Οι κληρονόμοι του Μίδα

Page 1

140 × 210  SPINE: 23  FLAPS: 80

Πεζογραφία • Σιμπολέτ Μυθιστόρημα, εκδόσεις Ίαμβος α΄ έκδοση Νοέμβριος 2010 β΄ έκδοση Νοέμβριος 2010 γ΄ έκδοση Δεκέμβριος 2010 • Το εμβατήριο των θεών Διηγήματα, εκδόσεις Οσελότος 2012 • Ta τριαντάφυλλα είναι μαύρα Μυθιστόρημα, εκδόσεις Οσελότος 2012

[…] Ο κόσμος μας είναι εύθραυστος· μοιάζει με γυαλί. Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να κομματιαστεί. Αρκεί ένα πετραδάκι, μια λέξη... για να θρυμματιστεί! Να σκορπίσει... γεμίζοντας θραύσματα την ψυχή μας.[…]

Γεννήθηκε στο Νομό Έβρου. Είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος του πανεπιστημίου Μακεδονίας. Από το 1993 ζει στην Αθήνα. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά, τον Χρήστο και τον Ορφέα. Ποιήματά του και λογοτεχνικά του κείμενα έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες.

Ένα μυθιστόρημα, μέσα στη λαίλαπα της οικονομικής κρίσης, με πρωταγωνιστές που θα στοιχημάτιζες ότι τους συνάντησες· πως τους ξέρεις! Η ζωή ποτέ δεν ρωτάει. Μόνο απαντά. Απαντά με εκπλήξεις! Σ’ αυτές τις εκπλήξεις… ο κόσμος τους θ’ αντέξει; Ή θα θρυμματιστεί;

ΈΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΊΟΥ

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

www.gkiourtidis.gr facebook: George Kiourtidis g.kiourtidis@gmail.com

ISBN 978-960-564-149-8 Κ Ε Ν Τ ΡΙ Κ Η Δ Ι ΑΘ Ε Σ Η Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ.: 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com www.ocelotos.gr

0_cover_midas.indd 1

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΟΥΡΤΙΔΗΣ

γ΄ έκδοση, Οκτώβριος 2010 • Όρβηλος, εκδόσεις Οσελότος 2012 • Ύσσωπος, εκδόσεις Οσελότος α΄ έκδοση Οκτώβριος 2013 β΄ έκδοση Οκτώβριος 2013

Ποίηση • Δυό αστέρια και ένα κοχύλι, ιδιωτική έκδοση, 2003 • Προσκυνητές του ονείρου, εκδόσεις Εριφύλη, 2004 • Σταλαγμίτες, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2006 • Οσποδάρος Χρόνος, εκδόσεις Ίαμβος, α΄ έκδοση, Οκτώβριος 2009, β΄ έκδοση, Δεκέμβριος 2009, 

4/24/2014 9:32:29 AM





Γιώργος Κιουρτίδης

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ


Τιτλος Οι κληρονόμοι του Μίδα Συγγραφέας Γιώργος Κιουρτίδης Σειρα Ελληνική Πεζογραφία [1358]0414/04 Φιλολογικη Διορθωση Όλγα Παλαμήδη Φωτο εξωφυλλου Shutterstock photo Copyright© 2014 Γιώργος Κιουρτίδης Πρώτη Εκδοση Αθήνα, Απρίλιος 2014 ISBN 978-960-564-149-8 Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr


Σ’ όλους αυτούς που πορευτήκαμε μαζί· σ’ αυτούς που με τις πράξεις τους ξεσκέπασαν στα μάτια μου το αληθινό πρόσωπο του κόσμου.



