Αφελής φονξιοναλισμός: Το κρίσιμο ενδεχόμενο της δημιουργίας τόπων

Page 1





ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔ. ΕΤΟΣ 2017-2018

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΑΦΕΛΗΣ ΦΟΝΞΙΟΝΑΛΙΣΜΟΣ: ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΠΩΝ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Α.Μ.: 1264 Επιβλέπων Καθηγητής ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΠΑΝΕΤΣΟΣ

Πάτρα, 27 Ιουνίου 2018



Περίληψη

Abstract

:


Ο Gordon Matta-Clark εισάγει -με τα ζητήματα λειτουργικότητας που προκύπτουν μέσα από το έργο του- μία προβληματική-πολεμική για το φονξιοναλισμό και τις επιπτώσεις του στη μεταπολεμική πόλη. Ο φονξιοναλισμός, που υιοθετήθηκε σε διεθνή κλίμακα, με τις δογματικές του επιβολές και τη λειτουργική του πόλη που κατέτασσε τη καθημερινότητα του ανθρώπου σε κατηγορίες, δημιούργησε ένα αφιλόξενο περιβάλλον για την κατοίκηση και τη ζωή του ανθρώπου. Κατέστρεψε τον τόπο του με την αφέλειά του. Η αποτυχία του φονξιοναλιστικού μοντερνισμού να διατηρήσει το εκ προθέσεως κοινωνικό του πρόταγμα και ανθρώπινο πρόσωπο, οδήγησε σε ουτοπικές-φανταστικές αναζητήσεις με αυτοσκοπό την εξολοκλήρου κριτική του μοντερνισμού και της κοινωνίας που τον υιοθέτησε, μιας και η αρχιτεκτονική πρακτική φαινόταν να μην δύναται να υλοποιήσει -στην υπάρχουσα κοινωνία- οποιοδήποτε κοινωνικό του όραμα. Μέσα στο πλαίσιο της κριτικής και του επαναπροσδιορισμού, κι εφόσον τα ζητήματα που προέκυψαν είναι υπαρκτά, με πιο νηφάλια αντιμετώπιση άλλοι αρχιτέκτονες επιδόθηκαν στην αναζήτηση ενδεχομένων ικανών να υπερβούν τον αφελή φονξιοναλισμό. Οι -διάφορες- νέες προσεγγίσεις οδήγησαν σε νέες τάσεις και ρεύματα, μετά το μοντέρνο. Η άνοδος των τοποφιλικών θεωρήσεων και η διάθεση επανεξανθωπισμού της αρχιτεκτονικής, όμως, βρίσκει την πλήρη έκφρασή του σε μία τάση, -πέρα των διαθέσεων υπερβάσεων, μα προς την δημιουργία τόπων- αυτήν του «Κριτικού τοπικισμού». Ο κριτικός τοπικισμός, ως ένα σύνολο αρχών-προσεγγίσεων απέναντι στα ζητήματα περί του τόπου παρουσιάζεται ως το κριτικό εκείνο παράδειγμα απέναντι στις καταστροφικές συνέπειες του αφελή φονξιοναλισμού. Σε αυτό, το ενδεχόμενο του τοπικού, στο οποίο ενέχεται ο «άνθρωπος» και η «κατοίκησή του», το οικουμενικό συγκεκριμενοποιείται και το πραγματικό λαμβάνεται υπόψιν. Σε αντίθεση, στην περιγραφή της πραγματικής πόλης από τον Rem Koolhaas, τη «Γενική Πόλη», η αποδοχή του πραγματικού είναι η αφετηρία και δε συγκεκριμενοποιείται τίποτα. Το γενικό επικρατεί ως το μόνο ενδεχόμενο. Με βάση τα παραπάνω, επιχειρείται να παρουσιαστεί το κρίσιμο ενδεχόμενο της δημιουργία τόπων.


Gordon Matta-Clark introduces - with the issues of functionality that arise through his work - a problematic-warfare about functionalism and its effects on the post-war city. Functionalism, adopted on an international scale, with its dogmatic impositions and its functional city, which has classified man’s daily routines, created an inhospitable environment for human habitation and life. Ruined his place due to its naïve-ness. The failure of functionalistic modernism to preserve its intentional social project and human face, led to utopian-fantastic quests with the ultimate goal of criticizing modernity and the society that adopted it, since architectural practice seemed unable to materialize -in the existing society- any social vision. Within the framework of criticism and redefinition, and since the issues that have arisen are real, with a more sober attitude other architects have been involved in the search of possibilities capable of overcoming naive functionalism. The -various- new approaches have led to new trends, post-to-modern. The rise of topophilic theories and the tendency for rehumanizing architecture, however, finds its full expression in a tendency -in a completely different attitude that of supererogation thus making places- that of “Critical regionalism”. Critical regionalism, as a set of principles-strategies facing the issues on the phenomenon of place is presented as a critical paradigm in opposition to the destructive consequences of naive functionalism. In this, the possibility of the local, involving the “man” and his “habitation”, the universal is concrete and the real is taken into account. In contrast, in the description of the real city by Rem Koolhaas, “The Generic City,” the acceptance of the real is the starting point and nothing concrete is made. The general prevails as the only possibility. Based on the above, it is attempted to present the critical possibility of making places.


Περιεχόμενα

:


Εισαγωγή .

.

Αφελής Φονξιοναλισμός . Ζητήματα λειτουργικότητας: . Gordon Matta-Clark Διάλυση και κριτική των CIAM .

. 15

9

. 16 . 31

Η συνειδητοποίηση της αφέλειας . Κριτική των CIAM .

. .

Team 10 και άλλες Ουτοπίες και . Παραπάνω κριτική

. 45

Το ζήτημα του κριτικού χαρακτήρα . Το ζήτημα του ενδεχομένου .

. .

32 37

46 77

Το κρίσιμο ενδεχόμενο της δημιουργίας τόπων 87 Κριτικός τοπικισμός. . 88 Το ενδεχόμενο του τοπικού . Γενική πόλη. . 106 Το ενδεχόμενο του γενικού . Συμπεράσματα .

. 125

Βιβλιογραφία . Εικονογραφία .

. 136 . 136



Εισαγωγή

: 9


Αφορμή της συγκεκριμένης εργασίας αποτελεί η ζωή και το έργο του Gordon Matta-Clark. Ο ίδιος, πολέμιος των απολυταρχικών πτυχών του Λεκορμπυζιανού πολεοδομικού σχεδιασμού επιδόθηκε σε μια σειρά από αρχιτεκτονικά ατυχήματα και παραφραστικά λογοπαίγνια, ειρωνικά προς τον φονξιοναλισμό και τα φονξιοναλιστικά μάντρα του Le Corbusier, από το «ιερό» βιβλίο του Για μια Αρχιτεκτονική. Με τον ίδιο τρόπο που παράφραζε τις σελίδες του θεμελιώδους αυτού βιβλίου για το φονξιοναλιστικό μοντερνισμό και παρήγαγε αντι-λειτουργικά αντίστοιχα, επενέβαινε με το σώμα του σε υπάρχουσες δομές του αστικού ιστού με μια παράδοξη διεργασία: έχτιζε καταστρέφοντας. Η αποδοχή του υπάρχοντος δε συνάδει με μια παθητική στάση παρά με ενεργητική διεργασία προς ανακάλυψη άλλων πραγμάτων μέσω αυτών. Όσο, μάλιστα, «αποδεχόταν» το τρωτό του σώμα και «χτίζοντας» -με αυτό- ερχόταν αντιμέτωπος με την αμηχανία της εμπειρίας της κλίμακας. Με αφετηρία τα ζητήματα λειτουργικότητας που εισάγει ο Gordon Matta-Clark, θα επιχειρήσω να αναδείξω το αφελές του φονξιοναλισμού. Η ενασχόληση του ως καλλιτέχνη αλλά με σπουδές αρχιτεκτονικής, στο πεδίο τη πόλης, ο τρόπος του να την αντιμετωπίσει διαφορετικά, η κριτική του και η αντίληψή του για την πραγματικότητα, το χτισμένο περιβάλλον και τη διαχείριση αυτού καθώς και η διαδικασία παραγωγής χώρου και νοήματος απέναντι σε μεγέθη και έννοιες αποτελεί αφορμή και σημαντικό στοιχείο της παρούσας εργασίας.

10

Η συνειδητοποίηση της αφέλειας του αφηρημένου και δογματικού φονξιοναλισμού, ιστορικά, γίνεται εμφανής από τη δημιουργία της ομάδας Team 10, μέσα στον πυρήνα του (φονξιοναλιστικού μοντερνισμού), στα διεθνή συνέδρια CIAM. Με αρχή την αντίδραση των μελών της -μετέπειταομάδας και την απόρριψη από πλευράς τους της ορθολογικής «λειτουργικής πόλης» μέχρι την ίδρυση του Team 10 (X) και την οριστική διάλυση των CIAM. Η κριτική της ομάδας στους προκατόχους τους καθώς και οι στόχοι τους, φανερώνουν τους λόγους της αντίδρασης-κριτικής και τα ζητήματα τα οποία έχουν προκύψει και τους απασχολούν.


Ο μύθος του Team 10 αποτελεί την κριτική εκ των έσω, ενώ παράλληλα, υπογραμμίζει δύο κρίσιμες στιγμές. Τη διάλυση των CIAM και την έξαρση ενός ευρύτερου κριτικού μεταπολεμικά λόγου στην αρχιτεκτονική, ανοίγοντας το δρόμο για τη μετά το μοντέρνο -αρχιτεκτονική- εποχή. Η κριτική και εκ τω έξω που (συν-) υπάρχει επιβεβαιώνει μια γενικότερη κατάσταση κριτικής απέναντι στην αξιοπιστία του δογματικά ορθολογικού φονξιοναλιστικού μοντερνισμού και της κοινωνίας την οποία θέλησε να μετασχηματίσει, ενώ εν τέλει ένας αμφίθυμος αφομοιωτικός ρόλος μετασχημάτισε την -επιθυμητή κατά τα άλλα- εργαλειακότητα της αρχιτεκτονικής (ως μέσο κοινωνικού μετασχηματισμού). Μετά από τη διερεύνηση του -κριτικού- χαρακτήρα αυτής της κριτικής, σαν αποτέλεσμα της κλονισμένης σύνδεσης της αρχιτεκτονικής πρακτικής και της πίστης σε αυτή, που ως συνέπεια είχε την έξαρση φαντασιογενών σχεδίων ουτοπικού προσανατολισμού, προκύπτει το ζήτημα του ενδεχομένου. Η αναγκαιότητα μιας πιο νηφάλιας αντιμετώπισης των κρίσιμων ζητημάτων που έχουν τεθεί, αρχικά από το Team 10 κι από τη μετέπειτα κριτική -της αποτυχίας- του Μοντέρνου Κινήματος. Η παρουσιαζόμενη διερεύνηση των άνω ζητημάτων και της κριτικής εστιάζει στον -αφελή- φονξιοναλισμό του μοντέρνου κι όχι στο σύνολο ή τα όρια του κινήματος. Είτε μέσα από τον πυρήνα του είτε έξω από αυτόν, τα παραδείγματα αφορούν -αν δεν αποτελούν, μάλιστα- μέρος της παράδοσης του μοντέρνου. Εξαίρεση στο παραπάνω αποτελούν οι Καταστασιακοί. Η κριτική τους -και η γενικότερη συμβολή-επιρροή τους στην υπόλοιπη, παρουσιαζόμενη, κριτική- αποτελεί σημαντικό στοιχείο, διότι επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό την κριτική που ασκήθηκε στον φονξιοναλισμό και τη μοντέρνα κοινωνία γενικότερα, με την κριτική τους αλλά και τις ιδέες τους για την πόλη και πολεοδομία. Οι καταστασιακοί διακρίνοντας στον μοντέρνο κόσμο και άνθρωπο την θεαματοποίησηή του καθώς και βλέποντας την πόλη ως εργαλείο-μέσο για την συνειδητοποίηση του ατόμου της αλλοτρίωσής του, αντιτίθετο στο φονξιοναλισμό και την φονξιοναλιστική αρχιτεκτονική ως συμβάλλουσα και καταστροφική.

11


Προτείνουν τακτικές μέσα στην πόλη που μπορούν να επιφέρουν μια κάποια αλλαγή· δίνοντας, μάλιστα, έμφαση σε κοινωνικούς και ψυχικούς συντελεστές· όπως η καθημερινή ζωή, η επιθυμία, τακτικές-δράσεις μέσα στο σκηνικό της πόλης, καθώς και η χειραφέτηση του καταπιεσμένου σώματος και φαντασίας από τον καπιταλισμό. Θέματα που συγγενεύουν -σε ένα ειδικότερο πλαίσιο, αυτό της αρχιτεκτονικής- με αυτά που εισήγαγαν οι Team 10 και που γενικότερα απασχόλησαν τον μεταπολεμικό αρχιτεκτονικό λόγο και σχετίζονται -είτε άμεσα είτε συνεκδοχικά- με τον άνθρωπο και τον τόπο του. Η συγκρότηση ενός κριτικού λόγου – με αναφορά τον άνθρωπο, την κοινωνία και τον τόπο – συνιστά μια νηφάλια προβληματική ως προς τη δημιουργία τόπων. Με βάση τα παραπάνω, στόχος της εργασίας αποτελεί το κρίσιμο ενδεχόμενο της δημιουργίας τόπων. Η εξέταση ενός τέτοιου ενδεχομένου μας οδηγεί στον «Κριτικό τοπικισμό». Αν και η ιδέα του τόπου είχε εισχωρήσει, σε ένα ευρύ πλαίσιο, στον αρχιτεκτονικό λόγο καθώς και το αίτημα επανεξανθρωπισμού της αρχιτεκτονικής -που ήδη σε διεθνές επίπεδο οι Team 10 είχαν εισάγει- κατέλαβε σημαντική θέση, τελικά, σε έναν «κριτικό τοπικισμό», εκφράζονται με μεγαλύτερη ευαισθησία και υπευθυνότητα, δίχως πληθωρικές εκφάνσεις αρχιτεκτονικών στυλ.

12

Παράλληλα, σημαντικό στοιχείο ως προς την επιλογή διερεύνησης του «Κριτικού τοπικισμού» αποτελεί το γεγονός πως εκφράστηκε ως μία μέθοδος-τακτική αντιμετώπισης ζητημάτων που προέκυψαν κατά τη μοντέρνα παράδοση από την «αφέλεια» ενός δογματικού φονξιοναλισμού κι ενός «νοσούντα» μοντερνισμού – είναι ένα άλλο, αλλά ακόμα μοντέρνο. Η έγνοιά του για τον τόπο προκύπτει από τη διάθεση επανεξανθρωπισμού της αρχιτεκτονικής, ενώ το τοπικό φέρει τη στάση «υπευθυνότητας» για τον τόπο, τον ανθρώπινο και κοινωνικο-πολιτισμικό παράγοντα – αν και είναι, θέλει να υπερβεί, το μοντέρνο.


«…Η διερεύνηση του τοπικού χαρακτήρα αποτελεί προϋπόθεση για να φτάσουμε στο συγκεκριμένο και το πραγματικό, για να αποκτήσει και πάλι η αρχιτεκτονική ανθρώπινο πρόσωπο»1

– Αλέξανδρος Τζώνης και Liane Lefaivre.

Η αναγκαιότητα του τοπικού παρουσιάζεται ως μία αντίσταση και κριτική – το τοπικό ως ενδεχόμενο. Σε συνέχεια και με την άνοδο της ιδέας του τόπου στη φιλοσοφική σκέψη και αρχιτεκτονική, εξετάζεται ο «Κριτικός τοπικισμός» ως το ενδεχόμενο του τοπικού. Σαν σε αντίθεση, στη συνέχεια, και για να ολοκληρωθεί η διερεύνηση του κρίσιμου ενδεχομένου της δημιουργίας τόπων, επιλέγεται ως παράδειγμα η «Γενική πόλη» του Rem Koolhaas. Η Γενική πόλη, με την πόλη σαν αεροδρόμιο – όλες ίδιες, περιγράφει τη σύγχρονη πόλη, με κρίσιμο παράγοντα την αποδοχή της πραγματικής πόλης όπως αυτή είναι. Αντιδρώντας στο ζήτημα της ταυτότητας και του χαρακτήρα, εδώ, με κινηματικές περιγραφές («Κάτω ο χαρακτήρας!»), απορρίπτεται το τοπικό, προτάσσοντας το γενικό. Στο παράδειγμα αυτό η τοπικότητα γίνεται γενική, αποκτά εφήμερα χαρακτηριστικά και σχετίζεται με την κίνηση παρά με συγκεκριμένα γεωγραφικά χαρακτηριστικά και οποιαδήποτε «ιδιαίτερη» και «συγκεκριμένη» ταυτότητα. Η ομοιογενοποίηση η οποία λαμβάνει χώρα φέρνει το οικουμενικό-παγκόσμιο στο γενικό τόπο, ως μια διαδικασία απομάκρυνσης της ταυτότητας, σε αντίθεση με το ενδεχόμενο του τοπικού. Με παράδειγμα τη «Γενική πόλη» του R. Koolhaas, εξετάζεται το ενδεχόμενο του γενικού, ως ένα, άλλο, ενδεχόμενο τόπου. Επιπλέον διαφορά σε σύγκριση με το ενδεχόμενο του τοπικού και τον «Κριτικό τοπικισμό», αποτελεί το γεγονός πως η «Γενική πόλη» δεν αποτελεί μια οποιαδήποτε πρόταση αντιμετώπισης κάποιου ζητήματος ή οποιαδήποτε μεθοδολογία-τακτική παρά μια περιγραφή της σύγχρονης πόλης σε μια κατάσταση αποδοχής της πραγματικότητας. 1 Frampton Kenneth [2009], Μοντέρνα Αρχιτεκτονική. Ιστορία και Κριτική, 4η Έκδοση (αναθεωρημένη και συμπληρωμένη), Αθήνα: Θεμέλιο, σελ. 287

13


Με την ίδια λογική, το γενικό ως ενδεχόμενο, παρουσιάζεται ως μια εξέταση των χαρακτηριστικών και των συνιστωσών του – γενικού. Στο τέλος της εργασίας, έχοντας διερευνήσει τα προηγούμενα, επιχειρείται να συσχετιστεί το ενδεχόμενου του τοπικού και γενικού -τόπου.

14


Αφελής Φονξιοναλισμός

..

15


. Gordon Matta-Clark Ζητήματα λειτουργικότητας

. 16


Αυτό που κάνει σημαντικό το έργο του Gordon Matta Clark για την παρούσα ερευνητική εργασία, είναι η απόφαση του ίδιου να επιλέξει ως πεδίο δράσης την πόλη.1 Η επιλογή του αυτή καθώς και ο τρόπος ζωής του, στο ερημωμένο Soho, θα τον φέρει αντιμέτωπο με τις μεγάλες αλλαγές που θα επιφέρει στην αστική εικόνα της μητροπολιτικής Νέας Υόρκης, η επιρροή του Le Corbusier και οι απολυταρχικές πτυχές του Λεκορμπυζιανού πολεοδομικού σχεδιασμού, όπου σύμφωνα με τον James Atlee, συχνά, με ενθουσιασμό υιοθετήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες.2 Οι συνθήκες αυτές και το περιβάλλον ανοικοδόμησης και κατεδάφισης, που από μικρή ηλικία είχε ως φόντο, θα επηρεάσει τον τρόπο που αντιμετωπίζει την πόλη, ως αντίληψη και ως πρακτική.3 Ο ίδιος, βλέπει με «ρομαντισμό τα εγκαταλελειμμένα κτήρια, που διατηρούσαν την ταυτότητα της πόλης την ώρα που γειτονικές περιοχές γκρεμίζονταν.»4 Ταυτόχρονα, «αναγνωρίζει το ερείπιο ως μέρος του τοπίου, το οποίο αποτελεί την κοινωνική, ιστορική, ιδεολογική και φυσική συνθήκη και πληροφορία, δομικό στοιχείο της οποίας αποτελεί ο εικαστικός. Το ενεργοποιεί ως ένα τόπο καθ’ ολοκληρίαν σχηματοποιημένο από τη φύση και την τεχνική μέσω του νοήματος και της πληροφορίας.»5 Ο Matta-Clark πίστευε στη χρησιμότητα του υπάρχοντος και της πραγματικότητας αυτού ως μέσο για άλλες πραγματικότητες. Η αρχιτεκτονική έγινε για τον ίδιο μία αόριστη, απελευθερωμένη μορφή έκφρασης, όπου κάθε διαδρομή γίνεται αντιφατική, παράδοξη και τελικά πιθανή.6 1 Στράτου Αλεξάνδρα, Κωνσταντινίδη Στέλλα (Askarchitects) [2016], «Splitting, Gordon Matta-Clark, New Jersey – ΗΠΑ, 1974», στο Πανέτσος Γεώργιος (επιμ.) [2016], Αφετηρίες, σελ. 142-145, Τόμος 1, Αθήνα: Δομές, σελ. 142. Σε μια εποχή, μάλιστα, όπου η land art ανθεί. 2 James Attlee [Spring 2007], «Towards Anarchitecture: Gordon Matta-Clark and Le Corbusier», Tate Papers, no.7, στο http://www.tate.org.uk/research/publications/ tate-papers/07/towards-anarchitecture-gordon-matta-clark-and-le-corbusier (Τελευταία επίσκεψη 20 Μαΐου 2018), σελ 7 [Όπου οι σελίδες, από τη διαθέσιμη προς εκτύπωση έκδοση.] 3 Ό.π., σελ 7 4 Στράτου Αλεξάνδρα, Κωνσταντινίδη Στέλλα (Askarchitects) [2016], ό.π., σελ 143 5 Βασιλοπούλου Χριστίνα, Ηλιάδη Ιουλία [2016], «Conical Intersect, Gordon Matta-Clark, Παρίσι – Γαλλία, 1975», στο Πανέτσος Γεώργιος (επιμ.) [2016], Αφετηρίες, σελ. 146-151, Τόμος 1, Αθήνα: Δομές, σελ 149 6 Eleni Axioti, [March 2009], «The interruptive spaces of Gordon Matta-Clark», floater,

17


Ή όπως λέει ο Jean-Luc Godard: «It is not necessary to create a world, but the possibility of a world»7 Σε μια συνέντευξή του, ο Matta-Clark, αναφέρει: «Γιατί να κρεμάμε έργα στους τοίχους όταν ο ίδιος ο τοίχος είναι ως μέσον πολύ μεγαλύτερη πρόκληση; Η αίσθησή μου είναι ότι η περιορισμένη αυτή αντίληψη προσβάλλει και τα δύο επαγγέλματα» (του αρχιτέκτονα και του καλλιτέχνη). «Τα αφαιρούμενα πλήρη, όσο και τα κενά που παράγονται, γίνονται αντικείμενα έκθεσης. Τα μεν πλήρη ως θραύσματα και μαρτυρίες εκτίθενται σε γκαλερί, τα δε κενά συνθέτουν μια χωρική και γλυπτική εμπειρία, που αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα κτήρια.»8

[1] Gordon Matta-Clark creating Garbage Wall, Νέα Υόρκη (Brooklyn), 1971

18

«Κατά τον Gordon Matta-Clark, η ύπαρξη του κτηρίου ως αντικειμένου και ως χώρου δεν περιορίζεται, ούτε και εξαντλείται, στη χρηστικότητά του.»9 issue 02 (System False), στο http://floatermagazine.com/issue02/The_Interruptive_ Spaces_of_Gordon_Matta-Clark/ (Τελευταία επίσκεψη 21 Μαΐου 2018) 7 Ό.π.. H ίδια σημειώνει: Jean-Luc Godard cited in Robert Stam (ed.), Reflexivity in Film and Architecture, From Don Quixote to Jean-Luc-Godard, New York: Columbia University Press, 1985. 8 Στράτου Αλεξάνδρα, Κωνσταντινίδη Στέλλα (Askarchitects) [2016], ό.π., σελ. 143 9 Ό.π., σελ 144


Υπάρχουν πολλοί πιθανοί τρόποι να χρησιμοποιήσεις ένα κτήριο, θα λέγαμε λοιπόν σύμφωνα με τα προηγούμενα. «Αναφερόταν στους χώρους του, αυτούς που δημιουργούσε με τις παρεμβάσεις του σε υπάρχουσες δομές, ως «διακοπές» [«“interruptions”: gaps, voids, leftovers or undeveloped places», Eleni Axioti, The interruptive spaces of Gordon Matta-Clark]: διακοπές στην καθημερινή μας κίνηση.10

[2] Gordon Matta-Clark, Bronx Floor: Floor Hole, Νέα Υόρκη, 1972

«Περνούσε (ο Gordon Matta-Clark) μέσα από τοίχους και πόρτες, πατώματα και ταβάνια, στέγες και θεμέλια»11, μας πληροφορεί η Ελένη Αξιώτη. Εξάλλου δεν είναι μόνο η πόρτα ένα άνοιγμα, ένα πέρασμα. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτό που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική του Gordon Matta-Clark είναι ο αντιφονξιοναλισμός. Ωθεί την λειτουργικότητα των κτιρίων του σε σφάλματα. Παράγει αρχιτεκτονικά ατυχήματα.12 Το να αντιληφθεί κανείς με ένα νέο τρόπο ένα αντικείμενο αποτελεί μια ιδιαίτερη από μόνη της διεργασία. Η επεξεργασία του υπάρχοντος προϋποθέτει χρόνο και κόπο. Η ανοικονομία που χαρακτηρίζει τα έργα του G. Matta-Clark αποτελεί την χειρωνακτική-σωματική έκφραση αυτής του της διαδικασίας. 10 Eleni Axioti, [March 2009], ό.π. 11 Ό.π. 12 Ό.π.

19


[3] Gordon Matta-Clark, Untitled (Anarchitecture) [φωτογραφία], 1974

20

«Οι χειρονομίες στα έργα του καλλιτέχνη πραγματοποιούνταν με μεγάλη ποσότητα ανθρώπινου μόχθου, δυσανάλογη μάλλον με το προφανές αποτέλεσμα μια τομής σε ένα κτήριο. Αυτού του είδους η ειρωνεία θυμίζει λίγο, όπως άρεσε στον ίδιο να λέει, σκηνές από βουβό κινηματογράφο, όπου ο πρωταγωνιστής με μεγάλη σοβαρότητα μοχθεί να κάνει σχεδόν πρωτόγονες πράξεις, όπως και να μετακινεί πέτρες, καταλήγοντας πάντα σε μια τρανή ματαίωση. Όπως στην παρασκευή φαγητού, έτσι και στο κτήριο, ο ίδιος, το πριόνι, ο πρώην ένοικος, οι παράγοντες της φύσης, η κοινωνική εντροπία, αποτελούν την πρώτη ύλη μιας αλχημιστικής διεργασίας μετασχηματισμού των καταλοίπων και των απολιθωμάτων, αυτή τη φορά, της πόλης.»13 Επιπλέον, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην έννοια της αποτελεσματικότητας και της χρησιμότητας. Ο φονξιοναλισμός ενστερνίζεται τις άνω έννοιες, ώστε να μεγιστοποιήσει το βαθμό της – προς όφελός της – λειτουργικότητας. Από το «λειτουργικό προσόν» προκύπτει και η απλότητα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, η οποία εξήρε τη γοητεία της «μηχανής». «Οι μηχανές ενσωμάτωναν τις περισσότερο εκτιμούμενες ηθικές αξίες τη εποχής. Ήταν η πεμπτουσία της αποτελεσματικότητας και της οικονομίας.»14 13 Βασιλοπούλου Χριστίνα, Ηλιάδη Ιουλία [2016], ό.π., σελ. 149 14 Brolin Brent C. [1978], Η αποτυχία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, Αθήνα: Γεώργιος


Όπως «πολλοί από τους χρήστες των προϊόντων της μοντέρνας αρχιτεκτονικής αντιτάσσονταν στην ιεραποστολικού χαρακτήρα εμμονή της να τους επιβάλλει έναν ορισμένο τρόπο ζωής και μέσω της διαμόρφωσης των σπιτιών τους, έπαιρναν τα πράγματα στα χέρια τους, επιφέροντας αλλαγές, όπου αυτό ήταν εφικτό -όπως έκαναν στο Pessac, έναν οικισμό δίπλα στο Μπορντώ που σχεδίασε για τους εργάτες της βιομηχανίας του Henri Fruges ο Le Corbusier στα μέσα της δεκαετίας του 1920 (το 1990 τα σπίτια αναγνωρίστηκαν ως σημαντικά έργα της αρχιτεκτονικής και ανακαινίστηκαν στην αρχική μορφή τους)· είτε εκδηλώνοντας αντικοινωνικές συμπεριφορές και καταστρέφοντας ό,τι μπορούσαν»15, έτσι και ο Gordon Matta-Clark «ξαναέγραψε τους κανόνες προτείνοντας μια αρχιτεκτονική που δεν τελειώνει όταν πραγματοποιηθούν τα σχέδια του αρχιτέκτονα, αλλά εξελίσσεται συνεχώς μέσα από την κατοίκησή της.», «απελευθέρωσε το κτήριο από τη στιγμή της δημιουργίας του».16 «Η αξία του αντικειμένου ή του εγχειρήματος για τον καλλιτέχνη εντοπίζεται όχι στην πιθανή χρήση του, αλλά σε ένα λειτουργικό επίπεδο τόσο παράλογο που γελοιοποιεί την έννοια της λειτουργίας. Εναντιώνεται σε μια χρησιμοθηρική και λειτουργιστική λογική και προτείνει την αλλαγή της κοινής αντίληψης για την παραμονή στον αστικό χώρο και την κατοίκηση.»17 Πόσο μεγάλη ποσότητα ανθρώπινου μόχθου χρειάζεται, εξάλλου, για να χτίσεις -χτίζοντας;

[4] Gordon Matta-Clark, Cut Drawing, 1974

Σ.Κατσούλης, σελ. 50-52. Επίσης, βλ. σελ. 27, 35-36 15 Λέφας Παύλος [2013], Αρχιτεκτονική. Μια ιστορική θεώρηση, Αθήνα: Πλέθρον, σελ. 227 16 Στράτου Αλεξάνδρα, Κωνσταντινίδη Στέλλα (Askarchitects) [2016], ό.π., σελ. 145 17 Βασιλοπούλου Χριστίνα, Ηλιάδη Ιουλία [2016], ό.π., σελ 147

21


«Εμπνέεται από το πρωτοποριακό κινηματογραφικό έργο του Antony McCall «Line describing a cone» [1973], όπου, κατά τα τριάντα λεπτά της ταινίας, η ακτίδα φωτός που απελευθερώνεται από την οπή της μηχανής προβολής μέχρι την επιφάνεια προβολής μετασχηματίζεται από γραμμή σε κωνικό όγκο φωτός.»18 Στο έργο αυτό, η λειτουργία της μηχανής προβολής παύει να είναι -μονάχα- η συνηθισμένη της, μία μηχανή-προβολής ενός κινηματογραφικού έργου το οποίο παρακολουθούμε. «Πρόκειται για μια μη-υλική μορφή, μια κυριολεκτική απουσία κατά την οποία, καθώς φαίνεται, συλλαμβάνει τη δυνατότητα ύπαρξης μέσω της απουσίας, τη δυνατότητα να δημιουργηθεί χώρος χωρίς χτίσιμο, ένα είδος «μεταφορικού κενού», «αρνητικού χώρου», υπολειπόμενου χώρου και απορρίμματος.»19 Ο ίδιος παράγει, έστω μέσω της αφαίρεσης, παίρνοντας μία θέση απέναντι στο -εν δυνάμει- έργο του. Επεμβαίνει σε αυτό μετασχηματίζοντάς το. H θέση που παίρνει δηλώνει ότι κάτι κάνει να υπάρξει – μέσω όλης αυτής του της διεργασίας, της εργασίας που καταβάλει κι εκφράζει στη δομή του -υπάρχοντος- κτηρίου. Η βίαιη πρακτική του, αν μπορεί να τη χαρακτηρίσει κανείς έτσι, κατασκευάζει μία κατάσταση η οποία -πρώτ’ απ’ όλα- εκφράζεται με το σώμα του, και βρίσκει την έκφρασή του στην υπάρχουσα δομή της πόλης. Μία κατάσταση όπου η δομή κλονίζεται, αλλά δεν καταρρέει.20

22

«Είναι εύκολο να χαρακτηρίσει κανείς τις τομές του βίαιες. Πρέπει όμως, ως μεθοδολογία, να τις συγκρίνει με την μπάλα του κατεδαφιστή. Τότε θα φανεί η χειρουργική ευαισθησία που τις χαρακτηρίζει. Ο Gordon MattaClark σχοινοβατεί επινοώντας μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στο εξωτερικό και το εσωτερικό, το αστικό και το προαστιακό, το δημόσιο και το ιδιωτικό, το βίαιο και την ευαισθησία.»21 18 Ό.π., σελ 147 19 Ό.π., σελ 147 20 dpr-barcelona [January 26, 2012], «Deconstructing reality | Gordon Matta-Clark» στο https://dprbcn.wordpress.com/2012/01/26/gordon-matta-clark/ (Τελευταία επίσκεψη 21 Μαΐου 2018) 21 Στράτου Αλεξάνδρα, Κωνσταντινίδη Στέλλα (Askarchitects) [2016], ό.π., σελ.144


23 [5], [6] Gordon Matta-Clark, Conical Intersect, Παρίσι, 1975


Η τοπική επέμβασή του μπορεί μεν να αφήνει το -υλικό(;)της αποτύπωμα στο σώμα και τη δομή του εκάστοτε κτηρίου, το ίχνος όμως που αποτυπώνεται είναι γενικότερο – έχει γενικότερες συνεκδοχές: σχετίζεται συνεκδοχικά με την πόλη. «Οι τομές του λειτουργούν πέρα από το κτήριο, διαπερνώντας το για να διαβάσουν, μέσα από αυτό, την πόλη.»22 «Πάνω από όλα αφορούν την πόλη. Η επιλογή της θέσης τους και στο χώρο, αλλά και στα πολεοδομικά δρώμενα της εποχής, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Πάντοτε προτείνει τομές που ξεκινούν και τελειώνουν στο κέλυφος. Έτσι το κτήριο ανοίγεται προς την πόλη και γίνεται ένα όργανο παρατήρησής της, ενώ, ταυτόχρονα, η πόλη βλέπει μέσα στο κτήριο, ακόμη και μέσα από το κτήριο.»23 Το ενδιαφέρον του για την πόλη παρουσιάζεται ιδιαίτερα στο έργο του Conical Intersect.

