον τσιλιαδόρο για τσι απατημένες και το γίδι τον γκότη, που κάνει τη γύρα του. Ποιος θα σακουλευτεί ένα αδύνατο εννιάχρονο; «Κυρα-Κώσταινα, ε κυρα-Κώσταινα, είδαμε τον Αλέκο να μπαίνει στο σπίτι της παστρικιάς». «Αλέκοοο», η φωνή τσι μάνας μου να σκίζει δύο αλάνες και τα μισά προσφυγικά. Ωχ! Πάλι θα έχει πάνω χέρι-κάτω χέρι. ZZ Ο Αλέξανδρος Πλάτων Δέλτα έχει εκδώσει δέκα ποιητικές συλλογές, ένα θεατρικό και ένα πολιτικοκοινωνικό. Η τελευταία του ποιητική συλλογή έχει τίτλο «Μεσημβρινό ηλιοτρόπιο» εκδόσεις Οσελότος, 2013. Το παρόν διήγημα είναι προδημοσίευση του υπό έκδοση βιβλίου του με τίτλο «Επιμύχια».
Αλέξανδρος Πλάτων Δέλτα
photo by Giorgos Kokkios
Ύστερης με έδενε απ’ τον λαιμό –όπως τους σκύλους– στη μουριά. «Τι θες εδώ;» με ρωτάει η Ανθούλα. «Ο παπάς με έπιασε με το βιβλίο που μου έδωκε ο τσαγκάρης και θέλει αύριο να πάω με τον πατέρα μου». «Α, τον τραγόπαπα. Άσε θα στον συγυρίσω εγώ...» Βλέπετε ο παπάς ήτανε ταχτικός θαμών των περιποιήσεων της Ανθούλας. «Πού είναι τώρα;» «Τον άφηκα στην εκκλησία...» «Φύγε και αύριο το απόγεμα μην πας σχολείο, έλα με το πατίνι και κάνε πως παίζεις. Περιμένω έναν κύριο... να μιλήσουμε. Τώρα να... ντύνομαι και πάω στην εκκλησία...» Η καλύτερή μου με την Ανθούλα ήτανε τους χειμώνες. Έμπαινα στο σπίτι της ζούλα, καθότι μετά τσι πέντε έπεφτε σκότος. Καθόμασταν στο μαγκάλι, με την Ανθούλα να έχει σηκωμένο το φόρεμά της μέχρι πάνω από τα κάτασπρα μπούτια της. Η ζέστη να της ζωγραφίζει κόκκινες κηλίδες κι εγώ πανικόβλητος να πέφτω σε έκσταση. Κάποιες φορές μου έπαιρνε το χέρι και το έτριβε μέχρι πάνω ψηλά, στο απαγορευμένο. Άλλες φορές καθόμουνα στην κουρελού και ακούμπαγα το κεφάλι μου στα πυρακτωμένα μπούτια της κι αυτή μου χάιδευε τα μαλλιά. Τα χρόνια περάσανε και κάμποσες γυναίκες γνώρισα. Όμως το χάδι της Ανθούλας σε καμία δεν το βρήκα.
61
62
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Ελένη Κουράτου Έρημο σπίτι Έρημο σπίτι το κορμί μου πριν έρθεις και με κατοικήσεις. Έρημο σπίτι ρημαγμένο από παλιές γιορτές που άφησαν πίσω άδεια δωμάτια ν’ αντηχούν φάλτσα τραγούδια και να πνίγουν την ηχώ ψεύτικων γέλιων. Έρημο σπίτι με κήπο ξερό και στέρφο χώμα, άδεια κλουβιά από νεκρά περιστέρια που ως το τέλος χτυπούσαν τα κάγκελα περιμένοντας το λατρεμένο είδωλο. Έρημο σπίτι βαμμένο με το γκρίζο της παραίτησης εκτός από το κατώφλι κεντημένο με το πορφυρό της αναμονής. Έρημο σπίτι το κορμί μου πριν έρθεις και το γεμίσεις με φωνές νεογέννητων ονείρων. Πριν φέρεις τα λευκά πουλιά και ποτίσεις ξανά το χώμα που κάποτε κάρπιζε ζωή.
ZZ Η Ελένη Κουράτου κατοικεί και μεγάλωσε στην Άνω Νέα Σμύρνη. Σπούδασε Θεολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Αγγλική Φιλολογία στο αμερικανικό κολέγιο Deree. Εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικών. Είναι παντρεμένη και έχει μία κόρη. Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Κάθαρσις» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οσελότος το 2013.
Ελένη Κουράτου
Κλήδονας Τη νύχτα του Κλήδονα ο δίσκος της σελήνης μου έστειλε το πρόσωπό σου πάνω στον ασημένιο καθρέφτη του πηγαδιού. Πώς να σε κοιτάξω, φεγγαρένιε μου, χωρίς να σε λερώσω με τη χυδαιότητα του χρόνου; Πώς να σε αγγίξω, δώρο της νύχτας και του νερού, χωρίς ν’ αφήσω πάνω σου το στίγμα της πληγής μου; Γυμνή θα βαφτιστώ στη χρυσή κολυμβήθρα της φιλόξενης λίμνης και στο όνομα του φεγγαριού θα ξαναγεννηθώ αγνή και καθαρή πριν τα ερωτευμένα βλέμματά μας σμίξουν στην αέναη δίνη του διπλού αστερισμού.
Όταν Όταν πια χιλιάδες νύχτες θα χωρίζουν τις κοινές μας ανάσες, τότε μπορεί να σ’ ονειρεύομαι με τη μαρμάρινη νοσταλγία που ο από αιώνες νεκρός ατενίζει το καμένο αστέρι της ζωής του. Όταν πια τα χιλιάδες σ’ αγαπώ μου θα μοιάζουν με λέξεις νεκρής βάρβαρης γλώσσας, τότε ίσως μπορεί να σε θυμάμαι με τη μουδιασμένη περηφάνια που ο στρατοκόπος κοιτάζει την απόσταση που έχει ήδη διανύσει. Μα όταν τα πέντε ξίφη του χεριού σου βυθίζονται στην παλλόμενη σάρκα της κιθάρας, τότε σε θέλω με την άλικη προσμονή της παρθένας που στο πλήθος της αγοράς γυρεύει το κορμί που ονειρεύτηκε νύχτα με πανσέληνο.
63
64
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Βιβή Καλτσούνη Η ενοχή Στον Γιώργο, που η αγάπη μου γι’ αυτόν θα ’ναι πάντα αφελής και παιδική, γιατί η αντανάκλαση της εικόνας μου στα μάτια του μου έδωσε φτερά να πετάξω
Μ
έσα στη μαύρη και σκληρή νύχτα ακούστηκε ο ήχος της σειρήνας από το γειτονικό νοσοκομείο. Δώδεκα ολόκληρους μήνες σε αυτή την ξένη πόλη, σε αυτή την περιοχή, σε αυτό το σπίτι-σπιρτόκουτο και ακόμα δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με τους ήχους της γειτονιάς. Όμως, πόσο εύκολο ήταν να μάθει να ζει δίπλα σ’ εκείνο το πολυσύχναστο νοσοκομείο του Λονδίνου; Τα ασθενοφόρα μπαινόβγαιναν στην αυλή του μεταφέροντας συνεχώς ασθενείς και κάθε φορά που γινόταν αυτό, ο θόρυβος ήταν ανυπόφορος. Τους πρώτους μήνες αυτή η κατάσταση ήταν ανακουφιστική, καθώς του έδινε ένα ισχυρό άλλοθι για την παρατεταμένη αϋπνία του. Δεν έφταιγε ο ίδιος γι’ αυτό, αλλά οι σειρήνες του νοσοκομείου. Τους τελευταίους μήνες είχε αρχίσει να εξαντλείται. Κάτι τέτοιες στιγμές τα ’βαζε με τον αθεράπευτο συναισθηματισμό του. Ήταν ανοησία από μέρους του να συνεχίζει να μένει σε αυτή τη γειτονιά, αφού η προαγωγή του, και η αντίστοιχη αύξηση που τη συνόδευε, είχε επικυρωθεί επίσημα από τον επόπτη του και το διοικητικό συμβούλιο του νοσοκομείου. Μπορούσε πια να μετακομίσει σε ένα άνετο προάστιο και από τεχνοκράτης μετανάστης να μεταμορφωθεί σε τεχνοκράτη αστό. Απλά ένιωθε τόσο απίστευτα οικεία σε εκείνη την τρύπα και κάθε φορά που γυρνούσε από τις πολύωρες βάρδιες στο νοσοκομείο κι έμπαινε εκεί μέσα, η αίσθηση ήταν λυτρωτική. Ένιωθε ότι βρισκόταν μέσα σε μια μήτρα και επέστρεφε στην αρχέγονη ύπαρξή του, όπου κανείς δεν απαιτούσε κάτι από αυτόν και ο ίδιος δεν ένιωθε την υποχρέωση να προσφέρει οτιδήποτε. Τι απίστευτη αίσθηση ελευθερίας του προσέδιδε αυτή η καθημερινότητα και πόσο απελπιστικά την είχε ανάγκη. Πάντως, σήμερα είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι το πρώτο πράγμα που θα έκανε στο αυριανό ρεπό του ήταν να ψάξει να βρει ένα καλύτερο σπίτι για να μετακομίσει. Ίσως κάπου στα προάστια, κοντά σε ένα πάρκο. Μακριά από το νοσοκομείο, μακριά από το χαοτικό κέντρο του Λονδίνου. Είχε αποφασίσει ότι έπρεπε με ZZ Η Βιβή Καλτσούνη έχει σπουδάσει Κλασική, Νεοελληνική και Μεσαιωνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Ειδική Αγωγή στο California State University, Sacramento, USA. Πρόσφατα διήγημά της διακρίθηκε στον Γ’ Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού 2013.
