νουβέλα
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Ονόματα και πρόσωπα που αναφέρονται στο Καλοκαίρι του Ευκλείδη, αποτελούν προϊόν της οργιάζουσας φαντασίας μου και ουδεμία σχέση με την πραγματικότητα έχουν. Η μόνη σε ισχύ πραγματικότητα είναι πως θα αγνοούσα βασικές μάρκες τσιγάρων, αν δεν υπήρχε ο Λέλος, όνομα και πρόσωπο υπαρκτό, γι’ αυτό και μη αναφερόμενο στις σελίδες του βιβλίου.
Κ. Τ.
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Σχέδιο εξωφυλλου Copyright© 2011 Πρώτη Εκδοση ISBN
Το καλοκαίρι του Ευκλείδη Κωνσταντίνα Τασσοπούλου Λογοτεχνία [1358]0311/03 Θανάσης Παπαγιαννάκος Κωνσταντίνα Τασσοπούλου Αθήνα, Απρίλιος 2011 978-960-9499-51-4
Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e-mail:
Η γεωμετρία είναι ο κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται γενικά με τη «δομή του χώρου». Από τη φύση της, λοιπόν, έχει σχέση με την εποπτεία. Πολλές προσπάθειες έγιναν κατά καιρούς για να απαλλαγεί κατά το δυνατό απ’ αυτή και να καταστεί καθαρά νοητικό δημιούργημα. Η γεωμετρία [...]
0
μπαμπάς μου είναι ο καλύτερος μαθηματικός του κόσμου. Διδάσκει σε σχολεία. Πότε εδώ, πότε εκεί, ανάλογα με τη μετάθεση. Στο Νομό Αττικής, όχι σε επαρχίες εκτός Αθηνών, όπως όταν ήταν νέος και μάζευε μόρια. Διαβάζει βιβλία, πότε για ολοκληρώματα, πότε για συνισταμένες, πότε στην τραπεζαρία, πότε στο μπαλκόνι, πότε για στερεομετρία, πότε για λογαρίθμους, πότε στο κρεβάτι, πότε στην τουαλέτα, ανάλογα με την ώρα. Συνεχώς, πάντως, διαβάζει. Η γιαγιά τον ρωτά: «Ακόμη μελετάς παιδάκι μου, τόσα χρόνια δεν τα ’μαθες;» «Δε σταματά η μελέτη, μάνα», της απαντά εκείνος. «Όσο πιο πολλά μαθαίνεις, τόσο λιγότερα γνωρίζεις». Αυτά τα ακαταλαβίστικα να μην έλεγε, μπορεί κι εγώ ο κακομοίρης να γνώριζα περισσότερα. Ο μπαμπάς γράφει και βιβλία, δεν τα διαβάζει μόνο. Πότε στο τραπέζι, πότε στα πόδια του επάνω, πότε με στυλό bic, χωρίς καπάκι, πότε με μολύβι Faber που θέλει ξύσιμο από την προηγούμενη βδομάδα, πότε μέσα στο αυτοκίνητο σε φανάρι κόκκινο, πότε μέσα στο αυτοκίνητο σε φανάρι πράσινο και ξεχνάει σε ποιο δρόμο έπρεπε να στρίψει, πότε 5
σε χαρτί μεγάλο με μικρά τετραγωνάκια, πότε σε χαρτί μικρό με γαλάζιες γραμμές, πότε στην τελευταία σελίδα της χθεσινής εφημερίδας, πότε σε χαρτοπετσέτα λαδωμένη από σπανακόπιτα. Ο μπαμπάς είναι βιβλίο. Κλειστό. Σκονισμένο. Με τσαλακωμένα φύλλα και μουντζούρες στο εξώφυλλο. Με συνδετήρες, για να θυμάται σημαντικές σελίδες, και τυχαίους λεκέδες, γιατί δεν θυμήθηκε να τις προστατέψει. Ο μπαμπάς μού έμαθε να λατρεύω τα βιβλία. Να τα