Ο Μίδας

Τ

ι καιρός κι αυτός! Τέλειωνε ο Μάης κι όμως το κρύο θύμιζε καταχείμωνο. Την τελευταία εβδομάδα, έβρεχε συνέχεια. Αδιάκοπα! Σταματούσε μόνο για λίγο. Σαν να ήθελε –ο Μεγαλοδύναμος!– να πάρει κάποιες ανάσες... να ξεμουδιάσει, και μετά, πολύ γρήγορα, έβλεπες πάλι να μαζεύονται μαύρα σύννεφα σκεπάζοντας τον ουρανό της Αθήνας και τις ζωές μας. Ένα μελαγχολικό πέπλο, που μια το άπλωνε πάνω μας ο Θεός και μια το μάζευε. Και δεν ήταν μόνο ο καιρός. Τίποτα δεν πήγαινε καλά. Λες και γεννήθηκαν απότομα στον τόπο μας όλα τα κακά του κόσμου μαζί. Σαν να έπεσε κατάρα! Οι φήμες για την άσχημη οικονομική κατάσταση της χώρας διαδέχονταν η μία την άλλη. Στα πρωτοσέλιδα οι εφημερίδες είχαν «κρεμάσει» πλέον τη δραχμή. Πιανόταν η ψυχή σου μ’ αυτά που έβλεπες και άκουγες. Και μήπως ήταν ψέματα; Ό,τι και να άκουγες, δεν θεωρούνταν πια υπερβολή. Η ανεργία αυξανόταν μήνα τον μήνα και μαζί της στέγνωνε και η ρευστότητα της αγοράς. Τα μηνύματα, και από το εξωτερικό και από το εσωτερικό της χώρας, έδειχναν ότι κάθε μέρα που περνούσε, αυξάνονταν οι πιθανότητες χρεοκοπίας της χώρας. Οι ανθρώ-

Q

9

P


Γιώργος Κιουρτίδης

πινες υπάρξεις, τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, γίνονταν αριθμοί. Όλοι τα είχαν με όλους. Οι πολιτικοί μας, «μικροί!» και κατώτεροι των περιστάσεων. Ο κόσμος, αμήχανος. Τσαλακωμένος! Η ψυχολογία όλων στο ναδίρ. Μια χώρα κουρέλι, που για το χάλι της έφταιγαν όλοι. Αυτοί που την κατάντησαν έτσι και όλοι εμείς που τους αφήσαμε! Κοντά σε όλα αυτά υπήρχαν και τα καθημερινά επεισόδια με τους λαθρομετανάστες και τις διαδηλώσεις, που ξεπηδούσαν σαν φωτιές απ’ όλους τους κλάδους της οικονομίας. Η ανέχεια χτυπούσε την πόρτα της χώρας. Έφτασε μέχρι το οροφοδιαμέρισμα –το ρετιρέ– της πενταώροφης πολυκατοικίας όπου έμενε η οικογένεια Καρανικόλα στον Χολαργό. Θα έμπαινε, όμως, δύσκολα μέσα από την πόρτα τους. Βέβαια, τις δυσκολίες τις ένιωθαν ήδη, μα είχαν τον τρόπο τους. Είχαν κάνει το κουμάντο τους εδώ και χρόνια, με το χρηματιστήριο και τις οικοδομικές δραστηριότητες του κυρίου Θωμά. Τι κι αν τα τελευταία χρόνια δεν μπόρεσε να πουλήσει ούτε ένα διαμέρισμα; Λεφτά υπήρχαν. Υπήρχε απόθεμα· κι εδώ, και στο εξωτερικό. Και τα απούλητα διαμερίσματα δεν θα έφευγαν! Εκεί θα ήταν. Θα περίμεναν! Αλίμονο από άλλους. Και αν σκεφτείς τι ήταν κάποτε ο Καρανικόλας και τι είναι τώρα –πού έφτασε!–, αρχίζεις να πιστεύεις ότι σ’ αυτή τη ζωή όλα είναι δυνατά. Τι ήταν; Ένα χωριατόπαιδο από το Πέταλο Αρκαδίας. Χωρίς ιδιαίτερες σπουδές· τελειόφοιτος γυμνασίου. Βρομούσε το χνότο του από την πείνα και δούλευε σαν είλωτας από τα δεκαπέντε του –μεροκάματο!– στις οικοδομές. Τενεκέ κουβαλούσε. Δουλευταράς! Γεννημένος το ’55 και μέχρι τα είκοσι πέντε του δεν είχε πετύχει τίποτα. Από τη ζωή περίμενε κάτι περισσότερο... Κάτι καλύτερο. Να του δώσει, η άτιμη, την ευκαιρία κάτι ν’ αρπάξει! Να πετύχει! Να αλλάξει την κακομοιριά του. Μόνο

