ΖΗΣΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ Ζήσης Κόκκινος
Διασποράς ∆ιασποράς παραμυθένια παραµυθένια ιστορήματα
ιστορήµατα
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
Εο Κ Δσ Ο ΣεΕ λ Ι Σ ότ ο ς ο σ ε λ ότ ο ς
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Copyright© 2013 Πρώτη Εκδοση
Διασποράς παραμυθένια ιστορήματα Ζήσης Κόκκινος Λογοτεχνία [1358]0513/13 Ζήσης Κόκκινος Αθήνα, Ιούνιος 2013
ISBN 978-960-564-060-6
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
Αφιερωμένο εξαιρετικά στους Έλληνες της διασποράς αλλά κατά προέκταση και σε ολόκληρο τον ελληνισμό
Φίλε και φίλη της διασποράς
Φ
ίλε κι αδερφέ Έλληνα μέσα και έξω από την Ελλάδα, σε χαιρετώ. Σε χαιρετώ και ταυτόχρονα σε προσκαλώ να γνωριστούμε μέσα από τούτο μου το γραφτό. Με το βιβλίο που γράφω για τη διασπορά κινούμαι σε χώρο οικείο. Χρόνια, πάνε τώρα, (το 1960) που μετανάστευσα. Επέστρεψα στην πατρίδα το 1962 να εκπληρώσω τα στρατιωτικά μου καθήκοντα. Κατά το τέλος του 1964 εγκατέλειψα για δεύτερη, οριστικά αυτή τη φορά την Ελλάδα με προορισμό την Ευρώπη. Από τότε καταστάλαξα και ζω μόνιμα, στο Βέλγιο. Αυτό δε μ’ εμπόδισε, το αντίθετο μάλιστα, στο να έχω συνεχή επαφή επί πενήντα, σχεδόν συναπτά έτη, με τη γλυκιά μας πατρίδα. Αφού συγκέντρωσα διάφορα στοιχεία για τη διασπορά, σχεδίασα το πρόπλασμα, το γενικότερο σκαρίφημα στη σκέψη, ‘‘άρπαξα’’ το υλικό παραμάσχαλα και… τρέχοντας, άρχισα να ‘‘ζωγραφίζω’’ το πορτραίτο της μετανάστευσης. Σ’ όποια γωνιά της γης υπάρχουν Έλληνες, πήρα την απόφαση μ’ αρκετούς απ’ αυτούς να συναντηθώ με το μεταφορικό εργαλείο της σκέψης. Ενώ με πολλούς άλλους σε χώρες της Ευρώπης, συναντήθηκα και συνεχίζω τις επαφές μαζί τους. Γυρίζω στην εξιστόρησή μου, πίσω το ρολόι του χρόνου, με τα φανταστικά μου μεταφυσικά τερτίπια. Αρχινώ να ξεδιπλώνω την αφηγηματική μου περιγραφή απ’ την αυθόρμητη μετανάστευση. Επιδιώκω και το κατορθώνω να πάρω ‘‘επαφή’’ με τους πρώτους, μ’ αρκετούς από κείνους τους μετανάστες, που τόλμησαν γύρω στο έτος 1500… κι Διασποράς παραμυθένια ιστορήματα ™5
έφυγαν αναζητώντας την τύχη τους μέσα σε δύσκολες, σ’ αντίξοες συνθήκες, μακριά από την πατρίδα. Πιάνω το νήμα ξεκινώντας απ’ την πρώτη μορφή της ανοργάνωτης και το συνδέω μ’ αυτή της οργανωμένης μετανάστευσης. Κινούμε με νου και γνώση, όταν πρόκειται για το συγκεκριμένο, το υπαρκτό. Ενώ με το φανταστικό μου στροβίλισμα κάνω θεαματικούς σάλτους. Πατώντας στο υπαρκτό σκαρφίζομαι και καταφεύγω σε φανταστικά σενάρια, μ’ ευχάριστη πλοκή και δράση. Έχουν γραφεί– πράμα που σαφώς επικροτώ– και συνεχίζουν να γράφονται αρκετά για τη διασπορά. Σκέφτηκα –καθώς είμαι και… λίγο ‘‘παραμυθάς–’’, πως θα ήταν προτιμότερο να ξεφύγω από μία ακόμα συνηθισμένη, επαναλαμβανόμενη περιγραφική εξιστόρηση. Το πετυχαίνω; Σε σένα φίλε αναγνώστη, ο λόγος.