24

Σύμφωνα με τον ίδιο, «τα κτήρια [που διατρυπά] δεν είναι ούτε αντικείμενα ούτε καλλιτεχνικό υλικό, αλλά δείκτες πολιτισμικής πολυπλοκότητας και ειδικών κοινωνικών συνθηκών μέσα στον αστικό ιστό.»24 «Η ιδέα του να πειραματισθεί διατρυπώντας ένα κτήριο συνέπεσε με τη συγκυρία της πρόσκλησής του για συμμετοχή στην Biennale του Παρισιού, την εποχή του μοντερνιστικού «οργίου», την περίοδο αστικών αναπλάσεων στο κέντρο της πόλης από τον ντε Γκώλ.»25 Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι «η περιοχή Les Halles του Παρισιού, ήδη από τη δεκαετία του 1930, αντιμετωπιζόταν από την πολιτεία ως ανθυγιεινός πυρήνας που έχρηζε καθαρισμού και εξυγίανσης, ενώ επί προεδρίας ντε Γκώλ τα σχέδια ανασυγκρότησης σφραγίζονται με την ανοικοδόμηση του Κέντρου Pompidou, αλλάζοντας τα χαρακτηριστικά, την εικόνα και την ιστορία της πόλης, οριστικά.»26 «Ο διασταλτικός φακός του «τηλεσκοπίου», που κατασκεύασε ο Matta-Clark, θα έδειχνε την αυλαία του Beaubourg. Πρόκειται για μια ανάποδη ματιά, που 22 Ό.π., σελ.144 23 Ό.π., σελ 145 24 Βασιλοπούλου Χριστίνα, Ηλιάδη Ιουλία [2016], ό.π., σελ. 149. Οι ίδιοι μας παραπέμουν στο Gloria Moure [2006], Gordon Matta-Clark: Works & Collecting Writings, Barcelona: Poligrafa, σελ. 182 25 Ό.π., σελ 149 26 Ό.π., σελ 149


προκύπτει από τη φωτογραφική και βιντεοσκοπική τεκμηρίωση του ίδιου, και θα διαχεόταν στο τοπίο με την αντιπαράθεση τεχνολογίας και ασθένειας, μνημειώδους αρρενωπότητας και νόσου. Μια λίγο πιο εστιασμένη ματιά του διατετρημένου ερειπίου θα διέκρινε το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης αντεστραμμένο. Η κλίμακα της κωνικής τομής, η έκθεση του εσωτερικού χρόνου, η εντροπία, ίσως να αποδομούν τη σαρωτική υπεροχή και να προκαλούν μια τομή στο συνεχές της γκωλιστικής προόδου.»27 «Η διάρρηξη στο ιστορικό συνεχές του κτηρίου επιτελείται, όπως αναφέρει ο ίδιος, μέσω μιας – φαινομενικά – αφηρημένης γεωμετρίας, μίξης κυκλικών ορίων, λαβυρινθώδους μονοπατιού προς το χρόνο· η «ζώσα αρχαιολογία» και εμφάνιση των επιπέδων του χρόνου εμφυτευμένων στα υλικά και στο χώρο, η μοναδικότητα της βιωματικής ιστορίας του κτηρίου, διακρίνονται μέσα από την πολυπόθητη για τον Matta-Clark έκπληξη. «Η τομή φαίνεται να μην είναι παρά μια πράξη που διαπερνά αυτό που περίμενες», αναφέρει ο ίδιος. Επικαλούμενος την «αρχαία, εσωτερική, βαθιά γνώση», τη συλλογική εμπειρία του κατοικείν, μέσω της ενεργοποίησης της μνήμης.»28

25

[7], [8] Gordon Matta-Clark, Splitting, New Jersey, 1974

27 Ό.π., σελ 150 28 Ό.π., σελ 150


«Το 1972, ίδρυσε το «Food», που λειτούργησε ως στέκι τους. Στόχος του ήταν να καταλύσει τα όρια ανάμεσα στις σωματικές ανάγκες του ανθρώπου και την καλλιτεχνική παραγωγή ως οικονομική, κοινωνική και πολιτική κριτική. Μέσα από αυτό, εξελίχθηκε η ομάδα «anarchitecture», που χρησιμοποιούσε σαν πρώτη ύλη τα κενά που άφηνε πίσω του ο μοντερνισμός. Η κριτική της εναντιώθηκε στην άκαμπτη αντιστοιχία χώρου και λειτουργίας – το κτίριο σαν μηχανή, του Le Corbusier. Ο ίδιος ο Matta-Clark περιγράφει την κίνηση «anarchitecture» ως τη διαδικασία παραγωγής χώρου χωρίς αυτός να κτίζεται.»29 Σε ένα γράμμα30 που ο G. Matta-Clark έστειλε στα υπόλοιπα μέλη [του Anarchitecture Group] της ομάδας για την έκθεση “Anarchitecture”, η οποία έγινε το 1974, στη 112 Greene Street στη Νέα Υόρκη, διακρίνει κανείς την πολεμική του στον φονξιοναλισμό.31 «Χαρακτηριστικά, είναι ένα κείμενο γεμάτο με χιούμορ, παράτολμη ορθογραφία και φαντασιακά σουρεαλιστικά καπρίτσια και λογοπαίγνια. Εξίσου χαρακτηριστικό, είναι ότι, με μια πιο κοντινή ματιά φανερώνεται να είναι στενά βασισμένο σε γραπτά γιγάντων του ευρωπαϊκού μοντερνισμού [και design] που είχε μελετήσει στο Cornell, ιδιαίτερα τον Γάλλο καλλιτέχνη και αρχιτέκτονα Le Corbusier.»32 Μέσα από μια διαδικασία παραγραμματισμού και λογοπαιγνίων, αλλάζει το νόημα δημοφιλών φράσεων από αρχιτέκτονες που επηρέασαν σημαντικά την πορεία της αρχιτεκτονικής.33

26

«Το πρώτο αντικείμενο που προτείνει να συμπεριληφθεί είναι ένας απλός πίνακας με τις λέξεις “NOTHING WORKS” γραμμένες πάνω του.»34 Με αυτή την αντι-φονξιοναλιστική δήλωση, την οποία περιγράφει στο γράμμα του ως μία αντίδραση στα 29 Στράτου Αλεξάνδρα, Κωνσταντινίδη Στέλλα (Askarchitects) [2016], ό.π., σελ 143 30 Στο γράμμα αυτό έστειλε τις προτάσεις του στα υπόλοιπα μέλη σχετικά με το τι θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στην έκθεση. 31 Βλ. James Attlee [Spring 2007], ό.π. 32 James Attlee [Spring 2007], ό.π., σελ. 3 33 Ό.π., σελ. 3 34 Ό.π., σελ. 3


[9] Gordon Matta-Clark, The Meeting/γράμμα προς Carol Gooden, 1973

εγκληματικά αξιώματα των «μοντέρνων σχεδιαστώνπολεμιστών», «έρχεται σε ευθεία αντίθεση με ολόκληρο το ήθος του ωφελιμιστικού μοντερνισμού». Ταυτόχρονα, με την δήλωση αυτή εκφράζει τη ζωή των κατοίκων στο κέντρο της Νέας Υόρκης των αρχών της δεκαετίας του 1970, όπου η πόλη ήρθε αντιμέτωπη με χρεωκοπία και συσσωρευμένα σκουπίδια στους δρόμους.35 Στο ίδιο κείμενο, ο James Attlee, προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει ένα, ακόμα, λογοπαίγνιο του Matta-Clark: «form fallows function», από το γνωστό ρητό του Louis Sullivan, «form follows function». Δίνοντας δύο ερμηνείες, στην πρώτη γράφει πως «αν αυτό το λογοπαίγνιο σημαίνει κάτι τότε υπαινίσσεται πως μια άκαμπτη προσκόλληση σε συγκεκριμένες ιδέες μορφής θα περιορίσουν τη χρησιμότητα ενός αντικειμένου ή ενός κτηρίου» και στη δεύτερη πως «ίσως πρέπει να επιτρέπεις στην εμφάνιση ενός αντικειμένου να σου προτείνει αυθόρμητα νέες χρήσεις, με τρόπο τέτοιο όπως ένα βαγόνι από ένα εκτροχιασμένο τρένο ξαφνικά γίνεται γέφυρα σε μια φωτογραφία που περιλαμβάνεται στην έκθεση Anarchitecture.»36 Ακόμη στο ίδιο γράμμα, ο Matta-Clark δε διστάζει να «κάνει σαφή την σχέση του με τον Le Corbusier προτείνοντας ακόμη 35 Ό.π., σελ. 3 36 Ό.π., σελ. 3

27


μια ιδέα για να συμπεριληφθεί»37 [στην έκθεση]: «AN MACHINE FOR NOT LIVING WITH AN EXTRACT FROM LECORBUSIER’S VERSO UN ARCHITEC (edge of paper destroyed) SHOWING THE VIRGIN MACHINE HE WANTS US ALL TO LIVE IN.»38 «Στη συλλογή με τα πολεμικά δοκίμια που περιέχονται στο Vers une Architecture, ο Le Corbusier επιχειρεί μία ριζοσπαστική σύνθεση της κλασσικής τελειότητας του Παρθενώνα και της σχεδιαστικής αισθητικής της εποχής της μηχανής. Η ίδια διαδικασία εφαρμοσμένη από μηχανικούς στο σχεδιασμό των πρόσφατων αεροπλάνων και υπερωκεανείων θα πρέπει να καθοδηγεί και τους αρχιτέκτονες, υποστηρίζει, στη δημιουργία κατοικιών και στο σχεδιασμό των πόλεων. Οι ανεπαρκείς και ανθυγιεινές κατασκευές του παρελθόντος θα πρέπει να πεταχτούν στα παλιοσίδερα, ακριβώς όπως ένας εργάτης απορρίπτει ένα ξεπερασμένο εργαλείο. Η ίδια η πόλη πρέπει να είναι εύτακτη και ευανάγνωστη, το παλαιό απόθεμα κατοικιών πρέπει να αντικατασταθεί με διαρρυθμίσεις από κατοικίες μαζικής παραγωγής. Το κείμενο έχει μια κάποιου είδους ποίηση, ένα ρυθμό από μόνο του, δημιουργεί μια ορμή καθώς προχωράει προς τα συμπεράσματά του που πρέπει να είναι σαγηνευτικά δύσκολο να αντισταθείς στις προ του τέλους μέρες του υψηλού μοντερνισμού. Εικονογραφημένο με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, που προέρχονται από την εκτεταμένη συλλογή του Le Corbusier με αποκόμματα τύπου και εικόνες από τον Παρθενώνα, από βιομηχανικά κτήρια, από καναδικές σιταποθήκες, αγωνιστικά αυτοκίνητα, αεροπλάνα, ατμόπλοια, ακόμη και ξύλινες πίπες. Το κείμενο φέρει στίχους με αφοριστικές δηλώσεις, μερικές από τις οποίες επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, σαν μοντερνίστηκα μάντρα, με μια οιονεί θρησκευτική ένταση»39:

28

«Η κάτοψη είναι ο γεννήτορας. Το σπίτι είναι μια μηχανή να κατοικείς. Μην ξεχνάς το πρόβλημα της αρχιτεκτονικής. Το πρόβλημα της κατοικίας δεν έχει ξεκάθαρα δηλωθεί..»40 37 38 39 40

Ό.π., σελ. 3-4 Ό.π., σελ 4 Ό.π., σελ. 5 Ό.π., σελ. 5


Σύμφωνα με τον James Attlee, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Le Corbusier αποτέλεσε μία βαρυσήμαντη επιρροή για την σκέψη του Gordon Matta-Clark. «Σχεδόν κάθε μία σημαντική δήλωση του Γάλλου αρχιτέκτονα συναντά την αντίθετή της στα γραπτά και την πρακτική του Αμερικανού καλλιτέχνη. “Do not forget the problem of architecture”, έγραψε ο Le Corbusier. “Anarchitecture attempts to solve no problem”, έγραψε ο Gordon Matta-Clark σε μια από τις ποιητικές και διφορούμενες δηλώσεις του στα τετράδιά του»41

Ο Matta-Clark, μέσα από το έργο του, φέρνει στην επιφάνεια ζητήματα περί λειτουργικότητας. Επιπτώσεις του μοντερνισμού, που αρκετοί και μαζί κι η ιστορία -πλέον τόσα χρόνια μετά, έχουν φέρει στην επιφάνεια, στη συζήτηση. Μέσω του έργου του προσπαθούσε να δει την πόλη με ένα τρόπο διαφορετικό, από αυτόν που διδάχτηκε στο πανεπιστήμιο του Cornell, όπου το «Για μια Αρχιτεκτονική» του Le Corbusier αποτελούσε, για την γενιά του, απαραίτητο ανάγνωσμα κάθε σπουδαστή αρχιτεκτονικής και θεμελιώδες εργαλείο στα χέρια των καθηγητών, όπως, στη συγκεκριμένη περίπτωση για τον Matta-Clark, του καθηγητή του Colin Rowe.42 Όπως έγραψε στο τετράδιό του σε μία από τις δηλώσεις -όπως αναφέρθηκε παραπάνω- προσπαθούσε, όχι να λύσει προβλήματα, αλλά, να δεχτεί το πώς είναι η ζωή, σαν ένα τρωτό σώμα, και να ανακαλύψει άλλα πράγματα μέσω των ήδη υπαρχόντων. «Ο τρόπος του ίδιου του Matta-Clark φαίνεται να συγκροτείται από τη συνείδηση της δικής του τρωτότητας. Η ένταξη του τρωτού σώματός του στο φθαρμένο κτήριο, ως υλικό της αλχημιστικής διεργασίας, όσο η πέτρα και το χρώμα και η επίθεσή του στον ασθενή πυρήνα του κτηρίου διαρρηγνύουν το χρονικό συνεχές και το ενσωματώνουν σε αυτό. Φέρνει τους ανθρώπους αντιμέτωπους με το γεγονός του Υψηλού, με την αποκάλυψη του χρόνου και την αμηχανία 41 Ό.π., σελ. 6 42 Ό.π., σελ. 1,4

29


της εμπειρίας της κλίμακας»43 Διανοείται το μετασχηματισμό της μορφής και τον «υλοποιεί» με την αντίθετη διαδικασία από το κτίσιμο.44 Δεχόταν την πολυπλοκότητα της πόλης και τις αντιφάσεις της καθώς και την ιστορία της, του υπάρχοντος χτισμένου περιβάλλοντος και επενεργούσε σε αυτά με σκοπό να χτίσει χωρίς χτίσιμο. Αν και κατέστρεφε, έχτιζε. Έδειχνε τις πιθανότητες από την αποδόμηση της πραγματικότητας μεταμορφώνοντας τη συνείδησή μας και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο» [“showing the possibilities of deconstructing reality by transforming our consciousness and the way we perceive our world.”,]45 Παρόλη αυτήν την δικιά του αντίφαση και το παράδοξο της όλης διεργασίας της πρακτικής του, δημιουργούσε νέους τόπους.

30

43 Βασιλοπούλου Χριστίνα, Ηλιάδη Ιουλία [2016], ό.π., σελ. 147 44 Ό.π., σελ. 148 45 dpr-barcelona [January 26, 2012], ό.π.


. Διάλυση και κριτική των CIAM

. 31


Η συνειδητοποίηση της αφέλειας Το σχίσμα των CIAM: ο λόγος και οι πρωταγωνιστές. «Το αποφασιστικό σχίσμα ήρθε με το CIAM IX που έγινε στην Aix-en-Provence [Γαλλία] το 1953»46. Ύστερα από διάφορα στάδια και προσανατολισμούς που, τα CIAM, πήραν, σύμφωνα με τον Kenneth Frampton, η παλιά φρουρά των CIAM «δεν έδειχνε ικανή να εκτιμήσει ρεαλιστικά την πολυπλοκότητα των προβλημάτων της μεταπολεμικής πόλης».47 Η νέα, τότε, γενιά, όντας απογοητευμένη, με επικεφαλής τους Alison και Peter Smithson και τον Aldo van Eyck απέρριψε τον ορθολογισμό της «λειτουργικής πόλης» αμφισβητώντας τις τέσσερις φονξιοναλιστικές κατηγορίες της Χάρτας των Αθηνών: Κατοικία, Εργασία, Αναψυχή και Μεταφορές.48 Μέσα από ένα επικριτικό κείμενο στο CIAM VIII, οι Smithsons, ο Van Eyck, ο Jacob Bakema, ο Γιώργος Κανδύλης, ο Shadrach Woods, ο John Voelcker και οι William και Jill Howell, φανερώνουν την αντίδρασή τους στον μετριοπαθέστερο φονξιοναλισμό της παλιάς φρουράς, προτείνοντας ένα πρότυπο, που σύμφωνα με την άποψή τους θα ανταποκρινόταν με συνέπεια στην ανάγκη για ταυτότητα.49 Έγραφαν:

32

«Ο άνθρωπος μπορεί εύκολα να ταυτίσει τον εαυτό του με την εστία του, δύσκολα όμως και με την πόλη, μέσα στην οποία βρίσκεται η εστία αυτή. Το «να ανήκεις» είναι μια βασική συναισθηματική ανάγκη, που οι συνειρμοί της είναι της απλούστερης τάξης. Από το «να ανήκεις» -ταυτότηταπροκύπτει το πλούσιο συναίσθημα της φιλικής συμπεριφοράς των γειτόνων. Το μικρό, στενό δρομάκι της φτωχογειτονιάς πετυχαίνει εκεί που τα ευρύχωρα αναπτυξιακά προγράμματα συχνά αποτυγχάνουν.»50

46 Frampton Kenneth [2009], Μοντέρνα Αρχιτεκτονική. Ιστορία και Κριτική, 4η Έκδοση (αναθεωρημένη και συμπληρωμένη), Αθήνα: Θεμέλιο, σελ. 243 47 Ό.π., σελ. 242 48 Ό.π.., σελ. 243 49 Ό.π., σελ. 243 50 Ό.π., σελ. 243


Η προβληματική τους -για την πόλη και τον κάτοικό τηςθέλει να ξεπεράσει τον εξορθολογισμό των συμπυκνωμένων λειτουργιών της πόλης. Από το παραπάνω κείμενο διακρίνεται η ανησυχία για τον άνθρωπο, την καθημερινότητά του και το αίσθημα της οικειότητας σε σχέση με την ταυτότητα και την πόλη. Ανησυχίες που ανακύπτουν ως προβληματισμοί κατά την πορεία των CIAM και το -δογματικό- φονξιοναλισμό -που εκπροσωπεί. Η ρητορική τους θέλει να υπερβεί τις τέσσερις φονξιοναλιστικές κατηγορίες διότι, σύμφωνα και με τους ίδιους, δεν εκφράζει τα πραγματικά προβλήματα της μεταπολεμικής πόλης.

Ίδρυση Team 10 (Team X). «Η κριτική πορεία τους προς την αναζήτηση μιας ακριβέστερης σχέσης ανάμεσα στη φυσική μορφή και τις κοινωνικο-ψυχολογικές ανάγκες, αποτέλεσε το αντικείμενο συζήτησης του CIAM X -του τελευταίου CIAM- που έγινε στο Dubrovnik [Κροατία] το 1956 και για το οποίο ήταν βασικά υπεύθυνη αυτή η ομάδα, γνωστή στο εξής ως Team X [και Team 10].»51

Η διάλυση των CIAM. Ο Le Corbusier, ως Πουριστής, υπέρμαχος του «πνεύματος της εποχής»52, με μια επιστολή προς το συνέδριο του Dubrovnik, προδιαγράφει το «θάνατο» των CIAM: «Αυτοί που σήμερα είναι σαράντα ετών, γεννημένοι γύρω στο 1916, σε εποχές πολέμων και επαναστάσεων, και εκείνοι που τότε ήταν αγέννητοι, εικοσιπεντάρηδες τώρα, γεννημένοι γύρω στο 1930, όσο προετοιμαζόταν ένας νέος πόλεμος και μέσα σε βαθιά οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση, είναι αυτοί που βρίσκονται στην καρδιά της σημερινής εποχής, οι μόνοι 51 Ό.π., σελ. 243 52 Banham Reyner [2008], Θεωρία και Σχεδιασμός την Πρώτη Μηχανική Εποχή, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., σελ. 266-268

33


ικανοί να νιώσουν τα πραγματικά προβλήματα προσωπικά και βαθιά, τους σκοπούς που θα υπηρετήσουν, τα μέσα με τα οποία θα τους φτάσουν, την παθητική πιεστικότητα της σημερινής κατάστασης. Αυτοί είναι μέσα στα πράγματα. Οι προκάτοχοί τους δεν βρίσκονται πια εκεί, είναι απ’ έξω, δεν επηρεάζονται πια άμεσα από την κατάσταση.»53 Όμως, «ο επίσημος θάνατος των CIAM και η διαδοχή τους από τους Team 10 επιβεβαιώθηκε σε μιαν ακόμη συνάντηση, που έγινε το 1959 στα πένθιμα εγκαίνια του Μουσείου του Van de Velde στο Otterlo, παρουσία και του ίδιου του γεροδάσκαλου».54 Το γεγονός ότι ο Le Corbusier αναγνωρίζει και δηλώνει το τέλος της εποχής τους -του ίδιου και της γενιάς του ως δύναμη επιρροής και πρότασης στην, τότε, τωρινή κατάσταση- έχει σημασία για δύο λόγους. Αρχικά, καταλαβαίνει, κανείς, πως ό,τι ειπώθηκε από τους ίδιους δεν μπορεί να εφαρμοστεί, αυτούσιο έστω, πια καθώς τα πραγματικά προβλήματα της, τότε, εποχής έχουν αλλάξει. Έπειτα, την δήλωση αυτή, έχει μεγάλη σημασία πως την κάνει ο Le Corbusier. Είναι το ίδιο πρόσωπο που κυριάρχησε στο δεύτερο στάδιο των CIAM, που διάρκεσε από το 1933 μέχρι το 1947 και «που έστρεψε συνειδητά το ενδιαφέρον των συνέδρων στην πολεοδομία».55

Η αφορμή. Από το συγκεκριμένο συνέδριο, το CIAM IV του 1933, προέκυψαν τα άρθρα της Χάρτας των Αθηνών. 34

«Ο Reyner Banham χαρακτήρισε το 1963 τα επιτεύγματα αυτού του συνεδρίου με τα εξής, μάλλον επικριτικά, λόγια: Το CIAM IV – με θέμα «η λειτουργική πόλη» - έγινε τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1933, πάνω στο ατμόπλοιο Πατρίς, στην Αθήνα και στη Μασσαλία στο τέλος του ταξιδιού. Ήταν το πρώτο από τα «ρομαντικά» συνέδρια, που διοργανώθηκαν

53 Frampton Kenneth [2009], ό.π., σελ. 243 54 Ό.π., σελ. 243 55 Ό.π., σελ. 242


μέσα σε περιβάλλον θεατρικής λαμπρότητας και όχι στην πραγματικότητα της βιομηχανικής Ευρώπης, όπως ήταν και το πρώτο Congrès, όπου κυριάρχησαν μάλλον ο Le Corbusier και οι Γάλλοι, παρά οι σκληροί Γερμανοί ρεαλιστές. Η κρουαζιέρα στη Μεσόγειο ήταν βέβαια μια ευχάριστη ανακούφιση μέσα στην ολοένα και χειρότερη κατάσταση της Ευρώπης, και σ΄ αυτή τη μικρή ανάπαυλα οι εκπρόσωποι παρήγαγαν το πιο ολύμπιο, το πιο ρητορικό και, σε τελευταία ανάλυση, το καταστροφικότερο έγγραφο που βγήκε ποτέ από τα χέρια των CIAM: τη Χάρτα των Αθηνών. Οι εκατόν έντεκα προτάσεις της Χάρτας περιλαμβάνουν εν μέρει δηλώσεις γύρω από τις συνθήκες των πόλεων και εν μέρει προτάσεις για τη βελτίωση των συνθηκών αυτών, ομαδοποιημένες σε πέντε κύρια κεφάλαια: Κατοικία, Αναψυχή, Εργασία, Μεταφορές και Ιστορικά Κτίρια. Ο τόνος παραμένει δογματικός, είναι όμως γενικευμένος και συνδέεται λιγότερο εξειδικευμένα με άμεσα πρακτικά ζητήματα απ’ ό,τι τα τελικά κείμενα των συνεδρίων της Φρανκφούρτης και των Βρυξελλών. Η γενίκευση των προβλημάτων είχε, βέβαια, και τις αρετές της, στο βαθμό που κατέληγε σε πολύ ευρύτερη οπτική, και επέμενε στην άποψη ότι οι πόλεις μπορούσαν να αντιμετωπιστούν μόνο σε σχέση με την ευρύτερη περιοχή που τις περιβάλλει˙ όμως, η πειστική εκείνη γενικότητα, που δίνει στη Χάρτα των Αθηνών την εντύπωση μιας δυνάμει παγκόσμιας εφαρμογής, κρύβει πίσω της μια πολύ στενή αντίληψη τόσο για την αρχιτεκτονική όσο και για την πολεοδομία, που ώθησε τα CIAM: α) σε σχέδια πόλεων με αυστηρά καθορισμένες λειτουργικές ζώνες και ζώνες πρασίνου ανάμεσα σε περιοχές με διαφορετικές λειτουργίες, και β) σε έναν μοναδικό τύπο αστικής κατοικίας, που εκφράστηκε στη Χάρτα με τα εξής λόγια, «ψηλές, αραιοκατοικημένες πολυκατοικίες μεγάλης πυκνότητας πληθυσμού». Σήμερα, με την απόσταση των τριάντα χρόνων που μας χωρίζει από τότε, αναγνωρίζουμε στην άποψη αυτή μονάχα την έκφραση κάποιας αισθητικής προτίμησης, την εποχή όμως εκείνη είχε το βάρος της Θείας Εντολής και ουσιαστικά παρέλυσε κάθε έρευνα για άλλες μορφές κατοικίας.»56 Σύμφωνα πάλι με τον K. Frampton, «Τα άρθρα της Χάρτας διαβάστηκαν σαν μια νεοκαπιταλιστική κατήχηση, με 56 Ό.π., σελ. 242

35


διατάγματα κατά κύριο λόγο ιδεαλιστικά, ορθολογιστικά, αλλά και μη εφαρμόσιμα».57 Διαβάζοντας, κανείς, την διακήρυξη της La Sarraz του 1928 δεν μπορεί να μην συμφωνήσει με τον K. Frampton, όπου, αν και ο φονξιοναλισμός παρέμενε το γενικό πιστεύω, όπως γράφει ο ίδιος: «τα ριζοσπαστικά πολιτικά αιτήματα της πρώτης περιόδου του κινήματος είχαν εγκαταλειφθεί».58 Παραθέτω εδώ ένα κείμενο από το έγγραφο της La Sarraz [παρμένο από το βιβλίο Kenneth Frampton, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική: Ιστορία και Κριτική, σελ. 241]: «Η πολεοδομία δεν μπορεί να καθορίζεται από τις απαιτήσεις ενός προϋπάρχοντος αισθητικισμού· η ουσία της είναι λειτουργικής τάξης… η χαοτική διαίρεση της γης, αποτέλεσμα πωλήσεων, κερδοσκοπίας και κληρονομιάς, πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από μια συλλογική και μεθοδική πολιτική γης. Αυτή η αναδιανομή της γης, απαραίτητη προκαταρκτική βάση οποιουδήποτε πολεοδομικού σχεδιασμού, πρέπει επίσης να χαρακτηρίζεται από τη δίκαιη κατανομή της στους ιδιοκτήτες, αλλά και από την αύξηση της αξίας της γης με την υλοποίηση έργων κοινής ωφελείας.»59 [10] Το Διεθνές Συνέδριο της Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής κατά την ίδρυσή του στο La Sarraz, 1928

36

57 Ό.π., σελ. 242 58 Ό.π., σελ. 242 59 Ό.π., σελ. 241


Κριτική των CIAM: Team 10 Κριτική εκ των έσω. Στην ουσία, η ύπαρξη της ομάδας Team 10 προδιαγράφει τη διάλυση των CIAM. Η ομάδα αυτή γεννήθηκε σαν μια κριτική αντίδραση ως προς την παλιά φρουρά. Τα μέλη της ομάδας που επηρέασαν περισσότερο την πορεία των CIAM -καθώς και αυτά που είχαν την μακροβιότερη και πιο ενεργή παρουσία και μέσα στην ίδια την ομάδα - είναι οι Jaap Bakema, Georges Candilis, Giancarlo De Carlo, Aldo van Eyck, Alison και Peter Smithson και Shadrach Woods.60 Στο βιβλίο Team 10 primer61, σε ένα κείμενο με τίτλο the Aim of Team 10, διαβάζουμε πως συνενώθηκαν λόγω της αμοιβαίας συνειδητοποίησης των ανεπαρκειών των διαδικασιών της αρχιτεκτονικής σκέψης που είχαν κληρονομήσει από το μοντέρνο κίνημα στο σύνολό του.62 Η αμοιβαία αυτή συνειδητοποίηση φανερώνει το πόσο αντιληπτό ήταν το γεγονός της αποτυχίας του μοντέρνου κινήματος. Μέσα από τους διαφορετικούς, λοιπόν, στόχους και τακτικές υπέρβασής του μπορούμε να δούμε και την κριτική τους. Στο ίδιο κείμενο, διαβάζουμε πως στόχος της ομάδας ήταν να κτίσουν στο παρόν και όχι να παράξουν θεωρίες και αφηρημένα σχέδια (master plan) με βάση κάποια αφηρημένη ιδανική κατάσταση. Σε αντιδιαστολή από την παλιά φρουρά των CIAM – εστιάζοντας στην πραγματικότητα ευελπιστούν πως θα παρακινήσουν τις όποιες αλλαγές, χωρίς να πρέπει να εξαναγκάσουν την προσαρμογή του ανθρώπου σε μια προσχεδιασμένη αλλαγή. 63 60 van den Heuvel Dirk και Risselada Max [2005], «Introduction - Looking into the mirror of Team 10», στο van den Heuvel Dirk και Risselada Max (επιμ.) [2005], Team 10, 1953-1981: In Search of a Utopia of the Present, Rotterdam: NAi Publishers, διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: http://www.team10online.org/team10/introduction. html?subject=Team X 61 Smithson Alison (επιμ.) [1968], Team 10 primer, Cambridge: The MIT Press 62 Ό.π., σελ. 3 63 Ό.π., σελ. 3

37


«No abstract Master Plan stands between him and what he has to do, only the ‹human facts› and the logistics of the situation.»64 Η άρνησή τους για την επιβολή της αλλαγής ίσως είναι αυτή που τους τάσσει υπέρ μιας συλλογικής διαδικασίας στη δημιουργία-τόπων. Όπου το συλλογικό, αναφέρεται σε μια διαδικασία συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης, είτε προερχόμενης (π.χ. από ομάδες όπως οι Team 10) είτε και απευθυνόμενης (π.χ. η κοινότητα στην οποία απευθύνεται κάποιο κτήριο) - αλλά και σχεδιασμού. «Together they will make places where a man can realize what he wishes to be».65 Φαίνεται κι εδώ πως, δεν μπαίνουν στη διαδικασία να μιλήσουν για κάποιον αόριστο ιδανικό ή μέσο άνθρωπο -σε αντίθεση με τους προκατόχους τους- αλλά ο άνθρωπος αυτός θα συνειδητοποιήσει ο ίδιος για τον εαυτό του την δικιά του ιδανική κατάσταση. Ο τόπος για να συμβεί αυτό είναι που μένει να δημιουργηθεί. Σύμφωνα με το ίδιο κείμενο, η ευθύνη του αρχιτέκτονα είναι να συλλάβει αυτόν τον τόπο καθώς και τις διαδικασίες με τις οποίες θα επιτευχθεί συνοχή σε συλλογικές δομές.66

38

Σύμφωνα και με τον Brent C. Brolin, στο βιβλίο του Η αποτυχία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής (1978), «Οι οπτικές προτιμήσεις του μοντέρνου κινήματος συνοδεύονταν από σιωπηρές προϋποθέσεις για το πώς ζουν οι άνθρωποι και το πώς θα έπρεπε να ζουν – προϋποθέσεις οι οποίες καθορίζονταν από τις προσωπικές αξίες του αρχιτέκτονα και τις οποίες ενσωμάτωνε σε κάθε σχέδιό του, με τον τρόπο που τοποθετούσε τις πόρτες, τα παράθυρα και τους τοίχους. Ο αρχιτέκτονας έπαιρνε σαν δεδομένο ότι ο κόσμος συμμεριζόταν αυτές τις αξίες ή ότι σύντομα θα τις δεχόταν, αλλά όμως απορρίφθηκαν γενικά.»67 64 65 66 67

Ό.π., σελ. 3 Ό.π., σελ. 3 Ό.π., σελ. 3 Brolin Brent C. [1978], ό.π., σελ. 13


Για τους Team 10, όμως, ο άνθρωπος ως άτομο με δική του προσωπικότητα –κι όχι σαν στατιστική, ως μέσος άνθρωπος- φέρει προσωπική άποψη για τη ζωή. Η ευθύνη του αρχιτέκτονα, λοιπόν, είναι να δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες -φυσικές, ψυχολογικές, αισθητικές- ώστε ο άνθρωπος να καθορίσει στο χώρο την προσωπική του άποψη για τη ζωή.68 «First, man creates environment and environment, in its turn, influences man.»69 Επιπλέον, μια ακόμη σημαντική παρατήρηση -του Παύλου Λέφα, είναι πως, για την αποξένωση των ανθρώπων από την κατοικία τους «δεν έφταιγαν τα μεγάλα παράθυρα και οι άσπροι τοίχοι και οι λειτουργικές κουζίνες», αλλά η καταστροφή του δημόσιου χώρου. «Ο οικείων διαστάσεων παραδοσιακός δρόμος, που αποτελούσε το δοχείο μιας πλούσιας κοινωνικής ζωής» είχε θυσιαστεί.70 «Οι μοντέρνοι σχεδιαστές δεν κοίταζαν ποτέ πέρα από τη μυθική απλότητα που υιοθέτησαν, προς τις πολύπλοκες κοινωνικές πραγματικότητες, που πρέπει να τις ερευνήσει κανείς, αν το αρχιτεκτονικό σχέδιο προορίζεται να ικανοποιήσει τις ανάγκες των ανθρώπων. Αν ο αρχιτέκτονας ήταν ευχαριστημένος, υποτίθετο πως και οι άλλοι θα ήταν ευχαριστημένοι.», ;όπως χαρακτηριστικά μας επισημαίνει ο B. C. Brolin.71 Οι Team 10 επεδίωξαν τις έννοιες και τις στρατηγικές που θα έδιναν περιθώρια για ατομικές και συλλογικές ταυτότητες, οι οποίες θα καθιστούσαν τόπους ικανούς να οικειοποιούνται από τους κατοίκους και τους χρήστες.72 Ο τρόπος καθορισμού των τοπικών και περιφερειακών (local and regional) ιδιοτήτων και η πιθανή ενσωμάτωση αυτών των ιδιοτήτων στο σχεδιασμό, κατέλαβαν μια σημαντική θέση στις συζητήσεις των Team 10. Η ταυτότητα θα δινόταν μέσω των τοπικών και περιφερειακών χαρακτηριστικών. 68 69 70 71 72

Smithson Alison (επιμ.) [1968], ό.π., σελ. 24 Ό.π., σελ. 24 Λέφας Παύλος [2013], ό.π., σελ. 229 Brolin Brent C. [1978], ό.π., σελ. 46 van den Heuvel Dirk και Risselada Max [2005], ό.π.

