ZZ
170 × 240 SPINE: 4.8 FLAPS: 70
μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ
Επισκεφθείτε
το βιβλιοπωλείο του μ ύ ρτι λ ο
Οσελότου
Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Ο Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο • Τ Ε ΥΧΟ Σ 7 • Φ Θ Ι Ν Ο Π Ω Ρ Ο 2 0 1 5
στα Ιωάννινα ocelotos.ioannina@gmail.com
Μ
ια επική περιπέτεια με πρωταγωνιστές τον Μάρκο, που “άκουσε” την ψυχή της θείας του της Αύρας να σπάει μυστηριωδώς, και τη φίλη του Λουίζα, που έχει στην κατοχή της τον μαγικό Τριακοστό Πρώτο Τόμο και τον Αστρολάβο του Τύχωνα. Οι δυο τους θα αναζητήσουν το ιαματικό ψυχοβότανo περνώντας σε έναν Κόσμο γεμάτο από ζωντανούς Θρύλους, Μάγισσες και άλλα Θρυλοπλάσματα με μοναδικό σύμμαχό τους τον Λάντρο, το φτερωτό λιοντάρι, που από πέτρινο που ήταν ζωντάνεψε μπροστά τους το βράδυ που πέρασαν από τη Μυστική Πύλη του κάστρου του Παλαμηδιού. Δεν έχουν παρά μόνο τρεις ημέρες χρόνο για να βρουν το ιαματικό ψυχοβότανο. Με μια μικρή λεπτομέρεια: ο Χρόνος, όπως και ο Χώρος στον Κόσμο της Θρυλίας, είναι ζωντανές οντότητες και κινούνται όπως και όποτε αποφασίσουν. Έτσι, οι τρεις ημέρες στον Θρυλόχρονο μπορούν να είναι από τρεις αιώνες μέχρι και τρία λεπτά. Θα προλάβουν να φτάσουν στον ανόφθαλμο Ιεροφάντη και να σώσουν την ψυχή της Αύρας;
Το βιβλίο της Θάλειας Αντωνιάδη κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
Λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο»
ISSN: 2241-3685
Χατζηκώστα 5, Ιωάννινα
ΕΤ ΑΙ
ΔΩ
ΡΕ
ΑΝ
Οι συγγραφείς του τεύχους σε αλφαβητική σειρά
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 7 | ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2015
Olimpio Di Mambro Αγραπίδη Σοφία Αθανασίου Αλεξία Βάββα Βίκυ Δεληγιάννη Έφη Κώτση Δημητριάδης Α. Δημήτρης Δραγούνη Βασιλική Ζέρβας Μιλτιάδης Θεοφιλίδου Έλλη Κορνηλιάδης Γ. Αλεξάνδρου Κούλη Μαρία Κράνης Δημήτρης Κυπριωτάκης Βασίλης Λαγού Ελευθερία Λεονταρίδου Ντόρα Μαλαξιανάκη Ντετέλ Μαυρακάνα Αλίκη Μηλιορίδης Αλέξανδρος Μπαρμπαγιαννέρης Κωστής Νικ Μπήτνικ Οικονόμου Κωνσταντίνος Πατρώνης Τάσος Πολίτης Δημήτρης Πουλινάκης Νίκος Σεϊτανίδης Χάρης Σωτηρέλλος Γιώργος Τουλ Μαρία Τσαμίλης Γιώργος Τσιάκαλος Κώστας Τσιτιρίδης Γιώργος Φαφουτάκη-Nικολάου Χρ.
12 29 61 22 35 16 21 4 65 32 50 30 64 54 56 10 55 15 38 6 6 43 24 36 41 41 51 18 53 40 62
2651 306456 0000_myrtilo7_cover.indd 1
9/9/2015 12:43:34 μμ
Οι συγγραφείς του τεύχους σε αλφαβητική σειρά
Olimpio Di Mambro Αγραπίδη Σοφία Αθανασίου Αλεξία Βάββα Βίκυ Δεληγιάννη Έφη Κώτση Δημητριάδης Α. Δημήτρης Δραγούνη Βασιλική Ζέρβας Μιλτιάδης Θεοφιλίδου Έλλη Κορνηλιάδης Γ. Αλεξάνδρου Κούλη Μαρία Κράνης Δημήτρης Κυπριωτάκης Βασίλης Λαγού Ελευθερία Λεονταρίδου Ντόρα Μαλαξιανάκη Ντετέλ Μαυρακάνα Αλίκη Μηλιορίδης Αλέξανδρος Μπαρμπαγιαννέρης Κωστής Νικ Μπήτνικ Οικονόμου Κωνσταντίνος Πατρώνης Τάσος Πολίτης Δημήτρης Πουλινάκης Νίκος Σεϊτανίδης Χάρης Σωτηρέλλος Γιώργος Τουλ Μαρία Τσαμίλης Γιώργος Τσιάκαλος Κώστας Τσιτιρίδης Γιώργος Φαφουτάκη-Nικολάου Χρ.
12 29 61 22 35 16 21 4 65 32 52 30 64 54 56 10 55 15 38 6 6 44 24 36 42 41 50 18 53 40 62
Μ
ετ’ εμποδίων κατέφθασε Σεπτέμβρη το θερινό και 7ο ΜΥΡΤΙΛΟ. Σκέψεις, λέξεις, αφηγήσεις, σχόλια, πρόζα, ποίηση, συντάχθηκαν κατά τους προηγούμενους μήνες εν μέσω πολιτικής αστάθειας και οικονομικής δυσπραγίας, και ενώ ο πόλεμος, τραγικά αδυσώπητος, ωθούσε και ακόμη ωθεί χιλιάδες πολύπαθες υπάρξεις, προς τις ακτές της Μεσογείου. Κι ο ψίθυρος της απελπισίας κραυγάζει την αποτυχία μας. Μοναξιά, έρωτας, θάνατος, φόβος, ταξίδι, τα κείμενα αναφέρονται σε όσα ανέκαθεν απασχολούσαν τη λογοτεχνία. Σ’ αυτό το τεύχος θα διαβάσετε: Δοκίμιο - Ο Γιωργής Α. Κορνηλιάδης ανιχνεύει την παρουσία του θείου στην ποίηση της Κικής Δημουλά, ενώ ο Olympio Di Mambro διατυπώνει κάποιες σκέψεις για την Αστυνομική Λογοτεχνία – και όχι μόνο στην Ιταλία. Διηγήματα των Τσαμίλη, Οικονόμου, Λεονταρίδου, Πολίτη, και άλλα σύντομα πεζά. Επίσης μια απολαυστική προδημοσίευση από το νέο μυθιστόρημα του Νικ Μπήτνικ με τίτλο Ψάξε-βρες το με τον Ερνέστο και τη συνέχεια του μυθιστορήματος του Τάσου Πατρώνη από το προηγούμενο Μύρτιλο. Ποίηση από τους Ζέρβα, Κράνη, Δημητριάδη, Βάββα, Μαλαξιανάκη, Κούλη, Πουλινάκη, Μηλιορίδη, Τουλ και Τσιτιρίδη μεταξύ άλλων, καθώς και δύο σταχυολογημένους και έμμετρα διασκευασμένους μύθους του Αισώπου. Μέσα στον λαβύρινθο των κειμένων θα συναντήσετε τους παράξενους χαρακτήρες του τεύχους #7: μια «άλλη» Ευρυδίκη κι έναν «άλλο» Οδυσσέα, έναν ομιλούντα και σκεπτόμενο γατούλη, μια γυναίκα-ηλιαχτίδα, ένα «εγώ» εγκλωβισμένο στο σκοτάδι, έναν ριψοκίνδυνο μηχανόβιο, έναν πρίγκηπα από το μέλλον και μια νοικοκυρά που συνομιλεί με τον φωταγωγό. Θα βρεθείτε στη Σεγκόβια, στο εξωτικό(;) Μπάνιος, και ενίοτε στα παράλια του συμβολισμού και του μαγικού ρεαλισμού. Θα ακούσετε φωνές νεαρές αξιέπαινες και άλλες πιο ώριμες και γοητευτικές. Πάνω απ’ όλα ελπίζουμε να νιώσετε απόλαυση αναγνωστική. Για το 7ο ΜΥΡΤΙΛΟ επιλέξαμε φωτογραφίες υπαίθριων έργων γλυπτικής, για να θυμηθούμε ξανά ότι ο δημόσιος χώρος απευθύνεται σε όλους, έχει ανάγκη την αισθητική και τη συγκίνηση, είναι η μεγάλη αυλή, το σημείο σύμπτωσης ατομικότητας και συλλογικότητας. Ευχαριστούμε τους είκοσι οκτώ συγγραφείς που συντέλεσαν με τα κείμενά τους στην παραγωγή του παρόντος τεύχους και ευχόμαστε καλό Φθινόπωρο.
Μύρτιλο Λογοτεχνικό Περιοδικό ISSN: 2241-3685 Τεύχος 7ο Φθινόπωρο 2015 ΙΔΙΟΚΤΉΤΗΣ
Ελένη Λ. Παντοπούλου Εκδόσεις Οσελότος ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ
Αιμιλία Σκουφάκη ΣΧΕΔΙΑΣΜΌΣ
Ocelotos Publishing ΕΡΓΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ
Ο τρομπετίστας του Eugene Ivanov ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΊΑ :
210 6431108 periodiko.myrtilo@gmail.com FACEBOOK
Λογοτεχνικό Περιοδικό Μύρτιλο ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ
http://www.ocelotos.gr ΔΙΕΎΘΥΝΣΗ
Βατάτζη 55, 11473 – Αθήνα To περιοδικό Μύρτιλο διατίθεται ΔΩΡΕΑΝ στα βιβλιοπωλεία και ηλεκτρονικά στο www.ocelotos.gr
Οι συγγραφείς φέρουν την αποκλειστική ευθύνη για την πρωτοτυπία των άρθρων τους που δημοσιεύονται στο παρόν τεύχος του Μύρτιλου.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Μιλτιάδης Ζέρβας
4
Ο Μικρός Αυτοκράτορας
Νικ Μπήτνικ
6
Θεός, λέξεις και θάνατος
Ντετέλ Μαλαξιανάκη 10 Φως Αποσύνδεση
Olimpio Di Mambro
12
Λίγα λόγια για την αστυνομική λογοτεχνία στην Ιταλία
Αλέξανδρος Μηλιορίδης
15
να θυμάσαι χαμένες ψυχές
Δημήτρης Α. Δημητριάδης
16
Ο δικός σου κόσμος Τάγκο
Γιώργος Τσαμίλης
18
Μόνο το φιλί της!
Βασιλική Δραγούνη
21
Το βαλς της μελαγχολίας
Βίκυ Βάββα
22
Φωταγωγός
Δημήτρης Πολίτης
24 Η άγνωστη της οδού Λυκούργου
Σοφία Αγραπίδη 29 Μοναξιά Δημήτρης Κράνης
30
Ωδή στα χείλη σου Ευοίωνη προοπτική
Γιωργής Αλεξάνδρου-Κορνηλιάδης
32
Θεμελιακές εναρχειώσεις του Θείου στην Ποιητική της Κικής Δημουλά
Έφη Κ ώτση-Δεληγιάννη 35 Εύθραυστη Ιπτάμενα λόγια Νίκος Πουλινάκης
36
Ένας λησμονημένος ήλιος Ολοφυρμός Εξόριστος χρησμός Δίψα για ελπίδα Αποκάλυψη
Κ ωστής Μπαρμπαγιαννέρης
38
Δε χόλι μπάιμπλ οφ τουρίστα
Γιώργος Τσιτιρίδης
40
Σταυρουδάκι χρηστό Το αγόρι του λούνα-παρκ
Γιώργος Σωτηρέλλος
41
Ωδή στην αγαπημένη μου γειτονιά (απόσπασμα) Το κακό χωριό Η τριλογία του Πάνου Κ.
Χάρης Σεϊτανίδης
42
Το κουτί συναισθησίας
Τάσος Πατρώνης
44
Μαύρος Έγελος
Μαρία Τουλ 50 Οδύσσεια Ησυχαστής Προμηθέας Δεσμώτης
Μαρία Κούλη
52
Κι εγώ σε θέλω... Ακροβασίες δίχως ρίσκο...
Κ ώστας Τσιάκαλος
53
Το ξύπνημα (Απόσπασμα)
Ελευθερία Λαγού
54
Σε νεκρό χρόνο
Αλίκη Μαυρακάνα
55
Η τριλογία της μοναξιάς
Ντόρα Λεονταρίδου
56
Η φεγγαρολουσμένη
Αλεξία Αθανασίου
61
Οι ωραίοι
Χρυσάνθη Φαφουτάκη-Nικολάου
62
Μύγα Άτεχνος γιατρός
Βασίλης Κυπριωτάκης 64 Έφυγες Του προτέρου βίου Έλλη Θεοφιλίδου
65
Παιχνίδια του μυαλού Ίσως...
Κωνσταντίνος Οικονόμου 66 Νηρέας
4
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Μιλτιάδης Ζέρβας Ο Μικρός Αυτοκράτορας Ο Μικρός Αυτοκράτορας, γόνος παλαίφατης αρχοντικής γενιάς ασκεί µε ύφος ρηξικέλευθο την εξουσία του στο αχανές, στο απέραντό του Σύµπαν. Στις προσταγές του έχει αµέτρητους στρατούς Ιππότες του Καλού και Νέους Σταυροφόρους έµπειρους Μαχητές µε τα φωτόσπαθά τους που αντλούν ισχύ απ’ τις αναλαµπές των Μακρυνών των Άστρων. Έλαβε κάποτε κι αυτός το µυστικό το κάλεσµα επιτυχώς διήνυσε µετά το στάδιο της µύησης κι επέστρεψε γεµάτος δύναµη και γνώση. Μπορεί και ταξιδεύει τώρα ακατάπαυστα στον χρόνο γλιστρώντας πάνω στα µαλλιά της Βερενίκης. Κυρίαρχος του απειροστού του Σύµπαντος τόσος δα, µια σταλίτσα µικρή αυτός ο νέος µε τα ρεµβώδη µάτια και τη φλογάτη κόµη που γνώρισε το χώµα µόνο µέσα από µια pixel εκδοχή του, κολυµπά µέσα σ’ έναν ωκεανό πληροφόρησης δίνοντας εντολές µε την αφή, τη φωνή και τη σκέψη.
ZZ Ο Μιλτιάδης Ζέρβας γεννήθηκε στο Βαθύ της Σάμου. Ασχολείται με την ποίηση από το 1971. Ποιήματά του έχουν βραβευθεί και διακριθεί σε πολλούς διαγωνισμούς. Η ποιητική συλλογή «Ηγεμονία των βράχων» (εκδ. Οσελότος, 2010) είναι το δεύτερο βιβλίο του.
Μιλτιάδης Ζέρβας
Κάτω από την µπότα ενός αθέατου και πολυµορφικού κακού υπερασπίζεται µονάχα αυτός, ώρες και µέρες τον κόσµο που υποφέρει. Σαν µαιτρ του είδους, διατηρεί στη µνήµη του, Αρχεία γεγονότων, στρατηγικές και περιστατικά µαχών, αναγνωρίζει διατάξεις και αντιδρά αυτόµατα. Του κατατρώγει τη ζωή, η έγνοια του αυτή να σώσει µόνο αυτός το Σύµπαν που στενάζει. Σκορπιέται, χάνεται σε τούτον τον σκοπό. Καιρό σωρεύει µέσα του κενό εκκρήγνυται κάποια στιγµή, χίλια κοµµάτια και σπάζει την οθόνη του. Πάνε σκορπάν και διαλύονται µετά στρατοί και περιστατικά και τακτικές. Πίσω από τ’ αµέτρητα τα θρύψαλα ξεκαθαρίζει πια ένα παλλόµενο κλουβί κι εντός του να βαριαναστενάζει µια Πεταλούδα πλουµιστή που όλο και συνεχώς συρρικνώνεται.
Spiders in the area in Rotterdam, Netherlands | Nick_Nick / Shutterstock.com
5
6
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Νικ Μπήτνικ Θεός, λέξεις και θάνατος Προδημοσίευση από το βιβλίο «Ψάξε-βρες το με τον Ερνέστο», εκδόσεις Οσελότος
Τ
ο ίδιο βροχερό βράδυ που χάρισε την ερμίνα της στον Ερνέστο, η δόνα Μόνα πήγε γραμμή να συναντήσει τον Καμίλο της· απρόοπτα και απροειδοποίητα, καθώς καθόταν στο σαλόνι και παρακολουθούσε εκστασιασμένη τα κόλπα τού νεαρού μπρούχο με την τράπουλα. Ο Ερνέστο έβγαλε ταχύτατα τους τέσσερις άσσους απ’ τα μανίκια και τους ξάπλωσε στο τραπέζι. Έπειτα, έκλεισε τα μάτια και, χωρίς να τους αγγίξει, μουρμούρισε κάτι «άμπρα-κατάμπρα» και κάτι «χόκους-πόκους», καθοδηγώντας τους με το φτερό: οι άσσοι, πειθήνιοι και πειθαρχημένοι σαν χάρτινοι στρατιώτες, σηκώθηκαν όρθιοι, στάθηκαν για λίγο προσοχή κι ύστερα έγειραν, ακούμπησαν ο ένας τον άλλον και σχημάτισαν ένα πυργάκι! Πριν η δόνα Μόνα προλάβει να συνέλθει απ’ την έκπληξη, ο Ερνέστο την έβαλε να κόψει την τράπουλα· μα όπου κι αν την έκοβε, έβγαινε το δέκα το καρό! Ο Ερνέστο το γράπωνε και το πετούσε στο ταβάνι: το τραπουλόχαρτο διέγραφε μια ελλειπτική τροχιά και όταν ξαναγύρναγε σαν μπούμερανγκ στο χέρι του, είχε μεταμορφωθεί σε δέκα σπαθί! — Μπράβο, Ερνέ... έκανε να τον χειροκροτήσει η δόνα Μόνα, αλλά της κόπηκε στη μέση· έπιασε την καρδιά της, άφησε να της ξεφύγει ένα σβησμένο « ...στο» και έσβησε· ήσυχα κι όμορφα· όπως ακριβώς ταιριάζει σε μια πραγματική δόνα σαν και του λόγου της ή στη φλογίτσα φυτιλιού που έχει φάει τα κεριά του... Την άλλη μέρα, στην κηδεία της, έμοιαζε γαλήνια κι ευτυχισμένη. Μοναδική παραφωνία, δυο πετρωμένα δάκρυα στα σφαλιστά της βλέφαρα. Στο κοιμητήριο μαζεύτηκαν: 1) Όλη η καλή κοινωνία της Σεγκόβια· οι μεν άντρες φορώντας σκούρα κουστούμια και μαύρες γραβάτες, οι δε γυναίκες, παρά την κουφόβραση, γουναρικά και σικ καπελίνα με βέλο.
ZZ Tου ιδίου: Οι άθεοι, Δωδώνη (2000), Ο Παράδεισος είναι τεχνητός, Απόπειρα (2002), Αλληλού, Τυφλόμυγα (2003), Το Αγγελόσκιασμα, Τυφλόμυγα (2004), Η νύχτα της μπλε ζάχαρης, Τυφλόμυγα (2005), Τρελόσπιτο, Τυφλόμυγα (2006), Γραφείον Ταξιδίων «Η Ωραία Σαρκοφάγος», Τυφλόμυγα (2007), Οιάνθη, Τυφλόμυγα (2011), Κολτ, Τυφλόμυγα (2013)
Νικ Μπήτνικ
2) Κάποιοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι νεκρολάγνοι, φανατικοί θαμώνες των κηδειών, που τους αναγνώριζες αμέσως, διότι όλοι κρατούσαν εφημερίδες ανοιγμένες στη σελίδα με τη στήλη των κοινωνικών εκδηλώσεων. 3) Ένα γκρουπ Αμερικάνων τουριστών, με βερμούδες, χαβανέζικα πουκάμισα και πανάκριβες φωτογραφικές μηχανές κρεμασμένες στον λαιμό, που ένας Θεός ξέρει πώς παρέκκλιναν απ’ την τουριστική τους διαδρομή κι έφτασαν ως το νεκροταφείο και τώρα φωτογράφιζαν μανιωδώς την εκτός προγράμματος ατραξιόν που τους προέκυψε. 4) Πέντε-έξι άποροι, για τζάμπα ψαρόσουπα. Τέσσερις κόρακες μεταφέρουν στις πλάτες το μαόνι με τη δόνα Μόνα, κι ο ιερέας ψέλνει την Εξόδιο. Το μαόνι κατεβαίνει απρόθυμα στο στενόμακρο χαντάκι. Οι συγκεντρωμένοι πετάνε χούφτες χώμα. Δυο αριστοκρατικές σενιόρες μιας κάποιας ηλικίας, με στριφνές φυσιογνωμίες, κουτσομπολεύουν κάθιδρες κάτω απ’ τις γούνες τους, ισορροπώντας επώδυνα πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες τους (δυο νούμερα τουλάχιστον μικρότερες από το νούμερό τους, για να δείχνουν κομψότερες, και τις χτυπούν στον κάλο), ενώ οι σύζυγοι ακολουθούν σιωπηλοί και συνοφρυωμένοι, δυο βήματα πιο πίσω, με τα καπέλα στο χέρι. — Καλή σενιόρα, η δόνα Μόνα! — Καλούτσικη ήτο. Δεν λέγω... — Καλλίστη ήτο! Διατί λέτε «καλούτσικη»; — Διότι ήτο σκληρά και αυστηρά. Έλαβον παρ’ αυτής μαθήματα πιάνου κατά το παρελθόν, και την ηξεύρω καλώς. — Κι εγώ έλαβον επίσης μαθήματα πιάνου παρ’ αυτής κατά το παρελθόν, και ουδόλως την ηύρον σκληράν και αυστηράν. Πορ φαμπόρ... Ίσως ολίγον σχολαστική και τυπική να ήτο. — Ας τα προσπεράσωμεν αυτά. Ανήκουσιν, άλλωστε, εις το παρελθόν. Πόσων ετών να ήτο, η αείμνηστη; — Εγώ είμαι εξήκοντα. Εκείνη να μην ήτο ογδοήκοντα; — Α... Μόνον εξήκοντα είσθε; Σας έκαμνα μεγαλυτέρα. Εγώ είμαι πεντήκοντα επτά. Μόνον τρία έτη με περνάτε; Αν ενθυμούμαι καλώς, όταν επήγαινα εις την πρώτην τάξιν του δημοτικού, εσείς επηγαίνατε εις την τρίτην τάξιν του γυμνασίου... — Ας τα προσπεράσωμεν αυτά! Ανήκουσιν, άλλωστε, εις το Ληξιαρχείον. Ας επανέλθωμεν εις την δόνα Μόνα: πρέπει να ήτο ογδοήκοντα ετών και άνω. — Πλήρης ημερών, λοιπόν. — Πόσον περισσότερον να έζη; — Να ζήσωμεν ημείς, να την ενθυμούμεθα! — Να ζήσωμεν! Να ζήσωμεν! επαναλαμβάνουν σαν παπαγαλάκια οι σύζυγοι, ακολουθώντας τες κατά πόδας. — Ο Θεός ας την αναπαύσει... — Ας την αναπαύσει ο Θεός! επαναλαμβάνουν μ’ ένα στόμα και οι σύζυγοι, φορώντας ταυτόχρονα τα καπέλα τους. — Μα, ο Θεόθ, βρε άθχετοι, είναι οι λέκθειθ... Λαθ παλάμπραθ! ο μεθυσμένος Ερ-
7
8
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
νέστο που θρηνούσε παράμερα, πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να χειρονομεί άγρια προς το μέρος τους, ψευδίζοντας: Πώθ ν’ αναπαύθουν έναν πεθαμένο οι λέκθειθ; Με τι αφτιά να τιθ ακούθει, με τι θτόμα να τιθ πει; Οι λέκθειθ υπάρχουν μόνο για τουθ δωντανούθ! Ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχουν λέκθειθ για τους πεθαμένουθ. Αφού, λοιπόν, δεν υπάρχουν λέκθειθ γι’ αυτούθ, πώθ περιμένετε να υπάρχει και Θεόθ; Θεόθ και λέκθεις, είναι το ίδιο πράγμα: ο Θεόθ είναι οι λέκθειθ, θενιόρες και θενιόροι! Λαθ παλάμπραθ! Θεόθ υπάρχει μόνο για τουθ δωντανούθ! ο Ερνέστο έκανε μια παύση, στράγγιξε την μποτίλια μονοκοπανιά κι έκανε κωλοδάχτυλο στα δυο ζευγάρια που τάχυναν το βήμα τους σπεύδοντας να απομακρυνθούν, τρομοκρατημένα από τούτον τον ψευδό μεθύστακα, που τα ’χε χάσει εντελώς και δεν ήξερε τι έλεγε. — Ο Θεόθ, γατούλη, είναι καλόθ ή κακόθ... συνέχισε απτόητος ο Ερνέστο, απευθυνόμενος στον Κατ Μπουλ. Δίκαιοθ ή άδικοθ. Ηθικόθ ή ανήθικοθ. Ανάλογα με τη θρηθκεία που Τον θφετερίδεται για να Τον εμπορευτεί. Να το κθέρειθ, γατούλη: όλεθ οι θρηθκείεθ θφετερίδονται τον Θεό, για να Τον εμπορευτούν! Για να εμπορευτούν τον Θεό, θφετερίδονται τιθ λέκθειθ, μ’ άλλα λόγια. Κάθε θρηθκεία, για τον δικό τηθ λόγο. Με τιθ δικέθ τηθ λέκθειθ... Ο Κατ Μπουλ άρχισε να νανουρίζεται απ’ τη μονότονη φωνή τού αφεντικού του και τα ακαταλαβίστικα νοήματα του λόγου του, περί ζωντανών και πεθαμένων. «Και εγώ; Τι να ’μαι, τάχα; Ζωντανός ή πεθαμένος;» αναρωτήθηκε. — Υποτίθεται, πωθ όλεθ οι θρηθκείεθ απευθύνονται τόθο θτουθ δωντανούθ, όθο και θτουθ πεθαμένουθ... συνέχισε ακάθεκτος ο Ερνέστο, που ’χε φανατιστεί χοντρά από τα ίδια του τα λόγια και κλωτσούσε με μανία ό,τι εύρισκε μπροστά του: πέτρες, λάσπες, λουλουδάκια, χώματα... Μην τ’ ακούθ αυτά, γατούλη! Πθέματα είναι! Φτηνή προπαγάνδα! Όλεθ οι θρηθκείεθ είναι εμπορικέθ τράπεδεθ δωντανών πθυχών. Με υπθηλό επιτόκιο δανειδμού και χαμηλό επιτόκιο καταθέθεων: θαν όλεθ τιθ τράπεδεθ! Πθάχνουν για πελάτεθ. Και θε ρωτώ, γατούλη: υπάρχουν πεθαμένοι πελάτεθ; Πεθαμένεθ πθυχέθ; Όχι! Δεν υπάρχουν ούτε πεθαμένοι πελάτεθ, ούτε πεθαμένεθ πθυχέθ. Ρώτα όποιον οικονομολόγο, όποιον θεολόγο, όποιον πθυχολόγο, εν πάθη περιπτώθει, γουθτάρειθ, και θα δειθ τι απάντηθη θα πάρειθ... Ο Κατ Μπουλ αποκοιμήθηκε, ροχαλίζοντας: «... Πεθαμένος θα ’μαι, τελικά» κατέληξε. Ο Ερνέστο άνοιξε καινούρια μποτίλια και συνέχισε το κήρυγμα: — Η δωή είναι εμπόριο· κι ο θάνατοθ, θτάθη εμπορίου! ούρλιαξε εκτός εαυτού. Ο Άλλοθ Κόδμοθ είναι άλλο μαγαδί. Θε πτώχευθη. Υπό χρεωκοπία! Πθυχορραγεί. Δεν πατάει πθυχή! Δεν υπάρχει Θεόθ εκεί, για να Τον θφετεριθτεί, δεν υπάρχουν λέκθειθ, να τιθ εμπορευτεί. Ούτε Θεόθ, ούτε λέκθειθ, ούτε και πθυχέθ υπάρχουνε θ’ αυτό το μαγαδί. Μόνο πεθαμένο κρέαθ και θιωπή! ξάπλωσε στο χορτάρι κι άρχισε να το γρονθοκοπεί, ώσπου οι μπουνιές του μάτωσαν. Όσην ώρα ο Ερνέστο ξιφουλκούσε, η Βίβλος σιωπούσε. Λίγο αργότερα, ένα δειλό δειλινό κάνει την εμφάνισή του πάνω από τους τάφους και τα μνήματα, νυχοπατώντας αμήχανα.