6™ Ζήσης Κόκκινος
Φ
ύσηξε βοριάς …, σφύριξε τραμουντάνα… Φύσηξε βοριάς κι αγέρας και τα… σκόρπισε. Δεν πρόκειται ασφαλώς για τα παλάτια μας, που με το δυνατό φύσημα της μιζέριας, σωριάστηκαν. Όσο, δε, για τα υπόλοιπα…, όχου! Αυτά τα έχουμε… εξαργυρώσει, προ πολλού. Για τα όνειρά μας, γίνεται κουβέντα. Μιλάμε για κείνα τα ατελείωτα, τα τρελά μας όνειρα που τα είχαμε κλείσει… σε κάτι βαλίτσες, με τους χρωματισμούς και τα χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου. Εκείνου του είδους τις βαλίτσες, τώρα πια, τις συναντάμε μόνο σ’ ορισμένα φιλμ. Σε κείνα τα φιλμ που αναφέρονται στη μετανάστευση με προορισμό αρχικά, κυρίως, την Αμέρικα, εν έτη... περασμένα. Τότε που άρχισαν ομαδόν να παίρνουν τη στράτα της ξενιτιάς τα νιάτα της Ελλάδας, με κείνες τις παραφουσκωμένες βαλίτσες με πολλά ελπιδοφόρα, ‘‘φτερωτά’’ όνειρα: για Αμερική, Αυστραλία, Αφρική, Ευρώπη… Παντού, ανά τον κόσμο. Τις κουβαλούσαν ταξιδεύοντας, όπου γης, τα ταλαίπωρα φτωχαδάκια μπας και καταφέρουν ν’ αναστήσουν, κατά πως σχεδίαζαν, τα τολμηρά ελπιδοφόρα τους, όνειρα. Συνέβαινε στις αρχές και τούτο το περιστατικό: Μετά από ολιγοήμερη παραμονή, καθώς έπαιρναν επαφή με την πραγματικότητα, Διασποράς παραμυθένια ιστορήματα ™7
αρκετές από τις βαλίτσες συντροφιά με τους κατόχους τους να γυρίζουν στην πατρίδα με τσαλακωμένα τα έρημα τα όνειρα, απ’ την Ευρώπη. Τα πρώτα ταξιδιάρικα σούρτα φέρτα προς Δ. Ευρώπη, ξεκίνησαν από το Βέλγιο. Ακολούθησε η Δ. Γερμανία, η οποία απορρόφησε το κύριο, μεταναστευτικό ρεύμα. Εργαζόμενους, Έλληνες μετανάστες, φιλοξένησαν επίσης κι άλλες χώρες της Δ. Ευρώπης. Σφαλίζουμε τα μάτια κι αναπολούμε τα γεγονότα της περιόδου εκείνης. Στριφογυρίζοντας το νήμα που ξεκινάει από τα πάτρια εδάφη για να φτάσει στην ξενιτιά, η παραμυθένια μας αφήγηση θα περιγράψει σεμνά και ταπεινά τα σκαλοπάτια αυτής της διαδρομής. Θα μιλήσει υμνώντας με λόγια ταιριαστά για τον μεταναστευτικό ιστό που απλώθηκε –όχι φυσικά χωρίς περιπλοκές και αντιξοότητες–, και στέριωσε, ανά την υφήλιο. Όπου, με μόχθο κι εργατικότητα οι Έλληνες της διασποράς στο σύνολό τους, χόρτασαν την πείνα τους, ενώ αρκετοί είναι εκείνοι που πρόκοψαν και διέπρεψαν. Προχωρούμε. Θα θυμάσαι ασφαλώς φίλε –και ποιος δεν τον θυμάται–, το μεγάλο βάρδο του λαϊκού μας τραγουδιού, το Στέλιο Καζαντζίδη με κείνα τα περίφημα τραγούδια του για τη μαύρη ξενιτιά. Λόγω ηλικίας οι νεότεροι, ίσως να μη γνωρίζουν από πρώτο χέρι και πολλές λεπτομέρειες. Παρακολουθήστε μας, λοιπόν, και σεις που τα ζήσατε, καθώς και οι νεότεροι. «Στις φάμπρικες τις Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές». «Μαύρη ξενιτιά». «Πικρό το διαβατήριο, πικρό σα δηλητήριο»… είναι μερικά από τα πρώτα, γεμάτα έντονη συγκινησιακή φόρτιση τραγούδια, που συγκλόνιζαν ολόκληρη την Ελλάδα. Τα οποία τραγούδια, ταξίδευαν στα πέρατα της οικουμένης. Παντού, όπου ζούσαν και εργάζονταν Έλληνες μετανάστες, την περίοδο εκείνη. 8™ Ζήσης Κόκκινος