σέβομαι. Όχι να τα καταστρέφω, να τα φθείρω όμως. Να σημειώνω επάνω, να τα τσακίζω, να τα φουσκώνω ξεφυλλίζοντάς τα λαίμαργα. Με έμαθε να τα ζω. Δε ζεις κάτι αν δεν το χουφτώσεις, τελικά. Βιβλίο καθαρό στη βιβλιοθήκη σημαίνει αδιάβαστο. Έστω κι αν πρόλαβε να κυλήσει η ματιά σου στις γραμμές του. Ο μπαμπάς μού έμαθε ότι ένας άριστος μαθηματικός οφείλει να είναι και καλός φιλόλογος. Ένα και, ένα έστω, ένα αν, κι η έννοια αλλάζει. Αλλάζει το θεώρημα. Με μπέρδεψε. Πώς γίνονται και τα δύο; Όλοι οι άλλοι μου ζητούν να επιλέγω. Αριθμητική ή γλώσσα; Κι αν ένα από τα δύο διαλέξω, πάλι σε καινούργιο δίλημμα με βυθίζουν. Πεζό ή ποίηση; Γεωμετρία ή άλγεβρα; Ο μπαμπάς μού έμαθε ότι, για να γίνει κάτι όμορφα, χρειάζονται πάντα δύο. «Και με έναν γίνεται, αλλά στα μαθηματικά μάς ενδιαφέρει η ομορφότερη λύση, όχι απλώς η σωστή.» Με ξαναμπέρδεψε. Στην αρχή. Αργότερα, κατάλαβα τον τρόπο να βγαίνω απ’ τα διλήμματα. Αν και νομίζω πως μάλλον μέσα τους παραμένω. Ο μπαμπάς είναι δίλημμα. Αναζητεί πάντα, και πάντα κλεφτά, στις τελευταίες σελίδες εφημερίδων και περιοδικών, δύο ψάρια που κολυμπούν μαζί κι αντίθετα. Τα ίδια που ψάχνω κι εγώ για να μάθω τι με περιμένει στο μέλλον. Δύο ιχθείς. Οι δυο μας. Όλα δύο μέσα του. Μέσα μου. Μέσα 6
μας. Πόλη και χωριό. Πολλά και λίγα. Αριστερό μάτι και δεξί. Ομορφιά κι ασχήμια. Αυτιά, πόδια, χέρια. Παιδί κι ενήλικας. Αγόρι κι άνδρας. Χαλαρό και σκληρό. Το τότε, το τώρα. Παρελθόν, παρόν. Καλό, κακό. Όλα έτοιμα για να διαλέξεις, αναλόγως με τη στιγμή. Ακόμα και το μέτωπo στα δύο χωρίζεται, με ρυτίδα έκφρασης, βαθιά, λόγω σκέψης. Ο μπαμπάς μού έμαθε να προσέχω. Να προλαμβάνω. Να μεριμνώ. Να κάθομαι στο πίσω κάθισμα και να μη σκύβω, μήπως πατήσει ξαφνικά φρένο και κινδυνέψω. Τότε τον άκουγα. Τώρα όχι. Και μπροστά κάθομαι, και σκύβω με λαχτάρα να πιάσω οτιδήποτε, και κουτουλώ το κεφάλι μου σε απότομα φρεναρίσματα, ξανά και ξανά. Συχνά τρακάρω, τρέχει αίμα, παθαίνω κατάγματα, γδέρνομαι, χτυπώ τον αυχένα, μα δε γέρνω για πολύ το κεφάλι. Ο μπαμπάς μού έμαθε να φαντάζομαι. Να ασχολούμαι σοβαρά με πράγματα μη χειροπιαστά, με αντικείμενα που δε βλέπω. Αυτό κάνει κι εκείνος. Ώρες ατέλειωτες μιλάει σε κύβους που δεν πιάνει, κουβεντιάζει με σχήματα που δεν μπορεί να δει, σκαρφαλώνει σε ύψη που εκείνος δημιούργησε, χωρίς να υπάρχουν. «Κάπως σαν τους ποιητές;» αναρωτήθηκα ένα πρωί, που ήμουν πασαλειμμένος με μερέντα. «Έτσι κι αλλιώς, τα μαθηματικά είναι η ποίηση των επιστημών», αποφάνθηκε, μασουλώντας φρέσκο ψωμί και γραβιέρα. Ύστερα ξαναφόρεσε τα γυαλιά του και χώθηκε σε μια χοντρή, καφεκόκκινη έκδοση, νομίζω ρώσικη. Με σουσάμια για σελιδοδείκτες. Ο μπαμπάς μού έμαθε να μετράω. Πόσα δάχτυλα έχω στα χέρια. Πόσους μήνες έχει ο χρόνος. Πόσες βδομάδες ο μήνας. Πόσα μπάνια έκανα το καλοκαίρι, με διπλό μέτρημα τις μέρες που πήγαμε, πρωί κι απόγευμα. Πόσες ώρες θα κάνουμε από την Αθήνα για την Καλαμάτα. Πόσα διόδια 7
