Το σύννομον άστρο

Page 1

Κυράνη Γεράνη

το σύννομον άστρο ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς


Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Επιmελεια - Διορθωση Layout - Design Copyright© 2012 Πρώτη Εκδοση

Το σύννομον άστρο Κυράνη Γεράνη Ελληνική λογοτεχνία [1358]1112/20 Αυγή Μ. Πλατσή Myrtilo, Λένα Παντοπούλου Κυράνη Γεράνη Αθήνα, Νοέμβριος 2012

ISBN 978-960-9607-99-5

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr


Κυράνη Γεράνη

το σύννομον άστρο

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς



Πρόκλος Ύμνος στις μούσες Υμνούμε, υμνούμε το φως που ανυψώνει τους μέροπες ανθρώπους, τις εννέα λαμπρόφωνες θυγατέρες του μεγάλου Διός, οι οποίες τις ψυχές που περιπλανώνται στα βάθη του βίου τις απάλλαξαν από τις αφόρητες γηγενείς οδύνες, μέσω των άχραντων τελετών που παραδίδονται από τα βιβλία τα οποία αφυπνίζουν το νου, και τις δίδαξαν να σπεύδουν να ακολουθήσουν τα ίχνη που οδηγούν πάνω από τα βαθιά χάσματα της λήθης και, καθαρμένες, να φτάσουν στο σύννομον άστρο τους, απ’ όπου απομακρύνθηκαν, όταν κατέπεσαν στη γενέθλια ακτή, τρελαμένες για τους κλήρους της ύλης. Όμως, θεές, παύσατε τον πολυτάραχο πόθο μου και εμπνεύστε με με τους νοητικούς λόγους των σοφών, και το γένος των ασεβών ανθρώπων ας μη με απομακρύνει από το θεϊκό, ολοφώτεινο μονοπάτι με τους πνευματικούς καρπούς και πάντοτε προς το αγνό φως, μακριά από το θόρυβο της πολυπλάνητης γέννησης, ας έλκετε την περιπλανώμενη ψυχή μου, γεμάτη από τη σοφία που συλλέξατε και με τη λάμψη της καλλιέπειας που θέλγει τη νόηση.



έντιμα ψεύδη είναι τα ψευδή ψεύδη



Α

ιμόφυρτη στη μέση του δρόμου, στη μέση της ζωής της. Σαν το σκυλί. Χωρίς μάρτυρες, χωρίς ίχνη του φονιά. Εκείνη, που όπως καμιά άλλη τον είχε αγαπήσει. Εκείνη, που ό,τι καμιά άλλη είχε κάνει γι’ αυτόν. Που τίποτα δεν της είχε δώσει. Ούτε ένα φιλί. Εκείνη, που τον λάτρεψε χωρίς ανταπόδοση, χωρίς παρουσία, χωρίς άγγιγμα, χωρίς ούτε ένα φιλί. Και τη σκότωσε. Δεν του αρέσουν αυτές οι μέρες κάθε χρόνο. Όλα αυτά τα φώτα κι οι γιρλάντες... μαχαιριές. Ξένη γιορτή. Κι όμως, στο σπίτι πάντα έχουν καλεσμένους. Η οικογένεια, χαρά κι ευχές... φίλοι και συγγενείς που επιζητούν τη συντροφιά του επιτυχημένου δημοσιογράφου και συγγραφέα, με τις ανώτερες σπουδές στα νομικά και τα οικονομικά, την κοινωνική ευαισθησία, τη λογική, την πλατιά αντίληψη. Έτσι δείχνει. Αυτή είναι η εικόνα του, η προσωπικότητα που οι άλλοι προσεγγίζουν. Και πηγαίνουν. Κι όλοι μαζί γιορτάζουν. Χωρίς να γνωρίζουν... Κι αυτός; Ω, ας ήταν μια φαντασίωση μόνο, ένας ενύπνιος εφιάλτης. Δεν το ’θελε. Δεν... αν... παραμονές ΧριστουγένΤο συννομον αστρο