Βιβή Καλτσούνη
κάθε τρόπο να βγει από αυτό το τέλμα όπου είχε τοποθετήσει τον εαυτό του τον τελευταίο χρόνο. Έπρεπε να ξεκινήσει να ζει και όχι πια μόνο να επιβιώνει. Αρκετά θρήνησε τη χαμένη του ευημερία στη μικροαστική επαρχιακή πόλη. Τώρα ήταν καιρός να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή, έστω κι αν αυτή δεν θα τον ικανοποιούσε απόλυτα. Αυτές οι σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό του, όταν χτύπησε το ξυπνητήρι. Ακόμα μία μέρα που θα πήγαινε μισό-άυπνος στο νοσοκομείο. Ακόμα μία μέρα που θα έπρεπε να δουλέψει σκληρά και να αποδείξει ότι καλώς τον εμπιστεύτηκαν οι προϊστάμενοί του και του ανέθεσαν αυτή τη θέση με τις αυξημένες απαιτήσεις και αρμοδιότητες. Επιστημονικός Υπεύθυνος του Αιματολογικού Εργαστηρίου ήταν ο τίτλος. Την ίδια ακριβώς θέση κατείχε και στο νοσοκομείο της επαρχιακής πόλης όπου ζούσε, μετά από δεκαέξι χρόνια υπηρεσίας και άπειρων χαμένων ωρών στις δημόσιες σχέσεις. Εδώ την κατέκτησε σε οχτώ μόλις μήνες. Βοήθησε και το πλούσιο ερευνητικό του έργο, το οποίο πιστοποιούσαν οι πολυάριθμες δημοσιεύσεις που πλούτιζαν το βιογραφικό του, οι περισσότερες πάνω στο ίδιο αντικείμενο, την κυτταρομετρία ροής. Δημοσιεύσεις που του άνοιξαν την πόρτα να διεκδικήσει την τωρινή του θέση στο μεγαλύτερο νοσοκομείο του Λονδίνου, αλλά δεν τον οδήγησαν στο να εκλεγεί στη θέση του επίκουρου καθηγητή στον Λειτουργικό-Κλινικοεργαστηριακό τομέα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της πόλης του. Και ας δίδασκε με σύμβαση τα τελευταία έξι χρόνια τα μαθήματα Βιοχημεία Ι και Βιοχημεία ΙΙ στο τρίτο και τέταρτο εξάμηνο. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να ξενιτευτεί στα πενήντα τέσσερα του χρόνια... γιατί δεν ήταν ο εκλεκτός του καθηγητή. Κάθε φορά που τα σκεφτόταν όλα αυτά, θυμός, πόνος, ενοχή τον κυρίευαν. Ένιωθε τόσο απίστευτα λίγος και ανεπαρκής. Τόσα χρόνια εργασίας και προσωπικής ανάλωσης σε καφέδες και τσίπουρα στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της πόλης, τόσες δημοσιεύσεις και εντούτοις, δεν είχε καταφέρει να εκλεγεί για μία μόνο ψήφο. Ευτυχώς για εκείνον και τον πληγωμένο του εγωισμό, η θέση κηρύχτηκε άγονη και εξελέγη ένας συνάδελφος στη θέση λέκτορα – όχι επίκουρου. Ήταν ένας διπλωματικός ελιγμός του εκλεκτορικού σώματος. Ούτε τον ίδιο ήθελαν να δυσαρεστήσουν, ούτε τον εκλεκτό του καθηγητή να απορρίψουν. Πάνω στην καφετιέρα ήταν ο κίτρινος φάκελος. Τον είχε βγάλει από τη βαλίτσα του χτες το βράδυ και τον διάβαζε. Αυτός ήταν μάλλον και ο λόγος της παρατεταμένης αϋπνίας του και όχι οι σειρήνες των ασθενοφόρων. Με έναν απίστευτο μαζοχισμό ξανάρχιζε να διαβάζει το περιεχόμενό του: «Θα ’θελα να ’χα μια μηχανή του χρόνου και να ταξιδεύω μέσα στην ιστορική του διάσταση, να παρεμβαίνω και να αλλάζω την πορεία της ζωής κάποιων ανθρώπων που θεωρώ ότι είναι εγκλωβισμένοι και δυστυχισμένοι, για να τους δώσω τη ζωή που πιστεύω ότι τους αξίζει να έχουν και δεν την έχουν λόγω κακών συγκυριών ή επιλογών αδυναμίας. Δεν είμαστε όλοι δυνατοί και ικανοί να διεκδικήσουμε αυτό που μας αξίζει σε αυτή τη ζωή.
65
66
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Εσύ είσαι ένας από τη μεγάλη λίστα των ανθρώπων που νοιάζομαι και θεωρώ ότι δεν έχουν τη ζωή που τους αξίζει. Θέλω μετά από δέκα χρόνια να σε δω να διευθύνεις ένα μεγάλο ερευνητικό κέντρο του εξωτερικού, να έχεις ήδη μία υποψηφιότητα για το βραβεία Νόμπελ ιατρικής, αν και δεν θα με χάλαγε να το είχες πάρει ήδη, να είναι και οι δύο γιοι σου χαρούμενοι και ευτυχισμένοι σε πλαίσια (επαγγελματικά, προσωπικά, κοινωνικά) που θα τους κάνουν να ξεδιπλώσουν και να αναπτύξουν τα ταλέντα τους, να έχεις μια νεότερη γυναίκα που να σε αγαπάει, να σε φροντίζει, να είσαι το επίκεντρο και ο άξονας της ζωής της. (Δεν θέτω υποψηφιότητα για αυτή τη θέση, ακόμα τουλάχιστον. Θεωρώ ότι δεν έχω όσα στοιχεία χρειάζομαι για να αποφασίσω τι θέλω από σένα και αν αυτό που θέλω είναι βιώσιμο. Χρειάζομαι χρόνο, και κυρίως απόσταση, για να δω τι εγώ νιώθω και πόσο διατεθειμένη είμαι να υποκύψω σε αυτό που ενδεχομένως νιώθω. Βέβαια, αν εμφανιζόσουν ένα βράδυ στο κατώφλι του σπιτιού μου με τη βαλιτσούλα σου, δεν θα σε έδιωχνα κιόλας… Το πολύ πολύ να σε έβαζα να κοιμηθείς στον ροζ καναπέ μέχρι να σε πείσω να γυρίσεις πίσω ή να δω σε ποιον ρόλο και σε ποια θέση θα σε τοποθετήσω στη ζωή μου). Βάζοντας την τελευταία πινελιά στην ιδεατή σου ζωή, θα ήθελα να ’χεις μια κόρη που θα σε λατρεύει και θα σε υπεραγαπά. Φαντάσου, να γυρνάς το απόγευμα κατάκοπος από τη δουλειά σου και αυτή να σου κάνει ζουζουνιές και να σε αποκαλεί «Μπαμπάκα μου». Δεν το αξίζεις όλο αυτό; Πιστεύω ότι έβαλες χαμηλά τον πήχη σε όσα ζήτησες και διεκδίκησες από τη ζωή σου. Θεωρώ ότι δεν έχεις πάρει την αγάπη, τη στοργή, την τρυφερότητα, την αναγνώριση, την αποδοχή που σου άξιζε. Θα ήθελα να ήμουν μια μικρή νεράιδα και να ερχόμουν κάθε βράδυ στο σπίτι σου την ώρα που όλοι οι υπόλοιποι θα κοιμούνται, να ρίξω τη μαγική μου χρυσόσκονη, να σε πάρω και να σε μεταφέρω στο δικό μου μαγικό κόσμο, όπου εκεί θα ζούσαμε εγώ, εσύ και η αγάπη μας. Το πρωί θα επέστρεφες στο σπίτι σου και δυναμωμένος από τη δική μου αγάπη θα φρόντιζες και θα ντάντευες τον μικρό σου Ανέστη, που ξέρω καλύτερα από τον καθένα πόσο βασανιστικά ανησυχείς και νοιάζεσαι γι’ αυτόν. Πώς όμως αυτό χωράει σε μια ανθρώπινη σύμβαση; Τι να σου ζητήσω και πώς; Μια αρπαχτή λίγων ημερών; Ποια ανάγκη θα μου καλύψει αυτή; Εγώ δεν θέλω μόνο ένα σου κομμάτι, αλλά σε θέλω και σε χρειάζομαι ολόκληρο, θέλω τον Γεράσιμο-σύντροφο, επιστήμονα, φίλο, πατέρα, και πώς μπορώ όλο αυτό να το χωρέσω σε λίγες στιγμές; Γι’ αυτό αποφάσισα να σου ζητήσω ένα «τίποτα». Γράφει κάπου η Δημουλά:
Βιβή Καλτσούνη
«Χρόνος είναι ό,τι μεσολαβεί και μετατρέπει. Διαιρείται σε στιγμές. Στιγμή είναι, βέβαια, ένα τίποτα του χρόνου. όμως χωράει τ’ αποκορυφώματα…» Συνεπώς, ζητάω μία μόνο στιγμή, αυστηρά δομημένη, με αρχή, μέση και τέλος. Μέσα στον φάκελο υπάρχει ένα κλειδί από το σπίτι μου και ένα σχεδιάγραμμα για το πώς θα το βρεις. Θέλω να ’ρθεις ένα βράδυ μετά τις 10 και κατά προτίμηση πριν τις 12 και να μείνεις για λίγες ώρες. Θα ’χω αναμμένα τα ροζ και φούξια φωτάκια που βρίσκονται πάνω από τον ροζ καναπέ και εγώ θα κοιμάμαι. Εσύ θα ανοίξεις με το κλειδί σου και θα αντικρίσεις τον ροζ καναπέ. Θα βγάλεις τα ρούχα σου, θα τα αφήσεις στη μοβ πολυθρόνα και θα δεις το κόκκινο κρεβάτι, τις κόκκινες και άσπρες κουρτίνες και το κόκκινο με μαύρες ρίγες πάπλωμα και εμένα πιθανότατα να σε περιμένω ως άλλη ωραία κοιμωμένη. Θα έρθεις στο κρεβάτι μου και θα με αφήσεις να σε αγαπήσω για μια μόνο στιγμή. Όταν θα έχει εξαντληθεί ο χρόνος που μπορείς να μου αφιερώσεις, θα κάνεις ένα ντους για να διώξεις τη μυρωδιά από το κορμί μου, θα φορέσεις τα ρούχα σου και θα πας σπίτι σου να κοιμηθείς και να με ονειρεύεσαι. Εγώ θα κοιμηθώ στο κρεβάτι μου, αγκαλιά με το μαξιλάρι σου και μέσα στα σεντόνια που θα αναδύουν το άρωμα από το κορμί σου. Το πρωί θα ξυπνήσεις κανονικά, θα φύγεις από το σπίτι σου, θα μου πάρεις έναν καφέ από το «Διεθνές» και θα έρθεις να με ξυπνήσεις με ένα γλυκό φιλί. Εγώ θα ντυθώ και θα σου φτιάξω φετούλες με βούτυρο και μαρμελάδα φράουλα και βερίκοκο και εκεί θα διαπραγματευτούμε το μετά (αν θα υπάρχει και πώς). Εσύ με τις πιτζαμούλες σου –εκείνες με τον γκρινιάρη νάνο– ταιριάζεις πολύ στο κουκλόσπιτο, όπου ζω. Απλά θέλω να έρθεις σπίτι μου χρησιμοποιώντας το δικό σου κλειδί και να μπεις σαν να ζεις εκεί κι εσύ, γιατί εκεί ανήκεις, σε μένα να σε αγαπάω, να σε φροντίζω και να σε νοιάζομαι. Δεν το ζητώ, όμως, ούτε το διεκδικώ. Τώρα, τι θα κάνεις τελικά, είναι δική σου υπόθεση. Αν αποφασίσεις να ’ρθεις ένα βράδυ, στείλε μου μήνυμα στο κινητό, για να μαζέψω τα βιβλία από το πάτωμα, να βάλω καθαρά και φρεσκοπλυμένα σεντόνια που θα μυρίζουν τριαντάφυλλο και γενικά να τακτοποιήσω το σπίτι. Η πρόταση ισχύει για ένα μήνα από σήμερα. Μετά την αποσύρω από το τραπέζι. Αν θέλεις παράταση, ζήτησέ το. Απλά, τι νόημα έχει να συνεχιστεί το μεταξύ μας στο στιλ καφές στο «Διεθνές», μηνύματα και όλα τα υπόλοιπα; Εσένα μπορεί να σου αρέσει –μπορεί να δίνει νόημα στην άχαρη καθημερινότητά σου– αλ-
67
68
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