Κάποιος, αγαπητέ μας φίλε απ’ τον στενό σου κύκλο ‘‘τω καιρώ εκείνο’’ θα πρέπει να κίνησε με μια τέτοια βαλίτσα στο χέρι, αναζητώντας την τύχη του, στην ξενιτιά. Δεν ήταν, όμως, και λίγες οι περιπτώσεις που η ελπίδα γονάτισε και τους εγκατέλειψε, με αποτέλεσμα τα φτερωτά τους όνειρα να ξεφουσκώσουν. Θα γίνει αμέσως κατανοητός ο λόγος, γιατί τούτα τα φτερωτά ελπιδοφόρα όνειρα των ξενιτεμένων καθώς κατέβαιναν στο βάθος του ανθρακωρυχείου, έχαναν τη ζωντάνια τους και μαραίνονταν. Ο λόγος, είναι εύκολα εξηγήσιμος: γέμιζε η καρδούλα τους από την καρβουνίσια μαυρόσκονη, οπότε τα καημένα, από κατάλευκη η θωριά τους, γινόταν σαν αυτή του κόρακα. Τα ελπιδοφόρα όνειρα των συμπατριωτών μας καθώς σέρνονταν στα στενά λαγούμια που άνοιγαν με το πιστολέτο κατά τη διάρκεια εξόρυξης κάρβουνου, από ανάλαφρα ως έρχονταν σ’ επαφή με το πυκνό σύννεφο της καρβουνόσκονης, ‘‘βάραιναν’’. Τούτη η πηχτή αντάρα ήταν η αιτία, που έφερε τα πάνω κάτω, στα ελπιδοφόρα όνειρά τους. Αυτό, το τόσο, δυσάρεστο γεγονός ορισμένοι συμπατριώτες μας δεν το άντεξαν, με συνέπεια να γυρίσουν άπραγοι στην πατρίδα. Η μεγάλη μερίδα των συμπατριωτών μας, όμως, έσφιξε το βαρύ της πόνο και συμβιβάστηκε με το πεπρωμένο της. Παρέμεινε να εργαστεί, μες του Βελγίου τις θεοσκότεινες στοές. Τι άλλο να έκαναν οι δόλιοι; Ποιες, ήταν τάχατες, οι εναλλακτικές τους, επιλογές; Η μαύρη φτώχεια στη γλυκιά μας Ελλάδα, τους πότιζε καθημερινά πικρό φαρμάκι. Είχαν να θρέψουν: οι περισσότεροι στην πατρίδα, εκτός από τον εαυτό τους, και τις οικογένειές τους. Όσο, λοιπόν, και να ήταν βαρύ κι ασήκωτο το φορτίο στο βαθύ πηγάδι του ανθρακωρυχείου, οι συνθήκες διαβίωσης στην πατρίδα, ήταν, για τους λόγους που αναφέραμε αβίωτες. Στον Διασποράς παραμυθένια ιστορήματα ™9
καιρό, ήθελαν δεν ήθελαν, οι δόλιοι… ,‘‘συνήθισαν’’. Για να ‘‘πιάσουν’’ επιφάνεια έπρεπε να περάσουν, κατά κανόνα, πέντε χρόνια. Τέτοιο ήταν το συμβόλαιο, που είχε συνάψει η Ελλάδα, με το βελγικό κράτος. Πώς να κυλήσουν τούτα τα άραχλα νυχτοξημερώματα, βαριά σαν το πετροκάρβουνο, μέσα στο θεοσκότεινο πηγάδι του ανθρακωρυχείου; Αρκετοί, δεν ξαναβγήκαν. Θάφτηκαν, αλίμονο, ζωντανοί μέσα στις κατάμαυρες ντάλιες. Ορισμένοι θαρραλέοι για να ελαττώνουν την παρουσία τους στα έγκατα της μαύρης στοάς, περνούσαν σε απίστευτες ενέργειες: Όταν με τις επισκέψεις τους στο γιατρό δεν τα κατάφερναν να αποσπάσουν άδεια ασθενείας, δε δίσταζαν να καταφεύγουν σε αυτοτραυματισμούς. Με το τσεκούρι, ή με κάποιο άλλο αιχμηρό εργαλείο που είχαν στη διάθεσή τους για μπάζωμα ώστε να μπορούν στη συνέχεια να κόβουν κάρβουνο, κατέκοβαν συνήθως, τα χέρια τους. Κατανοεί, λοιπόν, κανείς, το τι τραβούσαν οι έρημοι, ώστε να φτάνουν και να πληγώνουν εκουσίως, μέλη του σώματός τους. Συνέβαινε να επιστρέφουν ορισμένοι στην πατρίδα κι από κάποιες άλλες χώρες. Ένας απ’ αυτούς, ήταν κι ένας συγγενής μου, παππούς. Δεν τον σήκωσε το κλίμα της Αμερικής. Της πλανεύτρας, για πολλούς τότε μάγισσας, που στο άκουσμά της