143 × 210 SPINE: 12 FLAPS: 80
ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΡΚΑΤΣΑΣ
ΡΕΖΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ
ISBN 978-960-564-066-8 ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
0_cover_reziga xronia.indd 1
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς 6/8/2013 12:20:59 PM
ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΚΡΑΤΣΑΣ
Ρέζιγα χρόνια
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
0_soma_reziga xronia.indd 1
6/7/2013 4:33:33 PM
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Copyright© 2013 Πρώτη Εκδοση
Ρέζιγα χρόνια Σταύρος Βακρατσάς Ελληνική λογοτεχνία [1358]0613/13 ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΚΡΑΤΣΑΣ
Αθήνα, Ιούνιος 2013
ISBN 978-960-564-066-8
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ.: 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
0_soma_reziga xronia.indd 2
6/7/2013 4:33:33 PM
Στην γυναίκα μου Καίτη
0_soma_reziga xronia.indd 3
6/7/2013 4:33:34 PM
0_soma_reziga xronia.indd 4
6/7/2013 4:33:34 PM
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τ
α διηγήµατα καλύπτουν γεγονότα της δεκαετίας του ’40 µέχρι το ’55 περίπου, όπως τα έζησα τότε στο χωριό µου. Είναι µια προσπάθεια να καταγραφεί, όχι τόσο η ιστορική ακρίβεια των γεγονότων, όσο το αποτύπωµα που άφησαν στην παιδική ψυχή. Είναι, δηλαδή, µια προσπάθεια ν’ ανακτήσω την παιδική µατιά, χωρίς την επίδραση της µεταγενέστερης γνώσης. Είναι µια προσπάθεια να γυρίσω στην ηλικία που όλα τα πράµατα ήταν πρώτα – ο έρωτας, ο θάνατος, η δύναµη, ο αποκλεισµός. Στην άµεση κι ωµή παιδική µατιά όπου δεν ξεχωρίζουν το ηθικό από το ανήθικο και το τραγικό πηγαίνει αντάµα µε το κωµικό και το γελοίο. Που δέχεται τα πράµατα χωρίς αξιολογήσεις και ιδεοληπτικές ενστάσεις. Αυτό, βέβαια, ίσως µοιάζει µε την προσπάθεια πόρνης ν’ ανακτήσει την παρθενιά της. Ας είναι… Είναι ακόµα η νοσταλγία για λέξεις που έχουν πεθάνει, για εκφράσεις που πνίγηκαν µέσα στη πληµµυρίδα σαχλών και φλύαρων σεναρίων. Η νοσταλγία για την ατµόσφαιρα ενός “πολιτισµού’’, που µας κράτησε όρθιους µέσα στη φτώχεια και την ασηµαντότητά µας και δεν χρειαζόταν να σµπαραλιαστεί τόσο βάναυσα, αρκούσε ίσως να µεταποιηθεί σαν παλιό φόρεµα. Εδώ, από τον πάτο του πηγαδιού, βλέπεις καθαρότερη τη λάµψη των αστεριών που πάνω στην κρύβουν οι φωταψίες της καθηµερινότητας.
Σημείωση: Οι ερμηνείες των λέξεων που φέρουν αστερίσκο βρίσκονται στο τέλος του βιβλίου, στο Γλωσσάρι.
ΡΕΖΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ
0_soma_reziga xronia.indd 5
™5
6/7/2013 4:33:34 PM
6™ ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΚΡΑΤΣΑΣ
0_soma_reziga xronia.indd 6
6/7/2013 4:33:34 PM
Η ΤΣΑΤΣΑ Μ’ Η ΣΟΥΣΑΝΑ
Η
τσάτσα µ’ η Σουσάνα ήταν αδερφή του πατέρα της µάνας µου. Ήρτε στο χωριό µας από την πρωτεύουσα του νησιού, όπως κι η µάνα µου, βέβαια. Η καταγωγή τής οικογένειας ήταν από τη Σύρο. Από ’κει έφυγε ο παππούς για λόγους άγνωστους ή καλύτερα αδιευκρίνιστους. Και λέγω αδιευκρίνιστους επειδή κατά τα φαινόµενα η οικονοµική κατάσταση του πατέρα του πρέπει να ’ταν καλή, οπότε, γιατί να φύγει από την εστία του... Στα γράµµατα που του ’στελνε υπήρχε έντυπη πάνω–πάνω η φίρµα του “Λάµπρος Σταυρίδης – Εξαγωγικός οίκος καπνών» µε καλλιτεχνικά στοιχεία και πλούσια διακόσµηση πάνω σε χαρτί πολυτελείας, πράγµατα δηλαδή που ’κεινη την εποχή δείχναν πλούτο. Το κείµενο ήταν τυπικό και µάλλον αδιάφορο . Δεν υπήρχε καµµιά αναφορά σε οικογενειακά θέµατα, δεν γινόταν πουθενά κουβέντα για τους λόγους αποδηµίας του παππού. Και κάτω από το «σε χαιρετώ, ο πατήρ σου» υπήρχε µια µεγαλόσχηµη υπογραφή γιοµάτη δύναµη και αυτοπεποίθηση Δεν υπήρχε κάποιο στοιχείο που να δίνει λαβή για σχόλια ή υποθέσεις εκτός από τ’ όνοµα. Γιατί ο παππούς µου εµφανίστηκε στο νησί µε τ’ όνοµα Σταύρος Λάµπρου, πού µοιάζει φκιαχτό, κάτι σαν “αντιστροφή’’ του πατρικού. Η έλλειψη σίγουρων πληροφοριών άφηνε περιθώριο σε παρατραβηγµένες υποθέσεις και κάθε λογής σενάρια. Μήπως ήταν φυγόδικος κι αλλάζοντας όνοµα κατέφυγε στο νησί, που τότε είχε καθεστώς αυτονοµίας, κάτω από την προστασία της Αιγυπτιακής Δυναστείας, µόνο και µόνο για να γλυτώσει τη δίωξη; Μπορεί ακόµα τα πολυτελή επιστολόχαρτα να ήταν τα κατάλοιπα περασµένων µεγαλείων µιας επιχείρησης, που στο µεταξύ είχε φτωχεύσει. Μπορεί, ίσως, πάλι ο παππούς να ήθελε απλά ν’ απαλ-
ΡΕΖΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ
0_soma_reziga xronia.indd 7
™7
6/7/2013 4:33:34 PM
λαγεί από τον βαρύ ίσκιο του πατέρα του και να δοκιµάσει ελεύθερα τις δυνάµεις του. Σ’ αυτή την περίπτωση ο στίβος που διάλεξε να παλέψει δεν ήταν πρόσφορος. Στην αρχή έκανε κάποια εµπόρια κι έβγαλε µερικά χρήµατα. Μ’ αυτά και µ’ όσα είχε φέρει, µπόρεσε κι έχτισε ένα σπίτι, κατά το πρότυπο των αρχοντικών της πατρίδας του. Αγόρασε έναν κήπο κι ένα χωράφι, µε τα οποία, βέβαια, δεν ασχολήθηκε ποτέ. Η ειδικότητα του ήταν το εµπόριο και µόνο, τα υπόλοιπα δεν τον συγκινούσαν. Αλλά και στο εµπόριο δεν κατάφερε αυτά που