λά δεν συμβαίνει το ίδιο και με μένα, καθώς μου αφαιρεί ενέργεια και κρατά το μυαλό μου απασχολημένο με το να σε ονειρεύεται. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί δεν «παίζουμε» επί ίσοις όροις. Εσύ τα έχεις όλα (παιδιά, οικογένεια, σύντροφο, κοινωνική καταξίωση μέσα από αυτά – αν και κατά την ταπεινή μου γνώμη μόνο χαρά και ικανοποίηση δεν σου παρέχουν, αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία). Εγώ από την άλλη δεν μπορώ να σχετίζομαι κατ’ αυτόν τον τρόπο μαζί σου και ταυτόχρονα να αναζητώ έναν σύντροφο για να μοιραστώ τη ζωή μου. Οπότε, ή μου δίνεις αυτό που θέλω και με τον τρόπο που θέλω ή ας επιλέξουμε κι οι δυο τη σιωπή. Είναι το καλύτερο. Αν βρεθούμε τυχαία στον δρόμο, θα χαιρετηθούμε τυπικά. Θεωρώ ότι οι λέξεις πια δεν έχουν νόημα. Μια τελευταία σκέψη μου. Η προσωπική μου φιλοσοφία είναι η εξής: «Στη ζωή ο πιο δυνατός βοηθάει τον πιο αδύνατο». Με βάση αυτό, σου λέω ότι είναι εμφανές αυτό που νιώθεις για μένα. Κοίτα να το εκλογικεύσεις και να το βάλεις σε ένα πλαίσιο για να μπορείς να το χειριστείς και να μη φαίνεται τόσο. Εγώ δεν έχω πρόβλημα με αυτό, αλλά δεν είναι σωστό να εκτίθεσαι έτσι. Εμένα πάντως ούτε πιο γυναίκα με κάνει να νιώθω, ούτε με ανεβάζει. Δεν λειτουργώ κατ’ αυτόν τον τρόπο. Έλα να το ζήσουμε για μία στιγμή και γυρνάς πίσω. Θα ’ναι πολύ ωραίο!!! Θα ’ναι κόκκινο σαν το πάθος και ροζ σαν το όνειρο… και στην επόμενη ζωή που θα ξανασυναντηθούμε, εσύ θα είσαι ένας διάσημος ερευνητής και εγώ μία φημισμένη συγγραφέας και θα ζήσουμε μαζί έναν μεγάλο έρωτα, σαν αυτούς που διαβάζουμε στα βιβλία… και θα είμαστε μαζί... και θα κάνουμε παιδιά, γιατί είσαι υπέροχος πατέρας. Απλά, έλα να το ζήσουμε, καθώς το βλέπω στα μάτια σου πόσο μόνος είσαι... και δεν θα απειλήσω κανένα από τα κεκτημένα σου και θα γυρίσεις πίσω, εκεί όπου ανήκεις. Το στενό δρομάκι που οδηγεί στο σπίτι μου είναι γεμάτο τριανταφυλλιές και είναι όλες ολάνθιστες! Ξυπνάω κάθε πρωί, τις κοιτάω και σε σκέφτομαι. Σε εσένα δεν θέλω να στρώσω σατέν σεντόνια και ροδοπέταλα, αλλά να ανοίξω την ύπαρξη μου ολόκληρη, να μπεις και να κυριαρχήσεις. Να λιώσω με την αγάπη μου κάθε παγωμένη γωνιά της καρδιάς σου. Κι όταν αυτό που ζούμε τελειώσει, θα κρύψω την ανάμνησή του σαν πολύτιμο φυλαχτό στο βάθος της καρδιάς μου. Έλα, οι ανάγκες σου και οι επιθυμίες σου θα είναι για μένα προτεραιότητα… Θα είναι μια παραμυθένια στιγμή γεμάτη από τα υλικά του ονείρου... το πάθος, τον πόθο, την ηδονή.
Βιβή Καλτσούνη
Έλα, γιατί ένα σου τηλεφώνημα τη μεγάλη Τετάρτη έβαλε φωτιά σε κάθε ίνα του κορμιού μου και με έκανε επί τρεις μέρες να κοιτάω το ταβάνι και να σε σκέφτομαι... και θέλω να το ζήσω ολοκληρωτικά. Έλα, δεν θες να δεις και να απολαύσεις πώς είναι να σε αγαπάνε, να σε φροντίζουν και να σε λατρεύουν; Το έχεις ζήσει πολλές φορές στη ζωή σου; Έλα, γιατί αξίζεις να ζήσεις, να ερωτευτείς, να νιώσεις, να αγαπηθείς, έστω και για λίγες ώρες. Έλα, γιατί θα νιώσεις όπως δεν έχεις νιώσει ποτέ. Έλα, γιατί έχεις βάλει χαμηλά τον πήχη στη ζωή σου. Είσαι τόσο υπέροχος, τρυφερός, συναισθηματικός άντρας και θέλω να σου το επιστρέψω και να γίνω η αντανάκλασή σου». Ο κίτρινος φάκελος ήταν ο αγαπημένος του, μαζί με τον λαχανί. Απίστευτη η ευρηματικότητα αυτής της γυναίκας. Κάθε φάκελος και άλλο χρώμα. Όσο για το περιεχόμενο, τι να πρωτοθυμηθεί. Τόσα χρόνια απέφευγε την εμπλοκή του με τη Βασιλική. Οι πολύχρωμοι φάκελοι έφταναν κατά καιρούς στο εργαστήριό του. Ο καθένας με μία μικρή ιστορία μέσα, με μία πρόκληση-πρόσκληση. Η Βασιλική ήταν η καθηγήτρια φιλόλογος που είχαν προσλάβει για να βοηθάει τον Ανέστη στα μαθήματα του, όταν εκείνος πήγαινε στην πρώτη γυμνασίου. Τη θυμόταν ακόμη σαν τώρα, να μπαίνει στο σπίτι τους και να το γεμίζει με το ηχηρό γέλιο της και το άρωμά της που του θύμιζε ανθισμένες τριανταφυλλιές. Πατέρας και γιος έπεσαν θύματα της γοητείας της και οι δύο. Η Ισμήνη, που δεν ανεχόταν καμιά άλλη γυναίκα να μονοπωλεί το ενδιαφέρον των αντρών της ζωής της, την έδιωξε επικαλούμενη μια κάποια ασήμαντη αφορμή. Η συγκυρία το έφερε και αυτός τη συναντούσε έκτοτε συχνά στον χώρο του νοσοκομείου. Ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας ταλαιπωρούσε τη Βασιλική και ο ίδιος ήταν παραπάνω από πρόθυμος να την εξυπηρετήσει. Μέσα από αυτή την τυπική συναναστροφή την ερωτεύτηκε παράφορα, αλλά δεν αφέθηκε στα συναισθήματά του, όσο και αν ήθελε. Ήταν αυτές οι άτιμες οι ενοχές, οι ανάμεικτες με τους φόβους του, που τον εμπόδιζαν να ζήσει εκείνο που ένιωθε. Όσα ένιωθε γι’ αυτήν –και η αλήθεια ήταν ότι ένιωθε πολλά– τα κατέπνιγε λόγω ενοχής. Δεν μπορούσε να φύγει τόσο εύκολα από αυτόν τον πεθαμένο, νεκρό γάμο. Ο Ανέστης ήταν μικρός τότε, παιδάκι στη δευτέρα γυμνασίου, και χρειαζόταν τον πατέρα του. Πώς θα μπορούσε να τα εγκαταλείψει όλα αυτά; Είχε αποπειραθεί να συνδυάσει την υποκριτική αστική οικογενειακή ζωή και την ουσιαστική ερωτική σχέση, αλλά ένιωθε απέραντες ενοχές. Τόσες πολλές που τον εμπόδιζαν να χαλαρώσει και να αφεθεί σ’ αυτό το υπέροχο πρωτόγνωρο συναίσθημα, να αφεθεί και να ζήσει. Από ένα σημείο και έπειτα η Βασιλική άρχισε να του γράφει για να τον διεκδικήσει, να τον πείσει. Μέσα στη βαλίτσα του είχε πάνω από εικοσιπέντε πολύχρωμους φακέλους με σημειώματα – έτσι αποκαλούσε η ίδια τα κείμενα που του έγραφε κατά καιρούς. Κάποιος από αυτούς κατέληξε τυχαία στα χέρια της Ισμήνης. Έγινε άγρι-
69
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
ος καβγάς που οδήγησε σε μεγάλη ένταση στο σπίτι τους. Του απαγόρευσε να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί της. Διαφορετικά, θα τον έδιωχνε από το σπίτι και θα έστρεφε τους γιους του εναντίον του. Υπάκουσε σε κάθε επιταγή της Ισμήνης. Την γνώριζε από τα φοιτητικά του χρόνια και ήξερε ότι ήταν ικανή να πραγματοποιήσει τις απειλές της. Τώρα, όμως, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Η Ισμήνη είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει τη βολική της ζωή στο κέντρο της επαρχιακής πόλης όπου είχε μεγαλώσει, σπουδάσει και ενσαρκώσει όλες τις πτυχές του ελληνικού μικροαστικού ονείρου, για να τον ακολουθήσει στην καινούρια επαγγελματική του περιπέτεια. Ο Ανέστης ήταν πια δευτεροετής φοιτητής στην Ιατρική Σχολή. Είχε εξελιχθεί σε έναν υπέροχο νεαρό. Ήταν τόσο περήφανος για τον γιο του. Άξιζε όλα όσα έκανε γι’ αυτόν. Χτες το βράδυ ο κουμπάρος του, μιλώντας του στο skype, του ανέφερε ότι η Βασιλική βρίσκεται κάπου στη Σκωτία. Διδάσκει δημιουργική γραφή –άλλωστε αυτό ήταν το όνειρό της– σε κάποιο πανεπιστήμιο. Από εκείνη τη στιγμή του γεννήθηκε η ακατανίκητη επιθυμία να επικοινωνήσει μαζί της. Διάβασε και το αγαπημένο του σημείωμα για να πάρει θάρρος. Άνοιξε τον φορητό υπολογιστή και ξεκίνησε να γράφει. «Έμαθα ότι ζούμε στην ίδια χώρα...» photo by Eleftheria Aggelaki
70
Στέλλα Σοφία Νικ. Ζυγούρη
Στέλλα Σοφία Νικ. Ζυγούρη Τι θα πουν οι άλλοι… κι ο εαυτός ξαπλώνει στου Προκρούστη το κρεβάτι στα μέτρα των άλλων για να ’ρθει. Με ξένα τον ντύνουμε ρούχα που άχαρα πάνω του πέφτουν – στολή που φοράνε κι οι άλλοι κι αυτή τους αρέσει να βλέπουν. Αντί να γράψεις το σενάριο της ζωής ρολίστας γίνεσαι σ’ αυτό και θεατής. Με την ψυχή σου ξένος και τη σκέψη στους άλλους μοναχά να μοιάσει και ν΄ αρέσει. Αν κάνουμε τον απολογισμό μας και είμαστε σ’ αυτόν ειλικρινείς, θα δούμε το τεράστιο το ψέμα που χτίσαμε τις βάσεις της ζωής. Απογοήτευση! Δεν γυρίζουνε τα χρόνια που χάσαμε στην ξένη τη ροή, τον ρόλο της ζωής μας να κοιτάμε απ’ έξω, απλά και σιωπηλά σαν θεατής. Δεσμώτες μιας ψευδαίσθησης και μόνο – κοινής όπως την λέν’ αποδοχής. Κι αν μάθουν τη δειλία μας οι άλλοι, οι κόποι μας δεν θα εκτιμηθούν… Με οίκτο θα κουνήσουν το κεφάλι κι αλίμονο, θα τρέμουμε και πάλι: για μας οι άλλοι τώρα τι θα πουν;
ZZ Η Στέλλα Σοφία Νικ. Ζυγούρη γεννήθηκε και κατοικεί στο Γύθειο Λακωνίας. Έχει σπουδάσει Τουριστικές Επιχειρήσεις. Η μεγάλη της αγάπη, όμως, είναι η ποίηση. Έχει γράψει δέκα ανέκδοτες ποιητικές συλλογές, η τελευταία έχει τίτλο «Στο φως μιας ιδέας». Ανήκει στα ιδρυτικά μέλη του συλλόγου Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας «Χείλων ο Λακεδαιμόνιος». Επίσης, διατηρεί στο facebook τις σελίδες «Ποίηση σε κάνει να πετάς ψηλά» και «Η Σιωπή λέει Περισσότερα, Αρκεί να Αφήνουμε τον εαυτό μας να τη Διαβάζει». Το ποίημα του παρόντος τεύχους ανήκει στην τριαλλοιλογία της (τρία ποιήματα με θέμα τους Άλλους).