39


Ο προσανατολισμός αυτός (υπαινίσσεται) συνεπαγόταν βαθύτατο ενδιαφέρον για τις ιστορικές και κοινωνικές διαστάσεις της αρχιτεκτονικής και της αστικοποίησης.73 Αυτό οδήγησε σε έναν βασικό και κρίσιμο (critical) επαναπροσδιορισμό των κύριων υποθέσεων της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Αυτός ο επαναπροσδιορισμός σχετίζεται τόσο με τη συνέχιση όσο και με την μεταλλαγή της παράδοσης της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Αυτό, με τη σειρά του, σήμαινε μια διαφορετική άποψη της σχέσης μεταξύ του ατόμου και του μεγαλύτερου συνόλου, καθώς και τη μετάβαση από τις καθολικές λύσεις σε συγκεκριμένες λύσεις για τις τοπικές καταστάσεις και τη μετάβαση από μια προοπτική στον πολεοδομικό σχεδιασμό που κατευθύνεται από τον τεχνολογικό ορθολογισμό σε έναν, σχεδιασμό, εμπνευσμένο από την κοινωνία και τον πολιτισμό.74 Για μια πιο ανθρώπινη αρχιτεκτονική, προσανατολίζονταν προς έναν τόπο, δηλαδή «κατασκευασμένο για μια συγκεκριμένη περίσταση»75 και όχι έναν αφηρημένο χώρο.76 Αυτό φαίνεται και από τα λόγια των Alison και Peter Smithson, στο περιοδικό Uppercase77, όπου δηλώνουν πως: «Σήμερα η πιο προφανής αποτυχία μας είναι η έλλειψη κατανόησης και ταυτότητας στις μεγάλες πόλεις….».78 Επιπλέον, δίνοντας έμφαση στο διαφορετικό και το τοπικόπεριφερειακό, στο ένατο CIAM, στην Aix-en-Provence, το 1953, δήλωναν πως:

40

«Ο στόχος της αστικοποίησης είναι η κατανόηση, δηλαδή η σαφήνεια της οργάνωσης. Η κοινότητα είναι εξ ορισμού 73 Ό.π. 74 Ό.π. 75 Οι Αλέξανδρος Τζώνης και Liane Lefaivre μας παραπέμπουν στο Aldo van Eyck, στο Oscar Newman (επιμ.), Documents of Modern Architecture, Νέα Υόρκη 1961, σ. 28 76 Τζώνης Αλέξανδρος και Lefaivre Liane, «Ο κάνναβος και η πορεία. Μια εισαγωγή στο έργο του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη και μερικές προκαταρκτικές σκέψεις γύρω από την ιστορία της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής κουλτούρας», [απόσπασμα από: Αρχιτεκτονικά Θέματα, 15, 1981, σελ. 164-178], στο Φιλιππίδης Δημήτρης (επιμ.) [2006], Ανθολογία κειμένων ελληνικής αρχιτεκτονικής 1925-2002, σελ. 165-172, Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ, σελ. 167 77 Crosby Theo (επιμ.) [1960], «Uppercase», n. 3, London: Whitefriars Press 78 Smithson Alison (επιμ.) [1968], ό.π., σελ. 48


ένα κατανοητό πράγμα. Επομένως, και η κατανόηση πρέπει να αποτελεί χαρακτηριστικό των τμημάτων. Οι κοινοτικές υποδιαιρέσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «εκτιμώμενες μονάδες» - μια εκτιμώμενη μονάδα δεν είναι μια «οπτική ομάδα» ή μια «γειτονιά», αλλά ένα, κατά κάποιο τρόπο, ορισμένο τμήμα του ανθρώπινου οικισμού. Η εκτιμώμενη μονάδα πρέπει να είναι διαφορετική για κάθε τύπο κοινότητας ....... Για κάθε συγκεκριμένη κοινότητα πρέπει να επινοηθεί η δομή της υποδιαίρεσης.»79

41

[11] Nigel Henderson, ‘Chisenhale Road’,1951 79 Ό.π., σελ. 48


Επηρεασμένοι, καθώς ήταν, από τον φωτογράφο Nigel Henderson και την καταγραφή της κοινωνικής και φυσικής πραγματικότητας, μέσα από το έργο του, στους δρόμους του East End του Λονδίνου, της γειτονιάς Bethnal Green, μιλούν για τη σημασία της γειτονιάς ως τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου καθώς και ότι τα τμήματα αυτά πρέπει να είναι διαφορετικά. Μιλούν για τη σημασία των πραγμάτων όπως αυτά είναι διότι αυτά είναι που δίνουν ταυτότητα και σηματοδοτούν την κοινοτική ζωή. Σε ένα κείμενο για μια έκθεση, τη δεκαετία του 1990, αναφερόμενοι σε αυτήν τη γειτονιά και τη αισθητική «as found» -όπως οι ίδιοι την ονόμασαν- περιγράφουν χαρακτηριστικά της γειτονιάς -όπως κάποια γραφικά παιχνίδια παιδιών- αποφεύγοντας συνειδητά -όπως οι ίδιοι λένε- να αναφερθούν μόνο σε κτίρια.80 Στην ίδια κατεύθυνση, ο Bakema επικρίνει τη χαμένη διαφορετικότητα στο καθημερινό μας περιβάλλον. Η μαζική παραγωγή η οποία έχει επηρεάσει την καθημερινότητά μας στο βαθμό που χάνεται το διαφορετικό, αναιρεί την πιθανότητα της σύγκρισης. Σαν αποτέλεσμα ξεχνάμε τη σχετικότητα του δικού μας τρόπου ζωής και αυτό με τη σειρά του αποκλείει την πρόοδο και τη δημοκρατία.81 «People are confronted with a mass-produced way of living»82

42

Ο Peter Smithson κατηγορεί τους πρωτοπόρους της μοντέρνας αρχιτεκτονικής για το γεγονός πως αντιμετωπίζουν τις πόλεις με όρους της κλασσικής αισθητικής. Η πρόθεσή τους να παράγουν ιδανικές πόλεις τους οδηγεί σε σταθερές, περιορισμένες φόρμες οργάνωσης [unreal attitude towards towns]. Στον αντίποδα, οι Team 10, με μια σαφώς πιο ρεαλιστική διάθεση προς τις πόλεις, αντί να ξεκινούν με ένα καθαρό χαρτί θεωρούν πως ο σχεδιασμός είναι ένα μια 80 Smithson Alison and Peter [1990], «The “As Found” and the “Found”», στο Robbins David [1990], The Independent Group: Postwar Britain and the Aesthetics of Plenty, σελ. 201-202, Cambridge: Τhe MIT Press 81 Smithson Alison (επιμ.) [1968], ό.π., σελ. 49. Επίσης βλ. Dannatt Trevor (επιμ.) [1957], Architects’ Year Book (Book 8), London: Elek Books 82 Ό.π., σελ. 49. Επίσης βλ. Dannatt Trevor (επιμ.) [1957], Architects’ Year Book (Book 8), London: Elek Books


διαδικασία επί μιας δεδομένης και υπάρχουσας κατάστασης.83 Στην ίδια λογική, η Alison Smithson αντιτίθεται στις φορμαλιστικές επιλογές ως αυτοσκοπό, οι οποίες τυποποιούν τις ανάγκες και παράγουν πανομοιότυπες γειτονιές. Εφόσον τίθεται ως θέμα η καθιέρωση της ταυτότητας, η διαφορετικότητα έχει την προτεραιότητα απέναντι στις προτιμήσεις των αρχιτεκτόνων.84 «We have no right to turn houses into towers or casbahs for purely formal reasons.»85 Όπως συνυπογράφουν στο κείμενο The Doorn Manifesto:86 «We should not waste our time codifying the elements of the house until the other relationship has been crystallized»87 Όσον αφορά τον ρόλο του αρχιτέκτονα, οι Κανδύλης, Woods και Bodiansky δηλώνουν πως υπόκειται στην ευθύνη του -αρχιτέκτονα- να καταστήσουν πιθανή την κατοίκηση του ανθρώπου -στο σπίτι του.88 «It is impossible for each man to construct his house for himself. It is for the architect to make it possible for the man to make his house his home.»89 Από τη άλλη, όσον αφορά τις σχέσεις που αναφέρουν, ασκώντας μάλιστα κριτική στη Χάρτα των Αθηνών, με την κατηγορία πως κατέστρεψε τις ανθρώπινες σχέσεις, προτείνουν με το ίδιο κείμενο, The Doorn Manifesto, να εξετάσουν την κάθε κοινότητα στο δικό της ιδιαίτερο περιβάλλον, ώστε να κατανοήσουν το πρότυπο των ανθρώπινων σχέσεων.90 83 84 85 86 87 88 89 90

Ό.π., σελ. 85 Ό.π., σελ. 87 Ό.π., σελ. 87 van den Heuvel Dirk και Risselada Max [2005], ό.π. Ό.π. Smithson Alison (επιμ.) [1968], ό.π., σελ. 74 Ό.π., σελ. 74 Ό.π., σελ. 75

43


Όπως λέει η Alison Smithson, πλέον γνωρίζουμε ότι ένα συγκρότημα κατοικιών, σε μια γειτονιά, πρέπει να είναι οπτικά κατανοητό, ώστε να επιτευχθεί μία μορφή ταυτότητας.

[12] Team 10, “Doorn Manifesto”, 1954

44


. Team 10 και άλλες Ουτοπίες και Παραπάνω κριτική

. 45


Το ζήτημα του κριτικού χαρακτήρα Ο μύθος του Team 10. «Ο μύθος των Team 10 υπογραμμίζει δύο κρίσιμες στιγμές. Αρχικά τη διάλυση των CIAM και έπειτα την άνοδο του μεταμοντερνισμού.»91 «Η ιστορική σημασία του Team X έγκειται στο γεγονός ότι στάθηκε η πρώτη συλλογική κίνηση μεταρρύθμισης του μοντερνισμού που ξέφευγε από το τοπικό επίπεδο, αφού είχε γεννηθεί στο πλαίσιο ενός διεθνούς θεσμού.»92 Πιο συγκεκριμένα, μέσα από τον πυρήνα του μοντερνισμού, οι αντιδράσεις και οι κριτικές του Team 10, στους προκατόχους τους και την πορεία των συνεδρίων, παρέσυραν τα CIAM στη διάλυσή τους. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, συνενώθηκαν λόγω της αμοιβαίας συνειδητοποίησης των ανεπαρκειών των διαδικασιών της αρχιτεκτονικής σκέψης που είχαν κληρονομήσει από το μοντέρνο κίνημα στο σύνολό του.93 Οι Team 10 μέσα από την κριτική τους εισήγαγαν στον πυρήνα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής «θέματα όπως ο περιφερειακός χαρακτήρας, η δημιουργία μιας νέας και πιο δημοκρατικής σχέσης μεταξύ του κατοίκου και του αρχιτέκτονα και ερωτήσεις σχετικά με το νόημα και την ταυτότητα στην αρχιτεκτονική, που αποτέλεσαν κεντρικά στοιχεία του μεταπολεμικού λόγου της σύγχρονης αρχιτεκτονικής.»94 46

Δίχως να αποτελούν είτε τη ριζοσπαστικότερη ή και αυστηρότερη κριτική είτε τη μοναδική, είναι αυτή η ομάδα που με την κριτική εκ των έσω που άσκησαν στα διεθνή συνέδρια της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, μπορούμε να ισχυριστούμε πως, επισημοποίησαν μια γενικότερη κριτική και 91 van den Heuvel Dirk και Risselada Max [2005], ό.π. 92 Κονταράτος Σάββας [2015], Ουτοπία και Πολεοδομία, Τόμος 2 (επίτομη έκδοση), Αθήνα: ΜΙΕΤ, σελ. 236-237 93 Smithson Alison (επιμ.) [1968], ό.π., σελ. 3 94 van den Heuvel Dirk και Risselada Max [2005], ό.π.


στροφή της διεθνής αρχιτεκτονικής. Το διακύβευμα της κρισιμότητας των ζητημάτων που προκύπτουν καθώς και η κριτική στον φονξιοναλισμό δεν αποτελεί προνόμιο του Team 10. Το γεγονός ότι ασχολήθηκαν κι άλλοι με τα ζητήματα που οι Team 10 εισήγαγαν, φανερώνει την κρισιμότητα των άνω ζητημάτων, και της κατάστασης -της κριτικής- γενικότερα. Η κριτική (-και-) εκ των έξω που (συν-)υπάρχει επιβεβαιώνει αυτήν την κατάσταση. Επομένως, τα μετέπειτα ενδεχόμενα, είναι όντως κρίσιμα. Το ότι υπάρχει η κριτική εκ τω έξω συμβάλλει, λοιπόν, κι αυτό στην ανάδειξη του ζητήματος της κρισιμότητας, αλλά η νηφάλια προβληματική για την πόλη φανερώνει τη -νηφάλια αναζήτηση για ενδεχόμενα. Αναδεικνύει, λοιπόν, το ζήτημα του ενδεχομένου.

Ουτοπικές προθέσεις. Όπως είναι γνωστό, το μοντέρνο κίνημα είχε ουτοπικές προθέσεις. Ήδη από τον πρόλογό του, στο Αρ Νουβώ -δηλαδή από τα τέλη του 19ου αιώνα-, πέρα από τις νεορομαντικές διαθέσεις, είχε διαμορφωθεί ένα κλίμα ριζοσπαστισμού, ιδιαίτερα στους κόλπους εκείνους που κατανοούσαν μια ευρύτερη αλλαγή που συντελούνταν στα μεγάλα αστικά κέντρα. «Αρκετοί επίσης από τους πρωταγωνιστές του εμφορούνταν από σοσιαλιστικές ιδέες και όλοι σχεδόν διακατέχονταν από κοινωνικές ανησυχίες κι ένα αίσθημα ευθύνης που συχνά τους έτρεπε σε συλλογικές δραστηριότητες»95, όπως χαρακτηριστικά διαβάζουμε στο Ουτοπία και Πολεοδομία του Σάββα Κονταράτου. Η Deutscher Werkbund96 είναι ένα τέτοιο παράδειγμα συλλογικής δραστηριότητας, όπου μάλιστα συνοψίζονται 95 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 62 96 Συνομοσπονδία Γερμανών Επιτηδευματιών-Καλλιτεχνών, στο Banham Reyner [2008], ό.π., σελ. 25

47


αυτές οι επιρροές και που είχαν «εξολοκλήρου» την καταγωγή τους στο δέκατο ένατο αιώνα, όπως υποστηρίζει ο Reyner Banham.97 Επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε πως, «η αίσθηση ευθύνης του αρχιτέκτονα απέναντι στην κοινωνία όπου ζει»98 είχε σαν αποτέλεσμα η αρχιτεκτονική σκέψη να εμφορείται από κοινωνικές διαθέσεις. Σύμφωνα με τον Raymond Ruyer: «Μέσα σε κάθε ουτοπιστή λαγοκοιμάται ένας Λε Κορμπυζιέ… Κι αντίστροφα, μέσα σε κάθε πολεοδόμο είναι έτοιμος να ξυπνήσει ένας ουτοπιστής.»99 Κατά τον αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό ουτοπισμό του Μοντέρνου Κινήματος, όμως, οι προσδοκίες μιας ριζικής ανακαίνισης -οι οποίες, όπως αναφέραμε, είχαν διαμορφωθεί ήδη- δεν εκφράζονται με την αρχιτεκτονική ή την πολεοδομία ως το αποτέλεσμα ή το σύμβολο ενός επιθυμητού κοινωνικού μετασχηματισμού αλλά γίνεται το εργαλείο για την επίτευξή του.100 Επομένως, η ευαισθησία αυτή, που είχε διαμορφωθεί ήδη, εισχωρεί στην αρχιτεκτονική πρακτική, και γίνεται «έργο». Φουτουρισμός, αισθητική της μηχανής, τέχνη και λειτουργισμός, αναγεννησιακή θεωρία των αρμονικών λόγων και μεταφυσική συναντώνται στον λόγο του Le Corbusier:

48

«Ήδη από το 1920, με το κείμενό του στο πρώτο τεύχος του L’Esprit nouveau, ο ελβετογάλλος αρχιτέκτονας, ξεκινώντας από τη συναλληλία «αισθητικής του μηχανικού» και «αρχιτεκτονικής», διατύπωνε την άποψη ότι, αν ο μηχανικός, «εμπνευσμένος από το νόμο της οικονομίας και οδηγημένος από τον υπολογισμό, μας φέρνει σε συμφωνία 97 Banham Reyner [2008], ό.π., σελ. 25 98 Ό.π., σελ. 25 99 Ruyer Raymond [1950], L’ utopie et les utopies, Παρίσι: PUF, σελ. 43. Επίσης, βλ. στο Κονταράτος Σάββας [2015], Ουτοπία και Πολεοδομία, Τόμος 1 (επίτομη έκδοση), Αθήνα: ΜΙΕΤ, σελ. 19 100 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 64


με τους νόμους τους σύμπαντος», ο αρχιτέκτονας, «με τη διάταξη των μορφών, υλοποιεί μια τάξη που είναι καθαρή δημιουργία του πνεύματός του» και «με τις σχέσεις που δημιουργεί, ξυπνάει μέσα μας βαθύ απόηχο, μας δίνει το μέτρο μιας τάξης που αισθάνεσαι ότι βρίσκεται σε συμφωνία με εκείνη του κόσμου».»101 Ο «αρχιτέκτονας» του Le Corbusier δεν παράγει σύμβολα, αλλά είναι ο μηχανικός των συμβόλων, θα λέγαμε, αυτός που κατασκευάζει το πνεύμα που θα συμβολίζει το εν λόγω αρχιτεκτόνημα. Όμως, όπως διαβάζουμε και στον Σάββα Κονταράτο, «Η αφελής εμπιστοσύνη στην παντοδυναμία του ορθού λόγου, η απλουστευτική θεώρηση των ανθρώπινων αναγκών και η θεοσοφικής αγωγής εξιδανίκευση της γεωμετρικής ευταξίας συνυφαίνονταν πλέον μέσα στη συνείδηση πολλών αρχιτεκτόνων του Μοντέρνου Κινήματος»102 και μαζί με το ρόλο που ο αρχιτέκτοναςπολεοδόμος του μεσοπολεμικού μοντερνισμού είχε αναλάβει, αυτόν του κοινωνικού αναμορφωτή, παρέπεμπε σε ένα ψυχρό ουτοπικό ήθος.103 Και ο ίδιος ο Le Corbusier, βέβαια, αντιλαμβανόταν την κρίση στην οποία είχε περιέλθει η κοινωνία, και από την κοινωνική σκοπιά (βαριά και φτωχή καθημερινότητα των εργατών της βιομηχανικής εποχής) αλλά και από περιβαλλοντική (εχθρικό αστικό περιβάλλον). Παρόλα αυτά, υπήρχε η πίστη πως η αρχιτεκτονική ήταν ικανή να επιλύσει τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής: 104 Ενώ λοιπόν υπήρχε η πίστη στην αρχιτεκτονική πράξη ως εργαλείο επιθυμητού κοινωνικού μετασχηματισμού, η διεθνής καθιέρωση, του μοντερνισμού, και ο δογματικός τόνος που -εν τέλει- κυριάρχησε τον οδήγησαν στην αποτυχία του. Αποτέλεσμα ήταν να κλονιστεί η σύνδεση αυτών των δύο. 101 102 103 104

Ό.π., σελ. 85 Ό.π., σελ. 86 Ό.π., σελ. 86 Ό.π., σελ. 86

49


Της αρχιτεκτονικής πρακτικής και της πίστης σε αυτή. Ο Manfredo Tafuri αποδόθηκε σε έναν τέτοιο σκεπτικισμό -αν όχι απόρριψη- των διεκδικήσεων της πρωτοπορίας στις σύγχρονες τέχνες και την αρχιτεκτονική.105 Ή όπως χαρακτηριστικά το ερμηνεύει ο Kenneth Frampton: «Κανένας απολογισμός των εξελίξεων της αρχιτεκτονικής δεν μπορεί να μην επισημάνει τον διφορούμενο ρόλο που διαδραμάτισε το επάγγελμα του αρχιτέκτονα από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 - διφορούμενο είτε στην περίπτωση που, εξασκώντας κανείς το επάγγελμα σε δημόσια επιχείρηση, συντελεί συχνά άκριτα στη διαιώνιση του καθεστώτος μιας βελτιστοποίησης της τεχνολογίας, είτε και στην περίπτωση ορισμένων ευφυέστερων αρχιτεκτόνων, πού εγκατέλειψαν την παραδοσιακή πρακτική για να καταφύγουν στην άμεση κοινωνική δράση, ή για να εξασκήσουν την αρχιτεκτονική ως μορφή τέχνης. Όσον άφορά αυτή την τελευταία πλευρά, δεν μπορεί κανείς παρά να τη θεωρήσει ως την επιστροφή μιας καταπιεσμένης δημιουργικότητας, ως την εσωτερική εκτόνωση της ουτοπίας πάνω στον ίδιο της τον εαυτό.106 Με την αποτυχία του φονξιοναλιστικού μοντερνισμού και την ευθεία κριτική σε αυτόν, χάνεται η πίστη στην αρχιτεκτονική πρακτική. Σαν αποτέλεσμα, η αρχιτεκτονική πρακτική και η ουτοπική σκέψη αυτονομούνται.

50

[13] Peter Cook & Archigram, Walking City, 1964 105 van den Heuvel Dirk και Risselada Max [2005], ό.π. 106 Frampton Kenneth [2009], ό.π., σελ. 250


Οι Archigram, με νεοφουτουριστικές φαντασιώσεις, ενσωμάτωναν στα σχέδιά τους την υψηλή τεχνολογία «για να προτυπώσουν περιβάλλοντα όπου ο σύγχρονος άνθρωπος, απαλλαγμένος από την καταπίεση της παραδοσιακής πόλης, θα μπορούσε, υποτίθεται, να βρει πιο προσωπικούς τρόπους διαβίωσης».107 Σύμφωνα με τον Κονταράτο, «η έμφαση των ουτοπιστών πολεοδόμων της δεκαετίας του 1960 στη μεταβλητότητα ήταν κάτι καινούριο και ότι απέρρεε από μια ειλικρινή διάθεση να προσφερθεί στον κάτοικο μια μεγαλύτερη ελευθερία στη διαμόρφωση του ιδιωτικού του χώρου.»108 Παρ’ όλ’ αυτά, κατά τον K. Frampton, επιδόθηκαν σε «ειρωνικές εκδοχές επιστημονικής φαντασίας» παρά στην ανεύρεση σχεδιαστικών λύσεων. Οι φονξιοναλιστικές τους παρωδίες αρνούνται να ασχοληθούν με τις ανάγκες του παρόντος.

51

[14] Peter Cook (Archigram), Instant City Visits Bournemouth, 1968

107 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 220 108 Ό.π., σελ. 223


Η απάθειά τους για τις συνέπειες των διαφόρων προτάσεών τους, οδηγεί τον K. Frampton στο συμπέρασμα πως οι προτάσεις τους «δεν μπορούν να θεωρηθούν κριτικές». Η έμμονη ιδέα τους προς την αναζήτηση μιας ουτοπίας, «χωρίς ηθική επίκριση», όπως σχολιάζει ο William J. R. Curtis109, προς την κατεύθυνση των «ηδονιστικών πιθανοτήτων του σύγχρονου καταναλωτισμού»110 πηγάζει από την αντιηρωική τους στάση -σε αντίθεση με τους «ήρωες» του φονξιοναλιστικού μοντερνισμού- και την αποστροφή τους από το να δημιουργήσουν μια νέα μορφή. «Functions were not fulfilled by forms any longer, but by mechanical and electronic ‘services’.»111 Ο Peter Cook, στο βιβλίο του Architecture: Action and Plan του 1967112, γράφει: «Μέρος της μελέτης του αρχιτέκτονα αποτελεί συχνά η διερεύνηση των «δυνατοτήτων» του οικοπέδου, με άλλα λόγια η χρησιμοποίηση της εφευρετικότητας της αρχιτεκτονικής σύλληψης για να αντλεί το μέγιστο κέρδος από ένα κομμάτι γης. Αυτό, στο παρελθόν, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ανήθικη χρήση του ταλέντου ενός καλλιτέχνη, σήμερα αποτελεί απλά ένα μέρος της πολυπλοκότητας της όλης περιβαλλοντικής και οικοδομικής διαδικασίας, όπου το εμπόριο μπορεί πια να αποτελέσει δημιουργικό παράγοντα του σχεδιασμού.»113

52

Το απόσπασμα αυτό, το οποίο μάλιστα παραθέτει ο K. Frampton, είναι αυτό που τον οδηγεί στο άνω συμπέρασμα.

109 Curtis William J. R. [1996], Modern architecture since 1900, 3η Έκδοση (1η Έκδοση: 1982), Λονδίνο: Phaidon Press, σελ.539 110 Ό.π., σελ.539 111 Ό.π., σελ.538 112 Peter Cook [1967], Architecture: Action and Plan, 1η Έκδοση, Λονδίνο: Studio Vista 113 Frampton Kenneth [2009], ό.π., σελ. 252


Παρ’ όλ’ αυτά, όπως επισημαίνει ο K. Frampton, «η αρχιτεκτονική πρωτοπορία της δεκαετίας του 1960 δεν είχε παραιτηθεί εντελώς από τις κοινωνικές της ευθύνες.»114

Μια ομάδα που θέλησε να διαπραγματευτεί την ευκαμψία του δομημένου περιβάλλοντος διεγείροντας την ατομική φαντασία και δημιουργικότητα, οι Archizoom, -φανερά επηρεασμένοι από τις τεχνολογικές φαντασιώσεις του Archigram- οργάνωνε «εκδηλώσεις τύπου χάπενινκ, στις οποίες οι πολίτες καλούνταν να δουν την πόλη τους σαν «άδειο χώρο» και να ονειρευτούν το δικό τους περιβάλλον».115

Αλλά ένα τέτοιο παράδειγμα σε αυτό το πλαίσιο, «με προσανατολισμό κατηγορηματικά πολιτικό, των οποίων η στάση απέναντι στην προηγμένη τεχνολογία με κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί άκριτη»116, είναι η ιταλική ομάδα «Superstudio», η οποία εξέφρασε με ποιητικό τρόπο τη δυσαρέσκειά της για τα ήθη και τις αξίες που η μαζική παραγωγή, στον ολοένα και αναπτυσσόμενο καπιταλισμό, καλλιεργούσε.117 Πράγματι, τα παραπάνω φαίνεται να υποδηλώνονται και από το όνομα της ομάδας αυτής, σύμφωνα μάλιστα με μια ετυμολογική ανάλυση της ονομασίας από τον Παναγιώτη Πάγκαλο, στο βιβλίο του Ιστορία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής τεχνολογίας: «Ο όρος Super, ως πρώτο συνθετικό της ονομασίας της ομάδας, την ενέτασσε στην εποχή της τεχνολογικής έξαρσης. Μετά τον Superman, το Supermarket και τη Super Benzine αναπόφευκτα θα ακολουθούσε η Super Architecture ως επιβεβαίωση της νιτσεϊκής θέλησης για δύναμη. 114 115 116 117

Ό.π., σελ. 256 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 265 Frampton Kenneth [2009], ό.π., σελ. 256 Curtis William J. R. [1996], ό.π., σελ.555

53


54

[15] Superstudio, Motorway, 1969 [16] Adolfo Natalini, Superstudio Sketchbook, Νέα Υόρκη, 1969-1970


Αλλά και το δεύτερο συνθετικό, studio –από το λατινικό stadium–, όντας ετυμολογικά συνδεδεμένο με τη μελέτη και την έρευνα, επιβεβαίωνε την πρόθεση αποστασιοποίησης της αρχιτεκτονικής από κάθε καλλιτεχνική ιδιότητα (atelier) αλλά και κατασκευαστική δραστηριότητα (technical office).»118 Οι ίδιοι, υποστηρίζουν πως η αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα, συμπορεύθηκε με την βιομηχανία αναπτύσσοντας μια προνομιακή σχέση, «η οποία καθιέρωσε ένα συγκεκριμένο πρότυπο ορθολογικής κατασκευαστικής τεχνολογίας. Η συγκεκριμένη συμπόρευση επέτρεψε στην αρχιτεκτονική ν’ ανανεωθεί μορφολογικά και στη βιομηχανία ν’ αυτοπαρουσιαστεί ως δύναμη μετασχηματισμού του κόσμου.»119 «Η κριτική των Superstudio στρέφεται ενάντια στην προσπάθεια ενοποίησης του πολιτισμικού συστήματος και των τεχνολογιών, που επιχείρησε ο Μοντερνισμός προκειμένου να επινοηθούν νέες αξίες με άλλοθι τις ορθολογικές ανάγκες. Με αυτή τη λογική η βιομηχανία αναπαρήγαγε «οριστικά αντικείμενα» και ο σχεδιασμός (design) αναλάμβανε να τους προσδώσει την επιβεβλημένη αξία.»120 «Ξεκινώντας από αυτή την παραδοχή, η προσπάθεια των Superstudio επικεντρώθηκε στη διατύπωση ριζοσπαστικών προτάσεων με κοινό παρονομαστή τον εκμηδενισμό κάθε ιδιαιτερότητας του αντικειμένου, μέσω της οποίας πραγματώνεται η διαφοροποίηση που γεννά υπεραξία. Το πρόβλημα ήταν πώς θα μπορούσε να διατηρηθεί η πολυπλοκότητα και οι αντιθέσεις του κοινωνικού χώρου σ’ έναν βιομηχανικό κόσμο.»121 Το ζήτημα της πολυπλοκότητας, ίσως, τίθεται λόγω του ότι, όπως μας αναφέρει ο Ανδρέας Γιακουμακάτος, που παραθέτει 118 Πάγκαλος Παναγιώτης [2015], Ιστορία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής τεχνολογίας, Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών (Κάλλιπος), διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: http://hdl.handle.net/11419/5754, σελ. 132-133 119 Ό.π., σελ. 135 120 Ό.π., 2015, σελ. 135 121 Ό.π., σελ. 135

55


τον Douglas Spencer και το βιβλίο του The Architecture of Neoliberalism (Η Αρχιτεκτονική του Νεοφιλελευθερισμού)122, η ιδέα -η οποία βρίσκεται «ανάμεσα τις θεμελιώδεις αλήθειες της νεοφιλελεύθερης σκέψης»- πως η πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου μπορεί κατανοηθεί μόνο μερικώς από τα άτομα, ακολουθείται από τη λογική πως «ο σχεδιασμός της κοινωνίας από τα ίδια άτομα είναι κατά συνέπεια ένα εγχείρημα καταδικασμένο σε αποτυχία· πως η οικονομία της αγοράς είναι καταλληλότερη για τη ρύθμιση, την ανάπτυξη και την ευταξία μιας κοινωνίας από ό,τι είναι σε θέση να κάνουν τα άτομα μέσω του κρατικού μηχανισμού.»123 Σαν αποτέλεσμα, «Η ελεύθερη αγορά αναδεικνύεται έτσι σε μεταιδεολογική δύναμη εκδημοκρατισμού και πολιτογραφείται ως εξελικτικός παράγοντας μιας αυτορρυθμιζόμενης συνολικής τάξης. Στο πλαίσιο αυτό οι οικονομικές ανισότητες και η εργασιακή ανασφάλεια θεωρούνται απλώς «παράλληλες απώλειες» ενώ παραβλέπεται το γεγονός ότι είναι η ίδια η διαδικασία αυτή που τις παράγει.»124 [17] Grand Hotel Colosseo, μια απόδοση από το project του Superstudio “The Continuous Monument”, 1969

56

122 Βλ. Douglas Spencer [2016], The Architecture of Neoliberalism - How Contemporary Architecture Became an Instrument of Control and Compliance, 1η Έκδοση, New York: Bloomsbury Academic (Σύμφωνα με τον Αντρέα Γιακουμακάτο εκδόθηκε το 1916 από τον οίκο Bloomsbury του Λονδίνου και ανατυπώθηκε στις αρχές του 2017. Βλ. Ανδρέας Γιακουμακάτος, «Η αρχιτεκτονική του νεοφιλελευθερισμού», Το Βήμα, 19/02/2017, στο http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=862887 (Τελευταία επίσκεψη: 6 Ιουνίου 2018) 123 Ανδρέας Γιακουμακάτος, «Η αρχιτεκτονική του νεοφιλελευθερισμού», Το Βήμα, 19/02/2017, στο http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=862887 (Τελευταία επίσκεψη: 6 Ιουνίου 2018) 124 Ό.π.


