Μέρες που έφυγαν μέρες που έρχονται

Page 1

143 × 210  SPINE: 16  FLAPS: 80

ISBN 978-960-564-097-2 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ.: 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

μέρες που έφυγαν μέρες που έρχονται

Μια ιστορία παρόμοια με πολλές άλλες αλλά και εντελώς διαφορετική γι’ αυτούς που βλέπουν έναν κόσμο χωρίς σύνορα και προσπαθούν να ξεφύγουν από το μικρόκοσμο που τους περιβάλλει, χαράζοντας μόνοι τον δρόμο τους για το μέλλον.

δημητρησ κοτζιασ

Σ

ε μια περίοδο ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων και κοινωνικών ανακατατάξεων στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, ένας νεαρός από την Αθήνα φεύγει για να σπουδάσει στη Γερμανία. Αφήνει πίσω του πρόσωπα και μέρη που αγάπησε, αναζητώντας κάτι το καινούργιο, κάτι το διαφορετικό σ’ έναν κόσμο άγνωστο γι’ αυτόν. Οι δεσμοί του με τα αγαπημένα του πρόσωπα και τον τόπο που μεγάλωσε είναι τόσο ισχυροί που δεν επιτρέπουν καμιά αμφιβολία για την απόφαση του μετά την ολοκλήρωση του στόχου του. Επιστροφή στην πατρίδα. Κι όμως τα πράγματα παίρνουν μια άλλη τροπή…

δημητρησ κοτζιασ

μέρες που έφυγαν μέρες που έρχονται ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Ο Δημήτρης Κοτζιάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Σπούδασε χημεία στο πανεπιστήμιο της Βόννης όπου έκανε και τη διδακτορική του διατριβή. Εργάστηκε στο Ινστιτούτο Οικολογικής Χημείας στo Helmholtz Centre for Environment and Health στο Μόναχο και κατόπιν στο Κοινό Κέντρο Ερευνών (Joint Research Centre) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Ίσπρα της Ιταλίας, αρχικά στο Ινστιτούτο Περιβάλλοντος και αργότερα στο Ινστιτούτο Υγείας και Προστασίας του Καταναλωτή. Ιδρυτικό μέλος και επί σειρά ετών πρόεδρος της Μεσογειακής Επιστημονικής Οργάνωσης για την Προστασία του Περιβάλλοντος (MESAEP). Έχει δημοσιεύσει περί τις 250 ερευνητικές εργασίες και μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά. Μέρες που έφυγαν, μέρες που έρχονται είναι το πρώτο του κείμενο εκτός του χώρου των επιστημονικών και επαγγελματικών του συμφερόντων. e-mail: dkotzias10@gmail.com

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς 0_cover_meres poy efygan.indd 1

11/21/2013 1:29:58 AM



μέρες που έφυγαν μέρες που έρχονται



ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΤΖΙΑΣ

μέρες που έφυγαν μέρες που έρχονται


ΤΙΤΛΟΣ Μέρες που έφυγαν μέρες που έρχονται ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ Δημήτρης Κοτζιάς ΣΕΙΡΑ Ελληνική λογοτεχνία [1358]1113/23 ΕΠΙMΕΛΕΙΑ - ΔΙΟΡΘΩΣΗ Δημήτρης Καραναστάσης LAYOUT - DESIGN Myrtilo, Λένα Παντοπούλου Copyright© 2013 Δημήτρης Κοτζιάς ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ Αθήνα, Νοέμβριος 2013 ISBN 978-960-564-097-2

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ∆ΙΑΘΕΣΗ:

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr


Στη μνήμη των γονιών μου



Μέρες αλησμόνητες, άλλες χαρούμενες, άλλες γεμάτες θλίψη, κομμάτια ζωής που μοιάζουν με άστατους ανέμους και αφήνουν πίσω τους ίχνη ανεξίτηλα, σημαδιακά για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Ίσπρα/Αθήνα 2011