71
72
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Κίρκη Ραφαηλίδου Ζωή είναι το τώρα Ζωή είναι αυτό που σου συμβαίνει τώρα, ενώ ψάχνεις για κάτι άλλο. (Thomas Lamance, Αμερικανός χιουμορίστας, 1937-1996)
Ο
Βαγγέλης ήρθε στο καινούριο μαγαζί για να φτιάξει μια γερή σιδερένια σκάλα στη θέση της παλιάς μεταλλικής στριφογυριστής σκαλίτσας που έμοιαζε με ξετυλιγμένη σερπαντίνα κι ήταν πολύ ντελικάτη για το κουβάλημα μεγάλων κιβωτίων στο υπόγειο. Ο Βαγγέλης Καρέλας δεν είναι ένας συνηθισμένος σιδεράς. Δεν δουλεύει το βαρύ αλύγιστο μέταλλο με τραχύτητα ή αγανάκτηση. Χαϊδεύει το σίδερο με τα εργαλεία του σαν φλογερός εραστής και του δίνει ζωή όπως ο πρίγκιπας του παραμυθιού ζωντάνεψε με το ζεστό φιλί του τη γλυκιά Χιονάτη. Ο Βαγγέλης έφτιαξε άνετα, ευκολοπάτητα σκαλοπάτια και κουπαστή από τριάρη σωλήνα. Για κάγκελα έβαλε ένα χοντρό συρματόσχοινο που το τέντωσε στο έπακρο και το στερέωσε στο τελείωμά του με δαχτυλίδια από μεταλλικά μεγάλα ούπα – δική του πατέντα. Κι όλα αυτά με άνεση και χαλαρότητα, σαν να μάγευε με το θολό του βλέμμα σίδερο κι εργαλεία κι αυτά υπάκουαν υπνωτισμένα, λες, από κάποιον μαγικό αυλό. Κι ενώ ο μάστοράς μας στη δουλειά του είναι γλυκότροπος, στην προσωπική του ζωή είναι ένας ορμητικός εισβολέας που φυλλάρει την ερωτική τράπουλα με τη δεξιοτεχνία του Παίκτη του Ντοστογιέφσκι. Καθισμένη σ’ ένα βοηθητικό σκαλάκι για ψηλά αντικείμενα, τον παρακολουθώ με άπειρο θαυμασμό να χειρίζεται με ιώβειο υπομονή, αλλά και με αποτελεσματικότητα, τροχούς, τρυπάνια, οξυγονοκολλήσεις και βαριοπούλες. Σιγά σιγά, μεταμορφώνει το άκαμπτο ατσάλι στα κομμάτια που θα συνθέσουν τελικά το έργο του. Ενδιαμέσως, σηκώνεται απ’ το πόστο του και μου διηγείται στα πεταχτά, με το φυσικότερο ύφος του κόσμου, κάποια πιπεράτη ιστορία από τη θυελλώδη ερωτική του σταδιοδρομία. Πώς σαγήνευσε, για παράδειγμα, πριν από κάποιες δεκαετίες μια πελάτισσα που είχε ZZ Η Κίρκη Ραφαηλίδου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και δημόσια διοίκηση στο Πάντειο πανεπιστήμιο. Εργάστηκε σε τράπεζα και στον ιδιωτικό τομέα. Το 2004 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα το πρώτο της μυθιστόρημα «Για δυο ηπείρους και πέντε θάλασσες». Το 2009 από τις Εκδόσεις Οσελότος το μυθιστόρημά της «Η σκύλα των Αθηνών» και η συλλογή διηγημάτων (συλλογικό έργο) «7:30 μ.μ. στην οδό Μασσαλίας». Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο κυκλοφόρησε το 2012 το βιβλίο της «Μικρές προδοσίες», δύο νουβέλες.
Κίρκη Ραφαηλίδου
απηυδήσει από το παραδοσιακό στιλ του συζύγου της κι εκείνος την μύησε στον κόσμο της απόλαυσης με τα πρωτότυπα συμπλεγματικά του παιχνίδια, κι άλλα τέτοια παρεμφερή περιστατικά. Οι περιγραφές του είναι αρκετά τολμηρές και παραστατικές, έτσι που με κάνει καμιά φορά να κοκκινίζω από ντροπή. Δεν τον διακόπτω, όμως, γιατί δεν θέλω να με περάσει για πουριτανή και, κυρίως, γιατί μου αρέσει η φωτεινότητα που αποκτά αυτές τις στιγμές το κάπως θαμπό από τα ρινίσματα τόσων χρόνων βλέμμα του. Όταν κόντευε να τελειώσει, μου αποκάλυψε ότι έχει κρατήσει σημειώσεις από την πολυκύμαντη ζωή του τα χρόνια που δούλευε στην Αραπιά –έτσι λέει τα Εμιράτα– κι από τον όλο πολυτάραχο ερωτικό του βίο και μια μέρα σκοπεύει να γράψει βιβλίο. Θα του δώσει τον τίτλο: «Ζωή είναι το τώρα». Τον κλέβει, πρόσθεσε, από μια φράση που είχε διαβάσει μικρός –ούτε θυμάται πού– που έλεγε πως ζωή είναι αυτό που σου συμβαίνει τώρα, ενώ ψάχνεις για κάτι άλλο. Του άρεσε τόσο πολύ που την αποστήθισε, την κατάλαβε και την έκανε πράξη. Έμεινα άναυδη. Κι εγώ είχα διαβάσει τέτοιες ρήσεις, όπως «Άδραξε τη μέρα» ή «Μην παίρνεις τη ζωή πολύ στα σοβαρά, κανένας δεν βγαίνει απ’ αυτήν ζωντανός», αλλά καμιά δεν μ’ είχε εντυπωσιάσει. Ούτε μου ’χε δείξει κάποιον δρόμο. Ζω με σοβαρότητα, καθώς πρέπει. Κι όμως, να που τώρα αναστατώθηκα. Από μια μικρή φράση του σιδερά μου. Ή μήπως από το λαμπερά μεταμορφωμένο βλέμμα του; Αυτός, λοιπόν, ζει την κάθε του στιγμή κι εγώ κάθε στιγμή αναβάλλω για το μέλλον την απόλαυση και τη χαρά της ζωής; «Τι εννοείς;» ρώτησα. «Μήπως ότι δεν χάνεις ευκαιρία για ερωτικές περιπέτειες; Μόνο αυτό είναι ζωή;» συμπλήρωσα για να τον στριμώξω. Αμέσως ένιωσα άβολα. Αψυχολόγητη η επίθεσή μου στον σιδερά. Ας εύρισκα έναν διανοούμενο να κονταροχτυπηθώ για τα προβλήματα της ύπαρξης. Από αμηχανία, τσίτωσα τη φούστα μου για να σκεπάσω τα γόνατά μου. «Όχι βέβαια», ήρθε αυτοστιγμεί η απάντηση. «Σου ’πα, την δούλεψα τη φράση στο μυαλό μου, έγιν’ ένα με το πετσί μου. Και τώρα δα χαίρομαι που μιλάω μαζί σου, χαίρομαι που έγινε ωραία και γερή η σκάλα. Αυτό είναι ζωή», πρόσθεσε κι άρχισε να τυλίγει με τα χοντρά, μουτζουρωμένα του δάχτυλα το καλώδιο της μπαλαντέζας. Τον παρακολουθώ να μαζεύει τα εργαλεία του. Όπου να ’ναι θα τα μεταφέρει στο φορτηγάκι του κι η επαφή μας θα τελειώσει. Έτσι όπως είναι σκυμμένος, παρατηρώ την κάπως μακριά, λευκή του κόμη να ξεπηδάει άναρχα από τις παρυφές της φαλάκρας του. Ωστόσο, το μουστάκι του είναι ακόμα σκούρο, με τρίχες σκληρές κι ατίθασες. Όπως το υλικό που δαμάζει ο κύριός τους. Τρίχες που, αστεία αστεία, έχουν μια τάση κατηφορική, σαν να θέλουν να τα πουν με το πιγούνι. Τον παρακολουθώ και μετράω τα χρόνια που μας χωρίζουν. Είναι καμιά δεκαριά. Με πλημμυρίζει μια ανείπωτη χαρά. Μα φυσικά… προλαβαίνω!
