Ζωή σε δέκα καρέ

Page 1

140 × 210  SPINE: 5.4  FLAPS: 80

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

0_cover_pisia.indd 1

ΔΈΚΑ ΚΑΡΈ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

ΜΑΊΡΗ ΠΊΣΙΑ • ΖΩΉ ΣΕ

ISBN 978-960-564-163-4

ΜΑΊΡΗ ΠΊΣΙΑ

Τ

ο βλέμμα εστιάζει κι ο φακός γίνεται καθρέφτης ψυχών, μια λίμνη που στην επιφάνειά της αναγνωρίζουμε στιγμές από την καθημερινότητά μας, αυτή που αδιάφοροι ή αδύναμοι προσπερνούμε, γιατί το βήμα βιάζεται, γιατί η μοναξιά βιάζει, γιατί έχουμε ξεχάσει τα φώτα της αλήθειας μας σβηστά. Όμως η ζωή σπαρταρά στο δρόμο. Κι οι δρόμοι κόβουν σαν το χαρτί… Ένα παιδικό δάκρυ ταράζει την ψυχρή στασιμότητα της λίμνης κι από τα νερά της ξεπηδούν πλάσματα υπέροχα, μοναδικά, που αψηφούν το φόβο και περνούν απέναντι, που γδύνονται το χρώμα, την ταυτότητα και κάθε τους διακριτικό, για να ανήκουν κάπου, ψυχές-νιφάδες σ’ έναν ανέμελο χιονοπόλεμο, νότες δεμένες αρμονικά σε μια ροκ μπαλάντα που οι στίχοι ακολουθούν τα όνειρά τους. Διαφορετικές ζωές που διψούν για αγάπη, πεινούν για αγκαλιά, παιδιά που δεν γνωρίζουν ή δεν ορίζουν ακόμα τον κόσμο, αυτόν που σκληρός σαν την πέτρα γδέρνει τα γόνατα της ψυχής τους, σαν αρπακτικό χέρι αλώνει την αθωότητά τους, ανήμπορος να τ’ αγαπήσει, να τους χαρίσει έναν τόπο για να καρπίσουν, να τους κεράσει μια κουταλιά απ’ όσα δικαιούνται να ονειρεύονται σαν το κρυμμένο βάζο της μαμάς με το γλυκό τριαντάφυλλο. Δέκα ιστορίες, δέκα ήρωες παιδιά, που ακολουθούν το δικό τους δύσκολο δρόμο, δυνατά μέσα στην αδυναμία τους, προσηλωμένα στα ρίγη των επιθυμιών τους, γαντζωμένα με τα άμαθα χέρια τους στον τοίχο που χτίζεται ερήμην τους, γιατί νιώθουν πως πίσω του ανασαίνει η άνοιξη. Τη μήτρα τους αναζητούν, αυτή που τους δένει με τη ρίζα της ύπαρξής τους, αυτήν που πόνεσε για να τους ανοίξει δρόμο στη μαγεία της ζωής, μιας ζωής σε δέκα καρέ...

ωη σε z δεκα καρε

H Μαίρη Πίσια γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Από το 1990 εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση ως εκπαιδευτικός. Το 2009 κάνει την πρώτη της παρουσία στον χώρο του βιβλίου με τη συμμετοχή της στη συλλογή διηγημάτων «7 ψυχές, 7 ζωές» (εκδ. Χρ. Δαρδανός). Το 2011 και το 2012 δύο θεατρικά της έργα παρουσιάστηκαν στο διεθνές φεστιβάλ του θεάτρου Πέτρας και στα πολιτιστικά δρώμενα του δήμου Ιλίου, από την ομάδα «Ερωτέχνες». Έχει συμμετάσχει σε ομάδες δημιουργικής γραφής και σε ποιητικά αφιερώματα ενώ κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά. Η τριλογία της με τίτλο «Τρεις δράκοι, μα τι δράκοι!» ήταν το πρώτο της ατομικό έργο και εκδόθηκε το 2013 από τις εκδόσεις Οσελότος. Ζει στην Αθήνα, είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά.

