ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ από τον Νίκο Δήμου Προλογικό ΣΧΟΛΙΟ της Φωτεινής Τσαλίκογλου
7 9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η δική μας επιληψία
11
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
14
1.
Η δική μας άνοιξη!
19
2.
Επιληψία, αγάπη μου!
21
3.
Μια «ιστορία τρόμου»
23
4.
Νοσοκομείο Λευκωσίας (α΄)
25
5.
Η αληθινή ζωή
27
6.
Νοσοκομείο Λευκωσίας (β΄)
28
7.
Λέξεις αιματοβαμμένες
30
8.
Νοσοκομείο Λευκωσίας (γ΄)
32
9.
Η πρώτη Έξοδος!
35
10. Μισή προσευχή
37
11. Βοήθεια! (α΄)
39
12. Βοήθεια! (β΄)
41
13. Μια αγάπη για έναν…
43
14. Έλλη μου, σ’ ευχαριστώ…
44
15. Όταν η ελπίδα πέθαινε…
46
16. Διεκδικώντας κρατική βοήθεια…
48
17. Στο δρόμο για τις ΗΠΑ…
50
18. Ο μπαμπάς που δεν είχα…
52
19. Από τους εφιάλτες στον Παράδεισο… 20. Εικοστή πρώτη Απριλίου – Ακόμα κρατάει η σταύρωση…
54
21. Πέρσι το Μεγάλο Σάββατο…
59
22. Στη φίλη μου Κ. και στην κορούλα της Μ.
61
23. Όαση στην ερημία…
62
249
57
24. Αυτή η βδομάδα είναι κάπως δύσκολη…
64
25. Όταν απαρνήθηκα, για λίγο, τη μανούλα
66
26. Η λαδιά
69
27. Κάποτε θέλησα ν’ αλλάξω τον κόσμο…
72
28. Για τη σύγκριση Ευρωπαίων και Αμερικανών επιστημόνων
74
29. Η αγάπη μου θα σε γιατρέψει…
76
30. Σε κείνον τον άγγελο που έφυγε…
78
31. Και ζήσαν αυτοί καλά κι ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ!
81
32. Οφειλή
84
33. Αξέχαστες διακοπές
87
34. Το υπόγειο της αφθονίας (και το τίμημα)
89
35. Ένα e-mail που με προβλημάτισε…
93
36. Η Αννίτσα (και οι ελπίδες της ντροπής)
96
37. Το αγόρι που γνώρισα και δεν πρόλαβα να αγαπήσω
99
38. Πενήντα χρόνια με την επιληψία
102
39. Γράμμα σε μια φίλη της κόρης μας
107
40. Το δώρο του
110
41. Ένα «ασήμαντο» περιστατικό
112
42. Άλλο σόι φθινόπωρο και τούτο!
114
43. Αγρύπνια
115
44. Η ταινία του Jim Abrahams, «First Do No Harm», για την φαρμακοανθεκτική επιληψία – Κριτική από την Αφροδίτη
117
45. «… two years ago, from across the Atlantic, I met Maria-Fontini and her mom…»
120
46. Πίστη χωρίς… ψευδαισθήσεις!
122
47. «Παράνοια»: ένα περιστατικό
124
48. Ο Σωκράτης
127
250
49. Εγωισμός
129
50. Ανταπόδοση
131
51. Μια συγχώρεση
132
52. Χθες το βράδυ
134
53. Ακόμα κι ένας άπιστος…
136
54. Η μνήμη…
138
55. «I don’t know what Level 4 Epilepsy Center means and why Mayo says Υes and John Hopkins No»
140
56. Η δική μας φάτνη
142
57. Λευκανσία
144
58. Παραλίγο ατύχημα – σχέδια για ειδικό ανελκυστήρα
146
59. Έτυχε;
149
60. Το βλέμμα
151
61. Μανιοκατάθλιψη
152
62. Αληθινή ηρωίδα
157
63. Ο Θοδωρής που πληγώσαμε
159
64. «Μην κάνεις έτσι, ρε Μιχαλάκη…»
161
65. Το βάπτισμα του πυρός
163
66. Τα πρώτα… σκαλιά
165
67. Αν τα σκαλιά ήταν από μάρμαρο…
167
68. Η επίμονα εξοντωτική αγάπη
169
69. Αλλαγή σχεδίων και νέο πρόγραμμα
172
70. Ένας υπέροχος άνθρωπος
174
71. Αυτή η αγωνία δε συνηθίζεται…
178
72. Όταν έχει πολλή δουλειά…
179
73. Το πρώτο μας επιληπτικό επεισόδιο σε δημόσιο χώρο
180
251
74. Είναι σοβαρά // το μικρό παπάκι…
182
75. Ακόμα χειρότερα νέα: Σύνδρομο Ντραβέ
184
76. Τρεμάμενο σώμα
185
77. Αν ταξιδεύεις στις ΗΠΑ χωρίς καλή ασφάλεια και αρρωστήσεις…
187
78. «Πετρή μου-Πετρή μου, επνάσαμεν!»
189
79. Χαιρετισμούς στον μπαμπά !
191
80. Το χθεσινό αγκάθι που έγινε ρόδο
193
81. Επιστροφή, έξι μήνες μετά
195
82. Σήμερα, όλη μέρα αγωνία…
198
83. «Μη φοβάσαι, μαμά, μη φοβάσαι!»
200
84. Εκεί πίσω, στη γωνία…
202
85. Η ξινή βόλτα και το φευγαλέο παράπονο
206
86. Η πρώτη πληγή
210
87. Κάθε άνοιξη, η ίδια αγωνία…
212
88. Το μωράκι
214
89. Πάμε καλά
216
90. Ποτέ πια μακριά!
219
91. Οι χήνες και ο… Χίτσκοκ
222
92. Γραφειοκρατία με… φαντασία
227
93. Σαν σήμερα «στου Μόρφου»
229
94. Ραγδαία επιδείνωση και ελπίδα
232
95. Η προσευχή του Ινδού
234
96. Φθινόπωρο στις καρδιές μας
236
97. Γράμμα από την Αμερική
238
98. Δεκατέσσερις μήνες ευτυχίας κι ένα δάκρυ
241
ΕΠΙΜΕΤΡΟ από τον Θανάση Τριαρίδη
252
245
ΠΡΟΛΟΓΟ
Αισθάνομαι σε ένα βαθμό υπεύθυνος γι αυτό το βιβλίο. τις 2 Ιανουαρίου του 2006 άνοιξα ένα blog (δικτυακό ημερολόγιο) στο Internet με το όνομα nikosdimou. Ήδη την πρώτη μέρα το ανακάλυψαν αρκετοί και άφησαν σχόλια. Μεταξύ τους ήταν και οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου. Αντιμετώπιζαν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα με το παιδί τους. Έγραψαν γι αυτό. ύντομα αποφάσισαν να εκθέσουν το πρόβλημά τους ανοίγοντας ένα δικό τους blog με το όνομα keimeno-paragrafos. Σα κείμενα τα υπέγραφε η Αντιγόνη με το ψευδώνυμο «Παράγραφος», αλλά ήταν προϊόν και των δύο. Αργότερα άρχισε να υπογράφει και ο Κώστας ως «Κάπα». Μεγάλη η προσέλευση επισκεπτών, άφθονα σχόλια. Σο blog κράτησε πάνω από τρία χρόνια και υπάρχει ακόμα στην διεύθυνση http://parakeimena.blogspot.com/. Προσπαθώ να είμαι όσο στεγνός γίνεται και να δώσω τα βασικά στοιχεία. Ξέρω ότι απεχθάνονται τους μελοδραματισμούς αλλά η ιστορία τους είναι από μόνη της δραματική (για να κυριολεκτήσω: τραγική). Πρόκειται για δύο ανθρώπους αξιαγάπητους και ταλαντούχους και για το πανέμορφο κοριτσάκι τους που υποφέρει από την χειρότερη μορφή επιληψίας. Οι γονείς μέσα στον πόνο τους προσπάθησαν να εξορκίσουν την αρρώστια γράφοντας. Ξεκίνησαν να ενημερώσουν, να βοηθήσουν και άλλους ομοιοπαθείς, να τους ωθήσουν ώστε να συνασπιστούν συνενώνο-
7
ντας δυνάμεις, για να έχουν μεγαλύτερη παρουσία. Παράλληλα με το δικό τους, ίδρυσαν και το blog http://epilhpsia.blogspot.com/ με γενικότερες πληροφορίες. Σα κείμενα αυτού του βιβλίου προέρχονται από το πρώτο blog. Ανάμεσα στις ιατρικές περιπέτειες και την οδύνη, υπάρχουν προσωπικές αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια, την Κυπριακή τραγωδία, σκέψεις, εικόνες –ακόμα και διαλείμματα χαράς· ελάχιστα δυστυχώς, που δείχνουν όμως πόση ευαισθησία και πόσο συγγραφικό ταλέντο διαθέτουν η Αντιγόνη και ο Κώστας. Όλον αυτό τον καιρό έγραφαν και στα δικά μου blog (μετά το nikosdimou στο doncat) κερδίζοντας μάλιστα και βραβείο σε ένα διαγωνισμό διηγήματος που είχα προκηρύξει. Φάρη στο ταλέντο τους, ο αναγνώστης θα βιώσει έντονα όλο αυτό το σκληρό και αμείλικτο οδοιπορικό. Δεν είναι ευχάριστο, αλλά στο τέλος σου αφήνει ένα αίσθημα ανάμικτο από θαυμασμό, συμπόνια και υπερηφάνεια για το πού φτάνουν η δύναμη και το ήθος του ανθρώπου. Νίκος Δήμου
8
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΦΟΛΙΟ της Υωτεινής Σσαλίκογλου*
Επιληψία. Άλλοτε τη λέγαν ιερά νόσο. Δεν είναι τυχαίο που από τα βάθη των αιώνων θεωρούσαν όσους έπασχαν από αυτή τη νόσο δαιμονισμένους αλλά και θεόσταλτους. Σο όσιο και το βλάσφημο, το καλό και το κακό, η ντροπή και η περηφάνια, ο έρωτας και ο θάνατος, αυτό το εκρηκτικό μείγμα του διπλού, έτυχε να καθορίσει με τον πιο δραματικό τρόπο τη ζωή τών συγγραφέων τού βιβλίου. Αιτία: Η Μαρία - Υωτεινή. Η πάσχουσα από επιληψία κορούλα τους. «Έχουμε ένα καταφύγιο», λέει ο ποιητής, «ενάντια στο θάνατο: Nα κάνουμε τέχνη πριν από αυτόν». Οι συγγραφείς τού βιβλίου μάς δωρίζουν τη δική τους πρόταση, το δρόμο που εκείνοι ακολούθησαν ενάντια στο θάνατο. Σο δρόμο μιας ξεχωριστής, δίχως όρια, αγάπης. Μιας αγάπης αιρετικής, ικανής να πάρει στα χέρια της το λάθος και να το μεταμορφώσει σε πρόταση ζωής, μιας αγάπης μαγικής που μεταμορφώνει την «ιερά νόσο» σε εκδοχή μιας πιο αληθινής ύπαρξης και συνύπαρξης. Η αρρώστια, «το μαγικό», σύμφωνα με τον Σόμας Μαν, «βουνό του ανθρώπου» ξεδιπλώνει εδώ τα μυστικά του δώρα. Αν η ζωή είναι μια μαθητεία θανάτου, η επιληψία, στα χέρια των τριών συγγραφέων του βιβλίου, της Αντιγόνης, του Κώστα, της Μαρίας-Υωτεινής, λειτουργεί σαν ένα έμβλημα ζωής.