73
74
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Αλέκα Χαριτίδου Έτσι απλά Μια ηρεμία περίεργη με κατακλύζει. Η ναυτία έσβησε. Ο νους συντονίσθηκε. Η καρδιά ανάσανε. Η ψυχή καταλάγιασε. Το σώμα χάθηκε παιχνιδιάρικα. Κι αν δεν υπάρχει αύριο, υπάρχει το σήμερα. Το γλυκό, το μικρό, το σύντομο, που δεν θες να τελειώσει. Μάτια κοιτάνε επίμονα, τρυφερά. Χάδια υπόσχονται. Λόγια μελένια στάζουν μέσα σου. Στόματα φιλήδονα ανοίγονται και πίνουν. Μικρές, τεράστιες ρουφηξιές, κρασιού, καπνού... Παίρνω βαθιές αναπνοές και αναλογίζομαι. Πώς βρέθηκα εδώ; Πού ταξίδεψα; Σε ήλιους, σε βροχές, σε καταιγίδες. Σε μονοπάτια δύσβατα. Με κούρασα. Με θύμωσα. Με δηλητηρίασα. Σου είχα δοθεί αιώνια σαν θύελλα. Προδόθηκα άθελά μου. Κακοποιήθηκα. Μηνύματα που χάθηκαν, βρήκαν άλλον αποδέκτη. Να νιώθει, καθώς γράφονται. Να ρουφάει. Να θέλει. Να ζει. Στα όνειρά του ήρθα και σταμάτησα. Στα όνειρά μου ήρθε. Άναψε φώτα στο σκοτάδι. Ξαφνιάστηκα. Τι ήθελε από μένα; Ξαφνιάστηκε κι αυτός. Καθώς γελούσαμε, με ξαναβρήκα. Είχα χαθεί από καιρό. Κρύφτηκα. Δεν ήθελα να βρεθώ. ZZ Η Αλέκα Χαριτίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., τμήμα ψυχολογικό-παιδαγωγικό. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην ψυχολογία και τη διαφήμιση στο BOSTON UNIVERSITY, Βοστώνη, Η.Π.Α. Γράφει από ψυχής πεζά και ποίηση σε ελεύθερο στίχο. Kείμενά της δημοσιεύονται στο περιοδικό ΜΎΡΤΙΛΟ.
Αλέκα Χαριτίδου
Και τότε άκουσα στα αυτιά μου μουρμουρίσματα. Σάστισα. Πόνεσα. Δεν ήταν δυνατόν. Σχεδόν δεν πίστευα τις σκέψεις μου να βλέπω στο παρόν. Έκλαψα. Πόνεσα ξανά. Ήταν μυστηριακό. Άλλος να βλέπει με τα μάτια μου. Μέθυσα να συνέλθω. Να μου πω. Δεν ήταν όνειρο. Ήταν πραγματικό. Να τ’ απολαύσω θα μπορούσα; Να ‘ταν μαγικό; Ευκαιριακό; Έτρεμα μήπως το χαλούσα. Μήπως κι επίτηδες ξυπνούσα. Ο ύπνος σου με νάρκωσε. Κοιμήθηκα κι εγώ. Όμως εσύ δεν είχες σημάδια. Τα είχα όλα εγώ! Βαθιά, τόσο βαθιά χαραγμένα που τα είχα συνηθίσει. Μια ζωή ολάκερη με είχανε τρυπήσει. Δεν με συγχωρώ. Πώς το έκανα αυτό; Μέσα στην αγκαλιά μου, σε κλάμα ξέσπασε η μοναξιά μου. Πώς μου το είχες κάνει αυτό; Της αύρας μου υπήρξες αντιανεμικό. Κι έτσι στο πέρασμα του χρόνου είχα δειλιάσει. Είχα αδειάσει. Είχα ξεχάσει. Νόμιζα πως η ζωή ήταν ως εδώ. Έκλαψα με πάθος σαν βρήκα, στο δικό μου έργο να πρωταγωνιστώ. Πληγές φανήκανε. Δεν κρύβονταν πια. Κουρέλια ξετυλιχθήκανε. Πονούσαν αφόρητα. Τα χέρια σου με σφίξανε. Αγνά. Ερωτικά. Αλείφθηκα. Γαλήνεψα. Αργά. Πολύ αργά. Δεν ήξερα. Δεν πίστευα. Πόσα, η παιδική μου η καρδιά, μου είχε κρύψει. Μου τα φανέρωσες εσύ. Πόσο μου είχες λείψει!
75
76
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Δέσποινα Λουλουδάκη O Ρόι και η σκύλα ή… Για τον ατσαλάκωτο Oποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, ζώα, γεγονότα, καταστάσεις, είναι εντελώς πραγματική
Τ
ελευταία είχε εμφανιστεί στη γειτονιά μας ένα κοκαλιάρικο σκυλί. Μακρόστενο, καφέ, ευκίνητο κι ανήσυχο, μετριόνταν τα κόκαλά του, φανερά ταλαιπωρημένο και πεινασμένο. Μα η έκφρασή του δεν είχε τίποτα λυπημένο, τίποτα που να σου προκαλεί οίκτο. Μόνο να το λυπάσαι δεν ήταν. Το χάζευα απ’ το μπαλκόνι μου. Είχε κυριολεκτικά εγκατασταθεί στη γειτονιά μας δίπλα στα σκουπίδια, διατηρώντας ταυτόχρονα μια αντιφατική περηφάνια και αξιοπρέπεια παρά την κατάστασή του. Έξυπνο, με κεραίες και αντανακλαστικά τεντωμένα. Φιλικό. Δεν ζητιάνευε, δεν ορμούσε, δεν παρακαλούσε. Λίγο σκανταλιάρικο, φασαριόζικο, όταν αναποδογύριζε τον κάδο και έκανε τη ζημιά του. Παρατήρησα ότι ήταν θηλυκό. Όλε! Φοβερή η κυρία! Φορές φορές έκανε μια γειτονιά άνω-κάτω. Δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη με εκείνα τα υπέροχα καστανά εκφραστικά μάτια. Σπινθηροβόλα, ζούσε την κάθε στιγμή πάντα με τεντωμένο τον λεπτό λαιμό της, μην της ξεφύγει κάτι – κίνηση, παιχνίδι, τροφή. Ζούσε! Αυτό ήταν… Ζούσε! Μα να μην την έχω δει να κοιμάται μια φορά! Έγινε ένα με την καθημερινότητά μας, αν και κάποιες φορές μπορεί να ήταν και ενοχλητική με την αυθάδικη συμπεριφορά της. Στη διπλανή μονοκατοικία ζούσε ο Ρόι. Ένα αυτοκρατορικό, μου έρχεται να πω, ροτβάιλερ. Ίσως από τα πιο ωραία σκυλιά που έχω δει. Από πού να αρχίσω. Υπέροχος. Τρίχωμα μαύρο και γυαλιστερό. Πεντακάθαρος. Καλοταϊσμένος. Τεράστιος, επιβλητικός. Εκφραστικός. Μπορεί και να φοβόσουν όταν τον έβλεπες. Άριστα εκπαιδευμένος και υπάκουος στο αυστηρό αφεντικό του. Πειθαρχημένος. Σκεπτόμενος. Σαν να μην έκανε ούτε μια κίνηση που να μην την έχει μελετήσει πρώτα σε κάθε της λεπτομέρεια. Τεράστια η αντίθεσή τους. Προκλητική. Αυτή μαγεύτηκε. Άφησε τον κάδο και μετακόμισε έξω απ’ την πόρτα του. Τι δύναμη έχει ο έρωτας, αλήθεια. Μέχρι τον κάδο σου σε κάνει να αποχωριστείς, τα ζωτικά σου δεδομένα. Κάποιος της πέταξε και μια παλιά φλοκάτη και τυλιγόταν με τις ώρες και τον χάζευε. Έβαζε τα μπροστινά του πόδια κι αυτός πάνω στο τοιχάκι και κοιτάζονταν… Και όσο ήταν έτσι, αλλοπρόσαλλα μαζί, ο χρόνος σταματούσε. Γιατί το πραγματικά μαζί, ο Ρόι δεν το θέλησε ποτέ. Όταν τέλειωνε ο χρόνος του, κατέβαζε άπονα τα υπέροχα πόδια του από το τοιχάκι, ZZ Η Δέσποινα Λουλουδάκη είναι γενικός οικογενειακός γιατρός. Ζει και εργάζεται στη Σαλαμίνα ως ιδιώτης γιατρός. Παράλληλα ασχολείται με τη συγγραφή. Κείμενά της θα βρείτε στην ιστοσελίδα της «www.grammatastothoma.gr».