Q

10

P


Οι κληρονόμοι του Μίδα

την καρδιά της Χαρίκλειας κατάφερε και άρπαξε. Τίποτα άλλο! Την παντρεύτηκε. Μαζί της παντρεύτηκε την πείνα και τη φτώχεια. Η πείνα! Αυτή του άνοιξε τα μάτια. Τον ταρακούνησε και είδε μέσα στις οικοδομές και στα τσιμέντα το χρυσάφι. Μόλις πέθανε ο πατέρας του, πούλησε όλα τα χωράφια στο χωριό· κράτησε μόνο το πατρικό του σπίτι. Με τα λεφτά της πατρικής περιουσίας ξεκίνησε. Μ’ αυτά άρχισε να σηκώνει οικοδομές και να παίρνει μικρά δημόσια έργα στην περιοχή. Έγινε εργολάβος. Και τότε, κατάλαβε! Εκεί ήταν τα λεφτά. Σύντομα, πολύ σύντομα, η επαρχία τού φαινόταν μι· κρή πολύ μικρή! Σαν ρούχο που τον στένευε... Σαν σφιχτός γιακάς που τον έπνιγε. Δεν άντεξε! Στα τριάντα του, πήρε τη Χαρίκλεια και κατέβηκαν στην Αθήνα. Είχε μάθει και τα κόλπα. Λάδωμα! Στην αρχή, με μικρά έργα και μετά, μεγαλύτερα, ο Θωμάς Καρανικόλας, με τα χρόνια έγινε μεγάλος. Σήμερα Σάββατο, 28 Μαΐου του 2011, εκτός από τη γυναίκα του τη «Χάρις», όπως πλέον αποκαλούσαν σχεδόν όλοι τη Χαρίκλεια, και τον εικοσιτριάχρονο γιο του Αχιλλέα, ο Θωμάς είχε και μια τεράστια περιουσία. Ό,τι έπιασε, έγινε χρυσάφι. Έγινε πλούτος. «Μίδας!» Έτσι τον αποκαλούσαν μεταξύ τους οι συγχωριανοί του. Και είχαν δίκιο. Κάθε Δεκαπενταύγουστο, πήγαινε στο χωριό· στο πανηγύρι της Παναγιάς. Λες και περίμενε όλη τη χρονιά αυτή τη μέρα. Και να κουρσάρες! Και να... τάματα και λαμπάδες στην εκκλησιά· και να κορδώματα! Και στο γλέντι; Άπιαστος· ασταμάτητος! Ήθελε να τους δείξει ότι πέταξε από πάνω του την πείνα και την τσίκνα. Γλεντούσε! Χόρευε! Και να τα χαρτονομίσματα στα κλαρίνα. Και δώσ’ του να προστάζει τον καφετζή: «Κέρνα!» Και κείνος, άλλο που δεν ήθελε. Μοίραζε κανάτια με κρασί σε όλα τα τραπέζια, λέγοντας με στόμφο: «Απ’ τουν Καρανικόλα!» Και χαμηλώνοντας μετά τη φωνή