προσδοκούσε. Οι αιτίες ήταν πολλές. Πρώτα – πρώτα η οικονοµία του νησιού βασιζόταν στην ανταλλαγή αγαθών χέρι µε χέρι – το χρήµα που κυκλοφορούσε ήταν ελάχιστο. Και όταν κάποιος ήθελε κάτι από την πόλη, προτιµούσε να πάει ο ίδιος, µιας και η πόλη ήταν απέναντι, µια δρασκελιά απόσταση. Δεν υπήρχαν περιθώρια για εµπορικά κόλπα. Ακόµα, υπήρχε δυσπιστία των ντόπιων απέναντι σε κάθε νέο πρόσωπο και κάθε νεωτερισµό. Τα µεγαλεπήβολα εµπορικά σχέδια του Σταύρου δεν θα µπορούσαν να ευδοκιµήσουν, γιατί δεν είχε πια τα απαραίτητα χρήµατα αλλά ούτε, φαίνεται, και το απαραίτητο ταλέντο. Συνάµα πέθανε και η φθισική γυναίκα του και του άφησε δυο µικρές κόρες. Τότε θεωρούσαν ότι η φυµατίωση αιτία είχε το κρυολόγηµα και την κακή διατροφή. Γι’ αυτό σίγουρα είχε γίνει µανία στη µάνα µου να µας φορτώνει µε µάλλινα χειµώνα–καλοκαίρι και να µας µπουκώνει µε ό,τι φαγητό εύρισκε πρόχειρο. Αλλά παρ’ όλες τις προφυλάξεις της (ή ίσως εξ αιτίας τους) δεν γλύτωσα µια άγρια βρογχίτιδα που κόντεψε να µε ξαποστείλει, µόλις στα οχτώ µου. Με τον θάνατο της γυναίκας του τα πράµατα στένεψαν ακόµα περισσότερο για τον παππού. Τα έσοδα από ’να µικρό παντοπωλείο, που είχε κρατήσει, µόλις κι έφταναν για
8™ ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΚΡΑΤΣΑΣ
0_soma_reziga xronia.indd 8
6/7/2013 4:33:34 PM
τη συντήρησή τους – δεν περίσσευαν, φυσικά, χρήµατα για υπηρέτρια, απαραίτητη για τις δουλειές του σπιτιού και, κυρίως, για την φροντίδα των κοριτσιών. Και για καινούργιο γάµο, ούτε κουβέντα να γίνεται… Η δύσκολη κατάσταση τον κλόνισε βέβαια, αλλά δεν τον έβγαλε από τη σειρά του. Το ηµερήσιο πρόγραµµα δεν άλλαξε ούτε κατά κεραία. Το µεσηµεριανό σερβιριζόταν πάντα ώρα µία ακριβώς στην τραπεζαρία, µε καλά σερβίτσια, έστω κι αν το φαγητό ήταν απλά µια ντοµατοσαλάτα. Και το απόγεµα κατά τις έξι, κάθε µέρα, έβαζε το καλό κουστούµι, µε “πλήρη εξάρτηση” (ρεπούµπλικα, γραβάτα και το µπαστούνι µε την ασηµένια λαβή) και πήγαινε στο κοντινό καφενείο της πλατείας για καφέ. Καθισµένος αρχοντικά διάβαζε την πρωινή εφηµερίδα της Καβάλας, που έφτανε στο νησί το απόγευµα, µε το πλοίο της γραµµής. Μόλις τέλειωνε τον καφέ του γυρνούσε σπίτι κι άλλαζε. Αυτή η καθηµερινή ιεροτελεστία διαρκούσε το πολύ µια ώρα. Στο σπίτι τα βόλευε µόνος του – δεν δεχόταν βοήθεια από γειτόνισσες ή φιλενάδες της µακαρίτισσας. Σκούπιζε, έπλενε, µαγείρευε, χωρίς να τον πάρει κανένας χαµπάρι, σε ώρες ανύποπτες. Η συναναστροφή του ήταν µόνο µε τις “κεφαλές” του τόπου, τον ειρηνοδίκη, τον δάσκαλο, τον