5/6/2014 12:23:18 PM



ΜΑΊΡΗ ΠΊΣΙΑ

ωη σε z δεκα καρε


Τιτλος Ζωή σε δέκα καρέ Συγγραφέας Μαίρη Πίσια Σειρα Ελληνική λογοτεχνία [1358]0514/06 Επιmελεια - Διορθωση Ειρήνη Τσεγκενέ Φωτογραφια Εξωφυλλου Άρης Αντωνίου (φωτογραφία από ανώνυμο γκράφιτι στον Κεραμεικό, Αθήνα 2014) Layout - Design Myrtilo, Λένα Παντοπούλου Copyright© 2014 Μαίρη Πίσια Πρώτη Εκδοση Αθήνα, Μάιος 2014 ISBN 978-960-564-163-4

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ:

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr


Στον Άρη, πολύτιμο σύντροφο και πρώτο μου αναγνώστη



Για το παιδί... Μία κουκκίδα του σύμπαντος ήσουν, που πήρες πνοή μέσα στα σπλάχνα μου αλλάζοντας ολότελα το δικό μου σύμπαν. Βίαιη η πρώτη σου επαφή με τη ζωή. Η λυτρωτική έξοδός σου στο φως λύνεται σε ένα κλάμα παράπονου, που βρίσκει στοργική φωλιά παρηγοριάς στον μητρικό κόρφο, για πάντα, γεμίζοντάς τον, για πάντα. Κι έτσι απλά, όλα γαληνεύουν. Όλα μπορούν να είναι ένα χαμόγελο μαζί σου. Είσαι μικρό, τόσο δα, μα είσαι ο κόσμος μου. Έχεις ανάγκες, χρειάζεσαι, εξαρτάσαι. Χωρίς να το ξέρεις, σκορπάς τη χαρά σε όσους βρίσκουν έναν καινούριο ρόλο κοντά σου. Ένα κομμάτι στο παζλ της ευτυχίας, της δικής μου, της κάθε γυναίκας, της κάθε μητέρας. Το δάκρυ σου τρανή απόδειξη της αποτυχίας μας, μας γκρεμίζει. Χαμογελάς, γιατί αγνοείς ακόμη όλες τις πλευρές του κύβου που τα άμαθα χεράκια σου μαθαίνουν να συμπληρώνουν σιγά σιγά μαζί με τα πρώτα σου βήματα. Κι εγώ στο πλάι σου, σκιά σου, ήλιος σου, σκέπη σου κι αγκαλιά σου. Μεγαλώνεις, γνωρίζεις, μετράς τις πληγές στα γόνατά σου – που θα σου φανεί αστείο, αλλά τόσο με πονούν– επιθυμείς, διεκδικείς, μαθαίνεις να αρνείσαι, συγκρούεσαι, γίνεσαι ο εαυτός σου, διαφορετικός, εσύ. Εξηγείς αυτά που μέχρι τώρα τα νόμιζες παιχνίδι. Νιώθεις και είσαι δυνατός. Μα για μένα φαντάζεις ακόμα τόσο μικρός. Με τρομάζει η αυτονόμησή σου, αλλά αυτό θέλω για σένα.

Για το παιδί...

5


Παραμένεις το κέντρο του κόσμου για όσους σου έδωσαν πνοή και βλέπουν με στοργή τη ζωή τους να αλλάζει μέσα από σένα. Ήσουν το μέλλον τους που γίνεται παρόν, το μέλλον μου, το παρόν μου. Παίρνεις στα χέρια σου το μολύβι και σχεδιάζεις το δικό σου αύριο. Ανασαίνεις την ελευθερία σου. Όλα ξημερώνουν ξανά μαζί σου, γιατί είσαι η αγάπη, η ανεμελιά, η αλήθεια, η αγνότητα, η ελπίδα. Είσαι η αγάπη μου, είσαι το παιδί.