1

«Τ

ι κάνεις, Γιώργο μου;» Η φωνή του πατέρα του ακούστηκε αλλόκοτα μέσα από το τηλέφωνο. Ένα μείγμα από περιέργεια και ανησυχία. «Τακτοποιήθηκες; Κάνει κρύο;» Ο Γιώργος ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί του. Το πρώτο τηλεφώνημα με την οικογένειά του αφότου έφτασε στη Γερμανία. Αυτόματα ο νους του πήγε στη στιγμή του αποχαιρετισμού στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αθήνας, απ’ όπου είχε πάρει το τρένο για τη Βόννη τρεις μέρες πριν. Η εικόνα αυτή είχε αποτυπωθεί για πάντα στο μυαλό του. Ο πατέρας του να τον αγκαλιάζει σφιχτά, να τον πιέζει με όλη του τη δύναμη στο στήθος του, να μην τον αφήνει ούτε για ένα δευτερόλεπτο, λες και δεν θα τον ξανάβλεπε πια. Πιο πίσω, η μάνα του περίμενε τη σειρά της για να τον αποχαιρετίσει, ενώ ο Τάκης, ο μικρός του αδελφός, παρακολουθούσε με τα δώδεκά του χρόνια σχεδόν ανέμελα το «θέαμα» που του προσφερόταν. Η θεία του η Καίτη μαζί με την εξαδέλφη της την Αγγελική, περισσότερο συγκινημένες απ’ όλους, αν έκρινε κανείς από τα δάκρυα που έτρεχαν κατά διαστήματα στα γερασμένα πρόσωπά τους –είχαν περάσει πλέον τα εβδομήντα– μιλούσαν ασταμάτητα μεταξύ τους εκφράζοντας τους φόβους τους για το μεγάλο ταξίδι που θα έκανε το παιδί, ο «Γιωργάκης» τους, μόλις δεκαοκτώ χρόνων, στο εξωτερικό. Χωρίς παιδιά, παρά τις προσπάθειές τους, και χωρίς συζύγους, αφού εκείνοι είχαν πεθάνει εδώ και αρκετά χρόνια, ο «Γιωργάκης» ήταν το καμάρι τους. Ωραίο παιδί και καλός μαθητής, με επαίνους και βραβεία στο σχολείο ήταν ό,τι χρειάζο9


νταν για κουβέντα όταν έπαιζαν χαρτιά με τις φιλενάδες τους. Ο τελευταίος της «παρέας» ήταν ο φίλος του ο Αντώνης που τον είχε σαν αδελφό. Πάντα μαζί στις καλές και στις δύσκολες στιγμές. «Γιώργο μου, μ’ ακούς;» Η φωνή του πατέρα του τον έβγαλε απότομα από τις σκέψεις του. Σύντομα και χωρίς περιττές κουβέντες του είπε πως ήταν καλά, ότι έκανε αρκετό κρύο, ενώ με τη βοήθεια του γνωστού τους από την Ελλάδα είχε βρει ένα καλό δωμάτιο. Τέλος, του ζήτησε να μιλήσει με τη μητέρα του. «Πρόσεχε τον εαυτό σου, ξένη χώρα είναι» ήταν τα τελευταία λόγια του πατέρα του προτού δώσει το ακουστικό στην κυρία Ελευθερία που περίμενε ανυπόμονη να τον ρωτήσει αν βολευόταν με τα ρούχα του και να τον προτρέψει να αγοράσει ένα πουλόβερ πιο ζεστό από αυτά που είχε για να μην κρυώσει. Με τα τελευταία λόγια της μάνας του κόπηκε απότομα και η γραμμή, πράγμα που «συμβαίνει τακτικά με τις συνδιαλέξεις προς την Ελλάδα», όπως του είπε αργότερα η υπάλληλος του ταχυδρομείου. Κρέμασε το ακουστικό στη συσκευή του τηλεφώνου. «Ταλαιπωρία αυτές οι συνδιαλέξεις» σκέφτηκε, και με αργές κινήσεις βγήκε από τον τηλεφωνικό θάλαμο κατευθυνόμενος προς τον γκισέ για να πληρώσει. Ήταν περίπου δέκα το βράδυ και το κρύο αρκετά τσουχτερό. Λιγοστοί οι άνθρωποι που περπατούσαν εκείνη την ώρα στους δρόμους. Με το μπουφάν του κλειστό μέχρι τον λαιμό, τράβηξε προς το δωμάτιό του στην παλιά πόλη. Η περιοχή ήταν αρκετά ήσυχη και κατοικούνταν κυρίως από εργάτες και μικροϋπαλλήλους. Απλοί άνθρωποι, ευθείς και αρκετά εξυπηρετικοί ακόμα και απέναντι στους ξένους. Είχε ακούσει πολλά στην Ελλάδα για τους Γερμανούς, ότι ήταν αφιλόξενος λαός και έβλεπαν τους ξένους, ιδιαίτερα αυτούς που έρχονταν από τη νότια Ευρώπη, σαν ένα ξένο σώμα, ανίκανο να προσαρμοστεί στην κοινωνία τους και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας ζωής γεμάτης κανόνες και περιορισμούς. 10


