ΕΙΡΗΝΗ Κ. ΣΑΝΙΔΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Κάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του συγγραφέα
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Διορθωσεισ Copyright© 2011 Πρώτη Εκδοση ISBN
To φονικό Ειρήνη K. Σανιδά Λογοτεχνία [1358]0411/05 Όλγα Παλαμήδη Ειρήνη Σανιδά Αθήνα, Απρίλιος 2011 978-960-9499-58-3
Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Οποιαδήποτε ομοιότητα και αναφορά σε πρόσωπα, ονόματα και καταστάσεις είναι τυχαία. Η ιστορία που διαδραματίζεται δεν έχει καμιά σχέση με πραγματικά γεγονότα.
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e-mail:
Στη μνήμη του πατέρα μου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ο παπα-Στάθης
«Μ
ε βαραίνει το φονικό, το αίμα του σκοτωμένου με κυνηγάει τις νύχτες, στοιχειώνει τα όνειρά μου. Συνέχεια βλέπω τον ίδιο εφιάλτη: κείνον να στέκεται από πάνω μου και να λούζει τα μαλλιά μου με το αίμα του. Κι όσο προσπαθώ να τα ξεπλύνω απ’ αυτό, το νερό να γίνεται όλο και πιο κόκκινο κι όλο να τρέχει απάνω μου αστείρευτο και να με πνίγει... Και πνιγμένη, έχοντας γεμίσει την κάμαρά μου με το αίμα του, την ίδια στιγμή ν’ απλώνει το χέρι του και να με παίρνει μαζί του στην κόλαση... για πάντα. Δεν ησυχάζω, ύπνος δε ζυγώνει πια τα βλέφαρά μου τις νύχτες». Μια αχλή απλωνόταν στο πρόσωπο της νέας γυναίκας. Τα μάτια της σκοτείνιασαν από τον πόνο και τα χείλη της παραμορφώθηκαν από την αγωνία. Τα χέρια της δεμένα σα σε σφιχτό κόμπο, είχαν τυλιχτεί ολόγυρα από τα πόδια της, για να τα συγκρατούν όπως τρεμόπαιζαν νευρικά. Είχε γείρει ελαφρώς μπροστά και δυο φλέβες πετάχτηκαν στην άκρη του λαιμού της, προδίδοντας πόσο απότομα είχε αδυνατίσει τον τελευταίο καιρό. Το πρόσωπό της, ρουφηγμένο και στεγνό, είχε σχεδόν καταπιεί τα δυο μεγάλα μάτια της, που φώλιαζαν βαθιά μες στις κόγχες. Όσο την παρατηρούσε ο παπάς, τόσο περισσότερο
Ο παπα-Στάθης
™5
τη συμπονούσε. «Την κακόμοιρη», συλλογίστηκε. «Τι μοίρα της έλαχε της δύστυχης!» «Παιδί μου, μη σταματήσεις να ελπίζεις στο Θεό, στην ευσπλαχνία του», την παρηγόρησε και της χάιδεψε πατρικά το κεφάλι. Έβλεπε τη θύελλα μέσα της, τη μετάνοια της, κι ένιωθε χρέος του να τη σώσει. «Άλλωστε αυτή δεν πρέπει να ’ναι κι η αποστολή όλων εμάς των ιερωμένων που έχουμε αφιερώσει τη ζωή μας στο Θεό; “Ου φονεύσεις” ναι, μα τούτη η δόλια ψυχή δεν έφταιξε, κι όμως πληρώνει ένα τίμημα και μάλιστα ακριβό». Έβλεπε τους λεπτούς ώμους της να γέρνουν, στο βλέμμα της να καθρεφτίζεται η απελπισία. Φοβόταν μην έκανε καμιά τρέλα. Τη θωρούσε να παλεύει, να προσπαθεί να εξιλεωθεί για το κακό που