9
ε μια ανάλγητη εποχή, όπου η επιβίωση ανάγεται σε μια επώδυνη για τον καθένα υπόθεση, οι τρεις δημιουργοί έρχονται να μας μιλήσουν για την αδικοξεχασμένη ελπίδα. H ελπίδα, ένα τόσο δα πλασματάκι, εύθραυστο, χαμηλόφωνο και μόνο του, μπορεί όμως να μεγαλουργήσει και να ανατρέψει τους νόμους της φύσης. Σο βιβλίο αυτό, ένας πολύτιμος στοχασμός πάνω στις μεταμορφώσεις της οδύνης.
*Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι συγγραφέας και καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου
10
ΕΙΑΓΩΓΗ
Η δική μας ακραία επιληψία
Υίλες και φίλοι μας αναγνώστες, Προτού έλθετε σε επαφή με την ακραία επιληψία και τα βάσανα της κορούλας μας, επιτρέψτε μας να υπογραμμίσουμε ότι, κατά κανόνα, τα άτομα με επιληψία (που είναι περίπου το 1% του πληθυσμού, κάπου πενήντα εκατομμύρια παγκοσμίως) συνήθως ελέγχουν εύκολα τις επιληπτικές τους κρίσεις με απλή φαρμακευτική αγωγή (εφόσον βέβαια οι γονείς μπορούν να συμβουλεύονται τακτικά τούς παιδονευρολόγους και οι ενήλικες τούς νευρολόγους τους). Δυστυχώς, υπάρχει κι ένα σπάνιο είδος επιληψίας, η «οβαρή, Υαρμακοανθεκτική, Μυοκλονική Επιληψία κατά την Νηπιακή ηλικία» (SMEI), η οποία ετησίως πλήττει ένα παιδί κάθε τριάντα χιλιάδες (γύρω στις διακόσιες χιλιάδες παιδιά σε όλον τον κόσμο). ε αυτά τα παιδάκια, το ποσοστό θνησιμότητας είναι άκρως καταθλιπτικό: ένα στα πέντε δεν θα φτάσει ποτέ στην εφηβεία, εξαιτίας πνιγμού/εισρόφησης ή ατυχήματος ή παρατεταμένης επιληπτικής κρίσης ή λοίμωξης με υψηλό πυρετό ή και λόγω αιφνιδίου θανάτου. Από την αμείλικτη αυτή στατιστική τής δυστυχίας, δεν εξαιρείται ούτε η Κύπρος: υπολογίζεται ότι σήμερα τουλάχιστον έξι παιδιά (από μηδέν έως δώδεκα ετών, λένε οι στατιστικές) πάσχουν από αυτήν τη σπάνια «Βαριά, Υαρμακοανθεκτική Επιληψία», ενώ εικάζεται
11
ότι, κάθε δύο χρόνια, προστίθεται τουλάχιστον ένα νέο περιστατικό. Για τη δική μας, ωστόσο, οικογένεια, αγαπητοί αναγνώστες, η στατιστική τής ατυχίας είναι τρισχειρότερη, καθώς η κορούλα μας έχει διαγνωσθεί, από το 2008 (Mayo Clinic – Minnesota), με μια ακόμη πιο ασυνήθιστη και εξαιρετικά σπάνια μορφή Βαριάς Υαρμακοανθετικής Επιληψίας που είναι το «ύνδρομο Ντραβέ». ύμφωνα με την Charlotte Dravet (την ερευνήτρια η οποία, προ ετών, απομόνωσε το «ένοχο» γονίδιο) έως το 2003 είχαν καταγραφεί μονάχα 445 περιστατικά σε ολόκληρη την υφήλιο. Υίλες και φίλοι αναγνώστες, τα ελάχιστα Κυπριόπουλα (και το παιδί μας μαζί) που υποφέρουν γενικώς από βαριά φαρμακοανθεκτική επιληψία, μπορούν να σωθούν και να έχουν αξιοπρεπή ζωή, εάν και εφόσον, ύστερα από κάθε σοβαρή υποτροπή που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στην Κύπρο, διακομίζονται, με πρωτοβουλία των παιδονευρολόγων τους, σε κάποιο εξειδικευμένο νοσοκομείο τού εξωτερικού. Σα έξοδα, όμως, ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι δυσβάστακτα ακόμη και για μία ευκατάστατη οικογένεια. Ψς εκ τούτου είναι επιβεβλημένη η προσφυγή στο «Σμήμα Επιδότησης Ασθενών» του Τπουργείου Τγείας Κύπρου (για την κάλυψη νοσηλίων, φαρμάκων και εργαστηριακών ελέγχων στο εξωτερικό) η οποία τον τελευταίο καιρό κατέστη απελπιστικά πολύπλοκη και απρόσιτη. Προκειμένου, φίλες και φίλοι, η πολιτεία να μην εγκαταλείψει στο έλεος του Θεού κανένα παιδάκι με
12
βαριά φαρμακοανθεκτική επιληψία, επιβάλλεται ο «Κυπριακός ύνδεσμος τήριξης Ατόμων με Επιληψία» να αναλάβει δράση. Για να τον διευκολύνουμε σε αυτή του την αποστολή, αποφασίσαμε να τον ενισχύσουμε ηθικά, και όσο μπορέσουμε οικονομικά, με την έκδοση τού «ΕΠΙΛΗΧΙΑ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΤ» που κυκλοφορεί αφιλοκερδώς από τις ΕΚΔΟΕΙ ΠΑΡΓΑ. Κάτι τελευταίο αλλά πολύ σημαντικό: Με εξαίρεση, τους συμπαραστάτες, τους γιατρούς, την κόρη μας και την ασθένειά της, όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα, που εμφανίζονται στο βιβλίο μας, παρουσιάζονται, λίγο έως πολύ, μεταμφιεσμένα.
Με ευγνωμοσύνη και αγάπη, Αντιγόνη και Κώστας
13
ΕΤΦΑΡΙΣΙΕ
Ως οικογένεια ευγνωμονούμε: Σην προ τριετίας αδικοχαμένη 56χρονη Διευθύντρια της Παιδονευρολογικής Κλινικής στο «Μακαρείο», Γούλα τυλιανίδου, η οποία στάθηκε δίπλα μας όχι μόνο ως επιστήμονας αλλά και ως άνθρωπος: μέρα παρά μέρα μας τηλεφωνούσε, συχνά μας επισκεπτόταν σπίτι μας και αρκετές φορές ξημεροβράδιασε μαζί μας στην εντατική, ενώ πάντα φρόντιζε ώστε το παιδί μας να έχει συνοδό γιατρό (συνήθως την ίδια) κατά τα υπερατλαντικά μας ταξίδια προς και από τη Μέγιο Κλίνικ· τον ξάδελφο και καλύτερο από αδελφό μας, τον παιδοχειρουργό στο Μακάρειο Νοσοκομείο Δρα Αντρέα Νεοφύτου, που (εναλλάξ με τη Γούλα τυλιανίδου) μας συνόδευε στο εξωτερικό και ο οποίος, πριν οχτώ χρόνια, ένα πρωί (θα πρέπει να ήταν από τα πιο ψυχοφθόρα πρωινά της καριέρας του) εκκλήθη εσπευσμένως στο χειρουργείο για να εγχειρίσει ένα μωράκι που κινδύνευε – την κόρη μας και λατρευτή του ανιψούλα· τον επιφανή παιδονευρολόγο Dr. Jeffrey Buchhalter (Mayo Clinic – Minnesota) ο οποίος τον Μάη του 2005 εφάρμοσε την Κετογενική Δίαιτα, εξαφανίζοντας τις επιληπτικές μας κρίσεις για δυο χρόνια, κι όταν αργότερα μετατέθηκε στο Υοίνιξ της Αριζόνα, μας παρέπεμψε στον επίσης διακεκριμένο επιστή-
14
μονα και σπάνιο άνθρωπο, στον Dr. Suresh Kotagal (Mayo Clinic – Minnesota) ο οποίος από το 2007 πολεμάει με αποτελεσμα-τική επιμονή και μεθοδικότητα τις υποτροπές της επιληψίας μας· μα, δεν είναι μόνο η ανεξάντλητη επιστημοσύνη του Dr. Suresh Kotagal που μας ευεργετεί, αφοπλίζοντας τις κατά καιρούς απελπιστικά οδυνηρές υποτροπές τής κορούλας μας. Είναι και η γαλήνια, φιλοσοφημένη προσωπικότητά του από την οποία, αδιόρατα, αναβλύζουν θάρρος, ελπίδα, ηρεμία και συναίσθηση καθήκοντος· ευγνωμονούμε και τον ιδρυτή του ‚Charlie Foundation‛ και γνωστό σκηνοθέτη Jim Abrahams, ο οποίος κατάφερε να διαδώσει την Κετογενική Δίαιτα μέσω της οποίας έχει θεραπευτεί ο γιος του ο Charlie (ο οποίος έπασχε από αδιάγνωστη φαρμακο-ανθεκτική επιληψία). O Jim Abrahams, μεταξύ άλλων, σκηνοθέτησε και την δραματική ταινία ‚First do no harm‛ (όπου πρωταγωνιστεί η Μέριλ τριπ ως μητέρα ενός παιδιού με φαρμακοανθεκτική επιληψία). Ο αγαπημένος Jim Abrahams, με ηλεκτρονική επιστολή του (14/6/2006) μας παραχώρησε τα δικαιώματα της εν λόγω ταινίας, για την κυπριακή επικράτεια και υπέρ του «Κυπριακού υνδέσμου τήριξης Ατόμων με Επιληψία»· Αφήσαμε για το τέλος την αναφορά μας στον παιδονευρολόγο και επιληπτιολόγο, 43χρονο Δρα ταύρο Φατζηλοϊζου που ήταν φίλος και συμμαθητής του επίσης αδικοχαμένου αδελφού
15