Q

11

P


Γιώργος Κιουρτίδης

του, συμπλήρωνε μέσα από τα δόντια του, συνωμοτικά: «Απ’ του Μίδα!», δείχνοντας με το χέρι του συγχρόνως προς τη μεριά όπου καθόταν ο Θωμάς· μην και δεν ήξεραν ποιος είναι ο Μίδας· ή... δεν πρόσεξαν ποιο είναι το τραπέζι όπου καθόταν. Καμιά φορά, από την πολλή φασαρία, ή από την κουφαμάρα τους και το μεθύσι, δεν άκουγαν τι τους έλεγε ο καφετζής. Τότε, δήθεν νευριασμένος εκείνος, άφηνε να του ξεφύγει μαζί με κάποιο προσποιητό γελάκι το πατροπαράδοτο παρατσούκλι της οικογένειας Καρανικόλα: «Απ’ του ‘‘γύφτου!’’», μουρμούριζε, ξύνοντας ταυτοχρόνως τη μύτη του και σκεπάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το χρυσό του δόντι και τη χαιρεκακία που αποτυπωνόταν πάνω στα χοντρά του χείλη. Και ύστερα, γυρνώντας την πλάτη του επιδεικτικά, προχωρούσε υπομειδιώντας σε άλλα τραπέζια. «Γύφτους» τους φώναζαν στο χωριό. Κι αυτό, γιατί ο παππούς του, μα και ο πατέρας του, ήταν κατάμαυροι! Σαν καμένα δέντρα. Ευτυχώς! Δεν πήρε από το σόι του πατέρα του. Άσπρος βγήκε! Άσπρος σαν γάλα. Το «γύφτος», όμως, ο Θωμάς δεν το γλίτωσε. Τον ακολουθούσε και θα συνέχιζε να τον ακολουθεί σε όλη τη ζωή του. Αυτό, λοιπόν, γινόταν πάντοτε σε όλα τα πανηγύρια. Ο Καρανικόλας ήταν ασταμάτητος. Δεν περνούσε λίγη ώρα αφότου τελείωνε η πρώτη γύρα με τα κεράσματα, και άκουγες πάλι τη βροντερή φωνή του να προστάζει τον Γιώργη τον καφετζή: «Κέρνα!... Γιώργη... κέρνα!» Δεν τσιγκουνευόταν το χρήμα. Ζούσε γι’ αυτές τις στιγμές. Τι «ζούσε»; Πετούσε. Ένιωθε Θεός! Και δεν το έκρυβε... Το έδειχνε με περηφάνια. Το έβλεπες μέσα στα μάτια του· άστραφτε μια άγρια χαρά! Και μήπως δεν το άξιζε; Ίσα ίσα... Εξάλλου, κατά βάθος αυτό πανηγύριζε! Την επιτυχία του. Και δεν σταματούσε να το γιορτάζει ακόμα και όταν, αποκαμωμένος από τον χορό,

Q

12

P


Οι κληρονόμοι του Μίδα

αφηνόταν διαλυμένος να στραγγίζει ολόκληρος πάνω στην καρέκλα του. Ακόμα και τότε, αφού έλυνε τη γραβάτα του και την άφηνε να κρέμεται στο στήθος σαν παράσημο επιτυχίας, ακόμα και τότε, δεν ησύχαζε. Θέλοντας να δείξει τον ενθουσιασμό του, έβαζε τα δύο του δάχτυλα στο στόμα και σφύριζε με όση δύναμη του είχε απομείνει, επευφημώντας με αυτόν τον τρόπο τον ήχο του κλαρίνου. Μέχρι που γούρλωναν τα μάτια του απ’ το ζόρισμα και γυρνούσαν ανάποδα. Μόνο τότε σταματούσε! Ήθελε να καταπιεί όλο το πανηγύρι. Να το φάει... Να το κάνει μια χαψιά! Να το αρπάξει στην αγκαλιά του μαζί με τους ανθρώπους, τα τραπέζια και τα δέντρα... Να νιώσουν όλοι τους ότι χωρίς αυτόν, χωρίς την παρουσία του, το πανηγύρι ήταν ένα τίποτα. Ότι αυτός, ο Θωμάς Καρανικόλας, ήταν όλο το πανηγύρι! Και από δίπλα του, πάντα η Χαρίκλεια να καμαρώνει σαν πέρδικα. Τι μεγαλεία! Αυτό γινόταν σε όλα τα πανηγύρια εδώ και χρόνια. Σ’ ένα από αυτά τον «βάφτισαν!». Κάποιος, βλέποντας τη χλιδή που επιδείκνυε προκλητικά ο Θωμάς Καρανικόλας, δεν άντεξε και είπε ειρωνικά στην παρέα του: «Μπράβο του, ρε. Δες τον! Τίναξε την ψείρα από το σακάκι του και έγινε άνθρωπος. Ό,τι έπιασε, έγινε χρυσάφι! Μπράβο του!... Μίδας!... Μίδας σου λέω!» Μέχρι να τελειώσει το πανηγύρι, από στόμα σε στόμα ακούστηκε σε όλους το χωρατό. Το παρατσούκλι κόλλησε πάνω του, όπως η λέρα στον σβέρκο. Έγινε ένα μαζί του· έγινε η σκιά του. Από τότε, όλοι στο χωριό τον αποκαλούσαν «Μίδα». Ο ίδιος το ήξερε. Ούτε που τον πείραζε. Το αντίθετο μάλιστα! Είχε μέσα του την κρυφή ελπίδα ότι με το νέο του παρατσούκλι, θα ξεχνιόταν το παλιό· το «γύφτος». Εκείνη η κατάρα!

