ΣΤΕΛΛΑ ΤΣΙΓΓΟΥ
ΣΤΕΛΛΑ ΤΣΙΓΓΟΥ
Η γάτα του Αϊ-Βασίλη
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ
Εμμανουέλα Κακαβιά
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
οσελότος
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Εικονογραφηση Copyright© 2010
Η γάτα του Άι-Βασίλη Στέλλα Τσίγγου Παιδική λογοτεχνία Εμμανουέλα Κακαβιά Στέλλα Τσίγκου
Πρώτη έκδοση Αθήνα, Νοέμβριος 2010 ISBN 978-960-9499-31-6 Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e-mail:
Στην αξέχαστη Πόλυ
~4~
λαιο ά φ Κε
1ο
Ξ
ημέρωνε παραμονή Πρωτοχρονιάς. Όλοι στο σπίτι κοιμόνταν και μόνο η Πόλυ καθόταν πλάι στο σβησμένο τζάκι. Με τα μάτια μισόκλειστα αναπολούσε τις χαρούμενες στιγμές που πέρασε μαζί με όλη την οικογένεια τις ημέρες των Χριστουγέννων: τι γέλια, τι χαρές, τι παιχνίδια! Και τι παιχνίδια, αλλιώτικα – λες και οι γιορτινές ημέρες άλλαξαν τα πάντα γύρω της. Κανείς δεν τη μάλωνε αν έκανε κάποια ζημιά ή αν έχυνε το νερό από το πιατάκι της, αν μασουλούσε τα λουλούδια από τις γλάστρες ή αν μπερδευόταν μες στις κουβέρτες τους και τους χαλούσε τον ύπνο. Αν πεις και για τους επισκέπτες, όλοι είχαν να το λένε: «Καλέ, τι χαριτωμένο που είναι!», «Aχ, τι όμορφα μάτια είναι αυτά!» Και κείνη καμάρωνε κι έκανε τα πιο όμορφά της νάζια! Αλλά εκείνο που ποτέ δεν θα μπορούσε να ξεχάσει είναι τα υπέροχα φαγητά αυτών των ημερών. Πρώτη φορά έβλεπε τόσο πολλά και νόστιμα πράγματα αραδιασμένα πάνω στο τραπέζι. Ακόμη και τώρα που τα ξανάφερνε στη μνήμη της κόντευαν να της τρέξουν τα σάλια! Και όλοι κρατούσαν ένα κομμάτι από τους πιο υπέροχους μεζέδες για τη μικρούλα Πόλυ τους. Στ’ αληθινά, ήταν ένα πολύ ευτυχισμένο και τυχερό γατί. Αυτά σκεφτόταν και ρέμβαζε ξαπλωμένη στη μεγάλη πο-
~5~
λυθρόνα, όταν ξαφνικά ένας τρομερός κρότος ακούστηκε μέσα από το τζάκι. «Mπαμ! Σκρατς! Ζντουπ!» Κι έπειτα ένα τεράστιο και οδυνηρό «αααχ!», και μια απελπισμένη φωνούλα που καλούσε σε βοήθεια. Προτού προλάβει να καταλάβει καλά καλά τι συμβαίνει, ένα μικρό παράξενο πλάσμα προσγειώθηκε φαρδύ πλατύ μέσα στο τζάκι. «Ευτυχώς που δεν είναι αναμμένο», σκέφτηκε η Πόλυ και άθελά της μελαγχόλησε στη σκέψη του αστείου αυτού πλάσματος να πέφτει μέσα στο πυρακτωμένο τζάκι. Παρ’ όλα αυτά, το πλασματάκι που βρισκόταν απέναντί της ήταν πολύ μα πολύ παράξενο και το δίχως άλλο απίστευτα αστείο. Καταρχήν, ήταν πολύ κοντό – ίσα που έφτανε το ύψος των αφτιών της. Έπειτα, η μύτη του ήταν ολοστρόγγυλη και γυαλιστερή, ενώ τα αφτιά του ήταν μυτερά και ανασηκωμένα προς τα επάνω. Μα και τα ρούχα του δεν ήταν λιγότερο παράξενα από την εμφάνισή του: φορούσε κόκκινο παντελόνι, πρά-
~6~