9


νων ήταν... αν της είχε δώσει μια ευκαιρία, αν την είχε ακούσει έστω για μια φορά... Στη μέση του δρόμου. Σαν το σκυλί. Κι απόψε πού πάει; Να απαλλαγεί, να γλιτώσει για λίγο από τις σκέψεις του θέλει. Τον κυνηγούν, τον καταδιώκουν κι άλλο, κι άλλο στα βάθη του ερέβους. Και δεν είναι μόνο το έγκλημα... η σφαγή της, δεν είναι μόνο τα μάτια της, είναι κι εκείνες οι αλλόκοτες, οι όλο και πιο θορυβώδεις, οι όλο και πιο αληθινές, οι όλο και πιο απαιτητικές... να ξεχαστεί μόνο ήθελε μ’ αυτές... όμως... «ω, πάψτε επιτέλους, φύγετε απ’ το μυαλό μου!». Θέλει να χτυπηθεί, θέλει να ουρλιάξει. Σαν να θέλει να το αδειάσει, ο Γιάννης στρέφει το κεφάλι του με δύναμη δεξιά κι αριστερά. Πού πάει; Νύχτα, είκοσι μία Δεκεμβρίου, παραμονές Χριστουγέννων, κι ολόκληρη η πόλη λαμποκοπάει κάτω από χιλιάδες λαμπιόνια και στολίδια που αιχμαλωτίζουν τα θνητά μάτια, κρατώντας τα μακριά από ένα ασύλληπτο, αστραποβόλο σύμπαν. Η Ανθή ανάβει τα αλάρμ και καλεί από το κινητό τη φίλη της, όπως είχαν συμφωνήσει. Σε ελάχιστα λεπτά η είσοδος του σπιτιού φωτίζεται· η γυναίκα προβάλλει βιαστικά από την πόρτα, βιαστικά μπαίνει στο αυτοκίνητο (ήδη κάποιος κορνάρει ανυπόμονα, η Ανθή γελώντας μαρσάρει και τον αφήνει πίσω). «Τι μουσική προτιμάτε, κυρία μου;» «Ξέρω γω, ό,τι θέλεις εσύ...» «Ό,τι τύχει», και γελάει πατώντας το κουμπί. Στο φανάρι γυρίζει προς την πλευρά της συνοδηγού: «Οι άλλες έχουν ήδη φτάσει και μας περιμένουν. Τι έχεις; Συνέβη κάτι; Δεν σε βλέπω και πολύ στα κέφια σου». «Όχι, καλά είμαι». 10

κυρανη γερανη


«Δεν σου φαίνεται. Τι έγινε; Κάτι με τον άντρα σου;» «Όχι, Ανθούλα, όλα καλά είναι. Σαν να του κακοφάνηκε λίγο, αλλά εντάξει. Κανένα πρόβλημα». «Τα παιδιά μήπως;» «Όχι, όχι! Γι’ αυτά ήταν η καλύτερή τους. Μόλις τους είπα ότι θα πάω με τις φίλες μου σε κλαμπ με ζωντανή μουσική, χάρηκαν πολύ... “να περάσεις καλά, μανούλα” και τέτοια». «Και τότε γιατί είσαι άκεφη;» Ανάβει πράσινο και ξεκινούν. Η γυναίκα αναστενάζει. Αναστενάζει και πάλι στρεφόμενη προς την οδηγό. Εκείνη κλείνει το ραδιόφωνο και, χωρίς να γυρίσει, σχεδόν την προστάζει: «Σε ακούω». «Μωρέ... να... δεν ξέρω πώς θα σου φανεί, αλλά αισθάνομαι ένα... βάρος ας πούμε. Ξέρεις... έχω πολλά χρόνια να βγω έτσι, νύχτα... μόνη μου... χωρίς το σύζυγο... τα παιδιά...» Μιλάει διστακτικά, κομπιάζει. Σαν να ντρέπεται. «Α! Ε, και είναι κακό; Κάνεις κανένα έγκλημα; Δεν σου αρέσει η παρέα μας; Έλα, ρε Δάφνη!» «Όχι, όχι, δεν είναι αυτό... Πώς να σ’ το εξηγήσω... Έχω ένα άγχος. Εμένα μ’ αρέσει να μένω στο σπίτι...» «Εντάξει, μια φορά είπες να βγεις με τις φίλες σου βράδυ, δεν είπαμε να γίνεις τραγουδιάρα ή λουλουδού! Μα τι μου λες τώρα, ξεκόλλα, σε παρακαλώ!» «Είναι πώς... πώς να σ’ το πω; Και θέλω και δεν θέλω». «Ρε, έλα στα σύγκαλά σου. Θα βγούμε έξι γυναίκες να διασκεδάσουμε σ’ ένα κλαμπάκι. Ούτε με γκόμενο βγαίνεις, που δεν είν’ κακό, ούτε σε string show πας!» Η Δάφνη γελάει για πρώτη φορά απ’ την ώρα που συναντήθηκαν. «Έχεις δίκιο, μωρέ, αλλά κι εγώ, πριν από κάμποσα χρόνια και... όταν ήμουν στην ηλικία σου κι ελεύθερη, Το συννομον αστρο