Νικ Μπήτνικ
Ο νεκροθάφτης, ψυχρός και ασυγκίνητος, στραβομπήγει βιαστικά έναν πρόχειρο σταυρό (τον ίδιο ξύλινο σταυρό που μπήγει σ’ όλους τους φρεσκοσκαμμένους τάφους, μέχρι να μεριμνήσουν οι συγγενείς για τα μάρμαρα) στο χώμα που σκεπάζει τη δόνα Μόνα, σβήνοντας μονοκοντυλιά τα δωρεάν μαθήματα πιάνου που παρέδιδε στην κόρη του η συχωρεμένη κι έχοντας στο κεφάλι του μόνο το κωλαράκι της γυναίκας του, που περιμένει σπίτι, ολοζώντανο και πρόθυμο για όλα. «Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους κι οι ζωντανοί με τους ζωντανούς» μονολογεί, σκουπίζοντας το ιδρωμένο μέτωπό του. Το συγκεντρωμένο πλήθος σιγά-σιγά διαλύθηκε. Μόλις έφυγε κι ο τελευταίος, ο Ερνέστο ξάπλωσε πλάι στον τάφο της δόνα Μόνα, πήρε αγκαλιά τον Κατ Μπουλ που ροχάλιζε μακαρίως, σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος κι έμεινε εκεί, ακίνητος, ανέκφραστος και σιωπηλός, να αφουγκράζεται τις πασχαλίτσες και τα μυρμηγκάκια που πηγαινοέρχονταν στο πρόσωπό του, μέχρι που ξεράθηκε κι αυτός απ’ την τεκίλα. ... Ο Κατ Μπουλ ξύπνησε πρώτος και τον περιέλουσε μ’ έναν κουβά νερό: — Σήκω, παντρόν! Ώρα να πηγαίνουμε. Η δόνα Μόνα θέλει να ξεκουραστεί. Ο Ερνέστο πετάχτηκε όρθιος, τινάχτηκε σαν βρεμένη γάτα και γονάτισε στον τάφο, κολλώντας το μουσούδι του στο χώμα: — Έχω κάτι να θου πω, δόνα Μόνα... ψιθύρισε με σπασμένη φωνή. Μα εκεί μακριά που πήγεθ, πώδ να μ’ ακούθειθ; Οι πεθαμένοι δεν ακούν. Αλλά και όταν ήθουν δωντανή, θάμπωδ με άκουγεθ; Αν μ’ άκουγεδ, λοιπόν, θα θου ’λεγα πωθ θα ’θελα να ήθουν η γιαγιά μου: η μάντρε τήδ μαμάδ μου! Όταν βγήκε η σελήνη, φύσηξε ένα δυνατό μπουρίνι. Όλα τα πεσμένα φύλλα, όλες οι κορδέλες κι όλα τα λουλούδια απ’ τα στεφάνια... όλος ο καημός κι όλα τα δάκρυα που έτρεξαν ή στέρεψαν... όλες οι κακές οι σκέψεις, όλα τ’ άραχλα και μαύρα συναισθήματα... όλες οι λέξεις που ειπώθηκαν ή όχι... Όλη αυτή η θανατίλα στροβιλίστηκε λυσσομανώντας πάνω από τα μνήματα και χάθηκε, βουίζοντας και μπουμπουνίζοντας. Ο Ερνέστο δρασκελίζει τον χορταριασμένο φράχτη και σέρνει στο κατοικητήριο – δυο βήματα απ’ το κοιμητήριο– τα μεθυσμένα βήματά του. Παίρνει ένα ντρίλλινο τσουβάλι για λιπάσματα απ’ το σπιτάκι του κήπου κι αρχινάει να πακετάρει τα υπάρχοντά του: το φτερό, την τράπουλα, τα μαγικά του, την ψαροκασέλα του Κατ Μπουλ, τη Βίβλο, την ερμίνα... κι ένα μαντήλι, όπου φύλαξε λίγη σκόνη απ’ το κομοδίνο, σε ανάμνηση. Το ξημέρωμα (με τον Κατ Μπουλ στις πλάτες και σέρνοντας το ντρίλλινο τσουβάλι με χαμηλωμένα μάτια, μη κι αντικρύσουν το νεκροταφείο), δρασκέλισε σκυφτός την αυλόπορτα και τράβηξε τον δρόμο για το άγνωστο: ο νεαρός μάγος-δον Κιχώτης, με το φτερό, τη Βίβλο και την τράπουλα, κι ο σκελετωμένος, νεκραναστημένος γάτοςΣάντσο Πάντσα, στον δρόμο για τη Δουλτσινέα και τους ανεμόμυλους... Φτάνοντας στον απέναντι λόφο, κοντοστάθηκε για λίγο και αποχαιρέτησε μ’ ένα αδιόρατο νεύμα του κεφαλιού, την απόκοσμη, καθεύδουσα Σεγκόβια.
9
10
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Ντετέλ Μαλαξιανάκη Φως Ξέρω ότι με περιμένεις κάθε Αυγή Να πάμε τον περίπατο στη Λίμνη Να μαζέψουμε λουλούδια στο Λευκό φως Με τον λευκό χιτώνα μου που θέλεις να με ντύνεις Ξέρω, σου λείπω Πρέπει να σου πω Και δεν ξέρω αλήθεια πώς Δεν θέλω να βρεθώ επάνω στο φως σου το λευκό Πώς να στο πω πως προτιμώ το μαύρο φως του σκοταδιού Πως δεν αντέχω τόση αγνότητα δίπλα σου Κι η αθωότητα του κόσμου σου με σβήνει Πως προτιμώ την περιπέτεια Και πιο πολύ την προσμονή της ηδονής δίπλα στον Εραστή μου Πως με εξιτάρει η κρυφή ζωή του σκοταδιού να την ανακαλύψω κι άλλο Και πως βαρέθηκα το γλυκανάλατο της ύπαρξής μου εκεί Δεν θέλω άλλο τον περιφραγμένο και τακτοποιημένο κόσμο σου Θέλω τα ρίγη και τα ουρλιαχτά του Άδη τώρα να βιώσω. Μην περιμένεις, πάψε πια να με φωνάζεις κάθε Αυγή. Η κόρη σου Ευριδίκη
ZZ Η Ντετέλ Μαλαξιανάκη είναι δικηγόρος και ζει στην Αθήνα. Γράφει ποίηση. Στο περιοδικό ΜΎΡΤΙΛΟ φιλοξενούνται οι πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων της.
Ντετέλ Μαλαξιανάκη
Αποσύνδεση
Paris, France-July 15, Marcel Ayme monument in Montmartre | maziarz/Shutterstock.com
Διαπληκτίζομαι με την κουκκίδα στο ταβάνι. Μύγα, αράχνη, ίχνος από μπογιά; Μάλλον πατημασιά από τότε που περπατούσα ανάποδα. Μήπως τώρα δεν ζω ανάποδα; Ηρέμησε. Η λέξη που πρέπει ν’ αποστηθίσεις σήμερα είναι: «επαναπροσδιορισμός». Ο Κινέζος στρατηγός χρησιμοποιεί την τεχνική της αναμονής. Ο αντίπαλος κάποια στιγμή θα εφησυχάσει. Θα γίνει ανυπόμονος. Θα επιτεθεί. Ή, αν προτιμάς, η θεωρία του Καραγκιόζη: Θα με δέρνει, θα με δέρνει, θα ιδρώσει, θα κρυώσει, θ’ αρρωστήσει, θα πεθάνει.
11
12
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Olimpio Di Mambro Λίγα λόγια για την αστυνομική λογοτεχνία στην Ιταλία Μετάφραση από τα ιταλικά: Κίρκη Βαρχαλαμά
Σ
την Ιταλία, μιλώντας για Αστυνομική Λογοτεχνία, χρησιμοποιούμε συχνά όρους που μπορούν να εναλλάσσονται υποκαθιστώντας ο ένας τον άλλο: giallo, crime, noir, θρίλερ, αστυνομικό κ.ά. Στο πανόραμα της γενικότερης παραγωγής πεζογραφίας, το λεγόμενο giallo ανέκαθεν αποτελούσε για τους κριτικούς μια προβληματική περίπτωση ως προς την εύρεση ενός ακριβούς ορισμού. Στην πραγματικότητα, βέβαια, πρόκειται για ένα αντικείμενο απροσδιόριστο που, όμως, με μια πιο προσεκτική ματιά, εμφανίζει πάντα κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στοιχεία. Ας βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά. Ο όρος «giallo1», έκφραση που χρησιμοποιείται μόνο στην Ιταλία, προέκυψε, όπως είναι γνωστό, από το κίτρινο χρώμα που είχε το εξώφυλλο της αστυνομικής σειράς των εκδόσεων «Μονταντόρι» (gialli Mondadori). Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε το 1929, ακολουθούμενο από τα επόμενα με τακτική συχνότητα, αρχικά εβδομαδιαία και στη συνέχεια ανά δεκαπενθήμερο. Το giallo είναι, συνοπτικά, μια αφήγηση, στην οποία υπάρχει ένα έγκλημα κι ένας ντετέκτιβ, στο τέλος βρίσκεται η λύση, ο ένοχος οδηγείται στη δικαιοσύνη, η τάξη αποκαθίσταται και όλοι πάνε στο σπίτι τους ήρεμοι κι ευτυχισμένοι. Αντιθέτως, το noir είναι μια αφήγηση, της οποίας ο πρωταγωνιστής εμφανίζεται σχεδόν πάντα λίγο καλός και λίγο κακός – συχνότερα περισσότερο κακός παρά καλός. Κινείται και δρα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου επικρατεί ο τρόμος, όπου ακόμα και τα ελαττώματά του, στο τέλος, θεωρούνται διαμάντια. Εκείνος μπορεί να είναι αμφιλεγόμενος, αλλά η πραγματικότητα αποδεικνύεται ακόμα χειρότερη. Το έγκλημα δεν αποτελεί πια ατομική υπόθεση, καθώς δεν διαπράττεται, για παράδειγ-
1 Το κίτρινο χρώμα στα ιταλικά.
ZZ Ο Olimpio Di Mambro εργάζεται τα τελευταία τέσσερα χρόνια ως καθηγητής ιταλικής γλώσσας στην Ιταλική Σχολή Αθηνών, διορισμένος από το Υπουργείο Εξωτερικών. Προηγουμένως είχε εργαστεί στο δίγλωσσο ιταλοσερβικό τμήμα του 3ου λυκείου Βελιγραδίου. Είναι υποψήφιος διδάκτορας στη Συγκριτική Λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο του Νόβι Σαντ στη Σερβία. ZZ Η Κίρκη Βαρχαλαμά γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Κλασικού Λυκείου Αναβρύτων. Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Ιταλική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Την ενδιαφέρουν η μετάφραση, η λογοτεχνία, η ποίηση και κάθε μορφή τέχνης που εκλεπτύνει το πνεύμα.
Olimpio Di Mambro
μα, σε κάποιο σπίτι της αστικής τάξης ή σε μια μικρή κοινότητα· αντίθετα, αποτελεί υπόθεση κοινωνική, δηλαδή μια πληγή κατευθείαν στο σώμα της ίδιας της κοινωνίας, και η λύση του δεν είναι πάντα –ή μάλλον δεν είναι σχεδόν ποτέ– καθησυχαστική. Όσον αφορά στο poliziesco, μπορούμε να το θεωρήσουμε απλά ένα είδος το οποίο περισσότερο «περιγράφει» παρά «αναλύει» και αναφέρεται σε οποιοδήποτε κείμενο που παρουσιάζει έναν αστυνόμο ή ιδιωτικό ντετέκτιβ να διερευνά ένα ή περισσότερα εγκλήματα βασιζόμενος σε ενδείξεις ή υποψίες. Επιχειρώντας μια ιστορική αναδρομή, και όπως ήδη έχει επισημάνει ο Γκράμσι από τη δεκαετία του ’30 στο έργο του Λογοτεχνία και εθνική ζωή, κάνοντας σαφή αναφορά στη λογοτεχνική παραγωγή της Ιταλίας, το giallo δεν είναι ιταλικό είδος, αλλά αγγλοσαξονικό και γαλλικό. Γεννιέται όταν η αστική τάξη εδραιώνεται στην πολιτική και κοινωνική σκηνή, δηλαδή στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές των μυθιστορημάτων αυτού του είδους είναι η φιγούρα του αστυνόμου, εννοούμενου ως «φύλακα» της τάξης, η οποία απειλείται από τα επικίνδυνα κοινωνικά στρώματα. Οι πρώτοι δολοφόνοι είναι σχεδόν πάντα φτωχοί: οικονόμοι, υπηρέτες, εργάτες, ακόμα και σοσιαλιστές στην αγγλική λογοτεχνία. Σιγά σιγά και με την πάροδο του χρόνου, το είδος διευρύνεται και φτάνει μέχρι και την ψυχολογική ενδοσκόπηση που ερευνά το κακό μέσα στον άνθρωπο – και όχι απαραιτήτως στον κακοποιό. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, στην Αμερική διαδίδεται ευρέως το hard boiled, η σχολή των σκληρών Χάμετ και Τσάντλερ, και το έγκλημα επιστρέφει στον δρόμο. Τα μυθιστορήματα αυτά μιλάνε για τον γκανγκστερισμό και για το κραχ του ’29. Το giallo γίνεται νουάρ και το νουάρ γίνεται ρεαλισμός, ένας εξαιρετικός τρόπος για να αφηγηθεί κανείς την πραγματικότητα, αυτό που συνέβαινε εκείνη ακριβώς τη στιγμή στην κοινωνία. Η Ιταλία απέχει κάπως από όλο αυτό. Υπάρχει λόγος: ο φασισμός είναι εχθρικός προς το poliziesco, όπως μαρτυρά περίφημα Ο φρικτός κυκεώνας στην οδό Μερουλάνα του Κάρλο Εμίλιο Γκάντα. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες σε πέντε τεύχη του περιοδικού Λογοτεχνία το 1946 και εκδόθηκε σε έναν τόμο έντεκα χρόνια αργότερα. Γενικότερα, η αστυνομική λογοτεχνία στην Ιταλία αντιμετωπίστηκε με μεγάλη προκατάληψη. Χαρακτηριστική ήταν η θέση του Αλμπέρτο Σαβίνιο, ο οποίος υποστήριζε ότι οι ηλιόλουστες πλατείες της Ιταλίας και οι σύζυγοι των επισήμων με τις περιποιημένες κομμώσεις τους, δεν θα αποτελούσαν ποτέ αρκετά αληθοφανές σκηνικό για το giallo. Ωστόσο, πρέπει να θυμηθούμε ότι, την εποχή που έγραφε ο Σαβίνιο, έδρασε κάποιος ονόματι Τσέζαρε Σερβιάτι, σίριαλ κίλερ, που τον εκτέλεσαν, αφού πρώτα είχε δολοφονήσει, τεμαχίσει και πετάξει από το τρένο πολλές γυναίκες. Επιπλέον, πρέπει μεν να ληφθεί υπόψη ότι η λογοκρισία είχε απαγορεύσει το αστυνομικό ρεπορτάζ στις εφημερίδες της εποχής, αλλά οπωσδήποτε υπήρχε μια πραγματικότητα που θα μπορούσε να διηγηθεί απίστευτες ιστορίες. Αυτές, λοιπόν, ακριβώς οι ηλιόλουστες πλατείες είναι το ιδανικό σκηνικό για ένα giallo. Γιατί προκαλεί πολύ περισσότερο φόβο κάτι τρομακτικό κάπου που δεν θα το
13
14
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
περίμενε κανείς. Και το giallo αυτόν ακριβώς τον σκοπό εξυπηρετεί τελικά: να αποκαλύψει τις αντιθέσεις ενός τόπου, ώστε να αναδειχθεί η σκοτεινή του πλευρά. Οι δύο μεγαλύτεροι συγγραφείς μυθιστορημάτων gialli που υπήρξαν ποτέ, λόγω της ικανότητάς τους να αναπαριστούν το περιβάλλον τους και όχι τόσο την πλοκή, αν και είναι κι αυτή πολύ συχνά πρωτότυπη, είναι ο Ρέιμοντ Τσάντλερ και ο Ζωρζ Σιμενόν, οι οποίοι μέσω των ιστοριών τους διηγούνται τόσο τις περιπέτειες των ηρώων όσο και τη ζωή των κατοίκων στις συνοικίες του Παρισιού ή στις κωμοπόλεις της Καλιφόρνιας. Με αυτόν τον τρόπο παράγουν υψηλή λογοτεχνία και καταφέρνουν να φανερώσουν την ανθρώπινη ψυχή μέσα από χαρακτήρες που δεν φεύγουν ποτέ από τη μόδα. Το μυθιστόρημα poliziesco πρέπει να απευθύνεται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας. Ο συγγραφέας αστυνομικών επιδιώκει να γράψει ένα μυθιστόρημα που φωτογραφίζει τον κόσμο στον οποίο ζούμε, αλλά όχι μόνο, καθώς επιζητά να φωτογραφίσει και τον κόσμο στον οποίο πρόκειται να ζήσουμε αύριο. Για αυτόν τον λόγο, το giallo γίνεται αφήγηση της κοινωνίας μας. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με δύο σύγχρονους, πολύ γνωστούς συγγραφείς, που έχουν και οι δύο ευρύ και πιστό αναγνωστικό κοινό, τον Πέτρο Μάρκαρη και τον Αντρέα Καμιλέρι, τους οποίους δεν είναι δυνατόν να μη φέρουμε στον νου μας μιλώντας για τα χαρακτηριστικά του poliziesco. Στην Ευρώπη, η φήμη του Μάρκαρη, τα βιβλία του οποίου έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, είναι συνδεδεμένη με τη φιγούρα του αστυνόμου Κώστα Χαρίτου, που οι κριτικοί χαρακτηρίζουν ως τον «Έλληνα αδερφό του Μαιγκρέ» ή ως τον « Μονταλμπάνο της Αθήνας», λόγω της ομοιότητας με τον χαρακτήρα του Αντρέα Καμιλέρι. Αμφότεροι δρουν και ζουν σε εκείνη την περιοχή της Ευρώπης που οι μελετητές αποκαλούν Μεγάλη Ελλάδα ή Mare Nostrum. Ο Χαρίτος είναι ένας αστυνόμος συμπαθής, ένας «θετικός» χαρακτήρας που του αρέσει να διαβάζει λεξικά, κάτι το οποίο είναι πολύ ενδιαφέρον και φαινομενικά περίεργο. Γνωρίζουμε, όμως, ότι ο Μάρκαρης είναι μεταφραστής, μια πλευρά του που δεν πρέπει να υποτιμάμε, καθώς του επιτρέπει να σκέφτεται σε περισσότερες γλώσσες και να συλλέγει από αυτές διάφορες πολιτισμικές αποχρώσεις. Για τις μετακινήσεις του χρησιμοποιεί ένα Fiat 131 Mirafiori, που τον κάνει να μοιάζει ακόμα περισσότερο με τον Ιταλό Μονταλμπάνο που, όπως κι εκείνος, βρίσκεται πάντα μέσα σε ένα παλιό Fiat με τον διαρκή φόβο μήπως μείνει από τη μια στιγμή στην άλλη. Για να συνοψίσουμε οι ήρωες και το έργο των συγγραφέων αυτών αποδεικνύουν ότι το giallo είναι κάτι περισσότερο από μία απλή παράθεση γεγονότων, πραγματικών ή φανταστικών. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτών των βιβλίων περιέχονται θέματα που μπορούν να ομαδοποιηθούν υπό τη μορφή της κοινωνικής καταγγελίας, της δυστυχίας, της επιθυμίας για ασφάλεια και συνεπώς της ψυχολογικής ενδοσκόπησης, της ατομικής παθολογίας και της υπαρξιακής κρίσης.
Αλέξανδρος Μηλιορίδης
Αλέξανδρος Μηλιορίδης να θυμάσαι εκδρομή στην εκεχειρία, από τον δρόμο που γεμίζει ζωντανούς στον άλλο που αδειάζει νεκρούς, εκτροφή ελαφρυντικών σε προσευχές: κερδίζονται θεοί, και μικραίνει η γη των ανθρώπων
χαμένες ψυχές
αν θέλεις, μείνε μαζί μου στο ασπρόμαυρο των νεκρών, μέρες αργίας είναι: o εξώστης της αναμονής, προνύμφη και ο θάνατος και η ζωή νωπή ξαναθρέφει με το αίμα: τα κακά πράγματα, που συμβαίνουν συνήθως, εσύ μέσα κι εγώ πιο μέσα ZZ Ο Αλέξανδρος Μηλιορίδης (Alexmil ) ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη όπου ασκεί εδώ και χρόνια, το επάγγελμα του αρχιτέκτονα. Η ποίηση είναι μια από τις μεγάλες του αγάπες, είναι η πύλη που τον μεταφέρει στις λέξεις, για να της δώσει με τους στίχους, νοήματα και μύθους για την ύπαρξη, τη ζωή, τα αισθήματα, τις κοινωνικές καταστάσεις, αποδομώντας τις παραδοσιακές σχέσεις και θέσεις του ποιητικού λόγου, δημιουργώντας σουρεαλιστικά ποιητικά πλάνα, με λυρισμό και πραγματικότητα. Κυκλοφορούν οι ποιητικές του συλλογές «Πάτησε το κουμπί» και «Σπιτικά Μπισκότα» από τις εκδόσεις Οσελότος.
15
16
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Δημήτρης Α. Δημητριάδης Ο δικός σου κόσμος Οι καιροί με τραβάνε μου γδέρνουν το πρόσωπο δρόμοι υψικάμινοι ύπουλα σκυλιά συναλλαγές τρέχουν ξοπίσω μου ένας αέρας πηχτός σαν θειάφι φυσάει όμως ο κόσμος σου ο δικός σου κόσμος μου δίνει φτερά γεμίζει το δωμάτιό μου χρώματα άστρα κοπάδια γερανούς γίνεται πρωτοβρόχι παράθυρο κήπου παράξενου γίνεται κύμα κατάρτι πανί ταξιδεύω.
ZZ Ο Δημήτρης Α. Δημητριάδης γεννήθηκε το 1955 και ζει στη Θεσσαλονίκη. Ασχολείται με τη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία. Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές, συνεργάζεται με τα περιοδικά ΜΑΝΔΡΑΓΌΡΑΣ, ΈΝΕΚΕΝ, ΤΟ ΚΟΡΆΛΛΙ κ.ά. και κείμενά του μεταδίδονται από ραδιοφωνικές εκπομπές. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν και μεταφράστηκαν στα γαλλικά, ιταλικά και πολωνικά.
Δημήτρης Α. Δημητριάδης
Τάνγκο Να’ ρχόσουν απ’ το διψασμένο στερέωμα με τα μαλλιά σου ν’ ανεμίζουν σημαίες νυχτερινές αερικό της σκόνης και χαρακιά παλιά να σ’ αναρπάξω πουλί του πόθου λύνοντας τον μυστικό σου τον χιτώνα
Oslo, Norway - Vigeland Sculpture Park | Nanisimova / Shutterstock.com
σ’ ένα ταγκό ατέλειωτο κόκκινο κατακόκκινο πυρκαγιά.
17
18
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Γιώργος Τσαμίλης Μόνο το φιλί της! Bασισμένο στο διήγημα του Αντ. Σαμαράκη με τίτλο «Το Ποδήλατο»
Μ
ικρές σταγόνες βροχής άρχισαν να χτυπούν την ολοκάθαρη ζελατίνα του κράνους. Αναγκάστηκε να μειώσει ταχύτητα όταν είδε πως η άσφαλτος σκούρυνε και λιμνάζοντα νερά μαζεύτηκαν κατά μήκος του δρόμου. Τι είδους καλοκαίρι είναι αυτό; αναρωτήθηκε. Δεν είχε μισή ώρα που βγήκε στον εθνικό δρόμο και μολονότι όλα μαρτυρούσαν ζέστη, να σου τώρα αυτή η βροχή που εξαφάνισε τον ήλιο και έστρωσε τα πάντα γύρω με το υγρό πέπλο της. Τι σημασία έχει; Προετοιμάστηκε για ταξίδι με μοτοσικλέτα και τα πάντα ήταν δυνατά να συμβούν. Ωστόσο δεν του άρεσε η εξέλιξη αυτή. Ήθελε απόλυτη ελευθερία σκέψεων και κινήσεων. Με βρεγμένη την άσφαλτο και το μυαλό έστω κι ένα μέτρο μακριά από τις δύο ρόδες, το ταξίδι θα άγγιζε τα όρια της αυτοκτονίας. Ούτε αυτό του άρεσε. Ζούσε για τον δρόμο και το ταξίδι, όχι όμως και να πεθάνει πάνω σ’ αυτό. Εξάλλου, η δυνατότητα να το ξανακάνει του προκαλούσε τη χαρά. Η επανάληψη του έδινε την ευτυχία. Το ταχύμετρο είχε κολλήσει στα εκατό. Aπό τον καθρέφτη παρατήρησε πως κάποιο όχημα πίσω αναβόσβηνε τα φώτα – σινιάλο πως ήθελε να τον προσπεράσει. Εμπρός, φίλε, όλος ο δρόμος δικός σου, μονολόγησε μέσα απ’ το κράνος. Έκανε λίγο δεξιά για να τον διευκολύνει. Το πολυτελές τετράτροχο πέρασε δίπλα απ’ τη μοτοσικλέτα. Πρόλαβε να δει τη γυναίκα στη θέση του συνοδηγού, που φορούσε τη ζώνη της κι είχε, σίγουρα, στο τέρμα το κλιματιστικό. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν στιγμιαία. Η έκφρασή της μέσα από το τζάμι έμοιαζε αποδοκιμαστική: Μα, καλά, πού πάει μόνος του ο τρελός; Μόνος, γιατί ήταν η επιλογή του. Τρελός; Επειδή πήρε τη μοτοσικλέτα του να ξεφύγει; Να γνωρίσει; ´Oχι, τρελός δεν ήταν. Αγαπούσε τους δύο τροχούς και τον δρόμο μαζί. Το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε αφήνοντας μικρά στίγματα από λασπόνερα στη ζελατίνα της μηχανής και στο κράνος του αναβάτη. Σήκωσε το ένα χέρι από το τιμόνι και, με το πάνω μέρος της παλάμης του, προσπάθησε να σκουπίσει με δύο κινήσεις εξωτερικά τη ζελατίνα του κράνους. Στο τέλος, την τράZZ Ο Γιώργος Τσαμίλης γεννήθηκε το 1973 στη Σαλαμίνα. Σπούδασε μηχανικός και εργάστηκε στο εμπορικό ναυτικό. Έχει εκδώσει τα εξής έργα: «Ο δρόμος των ορίων», νουβέλα, εκδόσεις Όμβρος, 1997. «Με την ελπίδα πεθαίνω τελευταίος», νουβέλα, εκδόσεις Publibook, 2010. «Εξωκκλήσια & μικροί ναοί της νήσου Σαλαμίνας», λαογραφία, εκδόσεις Ολόγραμμα, 2010. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα και μελέτες στον περιοδικό τύπο της Σαλαμίνας και της Αθήνας. Επικοινωνία: fiodor_55@hotmail.com
Γιώργος Τσαμίλης
βηξε ολοκληρωτικά προς τα πάνω... Είχε τώρα πλήρη επαφή με τον ζεστό αέρα και τη βροχή που άρχισαν να μαστιγώνουν το πρόσωπό του. Τα πνευμόνια ρουφούσαν άπληστα τον αέρα λες κι είχαν καιρό να ανασάνουν. Τι ανάσα κι αυτή! Ύπαιθρος. Μυρωδιές από ζέστη, υγρό χώμα, πεύκο και ζωική κοπριά. Τι πιο φυσικό! Η βροχή σταμάτησε. Ο δρόμος παρέμενε βρεγμένος και μέχρι να βγει ο ήλιος ήθελε ακόμη κάμποση ώρα. Δεξιά κι αριστερά, ατέλειωτοι –κατάξεροι από τον καύσωνα– κάμποι. Εμπρός και πίσω, ο δρόμος. Η σκέψη του ελευθερώθηκε και τα χέρια χαλάρωσαν το σφίξιμο στο τιμόνι. Εκατόν σαράντα στο ταχύμετρο, με το κράνος ανοιχτό και τα μάτια να δακρύζουν ασταμάτητα σ’ αυτή τη μεγάλη ευθεία, που του προσφέρει τη δυνατότητα να ανοίξει δειλά δειλά το γλυκό γκάζι. Κανένας μπροστά του, κανένας πίσω του. Στο πλάι η φύση, παρούσα κι απούσα συνάμα. Δεν την βλέπει, όπως πλέον δεν βλέπει ούτε τον δρόμο μπροστά του. Την νιώθει, όμως. Την μυρίζει. Είναι εκεί... Κι από πάνω του; Ο ουρανός. Συννεφιασμένος και ζεστός. Εκατόν εξήντα! Κοίταξε τις λευκές διαχωριστικές γραμμές που άφηνε πίσω τρελά και ζαλίστηκε. Κοίταξε τα δέντρα στα αριστερά του. Περνούσαν πιο αργά από ό,τι θα περίμενε. Κοίταξε το βουνό ακόμα πιο πέρα από τα δέντρα. Έμοιαζε ακίνητο. Γύρισε προς τον ουρανό. Σχεδόν ασάλευτος! Πώς ήταν δυνατό αυτό; Άρχισε να χάνει την ελευθερία του. Τα χέρια ξανάσφιξαν το τιμόνι σαν να ‘θελαν να το πνίξουν. Το δεξί χέρι πιο νευρικό, άνοιξε για χιλιοστά το γκάζι. Ο κινητήρας, βελούδινα, άπλωσε την τελική ισχύ του. Εκατόν εβδομήντα, εκατόν ογδόντα... Θέλησε να κατεβάσει τη ζελατίνα στο κράνος, γιατί ο ζεστός αέρας τον τύφλωσε και τον έπνιξε. Δεν μπορούσε όμως – τα χέρια του κόλλησαν πάνω στο τιμόνι. Η σκέψη νεκρώθηκε, ο ήχος του κινητήρα έσβησε κι ο αέρας τον μάτωσε. Μα πόσο μεγάλη είναι αυτή η ευθεία; Συνήθως, καμία ευθεία δεν κρατούσε όσο την ήθελε. Σύντομα θα ακολουθούσε κάποια στροφή ή μια διασταύρωση ή τέλος πάντων ένα φανάρι στη μέση του πουθενά κι όλα θα σταματούσαν εκεί. Αυτή η ευθεία κράτησε περισσότερο από κάθε προσδοκία του. Θυμήθηκε το σπίτι του. Τους δικούς του. Τον μοναδικό φίλο, που έχασε τη ζωή του πέρυσι σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, και πόσο τυχερός ήταν εκείνος που βγήκε μέσα από τα συντρίμμια ζωντανός! Ο αερόσακος δεν έσωσε τον παιδικό του φίλο. Έπειτα, σκέφτηκε εκείνη. Εκείνη που αγάπησε... Εκατόν ενενήντα... Χθες βράδυ, για άλλη μια φορά, απούσα. Κι εκείνος τι έκανε; Απλά έφυγε με τη μοτοσικλέτα του. Πάντα έφευγε. Πάντα ήταν αδύναμος σ’ αυτά. Πάντα ο δρόμος... Πόσο κόκκινο ήταν το τελευταίο της φιλί! Του μάτωσε την καρδιά, το μυαλό, τα μάτια, όλα θόλωσαν! «Όχι, όχι! Τη μοτοσικλέτα ή εμένα, διάλεξε!» «Μα εσένα αγαπώ!» «Διάλεξε, λοιπόν!» «Aφού με ξέρεις…» «Τελείωσε! Τελειώσαμε!» Κι εκείνος έφυγε. Από χτες ταξιδεύει και μέχρι τώρα δεν έχει φτάσει πουθενά. Μονάχα τρέχει. Κι αυτή η ευθεία, σκέτη πρόκληση, ανάθεμά την! Το σώμα του ανάλαφρο, δεν νιώθει τις ρόδες να πατούν στην άσφαλτο. Η μοτοσικλέτα πετά! Αυτό θέλει. Να πετάξει, να πάει μακριά. Μια πινακίδα στα δεξιά του. Δεν την πρόσεξε. Κι άλλη μία, λίγο πιο κάτω. Δεν της έδωσε σημασία. Σίγουρα θα ανακοινώνουν τα όρια κάποιας πόλης ή χωριού, σκέφτηκε. Μουδιάζει το σώμα, μουδιάζει το κεφάλι,
19
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
μουδιάζει και το μυαλό. Έχει το τιμόνι στα χέρια και πρέπει να μη σκέφτεται... Να μη σκέφτεται εκείνη. Να μη σκέφτεται πόσο κόκκινο ήταν το τελευταίο φιλί. «Τελειώσαμε, τελειώσαμε...» Διακόσια! Το γκάζι τερμάτισε. Πουθενά η φύση. Απόντας ο ουρανός! Αφόρητη η ζέστη. Η μοτοσικλέτα πετά μαζί με τον αναβάτη. Μία κόκκινη κουκκίδα στον ορίζοντα. Εκεί είναι το φιλί της, τρέχα να το πιάσεις! Μα το γκάζι τερμάτισε, δεν έχει άλλο και πρέπει να προλάβει! Πόσο κόκκινο ήταν το τελευταίο φιλί! Η κουκκίδα μεγαλώνει καθώς πλησιάζει κι είναι ακόμα κόκκινη! Το κόκκινο φιλί της... Το κόκκινο μυαλό του... Η κόκκινη μοίρα τους... Το κόκκινο φανάρι που δεν το πρόλαβε... Ο ζεστός αέρας... Η διασταύρωση! Ουρανέ, πού είσαι; H φύση απούσα... Η ελπίδα να την ξαναβρεί... Η κόκκινη κουκκίδα... Το φιλί της! Όλα στο κόκκινο.
