Μέρες Κατοχής

Page 1

Μέρες Κατοχής
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα. Τι Τλος Μέρες Κατοχής ς υγγρΑ φέ Α ς Κωνσταντίνος γούλας έ ξωφυλλο Ναταλία Καπώνη ςέ ιρΑ λογοτεχνία [1358] 0524/16 έ πιm έ λ έ ι Α - Διορθω ς η Μαρίνα ςταμέλου
ayout - Design myrtilo, λένα παντοπούλου Copyright© 2024 Κωνσταντίνος γούλας π ρ ωΤ η έΚΔο ς η Αθήνα, Μάιος 2024
n 978-618-205-597-7 ΚέΝΤριΚη ΔιΑθέςη Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | Τηλ.: 210 64 31 108 ocelotos@ocelotos.gr | www.ocelotos.gr
L
is B
Κωνσταντίνοσ Γούλασ — αθήνα 2024 — Μέρες Κατοχής
— 5 — Στον Γιώργο για το ερέθισμα, στον πρώτο αναγνώστη μου, και στην οικογένειά μου
— 7 — Το αμάρτημα του Μιχάλη «Μιχάλη… Μιχάληηη… αγώι!» Βούιξε η τσιριχτή φωνή στο στενοσόκακο της συνοικίας. Με αφετηρία το ξυπόλυτο χαμίνι, έκανε καραμπόλα στους ξεφτισμένους μαντρότοιχους, σκόνταψε στον ξεχαρβαλωμένο στύλο του ηλεκτρικού και, κάνοντας στροφή ενενήντα μοιρών, τρύπωσε στην αυλή με τα γεράνια. «Μιχάληηη… δεν ακούς, ρε; Θεία Παναγιώτα… αγώι!» Βγήκε αστραπή αυτή από την μπροστινή κάμαρη, σιάζοντας τη λερή ποδιά της. Σαράντα τριών χρονών γυναίκα, με τα σημάδια μιας αρχαίας ομορφιάς νωπά στο βαθουλωτό της πρόσωπο. Έβραζε σε ένα συφοριασμένο τσουκάλι, απ’ το πρωί, κόκκαλα και, σκυμμένη σαν σε εικόνισμα, όλο ξάφριζε με προσοχή λίπη και αφρούς που μόνο εκείνη έβλεπε. «Να πιει σουπίτσα ο Κωστάκης μου, να καρδαμώσει», μονολογούσε. Σκεπασμένος με το χράμι, ο Κωστάκης γύριζε τα μάτια από τη μέσα πλευρά του σιδερένιου κρεβατιού, στον φουσκωμένο από τη βροχή μεσότοιχο, που έγλειφε τις σταγόνες της σκεπής. Σταματούσαν πάντα σ’ ένα ποταμάκι που βύζαινε τον υγρό ασβέστη, κεντημένο με γαλάζια κλωστή στη φτενή μπάντα. Σ’ αυτήν που πάντα εκεί, από τη μέρα που πρωτόκλαψε ο Κωστάκης, έστεκε