θα συναντήσουμε και πόσα χαρτάκια αποδείξεων θα μαζέψουμε. Πόσες λευκές πικροδάφνες στολίζουν τις νησίδες. Πόσες φούξια. Πόσους κύκλους κάνει το τιμόνι στον Αχλαδόκαμπο. Με έμαθε και πώς να μη ζαλίζομαι στις στροφές. Μετά έδωσε στη ζωή τη σκυτάλη. Ο μπαμπάς μού έμαθε να διαβάζω. Ταμπέλες για βενζινάδικα, για wc, για parking, στα 700 μέτρα, στα 500, στα 300, στα 100. Όσο διαβάζεις τόσο πλησιάζεις, με έμαθε. Πινακίδες που καλωσορίζουν χωριά και τα ξεπροβοδίζουν σε μισό λεπτό, με μια διαγώνια γραμμή που τη νύχτα φωσφορίζει. Μού πρόδωσε βέβαια κι ένα μυστικό. Η ίδια ταμπέλα που δείχνει το χωριό που αφήνουμε εμείς, απ’ την ανάποδη, δείχνει το χωριό που βρίσκουν οι απέναντι. Ό,τι είναι αρχή για κάποιον, για κάποιον άλλον είναι τέλος, κατάλαβα. Ο μπαμπάς με όρισε. Με έμαθε να ορίζω. Τα τρίγωνα Α Β Γ –αυτός, η μαμά, εγώ. Τα τετράγωνα Α Β Γ Δ– ο παππούς, η γιαγιά, ο θείος Μέρμηγκας, η θεία Δημήτρω. Τους ρόμβους που είναι τετράγωνα στραβά. Ο θείος Παύλος. Τους κύκλους που είναι λιωμένες ευθείες. Ο σκύλος Σάντρο. Τα σύνολα, ποιοι μέσα, ποιοι έξω. Τα σημεία τομής. Τα απλά σημεία. Τους άξονες. Το 3,14. Τα σύμβολα. Τις εποχές. Καλοκαίρι. Η στιγμή που το κρεμ Peugeot SL περνάει κάτω από μια γκρίζα γέφυρα στην Εθνική Οδό. Διαβάζω «Ευκλείδης», με κίτρινα γράμματα. Καλοκαίρι. Η στιγμή που ρωτάω τον μπαμπά, τι είναι «Ευκλείδης». Δε σκύβω. Από τον καθρέφτη μέσα. «Ευκλείδης είναι η τεχνική εταιρεία που κατασκεύασε τη γέφυρα. Ευκλείδης είναι το περιοδικό μαθηματικών στο οποίο είμαι συνδρομητής, αυτό που μας στέλνουν κάθε μήνα, δεν έχεις δει; Ευκλείδης είναι ο σπουδαιότερος μαθηματικός της αρχαιότητας. Ευκλείδης είναι ο γιος μου».
8
Ο μπαμπάς μού έμαθε ότι υπάρχουν πολλές απαντήσεις για μία ερώτηση. Πολλές λύσεις για ένα πρόβλημα. Πολλές μοίρες σε μία γωνία, μα πάντοτε πολύ συγκεκριμένες. Οι μοίρες. Πολλές συνισταμένες, πολλοί άγνωστοι, πολλοί τρόποι για να επιλύσεις μία εξίσωση. Ταυτόχρονα, μου έμαθε ότι, υπάρχουν πράγματα μοναδικά και αδιαπραγμάτευτα. Τα αξιώματα του Ευκλείδη απλώς τα δεχόμαστε, δεν μπαίνουμε σε διαδικασία να τα αποδείξουμε. Και τα αιτήματα το ίδιο. Τα χρησιμοποιούμε για να πάμε μπροστά. Για να βγάλουμε μιαν άκρη. Στα μαθηματικά και στη ζωή.