Dubai Mall in Dubai. Flying men at the waterfall | itlada / Shutterstock.com
20
Βασιλική Δραγούνη
Βασιλική Δραγούνη Το βαλς της μελαγχολίας Ας μελαγχολήσουμε μαζί. Είμαστε τόσο θλιβεροί στον σοβαρό χορό μας και τις επίμονες ματιές μέσα στους σκιασμένους καθρέπτες της ύπαρξής μας. Ας δώσουμε στην αγάπη ένα άλλο νόημα. Είμαστε τόσο βέβαιοι πως τύχη και μοίρα ενώθηκαν σε κάποιο υβρίδιο αμυδρής ευτυχίας. Ας μην παραδοθούμε ακόμα στη θλίψη, αγαπημένη λέξη, γυαλισμένη με τα δάκρυά μας. Και έτσι λοιπόν... ας χορέψουμε σε έναν μικρό κύκλο, στο μικροσκοπικό δωμάτιο της επιβίωσής μας, με το παράθυρο κλειστό απ’ τη βροχή και τις ώρες να ξεθωριάζουν μέσα στο πρωί.
ZZ Η Βασιλική Δραγούνη γεννήθηκε στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ευρωπαϊκή Συγκριτική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης (Βέλγιο) και έχει κάνει μεταπτυχιακό στον τομέα των Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Εργάζεται στον αεροπορικό χώρο. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν λάβει βραβεία, επαίνους και τιμητικές διακρίσεις σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα. Ποιήματα και κείμενά της έχουν επίσης αναρτηθεί στο διαδίκτυο σε λογοτεχνικές ιστοσελίδες, καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά.
21
22
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Βίκυ Βάββα Φωταγωγός Λιγότερο με αφορούν οι άνθρωποι με τους πολυτάραχους βίους – πιότερο εκείνες οι γυναίκες με την αθόρυβη ζωή μιας αέναης επανάληψης που έχουν καταπιεί ένα όνειρο κι εκείνο κυκλοφορεί στο σύστημα σαν ύπουλο ανεύρυσμα – κάποτε σκάει συχνότερα μένει αρραγές κι ίσως αυτό είναι βιαιότερο Μια γυναίκα προέκταση του νεροχύτη της – κάποτε μύριζε γιασεμί αντάλλαξε εκείνο το άρωμα με την ασφάλεια της χλωρίνης Ένας λεκές στο μάρμαρο δεν λέει να φύγει τριάντα οχτώ χρόνια τώρα σπιλώνει την αθωότητα επίμονα αντιστεκόμενος σε όλα τα σφουγγάρια τα σπρέι και τις σκόνες αντιστεκόμενος σ’ αυτήν κυρίως που δεν μπορεί ν’ αποδεχτεί τη μη αναστρεψιμότητα της άλωσης του άσπρου από το μαύρο
ZZ Η Βίκυ Βάββα είναι δραματοθεραπεύτρια, σύμβουλος ψυχικής υγείας και παιδαγωγός θεάτρου και θεατρικού παιχνιδιού. Από τον Ιούλιο του 2013 ζει και εργάζεται στα Ιωάννινα, ως υπεύθυνη διοργάνωσης εκδηλώσεων στο οικογενειακό βιβλιοπωλείο «Οσελότος» και ως συντονίστρια θεραπευτικών και εκπαιδευτικών δράσεων στο εργαστήρι δραματοθεραπείας και συμβουλευτικής «Ανοιχτό Παράθυρο». Το παραμύθι της με τίτλο «Η Πουπουλένια» έχει εκδοθεί στον συλλογικό τόμο «Τα παραμύθια του Οσελότου ΙΙ», καθώς επίσης και δύο διηγήματα στο λογοτεχνικό περιοδικό ΜΎΡΤΙΛΟ. Ένα τρίτο διήγημα επιλέχθηκε σε διαγωνισμό των εκδόσεων i-write και θα συμπεριληφθεί σε συλλογικό τόμο διηγημάτων με θέμα «Ιστορίες του τόπου μας – Ιωάννινα». Blog: www.anoixto-parathiro.blogspot.gr
Βίκυ Βάββα
Βronze head from Paris - Defense | Renata Sedmakova
Τρίβοντας με μανία σηκώνει συχνά-πυκνά το βλέμμα για να αντικρίσει τον φωταγωγό Γνωρίζει κάθε σπιθαμή του τον χαρτογράφησε με επιμέλεια Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ του απηύθυνε ένα πρωινό κι εκείνος δάκρυσε
23
24
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Δημήτρης Πολίτης Η άγνωστη της οδού Λυκούργου 10
Η
Σταδίου στο ύψος της πλατείας Κλαυθμώνος ήταν ασυνήθιστα έρημη. Νωρίς το απόγευμα, ημέρα Τετάρτη, και τα ρολά όλων των καταστημάτων ήταν κατεβασμένα ερμητικά. Ίσως το αφόρητο κρύο, που είχε ενσκήψει απρόσμενα στο Λεκανοπέδιο εκείνο το δεκεμβριάτικο απόγευμα βρίσκοντάς με εντελώς απροετοίμαστο, να είχε κλειδώσει τον κόσμο στα σπίτια του. Ζώντας στο εξωτερικό κάμποσα χρόνια, είχα περίπου ξεχάσει πόσο απότομα και απροειδοποίητα μπορεί να γίνει αδυσώπητο το πρόσωπο του αθηναϊκού χειμώνα. Τ’ αυτοκίνητα, που συναγωνίζονταν σε ταχύτητα στο άδειο οδόστρωμα, λιγοστά. Οι περαστικοί που διέσχιζαν τα έρημα πεζοδρόμια, ακόμα πιο λιγοστοί. Τυλιγμένοι όλοι τους με χοντρά παλτό, καπέλα, γάντια και κασκόλ, σκυθρωποί και σιωπηλοί με χαμηλωμένο το κεφάλι, τάχυναν το βήμα τους για ν’ αποφύγουν το δυνατό ξεροβόρι, που ξύριζε την κεντρική αρτηρία από άκρου εις άκρον. Αντιμέτωπος μαζί του πρόσωπο με πρόσωπο, το αισθανόμουν κάθε τόσο να με χαστουκίζει αλύπητα με τις ορμητικές και φουριόζικες ριπές του. Έριξα μια βιαστική ματιά στο ρολόι μου. Ήταν ήδη περασμένες τέσσερεις, και το ραντεβού μου στο Νέο Ηράκλειο με κάποιον φίλο είχε οριστεί για τις τέσσερεις και μισή. Συνειδητοποίησα ότι ήμουν καθυστερημένος κι ότι έπρεπε να βιαστώ όσο μπορούσα, καθώς συνέχιζα να κατηφορίζω σχεδόν τρέχοντας προς τον σταθμό του ηλεκτρικού στην Ομόνοια. Όταν έφτασα στο ύψος της Γεωργίου Σταύρου, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να κόψω αριστερά στην Πλατεία Κοτζιά και, μέσω της οδού Απελλού και της οδού Λυκούργου 10, να μπω στη λεγόμενη «Στοά του Ειρηνοδικείου» που θα με έφερνε κατ’ ευθείαν στην είσοδο του σταθμού της Ομόνοιας. Θα γλύτωνα έτσι λίγο χρόνο κι ίσως και λίγο κρύο. Εκεί ακριβώς την πρωτοαντίκρυσα, λίγα βήματα πριν φτάσω στην είσοδο της εγκαταλελειμμένης στην τύχη της στοάς. Ένα ζαρωμένο απολειφάδι στα κομματιασμένα μαρμάρινα σκαλιά, εκεί, στην αριστερή γωνιά της εισόδου. Απροσδιορίστου ηλικίας. Η μοναδική άμυνά της ενάντια στο κρύο ήταν μια τριμμένη κοντή καρό φούZZ Ο Δημήτρης Πολίτης είναι συγγραφέας. Έχει σπουδάσει κλασικές επιστήμες και ιταλική φιλολογία. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Επιστήμη των Πληροφοριών και τις Ευρωπαϊκές Δημόσιες Σχέσεις στο Trinity College του Δουβλίνου. Έχει ζήσει σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα «Η κλεμμένη ζωή ενός εύθυμου ανθρώπου», 2012, (εκδ. Οσελότος) το οποίο έχει μεταφραστεί και στην αγγλική γλώσσα.
Δημήτρης Πολίτης
στα κι ένα σκούρο κοντομάνικο μπλουζάκι. Ξεκάλτσωτη, δίχως παπούτσια, τα πόδια της είχαν πάρει μια αποκρουστική μπλαβιά απόχρωση, μελανιασμένα από το τσουχτερό κρύο. Η διαπεραστική και παραπονιάρικη φωνή της έτρεμε κατά διαστήματα μεταξύ των συλλαβών, καθώς κάθε λίγο και λιγάκι τρανταζόταν σύγκορμη από το τρέμουλο που της προκαλούσε το κρύο. «Bοηθήστε με, κυρίες και κύριοι, βοηθήστε με... Σας παρακαλώ». Το απροσδόκητο αυτό θέαμα κεραυνοβόλησε το κορμί μου σαν ηλεκτρικό ρεύμα εκατοντάδων βολτ. Με καθήλωσε στη θέση μου, παρά την τρομερή βιασύνη μου και το ανυπόφορο κρύο. Κοκάλωσα. Τα πόδια μου καρφώθηκαν πεισματικά στο λεριασμένο πεζοδρόμιο κι αρνιόντουσαν να κουνηθούν, ενώ προσπάθησα ν’ αναλογιστώ αν αυτό που έβλεπα μπροστά μου ήταν πράγματι αληθινό. «Από πού είσαι; Τι κάνεις εδώ μόνη σου; Δεν έχεις κάπου να πας με αυτό το κρύο;» την ρώτησα χαμηλόφωνα κρατώντας μια απόσταση ασφαλείας, μια και δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν στα καλά της ή αν θα μπορούσε να γίνει βίαιη. Γύρισε πολύ αργά και με κοίταξε. Τα μάτια της κατακόκκινα, μάτια τρομαγμένου αγριμιού, φανέρωναν τρομερή έκπληξη. Ίσως επειδή κάποιος την πλησίασε και της έδωσε σημασία, ίσως επειδή κάποιος απλά της μίλησε. Όσο κι αν προσπάθησα εκ των υστέρων, δεν έχω μέχρι τώρα κατορθώσει να σβήσω αυτήν τη σπαραχτική ματιά από το μυαλό μου. Το πρόσωπό της ήταν πρησμένο και μελανιασμένο από το κρύο, τα χαρακτηριστικά της αλλοιωμένα. «Βο-η-θή-θήστε, κυ-κύριε... » χαμήλωσε τώρα τον τόνο της φωνής της. Πήρε το βλέμμα της από πάνω μου και το κάρφωσε στις βρόμικες πλάκες του πεζοδρομίου. «Πώς σε λένε; Εμένα με λένε Δημήτρη...» προσπάθησα και πάλι ν’ αποκτήσω μια στοιχειώδη επαφή μαζί της. Δεν με ξανακοίταξε. Ούτε ξαναμίλησε. Εξακολούθησε να μένει διπλωμένη στα δύο, με τα μάτια καρφωμένα στο πεζοδρόμιο. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να καλέσω την Άμεση Δράση. Γύρισα το κεφάλι μου τριγύρω απεγνωσμένα, ψάχνοντας για οποιαδήποτε βοήθεια. Δύο γυναίκες στο απέναντι πεζοδρόμιο πέρασαν βιαστικές πιασμένες αγκαζέ. Κοίταξαν προς τη μεριά μας με συμπόνια και, κουνώντας το κεφάλι τους, εξαφανίστηκαν. Την ίδια στιγμή ένας μεσόκοπος άνδρας ντυμένος φτωχικά, εργάτης του μόχθου, καθώς περνούσε, σταμάτησε δίπλα μου και με κοίταξε καλά καλά. «Να πάρω την αστυνομία; Να καλέσω ασθενοφόρο;» τον ρώτησα απεγνωσμένα. «Τι αστυνομία, χριστιανέ μου; Τι να σου κάνει η αστυνομία; Δεν θα κάνουν τίποτα... Προσπάθησε να βρεις εκείνη την τηλεφωνική γραμμή... με τα άτομα που εξαφανίζονται... Άμπε λερτ! Ίσως αυτοί σε βοηθήσουν», μου είπε κουρασμένα. Η αναπνοή του, φτάνοντας στα ρουθούνια μου, θύμιζε σταχτοδοχείο. «Τι τα ψάχνεις; Εδώ που έχουμε φτάσει, ο καθένας με τη μοίρα του! Έχει γεμίσει ο τόπος τρελούς και ζητιάνους!» συμπέρανε μόνος του και κούνησε το κεφάλι απηυδισμένα, ενώ έκανε μεταβολή για να συνεχίσει τον δρόμο του. Ευτυχώς κατάλαβα αμέ-
25
26
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
σως τι εννοούσε, είχε τύχει να δω συγκεκριμένες διαφημίσεις στην τηλεόραση. Έψαξα βιαστικά στο ίντερνετ μέσω του κινητού και με ανακούφιση βρήκα και κάλεσα το νούμερο της περίφημης Amber Alert, της κεχριμπαρένιας γραμμής βοηθείας. Προς μεγάλη μου απογοήτευση, μου είπαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά πράγματα. Μου συνέστησαν να ξαναδώ πιο προσεκτικά τις φωτογραφίες στον ιστότοπό τους, μήπως και διακρίνω το πρόσωπο της άγνωστης στις ανακοινώσεις εξαφανίσεων. Μόνο σε τέτοια περίπτωση θα μπορούσαν να με βοηθήσουν. Άρχισα και πάλι να ψάχνω μέσω του κινητού μου απεγνωσμένα. Τα χέρια μου, κοκαλιασμένα από το κρύο, δεν ήταν πρόθυμα να υπακούσουν στις διαταγές του μυαλού. Στην πέμπτη κατά σειρά αγγελία, μόνο που δεν πήδηξα από χαρά. Πέραν κάθε προσδοκίας, το πρόσωπο της φωτογραφίας στην ανακοίνωση ήταν ίδιο με εκείνο της άγνωστης γυναίκας που βρισκόταν διπλωμένη χάμω στα πόδια μου! Τους ξανακάλεσα αμέσως και μου είπαν ότι θα έστελναν ασθενοφόρο όσο πιο σύντομα μπορούσαν. Ύστερα, ενημέρωσα τον φίλο μου ότι δυστυχώς έπρεπε να ακυρώσω το ραντεβού μας στο Νέο Ηράκλειο, και κάθισα δίπλα της, προσπαθώντας να κόψω με το κορμί μου το παγερό φύσημα του αέρα, που εξακολουθούσε να βομβαρδίζει αλύπητα το απολειφάδι του κορμιού της. Οι άνθρωποι της πορτοκαλί γραμμής, που έφτασαν με πάνω από μια ώρα καθυστέρηση, μου διευκρίνισαν ότι τ’ όνομά της ήταν Σταματίνα Παπαποστόλου. Τα υπόλοιπα τα ’μαθα όταν έψαξα αργότερα. Προερχόταν από μια σχετικά εύπορη οικογένεια, η οποία την είχε εγκαταλείψει, απ’ ό,τι φαινόταν, στην τύχη της, λόγω της προβληματικής ψυχικής της υγείας. Έπασχε από μια σοβαρότατη και πολύ προχωρημένη κατάσταση καταθλιπτικής σχιζοφρένειας κι ήταν εσώκλειστη σε μια ιδιωτική ψυχιατρική κλινική στην οδό Κυψέλης από τα δεκαεπτά της χρόνια. Κατά κάποιον άγνωστο τρόπο το είχε σκάσει από κει τρεις μέρες πριν. Για καλή της τύχη, η φαρμακευτική αγωγή που της χορηγούσαν κρατούσε μέρες κι έτσι ήταν ακόμα σχετικά ήρεμη. Στιγμές αργότερα, εκεί που την βοηθούσαν ν’ ανέβει στο ασθενοφόρο, γύρισε και με κοίταξε στιγμιαία. Μια σπίθα ζεστασιάς σαν να ’λαμψε στο παγωμένο της πρόσωπο τη στιγμή που οι ματιές μας διασταυρώθηκαν, λίγο πριν χωριστούμε. «Φοβερή σύμπτωση που την βρήκες...» μου είπε ο νοσοκόμος καθώς σφάλιζε με δύναμη την πόρτα του ασθενοφόρου πίσω του. «Αν είχε μείνει απόψε έξω όλη τη νύχτα, θα την βρίσκαμε αύριο κακαρωμένη από το κρύο!» συμπλήρωσε. Αρκετούς μήνες αργότερα, ξαναβρέθηκα στην Αθήνα. Με την πρώτη ευκαιρία επισκέφτηκα την ψυχιατρική κλινική της οδού Κυψέλης και ζήτησα να την δω. «Δεν αναγνωρίζει κανέναν... αλλά δεν είναι επικίνδυνη...» μου ψιθύρισε εμπιστευτικά η νοσοκόμα όταν ανέφερα το όνομα της ασθενούς που ήθελα να δω. Με οδήγησαν σ’ ένα δωμάτιο και την έφεραν μετά από λίγο. Δεν είχε αλλάξει πολύ. Εξακολου-
Δημήτρης Πολίτης
θούσα να μην μπορώ να μαντέψω την ηλικία της. Φαινόταν, βέβαια, λίγο πιο καλοζωισμένη αυτή τη φορά, λίγο πιο περιποιημένη, ήρεμη και ξεκούραστη, είχε μάγουλα ροδοκόκκινα και κάτασπρη επιδερμίδα. «Καλησπέρα, Ματίνα!» της είπα γεμάτος αδημονία και προσμονή. «Είσαι καλά;» Στην αρχή έδειχνε σαν να τα είχε εντελώς χαμένα. Με κοίταξε σοβαρά, με προσοχή και κάπως καχύποπτα. Ύστερα, σαν κάτι να ξύπνησε στον σκοτεινό λαβύρινθο του μυαλού της. Τα μάτια της γέμισαν ζεστασιά, μια θαλπωρή ήρθε και ξεχείλισε από το κορμί της και με τύλιξε σύγκορμο. «Είμαι ο Δημήτρης», της είπα, «με θυμάσαι;» Με προσπάθεια μου απηύθυνε μια άγαρμπη γκριμάτσα. Είχε ξεχάσει πια πώς να χαμογελάει... Δύο χρόνια αργότερα, σε μία από τις ταχτικές επισκέψεις μου στην Αθήνα, ξαναβρέθηκα στην κλινική. Μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε. Η νοσοκόμα, που με αναγνώρισε αμέσως από τις προηγούμενες επισκέψεις, έτρεξε να με προϋπαντήσει με τη γνωστή της φλυαρία. «Κύριε Πολίτη, ήρθατε για τη Ματίνα, ε; Δυστυχώς μας άφησε καιρούς πριν από δύο μήνες. Τρία αλλεπάλληλα εγκεφαλικά της ήρθαν, το τελευταίο την αποτέλειωσε... Η υγεία της ήταν πολύ επιβαρυμένη παρότι ήταν μόνο τριάντα τεσσάρων χρονών... Κι όλα αυτά τα ισχυρά φάρμακα και οι αγωγές που έπαιρνε δεν βοήθησαν... Ευτυχώς δεν κατάλαβε και πολλά πράγματα...» συμπλήρωσε γρήγορα, στην προσπάθειά της μάλλον να με κάνει να αισθανθώ καλύτερα. Κι ύστερα, προφανώς βλέποντας την απόγνωση ζωγραφισμένη στο κεραυνοβολημένο μου πρόσωπο, σαν κάτι να θυμήθηκε. Η ματιά της έλαμψε. Μου πέταξε ένα δυναμικό «Περιμένετε λίγο!» κι εξαφανίστηκε βιαστικά. Επέστρεψε λίγα λεπτά αργότερα κρατώντας στα χέρια της ένα τριμμένο κομμάτι χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα. Το κοίταξα με περιέργεια, προσπαθώντας να μαντέψω το περιεχόμενό του. Είχε πάρει μια γκριζοκίτρινη απόχρωση από το πέρασμα του χρόνου και τη σκόνη της πόλης. «Αυτό ήταν το μόνο προσωπικό της αντικείμενο που βρέθηκε στο δωμάτιο εκτός από τα ρούχα της. Φαίνεται ότι το κρατούσε πάντα πάνω της, μαζί μ’ ένα πανάρχαιο στυλό... Δεν είχαμε ιδέα ότι ήταν σε θέση να γράψει...» ψέλλισε, ενώ φρόντισε να το κρύψει μέσα στη δεξιά μου παλάμη. Παρατήρησα το χαρτί και το ξεδίπλωσα με χέρια που έτρεμαν δυνατά. Οι αστείες καλλικατζούρες που ήταν χαραγμένες στην επιφάνειά του έμοιαζαν με το προϊόν ενός ανίδεου μαθητή πρώτης δημοτικού. Μια απόπειρα που θύμιζε σχήμα καρδιάς και δίπλα η λέξη Δημήτρης με ανακατεμένα πεζά και κεφαλαία γράμματα διαφορετικού μεγέθους, που τραμπαλίζονταν πάνω-κάτω σαν μεθυσμένα, με τόνους και περισπωμένες εδώ κι εκεί. Κι ακριβώς από κάτω, κάτι ανισόρροπες στραβές γραμμές που έτρεχαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Μετά βίας κατόρθωσα να συγκρατήσω τα δάκρυα που ανέβηκαν στη στιγμή ως τις κόγχες των
27
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
|
Anton_Ivanov / Shutterstock.com
ματιών μου. Ευχαρίστησα τη νοσοκόμα. Την χαιρέτησα βιαστικά κι έτρεξα σαν σίφουνας διασχίζοντας την έξοδο της κλινικής και κρατώντας σφιχτά στα χέρια μου το τσαλακωμένο χαρτί. Λίγα βήματα παραπέρα, το ξανάνοιξα και το ξανακοίταξα. «Αχ, ρε Ματίνα... Αχ, βρε κορίτσι της οδού Λυκούργου, δεν θα κρυώνεις πια εκεί που βρίσκεσαι, όπου κι αν βρίσκεσαι!» σκέφτηκα αφήνοντας μια βαριά ανάσα ν’ αποδράσει από το στήθος μου... «Τελικά, παρά τις αντιξοότητες, παρά τη νοητική απόσταση, παρά τα τόσα πολλά που μας χώριζαν, οι ψυχές μας κατόρθωσαν να έρθουν κοντά... Τελικά, αυτή η απύθμενη ζεστασιά που φώτιζε τα μάτια σου τις λιγοστές φορές που θέλησες να με κοιτάξεις στο πρόσωπο, τις λίγες στιγμές που βρεθήκαμε κοντά, δεν ήταν απλά η εντύπωσή μου ή ένας ευσεβής μου πόθος. Ήταν πέρα για πέρα αληθινή! Ήταν μια ζεστασιά που σπάνια αισθάνθηκα στη ζωή μου, στις σχέσεις μου και τις συναναστροφές μου με όλους τους λογικούς ανθρώπους του σιναφιού μου...» αποτέλειωσα τη σκέψη μου και χάθηκα στα γκρίζα σοκάκια της Κυψέλης ξαλαφρωμένος. Κι αναπόλησα ακόμα μια φορά εκείνο το στραβό κι αδέξιο χαμόγελό της. Ένα χαμόγελο πολύτιμο κι ανεκτίμητο, ένα χαμόγελο αληθινό, που λείπει πια τόσο πολύ από τη ζωή μου!
Modern art sculpture in Cape Town
28
Σοφία Αγραπίδη
Σοφία Αγραπίδη Μοναξιά Θλιμμένα περνώ μοναχός μου τα βράδια σε μια καμαρούλα βουβή, σκοτεινή διψά η ψυχή μου του έρωτα τα χάδια για λίγη αγάπη η καρδιά μου πονεί. Από τότε που έφυγε πέρασαν χρόνια μα εγώ περιμένω ξανά να φανεί κι όταν έρθουν την άνοιξης τα χελιδόνια μήπως την είδαν ρωτώ, με σβησμένη φωνή. Πού βρίσκεται όμως κανένας δεν ξέρει κι αυτά δεν την είδαν μου λεν πουθενά τον κόσμο γυρίσαμε, όλα τα μέρη χωριά, πολιτείες, νησιά μακρινά. Τι γρήγορα πέρασε το καλοκαίρι και φεύγουνε πίσω ξανά τα πουλιά μα εγώ ο φτωχός, μοναχός, δίχως ταίρι θα μείνω και πάλι στην άδεια φωλιά.
ZZ Η Σοφία Δ. Αγραπίδη γεννήθηκε το 1968 στην Ανδραβίδα Ηλείας όπου και μεγάλωσε. Υπηρέτησε στον Στρατό Ξηράς ως Υπαξιωματικός για είκοσι έξι χρόνια. Με την ποίηση και τη λογοτεχνία ασχολείται από μικρή ηλικία. Το περιοδικό ΜΥΡΤΙΛΟ φιλοξενεί τις πρώτες δημοσιεύσεις της.
29
30
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Δημήτρης Κράνης Ωδή στα χείλη σου Είναι τα χείλη σου, δυο µεταξένιες κρύπτες µυρωµένου αττικού µελιού, στο σκαλιστό ακρόπλωρο του ελληνικού σου χαµόγελου. Είναι τα χείλη σου δυο τηλαυγείς στιλβηδόνες, που ανάβουν τις φρυκτωρίες των γαλαζωπών αστεριών στο στερέωµα της αγάπης. Είναι τα χείλη σου δυο ήρεµες νησίδες, θεϊκές, άρρητης γλυκύτητας, που αναπαύονται αµέριµνα τα γλαροπούλια του έρωτα! Είναι τα χείλη σου, –ροζ ορτανσίες– στους κήπους της Αλάµπρας καθρεφτισµένα µεσοκάναλα, τη µυστηριακή ευδία, µε της θερµής ανάσας σου το µύρο. Είναι τα χείλη σου φλογερά ως εαρινές αστραπές πάθους, στου τέλειου προσώπου σου τη λευκή κατατοµή, µαρµαρυγή κλασσικού αγάλµατος ιωνικού κιονόκρανου έλικες, σφαιρικού θόλου ραδινή συµµετρία,
ZZ Ο Δημήτρης Α. Κράνης γεννήθηκε το 1944 στην Αθήνα. Πτυχιούχος Νομικής, Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών, Ιστορικού Αρχαιολογικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και της Θεολογικής Σχολής. Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο και στο Συμβούλιο Επικρατείας. Έχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές, δύο ιστορικά βιβλία, ένα ταξιδιωτικό-μαρτυρία και έξι ανάτυπα διαφόρων εργασιών του. Πολλές μελέτες του, ιστορικού, νομικού, λογοτεχνικού, λαογραφικού και μουσικολογικού περιεχομένου, καθώς και ποίηματά του, έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες, περιοδικά και τιμητικούς τόμους. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Δημήτρης Κράνης
µυκηναϊκών ακροπόλεων αρχιτεκτονικά µέλη σκορπισµένων σε αµπέλια, ελαιοχώραφα και πορτοκαλεώνες. Άσε τα χείλη σου ελεύθερα, να παίξουν τον χαρωπό σκοπό στης ηδovής το παιχνίδι, στου εσπερινού αποχαιρετισµού, το όρθιο στερνό φιλί, µε της µελλοντικής συνάντησης τη λατρεµένη αναµονή και της αστείρευτης ελπίδας, τον ανθισµένο ίµερο.
Ευοίωνη προοπτική Πολλοί θάνατoι (πολλές αναxωρήσεις...) Τόσοι, που τους ξεxνάς τελικά, όπως οι γέροι τα ονοματεπώνυμα οικείων, που τους κρύβονται και τα ψάχνουν. Ζωές που σβήσανε σαν τη φλόγα στην άκρη τρεμάμενου σπίρτου και μένεις για να θυμάσαι τις μορφές που είχες συνηθίσει. Αυτούς που κάποτε, αργά ή γρήγορα –μην το αρνείσαι– θα βρεις για να τα πείτε, όσο κι αν δεν σου αρέσει αυτή η ευοίωνη προοπτική...