εδώ; Θα χάσετε, ρε, τ’ αγώι!» «Σιγά, παιδάκι μ’!» Πρόβαλε

— 8 — ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΟΥΛΑΣ ασάλευτη σαν στοιχειωμένη. Μάζευε τις άσπρες νιφάδες που ξεπέφτανε, ψιλό χιόνι όλο τον χειμώνα, και ξύπναγε καμιά φορά μεσάνυχτα, ασπρισμένος. Όπως τότε που γύρισε χιονισμένος και κρουσταλλιασμένος στο χαμόσπιτο, από τα
στον ύπνο του τώρα,
να ψάχνει τον άλλο, τον μεσαίο αδελφό. «Ο Μήτσος είν’
στη γωνιά της βεράντας η θεία Παναγιώτα, με το δάκτυλο κάθετα στα χείλη. «Σιγά,
τ’ αρρωστούλι μου. Πίσω, πίσω στην αυλή είναι. Χαζεύει όλη μέρα με τον αραμπά». Ο Κούλης, το χαμίνι της γειτονιάς, δεν κατέβηκε τα πέντε σαραβαλιασμένα σκαλάκια για να φτάσει στην πίσω αυλή. Από τη φούρια του, πήδησε ανάλαφρα το χαμηλό τοιχάκι που χώριζε στη μέση το προσφυγικό οικόπεδο και προσγειώθηκε σαν γύπας στο χώμα της. Μπροστά στα πόδια του ξαφνιασμένου Μήτσου. «Πού ’σαι, ρε! Ξελαρυγγιάστηκα. Ο Μιχάλης πού είναι;» «Τι τον θες;» Σαν να μην ενδιαφερόταν ξαφνικά για την απάντηση, ο Κούλης έψαχνε ήδη σπιθαμή προς σπιθαμή τον κηπάκο, ιχνηλατώντας την απουσία του Μιχάλη. Το βλέμμα του πέρασε αδιάφορα μέσα από τις τρεις μπουμπουκιασμένες λεμονιές, μα στη συνέχεια καρφώθηκε ερευνητικά στο χαμηλό μποστάνι που ήταν αθέατο απ’ την πλευρά του φτωχόσπιτου. Καρφώθηκε και ζωήρεψε. «Ρε, συ, βάλατε πατάτες;» «Πού να ξέρω, ρε, τι κάνει η μάνα μου, από πίσω της τρέχω; Κι εσύ τι είσαι, ρε γύφτο, λοχίας για επιθεώρη-
πρώτα του κάλαντα. Άκουσε, μέσα
τη φωνή
θα μου ξυπνήσεις
— 9 — ΜΕΡΕΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
ο Μήτσος, φουρτουνιασμένος και ζύγωσε
τον σβερκώσει.
ση;» Επιθετικός
να
στο
ο Μήτσος, δεκαπέντε χρονών έφηβος, με ντρίλινο, κοντό παντελόνι και πλεκτές κάλτσες, μέχρι το γόνατο. Τα παλιοπάπουτσα
κι όταν έβρεχε μουσκεύανε οι κάλτσες, παπαριάζανε τα πόδια και γινόντουσαν ασήκωτα. Άλλαξε την κουβέντα ο Κούλης και πήρε να καλοπιάσει με το μαντάτο του τον αγριεμένο έφηβο. «Έσκασε αγώι. Μ’ έστειλε ο μπαρμπα-Γιάννης». «Ε, και… τι;» «Γέρος είναι. Δεν θα ’ναι τριάντα οκάδες, εύκολη δουλειά», επέμεινε ο Κούλης. «Ποιος πληρώνει, ρε; Δικοί του ή γράφ’ τα στο χιόνι;» «Όχι, θείε Μήτσο, έχει μια κόρη, είπε ο μπαρμπα-Γιάννης», τον καθησύχασε αυτήν τη φορά το δουλικό χαμίνι. Σαν να ηρέμησε ο Μήτσος, άρχισε να δίνει σημασία στον μικρό. To μπερδεμένο του μυαλό πήρε ξαφνικά μια στροφή. Ζύγωσε κοντά την κεφάλα του, μισάνοιξε το στόμα και του σφύριξε συνωμοτικά: «Είσαι, ρε;» Ανυποψίαστος, δέχτηκε τη ρουκέτα το μικρό χαμίνι. Μεγαλωμένο στην καρπαζιά και σε ό,τι ξεροκόμματο περίσσευε απ’ τους φτωχονοικοκυραίους στη Γούβα, άκουσε, σαν ουράνια σάλπιγγα που παιάνιζε, κάποιον στη γη να ζητάει τη βοήθειά του. Κιτρίνισε, κοκκίνισε και μετά ψέλλισε ξέπνοα: «Τι… τι είπες, θείο;»
«Καλά, θείε Μήτσο. Δεν είπα τίποτα…» «Και να μη λες. Κουμάντο
τσαντίρι σου». Ξεφυσούσε νευρικά
ήταν τα παλιά του Μιχάλη, χάσκανε μπροστά σαν σκυλόψαρα
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | ΤΗλ.: 210 64 31 108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com | www.ocelotos.gr […] Μέρες της κατοχής… παράξενες και δύσκολες. Η μισή Αθήνα πάλευε για την επιβίωση και η άλλη μισή, μαγκωμένη και ανήμπορη, πάσχιζε να προστατευθεί μέσα στην ανωνυμία και την καθημερινότητα. Ο χρόνος είχε σταματήσει. Κοίταζε ξοπίσω του το γλέντι τ’ αποχωρισμού στον σταθμό Λαρίσης και μπροστά του, θεατής σε ταινία τρόμου, με σβηστό τον ήχο και την παλάμη να κρύβει το ματωμένο πανί, με υπόκρουση μια ξαφνική φθινοπωρινή μπόρα, που άδειασε τους δρόμους και γέμισε τα υπόστεγα και τα παλιά ψηλοτάβανα καφενεία. Βρεγμένος ο κόσμος έβλεπε βουβός να κατεβάζουν τα ποτάμια λογής λογής πράγματα. Παλιές σαμπρέλες από φορτηγά, κεραμίδια από ερειπωμένα σπίτια, δίκοχα από το μέτωπο. Μέχρι και πεθαμένους από την πείνα που τους παράχωσαν βιαστικά… ISBN 978-618-205-597-7 9 7 8 6 1 8 2 0 5 5 9 7 7

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.