Δέσποινα Λουλουδάκη
γύριζε την πλάτη και περήφανα εξαφανιζόταν στην πίσω αυλή του υπέροχου σπιτιού του, εκεί που αυτή δεν είχε πρόσβαση ούτε ορατότητα, εκεί που μπορεί να ήταν τα χίλια δυο ωραία του, ίσως και σκύλες της ράτσας του, εκεί όπου ήταν ασφαλής, στον δικό του κόσμο. Στο άγνωστο. Έφευγε κι αυτή στον διαρκή αγώνα της και μετά, πάλι απ’ την αρχή. Αυτός εμφανιζόταν, η παλιά φλοκάτη εκεί, κι έτσι πέρασαν οι μήνες. Ώσπου αυτή χάθηκε. Έφυγε; Την μάζεψαν; Δεν τον γούσταρε πια, βαρέθηκε να τον βλέπει πίσω απ’ τα κάγκελά του – αυτή να προσπαθεί συνέχεια και για τους δύο, να δίνει το παρόν, να σφύζει από ζωή και συναισθήματα κι αυτός εκεί, άκαμπτος, αγέρωχος, απογοητευτικά προβλέψιμος πια, να μην κάνει τίποτα, ένας ζωντανός-νεκρός που κοιτούσε, κοιτούσε, και κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι ένιωθε, τι σκεφτόταν, πόσο δυστυχισμένος μπορεί να ήταν στον ακριβό του κήπο, πίσω από τα καλογυαλισμένα μαύρα κάγκελα. Τι όμορφος, όμως, ήταν, θεέ μου! Αλλά κι εκείνη, είχε την ομορφιά της εμπειρίας της, ήξερε όσα δεν ήξερε αυτός και ποτέ του δεν θα μάθαινε. Να προτίμησε κανέναν χαρούμενο αλήτη σαν κι αυτή; Να βαρέθηκε την απόρριψή του; Ήταν απόρριψη; Αφού δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της όσο εκείνη ήταν εκεί. Τα κάγκελα, όμως, δεν τα έδιωξε ποτέ. Έμεινε στη σίγουρη μίζερη πολυτέλειά του, στο μαθημένο μοτίβο του, στην ανυπαρξία της πιθανότητας να γίνει πραγματικά ευτυχισμένος. Δεν κατάφερε να γευτεί τη γοητεία του να τσαλακώνεσαι, να απογυμνώνεσαι για την αγάπη σου, να κάνεις κάτι αυθόρμητο, βρε αδελφέ, και χωρίς ρίσκο, όταν ξέρεις ότι ο άλλος είναι εκεί και σ’ αγαπάει. Ούτε το πουκάμισό του δεν δέχτηκε να τσαλακώσει για μια βραδιά μαζί της. Πόσο μάλλον ν’ αγγίξει τα όρια της αγάπης. Λέγοντας πως είναι πειθαρχημένος… Όχι. Δυστυχισμένος ήταν, πίσω από το ακριβό του περιτύλιγμα. Και χάθηκαν. Αυτή χάθηκε δηλαδή. Πήρε την περηφάνια της και εξαφανίστηκε. Τον πήρε μαζί της. Εντός της τον κουβαλάει στην περιπέτεια της ζωής της, σε όλες τις ανατροπές της, σε όλα αυτά που μαγικά συμβαίνουν όταν ζεις, δημιουργείς, εξελίσσεσαι ουσιαστικά, γεννάς, πονάς, χαίρεσαι, πιάνεις πάτο και ξαναρχίζεις. Όχι όμως πίσω από κάγκελα. Ποτέ πίσω από τα απεχθή, σίγουρα, γυαλιστερά κάγκελα!
77
78
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Έφη Κώτση-Δεληγιάννη Το παλικάρι
Στη μνήμη του Δημητράκη
Ήτανε γιορτή θυμάμαι. Το παλικάρι πέρασε καβάλα στο άλογο. Πέρασε περήφανο, στητό. Δεν ήξερε ότι πιο κάτω του στήνανε ενέδρα. Το κοίταξα, το θαύμασα· τη λαμπερή του τη ματιά, τα μαύρα του μαλλιά να ανεμίζουν. Την άλλη μέρα μαντατοφόροι ήρθαν και μου είπανε – αργά το βράδυ που το φεγγάρι έλειπε ένα άστρο εκεί ψηλά τρεμόπαιξε για χάρη του.
Πολλών ταχυτήτων Μουσικάντηδες με μελωδίες από παλιά. Τα κάστανα προσφέρονται ζεστά. Ο σερβιτόρος στο ρεστοράν πολυτελείας χαμογελά. Ανθρωποθάλασσα ανεβαίνει τα σκαλιά· στου κήπου, όμως, τα παγκάκια κάποιοι με μια κουβέρτα αγκαλιά μόνοι, χωρίς ζεστασιά, με οθόνη τα αστέρια από ψηλά, ονειρεύονται το δικό τους σινεμά… ZZ Η Έφη Κώτση-Δεληγιάννη μεγάλωσε στον Βόλο. Σήμερα είναι συνταξιούχος φιλόλογος και ζει στην Αθήνα. Λατρεύει την τέχνη και κυρίως τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη μουσική και τη λογοτεχνία. Το 2014 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Οσελότος» η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Ονειρεύομαι μια θάλασσα πλατιά». Τα ποιήματα του παρόντος τεύχους δημοσιεύονται για πρώτη φορά.
Έφη Κώτση-Δεληγιάννη
Ενηλικίωση Άνοιξε φτερά και πετάει. Δεν φαινότανε έτοιμος. Είχε όμως ξυπνήσει από τον «λήθαργο». Τα πρώτα τα τσάκισε και έπρεπε να του τα ράψεις. Σαν ένα παιχνίδι. Όπως όταν ήτανε μικρός. Δεν θα χρειαστεί να ξανακλάψεις. Τα φτερά του είναι πια γερά. Από ψηλά, καθώς πετά, τον κόσμο τον ορίζει πια αυτός. Τώρα εσύ είσαι χαμηλά. Καθήκον σου να στέκεις πλέον πίσω.
Τρεις μείον ένας Να ατενίζεις την Ακρόπολη και να μιλάς, να μιλάς… Όχι για τα σπουδαία. Για τα δικά σου· τα μικρά, τα καθημερινά, τα τετριμμένα. Ο δεύτερος, απέναντί σου, αποδείχτηκε καλός ακροατής – θαυμαστής θα έλεγα. Οι δύο σε αρμονία απόλυτη. Ο τρίτος σιωπή… Κάποιος –αρκετά καλοντυμένος– στον δρόμο του κοιμότανε δίπλα στον κάδο. Η νύχτα προχωρούσε· η Αθήνα αιμορραγούσε απ’ τις πληγές της. Η Ελλάδα παραδομένη αλλού. Σημειώστε απουσία. Τρεις μείον ένας. Η Ακρόπολη όμως πάντα στο φόντο μας.
79
80
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Ματίνα Καράμπαλη Artemis Pray to her, worship her, adore the majesty of her arrow. Listen to her, feel her, bow to the sanctity of her chastity. Pure goddess, maiden huntress, offspring of Leto and Zeus. Artemis is her name, shooting wild beasts is her game. Unique Amazon leader, goddess of hunt. Her bow is a threat, her arrow provokes death.
Fragrance He kept her fragrance a hint of remembrance a reminder of the past struggling to surpass. The scent is spread two drops are shed on the wedding bed of the empty room. Her presence emerges he reaches to touch her ash and dust only there in his soul, in the air. ZZ Η Ματίνα Καράμπαλη γεννήθηκε το 1989 στην Πρέβεζα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται στην Αθήνα ως καθηγήτρια Αγγλικών. Η ποιητική συλλογή “Poems of the Faded Rose”, από όπου και το ποίημα Artemis του παρόντος τεύχους, κυκλοφόρησε το 2012 από τις εκδόσεις Οσελότος.
Έλσα Παντoπούλου
Έλσα Παντoπούλου Φλασιές «Τι πιθανότητα έχω, λες, να κερδίσω το λαχείο;» Ο μαθηματικός γέλασε με την απορία της φίλης του. «Να σου πω...» απάντησε. «Η θεωρία λέει ότι αν τέσσερεις χιλιάδες άνθρωποι αγοράσουν το λαχείο, τότε έχεις πιθανότητα ένα προς τέσσερεις χιλιάδες να το κερδίσεις εσύ. Αλλά εγώ δεν συμφωνώ». «Δηλαδή;» «Δηλαδή, εγώ πιστεύω πως εσύ, που θα κερδίσεις το λαχείο, έχεις πιθανότητα ένα και όλοι οι υπόλοιποι είχαν εξαρχής πιθανότητα μηδέν». Της φίλης του της άρεσε αυτή η εκδοχή. Τον πλησίασε και του έδωσε ένα φιλί.
Ο γηραιός, μα ζωηρός μουσικός ήρθε κι έκατσε στην παρέα μας. Έπαιζε μπουζούκι τρίχορδο γρήγορα σαν τον Χιώτη, αλλά θύμιζε μπλουζίστα. «Ροκ ή λαϊκό;» μας ρωτάει. «Ροκ», λέμε εμείς. Και μας είπε το κομμάτι που πήγαινε κάπως έτσι: Τριανταφυλλιάαα, τριανταφυλλιάαα | αφήκες τα βουνά… Δεν έκαμες καλάαα… | Κλαίνε και τα πρόβατα | κλαίνε και τ’ αρνιάαα. Έπειτα τον κεράσαμε ένα ποτήρι κρασί και μας άρχισε κάτι ιστορίες από Αμερική. «Έχεις πάει και Αμερική;» του λέμε. «Όχι, έχω δει το προσπέκτους…» Τηλέμαχο Ζαγρέα, έτσι νομίζω τον ελέγανε.
«Είμαστε μέσα σ’ αυτό το λαγούμι και σκάβουμε, δεν ξέρω πόσες μέρες, ίσως μήνες ή χρόνια – μια αιωνιότητα! Πότε θα τελειώνει επιτέλους αυτό το μαρτύριο;» Ο εκσκαφέας Β είδε για πρώτη φορά την αγανάκτηση στο πρόσωπο του εκσκαφέα Α. Τότε ένιωσαν το τράνταγμα της έκρηξης. Προερχόταν από την ανατολική σήραγγα που συγκρατούσε το φράγμα... ZZ Η Έλσα Παντοπούλου γράφει σύντομες ιστορίες. Διηγήματά της βρίσκονται στη συλλογή «7:30 στην οδό Μασσαλίας» (εκδ. Οσελότος, 2009) και στο περιοδικό ΜΎΡΤΙΛΟ.
81
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Αλεξία Καλογεροπούλου Έρωτας Eίχε δεν είχε μπει ο Ιούνης. Οι βραδιές, ζεστές, γλυκιές, επέτρεπαν μια βόλτα δίπλα στη θάλασσα. Ο αέρας γεμάτος μυρωδιές, προάγγελος της θερινής ραστώνης. Κι εσύ, ολόφεγγος, έδιωχνες το σκοτάδι μέσα στη μαύρη νύχτα της Χαλκίδας. Το κύμα έσπρωχνε απαλά τα βράχια, σαν μουσική υπόκρουση του φλογερού, νεογέννητου έρωτά μας. Κι ένα φιλί, μια μαγική στιγμή κάτω απ΄ τη γέφυρα, άλλαξε τη ζωή μου. photo by Eleftheria Aggelaki
82
ZZ Η Αλεξία Καλογεροπούλου είναι υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών με βασικό ερευνητικό αντικείμενο τις ανθρώπινες σχέσεις και συγγραφέας του βιβλίου «Είσαι το κάρμα μου» (Εκδ. Εμπειρία Εκδοτική).
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Οι φωτογράφοι του τεύχους Ελευθερία Αγγελάκη • (σελίδες 70 και 82) Η φωτογραφία μπήκε στη ζωή της το 1999, όταν παρακολούθησε τα σεμινάριο του Πλάτωνα Ριβέλλη στον Φωτογραφικό Κύκλο. Η διαδικασία της φωτογράφισης έχει για εκείνη την αξία του παιχνιδιού και τη χαρά της παιδικής ηλικίας. Το σημαντικότερο είναι η αναζήτηση του φωτός και το ζητούμενο η μετουσίωση του «εδώ και τώρα» στο «παντού και πάντα». Είναι μέλος της φωτογραφικής ομάδας «Καζαμπλάνκα».