και μόνο ξεμυαλίζονταν. Δεν βρήκε αυτό που ονειρευόταν και την κοπάνισε. Ετούτον, λίγο έλειψε να τον ρουφήξει η θάλασσα και να μην είχε φτάσει ποτέ πίσω στην Ελλάδα. Τους έπιασε φοβερή θαλασσοταραχή στ’ ανοιχτά του ωκεανού, με αποτέλεσμα να κατακομματιαστεί το καράβι. Δυο ολόκληρα μερόνυχτα ο παππούς ο Χρήστος Μήττας, καθώς μου περίγραψε –πιτσιρικάς εγώ τότε–, το δράμα του, ήταν γραπωμένος από μια σανίδα, μέχρι να τον περισυλλέξουν. Πάλι, τυχερός, μου είπε πως στάθηκε, καθώς αρκετοί άλλοι δεν είχαν τη δική του τύχη. Όπως εκείνος μου ανέπτυσσε την άγρια φουρτούνα, κλείνοντας εγώ τα μάτια, άρχισα να ‘‘βλέπω’’ τα κύματα να υψώνονται θε10™ Ζήσης Κόκκινος
όρατα μ’ ανοιχτά κάτι πελώρια στόματα σαν μυθικά θεριά, έτοιμα να τους κατασπαράξουν. Δωσ’ του, λοιπόν, παρακολουθώντας πόσο συναρπαζόμουνα από την ιστορία του, την έκλωθε και την ξανάκλωθε με τέχνη, για να μ’ ευχαριστήσει. Καθώς εκείνος ξεδίπλωνε τη συναρπαστική του ιστορία, εμένα με κέρδισε η παρακάτω οπτασία. Μόλις πρόφερα τη λέξη ‘‘μεταμόρφωση’’ χάρη, φυσικά στα μαγικά μου βότανα –που θα τα συναντήσουμε και παρακάτω–, πήραμε τη μορφή δελφινιών, με τον Άργο κι ευθύς βρεθήκαμε στο σημείο, που επέπλεαν στην επιφάνεια γραπωμένοι πάνω σε σανίδες, μεταξύ άλλων, κι ο παππούς ο Χρήστος. Η προσφορά μας ήταν, πλέον του δέοντος πολύτιμη μέχρι τη στιγμή που έφτασε κάποιο σωστικό πλεούμενο, να τους περισυλλέξει. Κατάκοποι, απ’ τις συνεχιζόμενες προσπάθειες που κατέβαλαν για να κρατηθούν πάνω σε κάποιο σανίδι, συνέβαινε να χάνουν σταδιακά τις αισθήσεις τους με αποτέλεσμα να μην τα καταφέρνουν να κρατηθούν σφιχτά στις σωτήριες σανίδες τους οπότε, κάθε δυνατό κύμα, εύκολη λεία στην εφόρμησή του, άρπαζε τους μπόσικους και τους κατάπινε. Από την πρώτη στιγμή που φτάσαμε στη θαλάσσια περιοχή του ναυάγιου μεταμορφωμένοι σε δελφίνια συγκρατούσαμε σταθερά, όσες ‘‘σχεδίες’’ μπορούσαμε, μέχρι που έφτασε κάποιο πλεούμενο και τους περιμάζεψε. Εξ’ αιτίας ημών, (γεια σου Ζήση… μπράβο)! σώθηκε, ετούτος ο παππούς. Καθώς, όμως, βρισκόταν σε ληθαργική κατάσταση, ήταν αδύνατο να το… αντιληφθεί. Τακτοποιημένος στη συνέχεια μαζί με τους υπόλοιπους διασωθέντες, επέστρεψε σώος στην πατρίδα. Εδώ, κάπου, αφού τέλειωσε η σωτήρια αποστολή μας, εξατμίστηκε και η οπτασία μου. Τρώγοντας, πίνοντας και φυσικά μολογώντας, θα πολλαπλασιάζετε παρακάτω η γεύση, μαζί κι η όρεξη. Χαμπέρια της ξενιτιάς αγαπητοί μου φίλοι, γυροφέρνουν στα ξάγναντα της σκέψης. Θ’ αρχίσουμε να τα ξεδιπλώνουμε: διηγώντας τα σε λίγο Διασποράς παραμυθένια ιστορήματα ™11