έκανε. «Ήμαρτον, Θεέ μου», μονολόγησε συγκλονισμένος από την απόφαση που πήρε. «Δεν μπορώ να την προδώσω. Τι φταίει η άμοιρη να πληρώνει το πάθος αυτουνού του αφορισμένου για εκείνη. Συγχώρα με, Μεγαλοδύναμε, μα δεν μπορώ ν’ αφήσω την τύχη της σε ανθρώπου χέρι». Σαν ηλιόχαρη ακροθαλασσιά, σαν άγγελος που κατέβηκε απ’ τον ουρανό, τόσο αθώα έμοιαζε η νέα γυναίκα. Τον συγκίνησε βαθιά, του άγγιξε την πιο ευαίσθητη χορδή της ψυχής του. Την πόνεσε σαν παιδί του. Αν βοηθούσε μιαν άλλη βασανισμένη ψυχή, ίσως ανάπαυε την ψυχή της κόρης του και τον συγχώραγε το γέρο πατέρα της, που τότε δεν την κατάλαβε. Όχι, δε θα άφηνε κανέναν να μάθει ποτέ αυτά που του εκμυστηρεύτηκε η κοπέλα. Γι’ αυτό την έβαλε να του ορκιστεί με τη σειρά της, και σιγουρεύτηκε ότι θα 6™ Ειρηνη σανιδα
κράταγε τον όρκο της και δε θα αποτολμούσε να μαρτυρήσει σε κανέναν το παραμικρό. Της έδωσε το λόγο του ότι θα τη βοήθαγε μ’ όλη του την ψυχή. «Σαν να ’σουν δικό μου παιδί, κόρη μου», της υποσχέθηκε. Όλα απότομα γύρισαν στο νου του παπα-Στάθη σκίζοντας την ψυχή του, καθώς εμφανίστηκαν μπροστά του σαν ένα κακό όνειρο. Βoύρκωσαν τα μάτια του σα σκέφτηκε τον άδικο χαμό του μονάκριβου παιδιού του, πόσο νέα χάθηκε η κόρη του. Αν δεν ήταν τόσο σκληρός μαζί της... αν ήταν περισσότερο κοντά της, αν είχε δείξει μεγαλύτερη κατανόηση, ίσως να είχε σώσει το παιδί του, ίσως... Ποτέ δε συγχώρεσε τον εαυτό του που δε στάθηκε όπως έπρεπε στη μοναχοκόρη του. Ίσως τότε να ’χε προλάβει το κακό… Αλλά εκείνον τον έπιασαν οι ανάποδές του και καθόλου έλεος δεν έδειξε, όταν η Μάγδα τού φανέρωσε το λόγο που φαινόταν τόσο στενοχωρημένη τον τελευταίο καιρό. Σαν κάτι να την «έτρωγε». Τότε κατείχε καλά την έννοια της αρετής. Αργότερα, με την οδύνη και το θάνατο, θα μάθαινε και την έννοια της «ανθρωπιάς». «Παιδί μου», ψέλλισε με τρεμάμενα χείλη και ξέσπασε σε λυγμούς φιλώντας τη φωτογραφία της. «Συγχώρα με», μονολόγησε κι έτρεχαν ποτάμι τα μάτια του. «Συγχώρα με... που σε σκότωσα. Γιατί εγώ το ’κανα, κόρη μου, εγώ είμαι ο φονιάς, εγώ...» Η Μάγδα, η μοναχοκόρη του παπα-Στάθη, ήταν μια πραγματικά όμορφη κοπέλα. Στα δεκαοκτώ της χρόνια ήταν αυτό που λένε καλλονή. Η ματιά σου προχώραγε από το καλλίγραμμο κορμί της και στα-
Ο παπα-Στάθης
™7