διευθυντή του ταχυδροµείου και τους λοιπούς “εντεταλµένους”. Η στάση του απέναντι στους ντόπιους ήταν κάπως αγέρωχη. Στάση, που γεννούσε ερωτήµατα σχετικά µε την οικονοµική του κατάσταση. “Δεν µπορεί, δεν ’ξηγιέται αλλιώς –έλεγαν– πρέπει να ’φερε λεφτά από την πατρίδα του αυτός, πρέπει να έχει κρυµµένες λίρες στο σεντούκι, γι’ αυτό κάνει τον καµπόσο”. Ένα χρόνο µετά τον θάνατο της γιαγιάς, κάποιο φθινο-
ΡΕΖΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ
0_soma_reziga xronia.indd 9
™9
6/7/2013 4:33:34 PM
πωρινό απόγευµα, έφτασε στο λιµάνι η αδερφή του παππού, η Σουσάνα, µε δυο βαλίτσες κι ένα βαρύ σεντούκι. Ήταν κοπέλα της παντρειάς, ψηλόλιγνη µε νευρικό σώµα και αυστηρά χαρακτηριστικά. Δεν έγιναν γνωστοί οι λόγοι που την ανάγκασαν να φύγει από το σπίτι της και να ’ρθει εδώ. Αυτό έδωσε τόπο σε πλήθος αλλοπρόσαλλες υποθέσεις, που τελικά την έντυσαν µ’ ένα πέπλο µυστηρίου. Το πιθανότερο ήταν πως πέθανε ο πατέρας της και καθώς δεν είχε περιουσία ή άλλους συγγενείς, βρήκε αποκούµπι στον αδερφό της. Φαινόταν µορφωµένη και µε καλούς τρόπους κι όλες οι κοπέλες καλών οικογενειών αποζητούσαν την παρέα της και την καλνούσαν πάντα σε κάποιες χοροεσπερίδες, που γίνονταν στα “καλά σπίτια”, αυτή όµως είτε από χαρακτήρα ή επειδή δεν της περίσσευε χρόνος σπάνια εµφανιζόταν. Είχε πέσει µε τα µούτρα στις δουλειές του σπιτιού και την φροντίδα των κοριτσιών. Αναµόρφωσε το µικρό παντοπωλείο, ταχτοποίησε από την αρχή το σπίτι και κυρίως έκανε µαθήµατα στα κορίτσια, τόσο, που από την πρώτη χρονιά κιόλας ξεχώρισαν στο σχολειό τους. Η τάξη και η αποτελεσµατικότητα της Σουσάνας ανέβασαν το πεσµένο ηθικό του παππού, που απελευθερωµένος τώρα συµµετείχε στα κοινά κι είδε το κοινωνικό του κύρος ν’ ανεβαίνει. Οι ντόπιοι άρχισαν να τον εµπιστεύονται και πολλοί κατέφευγαν σ’ αυτόν για να τους λύσει τις διαφορές τους ή να τους συντάξει πωλητήρια, προικοσύµφωνα και κάθε είδος συµβόλαια, “προνόµιο’’ που µέχρι τώρα απολάµβαναν µόνο κανα–δυό γραµµατιζούµενοι προύχοντες. *** Τον ίδιο καιρό, δέκα χιλιόµετρα πιο πάνω, στο χωριό µου, ζούσε κάποιος Μήτσος Μαντλής. Ήταν γιος φτωχού µεροκαµατάρη, σχεδόν ακτήµονα. Ο Μήτσος από µικρός
10™ ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΚΡΑΤΣΑΣ
0_soma_reziga xronia.indd 10
6/7/2013 4:33:34 PM
ξεχώριζε για την εργατικότητά του και το ανήσυχο πνεύµα του. Στην αρχή δούλευε µεροκάµατο στα κτήµατα τού Μοναστηριού. Έφυγε γρήγορα –δεν του ταίριαζε το µεροκάµατο– αυτός ήθελε να κάνει κάτι δικό του. Με τα λεφτά πού ’χε µαζέψει αγόρασε λίγα µελίσσια κι αποφάσισε ν’ ασχοληθεί σοβαρά µ’ αυτά. Οι συγχωριανοί τον κορόιδευαν, γιατί θεωρούσαν ότι η µελισσοκοµία ήταν χαµένος κόπος. Πράγµατι, όσοι είχαν ασχοληθεί µέχρι τα τώρα, είχαν πέσει έξω εκτός από κάποιους τυχερούς. Τα µελίσσια είναι κουµάρι, έλεγαν, πρέπει να σε θέλουν και να σε θέλει και η τύχη. Επειδή η περίοδος που έβοσκαν τα µελίσσια στο πεύκο ήταν µικρή, δεν έφτανε να καλύψει όλη τη χρονιά και τα µελίσσια στο τέλος της περιόδου ήταν “ξενταλωµένα*”. Τον χειµώνα άλλα ψοφούσαν από ασιτία, άλλα από διάφορες αρρώστιες, έτσι καθώς ήταν αδυνατισµένα. Ο Μήτσος –όσο δούλευε στο Μοναστήρι– έµαθε κάποια πράµατα παρακολουθώντας τις ασχολίες των καλόγερων. Είδε πως οι καλόγεροι µετέφεραν τα µελίσσια τους από µέρος σε µέρος, ακολουθώντας την ανθοφορία κάθε τόπου. Είδε πως τον χειµώνα τα φρόντιζαν, δεν τα παρατούσαν στην τύχη τους. Κατάλαβε πως για να κερδίσεις κάτι πρέπει να τ’ αγκαλιάσεις µε αγάπη και φροντίδα, ν’ αφοσιωθείς σ΄ αυτό. Βέβαια, το να ταξιδεύεις τα µελίσσια µε τα µέσα της εποχής ήταν σωστός άθλος. Στην αρχή τον βοήθησαν οι καλόγεροι µε τα πλοιάριά τους. Του κουβαλούσαν τα µελίσσια στο Αγιονόρος για σουσούρα* και καστανιά και ξανά πίσω για πεύκο. Αργότερα νοίκιαζε το καΐκι του καπτάν – Θανάση και τα ταξίδευε στην περιοχή του Νέστου, στον κάµπο, γι’ ανθόµελο την άνοιξη. Ήταν – λέει – και τυχερός γιατί δεν του ’λαχαν ζηµιές κι αρρώστιες, το κυριότερο όµως, νοµίζω, είναι πως δεν άφηνε τίποτα στην τύχη, γιατί την τύχη πρέ-
ΡΕΖΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ
0_soma_reziga xronia.indd 11
™11
6/7/2013 4:33:34 PM
πει να την κυνηγάς, να µη την περιµένεις καθισµένος στον καφενέ. Όσοι στην αρχή τον κορόιδευαν, επειδή είχαν σίγουρη την αποτυχία του, τώρα άλλαξαν τροπάρι και τον παίνευαν – τώρα, βλέπεις, έδινε δουλειά και σ’ αρκετό κόσµο. Όταν µεγάλωσε ο γιος του, ο Χρήστος, µεγάλωσαν ανά– λογα και οι δουλειές του, επειδή το παιδί ήταν στα χνάρια του πατέρα του. Η παραγωγή σε µέλι και κερί ήταν τώρα µεγάλη. Ο Μήτσος την πήγαινε στην πόλη και την πουλούσε απευθείας στον χοντρέµπορο, χωρίς τη µεσολάβηση των ντόπιων παραγγελιοδόχων. Τα λεφτά ήταν γερά –την περίοδο µάλιστα που στο χωριό σπάνιζαν– άρχισαν να περισσεύουν. Με τα περισσευούµενα αγόρασαν καλά χτήµατα µε λιόδεντρα. Έτσι, αν µια χρονιά δεν πήγαιναν καλά τα µελίσσια τη χασούρα αναπλήρωνε το λάδι. Με τον καιρό ο Μήτσος έγινε και γερός κτηµατίας του κάµπου. Έτσι, µε τα χρόνια, ίσαµε να γίνει ο Χρήστος παλικάρι της παντρειάς, ο Μήτσος