Κι όμως, οι πρώτες του εμπειρίες μ’ αυτούς τους απλούς ανθρώπους της γειτονιάς του ήταν αρκετά θετικές. Το δεύτερο απόγευμα μετά την άφιξή του στη Βόννη, η κυρία από τον επάνω όροφο τον φώναξε για να του προσφέρει καφέ και γλυκό και να τον ρωτήσει αν χρειαζόταν τίποτα ιδιαίτερο. Η κυρία Μαρία ήταν περίπου πενήντα πέντε ετών, ο άντρας της εργάτης με την ίδια περίπου ηλικία. Είχαν δύο παιδιά που ήταν ήδη παντρεμένα και έμεναν σ’ ένα μικρό χωριό μια ώρα μακριά από την πόλη. Η συζήτηση που είχε με την κυρία Μαρία και τον άντρα της αφορούσε φυσικά την Ελλάδα. «Σίγουρα δεν υπάρχει αρκετή δουλειά στην Ελλάδα, γι’ αυτό έρχονται πολλοί να εργαστούν στη Γερμανία;» ρώτησε με περιέργεια η κυρία Μαρία. Ο άνδρας της την διαβεβαίωσε ότι οι Έλληνες –στο εργοστάσιο όπου δούλευε είχε αρκετούς– είναι εργατικοί και μαθαίνουν γρήγορα να συνεννοούνται, παρόλο που η γερμανική γλώσσα δεν είναι καθόλου εύκολη. Αυτές οι σκέψεις και οι εικόνες περνούσαν βιαστικά από το μυαλό του καθώς πλησίαζε προς την παλιά πόλη. Φτάνοντας στην εξώπορτα του παλιού τριώροφου κτιρίου κοντοστάθηκε και έψαξε τις τσέπες του για τα κλειδιά. Την ίδια στιγμή η πόρτα άνοιξε απότομα και μια νεαρή γυναίκα με κοντά ξανθά μαλλιά βγήκε μουρμουρίζοντας βιαστικά μια «καλησπέρα» και με γρήγορα βήματα χάθηκε στο μισοσκόταδο του δρόμου. Με μεγάλη δυσκολία μπόρεσε να διακρίνει το πρόσωπό της. Μπήκε κι αυτός βιαστικά στο σπίτι και ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά μέχρι τον δεύτερο όροφο όπου βρισκόταν το δωμάτιό του. Στην ουσία μοιραζόταν ένα διαμέρισμα τριών δωματίων με άλλους δύο φοιτητές, έναν Τούρκο και έναν Γερμανό. Η κουζίνα ήταν κοινή όπως και η τουαλέτα. Μπάνιο δεν υπήρχε. Ευτυχώς πολύ κοντά, περίπου πέντε λεπτά από το σπίτι βρισκόταν η δημοτική πισίνα που διέθετε και εγκαταστάσεις λουτρών όπου μπορούσε κανείς με ένα μάρκο να κάνει ντους, όπως του είχε πει ο ιδιοκτήτης όταν νοίκιασε το δωμάτιο, εξαίροντας πολύ πειστικά την «προνομιακή» θέση του δωματίου. 11