μέσα από το λυπητερό τραγούδι, ανάλογα με την περίσταση, πριν, ή και μετά τον αποχωρισμό. Η παραμυθένια μας εξιστόρηση θα περιγράψει ιστορίες, έτσι που τις έζησαν οι μετανάστες από την ώρα που πάτησαν το πόδι τους, στην ξενιτιά. Περιδιαβαίνοντας από περιοχές διαφορετικών ηπείρων, η πένα θ’ αποτυπώνει στο χαρτί, ποικίλες συμπεριφορές. Η αναφορά για τους Έλληνες της διασποράς θα ξεκινήσει απ’ τους πρώτους ανιχνευτές μετανάστες, πλάθοντας κατά περίπτωση γύρω από τη δράση τους, γιατί όχι κι ηρωικά μυθεύματα. Με σεβασμό σ’ ευαισθησίες, ήθη κι έθιμα… η αφήγηση θα επιδιώξει να αναδείξει ζωντανά, πτυχές από τις δραστηριότητες των Ελλήνων της διασποράς. Θα γίνει κουβέντα για Κοινότητες, σχολεία, εκκλησίες, πολιτιστικούς συλλόγους, εστιατόρια. Για καφενεία τα οποία στέγαζαν μπαρμπουτιέρες, όπου κελαηδούσαν βροντοχτυπώντας νυχθημερόν τα ζάρια και που ανθούσαν παράλληλα, διάφορα τυχερά παιχνίδια. Θ’ αρχίσει, με το παραμυθένιο μας στιλ, η γραφή. Θα κινηθούμε με άνετο βηματισμό, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Έχουμε χρόνο στη διάθεσή μας μέχρι του… χρόνου, για να κεντήσουμε την αφηγηματική μας εξιστόρηση: με ταξιδιάρικα, πολύχρωμα εξωτικά πουλιά. Με γλάρους… «Συντρέχει κάποιος λόγος που άφησες τη φράση ξεκρέμαστη, Ζήση»; «Σκέφτηκα πως ίσως είναι νωρίς να το φανερώσω, αλλά εντάξει, το βγάζω στο μεϊντάνι: Με γλάρους σαματατζήδες που κάπου στη συνέχεια θα χρειαστεί να πάρουμε Άργε, τη μορφή τους». Μετά από τούτη τη διευκρίνηση η σκέψη άρχισε να περιστρέφεται συνειρμικά γύρω από το περίγραμμα, προσπαθώντας να συλλάβει και να προσδιορίσει κατά προσέγγιση, τους χρωματισμούς. Ν’ ανιχνεύσει, επίσης, τη φορά των φαντασιώσεων μαζί με τα χρήσιμα ιστορικά στοιχεία που θα δένονται και θα κινούνται αρμονικά μεταξύ τους, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, τούτης της 12™ Ζήσης Κόκκινος
ευγενικής μας προσπάθειας. Θα πορευτούμε με κέφι, ζήλο και μεράκι, καθώς και με περισσή τη φροντίδα στην αναζήτηση. Με τα ‘‘μαγικά’’ μας σύνεργα θα εφευρίσκουμε την κατάλληλη πανοπλία, χρήσιμη για τις διάφορες περιηγήσεις μας. Θα γυρίσουμε πίσω το ρολόι του χρόνου, πετυχαίνοντας έτσι ν’ ‘‘αναστήσουμε’’ τους πρώτους μετανάστες και να ‘‘συναντηθούμε’’ μαζί τους. Θα ακολουθήσουμε τα χνάρια τους: στην Αμερική, Αυστραλία… σε κάθε γωνιά της γης. Η αυθόρμητη πρότερη μετανάστευση, θα προηγείται συνήθως, της οργανωμένης. Θα ζωντανέψουμε με τα γραφόμενά μας την ατμόσφαιρα των τελευταίων ημερών: έτσι όπως ξετυλίγονταν στο σπιτικό τους, από τη πρώτη στιγμή έως και την τελευταία μέχρι να φτάσουν στο λιμάνι και να επιβιβαστούν στο πλοίο, με προορισμό τη μία ή την άλλη χώρα. Με λόγια της περίστασης θα ξεδιπλώνουμε βήμα το βήμα, το κάθε αποχαιρετιστήριο σκαλοπάτι. Θα ζωγραφίσουμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις: συγγενών και φίλων που εκδηλώνονταν μεταξύ αυτών που έμεναν και κείνων που καβαλίκευαν στα πλεούμενα της εποχής για ν’ ανοίξουν πλώρη, αρχικά προς Αμερική. Θα μιλήσουμε –γιατί όχι–, και για την υποδοχή που τους επιφύλασσε το ‘‘χαμογελαστό’’ άγαλμα της ελευθερίας, για τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα που ένοιωθαν, όταν γινόταν ορατή η καλή μάγισσα, Αμερική. Θα περιγράψουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν την πραγματικότητα που συναντούσαν στις χώρες υποδοχής, οι Έλληνες μετανάστες: στην Αμερική, στην Αυστραλία… Σειρά στην κουβέντα μας, μετά τα υπερωκεάνια θαλάσσια ταξίδια, θα έχουν τα τρένα που κινούσαν για την Ευρώπη. Εξελισσόμενη στο χρόνο, θα περιγράφουμε πώς διαμορφωνόταν σταδιακά η διασπορά: στην Αμερική, Αυστραλία, Αφρική, Ευρώπη. Διασποράς παραμυθένια ιστορήματα ™13