«The forms and spaces of earlier architecture were to be rejected as so many pretensions towards an absolute order, which really masked oppressive social systems of power.»125 «Το 1969 έγραφαν: Μια καινούρια κατάσταση γαλήνης μπορεί να γεννηθεί μακριά από τους σπασμούς της υπερπαραγωγής, μια κατάσταση όπου ο κόσμος θα ζει χωρίς προϊόντα ή απορρίμματα, μια ζώνη όπου το πνεύμα θα αποτελεί ταυτόχρονα την ενέργεια και την πρώτη ύλη και το τελικό προϊόν, το μόνο άυλο καταναλωτικό αντικείμενο.»126 «Και πάλι το 1972: Τα αντικείμενα που θα χρειαζόμαστε θα είναι μόνο σημαίες ή φυλαχτά, σημάδια μιας ύπαρξης που συνεχίζεται, ή απλά σκεύη προορισμένα για απλές εργασίες. Έτσι, από τη μια θα παραμείνουν σκεύη… και από την άλλη συμβολικά αντικείμενα όπως τα μνημεία ή τα εμβλήματα… αντικείμενα που θα μπορούν εύκολα να μεταφερθούν αν γίνουμε νομάδες, ή πάλι βαριά και αμετακίνητα αν αποφασίσουμε να μείνουμε σ’ ένα μέρος για πάντα.»127

[18] Adolfo Natalini, Superstudio, Sketchbook, Νέα Υόρκη, 1969-1970 125 Curtis William J. R. [1996], ό.π., σελ.555 126 Frampton Kenneth [2009], ό.π., σελ. 256 127 Ό.π., σελ. 256

57


[19] Superstudio, Supersurface-Life, 1972

«Το Superstudio ήταν επηρεασμένο από τις ιδέες της «ενωτικής πολεοδομίας» του International Situationist Constant Nieuwenhuys, ο οποίος στη νέα Βαβυλώνα είχε προτείνει ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο ιστό της πόλης, που θα ανταποκρινόταν στις «καταστροφικές» τάσεις του ανθρώπου.»128 Όπως στην ενιαία πολεοδομία των Καταστασιακών θα μπορείς να κινήσε ελεύθερος, να αναζητάς, να δημιουργείς και να παίζεις, από τα δεσμά της εργασίας, παρόμοια στις ουτοπίες των Superstudio, «σε μια κοινωνία της αφθονίας, όπου οι άνθρωποι, εξυπηρετούμενοι από δίκτυα ενέργειας και πληροφοριών ή από φορητές μικροσυσκευές, θα ζουν μια ζωή νομαδική, έξω από κάθε καταναγκασμό και ιεραρχία.»129 58

Μόνο που στους ίδιους «Δεν θα υπάρχει πια ανάγκη για πόλεις ή κάστρα, για δρόμους ή πλατείες. Με την εξαίρεση κάποιων ερήμων ή ορεινών όγκων απρόσφορων για κάθε κατοίκηση, κάθε σημείο θα είναι το ίδιο όπως και κάθε άλλο.»130 128 Ό.π., σελ. 256 129 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 265 130 Ό.π., σελ. 265


[20] Superstudio: “A Journey from A to B”, 1969

Με κολλάζ και φωτομοντάζ, κατασκευάζουν ουτοπίες οι οποίες με ειρωνικό και υπονομευτικό τρόπο επιτίθονται στον μεταπολεμικό πολεοδομικό σχεδιασμό, την αναζήτηση της Αλήθειας και της ιδανικής πόλης καθώς και την τουριστική λατρεία του θεάματος. Με τη χρήση της «αφανής τεχνολογίας» κάθε ανάγκη για τροφή, νερό, κλίμα, θα «ρυθμίζεται». Η φύση ως φιλική πια, θα προσφέρεται για να φιλοξενεί κάθε ανάγκη μας. Η αφθονία καταρρίπτει κάθε μας ωφελιμιστική λειτουργία εφόσον η τεχνολογία θα μας παρέχει τα πάντα. Έτσι θα μπορούμε να αφεθούμε ελεύθεροι στην εμπειρία της διαβίωσής μας.131 «Εικονογραφούσαν έναν κόσμο απ’ όπου είχαν εξαλειφθεί τα καταναλωτικά αγαθά»132, αποκομμένο από πρότυπα, «με τους όρους μια αρχιτεκτονικής, που ήταν αόρατη ή, όπου ήταν ορατή, ολοκληρωτικά άχρηστη»133 «Με τη δύναμη της τεχνολογίας εξισώνεται η έννοια της ουτοπίας με την έννοια του ιδανικού τόπου.»134 131 132 133 134

Ό.π., σελ. 265 Frampton Kenneth [2009], ό.π., σελ. 256 Ό.π., σελ. 257 Πάγκαλος Παναγιώτης [2015], ό.π., σελ. 129

59


«Ο βασικός προβληματισμός της ομάδας περιστρεφόταν γύρω από τη σχέση αρχιτεκτονικής και φύσης»135 Η υβριδική σχέση αρχιτεκτονικής και φύσης, η αδιαφάνεια και οι υπέρμετροι (κτηριακοί; ) όγκοι με λείες επιφάνειες υψηλής αντανάκλασης, δίχως λειτουργία αλλά και διάκοσμο, δίχως την απαραίτητη παρουσία αρχιτεκτόνων, οι ομοιογενείς συνθήκες ύπαρξης αποτελούν χαρακτηριστικά σημεία αναπαράστασης -της κριτικής τους- στα έργα τους.136 Μάλιστα, με το έργο τους «Supersuperficie» (1970-1971), δύο χρόνια πριν τα μέλη της ομάδας διακόψουν τη συνεργασία τους (το 1973)137, περιγράφουν τις δυνατότητες κατοίκησης που θα προσφέρει στο σύγχρονο άνθρωπο η υψηλή τεχνολογία, όταν δε θα υπάρχει πλέον η ανάγκη οι αρχιτέκτονες να οργανώνουν το χώρο «βάσει των εργονομικών μελετών τύπου Existenzminimum, οι οποίες θεώρησαν τον άνθρωπο ένα είδος ορθολογικής μηχανής σε αντικατάσταση της ουμανιστικής αντίληψης περί του ανθρώπου ως δείγματος κοσμικής αρμονίας και μέτρο όλων των πραγμάτων».138 Σε αυτήν την υπόθεση, η Γη θα μετασχηματιστεί σε ένα «τοπίο δίχως σύνορα».139 Κανένα «Διεθνές Στυλ» δεν θα υπάρχει, ούτε Διεθνές ούτε Στυλ. Καμία Χάρτα δεν θα είναι απαραίτητη για να καταστήσει μία πόλη ως λειτουργική. «Η έννοια της πόλεως θα αντικατασταθεί από τη δυναμική του κόμβου.»140 60

«Οι κόμβοι θα αποτελούν σημεία υψηλής αξίας, ποιότητας και πυκνότητας αλλά συγχρόνως και τις μαύρες τρύπες της αρχιτεκτονικής, αφού η σημασία της θα έχει πλέον εκμηδενιστεί. Όλο το σύστημα θα βασίζεται στη μετάδοση 135 136 137 138 139 140

Ό.π., σελ. 134 Ό.π., σσ. 138-140 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 266 Πάγκαλος Παναγιώτης [2015], ό.π., σελ. 142 Ό.π., σελ. 142 Ό.π., σελ. 142


ενέργειας και στον ελεύθερο σωματικό και πνευματικό νομαδισμό των υπάρξεων, έως ότου τα υποκείμενα ταυτιστούν με το ίδιο το σύστημα.»141

Σύμφωνα με τον Κονταράτο, «ο Λούτσιους Μπούρκχαρτ σωστά τις χαρακτήρισε [τις πολεοδομικές ουτοπίες της δεκαετίας του 1960] «παιδιά του φονξιοναλισμού» της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, ενός φονξιοναλισμού που προορίζεται «για το μάτι», με την έννοια ότι και αυτές διαλαλούν μέσω των μορφών τους τη λύση των προβλημάτων που οι ίδιες έχουν θέσει. Δύσκολα όμως θα συμφωνούσαμε με την άποψη του ελβετού κοινωνιολόγου ότι καταπιάνονται με «ολικότερα» προβλήματα, ότι δημιουργούν μια γλώσσα μορφών στην οποία τα προβλήματα αυτά μπορούν να κατανοηθούν και ότι, συνακόλουθα, αποτελούν «το πρώτο βήμα για την υπερνίκηση των συνεπειών του φονξιοναλισμού».»142

Την ίδια δεκαετία με τη διάλυση των CIAM και την ίδρυση του Team 10, ακόμα μία ομάδα -οι Καταστασιακοί- εκφράζουν τους προβληματισμούς τους για την πόλη και δηλώνουν πως πρέπει να μεταμορφωθεί εάν η ίδια επιθυμεί να κάνει τη ζωή συναρπαστική.143 Όπως και οι Team 10, αμφέβαλλαν για τις αρετές του φονξιοναλισμού και τις επιπτώσεις του στην καθημερινή ζωή.144 Με διαφορετικό βέβαια τρόπο και πρόθεση από τους Smithsons, ενδιαφέρθηκαν για τη ζωή και τις σκηνές των δρόμων. 141 Ό.π., σελ. 144 142 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 222-223 143 Violeau Jean-Louis [2000], «A Critique of Architecture: The Bitter Victory of Situationist International» στο Goldhagen Sarah Williams και Legault Réjean (επιμ.) [2000], Anxious modernisms: experimentation in postwar architectural culture, σελ. 239259, Montreal: Canadian Centre for Architecture, σελ. 239 144 Ό.π., σελ. 239

61


«Οι σιτουασιονιστές … είχαν επηρεαστεί από τον Λεφέβρ και φιλοδοξούσαν να εκφράσουν την «επαναστατική/ρομαντική» τάση που ο Γάλλος φιλόσοφος έβλεπε να εκπηγάζει από την μοντέρνα ασυμφωνία του προοδευτικού ατόμου με τον κόσμο.»145 Η καθημερινή ζωή στις πόλεις επαναδιαπραγματεύεται τη σημασία, την εμπειρία και το δικαίωμά της. Σύμφωνα με τον Henri Lefebvre: «το δικαίωμα στην πόλη…συνεπάγεται και εφαρμόζει μία γνώση, που δεν ορίζεται σαν «επιστήμη του χώρου», μα σαν γνώση μίας παραγωγής, της παραγωγής του χώρου». Ο ίδιος αναφέρει την πόλη ως έργο, που παράγεται από τους ανθρώπους και τις σχέσεις-δομές τους και λέει πως η αστική ζωή έχει δικαίωμα πρόσβασης σε αυτό το έργο.146 Η σημασία της καθημερινής ζωής ως εμπειρία, κοινωνικές σχέσεις και δομές καθώς και ο ρυθμός της προβάλλεται στο έδαφος και σχηματίζει την πόλη.147 «Σύμφωνα με τον Γάλλο στοχαστή, οι σύγχρονες συνθήκες της εποχής του επιβάλλουν την διατύπωση ενός νέου δικαώματος στην πόλη, δηλαδή την αστική ζωή, ενός δικαιώματος πρόσβασης στην κοινωνία-πόλη, έργο των ανθρώπων.»148 «Αυτή η ουτοπία του Lefebvre επικεντρώνεται γύρω από την ίδια έννοια με την βοήθεια της οποίας ο Debord συγκρότησε την Καταστασιακή άρνηση των συμβάσεων και των κανόνων της αστικής κουλτούρας: το παιχνίδι.»149 Μέσω τακτικών όπως το παιχνίδι, οι Καταστασιακοί, διερευνούσαν τα όρια της ιδέας της πόλης και δημιουργούσαν νέες αναγνώσεις της αστικής εμπειρίας.

62

Το 1957, Σε ένα από τα ιδρυτικά κείμενα της Internationale Situationniste, την «Έκθεση για την κατασκευή καταστάσεων», ο Ντεμπόρ, επεξηγώντας την ιδέα της κατασκευής καταστάσεων αντιπρότεινε της φονξιοναλιστικής θεωρίας της αρχιτεκτονικής»150: «Πρέπει να δημιουργήσουμε μια επέμβαση που θα κατευθύνεται από τους πολύπλοκους παράγοντες δύο μεγάλων συνιστωσών, που θα βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση: το 145 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 257 146 Τερζόγλου Νικόλαος-Ίων [2009], Ιδέες του χώρου στον εικοστό αιώνα, Αθήνα: νήσος, σελ. 235 147 Ό.π., σελ. 235 148 Ό.π., σελ. 235 149 Ό.π., σελ. 235 150 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 259


υλικό σκηνικό της ζωής και τις συμπεριφορές που το γεννούν και το ανατρέπουν.»151

[21] Debord Guy, Ψυχογεωγραφικός χάρτης του Παρισιού, 1956

Σύμφωνα με το Σάββα Κονταράτο, «μόνο η αυθόρμητη δημιουργικότητα, επαναστατική από την ίδια της τη φύση, θα μπορούσε κατά την άποψή τους να σπάσει τον κλοιό της καταπίεσης και να απαλλάξει την καθημερινή ζωή από την κοινοτοπία.»152 Και συνεχίζει: «Οι προοπτικές δράσεις μας, πάνω σ’ αυτό το σκηνικό, μας οδηγούν στην ιδέα της ενιαίας πολεοδομίας.»153 Η ενιαία πολεοδομία για τους καταστασιακούς είναι ο τόπος στον οποίο μπορεί να πραγματωθεί η καθολική τέχνη: «το σύνολο των τεχνών και των τεχνικών ως 151 Ό.π., σελ. 259 152 Ό.π., σελ. 258 153 Ό.π., σελ. 259

63


μέσων που συντελούν σε μια ολοκληρωμένη σύνθεση του περιβάλλοντος». Η αρχιτεκτονική του τόπου αυτού δημιουργείται από συναρπαστικές καταστάσεις -ως πρώτη ύλη- παρά από συναρπαστικές μορφές.154 Όπως και το Team 10, δίνοντας βαρύνουσα σημασία στην πόλη ως αστικό τόπο και όχι απλά ως ένα σύνολο λειτουργιών και κατοικιών, ορίζουν ως πολεοδομική μονάδα, όχι την κατοικία, αλλά το αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα, το οποίο αποτελείται από παράγοντες και όχι μορφές.155 «Μονάδα της ενιαίας πολεοδομίας δεν είναι η κατοικία αλλά το αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα, μια σύνθεση όλων των παραγόντων που δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ή μια σειρά αντιφατικών ατμοσφαιρών στην κλίμακα της κατασκευασμένης κατάστασης …»156

64

«Η «ενιαία πολεοδομία» για τους σιτουασιονιστές δεν αποτελούσε απλώς ένα χωρικά και αισθητικά διευρυμένο Gesamtkunstwerk. Ήταν πριν απ’ όλα μια «κριτική της πολεοδομίας», κριτική που απέρριπτε τόσο το φονξιοναλιστικό δόγμα όσο και κάθε λογής αισθητικούς προβληματισμούς. Στο τρίτο τεύχος του περιοδικού τους διακήρυσσαν: Πρέπει να κατασκευάσουμε ατμόσφαιρες (ambiances) που θα ‘ναι αδύνατο να κατοικηθούν. Πρέπει να κατασκευάσουμε τους δρόμους της πραγματικής ζωής, τα σκηνικά ενός αφηρημένου ονείρου. Και παρακάτω: Ενώ οι σημερινές πόλεις παρουσιάζονται από μόνες τους σαν ένα αξιοθρήνητο θέαμα -ένα συμπλήρωμα των μουσείων για τους τουρίστες που περιφέρονται κλεισμένοι στα γυάλινα λεωφορεία-, η Ενιαία Πολεοδομία θεωρεί τον χώρο της πόλης πεδίο ενός αληθινά ομαδικού παιχνιδιού.»157 Μιλούν για δρόμους, περιπλανήσεις και ψυχογεωγραφίες, για ποικιλία σε αυτούς και ατμόσφαιρες στο χώρο της πόλης, παιχνίδια και επανανοηματοδοτήσεις των χρήσεων και λειτουργιών.158 154 155 156 157 158

Ό.π., σελ. 259 Ό.π., σελ. 259 Ό.π., σελ. 259 Ό.π., σελ. 259-260 Ό.π., σελ. 260


65

[22] Debord Guy και Jorn Asger, σελίδα από το έντυπο Memoires


Μέσα από συγκεκριμένες τεχνικές -περιπλάνηση (dérive), εκτροπή (détournement)- ασκούσαν κριτική στην πολεοδομία, τις ιστορικές πρωτοπορίες αλλά κυρίως την καπιταλιστική ανάπτυξη (που σύμφωνα με τον Κονταράτο, είχε σαγηνεύσει τις ιστορικές πρωτοπορίες) αποσκοπώντας να «ξεγυμνώσουν» το «κατασκευασμένο θέαμα για την απόκρυψη των εκμεταλλευτικών σχέσεων» που έχουν δημιουργήσει τα καταναλωτικά πρότυπα, με στόχο ίσως τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου.159

66

Καλούσαν σε «περιπλάνηση» (dérive) μέσα στις ποικίλες ατμόσφαιρες του «ψυχογεωγραφικού αναγλύφου» της πόλης, περιπλάνηση κατά την οποία «ένα ή περισσότερα άτομα … απαρνιούνται, για κάποιο μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα, τους λόγους για τους οποίους συνήθως μετακινούνται και δρουν, τις σχέσεις τους, τις δουλειές τους και τις συνηθισμένες διασκεδάσεις τους, για ν’ αφεθούν ελεύθερα όπου τα πάει ο χώρος κι οι συναντήσεις που αντιστοιχούν σε αυτόν».»160 Μέσα από αυτό το ανορθολογικό παιχνίδι από το οποίο αφήνεσαι ελεύθερος στους δρόμους, με τυχαιότητα στην όποια εξέλιξη, επανανοηματοδοτόντας χρήσεις και λειτουργίες και κυρίως συνήθειες στόχευαν κυρίως στην «κριτική της πολεοδομίας του γραφειοκρατικού καπιταλισμού ή σοσιαλισμού και τη αναζήτηση νέων τρόπων επαναστατικής πρακτικής μέσα στον ιστό της πόλης, ιστορικό και σύγχρονο. Γνώριζαν πως η πόλη που προσφέρεται ως θέαμα δε έχει καθορισμένη μορφή, στην οποία θα μπορούσε να αντιπαραταχθεί μια άλλη μορφή. Γι’ αυτό και πρότειναν την «άμεση και συλλογική παιγνιώδη χρήση» του χώρου στις υφιστάμενες πόλεις και την πρόσκαιρη έστω επανιδιοποίηση ορισμένων θυλάκων τους ως «πειραματική» ουτοπία, από την οποία θα μπορούσε να προκύψει κάτι πράγματι καινούριο.»161 «Προσπαθώντας να προσδιορίσει τον ουτοπικό χαρακτήρα των ιδεών τους, ο Γιορν δεν δίστασε να προσφύγει σε ρομαντικές κατηγορίες: Οι θεωρητικοί του 18ου αιώνα υπερασπίστηκαν το γραφικό και το υψηλό ως ερεθίσματα για ονειροπόληση. Η πρόθεση τότε 159 Ό.π., σελ. 260 160 Ό.π., σελ. 260 161 Ό.π., σελ. 261


ήταν να ξεπεραστεί το υπερβολικά τακτοποιημένο σύμπαν στο οποίο απέβλεπε ο Διαφωτισμός. Έτσι έμοιαζε να προκύπτει ως επακόλουθο ότι το υψηλό θα μπορούσε να υποκινήσει νέα πετάγματα φαντασίας στην πόλη των μέσων του 20ού αιώνα που είχε ανασχηματίσει ο γόνος του Διαφωτισμού, ο μοντερνισμός. Η ψυχογεωγραφία μας οδήγησε σε σκοτεινύς τόπους, σε διαφεύγουσες αισθήσεις περίγυρου και σε επιμέρους καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά προηγούμενα για το υψηλό … Αυτό αντιπροσώπευε μια μετατόπιση (derive) από το ιδεώδες και το ορθολογικό στο αλλόκοτο και το επαναστατικό.»162

[23] Constant Nieuwenhuys, Συμβολική αναπαράσταση της Νέας Βαβυλώνας, 1969

«Ο μόνος σιτουασιονιστής που προσπάθησε να μορφοποιήσει σε σχέδια και προπλάσματα την ιδέα της ενιαίας πολεοδομίας ήταν ο Κόνσταντ, παλαιό μέλος της COBRA που πειραματιζόταν με κονστρουκτιβιστικού τύπου γλυπτά.»163 Ο Κόνσταντ είχε έρθει σε επαφή με αρκετά μέλη του Team 10. Με τον Aldo Van Eyck που είχε διατελέσει μέλος της COBRA, τους Peter και Alison Smithson, φίλων του από τα χρόνια της Ανεξάρτητης Ομάδας.164 Οι καταστασιακοί και ο Κόνσταντ, με τη Νέα Βαβυλώνα, ξεφεύγουν από τα στενά πλαίσια κριτικής των αρχών 162 Ό.π., σελ. 261 163 Ό.π., σελ. 261 164 Ό.π., σελ. 262

67


του μοντερνισμού. Όπως «επισημαίνει ο Σάντλερ: Απ’ όλες τις μεγακατασκευαστικές προτάσεις, η Νέα Βαβυλώνα ήταν η πιο ριζοσπαστικά ουτοπική, μια και ο Κόνσταντ αναζητούσε κάτι περισσότερο από μια δομική επναξιολόγηση της υφιστάμενης πόλης.» Ωστόσο, γενικά, οι καταστασιακοί δεν έφταναν στο σημείο της επαναξιολόγησης -πέραν της επανανοηματοδότησης υπαρχόντων καταστάσεων και στοιχείων-παραγόντων- παρά τόνιζαν το περιεχόμενο της ενιαίας πολεοδομίας (το παιχνίδι, η ελεύθερη δημιουργία της καθημερινής ζωής).165

68

165 Ό.π., σελ. 262


Η κριτική στο φονξιοναλισμό έγκειται στο γεγονός πως οι θέσεις τους έρχονται σε ευθεία ρίξη με τις αρχές του μοντερνισμού παρά με μια ευθεία κριτική προς τον ίδιο.

69

[24] Constant Nieuwenhuys, Άποψη του Νέου Βαβυλωνιακού Τομέα, έργο για τη Νέα Βαβυλώνα,1971


Π.χ., η κινητικότητα που προκύπτει από έναν «νομαδικό τρόπο ζωής» όπως το θέτει ο Κόνσταντ στη Νέα Βαβυλώνα, ως «λογικό επακόλουθο της νέας αυτής ελευθερίας, στο πολεοδομικό επίπεδο υποβάλλει: Την εικόνα ενός καλειδοσκοπικού συνόλου, που αναδεικνύει ξαφνικές απροσδόκητες αλλαγές – μια εικόνα που δεν έχει καμιά ομοιότητα με τις δομές μιας κοινοτικής ζωής διευθυνόμενης από την αρχή της ωφελιμότητας, της οποίας τα πρότυπα συμπεριφοράς είναι πάντα τα ίδια. … Προϋποθέτει, επομένως, ένα ευρύ δίκτυο συλλογικών εξυπηρετήσεων, περισσότερο αναγκαίο για τον πληθυσμό σε κίνηση παρά για τον σταθερό πληθυσμό των λειτουργικών πόλεων.»166 Το σημαντικό στους σιτουασιονιστές είναι πως «συνειδητοποίησαν ότι το σύγχρονο δομημένο περιβάλλον εκφράζει συμπυκνωμένα την ταύτιση της ζωής με το θέαμα και αναζήτησαν παραδειγματικούς τρόπους απεγκλωβισμού από αυτήν την κατάσταση. Με τις «ψυχογεωγραφικές» περιγραφές τους, με τις τεχνικές τους της «περιπλάνησης» και της «εκτροπής», με τις θέσεις τους για την ενιαία πολεοδομία και με τα ουτοπικά χωροδομικά οράματά τους πάσχιζαν πράγματι να δείξουν πως η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία, ξεπερνώντας τον φονξιοναλισμό και τον αισθητισμό, θα μπορούσαν να αποβούν μέσα γνώσης και δράσης, δημιουργικές περιπέτειες, ελεύθερα παιχνίδια με τον χώρο και τον χρόνο.»167

70

[25] Constant Nieuwenhuys, New Babylon: Tour [Πύργος], 1959 166 Ό.π., σελ. 263 167 Ό.π., σελ. 264


71


Team 10: Utopia of the present. Εάν υιοθετήσουμε την υπόθεση του Αριστείδη Αντονά, πως «η πρωτοπορία συνδέεται με αρνήσεις και ανατροπές των συμβάσεων»168 τότε θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως και οι Team 10 αλλά και όλα τα παραπάνω παραδείγματα ουτοπιών -μαζί με το μοντέρνο κίνημα- αποτελούν πρωτοπορίες. Μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο, η πρωτοπορία, «εμφανίζεται ως πρόθεση ανατροπής που εκτυλίσσεται στο παρόν.»169 Μία τέτοια «πρωτοπορία» είναι και οι Team 10. «Their Team 10 Primer describes it as follows: [Team 10 is] Utopian about the present. . . . Their aim is not to theorize but to build, for only through construction can a Utopia of the present be realized.»170 Το Team 10, κατά κάποιο τρόπο, ήταν κι αυτό ουτοπικό. Αλλά, στο βαθμό εκείνο που το επέτρεπε να οραματίζεται μία στροφή στην αρχιτεκτονική σκέψη και πρακτική.

72

Αυτή η μάλλον αμφιλεγόμενη στάση απέναντι στον ουτοπιανισμό ήταν πιθανώς εν μέρει αντίδραση στις εμπειρίες τους κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εν μέρει στην ορθολογική, τεχνοκρατική πορεία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και της αστικοποίησης που ανέλαβαν την ανασυγκρότηση των βομβαρδισμένων ευρωπαϊκών πόλεων. Τα μέλη της Ομάδας, μίλησαν για την αναγκαιότητα μιας «νέας αρχής» και για την «ευθύνη», η ηθική επιταγή «προς το άτομο ή τις ομάδες για τις οποίες (ο αρχιτέκτονας) χτίζει». Σύμφωνα με τους ίδιους, αυτό ήταν απαραίτητο για την «πραγματοποίηση της ίδιας της κοινωνίας».171

168 Αντονάς Αριστείδης [2006], «Πίστη και Αφέλεια· Πένθος για την Αρχιτεκτονική της Πρωτοπορίας», στο Τουρνικιώτης Παναγιώτης (επιμ.), Πού είναι το μοντέρνο; Do.co.mo.mo., Τα τετράδια του Μοντέρνου 01, σελ.33-46, Αθήνα: Futura, σελ. 33 6 169 Ό.π., σελ. 33 6 170 van den Heuvel Dirk και Risselada Max [2005], ό.π. 171 Ό.π.


«Μία από τις πρώτες απαντήσεις στα διλήμματα της μεταμοντέρνας σκέψης διατυπώθηκε από τον Michel Foucault στη διάλεξή του «On Other Spaces», στην οποία πρότεινε την έννοια της ετεροτοπίας ως παράλληλη με την έννοια της ουτοπίας. Ο Foucault γνώριζε πολύ καλά την κατασταλτική διάσταση που είχαν οι μεγάλες ιδεολογίες ακόμα και όταν υποσχέθηκαν την απελευθέρωση και τη χειραφέτηση. Όπως και η Ουτοπία, η ετεροτοπία του είναι ένα «άλλο» μέρος· και οι δύο είναι παρόμοιες με τον μεταφορικό χώρο που βλέπουμε σε έναν καθρέφτη που μας επιτρέπει να βλέπουμε την ύπαρξή μας με μια κριτική ματιά. Ο Foucault, εξετάζοντας τους μηχανισμούς της εξουσίας και των θεσμών της πειθαρχίας, αναγνώρισε αυτόν τον «άλλο χώρο» στις φυλακές, τα ψυχιατρικά νοσοκομεία και τα σχολεία.»172 «Η Ομάδα 10 βρήκε τους δικούς της «άλλους χώρους» σε καθημερινές καταστάσεις όπως η ζωή στο δρόμο στις γειτονιές της εργατικής τάξης και τον κόσμο των παιδιών που παίζουν. Ως εκ τούτου, αυτή η καθημερινότητα δεν θεωρήθηκε ως κάτι ειδυλλιακό ή αθώο. Πρώτον, ήταν ο τόπος μιας διαφορετικής ηθικής, και δεύτερον, έγινε ο τόπος ενός πολιτικού και κοινωνικού αγώνα, μια αμφισβήτηση των αξιών.»173 «Ως αρχιτέκτονες, προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια σχέση μεταξύ αυτών των «άλλων χώρων» και της δικής τους κατάστασης, σε μια αναζήτηση για μια «ουτοπία του παρόντος» όπως την ονόμαζαν.»174 Όμως, οι ουτοπίες αναφέρονται -συνήθως- σε μια μελλοντική κατάσταση. Ο Αριστείδης Αντονάς γράφει πως: «Η πρωτοπορία παρουσιάζεται ως ανοικτή προοπτική για το μέλλον, αλλά δεν μπορεί να εγγυηθεί κανένα μέλλον. Κανένα σταθερό μέλλον δεν θα μπορούσε να της γίνει οικείο.»175 Παρ’ όλ’ αυτά, σύμφωνα με τον ίδιο, «Η πρωτοπορία μένει υποχρεωτικά στο διχασμό που τη θέλει καινοτόμο, 172 173 174 175

Ό.π. Ό.π. Ό.π. Αντονάς Αριστείδης [2006], ό.π., σελ. 34

73


παρεμβατική, να αξιώνει την ανατροπή των κοινωνικών συμβάσεων, ενώ μένει υποχρεωτικά στο περιθώριο. Το αίτημα της πρωτοπορίας απειλεί σημαντικές δεσμεύσεις της κοινότητας. Απειλεί αποτελεσματικά τον κοινωνικό εφησυχασμό κι έτσι διατηρεί την κοινωνική της προοπτική.»176 Το παραπάνω αποδεικνύει την κριτική σκοπιά των ουτοπιών της δεκαετίας του 1960, όσο κι αν δεν μπορούν να καταστήσουν οικείο κανένα -σταθερό- μέλλον. Σύμφωνα με τον ίδιο, πάλι, οι ουτοπίες δηλητηριάζουν την κοινωνική προοπτική, υπό το πλαίσιο όπου δεν «συνδέονται με αυτονόητο τρόπο με την κοινωνική δυναμική».177 «Παρόμοια απόσταση μπορεί να αισθανθεί κανείς από τυπικές πρωτοποριακές θέσεις όπως οι θέσεις του Le Corbusier για pilotis, ελεύθερη κάτοψη, κήπους στις ταράτσες, επιμήκη παράθυρα και ελεύθερη όψη. Πρόκειται για προγραμματικές σκέψεις που εν απαντούν σε συγκεκριμένα προβλήματα (ή το πράττουν με έμμεσο τρόπο) και συντάσσουν την ίδια στιγμή την εικόνα της κοινωνίας σε μεταβολή. Η πρωτοπορία παρουσιάζεται έτσι ως μελλοντολογικός αφελής προγραμματισμός.»178 Εάν, λοιπόν, συμφωνήσουμε με τον Α. Αντονά και τον Michel Foucault, σχετικά με την κατασταλτική διάσταση των αντισυμβατικών πρωτοποριών και της ουτοπικής σκέψης, καταλαβαίνουμε πως υπάρχει η ανάγκη για νηφάλια αντιμετώπιση της κρίσιμης κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η μεταπολεμική πόλη και που ανέδειξε μέσα από τα CIAM το Team 10. 74

Ο Claude Schnaidt γράφει το 1967 στο δοκίμιό του «Architecture and Political Commitment»: «Την εποχή που οι πρωτοπόροι της μοντέρνας αρχιτεκτονικής ήταν ακόμη νέοι, πίστευαν, όπως ο William Morris, ότι η αρχιτεκτονική πρέπει να είναι μια «τέχνη από τον λαό για τον λαό». Αντί να ικανοποιούν τις προτιμήσεις των λίγων

176 Ό.π., σελ. 40 177 Ό.π., σελ. 41 178 Ό.π., σελ. 41


προνομιούχων, θέλησαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της κοινότητας. Ήθελαν να χτίσουν κατοικίες, που θα κάλυπταν τις ανθρώπινες ανάγκες, να οικοδομήσουν μια Cité Radieuse. Δεν είχαν όμως υπολογίσει τα εμπορικά ένστικτα της αστικής τάξης, η όποια δεν έχασε χρόνο, σφετερίστηκε τίς θεωρίες τους για λογαριασμό της και τους πίεσε να εργαστούν στην υπηρεσία της κερδοσκοπίας. Το χρήσιμο έγινε πολύ γρήγορα συνώνυμο με το προσοδοφόρο. Οι αντιακαδημαϊκές μορφές αποτέλεσαν τον νέο διάκοσμο των κυρίαρχων τάξεων. Η ορθολογική κατοικία μετασχηματίστηκε στην ελάχιστη κατοικία, η Cité Radieuse στη μαζικοποίηση του πληθυσμού της πόλης και ή αυστηρότητα της γραμμής στη φτώχεια της μορφής. Οι αρχιτέκτονες των συνδικάτων, των συνεργατικών και των σοσιαλιστικών δήμων μπήκαν στην ι)υπηρεσία των παραγωγών ουίσκυ, των βιομηχάνων απορρυπαντικών, των τραπεζιτών και του Βατικανού. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική, που επιθυμούσε να συμβάλλει στην απελευθέρωση του ανθρώπου δημιουργώντας ένα νέο περιβάλλον ζωής, μεταβλήθηκε σε γιγάντια επιχείρηση για την υποβάθμιση της ανθρώπινης κατοικίας.»179 Και συνεχίζει, στο ίδιο κείμενο, όπου «επέκρινε τα επιτεύγματα της «εναλλακτικής» πρωτοπορίας της δεκαετίας του 1960: «Το γεγονός ότι ακόμη και οι τολμηρότερες συλλήψεις στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία είναι εφικτές χάρη στα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, συνιστά στοιχείο της φιλοσοφίας τους. Και αυτό ακριβώς κρύβεται πίσω από τις αναζητήσεις τους για κάτι πού θυμίζει διαστημόπλοια, μηχανικούς σκελετούς, συστήματα αρχειοθέτησης, διυλιστήρια ή τεχνητά νησιά… Αυτοί οι φουτουριστές αρχιτέκτονες θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία στις λογικές της προεκτάσεις, τις πιο πολλές φορές όμως η στάση τους καταλήγει στη λατρεία της τεχνολογίας. Το διυλιστήριο και η διαστημική κάψουλα μπορεί βέβαια, να χρησιμεύουν ως πρότυπα τεχνικής και μορφικής τελειότητας, αν αναχθούν όμως σέ αντικείμενα λατρείας, τα μαθήματα που μπορούν να δώσουν θα χάσουν τελείως τον στόχο τους. Η απεριόριστη αυτή εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της τεχνολογίας συμβαδίζει με έναν εκπληκτικό βαθμό ανειλικρίνειας, όσον αφορά το μέλλον του ανθρώπου... Οράματα σαν κι αυτά λειτουργούν κατευναστικά σε πολλούς 179 Frampton Kenneth [2009], ό.π., σελ. 255-256

75


αρχιτέκτονες: οπλισμένοι με τόση τεχνολογία και έχοντας τέτοια εμπιστοσύνη στο μέλλον, αισθάνονται επιβεβαιωμένοι και δικαιολογημένοι για την παραίτησή τους από την κοινωνική και πολιτική ζωή.»180 Παρ’ όλ’ αυτά, «στον τρόπο με τον οποίο η πρωτοπορία καταφάσκει στην αντισυμβατικότητα αφήνει το δικό της ίχνος».181 Η ουτοπική σκέψη, με την κριτική κι αντισυμβατική της ματιά, παρουσιάζει την κρισιμότητα της κατάστασης της αστικής πόλης, η οποία πάντως χρήζει νηφάλιας προβληματικής κι αναζήτησης ενδεχομένων.