μας Αντρέα και, από διετίας, στοργικός γιατρός της κορούλας μας και φίλος μας. Ο ταύρος Φατζηλοϊζου, όντας πτυχιούχος της Ιατρικής Ιωαννίνων και ύστερα από 12ετή εκπαίδευση στην Παιδιατρική, Παιδονευρολογία και Επιληπτολογία στις ΗΠΑ, επέστρεψε το 2007 στη Λευκωσία και ίδρυσε το πρότυπο ιδιωτικό Ινστιτούτο Παιδονευρολογίας Κύπρου μαζί με τη συνάδελφό του Πάολα Νικολαϊδου. Εργαζόμενος νυχθημερόν κατάφερε, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, να γίνει η ενσάρκωση της ελπίδας για εκατοντάδες κυπριόπουλα με νευρολογικά προβλήματα. Κι ενώ έσφυζε από ζωή και δημιουργικότητα, επιστημοσύνη και ανθρωπιά, "έφυγε" ξαφνικά την παραμονή αυτών των Φριστουγέννων (2010) από ανακοπή καρδίας, αφήνοντας απαρηγόρητους και ορφανούς τους γονείς του, την γλυκύτατη σύζυγό του και τα δυο τους μωρά, αλλά κι όλους εμάς τους γονείς με τα άρρωστα παιδάκια μας< "Έφυγε" όμως πιστός στον όρκο του Ιπποκράτη μέχρι Σέλους, χαρίζοντας με τα νεφρά, το συκώτι και τα πνευμόνια του, ζωή σε τέσσερις συνανθρώπους μας. Αντίο, φίλε Σταύρο, κουράγιο στους δικούς σου κι ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει όσο βαριά είναι η καρδιά των αγαπημένων σου... Με συγκίνηση, Αντιγόνη, Κώστας και Μαρία-Υωτεινή Λευκωσία, Φριστούγεννα του 2010
16
Για την έκδοση του βιβλίου θερμά Ευγνωμονούμε: το φίλο μας, σοφό δάσκαλο και πατέρα τής όποιας ευαισθησίας και του ορθολογισμού μας, τον συγγραφέα Νίκο Δήμου ο οποίος ευαρεστήθηκε να προλογίσει το βιβλίο μας που, κατά κάποιον τρόπο, είναι και δικό του παιδί, αφού εκείνος το προκάλεσε με το να μας εμψυχώνει και να μας καθοδηγεί (ιδίως μετά το 2006) διακριτικά και απλόχερα· τον αδελφικό μας φίλο, τον αθηναίο Νάσο Παπαπολίτη, στον οποίο ανήκει όχι μόνο η ιδέα τής έκδοσης αυτού του βιβλίου, αλλά κι ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς μας· τον ενθουσιώδη συμπαραστάτη και πολύτιμο σύμβουλο της ανά χείρας έκδοσης, τον δίχως όρια ανθρωπιστή και ριζοσπαστικά φιλελεύθερο συγγραφέα (μεταξύ άλλων και του σπαρακτικού αφηγήματος «Ονειρεύτηκα τα Λευκά Φριστούγεννα»), τον θεσσαλονικιό Θανάση Σριαρίδη, ο οποίος επιπρόσθετα επιλογίζει το βιβλίο μας με τη δική του ξεχωριστή, στοχαστική συγκίνηση. τη συγγραφέα και καθηγήτρια Χυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, εκλεκτή φίλη Υωτεινή Σσαλίκογλου και τρυφερή αναγνώστρια του «Επιληψία, Αγάπη μου» η οποία επέλεξε ανήμερα Φριστουγέννων του 2010, μαζί με τις ευχές και την αγάπη τη δική της και του Κωνσταντίνου Σσουκαλά, να μας προσφέρει κι ένα ακόμη επίσης πολύτιμο δώρο, που τώρα κοσμεί την ενάτη σελίδα τού βιβλίου μας. ***
17
Η Μαρία-Υωτεινή, από τριών ετών (αφ΄ ότου κάμψαμε λίγο την επιληψία της) χαίρεται να ζωγραφίζει, με τις ώρες, τυχαία έγχρωμα σχήματα. Ο πιο πάνω (μπλε και κόκκινος) «κύκνος» είναι δικός της. Σον ζωγράφισε κι αυτόν στην τύχη, το 2009.
18
Τετάρτη, 22 Φεβρουαρίου 2006 1. Η δική μας άνοιξη! Η άνοιξη του 2003 ήταν σκέτη απελπισία: ο Μάρτης έγδαρε και την ψυχή μας κι ο σκληρόκαρδος Απρίλης πέτρωσε την απόγνωσή μας. Ήμασταν άμαθοι ακόμα στον πόνο. Κι ο Αθηναίος παιδονευρολόγος μάς κοιτούσε αμήχανος: «Σι να σας πω; Δεν ξέρω<» Σην άνοιξη του 2004, προσώρας αναθαρρήσαμε λιγάκι. Και ξανά στη δυστυχία. Ώσπου ήρθε ο χειμώνας του 2005: κάθε μέρα το παιδί πάθαινε δέκα, είκοσι, τριάντα και σαράντα μικρά επιληπτικά επεισόδια. Μια μέρα σταματήσαμε να μετράμε: ξεπέρασε τα εκατό. το Λονδίνο και στο Παρίσι, οι σοφοί σηκώσανε τα χέρια ψηλά. Και την άνοιξη του 2005 πήγαμε στην «κατηραμένη Αμερική». τις άκαρδες ΗΠΑ. τους αιμοδιψείς Αμερικάνους, στους δολαριολάγνους, στους εκμεταλλευτές, στους υλόφρονες και επηρμένους – ναι, στους φτασμένους με τα τέλεια μηχανήματα και με τα ντοκ/ντογκς: τα εκπαιδευμένα λαμπραντόρ που επισκέπτονται και διασκεδάζουν όσα άρρωστα παιδάκια αγαπούν τους σκύλους. Κι έξω από κάθε δωματιάκι-παλατάκι κι ένα pc που επικοινωνούσε με τους πάντες και τα πάντα γύρω από την πάθηση του παιδιού. Ένας Παράδεισος για τα άρρωστα παιδάκια. Δε μας κοιτούσαν σαν τους άθλιους Γάλλους γιατρούς και τις ξενοφοβικές νοσοκόμες τους με μισό μάτι.
19
(άμπως και δεν τους χρυσοπληρώσαμε και τους αφιλόξενους Γάλλους;) Ούτε σαν τους καλότροπους και τυπικούς Εγγλέζους, που εκτός από άπρακτη ευγένεια δεν είχαν τίποτε άλλο να μας κεράσουν (και τους χρυσοπληρώσαμε κι αυτούς). Έπρεπε να πάμε στην αναθεματισμένη pax americana για να βρούμε, όχι μόνο τους επιστήμονες του εικοστού δεύτερου ευρωπαϊκού αιώνα, αλλά και τους σπάνιους ανθρώπους της παλαιάς καλής ευρωπαϊκής άλληλεγγύης. (Αγωνιστείτε, μας έλεγαν – Never Give up!). Και σώσανε το παιδί μας. Η άνοιξη του 2005 ήταν όλα μαζί τα καλοκαίρια τής παιδικής μου ηλικίας, όλες οι χαρές του κόσμου συμπυκνωμένες, όλα τα ξέγνοιαστα χαμόγελα των παιδιών της υφηλίου γύρω μου. Αυτή η άνοιξη ήρθε ξανά και φέτος.
***
20
Τρίτη, 28 Φεβρουαρίου 2006 2. Επιληψία, αγάπη μου! Εκείνο τον καιρό τα τουρκικά αεροπλάνα γυρόφερναν πάνω από το νησί. Ο ανύπαρκτος στρατός μας υποχωρούσε κακήν-κακώς κι εμείς ο κόσμος (χιλιάδες κόσμος, μια ατελείωτη ουρά σκυθρωπών κι αλαφιασμένων οδοιπόρων) φεύγαμε όπως-όπως για να γλιτώσουμε από βιασμούς και εκτελέσεις, γιατί έτσι μάς λέγανε οι άλλοι που ερχόντουσαν από την Κερύνεια. Σραβούσαμε κατά το βουνό Σρόοδος. Όλοι μαζί, ο ένας πιο δυστυχισμένος από τον άλλο, κι εμείς οι μικρότεροι φοβισμένοι από την απελπισία που βλέπαμε στα μάτια των μεγάλων. Σα ορεινά γεμίσανε ανθρώπους και ανθρώπους, που μήτε να φάνε είχανε, μήτε να πιούνε, μήτε να κοιμηθούνε – και φυσικά πουθενά τόπος να κάνεις την ανάγκη σου. Έπρεπε να πας κάπου παράμερα, κι ακόμα παραπέρα. Πήγα κι εγώ σ’ ένα απόμακρο μέρος, γιατί ντρεπόμουνα πολύ. Ξάφνου ακούω, πίσω από κάτι χαλάσματα, έναν θόρυβο παράξενο, που θύμιζε πονεμένη, πνιχτή φωνή ανθρώπου ή ξεψυχισμένη κραυγή ζώου. Μια σκιά άρχισε να με πλησιάζει. Κοκάλωσα. Και τι βλέπω: ένα όρθιο φάντασμα, μέσα στη βρόμα και τα κουρέλια, να σέρνει το πόδι του και να βρυχάται, ν’ απλώνει τα αγκυλωμένα δάχτυλά του με κάτι νύχια τεράστια, γαμψά και κατάμαυρα, να με
21
κοιτάζει κατάματα μ’ ένα πρόσωπο λες και το ‘χανε σκαμμένο και τυλιγμένο στο χώμα από χρόνια. Πλησίασε – λίγο ακόμα και θα μ’ έφτανε. Όμως τώρα το ένα πόδι του πλάσματος δεν προχωρούσε. Μια αλυσίδα τεντωμένη κι ένας χαλκάς το κρατούσαν. Γλίτωσα, σκέφτηκα. Μια γριά βγήκε απ’ τα χαλάσματα και μου ένευσε: «Κόρη, φύε που τζιαμαί, εν δαιμονισμένη!» Δεν πρόλαβα να ξεμακρύνω και βλέπω το πλάσμα να πέφτει κάτω, να ουρλιάζει, ν’ αφρίζει και να χτυπιέται< Ακόμα τρέχω< Ακόμα τρέχω< Σα χρόνια πέρασαν. Γεννήθηκε το παιδί μου. τους έξι μήνες διαγνώσθηκε γενικευμένη επιληψία. Πάθαινε σπασμούς και χτυπιόταν σαν το πλάσμα που φοβήθηκα τότε πάνω στα βουνά και πίσω από τα χαλάσματα< Αχ, και να γυρνούσε πίσω το ρολόι! Αχ και ν’ αγκάλιαζα το παιδάκι εκείνο όπως τώρα την κορούλα μου!