σινη μπλούζα κι έναν πολύχρωμο σκούφο, ενώ οι μικροσκοπικές του μπότες ήταν η μία κόκκινη και η άλλη πράσινη. Αυτό, όμως, που περισσότερο την εντυπωσίαζε ήταν το ότι έμοιαζε να είναι πασπαλισμένο με χρυσόσκονη από την κορυφή ως τα νύχια – «σαν κουραμπιές», σκέφτηκε, «πασπαλισμένος με χρυσαφένια άχνη». —Ε! Αντί να κάθεσαι εκεί και να με κοιτάς σαν χάννος, δεν με βοηθάς καλύτερα να βγω από δω μέσα; ακούστηκε η ψιλή, καμπανιστή φωνούλα του πλάσματος. Η Πόλυ, μην μπορώντας ακόμα να συνέλθει από την έκπληξη, υπάκουσε σαν μαγεμένη. Έβαλε όλη της τη δύναμη και κατάφερε να μετακινήσει λίγο τη σήτα του τζακιού αφήνοντας ένα μικρό πέρασμα, αρκετό για να χωρέσει από εκεί το παράξενο πλάσμα, ενώ η καρδούλα της χτυπούσε δυνατά από την αγωνία μήπως κάνει φασαρία και κάποιος από το σπίτι ξυπνήσει και έρθει να δει τι συμβαίνει. Βέβαια, για πρώτη φορά δεν την ένοιαζε μήπως τη μαλώσουν, μα ανησυχούσε γι’ αυτό το μικρό πλάσμα που έμοιαζε απροστάτευτο, ενώ παράλληλα την έτρωγε η περιέργεια να μάθει τι είναι και από πού είχε έρθει. —Μα τι έχεις πάθει, λοιπόν; Πρώτη φορά βλέπεις ξωτικό; τη ρώτησε τινάζοντας τα ρούχα του από τις στάχτες. —Ξωτικό; έκανε η Πόλυ, ολότελα πια παραδομένη στη μαγεία αυτού του πλάσματος. Στ’ αλήθεια, πρώτη φορά όχι μόνο άκουγε αυτή τη λέξη, μα κι έβλεπε μπροστά της ολοζώντανο ένα τέτοιο πλάσμα που ονομαζόταν ξωτικό. Στο σπίτι είχε ακούσει πολλές φορές να μιλούν για παράξενα ζώα, είχε συναντήσει πολλών λογιών ανθρώπους, αλλά ποτέ δεν είχε ακούσει να μιλούν για ένα τέτοιο παράξενο πλάσμα, που δεν έμοιαζε ούτε με ζωάκι ούτε με άνθρωπο. —Μμμμ, εσύ θα πρέπει να είσαι γάτα, είπε το ξωτικό. Ναι, ναι, τώρα που σε παρατηρώ καλύτερα, είσαι χωρίς αμφιβολία μια γάτα. Έχω δει πολλές φορές εικόνες από συγγενείς σου σε κάτι τεράστια βιβλία που έχουμε στο σπίτι, στην Ονειροχώρα.
~7~
Η Πόλυ τα είχε πια εντελώς χαμένα. —Α! Μα δεν συστηθήκαμε! Τι αγένεια από μέρους μου, συνέχισε το ξωτικό. Λοιπόν, εγώ είμαι ο Μένιος ο Ονειροδεμένος. Εσύ ποια είσαι; —Εγώ είμαι η Πόλυ, ψιθύρισε η γάτα, κι εδώ είναι το σπίτι μου. Μέσα στα δωμάτια κοιμάται η υπόλοιπη οικογένεια. —Αχά! Ώστε δεν είσαι μόνη σου εδώ! Είπα κι εγώ! ξεφώνισε ο Μένιος. Πόσο θα ’θελα να δω τα γατάκια σου, είπε κι έκανε να τρέξει προς μία από τις κλειστές πόρτες. —Μη! Περίμενε! η Πόλυ τον τράβηξε από την μπλούζα. Λίγες μόνον ώρες μας χωρίζουν από την Δεν κατάλαβες. Ηπαραμονή οικογένειά μου δεν είναι γάτες, αλλά άνθρωτων Χριστουγέννων. ποι! Κι εξάλλου, πολύ νέα για φίλοι, να είμαι μητέρα, είπε με Θα είμαι καταφέρουν οι δύο η Πόλυ, η γατούλα, και ο Μένιος, το ξωτικό, να κάποια φιλαρέσκεια. ανακαλύψουν μεγάλο του Τώρα ήταν η σειρά του το ξωτικού ναμυστικό παραξενευτεί. Έξυσε το Φερόκιο, του σκοτεινού καλικάντζαρου και κεφάλι του και ζάρωσε τη μυτούλα γεμάτο απορία. να σώσουν τον Αϊ-Βασίλη που