ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Απόστολος Αποστόλου
celestia ΕΦΗΒΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΕΦΗΒΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
ο σ ελότο ς
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Φωτο εξωφυλλου Copyright© 2011 Πρώτη Εκδοση ISBN
celestia Απόστολος Αποστόλου Εφηβική λογοτεχνία [3358]0711/04 Άγγελος Λυρτζής http://www.indivisuals.gr/ Απόστολος Αποστόλου Αθήνα, Ιούλιος 2011 978-960-9499-77-4
Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e-mail:
Αφιερωμένο στη βαφτισιμιά μου Μαριάννα, στα ανίψια μου Νίκο, Γιώργο και Χρυσοβαλάντη και στη γιαγιά μου Ζαχαρούλα
4™ αποστολοσ αποστολου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
A
υτό το βιβλίο είναι η πραγματοποίηση ενός ονείρου για μένα. Πρόκειται για έναν φόρο τιμής σε όλα τα παιχνίδια FINAL FANTASY που έχω παίξει. Πάντα μου τραβούσαν την προσοχή τα υπέροχα σενάρια αυτών των παιχνιδιών και όνειρό μου ήταν να γράψω μια ιστορία σαν αυτά. Μετά από πολλή δουλειά κατάφερα να γράψω αυτή την ιστορία, η οποία περιέχει όλα όσα περιμένει να δει κανείς σε μια ιστορία φαντασίας. Τέλος, μέσα από αυτή την ιστορία θέλω να περάσω στους αναγνώστες μερικά μηνύματα για τη ζωή, που μόνο με αυτόν τον τρόπο, κατά τη γνώμη μου, μπορεί κάποιος να τα δεχτεί. Απολαύστε την ιστορία και εύχομαι να σας αρέσει όσο άρεσε και σ’ εμένα, για να τη θυμάστε για πάντα, όπως θυμάμαι και εγώ όσες ιστορίες με άγγιξαν. Ο συγγραφέας
celestia ™5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Θ
Η καταστροφή της ελπίδας
α σας διηγηθώ μια ιστορία για έναν κόσμο μακρινό, ο οποίος λεγόταν Σελέστια. Σ’ αυτόν τον κόσμο συνέβησαν γεγονότα τα οποία θα σας μείνουν αξέχαστα. Λοιπόν, ας αρχίσουμε.
Μέσα στον κόσμο της Σελέστια υπήρχε μια πόλη που ονομαζόταν Χόουπ. Ήταν μια πολύ μεγάλη πόλη, πολύ όμορφη, και από τις πιο γνωστές σε όλο τον κόσμο. Αυτή τη χρονιά, όπως και κάθε χρόνο, η Χόουπ διοργάνωνε μια μεγάλη γιορτή, κατά την οποία ο καθένας μπορούσε να φτιάξει ένα μπαλόνι και να το πάει στην κεντρική πλατεία όπου γινόταν η εκδήλωση και να διαγωνιστεί με τα μπαλόνια των άλλων για το ποιο ήταν το πιο πρωτότυπο. Ο νικητής θα κέρδιζε ένα μεγάλο βραβείο. Θα είχε την τιμή να περάσει μια ολόκληρη μέρα με τον βασιλιά και την οικογένειά του. Έτσι λοιπόν, κάθε φιλόδοξος κάτοικος της Χόουπ έφτιαξε το μπαλόνι του και πήγε στην πλατεία. Ο ουρανός είχε γεμίσει πανέμορφα μπαλόνια και ήταν ένα πολύ όμορφο θέαμα· γι’ αυτό, η απόφαση για το ποιο μπαλόνι θα κέρδιζε θα ήταν πάρα πολύ δύσκολη για όποιον θα έπρεπε να διαλέξει, γιατί όλα ήταν θαυμάσια. Την ίδια στιγμή, στο παλάτι είχε ξεκινήσει μία συνάντηση ανάμεσα στον βασιλιά και στους έξι έμπιστους στρατιώτες του. Αφού μαζεύτηκαν όλοι στην αίθουσα, είπε ο βασιλιάς: «Πιστοί στρατιώτες μου, έχω πολύ σημαντικά νέα να σας ανακοινώσω, αλλά δεν είναι ευχάριστα. Ένας αγγελιοφόρος που είχα στείλει έξω από την πόλη για να παρακολουθεί τι γίνεται, μου είπε ότι έχει δημιουργηθεί μια οργάνωση η οποία ψάχνει να βρει αυτό που έχουμε κρύψει και έχουμε ξεχάσει εδώ και χρόνια, και κατευθύνεται προς την πόλη μας και είναι πολύ επικίνδυνη».