***
22
Πέμπτη, 2 Μαρτίου 2006 3. Μια «ιστορία τρόμου» Σο χειρότερο που μπορεί να συμβεί σ’ ένα μωράκι με γενικευμένη επιληψία είναι να αρρωστήσει βαριά με υψηλό πυρετό. Γιατί τότε είναι βέβαιο ότι ο πυρετός θα προκαλέσει επίμονους σπασμούς, που ενδεχομένως να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του, αν δε φτάσεις έγκαιρα στο νοσοκομείο< και αν δεν πέσεις σε έμπειρο γιατρό εκείνη τη στιγμή< Αυτή ήταν και είναι και η δική μας αγωνία: να μην αρρωστήσουμε και κολλήσει και το παιδάκι μας< Ατυχήσαμε, όμως, διπλά. υνέβη τα προπέρσινα Φριστούγεννα. Αρρώστησα βαριά: γρίπη φριχτή, με πόνους στα κόκαλα, υψηλό πυρετό, ρίγη, αδυναμία. Σα ξέρετε< Και, προτού καλάκαλά αναρρώσω, αρρώστησε και η κορούλα μας. Θεέ μου, τι συμφορά! Κάτι τέτοιες στιγμές καταλαβαίνεις γιατί ο άνθρωπος ανακάλυψε ή επινόησε τον Θεό! Δε σταμάτησα ούτε δευτερόλεπτο να προσεύχομαι. Δεν εισακούστηκαν οι προσευχές μου. Και να μη μπορώ να πάρω τα πόδια μου, να μη μπορώ να συνεννοηθώ, γιατί είχα πάθει και ωτίτιδα, να μη μπορώ να μιλήσω< γιατί από τότε που άρχισε η περιπέτεια της κορούλας μου πανικοβάλλομαι εύκολα και χάνω τη φωνή μου< Μπήκαμε στο αυτοκίνητο (που το έχουμε κατάλληλα διαμορφωμένο) και βουρ για το νοσοκομείο. Οδηγούσε
23
ο καλός μου, εγώ να προσπαθώ πότε με το σάξιον να προστατέψω το παιδί από εισρόφηση και πότε με το οξυγόνο να μην πάθει υποξία και καταλήξει με εγκεφαλική παράλυση< Υτάσαμε γρήγορα, γιατί ήταν χαράματα. Σόσο το χειρότερο. Ο εφημερεύων παιδίατρος κοιμόταν. Είδαμε και πάθαμε να τον ξυπνήσουμε. Και, αγουροξυπνημένος, μας κοιτούσε χωρίς να ξέρει τι να κάνει< Με τα χίλια ζόρια βρήκαμε ότι στο παιδί έπρεπε να χορηγηθεί Valium ενδοφλεβίως για να ηρεμήσει ο εγκέφαλός του< Σρύπα το πόδι εδώ, τρύπα εκεί, στο άλλο χέρι καλύτερα, μήπως στα δάχτυλα, καλύτερα στον καρπό< Επί δύο ολόκληρες ώρες το παιδί σπαρταρούσε, ο γιατρός τρυπούσε κι εμείς κλαίγαμε. Ήρθε άλλος γιατρός, δοκίμασε κι αυτός, «Εδώ καλύτερα», «Εκεί έσπασε η φλέβα», «Μα τι του έκανες του παιδιού, το κατατρύπησες και δε βρίσκω φλέβα σωστή<» Ευτυχώς το παιδί λιποθύμησε< Σην άλλη μέρα μετρήσαμε δεκαοχτώ τρύπες στα χεράκια του< την καρδιά μου τις έχω ακόμα, κι είπα να σας μιλήσω για να νιώσω λίγο καλύτερα, αλλά< τίποτε<
***
24
Κυριακή, 5 Μαρτίου 2006 4. Νοσοκομείο Λευκωσίας (α΄) Ο πεθερός μου, ορκισμένος τσιγκούνης, δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για ιδιωτική κλινική. «Προτιμάω να πεθάνω καλύτερα», είπε. Αναγκαστικά, λοιπόν, διακομίστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, που κάποτε ούτε να πλησιάσω δεν τολμούσα. Και μόνο η αποκρουστική αρχιτεκτονική του σου προκαλεί ρίγος: κάτι ανάμεσα σε φυλακές, ορφανοτροφείο, νεκροτομείο και άσυλο του περασμένου αιώνα από το οποίο αφαιρέσανε βιαστικά τις αλυσίδες. «Υυσικό» ντεκόρ για ταινίες τρόμου, με διαδρόμους που οδηγούν σε σκοτεινά υπόγεια, σκάλες που καταλήγουν σε διαβρωμένα μπαλκόνια δίχως κάγκελα, συρόμενα τζάμια ακίνητα από την εποχή της αγγλοκρατίας, πάτωμα με λιωμένα πλακάκια από εκείνα που αφθονούσαν στα δημόσια ουρητήρια και παντού πόρτες βαριές και σκεβρωμένες να τρίζουν δαιμονισμένα, λες και πίσω τους καραδοκεί «ο δολοφόνος με το πριόνι»< Έπρεπε όμως να πηγαίνω εκεί κάθε μέρα και να του παραστέκομαι και να του βρίσκω οξυγόνο, γιατί δίχως αυτό δε μπορούσε ούτε στιγμή. Είναι μόνος πια στη ζωή. Και μ’ όλα τα παράπονα που είχα κάποτε γι’ αυτόν, του οφείλω απέραντη ευγνωμοσύνη. Η τσιγκουνιά και η εργατικότητά του συσσώρευσαν
25
αποταμιεύσεις δύο και τριών γενεών. Κι όλα τα έδωσε για να σωθεί το εγγονάκι του< Κι ακόμα δίνει και δίνει< Σελικά, τι σου είναι αυτή η αγάπη! Σι σόι δύναμη κρύβει και μπόρεσε να μεταμορφώσει αυτόν τον κλειστό, αυστηρό, μυγιάγγιχτο, απότομο, αυταρχικό, απρόβλεπτο, φωνακλά και κυρίως αρρωστημένα σπαγκοραμμένο άνθρωπο, σε καλοσυνάτο, γενναιόδωρο και ανεκτικό παππούλη; Μυστήριο! Πηγαίναμε, λοιπόν, να τον φροντίσουμε. Σώρα όμως δεν είχα να αντιμετωπίσω μόνο την έμφυτη τρομάρα μου αλλά και μια μπόχα πρωτόγνωρη. Από την είσοδο κιόλας σε υποδέχεται, κι όσο προχωράς στα ενδότερα γίνεται ανυπόφορη. Βρόμα, βρόμα, βρόμα! Κάθε σφουγγάρισμα μάταιο! Βρόμα: η βασίλισσα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και πριγκίπισσα του Παθολογικού Αντρών. Και να ‘ταν μόνο αυτό;
***
26
Τρίτη, 7 Μαρτίου 2006 5. Η αληθινή ζωή Βρεθήκαμε, έναν καιρό, στο πανεπιστήμιο του Λούτον. Και κάποιος είχε την ιδέα να πάμε στο λούνα παρκ και να πάρουμε εκείνο το βαγόνι που ανεβαίνει στα ουράνια, πέφτει σε γκρεμό, εκσφενδονίζεται προς το κενό, για να στρίψει ξαφνικά πλάγια και να βρεθεί ανάποδα με διαολεμένη ταχύτητα. Ουρλιαχτά, φωνή, κακό< Είπαμε: «Εδώ είναι τα τελευταία μας!» και πως, «Αν τη βγάλουμε απόψε καθαρή, τίποτε δε θα μας ξανατρομάξει». Γιατί, αν και σκηνοθετημένη, η διαδρομή υπήρξε ανεπανάληπτα τρομακτική. Έτσι νομίζαμε< Κι όταν επιστρέψαμε, αρχίσαμε να βάζουμε σε τάξη τη ζωής μας. Μόνο που η αληθινή ζωή δεν είναι λούνα παρκ κι ούτε πας γυρεύοντας για αξέχαστες συγκινήσεις με εισιτήριο. Και μπήκαμε στο αληθινό βαγόνι της ζωής –χωρίς εισιτήριο. Και από μια στροφή έπεφτε κι ένας, και από μια κατηφοριά γκρεμιζόταν άλλος. Αχ, και να γυρνούσε ο χρόνος πίσω, να ξαναπηγαίναμε στο Λούτον και να μέναμε σ’ εκείνο το απρόβλεπτο, σκηνοθετημένο, τρομακτικό τρεχαλητό για πάντα, όλοι μας, όπως τότε, χωρίς καμιά απώλεια! ***
27
Τρίτη,14 Μαρτίου 2006 6. Νοσοκομείο Λευκωσίας (β΄) το πνιγηρό, από τη μπόχα και τη ζέστη, δωμάτιο, ήταν τέσσερα κρεβάτια, αντικριστά ανά δύο. Ευτυχώς ο παππούς έκατσε κοντά στο παράθυρο. Δίπλα του ήταν ένας μικρόσωμος και στρογγυλοπρόσωπος και μόνιμα ιδρωμένος νεαρός, με μια κοιλιά ασυνήθιστα μεγάλη για το μπόι του. Υορούσε μαύρη μπλούζα κοντομάνικη (δυο και τρεις φορές μεγαλύτερη από το νούμερό του) και, για παντελόνι και πιτζάμα μαζί, μια χοντρή, χειμωνιάτικη φόρμα. Κι έξω η αυγουστιάτικη Λευκωσία κόχλαζε< Όταν του απευθυνόσουνα, αν και ήταν όλο χαμόγελο, δεν έβγαζε μιλιά (θα ‘ναι κωφάλαλος, σκέφτηκα και σεβάστηκα τη σιωπή του). Μισοξαπλωμένος, κοιτούσε επίμονα την πόρτα, μα κανείς δεν ερχότανε για κείνον. Όποτε κι αν τον έβλεπες, μπεγλέριζε μια πετσέτα (απροσδιορίστου χρώματος) και μ’ αυτή, κάθε λίγο και λιγάκι, σκούπιζε πότε το μέτωπο και το καραφλό του κεφάλι, και πότε τις μασχάλες του. Οι γιατροί τον προσπερνούσαν και οι νοσοκόμοι τον αγνοούσαν. Λες και δεν υπήρχε ή λες κι ήταν για κείνους αόρατος< Απέναντι, τυλιγμένος στις πάνες, ήταν κατάκοιτος ο Γιάγκος, ένας εύσωμος πενηντάρης με απολιθωμένο «παιδικό» πρόσωπο, καθώς η φύση δεν του επέτρεψε να «μεγαλώσει». Και, σα να μην έφταναν τα βάσανα της αδελφής του (της κυρα-Αφρούλας, που τον περιέθαλπε επί δεκαετίες), πρόσφατα έπαθε βαρύ