2

Τ

ο κτίριο του πανεπιστημίου της Βόννης όπου γίνονταν οι εγγραφές για τους νέους φοιτητές ήταν στο κέντρο της πόλης. Μπήκε δειλά δειλά στη μεγάλη είσοδο του νεοκλασικού κτιρίου. Στάθηκε για ένα λεπτό στην αρχή του μακρύ διαδρόμου με γραφεία στη μια πλευρά και πολλά συνεχόμενα παράθυρα προς την πλευρά του δρόμου. Αρκετά νέα παιδιά με χαρτιά στα χέρια μπαινόβγαιναν στα διάφορα γραφεία, άλλα συζητούσαν μεταξύ τους δείχνοντας στη μία ή στην άλλη κατεύθυνση. «Κι αυτοί πρωτάρηδες σαν εμένα» σκέφτηκε για μια στιγμή. Βλέποντας μια ηλικιωμένη κυρία να βγαίνει εκείνη τη στιγμή από ένα γραφείο τη ρώτησε βιαστικά πού θα μπορούσε να απευθυνθεί για την εγγραφή αλλοδαπών φοιτητών. «Στο γραφείο δέκα» του απάντησε. Κατευθύνθηκε προς το γραφείο με το νούμερο δέκα. «Για τους αλλοδαπούς» έγραφε η ταμπέλα απ’ έξω μαζί με το όνομα «Κύριος Γκύντερ». Χτύπησε ελαφρά την πόρτα περιμένοντας λίγα δευτερόλεπτα, ώσπου να ακούσει τη φωνή, προφανώς του κυρίου Γκύντερ, να τον καλεί να περάσει στο δωμάτιο. Μπήκε με μικρά διστακτικά βήματα σ’ ένα αρκετά ευρύχωρο δωμάτιο με βαριά επίπλωση. Ο κύριος Γκύντερ, σαράντα πέντε ετών περίπου, ύψωσε αργά το κεφάλι από κάτι έγγραφα, έβγαλε τα γυαλιά του και κοιτάζοντάς τον μ’ ένα ελαφρό μειδίαμα τον ρώτησε τι θα ήθελε. Του εξήγησε ότι μόλις έφτασε από την Ελλάδα, ήθελε να σπουδάσει χημεία, και πως είχε όλα τα απαραίτητα πιστοποι12


ητικά. Έβγαλε από την τσάντα του έναν φάκελο και ζήτησε να ενημερωθεί σχετικά με την διαδικασία εγγραφής στο πανεπιστήμιο. Ο κύριος Γκύντερ τον ρώτησε ευγενικά πώς είχε μάθει τόσο καλά γερμανικά και αν είχε τελειώσει το γερμανικό σχολείο. Τον ενημέρωσε ότι είχε παρακολουθήσει αρκετά μαθήματα στη γερμανική σχολή και σε διάφορα άλλα ιδιωτικά ινστιτούτα στην Αθήνα. Κατόπιν του έδωσε και το απολυτήριο του ελληνικού γυμνασίου, το οποίο ήταν ήδη μεταφρασμένο στα γερμανικά και επικυρωμένο. Ο κύριος Γκύντερ έδειξε έναν μικρό καναπέ απέναντι από το γραφείο του και του πρότεινε να καθίσει, έβαλε πάλι τα γυαλιά του και άρχισε να εξετάζει προσεκτικά τόσο το απολυτήριο όσο και τη μετάφρασή του στα γερμανικά. Περίμενε βαριεστημένος το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας. «Στην ουσία» σκέφτηκε «ξέρω τι θα μου πει. Ότι το ελληνικό απολυτήριο δεν αναγνωρίζεται από το πανεπιστήμιο και ότι θα πρέπει να κάνω συμπληρωματικά μαθήματα σε γερμανικά γυμνάσια για ένα χρονικό διάστημα, ώστε να μπορέσω να δώσω εξετάσεις και να πάρω ένα απολυτήριο γυμνασίου ισότιμο με αυτό των Γερμανών». Είχε ενημερωθεί για όλα αυτά ήδη στην Αθήνα και ό,τι γινόταν σ’ εκείνο το γραφείο του φαινόταν χάσιμο χρόνου. Παρόλα αυτά, γνώριζε ότι η διαδικασία αυτή ήταν τυπικά αναγκαία. Φεύγοντας από το γραφείο του κυρίου Γκύντερ ένιωσε αρκετά ευχαριστημένος έχοντας προβλέψει να τακτοποιήσει στην Αθήνα όλα του τα χαρτιά –ακόμη και τη δήλωση του πατέρα του για την οικονομική κάλυψη των σπουδών του– κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να μην υπάρξει καμιά δυσκολία για την άμεση εγγραφή του στα προκαταρκτικά τμήματα, όπως τον διαβεβαίωσε ο κύριος Γκύντερ. Κατευθύνθηκε προς το κέντρο της πόλης και μπήκε σ’ ένα 13