μάταγε στα μεγάλα πράσινα μάτια της. Ξανθά, ίσια μαλλιά, στόλιζαν το θεσπέσιο πρόσωπό της. Σαν τέλειωσε το σχολείο, ζήτησε απ’ τον πατέρα της να δουλέψει. Στην αρχή, ο παπα-Στάθης δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα. Όταν μίλησε όμως με την υπεύθυνη στο καπελάδικο που ήθελε να πιάσει δουλειά η κόρη του, άλλαξε γνώμη. Ήταν μια συμπαθέστατη γυναίκα γύρω στα εξήντα και του φάνηκε σοβαρό άτομο. Μάλιστα, πάνω στην κουβέντα προέκυψε ότι καταγόταν από το ίδιο νησί με τη συγχωρεμένη τη γυναίκα του, τη Χίο. Ναι, ήταν από την Ελλάδα. Αλλά μόλις οι δυο γιοι της μετανάστευσαν στην Ιταλία, κατάλαβε ότι δεν άντεχε μακριά τους. Της έλειπαν τα παιδιά της. Και με το πες πες, κατάφερε να πείσει και το συνταξιούχο άντρα της να πάνε να τα βρούνε – αφού πρώτα πούλησαν ένα μεγάλο κτήμα που είχαν στο νησί, λίγο έξω από την πόλη, και έκαναν το κουμάντο τους να μην ήταν βάρος στα παιδιά τους. Ύστερα από ένα χρόνο, άνοιξε το καπελάδικο, το οποίο σε λίγο καιρό είχε αποκτήσει την πελατεία του. Μόνη της δούλευε, αλλά όσο πέρναγε ο καιρός δεν την έβγαζε τη δουλειά πια. Χρειαζόταν κάποια κοπέλα να τη βοηθάει. Το είπε από δω κι από κει, κι έτσι έφτασε στ’ αφτιά της Μάγδας, που πήγε και της ζήτησε δουλειά, προτού καλά καλά ρωτήσει τον πατέρα της. Στην αρχή όλα πήγαιναν μια χαρά. Η κοπέλα έδειχνε ενθουσιασμένη και συνέχεια μίλαγε στον παπαΣτάθη για τη δουλειά της. Eίχαν ήδη κυλήσει οι πρώτοι εννιά μήνες απ’ όταν ξεκίνησε. Ξαφνικά όμως κι εντελώς ανεξήγητα, η Μάγδα φαινόταν ιδιαίτερα ανήσυχη. Κι ενώ ήταν πάντο8™ Ειρηνη σανιδα
τε γλυκιά κι ευγενική μ’ όλους, έγινε απότομη και νευρική. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πρωί πρωί τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και πρησμένα. Όλα αυτά προβλημάτιζαν τον πατέρα της και δεν τον άφηναν να ησυχάσει. «Τι να της συμβαίνει άραγε; Και πώς να τη βοηθήσω, ο έρημος; Μπορεί να θέλει να μιλήσει –κοπέλα είναι, θα ’χει κι αυτή τα δικά της– και να μην μπορεί ν’ ανοίξει την καρδιά της στον πατέρα της, σαν άντρας που είμαι». Αυτές οι σκέψεις πέρναγαν απ’ το μυαλό του παπα-Στάθη και δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Παρ’ όλα αυτά, έκρυβε από την ίδια τα φίδια που τον είχαν ζώσει... Σαν είδε ότι ο καιρός πέρναγε και η κόρη του δεν άλλαζε, αλλά μάλλον χειροτέρευε, πήρε την απόφαση να της μιλήσει, κείνο το χειμωνιάτικο πρωινό του Δεκέμβρη. «Μάγδα, κάτσε, κόρη μου, είναι ανάγκη να μιλήσουμε». Τώρα που την είχε απέναντι, διέκρινε πόσο χλομό κι αδύνατο έδειχνε το άλλοτε λαμπερό της πρόσωπο. Η δε ματιά της, συννεφιασμένη, έσβηνε στο πατρικό βλέμμα. Σφίχτηκε η ψυχή του κι ένα ύπουλο προαίσθημα φώλιασε μέσα του. «Σ’ ακούω, κόρη μου». Το πρόσωπό της κοκκίνισε, στύλωσε τα μάτια της στα πόδια της και με σχεδόν κομμένη την ανάσα ακούστηκε η φωνή της. «Περιμένω παιδί». Για πότε ο παπα-Στάθης βρέθηκε από πάνω της μ’ αγριεμένη ματιά, ούτε πρόλαβε να δει. «Τι είπες;» τη ρώτησε παγερά.