Η ροή της αφήγησης άρχισε σιγά–σιγά να παίρνει το δρόμο της. Παραπλήσια με τις παλιές μας συνήθειες–πώς θα μπορούσαμε εξάλλου τόσο εύκολα να ξεκόψουμε από ‘‘αμαρτίες’’ του παρελθόντος–, θα κινηθούμε και σε τούτη μας την περιγραφή. Το αντικείμενο, η ανάπτυξη της θεματολογίας στην αξονική της περιστροφική κίνηση, θα πάρει τις σχετικές διαστάσεις, ανάλογα με τις πληροφορίες τις οποίες θα αντλήσουμε αναζητώντας τες από έγκυρο, μέχρι σήμερα, δημοσιευμένο υλικό. Θα περιέχει μαζί με το επίσημο υλικό, και επινοημένα φανταστικά στοιχεία η περιγραφή, που θα μας οδηγούν και ταυτόχρονα θα μας χάνουν. Περιπλανώντας μας ευχάριστα στον ευρύτερο αχανή χώρο, απ’ τη μία μέχρι την άλλη άκρη, του πλανήτη. Το πραγματικό, όπου χρειάζεται, θα πρωταγωνιστήσει. Ενώ η φαντασία, θα έχει τη δική της ξέχωρη, θέση: Είτε, σαν σταυραϊτός, είτε, σαν ατίθασο, περήφανο φτερωτό άτι, θα φτεροκοπά στους αιθέρες, πάνω από στεριά και θάλασσα. Η γραφή θα συνδυάζει τη ζωντάνια με τη φρεσκάδα. Οσμώσεις, χρωματισμών και αρωμάτων θα διαχέονται διασταυρούμενες, συνθέτοντας το πραγματικό, με διαφόρων λογιών οπτασίες κι οραματισμούς. Το ωραίο παραμύθιασμα, –αν πράγματι, είναι έτσι όπως λένε– θέλγει. Γι’ αυτό την αφήγησή μας τη θέλουμε έγκυρη και ταυτόχρονα παραμυθένια. Ας μην αργούμε. Πάμε, σιγά σιγά να πάρουμε τη στράτα. Πάμε, να σμίξουμε ποικιλότροπα –αναζητώντας τα χνάρια τους–, με τους Έλληνες της διασποράς. ‘‘Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα, την αγάπη. Τα τέσσερα τα ζύγισα. Βαρύτερα ειν’ τα ξένα’’. Συνεχίζουμε, αραδιάζοντας λίγα λόγια για την ξενιτιά έτσι όπως τη φαντάζονταν και την περίγραφαν, παλιότερα. Διάφορα τραγούδια ζωγράφιζαν την ξενιτιά για συναπτά, 14™ Ζήσης Κόκκινος
συνεχιζόμενα έτη, με μελανά χρώματα. Ο λόγος; Ο βασικότερος ήταν τα μέσα συγκοινωνίας, τα οποία δυσκόλευαν εκείνη τη χρονική περίοδο αφάνταστα τους ξενιτεμένους, να επιστρέφουν τακτικά στην πατρίδα. Το ταξίδι μέχρι την Αμερική, με πλεούμενο της εποχής, πέραν του ότι ήταν πολυδάπανο, διαρκούσε και κοντά στο μήνα. Όσον, αφορά δε, την Αυστραλία, αυτό… ούτε που το συζητάμε. Αν σκεφθεί, επιπλέον κανείς, πόσο δύσκολο μαζί και δυσάρεστο γινόταν το πλου κατά τη διάρκεια της διαδρομής, έτσι όπως στοιβάζονταν στα πλεούμενα οι μέλλοντες Αμερικάνοι, Αυστραλοί… τότε, βράστα! Ας μη μιλήσουμε προτείνω, στη συγκεκριμένη εποχή, για αεροπλάνο. Καλύτερα, ας το προσπεράσουμε. Ακόμα και για την Ευρώπη που το ταξίδι με τρένο διαρκούσε λιγότερο, η περίπτωση συχνής επιστροφής τα πρώτα χρόνια στα πάτρια εδάφη, –για οικονομικούς κυρίως λόγους–, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι συνθήκες, αυτές ήταν, που δυσκόλευαν το πάνε κι