31
32
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Γιωργής Αλεξάνδρου - Κορνηλιάδης Θεμελιακές εναρχειώσεις του Θείου στην Ποιητική της Κικής Δημουλά ἀπέβη δὲ εἰς πένθος μου ἡ κιθάρα, ὁ δὲ ψαλμός μου εἰς κλαυθμὸν ἐμοί.1
«Μὴν ἀποδιώχνεις τὰ παράπονά μου/ δὲ θέλω νὰ σὲ χάσουν/ ἄλλον πιὸ δικό τους ὑπαίτιο/ δὲν ἔχουν»2. Οι πλέον κραδασμιαίες παραπονετικές στιχομυθίες της Κ.Δ. ψυχρηλατούνται εργωδώς και ενορχηστρώνονται εκ προοιμίου ως μία in praesentia συμπαντική συνδιαλλαγή της θνησιμαίας δολιχοδρόμησης με την πολύφερνο θέωση, καθόσον η μεν «τείνει τὴν ἄδεια παλάμη της, περιμένοντας νὰ τὴν ἐλεήσει ἡ πίστη μὲ Θεό»3. Η δε ακραιφνής επενέργεια του θείου τής παροχετεύεται χειμαρρωδώς –«τάχα ὅτι ἐπισκευάζει μιὰ παράλειψη παλιὰ»4 και εν συνεχεία εναρχειώνεται διαρρήδην στο κλειστοφοβικό εργοτάξιο της καταρροϊκής στιχουργικής επίπνοιάς της: «ὅσο κι ἂν σὲ ταρακουνῶ/ δὲν ξεριζώνεσαι μὲ τίποτα Θεέ μου/ ἀπὸ τὸ χωματένιο εἶναι μου»5. Εντεύθεν, σχοινοβατεί στις αγκαθερές ακρώρειες μίας αιθεροβάμονος διελκυστίνδας αντεγκλήσεων, μεταιχμιακά επαμφοτερίζουσας μεταξύ φιλαλήθους απολογισμού και ακανθώδους μομφής: «Ἐξάλλου σοῦ θυμίζω ἡ συμπόνια/ πρωτογράφτηκε λάθος ἀπὸ τὸ Θεό»6· εν ταυτώ, η γραφή της κατοπτρίζει παρασάγγας τη φρενιτιώδη ιδιοσυστασία ενός ιαβέρειου σχετλιασμού, αρειμανίως εμφιλοχωρούντος ένεκεν μιας σαδιστικά παρατεταμένης γευσιγνωσίας ματαιώσεων της ιδίας, συνάγοντας: «Πόσοι θεοὶ χρειάστηκαν γιὰ ν’ ἀποτύχει ἕνας»7. 1 Κανών τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Ἰώβ, 30: 31 και Κικὴ Δημουλᾶ: «Σχεδὸν ἡμερολόγιο: καλοκαιρινὲς σελίδες», στὴ συλλογὴ Ἐκτὸς σχεδίου, ἐκδόσεις Ἴκαρος 2005 (3η ἔκδ.), σελ. 97. 2 Κ.Δ.: «Δεῖξε κατανόηση», στὴ συλλογὴ Δημόσιος Καιρός, ἐκδόσεις Ἴκαρος 2014, σελ. 67. 3 Κ.Δ.: Ἔρανος σκέψεων γιὰ τὴν ἀνέγερση τίτλου ὑπὲρ τῆς ἀστέγου αὐτῆς ὁμιλίας, ἐκδόσεις Ἴκαρος 2010 (2η ἔκδ.), σελ. 13. 4 Κ.Δ.: Ὁ φιλοπαίγμων μύθος, ἐκδόσεις Ἴκαρος 2010 (3η ἔκδ.), σελ. 32. 5 Κ.Δ.: «Ἡ ζύμη», στὴ συλλογὴ Δημόσιος Καιρός, ὅ.π., σελ. 65. 6 Κ.Δ.: «Γράψε λάθος», στὴ συλλογὴ Χαῖρε ποτέ, ἐκδόσεις Στιγμή 1988, τώρα στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση Ποιήματα, ἐκδόσεις Ἴκαρος, Αθήνα 2009 (8η ἔκδ.), σελ. 397. 7 Κ.Δ.: «Προτομή πιθανότητας Ι», στὴ συλλογὴ Ἡ ἐφηβεία τῆς λήθης, ἐκδόσεις Στιγμή 1994, τώρα στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση Ποιήματα, ὅ.π., σελ. 438.
ZZ Ο Γιωργής Αλεξάνδρου-Κορνηλιάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1989 και μεγάλωσε στον Βόλο. Σπούδασε παιδαγωγικά και εξειδικεύτηκε στην εκπαίδευση παιδιών και εφήβων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Το ανωτέρω δοκίμιό του απέσπασε το 1ο Βραβείο στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ InterArtia 2015 (Γ’ Κύκλος Διαγωνισμών, Μάρτιος 2015).
ΓιωργήςΑλεξάνδρου-Κορνηλιάδης
«Κύριε/ μὴ μᾶς πάρεις κι ἂλλο/ τὶς ἀπώλειές μας./ Δὲν ἔχουμε ποῦ ἀλλοῦ νὰ μείνουμε»8. Οι ως άνω ικετήριες εξωτερικεύσεις της λογοτέχνιδος εγγράφονται στο ενσυνείδητο ερμάριο της πελιδνούμενης σύλληψής της ως ακρογωνιαία ασφαλιστική δικλείδα διακρίβωσης και αναπαρθένευσης της υπερφυούς αλκής. Χαρακτηριστικά, καθομολογεί: «Ἔγραψα γράμματα καὶ ξαναέγραψα/ καὶ στὸ θεὸ τῆς ἀπαντήσεως προσευχήθηκα ἄκοπα»9. Άλλωστε, δεδομένης της αυτενεργού στράτευσης της Κ.Δ. στο στεντόρεια παρεμφαινόμενο δόγμα περί ομοίωσης, «ὅτι καὶ τὸ θεῖον ἔμφυτο εἶναι»10, στον ανελλιπώς τεκταινόμενό της διισχυρισμό, αναφορικά της ευκταίας θεοτικής ώσμωσης με το εκτεθηλυκός της παρεπόμενο, αποδίδονται άπεφθα κοσμικά κατηγορήματα, φιλύποπτα διερωτώμενη: «Κύριε, μήπως ὅταν ἐνέκρινες/ αὐτοὺς τοὺς ἀνελέητους ἀνταγωνιστικοὺς ψαλμοὺς/ ἤσουν ἀκόμη ἄνθρωπος;»11. «Ὅλα τὰ ὄνειρα ὄνειρο τὰ κληρονομεῖ/ καὶ ἄνθρωπος κανένα»12. Η υποφαινόμενη δυνητικότητα διακράτησης –ή έστω επιδερμικής χρησικτησίας– αειθαλούς και αναπαλλοτρίωτης φαρέτρας ρεμβασμών συμπηγνύει στα γραφόμενα της συγγραφέως ει μη μόνον ουτοπισμούς: «Ἔαρ;/ Ἥμαρτον Θέ μου/ ποὺ ἔπιασα στὸ στόμα μου/ τὴν πιὸ ἐφήμερη μέρα τῆς δημιουργίας σου»13. Μάλιστα, η προοπτική οποιασδήποτε αΐδιου κατατριβής, in principio σισύφειου, αποκαθηλώνεται ερρωμένως: «ἐπέστρεψα/ καὶ σὲ τὶ χάλι, Θὲ μου, βρῆκα/ αὐτὰ ποὺ δὲ μοῦ ἐπέτρεψες νὰ πῶ»14. «Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη νὰ σωπαίνει/ ἔχει μεγάλη πείρα ὁ χαμός»15, βυθοσκοπείται ουκ ολίγον το ερεβώδες μητρώο μιας αδήριτης κοινοκτημοσύνης της ανθρωπότητας στην άτεγκτη χοάνη της εκμηδένισης. «Σκέπτομαι/ τόσες φορὲς φιλήθηκε μὲ τὸ Θεὸ/ ἡ ἐλπίδα ὅταν/ ποιὸς ἐγκατέλειπε τὸν ἄλλον/ δὲν ἔγινε γνωστὸ»16. Τα αποχρώντα επίμορτα θυμικά χρεόγραφα της τωόντι σιβυλλικής τοποτηρητείας του υπερβατού στη συγγραφική ψυχοσύνθεση της Κ.Δ. ρευστοποιούνται αναμφιλέκτως στο ακέραιο «μπρὸς στὸ συνυπεύθυνο φθινόπωρο,/ ποὺ ὑποθάλπει μιὰ Δευτέρα Παρουσία/ στ’ ἀπολωλότα ὄνειρα»17. Ως εκ τούτου, από τη ρηξικέλευθη γραφίδα της αξιώνεται το κα8 Κ.Δ.: «Τὸ πρόβλημα τῆς στέγης», στὴ συλλογὴ Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, ἐκδόσεις Ἴκαρος 2008 (3η ἔκδ.), σελ. 21. 9 Κ.Δ.: «Πέρασα», στὴ συλλογὴ Τὸ λίγο τοῦ κόσμου, ἐκδόσεις Νεφέλη 1971 (1η ἔκδ.), 1983 (2η ἔκδ.), ἐκδόσεις Στιγμή, 1990, τώρα στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση Ποιήματα, ὅ.π., σελ. 120. 10 Κ.Δ.: «Ἡ ζύμη», στὴ συλλογὴ Δημόσιος Καιρός, ὅ.π., σελ. 65. 11 Κ.Δ.: «Ἡ γλυκυτάτη ἀβεβαιότης», στὴ συλλογὴ Χαῖρε ποτέ, ὅ.π., σελ. 316. 12 Κ.Δ.: «Σκόνη», στὴ συλλογὴ Τὸ Τελευταῖο Σῶμα μου, ἐκδόσεις Κείμενα, 1981, ἐκδόσεις Στιγμή, 1989, τώρα στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση Ποιήματα, ὅ.π., σελ. 281. 13 Κ.Δ.: «Ἥμαρτον Θέ μου ποὺ μεγάλωσα», στὴ συλλογὴ Ἡ ἐφηβεία τῆς λήθης, ὅ.π., σελ. 457. 14 Κ.Δ.: «Στοργικὴ αμέλεια», στὴ συλλογὴ Τὰ εὕρετρα, ὅ.π., σελ. 53. 15 Κ.Δ.: «Κονιὰκ μηδὲν ἀστέρων», στὴ συλλογὴ Χαῖρε ποτέ, ὅ.π., σελ. 402. 16 Κ.Δ.: «Τὰ ἀγνοούμενα», στὴ συλλογὴ Ἦχος ἀπομακρύνσεων, ἐκδόσεις Ἴκαρος 2009 (5η ἔκδ.), σελ. 15. 17 Κ.Δ.: «Τὶ προκαλεῖ μιὰ συζήτηση κι ἕνα φθινόπωρο», στὴ συλλογὴ Ἐπὶ τὰ ἴχνη, ἐκδόσεις Φέξης 1963, ἐκδόσεις Στιγμή 1989, τώρα στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση Ποιήματα, ὅ.π., σελ. 95.
33
34
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
ταρχήν οξύμωρο: «ἄς ἀνέβει ἡ γῆ/ στὴ θέση τ’ οὐρανοῦ/ σ’ αὐτήν νὰ καθρεφτίζεται ὁ Θεὸς/ γήινος, πιὸ καθημερινός, πιὸ ἀναγκαῖος»18. «Θεέ μου τί δὲν μᾶς περιμένει ἀκόμα»19. Η προρρηθείσα στανική και προκρούστειος αμνήστευση μιας πανθομολογουμένως ανέκκλητης παρείσφρησης της τελευτής στις πνευστιώσες διαδρομές της εγκαταβίωσης εγχαράσσεται αυτόχρημα στα δωρικά ποιητικά σημαινόμενα, σημειώνοντας: «Μόνο βιάσου γιατί ὅπου να ’ναι/ τὸ θαῦμα τῆς διαψεύσεως τὶθεται επὶ τάπητος/ ἀκάνθινο»20. «Ἂχ, ἂς ἢξερα τουλάχιστον Θεέ μου/ πῶς νιώθει ἡ ἐκπλήρωση./ Ἀμέσως θνητή;»21. Κατόπιν επαχθούς κανοναρχήματός της στην υπερρεαλιστική μεταφυσική, η ποιήτρια προσοικειώνεται άρδην την ad hoc κακοπίχερη συναλγία του απευκταίου, «ὅτι κατὰ τὴν ἀποβίβαση/ οὐδεὶς σὲ περιμένει./ Οὔτε ἕνα οὐδέν»22. Αντίστοιχου βεληνεκούς ψυχρολουσίες της κραδαίνουν απερίφραστα το τελεσίγραφο ιοβόλο ενταλτήριο μιας νιχιλιστικής έως αφοριστικής εξοστράκισης τυχόν κατιδεασμού με τον αινιγματώδη της Πλαστουργό: «Ἤ σὲ ἀγγίζω Ἰησοῦ/ ἤ Ἀνασταίνεσαι διὰ παντὸς ἀπὸ κοντά μου»23 · περαιτέρω, αφικνούνται πλησίστιες στην ολοσχερή μεφιστοφελική καυτηρίαση της συμψηφιστικής post mortem τρυφής, εκθύμως και δηλονότι εκπαραθυρώνοντάς την από την αμαυρή χορεία ενός δονκιχωτικού επέκεινα: «Τὸ τίποτα εἶναι ἕνα ὄνειρο. Ἅμα τελειώνουμε, νὰ τελειώνουμε. Τελεία καὶ παύλα, ὄχι ἀποσιωπητικά»24. «Ἀνάμεσα σὲ ὅλα τὰ πρὸς διάσωση καὶ ἀναπαραγωγή/ ἦταν κι ἡ οὐτοπία./ Μάλιστα, ἡ μόνη ποὺ ταξίδεψε/ πρώτη θέση καὶ παράθυρο./ Ἄχ φυγὴ ὤχ σωτηρία» 25. Συγγράφοντας κατατρωθείσα εις επήκοον του Καθαρτηρίου, η επιρρέπεια μιας εγκυκλίου φιλύποπτης δαημοσύνης έναντι τόσο της νευραλγικής πιστότητας, όσο και της έωλης φερεγγυότητας του ως ευαγγελισθέντος ιλασμού, μεταρσιώνεται ευθαρσώς στο corpus της εργογραφίας της πολυΐστορος στιχοποιού. Προσεπικαλείται: «Φύλαγέ μου, Θέ μου, τουλάχιστον/ ὅσα ἔχουν πεθάνει»26 · τοιουτοτρόπως, το modus operandi της κατ’ επίφασιν υψιπετούς ελπίδας καθαίρεται ιδίαις αυτής χερσίν σε μιαν ακήρατη προτομή σκιαμαχίας, τρόπον τινά ξεσπώντας: «Τί μοῦ χτυποῦσες νύκτωρ ἀπὸ πάνω Ὕψιστε/ τὸ πάτωμα μὲ τὸ πάνθ’ ὁρῶν μπαστούνι σου;» 27. 18 Κ.Δ.: «Λάθος διάταξη», στὴ συλλογὴ Τὰ εὕρετρα, ὅ.π., σελ. 26. 19 Κ.Δ.: «Ἀπροσδοκίες», στὴ συλλογὴ Ἡ ἐφηβεία τῆς λήθης, ὅ.π., σελ. 303. 20 Κ.Δ.: «Συμβουλὲς τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς», στὴ συλλογὴ Χλόη Θερμοκηπίου, ἐκδόσεις Ἴκαρος 2006 (2η ἔκδ.), σελ. 41. 21 Κ.Δ.: «Ἐγκώμιο στὴ φιλόξενη περίπτυξη», στὴ συλλογὴ Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, ὅ.π., σελ. 52. 22 Κ.Δ.: «Κρίση», στὴ συλλογὴ Δημόσιος Καιρός, ὅ.π., σελ. 23. 23 Κ.Δ.: «Μεγάλη Πέμπτη», στὴ συλλογὴ Ἦχος ἀπομακρύνσεων, ἐκδόσεις Ἴκαρος 2009 (5η ἔκδ.), σελ. 61. 24 Κ.Δ.: Συναντήσεις μὲ τὴν Κικὴ Δημουλᾶ, ἐκδόσεις Ἴκαρος 2009 [αρχείο video]. Ανακτήθηκε από https://www. youtube.com/watch?v=lyejUq8Js94. 25 Κ.Δ.: «VIP», στὴ συλλογὴ Χαῖρε ποτέ, ὅ.π., σελ. 308. 26 Κ.Δ.: «Σύνδρομο», στὴ συλλογὴ Τὸ Τελευταῖο Σῶμα μου, ὅ.π., σελ. 292. 27 Κ.Δ.: «Σὰν μπλοὺζ», στὴ συλλογὴ Ἑνός λεπτοῦ μαζί, ἐκδόσεις Ἴκαρος 2010 (6η ἔκδ.), σελ. 12.
Έφη Κώτση-Δεληγιάννη
Έφη Κώτση-Δεληγιάννη Εύθραυστη Στρογγυλή – χωρίς γωνίες. Μια γυάλινη σφαίρα. Μπορεί να χωρέσει πολλούς. Εσένα Εμένα Τον κόσμο ολάκερο. Αν πέσει αλίμονο! Ό,τι με κόπο χτίστηκε γίνεται ευθύς κομμάτια.
Ιπτάμενα λόγια Τα λόγια είναι πουλιά· πετούν, και την κατεύθυνση ποτέ δεν την γνωρίζεις. Άλλωστε αν είναι αρπαχτικά ενδέχεται με το ράμφος ή με τις φτερούγες τους να σε πληγώσουνε θανάσιμα.
ZZ Η Έφη Κώτση-Δεληγιάννη γεννήθηκε στην Κοζάνη. Ωστόσο πατρίδα της θεωρεί τον Βόλο, όπου έζησε τα παιδικά και μαθητικά της χρόνια. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου παρακολούθησε το Ιστορικό-Αρχαιολογικό Tμήμα. Εργάστηκε ως καθηγήτρια φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση επί τριάντα έτη. Τα είκοσι τρία από αυτά δίδαξε στο 39ο Λύκειο Αθήνας, στην Άνω Κυψέλη. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ονειρεύομαι μια θάλασσα πλατιά», 2014, και «Ματιές έξω, καθρέφτες μέσα», 2015, από τις Εκδόσεις Οσελότος.
35
36
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Νίκος Πουλινάκης Ένας λησμονημένος ήλιος Μια φορά σε δίσεκτο καιρό ζούσε ένας λησμονημένος ήλιος που έγλειφε με τη γλώσσα σιωπηλών ερώτων δάκρυα πείνας από αδηφάγα όνειρα, ενώ την ίδια ώρα, επιμελώς πυρπολούσε ένα ακυβέρνητο αποδημητικό φεγγάρι και μια αυτοδίδακτη νεαρή βροχή που ξοδεύτηκε στην υδρορροή μιας ανελέητης επανάπαυσης των προσδοκιών. Και ξάφνου, τούτος ο ήλιος χαμογελώντας στον εναέριο χώρο της αλληλεγγύης των βλεμμάτων χιλιάδων ανθρώπων ως επίδοξος και ύπουλος αεροπειρατής που ήταν τίναξε τα μυαλά του στον αέρα όταν πια αντιλήφθηκε πως δεν μπορούσε να απειλήσει με τον ίσκιο του την αφύπνιση μιας συνείδησης, μιας εύχυμης συνείδησης.
Ολοφυρμός Φυσαλίδες νοσταλγίας του ουρανού εκπλειστηριάζονται με επίσπευση των διεφθαρμένων κληρονόμων αποβιώσαντος ολοφυρμού αφού έχει επικρατήσει η αντίληψη πως υπογράφοντας προσκυνοχάρτια θα αναγνωριστεί το σύνολο της προϋπηρεσίας της ακηδίας ανέστιων ονείρων.
ZZ Ο Νίκος Πουλινάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος. Είναι μέλος του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα – ΙΒΒΥ. Το πρώτο του βιβλίο για παιδιά έχει τίτλο «Τα χνότα των ονείρων του Αστρομποϊλή και οι ξυπόλυτες νότες». Το 2011 και το 2012 διακρίθηκε στο φεστιβάλ InterArtia και, πιο συγκεκριμένα, στην κατηγορία παιδικού παραμυθιού. Επίσης το 2013 συμμετείχε στον συλλογικό τόμο «Τα παραμύθια του Οσελότου, τόμος ΙΙ», Διατηρεί προσωπική ιστοσελίδα στην τοποθεσία http://www.poulinakis.gr
Νίκος Πουλινάκης
Εξόριστος χρησμός Το ίδιο φεγγάρι φορούν οι τρεμάμενες φλόγες ενός αδέξιου φιλιού που ήχησε σαν εξόριστος χρησμός προμηνύοντας την αγωνιστική διεκδίκηση του κατασχεμένου έρωτα.
Δίψα για ελπίδα Σύμφωνα με δικαστική απόφαση η δίψα σου για ελπίδα κρίθηκε ένοχη για εμπρησμό εξ αμελείας αφού δεν φρόντισε να επανδρώσει το κλιμάκιο των χαρτογιακάδων του συνδρόμου αποφρακτικής υπνικής άπνοιας με πυρασφαλείς αρχειοθήκες ανιδιοτέλειας.
Αποκάλυψη Αφού αποκαλύφθηκε ότι δεν πλήρωνε τις μηνιαίες δόσεις του δανείου των ονείρων του, του κατέσχεσαν υπό άκρα μυστικότητα την έπαρση των βλεμμάτων του.
37
38
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Κωστής Μπαρμπαγιαννέρης Δε χόλι μπάιμπλ οφ τουρίστα Μπάνιος, Γενάρης 2004 Για τον ντόπιο, γραφικός είναι ο τουρίστας. Εντουάρδο Γκαλεάνο
Χ
ρειάστηκε να αλλάξουν τρία οτοστόπ μέχρι να φτάσουν στο Μπάνιος. Τα δύο τελευταία αμάξια ήταν αγροτικά, και από την καρότσα, η πανέμορφη διαδρομή στις Άνδεις συνδυάστηκε με ένα τροπικό μαύρισμα. Ο οδηγός, φθάνοντας, προσκάλεσε τα δύο αδέρφια για ένα μπάνιο στις θερμές πηγές κάτω από τον καταρράκτη στο κέντρο της πόλης. Μάλιστα, τώρα γινόταν κατανοητό γιατί το Μπάνιος ήταν η Μέκκα των τουριστών... Το σόου στην πλατεία δεν κράτησε πολύ. Το κοινό πλήρωνε καλά και το καπέλο δεν άργησε να γεμίσει. Ο Χόρχε μάζεψε το ντιαμπολό του, η Νταϊάν τύλιξε τις κορδέλες της και αφού νοίκιασαν ένα διπλό ποδήλατο, ξεκίνησαν για μια βόλτα στην πόλη αλλά και λίγο έξω απ’ αυτήν, στο μιραδόρ, από όπου προβάλλει στα 5.100 μέτρα το Τουνγκουράγια, το επιβλητικό ηφαίστειο που λίγα χρόνια πριν ξυπνούσε από μια αιωνόβια σιέστα, τρομοκρατώντας ντόπιους και τουρίστες. Την τελευταία δεκαετία, λες και κάποιος είχε επιλέξει να τραβήξει εδώ τον φελλό μιας σαμπάνιας τουριστών, το Μπάνιος είχε ποτίσει δολαρίλα. Είχαν χτιστεί πρόχειρα χόστελ απ’ άκρη σε άκρη, στις γέφυρες κρέμονταν από ταλαίπωρα λάστιχα πλαδαροί Αμερικανοί και χοντροκώλες Αγγλίδες κάνοντας μπάντζι, ενώ παντού υπήρχαν διαφημιστικά για κανό και ράφτινγκ με φωτογραφίες χαμογελαστών τύπων που φαινόταν ότι είχαν πιάσει από τα μαλλιά το περιπετειώδες ταμπεραμέντο του μέρους. Οι γκρίνγκος1 είχαν ξαμοληθεί στην πόλη. Άλλοι ανέβαιναν στο ηφαίστειο με τα 4x4, άλλοι στα ίντερνετ καφέ προκειμένου να μοιραστούν τις συγκλονιστικές περιπέτειές τους με μακρινούς συγγενείς και άλλοι χτενίζοντας την περιοχή και πυροβολώντας 1. Γκρίνγκο: όρος που χρησιμοποιείται στην ισπανόφωνη Αμερική και σημαίνει ξένος (συχνά προερχόμενος από τις ΗΠΑ).
ZZ Ο Κωστής Μπαρμπαγιαννέρης συστήνεται ως μαθηματικός, αλλά μόνο όταν ψάχνει για δουλειά. Τον υπόλοιπο καιρό ταξιδεύει σε μακρινούς πολιτισμούς προσπαθώντας να σκοτώσει τον χρόνο του και τον ορθολογισμό που ζει μέσα του. Έχει σπουδάσει εφαρμοσμένα μαθηματικά στο ΕΜΠ και έχει κάνει μεταπτυχιακό στην περιβαλλοντική διαχείριση. Ταξίδεψε στην Ιάβα για να μελετήσει παραδοσιακή πρωτόγονη μουσική Γκάμελαν – κάτι που ακούγεται λίγο πιο εύκολα από κινέζικη όπερα, όπως του εκμυστηρεύτηκε ο δάσκαλός του της μουσικής.
Κωστής Μπαρμπαγιαννέρης
με τις φωτογραφικές τους έως ότου να μη μείνει σοκάκι ακαδράριστο. «Μα καλά! Τι γίνεται εδώ;» μονολόγησε ο Χορχε. «Μπερντ γουότσινγκ! Μπάντζι! Ράφτινγκ... Παραδοσιακά ινδιάνικα πράγματα δηλαδή... Το λούνα παρκ των αποικιοκρατών. Ο τουρίστας και η λαίλαπα του καπιταλισμού. Ο γκρίνγκο και το αγαπημένο του πλαστικό. Αληθινή περιπέτεια κομπάδρε». «Μπερντ γουότσινγκ και πράσινα κολιμπρί!» σιγοψιθύρισε ο Χόρχε ρίχνοντας μια εξερευνητική ματιά στον εκουαδοριανό ουρανό... Πενήντα δολάρια για να κοιτάξεις πουλιά. Πραγματική ευκαιρία, ντουντ! Άνοιξε τα μάτια σου! Ξεβούλωσε τ’ αυτιά σου! Η φύση είναι ολάκερη εδώ, δίπλα, και ξέρεις κάτι... σου προσφέρεται τζάμπα. Μπερντ γουότσινκγ; Μόνο και μόνο το όνομα του φαινόταν αστείο. Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια, όταν με τους φίλους του επιδιδόταν στο πραγματικά επικίνδυνο cοp-watching. Αυτό μάλιστα, ήταν περιπέτεια, καράχο! Επρόκειτο για την παρακολούθηση όχι τόσο πουλιών όσο των στρογγυλών αυτών μπαλακίων που κρέμονται από τη βάση τους – η μητέρα του πάντα του έλεγε ότι δεν ήταν σωστό να μιλά με τέτοιους χαρακτηρισμούς για τα όργανα της τάξης. Μαγνητοσκοπούσαν παρενοχλήσεις πολιτών από μπάτσους και τις δημοσίευαν στο διαδίκτυο. Ένα ιδιαίτερο «σπορ» με ένα ακόμα πιο ιδιαίτερο βραβείο: μελανές υπογραφές στο σώμα από τα ασφαλίτικα γκλομπ... Κατά μήκος του πανέμορφου Μπάνιος, οι τουρίστες είχαν απλωθεί σαν χολέρα, τριγυρνώντας εδώ κι εκεί, με αγωνία να δουν όσο το δυνατόν περισσότερα απ’ αυτά που πρότειναν τα μπλε βιβλιαράκια τους, οι οδηγοί πλεύσης. «Είναι αυτά τα Lonely Planet!» είπε η Νταϊάν. «Η Βίβλος του τουρίστα. Οι γκρίνκος δεν κάνουν βήμα χωρίς αυτά! Τα ακολουθούν πιστά και χωρίς δεύτερη σκέψη. Είναι απίστευτο πως αν επισκεφτείς κάποιο μέρος που δεν αναγράφεται στο βιβλίο, δεν θα δεις κανέναν από δαύτους. Οι ξενοδόχοι και οι ταβερνιάρηδες κάνουν τα πάντα για να μπουν οι μικροεπιχειρήσεις τους στη λίστα των οδηγών». Κάπως έτσι, οι αναζητητές της περιπέτειας περνούν από αξιοθέατα, φωτογραφίζουν, φεύγουν, συνεχίζουν στην επόμενη πόλη, λίγο ράφτινγκ, λίγα μουσεία, δυο τρεις μπίρες και βουρ για τον επόμενο προτεινόμενο προορισμό. «Αυτό το βιβλίο είναι πραγματικά μαγικό!» εκμυστηρεύτηκε η Αμερικανίδα Τζες στον Χόρχε, όταν εκείνος την ρώτησε για τη χρησιμότητα του οδηγού που κρατούσε στα χέρια της. «Έχει όλα τα χοτ σποτς αναλυτικά κι έτσι δεν χρειάζεται ποτέ να μπαίνεις στον κόπο να ρωτάς κανέναν για τίποτα...»
39
40
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Γιώργος Τσιτιρίδης Σταυρουδάκι χρηστό Όταν έσκυβες ακουμπούσε πάνω μου. Έμπαινε στα μάτια σου. Πήγαινε πέρα-δώθε σαν εκκρεμές. Μπερδευόταν μέσα στα χέρια μας. Σου αποσπούσε την προσοχή. Το έβγαλες και το ακούμπησες στο τραπέζι. Η επαφή μας παρ᾽ όλα αυτά δεν ήταν κάτι το τρομερό. Απεναντίας σιωπηρά αποφανθήκαμε ότι ήτανε μια αποτυχία. Όταν πήγα να μαζέψω τις καπότες από το τραπέζι, το είδα εκεί... Φτιαγμένο από λευκόχρυσο, περασμένο σε μια λεπτή αλυσίδα το έχω πάντοτε μαζί μου... κάτι σαν φυλαχτό μέχρι να σε τρακάρω σε κανένα πάρκο για να στο επιστρέψω.