celestia ™7
«Θα τους πολεμήσουμε», πετάχτηκε ο ένας από τους άντρες. «Είμαστε και εμείς αρκετά δυνατοί. Θα το κάνουμε», συνέχισε ο βασιλιάς σκεφτικός, «μα πρέπει να κάνουμε και κάτι άλλο πρώτα». «Και τι είναι αυτό, άρχοντα μου;» ρώτησαν όλοι οι άντρες μαζί. «Θα πρέπει να εξασφαλίσουμε το μέλλον της πόλης μας και όλου του κόσμου της Σελέστια. Γι’ αυτό, θέλω να διατάξετε τις γυναίκες σας να πάρουν τα έξι πολύτιμα παιδιά μας και να τα φυγαδεύσουν προς άγνωστη κατεύθυνση το καθένα, έτσι ώστε να μην τα βρει κανείς εχθρός». Οι στρατιώτες στην αρχή δίστασαν, όμως στο τέλος αποφάσισαν να ακολουθήσουν τις διαταγές του βασιλιά τους. Έτσι, πήγαν κατευθείαν στις γυναίκες τους και τους είπαν τα νέα. Αυτές κλαίγοντας και χωρίς να μπορούν να κάνουν διαφορετικά, ξεκίνησαν για το δύσκολο αυτό έργο. Καθώς η πόλη Χόουπ περιτριγυριζόταν από θάλασσα, οι γυναίκες αποφάσισαν να πάνε η καθεμία σε διαφορετική μεριά της πόλης και να βάλουν το κάθε παιδί σε μια βάρκα, στέλνοντάς το σε διαφορετική κατεύθυνση. Έτσι και έγινε. Όλες οι γυναίκες έβαλαν τα παιδιά σε βάρκες και διώχνοντάς τα κοίταξαν στον ουρανό και ευχήθηκαν: «Μακάρι, Θεέ μου, αυτά τα παιδιά να μεγαλώσουν και να φέρουν την ευτυχία σε όλη τη Σελέστια». Έπειτα, γύρισαν στο παλάτι για να πουν τα νέα στον βασιλιά. Την ίδια στιγμή, λίγο έξω από την πόλη, μια ομάδα πέντε ατόμων πλησίαζε. Ήταν ντυμένοι με μαύρες φορεσιές και φαίνονταν απειλητικοί. Ενώ προχωρούσαν, είπε ο αρχηγός τους: «Παιδιά, ήρθε η ώρα να πάρουμε αυτό που ψάχνουμε τόσο καιρό. Τώρα όλοι θα πληρώσουν γι’ αυτό που έκαναν και για τον τρόπο που μας φέρθηκαν όλα αυτά τα χρόνια».
8™ αποστολοσ αποστολου
«Θα πληρώσουν», φώναξαν όλοι μαζί και γελώντας βρέθηκαν έξω από την πύλη της Χόουπ. Στο μεταξύ, ο βασιλιάς αφού έμαθε από τις γυναίκες ότι όλα πήγαν καλά με τη φυγάδευση των παιδιών, διέταξε τους έξι στρατιώτες του να βρίσκονται σε διαρκή ετοιμότητα, και ξεκίνησε να πάει στην πλατεία, αφού εκείνος θα έπρεπε να ανακοινώσει τον νικητή του διαγωνισμού. Μόλις έφτασε στην πλατεία, αντικρίζοντας το πανέμορφο θέαμα που είχαν δημιουργήσει όλοι οι κάτοικοι με τα μπαλόνια και ακούγοντας τη μουσική που έπαιζαν οι μουσικοί της πόλης, σκέφτηκε: «Γιατί να μην μπορούμε να είμαστε πάντα τόσο χαρούμενοι όσο είναι αυτοί οι άνθρωποι μπροστά μου, οι οποίοι δεν έχουν ιδέα για το τι τους περιμένει σε λίγη ώρα;» Κατόπιν, ανέβηκε στο βάθρο του και άρχισε να μιλάει: «Θέλω να σας ευχαριστήσω όλους γι’ αυτό το υπέροχο θέαμα που μας προσφέρατε φέτος, όπως και κάθε χρόνο. Εγώ, ως βασιλιάς της Χόουπ, σας ευχαριστώ, αλλά επίσης σας ευχαριστεί και όλη η Σελέστια. Θα ήθελα να κερδίσετε όλοι, μα δυστυχώς πρέπει να κερδίσει