6

ΖΩΗ ΣΕ ΔΕΚΑ ΚΑΡΕ


Στέλλα

Μ

όλις είχε τελειώσει το γράμμα του Αλέξη. Είχε φύγει, οριστικά. Λιποτάκτης, λιποτάκτης του έρωτά τους, λιποτάκτης της αλήθειας, της νέας ζωής που πήρε να ανθίζει στα σπλάχνα της σαν χνάρι του πάθους που είχαν μοιραστεί τους έξι τελευταίους μήνες. Εκεί, στην ίδια κάμαρα των πιο τρελών της ονείρων, που γέμιζε από ερωτικούς στεναγμούς και όρκους για αιώνια αγάπη και αφοσίωση... Της έλεγε πως την αγαπούσε. Κι η Στέλλα τον πίστευε, ήθελε να τον πιστεύει. Άνευ όρων... Και τώρα; Τα αγχωμένα του γράμματα πάνω στη λευκή σελίδα, την ποτισμένη με το άρωμά του που γνώριζε τόσο καλά, τρεμόπαιξαν σαν τρομακτικές σκιές μπροστά στα μάτια της, σαν απειλή που φάνταζε έτοιμη να την καταπιεί, να τη ραγίσει. Ράγισε, τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν ποτάμι στα μάγουλά της. Κι η ένταση κύλησε στα χέρια, σε αυτά τα χέρια που τόσες φορές τον αγκάλιασαν σφιχτά πάνω στο κορμί της, αφήνοντας τις κλειδαριές της ψυχής της ανοιχτές, ορθάνοιχτες, να εισβάλει κατακτητής. Με τα χέρια μας ορίζουμε τη ζωή μας, σκέφτηκε, με τα χέρια μας πλάθουμε τον κόσμο γύρω μας, με αυτά φυτεύουμε τη γη, με αυτά σκουπίζουμε τα δάκρυά μας. Με μια μανία τρελή τα χέρια της έσκισαν το τελευταίο του γράμμα. Ένα αντίο-παρελθόν, κομματιασμένο στις ιδρωμένες της παλάμες. Το κοίταξε και βάδισε αργά προς το παράθυρο σαν υπνωτισμένη. Έσφιξε τα χάρτινα απομεινάρια στη χούφτα της, λες και τον αποτελείωνε, κι άνοιξε το παράθυρο. Ο κρύος αέρας που χίμηξε καταπάνω της δεν την τρόμαξε. Έπαιξε με τα κοκκινοκάστανα μαλλιά της που πλαισίωναν σαν γλώσσες φωτιάς το ξαναμμένο της πρόσωπο. Του παρέδωσε τα λόγια που την είχαν πληγώσει κι εκείνος πάγωσε τα δάκρυα που στοίχειωναν τα θολωμένα από την απόγνωση μάτια της. ΛυγΣτέλλα