έλα, από Αμερική και Αυστραλία… προς Ελλάδα. Οι αντίξοες περιστάσεις στο σύνολό τους, εκείνη την περίοδο, στάθηκαν αιτία ώστε τα φερσίματα στα ξεπροβοδίσματα, κυρίως των στενών συγγενικών προσώπων, όπως και τα λόγια των τραγουδιών να είναι ‘‘βαμμένα’’ με το χρώμα της λύπης και του πόνου. Να καναδυό τέτοια τραγούδια: ‘‘Ξενιτεμένο μου πουλί’’. ‘‘Γιάννη μου το μαντίλι σου’’… Συνεχίζουν και στις μέρες μας, ασφαλώς, να τραγουδιούνται στον ελλαδικό χώρο. Ειδικότερα σε περιοχές της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Αυτά θαρρώ πως αρκούν για να φωτίσουν τις όποιες απορίες, για τους νεότερους. Εδώ, είμαστε. «Πού μωρέ, και δε σας… βλέπουμε»; «Να, ψηλά… στ’ αγνάντια». Μπήκαμε αγαπητοί μας φίλοι απ’ την κυρίως είσοδο, σα στο σπίτι μας, στον κατάλληλο χώρο. Πάλι, προχωρούμε. Μήπως, πρόκειται, δηλαδή, ποτέ να σταματήσουμε, αν δεν μας… γραπώσουν; Σταθερά στο πόΔιασποράς παραμυθένια ιστορήματα ™15
στο Μια μας,παραμυθένια συνεχίζουμε ξεδιπλώνοντας, παρακάτω περιεξιστόρηση για τη ζωή των την Ελλήγραφή: τον τρόπο που ξετυλίγονταν οι εκδηλώσεις, όταν νων της διασποράς που ξεκινά από τους πρώτους είχαμεανιχνευτές ξεπροβοδίσματα: για την την Αυστραλία… μετανάστες γιαΑμερική, να φτάσει στους ανήσυΑπό πού κρατούσε η… σκούφια αυτών που χους Έλληνες του σήμερα που αναζητούν τηνξενιτεύοτύχη νταν; τους στα πέρατα της γης. Σε γενικότερο πλαίσιο, από ολόκληρη Με σεβασμό σ’ ευαισθησίες, ήθη κι φυσικά, έθιμα η την αφή-Ελλάδα. Τόσο από την ηπειρωτική όσο και από τη νησιώτικη. γηση αναδεικνύει πτυχές από τις δραστηριότητες Ούτε και το μικρότερο χωριουδάκι, σε βάθος χρόνου, των Ελλήνων της διασποράς. Η ζωή στις κοινότητες, δεν στα ήτανσχολεία, δυνατόν στις ν’ αποτελέσει εξαίρεση στη συμμετοχική εκκλησίες, στους πολιτιστικούς του συλλόγους, αναλογία. Σήμερα, οι απόδημοι είναι γνωστό στα εστιατόρια καιΈλληνες, στα καφενεία των ότι αποτελούν σχεδόν, μια ολόκληρη Ελλάδα. ίσως μεταναστών της Αμερικής, της Αυστραλίας,Σε τηςέξιΕυκαι ρώπης, παραπάνω αριθμούν, ανά την υφήλιο. Η της εκατομμύρια, Αφρικής. μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων μεταναστών προς τη Δυτική Ευρώπη, τη διάρκεια της δεκαετίας τουΜιλάμε 1960, κα[...] Γιακατά τα όνειρά μας, γίνεται κουβέντα. τευθύνθηκε στη Δυτική Γερμανία. για κείνα τα ατελείωτα, τα τρελά μας όνειρα που τα Τα βλέμματα παρακαλούμε, στο φακό της χρωματιεξιστόρησή είχαμε κλείσει… σε κάτι βαλίτσες, με τους μας:σμούς Έτοιμοι; Εμπρός, λοιπόν! και τα χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου. Αρχίζει, γύρισμα ταινίας: τώρα πια, τις συναΕκείνουτο του είδους της τις βαλίτσες, Ηντάμε εικόνα, θασ’ τη… ‘‘βλέπετε’’ , δείχνει με ποιον τρόπο στήμόνο ορισμένα φιλμ. θηκε, πριν, από μέρες το αποχαιρετιστήριο σκηνικό. Μέρα Σε κείνα τα φιλμ που αναφέρονται στη μετανάκαι νύχτα και κάποιοςαρχικά, θα περάσει, από τοΑμέρικα... σπιτικό των στευσηόλο με προορισμό κυρίως, την υποψήφιων ‘‘Αμερικανών’’ για τον αποχαιρετιστήριο