11


έτσι αισθανόμουν. Τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια γάμου και δυο παιδιά...» «Λες και σε πήραν τα χρόνια κάνεις... Άλλες στην ηλικία σου ξεκινάνε οικογένεια!» «Ε, σαν να ξέμαθα... Αλλιώς είναι όταν βγαίνουμε νωρίς για καφέ κι αλλιώς τέτοια ώρα». «Δεν ξέμαθες. Έμαθες το ρόλο που φόρεσες και πολύ καλά έκανες. Τέλος πάντων. Απόψε φοράς ένα υπέροχο φόρεμα, είσαι μια κούκλα, όλα στο σπίτι είναι καλά, τα κορίτσια μάς περιμένουν και θα περάσουμε όμορφα. Τέλος!» Ανοίγει πάλι το ραδιόφωνο και σιγοτραγουδάει μαζί του. Μάγισσες καίνε τα ραβδιά χορεύοντας στη μέση του χειμώνα κι εσύ γυρεύεις πρίγκιπες σε τούτο τον παράξενο αιώνα* Σάββατο βράδυ, και στο κέντρο της πόλης η κίνηση ιδιαίτερα αυξημένη. Φώτα και φωτάκια και στολίδια παντού, γεμάτα αυτοκίνητα, συχνά με τα ραδιόφωνα στη διαπασών και τα παράθυρα ανοιχτά παρά το καταχείμωνο. Κόσμος χαρούμενος έξω από κλαμπ, κινηματογράφους, θέατρα, φαστφουντάδικα. Ανάμεσα σε χαρούμενες φυσιογνωμίες, η Δάφνη κι η Ανθή, γελαστές, περπατούν από το πάρκινγκ μέχρι την είσοδο του απρόσωπου τετράγωνου κτιρίου. Πάνω από τη μαύρη σιδερένια πόρτα κίτρινοι προβολείς φωτίζουν στη μονοκόμματη οριζόντια πέτρα τα λαξεμένα γράμματα:

το σύννομον άστρο * Τραγούδι: «Νεράιδα χωρίς παραμύθι». Στίχοι, μουσική, ερμηνεία: Μιλτιάδης Πασχαλίδης.

12

κυρανη γερανη


Ψηλός και νευρώδης ο πορτιέρης, με σκούρο κοστούμι, ακαθόριστη ηλικία και απροσδιόριστο χαμόγελο, ανοίγει τη βαριά πόρτα δείχνοντάς τους μ’ ένα νεύμα την απότομη πέτρινη σκάλα που τις βγάζει σ’ έναν στενό ημιφωτισμένο διάδρομο. Από εκεί, άλλος υπάλληλος τις οδηγεί με βήματα αργά ανάμεσα στους δύο πέτρινους τοίχους. Πριν ανοίξει την αίθουσα ζητάει τα πανωφόρια τους. Αμίλητες, τα παραδίδουν και στην παλάμη δέχονται από μία μάρκα μεταλλική, με χαραγμένο έναν αριθμό, για να τα παραλάβουν κατά την έξοδό τους. Υπό το κίτρινο σκιόφως, μόλις που διακρίνει την παγωμένη απορία η καθεμιά στο πρόσωπο της άλλης, προτού υπόκωφα σφραγίσει πίσω τους η πόρτα. Νύμφες χορεύουν, μαινάδες ανάμεσα περνούν. Καρφωμένα τα βαριά σιδερένια τρίκερα ψηλά στους τοξωτούς τοίχους κι από τις φλόγες των πυρσών ξεχύνονται τ’ αερικά. Σκιές στους αρμούς της πέτρας ανοίγουν δίοδο, ανοίγει ο κάθε τοίχος και βαθαίνει, ολοένα και βαθαίνει σε στοά – και οι τέσσερεις τοίχοι, τέσσερεις στοές ατελεύτητες, και η τετράγωνη αίθουσα, το κέντρο ενός σταυρού που χάνονται σε σκοτάδι τα άκρα του. Άρωμα, φλόγες, μουσική... αξεδιάλυτα, κι ανάμεσα στις πέτρες, ολοζώντανα, εκατοντάδες χρόνια. Τέσσερεις γυναίκες τις υποδέχονται με βεβιασμένο χαμόγελο και μιαν αδιόρατη αμηχανία στα πρόσωπα. Μπροστά τους, λίγο δεξιά, η ορχήστρα πάνω σε λευκό μαρμάρινο βάθρο με τα στρογγυλά τραπέζια απέναντί της, σε διάταξη αμφιθεατρική, κλιμακωτά να υπερυψώνονται. Σαν θέατρο αρχαίο. Στο κέντρο του ημικυκλίου, ανάμεσα στο βάθρο και τα τραπέζια, ένας τεράστιος ποΤο συννομον αστρο