76

180 Ό.π., σελ. 255-256 181 Αντονάς Αριστείδης [2006], ό.π., σελ. 41


Το ζήτημα του ενδεχομένου Την ίδια περίοδο με την επαναστατική ρητορική και τα ουτοπικά οράματα των Superstudio και Archizoom, ο Aldo Rossi με το δοκίμιό του Η αρχιτεκτονική της πόλης ανέπτυσσε μια ξεκάθαρα επιστημονικά νηφάλια προβληματική για την πόλη.182 Έχοντας σεβασμό για τις ιστορικές μνήμες της πόλης και για τα κτίρια με καλλιτεχνική αξία, όπως το ερμηνεύει ο Σάββας Κονταράτος, ο Aldo Rossi κατείχε μια «διάθεση οπισθοχώρησης από τον μεταπολεμικό μοντερνισμό και επανασύνδεσης με την προμοντερνιστική παράδοση αστικότητας.»183 Ο ίδιος ερμηνεύει την πόλη ως «μια μεγάλη αναπαράσταση των συνθηκών ύπαρξης του ανθρώπου» και η αρχιτεκτονική είναι αυτή που μπορεί να δώσει μορφή σε αυτές. Οπότε, ένα σύνολο συνθηκών μπορεί να αποτελεί την μορφή ενός μέρους-κομματιού της πόλης, άρα να συγκεκριμενοποιείται και η αρχιτεκτονική σε αυτό.184 «Η μορφή των εξατομικευμένων στοιχείων που τη συγκροτούν (κτίρια, δρόμοι, γειτονιές κτλ.) λειτουργούν ως «αστικοί συντελεστές» . (fatti urbani).»185 «… αυτό που υπόκειται στη δημιουργία του μοντέλου και της μορφής, ως ιδέα, κανόνας και συντακτική αρχή της αρχιτεκτονικής» όπως το ερμηνεύει ο Κονταράτος ή «αυτό που βρίσκεται πιο κοντά στην ουσία της, δηλαδή σε αυτό που, παρ’ όλες τις αλλαγές, επιβάλλεται πάντα ‘στο συναίσθημα και τη λογική’, ως η βασική αρχή της αρχιτεκτονικής και της πόλης» όπως το περιγράφει ο Ρόσσι, και ,ο ίδιος, το αποκαλεί ως «τύπος» 186

182 183 184 185 186

Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 267 Ό.π., σελ. 267. Επίσης βλ. και υποσημείωση υπ’ αριθμό 5. Ό.π., σελ. 268 Ό.π., σελ. 268 Ό.π., σελ. 268

77


Εξάλλου, σύμφωνα με τον Brent C. Brolin, «αυτό το υποτιθέμενο πλεονέκτημα των σύγχρονων λειτουργικών μορφών – η εξυπηρετικότητα ή πρακτικότητά τους – ήταν πολλές φορές περισσότερο φανταστική παρά πραγματική.»187 «Οι μηχανές ενσωμάτωναν τις περισσότερο εκτιμούμενες ηθικές αξίες τη εποχής. Ήταν η πεμπτουσία της αποτελεσματικότητας και της οικονομίας.»188 «Οι μοντέρνοι αρχιτέκτονες θεώρησαν αυτή τη σχέση μεταξύ φόρμας και λειτουργίας πως είναι «ειλικρινής», δηλαδή η μηχανή δεν υποκρινόταν πως ήταν κάτι το οποίο δεν ήταν. Και συμπέραναν πως η λειτουργία ενός κτιρίου μπορούσε να είναι το ίδιο ειδικά καθορισμένη όπως η λειτουργία μιας μηχανής.»189 Από τη άλλη όμως, Ο A. Rossi μέσα από την ανάλυσή του του «τύπου» καταφεύγει σε μια διαφορετική ερμηνεία των αστικών συντελεστών από αυτήν της ανάλυσης της λειτουργίας τους. Ο ίδιος, βλέποντας πως οι αστικοί συντελεστές είναι δυναμικοί και αλλάζουν -με το πέρασμα του χρόνου- τη λειτουργία τους είτε δεν έχουν πια καμιά λειτουργία, οδηγείται προς μια πολεμική του φονξιοναλισμού, όμως εκείνου του αφελή-απλοϊκού φονξιοναλισμού που αρκείται σε μια «γραμμική σχέση αιτίας- αποτελέσματος» ανάμεσα στη λειτουργία και τη μορφή. 190 Ο ίδιος, «Απέρριπτε την αρχή σύμφωνα με την οποία η μορφή πρέπει να ακολουθεί τη λειτουργία» και στη θέση της υποστήριζε «τη σχετική αυτονομία της αρχιτεκτονικής τάξης.»191 78

«Ο φονξιοναλισμός και η οργανικότητα, τα δύο ρεύματα που διαπέρασαν τη μοντέρνα αρχιτεκτονική, φανερώνουν την κοινή καταγωγή τους και την αιτία της αδυναμίας και της βασικής ασάφειάς τους. Η μορφή απογυμνώνεται έτσι από τις πιο πολύπλοκες αιτίες της: από τη μια πλευρά ο τύπος περιορίζεται απλά και μόνο σ’ ένα σχήμα διάταξης, σ’ ένα διάγραμμα 187 Brolin Brent C. [1978], ό.π., σελ. 35-36 188 Ό.π., σελ. 50-51 189 Ό.π., σελ. 50-53 190 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 268 191 Frampton Kenneth [2009], ό.π., σελ. 261


επικοινωνιών· και από την άλλη, η αρχιτεκτονική δεν έχει πια καμιά αυτόνομη αξία. Έτσι, η αισθητική πρόθεση και η ανάγκη, στοιχεία που κυριαρχούν στους αστικούς συντελεστές και καθορίζουν τους σύνθετους δεσμούς τους, δεν μπορούν να αναλυθούν παραπέρα.»192

[26] Aldo Rossi, Gianni Braghieri, Cemetery of San Cataldo, Modena, Italy, Elevation study, 1971

Σύμφωνα με τον A. Rossi, η αρχιτεκτονική αποτελεί μορφή (μάλλον εννοεί ως το απτό αποτέλεσμα με την έννοια της έκφρασης) ενός μοναδικού τόπου και της ιδέας αυτού. Η σχέση του κοινωνικού συνόλου με τον συγκεκριμένο αυτό τόπο και την ιδέα του είναι αυτό που αναφέρεται ως «συλλογική μνήμη» και διατρέχει την ιστορία. Η ιδέα του τόπου έχει διάρκεια και σε αυτήν βρίσκεται η συλλογική μνήμη, και όπως λέει ο ίδιος: «για να συγκεκριμενοποιηθεί πρέπει πάντα να δίνει μορφή στην πραγματικότητα και να αποκτάει τη μορφή της μέσα από αυτή. Αυτή η διαδικασία μορφοποίησης είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό των μοναδικών αστικών συντελεστών μιας πόλης, των μνημείων της, καθώς και της ιδέας που εμείς έχουμε γι’ αυτή.»193 Κατά κάποιο τρόπο, όπως και οι καταστασιακοί (χωρίς να σημαίνει πως συμπλέει είτε επηρεάζεται από τις ιδέες τους) με την «επανανοηματοδότηση» απέβλεπαν σε μια πιθανή αλλαγή, ο Ρόσσι με την επανασημασιοδότηση και την ποικιλία χρήσεων που αποκτάται, και ενσωματώνει νοήματα, 192 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 268-269 193 Ό.π., σελ. 268-269

79


κατά τη «διάρκεια» απέβλεπε στην συνέχεια της ιδέας της πόλης, «η οποία λειτουργεί ως διεγέρτης τόσο της συλλογικής μνήμης όσο και της επινοητικής φαντασίας.»194 Για τον Ρόσσι ο μοντερνισμός δεν ήταν αρκετά ορθολογικός ή τουλάχιστον αρκετά σύνθετος. «Γι’ αυτόν,»η ορθολογική λύση των προβλημάτων του χώρου είναι απαραίτητη και αναγκαία συνθήκη της πολεοδομίας.»195 «Γνωρίζοντας όμως ότι η πόλη συγκροτείται από κοινωνιολογικά και μορφολογικά διαφοροποιημένες περιοχές που δεν μπορούν να υπαχθούν σε μία και μόνη ερμηνευτική αρχή ή να αναχθούν σε ένα ενιαίο μορφολογικό κανόνα, πίστευε πως η πολεοδομική επέμβαση «πρέπει σήμερα να γίνεται σε ένα καθορισμένο κομμάτι της πόλης, χωρίς να εμποδίζονται, στο όνομα ενός αφηρημένου προγραμματισμού της πόλης». Αυτό που αμφισβητούσε επομένως ήταν η νομιμότητα ενός συνολικού πολεοδομικού σχεδίου.»196

80

[27] Aldo Rossi, Ανάλογη Πόλη, 1976 194 Ό.π., σελ. 269 195 Ό.π., σελ. 270 196 Ό.π., σελ. 271


«Από την προβληματική του Ρόσσι αφορμήθηκε και ο Βρετανός Άντονυ Βίντλερ [Anthony Vidler] για να καταπολεμήσει το φονξιοναλιστικό δόγμα ότι το πρόγραμμα μπορεί να αποτελέσει επαρκή βάση για το σχεδιασμό.»197 Παρόλα αυτά, κατά τον Βίντλερ, ο νεορασιοναλισμός είναι «ένα εντελώς μοντέρνο κίνημα» σύμφωνα με την «τρίτη τυπολογία» που εισάγει, όπως παλιότερα η φύση και έπειτα η μηχανή -στο μοντέρνο-, το τρίτο πρότυπο «πρέπει να είναι η πόλη «θεωρούμενη ως ολότητα, με το παρελθόν και το παρόν της αποτυπωμένα στην υλική δομή της».»198

Τα αδέρφια Ρομπ και Λεόν Κρύερ [Rob & Léon Krier], από την άλλη [σε αντίθεση με τον Βίντλερ] «μετέστρεψαν την νεορασιοναλιστική προβληματική σε απροκάλυπτη καταδίκη του μοντερνισμού και σε κήρυγμα για την παλινόρθωση της προβιομηχανικής ευρωπαϊκής πόλης.»199 Το 1975, «σ’ ένα βιβλίο του για τον αστικό χώρο, υποστήριξε πως η μοντέρνα αρχιτεκτονική, καθώς είχε αγνοήσει τα χωρικά αστικά συστήματα και συρρικνώσει το ρεπερτόριο της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, οδήγησε τελικά με τη μεταπολεμική της διάδοση στην καταστροφή των πόλεων.»200

«Στις αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές ουτοπίες φυγής προς το μέλλον, τόσο εκείνες που έπαιρναν τη μορφή υπερτεχνολογικών φαντασιώσεων όσο και εκείνες που τρέφονταν με την προσδοκία ανατροπής του υφιστάμενου κοινωνικοπολιτικού συστήματος, οι νεορασιοναλιστές αντέταξαν μια ουτοπία παλινόρθωσης με την οποία 197 198 199 200

Ό.π., σελ. 273 Ό.π., σελ. 273 Ό.π., σελ. 274 Ό.π., σελ. 274

81


προσπάθησαν, όπως γράφουν οι Ταφούρι και Νταλ Κο [Manfredo Tafuri & Francesco Dal Co], αναφερόμενοι ειδικότερα στον Ρόσσι, να προσδώσουν «συγκεκριμένο σχήμα στη νοσταλγία».201 «Η σημαντικότερη, ωστόσο, συμβολή των νεορασιοναλιστών έγκειται στο ότι επανέφεραν την αρχιτεκτονική στο επίκεντρο της προβληματικής για την πόλη. Η κριτική που άσκησαν στη μοντερνιστική πολεοδομία, η σημασία που απέδωσαν στην ιστορική συνέχεια της πόλης και στην κληροδοτημένη κτιριακή και αστική τυπολογία, η έγνοια τους για την ανασύνταξη του δημόσιου χώρου σε ανθρώπινη κλίμακα και η επαναξιολόγησή τους για μνημειακότητα επηρέασαν γόνιμα τη σκέψη και την πρακτική ακόμη και πολεοδόμων εντελώς ξένων προς κάθε ιδέα παλινόρθωσης της προβιομηχανικής πόλης.»202

Ο Colin Rowe με το βιβλίο του Collage City (1978) -γραμμένο σε συνεργασία με τον Fred Koetter- σχολιάζει αρνητικά την πολεοδομία του Μοντέρνου κινήματος για τον αφελή ιδεαλισμό και τις φαντασιώσεις του να συνδυάσει την επιστημονική αντικειμενικότητα και την κοινωνική υπευθυνότητα.203 «Η πόλη της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, μονομερώς προσανατολισμένη στο μέλλον, υπήρξε μια παταγώδης αποτυχία, καθώς δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει την ψυχική ανάγκη του ανθρώπου να ζει και σ’ ένα οικείο παρελθόν.»204 82

Με την προφητική χροιά που διακατείχε τις διακηρύξεις του και την αποφυγή της συλλογικής μνήμης ως αξία της ιστορίας της κοινωνίας, η ανιστορική πολεοδομική ουτοπία του Μοντέρνου Κινήματος καταδικάζεται ως ανεδαφική.

201 202 203 204

Ό.π., σελ. 279 Ό.π., σελ. 279 Ό.π., σελ. 280 Ό.π., σελ. 280


[28] Εξώφυλλο από το βιβλίο Collage City, Colin Rowe και Fred Koetter, 1978

«Υποστηρίζοντας πως η πολεοδομία δεν είναι επιστήμη, όπως δεν είναι και η πολιτική, και πως η ανάπτυξη της πόλης αποτελεί προϊόν συγκρούσεων και συμβιβασμών, όπως ακριβώς και η εξέλιξη της κοινωνίας, οι Ρόου και Κόουττερ εξήραν τις αξίες που προκύπτουν από τις διαδικασίες ανταγωνισμού και, συνακόλουθα, από τη διαλεκτική καινοτομίας και παράδοσης, δημόσιου και ιδιωτικού, ιδεατών τύπων και συμφραζομένων, τάξης και αταξίας.»205 Κρίνοντας ως αυταρχική την ιδέα της πολεοδόμησης με βάση κάποιο προαποφασισμένο ενιαίο σχέδιο το οποίο καταλύει κάθε αυτονόμηση των επιμέρους μερών αντέτασσαν ως εναλλακτική λύση την πόλη-κολλάζ. Η πόλη-κολλάζ, μέσα από την ιστορική συνέχεια και τις ανταγωνιστικές της διαδικασίες, αποτελεί τη συναρμογή αυτοτελών ενοτήτων-μερών υπό ένα ελεύθερο εύκαμπτο σύνολο. «Τελικά, στην «πόληκολλάζ» η επιδίωξη ενός συνολικού σχεδιασμού εξοβελίζεται ως ουτοπική και αυταρχική, αλλά παραμένει εφικτή και επιθυμητή η δημιουργία θυλάκων ή αποσπασμάτων ουτοπικής πολεοδόμησης.»206

205 Ό.π., σελ. 280-281 206 Ό.π., σελ. 281

83


Ο Robert Venturi εναντιώθηκε στην απλότητα και τη σαφήνεια που διακήρυττε το Μοντέρνο Κίνημα και εξήρε την ετερογένεια και την αμφισημία των μορφών, στοιχεία ικανά να προσδώσουν ζωντάνια στο αρχιτεκτονικό έργο.207 Αναγνώριζε τη σημασία του καθημερινού περιβάλλοντος, υιοθετώντας τα κοινότοπα στοιχεία, επειδή «διευθετούν υπάρχουσες ανάγκες ποικιλίας και επικοινωνίας».208 Η μετριοπαθής αποδοχή, βέβαια, του καθημερινού περιβάλλοντος, με ένα κοινό εθισμένο στην κατανάλωση οδηγεί στο σύγχρονο κιτς, και μαζί με την κατανάλωση ιστορικών μορφών, οδηγεί, σε μια σκηνογραφική αντίληψη του αστικού τοπίου και έναν νέο εκλεκτικισμό.209 «Όπως επισήμανε ο Φράμπτον, από το βιβλίο (Μαθαίνοντας από το Λας Βέγκας, 1972), προέκυπτε έστω και έμμεσα, το συμπέρασμα ότι ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός είναι περιττός σε μια κοινωνία που κινείται αποκλειστικά και μόνο από αδίστακτες οικονομικές δραστηριότητες· μια κοινωνία που δεν έχει τίποτα σημαντικότερο να αναπαραστήσει από το γιγαντιαίο φωτεινό σήμα νέον των διαφημίσεων».210

84

Όλες αυτές τις τάσεις-θέσεις μετά το μοντέρνο, οι οποίες διακατέχονται από μια διάθεση επαναξιολόγησης της ιστορικής κληρονομιάς, ακόμη και της μοντέρνας, μα πάνω από όλα στέκονται με «δυσφορία απέναντι στον δογματοπαγή μοντερνισμό», ο Charles Jencks, τις κατέταξε σε ένα γενικότερο ρεύμα «μεταμοντερνισμού», με το βιβλίο του Η γλώσσα της μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής (1977).211 Σύμφωνα με τον Τζενκς, χαρακτηριστικά της μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής είναι ο πλουραλισμός, η συνείδηση και χρήση της αρχιτεκτονικής ως γλώσσας, η οποία μάλιστα βρίσκει αποδέκτες από τη μία μεριά «την ενδιαφερόμενη 207 208 209 210 211

Ό.π., σελ. 281 Ό.π., σελ. 281 Ό.π., σελ. 281 Ό.π., σελ. 281 Ό.π., σελ. 282


επαγγελματική ελίτ που μπορεί να κάνει λεπτές διακρίσεις σε μια γρήγορα μεταβαλλόμενη γλώσσα», και από την άλλη «στους χρήστες που θέλουν ομορφιά, παραδοσιακό περίγυρο κι έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής».212 «Αρκετοί, όπως ο Χάμπερμας, ο Τζέιμσον και ο Χάρβυ, χωρίς να παραγνωρίζουν τις αδυναμίες του μοντερνισμού, αντιμετώπισαν τον μεταμοντερνισμό ως νεοσυντηρητισμό, ως συμβιβασμό με τη μαζική κουλτούρα του ύστερου καπιταλισμού.»213 Σύμφωνα με τον Κονταράτο, ο μεταμοντέρνος πλουραλισμός δεν φέρει κάποια «κυρίαρχη και προφανή αντίθεση προς τον μοντερνισμό». Παρόλα αυτά, μπορούμε να «διακρίνουμε αρκετές επιμέρους αλλά χαρακτηριστικές αντιπαραθέσεις». Συγκεκριμένα, οι περισσότεροι μεταμοντέρνοι με το έργο τους αντιπαρατίθενται στο φονξιοναλιστικό δόγμα, το διεθνισμό, τον ανιστορισμό, την αρμονία των αφηρημένων γεωμετρικών σχέσεων, στη λογική των αυστηρών λειτουργικών διαχωρισμών και της συντακτικής καθαρότητας, στη θεώρηση του χώρου σαν ουδέτερου πεδίου για την εφαρμογή καθολικών αρχών και ορθολογικών αποφάσεων, και αντιτάσσουν το αίτημα της αυτοδύναμης αρχιτεκτονικότητας, την τοπικότητα, την εκλεκτική εκμετάλλευση της τυπολογικής και ρυθμολογικής παράδοσης, τη μορφολογική περισσολογία και εκφραστικότητα, την έμφαση στις ενδιάμεσες περιοχές και στους υβριδικούς σχηματισμούς, την αναγνώριση της δεσμευτικότητας των περιβαλλοντικών συμφραζομένων, αντίστοιχα.214 85

Κύρια πεποίθηση των μεταμοντέρνων είναι πως «η αρχιτεκτονική είναι ένα είδος γλώσσας, καθώς οι μορφές της μεταδίδουν σημασίες με τις οποίες τις έχει προικίσει η κοινωνική τους χρήση, δηλαδή η ίδια τους η ιστορία.»215 212 213 214 215

Ό.π., σελ. 282 Ό.π., σελ. 283 Ό.π., σελ. 284 Ό.π., σελ. 284


Το Μοντέρνο Κίνημα, θέλησε να φτιάξει ένα νέο δικό της λεξιλόγιο απορρίπτοντας την ιστορία. «Στην πράξη ωστόσο, ο νέος αφαιρετικός κώδικας αποδείχθηκε απρόσφορος για επικοινωνία με το ευρύ κοινό.»216 «Τα απογυμνωμένα από κάθε διάκοσμο αρχιτεκτονήματα που παρήγε, με έκδηλη συχνά και την πρωτοτυπία που απέρρεε από τις νέες κατασκευαστικές τεχνικές, δημιουργούσαν βέβαια ισχυρές εντυπώσεις, κυρίως λόγω της αντίθεσής τους με τα κληροδοτημένα από το παρελθόν κτίρια. Έτσι το Less μπορούσε ενδεχομένως να γίνει More, σύμφωνα με τον περίφημο μησβαντεροϊκό αφορισμό (Less is More: Το λιγότερο είναι περισσότερο). Καθώς όμως η μοντέρνα αρχιτεκτονική εξαπλωνόταν και το κοινό εθιζόταν στο αφαιρετικό της ιδίωμα, το Less γινόταν Bore, κάτι που προκαλούσε ανία και όχι έκπληξη.»217 Τα δύο σημαντικά στοιχεία του μεταμοντέρνου σε σχέση με το μοντέρνο, είθισται στο γεγονός πως αναγνώρισε την ιστορικότητα της αρχιτεκτονικής γλώσσας και έπειτα πως αποδέσμευσε την αρχιτεκτονική από τα αφελή δόγματα του μοντέρνου.

86

216 Ό.π., σελ. 284 217 Ό.π., σελ. 284


Το κρίσιμο ενδεχόμενο της δημιουργίας τόπων

. .

87


Κριτικός Τοπικισμός.

Το ενδεχόμενο του τοπικού

«Το κράτος προνοίας επεκτείνεται στις προηγμένες βιομηχανικά δημοκρατίες στην αρχή του 20ού αιώνα, σαν αποτέλεσμα μιας διαδικασίας οικονομικού, κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού εκσυγχρονισμού. Στην αρχιτεκτονική, για μία ακόμη φορά αποκτά σημαντική θέση η ιδέα των αφηρημένων οικουμενικών κανόνων, σαν αποτέλεσμα της μεγαλύτερης σημασίας που αποκτά το κράτος και της πίστης στην εκβιομηχάνιση, τις οποίες φαίνεται να εκφράζει μια αρχιτεκτονική τυποποιημένη σε μεγάλη έκταση.»1

88

«Δεν πέρασε πολύς καιρός όμως και ό,τι προέκυψε από τη μοντέρνα αρχιτεκτονική έγινε αντικείμενο έντονης κριτικής. Φαινόταν ότι όσο πιο πολύ γινόταν αποδεκτή η μοντέρνα αρχιτεκτονική τόσο περισσότερο οι απρόσωποι, δύσκαμπτοι, μονολιθικοί κανόνες της κατέστρεφαν τα ανθρωπιστικά στοιχεία που κερδήθηκαν με τις μαχητικές αρχιτεκτονικές προσπάθειες του 19ου αιώνα για ελευθερία και ατομικότητα. Όπως παρατήρησε ο Lewis Mumford2, το μόνο που απέμεινε από τη μοντέρνα αρχιτεκτονική φαινόταν να είναι ένας «δογματικός», «στείρος», «περιοριστικός», αυταρχικός» και «επιβαλλόμενος» τρόπος σχεδιασμού, τα ίδια δεινά που καταλόγιζαν στον πατερναλιστικό ακαδημαϊσμό του τέλους του 19ου αιώνα.»3 Οι επίγονοι του μοντέρνου κινήματος, «αντιδρώντας στα απανθρωπιστικά αποτελέσματα των περιπετειών του 1 Τζώνης Αλέξανδρος και Lefaivre Liane, «Ο κάνναβος και η πορεία. Μια εισαγωγή στο έργο του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη και μερικές προκαταρκτικές σκέψεις γύρω από την ιστορία της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής κουλτούρας», [απόσπασμα από: Αρχιτεκτονικά Θέματα, 15, 1981, σελ. 164-178], στο Φιλιππίδης Δημήτρης (επιμ.) [2006], Ανθολογία κειμένων ελληνικής αρχιτεκτονικής 1925-2002, σελ. 165-172, Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ, σελ. 166 2 Οι Αλέξανδρος Τζώνης & Liane Lefaivre μας παραπέμπουν στα Lewis Mumford [11.10.1947], «Skyline», The New Yorker και Lewis Mumford [άνοιξη 1943], «What is happening to Modern Architecture», Museum of Modern Art Bulletin 3 Τζώνης Αλέξανδρος και Lefaivre Liane [2006], ό.π., σελ. 166


μοντέρνου κινήματος, που υλοποιούνται με τον φορμαλισμό του λεγόμενου International Style, επιζητούσαν τον επανεξανθρωπισμό της αρχιτεκτονικής, έναν τόπο δηλαδή «κατασκευασμένο για μια συγκεκριμένη περίσταση» και όχι έναν αφηρημένο χώρο.»4 Τα παραπάνω -γράφουν και- απασχολούν τους Αλέξανδρο Τζώνη και Liane Lefaivre, οι οποίοι με παρόμοιο στόχο, σε ένα κείμενο τους για το «τοπικιστικό πνεύμα που χαρακτηρίζει το άλσος και τους πεζόδρομους που σχεδίασε ο Δημήτρης Πικιώνης για το λόφο του Φιλοπάππου το 1957»5 -καταλήγοντας, αναφέρονται στο συγκεκριμένο και το πραγματικό και επισημαίνουν το στοιχείο του τοπικού χαρακτήρα ως προϋπόθεση: «…Η διερεύνηση του τοπικού χαρακτήρα αποτελεί προϋπόθεση για να φτάσουμε στο συγκεκριμένο και το πραγματικό, για να αποκτήσει και πάλι η αρχιτεκτονική ανθρώπινο πρόσωπο»6 Οι Τζώνης και Lefaivre, όπως οι ίδιοι ομολογούν, είναι επηρεασμένοι από τον Lewis Mumford7, ο οποίος ήδη από το 1924, με διορατικότητα, στο Stick and Stones8, αντιμετωπίζοντας την αρχιτεκτονική ως σύνθετο πολιτιστικό φαινόμενο, επισήμανε την κοινωνική υπευθυνότητα του αρχιτέκτονα.9 Ο ίδιος, με κείμενά του τη δεκαετία του 1940 εκφράζει τις ανησυχίες του για την κυριαρχία της τεχνολογίας και τους περιορισμούς του Διεθνούς Στυλ.10 Πιο συγκεκριμένα, το 1947 στο Skyline11, «θίγεται ο φονξιοναλισμός της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, η μηχανιστική και φορμαλιστική αντίληψη και η εφαρμογή της μέσα από τα σχήματα του διεθνούς στιλ σε βάρος της αν4 Ό.π., σελ. 167 5 Frampton Kenneth [2009], Μοντέρνα Αρχιτεκτονική. Ιστορία και Κριτική, 4η Έκδοση (αναθεωρημένη και συμπληρωμένη), Αθήνα: Θεμέλιο , σελ. 287 6 Ό.π., σελ. 287 7 Tzonis Alexander και Lefaivre Liane [1996], «Why Critical Regionalism Today?» στο Kate Nesbitt (επιμ.) [1996], Theorizing a New Agenda for Architecture: An Anthology of Architectural Theory 1965-1995, σελ. 484-492, New York: Princeton Architectural Press, σελ. 483 8 Βλ. Mumford Lewis [1924], Stick and Stones - A Study of American Architecture and Civilization, New York: Boris and Liveright. Διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: https:// archive.org/details/stickstud00mumf 9 Σημαιοφορίδης Γιώργος [2005], «Ο τοπικισμός σαν πολιτιστική τάση της αρχιτεκτονικής», Διελεύσεις, σελ.11-28, Αθήνα: Metapolis Press, σελ. 13 10 Tzonis Alexander και Lefaivre Liane [1996], ό.π., σελ. 483 11 Βλ. Lewis Mumford [11.10.1947], «Skyline», The New Yorker

89


θρώπινης διάστασης».12 Όπως οι Α. Τζώνης και L. Lefaivre, ο L. Mumford, αντιδρώντας στον αφελή φονξιοναλισμό, το «στείρο και αφαιρετικό μοντερνισμό», προτάσσει το ενδεχόμενο του τοπικού, ως προϋπόθεση, «για μια αρχιτεκτονική με ανθρώπινο πρόσωπο».13 Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της κριτικής στο φονξιοναλισμό οι αρχιτέκτονες άρχισαν να καταπιάνονται με την ιδέα του τόπου, τον χώρο και τη σχέση του ανθρώπου με αυτόν. Ιδέες, που ιστορικοί και θεωρητικοί είχαν μελετήσει προ πολλού, στις οποίες οι αρχιτέκτονες βρήκαν στήριξη και χρησιμοποίησαν ως θεωρητικό υπόβαθρο, καθότι συνειδητοποίησαν την αναγκαιότητα του τοπικού ως μία αντίσταση κι ως ένα κρίσιμο σημείο για τη δημιουργία των τόπων και των σχέσεων που απορρέουν από ένα τέτοιο ενδεχόμενο. «Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα οι γερμανοί ιστορικοί και θεωρητικοί της τέχνης είχαν επισημάνει τη συν-κινησιακή σχέση του ανθρώπου με τις χωρικές μορφές και προαγάγει μια αισθητική βασισμένη στο ψυχολογικό φαινόμενο της «ενσυναίσθησης» (Einfühlung). Το 1930 ο γάλλος ψυχίατρος Εζέν Μινκοβσκί [Eugène Minkowski] υποστήριξε πειστικά πως υπάρχει κι ένας «βιωμένος χώρος» (espace vécu) που δεν ανάγεται σε γεωμετρικές σχέσεις.»14

90

Το 1936, ο Κλωντ Λεβί-Στρως [Claude Lévi-Strauss] «κατέδειξε πως ο χώρος δεν είναι απλώς ένας τόπος καταγραφής των κοινωνικών σχέσεων, αλλά μετέχει στην παραγωγή και την αναπαραγωγή της ταυτότητας μιας ομάδας και των κοινωνικών σχέσεων που τη συνέχουν.»15

12 Σημαιοφορίδης Γιώργος [2005], «Ο τοπικισμός σαν πολιτιστική τάση της αρχιτεκτονικής», ό.π., σελ. 13 13 Ό.π., σελ. 15-16 14 Κονταράτος Σάββας [2015], Ουτοπία και Πολεοδομία, (επίτομη έκδοση), Αθήνα: ΜΙΕΤ, σελ. 286 15 Ό.π., σελ. 286


[29] Brolin Brent C. [1978], Η αποτυχία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής (Απόκομμα από σελίδα του βιβλίου)

«Ευρύτερη ωστόσο απήχηση είχαν οι απόψεις ορισμένων φιλοσόφων όπως η Σουζάν Λάνγκερ [Susanne Langer], ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ [Maurice Merleau-Ponty], ο Γκαστόν Μπασελάρ [Gaston Bachelard], ο Όττο Μπόλνο [Otto F. Bollnow] και, προπάντων, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ [Martin Heidegger], οι οποίοι με τις φαινομενολογικού τύπου αναλύσεις τους συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάδειξη του οικειωμένου και νοηματοδοτημένου από τον άνθρωπο «τόπου» ως ριζικά διάφορου από τον αφηρημένο «χώρο».»16 16 Ό.π., σελ. 286