Το αγόρι του λούνα-παρκ «Έχεις πολύ ωραίο σώμα», του είπα. «Και να φανταστείς ότι δεν γυμνάζομαι, είναι από τη δουλειά», μου απάντησε και χαμογέλασε παίρνοντας εκείνο το ύφος που έχουν τα παιδιά όταν κάνουν μια σκανταλιά. «Και πού δουλεύεις;» ρώτησα. «Σε όλη την Ελλάδα. Όπου υπάρχουν λούνα-παρκ. Στήνω και ξεστήνω τα μηχανήματα». Κάπως έτσι ένιωσα μετά από καιρό πως έκανες και για εμάς. Πρώτα η μουσική και οι φωνές, μετά ένα ένα τα φώτα, και στο βάθος εσύ να παλεύεις με τα συγκρουόμενα και την μπαλαρίνα. Δύσκολη δουλειά, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει... Κάποιος πρέπει να είναι εκεί όταν τελειώνει το όνειρο.
ZZ Γιώργος Τσιτιρίδης γεννήθηκε το 1977 στη Γερμανία. Από τα δεκαοκτώ μένει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Μετά από σπουδές στον κινηματογράφο και την ενασχόλησή του με τηλεοπτικές παράγωγες, βρέθηκε να διευθύνει τα περιοδικά SCREW και FAGAZINE. Έκτοτε συνεργάζεται με πολλά έντυπα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε αρκετά site και περιοδικά, και έχει συμμετάσχει σε ποιητικές βραδιές στο βιβλιοπωλείο «Ιανό», στο Πανεπιστήμιο και σε ανεξάρτητες ομάδες.
Γιώργος Σωτηρέλλος
Γιώργος Σωτηρέλλος Ωδή στην αγαπημένη μου γειτονιά Εις την οδό του Ραβινέ και στου Μαβίλη την πλατεία μέγαρα, πρεσβείες, μεγαλεία μα και πολλά νοσοκομεία αχρείαστα να ’ναι.
Το κακό χωριό Εγκατεστημένος στις παρυφές του κακού χωριού παρακολουθούσε τα συμβαίνοντα από σχετική απόσταση ασφαλείας πλην όμως η απόσταση ασφαλείας στο κακό χωριό δεν είναι ποτέ εξασφαλισμένη.
Η τριλογία του Πάνου Κ.1 Είμαι –έλα κάτω– ευτυχώς που πέθανα.
1 Κουτρουμπούση
ZZ O Γιώργος Σωτηρέλλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961.
41
42
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Χάρης Σεϊτανίδης Το κουτί συναισθησίας
Ή
ταν η τελευταία µόδα στα πάρτι... Ο µεγάλος πόλεµος είχε τελειώσει και οι άνθρωποι έβρισκαν σιγά σιγά τον ρυθµό τους. Αυτό ήταν το πρώτο πάρτι όπου πήγαινε µετά τον τραυµατισµό του. Δεν µπορούσε να περπατήσει, µπορούσε όµως να πετάξει, πράγµα πολύ συνηθισµένο µετά την έκρηξη τεχνολογίας που είχε φέρει ο πόλεµος. Ήταν η τελευταία µόδα στα πάρτι, από τότε που είχε κυκλοφορήσει: το κουτί συναισθησίας είχε αλλάξει τον τρόπο που οι άνθρωποι έρχονταν κοντά. Το Σπίτι... Μπήκε από το παράθυρο της σοφίτας και βρέθηκε σ’ ένα σπίτι µε πολύ κόσµο. Ο ιδιοκτήτης τον καλωσόρισε. «Έλα» του είπε «εσένα περιµένουµε για ν’ αρχίσουµε». Αφού χαιρέτησε γνωστούς και φίλους, έκατσε ανάμεσα στη γυναίκα του, την Κατίνα, που τον περίμενε ήδη εκεί, και στον Νίκο, τον φίλο του, που κρατούσε ένα µικρό κουτί στα χέρια. «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε. «Είναι ένα κουτί συναισθησίας» του απάντησε. «Και τι κάνει;» ρώτησε ξανά. «Βγάζει τον παράδεισο που έχεις µέσα σου», του είπε και πάτησε το κουµπί. Το δωµάτιο άλλαξε: μπλε και άσπρα σχήµατα άρχισαν να αιωρούνται, ακούστηκε µια ουράνια µουσική, και ένα αρµονικό αίσθηµα ευτυχίας διαπέρασε και άγγιξε τον χώρο. Κάθε φορά που το κουτί άλλαζε χέρια, το δωμάτιο γέμιζε διαφορετικά χρώµατα και εικόνες, ενώ έπαιζαν µουσικές και όλοι ένιωθαν µια γλυκιά ευτυχία να τους κατακλύζει. Το κουτί συναισθησίας, µε το εµπορικό όνοµα «Nirνana-box», συνέδεε το εγκεφαλικό κέντρο της ευτυχίας µε τον εξωτερικό κόσµο. Αποδεικνυόταν εξαιρετικά χρήσιµο σ’ έναν κόσµο γεµάτο ερείπια και πόνο. «Nirνana-box, βγάζει τον παράδεισο που έχεις µέσα σου», έλεγε το σλόγκαν της διαφήµισης. Το εγκεφαλικό κέντρο ευτυχίας, διαθέτει µια περιοχή που ονοµάζεται «εικόνα για τον παράδεισο» και ενεργοποιείται όταν ο άνθρωπος πεθαίνει. Η εικόνα αυτή είναι σύνθεση τόσο χηµικών καταστάσεων όσο και στερεοτύπων. Το κουτί συναισθησίας καταφέρνει να φτάσει σ’ αυτήν την περιοχή και να την προβάλει στερεοσκοπικά στον πραγµατικό κόσµο. Άλλοι έβγαζαν µόνο µουσική και χρώµατα, ενώ άλλοι πρόβαλλαν συγκεκριμένες εικόνες κήπων, νησιών, ωραίων γυναικών, καθώς και µυθικές µορφές αγίων και φιλοσόφων. ZZ O Χάρης Σεϊτανίδης κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη και η ζωή του μοιράζεται ανάμεσα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει μεταπτυχιακό στη συγγραφή και ανάπτυξη σεναρίου, ενώ ετοιμάζει διδακτορική διατριβή στο ίδιο αντικείμενο. Εξειδικεύεται ως σύμβουλος σεναρίου (script doctor). Είναι μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (BAFTA) και της Βρετανικής Ένωσης Τηλεόρασης, Ραδιοφώνου, Ψυχαγωγίας, Κινηματογράφου και Θεάτρου (BECTU).
Χάρης Σεϊτανίδης
Αλλάζοντας χέρια, το µηχάνηµα έφτασε και στον Μήτσο. Συνδέθηκε, αλλά τίποτα δεν έγινε – ούτε χρώµατα ούτε µουσική, τίποτα. Ο Μήτσος, µόλις γύρισε από τον πόλεµο, παντρεύτηκε τη γυναίκα που αγαπούσε, και όλα τα χρέη, που είχε µαζέψει στην εποχή της κρίσης πριν τον πόλεµο, διαγράφηκαν. Να νιώθει άραγε τόσο ευτυχισµένος, ώστε ο παράδεισος για αυτόν να είναι η πραγµατικότητα; Ο Μήτσος ήταν γνωστός για την ξεροκεφαλιά του και αισθανόταν πολύ τυχερός που γύρισε από τον πόλεµο ζωντανός και υγιής. Δοκίµασε ξανά και ξανά, αλλά τίποτα δεν έγινε. Υπήρχε, βλέπετε, κάτι που ο Μήτσος δεν γνώριζε για τον εαυτό του: το γεγονός ότι ήταν ροµπότ. Η κυβέρνηση θορυβηµένη από τις τραγικά µεγάλες απώλειες του πολέµου, έδωσε εντολή να κατασκευαστούν βιο-ροµπότ µε πρότυπα ανθρώπους που είχαν σκοτωθεί. Για να φαίνονται περισσότερο ρεαλιστικά, πολλά βιο-ροµπότ παντρεύονταν µεταξύ τους και έκαναν βιο-παιδιά και βιο-οικογένειες, βοηθώντας τους πραγµατικούς ανθρώπους να ισορροπούν σε µια κοινωνία µε τεχνητές σταθερές. Μπορούσαν έτσι να αποκρύπτουν τη θλιβερή πραγματικότητα πως όλοι οι άνθρωποι ήταν πια στείροι. Οι µιµήσεις κατασκευάζονταν µόνο για στρατιώτες που είχαν πεθάνει χωρίς επιζώντες µάρτυρες. Ελάχιστοι επιστήµονες γνώριζαν αρχικά την υψηλά διαβαθµισµένη πληροφορία. Η Κατίνα πήρε το κουτί συναισθησίας στα χέρια της, µα τίποτα δεν συνέβη. Κοίταξε απορηµένη τον Μήτσο και έδωσε το µηχάνηµα στον επόµενο. Το κουτί πάλι πρόβαλε υπέροχες εικόνες σε απευθείας σύνδεση µε τα βαθύτερα συναισθήµατα των κατόχων του. Μόνο ο Μήτσος και η Κατίνα απέτυχαν µε το κουτί συναισθησίας. «Εµείς οι δύο πρέπει να έχουµε κάτι κοινό για να µην τα καταφέρνουµε», είπε ο Μήτσος. «Υπάρχει µια φήµη πως η κυβέρνηση αντικατέστησε τις απώλειες µε ροµπότ που είναι τέλειες µιµήσεις των νεκρών...», είπε η Κατίνα. « ...και πως αυτά δεν ξέρουν τίποτα», συµπλήρωσε ο Μήτσος. Ο Μήτσος κοιταξε µέσα στο άδειο βλέµµα της Κατίνας. Ήτανε όµοιο µε το δικό του σε βαθμό αναισθησίας. Φωνές και γέλια προξενηµένα από τους ανθρώπους που έπαιζαν µε το κουτί συναισθησίας τρύπαγαν τα αφτιά τους. «Ξέρω τι σε προβληματίζει», είπε η Κατίνα. «Αν όντως είµαστε ροµπότ, δεν θα έπρεπε να μας έχουν προγραμματίσει και για την ευτυχία; Η ανικανότητα να ενεργοποιήσουµε το κουτί µε πείθει για το αντίθετο συµπέρασµα». «Σκέφτοµαι, άρα υπάρχω», κατέληξε ο Μήτσος.
43
44
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Τάσος Πατρώνης Μαύρος Έγελος Πεθαίνοντας, αλλάζουμε ολοκληρωτικά!
Ρέθυμνο, πρωί, Pub Λίλη Ζήτα Πρωινό του Μάρτη, συννεφιά και στο βάθος ουράνιο τόξο. Στο Παλιό Λιμάνι τον υποδέχεται η θεσπέσια αρμύρα του χρόνου, πυκνή και διαρκής, παρά τις ασυνέχειες. Ο Σέργιος πίνει τον δεύτερο καφέ της ημέρας παρέα με την καθηγήτρια Ε.Α. και τον πρόεδρο του Τμήματος Φιλοσοφίας. «Καλά θα κάνεις να μην εκδώσεις αυτό το βιβλίο», λέει στον Σέργιο Μπαλαμπάνη η Ε.Α. Στο βλέμμα της, εκτός από παράκληση, υπάρχει και αγωνία. «Άσ’ το καλύτερα όπως είναι – σε ηλεκτρονική μορφή. Διαρκώς βελτιούμενο και επαυξανόμενο!» Άραγε, τι φοβάται η Ε.Α.; Γιατί να μην ικανοποιήσει κι αυτός (όπως τόσοι άλλοι) τον πόθο του να γίνει συγγραφέας και μάλιστα με βούλα; «Γιατί απλούστατα είναι επικίνδυνα τέτοια βιβλία», συνεχίζει εκείνη. Λέει ότι κάθε μέρα παίρνει απειλητικά μηνύματα για την Κατασκευή της Εθνικής... Γι’ αυτό είναι καλύτερα να μην αναφερθεί εδώ ο πλήρης τίτλος του βιβλίου της, ούτε το πλήρες ονοματεπώνυμό της... «Άσ’ τον άνθρωπο να κάνει αυτό που θέλει! Tο πολύ-πολύ να βγούνε μερικοί και να πούνε πάλι καμιά σαχλαμάρα...» παρεμβαίνει καθησυχαστικά ο πρόεδρος του Τμήματος Φιλοσοφίας. (Και γυρίζοντας προς τον Σέργιο:) «Αν θες, πάντως, κι εσύ την άποψή μου, ο Χέγκελ –τι έχεις κολλήσει μ’ αυτόν;– δεν είναι δα και τόσο επαναστατικός όσο νομίζεις. Γιατί τι μας είπε ο Χέγκελ; Κάθε τι που έγινε στην Ιστορία, μας είπε, είναι λογικό, άρα και σωστό. Σωστά έγιναν λοιπόν οι πόλεμοι, οι σφαγές, τα βασανιστήρια. Αντίστροφα –και η αντιστροφή εδώ δεν είναι μόνο στη λογική, αλλά και στη χρονική σειρά των πραγμάτων– στο μέλλον η διαλεκτική της Ιστορίας θα αρχίσει να πραγματώνει και κάθε τι άλλο λογικό, ώστε να μην υπάρχει πλέον καμιά αντίθεση ανάμεσα στη Λογική και την Ιστορία. Αυτή η λογοκρατία, αυτή η μοιρολατρία της Ratio δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή στον καθ’ ημάς ορθολογισμό, τον συμπεριληπτικό, τον ποιητικό ορθολογισμό, που υπήρχε απ’ τους Προσωκρατικούς μέχρι τον Πλάτωνα, και μέχρι τον Καΐρη ακόμα!» Μόνο στην Ελλάδα ήταν δυνατό να υπάρξει τέτοιος ποιητικός ορθολογισμός και μόνο στην Ελλάδα πλέον ένας καφές μπορεί να διαρκέσει τόσες ώρες, δεν πα’ να ’ναι και ο ακριβότερος σ’ όλη την Ευρώπη! Η Ε.Α., πάντως, έχει σε λίγο ραντεβού με μεταπτυχιακούς φοιτητές στο γραφείο της. Το πιθανότερο είναι να μην έρθουν. Μάλλον ZZ Ο Τάσος Πατρώνης ασχολείται πολλά χρόνια με την Παιδαγωγική των Μαθηματικών, πάντα όμως... ερωτοτροπώντας και με τη λογοτεχνία. Η σχέση αυτή καρποφόρησε, εν μέρει τουλάχιστον, στα βιβλία του «Θεμελιώδεις Μαθηματικές Έννοιες και Παιδική Σκέψη», «Περί Σκοτεινών Φόνων και άλλων Προβληματικών Καταστάσεων» και σε μερικά από τα άρθρα του, δημοσιευμένα σε περιοδικά όπως ο ΙΧΝΕΥΤΉΣ και το ΔΙΑΒΆΖΩ. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Πάτρας.
Τάσος Πατρώνης
δεν είναι αρκετά δημοφιλή τα μαθήματά της, ίσως γιατί ποτέ δεν τα κάνει on line. Επιμένει να απαιτεί τη φυσική παρουσία των ακροατών. Αλλά ένα μάθημα με διάλογο σε παραδοσιακό αμφιθέατρο είναι πλέον μια ρετρό πολυτέλεια για έναν καθηγητή. Τα φώτα σβήνουν για οικονομία μόλις περάσουν δύο λεπτά – εκτός αν υπάρχουν όρθιοι και κινούμενοι φοιτητές στο ακροατήριο. Μερικοί καθηγητές, όπως η Ε.Α., μισθώνουν ειδικευμένα γκρουπ από μαζορέτες ή τους περίφημους ντερβίσηδες των αμφιθεάτρων. Κάθε φορά που γίνεται μάθημα, οι κοπέλες αυτές ή τα αγόρια χορεύουν επιδέξια και διακριτικά, ώστε, χωρίς να ενοχλούν το κοινό, να διεγείρουν συνεχώς τα φωτοκύτταρα και να μην πέφτει η παροχή ρεύματος. Αυτή η ιδέα οφείλεται στον Σέργιο Μπαλαμπάνη, τον εισηγητή ενός νέου είδους κοινωνικής καινοτομίας, που λέγεται ΕΞΥΠΝΑ ΜΕΤΡΑ ΞΕΓΕΛΑΣΜΑΤΟΣ ΑΠΑΝΘΡΩΠΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ (ΕΞΥ.ΜΕ.ΞΕ.Α.ΤΕΧ.). «Έρχεσαι παρέα στο γραφείο μου;» προτείνει η Ε.Α. στον Σέργιο. Όμως, αυτός βιάζεται να γυρίσει στην Αθήνα. Το συνέδριο Καινοτομία & Κοινωνία τελείωσε. Την εργασία του και τις προτάσεις του τις παρουσίασε. Σήμερα το απόγευμα έχει ραντεβού με κάποιον Καραμπέτσα, για πιθανή πολυτελή υλοποίηση του βιβλίου του. Δεν πρόκειται για εκδότοπο, αλλά για παραδοσιακό εκδοτοδετείο. Βιβλία με πέτσα στου Καραμπέτσα... «Μην πας σε παρακαλώ, βρες μια δικαιολογία! Μην πας καθόλου σ’ αυτόν τον εκδότη… και προ παντός μην κάνεις παρουσίαση, Σέργιο!» Αλλά ο Σέργιος ήδη βαδίζει προς τη συγκεκριμένη αιτία θανάτου του. Εξάρχεια, απόγευμα, εκδοτοδετείο Καραμπέτσα ΒΙΒΛΙΑ ΧΡΥΣΟΔΕΤΑ ΠΑΝΙ-ΔΕΡΜΑ ΧΑΡΤΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ & ΓΚΡΑΒΟΥΡΑ ΕΣΩΦΥΛΛΟΥ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Πάνω στα χρυσά γράμματα στο τζάμι της εισόδου, έχει πέσει μαύρη μπογιά. Διαδηλωτές κραυγάζουν εν χορώ (ο Σέργιος προφταίνει μόνο τις τελευταίες φράσεις): ...χαρτιά χαρτιά σκουπίσου με αυτά διανόηση δεν είναι να γλύφεις τα σκατά! Ένα πανό υψώνεται, κατά της τήρησης ιστορικών αναρχικών αρχείων. Ένας σεκιουριτάς προφταίνει να κατεβάσει την μπάρα. Οι διαδηλωτές απαντούν με κουβάδες γεμάτους μαύρη κοπριά. (Ο Σέργιος αναγκάζεται να κάνει μεταβολή.) Εξάρχεια, λίγο αργότερα, Κέντρο Κοινωνικής Καινοτομίας (Κ.Κ.Κ.) Εδώ ο Σέργιος Μπαλαμπάνης εδράζει την ουτοπία του. Εδώ ενθρόνισε την Κοινωνική Καινοτομία ως Ιδέα, εδώ της έφτιαξε έναν τεχνο-ναό, ή μάλλον έναν μετατεχνο-ναό. Πέρα και πριν από την ανθρωπιστική της εφαρμογή, η Κοινωνική Καινοτομία έχει τις ρίζες της στη Φύση και στηρίζεται στην Κοινωνιοβιολογία. Εκφράζει έτσι πάντα μια
45
46
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
φιλική-προς-τη-φύση τεχνολογία. Ας πάρουμε για παράδειγμα το χασμουρητό. Γιατί το χασμουρητό είναι μεταδοτικό; Ας πάμε στην GEOPEDIA, λήμμα XASMOURITO. Βλέπουμε εκεί ότι το μεταδοτικό χασμουρητό είναι ίδιον των ανθρώπων και των χιμπατζήδων και ενδεχομένως αποτελεί τρόπον ενισχύσεως της κοινωνικής συνοχής. Με απλά λόγια, όταν ένα άτομο χασμουρηθεί, τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας κάνουν το ίδιο δείχνοντας πως είναι ώρα για ύπνο. Αυτό το παράδειγμα δείχνει το πνεύμα μιας κοινωνικής καινοτομίας, που δημιουργήθηκε από την ίδια τη Φύση. Μία από τις πρώτες εφευρέσεις του Σέργιου, η μέθοδος αντιμετώπισης των ψαρονιών στις πόλεις, οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου τεχνολογικού κλάδου, της Βιομηχανικής. Είναι κοινό μυστικό πλέον ότι αυτά τα πουλιά έχουν γίνει άκρως επικίνδυνα. Κάθε φθινόπωρο γεμίζουν τα πάρκα και τις πλατείες, πλημμυρίζουν τα δέντρα, τα καλώδια και τα μπαλκόνια, μπαίνοντας και στα διαμερίσματα. Οι κοινές σήτες δεν τα κρατάνε, χρειάζονται γερά μεταλλικά πλέγματα. Τελευταία στην πρωτεύουσα είχε επιχειρηθεί να αντιμετωπιστούν τα ψαρόνια με ηλεκτρονικά δίχτυα, το σούρουπο που συνωστίζονταν πάνω στα δέντρα του Εθνικού Κήπου, δίνοντας μάχη με τις κουρούνες, τις καρακάξες και τα σμήνη των ελεύθερων παπαγάλων. Τι ανόητο μέτρο, αφού τα e-δίχτυα έπιασαν μόνο μερικούς πράσινους παπαγάλους, που τρέλαναν τους φύλακες με τις οξύτατες φωνές τους! Τότε εμφανίστηκε με αντίθετο πνεύμα, η μεγάλη κοινωνιο-βιο-μηχανική καινοτομία του Σέργιου: μηχανικά γεράκια από ξύλο υψώθηκαν και άρχισαν να περιΐπτανται επίμονα και συντονισμένα, με ψεύτικες φωνές, διαγράφοντας κύκλους, ελλείψεις και σπείρες γύρω από τα δέντρα, σηκώνοντας όλα τα πουλιά και κρατώντας τα διαρκώς σε αμυντικούς σχηματισμούς στον αέρα. Μάταια τα ψαρόνια τσιμπούσαν το ξύλο, μέχρι που αναγκάστηκαν τελικά, απ’ την ανησυχία τους, να μετακινηθούν βορειότερα. Μοντέλα αυτού του είδους καινοτομίας, φιλικές προς τη φύση εφευρέσεις, καθώς και βίντεο από τη δράση που απομάκρυνε τα ψαρόνια, αλλά και δείγματα έξυπνης κοινωνικής καινοτομίας ΕΞΥ.ΜΕ.ΞΕ.Α.ΤΕΧ, θα μπορεί να δει κανείς εδώ, στο Κέντρο Κ.Κ., όταν θα έχει γίνει Μετατεχνολογικό Μουσείο. Όμως δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα. Προς το παρόν, ο Σέργιος Μπαλαμπάνης απολαμβάνει έναν ακόμα καφέ στο γραφείο του, διορθώνοντας το τελευταίο κεφάλαιο του προς έκδοση βιβλίου του. Το κεφάλαιο έχει τίτλο Μεταδομισμός & Κοινωνική Καινοτομία και είναι αφιερωμένο στον πρωτεργάτη μεταδομιστή-πλατωνιστή στοχαστή Π.Σπ., έναν φίλο του Σέργιου απ’ τα παλιά... ΕΥΠ, Γραφείο Σημειολογίας Ένα σήμα με καταγγελίες πολιτών για απειλές από μια νεότευκτη οργάνωση έχει φτάσει εδώ και πολλές ώρες. Το όνομα της οργάνωσης είναι ΑΦΜ-Τσοπάνα Αράχνη και οι απειλές συνοδεύονται πάντα, αντί υπογραφής, από την εικόνα ενός ή περισσότερων αιγοπροβάτων. Οι σημειολόγοι της ΕΥΠ προβληματίζονται. Το όνομα και η σημειολογική εικών από την μέχρι τούδε δράσιν της οργανώσεως δεν συμβάλλουν εις μίαν σοβαράν αντιμετώπισιν αυτής.
Τάσος Πατρώνης
Ίσως το όνομα της οργάνωσης να έχει να κάνει με Αντίδραση στα Φορολογικά Μέτρα. Ίσως με Αντικαπιταλιστική Φοβιστική Μεθοδολογία ή με Αντι-Φοβιστικό Μέτωπο (που είναι περίπου το αντίθετο). Στο μεταξύ κάποια αυτόπτης, μεταπτυχιακή φοιτήτρια και πρώην ιδιοκτήτρια καφενείου, επιμένει ότι άκουσε κάποιον θαμώνα, με πιθανότητα να είναι αυτός ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης, να εξηγεί τα αρχικά ΑΦΜ ως Αγνό Φευγάτο Μαλλί. «Ίσως ένας κώδικας για το Έτσι απλά σκοτώνω και φεύγω;» αναρωτιούνται χαμογελώντας οι σημειολόγοι της ΕΥΠ. Είναι πλέον φανερό ότι οι σημειολόγοι το έχουν ρίξει στην πλάκα. Η κοινωνική ανθρωπολόγος της ΕΛΑΣ Νατάσα Σταυρινάδη, προσερχόμενη στην ΕΥΠ, προσπαθεί να τους πείσει για τη σοβαρότητα των καταγγελιών. «Την κοπέλα που κατήγγειλε το ΑΦΜ-Τσοπάνα την ξέρω», τους λέει, «ήταν μπλεγμένη χωρίς να το θέλει σε ένα σκάνδαλο με πλαστά διδακτορικά και την ξέμπλεξα. Ασχοληθείτε με τους εκδότοπους...» Νέα Στοά του Βιβλίου και του e-Βιβλίου (πρώην Στοά Ορφέως), απόγευμα Απρίλη Εσωτερικό περιβάλλον με οθόνες και πολυμέσα. Ήχοι, χρώματα και σχήματα από την παρουσίαση του βιβλίου του Σέργιου Μπαλαμπάνη ΜΑΡΞΙΣΜΙΘΙΣΜΟΣ: ΜΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΤΟΥ ΑΝΤΑΜ ΣΜΙΘ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ. ΦΩΝΗ ΣΕΡΓΙΟΥ: Φίλες και φίλοι αγαπημένοι μου! Αλλοτινοί σύντροφοι και συτρόφισσες· Υπουργέ μου· αγαπητέ Συντονιστή των Καινοτομιών Εκπαίδευσης, Αθλητισμού & Κουλτούρας· Λέλα μου... και νι παραγοντικό Μαρίες· καλώς ήλθατε! ΦΩΝΕΣ, ρυθμικά (αναβοσβήνουν φώτα με χρώματα): Σέργιε – μαζί σου στο πόκερ της ζωής σου! ΦΩΝΗ ΣΕΡΓΙΟΥ: Μαζευτήκαμε σήμερα εδώ για να συζητήσουμε... τι λέω; για να συζη-τήσετε σεις μαζί μου... Γιατί πραγματικά η θερμή σας σημερινή ανταπόκριση, η συ-γκλονιστική αυτή μάζωξη που είναι παρουσία δια ζώσης και, βεβαίως, η τεράστια επικοινωνία μας στο Διαδίκτυο, μόνο ένα πράγμα μπορούν να σημαίνουν: ότι με αγαπάτε, ότι υπάρχει μια υπέροχη αγαπητική συνάφεια ανάμεσα σε σας και σε μένα και ότι αργά ή γρήγορα θα μπορέσουμε, ακολουθώντας τον μεγάλο Έγελο, να κάνουμε την υπέρβαση: να συνθέσουμε τις αντιθέσεις, να υπερβούμε τις ρήξεις, να αναιρέσουμε τις αναιρέσεις και να προχωρήσουμε όλοι μαζί προς τα εμπρός... ΦΩΝΕΣ, ρυθμικά (φώτα άσπρα, κόκκινα, κίτρινα): Το δικό μας κύμα πίσω δε γυρνά Και κανείς μας πίσω δεν κοιτά! ΦΩΝΗ ΣΕΡΓΙΟΥ: Αφήστε ένα κύμα φωτιάς να κάψει, να καταστρέψει ό,τι παλιό και άχρηστο. Αφήστε το να φτάσει μέχρι τη θάλασσα και μην εμποδίζετε τη δύναμή του. Έτσι μόνο θα αλλάξουμε. Έτσι μόνο θα πάμε μπροστά! Δεν υπάρχει άλλη λύση παρά δημιουργική καταστροφή. Καταστροφή του παλιού, κάθε παλιού. Ώστε να έρθει ακαταμάχητη και πρώτη, με θράσος προχωρώντας σαν τη νιότη... ναι, φίλοι μου, η Κοινωνική Καινοτομία!