28
εγκεφαλικό που τον μετέτρεψε ολότελα σε μωρό. Και πώς να πλύνεις και πώς να καθαρίσεις και πώς να φροντίσεις ένα μωρό ενενήντα κιλών, όταν ακόμα και οι πολύπειροι νοσοκόμοι αγκομαχούσαν; Δίπλα στον Γιάγκο, ήταν ένας συνομήλικός του κατάχλωμος Λεμεσιανός που δεν έβγαζε το οξυγόνο από τη μύτη του, ακόμα κι όταν κάπνιζε κρυφά στο μπαλκόνι! (Έσερνε τη φιάλη!) Παραπονιότανε για το «σέρβις»: για τα φαγητά που δεν τρώγονταν, για το οξυγόνο που δεν του ‘φερναν έγκαιρα, για τα ουροδοχεία που έπρεπε να ξεχειλίσουν για να τ’ αδειάσουν, για το μπάνιο που δεν έκαναν σε κανέναν ασθενή, για τον Γιάγκο που τα αββατοκύριακα τον άφηναν να πλέει σε πελάγη ακαθαρσίας κλπ. κλπ. Μονολογούσε διαρκώς: «Αυτό είναι φασισμός», «Αυτή η συμπεριφορά είναι φασιστική», «Θα ενημερώσω τον πρόεδρο της Βουλής» –τότε ήταν ο Φριστόφιας–, «Οι φίλοι μου συνδικαλιστές θα με υποστηρίξουν». Είχε δώσει το στίγμα του (ήταν συνδικαλιστής), αλλά ουδείς θορυβήθηκε! «κύλος που γαβγίζει<» είπε με νόημα μια κακιάρα νοσοκόμα< Εν τω μεταξύ, πέρασε μια βδομάδα και γιατρός δεν είχε εξετάσει τον παππού. Ζούσε χάρη στο οξυγόνο που συχνά τού φέρναμε από τις αποθήκες εμείς (μέσω κάποιου γνωστού) κι όχι οι νοσοκόμοι – ως όφειλαν<
***
29
Κυριακή, 19 Μαρτίου 2006 7. Λέξεις αιματοβαμμένες Σις προάλλες, ο Υειδίας μου θύμισε την εξάντληση που αισθάνεται κάθε δρομέας, σαν κόψει το σχοινί, σα φτάσει στο τέρμα< Δυστυχώς έτσι νιώθω κι εγώ. Μόνο που δεν ξέρω αν όντως φτάσαμε στο τέρμα, επειδή μέχρι πριν λίγο καιρό κόβαμε συνεχώς μόνοι μας το σχοινί σ’ ένα αγώνισμα που μας βρήκε απροπόνητους και με τις εξέδρες άδειες. Να ’ναι γι’ αυτό που ώρες-ώρες δεν αντέχω ούτε να μιλήσω, ούτε να σηκωθώ από την καρέκλα, ούτε ν’ ακουμπήσω βιβλία και χαρτιά; Ακόμα και η βόλτα με το παιχνιδιάρικο και αγαπημένο σκυλάκι μας, κάποτε, φαντάζει μαρτύριο< Θα ήθελα να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι, όλο ξεγνοιασιά και με την αίσθηση ότι τώρα πια ζούμε κι εμείς σαν άνθρωποι, σε ρυθμούς φυσιολογικούς, σε συνθήκες έστω ρουτίνας. Ναι, η ρουτίνα και η πλήξη του μέσου ανθρώπου – πόσο μού λείπει, πόσο τη ζηλεύω! Από την άλλη, αν κατά την περασμένη τριετία χαλαρώναμε, αν ζούσαμε «σαν άνθρωποι», το παιδί τώρα ή θα είχε «φύγει» ή θα ήταν σε κώμα ή ημιπαράλυτο ή με σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες. Η αλήθεια είναι ότι γρήγορα προνοήσαμε κι ετοιμαστήκαμε για τα χειρότερα: μετατρέψαμε το σπίτι μας σε κλινική! Φρονομετρήσαμε την απόσταση από το σπίτι στο νοσοκομείο. Εφοδιάσαμε σπίτι και αυ-
30
τοκίνητο με τον απαραίτητο εξοπλισμό. Διαθέτουμε πια και τα «κατάλληλα» (ντρέπομαι που το λέω) «τηλέφωνα» και «μέσα», για να κινήσουμε γη και ουρανό, σε ώρα ανάγκης< Ποτέ δεν αργήσαμε περισσότερο από είκοσι λεπτά. Ποτέ δεν έμεινε το παιδί χωρίς οξυγόνο και –το κυριότερο– ποτέ δεν το αφήσαμε να πνιγεί στα σάλια του. (Και δε μιλάμε για ένα και δύο επιληπτικά επεισόδια, αλλά για εκατοντάδες απρόβλεπτες κρίσεις!) Σου εξασφαλίσαμε και επίβλεψη επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Σίποτε δεν αφήσαμε στην τύχη, και οι γιατροί έχουν να λένε κι εδώ, και στην Ευρώπη, και στις ΗΠΑ, παντού όπου πήγαμε< Πάντως, θαυμάζω τον σύντροφό μου! Μα, πού το βρίσκει τόσο κουράγιο και τόσην αγάπη! Και να σκεφτείτε ότι, πολύ πριν γεννηθεί το παιδί μας, συμφωνήσαμε πως ο ίδιος θα ασχολείται ελάχιστα μαζί του< Ευτυχώς που το γραφείο του είναι δίπλα στο σπίτι και προλάβαινε τα δεινά< Δε σας κρύβω, με πονάει η ψυχή μου που τον βλέπω συνεχώς φυλακισμένο μέσα σ’ αυτή την ετοιμότητα: έτοιμος να πάρει το παιδί αγκαλιά και να τρέξει να του δώσει ζωή, έτοιμος να δώσει και σε μένα κουράγιο, ακόμα κι όταν τρέμουνε τα χέρια του, ακόμα κι όταν τρέχει η αγωνία από το πρόσωπό του< Σι να απέγιναν, άραγε, εκείνες οι «συμφωνίες»; Υαίνεται πως τις κατασπάραξε η οδύνη ή, καλύτερα, η ευθύνη, το χρέος, το καθήκον< Σι λέξεις κι αυτές! Με πόσο αίμα καμωμένες! ***
31
Δευτέρα, 20 Μαρτίου 2006 8. Νοσοκομείο Λευκωσίας (γ΄) Αφού βάλαμε λυτούς και δεμένους (τον Πρόεδρο της Επιτροπής Τγείας της Βουλής, τον Έπαρχο, τον Διευθυντή ενός άλλου νοσοκομείου, συγγενείς και φίλους γιατρούς και άλλους πολλούς που δε θυμάμαι), μάθαμε επιτέλους ότι ένας πνευμονολόγος και ένας καρδιολόγος ήταν στα μαχαίρια για την περίπτωση του παππού. Ο πνευμονολόγος είχε διαγνώσει «πνευμονικές εμβολές», ενώ ο καρδιολόγος «καρδιακή αρρυθμία». Ο πνευμονολόγος ήταν υφιστάμενος του καρδιολόγου, με αποτέλεσμα να κάνει πίσω. Ο δεύτερος, όμως, επειδή είχε σπουδαία θέση, ήταν πολυάσχολος και η περίπτωση του παππού (ευτυχώς) δεν ήταν στις προτεραιότητές του. Και λέω ευτυχώς, επειδή οι αιματολογικές εξετάσεις δικαίωσαν τον πνευμονολόγο, που έδειξε ένα κάποιο ενδιαφέρον ύστερα από νέες αφόρητες πιέσεις και πιέσεις γνωστών και αγνώστων, πολιτικών και συναδέλφων του, κουμπάρων και μητροπολιτών< Έτσι, την τρίτη βδομάδα ξεκίνησε η φαρμακευτική αγωγή και ο παππούς άρχισε να απογαλακτίζεται από το οξυγόνο. Σο έντυπο, στην άκρη του κρεβατιού, έγραφε: βάρος, διατροφή, μπάνιο, νερό και ούρα ημερησίως, σάκχαρο κ.ά. Σο βάρος του παππού παρουσίαζε φοβερή< διακύμανση: τη μια μέρα ήταν 135 κιλά, την άλλη< 116, την παράλλη< 108 κοκ. Επί δυο βδομάδες οι<
32