ζει στη —Δηλαδή, είσαι μακρινή γάτα, αλλά ζεις σ’ ένα σπίτι γεμάτο ανΟνειροχώρα; θρώπους. Θα πρέπει να κουράστηκες πολύ για να τους εξημεΜια περιπέτεια που θα συναρπάσει ρώσεις όλους αυτούς! μικρούς και μεγάλους. Η φιλία, η αγάπη, η Η Πόλυ δεν μπόρεσε να μη γελάσει. αυτοθυσία και η πίστη στο μας, είναι —Αλλά, θα μου πεις, συνέχισε νασκοπό μονολογεί το ξωτικό, κι στοιχεία που προβάλλονται μέσα από την εμείς στην Ονειροχώρα δεν ζούμε όλοι μαζί, ξωτικά, τάρανδοι ασταμάτητη πλοκή της ιστορίας. και άλλα ζώα, κάτω απ’ την ίδια στέγη μαζί με τον Αϊ-Βασίλη; Τ’ αφτιά τηςπαραμύθι Πόλυς σηκώθηκαν όρθια και Ένα γεμάτο φαντασία, πουτα θαμουστάκια γοητέψει μικρούς και θα της τεντώθηκαν στο τους άκουσμα της αναγνώστες, τελευταίας λέξης. τους διδάξει θεμελιώδεις τηςστ’ ζωής. —Αϊ-Βασίλη είπες; Ώστε υπάρχει,αξίες λοιπόν, αλήθεια; —Άλλο πάλι και τούτο. Και βέβαια υπάρχει. Θα ’θελα να ’ξερα ποιος διαδίδει τέτοιες φήμες και να πάω να τον κάνω σκόνη! είπε το ξωτικό σφίγγοντας τις γροθιές του. —Συγγνώμη. Αλλά, να, ξέρεις, τις προάλλες είχαν μια συζήτηση εδώ στο σπίτι και κάποιος είπε πως ο Αϊ-Βασίλης και τα σχετικά είναι όλα κουραφέξαλα. —Κουραφέξαλα; Πες μου πού είναι και θα του δείξω εγώ! ISBN 978-960-9499-31-6 Ακούς εκεί! το ξωτικό είχε γίνει έξω φρενών. Και τα όνειρα, τις ευτυ-
~8~
χισμένες στιγμές, τα λυτρωτικά δάκρυα, τις διάπλατες αγκαλιές, τα τεράστια χαμόγελα και όλα αυτά που ομορφαίνουν την καθημερινότητα και στολίζουν τις γιορτές κάνοντάς τες ακόμα πιο λαμπρές, πού νομίζουν ότι τα βρίσκουν; Αν δεν ήμαστε εμείς να δουλεύουμε ασταμάτητα, να χρυσώνουμε τα όνειρα των παιδιών και να γλυκαίνουμε τους εφιάλτες των μεγάλων, πώς νομίζεις ότι θα ήταν η ζωή των ανθρώπων; Κι αν δεν υπήρχε η προσμονή του Αϊ-Βασίλη, τα παιδιά θα ήταν πολύ, μα πολύ δυστυχισμένα. Ο Μένιος είχε αναψοκοκκινίσει και ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. —Έλα, μην κάνεις έτσι, τον παρηγόρησε η Πόλυ. Τα παιδιά το πιστεύουν. Τα άκουσα εγώ που το λέγανε. Μάλιστα, περιμένουν με αγωνία σήμερα το βράδυ, να δουν τι δώρα θ’ αφήσει γι’ αυτά. Υπάρχουν ακόμη και μεγάλοι που πιστεύουν ότι ο Αϊ-Βασίλης υπάρχει. Άκουσα μια μέρα τους γονείς των παιδιών να το λένε. Και τώρα που σε γνώρισα, πιστεύω κι εγώ σ’ αυτόν και είμαι σίγουρη πως είναι ένα τόσο υπέροχο πλάσμα όσο κι εσύ… Με τα τελευταία λόγια της Πόλυς σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο. Ήταν μια σιωπή αέρινη, σχεδόν διάφανη, που αγκάλιασε τα δύο πλάσματα και για λίγες στιγμές τα ανύψωσε πάνω απ’ τη γη κι έπειτα τ’ άφησε πάλι κάτω απαλά. Έξω χιόνιζε. Παρ’ όλη την παγωνιά, ένιωσαν μια παράξενη ζεστασιά να τυλίγει τα κορμάκια τους. Η γάτα και το ξωτικό ρίγησαν. Ήταν η αρχή μιας δυνατής φιλίας…
~9~