13


λυέλαιος να κατεβαίνει φλεγόμενος. Προσαρτημένες στις σκαλιστές σιδερένιες υποδοχές του, αμέτρητες μικρές κούπες από κόκκινο φυσητό γυαλί καίνε έλαιο και φιτίλι. Πυρακτωμένες και οι χοντρές αλυσίδες του χάνονται απ’ το βλέμμα... το εκκλησιαστικό φωτιστικό κρέμεται από έναν κατάμαυρο ουρανό. Βαριές κουρτίνες σκιάς πέφτουν δεξιά κι αριστερά της ορχήστρας, στρεφόμενες πίσω από το πιάνο και την άρπα, για να τις ξεσκίσουν οι φλόγες του τοίχου, να τις καταπιεί η πέτρινη στοά. Διαμετρικά αντίθετα, κάτω απ’ τους πυρσούς, στο τελευταίο διάζωμα... το γκονγκ. Χτυπούν στον γυαλισμένο ορείχαλκο και εξοστρακίζονται στο άγνωστο τα μουσικά στοιχεία... Άρπα, πιάνο, τύμπανα, κιθάρα, κοντραμπάσο, βιολιά, φλογέρα και σαξόφωνο συναρθρωμένα με ψηλόλιγνες μαυροντυμένες σιλουέτες, που δεν πατούν, μετεωρίζονται πάνω από το λευκό μάρμαρο. Πρόσωπα και χέρια μοιάζουν σαν από λευκό κερί, ίσως και από αλάτι, σαν από υλικό που λες, να, τώρα θα διαλυθεί, τώρα θα λιώσει, τώρα θα κυλήσει πάνω στις χορδές, πάνω στο λούστρο των οργάνων... τώρα θα ακολουθήσει τις νότες... Πού πάνε οι νότες; Παιχνίδια της φωτοσκίασης, μπορείς να δώσεις καθησυχαστικά την εξήγηση για όλα, και το ίδιο να πεις για το ότι μπορείς να διακρίνεις τους άλλους θαμώνες μόνο σαν περιγράμματα με κίνηση, χωρίς πρόσωπο, χωρίς φύλο, χωρίς ενδύματα. Ο Γιάννης, από το ακριανό τραπέζι που του υπέδειξε ο ξερακιανός ταξιθέτης, έχει πλήρη έποψη όλου του χώρου. Απόψε ήθελε να βγει μόνος του. Κι Εκείνη, πού; Πού; 14