47
48
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ (στις οθόνες κινούνται μαύρες σημαίες – είναι η πρώτη Εγελιανή αντίθεση): Δε θέλουμε την πρόοδο ούτε την πρωτιά… καλύτερα στη μέση του που-θε-νά! ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΑΛΛΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ (αναβοσβήνουν άσπρα φώτα – η Εγελιανή θέση ως αντίθεση στην πρώτη αντίθεση): Έξω τα βαρίδια απ’ την Αριστερά Καινο-τομίες και ό,τι βγει μπροστά! ΑΛΛΕΣ ΦΩΝΕΣ (στις οθόνες κινούνται μαυροκόκκινες σημαίες – είναι η δεύτερη Εγε-λιανή αντίθεση): Κάθε καινοτομία είναι κρυμμένη βία. Μην ακούτε τι λεν, διαβάστε Αγκαμπέν... ΑΠΑΝΤΟΥΝ ΜΟΝΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΠΟΛΥΜΕΣΑ (πρόκειται για την Εγελιανή σύνθεση): ΚΑΙ καινοτομίες ΚΑΙ κομμουνισμός. Αυτός είναι ο Μαρξι-σμιθισμός! ΦΩΝΗ ΣΕΡΓΙΟΥ: Ναι, αγαπητές φίλες και φίλοι, αυτή είναι επιτέλους μια διαλεκτική διαδικασία, μια πραγματικά δημιουργική επικοινωνία! Το βιβλίο που έχετε μπροστά σας δεν είναι μια ψυχρή θεωρία, μια εργαλειοθήκη... ΡΥΘΜΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ: Δεν θέλουμε εργαλεία! Δε θέλουμε Tool Box! Ανθρώπινη σοφία! Εξάρχεια και ΒΟΞ! ΦΩΝΗ ΣΕΡΓΙΟΥ: ...Είναι συναίσθημα θερμό κατάθεση ψυχής και ένα τόλμημα υψηλό κορύφωση ζωής... ... Βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα εδώ για να τιμήσουμε έμπρακτα τη διαχρονική, και επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε, κληρονομιά δύο μεγάλων στοχαστών, δύο γιγάντων της οικονομικής σκέψης: του Καρλ Μαρξ και του Άνταμ Σμιθ, ή καλύτερα ας τους λέμε σαν να ήταν ένας άνθρωπος οι δυό τους: ο Κάρολος-Αδάμ-Μαρξ-Σμιθ! Άλλωστε, όπως έλεγε κάποτε και ο Κ. Κάππος, ο Καρλ Μαρξ εκτιμούσε το έργο του Άνταμ Σμιθ. Γιατί –μην το ξεχνάτε– και οι δυo τους ήταν πρώτα και κύρια αντι-κρατιστές. Όσο κι αν τους δι-
Τάσος Πατρώνης
αστρέβλωσαν οι κακοί μαθητές και μιμητές, όσο κι αν τα ονόματά τους σπιλώθηκαν από τον ολοκληρωτισμό και τον πιο άγριο καπιταλισμό, οι Καρλ-Άνταμ-Μαρξ-Σμιθ είναι πάντα η ελπίδα για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας. Αν υπάρχει κάποια τοσηδούλα ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, υπάρχει χάρη σ’ αυτούς τους γίγαντες και τον εκπληκτικό Ρικάρντο –ας εξαιρέσουμε τον κρατιστή Κέυνς– και χάρη ακόμα στον υπέροχο Σουμπέτερ, που πρώτος ανάπτυξε τον ρόλο της καινοτομίας – έστω από την πλευρά του καπιταλισμού, αλλά τι να κάνουμε... Αιώνες ολόκληρους η Ιστορία κοιλοπονούσε την Κοινωνική Καινοτομία και ήρθε πλέον η ώρα της γέννας! Τα Πολυμέσα εμφανίζουν στις οθόνες τη Γέννηση της Αφροδίτης, παίζοντας ταυτόχρονα τη Συμφωνία της Χαράς. ΦΩΝΗ ΣΕΡΓΙΟΥ: Μας ρωτάνε, αγαπημένοι μου φίλοι και φίλες, μας ρωτάνε τι είναι επιτέλους ο Μαρξισμιθισμός, δεν μπορούν να καταλάβουν και ρωτάνε, ας τους πούμε λοιπόν, ας τους εξηγήσουμε... Παρ’ όλο που δεν είναι τόσο εύκολο να εξηγηθεί με απλά λόγια, αλλά μάλλον είναι πιο εύκολο να ξεκαθαρίσουμε τι δεν είναι η σύνθεσή μας. Γιατί αν διακρίνουμε καλά αυτό που δεν είμαστε, και ακόμα καλύτερα αυτό που δεν θέλουμε με τίποτα να είμαστε, τότε έχουμε κάποια ελπίδα να μπορέσουμε κάποτε να διαμορφώσουμε αυτό που επιτέλους θα θέλαμε να είμαστε... που θα το καταλάβουμε-βετε καλύτερα μετά θάνατον. Με συγχωρείτε γι’ αυτή την παρένθεση... είναι τόσο υπέροχο απόψε να σας έχω εδώ κοντά μου, όχι πια στον κυβερνοχώρο... φτάνει πια αυτή η αποξένωση... ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΚΥΒΕΡΝΟΧΩΡΟ! Όχι κυβερνοσέξ και άλλες τέτοιες μαλακίες, αλλά αληθινό έρωτα, όχι δίκτυα υπολογιστών, αλλά πλοκάμια κορμιών, αληθινή επικοινωνία, επαφή, άγγιγμα σώματος και ψυχής... πιάστε με! ΦΩΝΕΣ: Πιάστε τον! Καθαρίστε επιτέλους τη χώρα από την κόπρο της Μεταπολίτευσης! ΑΛΛΕΣ ΦΩΝΕΣ: Ευρω-κομμουνισμός Δημο-κρατία Όλ’ αυτά είναι μια μα-λα-κία! Ξαφνικά θόρυβος, κραυγές αγωνίας και το σύνθημα: Ένας είναι ο εχθρός: Ευρω-αμερικα-νισμός! Ακολουθούμενο με τραχύτερες φωνές από το: ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ! Ταυτόχρονα, λάμψεις και ριπές αυτόματων όπλων. Αναπηδά μαυροκόκκινο αίμα. Ο Σέργιος Μπαλαμπάνης κείτεται σ’ όλες τις οθόνες νεκρός, μέσα σε κοπριά αιγοπροβάτων.
49
50
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Μαρία Τουλ Οδύσσεια Αγνάντεψες παλικαράκι αμούστακο την τρικυμισμένη θάλασσα και σε τόπους άγνωρους της χαμογελαστής άνοιξης ναυάγησες με το μαύρο καράβι σου σειρήνες σαγηνευτικές σού τραγούδησαν απατηλά άσματα γάμου και στο βασίλειο της Κίρκης καταστάλαξες για αιώνες ναι, τον συνάντησες τον απαίσιο Κύκλωπα με το ένα του θολό μάτι που μέσα του καθρεφτίστηκε η ανία της αμφιλεγόμενης ψυχής σου ώσπου ναυάγησες ξανά σε θάλασσες αχνορόδινες και βυσσινιές του σούρουπου κι όταν επέστρεψες κοντά στην Πηνελόπη ήσουν γεροντάκι καμπούρικο και με τρία πόδια το ταξίδι, ω Καβάφη, είναι ο προορισμός του κάθε ανθρώπου σαρκικό ή πνευματικό όμως εγώ δεν βγήκα για σεργιάνι και στις μυστηριώδεις ακρογιαλιές δεν πορεύτηκα ποτέ μου μονάχα στο μελαγχολικό μου σπίτι κάθισα θρηνώντας τις άναστρες νυχτιές σαν γρουσούζικη κουκουβάγια βασανιστική σιωπή πιέζει το αντρίκειο στέρνο μου και τα μάτια μου είναι πνιγμένα στο ανατριχιαστικό σκοτάδι μέχρι την πρόωρη εξαφάνισή μου καταχωνιασμένος στο ανέκφραστο μάρμαρο της αβύσσου να με μηδενίζουν τα αδηφάγα αναπόφευκτα σκουλήκια.
ZZ Η Μαρία Τουλ ζει στην Αθήνα. Τελείωσε το σχολείο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και σπούδασε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε κατέχοντας δύο πτυχία. Είναι συγγραφέας μυθιστορημάτων («Φως ελπίδας», «Χάρτινες ψυχές», «Ο κήπος της σιωπής», «Κρυφός δεσμός»), τριών ποιητικών συλλογών («Σκιές», «Νυχτολούλουδα», «Δάσος από όνειρα») και της συλλογής διηγημάτων «Τα χιονισμένα μονοπάτια». Το 2013 κυκλοφόρησαν οι νουβέλες της με τίτλο «Μελαγχολικό ξημέρωμα» και το μυθιστόρημα «Στιγμές ευτυχίας» από τις εκδόσεις Σιδέρη.
Μαρία Τουλ
Ησυχαστής Σκοτάδι πυκνό στα μάτια τα άγρια της έκστασης κορμί αποστεωμένο να λιώνει σαν το κερί κεφάλι νεκρού που κοιτάζει απ’ το μισότυφλο παραθύρι τη στοχαστική πανσέληνο και η ψυχή του να ριγεί αποσταμένη σιωπή παντοτινή το μαστίγιο μονάχα δέρνει κι αίμα πηχτό ανάταση σταδιακή της μοίρας λέξεις βουβές στα χείλη τα πικρά κατάμονος πάντα να αναμένεις τη σταδιακή σου λύτρωση ήρθε η ώρα η τρανή να πετάξεις με φτερά αγγέλου στα ακατανόητα ουράνια διαπλατύνεις τα χέρια και πέφτεις και πέφτεις ολοένα μες στην ατέρμονη αινιγματική άβυσσο.
Προμηθέας Δεσμώτης Προχωρώ αγκομαχώντας σαν γέρικος ταύρος ζωσμένος χρόνια ατελείωτα με τον βράχο της κατάρας κατάμονος πάντα κι απροστάτευτος με έναν πελώριο αετό να καταβροχθίζει το αθάνατο συκώτι μου μέρα νύχτα ανεβοκατεβάζω την κοτρώνα της τιμωρίας μου και τους θεούς όλους βλαστημώ πόσο ασήκωτη γίνεται όταν βασιλεύει σιγαλά ο πορτοκαλής ήλιος δράκος είναι αιμοβόρος και τρομακτικός ή χαμογελαστό της άνοιξης αγγελούδι;
51
52
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Μαρία Κούλη Κι εγώ σε θέλω... Έλα όχι νωρίς Με το πάσο σου Παρελαύνω καθημερινά Επέτειος του τίποτα Μπάντα χειροκροτητές Σιωπή Καβγάδες πλήξη Να σπρώξουμε τον χρόνο Κι εγώ σε θέλω Ναι μωρέ όπως πάντα
Ακροβασίες δίχως ρίσκο... Ολόιδιες δικές μου Θηριοδαμαστές αγκαζέ με λιοντάρια Χορεύουνε βαλς και συρτάκι Φιλάς το θηρίο στα χείλη ενώ ροχαλίζει Εις μίμησιν «Πράξεως σπουδαίας και τελείας» Και στο κρεβάτι Θεατές καραβάνια Τηλεοπτικοί αστέρες στο φουλ Όσο για κάθαρση, έλα μωρέ τώρα Είσαι για κανένα κοψίδι Στου Λεωνίδα φυσικά Πού να τρέχεις βραδιάτικα;
ZZ Η Μαρία Κούλη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη κυκλοφορεί η πέμπτη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Αθώοι αμνοί» απ’ όπου και τα ποιήματα του παρόντος τεύχους.
Κώστας Τσιάκαλος
Κώστας Τσιάκαλος Το ξύπνημα (Απόσπασμα)
Ε
ν αρχή ην η απουσία. Η αμφιβολία ακολουθεί. Ύστερα η ανησυχία, ο φόβος και σιγά-σιγά μπαίνουμε όλο και πιο βαθιά στη ζωή μέσω του πόνου... Δεν ξέρω την ώρα μέσα σε τόσο σκοτάδι, μα πρέπει να είναι αργά. Ίσως να κάνω λάθος. Προς το παρόν περιμένω. Για καιρό τώρα τρέχω και δεν φτάνω, ώσπου κουράζομαι και σταματάω για λίγο. Ύστερα σκέφτομαι πως κάποια στιγμή θα είναι πια αργά για τ’ οτιδήποτε, μιας και κάθε φορά είναι λίγο πιο αργά, κι έτσι αρχίζω πάλι το τρέξιμο. Από την ώρα που ξύπνησα έχω αφήσει πίσω μου μέρες, μήνες, ίσως και χρόνια, μα πολύ φοβάμαι πως θα προλάβω ακόμα και να γεράσω. Όσο κι αν καταριέμαι τη μοίρα μου, όσο κι αν σκέφτομαι τον θάνατό μου, κατά βάθος όλα είναι αφορμές για να αντέξω λίγο ακόμα και να βρω έναν λόγο για να με αγαπήσει κάποιος άλλος, μια παρουσία πέρα από μένα... Τόσο καιρό, δηλαδή από την ώρα που ξύπνησα, περίμενα να πεθάνω, αλλά απλώς δεν συνέβαινε. Το μόνο που ξέρω είναι ότι κάποτε θα συμβεί, μα θέλω να σταματήσω να φοβάμαι για τη στιγμή που δεν θα μπορώ να κάνω ούτε ένα βήμα. Σάμπως και τώρα που τρέχω, έτσι κουλός και κούτσαβλος, τι καταλαβαίνω; Εντάξει, δεν λέω, είναι μια δραστηριότητα που βοηθάει το πνεύμα και το... πήγα να πω σώμα, αυτό τέλος πάντων που μου έχει απομείνει. Συν του ότι περνάει κι η ώρα. Έτσι συνεχίζω. Τρέχω και δεν φτάνω. Τι τρέχω δηλαδή, σαν τσουβάλι γεμάτο με σκατά σούρνομαι και κουτρουβαλιέμαι. Και περιμένω. Ίσως κάποτε η μέρα να ξεχάσει λίγο φως πίσω της και να βρω κι εγώ κάτι. Ίσως... κάποτε. Βέβαια έτσι μουδιασμένος που είμαι από την αδράνεια, μιας και δεν κάνω βήμα ποτέ μου, και να βρω κάτι θα το χάσω πάλι. Κι αν είχα χέρια και πόδια τι θα τα έκανα; Τι να πιάσω και πού να πάω;... Μα η ώρα περνάει και νιώθω να ζεματάω από τον πυρετό. Τα γένια μου έχουν μακρύνει τόσο που μου γαργαλάνε το στήθος και βρομοκοπάνε από τους τόσους ξεραμένους εμετούς, που όποτε με χτυπάει η μπόχα στα ρουθούνια αναγουλιάζω και ξερνάω πάλι πάνω στη γενειάδα μου κι όπως αγγίζει βρεγμένη καθώς είναι το στήθος μου, αρχίζω πάλι να γελάω βουβά και νευρικά. Κάπως έτσι μπορεί να κυλήσει μια ολόκληρη ζωή. Υπάρχει κίνδυνος, μάλιστα, να δώσει την ψευδαίσθηση μίας ωραίας ζωής! Αδράνεια, πυρετός και γέλια... και μπόλικη βρομιά φυσικά.
Πού είναι η ανατολή να πάω να ξεπλυθώ απ’ το σκοτάδι; ZZ Το ξύπνημα είναι το αργό και επώδυνο χτίσιμο της συνείδησης ενός ατόμου που στέκεται ασφυκτικά εγκλωβισμένο πάνω στη σκιά του εαυτού του, με μόνη βοήθεια την καθυστερημένη επίγνωση, που αναδύεται μέσα από την οδύνη της εσωτερικής του ανυπαρξίας, ότι μόνο οι ανθρώπινοι δεσμοί συγκροτούν τη μνήμη.
53
54
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Ελευθερία Λαγού Σε νεκρό χρόνο Παραμελημένο τετράδιο μοιάζουν οι κοιμισμένες αισθήσεις. Κι ο χρόνος αταραξίας, αχρησιμοποίητο μελάνι για της μνήμης τα κατάστιχα. Δεν είναι ένας συν φίμωση η ευφροσύνη˙ ειρωνική απάντηση των πνιγμένων θέλω και φίμωση των διαττόντων επιθυμιών. Είναι ένας συν χρειάζεσθαι η ευχαρίστηση – απ’ την αέναη συμπόρευση δύο ψυχών στα ανεβοκατεβάσματα των βιοτροχήλατων σκαλωσιών.
ZZ Η Ελευθερία Λαγού γεννήθηκε πριν από 42 χρόνια στα Ιωάννινα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Απασχολήθηκε στον ιδιωτικό τομέα με την εκπαίδευση για δύο περίπου χρόνια. Από το 1996 εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος. Είναι παντρεμένη και μητέρα τριών παιδιών.
Αλίκη Μαυρακάνα
Αλίκη Μαυρακάνα Η τριλογία της μοναξιάς
Γ
κλομπουλάρια, Λουτέα, Ταχέτα, Σταχελίνα, Μπιβόνα και Γκετιάνα, αγριολούλουδα θυμωμένα στην πράσινη κοιλάδα της ζωής. Γκλομπουλάρια, μια ζοφερή μαύρη ύπαρξη στην κοιλάδα της ζωής, προσπαθώντας να δώσει χρώμα στη σταχτιά ζωή της, δεν τα κατάφερε, μαράθηκε και πέθανε μόνη ανάμεσα σε τόσο κόσμο. Λουτέα, η εξέλιξη της Γκλομπουλάρια, ένα κακέκτυπο αντίγραφό της. Προσπάθησε και προσπαθεί να αναδυθεί, να ψηλώσει το ανάστημα και να κυριαρχήσει. Δεν τα καταφέρνει... μαραίνεται και θα πεθάνει μόνη, χωρίς να το καταλάβει. Αυτή αισθάνεται μεγάλη και τρανή περιτριγυρισμένη από πολύ κόσμο. Μα θα πεθάνει μόνη, γιατί είναι μόνη... Ταχέτα, το εξελιγμένο είδος και το μείγμα δυο αγριολούλουδων, της Γκλομπουλάρια και της Λουτέα. Ανθισμένο αγριολούλουδο, μοσχοβολάει και αναδύει τα αρώματα του φρέσκου και του μοσχαναθρεμμένου πρώτου άνθους. Μα θα μαραθεί. Θα μαραθεί και θα πιστεύει στη δική της μοναξιά, αυτή που πιστεύει ότι δεν υπάρχει... Εύχομαι να μην πεθάνει μόνη... Και για το τέλος, η τραγική τριλογία της μοναξιάς. Η Σταχελίνα, η Μπιβόνα και η Γκετιάνα. Τρία αγριολούλουδα σε ένα. Είναι πολλά, μα είναι μόνα. Θα μαραθούν και θα πεθάνουν μόνα... γιατί είναι μόνα και επέλεξαν τη μοναξιά που ύφαιναν τόσα χρόνια οι μέλισσες. Και σκεπάστηκαν με αυτή. Και τώρα θα σας διηγηθούν την τριλογία της μοναξιάς. Μιας μοναξιάς χωρίς τέλος, με πολύ κόσμο, χωρίς κόσμο, με έναν, με πολλούς, με κανέναν. Μα η μοναξιά πάντα θα φοράει το ίδιο χρώμα. Αν η τριλογία της μοναξιάς είχε χρώμα, λέτε να ήταν μοβ; Και αν ήταν μοβ, πώς θα μύριζε; Και αν μύριζε, τι θα μας θύμιζε; Και αν μας θύμιζε κάτι, πού θα την ψάχναμε; Θα την ψάχναμε στα βράχια ψηλά φυτρωμένη, μόνη να περιμένει να μας καταπιεί ή θα ήταν ανάμεσα μας και θα έβγαζε ρίζες τόσο βαθιές και τόσο γυριστές που θα μας τύλιγε με το πέπλο που είχαν υφάνει οι μέλισσες; Ή θα ήταν μέσα μας; Γιατί μέσα μας όλοι έχουμε μια τριλογία μοναξιάς. Γιατί φυτρώσαμε στην πράσινη κοιλάδα της ζωής με την τριλογία της μοναξιάς παρέα, για να μαραθούμε και να φύγουμε μαζί της ξανά για το αέναο ταξίδι της μοναξιάς, μόνο που θα μας συντροφεύει πια και το όνειρο μιας ζωής. Μιας ζωής γεμάτης φως και ήλιο. Διέπρεψε εκεί η μοναξιά. Ρίζωσε εκεί. Δεν κατάφερε ο ήλιος να την νικήσει. Το γέλιο. Ο άνθρωπος. Συνεχίζεται... ZZ Η Αλίκη Μαυρακάνα γεννήθηκε στις 23 Μαΐου στα Ιωάννινα, όπου και ζει, με έναν ενδιάμεσο σταθμό, τη Στοκχόλμη. Ασχολήθηκε ως τεχνικός δικτύων υπολογιστών, ως πρακτικογράφος, ως ζαχαροπλάστης και τώρα με τη συγγραφή. Το παραμύθι της «Η μπακανί-μπακανό, ο μπλακούλης και τα μαγικά ιπτάμενα αυτοκίνητα», είναι υπό έκδοση στον συλλογικό τόμο Τα παραμύθια του Οσελότου ΙΙΙ. Συνεχίζει να γράφει παιδικά παραμύθια και μια μέρα θα τα μοιραστεί και αυτά μαζί σας...
55
56
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Ντόρα Λεονταρίδου Η φεγγαρολουσμένη
Μ
ια αέρινη μελωδία πλημμύρισε την ατμόσφαιρα και άρχισε να ταλαντεύεται ρυθμικά στον χώρο. Ο ήχος τον έκανε ν’ ανασηκώσει το κεφάλι του. Με τα μάτια –αυθόρμητα– αναζήτησε την πηγή της αρμονίας που αναδιπλωνόταν στον άνεμο. Μία δέσμη φωτός εισέβαλε απροσδόκητα. Στον πυρήνα της διαφαινόταν το περίγραμμα μιας γυναικείας μορφής. Η ακτίνα αιωρήθηκε για λίγο νωχελικά, ταλαντεύτηκε τεμπέλικα και περιπλανήθηκε αναποφάσιστα μέσα στις απαλές κινήσεις του αέρα. Ύστερα, με μια αργόσυρτη διστακτική κίνηση άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του και χάιδεψε το πρόσωπό του με τ’ ακροδάχτυλά της. Τι ωραία μπορεί να είναι η ζωή! αναφώνησε εκείνος αυθόρμητα, πριν καν προλάβει να σκεφτεί ποια θα μπορούσε να ήταν η αιτία της αναπάντεχης ευφορίας που τον πλημμύριζε. Από ένστικτο, έστρεψε το πρόσωπό του στο φως. Επιτέλους! Μια ηλιόλουστη, μια φωτεινή μέρα ανάμεσα στις συννεφιές! Η ακτίνα γλίστρησε από το μέτωπό του, χάιδεψε τα μάτια του, που γαλήνεψαν, τα χείλη του, που μισάνοιξαν. Τι παράξενη γυναίκα! μονολόγησε θωρώντας τη θηλυκή φιγούρα που ορθωνόταν μπροστά του. Σαν να μην είναι από σάρκα... Σαν να είναι οπτασία πλασμένη από φως, άνεμο και μουσική... Μα τι λέω; Παραληρώ, μου φαίνεται. Είναι απλώς μια γυναίκα. Διαφορετική ίσως, αλλά γυναίκα. Θα μπορούσε να το πει ίσως κανείς κι έτσι, αλλά δεν είμαι ακριβώς αυτό. Τουλάχιστον, έτσι όπως το εννοείς εσύ, αποκρίθηκε απαλά εκείνη. Έκανε μια παύση και συνέχισε κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Είμαι μια ακτίνα του φεγγαριού. Ξέφυγα από την περιστροφή της σελήνης. Μου φαινόταν μονότονη και πληκτική. Από τότε, αλητεύω στο σύμπαν, κατέληξε τρυφερά, αέρινα. Τόσο χαμηλός ήταν ο τόνος της φωνής της που εκείνος σχεδόν δεν το άκουσε. Κι αν το άκουσε, δεν το κατάλαβε. Ήταν ήδη μαγνητισμένος από το βλέμμα της, που τον καλούσε. Έλα! Θα πετάξουμε! Θ’ αφεθούμε στον άνεμο! Θα δι-
ZZ Η Ντόρα Λεονταρίδου είναι διδάκτωρ λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, Paris III. Διηγήματά της έχουν βραβευτεί στον 30ό Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, στον 2ο λογοτεχνικό διαγωνισμό «Αντώνης Σαμαράκης», στον 1ο λογοτεχνικό διαγωνισμό του περιοδικού Ως3 και στον 3ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πνευματικής και Ολυμπιακής Στέγης Δ. Βικέλα. Επίσης έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά ΟΔΌΣ ΠΑΝΌΣ και ΠΑΝΔΏΡΑ. Λογοτεχνικά έργα της που έχουν εκδοθεί είναι: «Το παιδί που ονειρευόταν μελωδίες» και «Του έρωτα, του θανάτου και του ανέμου» από τις εκδόσεις Οσελότος. Το παρόν διήγημα έλαβε έπαινο διηγήματος στον 30ό Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, Αθήνα, 12 Φεβρουαρίου 2012.
Ντόρα Λεονταρίδου
ασχίσουμε τα νεφελώματα, θα λουστούμε με τη φεγγαρόσκονη του σύμπαντος. Θα ταξιδέψουμε στους γαλαξίες, θα κυλιστούμε στα συννεφοπούπουλα, θα ξαπλώσουμε σε ουράνια τόξα. Τ’ ανεμολούλουδα θα χαϊδεύουν τα κορμιά μας. Θα λιγοθυμήσουμε με αστεροφιλιά κάτω από το λαμπύρισμα των φεγγαροαχτίδων. Θα σου δείξω πράγματα που δεν έχεις φανταστεί. Θα πάμε μακριά, πολύ μακριά... Γιατί όχι; Έχω πολύ καιρό να ταξιδέψω! Συνεπαρμένος, αφέθηκε στην αγκαλιά της. Τα κορμιά τους ταλαντεύτηκαν ρυθμικά στον άνεμο. Οι αισθήσεις αλληλοδιαπέρασαν τα κορμιά τους, αναμείχθηκαν μέσα στο τρελό σμίξιμο που αλλοτρίωσε την ατομική τους ουσία, μεταποιώντας την σε στοιχείο του εκρηκτικού μείγματος. Η εμπειρία πρωτόγνωρη, συνταρακτική, απάλειψε κάθε τι άλλο από τη σκέψη του. Τα χείλη του σχημάτισαν ένα χαμόγελο, που αντανάκλασε τη λάμψη του στα μάτια του. Ένα χαμόγελο γαλήνιο, ήρεμο, ξέγνοιαστο· ευτυχισμένο. Για πρώτη φορά στη ζωή του· ή για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της. Δύο βλέμματα βυθίστηκαν το ένα στο άλλο. Βαθιά το ένα μέσα στο άλλο. Ενώθηκαν –για μια στιγμή; για πάντα;– σε μια υπερβατική ευδαιμονία. Τα χείλη της σχημάτισαν το ίδιο γαλήνιο χαμόγελο. Χαμογελούν, λοιπόν, κι οι φεγγαροαχτίδες; Κανονικά, όχι. Συμβαίνει σπάνια, αν μια φεγγαροαχτίδα είναι ευτυχισμένη. Αυτό μπορεί να τύχει μόνον όταν συναντήσει τον κατάλληλο άντρα, ψιθύρισε εκείνη απαλά. Εκείνος, θαμπωμένος καθώς ήταν απ’ το φως, δεν φάνηκε να κατανοεί το βάθος του περιεχομένου της φράσης της. Κολακευμένος από την επιφάνεια των λόγων της, παρέμεινε εκεί. Μια δροσοσταλίδα κατρακύλησε από τον ουρανό και προσγειώθηκε μαλακά πάνω στο πουπουλένιο σύννεφο. Μια ηλιαχτίδα τη διαπέρασε απ’ άκρη σ’ άκρη. Ένα καινούργιο ουράνιο τόξο γεννήθηκε κι απλώθηκε φιλάρεσκα στον ορίζοντα. Κανείς δεν ξέρει πόσο κράτησαν αυτά τα δύο χαμόγελα μέσα στον άνεμο. Μήνες; Χρόνια; Μερικές μέρες; Μερικά λεπτά; Μερικές στιγμές; Πώς μπορούν να υπολογίσουν τον χρόνο ένας άντρας και μια φεγγαροαχτίδα; Ξαφνικά, ο άντρας κοίταξε κάτω. Ανάμεσα στον ουρανό και στη γη το βάραθρο έχασκε απειλητικά. Τρόμος τον κυρίευσε. Το χαμόγελο στα χείλη του κέρωσε. Σάστισε η φεγγαροαχτίδα. Συνοφρυώθηκε εκείνος. Στράφηκε και την κοίταξε μ’ ένα καινούργιο βλέμμα· σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Εγώ είμαι ένας απλός άνθρωπος, της είπε. Όλη μου η ζωή είναι γεμάτη δυσκολίες, στεναχώριες, αγώνα. Η ευτυχία με τρομάζει. Ο αιθέρας με τρομάζει. Θέλω να πατάω σταθερά κάτω στη γη. Ας έχω βάσανα και κόπους. Αυτά τα γνωρίζω, ξέρω πώς να τα αντιμετωπίσω. Την ευτυχία δεν την ξέρω, ούτε πώς να πετώ στους αιθέρες. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε χαμηλόφωνα. Φοβάμαι πως θα τσακιστώ. Όταν η φωνή του άντρα έσβησε με τον τελευταίο φθόγγο της φράσης του, το κενό ήρθε κι εγκαταστάθηκε βαρύ ανάμεσα στα δύο βλέμματα. Θέλω να γυρίσω πίσω στη Γη, κατέληξε. Η φεγγαροαχτίδα δάκρυσε.