143 × 210  SPINE: 16  FLAPS: 80

ISBN 978-960-564-097-2 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ.: 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

μέρες που έφυγαν μέρες που έρχονται

Μια ιστορία παρόμοια με πολλές άλλες αλλά και εντελώς διαφορετική γι’ αυτούς που βλέπουν έναν κόσμο χωρίς σύνορα και προσπαθούν να ξεφύγουν από το μικρόκοσμο που τους περιβάλλει, χαράζοντας μόνοι τον δρόμο τους για το μέλλον.

δημητρησ κοτζιασ

Σ

ε μια περίοδο ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων και κοινωνικών ανακατατάξεων στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, ένας νεαρός από την Αθήνα φεύγει για να σπουδάσει στη Γερμανία. Αφήνει πίσω του πρόσωπα και μέρη που αγάπησε, αναζητώντας κάτι το καινούργιο, κάτι το διαφορετικό σ’ έναν κόσμο άγνωστο γι’ αυτόν. Οι δεσμοί του με τα αγαπημένα του πρόσωπα και τον τόπο που μεγάλωσε είναι τόσο ισχυροί που δεν επιτρέπουν καμιά αμφιβολία για την απόφαση του μετά την ολοκλήρωση του στόχου του. Επιστροφή στην πατρίδα. Κι όμως τα πράγματα παίρνουν μια άλλη τροπή…

δημητρησ κοτζιασ

μέρες που έφυγαν μέρες που έρχονται ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Ο Δημήτρης Κοτζιάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Σπούδασε χημεία στο πανεπιστήμιο της Βόννης όπου έκανε και τη διδακτορική του διατριβή. Εργάστηκε στο Ινστιτούτο Οικολογικής Χημείας στo Helmholtz Centre for Environment and Health στο Μόναχο και κατόπιν στο Κοινό Κέντρο Ερευνών (Joint Research Centre) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Ίσπρα της Ιταλίας, αρχικά στο Ινστιτούτο Περιβάλλοντος και αργότερα στο Ινστιτούτο Υγείας και Προστασίας του Καταναλωτή. Ιδρυτικό μέλος και επί σειρά ετών πρόεδρος της Μεσογειακής Επιστημονικής Οργάνωσης για την Προστασία του Περιβάλλοντος (MESAEP). Έχει δημοσιεύσει περί τις 250 ερευνητικές εργασίες και μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά. Μέρες που έφυγαν, μέρες που έρχονται είναι το πρώτο του κείμενο εκτός του χώρου των επιστημονικών και επαγγελματικών του συμφερόντων. e-mail: dkotzias10@gmail.com

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς 0_cover_meres poy efygan.indd 1

11/21/2013 1:29:58 AM


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.