δραματικές αυξομειώσεις έδιναν και έπαιρναν και κανενός το αφτί δεν ίδρωνε, ούτε του γιατρού, ούτε των ειδικευομένων, οι οποίοι υποτίθεται μελετούσαν το αρχείο σχολαστικά! Όσο για τους νοσοκόμους, συνέχιζαν απτόητοι τις μετρήσεις και τις άλλοπρόσαλλες καταγραφές τους< Κάπου εκεί ο γιατρός μάς παρέπεμψε στη διαιτολόγο του νοσοκομείου, η οποία ήρθε μια μέρα, χαράματα, και (όπως μας είπαν, απαθείς, οι νοσοκόμοι της βάρδιας, που εκείνη την ώρα μοίραζαν φάρμακα), προτού ξυπνήσει καλά-καλά ο παππούς, του πέταξε ένα χαρτί στα μούτρα και του είπε: «Αυτά να τρως!» Σο περίφημο διαιτολόγιο (το έχω ακόμα) ήταν μια φωτοτυπία άλλης παμπάλαιης φωτοτυπίας από δακτυλόγραφο παρωχημένης τεχνολογίας, με γράμματα διακεκομμένα που θύμιζαν αρμένικα. Κι επειδή ούτε υπομονή είχαμε πια, ούτε γνώσεις γραφολογικές, φέραμε κρυφά (και από τον παππού) απ’ έξω διαιτολόγο, που προσποιήθηκε την επισκέπτρια< Και τα ουροδοχεία εξακολουθούσαν να γεμίζουν και να ξεχειλίζουν δίπλα μας, δίχως προφανή λόγο< Μα τώρα είχαμε αρχίσει να ψευτοσυνηθίζουμε τη βρόμα και να μειδιάμε (αντί να οργιζόμαστε) γι’ αυτά και άλλα παράλογα< Σι σου είναι ο άνθρωπος!< Σελικά, ο< κωφάλαλος αποδείχτηκε Σουρκοκύπριος, που σχεδόν έφυγε όπως ήρθε: δίχως διάγνωση και θεραπεία. Ευτυχής, όμως. Γιατί, από ένα σημείο και μετά, κάποιος εκεί μέσα τον νοιάστηκε κρυφά, κι από το πουθενά τού ερχόντουσαν ρούχα, σαπούνια, πετσέτες, φαγητά και αναψυκτικά, ως και παρπέρης ήρθε να τον ξυρίσει. Επί ώρα, πριν φύγει, δε
33
σταμάτησε να ευχαριστεί το νοσηλευτικό προσωπικό, που τον κοιτούσε περίεργα ή, μάλλον, δύσπιστα. Νόμιζε ο καημένος ότι όλοι είχαν συνωμοτήσει για χάρη του. Βέβαια, πίσω απ’ όλ’ αυτά βρισκότανε ο παππούς, που η αρρώστια του τον μαλάκωσε τόσο ώστε να ξεχάσει για λίγο την τσιγκουνιά του. «Γιατί, ο Αχμέτ δεν έχει ψυχή;» αναρωτιότανε για λίγο καιρό< Λίγους μήνες αργότερα, μετακόμισε επιτέλους και το νοσοκομείο μας στις νέες, υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις του. Πήρε όμως μαζί του και την παρωχημένη νοοτροπία του. Ο< Μανωλιός πάντως έβαλε καινούργια ρούχα<
***
34
Πέμπτη, 23 Μαρτίου 2006 9. Η πρώτη Έξοδος! Όλα όσα χαίρονται τα άλλα παιδάκια, εμάς μάς προκαλούν τρόμο: η θάλασσα, ο ήλιος, το έντονο παιχνίδι, το φαγητό, τα γλυκά, η πολλή χαρά και το ξεφάντωμα! Ναι μεν, το παιδάκι μας φαίνεται ότι νίκησε (;) τη γενικευμένη (βρεφική) επιληψία χάρη στη θαυματουργή Mayo Clinic (στη Μινεσότα), ωστόσο ζούμε περιορισμένοι: παίρνει σε συγκεκριμένες ώρες ειδικά γεύματα (Κετογενική Δίαιτα – ή Κετογενής ή Κετονική), εξειδικευμένα φάρμακα άλλες ώρες, απόφεύγουμε τις υψηλές θερμοκρασίες, το πολύ παιχνίδι, τις έντονες συγκινήσεις, «για να μη προκαλούμε και την τύχη μας», όπως είπε ο γιατρός. Κερδίζουμε την υγεία του παιδιού κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, ζώντας κάτω από αυστηρούς περιορισμούς: 12 γραμμάρια καρότο, 16,5 γαλοπούλα, 8 γραμμάρια κουνουπίδι κλπ., βιταμίνες, φάρμακα και κόντρα φάρμακα με παρενέργειες που δεν τολμάς να διαβάσεις... ήμερα, όμως, πήραμε τη μεγάλη απόφαση για τη μεγάλη Έξοδο. Είπαμε: θα βγούμε όλοι στον ήλιο με καπέλα, θα παίξουμε με το σκυλάκι, θα πετάξουμε αετό! Όλοι μας έξω! «Έλα, μπαμπά, έλα, μαμά, πάμε έξω!» Και βγήκαμε στο< διπλανό οικόπεδο.
35
Και δώσ’ του πάνω-κάτω να τρέχουμε σαν τρελοί, πότε τραβώντας ο ένας το σχοινί και πότε κρατώντας ο άλλος τον αετό: «Σρέξε, μπαμπά, τρέξε, μαμάκα!» Και τρέχαμε και γελούσαμε όλοι, και το σκυλάκι μαζί να κυνηγάει την ουρά του αετού. Μονάχα ο γάτος έστεκε φαρδύς-πλατύς στο πεζούλι, παρακολουθώντας μας με απάθεια, λες και ήξερε κάτι που όλοι οι άλλοι αγνοούσαμε. Επί μισή ώρα οργώναμε το χωραφάκι, αλλά ο αετός παρέμενε< κοτόπουλο. Να σου κι ο παππούς από μακριά. Μας έβλεπε κι αυτός και γελούσε και χαιρόταν. (Αν και ήξερε<) Κι όταν αποσταθήκαμε, πήγα και, φανερά απόγοητευμένη, του είπα: «Παππούλη μου, τόσην ώρα βασανιζόμαστε, αλλά τίποτε». «Μα δε φυσάει!» αποκρίθηκε, δίχως να ξεκολλήσει το βλέμμα του από το εγγονάκι. Και συνέχισε να μορφάζει από αγαλλίαση καθώς το έβλεπε μες την τρελή χαρά, αδιαφορώντας για τη βλακεία μου, που περίμενα να πετάξει αετός με άπνοια< Και μεθύσαν όλη μέρα πάνε δώθε, πάνε πέρα, τραγουδώντας στον αέρα τσιριτρί, τσιριτρό!
***
36
Δευτέρα, 27 Μαρτίου 2006 10. Μισή προσευχή Σα αββατοκύριακα έμενα μέσα, τάχα για «να ξανακοιτάξω τις σημειώσεις μου». Κι αντίς γι’ αυτές ατένιζα από το μπαλκόνι το κενό ανάμεσα στον Πενταδάκτυλο και την κόκκινη θάλασσα τ’ ουρανού. «Σι κλείνεσαι σπίτι, κόρη μου, και μελαγχολείς;» «Δε μελαγχολώ, μάμμα, απλώς ξεκουράζομαι», απαντούσα. «Καλά, κόρη μου, καλά», επαναλάμβανε η καημένη η μανούλα< Αν και δεν ήθελα να το παραδεχτώ, ήμουνα όντως θλιμμένη. Μ’ έπνιγε η μοναξιά: «Σι να κάνω έξω χωρίς εκείνον;» Όταν όμως μού έλεγε η Κική ότι σήμερα θα βγούμε όλη η παλιά παρέα, ε, δεν κρατιόμουνα< Ντρεπόμουνα, βέβαια, πολύ. πάνια τον κοιτούσα στα μάτια (για να μη προδοθώ) κι ελάχιστα του μιλούσα. Ξεκαρδιζόμουνα όμως στα γέλια με τ’ αστεία του, ακόμα κι όταν οι άλλοι έμεναν απαθείς (και με κοιτούσαν περίεργα). Για μένα, αυτός ήταν ο Σέλειος, μα ένιωθα ότι δεν του άξιζα (κι ακόμα έτσι νιώθω!). Κι όταν μού είπε να ζήσουμε μαζί και φτιάξαμε το σπιτικό μας και γεννήθηκε το παιδάκι μας, ένιωσα ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο! «Να μ’ αγαπάει,
37
Θε μου! Να μ’ αγαπάει όπως τώρα και δε θέλω τίποτε άλλο στον κόσμο», προσευχόμουνα< Κι η προσευχή μου, δυστυχώς, εισακούστηκε από την ανάποδη< Μ’ αγαπάει ακόμα, στ’ αλήθεια, το βλέπω και το ζω καθημερινά. Φωρίς αυτόν, τι θα γινόμουνα; Όλα τα άλλα, όμως, τι απέγιναν; Πού πήγαν; Γιατί έσβησαν τόσο γρήγορα; Έπρεπε, δηλαδή, στις προσευχές μου να βάζω και τη μανούλα μου και τον αδελφούλη μου και την υγεία της κορούλας μου;
***
38