57
58
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Πρώτη φορά βλέπω φεγγαροαχτίδα δακρυσμένη... Δακρύζουν, λοιπόν, κι οι ακτίνες; Κανονικά, όχι. Αυτό είναι εξαίρεση. Μπορεί να συμβεί μόνον όταν μια ακτίνα ερωτευτεί έναν άντρα. Τότε, τα πράγματα είναι σοβαρά, μονολόγησε εκείνος σκεπτικός. Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου στη Γη; Εκείνη τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που συμπύκνωνε θλίψη και ελπίδα. Θα ήθελα να ξαναδώ το χαμόγελό σου. Να χαθώ μες στο βλέμμα σου. Να νιώσω τη θέρμη σου, τη μυρωδιά σου... Ένα περαστικό σύννεφο έκρυψε πρόσκαιρα τη λάμψη του ήλιου. Θα έρθω μαζί σου στη Γη. Η φεγγαροαχτίδα αποφάσισε ν’ αφήσει την απεραντοσύνη του ουρανού, τη λάμψη των άστρων και του φεγγαριού, τη δροσιά των σύννεφων, τη δίνη του ανέμου, το άρωμα των ακτινολούλουδων, τις κόχες των αστεροειδών, τα μυστήρια των καινούργιων άστρων πριν καν τα εξερευνήσει, τους κομήτες που την διασκέδαζαν με τις αστείες ουρές τους, τους πλανήτες που περιστρέφονταν νωχελικά κι αδιατάρακτα από την αρχή της υπόστασής τους, και να ακολουθήσει τον αγαπημένο της. Κατέβαινε γοργά αποχαιρετώντας τους αστεροειδείς, τους γαλαξίες, τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου, τα νεφελώματα, τα αστρολούλουδα, τη φεγγαρόσκονη, το αντιφέγγισμα της αστραπής, το φεγγαρόφωτο, τ’ ακτινοόνειρα και τα ηλιάνθεμα, ώσπου η θέρμη της άγγιξε το χώμα. Η γη ρούφηξε ανελέητα τη λάμψη ως το τελευταίο της φωτόνιο και την φυλάκισε ζηλόφθονα στα σωθικά της. Από το φεγγοβόλημά της απόμεινε μόνο λίγη θέρμη –πρόσκαιρη– πάνω στο χώμα, την οποία σύντομα θα ψύχραινε η πρωινή δροσιά που πλησίαζε – αναπόδραστα. Απογυμνωμένη από τη θέρμη της, ρίγησε. Τώρα πια είμαι γυναίκα, μόνο γυναίκα... μονολόγησε αχνά. Η φεγγαροαχτίδα που είχε γίνει γυναίκα, άρχισε να κάνει τα πρώτα της βήματα στη Γη. Ένιωθε κρύο. Μια ακτίνα είναι ισχνή κι αδύναμη μπροστά στις γήινες ρωμαλέες δυνάμεις και στις –καμιά φορά ξεδιάντροπα διατυπωμένες– αρνητικές προσδοκίες. Θα συνηθίσω, αποφάσισε και προχώρησε. Οι σκέψεις, τα βλέμματα, τα λόγια των ανθρώπων την πάγωναν. Θ’ αντέξω, επέμενε αμετακίνητα. Προσπαθούσε να συνηθίσει, να προσαρμοστεί, αλλά οι καινούργιες συνθήκες δεν ήταν η μοναδική αλλαγή. Ο αγαπημένος της άλλαζε κι εκείνος μέρα με τη μέρα. Τα μάτια του στράφηκαν στην ανάγκη της επιβίωσης. Ο καθημερινός μόχθος άρχιζε να κατακτά ανεπαίσθητα όλο και περισσότερο τον νου του, ύστερα τη σκέψη του, μετά τα μάτια του και κατόπιν τα χείλη του. Μέρα με τη μέρα, εισχωρούσε βαθιά μέσα του, ώσπου έφτασε μέχρι το μεδούλι των κοκάλων του. Εκεί, εγκαταστάθηκε βαριά· και αμετάκλητα. Η φεγγαροαχτίδα άρχιζε ν’ απελπίζεται. Όμως προσπάθησε να παρηγορήσει τον εαυτό της. Έτσι είναι, άλλωστε, η ζωή στη Γη. Γεμάτη πόνο κι αγώνα. Συνέχισε να κλείνει τα μάτια επίμονα, μη θέλοντας να κοιτάξει κατάματα την πραγματικότητα. Όταν ο μόχθος κατακτά το κορμί, ορίζει πλέον και τον νου, αλλά και τα συναισθήματα, που μεταλλάσσονται και τον υπηρετούν. Αυτό είχε συμβεί. Ο αγαπημένος της είχε στρο-
Ντόρα Λεονταρίδου
βιλιστεί μέσα στη δίνη τους. Είχε λησμονήσει πως είχε κάποτε χαμογελάσει. Κάθε μέρα που περνούσε, ο στρόβιλος της καθημερινότητας τον ρουφούσε όλο και πιο βαθιά. Τα μάτια-ανάγκη δεν μπορούν να γίνουν μάτια αγάπης. Εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Κάτω στη Γη ήταν μόνο γυναίκα, και σαν γυναίκα, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν υπομονή. Έτσι είναι η ζωή στη Γη. Τα χαμόγελα σπάνια και οι κόποι μεγάλοι. Αυτή είναι η ζωή εδώ, πρέπει να συνηθίσεις. Θα κάνω υπομονή. Μια μέρα, το χαμόγελό του θα ξανανθίσει και θα ξαναφωτίσει τον έρωτά μας. Ο καιρός περνούσε. Μέρα με τη μέρα, γινόταν και πιο αδύναμη. Τα μάτια της έχαναν τη λάμψη τους, τη ζωντάνια τους, τη φλόγα της ελπίδας. Αδυνάτιζε. Θα το ξαναδώ. Το χαμόγελό του, μια μέρα, θα το ξαναδώ, είμαι σίγουρη, μονολογούσε επίμονα, πεισματωμένα. Ο καιρός περνούσε. Μια μέρα, θα το ξαναδώ, είμαι σίγουρη, κατάντησε να μονολογεί μηχανικά. Ώσπου ένα σούρουπο, περνώντας πλάι από μια γούρνα γεμάτη νερό, έριξε μια ματιά στο αντιφέγγισμά της. Ούτε η ίδια αναγνώρισε τον εαυτό της. Τότε συνειδητοποίησε απότομα, οδυνηρά –αλλά και μια για πάντα– πως κάτω στη Γη, χωρίς τη λάμψη της, δεν θα μπορούσε ποτέ ν’ αλλάξει τη ροή των πραγμάτων. Ποτέ δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι για κείνον. Γι’ αυτό, πήγε να τον βρει. Άδικα περιμένω τόσο καιρό να δω το χαμόγελό σου, που κάποτε μου έδωσε τόση χαρά, του είπε. Μάταια. Τώρα καταλαβαίνω ότι περιμένω μάταια. Εκείνο το χαμόγελο που άνθισε αλλού, δεν μπορεί να γεννηθεί εδώ, ό,τι κι αν κάνω. Δεν είσαι πια η χαρά στη ζωή μου. Είσαι η ανάμνηση της χαράς που μου έδωσες κάποτε. Ξέρω ότι κι εγώ δεν είμαι πια η χαρά στη ζωή σου. Είμαι η ανάμνηση της χαράς που σου έδωσα κάποτε. Δεν φταίω, ούτε εσύ. Όμως εδώ και καιρό μεταλλάσσομαι σε κάτι άλλο, σε κάτι που δεν το ξέρω, που δεν το αναγνωρίζω. Κάτι ξένο από μένα. Αλλά ακόμη κι αυτό, εσένα δεν μπορεί να σου προσφέρει τίποτα. Ακόμα κι αν αλλοτριωθώ εντελώς, δεν μπορώ να σε κάνω να ξαναχαμογελάσεις. Πρέπει να ξαναβρώ τη φύση μου και την υπόστασή μου. Οι λέξεις της έσβησαν απαλά μέσα στην αγκαλιά του ανέμου, που τις πήρε και τις εκτίναξε στα αστερολούλουδα του γαλαξία. Θα φύγω. Θα ξαναγυρίσω στον αιθέρα. Ο άντρας ξαφνιάστηκε από το αναπάντεχο ξέσπασμα. Αυτή ήταν η γυναίκα που γνώρισε; Εκείνη η ίδια που ήταν πλασμένη από φως, άνεμο και μουσική; Ήταν πλασμένη κι από κεραυνό; Ένα κενό σιωπής βάρυνε ανάμεσά τους. Η απόσταση ήρθε και εγκαταστάθηκε βαριά. Το ήξερα πως δεν θα κρατούσε πολύ. Να πας εκεί που ανήκεις! Μια φεγγαροαχτίδα δεν μπορεί ν’ αντέξει τη Γη. Ήταν μεγάλο λάθος σου να έρθεις εδώ! της φώναξε κι έστρεψε αλλού το πρόσωπό του. Έσφιξε με δύναμη τις βλεφαρίδες του, για να κρατήσει μέσα δυο λαμπερές στάλες που ανάβρυσαν. Δακρύζουν, λοιπόν, και οι άντρες; Άργησε ν’ απαντήσει. Έπρεπε πρώτα να καταπιεί τον λυγμό και να στρώσει τη φωνή του, ώστε να κατορθώσει να πάρει το σωστό βαρύ –αντρικό– ηχόχρωμα.
59
60
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Αυτό συμβαίνει σπάνια... αποκρίθηκε αρκετά δυνατά. Ίσως μόνο μια φορά, συνέχισε μουρμουρίζοντας ανάμεσα στα δόντια του σαν να ντράπηκε. Το κενό ανάμεσά τους έγινε αποπνικτικό. Δεν ήξερε αν έπρεπε να της μιλήσει. Δεν ήξερε αν ήθελε να της εξηγήσει. Τελικά, το αποφάσισε. Είναι τύχη να συναντήσει ένας άντρας στον δρόμο του μια γυναίκα φτιαγμένη από φως, άνεμο και μελωδία. Όμως δεν κρατάει πολύ. Το δάκρυ είναι απλώς το τέλος · το δάκρυ και το τέλος – και τα δύο τόσο σύμφυτα με τη ζωή εδώ. Είδες πόσο γρήγορα τσακίζονται τα όνειρα; Είδες πώς σβήνουν οι ελπίδες; Όλη η δύναμη και το κουράγιο μας αναλώνονται στον αγώνα της κάθε ημέρας. Δεν περισσεύει τίποτα για να αναστήσουμε τις ελπίδες και τα όνειρα που χάνονται. Δεν έχουμε χρόνο ν’ αγναντεύουμε τον ορίζοντα. Συχνά, όλο και συχνότερα δεν τον βλέπουμε καν. Υπάρχει πολύ λίγος χώρος για χαρά... Και η δική μου τέλειωσε σήμερα· εδώ. Η φεγγαροαχτίδα περίμενε υπομονετικά, ώσπου και ο τελευταίος ήχος από τις συλλαβές που εκστομίστηκαν με βίαιο πόνο να κατακαθίσει στον χώρο. Όταν η σιωπή απάλυνε λίγο την ένταση, εκείνη του πρότεινε: Αν θέλεις, μπορείς να μ’ ακολουθήσεις. Ξεχνάς ότι εγώ δεν ξέρω να πετώ! της αντιγύρισε μέσα απ’ τα δόντια του και έστρεψε αλλού το πρόσωπό του μουτρωμένος. Δεν είναι δύσκολο να μάθεις... αν θέλεις... Μπορώ να μάθω να πετώ; Εγώ, ένας άντρας; Κάθε άνθρωπος μπορεί να μάθει να πετά. Όχι, δεν θα είναι καθόλου δύσκολο αυτό, θα δεις. Σταμάτησε να μιλά και τον κοίταξε στα μάτια. Δεν θα είναι δύσκολο αυτό... επανέλαβε με αργή φωνή, σιγανά, καθώς τον κοίταζε σκεπτική, σαν να ζύγιαζε μέσα της αν έπρεπε να συνεχίσει. Τελικά, πήρε μια βαθιά ανάσα και συμπλήρωσε: Το δύσκολο θα είναι όταν επιστρέφεις...
Αλεξία Αθανασίου
Αλεξία Αθανασίου Οι ωραίοι (αφήγηση γιαγιάδων)
“Χείμαρρος τα μαλλιά! Χρυσός στεφανωμένος με διαμαντικό, άστραφταν, ως τα γόνατα ριχτά, μετάξι φως ονειρικό.” “Κορμοστασιά σπαθί! Το πρόσωπο λουζόμενο γαλήνη χάδι νιόβγαλτου φεγγαριού φιλώντας μια σαγήνη βελούδινη έλαμπε στο φέγγος λάδι.” “Ξέροντας να διαβάζει απλές καρδιές (λεγόταν) απόλυτη έβρισκε ομορφιά που ονειρευόταν.” “Σε σάλα (μέσ’ απέραντη διαρκώς ολόλαμπρη θορυβωδώς περήφανη πλήθους πυρσών μυριόλαμπρη) Πολεμιστές Σοφοί και Βασιλείς, καραδοκώντας δώρο τρυφερό ματιά της, σαν προίκα πρόσφεραν ζωή ψυχή χλιδή – με μόνον όρο...” “Έπαθλο να κερδίσουν την καρδιά της.” “Έναν προς έναν κοίταξε τους θαυμαστές... προχώρησε (ξεκάθαρ’ αδιαφόρησε).” “Βηματισμός της κατευθύνθηκε στον ωραιότερον Ιππότη. Ρηχός, πρόστυχα χασκογέλασε: Το γνώριζα καλά ότι Εμέ θα επέλεγε!” “Μα... ξαφνικά (βλάκα ποτέ δεν θέλησε) προσπέρασε κι αυτός (στον καθ’ αντίζηλο, όλο για τη νίκη του έλεγε) κόρη ένιωσε που από κοντά του αέρας πέρασε.” “Άλατος στήλη στάθηκε λοιπόν λυπούμενος... όσο κι ο κάθε προηγούμενος.” “Πίσω απ’ εκείνον (και κοιτώντας με σεμνότητα...)” “Σκέψη ματιά ψυχή του, Ανθών η Αγνότητα,” (Αγγέλων ψίθυρος) πληρότητα.” “Αργά, ο Κουασιμόδος, πρόβαλε, χαρούμενος.” ZZ H Αλεξία Αθανασίου γεννήθηκε και ζει στην Κέρκυρα. Έχει ασχοληθεί με τη Λογιστική και εργαστεί στον τουριστικό τομέα. Αγαπά τη φύση, τον αθλητισμό και διαθέτει μαύρη ζώνη στο Shotokan karate-Do. Έχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας και δημοσιεύσει δεκάδες διηγήματα σε περιοδικά του φανταστικού.
61
62
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Χρυσάνθη Φαφουτάκη-Nικολάου Προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο με τίτλο «Μύθοι Αισώπου διαλεγμένοι και σε στίχους ταιριασμένοι», εκδ. Οσελότος
Μύγα Μύγα πέφτει πεινασμένη σε μια χύτρα, η καημένη, που ’χει μέσα κρεατάκι σε ζεστό, παχύ ζουμάκι! Μες στη σούπα κολυμπάει, δίχως πουθενά να πάει. Τα φτερά της που βραχήκαν σίδερα βαριά γινήκαν. Δεν μπορεί να πεταρίσει κι άδοξα εκεί θα σβήσει. Όμως λέει πριν πεθάνει: — Ό,τι γύρευα έχω κάνει. Φεύγω πια ξεδιψασμένη, χορτασμένη και λουσμένη. Να πεθάνει δεν τον μέλει, όποιος χάρηκε ό,τι θέλει!
ZZΗ Χρυσάνθη Φαφουτάκη-Νικολάου είναι πτυχιούχος του φιλολογικού τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1972 και κάτοχος επάρκειας προσόντων για τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας από το 1970. Στα φοιτητικά της χρόνια εργάσθηκε ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στην Αθήνα. Παραιτήθηκε για να συνεχίσει τις σπουδές της απρόσκοπτα και στη συνέχεια εργάστηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση για μικρό διάστημα. Από το 1973 μέχρι το 1992 υπηρέτησε ως φιλόλογος σε δημόσια σχολεία της περιοχής Καρδίτσας. Από το 2000 μέχρι το 2015 ασχολήθηκε με το παρόν έργο, μέρος του οποίου είχε κυκλοφορήσει το 2011 σε ηλεκτρονική μορφή από τις εκδόσεις e-bookshop.gr με περιεχόμενο διακοσίων μύθων.
ΧρυσάνθηΦαφουτάκη-Nικολάου
Άτεχνος γιατρός Ένας άτεχνος γιατρός και σωστός κομπογιαννίτης είπε σ’ άρρωστο όπου να ’ναι πως θα γίνει μακαρίτης. Μα στη διάγνωση -ευτυχώς!πέρα λάθεψε για πέρα κι έγινε ο ασθενής του μια χαρά την άλλη μέρα. Κάμποσο καιρό μετά ο γιατρός τον συναντάει. — Πώς περνάτε εκεί στον Άδη; Τάχα αστεία τον ρωτάει. Τότε εκείνος απαντά: — Όλα των νεκρών τα πλήθη ησυχάζουν βολεμένα και μακάρια σε λήθη. Όμως τους γιατρούς μετρά, που του κλέβουν πελατεία, και προγράφει ο μαύρος Χάρος για τον Άδη μ’ απληστία. Θα λογάριαζε κι εσέ. Μα σαν είδα τ’ όνομά σου μέσα στων γιατρών τη λίστα, δεν το πίστεψα! Φαντάσου... Του ’πα πως αληθινά σ’ έχει σίγουρα αδικήσει, κι αν κανείς γιατρό σε είπε, σ’ έχει απλώς συκοφαντήσει.
63
64
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Βασίλης Κυπριωτάκης Έφυγες Ήθελες να ’χεις το κρεβάτι στον βορρά γι’ αυτό και το ’χες κολλητά στον πέρα τοίχο, έφερνες φύλλα ευκαλύπτου δροσερά να τ’ ανασάνω όταν άρχισα να βήχω. Είχες μια τάση για να ζεις υγιεινά μα πάντα πρόσεχες τους άλλους κι όχι εσένα κι αν σου φερόταν μερικοί ελεεινά έλεγες πάντα περασμένα, ξεχασμένα. Και όμως έφυγες ’να κρύο πρωινό σαν χελιδόνι για να πας σε άλλα μέρη, ήθελες να ’σαι υγιής στον ουρανό κι έμεινα άρρωστος στον κόσμο χωρίς ταίρι.
Του προτέρου βίου Του προτέρου μου βίου τα καλά ενθυμόμουν και μειδίον ολίγον τα χείλη. Παλαιά ήτο η κλίνη μα καλά εκοιμόμουν και στον ύπνον μου άνθιζον κρίνοι.
ZZ Ο Βασίλης Κυπριωτάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη, στην περιοχή του Λιβυκού πελάγους στο Ηράκλειο. Ζει στην Αθήνα και ασχολείται με τη λογοτεχνία και την ποίηση. Έχει βραβευθεί για ποιητικά του έργα, μαντινάδες και διηγήματα. Τα ποιήματα αυτού του τεύχους περιλαμβάνονται στην υπό έκδοση ποιητική του συλλογή «Λυβικόν», εκδ. Οσελότος.
Έλλη Θεοφιλίδου
Έλλη Θεοφιλίδου Παιχνίδια του μυαλού
«Ό
ταν δεν αντέχω, σκέφτομαι ότι πίνουμε μαζί καφέ». Το έλαβα πριν από λίγο στο κινητό. Χωρίς σημεία στίξης, με κεφαλαία γράμματα. Η πλάκα ξέρεις ποια είναι; Ότι λίγα λεπτά πριν, το μυαλό μου ήταν εκεί, σε σας. Και στα παιδιά. Και πάλι αναρωτιόμουν. Οι γνωστές φλασιές. Είχαμε την ώρα μας μέχρι πέρσι. Κοινό κενό. Κι αν δεν υπήρχε, το φτιάχναμε. Και είτε κατεβαίναμε στον «τάφο του Ινδού», είτε κλεινόμασταν σε ένα από τα δυο Yaris και κάναμε το δικό μας group therapy. Απαραίτητο και λυτρωτικό όσο τίποτα. Και γελούσαμε και τσαντιζόμασταν και βρίζαμε τους αστοιχείωτους από πάνω, που δεν μας άφηναν να κάνουμε το όνειρό μας αλήθεια. Γιατί ποτέ δεν κατάλαβαν και ούτε και πρόκειται. Είμαι πλέον σίγουρη γι’ αυτό. Και, όταν ξαναμπαίναμε μέσα, ήμασταν πάντα λίγο πιο χαμογελαστές και λίγο πιο ανάλαφρες και λίγο πιο έτοιμες για τα παιδιά μας. Με κλόνισε το μήνυμά σου. Γιατί δεν φανταζόμουν ποτέ πόσο σκατά έχουν γίνει τα πράγματα εκεί που κάποτε «λειτουργούσα» κι εγώ, και με χαλάει αυτό. Γιατί κι εμένα μου λείπεις. Γιατί, τελευταία, αυτά τα παιχνίδια του μυαλού μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας τα παίζω κι εγώ... Ήταν απλά ασύλληπτο το timing... Μια φίλη αγαπημένη μου είπε το καλοκαίρι «Ξέρεις, μερικές φορές τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα γι’ αυτούς που μένουν πίσω». Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι είχε δίκιο...
Ίσως...
Θα μπορούσα ίσως να πω ότι αρχίζω σιγά σιγά να ξαναβρίσκω τις χαμένες ισορροπίες. Αν και, τη στιγμή εκείνη που νιώθω να σταθεροποιώ το σώμα μου πάνω στο σκοινί, κάτι κάνει ένα «φφοουυυ» δυνατό και απρόσμενο, και πάλι κλονίζομαι. Οι χορδές μου, ευαίσθητες όσο ποτέ, σε κάθε τέντωμα, σε κάθε άγγιγμα, ταλαντώνονται και βγάζουν ήχους πότε βαθείς και σταθερούς και πότε στακάτους και νευρικούς. Κάπου, κάποια στιγμή, έχασα ένα κομμάτι σημαντικό της χαράς μου. Κι αυτό κάνει ώρες ώρες το μέσα μου να μουδιάζει και να μην αντιδρά όπως αναμένεται στα ερεθίσματα. Από το κλειστό μου ρολό, παραμονεύει ο Νοέμβριος... Κι αναρωτιέμαι, τι σκατά σκεφτόταν ο Σαρτρ, όταν έλεγε ότι η κόλαση είναι οι άλλοι... ZZ Η Έλλη Θεοφιλίδου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Επικοινωνία και Συμβουλευτική Ψυχολογία. Δίδαξε Διαπολιτισμική Αγωγή στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και εργάζεται μέχρι σήμερα στον χώρο της εκπαίδευσης.
65
66
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Κωνσταντίνος Οικονόμου Νηρέας
Τ
ους φίλους μου όλους αυτούς που γνώρισα ως παιδί είχα μάθει να τους λέω «Παιδιά της Θάλασσας». Έτσι πρέπει να ήταν. Ήταν οι κόρες και οι γιοι αυτής της μάνας, πριν και πάνω απ’ όλα. Μα δεν είναι μόνη η Θάλασσα που έδωσε τέτοια παιδιά στον κόσμο. Είναι και τα Βουνά που έδωσαν βοσκούς, ιχνηλάτες και ορειβάτες, κυνηγούς και φυσιολάτρες, παιδιά με πόδια σίγουρα και βλέμμα συγκεντρωμένο. Είναι και τα Ποτάμια, άλλοι ψαράδες εκεί, που έδωσαν δυνατούς κολυμβητές και βαρκάρηδες, με μάτια παιχνιδιάρικα και μια ψυχή που ησυχία δεν βρίσκει. Ακόμα και η Πόλη έχει παιδιά, ίσως τα πιο περίπλοκα, άλλα φωνακλάδικα, άλλα ήσυχα, άλλα με μια ψυχή αγωνιστή κι άλλα πειθήνια, άλλα καλοντυμένα κι άλλα ρακένδυτα και όλα μα όλα ανήσυχα. Ο Νηρέας δύο μανάδες είχε, τη Θάλασσα, ναι, μα και την Πόλη. Και τι πόλη, αλήθεια, πολύβουη και γεμάτη ζωή, άσχημη και γκρίζα, μα με γωνιές υπέροχες, πλασμένες από χρώμα και με μια φασαρία που άξαφνα γινόταν μουσική, πότε πνευστά, πότε χορδή, πότε κρουστά. Σαν τη θάλασσα ήταν αυτή η πόλη, με τις φουρτούνες και τα γέλια της, με τον αφρό και τον βυθό της, μα σαν τη θάλασσα δεν μπορείς να την βάλεις σε λέξεις. Μονάχα την ζεις. Κι έτσι είχα ξαμοληθεί στους δρόμους της, κόσμο να δω και να την ζήσω, και βρήκα τα παιδιά της, μα η θάλασσα ήταν κοντά κι έτσι έτρεξα μια μέρα, άρπαξα το λεωφορείο και πήγα να την βρω. Το λεωφορείο μ’ άφησε σε μια καλοφτιαγμένη παραλία, με μαγαζιά και καφετέριες και ταβέρνες γεμάτες κόσμο. Σουλάτσαρα για λίγο εκεί, έπαιξα με άλλα παιδιά και ψάξαμε καβούρια και πεταλίδες, μα ύστερα κουράστηκα τον κόσμο και τράβηξα να φύγω βηματίζοντας πλάι στη θάλασσα. Είδα μαρίνες με σκάφη τεράστια, κατάρτια να απλώνουν τα ιστία τους στη σειρά και τα ξάρτια τους να γκρινιάζουν ρυθμικά με το λίκνισμα, λιμανάκια με ταχύπλοα και ψαροκάικα όμορφα να ξεκουράζονται παρέα. Όταν κι αυτά τα πέρασα, έφτασα σ’ ένα μέρος απόμερο, μα όχι μακρινό, ένα λιμανάκι παλιό που τώρα μόνο σε τρύπιες βάρκες έδινε καταφύγιο. Ένα κτήριο το έκρυβε απ’ τον κόσμο, ένα παλιό κτήριο, αποθήκη ίσως, από τις μέρες εκείνες που το λιμανάκι είχε ζωή, που τώρα ήταν κλειστό και το χρώμα στους τοίχους ξεφτισμένο. Ίσως κάποτε όλα εκεί, λιμάνι, θάλασσα και κτήριο, να ήταν όμορφα, μα πάει καιρός που κάποιος το φρόντισε. Ο πέτρινος κυματοθραύστης είχε υποκύψει στη θάλασσα, εδώ κι εκεί, το νερό κι η παραλία ήταν γεμάτα μπουκάλια, σακούλες και κουτιά με ετικέτες φαγωμένες από τον ήλιο και το αλάτι και φύκια, άπειρα φύκια ξεβρασμένα, που έκαναν το μέρος να μυρίζει. Με πείραζε να το βλέπω, αηδίασα, μόρφασα κι ευχαρίστησα την ZZ Ο Κωνσταντίνος Οικονόμου γεννήθηκε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1984 και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Σπούδασε Νομικά στο Ε.Κ.Π. Αθηνών και μετέπειτα δημιουργική γραφή στα εκπαιδευτικά προγράμματα του ιδίου πανεπιστημίου. Από το 2011 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το παρόν διήγημα είναι από το βιβλίο του με τίτλο “Τα παιδιά της θάλασσας”, εκδ. Οσελότος 2014.
Κωνσταντίνος Οικονόμου
παλιά αποθήκη που το έκρυβε απ’ τα μάτια του κόσμου. Δεν είχε κάτι να δώσει αυτό το λιμάνι, σκέφτηκα, κι έκανα να φύγω, μα τον είδα. Έμοιαζε με το λιμάνι του. Ρούχα βρόμικα και σκισμένα, παράταιρα και μπαλωμένα όπως όπως, τα μαλλιά του μαύρα και λαδωμένα. Ακόμα και το πρόσωπό του, αξύριστο, δεν ήταν προσεγμένο. Μόρφασα κι έκανα να φύγω πάλι, μα τελικά έκατσα. Όχι γιατί λυπήθηκα, είχε πολλούς τέτοιους η πόλη, τους είχα δει και νομίζω –τι άσχημη λέξη!– τους είχα συνηθίσει. Έμεινα γιατί δεν με είδε, έμεινα γιατί ήμουν δίπλα στη γωνιά της αποθήκης, έτοιμος να την βάλω πάλι ανάμεσά μας και να ξεχάσω και αυτόν και το λιμάνι, έμεινα γιατί είδα τι έκανε και θυμήθηκα. Τι περίεργο, αλήθεια, να μου τη θυμίσει εκείνος την πρώτη μου φίλη, μα ίσως ήταν ο τρόπος που έψαχνε ανάμεσα σε πράγματα, σκουπίδια και μπουκάλια και άλλα που ο κόσμος δεν θα κοίταζε ποτέ με τόση προσοχή. Το μυαλό μου έκανε να τρέξει στην παλιά μου παραλία, μα τότε με είδε. Μισοσκυμμένος στην αρχή, μα ύστερα σηκώθηκε και με κοίταζε στα μάτια, μαύρα μάτια λαμπερά και βλοσυρά. Νομίζω ότι θύμωσε που με είδε. Όταν μεγάλωσα, κατάλαβα ότι ήταν ο θυμός της ντροπής, μα τότε φοβήθηκα. Κοντοστάθηκα και για λίγο απλά κοιταζόμασταν, εκείνος πάνω από τα σκουπίδια, εγώ στο σύνορο της αποθήκης, ένα βήμα μόνο μακριά από τη ζωή που ήξερα. Έκανα ένα βήμα και η αποθήκη μπήκε ανάμεσα σε μένα και τον κόσμο. «Γεια», είπα απλά. «Πώς σε λένε;» «Νηρέα», μου είπε ύστερα από λίγο. Είχε βραχνή φωνή, απαίδευτη. «Φύγε, μικρέ», συνέχισε, «δεν είναι μέρος αυτό να βλέπουνε παιδιά». «Νομίζω μεγαλώνω», είπα και προχώρησα κι άλλο, αλλά λίγο. «Κρίμα», απάντησε και νομίζω κάτω από τα μούσια του γέλασε λίγο. «Έτσι μου λένε όλοι», απάντησα γελώντας. «Τι κάνεις;» ρώτησα κι αυτός ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Συγυρίζω», απάντησε κι εγώ γέλασα πάλι. «Έχεις πολλή δουλειά ακόμη», είπα. «Θες βοήθεια;» «Δεν συγυρίζω το έξω», απάντησε χαμογελώντας. «Το μέσα συγυρίζω». «Το μέσα;» ρώτησα, μα δεν απάντησε σ’ αυτό. «Μα ναι, θέλω βοήθεια, αν θες. Έλα, θα μαζέψουμε φύκια κι ύστερα θα σε μάθω να τα ράβεις». Δεν κατάλαβα, μα πήγα και πράγματι μαζέψαμε φύκια, μόνο φύκια και απ’ αυτά όχι όλα. Μου έδειξε με υπομονή ποια του έκαναν και ποια όχι. Ήθελε να είναι φρέσκα, να μη μυρίζουν και να μην έχουν ξεραθεί ακόμα, έπρεπε να είναι μεγάλα, όσο πιο μακριά και πιο πλατιά μπορούσα, μου είπε. Μ’ άρεσε η ιδέα και ξεχύθηκα με φούρια να μαζέψω, να βρω τα πιο ωραία φύκια. Σύντομα, το κάναμε παιχνίδι ποιος απ’ τους δυο θα βρει τα πιο καλά, μα δεν υπήρχε νικητής, μόνο σπρώχναμε ο ένας τον άλλον να φτάσουμε καλύτερα έναν κοινό σκοπό. Έτσι, νομίζω, γίνονται οι πιο καλές δουλειές και πράγματι δεν πήρε ώρα να μαζέψουμε πολλά. «Αρκετά», είπε τότε. «Τώρα το ράψιμο». «Τι ράβουμε;» τον ρώτησα. «Πανιά», είπε και γέλασε. Πάλι δεν κατάλαβα, μα πράγματι αρχίσαμε να ράβουμε.