μόνο ένας». Ο βασιλιάς ανακοίνωσε το όνομα του νικητή και άρχισαν να πέφτουν πυροτεχνήματα. Τότε όμως ήταν και η στιγμή που ξεκίνησε το τέλος της Χόουπ. Ξαφνικά, μέσα από τα πυροτεχνήματα άρχισαν να πέφτουν φωτιές και να καίνε τα πάντα. Από το βάθος ακούγονταν γέλια, τα οποία δεν ήταν άλλα από τα γέλια των πέντε ατόμων της ομάδας που είχε μπει τελικά μέσα στην πόλη και άρχισε να τα καταστρέφει όλα. Οι στρατιώτες του βασιλιά επιτέθηκαν κατευθείαν στους πέντε με σπαθιά και μερικά απλά μαγικά που ήξεραν, αλλά δεν μπορούσαν να καταφέρουν τίποτα, γιατί οι άλλοι ήταν πολύ δυνατοί και πολύ καλοί μάγοι. Η μάχη συνεχιζόταν με τους πέντε να έχουν καταστρέψει σχεδόν όλη την πόλη και τους στρατιώτες να είναι τραυματισμένοι και ανήμποροι. Ο αρχηγός των πέντε κατευθύνθηκε προς τον βασιλιά και του είπε: celestia ™9
«Το όνομά μου είναι Γκάμπριελ. Να το ξέρεις ότι αυτό είναι το όνομα του ανθρώπου που κατέστρεψε τη Χόουπ, και σε λίγο καιρό θα φέρει το τέλος σ’ αυτόν τον άχρηστο κόσμο που λέγεται Σελέστια. Πες μου τώρα, πού έχεις κρύψει τα κομμάτια και ίσως σου προσφέρω έναν γρήγορο θάνατο». «Εγώ, ο βασιλιάς Γκρέγκορι, βασιλιάς της Χόουπ, ποτέ δεν θα σου φανερώσω αυτό το μυστικό, και μάλιστα σκοπεύω να σε κλειδώσω και για πάντα εδώ μέσα, έτσι ώστε να μην μπορέσεις να κάνεις τίποτε από αυτά που ονειρεύεσαι». Αφού είπε αυτά τα λόγια ο βασιλιάς, ο οποίος ήταν και πολύ καλός μάγος, χτύπησε το σπαθί του κάτω και μεμιάς μια μεγάλη φωτεινή ασπίδα κύκλωσε τη Χόουπ και όλους όσοι ήταν μέσα. «Αυτό ήταν», είπε ο βασιλιάς, «τώρα δεν θα φύγεις ποτέ από δω». Ο Γκάμπριελ άρχισε να γελάει δυνατά και να λέει: «Χαχαχα, νομίζω ότι με υποτίμησες πάρα πολύ. Πιστεύεις ότι αυτό το απλό ξόρκι είναι αρκετό για να με κρατήσει;» Ύστερα, ο Γκάμπριελ σήκωσε το χέρι του ψηλά και είπε κάτι λόγια, και τότε ένα πλήθος μετεωριτών έπεσε από τον ουρανό και κατέστρεψε όλη την πόλη και την ασπίδα μαζί. Ο βασιλιάς και οι στρατιώτες του κείτονταν ετοιμοθάνατοι στο έδαφος και με δάκρυα στα μάτια είπαν ο ένας στον άλλον: «Δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να προστατέψουμε τη Χόουπ. Ελπίζουμε τα παιδιά να τα καταφέρουν». Τότε, οι πέντε πήγαν και έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στον βασιλιά και στους στρατιώτες σκοτώνοντάς τους. «Δεν πειράζει, βασιλιά Γκρέγκορι», μονολόγησε ο Γκάμπριελ. «Μπορεί να μην έμαθα σήμερα πού είναι τα κομμάτια, αλλά μια απ’ αυτές τις μέρες θα τα βρω, και τότε θα έρθει το τέλος της Σελέστια και η θυσία σου θα αποδειχτεί μάταιη, χαχαχα». Έτσι, ήρθε το τέλος της πόλης Χόουπ και η ομάδα του Γκάμπριελ έφυγε από την κατεστραμμένη πια πόλη, για να βρει αυτό που έψαχνε τόσο επίμονα.