ήταν ίσως ο πλουσιότερος του χωριού, µε το πιο σταθερό εισόδηµα. Αν και αγράµµατος θα µπορούσε να µπει στην οµάδα µε τους προύχοντες, µε αυτούς που µαζεύονταν κι έπαιρναν αποφάσεις για το χωριό ή “έκοβαν κρίση” σε περιπτώσεις που υπήρχαν κτηµατικές ή άλλες διαφορές µεταξύ των χωριανών κι όταν έµπαινε στο καφενείο να προσηκώνονται οι χωριανοί µε σέβας και να του κάνουν θέση και στην εκκλησιά, βέβαια, να ’χει το στασίδι του. Όµως αυτός δεν ευκαιρούσε ούτε στον καφενέ, ούτε στην εκκλησιά να πάει και θεωρούσε χαµένο χρόνο ν’ ασχολείται µε οτιδήποτε άλλο έξω από τη δουλειά του. Κι ακόµα, οι παλιοί πρόκριτοι δεν φαίνονταν πρόθυµοι να δεχτούν στην παρέα τους αυτόν τον “φαντασµένο”, αγράµµατο, νεόπλουτο. Αυτά τα παλιά, σοφά κεφάλια του χωριού, ο Γκέτσικος,
12™ ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΚΡΑΤΣΑΣ
0_soma_reziga xronia.indd 12
6/7/2013 4:33:34 PM
ο Μακρατάς, ο Αθανασέκος δεν θα δέχονταν ποτέ τους σαν ισότιµο το Μήτσο που στο κάτω–κάτω τι ήταν… Πριν από κάποιες δεκαετίες ένας κουρελής ήταν κι από καταγωγή, ας µη το συζητάµε … Ο Μήτσος όµως έπασχε από αυτό το σύνδροµο των νεόπλουτων πού ’θελαν σώνει και καλά να συµπεθεριάσουν µε “τζάκια”. Και χωρίς να χάσει καιρό έστειλε προξενιό για την κόρη του γέρου–Αθανασέκου. Όταν µαθεύτηκε αυτό στο χωριό όλους τους έζωσε η περιέργεια γιατί µέχρι τώρα ο γέρο–Αθανασέκος είχε διαβολοστείλει όλα τα ’προξενιά που του ’στειλαν. Και σαν χαρακτήρας ο γέρος ήταν πολύ αψύς –δε σήκωνε µύγα στο σπαθί του. Άραγε θα τολµούσε να διώξει το προξενιό του Μήτσου… Η προξενήτρα, η Στεργιαναίκα, η µαµή, είχε τεράστια πείρα σε γιατροπορέµατα, γέννες, καλλωπισµούς νεκρών και, κυρίως, στα προξενιά. Καθώς πλησίασε την πόρτα του αρχοντικού διέκρινε στα πλαγινά δροµάκια, κρυµµένες στο απόσκιο, κάποιες γυναικείες φιγούρες που, φαίνεται, περίµεναν να µάθουν τι έκβαση θα έχει η υπόθεση. Έχοντας εµπιστοσύνη στη καπατσοσύνη της ανέβηκε θαρρετά τα σκαλοπάτια του οντά. Είχε κάνει πρόβες από νωρίς για το πώς και τι θα πει, αλλά µόλις έφτασε πάνω σκόνταψε στο βλοσυρό βλέµµα του γέρο–Αθανασέκου και ξέχασε τα λόγια που ’χε ’τοιµάσει. Εξ άλλου δεν πρόφτασε ν’ ανοίξει το στόµα της. Ο γέρος καθόταν γερµένος στο µεγάλο ντιβάνι, ανάµεσα στις µαξιλάρες µ’ ένα βαρύ κοµπολόγι στ’ αριστερό του χέρι. —Κι αφόσον τόξερες, µαρή – ούλο* το χωριό το ξέρ’ – πως η Μαρίκα δεν είνι για ξεµασχάλισµα από ντουν* καθένα, τι µε παρουσιάστηκες ιδώ, να µε δείξεις το µπόγι σου; Η Στεργιαναίκα έκανε ν’ απολογηθεί, αλλά ο Αθανασέκος την έκοψε.
ΡΕΖΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ
0_soma_reziga xronia.indd 13
™13
6/7/2013 4:33:34 PM
—Ο,τ’ ήταν να πούµ’ το πήκαµε (είπαµε). Τέλεψε η κουβέντα µας! Και παίζοντας δυο φορές το βαρύ κοµπολόγι του της έδειξε τη σκάλα. Το πράµα δεν σήκωνε αντίλογο. “Ζάβαλε*”, µουρµούρισε η µαµή, κατεβαίνοντας δυο– δυο τα σκαλιά “πώς, διάτανο, µαθές, κατάλαβε ο παλιόγερος τι ήθελα, αφόσο δεν πρόκανα ν’ ανοίξω το στόµα µ’;” Ταυτόχρονα θάµαξε µέσα της και τον τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση ο γέρος. Δεν ξέσπασε σε θυµούς, βρισιές και τέτοια – αντέδρασε σταθερά και µετρηµένα. Κυρίως εκείνο το “ξεµασχάλισµα”, που σηµαίνει αποκοπή του βλασταριού από το µητρικό δέντρο και µάλιστα όχι από τον “καθένα”, κάλυπτε πέρα για πέρα, µε τρόπο κοµψό και – γιατί όχι – ποιητικό την αµετάκλητη άρνησή του. Με δυο λέξεις ο παλιόγερος τα είπε όλα, δεν παρασύρθηκε σε φλυαρίες και “αδιαφόρετες κουβέντες” στις οποίες η µαµή ήταν, βέβαια, άπιαστη. —Αµ, γι’ αυτό είναι προύχοντας, συµπέρανε η Στεργιαναίκα, επειδής και ξέρ’ να µιλά! Η κόρη του Αθανασέκου αντιλήφθηκε τη σκηνή από την κάµαρήη της, πού ’ταν δίπλα στον οντά και σήκωσε αδιάφορα τους ώµους. Σπάνια έβγαινε από την κάµαρή της κι ακόµα πιο σπάνια κατέβαινε στη γειτονιά. Από τη µέρα που έφυγε ο Βαγής στην Αµέρικα, για να βρει την τύχη του, η Μαρίκα έβανε όρκο “να µη τη βλέπ’ ούτε ο ήλιος” ίσαµε να γυρίσει ο καλός της. Κλεισµένη στο δωµάτιό της περνούσε τον καιρό της καταβροχθίζοντας δακρύβρεχτα ροµάντζα, που ’κείνη την εποχή κυκλοφορούσαν σε αφθονία. Δεν ξέρουµε αν είχε προηγηθεί κάποια σχέση µεταξύ τους και τι είδους σχέση ή αν όλ’ αυτά ήταν σκιές της φαντασίας της. Πάντως, στην αρχή λάβαινε γράµµατα από το Βαγή, που µε τα χρόνια αραίωσαν, φυσικά. Έδειχνε περή-
14™ ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΚΡΑΤΣΑΣ
0_soma_reziga xronia.indd 14
6/7/2013 4:33:34 PM
φανη τα φάκελα σε γνωστούς και φίλους, ποτέ, όµως σε κανένα δεν διάβασε το περιεχόµενο. Φυσικά, δεν υπήρχε αµφιβολία από κανέναν στο χωριό, πως θα ’ταν γράµµατα γιοµάτα ερωτικό πάθος. Όταν έφτασε η φήµη πως ο Βαγής έγινε µέγας και τρανός γλύπτης “αυτού ’σαπέρα” στην Αµέρικα, η Μαρίκα απόκτησε µεγάλη αίγλη, κυρίως ανάµεσα στα κορίτσια της ηλικίας της. Αυτή η αίγλη ανάγκασε τον γέρο–Αθανασέκο να κρατά επιεική στάση στη παραξενιά της κόρης του και στις συνεχείς αρνήσεις της στα διάφορα προξενιά. Και όχι µόνο αυτό, αλλά αργότερα έγινε και φανατικός υποστηριχτής του “ειδυλλίου” της κόρης του. Όσο περνούσαν τα χρόνια η Μαρίκα µπήκε σιγά–σιγά στην άνιση µάχη µε τον “πανδαµάτορα”. Έγινε ταχτική πελάτισσα του Χαρίλαου, του παραγγελιοδόχου. Εκτός από τα ροµάντζα, που τις κουβαλούσε του παράγγελνε τώρα ταχτικά και δυο κρέµες για τις πρώτες ρυτίδες του προσώπου. Μιά κρέµα νυχτός και µιά κρέµα … “ηµερός”, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο παραγγελιοδόχος στο καφενείο, εκφράζοντας την απορία του γι’ αυτά τα µασκαραλίκια της Μαρίκας. Η Μαρίκα, ωστόσο, συνέχιζε απτόητη τον αγώνα της. Για να καταπολεµήσει την πλαδαρότητα του σώµατος µπήκε σ’ εξοντωτική δίαιτα και κατάντησε σκιά του εαυτού της. Κάπου είχε ακούσει για τα µικρόβια και λάβαινε προφυλάξεις, που κάποιες φορές άγγιζαν τα όρια του γελοίου. Απέφευγε την χειρωνακτική εργασία και κάθε είδους προσπάθεια που θα µπορούσε να κουράσει τον οργανισµό της. Όλα τούτα φάνταζαν εντελώς παράλογα στα µάτια των χωριανών, που για να ξεµπερδεύουν µαζί της, τής κόλλησαν το παρατσούκλι “σχολαστικιά – Μαρίκα η σχολαστικιά”. Στο χωριό ήταν στόχος σκωπτικών σχολίων, ωστόσο δεν κατέθετε τα όπλα. Τα ολοένα και σπανιότερα γράµµατα,
ΡΕΖΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ
0_soma_reziga xronia.indd 15
™15
6/7/2013 4:33:34 PM
που λάβαινε σποραδικά ανανέωναν κάθε φορά το κουράγιο της. Ώσπου σταµάτησαν κι αυτά εντελώς, χωρίς να σβηστεί µέσα της η ελπίδα. Το τέλος αυτής της Οδύσσειας της Μαρίκας–Πηνελόπης ήρθε ξαφνικά, όταν πολύ αργότερα, τη δεκαετία του’60, ο Βαγής αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι στην πατρίδα. Η Μαρίκα δείλιασε να πάει στην υποδοχή, θέλεις επειδή δεν την κάλεσε κανείς, θέλεις επειδή είδε στον καθρέφτη πως τα ρόδα της νιότης είχαν για πάντα µαραθεί και ντράπηκε. Είδε, όµως, στις εφηµερίδες, τις φωτογραφίες υποδοχής του γλύπτη. Ο Βαγής µ’ άσπρα µαλλιά τώρα, ανάµεσα σε πλήθος επισήµων καµαρώνει δίπλα στον υπουργό Β. Ελλάδος. Αριστερά του στέκεται περήφανη η σύζυγος του, µια Αµερικάνα γκιόσα. Ας είναι… *** Όταν η Στεργιαναίκα παρουσιάστηκε µπροστά στο Μήτσο αυτός σκυφτός διόρθωνε ένα σαµάρι. Ήξερε κιόλας τα καθέκαστα – στο µεταξύ είχε βουίξει το χωριό από τα κουτσοµπολιά. Ο Μήτσος άκουσε ψύχραιµος και σκεφτικός τη µαµή. Εκείνο που είπε ο γέρο–Αθανασέκος, ότι “τη Μαρίκα δεν µπορεί να την ξεµασχαλιάσει ο καθένας”, τον χτύπησε στην καρδιά κατευθείαν. Κυρίως εκείνο το “καθένας”, που η µαµή φρόντισε να τονίσει ιδιαίτερα του γύρισε τον κόσµο ανάποδα. —Καλά, πάγαινε, θα διούµε, θα διούµ’, είπε συννεφιασµένος κι έσκυψε ξανά στο σαµάρι. —Θα διούµε, µουρµούρισε απειλητικά κάνα–δυο φορές ακόµα. Η Στεργιαναίκα φανερά απογοητευµένη, που έχανε το συµφωνηµένο ρεγάλο, έφυγε µουδιασµένη. «Καλά, ούτε κατιτίς, για τον κόπου µ’… ου σπαγγου-
16™ ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΚΡΑΤΣΑΣ
0_soma_reziga xronia.indd 16
6/7/2013 4:33:34 PM
143 × 210 SPINE: 12 FLAPS: 80
ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΡΚΑΤΣΑΣ
ΡΕΖΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ
ISBN 978-960-564-066-8 ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
0_cover_reziga xronia.indd 1
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς 6/8/2013 12:20:59 PM