Πέμπτη, 30 Μαρτίου 2006 11. Βοήθεια! (α΄) Περιμέναμε το παιδάκι μας να γεννηθεί κι εν τω μεταξύ είπαμε να μελετήσουμε και τη σχετική βιβλιογραφία: «Σο παιδί σας πρέπει να έχει δικό του δωμάτιο», «Σο παιδί σας πρέπει να κοιμάται μόνο του», «Να κάνετε τα εμβόλια στο παιδί σας» κλπ. κλπ. Εκείνο το πρωινό τού επτέμβρη, ο αγαπημένος μου πήρε το παιδάκι και, συνοδευόμενος από τη νηπιοβρεφοκόμο, πήγαν στην παιδίατρο για το πρώτο εμβόλιο. Σο κουκλί μας πόνεσε αφάνταστα και όλη μέρα έκλαιγε. Όλη μέρα, ασταμάτητα< Σο μεσημεράκι ησύχασε λίγο, αλλά και μετά που ξύπνησε πάλι ήταν κακόκεφη κι έκλαιγε, φαινομενικά χωρίς λόγο. Αργά το απόγευμα τη βγάλαμε βολτίτσα, ηρέμησε λίγο, ήρθαμε σπίτι, μπάνιο, λίγο φαγητό και την έβαλα στο δωματιάκι της, καλοδιάθετη πια, να κοιμηθεί. Πήγα κάτω στην κουζίνα, έχοντας μαζί μου και το «μηχανάκι» για τους θορύβους. Μετά από λίγα λεπτά, όχι πάνω από δέκα, μια παράξενη φωνή μέσα μου μού είπε να τσακιστώ τώρα αμέσως και να πάω επάνω, στο παιδί! Πάω επάνω και τι να δω; Σο παιδί είχε βγάλει το φαγητό του, τα μάτια του ήταν γυρισμένα επάνω και δεν ανέπνεε. Μου κόπηκαν τα γόνατα και δυστυχώς
39
τότε κυριολεκτικά έχασα για πρώτη φορά τη φωνή μου. Σο χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε μια μάνα είναι να χάσει τη φωνή της την ώρα που το παιδί της χρειάζεται βοήθεια! Σα χείλη μου έγραφαν τη λέξη, μα ο λαιμός μου δεν υπάκουε<
***
40
Κυριακή, 2 Απριλίου 2006 12. Βοήθεια! (β΄) <Έπιασα την κορούλα μου στα χέρια κι άρχισα να τρέχω σαν τρελή δεξιά-αριστερά, από δωμάτιο σε δωμάτιο κι από τηλέφωνο σε τηλέφωνο. την αγκαλίτσα μου το παιδάκι μισοπεθαμένο, στο τηλέφωνο να μη μπορώ να μιλήσω κι ο καλός μουν’ ακούει, από τη συσκευή, ένα βουβό κλάμα που τον συντάραξε... Σρέχω για το γραφείο του – είναι δίπλα από το σπίτι. Νά σου κι η μανούλα στην αυλή που τώρα μ’ ακολουθεί αλαφιασμένη! Ορμάω και του δίνω στα χέρια το παιδί μας, λέγοντάς του σπαραχτικά: «Δεν αναπνέει». Εκείνος προσπαθεί (μπροστά στους επισκέπτες του που τα χάσανε) απεγνωσμένα να διατηρήσει την ψυχραιμία του. «Εισρόφηση», μονολογεί, το γυρίζει μπρούμυτα και το χτυπάει στην πλάτη. Η ψυχούλα μας βγάζει το φαγητό, αρχίζει να κλαίει και ξαναβρίσκει το χρώμα της. «Γρήγορα στο νοσοκομείο!» Αλλά και στο αυτοκίνητο (οδηγούσε ο παππούς) ξανά τα ίδια: τα μάτια γυρίσανε πίσω, το πρόσωπο μελάνιασε κι ανάσα καμιά. «Πάλι σταμάτησε η αναπνοή του!» ουρλιάζω. Σώρα ο καλός μου του έδωσε το φιλί της ζωής, συνέρχεται για λίγο, αλλά σύντομα ξανασβήνει<
41
Έτσι το παραδώσαμε στον παιδίατρο, ξεψυχισμένο. Πανικός στο θάλαμο, σωληνάκια, οξυγόνα, μια νοσοκόμα κάτι ψελλίζει για σπασμούς, βάζουν υπόθετο Stesolid (δηλαδή Valium) και μετά από δέκα λεπτά η κορούλα μας ξαναβρίσκει το χρώμα της, την αναπνοούλα της, τώρα κοιμάται το αγγελούδι μας, ήσυχα< «Θα ζήσει γιατρέ;» «Δεν είναι τίποτε, θα ζήσει. Αφήστε τη μόνο να ηρεμήσει λίγο και τα λέμε μετά<»
***
42
Τετάρτη, 5 Απριλίου 2006 13. Μια αγάπη για έναν< την Αμερική γνώρισα μια μητέρα, τη Λίντια, που έχασε το αγοράκι της αν και έπασχε από την πιο ελαφρά μορφή επιληψίας: λιποθύμησε ένα μεσημέρι στο σπίτι της γιαγιάς, μετά το φαγητό, εκείνη δεν κατάλαβε και το παιδί πέθανε από ασφυξία εισπνέοντας τροφές – εισρόφηση, είπαν< Από τότε, αυτή η χαροκαμένη μανούλα, μετά τη δουλειά της (δασκάλα), τρέχει από νοσοκομείο σε νοσοκομείο για να είναι δίπλα σε γονείς με παιδιά που έχουν επιληψία. «Θέλω να τους μιλήσω για να μην πάθουν ό,τι συνέβη σε μένα. Κι όσο πιο πολλούς ενημερώνω, τόσο πιο πολύ ζωντανεύει το παιδάκι μου στην ψυχή μου και το ακούω να μου λέει, ‚Ευχαριστώ, μανούλα, ευχαριστώ!‛» Αυτός ο άνθρωπος –κάναμε πολλή παρέα– ήταν σταθμός στη ζωή μας. Μας έμαθε να κοιτάμε προς τα «έξω». Μια αγάπη μονάχα για έναν δε φελάει τίποτε, τίποτε δεν είναι για τον ίδιο αν δεν υπάρχει για όλους (παραφράζω τον ποιητή που μιλάει για ελευθερία).
***
43
Παρασκευή, 7 Απριλίου 2006 14. Έλλη μου, σ’ ευχαριστώ< Μετά την εισβολή, κι αφού κατεβήκαμε από τα κατσάβραχα όπου είχαμε καταφύγει για να γλιτώσουμε από τους Σούρκους, μας περίμενε μια άγρια ατμόσφαιρα: μας λέγανε ότι τη νύχτα οι ακροδεξιοί πυροβολούσαν αριστερούς, ότι έστηναν ενέδρες, κι έλεγαν (άκου θράσος!) ότι έπαιρναν το αίμα τους πίσω και πως, για αντίποινα, κάποιοι φανατικοί αριστεροί ξυλοφόρτωναν γριβικούς και «πραξικοπηματίες». Ο παλιάνθρωπος ο πατέρας μου, που κατά τ’ άλλα ήταν καταξιωμένος δημοκρατικός πολίτης και προοδευτικός άνθρωπος, εκείνη την εποχή κινδύνεψε μια φορά σε έναν< ποδοσφαιρικό αγώνα (έχασε η Ομόνοια και ζήτησε το λόγο από κάποιον<). Όσο για τις προεκλογικές εκστρατείες της εποχής, στη γειτονιά μας, συχνά, θύμιζαν μικρούς εμφυλίους πολέμους< Όταν ήρθε η ώρα να πάω για σπουδές στην Αθήνα, η μανούλα, κατατρομαγμένη απ’ όλα αυτά, με συμβούλεψε: «Κόρη, μεμ πάεις στα κόμματα, εν να μπλέξεις, εν να βουράς, εθ θα διαβάζεις». Η καλύτερή μου όμως φίλη (από το νηπιαγωγείο ήμασταν μαζί), με την οποία συγκατοικούσα κιόλας, ήταν στέλεχος της ΕΔΕΚ του Λυσσαρίδη. Κι ένα απόγευμα με έπεισε να πάμε σε μια συνέλευση. Εκεί μέσα ανανέωσα τις τραυματικές μου εμπειρίες. Γνώρισα αρκετούς από τους «άλλους» ομοϊδεάτες του πατέρα μου: φώναζαν, έβριζαν, απειλούσαν, «ξετί-
44
μαζαν», ξυλοφόρτωναν, βανδάλιζαν, χωρίς προφανή λόγο. Εμένα μ’ έπιασε ταχυπαλμία, όπως συνέβαινε κάθε φορά που το κτήνος ο πατέρας μου φοβέριζε ή έδερνε τη μανούλα. Αλλά πού να φύγω! Δεν ήθελα ν’ αφήσω την Έλλη μόνη της. Αλλά και να ’θελα, δε μπορούσα, αφού η «Παπαρρηγοπούλου»* ήταν φίσκα: καρφίτσα δεν έπεφτε. Κι όταν πήρε το λόγο η Έλλη, πόνεσε η ψύχη μου. Σης πετούσαν μικροαντικείμενα, την έφτυναν στα μούτρα, τη στόλιζαν με ό,τι πιο χυδαίο μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους... Εκείνη όμως συνέχισε απτόητη, μέχρι που κάποια αγριεμένη συμφοιτήτρια την πέταξε κάτω. Σην ώρα που έσκυψα να τη βοηθήσω, τη λυπήθηκα τόσο πολύ που άρχισα να κλαίω< Πρόσφατα (πριν τέσσερα χρόνια, στα βαφτίσια της κορούλας μου), όταν θυμηθήκαμε το περιστατικό, μας είπε ότι υπέμενε όσα υπέμενε εκείνο το φριχτό απόγευμα επειδή έπαιρνε θάρρος από τη δική μου συμπαράσταση. «Ποτέ δεν έπαψα να σ’ ευγνωμονώ», μας είπε συγκινημένη. Πέντε μήνες μετά, όταν η κορούλα μου αρρώστησε, η Έλλη εξαφανίστηκε. Η Έλλη των παιδικών και φοιτητικών μου χρόνων, η ηρωίδα φίλη μου, που διερρήγνυε τα ιμάτιά της για τον άνθρωπο και την Αριστερά, που ουδέποτε έχανε την ευκαιρία να με ευγνωμονεί, σαν έμαθε ότι η κορούλα μου «είναι επιληπτική», ούτε που θέλει να μας ξαναδεί< ***
*Η «Παπαρρηγοπούλοσ» είναι μια αίθοσσα τοσ κτηρίοσ της Νομικής Αθηνών.