7


μοί ξεχύθηκαν στο λυτρωτικό αέρινο άγγιγμα. Πόσο την εξάγνισε η ψυχρή επαφή με την πραγματική ζωή. Σαν σκόνη το ψέμα ταξίδεψε με την πρωινή αύρα μακριά της. Θόλωσε. Βίαια τράβηξε το λευκό της πουκάμισο σκίζοντάς το κι άφησε το στήθος της γυμνό. Ήθελε να παγώσει, την καρδιά της. Να μη χτυπά, να πάψει να δουλεύει στους χτύπους της δικής του καρδιάς. Το ρολόι χτύπησε έντεκα φορές. Έντεκα χτύποι, έντεκα μαχαιριές στην ήδη ανοιχτή της πληγή. Τόσες και οι μέρες που είχε να δει τον Αλέξη από την ώρα που του ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της. Τόσες και οι τελευταίες του λέξεις που θα τις θυμόταν για πάντα: «Δεν αντέχω να σηκώσω αυτό το βάρος. Προσπάθησε να με συγχωρέσεις», μουρμούρισε σαν χαμένη στις σκέψεις της. Η ζωή της χτυπούσε ταβάνι, το ρολόι χτυπούσε επαναφέροντάς την. Το ρολόι... απομεινάρι κι αυτό μιας άλλης ζωής που πίστεψε πως είχε αφήσει πίσω της οριστικά. Γύρισε προς το μέρος του. Δεν είχε περάσει ούτε μήνας από τότε που έχασε τη μητέρα της. Τον μόνο δικό της άνθρωπο σε αυτή τη ζωή. Στη ζωή που δε στάθηκε ρόδινη και για τις δυο τους. Δυο γυναίκες. Ένα σπίτι. Ένας άντρας, ο πατέρας της. Παντρεύτηκαν από έρωτα, της είχε πει η μάνα της, τρελό. Μα όταν τα πράγματα άρχισαν να σφίγγουν οικονομικά, εκείνος θυμήθηκε τις πλούσιες τύχες που είχε περιφρονήσει για χάρη της. Μεθούσε, θύμωνε με το παραμικρό, ξενυχτούσε και πάντα ξεσπούσε επάνω της, επάνω στη γυναίκα που ακόμα τον λάτρευε. Η Στέλλα θυμάται το χτύπημα του ρολογιού να σημαδεύει τις νύχτες της, όταν πίσω από την κλειστή πόρτα της –κορίτσι πια– άκουγε την εξώπορτα του σπιτιού να κλείνει βαριά και μετά από μια αφοπλιστική ησυχία τις κραυγές του πατέρα να πληγώνουν την παιδική της ψυχή, αφήνοντας τα σημάδια τους στο κορμί και στην καρδιά της μητέρας της, της λατρεμένης της μάνας. Και μετά, πάλι ησυχία, η ησυχία του φόβου, του χαλασμού κι ένας λυγμός να σέρνεται από τοίχο σε τοίχο τρυπώνοντας εκκωφαντικά από τις σαρακοφαγωμένες χαρα8

ΖΩΗ ΣΕ ΔΕΚΑ ΚΑΡΕ


μάδες, σύριζα στα θεμέλια της ζωής της. Και το επόμενο πρωί να προσπαθεί να ανιχνεύσει στο χαμόγελο της μάνας της την πίκρα της προηγούμενης νύχτας κι εκείνη να τη φιλά, να την αγκαλιάζει και να την κανακεύει σαν μωρό. Η μάνα, η μάνα της... «Μανούλα, είσαι καλά;» να τη ρωτά. Κι εκείνη να σιάζει τα ατίθασα μαλλιά της κόρης της και να της δίνει την κούπα με το ζεσταμένο γάλα, αυτό που τη μεγάλωσε στάλα στάλα από το μαραμένο της βυζί, που ούτε ένα χάδι δεν το ζωντάνευε πια παραδομένο στη φθορά του. Τα χέρια της μάνας ακουμπούσαν τα δικά της βιαστικά, μα εκείνη προλάβαινε να δει το δάκρυ που στάλαζε αβίαστα μέσα στο λευκό γάλα. Το ίδιο ρολόι, αυτό που θέλησε να πάρει μαζί της, όταν άφησε το πατρικό της μετά τον χαμό της μητέρας της, είχε χτυπήσει ξανά για να της θυμίσει τη σκληρότητα του χρόνου που γλιστρούσε σαν άμμος ανάμεσα στα δάχτυλά της. Μετά το στερνό «αντίο» στη μητέρα της, κλείδωσε το σπίτι και δεν ξαναγύρισε. Έφτασε στο διαμέρισμά της αποφασισμένη να ζήσει, όπως πάντα τη συμβούλευε εκείνη. «Να μη φοβάσαι να ζήσεις», τα τελευταία της λόγια. Τα κουβαλούσε μαζί της, όπως κι ένα ξύλινο αντικέ κουτί που της παρέδωσε ο δικηγόρος της μάνας της. Δεν το άνοιξε, δεν μπόρεσε, την πρώτη νύχτα μόνο το πήρε στο προσκεφάλι της. Ονειρεύτηκε πως ήταν παιδί κι ο πατέρας της την είχε στείλει τιμωρημένη στο κρεβάτι της. Και ξάφνου η πόρτα έκλεισε κι άκουσε τη φωνή της μάνας της να την καλεί. Σηκώθηκε. Έτρεξε με χαρά να χωθεί στην αγκαλιά της, μα εκείνη σκόρπισε ανάμεσα στα χέρια της σαν παιδικός πύργος από άμμο στην ακρογιαλιά. Κι από την πόρτα που δεν είχε σφαλίσει καλά ένας αέρας τρελός να σκορπά τους κόκκους της άμμου παντού. Κι εκείνη να τρέχει, να τρέχει να κλείσει τη σκληρή πόρτα. Δεν είχε προσέξει το γάλα της που την περίμενε, όπως πάντα, στο τραπέζι. Σκοντάφτει και το γάλα πέφτει και χύνεται στο χώμα που σκέπαζε το πάτωμα του σπιτιού τους κι εκείνη ξυπνά μούσκεμα στον ιδρώτα του εφιάλτη της.

