140 × 180 SPINE: 5 FLAPS: 80
Ο
[...] και να ’θελες να γλιτώσεις, δεν μπόραγες. Ερχότανε το κακό και σε γύρευε [...]
ISBN 978-960-564-096-5 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ.: 210 6431108 Έργο του εξωφύλλου Amedeo Modigliani Πορτρέτο της Anna Zborowska (1917) Λάδι σε καμβά
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσελότος
ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
Ο χρόνος έγειρε ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ
χρόνος έγειρε... Μια ιστορία προσωπική, βιωματική κι όμως τόσο «παγκόσμια». Μια ιστορία σ’ ένα χωριό της Μάνης, της Σικελίας ή της Χιλής, σε μια εποχή τόσο κοντινή, χρονικά, στη δική μας, αλλά και τόσο απίστευτα μακρινή. Μια ιστορία που θυμίζει Καζαντζάκη αλλά και Μάρκες και που μέσα από τα λόγια της σοφής γερόντισσας αφηγήτριας επιχειρεί την ψυχολογική και κοινωνιολογική προσέγγιση μιας ολόκληρης εποχής. Μια σπουδή πάνω στην ανθρώπινη ψυχολογία αλλά και στην εγκληματολογία! Καθηλωτικό, ανθρώπινο, συγκινητικό, «σκληρό»!
ΝΟΥΒΕΛΑ
Ο Κυριάκος Νικολούδης γεννήθηκε στη Μηλιά Μεσσηνιακής Μάνης. Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες και Φιλοσοφία. Εργάζεται στην Εθνική Τράπεζα.
Ο χρόνος έγειρε ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς 0_cover_oxronos egeire.indd 1
11/5/2013 8:05:39 PM
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ
Ο χρόνος έγειρε
ΤΙΤΛΟΣ Ο χρόνος έγειρε ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ Κυριάκος Νικολούδης ΣΕΙΡΑ Ελληνική λογοτεχνία [1358]1113/22 LAYOUT - DESIGN Myrtilo, Λένα Παντοπούλου Copyright© 2013 Κυριάκος Νικολούδης
ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ Αθήνα, Νοέμβριος 2013 ISBN 978-960-564-096-5
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ∆ΙΑΘΕΣΗ:
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
Στην Ιωάννα μου
d1p
Χ
ίλιοι εκατό νοματαίοι, αφέντη μου, κι εγώ γεννημένη το ’20. Μήνα μη μου ζητήσεις όμως, δεν ξέρω! Και ποιος να μου τον ήλεγε; Ποιος; H μανούλα μου που δεν γνώρισα; Χίλιοι εκατό νοματαίοι, τα καφενεία γιομάτα, τα καντούνια γιομάτα, ντρεπόσουνα να περάσεις από τις ρούγες τα καλοκαίρια, δεν έβρισκες ούτε σκαλούνι αδειανό να καθίσεις. Και τώρα, πώς καταντήσαμε; Πώς; Έρημη μέσα στους τέσσερις τοίχους σκέβομαι τα παλιά και μπαμπαλίζω μόνη μου. Αν μ’ ακούσει κανείς, θα πει «τα ’χασε τα μυαλά της η παλιόγρια, ξεμωράθηκε εντελώς». Και πώς να μην ξεμωραθώ μέσα σε αυτή την ερημιά; Πώς να μην ξεμωραθώ έτσι που καταντήσαμε; Τα πρωινά, πού και πού ακούς και καμιά φωνή, μόλις πέσει όμως η νύχτα, λες και δεν υπάρχει ψυχή. Το χωριό μου, λέω, είναι αυτό, που κάποτε δεν βρίσκαμε ησυχία πουθενά και μόνο από την κούραση κοιμόμασταν; Και στα βουνά ακόμα που βάζαμε τα γεννήματα και μας 5
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ
έπαιρνε ο ύπνος στις καλύβες, άκουγες τα τραγούδια και τις φωνές λες και ήτανε γιορτή. Αχ, παιδάκι μου! Πού πήγανε όλα αυτά; Πού χάθηκε ο κοσμάκης; Γερνάνε οι ανθρώποι, δε λέω, γερνάνε και είναι γραφτό να φεύγουνε, όχι σαν κι εμένα που πέρασα τα ενενήντα κι ακόμα ζω. Αν μ’ αγαπάτε, να παρακαλάτε να πεθάνει η γιαγιούλα σας, μόνο να σας αφήσω όλους πίσω μου θέλω. Εγώ έζησα –όπως έζησα– έκανα παιδιά, έκανα εγγόνια, ακόμα και δισέγγονα απόχτησα. Με βάσανα, δεν λέω, δεν ήτανε εύκολη η ζωή μας, κι εγώ που ’μεινα κι ορφανό χωρίς τη μανούλα μου, με μια στρίγκλα μητριά –από τα πέντε μου να με στέλνει στη δουλειά, δυο τάξεις όλες κι όλες απ’ το σχολείο έβγαλα– και μες στη φτώχεια. Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο! Να ξεπαγιάζουμε όλη τη μέρα στα βουνά και στα λαγκάδια, και το βράδυ η πείνα και ο φόβος της μητριάς. Αχ, αφέντη μου, τι περάσαμε! Ήτανε λοβά τα χρόνια τότες και δύσκολα, όλος ο κόσμος υπόφερνε και τα παιδιά ξυπόλητα όλα ήμασταν, πόσο μάλιστα κι εμείς τα ορφανά που δεν είχαμε τη μανούλα μας να μας ορμηνέψει και να μας σταθεί. Η μανούλα! Η μανούλα! Δεν ξέρετε τι θα πει να μη γνωρίζεις μάνα, γι’ αυτό τη μανούλα σας και τα μάτια σας. Τρέμει η ψυχή μου μην πάθει τίποτα, λιώνουν τα σκώτια μου όταν τη βλέπω και δεν είναι καλά –το παιδί 6
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΓΕΙΡΕ
μου είναι αυτό, λέω, ή καμιά γριά– και μου ’ρχεται να ζουρλαθώ απ’ τη στεναχώρια. Από μικρό ασθενικό ήτανε και σκέβομαι καμιά φορά, τότες στην εγκυμοσύνη μου με την περινεφρίτιδα που πέρασα, μήπως γι’ αυτό δεν βγήκε γερή, αλλά έχει θέληση το μανάρι μου κι έκανε για τα παιδιά της όσα δεν κάνανε πέντε άντρες μαζί κι ας έμεινε χήρα στα νιάτα της. Στάθηκε μάνα και πατέρας μαζί και μένα κουβέντα ποτέ δεν μου αντιγύρισε. Ήθελε να γίνει δασκάλα το καημένο μου –η καλύτερη μαθήτρια του σχολείου ήτανε– διάβαζε ο δάσκαλος στα καφενεία τις εκθέσες της, τόσο πολύ εντύπωση του κάνανε. Πού να τη στέλναμε όμως με τη φτώχεια μας; Πού να πήγαινε ένα κορίτσι μόνο του στην πόλη; Ήτανε γραφτό του, φαίνεται να μείνει εδώ και να βασανίζεται το μανάρι μου. Ήτανε κι ο φόβος που ’χα απ’ τη θεια μου τη δασκάλα. Τόσο άξια κι έξυπνη γυναίκα, όλα μας τη θαυμάζαμε, την καμαρώναμε, σπουδαγμένη γυναίκα κείνα τα χρόνια και στο τέλος να πάει μόνη της να φουρκιστεί. Ποιος ξέρει τι είχε μέσα στην ψυχούλα της το κακόμοιρο και δεν λυπήθηκε ούτε το μονάκριβό της. Κι ο παππούς σου δεν ήθελε τα κορίτσια στα γράμματα, ήθελε τη μανούλα σου στο χωριό, απ’ την πολλή του αγάπη το ’κανε, φοβότανε να ’χει μικρό κορίτσι μακριά του. 7
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ
Τι να πρωτοκάναμε κι εμείς παιδάκι μου; Τι να πρωτοκάναμε; Με τι κόπο τ’ αναστήσαμε! Με τι αγωνία! Και τα τρία μου παιδιά μες στον πόλεμο τα έκανα, τη μανούλα σου το ’40, που άρχισε ο πόλεμος, τον Σταύρο μου το ’44 και το στερνοπούλι μου τον Παναγιώτη το ’49. Τι να πρωτοκάνουμε; Να δουλέψουμε; Να φυλαχτούμε απ’ την κατάσταση; Να τα μεγαλώσουμε; Να τα σπουδάσουμε; Κάναμε ό,τι μπορούσαμε και να, δόξα να ’χει το όνομά του, τα καταφέραμε, τα μεγαλώσαμε, τα κάναμε καλούς ανθρώπους στην κοινωνία κι όλο το χωριό τα καλύτερα έχει να πει. Αυτό το σπίτι που βλέπεις, με αίμα το πληρώσαμε. Να ’ξερες με τι κόπο το πήραμε, ολόκληρο χάνι –καμένο το πήρε ο παππούς σου από τον Σπέντζουρα, του το ’χανε κάψει στον πόλεμο– το πήραμε και το ξαναφτιάξαμε πέτρα πέτρα, απ’ την αρχή. Μέχρι τότες, μέναμε στα Αναγνωστέικα, μα δεν αντέξαμε να μένουμε άλλο μες στην κάπνα και τ’ αγιάζι και λίγο πριν γεννηθεί ο Παναγιώτης μου, μαζέψαμε όλες τις οικονομίες μας, δώσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε και ήρθαμε εδώ. Αχ, αφέντη μου! Έτσι εύκολα βγαίνουνε τα λεφτά; Σαν τους σκλάβους δουλεύαμε, φεύγαμε χαράματα και γυρίζαμε νύχτα. Με το φεγγάρι φεύγαμε με το φεγγάρι ερχόμασταν και μήπως κάναμε χαΐρι τα κακόμοιρα; Το φαγητό μας να βγάζαμε, ευχαριστημένοι ήμασταν. 8