Q

13

P


Γιώργος Κιουρτίδης

Κ

ι όμως, ο άνθρωπος είναι άπληστος, αχόρταγος, ανικανοποίητος! Πάντα κάτι του λείπει. Πάντοτε κάτι θα ψάχνει και θα το κυνηγάει με μανία μέρα νύχτα, για να το πετύχει. Για κάτι θα γκρινιάζει, κάτι θα του φταίει. Στον Καρανικόλα, για όλα έφταιγαν οι ξένοι. Σαν να ήταν η μοναδική αιτία για όλα τα προβλήματα που υπήρχαν. Για τον ίδιο, όλα τα στραβά της χώρας ξεκινούσαν απ’ αυτούς. Έτσι το ερμήνευε. Και για την ανεργία... και για τις αρρώστιες, και για την εγκληματικότητα, εκείνοι έφταιγαν! Λες και μόνο αυτοί έκλεβαν ή σκότωναν. Του κάθονταν στο στομάχι. Άσχετα, βέβαια, αν τους χρησιμοποιούσε κατά καιρούς στις δουλειές του και μάλιστα, τους περισσότερους, ανασφάλιστους. Σήμερα, πάλι μ’ αυτούς τα είχε. Ακουγόταν μέχρι τον δρόμο. «Μέσα στα σπίτια μας!... Ναι, ρε, εκεί φτάσαμε. Να μας σφάζουν μέσα στα ίδια μας τα σπίτια!» Πηγαινοερχόταν μέσα στο σαλόνι και φώναζε κουνώντας νευρικά το δεξί του χέρι. «Κι αυτοί, που τους ψηφίζουμε», συνέχισε μονολογώντας, «τι κάνουν; Μας κοροϊδεύουν! Μας περνούν για ηλίθιους. Τους ακούς να λένε –οι ξεδιάντροποι!– με ύφος: ‘‘Τα δικαιώματα των μεταναστών, και τα δικαιώματα...’’ Τα δικά μου, ρε! Τα δικά μου δικαιώματα ποιος θα τα υπερασπιστεί; Ο Χομεϊνί ή ο Νεχρού;...Το κέρατό μου!» Συνέχιζε να «χτυπιέται» σ’ ένα ασταμάτητο παραλήρημα, σκουπίζοντας πού και πού τα σάλια από το στόμα του και τον ιδρώτα που ξεπηδούσε απ’ το μέτωπό του. Το πρόσωπό του είχε πάρει φωτιά και οι φλέβες στον λαιμό του είχαν φουσκώσει... Νόμιζες πως θα εκραγεί ολόκληρος. Η Χαρίκλεια προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. Τόσα χρόνια μαζί του, τον είχε συνηθίσει, τον είχε μάθει. Έτσι συμπεριφερόταν κάθε φορά που θύμωνε.