Στέλλα

9


Έκλεισε το κουτί στην ντουλάπα και δεν το έδειξε ούτε στον Αλέξη. Όταν έμαθε πως ήταν έγκυος ανάσανε ξανά, η μοίρα της άλλαζε σελίδα, το χώμα της ζωής της κάρπιζε. Πόσο θα χαιρόταν η μάνα της, η ρίζα της, το στήριγμά της! Αποφάσισε πως ήθελε επιτέλους να ανοίξει το κουτί. Θα το άντεχε. Μετά από τέτοια χαρά! Όμως, η σιωπή του Αλέξη την πάγωσε. Κι ύστερα η φυγή του γύρισε πίσω το ρολόι του χρόνου θυμίζοντάς της με πόνο έναν πατέρα πάντα φυγά. Μα τώρα, είχε αποφασίσει να ζήσει και χρειαζόταν κάπου να πατήσει. Άνοιξε την ντουλάπα. Το κουτί ήταν εκεί. Όλες οι αλήθειες της ζωής της ήταν εκεί, γιατί η διαφορά της αλήθειας από το ψέμα είναι η παρουσία. Ο δικηγόρος τής είχε πει: «Να το ανοίξεις, όταν θα είσαι έτοιμη να της μιλήσεις». Χωρίς δεύτερη σκέψη, τράβηξε το χρυσό κορδόνι που το κρατούσε σφαλισμένο. Μια μικρή κραυγή βρήκε καταφύγιο στις χούφτες της, όταν αντίκρισε το περιεχόμενό του. Η πρώτη της φωτογραφία, το πρώτο της ζιπουνάκι, το δοντάκι της, ένα πάνινο πουγκί. Το άνοιξε, διάβασε: «Το χώμα που πρωτοπερπάτησες». Άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Μια τούφα από τα μαλλιά της, όταν ήταν ακόμα μπούκλες, μια καδένα με το όνομα της μάνας της: «Φωτεινή». Ένα φως ήρθε και τρύπωσε μέσα της. «Χριστέ μου», ύψωσε τα μάτια της αναζητώντας τον ουρανό. Κι ένα μπουκαλάκι με το άρωμα της μητέρας της, το μύρισε κι ένιωσε μια ανατριχίλα από τη θύμηση της επαφής με το μητρικό κορμί. Ένα κεντημένο μαντίλι με αποξηραμένα γιασεμιά που μοσχοβολούσαν πάντα τα ρούχα της.«Είχε μανία η μάνα με τις μυρωδιές» θυμήθηκε. Κι αυτό; Ένα βάζο με γλυκό τριαντάφυλλο. Αυτό που της έκρυβε, όταν ήταν παιδί, γιατί είχε ευαίσθητα δόντια. «Μάνα μου», ψέλλισε συγκινημένη και θυμήθηκε πως μάζευαν μαζί από τον κήπο τους τα μαγιάτικα τριαντάφυλλα, μαζί τα μαδούσαν, μαζί τα έδεναν με ζάχαρη, σαν να ’θελαν να μελώσουν το ίδιο γλυκά τις ζωές τους. Μια γλύκα τής γέμισε τα χείλη. Είχε πια φτάσει στον πάτο του κουτιού. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Ήξερε πως η μάνα της είχε όνειρο να γίνει ζωγράφος. Παντρεύτηκε μικρή. Δεν έγινε. 10