κυρανη γερανη


Η Ανθή και η Δάφνη κάθονται, ανταποδίδοντας το χαμόγελο και την αμηχανία στις άλλες. Σχεδόν ταυτόχρονα και οι έξι σκύβουν ελαφρά τα κεφάλια τους προς το κέντρο του τραπεζιού ψιθυρίζοντας. «Έχετε ξανάρθει εδώ;» «Όχι, ποτέ». «Αλλιώς το περίμενα!» «Καμία σχέση με ό,τι νόμιζα...» «Πού το βρήκες;» «Η Διονυσία μού είπε...» «Η Διονυσία; Και πού ξέρει η κόρη σου από τέτοια μαγαζιά; Ούτε είκοσι χρονών δεν είναι!» «Τι να σου πω, δεν μου το περιέγραψε, αλλά από την ονομασία του συμπέρανα πως θα είναι κάτι με μπλουζ, τζαζ και τέτοια... αλλιώς το φαντάστηκα... αν δεν σας αρέσει, μπορούμε να φύγουμε...» «Αστειεύεσαι; Είναι υπέροχα!» «Α, ναι. Αλλιώτικα, αλλά ωραία!» «Εντελώς ασυνήθιστο και πρωτότυπο...» «Ίσως, λίγο... τρομαχτικό;» «Γοητευτικό θα έλεγα...» «Και η μουσική περίεργη». «Κι αυτό το άρωμα...» «Σαν να μυρίζει η μουσική...» «Όχι, σαν ν’ ακούγεται το άρωμα». «Άρωμα, σκιές και μουσική...» «Να παραγγείλουμε;» «Ναι, βέβαια». Τα κεφάλια απομακρύνονται μεταξύ τους και σκύβουν για να κοιτάξουν, ξεχωριστά το καθένα, τους καταλόγους με το μενού. Ολοκάθαρα φαίνονται τα γράμματα. Φωσφορίζουν. Δεν μπορούν να μην το σχολιάσουν, ψιθυρίΤο συννομον αστρο

15


ζοντας πάλι, ενώ το περιεχόμενο ξαφνιάζει ακόμη περισσότερο. Περιλαμβάνει μόνο κρασιά. Κρασιά χωρίς όνομα, με εκτεταμένη όμως περιγραφή των χαρακτηριστικών τους. Χρώμα, γεύση, άρωμα, πυκνότητα, προέλευση – όχι συγκεκριμένο τόπο, αλλά τοπίο, όπως πεδιάδα, βουνό με ακριβές υψόμετρο, μέρος παραθαλάσσιο, κλιματικές συνθήκες, μορφολογία εδάφους... Η τιμή είναι η ίδια για όλα τα είδη και σημειώνεται πως τα συνοδευτικά, που δεν αναφέρονται, είναι συγκεκριμένα ανάλογα με το κρασί και προσφέρονται χωρίς χρέωση από το κατάστημα. Η γυναικεία περιέργεια κορυφώνεται απ’ αυτήν τη σημείωση κι αποφασίζουν να δοκιμάσουν τρία είδη κρασιού και τα αντίστοιχα πιάτα. Μ’ ένα νεύμα της Πολυξένης πλησιάζει ο σερβιτόρος, που σχεδόν αθέατος στεκόταν διακριτικά παραπλεύρως, παίρνει την παραγγελία τους και αποχωρεί. Η Τίνα, σαν να μην αντέχει να το κρατάει άλλο στην άκρη της γλώσσας της, το εκστομίζει γελώντας σιγανά και σκύβοντας ελαφρά: «Εγώ, πάντως, εκείνο που θα ήθελα να παραγγείλω με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση είναι ο σερβιτόρος. Τι παιδί!» Ένα συνωμοτικό γέλιο κάνει τον κύκλο του τραπεζιού, συνοδευόμενο από τα σχετικά σχόλια. Η Μάρθα συμφωνεί με την Τίνα, παρατηρώντας ότι δεν έχει δει ωραιότερα μπλε μάτια και ξανθά μαλλιά. Η Δάφνη προσθέτει ότι, αν δεν ήταν παντρεμένη, ευχαρίστως θα χάιδευε αυτά τα μαλλιά και θα φιλούσε αυτά τα μάτια. Η Πολυξένη, με αυξημένη την ένταση του γέλιου της, δηλώνει ότι δεν θα μπορούσε να μείνει στα μάτια μόνο, ενώ η Ανθή προχωράει ακόμα περισσότερο, λέγοντας πως έναν τέτοιον άντρα θα τον παντρευόταν χωρίς 16