91


Έτσι, ο «χώρος» αποκτά νόημα και χαρακτήρα και συνδέεται με την εμπειρία του ανθρώπου, το σώμα και τη μνήμη, με συνειδησιακά χαρακτηριστικά, αλλά και κοινωνικά ως ένας συλλογικός -καθημερινός- «τόπος», αδύνατος να εκφραστεί απλά και μόνο με καθαρές -απόλυτες- αφηρημένες γεωμετρικές σχέσεις. Ο Νορβηγός θεωρητικός και ιστορικός της αρχιτεκτονικής Κριστιάν Νόρμπεργκ-Σουλτς [Christian Norberg-Schulz], «αξιοποιώντας τις φιλοσοφικές μαρτυρίες των Χάιντεγκερ, Μπασελάρ, και Μπόλνο, τα πορίσματα ψυχολογικών και ανθρωπολογικών ερευνών, καθώς και διάφορες ιστορικοκριτικές αναλύσεις, κατόρθωσε να διατυπώσει μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής σε μια πιο οικεία για τους ομοτέχνους του γλώσσα.»17 Στην αρχή της προσπάθειάς του τουλάχιστον, εξισορροπώντας ανάμεσα σε ορθολογικές και μεταφυσικές αναλύσεις, μέσω του έργου του, επιχείρησε να συνθέσει την έννοια του «χώρου» με αυτή την πολυδιάστατη του «τόπου» με στόχο να επανασυνδέσει τον άνθρωπο με το χώρο. «Στο δοκίμιό του Ύπαρξη, χώρος και αρχιτεκτονική (1971)18 όρισε την αρχιτεκτονική ως συγκεκριμενοποίηση του «υπαρξιακού χώρου» (existential space) και υποστήριξε ότι μέσω αυτής της έννοιας μπορούν να ξεπεραστούν οι αδυναμίες τόσο των αφηρημένων θεωρήσεων, που επιμένουν στην καθαρή γεωμετρία του τρισδιάστατου χώρου αφήνοντας απ’ έξω τον άνθρωπο, όσο και των υποκειμενικών θεωρήσεων που ανάγουν την εμπειρία του χώρου σε απλές εντυπώσεις.»19 92

Στο ύστερο πλαίσιο του έργου του, με μεγαλύτερη αυστηρότητα, γράφει ο Schulz: «Στο βαθμό που είναι ποιοτικές ολότητες σύνθετης φύσης, οι τόποι δε μπορούν να περιγραφούν μέσω αναλυτικών, επιστημονικών εννοιών. Η επιστήμη αφαιρεί από το δοσμένο για να φτάσει στην ουδέτερη, «αντικειμενική» γνώση. Αυτό που 17 Ό.π., σελ. 286 18 Βλ. Norberg-Schulz Christian [1971], Existence, Space and Architecture, Λονδίνο: Studio Vista 19 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 286


χάθηκε όμως είναι ο καθημερινός κόσμος-της-ζωής…»20 «Η άνοδος της έννοιας του τόπου στη φιλοσοφική σκέψη μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν άργησε να επηρεάσει την αρχιτεκτονική θεωρία και πράξη»21, μας πληροφορεί ο Νικόλαος-Ίων Τερζόγλου. Και συνεχίζει: «Η επίδραση αυτή φανερώνεται κυρίως σε ένα ρεύμα αρχιτεκτονικών ιδεών και πρακτικών που ονομάστηκε «Κριτικός Τοπικισμός». Η παράδοση αυτή δείχνει μία νέα ευαισθησία απέναντι στο πρόβλημα του τόπου ως πολιτισμικού, γεωγραφικού, ιδεολογικού και συμβολικού υποβάθρου ένταξης της αρχιτεκτονικής. Με άλλα λόγια, ο «Κριτικός Τοπικισμός» επιχειρεί να συνθέσει τον χώρο της φύσης ως βιωμένο τόπο με τον χώρο της αρχιτεκτονικής ως αφηρημένο και γεωμετρικό σύστημα τάξης και οργάνωσης των κοινωνικών λειτουργιών και των πολιτισμικών θεσμών του ανθρώπου.»22 Από τα προηγούμενα, φαίνεται πως ο «Κριτικός Τοπικισμός», σαν σε αντίδραση από τα απανθρωπιστικά στοιχεία του φονξιοναλιστικού δόγματος, αυτό που στη ουσία επιχειρεί είναι να αλλάξει το, λεγόμενο, «μοντέρνο», να το καταστήσει ανθρώπινο. Χωρίς να προσβλέπει σε κάτι νέο είτε πρωτοποριακό – γι’ αυτό εξάλλου δε θεωρείται και κάποιο νέο κίνημα, παρά «ξεκίνημα» θα λέγαμε, με την έννοια ότι επανεκκινεί εκ νέου το μοντέρνο- καταπιάνεται με-από τις άνω φιλοσοφικές αναζητήσεις ώστε να φέρει στο προσκήνιο, της αρχιτεκτονική πράξης, τον άνθρωπο και τον τόπο του. Αν και, σύμφωνα με τον Νικόλαο-Ίωνα Τερζόγλου, «η επίδραση των φιλοσοφικών θεωριών του Heidegger, του Bachelard και του Merleau-Ponty στην ύστερο-Μοντέρνα αρχιτεκτονική σκέψη και πράξη, συνδυάστηκε με ποικιλία και διαφορετικά ρεύματα εννοιών, οδηγώντας σε νέες, πολύπλοκες ιδέες του χώρου.»23 καθώς και «οι τοποφιλικές θεωρήσεις που εμφανίστηκαν στις επιστήμες του ανθρώπου και στη φιλοσοφία» φαίνεται να «ενίσχυσαν τη μεταμοντέρνα ευαισθησία απέναντι στις αξίες που αντιπροσωπεύει ένας 20 Τερζόγλου Νικόλαος-Ίων [2009], Ιδέες του χώρου στον εικοστό αιώνα, Αθήνα: νήσος, σελ. 291 21 Ό.π., σελ. 284-285 22 Ό.π., σελ. 284-285 23 Ό.π., σελ. 284-285

93


συγκεκριμένος τόπος, φορτισμένος με μνήμες και ιστορία», «ήταν μάλλον ασύμβατες με τον μεταμοντέρνο εκλεκτικισμό που προωθούσε στην πράξη ένα International Multi-Style. Τελικά, έδειξαν να εναρμονίζονται περισσότερο με τη μεταστροφή του παλαιού ρομαντικού και εθνοκεντρικού τοπικισμού σ’ έναν «κριτικό τοπικισμό» (critical regionalism).»24 «Τον όρο εισήγαγαν ο Αλέξανδρος Τζώνης και η Λιάν Λεφαίβρ μ’ ένα άρθρο τους για το αρχιτεκτονικό έργο των Δημήτρη και Σουζάνας Αντωνακάκη στα Αρχιτεκτονικά Θέματα του 1981.25 Στο σημείο αυτό, πρέπει να καταστεί ξεκάθαρο, αν και ήδη προφανές, πως οι Τζώνης και Lefaivre δεν είχαν ουδεμία πρόθεση προς μία «νοσταλγική ανακεφαλαίωση των τοπικών παραδόσεων»26. Όπως διαβάζουμε στο Μοντέρνα ιστορία και αρχιτεκτονική του Frampton: «Ο όρος «Κριτικός Τοπικισμός» δεν χρησιμοποιήθηκε για να σημάνει το ιδίωμα,…»27 Ο ίδιος, ερμηνεύοντας το κείμενο του Paul Ricoeur, Universal Civilization and National Cultures, του 1961, και -προφανώςσυμφωνώντας μαζί του, γράφει: «… οι τοπικές ή εθνικές κουλτούρες πρέπει, σε τελευταία ανάλυση, να αποτελούν σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, τις τοπικά προσανατολισμένες εκδηλώσεις μιας παγκόσμιας κουλτούρας.»28 Ή όπως λέει ο Harwell Hamilton Harris: «Αντίθετος στον τοπικισμό του περιορισμού είναι ένας άλλος τύπος τοπικισμού: ο τοπικισμός της απελευθέρωσης. Πρόκειται για την έκφραση μιας περιοχής, που είναι απόλυτα συντονισμένη με τη σκέψη της εποχής. Αποκαλούμε μια τέτοια έκφραση «τοπική» απλά και μόνο γιατί δεν εμφανίστηκε κάπου αλλού.»29 Για τον Harwell H. Harris γράφει ο K. Frampton, πως:

94

24 25 26 27 28 29

Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 286-287 Ό.π., σελ. 286-287 Tzonis Alexander και Lefaivre Liane [1996], ό.π., σελ. 483 Frampton Kenneth [2009], ό.π., σελ. 277 Ό.π., σελ. 277 Ό.π., σελ. 282-283. Επίσης στο Frampton Kenneth [1983], «Prospects for a


«Ίσως, κανείς δεν εξέφρασε ποτέ εντυπωσιακότερα την ιδέα ενός κριτικού τοπικισμού, όσο ο Harris στην ομιλία του με τίτλο «Τοπικισμός και Εθνικισμός», στο Βορειοδυτικό Περιφερειακό Συμβούλιο του AIA, στην Eugene του Όρεγκον, το 1954.»30 Στον «τοπικισμό» του Καλιφορνέζου αρχιτέκτονα H. H. Harris διακρίνεται η νοοτροπία του κάθε τόπου, η οποία δεν διαμορφώνεται από οποιαδήποτε απαγορευτική στάση, παρά αντικατοπτρίζει την «ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα στους κατοίκους μιας περιοχής».31 Μάλιστα, οι Τζώνης και Λεφαίβρ, στο κείμενο που αναφέραμε, ξεχωρίζουν τον ιστορικιστικό τοπικισμό από τον κριτικό, και, συγκεκριμένα, γράφουν: «Τον ιστορικιστικό τοπικισμό διαδέχτηκε ένας τρίτος τύπος τοπικισμού.32 Δεν αναφέρεται, λοιπόν, με κάποια νοσταλγική ή νεορομαντική διάθεση σε κάποιο ένδοξο παρελθόν ενός τόπου-έθνους ή οπισθοδρομικότητα. Το τοπικιστικό, εδώ, έρχεται να δηλώσει την σύνθεση του μοντερνισμού με την ιδέα του τόπου ως αξία πολιτισμική, ευαισθησίας για το πνεύμα του τόπου, με οικουμενικές συνδηλώσεις. Έναν, συνειδητά, τοπικιστικό μοντερνισμό. Σκοπός του είναι να επανασυνδέσει την -μοντέρνα- αρχιτεκτονική με τον άνθρωπο και τον τόπο του. Εννοούσαν, με αυτόν έναν τοπικισμό, «τον οποίο μπορούμε να αποκαλέσουμε κριτικό τοπικισμό»33, που «εξακολουθεί να πηγάζει από τα ίδια ιδεώδη του ιδιόμορφου και του τοπικού, της ελευθερίας και του αντιαυταρχιμού»34, «αλλά εντάσσεται σε ένα διαφορετικό κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο, αντιπαλεύοντας κριτικά τις δογματικές τάσεις του μοντέρνου κινήματος στην αρχιτεκτονική.»35 Critical Regionalism», Perspecta, Vol. 20, σελ. 147-162, διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: http://www.jstor.org/stable/1567071 και στο Harwell H. Harris, «Regionalism and Nationalism», Student Publication of the School of Design, North Carolina State of the University of North Carolina, Raleigh, Volume 14, No. 5 30 Frampton Kenneth [2009], ό.π., σελ. 282 31 Σημαιοφορίδης Γιώργος [2005], «Ο τοπικισμός σαν πολιτιστική τάση της αρχιτεκτονικής», ό.π., σελ. 14 32 Τζώνης Αλέξανδρος και Lefaivre Liane [2006], ό.π., σελ. 165 33 Ό.π., σελ. 165 34 Ό.π., σελ. 165 35 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 286-287

95


Αν λοιπόν προσβλέπουν σε μια ανακεφαλαίωση μιας κάποιας παράδοσης, αυτή είναι η μοντέρνα παράδοση. Στο ίδιο κείμενο, συσχετίζοντας το έργο του Δ. Πικιώνη στο λόφο του Φιλοπάππου με αυτό -το έργο γενικότερα- των Δημήτρη και Σουζάνας Αντωνακάκη, εξάρει την «πορεία» ως οργανωτική αρχή στο έργο των τελευταίων, η οποία, σύμφωνα με τους ίδιους, προέρχεται από τον κριτικό τοπικισμό. Για τον Πικιώνη, «η «πορεία» δεν καλύπτει μόνο μια πρακτική ανάγκη. Όπως και στη δουλειά του Α. Κωνσταντινίδη είναι ένα πολιτιστικό αντικείμενο. Είναι ταυτόχρονα ένα σχόλιο για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, ζωή και κοινωνία. Είναι μια ηθική στάση. Αυτό το απολιθωμένο ρεύμα από πορείες και τόπους, αυτά τα «δοχεία ζωής», ακόμα και όταν είναι άδεια, έχουν τη φωνή τους. Είναι μια διαμαρτυρία για την καταστροφή της κοινότητας, τη διάσπαση των ανθρωπίνων ομάδων, τη διακοπή της ανθρώπινης επαφής.»36 «Η πορεία στο έργο των Αντωνακάκη δεν είναι ποτέ μια αφηρημένη αρχή οργάνωσης, ένα δίκτυο στο οποίο οι άνθρωποι απλά και μόνο «ρέουν». Όπως και στη δουλειά του Πικιώνη, τα στοιχεία προκύπτουν από τους συγκεκριμένους βιωμένους τόπους συνάντησης που βρίσκουμε στην τοπική λαϊκή αρχιτεκτονική: τα κατώφλια, τα περάσματα, τις αυλές. Όλα αυτά έχουν συγκεκριμένο σχήμα και σημαντική θέση στις ανθρώπινες σχέσεις· έχουν μια ιστορία και ανήκουν σε μια κοινωνική ζωή.»37

96

Στη συνέχεια, μάλιστα, με αφορμή τη συσχέτιση της οργανωτικής αρχής της «πορείας» ως κοινό τόπο στο έργο των Δημήτρη και Σουζάνας Αντωνακάκη με αυτό του Δημήτρη Πικιώνη, αναφέρονται στο Team X και τις αναζητήσεις τους, καθώς και στους Ιάπωνες αρχιτέκτονες και την αμερικανική «αρχιτεκτονική δράσης», της δεκαετίας του ’60. Όπως οι ίδιοι γράφουν, «Όλα αυτά ήταν κριτικές προσπάθειες που εναντιώνονταν στον «νοσούντα» μοντερνισμό και συντηρούσαν το ανθρωπιστικό πνεύμα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής.»38

36 Τζώνης Αλέξανδρος και Lefaivre Liane [2006], ό.π., σελ. 168 37 Ό.π., σελ. 169-170 38 Ό.π., σελ. 169


[30] Δημήτρης Πικιώνης, Λεπτομέρεια από την πλακόστρωση του δρόμου του Φιλοπάππου (φωτογραφία Helen Binet) 1954 – 1957

Ο «Κριτικός Τοπικισμός», λοιπόν, είναι ξεκάθαρο, πως είναι ένα, άλλο -αλλά ακόμα- μοντέρνο. Αυτό, είναι ένα ακόμα στοιχείο που το διαφοροποιεί από τις υπόλοιπες τάσεις της εποχής που καταπιάστηκαν με τοποφιλικές θεωρήσεις. «Ο Κριτικός Τοπικισμός διακρίνεται από τις υπόλοιπες τάσεις της εποχής, την άνοδο της Μετα-Μοντέρνας σκέψης, την τεχνολογική ουτοπία ή τον τεχνοκρατικό πραγματισμό, στο βαθμό που στοιχεία του Ουμανισμού και του Ιδεαλισμού του Μοντέρνου Κινήματος του Μεσοπολέμου επιβιώνουν

97


μέσα στον αρχιτεκτονικό του λόγο. Αυτά τα στοιχεία εντοπίζονται σε μία σταθερή απόρριψη της μορφοκρατίας και της εικονογραφίας του Μετα-Μοντέρνου ρεαλισμού, σε μία διαρκή εμμονή στην αξία της σταθερότητας του τόπου, σε αντίθεση με την κινητικότητα και τον «Ηρακλειτισμό» της Μετα-Στρουκτουραλιστικής και Αποδομιστικής σκέψης, όπου όλα καθίστανται ρευστά και σε μία σταθερή απόπειρα γεφύρωσης του αφηρημένου γεωμετρικού, καθαρού, άπειρου, κενού χώρου, φορέα του Διαφωτιστικούεπιστημονικού πνεύματος, με την έννοια του βιωμένου τόπου, φορέα του Ρομαντισμού.»39 Εξάλλου, ήδη από το 1954, ο, τόσο σημαντικός για τη μοντέρνα παράδοση, ιστορικός Sigfried Giedion, με απολογητικό ύφος, όπως επισημαίνει ο Γιώργος Σημαιοφορίδης, «προσπαθεί να κατοχυρώσει ... τον «νέο τοπικισμό», τέταρτο και τελευταίο στάδιο της «νέας παράδοσης» δηλαδή της μοντέρνας αρχιτεκτονικής.»40 με το κείμενό του The New Regionalism41, δηλαδή ως συνέχεια κι εξέλιξη του μοντέρνου κινήματος. Στο Σάββα Κονταράτο, διαβάζουμε για τον Kenneth Frampton, θερμό υποστηρικτή του «Κριτικού Τοπικισμού»: «Θέλοντας επίσης [ο K. Frampton] να προσδιορίσει ακριβέστερα το στίγμα του «κριτικού τοπικισμού», ο Φράμπτον τον χαρακτηρίζει ως «περιθωριακή πρακτική» που «στέκεται κριτικά απέναντι στον εκσυγχρονισμό», αλλά «αρνείται ακόμη να εγκαταλείψει τις ελευθερωτικές και προοδευτικές όψεις της μοντέρνας αρχιτεκτονικής κληρονομιάς».42 Ο K. Frampton, διευκρινίζει, τέλος, στο βιβλίο του Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, -όπου το 1985 προσέθεσε σε αυτό, στη δεύτερη έκδοσή του, ένα τελευταίο κεφάλαιο για τον κριτικό τοπικισμό με τίτλο «Κριτικός τοπικισμός: μοντέρνα αρχιτεκτονική και πολιτιστική ταυτότητα»- κάπως προγραμματικά ότι: 98

«Ο κριτικός τοπικισμός, αν και είναι αντίθετος στη συναισθηματική απομίμηση του τοπικού ιδιώματος, θα εισαγάγει, κατά περίπτωση, επανερμηνευμένα παραδοσιακά στοιχεία ως διαζευκτικά επεισόδια μέσα στο σύνολο. Επιπλέον, 39 Τερζόγλου Νικόλαος-Ίων [2009], ό.π., σελ. 290 40 Σημαιοφορίδης Γιώργος [2005], «Ο τοπικισμός σαν πολιτιστική τάση της αρχιτεκτονικής», ό.π., σελ. 11 41 Sigfried Giedion [1958], «The New Regionalism», Architecture, You and Me, The Diary of a Development, Harvard University Press, σελ. 145 (Το κείμενο, σύμφωνα με τον Γ. Σημαιοφορίδη, είναι γραμμένο το 1954) 42 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 287


θα αντλήσει καμιά φορά τέτοια στοιχεία και από ξένες πηγές. Με άλλα λόγια, θα επιδιώξει να καλλιεργήσει μια σύγχρονη, τοπικά προσανατολισμένη κουλτούρα, χωρίς να γίνεται αδικαιολόγητα εσωστρεφής είτε στο επίπεδο της μορφολογικής αναφοράς, είτε στο επίπεδο της τεχνολογίας.»43 Όπως ο ίδιος σχολιάζει: «Απ’ αυτή την άποψη τείνει προς την παράδοξη δημιουργία μιας «παγκόσμιας κουλτούρας» σε τοπική βάση, σχεδόν σαν να είναι αυτή η προϋπόθεση για να κατακτήσουμε μια ουσιαστική μορφή σύγχρονης πρακτικής.»44 Το 1989, ο κριτικός τοπικισμός αποτέλεσε το θέμα μιας διεθνούς συνάντησης στην Πομόνα της Καλιφόρνιας, που οργανώθηκε από το Κολέγιο του Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού του εκεί Πολιτειακού Πολυτεχνικού Πανεπιστημίου με πρωτοβουλία του καθηγητή Σπύρου Αμούργη. Σε αυτό, στην εισήγησή του, ο Κέννεθ Φράμπτον «προσπάθησε να εξάρει τη κοινωνικοπολιτική διάσταση του κριτικού τοπικισμού. «Η κριτική πρακτική», επισήμανε, «προϋποθέτει μια πρακτική που είναι άλλη, κατά το μέτρο που αντιδρά στην κυριαρχία της θετικιστικής τεχνολογίας και στη μέσω αυτής μεγιστοποίηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, όπου η δεσπόζουσα στάση απέναντι στη φύση είναι πάντα βίαιη και εκμεταλλευτική». Στα αρνητικά αποτελέσματα της τεχνοεπιστημονικής εργαλειακότητας, κατέληξε «οφείλουμε να αντιτάξουμε την υπολειμματική δυνατότητα καλλιέργειας αυτού που ο μαρξιστής φιλόσοφος Ερνστ Μπλοχ θα ονόμαζε αρχή της ελπίδας». Αν ο κριτικός τοπικισμός είναι, όπως ειπώθηκε στην ίδια συνάντηση, «τα ιδεώδη του μοντερνισμού τροποποιημένα από μια μεταμοντέρνα έγνοια για την ιστορία και τον τόπο», οι θέσεις του Φράμπτον δείχνουν ότι τα ιδεώδη εκείνα μπορούν, στο πλαίσιο μιας νέας στρατηγικής, να ανακτήσουν το ηθικό τους βάρος.»45 Στον «τοπικισμό» του K. Frampton «ενυπάρχει μια αντίσταση που δίνει σθένος και ψυχή στην αρχιτεκτονική τους» καθώς, σε τέτοια έργα, οι αρχιτέκτονες απαντούν άμεσα και με ευαισθησία στις ανάγκες της -συγκεκριμένης- τοπικής κοινωνίας. 43 Frampton Kenneth [2009], ό.π., σελ. 288 44 Ό.π., σελ. 288 45 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 287-288

99


Σύμφωνα μάλιστα και με τον Νικόλαο-Ίωνα Τερζόγλου, η μελέτη του Pierre Pellegrino με τίτλο «Το Νόημα του Χώρου» (2000), αποδεικνύει –«για μία ακόμη φορά»- «πως το ζήτημα του χώρου στις επιστήμες της αρχιτεκτονικής και της πόλης είναι άμεσα συναρτημένο με το πρόβλημα του πολιτισμικού και κοινωνικού νοήματος που επενδύεται στον βιωμένο, καθημερινό χώρο ζωής.»46 Επιπλέον, όπως διακρίνει ο K. Frampton: «Ταυτόχρονα, η αποσπασματική και περιθωριακή φύση του κριτικού τοπικισμού χρησιμεύει στο να τον κρατά σε ίση απόσταση από την ρυθμιστική βελτιστοποίηση και τον απλοϊκό ουτοπισμό της πρώτης περιόδου του Μοντέρνου Κινήματος. Σε αντίθεση με την τάση που αρχίζει από τον Haussmann και φτάνει στον Le Corbusier, ευνοεί τα μικρά παρά τα μεγάλα σχέδια.»47 Ενώ, λοιπόν, διατηρεί τα ιδεώδη του μοντερνισμού, τα «τροποποιεί»48, εναντιωνόμενο στον «νοσούντα» μοντερνισμό49. Αν και είναι, θέλει να υπερβεί, το μοντέρνο.

100

Από τον K. Frampton διαβάζουμε για τον Ricoeur πως υποστηρίζει ότι «η διατήρηση οποιασδήποτε αυθεντικής κουλτούρας στο μέλλον θα εξαρτηθεί τελικά από την ικανότητά μας να δημιουργήσουμε ζωντανές μορφές τοπικής κουλτούρας, υιοθετώντας παράλληλα τις ξένες επιδράσεις, τόσο σε επίπεδο κουλτούρας όσο και σε επίπεδο πολιτισμού.»50 Δηλαδή, θα λέγαμε πως, η έκφραση οποιασδήποτε κουλτούρας θα πρέπει να επιθυμεί να είναι «International» -Style- αλλά, αυτό το διεθνές, θα πρέπει να προκύπτει από έναν προσανατολισμό στην εκάστοτε κουλτούρα. Εάν ο κάνναβος, αυτό το ορθολογιστικό εργαλείο σχεδιασμού και οργάνωσης, και η «πορεία», αυτή η βιωματική κατάσταση, κίνηση και συνάντηση, τότε, ο συνδυασμός και των δύο αποτελεί -θα λέγαμε- τον κριτικό τοπικισμό: και μοντέρνο και όχι μοντέρνο, και οικουμενικότητα και τοπικότητα. 46 47 48 49 50

Τερζόγλου Νικόλαος-Ίων [2009], ό.π., σελ. 59 Frampton Kenneth [2009], ό.π., σελ. 288 Σύμφωνα με τον K. Frampton, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. Σύμφωνα με τους Α. Τζώνη και L. Lefaivre, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. Frampton Kenneth [2009], ό.π., σελ. 277


Γράφουν οι Τζώνης και Lefaivre: «Η «πορεία» είναι η ραχοκοκκαλιά από όπου κάθε τόπος αναπτύσσεται και όπου κάθε τόπος αναφέρεται. Όπως και ο κάνναβος, έχει και αυτή τη δυνατότητα να επηρεάσει το μικροκλίμα, το ρεύμα του αέρα, τη θέα ή, τέλος, τη θέση των παροχών· ο πρωταρχικός της όμως ρόλος είναι αποτελεί τον καταλύτη της κοινωνικής ζωής.»51 «Το σχέδιο και η λειτουργία της μπορούν να θεωρηθούν σαν αναπαράσταση μιας ιεροτελεστίας, επιβεβαίωση της ανθρώπινης κοινότητας και κριτική των αλλοτριωτικών επιδράσεων της σύγχρονης ζωής. Μαζί με τον κάνναβο, η «πορεία» εκφράζει τη στράτευση σε μια αρχιτεκτονική που λειτουργεί σαν πολιτιστικό αντικείμενο μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο.»52 Και σύμφωνα με τον Νικόλαο-Ίωνα Τερζόγλου: «Πράγματι, στο ευρύ και ποικίλο ρεύμα του Κριτικού Τοπικισμού, όπως αναπτύχθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε περιφερειακές χώρες με αποκεντρωτική συνείδηση και σχετικό επίπεδο ευημερίας, αναπτύσσεται μία αρχιτεκτονική ευαισθησία η οποία, ενώ αφομοιώνει και υπερβαίνει τα ορθολογικά διδάγματα του Μοντερνισμού του Μεσοπολέμου, ταυτόχρονα απομακρύνεται από τη μεταπολεμική συρρίκνωση του μεταφυσικού Μοντερνιστικού παραδείγματος στον υλισμό και τον εμπειρισμό του απλοϊκού φονξιοναλισμού και επιχειρεί να εμπλουτίσει την ορθολογικότητα της κατασκευής και της λειτουργίας με βιωματικές, ποιητικές, υπαρξιακές και πολιτισμικές παραμέτρους: ο χώρος ανοίγεται σε μία ποικιλία φαινομενολογικών εννοιών, στο σώμα, τις αισθήσεις, τη φαντασία, τη μνήμη, την μέριμνα, τον μύθο, την ιστορία, το όνειρο, επιχειρώντας ταυτόχρονα να αναγνώσει με μεγαλύτερη ευαισθησία τον φυσικό και γεωγραφικό τόπο, δηλαδή το οικολογικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα ενταχθεί η αρχιτεκτονική δημιουργία.»53 Τέλος, ο ίδιος επισημαίνει, σε συνέχεια από τα προηγούμενα, το -τοπικιστικό- στοιχείο εκείνο του κριτικού τοπικισμού που τον 51 Τζώνης Αλέξανδρος και Lefaivre Liane [2006], ό.π., σελ. 170 52 Ό.π., σελ. 170 53 Τερζόγλου Νικόλαος-Ίων [2009], ό.π., σελ. 286

101


θέλει σαν πολιτιστική τάση να υπερβαίνει το μοντέρνο: «Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε αυτήν την κατεύθυνση ως μία απόπειρα συμφιλίωσης του άπειρου, απόλυτου χώρου των φυσικών και μαθηματικών επιστημών, προϊόν της γεωμετρικής σκέψης, με τον πεπερασμένο, ετερογενή και βιωμένο τόπο των επιστημών του ανθρώπου, παράγωγο της φιλοσοφικής-φαινομενολογικής σκέψης.»54

102 [31] Δημήτρης Πικιώνης, Οικισμός Αιξωνής στη Γλυφάδα, 1957

54 Ό.π., σελ. 286


Ο ίδιος, εξετάζοντας το στοιχείο του τοπικού, γράφει: «Ο χώρος ως γεωμετρικό όλον, ως ουδέτερο μέσο, αποκτά στη συνείδηση, την δράση και την κίνηση του υποκειμένου, έναν χαρακτήρα και μία συμβολική διάσταση, δηλαδή ανάγεται σε τόπους. Όπως γράφει ο Norberg-Schulz: «..ένας τόπος είναι ένας χώρος που έχει έναν διακριτό χαρακτήρα». Η ταυτότητα του τόπου, η φυσιογνωμία του, τον καθιστά μία τοποθεσία, ένα Locus. Για τον αρχιτέκτονα Aldo Rossi, το Locus είναι η «..μοναδική και οικουμενική σχέση που υπάρχει σ’ αυτόν τον τόπο..», η τοποθεσία δηλαδή συγκροτείται γύρω από μια μοναδική σχέση ανάμεσα στις πράξεις των ανθρώπων που τη βιώνουν και στα φυσικά χαρακτηριστικά ενός τόπου. Η τοπο-θεσία, συνεπώς είναι ένας χώρος ζωής, που έχει φορτιστεί με σημασίες και νοήματα από τους ανθρώπους που τον καλλιεργούν και τον οικοδομούν. Για τον I. de Sola-Morales, «..ο τόπος είναι αναγνώριση, οροθεσία, η εγκατάσταση ορίων». Η αναγνώριση του τόπου, η οροθεσία του, προκύπτει μέσα από το genius loci, που για τον Norberg-Schulz είναι ένα πνεύμα που προσωποποιεί την ταυτότητα, την αναγνωρισιμότητα ενός τόπου, την ιδιαιτερότητά του. Έτσι, ο τόπος ως τοπο-θεσία, ως μια μοναδική σχέση μεταξύ χώρων και ανθρώπων αποκτά νόημα και χαρακτήρα, συνοδεύεται πάντα από τη διάνοιξη ενός κόσμου σημασιών. Ο τόπος σε σχέση με τον αφηρημένο χώρο, είναι συγκεκριμένος, ιδιαίτερος, μοναδικός, με ξεχωριστή και διακριτή ατομική φυσιογνωμία και ταυτότητα. Με άλλα λόγια, ο τόπος είναι ένας ετερογενής, ποιοτικός και σωματικός χώρος που εξαρτάται στενά από τον υποκειμενικό τρόπο εμβίωσης και πράξης, εντέλει από ένα πλέγμα βιοδομικών και υπαρκτικών, ιστορικών συνθηκών. Το υποκείμενο εδώ νοείται ως συγκεκριμένο, ιστορικά προσδιορισμένο, μοναδικό και ατομικό.»55 Ο Κέννεθ Φράμπτον, που υιοθετεί τον κριτικό τοπικισμό, στο βιβλίο του Μοντέρνα αρχιτεκτονική τον ορίζει «όχι σαν ένα στυλ, αλλά σαν μια κριτική κατηγορία προσανατολισμένη σε κάποια κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία ίσως δεν είναι πάντα παρόντα». Τέτοια χαρακτηριστικά είναι η έγνοια για τον ζωτικό χώρο που θα δημιουργηθεί από την ένταξη του έργου σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία, η αναγνώριση του αρχιτεκτονήματος ως τεκτονικού γεγονότος, η προσπάθεια ανταπόκρισης στις ιδιαίτερες συνθήκες τοπογραφίας, κλίματος και φωτός, και η συνείδηση ότι το περιβάλλον 55 Ό.π., σελ. 290

103


δεν βιώνεται μόνο οπτικά, αλλά με όλες τις αισθήσεις που μετέχουν στη σωματική εμπειρία.»56

Σύμφωνα με τον ίδιο: «Μια από τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση ενός τέτοιου τοπικισμού δεν είναι μόνον ένα κάποιο επίπεδο ευημερίας, αλλά και ένα είδος αποκεντρωτικής συνείδησης, ή τουλάχιστον μια τάση για πολιτιστική, οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία.»57 Για τον Frampton, γράφει ο Ν.-Ί. Τερζόγλου: «η ιδέα του τόπου και ο τρόπος με τον οποίο την ερμηνεύει ο Frampton υπερβαίνει τον Χαϊντεγγεριανό, πραγματιστικό ορισμό της. Γράφει: «Ο τόπος, ως ένα Αριστοτελικό φαινόμενο, αναδύεται στο συμβολικό επίπεδο με την συνειδητή αναπαράσταση του κοινωνικού νοήματος, και στο υλικο-συγκεκριμένο επίπεδο, με την εγκαθίδρυση ενός αρθρωμένου χώρου μέσα στο οποίο ο άνθρωπος ή οι άνθρωποι μπορούν να υπάρξουν.»58

104

«Απορρίπτοντας εξίσου την μορφολογική ρητορική υπερβολή του Μετα-Μοντερνισμού και τον τεχνολογικό ντετερμινισμό του πραγματιστικού φονξιοναλισμού, ο Frampton επιστρέφει στην ιδέα του τόπου ως πεδίου μίας βιωμένης μνήμης, μίας διαρκούς εποπτείας και αναπαράστασης που καθιστά δυνατή την ανάδυση του κοινωνικού και πολιτικού νοήματος: ο Κριτικός Τοπικισμός του Frampton είναι συνθετικός, θυμίζοντας τη άρθρωση πολλών ειδών χώρου σε μία αλυσίδα νοήματος από τον Cassirer, όπου το τοπικό ενοποιείται με το παγκόσμιο, ο ιδεατός χώρος συνδέεται με τον υλικό τόπο και η τοπική κουλτούρα συσχετίζεται με τον οικουμενικό πολιτισμό.»59

56 57 58 59

Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 287 Frampton Kenneth [2009], ό.π., σελ. 277 Τερζόγλου Νικόλαος-Ίων [2009], ό.π., σελ. 291-292 Ό.π., σελ. 292


Επομένως, καταληκτικά, θα λέγαμε πως ο «Κριτικός τοπικισμός» εμφανίζεται στην αρχιτεκτονική πράξη ως η -κριτικά- συμπυκνωμένη απάντηση στην αναγκαιότητα του τοπικού. Παρουσιάζεται ως το ενδεχόμενο του τοπικού. Το «ενδεχόμενο» αποτελεί το κριτικό παράδειγμα ως άμυνα αλλά και ως πρόκληση· η οποία -πρόκληση- ενέχεται στη συνδιαλλαγή της αποδοχής του υφιστάμενου κόσμου -με τις οποιεσδήποτε πολιτισμικές συνδηλώσεις- και άλλων πιθανών.60 Αλλά το τελευταίο, παράλληλα, υπογραμμίζει μία αντίληψη για τον κόσμο, μια κοσμοθεωρία. Η κριτική εξέταση του τελευταίου σε οικουμενικά-παγκόσμια προοπτική προσδιορίζεται σε μία τοπικά προσανατολισμένη στρατηγική αυτό-εξέτασης.