εναΤότε που άρχισαν ομαδόν να παίρνουν τη στράτα της γκαλισμό. ξενιτιάς τα νιάτα της Ελλάδας, με κείνες τις παραφουΗσκωμένες μελοδραματική, όμως, σκηνή, θα διαβαλίτσεςσπαραξικάρδια, με πολλά ελπιδοφόρα, ‘‘φτερωτά’’ δραματιστεί τηνΑμερική, τελευταία μέρα, η οποία σιμώνει. Κατά τη όνειρα: για Αυστραλία, Αφρική, Ευρώπη… διάρκεια της ημέρας οι ετοιμασίες καθώς και οι επισκέψεις, Παντού, ανά τον κόσμο[...] δεν έχουν τελειωμό. Τη νύχτα, φωτισμένη μ’ ένα ειδικό φανάρι η λιτή φτωχική κάμαρα κατάμεστη, από συγγενείς και φίλους, λάμπει. ΑνεISBN 978-960-564-060-6 βαίνουμε και μεις, την πέτρινη σκάλα. Μας… παρακολουΕΚ∆ΟΣΕΙΣ θείτε; Πήραμε θέση με τα ‘‘συμπράγκαλά μας’’ ο σστην ε λ ότ οκάμαρα ς στο χέρι, έτοιμοι για την καταγραφή. Νάτη! Με πλησιάζει κιόλας η θειά. Μάνα, σίγουρα, κάποιου νέου, που προετοιΒατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 μάζεται για φευγιό. Με χαιρετάει και με παρακλητικό τρόπο E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com ocelotos. gr μου λέει: www. «Μην αρχίσεις να τα περιγράφεις, σε παρακαλώ 16™ Ζήσης Κόκκινος
αγόρι μου, με έντονη συγκίνηση». «Καλά θειά, θα προσπαθήσω να τα συνοδεύσω με άρωμα μουσικής υπόκρουσης, του γούστου σας. Θα τα περιγράψω, με λόγια… Αλλά, για στάσου… πώς, όμως, καλή μου θείτσα θα μπούνε στο πνεύμα της εποχής, όσοι κάποτε μας διαβάσουν, αν τα εκθέσουμε ξερά κι απότιστα; «Καλά, μάτια μου, εσύ ξέρεις». «Α, ρε θείτσα, πόσο θα το’ θελα…! Έλα, όμως, πού… είμαι μικρός… Άμα μεγαλώσω, να… δεις»! Σειρά, όμως, τώρα, έχουν τα όργανα, που θ’ αρχίσουν να λαλούν και για να τα νοιώσουμε καλύτερα αυτό που μας χρειάζεται, είναι λίγη ησυχία. Τι σου είναι κι αυτό το συναίσθημα! Το ρωμαίικο μεράκι! Μόνο, λίγη ησυχία…; Άχνα, δεν ακούγεται, μόλις άρχισε το κλαρίνο να παίζει με την ορχήστρα το επιτραπέζιο, θαυμάσιο ηπειρώτικο μοιρολόι, ή αλλιώς, νουμπέτι.. Τα πάντα χαλάρωσαν! Ευτυχώς υπήρχαν κι από τούτα τα ξεφαντώματα. Τέτοια χαρούμενα γεγονότα, είναι φυσικά, πάντα καλοδεχούμενα. Κυρίως, όμως, όταν οι ευκαιρίες λόγω χαλεπών συγκυριών είναι λιγοστές, αλλιώς, τα γεύεται ο δόλιος, ο άνθρωπος. Πήρε τη σκέψη ο ήχος, χωρίς άργητα, κι άρχισε να τη σεργιανάει σε φανταστικά λημέρια. Κάπου, προς τη… ‘‘Γη της Επαγγελίας’’. Άνοιγε δρόμους και μέσα από άγνωστα μονοπάτια, καθώς οι ίδιοι μαγεύονταν απ’ τα κλωθογυρίσματα της μουσικής, η φαντασία τους ταξίδευε σε παραμυθένιες πολιτείες. Κοίτα προσεχτικά και θα… διαπιστώσεις τι κύκλους κάνουν ετούτα τα μύχια, μυστήρια. Ακούς, τούτη τη στιγμή, με τι τρόπο ξεπηδούν απ’ το ψυχικό μεγαλούργημα τ’ ανθρώπου; «Περίγραψέ τα, όπως εσύ νομίζεις ψυχούλα μου, αισθάνομαι πιο ξαλαφρωμένη μετά το νουμπέτι. Γράψε, ό,τι ταιριάζει καλύτερα». Την ακούς, τώρα, τη θειά; Άρχισε, λέει, να φεύγει κείνο το πρώτο, το βαρύ φόρτωμα. Τι σου είναι ο… άνθρωπος! Άφησέ τον καημένε, να άγεται και να φέρεται απαρατήρητα, γρήγορα κι αναπάντεχα, από τη μία φάση στην άλλη. Διασποράς παραμυθένια ιστορήματα ™17