κυρανη γερανη


άλλη σκέψη. Η Σοφία, κάνοντας την έκπληξη και αυτή μετά τη Δάφνη, δεν διστάζει να δηλώσει ότι πολλά θα μπορούσε να κάνει μαζί του, προσθέτοντας αμέσως (για να ισορροπήσει με τη χαρακτηριστική της συστολή) «αν, βέβαια, ήμουν είκοσι χρόνια νεότερη». Η πρώτη φιάλη περιέχει λευκό κρασί και η πιατέλα του περιέχει στο κέντρο έναν πουρέ –ενδεχομένως από λαχανικά, που όμως καμιά δεν κατόρθωσε τελικά να ταυτοποιήσει– και περιμετρικά ψημένα μανιτάρια εναλλάξ με μικρές μικρές στρογγυλές φετούλες λευκού ψωμιού. Το δεύτερο κρασί είναι ροζέ και η πιατέλα του περιέχει άψητους ξηρούς καρπούς, διάφορα φρούτα κομμένα στο μέγεθος των καρπών και ανακατωμένα μαζί τους, περιχυμένα όλα με μέλι και πασπαλισμένα με κάτι σαν πούδρα, προφανώς κάποιο μείγμα μπαχαρικών, που όμως παρέμειναν κι αυτά αταυτοποίητα. Το τρίτο κρασί είναι κόκκινο και στην πιατέλα του υπάρχουν, ανακατεμένες με πολύ μικρά κομμάτια από κάποια πίτα, ελιές αμέτρητων ειδών. Όλες οι πιατέλες είναι οβάλ, λευκές και πολύ μεγάλες, ενώ τα πιάτα είναι μικρά και κόκκινα και τα ποτήρια από κρύσταλλο με ανάγλυφα γεωμετρικά σχέδια. Τα μπουκάλια είναι διάφανα και οι ετικέτες τους γράφουν ό,τι και ο κατάλογος, χωρίς ονομασία. Τρεις σερβιτόροι τα έφεραν όλα ταυτόχρονα στο τραπέζι, ενώ ο ξανθός νέος γεμίζει τα ποτήρια τους. Η Ανθή, αιφνιδιάζοντας τις άλλες, τον ρωτάει τ’ όνομά του. Μ’ ένα αυτάρεσκο χαμόγελο (σχεδόν γέλιο) και χαλαρώνοντας αυτόματα το σώμα του, λες και βγήκε έξω από την αυστηρή στολή του, λέει «Ζώης», κι αμέσως μπαίνει πάλι μέσα της και αποχωρεί, αφήνοντας ανέκφραστο ετούτη τη φορά τον αυθορμητισμό των γυναικών. Το συννομον αστρο

17


Κάθε είναι και μια ευχάριστηΈξι έκπληξη και για ύχτα,δοκιμή παραμονές Χριστουγέννων. φίλες πηγαίνουν αρκετή ώρα σχολιάζουν ό,τι πίνουν τρώνε. Βρίσκουν σ’ ένα κέντρο διασκέδασης. Καικαι ένας άντρας. Μόνος. όλες τις γεύσεις υπέροχες. Μια σπίθα αρκεί για να ξεσπάσουν μεταξύ τους συγκρούΑνθή γυρίζει προς τη παρυφές Δάφνη: της «Είσαι εντάξειπου σειςΗπου παρασύρουν ώς τις διάλυσης, τώρα;» τη γεύση της κόλασης. Στο κέντρο της Αθήνας, αφήνουν «Ναι, μια είμαι!» σημερινό καιχαρά αιώνιο, απτό και άυλο, απλό και λαβυρινθώείχε;» ρωτάει η Μάρθα την Ανθή.εμείς. δες.«Γιατί, Όπωςτικαι ο άνθρωπος... οι άνθρωποι... «Ρώτα την ίδια, ρωτάςαπό εμένα;» Η λύτρωση θα γιατί προβάλει τόπο αχνό, ανάμεσα σε «Τίποτα δεν είχα». θάλασσα και γη. Μετά την αναπάντεχη απώλεια της υλικής «Α, εντάξει.αναμετράται Αφού δεν θέλεις να μαςμεπεις, ευδαιμονίας, η λογική το συγγνώμη». συναίσθημα. Η «Όχι, όχι, δεν είναι αυτό, Μάρθα, μην το παίρνεις έτσι. ψυχή με τον νοήμονα εαυτό της. Όχι για την επικράτηση, Απλώς...» αλλά για τη μέθεξη. Η βλέπειτοότιαίμα. εξαιτίας η Δάφνη είναι σε δύ- Της ΚαιΑνθή παντού... Του της έρωτα και της αγάπης. σκολη θέση. «Τίποτα, μωρέ, δεν είχε! Απλώς... την καταστροφής και της δημιουργίας. Της Ανάγκης. ξέρετε τώρα τη Δαφνούλα, είναι σπιτόγατα κι όποτε αποφασίσει να βγει έχει τις πάγιες της, αμφιβάλλει, χιλιάδες μίλια αναστολές θάλασσα εκατοντάδες χρόνιααγχώνεται και τα λοιπά». τριγύρω ένα κέντημα με δράκους και μ’ αηδόνια «Ε, αν είναι να υποφέρει, ας μην πηγαίνει πουθενά» επιμένει η Μάρθα, χαμογελώντας όμως αυτήν τη φορά, θέλοντας να ξεαγχώσει τη Δάφνη. Το µυθιστόρηµα πραγµατεύεται τα ανθρώπινα πάθη, σε µια περιπέτεια «Ε, τι να κάνουμε, δεν είμαστε το ίδιοστο δυναμικές». αναζήτησης της µιας κοινής αιτίας τους,όλες στο σήµερα, πάντα, στο εδώ Είναι ΔάφνηΜια πουδιαφορετική πυροδοτεί τώρα τη συνέχεια. και στοηπαντού. προσέγγιση της κρίσης. Μια άλλη απάντηση στα πώς και τα γιατί, και ίσως µια άλλη πρόταση ζωής. «Υπονοείς κάτι;» «Εννοώ». «Τι ακριβώς;» «Αυτά που είναι γνωστά σε όλες μας εδώ και δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Εσύ προτίμησες να χωρίσεις με δυο ISBN 978-960-9607-99-5 παιδιά και να ζήσεις τη ζωή σου ελεύθερα, ενώ εγώ ούτε που θα μπορούσα να το σκεφτώ. Η οικογένειά μου είναι το καβούκι μου κι όποτε βγαίνω απ’ αυτό, έστω και για μια βόλτα, έστω και τυπικά κι όχι ουσιαστικά (αυτό δεν ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ το διανοούμαι καν), αγχώνομαι...» ο σ ε λ ότ ος