ΖΩΗ ΣΕ ΔΕΚΑ ΚΑΡΕ


Κάποτε όμως της είχε πει πως εκείνη, η κόρη της, ήταν πλέον το μοναδικό της όνειρο. Το εννοούσε. Μια προσωπογραφία της Στέλλας ήταν το ένα και μοναδικό της έργο. Μια λεπτομέρεια την έκανε να σκουπίσει τα δάκρυά της και να ξανακοιτάξει το πορτρέτο. Οι άκρες των μαλλιών της, έτσι όπως κατέληγαν, θύμιζαν ουρά χελιδονιού. Γύρισε το σκιτσαρισμένο χαρτί και διάβασε: «Καλή άνοιξη, χελιδόνι μου... Θα σ΄ αγαπώ πάντα». Διπλώθηκε στα δυο. Ένα κλάμα παρήγορο έλυσε τον πόνο, τον έκανε κομμάτια. Τόση ησυχία γύρω, τέτοια φουσκοθαλασσιά μέσα της. Ένας πόνος ανάμεσα στα σκέλια την έκανε να ριγήσει. Ποιος μπορούσε να αρνηθεί τη ζωή; Ποιος θα γυρνούσε πίσω τη θάλασσα στην αντάρα της; Και το ταξίδι ποιος δεν το ονειρεύτηκε; «Μη φοβάσαι να ζήσεις!» «Δεν φοβάμαι, όχι δεν φοβάμαι πια, θέλω να ζήσω», είπε κι αγκάλιασε το κουτί σαν παιδί που φωλιάζει στη μήτρα της μάνας του, στη μήτρα της ζωής.

Στη μητέρα μου

Στέλλα

11


Ηλέκτρα

Μ

ε τα μικροσκοπικά της χεράκια έσυρε προς τον τοίχο το κόκκινο ξύλινο σκαμνί, που δέσποζε στη μέση του δωματίου δίπλα στο ασορτί τραπεζάκι της. Ανέβηκε και τεντώθηκε όσο μπορούσε μέχρι το στενό κίτρινο ράφι που είχε στολισμένο με όλες της τις κούκλες. Δεν ήξερε ποια να διαλέξει για τον ρόλο της μαμάς. Όλο το μεσημέρι μια τρελή ιδέα στριφογύριζε στο μυαλό της Ηλέκτρας. Περίμενε πώς και πώς να έρθει το απόγευμα για να την πραγματοποιήσει. Έστησε, λοιπόν, το κουκλόσπιτό της, το επίπλωσε, μέχρι και αυτοκίνητο του έβαλε στο πάρκινγκ, ως και τον σκύλο στην αυλή του δεν ξέχασε. Έμεναν μόνο οι ήρωές της. Ο μπαμπάς, ο Μπραντ, κούκλος όνομα και πράμα, η μικρούλα Τέιτι, μια στρουμπουλή αφράτη κουκλίτσα με δυο ξανθά ατίθασα κοτσίδια σαν τα δικά της και τώρα η μαμά. Ποια θα ήθελε για μαμά της; Κοίταξε όλες τις κούκλες μία μία και διάλεξε την Μπέτυ, μια μελαχρινή ψηλόλιγνη κούκλα, που δεν έμοιαζε καθόλου με το μωρό της, όπως άλλωστε και η Ηλέκτρα με τη δική της μαμά. Κατέβασε την Μπέτυ και στρώθηκε στο παιχνίδι. «Καλημέρα, γλυκιά μου», φίλησε ο Μπραντ την Τέιτι, «ώρα για το σχολικό». «Το κολατσιό σου, μωρό μου», η Μπέτυ φρόντισε τη μικρή Τέιτι. «Ευχαριστώ, μαμά», της έσκασε ένα τρυφερό φιλί. «Σ’ αγαπώ πολύ». «Σας αγαπώ και τις δυο», χαιρέτησε ο Μπραντ μαμά και κόρη φεύγοντας για τη δουλειά. Η Ηλέκτρα έβαζε την Τέιτι στο σχολικό, όταν ξαφνικά οι φωνές που ακούστηκαν από το κάτω πάτωμα του σπιτιού την τρόμαξαν.