9
1. «Ένα... πράγμα θέλω να σου ζητήσω Ευκλείδη μου: να προσέχεις. Να μην παρασύρεσαι. Να μην κάνεις πράγματα που είναι διαφορετικά απ’ όσα έχεις διδαχτεί. Να είσαι καλό παιδί. Να μην ξεφεύγεις απ’ όσα σου μαθαίνω. Να κάνεις την προσευχή σου το βράδυ, το σταυρό σου πριν φας. Nα κοιμάσαι νωρίς. Εντάξει, αγόρι μου;» Εντάξει. Αλλά δεν είναι τάξη αυτό. Ας το λέει η λέξη. Ας το λέει κι η μαμά. Ούτε αυτό που ζητάει είναι ένα. Είναι πολλά. Γέμισε τ’ αυτί μου συμβουλές. Σπρώχνονται στο αυτί, μπουρδουκλώνονται στο λαβύρινθο, ποια θα περάσει πρώτη να δώσει σήμα στον εγκέφαλο να μην την ξεχάσω. Φούσκωσε η βαλίτσα με οδηγίες και δε χωρούν τα ρούχα μου. Κι ας είναι σορτσάκια καλοκαιρινά, με ρίγα λευκή, διπλή, στο πλάι, μπλούζες λεπτές κοντομάνικες σε όλα τα χρώματα, μία μόνο χοντρή για τα βράδια που πιάνει υγρασία, και δύο μαγιουδάκια, τόσα δα, που χώνονται παντού. Αν καταλάβουν το χώρο οι ορμήνιες, όπως τις λέει η γιαγιά, τίποτε άλλο δε χωρά. Γι’ αυτό, μάλλον, βάλαμε τις πλαστικές παντόφλες και τα παπούτσια σε μια δεύτερη τσάντα. Θα φύγω σε λίγο με το αυτοκίνητο του μπαμπά. Θα με πάει στον παππού και στη γιαγιά. Και στον θείο τον Παύλο. 11
Θα με αφήσει κι έπειτα θα επιστρέψει. Θα πηγαινοέρχεται Αθήνα-χωριό, χωριό-Αθήνα το μισό Ιούνιο και όλο τον Ιούλιο. Οι μαθητές του δίνουν εξετάσεις και πρέπει να βρίσκεται μαζί τους, να τους μαθαίνει. Αλλιώς, γιατί να τους λέει ο καλοκαίρι του Ευκλείδη είναι κύμα που παφλάζει. μαθητές; Έρχεται να με παραλάβει από ώρα σε ώρα, κι όλα Υγρό. Δροσερό. Σαν θάλασσα. Σαν συγκίνηση. Αλμυρό. βρίσκονται σε αναμπουμπούλα. Το ασανσέρ Όλα αναδεύονται. Φύκια κολλούν στο στον πόδι.όροφό Στο μυαΟι τσάντες μπροστά στην έτοιμες να βγουν. Κι λό.μας. Πετρούλες ανεβαίνουν στηνπόρτα, επιφάνεια. Μνήμες. Ψαράκια ας μην γνωρίζουν ακριβώς το πότε. τσιμπούν ανεπαίσθητα τη γάμπα και φεύγουν. Τσούχτρες διάΈχει μεγάλους δρόμους να διασχίσει ο μπαμπάς. φανες ή μοβ. Ο τρόπος που έβλεπε τα πράγματα ωςΛεωφόπαιδί, κι ο ρο Μεσογείων, λεωφόρο Κηφισίας. Ξέρει βέβαια και κόβει τρόπος που τα κοίταξε μεγαλώνοντας. Αστεία συμβάντα. Σοβατα στενά, για Το να γλιτώνει τηντου κίνηση. Υπάρχουν ράαπό συμπεράσματα. καλοκαίρι Ευκλείδη είναι πολλά κύμα που stop, πολλά φανάρια, είναι δύσκολο να όλη τα περάσει γρήγο-Όλα έρχεται από βαθιά, συλλέγοντας νερό σε τη διαδρομή. ρα. Δύσκολα είναι, γενικά, τα γρήγορα περάσματα. Από ανακατεμένα όταν σκάει. Φράσεις γονιών, κινήσεις, λόγια παπτο ένα νεύματα, σπίτι στοηάλλο. Απόπου τονχρησιμοποιούσε χειμώνα στο καλοκαίρι. Γι’ πούδων, γλώσσα τότε, η γλώσάραγε, μεσολαβεί η άνοιξη; Από τις συνήθειες της μα-Όλα σααυτό, που σήμερα μιλά, στιγμές, ημερομηνίες, χρονική σειρά. θολά. από μαθηματικές, αξιωματικές κουβέντες, μάς, Εκτός σε αυτές τουτιςμπαμπά. Από το τις σύνολο Α στο σύνολο Β. του συνονόματού τουχωριό, Ευκλείδη, που στέκουν σταθερές, λαμπεΠρώτο βράδυ στο αγωνίζομαι να συνηθίσω. Έπειτα ρές, πεντακάθαρες. Αναγνωρίσιμες