105

60 Tzonis Alexander και Lefaivre Liane [1996], ό.π., σελ. 488


Γενική Πόλη.

Το ενδεχόμενο του γενικού «Η σύγχρονη πόλη είναι —όπως το σύγχρονο αεροδρόμιο— «όλες ίδιες»; Είναι δυνατόν να θεωρητικοποιήσει κανείς αυτήν τη σύγκλιση; Και αν ναι, σε ποια ύστατη διαμόρφωση αυτή αποβλέπει; Η σύγκλιση είναι δυνατή μόνο με τίμημα την εξάλειψη της ταυτότητας. Αυτό, συνήθως, θεωρείται απώλεια. Στην κλίμακα όμως που συμβαίνει, θα πρέπει να σημαίνει κάτι.

[32] O.M.A., Koolhaas Rem και Mau Bruce [1997], «The Generic City», S, M, L, XL

106


Ποια είναι τα μειονεκτήματα που παρουσιάζει η ταυτότητα και, αντίστροφα, ποια είναι τα πλεονεκτήματα της κενότητας; Τι θα γινόταν αν αυτή η φαινομενικά τυχαία —και την οποία συνήθως οικτίρουμε— ομοιογενοποίηση ήταν μια σκόπιμη διαδικασία, μια συνειδητή κίνηση από τη διαφορά στην ομοιότητα; Και αν είμαστε μάρτυρες ενός παγκόσμιου απελευθερωτικού κινήματος με σύνθημα: «κάτω ο χαρακτήρας!» Τι μένει μετά την απομάκρυνση της ταυτότητας; Το Γενικό;»61 61 Koolhaas Rem [1995], «The Generic City» («Η Γενική Πόλη», ελλ. μετάφραση Γιάννης Αίσωπος) στο Γ. Αίσωπος και Γ. Σημαιοφορίδης (επιμ.) [2001], H σύγχρονη (ελληνική) πόλη, σελ. 252-265, Αθήνα: Metapolis, σελ. 252· με κάποιες αλλαγές από Π. Λέφα στο Λέφας Παύλος [2008], Αρχιτεκτονική και κατοίκηση. Από τον Heidegger στον Koolhaas, Αθήνα: Πλέθρον, σελ. 206. Το αρχικό κείμενο στο: O.M.A., Koolhaas Rem & Mau Bruce [1995], S, M, L, XL, New York: The Monacelli Press, σελ. 1238

107


108

[33], [34] O.M.A., Koolhaas Rem και Mau Bruce [1997], «The Generic City», S, M, L, XL


109


Κάποτε ο Le Corbusier βλέποντας τα αεροπλάνα οραματιζόταν τις νέες μορφές της εποχής που θα εξυπηρετούσαν το μοντέρνο. Σε αυτό το κείμενο, ο Rem Koolhaas χρησιμοποιεί το «αεροδρόμιο» για να αναφερθεί στη σύγχρονη πόλη. Οι μοντέρνοι αρχιτέκτονες απέρριψαν τον μιμητισμό και, κατά τρόπο συνειδητό, επιδίωξαν να κάνουν το έργο τους να ξεχωρίζει από το περιβάλλον του. Η επιδίωξή τους για ένα νέο ξεκίνημα και η απόρριψη της ιστορικής αξίας του παρελθόντος, σύμφωνα και με τον Hans Ibelings στο βιβλίο του Supermodernism62, κρύβεται πίσω από την ανεξαρτησία -των μοντέρνων αρχιτεκτονικών έργων- από συγκεκριμένες συνθήκες. Στο ίδιο, διαβάζουμε πως, οι μοντέρνοι αρχιτέκτονες θεωρούσαν πάντοτε πιο σημαντικό ότι η δουλειά τους πρέπει να είναι σύμφωνη με το πνεύμα της εποχής παρά σε αρμονία με το περιβάλλον. Οι γεωμετρικές φόρμες, τα νέα υλικά και οι μέθοδοι κατασκευής, καθώς και η αδιαφορία για το περιβάλλον ενός αρχιτεκτονικού έργου, είχαν σαν αποτέλεσμα οι μοντέρνοι αρχιτέκτονες να κάνουν παντού το ίδιο, ανεξαρτήτως περιοχής, πόλης, χώρας και ηπείρου.63 Η κατάσταση αυτή μάλιστα κλιμακώθηκε κατά τη μεταπολεμική εποχή, όπου ο μοντερνισμός έγινε η διεθνής γλώσσα αρχιτεκτονικής πρακτικής.64

110

Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, λοιπόν, πως, σύμφωνα με τα παραπάνω, και μαζί με την ανάπτυξη της τεχνολογίας -και του καπιταλισμού, ο γνωστός μας κόσμος έχει γίνει μικρότερος και παράλληλα μεγαλύτερος. Όπως ισχυρίζεται ο H. Ibelings, «μικρότερος, διότι τα πάντα είναι, αν όχι στην πραγματικότητα τότε ηλεκτρονικά, κοντινότερα. Μεγαλύτερος, διότι χάρη στις τηλεπικοινωνίες, την αυξανόμενη παλίρροια των πληροφοριών και την αυξανόμενη κινητικότητα, μια μεγαλύτερη μερίδα του κόσμου είναι, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, εξοικειωμένος ή γνωστός, φαίνεται εξοικειωμένος ή θεωρείται οικείος.»65 62 Ibelings Hans [1998], Supermodernism. Architecture in the Age of Globalization, Rotterdam: NAi Publishers 63 Ό.π., σελ. 45 64 Borden Iain [1999], «Resurrection Politics: Modernism and Architecture in the Twentieth Century and Beyond», στο Castle Helen (επιμ.) [1999], modernism and modernization in architecture, Chichester: Academy Editions, σελ.24 65 Ibelings Hans [1998], ό.π., σελ. 64


Ενώ ο Martin Heidegger μας καλεί να βιώσουμε την οικειότητα που προκύπτει από την εγκατάστασή μας από ένα συγκεκριμένο τόπο, καλώντας μας να «κατοικήσουμε στον κόσμο», εμείς κινούμαστε συνεχώς και η οικειότητα -ή, η έστω, φαινομενική ή φευγαλέα- που αποκτούμε επεκτείνεται συνεχώς και διαμοιράζεται σε μικρότερα χρονικά διαστήματα και σε περισσότερους «τόπους». Η οικειότητα που αποκτούμε και η οποία δύναται να συνδέεται με έναν τόπο είναι εφήμερη και μπορεί να διαρκεί όσο μια ανταπόκριση σε ένα αεροδρόμιο. Ο Παύλος Λέφας, στο βιβλίο του Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση66, ισχυρίζεται πως: «Οι πόλεις ορίζονται όλο και λιγότερο από τα υλικά στοιχεία τους. Τα κτίσματα αδυνατούν πλέον να ορίσουν τόπους.»67 Ο ίδιος γράφει: «Οι μεγάλες πόλεις υποδέχονται συνεχώς νέους ανθρώπους, νέες ιδέες, νέα ήθη, παραχωρώντας τους μια θέση δίπλα στα υφιστάμενα. Ο παραθετικός αυτός τρόπος αποδοχής του καινούριου τείνει να δώσει στη ζωή της πόλης τον χαρακτήρα της παρακολούθησης ενός θεάματος.»68 Στο άνω παράθεμα, ο ίδιος, υποσημειώνει πως «αυτό ήταν πάντοτε χαρακτηριστικό των μεγάλων πόλεων.»69 και θέτει ως παράδειγμα, γι’ αυτό, τη «Βαβυλώνα». Ο R. Koolhaas, στο βιβλίο του S, M, L, XL70, γράφει: «Για να παραμείνουν βιώσιμες μετά το άνοιγμα της σήραγγας ανάμεσα στην Αγγλία και την ήπειρο (εννοεί την ηπειρωτική Ευρώπη), οι εταιρείες πορθμείων που 66 Λέφας Παύλος [2008], Αρχιτεκτονική και κατοίκηση. Από τον Heidegger στον Koolhaas, Αθήνα: Πλέθρον 67 Ό.π., σελ. 203 68 Ό.π., σελ. 201 69 Ό.π., σελ. 201, βλ. υποσημείωση υπ’ αριθμό 1 70 O.M.A., Koolhaas Rem και Mau Bruce [1997], S, M, L, XL, (1η Έκδοση: [1995] New York: The Monacelli Press), Köln: Benedikt Taschen Verlag

111


δραστηριοποιούνται στο κανάλι προτείνουν να γίνει η διέλευση πιο συναρπαστική. Τα σκάφη όχι μόνο να μετατραπούν σε πλωτούς ψυχαγωγικούς κόσμους, αλλά οι προορισμοί τους - οι τερματικοί σταθμοί- να ρίξουν τον ωφελιμιστικό τους χαρακτήρα και να γίνουν ελκυστικά (attractions). Η αρχική Βαβέλ ήταν ένα σύμβολο φιλοδοξίας, χάους, και τελικά αποτυχίας· αυτό το μηχάνημα διακηρύσσει μια «Working Babel» που αβίαστα καταπίνει, ψυχαγωγεί και επεξεργάζεται τις μετακινήσεις μαζών. Το θέμα αντικατοπτρίζει τη νέα φιλοδοξία της Ευρώπης: οι διαφορετικές φυλές της - οι χρήστες του τερματικού σταθμού - να ξεκινήσουν για ένα ενιαίο μέλλον».71 «… καλούμαστε να αρκεστούμε σε μια εξωλογική και επιδερμική εμπειρία της πόλης, στη βίωσή της ως μια σειρά αστικών σοκ που προκύπτουν από τη επισώρευση γεγονότων (όχι πια κτηρίων), όπως μας επισημαίνει ο Bernard Tschumi.»72 Ο Koolhaas, δίνει τον εξής ορισμό: “PLACE2 This mess is a place.”73 Σύμφωνα με τα προηγούμενα, θα ισχυριζόμασταν πως, η αποδοχή της πραγματικότητας, είναι ο τόπος που κατοικούμε – ένα «Working mess».

112

Στο βιβλίο του Marc Augé, Non-places: Introduction to an Anthropology of Supermodernity (New York, 1995), ο τόπος (place) ορίζεται, με ανθρωπολογικούς όρους, ως μια περιοχή η οποία έχει αποκτήσει νόημα σαν αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας.74 Ο Π. Λέφας γράφει: «Καθώς τα πράγματα αλλάζουν συνεχώς, οι «τόποι» καταλήγουν να είναι τα προϊόντα μια μονίμως 71 Ό.π., σελ. 581 72 Λέφας Παύλος [2008], ό.π., σελ. 201-203 73 O.M.A., Koolhaas Rem και Mau Bruce [1997], ό.π., σελ. 1024 74 Ibelings Hans [1998], ό.π., σελ. 65-66


ανολοκλήρωτης εμφάνισης μιας μονίμως διαφεύγουσας ουσίας.»75 Και, λίγο παρακάτω, συμπληρώνει: «…. ο χαρακτήρας εξαρτάται από εντελώς εφήμερες συγκυρίες.»76 Σε ακολουθία από τα προηγούμενα, ο H. Ibelings στο βιβλίο του Supermodernism, επισημαίνει: «Εδώ βρίσκεται ένα παράδοξο του αναπτυσσόμενου κόσμου, επειδή ενώ η περιοχή που έχει οριστεί ως οικείο έδαφος είναι μεγαλύτερη από ποτέ, οι άνθρωποι βρίσκουν στον κόσμο όλο και λιγότερο νόημα, ακριβώς επειδή ένα μεγάλο μέρος του γνωστού κόσμου είναι γνωστό μόνο από μια φευγαλέα επίσκεψη και δεν είναι ένας τόπος, με τον οποίο οι άνθρωποι αισθάνονται κάποια συγγένεια, όπου αισθάνονται σαν στο σπίτι τους, όπου συναντούν πραγματικά άλλους ανθρώπους και όχι απλώς ρίχνονται μαζί τυχαία»77 Η αβεβαιότητα του οικείου μοιάζει να αποτελεί την -ίσως τη μόνη- πρόκληση να βρούμε νόημα. Η πολλαπλότητα των επιλογών-στάσεων, κατά τη διάρκεια της συνεχής κίνησής μας, μας γεμίζει ελπίδα για την επόμενη επιλογή-στάση, στην αναζήτησή μας για το οικειό-τερο (υπερθετικός βαθμός). Η υποψία του μικρότερου βαθμού, μας ωθεί ως κινητήρια δύναμη, «φουσκώνοντας» την αβεβαιότητα. Σύμφωνα πάλι με τον ίδιο: «Ο ισχυρισμός του M. Augé είναι ότι ένα αυξανόμενο ποσοστό χώρου στερείται σημασίας με την κλασσική ανθρωπολογική έννοια επειδή κανείς δεν αισθάνεται καμία προσκόλληση σε αυτόν. Θεωρεί το φαινόμενο αυτό ως μια από τις τρεις μορφές αφθονίας που χαρακτηρίζει αυτό που ο ίδιος ορίζει ως την υπερμοντέρνα (supermodern) κατάσταση: αφθονία του χώρου, μια πληθώρα σημείων (στην σημερινή κοινωνία όλοι βομβαρδίζονται συνεχώς με

75 Λέφας Παύλος [2008], ό.π., σελ. 203 76 Ό.π., σελ. 203 77 Ibelings Hans [1998], ό.π., σελ. 64

113


πληροφορίες) και μια «αφθονία εξατομίκευσης». Και αυτός ο τρίτος παράγοντας, έχει μεγάλη σημασία για την αρχιτεκτονική για το γεγονός ότι η ριζοσπαστική εξατομίκευση επηρεάζει τη χρήση του δημόσιου και ημιδημόσιου χώρου που θεωρείται λιγότερο ως κοινωνικός χώρος παρά ως μια περιοχή που όλοι χρησιμοποιούν ξεχωριστά.»78 Και συνεχίζει: «Αυτοί οι χώροι στους οποίους κανείς δεν αισθάνεται ιδιαίτερη προσκόλληση και οι οποίοι δεν λειτουργούν με τον παραδοσιακό τρόπο ως τόποι συνάντησης, ο Augé τους χαρακτηρίζει ως «μη τόπους». Σύμφωνα με τον ίδιο, ο κόσμος αποτελείται ολοένα και περισσότερο από τέτοιους μη-τόπους που είναι ιδιαίτερα συνήθεις στον τομέα της κινητικότητας και της κατανάλωσης. Αεροδρόμια, ξενοδοχεία, σούπερ μάρκετ, εμπορικά κέντρα, οι στάσεις του αυτοκινητόδρομου και ούτω καθεξής είναι όλες τους θέσεις όπου οι άνθρωποι περνούν περιστασιακά διαφορετικές χρονικές περιόδους, αλλά η λειτουργία αυτών των χώρων είναι εντελώς διαφορετική από, για παράδειγμα, την πλατεία του χωριού που είναι το κοινωνικό κέντρο μιας κοινότητας.»79

114

Το τελευταίο κεφάλαιο του Για μια Ανθρωπολογία των σύγχρονων Κόσμων κλείνει με την παρατήρηση του Augé ότι «… υπήρχαν πάντοτε, και ήταν ευτύχημα τις περισσότερες φορές, μη-τόποι εντός της πόλης: αυτή την ατομική ελευθερία του περιπατητή μπορεί να τη γευτεί κανείς προστατευμένος από όλες τις μορφές αναγνώρισης τις οποίες υποθάλπουν, με τρόπο καμιά φορά ασφυκτικό, η πολύ μεγάλη εγγύτητα, η συνενοχή ή η σκληρότητα της γειτνίασης, του τόπου δηλαδή με τη λιγότερο αξιαγάπητη μορφή του.»80 Υπό αυτό το πλαίσιο, ίσως βρίσκει νόημα η συσχέτιση του Koolhaas της πόλης με το αεροδρόμιο, καθώς και το σύνθημα, του «παγκόσμιου απελευθερωτικού κινήματος», «Κάτω ο χαρακτήρας!», διακηρύττοντας πως ο χαρακτήρας είναι περιττός και επιζήμιος. 78 Ό.π., σελ. 65-66 79 Ό.π., σελ. 65-66 80 Λέφας Παύλος [2008], ό.π., σελ. 205


Με το «κίνημα» αυτό, ο R. Koolhaas, στην ουσία, περιγράφει την πραγματική πόλη σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει αυτήν τη περιγραφή καθώς και να υποστηρίξει, έχοντας μια ρεαλιστική ματιά μεν, γενική δε, την πραγματική πόλη. Ο H. Ibelings μας διηγείται την νέα στροφή, που έχει πάρει η αρχιτεκτονική, προς τον ρεαλισμό, μακριά από ηθικοδογματικές τάσεις. Προς μια «λακωνική αποδοχή των πραγμάτων όπως είναι»81 την οποία, μάλιστα παρομοιάζει με αυτή «τη λιγότερο κριτική φάση του μοντερνισμού, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και του ‹60, όταν υπήρχε μία έντονη τάση να αποδεχθούν τις επικρατούσες συνθήκες ως αναπόφευκτα γεγονότα.»82 Όπως, μάλιστα, παρατηρεί και ο Π. Λέφας: «Ο θαυμασμός που έτρεφε ο R. Venturi για την «αντιηρωική» αρχιτεκτονική είχε μεταφερθεί στο σύγχρονο οικιστικό περιβάλλον. Η «ανώνυμη» πόλη είχε βρει τη θεωρητική δικαίωσή της. Η generic city είχε γεννηθεί. Σε τέτοιες πόλεις, σε ολόκληρο τον κόσμο -με εξαίρεση τα κέντρα ορισμένων παλιών πόλεων που αποτελούν ένα ελάχιστο κλάσμα της συνολικής έκτασής τους και στεγάζουν ένα μικρό ποσοστό της ζωής που εκτυλίσσεται σ’ αυτές-, ζει κατοικεί, έστω με τη στοιχειώδη έννοια του όρου, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του πλανήτη.»83 Όπως το περιγράφει ο Dominique Perrault το 1990: «Τίποτα, λιγότερο από τίποτα, χωρίς σταθερότητα, χωρίς συγκράτηση, χωρίς γάντζο, χωρίς καταπραϋντικές θεωρίες για την πόλη με πάρκα και κήπους, αλλά με μια αντιπαράθεση με «τον κόσμο μας», αυτόν τον ένα, αληθινό, τον λεγόμενο «σκληρό» κόσμο, τον κόσμο που οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι δεν θέλουν.»84

81 Ibelings Hans [1998], ό.π., σελ. 129-134 82 Ό.π., σελ. 129-134 83 Λέφας Παύλος [2008], ό.π., σελ. 206 84 Ibelings Hans [1998], ό.π., σελ. 129-134

115


«..έχουμε παραδοθεί στην αισθητική του χάους – του χάους «μας». Όμως με την τεχνική σημασία του όρου, χάος είναι αυτό που συμβαίνει όταν τίποτα δεν συμβαίνει· όχι κάτι που μπορεί να οργανώσει ή να οικειοποιηθεί κανείς..», γράφει ο R. Koolhaas, αναζητώντας το τι απέγινε με την πολεοδομία.85 «Αν είναι να υπάρξει μια ‘νέα πολεοδομία’..», «..δε θα ‘ναι μόνο ή ως επί το πλείστον, ένα επάγγελμα, αλλά ένας τρόπος σκέψης, μια ιδεολογία: η αποδοχή αυτού που υπάρχει.»86 «Περισσότερο παρά ποτέ, η πόλη είναι ό,τι έχουμε», καταλήγει.87 Βέβαια, ο H. Ibelings, μιλάει και για μια φαινομενολογική αποδοχή των πραγμάτων όπως -αυτά- είναι, ενώ ο R. Koolhaas με το «σύνθημά» του φαίνεται να αμφισβητεί μια τέτοια προσέγγιση. «…τώρα έχουμε μια μορφή -νοήματος- όπου το νόημα που προέρχεται άμεσα από το πώς φαίνεται η αρχιτεκτονική, πώς χρησιμοποιείται και, πάνω απ’ όλα, πώς βιώνεται. Μετά την μεταμοντερνιστική και αποδομητική αρχιτεκτονική, η οποία απευθύνεται κυρίως στη διάνοια, αναπτύσσεται μια νέα αρχιτεκτονική που αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στην οπτική, χωρική και απτική αίσθηση.»88, παραδέχεται ο H. Ibelings.

116

85 Koolhaas Rem [1995], «What Ever Happened to Urbanism?» («Τι απέγινε με την πολεοδομία», ελλ. μετάφραση Γιάννης Αίσωπος και Δημήτρης Φιλιππίδης) στο Γ. Αίσωπος και Γ. Σημαιοφορίδης (επιμ.) [2001], H σύγχρονη (ελληνική) πόλη, σελ. 36-40, Αθήνα: Metapolis, σελ. 40. Το αρχικό κείμενο στο: O.M.A., Koolhaas Rem & Mau Bruce [1995], S, M, L, XL, Rotterdam: 010 Publishers 86 Ό.π., σελ. 40 87 Ό.π., σελ. 40 88 Ibelings Hans [1998], ό.π., σελ. 129-134


Ενώ, επιπλέον, ο R. Koolhaas, στον παρακάτω ορισμό, φαίνεται να, παρατηρεί μία μεταβολή στην εξάρτηση του χώρου από το ανθρώπινο σώμα καθώς (-και-) μία γενικότερη ανεξαρτητοποίηση του ανθρώπου από το εν γένει περιβάλλον του (-λαμβάνει χώρα): “HUMAN In the same way that surplus values are increasingly independent of manpower in the post-capitalist technological environment, the human scales ceases to be applicable to a topography implemented mechanically: the phenomenological relationship between the human body and constructed space loses its sense.”89

Από την άλλη, όπως παρατηρεί ο Π. Λέφας: «Ίσως δε χρειαζόμαστε, λοιπόν, τόπους στους οποίους να μπορούμε να αναγνωρίσουμε αμέσως έναν χαρακτήρα, προκειμένου να κατοικήσουμε. Ίσως, μάλιστα, να μην χρειαζόμαστε ούτε γεωγραφικά προσδιορισμένους τόπους. «Αντί να είναι ένας συγκεκριμένος γεωγραφικός τόπος, το ‘σπίτι’ αφορά όλο και περισσότερο ένα σύνολο προσωπικών δραστηριοτήτων, συνηθειών και σχέσεων, παρά μια συνέχεια κατοίκησης στην ίδια πάντα θέση», παρατηρεί ο Mathias Schwartz-Clauss. Όλο και πιο συχνά η ταύτιση της κατοίκησης με τη σταθερή κατοικία τίθεται σε αμφισβήτηση.»90 117

89 O.M.A., Koolhaas Rem και Mau Bruce [1997], ό.π., σελ. 780 90 Λέφας Παύλος [2008], ό.π., σελ. 207


Ο Aaron Betsky, με αισιοδοξία, στηρίζει στην αρχιτεκτονική τις ελπίδες του απέναντι σε μία τέτοια κατάσταση, όπου το μόνο μόνιμο και σταθερό φαίνεται να είναι το χάος και η αβεβαιότητα, όχι ως πρόβλημα αλλά ως ενδιαφέρουσα πρόκληση της διαχείρησης: «Εναπόκειται στην αρχιτεκτονική να μας εκτοξεύσει έξω από τον τόπο, στον χώρο, χωρίς να χαθούμε. Εναπόκειται στην αρχιτεκτονική να δημιουργήσει χώρους που είναι εντελώς πραγματικοί, ανοίγοντάς μας στις άπειρες δυνατότητες του διάχυτου σύμπαντός μας».91

[35] Ημιτελής οικοδομή 118

Από την άλλη, ο M. Heidegger, μάλλον, δείχνει την εμπιστοσύνη του στον άνθρωπο και τις ικανότητές του. Αντί να θεωρεί πως θα κατασκευάζει τις απαραίτητες εκείνες συνθήκες για – η οποία διαδικασία θα αποτελεί και – την οικειοποίηση, αυτή, θα αποτελεί το ενεργό χαρακτηριστικό για την κατοίκηση. 91 Ό.π., σελ. 207


«Η πιθανότητα ο άνθρωπος να οικειοποιείται πράγματα αντί να τα φτιάχνει ο ίδιος, και παρ’ όλα αυτά να είναι ικανός να κατοικεί, επισημαίνεται από τον Heidegger στο . . .ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος. . . Στο δοκίμιο αυτό αναλύεται το χτίσιμο ως «εφαρμογή του ποιητικού μέτρου» (με το οποίο οι άνθρωποι αποκτούν συνείδηση της θέσης τους στον κόσμο τους), και όχι ως κατασκευή και φροντίδα πραγμάτων. Έτσι, η οικειοποίηση πραγμάτων θα είναι το κλειδί για την προσαρμογή του ανθρώπου στο περιβάλλον του και την ενσωμάτωσή του σ’ αυτό. Η προσαρμογή αυτή και η ενσωμάτωση θα είναι απαραίτητες για να «αισθάνεται» ο άνθρωπος «στο σπίτι του».»92 Ίσως, βέβαια, αν η κατοίκηση δε λαμβάνει χώρα σε ένα συγκεκριμένο τόπο, ή στον «αέρα», ίσως να είναι ένα γεγονός εν κινήσει, με συνέχεια στο χώρο -και το χρόνο. «Ο Heidegger δεν καταλήγει σε κάποιο συμπέρασμα, φαίνεται όμως να θεωρεί ότι ίσως έρθει κάποια μέρα που η κατοίκηση δεν θα λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο τόπο: τότε ο άνθρωπος θα «εγκατέλειπε κάθε αξίωση για μια πατρίδα» και θα αρκείτο «στην ερημία μιας απέραντης ταξιδιωτικής δραστηριότητας».»93 «Τα αεροδρόμια είναι στη δεκαετία του 1990 ότι τα μουσεία ήταν στη μεταμοντέρνα δεκαετία του 1980»94, δηλώνει ο H. Ibelings. Και συνεχίζει: «... .είναι το αεροδρόμιο τώρα που είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος.»95 Το αεροδρόμιο αποτελεί την συμβολική και εννοιολογική απεικόνιση και κατασκευή θεμελιωδών θεμάτων της εποχής, όπως είναι η κινητικότητα, η προσβασιμότητα (στον γνωστό κόσμο) και η υποδομή. «Αυτό έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε μια αδιαμφισβήτητη αρχιτεκτονική αισθητική του αεροδρομίου (architectural airport aesthetic)...»96 92 93 94 95 96

Ό.π., σελ. 211 Ό.π., σελ. 210 Ibelings Hans [1998], ό.π., σελ. 78 Ό.π., σελ. 79-80 Ό.π., σελ. 79-80

119


Η υπόσταση του αεροδρομίου στο φυσικό και μη χώρο και τη δομή της πόλης, όμως, φέρει, θα λέγαμε, και το airport effect. Οι συμπληρωματικές λειτουργίες που προσφέρει -και που δεν έχουν άμεση σχέση με τις αερομεταφορικές υπηρεσίες- διεκδικούν μια αρκετά σημαντική έκταση. Αυτή η αυξανόμενη απαίτηση για χώρο έχει αναπόφευκτες συνέπειες στο σχεδιασμό. Ακόμη περισσότερο «χάρη σε όλα τα γραφεία, τις τράπεζες, τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τις συνεδριακές εγκαταστάσεις, τα καζίνο και τα εμπορικά κέντρα σε άμεση γειτνίαση, ο αερολιμένας έχει εξελιχθεί σε ένα σημαντικό οικονομικό κέντρο που είναι μερικές φορές τόσο μεγάλο που το αεροδρόμιο αρχίζει να ανταγωνίζεται την ίδια την πόλη που αρχικά προοριζόταν να εξυπηρετήσει.»97

120

Και το ίδιο το αεροδρόμιο, όμως, με τις σημαντικές του και άμεσα σχετιζόμενες λειτουργίες, παρουσιάζει μια ιδιαίτερη ψυχογεωγραφία. «Ο κλειστός κόσμος του κτηρίου του τερματικού σταθμού κατοικείται είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα από τεράστιους αριθμούς ανθρώπων, συχνά από όλες τις γωνιές του κόσμου, οι οποίοι είναι, περισσότερο ή λιγότερο, ελεύθεροι από τη δική τους βούληση, αλλά, πρέπει, ταυτόχρονα να υποβάλλονται σε αναγκαστική παραμονή έως ότου το αεροπλάνο τους εγκαταλείψει στην παρέα συμπολιτών-ταξιδιωτών με τους οποίους δεν έχουν απολύτως καμία σχέση.»98 Αυτός ο ουδέτερος χώρος, όπου «Τουλάχιστον τόσο ενδιαφέρουσα είναι η ευκολία με την οποία σχεδόν κανείς μπορεί να βρει το δρόμο του γύρω από οποιοδήποτε αεροδρόμιο ακόμη και κατά την πρώτη επίσκεψή τους.»99, έχει ανακαλυφθεί «ως μια εύφορη περιοχή για κοινωνιολογική έρευνα σε μια ενδιαφέρουσα μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς: να σκοτώνεις χρόνο ενώ περιμένεις την επόμενη πτήση.»100 Επιπλέον, το αεροδρόμιο σχηματοποιεί το είδος αυτό της ύπαρξης, στη σημερινή εποχή, όπου συνδέεται με τις έννοιες και καταστάσεις του τοπικού, υπερ-τοπικού, παγκόσμιου και υπερ-παγκόσμιου. 97 Ό.π., σελ. 79-80 98 Ό.π., σελ. 79-80 99 Ό.π., σελ. 79-80 100 Ό.π., σελ. 79-80


121

Frank O. Gehry & Associates, Guggenheim Museum Bilbao, Bilbao, Spain, 1991-1997


122

[37] O.M.A., Koolhaas Rem και Mau Bruce [1997], «The Generic City», S, M, L, XL


123


«Το αεροδρόμιο είναι ένα ελκυστικό μοντέλο για το είδος της ύπαρξης που σήμερα συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση, έναν κόσμο όπου το «jet lag» είναι ενσωματωμένο στο βιολογικό ρολόι του καθενός, και, όπου ο χρόνος και ο τόπος έχουν γίνει απόλυτα σχετικά. Όπως ο Rem επεσήμανε στο Generic City: Από άποψη εικονογραφίας / απόδοσης, το αεροδρόμιο είναι ένα συμπύκνωμα τόσο του υπερ-τοπικού όσο και του υπερ-παγκόσμιου - υπερ-παγκόσμιου με την έννοια ότι μπορείς να πάρεις τα αγαθά, εκεί, που δεν είναι διαθέσιμα ακόμη και στην πόλη, υπερ-τοπικού με την έννοια ότι μπορείς να πάρεις πράγματα, από εκεί, που δεν έχει πουθενά αλλού.»101 Στο Supermodernism του H. Ibelings, διαβάζουμε μία παρατήρηση όπου η ομοιογενοποίηση, σαν αποτέλεσμα των διαδικασιών που σχετίζονται με το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης δρα με τρόπο που κάνει εμφανές -τονίζει- το ιδιαίτερο, το τοπικό και το αυθεντικό.102 Η άποψη αυτή, στο ίδιο βιβλίο, αναγράφεται ως «glocalization». Από την άλλη, η «ομοιογενοποίηση» αυτή ως σκόπιμη διαδικασία όπως την παρουσιάζει ο R. Koolhaas στη Γενική Πόλη, σύμφωνα με τον ίδιο φέρνει την απομάκρυνση της ταυτότητας και το Γενικό.103

124

101 Ό.π., σελ. 79-80 102 Ό.π., σελ. 66-67 103 Koolhaas Rem [1995], «The Generic City» («Η Γενική Πόλη», ελλ. μετάφραση Γιάννης Αίσωπος), ό.π., σελ. 252


Συμπεράσματα

.

125


. 126


Ο κριτικός τοπικισμός έφερε στις συζητήσεις για την αρχιτεκτονική το ενδεχόμενο του τόπου. Για να αποκτήσει και πάλι η αρχιτεκτονική ανθρώπινο πρόσωπο1 [και να συμβάλει στην ανάδειξη του οικειωμένου και νοηματοδοτημένου από τον άνθρωπο «τόπο»], οι αρχιτέκτονες καταπιάστηκαν με την ιδέα του τόπου [και με τις φαινομενολογικού τύπου αναζητήσεις] η οποία βρήκε την πλήρη έκφρασή του στον «Κριτικό τοπικισμό». Για την ακρίβεια βέβαια, ο «κριτικός τοπικισμός» είναι μια περιγραφή ή, καλύτερα ένα σύνολο από έγνοιες-αρχές και όχι ένα κίνημα όπου κάποιοι ακολουθούν, αλλά μια μέθοδοςπρακτική για να παραγάγουμε αρχιτεκτονική (ή, μάλλον, τόπους, για να κατοικήσουμε). Οι Α. Τζώνης και L. Lefaivre επινόησαν αυτόν το όρο για να περιγράψουν το έργο του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη, καθώς και να το συσχετίσουν με αυτό του Δ. Πικιώνη (και του Α. Κωνσταντινίδη), έργα πάντα με κοινό άξονα-τόπο την ιδέα και την έγνοια για τον τόπο. Έπειτα, ο K. Frampton τον χρησιμοποίησε για να χτίσει μια διεθνή, παγκόσμια, εργογραφία, ώστε να αποτυπώσει στα κείμενά του και να εγκαθιδρύσει μία γενικότερη πρακτική ως ένα θεμιτό ενδεχόμενο. Η δουλειά του K. Frampton –πέρα από την αναγκαιότητα που προέκυψε, ιστορικά, λόγω της κριτικής στον -αφελή- φονξιοναλισμό– θεμελιώνει αυτήν την αναγκαιότητα -ως ενδεχόμενο. Φανερώνει τον ενδεχόμενο του τόπου. Ο -αφελής- φονξιοναλισμός αποδείχτηκε -όντως- αφελής. Κατέστρεψε τον τόπο. Η διάλυση και η κριτική των CIAM και του φονξιοναλισμού γενικότερα από τους επίγονους του μοντέρνου κινήματος, που επιζητούσαν την αντιμετώπιση των ζητημάτων που είχαν προκύψει από τα πρώτα, το αποδεικνύει περίτρανα. Ο κριτικός τοπικισμός θέλησε να εξυγιάνει το μοντέρνο, ώστε να αποφύγει τα λάθη του και να τα διορθώσει. Όπως φαίνεται και από τη δουλειά του K. Frampton [και της παρουσιαζόμενης εργογραφίας, όπως στο βιβλίο του Μοντέρνα αρχιτεκτονική], υπάρχει η απήχηση για τον κριτικό τοπικισμό, τουλάχιστον η έγνοια για τον τόπο.