12

ΖΩΗ ΣΕ ΔΕΚΑ ΚΑΡΕ


«Ο μπαμπάς κι η μαμά πάλι μαλώνουν» σκέφτηκε στενοχωρημένη. Στα επτά της χρόνια η Ηλέκτρα ήταν ένα παιδί που ουσιαστικά μεγάλωνε μέσα στη μοναξιά. Οι γονείς της παντρεμένοι από τρελό έρωτα είχαν αρχίσει να ανακαλύπτουν πως δεν άντεχαν πια ο ένας τον άλλον και μάλωναν συνεχώς. Ο πατέρας της, προπονητής σε μια από τις κορυφαίες ποδοσφαιρικές ομάδες της πόλης, έλειπε όλο και συχνότερα από το σπίτι και, όταν επέστρεφε, ήταν πάντα αμίλητος και κουρασμένος. Η μητέρα της, μια λυγερόκορμη καστανή γυναίκα, πολύ όμορφη για τα μάτια της μικρούλας Ηλέκτρας, όλο παράπονα έκανε στον μπαμπά, γιατί αργούσε και δεν αφιέρωνε πια καθόλου χρόνο στην οικογένειά του. Κι ο μπαμπάς όμως όλο παράπονα ήταν, γιατί έλεγε πως η μαμά νόμιζε ότι το σπίτι τους ήταν σαν το μαγαζί της και μπορούσε να το διευθύνει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Βέβαια, και η Ηλέκτρα είχε παράπονα, πολλά παράπονα, μόνο που εκείνη στόμα είχε και μιλιά δεν είχε. Δεν της άρεσε, όμως, καθόλου να βλέπει τους γονείς της να τσακώνονται συνεχώς. Κι εκείνη μάλωνε με τη φίλη της τη Χριστίνα, αλλά δεν της κρατούσε και μούτρα για μια βδομάδα, όπως έκανε η μαμά στον μπαμπά, ούτε αδιαφορούσε για τη φίλη της γυρνώντας με καινούριες παρέες, όπως έκανε ο μπαμπάς στη μαμά. Με κρότο ακούστηκε να κλείνει η είσοδος του σπιτιού κι αμέσως μετά μια απόλυτη ησυχία διαδέχτηκε τη φασαρία. Η Ηλέκτρα έστησε αυτί, αλλά της απάντησε μια διαπεραστική σιωπή. Τρομαγμένη άνοιξε την πόρτα του δωματίου της κι άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα τις σκάλες προς το σαλόνι. Κάποια στιγμή είδε από ψηλά τη μητέρα της να κάθεται μόνη στον καναπέ με το πρόσωπό της μέσα στα δυο της χέρια. Τα μαλλιά της έφταναν μέχρι τη μέση της και τα καλλίγραμμα πόδια της ήταν ελαφρώς γερμένα στο πλάι. «Τι όμορφη που είναι!» σκέφτηκε η Ηλέκτρα. «Αλλά, μήπως αρρώστησε κι ο μπαμπάς έτρεξε να φωνάξει τον γιατρό;» Ούτε να το σκέφτεται, τους σιχαινόταν τους γιατρούς. Ηλέκτρα