Μάκης Κατραφύλλιας • (σελίδα 32) Ο Μάκης Κατραφύλλιας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1962. Η μουσική, το γράψιμο και η φωτογραφία είναι οι ανάσες του. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Διά δύο» εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2013 από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης».
Γιώργος Κόκκιος • (σελίδες 12, 15, 28 και 61) Μέσα από τη φωτογραφική του αναζήτηση, δημιουργεί εικόνες με σκοπό να αναδείξει μια διαφορετική πραγματικότητα. Φωτογραφίζει, δηλαδή, για του λόγου το ψευδές. Η πιο πρόσφατη ατομική του έκθεση είχε τίτλο «Εικόνες Πόλης». Έχει παρακολουθήσει τα σεμινάρια φωτογραφίας του Πλάτωνα Ριβέλλη. Είναι μέλος της φωτογραφικής ομάδας «Καζαμπλάνκα».
Νίκος Τεντόμας • (σελίδες 17, 32 και 37) Ο Νίκος Τεντόμας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Ασχολείται ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα φωτογραφίας στο εργαστήρι του Δήμου Περιστερίου. Είναι μέλος του «Φωτογραφικού Κύκλου» και της φωτογραφικής ομάδας «Φωτοδυτικά». Διατηρεί το blog «www.flout.gr» όπου δημοσιεύει ό,τι βρίσκει ενδιαφέρον σχετικά με τη φωτογραφία, καθώς και σύντομα μυθοπλαστικά κείμενα. Ανήκει, επίσης, στη νεοσυσταθείσα φωτογραφική ομάδα «Καζαμπλάνκα».
Πάνος Τρυπαρόλης • (σελίδα 39) Ασχολείται ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία από το 2010, οπότε παρακολούθησε μαθήματα φωτογραφίας στο εργαστήρι του Δήμου Περιστερίου. Είναι μέλος της φωτογραφικής ομάδας «Φωτοδυτικά», ενώ μέχρι σήμερα έχει λάβει μέρος σε τέσσερεις ομαδικές εκθέσεις φωτογραφίας.
83
Αντωνία Θεοχαρίδου ΘΕΑΤΡΙΚΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ στη γαλλική γλώσσα Το κείμενο αποτελεί καρπό συνεργασίας μιας γυναίκας κι ενός άντρα που θέλησαν να πειραματιστούν με τη δυνατότητα της εναλλακτικής συγγραφής ενός μυθιστορήματος και συγκεκριμένα ξεκινώντας από την ίδια φράση. Χωρίς κανένα προηγούμενο σχεδιασμό ή συνεννόηση, οι συγγραφείς, κάτοικοι δύο διαφορετικών χωρών (Ελλάδα-Γαλλία), βούτηξαν με ενθουσιασμό στο εγχείρημα, που σύντομα μετατράπηκε σε πινγκ πονγκ ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ τους, γεννώντας δύο κεντρικούς ήρωες. Οι δύο πρωταγωνιστές, εντελώς διαφορετικοί λόγω φύλου και καταγωγής, έχουν ένα κοινό σημείο δράσης: την ανάγκη να ανακαλύψουν το κλειδί της προσωπικής τους ευτυχίας.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚ ΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr Κ Α Ι Σ Ε ΟΛ Α ΤΑ Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Α Β Ι Β Λ Ι Ο Π Ω Λ Ε Ι Α
Το αφτί της τύχης Όχι άλλο κούρεμα! ΝΤΙΑΝΑ ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
8
140 × 210 SPINE: 10 FLAPS: 0
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
85
ΝΤΙΑΝΑ ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Το αφτί της τύχης
Όχι άλλο κούρεμα! ΔΥΟ ΠΑΡΑΒΟΛΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λότ ο ς
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚ ΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr 4/22/2014 3:11:11 PM
86
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚ ΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr Κ Α Ι Σ Ε ΟΛ Α ΤΑ Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Α Β Ι Β Λ Ι Ο Π Ω Λ Ε Ι Α Κ Α Ι Σ Ε ΟΛ Α ΤΑ Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Α Β Ι Β Λ Ι Ο Π Ω Λ Ε Ι Α
Στο βιβλίο με τίτλο «Με την ελπίδα πεθαίνω τελευταίος», ο δημιουργός του μας παρουσιάζει μια «ιδεατή» κοινωνική κατάσταση με φόντο την εποχή μας. Ο βασικός ήρωας της ιστορίας έχει τα μάτια του στραμμένα στον δικό του κόσμο, αλλά ζει στον δικό μας. Ο χαρακτήρας του είναι υπεράνω κάθε υποψίας και γνώσης. Είναι βολεμένος στην κατάσταση της ουδετερότητας και της απραξίας. Ένας απλός παρατηρητής που δέχεται αδιαμαρτύρητα τα στραβά και τα ανάποδα, αλλά όποτε λάχει, έχει να πει και να κάνει το δικό του. Ο Γκρεκ είναι ένας άεργος τύπος, που τον έχει σπιτώσει και τον συντηρεί η σύντροφός του. Τρώει με τις δέκα μασέλες, δεν κάνει τίποτα το αυτονόητο, δεν βοηθάει πουθενά και περιμένει την πίτα να πέσει για να τη φάει. Μέσα από τη ζωή και την περιπέτεια ενός τέτοιου ανθρώπινου χαρακτήρα, ο συγγραφέας μας ξεδιπλώνει μια κωμικοτραγική ιστορία, όπου μεταξύ γέλιου και κλάματος όλα είναι πιθανά να συμβούν και κάποια… συμβαίνουν. ΑΝΑΖΗΤΉΣΤΕ ΤΟ ΣΕ ΌΛΑ ΤΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΆ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΊΑ. ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ ΣΤΟ WWW.LEFKISELIDA.GR
Διορίστηκα στην Τήνο, Σεπτέμβρη του ‘70. Είχα απολυθεί απ’ τον Στρατό πριν λίγους μήνες, και η ιδέα να περάσω και τέταρτο συναπτό χειμώνα μακριά απ’ τη μαμά-Σωτηρία, μου είχε προξενήσει βαριά κατάθλιψη. Εν περιλήψει: πήρα το πτυχίο μου, Νοέμβρη του ‘66· διέκοψα την αναβολή, και παρουσιάστηκα στην Τρίπολη, Φλεβάρη του ‘67· πέρασα τη βασική εκπαίδευση, επελέγην, λόγω της σωματοδομής μου και των επιδόσεών μου στο μποξ και στη σκοποβολή, για εκπαίδευση στους Πρασινοσκούφηδες, και ορκίστηκα αρχές Απριλίου, λίγες μέρες πριν από τη δικτατορία· πήρα φύλλο πορείας για Σουφλί, και πέρασα εκεί, ακόμα δυο χειμώνες· απολύθηκα, Μάιο του ‘70, έκανα αίτηση στο Υπουργείο Παιδείας, και λίγους μήνες αργότερα, με διόρισαν δάσκαλο στην Τήνο, ως «ευδοκίμως υπηρετήσαντα, τον Ελληνικόν Στρατόν και τας Ειδικάς Δυνάμεις». [...]
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ από τις εκδόσεις ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ
88
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Ε Ν Η Μ Ε Ρ Ω Σ Η Γ Ι Α Τ ΟΥ Σ Σ Υ Γ Γ ΡΑ Φ Ε Ι Σ Για αποστολή ύλης και σχολίων μπορείτε να απευθύνεστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση του περιοδικού:
periodiko.myrtilo@gmail.com Z
170 × 240 SPINE: 6.7
FLAPS: 70
Z
140 × 210 SPiNe: 3 FlaPS: 80
120 × 150
SPiNe: 7
Ποιός εἶναι ὁ Τσόρνιι Ντόν; Τί θά σηματοδοτήσει FlaPS: 60 γι’ αὐτόν ἡ γνωριμία του μ’ ἕναν λύκο, ὅπως καί μ’ἕναν
ἀπροσδιορίστου ἡλικίας ἄγνωστο ἄντρα στά πυκνά δάση τοῦ Καυκάσου; Θά καταφέρει νά βρεῖ ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα πού τόν καῖνε; Πῶς θά ἐξελιχτεῖ ἡ ζωή του ἀπό τήν περιπέτειά του καί μετά;
Στό μυθιστόρημα «Πρόσωπα στό νερό» ἡ συγγραφέας παρακολουθεῖ τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου ὥσπου νά κατακτήσει τήν ἀληθινή του ταυτότητα. Ἔτσι τό βιβλίο αὐτό θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ καί ὡς φυσική συνέχεια τοῦ προηγουμένου τῆς Ν.Ζ.: «Ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ».
ISBN 978-960-564-058-3
•
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσ ελότος
2 | ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2013
Δημοσιεύσεις σέ ἔντυπα καί ἠλεκτρονικά περιοδικά: Νέα Σκέψη, Τριφυλλιακή Εστία, Ομπρέλα, Περίπλους, Ὕφος, Ανατολικός, Λογοτεχνικά Επίκαιρα, Βακχικόν, Στιχοδρόμιο, Joyfullife, Σοδειά, Φιλοσοφία και Παιδεία, Διάστιχο, κ.ἄ. Τό βιβλίο: «Πρόσωπα στό νερό» εἶναι τό τρίτο της μυθιστόρημα.
5/11/2013 8:39:17 PM
SPINE: 6.7 FLAPS: 70
μύρτιλο ΕΤ ΑΙ
ΔΩ
ΡΕ
ΑΝ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 4 | ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2013
2013
12/3/2012 11:45:24 AM
ISSN: 2241-3685
Το βιβλίο της Νατάσας Ζαχαροπούλου κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ Λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο»
00_myrtilo3_cover.indd 1
ΑΝ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
έλου) 150 ς (ελ. βενιζ λεωφ. Θησέω ιθέα • αθήνα καλλ 176 76 • 1723 il.com τ. 213 026 iblio@gma anonymo.b
ΡΕ
ΤΕΥΧΟΣ 3
Στό μυθιστόρημα «Πρόσωπα στό νερό» ἡ συγγραφέας παρακολουθεῖ τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου ὥσπου νά κατακτήσει τήν ἀληθινή του ταυτότητα. Ἔτσι τό βιβλίο αὐτό θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ καί ὡς φυσική συνέχεια τοῦ προηγουμένου τῆς Ν.Ζ.: «Ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ».