67
68
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Μου έδειξε πώς να φτιάχνω κλωστή από τις άκρες και το κέντρο από τα φύκια και πώς να τα βρέχω ίσα ίσα για να κολλήσουν πιο δυνατά, μου έδειξε πώς να φτιάχνω βελόνια από τα πιο ξερά που είχαν σκληρύνει. Ήταν δύσκολη δουλειά, κοπιαστική, και ήταν εύκολο να κουραστείς και να νευριάσεις. «Υπομονή, ηρέμησε», μου έλεγε τότε ο Νηρέας, «τίποτα δεν έγινε χωρίς δουλειά και υπομονή. Πες μου πάλι για τον Κροίσο κι έπειτα για εκείνη την Αλμύρα». Και του έλεγα και το μυαλό μου άδειαζε και πιο εύκολα τρέχανε τα χέρια. Μα όταν τον ρώτησα εγώ για ιστορίες, εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Θέλουν χρυσό οι ιστορίες από άλλους τόπους», έλεγε, «και χρυσό ποτέ δεν είχα. Μα άκου μία που έζησα, απλή, και δες πίσω της. Ύστερα, θα σου πω μία που διάβασα και τέλος, θα σου πω μία που σκαρφίστηκα. Σαν είμαι μόνος αυτό κάνω, σκαρφίζομαι ιστορίες». Και μου είπε τις τρεις ιστορίες του, μία για έναν Αντρέα που γνώρισε και του άρεσε κάτι απλό που είχε πει, ύστερα την ιστορία για τρία πετράδια... αστρόφωτα... και τι ομορφιά και τι δεινά έφεραν σε άλλους κόσμους, και μου είπε, τέλος, την ιστορία για ένα παιδί που έφτιαχνε καράβια από ιστορίες. Είπαμε κι άλλα, ώρες μιλούσαμε σκυμμένοι, ώσπου τα χέρια μου άρχισαν να μουδιάζουν και να τα νιώθω χοντρά κι άγαρμπα. «Αρκετά», είπε τότε. «Καλή δουλειά για σήμερα και σύντομα ο ήλιος θα πέσει. Πρέπει να γυρίσεις». Κοίταξα το πανί μας κι απογοητεύτηκα, περίμενα πως θα είχαμε τελειώσει, μα είδα πως είχε ακόμα δρόμο. Ίσα που έφτανε το μπόι μου το πανί μας. Του το είπα. «Υπομονή, ηρέμησε», είπε απλά ξανά, «τίποτα δεν έγινε χωρίς δουλειά και υπομονή. Βήμα βήμα, έτσι προχωράς στη ζωή. Τα άλματα είναι γι’ αυτούς που τους περιμένει δίχτυ από κάτω». «Νηρέα», ρώτησα καθώς τέντωνα την πλάτη μου. «Πριν είπες ότι συγυρίζεις, μα όχι το έξω». Έγνεψε. «Το έξω δεν το συγυρίζεις», είπε. «Είναι δουλειά του Χρόνου αυτό. Μα το μέσα είναι δουλειά του καθενός». «Δεν καταλαβαίνω», είπα. «Θέλεις να δεις;» είπε με ύφος σοβαρό. «Πες μου όμως. Πρέπει. “Θέλω να δω”». Κόμπιασα. Ζητούσε περισσότερα απ’ όσα έλεγε, κατάλαβα πως αυτό που έπρεπε να πω δεν ήταν μόνο λέξεις. «Θέλω να δω», είπα τελικά. «Έλα», μου έγνεψε να ακολουθήσω. «Θα σου δείξω». Πήρε το πανί μας μαζί τυλίγοντάς το με προσοχή και με οδήγησε στην άλλη πλευρά του λιμανιού, στη γωνία που η παραλία έβρισκε τον κυματοθραύστη. Εκεί υπήρχε ένα ξύλινο καλύβι, μισό μέσα στο νερό, μισό έξω, όπου κάποτε οι ψαράδες αφήναν τα εργαλεία τους και δουλεύανε στα χαλασμένα ψαροκάικα, με μια μικρή πόρτα μπροστά και μια μεγάλη δίφυλλη πίσω ν’ ανοίγει μόνο όταν θέλουν να βάλουν ή να βγάλουν κάποια βάρκα. Δεν ήταν πολύ μεγάλο ούτε ψηλό και φαινόταν ετοιμόρροπο, μα σαν άνοιξε την πόρτα μ’ ένα τρίξιμο, είδα πως μέσα δεν ήταν έτσι. Κοντοστάθηκα και ο Νηρέας με κοίταζε χαμογελώντας. Δεν ήταν καλύβι, σκέφτηκα, ούτε αποθήκη, και σίγουρα δεν ήταν εγκαταλειμμένο. Ήταν θησαυροφυλάκιο.
Κωνσταντίνος Οικονόμου
Απέναντι, στον τοίχο που έβλεπες με το που μπαίνεις, είδα κομμάτια από το πανί μας, αυτά που είχε ήδη φτιάξει ο Νηρέας, δεμένα κι απλωμένα σ’ ένα μεγάλο σφουγγάρι που έκρυβε όλο τον τοίχο. Το κάτω μέρος του σφουγγαριού, μόνο το κάτω, ακουμπούσε στο νερό που έμπαινε στο καλύβι για να φέρνουν τις βάρκες κι έτσι, λίγο λίγο, ίσα ίσα βρεχόταν όλο το σφουγγάρι και κρατούσε τα πανιά από το να ξεραθούν. Οι υπόλοιποι τρεις τοίχοι και το ταβάνι είχαν δίχτυα κι οι ψαριές του Νηρέα ήταν καλές. Θησαυροί κρέμονταν παντού στους τοίχους κι από ψηλά, μπλεγμένοι στα δίχτυα, αστερίες και κοχύλια, μπουκάλια σπασμένα σε όμορφα σχήματα και φανάρια που τώρα τ’ άναβε ο Νηρέας. Κι έπειτα, φωτογραφίες και πίνακες, κομμάτια ξύλο με ονόματα από βάρκες να φαίνονται θαμπά ακόμα και παιχνίδια, στρατιώτες και κούκλες, ένα μουσικό κουτί, μια πορσελάνινη μπαλαρίνα και μια γυάλινη σφαίρα με μια νεράιδα μέσα, ένα ξίφος κυρτό μαζί με μια ασπίδα που έμοιαζε με φύλλο από πλάτανο, μισό κουπί κι ένα ραβδί από αυτά που έχουν οι ορειβάτες κι ένας μεγάλος καφέ πάνινος σκύλος. Ύστερα, βιβλία παιδικά και για μεγάλους, κόμικς, εγκυκλοπαίδειες, μυθιστορήματα και μύθοι, άλλα παλιά, άλλα καινούρια, όχι πολλά και όχι όλα ολόκληρα, σελίδες μόνο κάποια, μα όλα μαζεμένα από τον Νηρέα, κανέναν άλλον, και κατάλαβα ότι για εκείνον είχε σημασία αυτό. Στο κέντρο της καλύβας, εκεί που κάποτε κρεμάγανε τις βάρκες να τις επισκευάσουν, τώρα έχτιζε ο Νηρέας τη δικιά του. Ήταν ακόμη στην αρχή, μόλις ο σκελετός είχε φτιαχτεί, μα φώναξα σαν είδα από τι ήταν. «Σελίδες!» είπα. «Η βάρκα σου είναι από σελίδες!» Γέλασε. «Ναι», είπε απλά. «Αυτές που γράφω εγώ. Σου είπα, μ’ αρέσει να σκαρφίζομαι ιστορίες. Ύστερα, θα τα ντύσω με εξώφυλλα από δέρμα. Μετά, το κατάρτι από τις πένες μου και τα πανιά από φύκια». «Αυτό τι είναι;» ρώτησα κι έγνεψα προς ένα μπαούλο που κρεμόταν από τα δίχτυα στη γωνία πίσω απ’ την πόρτα. «Τίποτα», είπε. «Δεν νομίζω ότι κρατάς κάτι, αν είναι τίποτα. Μάζεψες όλα αυτά με κόπο. Συγυρίζεις. Για να τα έχεις, τα ήθελες». «Στ’ αλήθεια μεγαλώνεις», απάντησε και χαμογέλασε. «Ναι. Τα ήθελα. Μα είναι λάθη. Δεν τα πετώ, γιατί τα ήθελα. Τα μάζεψα και ας ήταν λάθη. Όλοι έχουν ένα τέτοιο κουτί, νομίζω. Απλά εμένα μ’ αρέσει να το βλέπω». Φοβήθηκα τον Νηρέα τότε. Δεν ξέρω γιατί. Είχε μια άνεση στο να μαζεύει πράγματα που άλλοι δεν ζητάνε, μια δύναμη να βλέπει θησαυρούς εκεί που άλλοι βλέπανε σκουπίδια, που με τρόμαζε. «Κι ύστερα;» είπα νευρικά. «Τι θα κάνεις ύστερα;» «Ύστερα, θα ρίξω τη βάρκα στο νερό και θα μπαρκάρω». Τον κοίταξα. Είχα αρχίσει να μεγαλώνω και σκέφτηκα διάφορα. «Κακώς σε λένε Νηρέα», είπα τελικά. Με κοίταξε. «Δεν είσαι το όνειρο, μια ανάμνηση ενός παλιού θεού της Θάλασσας. Όχι. Νομίζω πως έπρεπε να σε λένε Οδυσσέα». Γέλασε. «Μ’ αρέσει», είπε. «Νομίζω πως έτσι θα πω τη βάρκα μου».
69
70
ΠΟΙΗΣΗ • μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚ ΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr Κ Α Ι
Σ Ε
ΟΛ Α
ΤΑ
Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Α
Β Ι Β Λ Ι Ο Π Ω Λ Ε Ι Α
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ •
ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚ ΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr Κ ΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚ Α ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
Μ
ια επική περιπέτεια με πρωταγωνιστές τον Μάρκο, που “άκουσε” την ψυχή της θείας του της Αύρας να σπάει μυστηριωδώς, και τη φίλη του Λουίζα, που έχει στην κατοχή της τον μαγικό Τριακοστό Πρώτο Τόμο και τον Αστρολάβο του Τύχωνα. Οι δυο τους θα αναζητήσουν το ιαματικό ψυχοβότανo περνώντας σε έναν Κόσμο γεμάτο από ζωντανούς Θρύλους, Μάγισσες και άλλα Θρυλοπλάσματα με μοναδικό σύμμαχό τους τον Λάντρο, το φτερωτό λιοντάρι, που από πέτρινο που ήταν ζωντάνεψε μπροστά τους το βράδυ που πέρασαν από τη Μυστική Πύλη του κάστρου του Παλαμηδιού. Δεν έχουν παρά μόνο τρεις ημέρες χρόνο για να βρουν το ιαματικό ψυχοβότανο. Με μια μικρή λεπτομέρεια: ο Χρόνος, όπως και ο Χώρος στον Κόσμο της Θρυλίας, είναι ζωντανές οντότητες και κινούνται όπως και όποτε αποφασίσουν. Έτσι, οι τρεις ημέρες στον Θρυλόχρονο μπορούν να είναι από τρεις αιώνες μέχρι και τρία λεπτά. Θα προλάβουν να φτάσουν στον ανόφθαλμο Ιεροφάντη και να σώσουν την ψυχή της Αύρας;
Το βιβλίο της Θάλειας Αντωνιάδη κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
72
μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 5
Ε Ν Η Μ Ε Ρ Ω Σ Η Γ Ι Α Τ ΟΥ Σ Σ Υ Γ Γ ΡΑ Φ Ε Ι Σ Το περιοδικό ΜΥΡΤΙΛΟ είναι self-published περιοδικό, δηλαδή το κόστος παραγωγής κάθε τεύχους καλύπτεται από τους συγγραφείς που συμμετέχουν. Ενημερώνουμε ότι έπειτα από επτά τεύχη επιτύχαμε έναν από τους αρχικούς μας στόχους: καταφέραμε να μειώσουμε σημαντικά το κόστος παραγωγής. Έτσι, βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να ελαττώσουμε το κόστος συμμετοχής για τους συγγραφείς κατά 50%. Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε τον ιστότοπο των εκδόσεων «Οσελότος». Για αποστολή ύλης και σχολίων μπορείτε να απευθύνεστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: periodiko.myrtilo@gmail.com
Z
Z
170 × 240 SPINE: 6.7
FLAPS: 70
Z
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 3 | ΑΝΟΙΞΗ 2013
Π
1/7/2013 12:02:31 AM
Σ
Λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο»
ISSN: 2241-3685
ΡΕ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 4 | ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2013
Διαβάστε το νέο μυθιστόρημα της Σοφίας Δημοπούλου-Πύρζα που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ωκεανός».
Η
Ισμήνη, μ’ έναν παράξενο, μοιραίο τρόπο, θα γνωρίσει τον Μύρωνα, έναν εντυπωσιακό νέο που η εικόνα του θα αποτυπωθεί στην ψυχή της και θα την στοιχειώσει μ’ έναν περίεργο τρόπο. Δεν ήταν παρά μία φορά που τον είδε, κι όμως κάτι αόρατο τους συνέδεσε... Η γνωριμία της με τον δίδυμο αδελφό του, τον Στέφανο, θα γίνει στην ουσία το μέσον για να προσεγγίσει την προσωπικότητα αυτού του άνδρα που κρύβει ένα μυστικό. Ένα μυστικό που τον οδήγησε στην αυτοχειρία. Μέσα από κάποια κείμενα, η Ισμήνη κι ο Στέφανος θα προσπαθήσουν να λύσουν το μυστήριο της άγνωστης καλλονής που πέρασε από τη ζωή του Μύρωνα... Πού θα οδηγήσει αυτή η αναζήτηση; Τί είναι αυτό το παράξενο δέσιμο ανάμεσα στην κοπέλα και στα δυο αδέλφια;
Λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο»
ΑΝ
SPINE: 6.7
FLAPS: 70
μύρτιλο ΕΤ ΑΙ
ΔΩ
ΡΕ
ΑΝ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 5 | ΑΝΟΙΞΗ - ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2014
Επισκεφθείτε το βλιοπωλείο του
Οσελότου στα Ιωάννινα
ΑΝΟΙΞΗ -ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2014
Το βιβλίο του Δημήτρη Κοτζιά κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
ISSN: 2241-3685
170 × 240
ΔΙΑ ΤΙΘ
ΔΩ
ΤΕΥΧΟΣ 5
Μια ιστορία παρόμοια με πολλές άλλες, αλλά και εντελώς διαφορετική γι’ αυτούς που βλέπουν έναν κόσμο χωρίς σύνορα και προσπαθούν να ξεφύγουν από το μικρόκοσμο που τους περιβάλλει, χαράζοντας μόνοι τον δρόμο τους για το μέλλον.
Το βιβλίο της Νατάσας Ζαχαροπούλου κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
Z
ΕΤ ΑΙ
•
Το βιβλίο της Μαρίας Γιαννάκη κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
2013
ς (ελ. βενιζ λεωφ. Θησέω ιθέα • αθήνα καλλ 176 76 • 1723 .com τ. 213 026 blio@ gmail anonymo.bi
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
έλου) 150
μανία. Αφήνει πίσω του πρόσωπα και μέρη που αγάπησε, αναζητώντας κάτι το καινούργιο, κάτι το διαφορετικό σ’ έναν κόσμο άγνωστο γι’ αυτόν. Οι δεσμοί του με τα αγαπημένα του πρόσωπα και τον τόπο που μεγάλωσε είναι τόσο ισχυροί που δεν επιτρέπουν καμιά αμφιβολία για την απόφαση του μετά την ολοκλήρωση του στόχου του. Επιστροφή στην πατρίδα. Κι όμως τα πράγματα παίρνουν μια άλλη τροπή…
ΤΕΥΧΟΣ 3
2013
Στό μυθιστόρημα «Πρόσωπα στό νερό» ἡ συγγραφέας παρακολουθεῖ τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου ὥσπου νά κατακτήσει τήν ἀληθινή του ταυτότητα. Ἔτσι τό βιβλίο αὐτό θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ καί ὡς φυσική συνέχεια τοῦ προηγουμένου τῆς Ν.Ζ.: «Ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ».
το βιβλιοπωλείο που ε μια περίοδο ραγδαίων πουποστηρίζει τους λιτικών εξελίξεων και κοινωνικών ανακατατάξεων πρωτοεμφανιζόμενους στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, ένας νεαρός από την Αθήνα συγγραφείς φεύγει για να σπουδάσει στη Γερ-
•
οιός εἶναι ὁ Τσόρνιι Ντόν; Τί θά σηματοδοτήσει γι’ αὐτόν ἡ γνωριμία του μ’ ἕναν λύκο, ὅπως καί μ’ ἕναν ἀπροσδιορίστου ἡλικίας ἄγνωστο ἄντρα στά πυκνά δάση τοῦ Καυκάσου; Θά καταφέρει νά βρεῖ ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα πού τόν καῖνε; Πῶς θά ἐξελιχτεῖ ἡ ζωή του ἀπό τήν περιπέτειά του καί μετά;
5/11/2013 8:39:17 PM
FLAPS: 70
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
οσ ελότος
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
00_myrtilo3_cover.indd 1
00_myrtilo2_cover.indd 1
ΑΝ
Τό βιβλίο: «Πρόσωπα στό νερό» εἶναι τό τρίτο της μυθιστόρημα.
οσ ελότος
SPINE: 6.7
μύρτιλο
ΡΕ
www.nzbooks.gr www.reikigokai.com www.natashazacharopoulou.blogspot.com
0_cover_prosopa sto nero.indd 1
170 × 240
ΔΙΑ ΤΙΘ
ΔΩ
Δημοσιεύσεις σέ ἔντυπα καί ἠλεκτρονικά περιοδικά: Νέα Σκέψη, Τριφυλλιακή Εστία, Ομπρέλα, Περίπλους, Ὕφος, Ανατολικός, Λογοτεχνικά Επίκαιρα, Βακχικόν, Στιχοδρόμιο, Joyfullife, Σοδειά, Φιλοσοφία και Παιδεία, Διάστιχο, κ.ἄ.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ISSN: 2241-3685
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
ΕΤ ΑΙ
μύρτι λ ο
μύρτιλο
μύρτι λ ο
Βιβλία της πού ἔχουν ἐκδοθεῖ: «Νά σ’ ἔχω», Ποιήματα, 1995 (Λύχνος) «Κι ἄς μέ ταξιδεύεις ὅπου», Διηγήματα, 1995 (Λύχνος) «Ἴχνος κραγιόν ἡ νύχτα», Μυθιστόρημα, 1996 (Ανατολικός) «Ὅπου ὁρίζει τό φιλί», Διηγήματα, 1999 (Ανατολικός) «Ἀτμός», Ποιήματα, 2008 (Ανατολικός) «Ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ», Μυθιστόρημα, 2009 (Ανατολικός) «Ρέικι η Ατραπός της Καρδιάς», 2009 (Ανατολικός) 1η ἔκδοση: Δεκέμβριος 2009, 2η έκδοση: Σεπτέμβριος 2010
ΤΕΥΧΟΣ 3
Μυθιστόρημα | Σελ. 256 | 14 × 21 ISBN 978-960-9607-95-7
FLAPS: 70
12/3/2012 11:45:24 AM
οσ ελότος
Ο Θεός επιτέλους του χαμογέλασε. Ένιωθε ευτυχισμένος! Μέχρι που άξαφνα βρέθηκε μπροστά σε δύο προβλήματα. Το ύψος του! Για λίγους πόντους κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του. Και ένα παιδί! Που δεν ερχόταν. Η σύντροφός του το ήθελε τόσο πολύ… Άραγε, στα εφιαλτικά του αδιέξοδα, ποιες απαντήσεις έκρυβε η ζωή;
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Ἡ Νατάσα Ζαχαροπούλου γεννήθηκε στή Λειβαδιά, σπούδασε Δημοσιογραφία καί ἐργάζεται ὡς ἀσφαλίστρια. Εἶναι Reiki Teacher τοῦ Συστήματος Φυσικής Θεραπείας Usui Reiki.
•
d 1
ISBN 978-960-564-058-3
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα : 210 6431108, 210 6431137 ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2013
ο σ ε λ ότ ο ς
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
ΑΝ
Τηλ.
ώς είναι να ακούς ιστορίες από τη Γη Υπό έκδοση: ενώ κατοικείς στα σύν«Η μέρα μου, η νύχτα σου», νεφα; Τι αντικρίζεις όταν Μυθιστόρημα κάποια στιγμή την επισκέπτεσαι; Η Νεφέλη πραγματοποιεί το όνειρό της και κατεβαίνει στη Γη για να τη γνωρίσει από κοντά. Ένα απίστευτο ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου συναντά την αγάπη, το καλό και το κακό, γνωρίζει μάγους, πρίγκιπες και νεράιδες... Άραγε όλα αυτά είναι αρκετά για να την κρατήσουν για πάντα στη Γη;
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΡΕ
e-mail:
ΤΕΥΧΟΣ 2
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσ ελότος
170 × 240 SPINE: 6.7
ΔΙΑ ΤΙΘ
ΔΩ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Π
«Μικρές Χίμαιρες», Ποιητική συλλογή «Αν τόνοιωθες», Ποιητική συλλογή
Πρόσωπα στο νερό
0_cover_nefeli.indd 1
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Τα τριαντάφυλλα είναι μαύρα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
ΕΤ ΑΙ
FlaPS: 80
Νατάσα Ζαχαροπούλου
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
2 | ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2013
Στό μυθιστόρημα «Πρόσωπα στό νερό» ἡ συγγραφέας παρακολουθεῖ τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου ὥσπου νά κατακτήσει τήν ἀληθινή του ταυτότητα. Ἔτσι τό βιβλίο αὐτό θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ καί ὡς φυσική συνέχεια τοῦ προηγουμένου τῆς Ν.Ζ.: «Ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ».
Έργα της ίδιας:
ISBN 978-960-564-002-6 ΕΚΔΟΣΕΙΣ
SPiNe: 20
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
•
ISBN 978-960-564-001-9
Ποιός εἶναι ὁ Τσόρνιι Ντόν; Τί θά σηματοδοτήσει γι’ αὐτόν ἡ γνωριμία του μ’ ἕναν λύκο, ὅπως καί μ’ἕναν ἀπροσδιορίστου ἡλικίας ἄγνωστο ἄντρα στά πυκνά δάση τοῦ Καυκάσου; Θά καταφέρει νά βρεῖ ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα πού τόν καῖνε; Πῶς θά ἐξελιχτεῖ ἡ ζωή του ἀπό τήν περιπέτειά του καί μετά;
Η Μαρία Γιαννάκη γεννήθηκε στην Παιανία και ασχολείται με τα ναυτιλιακά. Από μικρή ηλικία της άρεσε να γράφει παραμύθια. Στην αρχή τα διάβαζε στον μικρό της αδελφό, αργότερα στους φίλους της και τώρα με χαρά τα μοιράζεται με τους μικρούς αναγνώστες σε τούτο το πρώτο της βιβλίο.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Γιώργος Κιουρτίδης
FlaPS: 60
Δυό ὄνειρα μέ χρονική ἀπόσταση λίγων ἡμερῶν τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο στίς ἀρχές Μαρτίου τοῦ ‘09 γίνονται ἀφορμή ν’ ἀναποδογυρίσουν τά πάντα στή ζωή τοῦ Ντόν καί τῆς Μάργκοτ. Χάρη σ’ αὐτά ὁ κεντρικός ἥρωας ἀποφασίζει ἕνα ταξίδι, τό ὁποῖο ἐξελίσσεται ἀπρόβλεπτα.
μυρτι λ ο
λάσσονται. Μυθιστόρημα | Σελ. 456 | 14 × 21 Ο θεατρικός μονόλογος «Μαθήματα εκτός ύλης» φιISBN 978-960-9607-88-9 λοδοξεί να σας συναντήσει σε κάποιες εκτός ύλης διαδρομές σας.
SPiNe: 7
ο σ ε λ ότ ο ς
ΣΗΛΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ • ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ
Το εκρηκτικό περιεχόμενο ενός κίτρινου φαΚαθηγήτρια για σαράκέλου οδηγεί την ηρωίδα σταΠανεπιστημίου απρόσμενα μονοπάτια μιας αποκάλυψης. πεθαίνει κα- περισσότερα ντα χρόνια,«Πώς διδάχτηκα νείς;» αναρωτιέται. Έρχεται έτσι αντιμέτωπη με απ’ όσα δίδαξα. δρόμοι της γνώσης τους μεγαλύτερους φόβους και τιςΟι ψευδαισθήσεις της, πουανοίγουν την οδηγούνορίζοντες στο πιο βαθύ και καιιερό προετοιμάζουν ταξίδι περιπλάνησης –συντροφιά με λίγα ζώα– διαδρομές. Από Δίνει το αγώνα Ε.Μ.Π. στη Σορσε έρημα δάση και γραφικά χωριά. επιβίωσης σωματικό, ψυχικό όσοΠανεπιστήμιο και πνευματιβόννη και στο Θεσσαλίκό. Παράλληλα εξερευνά τα όρια των δυνατοας, από τουέτσι ’68 στην Αθήνα τήτων που κρύβει μέσα το της, Παρίσι ξεδιπλώνοντας το πραγματικό νόημα μου της ζωής σε όλο το του 2012, οι διαδρομές εντός καιτουεκτός ύλης εναλμεγαλείο.
120 × 150
143 × 210
ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΗ • ΝΕΦΕΛΗ, Ταξίδι στη Γη
Z
Η Νεφέλη πραγματοποιεί το όνειρό της και κατεβαίνει στη Γη για να τη γνωρίσει από κοντά. Ένα απίστευτο ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου συναντά την αγάπη, το καλό και το κακό, γνωρίζει μάγους, πρίγκιπες και νεράιδες... Άραγε όλα αυτά είναι αρκετά για να την κρατήσουν για πάντα στη Γη;
140 × 210 SPiNe: 3 FlaPS: 80
μυρτι λ ο
μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ
Z
Πώς είναι να ακούς ιστορίες από τη Γη ενώ κατοικείς στα σύννεφα; Τι αντικρίζεις όταν κάποια στιγμή την επισκέπτεσαι;
Χατζηκώστα 5, Ιωάννινα
2651 306456
ISSN: 2241-3685
ocelotos.ioannina@gmail.com
6/10/2013 9:52:56 PM
00_myrtilo4_cover.indd 1
3/7/2013 12:38:44 AM
00_myrtilo5_cover.indd 1
11/24/2013 9:51:29 PM
Τα έξι πρώτα τεύχη του «Μύρτιλου» έχουν εξαντληθεί. Ωστόσο διατίθενται διαδικτυακά στην ιστοσελίδα των εκδόσεων Οσελότος (www.ocelotos.gr), απ’ όπου μπορείτε να τα διαβάσετε ή να τα τυπώσετε.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 • 210 6431137 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com
www. ocelotos. gr
6/3/2014 9:40:53 AM
ZZ
170 × 240 SPINE: 4.8 FLAPS: 70
μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ
Επισκεφθείτε
το βιβλιοπωλείο του μ ύ ρτι λ ο
Οσελότου
Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Ο Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο • Τ Ε ΥΧΟ Σ 7 • Φ Θ Ι Ν Ο Π Ω Ρ Ο 2 0 1 5
στα Ιωάννινα ocelotos.ioannina@gmail.com
Μ
ια επική περιπέτεια με πρωταγωνιστές τον Μάρκο, που “άκουσε” την ψυχή της θείας του της Αύρας να σπάει μυστηριωδώς, και τη φίλη του Λουίζα, που έχει στην κατοχή της τον μαγικό Τριακοστό Πρώτο Τόμο και τον Αστρολάβο του Τύχωνα. Οι δυο τους θα αναζητήσουν το ιαματικό ψυχοβότανo περνώντας σε έναν Κόσμο γεμάτο από ζωντανούς Θρύλους, Μάγισσες και άλλα Θρυλοπλάσματα με μοναδικό σύμμαχό τους τον Λάντρο, το φτερωτό λιοντάρι, που από πέτρινο που ήταν ζωντάνεψε μπροστά τους το βράδυ που πέρασαν από τη Μυστική Πύλη του κάστρου του Παλαμηδιού. Δεν έχουν παρά μόνο τρεις ημέρες χρόνο για να βρουν το ιαματικό ψυχοβότανο. Με μια μικρή λεπτομέρεια: ο Χρόνος, όπως και ο Χώρος στον Κόσμο της Θρυλίας, είναι ζωντανές οντότητες και κινούνται όπως και όποτε αποφασίσουν. Έτσι, οι τρεις ημέρες στον Θρυλόχρονο μπορούν να είναι από τρεις αιώνες μέχρι και τρία λεπτά. Θα προλάβουν να φτάσουν στον ανόφθαλμο Ιεροφάντη και να σώσουν την ψυχή της Αύρας;
Το βιβλίο της Θάλειας Αντωνιάδη κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
Λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο»
ISSN: 2241-3685
Χατζηκώστα 5, Ιωάννινα
ΕΤ ΑΙ
ΔΩ
ΡΕ
ΑΝ
Οι συγγραφείς του τεύχους σε αλφαβητική σειρά
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 7 | ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2015
Olimpio Di Mambro Αγραπίδη Σοφία Αθανασίου Αλεξία Βάββα Βίκυ Δεληγιάννη Έφη Κώτση Δημητριάδης Α. Δημήτρης Δραγούνη Βασιλική Ζέρβας Μιλτιάδης Θεοφιλίδου Έλλη Κορνηλιάδης Γ. Αλεξάνδρου Κούλη Μαρία Κράνης Δημήτρης Κυπριωτάκης Βασίλης Λαγού Ελευθερία Λεονταρίδου Ντόρα Μαλαξιανάκη Ντετέλ Μαυρακάνα Αλίκη Μηλιορίδης Αλέξανδρος Μπαρμπαγιαννέρης Κωστής Νικ Μπήτνικ Οικονόμου Κωνσταντίνος Πατρώνης Τάσος Πολίτης Δημήτρης Πουλινάκης Νίκος Σεϊτανίδης Χάρης Σωτηρέλλος Γιώργος Τουλ Μαρία Τσαμίλης Γιώργος Τσιάκαλος Κώστας Τσιτιρίδης Γιώργος Φαφουτάκη-Nικολάου Χρ.
12 29 61 22 35 16 21 4 65 32 50 30 64 54 56 10 55 15 38 6 6 43 24 36 41 41 51 18 53 40 62
2651 306456 0000_myrtilo7_cover.indd 1
9/9/2015 12:43:34 μμ