13


140 × 210  SPINE: 5.4  FLAPS: 80

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

0_cover_pisia.indd 1

ΔΈΚΑ ΚΑΡΈ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

ΜΑΊΡΗ ΠΊΣΙΑ • ΖΩΉ ΣΕ

ISBN 978-960-564-163-4

ΜΑΊΡΗ ΠΊΣΙΑ

Τ

ο βλέμμα εστιάζει κι ο φακός γίνεται καθρέφτης ψυχών, μια λίμνη που στην επιφάνειά της αναγνωρίζουμε στιγμές από την καθημερινότητά μας, αυτή που αδιάφοροι ή αδύναμοι προσπερνούμε, γιατί το βήμα βιάζεται, γιατί η μοναξιά βιάζει, γιατί έχουμε ξεχάσει τα φώτα της αλήθειας μας σβηστά. Όμως η ζωή σπαρταρά στο δρόμο. Κι οι δρόμοι κόβουν σαν το χαρτί… Ένα παιδικό δάκρυ ταράζει την ψυχρή στασιμότητα της λίμνης κι από τα νερά της ξεπηδούν πλάσματα υπέροχα, μοναδικά, που αψηφούν το φόβο και περνούν απέναντι, που γδύνονται το χρώμα, την ταυτότητα και κάθε τους διακριτικό, για να ανήκουν κάπου, ψυχές-νιφάδες σ’ έναν ανέμελο χιονοπόλεμο, νότες δεμένες αρμονικά σε μια ροκ μπαλάντα που οι στίχοι ακολουθούν τα όνειρά τους. Διαφορετικές ζωές που διψούν για αγάπη, πεινούν για αγκαλιά, παιδιά που δεν γνωρίζουν ή δεν ορίζουν ακόμα τον κόσμο, αυτόν που σκληρός σαν την πέτρα γδέρνει τα γόνατα της ψυχής τους, σαν αρπακτικό χέρι αλώνει την αθωότητά τους, ανήμπορος να τ’ αγαπήσει, να τους χαρίσει έναν τόπο για να καρπίσουν, να τους κεράσει μια κουταλιά απ’ όσα δικαιούνται να ονειρεύονται σαν το κρυμμένο βάζο της μαμάς με το γλυκό τριαντάφυλλο. Δέκα ιστορίες, δέκα ήρωες παιδιά, που ακολουθούν το δικό τους δύσκολο δρόμο, δυνατά μέσα στην αδυναμία τους, προσηλωμένα στα ρίγη των επιθυμιών τους, γαντζωμένα με τα άμαθα χέρια τους στον τοίχο που χτίζεται ερήμην τους, γιατί νιώθουν πως πίσω του ανασαίνει η άνοιξη. Τη μήτρα τους αναζητούν, αυτή που τους δένει με τη ρίζα της ύπαρξής τους, αυτήν που πόνεσε για να τους ανοίξει δρόμο στη μαγεία της ζωής, μιας ζωής σε δέκα καρέ...

ωη σε z δεκα καρε

H Μαίρη Πίσια γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Από το 1990 εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση ως εκπαιδευτικός. Το 2009 κάνει την πρώτη της παρουσία στον χώρο του βιβλίου με τη συμμετοχή της στη συλλογή διηγημάτων «7 ψυχές, 7 ζωές» (εκδ. Χρ. Δαρδανός). Το 2011 και το 2012 δύο θεατρικά της έργα παρουσιάστηκαν στο διεθνές φεστιβάλ του θεάτρου Πέτρας και στα πολιτιστικά δρώμενα του δήμου Ιλίου, από την ομάδα «Ερωτέχνες». Έχει συμμετάσχει σε ομάδες δημιουργικής γραφής και σε ποιητικά αφιερώματα ενώ κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά. Η τριλογία της με τίτλο «Τρεις δράκοι, μα τι δράκοι!» ήταν το πρώτο της ατομικό έργο και εκδόθηκε το 2013 από τις εκδόσεις Οσελότος. Ζει στην Αθήνα, είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά.

5/6/2014 12:23:18 PM


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.