Ο παπα-Στάθης
™9
Η Μάγδα τον φοβόταν τον πατέρα της. Μπορεί να ήταν όλη του η ζωή η μονάκριβή του κόρη, να τον λάτρευε κι αυτή το ίδιο, όμως είχε μάθει από μικρή να φοβάται το θυμό του. «Τι έγινε, βουβάθηκες;» τη ρώτησε οργισμένος. «Μίλα». Ήταν ολοφάνερη η ταραχή του κι ότι δε σήκωνε πολλά λόγια. Γι’ αυτό αποφάσισε να του μιλήσει δίχως περιστροφές. Αλλά δεν πρόλαβε... «Ποιος είναι; Τον ξέρω; Καλά, αστεφάνωτη πήγες και κοιμήθηκες μαζί του;» της είπε περιφρονητικά. «Δεν πρέπει να είσαι δικό μου παιδί εσύ», τόνισε με σκληρότητα, και τα τελευταία του λόγια την πάγωσαν. Τα χέρια της ήταν δεμένα σε κόμπο, όπως και η τύχη της τον τελευταίο καιρό. Οι παλάμες της είχαν ιδρώσει και το μέτωπό της ζάρωσε. Σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν κι απ’ το μέτωπο του πατέρα της, οι οποίες πρόδιδαν την αγωνία του. «Είναι ο Σπύρος». «Ο ποιος;» της αντιγύρισε ο παπα-Στάθης. «Ο Σπύρος, το αφεντικό», συμπλήρωσε γρήγορα χωρίς να σταματήσει αυτή τη φορά. Η Μάγδα ανασηκώθηκε και κοίταξε δειλά τον πατέρα της. Ένα ελαφρύ τρεμούλιασμα έπαιξε στη φωνή της κι ένας φόβος φάνηκε στη ματιά της. «Τι είπες;» τη ρώτησε αγριεμένα. Ο Σπύρος ήταν το νέο της αφεντικό· η επιχείρηση είχε περιέλθει στα χέρια του τον τελευταίο καιρό, από τότε που η κυρα-Φρόσω παρουσίασε πρόβλημα στην καρδιά της κι ο γιατρός τής ξεκαθάρισε πως καλό θα ήταν για την ίδια κι εν γένει για την υγεία της, να αποφεύγει την κούραση. Με βαριά καρδιά, η γυναίκα αναγκάστηκε ν’ αφή10™ Ειρηνη σανιδα
σει τη δουλειά της, που τόσο καλά πήγαινε και που τόσο πολύ της άρεσε, αφού και τα παιδιά της επέμεναν. Από την άλλη, δεν ήθελε να στενοχωρήσει και τον άντρα της, που την είχε ακολουθήσει χωρίς αντίρρηση, στην Ιταλία. Ο παπα-Στάθης ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια του. Μούδιασε το κεφάλι του και σφυριές χτύπαγαν το νου του. Τα λόγια της κόρης του μαστίγωναν αλύπητα την ψυχή του, κάνοντας το λογικό του να παλεύει μετά βίας να μην ξεφύγει... Η Μάγδα είχε γείρει αποκαμωμένη στο ντιβάνι κείνο όπου πατέρας και κόρη είχαν παλιότερα μοιραστεί μαζί τόσες χαρές και λύπες... Εκεί που τις κρύες νύχτες του χειμώνα τής διηγιόταν ιστορίες απ’ το χτες και παραμύθια από άλλες χώρες, μακρινές. Κι εκείνη την έπαιρνε ο ύπνος γλυκά, απρόσμενα στην πατρική αγκαλιά, κάνοντάς τη να νιώθει ασφάλεια και σιγουριά... Αυτή τη ζεστή αγκαλιά αποζητούσε και τούτη την ώρα. Όμως ο πατέρας της τη σήκωσε όρθια, τραβώντας την απότομα από το χέρι. Την ταρακούνησε με δύναμη. Απ’ τα μάτια του πετάχτηκαν φλόγες, το στόμα του στράβωσε. «Μωρή, με παντρεμένο γκαστρώθηκες;» της φώναξε και της άστραψε ένα χαστούκι τόσο δυνατό, που την έριξε καταγής. «Καλά, θα τα πούμε και με το λεγάμενο, δε θα τον αφήσω».