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΓΕΙΡΕ
Εκεί που ’ναι το σπίτι της Ελένης της Στρατηγουλίτσας, εκεί στο κατώι, είχε ο παππούς σου το λιοτριβείο, μέρα νύχτα το δούλευε, όλο τον χειμώνα εκεί τον πέρναγε. Να κουβαλήσουνε τα σακιά, να γιομίσουνε το λάδι στα τουλούμια, να το πάνε στα σπίτια, να πετάξουνε τα λιοκόκκια. Πώς άντεξε ο παππούλης σου με τόσα βάσανα; Πώς άντεξε; Πώς βγήκε γερός από κει μέσα; Αργότερα όμως τα πλήρωσε κι αυτός κι ας ήτανε ένας αντρούλακας μέχρι κει πάνω. Κι εγώ το κακοντέλικο απ’ τη μεριά μου τι να ’κανα; Τα παιδιά μου να κοιτάξω; Να μαγειρέψω; Να πλύνω; Να μαζέψω τις ελιές μας; Να ταΐσω τα ζα; Και κάθε καλοκαίρι να τρέχουμε στην Κοσιάροβα στα γεννήματα κι όλα αυτά για ένα καρβέλι ψωμί. Μετά το λιομάζωμα, άφηνε ο παππούς σου το λιοτριβείο και με το που ’μπαινε η Άνοιξη, αρχίζανε να στήνουνε το καμίνι στην Πριστιανίτσα, μερόνυχτα ολόκληρα το καίγανε. Μέρες ολόκληρες κουβαλάγανε ξύλα απ’ τις πλαγιές, γιατί ήπρεπε το καμίνι να ’ναι συνέχεια αναμμένο μέχρι να κάψει η πέτρα και να γενεί ο ασβέστης. Κρατάγανε ένα μέρος για να ασπρίσουμε τα σπίτια μας και το υπόλοιπο το πουλάγανε, με το καντάρι το πουλάγανε. Και τι να κερδίσουνε; Για ένα κομμάτι ψωμί σκοτωνόντουσαν μέρα νύχτα. Έτρεχε ο κόσμος τότες, στα βουνά και δεν ύπαρχε πεζούλι για πεζούλι αρόγγιστο. Τήρα τώρα απέναντι, όλα έχουνε αγριέψει. Εκεί στο γκρεμό, πάνω απ’ τα μπατζί9
140 × 180 SPINE: 5 FLAPS: 80
Ο
[...] και να ’θελες να γλιτώσεις, δεν μπόραγες. Ερχότανε το κακό και σε γύρευε [...]
ISBN 978-960-564-096-5 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ.: 210 6431108 Έργο του εξωφύλλου Amedeo Modigliani Πορτρέτο της Anna Zborowska (1917) Λάδι σε καμβά
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσελότος
ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
Ο χρόνος έγειρε ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ
χρόνος έγειρε... Μια ιστορία προσωπική, βιωματική κι όμως τόσο «παγκόσμια». Μια ιστορία σ’ ένα χωριό της Μάνης, της Σικελίας ή της Χιλής, σε μια εποχή τόσο κοντινή, χρονικά, στη δική μας, αλλά και τόσο απίστευτα μακρινή. Μια ιστορία που θυμίζει Καζαντζάκη αλλά και Μάρκες και που μέσα από τα λόγια της σοφής γερόντισσας αφηγήτριας επιχειρεί την ψυχολογική και κοινωνιολογική προσέγγιση μιας ολόκληρης εποχής. Μια σπουδή πάνω στην ανθρώπινη ψυχολογία αλλά και στην εγκληματολογία! Καθηλωτικό, ανθρώπινο, συγκινητικό, «σκληρό»!
ΝΟΥΒΕΛΑ
Ο Κυριάκος Νικολούδης γεννήθηκε στη Μηλιά Μεσσηνιακής Μάνης. Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες και Φιλοσοφία. Εργάζεται στην Εθνική Τράπεζα.
Ο χρόνος έγειρε ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς 0_cover_oxronos egeire.indd 1
11/5/2013 8:05:39 PM