μέσα στα χρόνια και μέσα από τρεις μήνες, το πρώτο μου βράδυ στην πόλη, θα αγωνι- σε εκατομμύρια κόκκους τις άμμου, βρεγμένες απ’ το κύμα πουξα-αποστώ να ξεσυνηθίσω συνήθειες που συνήθισα και να σύρεται, ίσα να πάρει φόρα για να γίνει κύμα, ξανά. ναβρώ εκείνες που ’χα ξεσυνηθίσει. Αναποφάσιστη η ζωή. Κλαις για κάτι που αφήνεις, και, πάνω που στεγνώνουν τα ερινές φωτογραφίες με λέξεις, δάκρυα, κλαις γιατί θα κάποιος πρέπει ναΕυκλείδης. το ξαναβρείς. που είπε ή άκουσε Διπλό το κρεβάτι μου στο χωριό. Προορισμένο για δύο μεγάλους. Όχι μονό, για ένα παιδί, σαν αυτό της Αθήνας. Έχει χοντρή σιδεριά στο προσκέφαλο, μπρούντζινη, με ανάγλυφα σχέδια στο κέντρο. Τέτοιο έχουν κι η γιαγιά με τον παππού στην κρεβατοκάμαρά τους. Λογικά, δεν αγοράστηκε για μένα. Για κάποιον άλλον θα το πήρανε, αλλά και πάλι τι πειράζει; Εγώ δεν το απολαμβάνω τα καλοκαίρια; Εγώ ISBN άλλη; 978-960-9499-51-4 δεν απλώνομαι από τη μία άκρη του στην Εγώ δεν τεντώνω τα πόδια μου όσο πάνε; Εγώ δεν χοροπηδώ πάνω ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ο σ εβρίσκομαι λ ότ ο ς του σαν να στο φουσκωτό του λούνα παρκ; Εγώ δεν αγκαλιάζω τις μεγάλες του μαξιλάρες;
Τ
Θ
12
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
Όλα με ένα εγώ, κι όλα σου φαίνονται μεγάλα όταν είσαι μικρός. Εξ ορισμού. Πιτσιρίκος εσύ, και μεγάλοι οι υπόλοιποι. Ο σοκολατένιος πύραυλος θεωρείται τεράστιος για να καταφέρεις να τον φας μόνος. Λόγια μεγάλων. Κι ας καταφέρνεις εσύ να φας κι αυτόν, και το δικό τους το κυπελλάκι με την ξενέρωτη βανίλια, από το χύμα παγωτό του ζαχαροπλαστείου, που είναι λένε πιο καθαρό. Κι όλο το ψυγείο της ΔΕΛΤΑ να σου χαρίσουν, μέχρι που να σκάσεις και να κάνεις μπαμ, εσύ μπορείς να το καταβροχθίσεις. Αλλά εκείνοι τον χαρακτηρίζουν μεγάλο. Έναν τόσο δα πυραυλάκο, με σιρόπι κάτω κάτω και με ένα ολοστρόγγυλο σοκολατάκι στη μέση. Μεγάλο! Μεγάλες οι καρέκλες που βάζει η γιαγιά στο πλάι του κρεβατιού, σε σειρά. Τη μία δίπλα στην άλλη, χωρίς να αφήνει κενό. Ξύλινες, με σκούρο δέρμα στο κάθισμα. ´Εκλεψα μια τέτοια, τώρα που μετακόμισα. Τη βρήκα παρατημένη δίπλα σε κάδο σκουπιδιών. Στη νέα μου γειτονιά. Τώρα, που χώρισα. Τώρα, που ξαναχτίζω τη ζωή μου από την αρχή. Τη μάζεψα για να την ξύσω, να τη βάψω, να την έχω κοντά μου, για προστασία. «Να μην πέσει το παιδί και γκρεμοτσακιστεί, κι ύστερα ποιος την ακούει την άλλη». Τη μαμά εννοεί. Μεγάλη αγωνία, μη χτυπήσω. Για μένα, άραγε, ή για την άλλη; Μεγάλη απορία. Μεγάλο και το γιούκo που φυλάει τα ρούχα. Στοίβες οι κουβέρτες για τα πρώτα κρύα. Διπλωμένες τακτικά, να ’ναι εύκαιρες. Κρυώνει εύκολα ο καημένος ο παππούς. Μεγάλη η νύχτα αφότου κλείσει η πόρτα, κατά τις εννιά. Ακόμα παίζει η τηλεόραση. Δυνατά. Ή μήπως μεγαλώνει και το θόρυβο το νεαρό της ηλικίας; Ειδήσεις. Οι παλιές εκείνες, χωρίς παράθυρα, με τα πολιτικά στην αρχή, τα διεθνή μετά, τα πολιτιστικά, τα αθλητικά, τον καιρό. Το δελτίο για τους 13