10™ αποστολοσ αποστολου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η επανένωση των έξι
Μ
ετά από δεκαπέντε χρόνια… σε μια πόλη που λεγόταν Φλάουερ. Η πόλη λεγόταν έτσι, γιατί ήταν γεμάτη από όλων των λογιών τα λουλούδια. Ήταν περιτριγυρισμένη από βουνά και αυτό εξηγούσε όλη αυτή τη βλάστηση. Ήταν γενικά μια πολύ όμορφη πόλη.
Ένα παιδί γύρω στα δεκαπέντε προχωρούσε στην πλατεία της Φλάουερ και χαιρετούσε τους πάντες κατευθυνόμενο προς το σπίτι του. Μετά από λίγη ώρα, έφτασε σπίτι του και μπήκε μέσα λέγοντας: «Μητέρα, πατέρα, είμαι σπίτι». Μια φωνή ακούστηκε από την κουζίνα: «Ντάνιελ, άλλαξε και έλα στην κουζίνα. Το φαγητό είναι έτοιμο». Έτσι, ο Ντάνιελ πήγε στο δωμάτιό του και αφού άλλαξε, κατέβηκε στην κουζίνα, όπου τον περίμεναν οι γονείς του για να φάνε. «Πώς πήγε σήμερα η μέρα σου;» ρώτησε ο πατέρας. «Μια χαρά. Πήγα στο σχολείο και μετά έκανα μια βόλτα στην πόλη. Εσύ; Πώς πήγε η μέρα σου, πατέρα;» «Κι εμένα μια χαρά πήγε. Έπιασα μερικά μεγάλα ψάρια και τα έφερα στη μητέρα σου να τα μαγειρέψει. Το ένα, το άτιμο, δεν ήθελε με τίποτα να πιαστεί, αλλά του έδειξα εγώ ποιος είναι το αφεντικό». «Χαχαχα», γέλασαν και οι τρεις. Αφού φάγανε, ο Ντάνιελ γύρισε στο δωμάτιό του. Στο γραφείο του υπήρχε ένα μενταγιόν με μια μπλε πέτρα πάνω και δίπλα από το γραφείο ένα σπαθί σε μια θήκη. Οι γονείς του Ντάνιελ του είχαν πει ότι πριν από πολλά χρόνια τον είχαν βρει σε μια βάρκα, σε ένα ταξίδι που είχαν πάει, και μέσα στη βάρκα υπήρχαν αυτά celestia ™11
τα δύο αντικείμενα και ένα γράμμα, που έλεγε ότι ήταν από τους πραγματικούς του γονείς και ότι όποιος τον έβρισκε, θα έπρεπε να τον προσέχει γιατί ήταν πολύτιμος. Στον Ντάνιελ άρεσε πάρα πολύ η ξιφομαχία, γι’ αυτό κάθε απόγευμα έπαιρνε το σπαθί και έκανε εξάσκηση στην αυλή του Μια σκοτεινή απειλή απλώνεται από πήρε την το σπιτιού τους. Έτσι έκανε και τώρα. Φόρεσε τοπάνω μενταγιόν, σπαθί και κατέβηκε αυλήξεκινάνε για εξάσκηση. Οι ώρες πέρασαν Σελέστια. Έξιστην παιδιά ένα ταξίδι γεμάτο και κουρασμένος πήγε στο δωμάτιό του πέφτοντας κατευθείαν κινδύνους και μαγεία με σκοπό να αποτρέψουν για ύπνο. τα σχέδια τουείδε Γκάμπριελ ενός αδίστακτου άντρα Εκείνο το βράδυ ένα πολύ τρομαχτικό όνειρο. Είδε ότι καθόταν σε ένασκοπεύει λιβάδι γεμάτο λουλούδια. Ήταν ένα βράδυ και κοιτούπου να απελευθερώσει αρχαίο σε τ’ αστέρια, όταν ξαφνικά μέσα από το σκοτάδι εμφανίστηκε κακό και να οδηγήσει την Σελέστια στην ένας άνθρωπος με δαιμονικό πρόσωπο και ήρθε τρέχοντας προς απόλυτη καταστροφή. το μέρος του σταματώντας ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό του φωνάζοντας: «Σε βρήκα, σε βρήκα, σε βρήκα». Έτσι, ο Ντάνιελ ξύπνησε τρομαγμένος, φωνάζοντας: «Όχι, φύγε». Το επόμενο πρωί, ο Ντάνιελ ξύπνησε με έναν τρομερό πονοκέφαλο. Αφού κατέβηκε κάτω και έφαγε πρωινό με τους γονείς του, ο πατέρας του ξεκίνησε πάλι να πάει για ψάρεμα –που ήταν η δουλειά του– και εκείνος βγήκε έξω να πάει μια βόλτα. Πήγε σε ένα μέρος που τον ηρεμούσε. Ήταν ένα μικρό δασάκι λίγο έξω από την πόλη με ένα μικρό ποταμάκι, το οποίο ήταν γεμάτο με πανέμορφα λουλούδια. Καθώς καθόταν εκεί και σκεφτόταν το όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ, από το πουθενά εμφανίστηκε ένας άντρας και είπε: «Εσύ πρέπει να είσαι ο Ντάνιελ». Ο Ντάνιελ τρομαγμένος ρώτησε: «Ποιος είσαι εσύ; Πού με ξέρεις; Τι θες από μένα;» «Μη φοβάσαι, είμαι φίλος», τον καθησύχασε ο άγνωστος άντρας. «Αυτά τα ξανθά μαλλιά, αυτά τα γαλάζια μάτια. ΜοιάISBN 978-960-9499-77-4 ζεις υπερβολικά στη μητέρα σου». ΕΚ∆Ο ΣΕΙΣ οσελότος «Στη μητέρα μου; Ποιος είσαι; Πες μου».
12™
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com, www. ocelotos. gr αποστολοσ αποστολου
«Μην ανησυχείς, θα τα μάθεις όλα όταν έρθει η ώρα. Έλα το βράδυ στο ερειπωμένο κάστρο έξω από την πόλη και θα τα μάθεις όλα». «Μα τι λες; Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα έρθω; Γιατί να σ’ εμπιστευτώ;» «Σε παρακαλώ, Ντάνιελ, έλα και θα τα μάθεις όλα το βράδυ. Εμπιστέψου με. Δεν μας έχει μείνει πολύς χρόνος. Το τέλος πλησιάζει». «Το τέλος; Ποιο τέλος; Τρελάθηκες;» «Ντάνιελ, μην ξεχνάς, είσαι πολύτιμος». Ο άγνωστος άντρας εξαφανίστηκε απότομα. Ο Ντάνιελ τρομαγμένος και γεμάτος ερωτήματα έτρεξε γρήγορα πίσω στο σπίτι του και κλείστηκε στο δωμάτιό του, να σκεφτεί. Αφού κάθισε κλεισμένος για μερικές ώρες, αποφάσισε να πάει στο κάστρο για να διαπιστώσει τι συνέβαινε και να του λυθούν όλες οι απορίες που του είχαν δημιουργηθεί. Επειδή όμως φοβόταν λίγο για το τι θα συναντούσε εκεί έξω, πήρε και το σπαθί του μαζί και ξεκίνησε. Όσο προχωρούσε προς το ερημωμένο κάστρο, αναλογιζόταν συνεχώς τα λόγια του άγνωστου άντρα. Κάποια στιγμή μετά από λίγη ώρα, έφτασε έξω από το κάστρο. Μια τεράστια πύλη ορθωνόταν μπροστά του, και στα αριστερά και δεξιά της υπήρχαν δύο αγάλματα αρχαίων πολεμιστών που κρατούσαν το σπαθί τους καρφωμένο στο έδαφος. Ο Ντάνιελ διστακτικά προχώρησε και περνώντας την πύλη βρέθηκε σε μια τεράστια αυλή. Εκεί, προς μεγάλη του έκπληξη είδε σε διάφορα μέρη της τεράστιας αυλής άλλα πέντε άτομα. Ήταν τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Όλοι, με το που είδαν τον Ντάνιελ να μπαίνει, γύρισαν και τον κοίταξαν. Ένα από τα αγόρια τού φώναξε: «Ε, εσύ. Μήπως είδες αυτόν που μας κουβάλησε εδώ;» Ο Ντάνιελ ξαφνιασμένος απάντησε: «Ώστε ήρθε και σε άλλους ο άγνωστος άντρας. Όχι, δεν τον είδα. Και σ’ εμένα είπε να τον περιμένω εδώ το βράδυ και ότι είναι μεγάλη ανάγκη». celestia ™13