1 Frampton Kenneth [2009], Μοντέρνα Αρχιτεκτονική. Ιστορία και Κριτική, 4η Έκδοση (αναθεωρημένη και συμπληρωμένη), Αθήνα: Θεμέλιο , σελ. 287

127


Ένα ερώτημα που τίθεται, είναι εάν ο «κριτικός τοπικισμός» πέτυχε -ή πετυχαίνει το στόχο του. Είναι οι «τόποι» μας, τόποι ικανοί-καλοί για να κατοικήσουμε; Ή έστω καλύτεροι; Έχει διορθωθεί, ή έστω, αλλάξει η κατάσταση; Σίγουρα οι πόλεις μας, πάντως, δεν είναι ίδιες. Βέβαια δεν είναι σίγουρα και ευθύνη μόνο του κριτικού τοπικισμού, αυτή η αλλαγή. Ο όρος εμφανίστηκε -από τους Α. Τζώνη και L. Lefaivre- το 19812 και τον καθιέρωσε -σε πιο διεθνές επίπεδο- ο K. Frampton το 1983 (στο Prospects for a Critical Regionalism, Perspecta, Vol. 20. (1983), pp. 153-155), ενώ μάλιστα το τελευταίο συνέδριο των CIAM, στο Dubvronik, διεξήχθη το 19563, έχοντας ήδη προηγηθεί, στο συνέδριο της Aix-en-Provence, το 1953, η απόρριψη του ορθολογισμού της «λειτουργικής πόλης» και η αμφισβήτηση της φονξιοναλιστικής Χάρτας των Αθηνών4. Εξάλλου δεν είναι το μόνο αρχιτεκτονικό ρεύμα στο οποίο εμφανίζεται μία ευαισθησία απέναντι στις αξίες που αντιπροσωπεύει ένας συγκεκριμένος τόπος, αν και φαίνεται να εναρμονίζεται περισσότερο.5 Αυτό που επικρατεί, ίσως, είναι η (περιγραφή της πραγματικής) πόλη του R. Koolhaas. Βέβαια, η Γενική πόλη του R. Koolhaas, έρχεται σε αντίθεση με τον «Κριτικό Τοπικισμό». Το «σύνθημα», του φερόμενου ως απελευθερωτικού κινήματος, «Κάτω ο χαρακτήρας!» το αποδεικνύει-φανερώνει περίτρανα. Το ενδεχόμενο του τόπου, λοιπόν, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως, περιλαμβάνει το ενδεχόμενου του τοπικού και γενικού -τόπου.

128

Στην περίπτωση, εκείνη, που ο «Κριτικός τοπικισμός», απλά δεν βρήκε την «επικράτειά» του ή και «πετυχαίνει» το στόχο του, με την έννοια της διαδικασίας, ότι δηλαδή γίνεται -βρίσκεται ακόμα υπό τη διαδικασία, ίσως τότε, να δύναται να υπάρξει μία κάποια σύνθεση, αυτών των δύο ενδεχομένων. Αλλιώς, απλά δύναται να έρχονται σε αντίθεση [πολέμια] ή και να συνυπάρχουν.

2 Κονταράτος Σάββας [2015], Ουτοπία και Πολεοδομία, (επίτομη έκδοση), Αθήνα: ΜΙΕΤ, σελ. 286-287 3 Frampton Kenneth [2009], ό.π., σελ. 243 4 Ό.π., σελ. 243 5 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 286-287


Αλλά στην περίπτωση που η «Γενική Πόλη» είναι η πραγματική πόλη, όπως ισχυρίζεται ο R. Koolhaas, τότε το ενδεχόμενο του γενικού φαντάζει μονόδρομος. Σίγουρα, πάντως, και τα δύο ενδεχόμενα αποσκοπούν στο γενικό. Σε μια παγκοσμιότητα-οικουμενικότητα. Η «Γενική πόλη» εξ ορισμού, όπως την περιγράφει ο R. Koolhaas στο ίδιο κείμενο, και ο «Κριτικός τοπικισμός» μέσω συσχετισμού, όπου το τοπικό ενοποιείται με το παγκόσμιο. Στην τελική, μάλιστα, ο κριτικός τοπικισμός αναφέρεται σε αρχιτεκτονική. Αρχιτεκτονική ενός έργου, μικρής κλίμακας, αρχιτεκτόνημα. Όπως, πχ., η κατοικία. Από την άλλη, η Γενική πόλη είναι πολεοδομία. Ο κριτικός τοπικισμός, όμως, που δεν είναι πολεοδομία, εκφράζει το μέρος του συνόλου; Μήπως η Γενική πόλη είναι η πολεοδομία του κριτικού τοπικισμού; Δηλαδή, ο κριτικός τοπικισμός σε πολεοδομικό επίπεδοκλίμακα - είναι ένα υγιής μοντέρνο, ο τελικός σκοπός του απελευθερωτικού κινήματος του R. Koolhaas; Μήπως ο χαρακτήρας αυτός λοιπόν είναι «γενικός»; Δηλαδή μια κριτική γενικότητα; Δηλαδή με τοπικότητα γενική όπως -αυτό κάπως- ισχυρίζεται και ο κριτικός τοπικισμός: ένα τοπικό που αποσκοπεί στο γενικό (οικουμενικό); Ίσως, τότε, η κριτική τοπικότητα να συνεισφέρει σε μια κριτική γενικότητα.

Εάν είναι ζήτημα κλίμακας, λοιπόν, τότε, ίσως, το γενικό να αποτελεί την αμηχανία της εμπειρίας της κλίμακας6, όπως ήθελε να μας φέρει αντιμέτωπους -με αυτήν- ο Gordon Matta-Clark. Eξάλλου, ο ίδιος, «έχτιζε χωρίς χτίσιμο. Αν και κατέστρεφε, έχτιζε. Έδειχνε τις πιθανότητες από την αποδόμηση της πραγματικότητας μεταμορφώνοντας τη συνείδησή μας και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο» [“showing the possibilities of deconstructing reality by transforming our consciousness and the way we perceive our world.”,]7 Όπως έγραψε στο τετράδιό του σε μία από τις δηλώσεις του -όπως έχει ήδη αναφερθεί- προσπαθούσε, όχι να λύσει προβλήματα, αλλά, να δεχτεί το πώς είναι η ζωή, σαν ένα τρωτό σώμα, και να ανακαλύψει άλλα πράγματα μέσω των ήδη υπαρχόντων. 6 Βασιλοπούλου Χριστίνα, Ηλιάδη Ιουλία [2016], «Conical Intersect, Gordon Matta-Clark, Παρίσι – Γαλλία, 1975», στο Πανέτσος Γεώργιος (επιμ.) [2016], Αφετηρίες, σελ. 146-151, Τόμος 1, Αθήνα: Δομές, σελ. 147 7 dpr-barcelona [January 26, 2012], «Deconstructing reality | Gordon Matta-Clark» στο https://dprbcn.wordpress.com/2012/01/26/gordon-matta-clark/ (Τελευταία επίσκεψη 21 Μαΐου 2018), σελ. 1,2

129


Η αποδοχή των πραγμάτων όπως αυτά είναι, φαίνεται να αποτελεί κρίσιμο σημείο συνειδητοποίησης της υπάρχουσας κατάστασης, εάν λάβουμε υπόψιν και την ιστορία του Team 10. Σίγουρα πρέπει να είμαστε νηφάλιοι και, μάλιστα, να αποδεχόμαστε τις καταστάσεις όπως αυτές είναι, ώστε να μπορούμε να προτείνουμε τις όποιες αλλαγές ή να ανακαλύπτουμε άλλα πράγματα μέσω των ήδη υπαρχόντων. Σαν απόδειξη σε έναν τέτοιο ισχυρισμό, μπορούμε να δούμε την περίπτωση με το μοντέρνο όπου επιθυμούσε να αλλάξει τα πράγματα, αλλά δεν αποδεχόταν τα υπάρχοντα και με το δογματισμό του «κατέρρευσε». Παράλληλα, πρέπει να είμαστε «κριτικοί» και να συζητάμε τα «ενδεχόμενα», με την έννοια που αυτά αναφέρθηκαν στο κεφάλαιο «το ενδεχόμενο του τοπικού»: Το «ενδεχόμενο» αποτελεί το κριτικό παράδειγμα ως άμυνα αλλά και ως πρόκληση· η οποία -πρόκληση- ενέχεται στη συνδιαλλαγή της αποδοχής του υφιστάμενου κόσμου -με τις οποιεσδήποτε πολιτισμικές συνδηλώσεις- και άλλων πιθανών.8 Το τοπικό, επειδή απαντάται σε συγκεκριμένα και μικρά προβλήματα, μπορεί και πρέπει να είναι νηφάλιο. Ή όπως το θέτει ο K. Frampton, να εξετάζει άμεσα και με ευαισθησία τις ανάγκες της -συγκεκριμένης- τοπικής κοινωνίας. Το γενικό, θεωρητικά, δύναται να είναι περισσότερο ουτοπικό, με παρόμοια λογική. Άρα, ίσως και πιο κριτικό – ως πρόκληση, με την έννοια του κριτικού παραδείγματος [όπως αναφέρθηκε και παραπάνω].

130

Ίσως οι «μη-τόποι» του Augé να είναι όντως ευτύχημα. Ίσως να είναι οι πιο «κριτικοί τόποι». Δεδομένου ότι συμβολίζουναναπαριστούν-εκφράζουν την «αποδοχή» (των πραγμάτων όπως αυτά είναι). Ακόμη και τα «αεροδρόμια», δηλαδή ο συμβολικός πυρήνας, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της πραγματικής πόλης του R. Koolhaas, ίσως να είναι αυτό που πρέπει να δούμε πιο κριτικά, εάν όντως είναι «ο πιο κριτικός τόπος» - σύμφωνα με τα προηγούμενα - στη σύγχρονη 8 Tzonis Alexander και Lefaivre Liane [1996], «Why Critical Regionalism Today?» στο Kate Nesbitt (επιμ.) [1996], Theorizing a New Agenda for Architecture: An Anthology of Architectural Theory 1965-1995, σελ. 484-492, New York: Princeton Architectural Press, σελ. 488


πραγματική πόλη και να αφορμηθούμε για επόμενα ενδεχόμενα με βάση την κριτική αυτή. Ίσως, να πρέπει να παίξουμε πρώτα σε αυτούς, όπως οι καταστασιακοί, ή, πάλι, ίσως να είναι το πρώτο «κομμάτι» της Νέας Βαβυλώνας του Κόνσταντ. Εάν η σύγχρονη πόλη είναι -όπως το σύγχρονο αεροδρόμιο«πάντα ίδια»9, τότε ίσως, σε συνέχεια από τα προηγούμενα, η κριτική γενικότητα να συνεισφέρει σε μια κριτική τοπικότητα. «Ο Κόνσταντ υπέθετε πως η εφαρμογή του προτύπου της Νέα Βαβυλώνας θα μπορούσε να ξεκινήσει με ορισμένους τομείς που θα αντικαθιστούσαν προϋφιστάμενες δομές και με τον καιρό θα συνδέονταν σε ευρύτερα δίκτυα. Η μεταξύ των τομέων απόσταση θα απαιτούσε αρχικά κυκλοφοριακά μέσα μεγάλης ταχύτητας. Αργότερα όμως, με την ενοποίηση των τομέων και το άπλωμα του νέου πολιτισμού, η ανάγκη για μεγάλες μετακινήσεις θα μειονόταν»10 Ίσως μετά, που δεν θα υπάρχει ανάγκη πια για μεγάλες μετακινήσεις, τα αεροπλάνα να τα κατοικήσουμε όπως θέλει ο Heidegger, και να αποτελέσουν το πρώτο μας βήμα για τα Γενικά Χωριά. Τότε το σύνθημα των καταστασιακών: «κυνηγημένη από το δάσος πόλη»11, να γίνει «κυνηγημένο από το δάσος αεροδρόμιο». Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ίσως γενικό, αλλά που μάλλον δεν είναι αρκετά νηφάλιο, αποτελεί απλά «δεξαμενή ιδεών» -κριτικών, κι όχι «συγκεκριμένων προτάσεων απέναντι στις προκλήσεις.»12 Απέναντι στις γενικές προκλήσεις θα λέγαμε κι 9 Koolhaas Rem [1995], «The Generic City» («Η Γενική Πόλη», ελλ. μετάφραση Γιάννης Αίσωπος) στο Γ. Αίσωπος και Γ. Σημαιοφορίδης (επιμ.) [2001], H σύγχρονη (ελληνική) πόλη, σελ. 252-265, Αθήνα: Metapolis, σελ. 252-265 10 Κονταράτος Σάββας [2015], ό.π., σελ. 263-264 11 Ό.π., σελ. 261 12 Σημαιοφορίδης Γιώργος [2005], «Η πρόκληση του κριτικού τοπίου», Διελεύσεις, σελ. 277-289, Αθήνα: Metapolis Press, σελ. 286. Απέναντι στην «πρόκληση του κριτικού [σύγχρονου] τοπίου», ο Γ. Σημαιοφορίδης, στο πλαίσιο μιας «πιο γενικής πολιτισμικής συνθήκης», καλεί τον αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό σχεδιασμό να αποτελέσουν την «δεξαμενή ιδεών και συγκεκριμένων προτάσεων».

131


όχι τις συγκεκριμένες -προκλήσεις- τις τοπικές. Εάν ο άνθρωπος πρέπει να είναι στο προσκήνιο, κι οι ανάγκες του είναι συγκεκριμένες, τότε ίσως θα πρέπει να φανταστούμε περισσότερο μια κοινότητα τόπων. Πέρα από «κοινότητα πόλεων αντί για κοινότητα εθνών», όπως, σύμφωνα με τον Γ, Σημαιοφορίδη, μετατρέπεται η Ευρωπαϊκή Κοινότητα.13 Η κοινότητα των Γενικών Χωριών, είναι απλά μια κριτική γενικότητα.

Από το ένα τοπικό σε ένα άλλο τοπικό, πέραν της οποιασδήποτε διαφοράς και ομοιότητας και πέραν της απόστασης, υπάρχει το γενικό. Μια κατάσταση, την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως γενική, και θα μπορούσε να συσχετίζει τους δύο αυτούς τόπους. Στην κατάσταση αυτή, πιθανώς θα ενυπάρχουν διάφορα χαρακτηριστικά, τα οποία θα απαρτίζουν τις ποιοτικές δια-κρίσεις, ανάμεσά τους. Ο Κώστας Αξελός, με μια φιλοσοφική διάσταση, -θα θέλαμε- ίσως, να σχολιάζει -κριτικά- αυτήν την κατάσταση -γενικότητας- όταν δηλώνει ότι: «η εμπειρία της ποιητικότητας του κόσμου μπορεί να παρέχει μια αντίδραση, από κοντά και από απόσταση, στην παγκόσμια τεχνικότητα.»14

132

Από τη διερεύνηση του τοπικού στη διερεύνηση του γενικού, μπορεί κανείς να συναντήσει την προσκόλληση ή την αποστροφή. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι που φαντάζει απαραίτητο το κριτικό στοιχείο.

13 Ό.π., σελ. 279 14 Σημαιοφορίδης Γιώργος [2005], «Ανταλλαγή, Τοπίο, Όριο, Πλοήγηση», Διελεύσεις, σελ. 277-289, Αθήνα: Metapolis Press, σελ. 265. Ο οποίος μας παραπέμπει στο Κώστας Αξελός [1989], «La question de la fin de l’ art et la poéticité du monde», Le présent de l’ art dans de monde contemporain, Γενεύη: Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, σελ. 187


Στα δύο «ενδεχόμενα» που περιγράψαμε, αυτό του «Κριτικού τοπικισμού» (ενδεχόμενο του τοπικού) και αυτό της «Γενικής πόλης» (ενδεχόμενο του γενικού), σε σχέση με τα προηγούμενα, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το πρώτο αποτελεί μία στρατηγική και το δεύτερο την περιγραφή της πραγματικής πόλης (σύμφωνα, πάντα, με τον R. Koolhaas). Στην όποια πιθανότητα της σύνθεσης αυτών των δύο, λοιπόν, φαντάζει κρίσιμη η επιλογή του πρώτου και δεύτερου, κατά τη δημιουργία [τόπων]. Σύμφωνα με το πρώτο, το άλλο έρχεται δεύτερο, ως απώτερος σκοπός, ενώ σύμφωνα με το δεύτερο, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς, στο δεύτερο, το πρώτο απουσιάζει, εφόσον το Γενικό είναι το στοιχείο αυτό που καθορίζει την πανταχού παρών κατάσταση. Όσον αφορά το θέμα της σειράς, το πρώτο είναι το πρώτο, σε μια κατάσταση αποδοχής των πραγμάτων όπως αυτά είναι. Σημαντικό, γιατί είναι το πρώτο, η υφιστάμενη πραγματικότητα. Το δεύτερο είναι σημαντικό - κι αυτό, ίσως γιατί είναι σημαντικότερο. Τα άνω, σε ένα πλαίσιο προτεραιότητας. Αλλά είναι και θέμα σημαντικότητας, καμιά φορά. Τότε, σύμφωνα και με τα προηγούμενα, αν κάτι είναι δεύτερο, μετράει η σημαντικότητα. Ενώ αν είναι πρώτο, είναι λόγω προτεραιότητας. Σίγουρα -όπως και γράφτηκε- και τα δύο είναι σημαντικά. Η όλη αβεβαιότητας της προτεραιότητας και της σημαντικότητας πιθανώς να εκπηγάζει από την επιλογή και χρήση. Επομένως, σε σχέση και με τα προηγούμενα, μετά το Γενικό -εάν μπορούμε να μιλάμε για ένα τέτοιο ενδεχόμενο- πρέπει να βρεθεί κάτι σημαντικότερο από την παρών κατάσταση. Εκτός αν είναι θέμα προτεραιότητας – σε μια συγκεκριμένη κατάσταση.

133


Στο προηγούμενο απόσπασμα, ο Κ. Αξελός, συνεχίζει λέγοντας τα εξής: «Από τα δύο πρόσωπα του Ιανού, το ένα θα βρει έκφραση στο ορατό ενώ το άλλο θα προσπαθήσει να διεισδύσει στο αόρατο. Αλλά ποια είναι η σχέση μεταξύ ποιητικότητας, της οποίας στοιχείο είναι η μεταμόρφωση, και των μορφών της καθημερινής ζωής;»15 Επομένως, μάλλον μεγαλύτερη σημασία έχει η σχέση μεταξύ μιας κριτικής τοπικότητας και κριτικής γενικότητας.

134

15

ό.π., σελ. 265


135


Βιβλιογραφία Εικονογραφία

136

.


A-Z

Banham Reyner [2008], Θεωρία και Σχεδιασμός την Πρώτη Μηχανική Εποχή, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π. Borden Iain [1999], «Resurrection Politics: Modernism and Architecture in the Twentieth Century and Beyond», στο Castle Helen (επιμ.) [1999], modernism and modernization in architecture, Chichester: Academy Editions Brolin Brent C. [1978], Η αποτυχία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, Αθήνα: Γεώργιος Σ.Κατσούλης Crosby Theo (επιμ.) [1960], «Uppercase», n. 3, London: Whitefriars Press Curtis William J. R. [1996], Modern architecture since 1900, 3η Έκδοση (1η Έκδοση: 1982), Λονδίνο: Phaidon Press Dannatt Trevor (επιμ.) [1957], Architects’ Year Book (Book 8), London: Elek Books Douglas Spencer [2016], The Architecture of Neoliberalism How Contemporary Architecture Became an Instrument of Control and Compliance, 1η Έκδοση, New York: Bloomsbury Academic dpr-barcelona [January 26, 2012], «Deconstructing reality | Gordon Matta-Clark» στο https://dprbcn.wordpress. com/2012/01/26/gordon-matta-clark/ (Τελευταία επίσκεψη 21 Μαΐου 2018) Eleni Axioti, [March 2009], «The interruptive spaces of Gordon Matta-Clark», floater, issue 02 (System False), στο http://floatermagazine.com/issue02/The_Interruptive_Spaces_of_Gordon_Matta-Clark/ (Τελευταία επίσκεψη 21 Μαΐου 2018) Frampton Kenneth [1983], «Prospects for a Critical Regionalism», Perspecta, Vol. 20, σελ. 147-162, διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: http://www.jstor.org/stable/1567071

137


Frampton Kenneth [2009], Μοντέρνα Αρχιτεκτονική. Ιστορία και Κριτική, 4η Έκδοση (αναθεωρημένη και συμπληρωμένη), Αθήνα: Θεμέλιο Gloria Moure [2006], Gordon Matta-Clark: Works & Collecting Writings, Barcelona: Poligrafa Harwell H. Harris, «Regionalism and Nationalism», Student Publication of the School of Design, North Carolina State of the University of North Carolina, Raleigh, Volume 14, No. 5 Ibelings Hans [1998], Supermodernism. Architecture in the Age of Globalization, Rotterdam: NAi Publishers James Attlee [Spring 2007], «Towards Anarchitecture: Gordon Matta-Clark and Le Corbusier», Tate Papers, no.7, στο http:// www.tate.org.uk/research/publications/tate-papers/07/towards-anarchitecture-gordon-matta-clark-and-le-corbusier (Τελευταία επίσκεψη 20 Μαΐου 2018) Koolhaas Rem [1995], «The Generic City» («Η Γενική Πόλη», ελλ. μετάφραση Γιάννης Αίσωπος) στο Γ. Αίσωπος και Γ. Σημαιοφορίδης (επιμ.) [2001], H σύγχρονη (ελληνική) πόλη, σελ. 252-265, Αθήνα: Metapolis Koolhaas Rem [1995], «What Ever Happened to Urbanism?» («Τι απέγινε με την πολεοδομία», ελλ. μετάφραση Γιάννης Αίσωπος και Δημήτρης Φιλιππίδης) στο Γ. Αίσωπος και Γ. Σημαιοφορίδης (επιμ.) [2001], H σύγχρονη (ελληνική) πόλη, σελ. 36-40, Αθήνα: Metapolis, σελ. 40. Lewis Mumford [11.10.1947], «Skyline», The New Yorker 138

Lewis Mumford, κ.ά. [1948], “What Is Happening to Modern Architecture?”, The Bulletin of the Museum of Modern Art, vol. 15, no. 3, σελ. 4–20. Διαθέσμο στο διαδικτυακό τόπο: www. jstor.org/stable/4058109 Mumford Lewis [1924], Stick and Stones - A Study of American Architecture and Civilization, New York: Boris and Liveright. Διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: https://archive.org/details/ stickstud00mumf


Norberg-Schulz Christian [1971], Existence, Space and Architecture, Λονδίνο: Studio Vista O.M.A., Koolhaas Rem και Mau Bruce [1997], S, M, L, XL, (1η Έκδοση: [1995] New York: The Monacelli Press), Köln: Benedikt Taschen Verlag Peter Cook [1967], Architecture: Action and Plan, 1η Έκδοση, Λονδίνο: Studio Vista Ruyer Raymond [1950], L’ utopie et les utopies, Παρίσι: PUF Sigfried Giedion [1958], «The New Regionalism», Architecture, You and Me, The Diary of a Development, Harvard University Press Smithson Alison (επιμ.) [1968], Team 10 primer, Cambridge: The MIT Press Smithson Alison and Peter [1990], «The “As Found” and the “Found”», στο Robbins David [1990], The Independent Group: Postwar Britain and the Aesthetics of Plenty, σελ. 201-202, Cambridge: Τhe MIT Press Tzonis Alexander και Lefaivre Liane [1996], «Why Critical Regionalism Today?» στο Kate Nesbitt (επιμ.) [1996], Theorizing a New Agenda for Architecture: An Anthology of Architectural Theory 1965-1995, σελ. 484-492, New York: Princeton Architectural Press van den Heuvel Dirk και Risselada Max [2005], «Introduction Looking into the mirror of Team 10», στο van den Heuvel Dirk και Risselada Max (επιμ.) [2005], Team 10, 1953-1981: In Search of a Utopia of the Present, Rotterdam: NAi Publishers. Διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: http://www.team10online. org/team10/introduction.html?subject=Team X Violeau Jean-Louis [2000], «A Critique of Architecture: The Bitter Victory of Situationist International» στο Goldhagen Sarah Williams και Legault Réjean (επιμ.) [2000], Anxious modernisms: experimentation in postwar architectural culture, σελ. 239-259, Montreal: Canadian Centre for Architecture

139


Α-Ω

Ανδρέας Γιακουμακάτος, «Η αρχιτεκτονική του νεοφιλελευθερισμού», Το Βήμα, 19/02/2017, στο http://www.tovima.gr/ opinions/article/?aid=862887 (Τελευταία επίσκεψη: 6 Ιουνίου 2018) Αντονάς Αριστείδης [2006], «Πίστη και Αφέλεια· Πένθος για την Αρχιτεκτονική της Πρωτοπορίας», στο Τουρνικιώτης Παναγιώτης (επιμ.), Πού είναι το μοντέρνο; Do.co.mo.mo., Τα τετράδια του Μοντέρνου 01, σελ.33-46, Αθήνα: Futura Βασιλοπούλου Χριστίνα, Ηλιάδη Ιουλία [2016], «Conical Intersect, Gordon Matta-Clark, Παρίσι – Γαλλία, 1975», στο Πανέτσος Γεώργιος (επιμ.) [2016], Αφετηρίες, σελ. 146-151, Τόμος 1, Αθήνα: Δομές Κονταράτος Σάββας [2015], Ουτοπία και Πολεοδομία, (επίτομη έκδοση), Αθήνα: ΜΙΕΤ Κώστας Αξελός [1989], «La question de la fin de l’ art et la poéticité du monde», Le présent de l’ art dans de monde contemporain, Γενεύη: Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Λέφας Παύλος [2008], Αρχιτεκτονική και κατοίκηση. Από τον Heidegger στον Koolhaas, Αθήνα: Πλέθρον Λέφας Παύλος [2013], Αρχιτεκτονική. Μια ιστορική θεώρηση, Αθήνα: Πλέθρον 140

Πάγκαλος Παναγιώτης [2015], Ιστορία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής τεχνολογίας, Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών (Κάλλιπος). Διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: http://hdl.handle.net/11419/5754 Σημαιοφορίδης Γιώργος [2005], «Ανταλλαγή, Τοπίο, Όριο, Πλοήγηση», Διελεύσεις, σελ. 277-289, Αθήνα: Metapolis Press Σημαιοφορίδης Γιώργος [2005], «Η πρόκληση του κριτικού τοπίου», Διελεύσεις, σελ. 277-289, Αθήνα: Metapolis Press


Σημαιοφορίδης Γιώργος [2005], «Ο τοπικισμός σαν πολιτιστική τάση της αρχιτεκτονικής», Διελεύσεις, σελ.11-28, Αθήνα: Metapolis Press Στράτου Αλεξάνδρα, Κωνσταντινίδη Στέλλα (Askarchitects) [2016], «Splitting, Gordon Matta-Clark, New Jersey – ΗΠΑ, 1974», στο Πανέτσος Γεώργιος (επιμ.) [2016], Αφετηρίες, σελ. 142-145, Τόμος 1, Αθήνα: Δομές Τερζόγλου Νικόλαος-Ίων [2009], Ιδέες του χώρου στον εικοστό αιώνα, Αθήνα: νήσος Τζώνης Αλέξανδρος και Lefaivre Liane, «Ο κάνναβος και η πορεία. Μια εισαγωγή στο έργο του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη και μερικές προκαταρκτικές σκέψεις γύρω από την ιστορία της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής κουλτούρας», [απόσπασμα από: Αρχιτεκτονικά Θέματα, 15, 1981, σελ. 164-178], στο Φιλιππίδης Δημήτρης (επιμ.) [2006], Ανθολογία κειμένων ελληνικής αρχιτεκτονικής 1925-2002, σελ. 165-172, Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ

Πηγές Εικόνων.

1. https://www.artsy.net/article/artsy-editorial-gordonmatta-clark-turned-ruins-1970s-new-york-art 2. https://www.flashartonline.com/article/anarchitectureas-poetic-device/ 3. http://www.tate.org.uk/research/publications/tatepapers/07/towards-anarchitecture-gordon-mattaclark-and-le-corbusier

141


4. https://dailyartfair.com/exhibition/5588/noriko-ambehans-bischoffshausen-enrico-castellani-celia-euvaldofernanda-gomes-oskar-holweck-vlatka-horvat-sollewitt-marco-maggi-anna-maria-maiolino-gordonmatta-clark-eleanore-mikus-joshua-neustein-arthurluiz-piza-fred-sandback-mira-schendel-guntheruecker-ignacio-uriarte-group-show-david-zwirner 5. https://bombmagazine.org/articles/above-and-belowgordon-matta-clark/ 6. https://conversations.e-flux.com/t/superhumanityconversations-jon-goodbun-responds-to-danielbirnbaum-and-sven-olov-wallenstein-spatialthought/6033 7. http://www.artagencypartners.com/monumentalsculptures/14feb_lookhere_splitting-2/ 8. https://www.moma.org/collection/works/50871 9. http://www.tate.org.uk/research/publications/tatepapers/07/towards-anarchitecture-gordon-mattaclark-and-le-corbusier 10. https://thecharnelhouse.org/2013/08/10/ hannes-meyer/00-01_eerste_ciam-congres_1928_ groepsfoto1/ 11. http://www.tate.org.uk/art/artworks/henderson-manin-bunsen-street-bethnal-green-p79312 142

12. https://www.arch.columbia.edu/books/reader/16after-the-manifesto#reader-anchor-10 13. https://nocloudinthesky.wordpress.com/2013/01/24/ archigram-prefab/ 14. http://www.bmiaa.com/instant-city-travellingexhibition-now-at-college-maximilien-de-sully/


15. Jane Alison, κ.ά. [2007], Future city. experiment and utopia in architecture, New York: Thames & Hudson, σελ. 148 16. https://www.drawingmatter.org/sets/portfolios/ adolfo-natalini-drawing/ 17. https://www.nytimes.com/slideshow/2016/04/15/tmagazine/the-mad-genius-of-superstudio/s/ superstudio-slide-521J.html 18. https://www.drawingmatter.org/sets/portfolios/ adolfo-natalini-drawing/ 19. Πάγκαλος Παναγιώτης [2015], Ιστορία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής τεχνολογίας, Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών (Κάλλιπος), σελ. 143 20. Πάγκαλος Παναγιώτης [2015], Ιστορία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής τεχνολογίας, Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών (Κάλλιπος), σελ. 143 21. https://hundredyearsof.wordpress.com/2011/01/22/ a-brief-history-of-1957/ 22. Debord Guy και Jorn Asger [χ.χ. (1993)], Memoires, χ.τ., σελ. 44 23. http://theluminaryarts.com/blog/tactical-walkingtraining-course-week-four 24. Jane Alison, κ.ά. [2007], Future city. experiment and utopia in architecture, New York: Thames & Hudson, σελ. 40-41 25. Jane Alison, κ.ά. [2007], Future city. experiment and utopia in architecture, New York: Thames & Hudson, σελ. 46 26. https://www.google.gr/url?sa=i&rct=j&q=&esrc =s&source=images&cd=&ved=2ahUKEwiakJfs3 tPbAhXL0aYKHahqCF4Qjxx6BAgBEAI&url=htt ps%3A%2F%2Fwww.moma.org%2Fcollection% 2Fworks%2F905&psig=AOvVaw1kNRIzaOqkqmxZX8HMY69&ust=1529085597369727

143


27. http://teorieetecniche.blogspot.com/2013/01/aldorossi-e-la-citta.html 28. https://www.amazon.co.uk/Collage-City-Colin-Rowe/ dp/0262680424 29. Brolin Brent C. [1978], Η αποτυχία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, Αθήνα: Γεώργιος Σ.Κατσούλης, σελ. 113 30. https://www.benaki.gr/index.php?option=com_collecti onitems&view=collectionitem&id=160173&Itemid=& lang=el 31. http://domesindex.com/buildings/oikismos-ai3wnhssth-glyfada/ 32. O.M.A., Koolhaas Rem και Mau Bruce [1997], S, M, L, XL, (1η Έκδοση: [1995] New York: The Monacelli Press), Köln: Benedikt Taschen Verlag, σελ. 1238-1239 33. O.M.A., Koolhaas Rem και Mau Bruce [1997], S, M, L, XL, (1η Έκδοση: [1995] New York: The Monacelli Press), Köln: Benedikt Taschen Verlag, σελ. 1244-1245 34. O.M.A., Koolhaas Rem και Mau Bruce [1997], S, M, L, XL, (1η Έκδοση: [1995] New York: The Monacelli Press), Köln: Benedikt Taschen Verlag, σελ. 1242-1243

144

35. Κοτιώνης Ζήσης [2004], Η τρέλα του τόπου, Αθήνα: Εκκρεμές, σελ. 242 36. Ibelings Hans [1998], Supermodernism. Architecture in the Age of Globalization, Rotterdam: NAi Publishers, σελ. 81 37. O.M.A., Koolhaas Rem και Mau Bruce [1997], S, M, L, XL, (1η Έκδοση: [1995] New York: The Monacelli Press), Köln: Benedikt Taschen Verlag, σελ. 1246-1247






Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.