Ν

18

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr κυρανη γερανη


«Δηλαδή, εσύ είσαι η καλή και στοργική μητέρα και σύζυγος, η αφοσιωμένη, που σκέφτεται πρώτα την οικογένειά της και θυσιάζεται γι’ αυτήν, ενώ εγώ είμαι η ατομίστρια, η εγωίστρια, η αδιάφορη, που δεν δίστασε να διαλύσει την οικογένειά της πληγώνοντας τα αθώα της παιδιά. Ωραία, ευχαριστώ!» «Δεν τα είπα εγώ όλα αυτά...» Η Ανθή, έκπληκτη γι’ αυτήν την τροπή, επιχειρεί να διευθετήσει το θέμα: «Ρε κορίτσια, τι πάθατε; Δεν πιστεύω ν’ αρχίσουμε να τσακωνόμαστε εδώ μέσα! Ας περάσουμε καλά!» Χαμογέλασε πρώτη η Δάφνη και ύστερα όλες οι άλλες. «Εντάξει, μωρέ», αποσυμπίεσε η Μάρθα. «Λέμε και μια κουβέντα παραπάνω, δεν τσακωνόμαστε. Αλήθεια, τι μουσική είναι αυτή; Τόσην ώρα προσπαθώ κάπου να την εντάξω, αλλά δεν μπορώ... Ό,τι και να ’ναι είναι ωραία, πάντως, ε; Ας την απολαύσουμε...» Αναστέναξε και αφού γέμισε όλα τα ποτήρια, πρότεινε πρώτη το δικό της. Έκαναν το ίδιο και οι άλλες. Το φευγαλέο κρυστάλλινο σμίξιμο υψώνεται πάνω απ’ το κέντρο του τραπεζιού και χάνεται ψηλά στο μαύρο. Κάποιος χτυπάει το γκονγκ. Στρέφονται προς τα εκεί, δεν βλέπουν κανέναν κι αμέσως γυρίζουν προς την ορχήστρα που ανέβασε ξαφνικά την ένταση και επιτάχυνε το ρυθμό. Ίσως η κρούση του γκονγκ να ήταν σύνθημα ότι το πρώτο σερβίρισμα τελείωσε κι ότι οι θέσεις συμπληρώθηκαν. Οι δυο βιολιστές και ο σαξοφωνίστας γίνονται οι πρωταγωνιστές, απορροφώντας κάθε κίνηση και ομιλία από Το συννομον αστρο

19


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.