Q

14

P


Οι κληρονόμοι του Μίδα

«Πιο σιγά, Θωμά», του ζήτησε χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά. «Μη φωνάζεις. Σ’ ακούει όλη η γειτονιά... θα πάθεις τίποτα...» Του μιλούσε ήπια, μαλακά, όπως σε ένα θυμωμένο παιδί που προσπαθείς να το συνετίσεις. Εκείνος, όμως, τον χαβά του. «Γι’ αυτόν τα λέω», είπε ο Θωμάς και σταμάτησε. Κοίταξε για μια στιγμή επιτιμητικά τον γιο του και μετά... σαν κάτι να θυμήθηκε, κάτι να ξύπνησε μέσα του, άρχισε πάλι να φουντώνει. «Από μας, πάει! Ό,τι ήταν να κάνουμε στη ζωή, το κάναμε...» συμπλήρωσε, κουνώντας με σημασία το κεφάλι του. «Για τον κανακάρη μας τα λέω, που έγινε κώλος και βρακί με τον αναρχικό και τον άλλον! Τον εγγονό του καπετάν Ματσούκα· εκείνον που κάνει τον ειρηνιστή!» Τα τελευταία του λόγια συνοδεύτηκαν από έναν μορφασμό απογοήτευσης και απέχθειας για τους φίλους του γιου του και τις οικογένειές τους. Όχι μόνο δεν το έκρυβε αυτό που αισθανόταν, μα και το έδειχνε σε κάθε ευκαιρία. Ο Αχιλλέας τον άκουγε σιωπηλός. Τον είχε μάθει. Τα είχε ξανακούσει... Ως συνήθως, όταν θύμωνε ο πατέρας του, μέσα σε όλα έμπλεκε και τους φίλους του. Τον Χρόνη Ματσούκα, τον «ειρηνιστή» όπως τον αποκαλούσε ειρωνικά, και τον Φώτη Αναγνώστου, τον συμφοιτητή του, τον «αναρχικό»! Και οι δύο, από το χωριό του. Από το Πέταλο. Τους ήξερε από παιδί. Από τα χρόνια του δημοτικού. Τότε που τον πήγαινε τα καλοκαίρια ο πατέρας του στο χωριό. Με τον Φώτη είχαν την ίδια ηλικία. Ο Χρόνης ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερος, κοντά μια δεκαετία. Ο Αχιλλέας είχε σταυρώσει τα χέρια στο στήθος και εξακολουθούσε, αμίλητος, να κοιτάζει έξω στον δρόμο τη βροχή. Έβλεπε τις γαλαζωπές αστραπές, η μια πίσω απ’ την

Q

15

P


140 × 210  SPINE: 23  FLAPS: 80

Πεζογραφία • Σιμπολέτ Μυθιστόρημα, εκδόσεις Ίαμβος α΄ έκδοση Νοέμβριος 2010 β΄ έκδοση Νοέμβριος 2010 γ΄ έκδοση Δεκέμβριος 2010 • Το εμβατήριο των θεών Διηγήματα, εκδόσεις Οσελότος 2012 • Ta τριαντάφυλλα είναι μαύρα Μυθιστόρημα, εκδόσεις Οσελότος 2012

[…] Ο κόσμος μας είναι εύθραυστος· μοιάζει με γυαλί. Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να κομματιαστεί. Αρκεί ένα πετραδάκι, μια λέξη... για να θρυμματιστεί! Να σκορπίσει... γεμίζοντας θραύσματα την ψυχή μας.[…]

Γεννήθηκε στο Νομό Έβρου. Είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος του πανεπιστημίου Μακεδονίας. Από το 1993 ζει στην Αθήνα. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά, τον Χρήστο και τον Ορφέα. Ποιήματά του και λογοτεχνικά του κείμενα έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες.

Ένα μυθιστόρημα, μέσα στη λαίλαπα της οικονομικής κρίσης, με πρωταγωνιστές που θα στοιχημάτιζες ότι τους συνάντησες· πως τους ξέρεις! Η ζωή ποτέ δεν ρωτάει. Μόνο απαντά. Απαντά με εκπλήξεις! Σ’ αυτές τις εκπλήξεις… ο κόσμος τους θ’ αντέξει; Ή θα θρυμματιστεί;

ΈΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΊΟΥ

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

www.gkiourtidis.gr facebook: George Kiourtidis g.kiourtidis@gmail.com

ISBN 978-960-564-149-8 Κ Ε Ν Τ ΡΙ Κ Η Δ Ι ΑΘ Ε Σ Η Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ.: 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com www.ocelotos.gr

0_cover_midas.indd 1

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΟΥΡΤΙΔΗΣ

γ΄ έκδοση, Οκτώβριος 2010 • Όρβηλος, εκδόσεις Οσελότος 2012 • Ύσσωπος, εκδόσεις Οσελότος α΄ έκδοση Οκτώβριος 2013 β΄ έκδοση Οκτώβριος 2013

Ποίηση • Δυό αστέρια και ένα κοχύλι, ιδιωτική έκδοση, 2003 • Προσκυνητές του ονείρου, εκδόσεις Εριφύλη, 2004 • Σταλαγμίτες, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2006 • Οσποδάρος Χρόνος, εκδόσεις Ίαμβος, α΄ έκδοση, Οκτώβριος 2009, β΄ έκδοση, Δεκέμβριος 2009, 

4/24/2014 9:32:29 AM


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.