Η Μάγδα πήγε και βρήκε το Σπύρο κείνο το σούρουπο. Αργά, για να μην τη δει κάνα μάτι κι έχουν
Ο παπα-Στάθης
™11
άλλα. Ήθελε να του μιλήσει πριν πάει να τον βρει ο πατέρας της, και του ζητήσει το λόγο που δε σεβάστηκε την κόρη του και το δικό του στεφάνι. Τον αγαπούσε πολύ, ήταν ο πρώτος άντρας που γύρισε να κοιτάξει. Στην αρχή, ούτε καν τον είχε προσέξει. Εμφανισιακά ήταν κοντός και πολύ μελαχρινός, αρκετά όμορφος, αν και με την πρώτη ματιά δεν τον πολυπρόσεχες· γύρω στα τριάντα. Όμως εκείνου από την πρώτη δα στιγμή, του κόπηκε η ανάσα σαν την πρωτοείδε. Κι ορκίστηκε πως θα την έκανε δικιά του και τίποτα δε θα τον σταματούσε. Η Μάγδα τον προειδοποίησε όταν άρχισε να γίνεται επίμονος. «Άδικα με κυνηγάς, τον καιρό σου χάνεις... Άσε που στο τέλος θα σε πάρει χαμπάρι η γυναίκα σου». «Δε με νοιάζει», ήταν η μόνιμη απάντησή του. «Νοιάζει όμως εμένα. Δε θέλω να σε βλέπουν να με παίρνεις από πίσω, παντρεμένος άνθρωπος». «Γιατί, κάνουμε κάτι κακό;» «Όχι;» «Σίγουρα όχι», της απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Και συνέχισε απτόητος. «To μόνο που αποζητώ είναι η συντροφιά σου. Μου αρέσει να μιλάμε, νιώθω τόσο όμορφα όταν είμαστε μαζί». «Έχεις τη γυναίκα σου. Πρέπει...» Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει τη φράση της και την έκοψε. «Έχω;» «Δεν καταλαβαίνω». «Νιώθω μόνος, πολύ μόνος, Μάγδα». «Λυπάμαι, αλλά πίστεψέ με, δεν μπορώ να κάνω κάτι εγώ. Εγώ...» 12™ Ειρηνη σανιδα
«Εσύ, εννοώ μια γυναίκα σαν εσένα περίμενα πάντα να συναντήσω, αλλά δεν την έβρισκα... μέχρι που στο τέλος πίστεψα πως δεν υπήρχε». Την κοίταξε, παρακαλώντας τη με τη ματιά του, μην αφήνοντάς τη να πάρει το βλέμμα της από πάνω του. Και τότε έγινε το κακό. Κείνο το παραπονιάρικο τραγούδι που λέγαν τα μάτια του, την έκαναν να τον ερωτευτεί... Και στο τέλος να τον αγαπήσει μ’ όλη της την ψυχή... Ό,τι και να της έλεγε, τον πίστευε, γιατί αυτό την ορμήνευε η καρδιά της να κάνει. Του δόθηκε ολότελα και σαν την έκανε δικιά του, δεν ήθελε τίποτε άλλο παρά να βρίσκεται στην αγκαλιά του. Μέτραγε τις ώρες που τη χώριζαν από κείνον. Κι αυτός χιλιάδες αφορμές έβρισκε, για να ανταμώνει μαζί της. Ήταν όμορφα, ζούσε ένα όνειρο, το δικό της παραμύθι, με το δικό της πρίγκιπα – σα να ’χε δραπετεύσει απ’ τις σελίδες των βιβλίων που της διάβαζε ο πατέρας της όταν ήτανε παιδί, και την έκαναν να πιστεύει στην αγάπη... Ήτανε μόνο δικός της. Της το ’πε πως απέφευγε τη γυναίκα του, δεν την άγγιζε πια, μέχρι να έβλεπαν τι θα έκαναν. «Το μόνο που έχει τώρα σημασία είναι να μη μάθει κανείς για μας, μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε... ε, μάτια μου;» «Ναι, ψυχή μου». «Δώσε μου λίγο χρόνο, αυτό μόνο σου ζητάω. Ήρθες στη ζωή μου όταν δε σε περίμενα πια και δεν ξέρω τι να κάνω», κόμπιασε «... δε θέλω να σε χάσω». «Μα δε θα με χάσεις, καλέ μου». Έβλεπε πως την ήθελε, τη λαχταρούσε, πως οι δυο τους πια δεν μπορούσαν να ζουν χώρια…
Ο παπα-Στάθης
™13