το βιβλιοπωλείο που υποστηρίζει τους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς
170 × 240
ΔΙΑ ΤΙΘ
ΔΩ
•
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2013
ISSN: 2241-3685
ο σ ε λ ότ ο ς
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσ ελότος
Ο Θεός επιτέλους του χαμογέλασε. Ένιωθε ευτυχισμένος! Μέχρι που άξαφνα βρέθηκε μπροστά σε δύο προβλήματα. Το ύψος του! Για λίγους πόντους κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του. Και ένα παιδί! Που δεν ερχόταν. Η σύντροφός του το ήθελε τόσο πολύ… Άραγε, στα εφιαλτικά του αδιέξοδα, ποιες απαντήσεις έκρυβε η ζωή;
σει μ’ έναν περίεργο τρόπο. Δεν ήταν παρά μία φορά που τον είδε, κι όμως κάτι αόρατο τους συνέδεσε... Η γνωριμία της με τον δίδυμο αδελφό του, τον Στέφανο, θα γίνει στην ουσία το μέσον για να προσεγγίσει την προσωπικότητα αυτού του άνδρα που κρύβει ένα μυστικό. Ένα μυστικό που τον οδήγησε στην αυτοχειρία. Μέσα από κάποια κείμενα, η Ισμήνη κι ο Στέφανος θα προσπαθήσουν να λύσουν το μυστήριο της άγνωστης καλλονής που πέρασε από τη ζωή του Μύρωνα... Πού θα οδηγήσει αυτή η αναζήτηση; Τί είναι αυτό το παράξενο δέσιμο ανάμεσα στην κοπέλα και στα δυο αδέλφια;
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Έργα της ίδιας:
«Μικρές Χίμαιρες», Ποιητική συλλογή «Αν τόνοιωθες», οιός εἶναι ὁ Τσόρνιι Ντόν; συλλογή Ποιητική Τί θά σηματοδοτήσει γι’ αὐτόν ἡ γνωριμία του Υπό μ’ ἕναν έκδοση: λύκο, ὅπως καί μ’ ἕναν ἀπροσ«Η μέρα μου, η νύχτα σου», διορίστου ἡλικίας ἄγνωστο Μυθιστόρημα ἄντρα στά πυκνά δάση τοῦ Καυκάσου; Θά καταφέρει νά βρεῖ ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα πού τόν καῖνε; Πῶς θά ἐξελιχτεῖ ἡ ζωή του ἀπό τήν περιπέτειά του καί μετά;
Π
Ισμήνη, μ’ έναν παράξενο, μοιραίο τρόπο, θα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
2013
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσ ελότος
ΤΕΥΧΟΣ 2
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ISBN 978-960-564-001-9
Τα τριαντάφυλλα είναι μαύρα
Μυθιστόρημα | Σελ. 256 | 14 × 21 ISBN 978-960-9607-95-7
μύρτιλο
www.nzbooks.gr www.reikigokai.com www.natashazacharopoulou.blogspot.com
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα : 210 6431108, 210 6431137 ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
e-mail:
0_cover_prosopa sto nero.indd 1
•
ΤΕΥΧΟΣ 3
Γιώργος Κιουρτίδης ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Βιβλία της πού ἔχουν ἐκδοθεῖ: «Νά σ’ ἔχω», Ποιήματα, 1995 (Λύχνος) «Κι ἄς μέ ταξιδεύεις ὅπου», Διηγήματα, 1995 (Λύχνος) «Ἴχνος κραγιόν ἡ νύχτα», Μυθιστόρημα, 1996 (Ανατολικός) «Ὅπου ὁρίζει τό φιλί», Διηγήματα, 1999 (Ανατολικός) «Ἀτμός», Ποιήματα, 2008 (Ανατολικός) «Ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ», Μυθιστόρημα, 2009 (Ανατολικός) «Ρέικι η Ατραπός της Καρδιάς», 2009 (Ανατολικός) 1η ἔκδοση: Δεκέμβριος 2009, 2η έκδοση: Σεπτέμβριος 2010
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ:
Η
ο σ ε λ ότ ο ς
Ἡ Νατάσα Ζαχαροπούλου γεννήθηκε στή Λειβαδιά, σπούδασε Δημοσιογραφία καί ἐργάζεται ὡς ἀσφαλίστρια. Εἶναι Reiki Teacher τοῦ Συστήματος Φυσικής Θεραπείας Usui Reiki.
Τηλ.
Διαβάστε το νέο μυθιστόρημα της Σοφίας Δημοπούλου-Πύρζα που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ωκεανός».
λάσσονται. γνωρίσει τον Μύρωνα, Μυθιστόρημα | Σελ. 456 | 14 × 21 Ο θεατρικός μονόλογος «Μαθήματα εκτός ύλης» φι-έναν εντυπωσιακό νέο που η ειISBN 978-960-9607-88-9 λοδοξεί να σας συναντήσει σε κάποιες εκτός ύλης δι-κόνα του θα αποτυπωθεί στην αδρομές σας. ψυχή της και θα την στοιχειώ-
0_cover_ektos ylis_ΟΚ2.indd 1
Z
ΕΤ ΑΙ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσ ελότος
Το εκρηκτικό περιεχόμενο ενός κίτρινου φαΚαθηγήτρια για σαράκέλου οδηγεί την ηρωίδα σταΠανεπιστημίου απρόσμενα μονοπάτια μιας αποκάλυψης. πεθαίνει κα- περισσότερα ντα χρόνια,«Πώς διδάχτηκα νείς;» αναρωτιέται. Έρχεται έτσι αντιμέτωπη με απ’ όσα δίδαξα. δρόμοι της γνώσης τους μεγαλύτερους φόβους και τιςΟι ψευδαισθήσεις της, πουανοίγουν την οδηγούνορίζοντες στο πιο βαθύ και καιιερό προετοιμάζουν ταξίδι περιπλάνησης –συντροφιά με λίγα ζώα– διαδρομές. Από Δίνει το αγώνα Ε.Μ.Π. στη Σορσε έρημα δάση και γραφικά χωριά. επιβίωσης σωματικό, ψυχικό όσοΠανεπιστήμιο και πνευματιβόννη και στο Θεσσαλίκό. Παράλληλα εξερευνά τα όρια των δυνατοας, από τουέτσι ’68 στην Αθήνα τήτων που κρύβει μέσα το της, Παρίσι ξεδιπλώνοντας το πραγματικό νόημα μου της ζωής σε όλο το του 2012, οι διαδρομές εντός καιτουεκτός ύλης εναλμεγαλείο.
FlaPS: 80
μύρτι λ ο
Z
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
Το βιβλίο της Μαρίας Γιαννάκη κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
Δυό ὄνειρα μέ χρονική ἀπόσταση λίγων ἡμερῶν τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο στίς ἀρχές Μαρτίου τοῦ ‘09 γίνονται ἀφορμή ν’ ἀναποδογυρίσουν τά πάντα στή ζωή τοῦ Ντόν καί τῆς Μάργκοτ. Χάρη σ’ αὐτά ὁ κεντρικός ἥρωας ἀποφασίζει ἕνα ταξίδι, τό ὁποῖο ἐξελίσσεται ἀπρόβλεπτα.
SPiNe: 20
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Π
ώς είναι να ακούς ιστορίες από τη Γη ενώ κατοικείς στα σύννεφα; Τι αντικρίζεις όταν κάποια στιγμή την επισκέπτεσαι; Η Νεφέλη πραγματοποιεί το όνειρό της και κατεβαίνει στη Γη για να τη γνωρίσει από κοντά. Ένα απίστευτο ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου συναντά την αγάπη, το καλό και το κακό, γνωρίζει μάγους, πρίγκιπες και νεράιδες... Άραγε όλα αυτά είναι αρκετά για να την κρατήσουν για πάντα στη Γη;
143 × 210
μυρτι λ ο
1/7/2013 12:02:31 AM
ΑΝ
ΣΗΛΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ • ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
ΡΕ
3 | ΑΝΟΙΞΗ 2013
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
6
170 × 240 SPINE: 6.7 FLAPS: 70
ΔΙΑ ΤΙΘ
ΔΩ
Πρόσωπα στο νερό
μυρτι λ ο
ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΗ • ΝΕΦΕΛΗ, Ταξίδι στη Γη
Η Μαρία Γιαννάκη γεννήθηκε στην Παιανία και ασχολείται με τα ναυτιλιακά. Από μικρή ηλικία της άρεσε να γράφει παραμύθια. Στην αρχή τα διάβαζε στον μικρό της αδελφό, αργότερα στους φίλους της και τώρα με χαρά τα μοιράζεται με τους μικρούς αναγνώστες σε τούτο το πρώτο της βιβλίο.
ΕΤ ΑΙ
Νατάσα Ζαχαροπούλου
μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ
Z
ISSN: 2241-3685
6/10/2013 9:52:56 PM
00_myrtilo2_cover.indd 1
3/7/2013 12:38:44 AM
00_myrtilo4_cover.indd 1
Τα τέσσερα πρώτα τεύχη του «Μύρτιλου» έχουν εξαντληθεί. Ωστόσο διατίθενται διαδικτυακά στην ιστοσελίδα των εκδόσεων Οσελότος (www.ocelotos.gr), απ’ όπου μπορείτε να τα διαβάσετε ή να τα τυπώσετε.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 • 210 6431137 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com
www. ocelotos. gr
11/24/2013 9:51:29 PM
ZZ
170 × 240 SPINE: 6.7 FLAPS: 70
μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ
μύρτι λ ο
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 5 | ΑΝΟΙΞΗ - ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2014
ΔΩ
ΡΕ
ΑΝ
Επισκεφθείτε το βλιοπωλείο του
Οσελότου στα Ιωάννινα
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Σ
•
ε μια περίοδο ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων και κοινωνικών ανακατατάξεων στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, ένας νεαρός από την Αθήνα φεύγει για να σπουδάσει στη Γερμανία. Αφήνει πίσω του πρόσωπα και μέρη που αγάπησε, αναζητώντας κάτι το καινούργιο, κάτι το διαφορετικό σ’ έναν κόσμο άγνωστο γι’ αυτόν. Οι δεσμοί του με τα αγαπημένα του πρόσωπα και τον τόπο που μεγάλωσε είναι τόσο ισχυροί που δεν επιτρέπουν καμιά αμφιβολία για την απόφαση του μετά την ολοκλήρωση του στόχου του. Επιστροφή στην πατρίδα. Κι όμως τα πράγματα παίρνουν μια άλλη τροπή…
ΤΕΥΧΟΣ 5 ΑΝΟΙΞΗ -ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2014
Μια ιστορία παρόμοια με πολλές άλλες, αλλά και εντελώς διαφορετική γι’ αυτούς που βλέπουν έναν κόσμο χωρίς σύνορα και προσπαθούν να ξεφύγουν από το μικρόκοσμο που τους περιβάλλει, χαράζοντας μόνοι τον δρόμο τους για το μέλλον.
Χατζηκώστα 5, Ιωάννινα
Το βιβλίο του Δημήτρη Κοτζιά κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
Λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο»
00_myrtilo5_cover.indd 1
ΕΤ ΑΙ
ISSN: 2241-3685
2651 306456
ocelotos.ioannina@gmail.com 6/3/2014 9:40:53 AM