45
Κυριακή, 9 Απριλίου 2006 15. Όταν η ελπίδα πέθαινε< Οι γιατροί στην Ευρώπη ήταν καταδικαστικοί, η κορούλα μας χειροτέρευε μέρα με την ημέρα. Βλέπαμε ότι το χάναμε το παιδί και μέσα στην απελπισία μας στραφήκαμε στην Αμερική, στο πασίγνωστο Johns Hopkins. Σο παιδονευρολογικό τμήμα του υποσχόταν θαύματα. την αρχή ανταποκρίθηκαν θερμά. Όταν όμως είδαν όλο το φάκελο τού παιδιού (το ιστορικό, τις διαγνώσεις επιφανών Ευρωπαίων γιατρών και τα τόσα φάρμακα που απέτυχαν), τότε σιγά-σιγά άρχισαν να μας κόβουνε τη φόρα, προβάλλοντας χίλια δυο γελοία γραφειοκρατικά προσχήματα. Ήταν ολοφάνερο ότι μας θεωρούσαν χαμένη υπόθεση< Όμως κάθε εμπόδιο για καλό: η αγαπημένη μου ξαδέλφη, που ζει στην Ουάσιγκτον, εντόπισε ένα κορυφαίο νοσοκομείο, τη Mayo Clinic, σε μια μικρή πόλη, το Ρότσεστερ, εκατό χιλιόμετρα νοτίως της Μινεάπολης, κοντά στα σύνορα με τον Καναδά. ύμφωνα με μια ανεξάρτητη υπηρεσία αξιολόγησης των αμερικανικών νοσοκομείων, θεωρούνταν αυθεντία «στα νευρολογικά» και μοναδικό στον κόσμο. «Τπερβολές», σκεφτήκαμε –μα δεν είχαμε κι άλλη λύση. Αμέσως είπαν «ναι», αλλά ζητούσαν μεγάλα ποσά και εγγυήσεις επί εγγυήσεων< και μετρητά δεν υπήρ-
46
χαν< Οι φανερές αποταμιεύσεις του παππού είχαν εξαντληθεί, ύστερα από δυόμισι χρόνια άδοξων περιηγήσεων στα πιο γνωστά ευρωπαϊκά νοσοκομεία. Επειδή, όμως, είμαι κυβερνητικός υπάλληλος, το κράτος ήταν υποχρεωμένο να χρηματοδοτήσει τη νοσηλεία τού παιδιού μας στις ΗΠΑ, μέχρι και του ποσού των 200.000 ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι, σε πρώτη φάση, η θεράπων ιατρός τού παιδιού (στο Μακάριο Νοσοκομείο), θα συναινούσε. Σότε ήταν που μας έφαγε η αγωνία: θα υπέγραφε, άραγε, η γιατρός να πάμε το παιδί στη Αμερική για θεραπεία; Γιατί, αν ήταν τόσο στραβόξυλο όσο την παρουσίαζαν, την είχαμε άσχημα<
***
47
Δευτέρα, 10 Απριλίου 2006 16. Διεκδικώντας κρατική βοήθεια< Η απόφαση ελήφθη: πάμε στις ΗΠΑ για όσο χρειαστεί και όσο αντέξουν τα οικονομικά μας. Τποθηκεύσαμε (δεύτερη υποθήκη) το σπίτι μας και το οικόπεδο. Βάλαμε στην άκρη 150.000 δολάρια. Να δούμε τι θα πει και η γιατρός. «Ξέρει την κατάσταση. Βλέπει ότι το πειραματικό φάρμακο, που με τόσους κόπους έρχεται από Γαλλία, δεν προσφέρει τίποτε. Αν ήταν δικό της το παιδί, τι θα έκανε;», είπε ο καλός μου και ξεκινήσαμε. Πλησιάσαμε τόσους και τόσους και όλοι μάς αποθάρρυναν: «Αποκλείεται να συνεννοηθείτε μαζί της. Είναι απρόβλεπτη, είναι προσβλητική, δε νοιάζεται, εκρήγνυται χωρίς λόγο, μπορεί να θιχτεί από την πρωτοβουλία σας<» Και τι δε μας είπανε. Όταν χτυπήσαμε την πόρτα του γραφείου της, εγώ ένιωσα ότι είχε έρθει η μέρα της Κρίσεως! Έτρεμα ολόκληρη από την αγωνία. Σα χέρια και τα πόδια μου παγώσαν, τα δόντια μου χτυπούσαν και στο πρόσωπό μου εύκολα διακρίνονταν συσπάσεις άγχους και απελπισίας. Εκείνος, ψύχραιμος, καλότροπος, ευγενικός, της έδωσε να καταλάβει ότι τη σέβεται και πως αναγνωρίζαμε το ενδιαφέρον της για το παιδί μας, ότι, επιπλέον, της ήμασταν και υποχρεωμένοι, αφού πολλές νύχτες το επισκέφτηκε στην Εντατική, αν και δεν ήταν εφημερία, και πως τώρα ζητάμε τη συμπαράστασή της, ένα παραπεμπτικό.
48
Και όχι μόνο διαψεύστηκαν οι Κασσάνδρες, όχι μόνο δεν της κακοφάνηκε που της ανακοινώσαμε την απόφασή μας να πάμε στη Mayo Clinic, αλλά αμέσως έφτιαξε και το σχετικό έγγραφο. «Η εισήγηση, δυστυχώς, θα εξεταστεί από ομάδα ανώτατων γιατρών και λειτουργών, που συνήθως το παίζουνε σκληροί και δε θα έβλαπτε κάποιος να τους προσεγγίσει<» μας προειδοποίησε και μας άνοιξε τα μάτια ταυτόχρονα. Αυτό ήταν: πέσαμε με τα μούτρα στα μέλη της επιτροπής. Αρχηγοί κομμάτων, βουλευτές της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, υπουργοί Εσωτερικών, Τγείας, Οικονομίας, έπαρχοι, διοικητές οργανισμών, γενικοί διευθυντές και υποδιευθυντές υπουργείων. ε τρεις μέρες ήρθε η απάντηση, παραλάβαμε τα σχετικά έγγραφα, επικοινωνήσαμε με τη Πρεσβεία στην Ουάσιγκτον, εστάλησαν οι εγγυήσεις στο νοσοκομείο (για νοσήλια έως και 200.000 δολάρια!), επιβεβαιώσαμε το ραντεβού για τις τόσες Μαΐου με το νοσοκομείο, βγάλαμε τα εισιτήρια, ετοιμάσαμε τις αποσκευές – μα δε μας κολλούσε ύπνος: πρώτον, γιατί έχω φοβία με τα αεροπλάνα και, δεύτερον, για το πώς στην ευχή θα ταξιδεύαμε μια ολόκληρη μέρα, με τόσες ώρες αναμονής στο Άμστερνταμ, τη στιγμή που οι κρίσεις του παιδιού ήταν ανεξέλεγκτες πια (κάθε λίγο και λιγάκι ξημεροβραδιαζόμασταν στην Εντατική) κι ένα παρατεταμένο επεισόδιο εντός του αεροπλάνου πιθανόν να του προκαλούσε «ανήκεστο βλάβη».
***
49
Τρίτη, 11 Απριλίου 2006 17. το δρόμο για τις ΗΠΑ< Να τη λένε «στρίγγλα» κι εκείνη να είναι μαζί μας άγγελος! Να τη λένε «ανάποδη» κι εκείνη να μας συμπεριφέρεται σα μεγάλη μας αδελφούλα. Να τη λένε απρόβλεπτη κι εκείνη να σκίζεται για χάρη μας! Ε, άντε στην ευχή, όλοι σας, κακοί, μοχθηροί, ζηλιάρηδες, μικρόψυχοι και τιποτένιοι συκοφάντες! (Αλλά τέτοια κοινωνία είμαστε: φτύνουμε στην ανθρωπιά και την αφοσίωση). Πώς θα ταξιδεύαμε, όμως, τόσες ώρες με το παιδί σ’ αυτή την κατάσταση; Πλήρες αδιέξοδο. Έτσι, αποθρασυνθήκαμε και την παρακαλέσαμε, αν μπορεί, να μας συνοδεύσει. «Πολύ θα ήθελα, φτάνει να με καλύψει κάποιος στις εφημερίες», μας είπε και πετάξαμε στα ουράνια! Βρέθηκε λύση και για τη φοβία μου με τα αεροπλάνα: ένα Xanax μια ώρα πριν τη πτήση κι ένα κατά τη διάρκεια, με λίγο τζιν τόνικ. Κανονική μαστούρα, δηλαδή! Σο φέις κοντρόλ στην αμερικανική Πρεσβεία δεν το γλιτώσαμε. Ούτε την ταλαιπωρία με την άθλια KLM, που άλλα υπέγραψε και τίποτε δεν έκανε απ’ όσα υποσχέθηκε (με το αζημίωτο) και όφειλε να πράξει για ένα άρρωστο μωρό τριών ετών, με νευρολογικά προβλήματα, που συνοδευόταν από γιατρό και νοσοκόμα. Δεν είχαμε πού να βάλουμε τα οξυγόνα, τα μηχανήματα, το βαλιτσάκι με τα φάρμακα<
50
Μας δώσανε, βέβαια, τη δεύτερη θέση, αλλά είχαν επιτρέψει στους άλλους συνεπιβάτες να γεμίσουν τον τόπο με μικροαποσκευές. Ακόμα και ο διάδρομος ήταν κατειλημμένος, λες και βρισκόμασταν σε επαρχιακό λεωφορείο της δεκαετίας του ’60! Και τα γαϊδούρια (πλήρωμα και συνεπιβάτες, κυρίως ξένοι) παρότι τούς εξηγήσαμε ότι επιβάλλεται να έχουμε κοντά μας τα απαραίτητα για τις πρώτες βοήθειες, μας γύρισαν την πλάτη! Με πλήγωσε η αναισθησία τους θανάσιμα< Αν και μαστουρωμένη, πήγα στην τουαλέτα κι έκλαψα γοερά< Ακριβώς μπροστά μας ήταν ένας κύριος. Σάχα ενοχλούνταν από το παιδί –που άγγιζε μερικές φορές με το πόδι απαλά τη θέση του– και, συχνά χωρίς λόγο, σήκωνε το χέρι του πάνω από το κεφάλι και χτυπούσε το προσκέφαλό της θέσης του, νεύοντάς μας: «ιωπή!» Εγώ ντρεπόμουνα ν’ αντιδράσω, αλλά κι αυτός δεν έπρεπε να δείξει λίγη κατανόηση, αφού ήξερε ότι το παιδί μας ήταν άρρωστο; Απ’ τα πολλά, η κορούλα μου τσαντίστηκε, ανασηκώνεται, κάνει λίγο μπροστά και τον πλακώνει στις σφαλιάρες! (ου λέει, αφού χτυπιέται μόνος του, ας τον< βοηθήσουμε!) Εμείς δαγκώναμε τα χείλη μας από ντροπή, αλλά και για να πνίξουμε το λυτρωτικό γέλιο μας! Εκείνος τρομοκρατήθηκε κι ούτε που διανοήθηκε να μας ξαναπαρατηρήσει! Κάθε φορά που το θυμόμαστε, σκάμε στα γέλια. Κι απ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο<
***
51
Τετάρτη, 12 Απριλίου 2006 18. Ο μπαμπάς που δεν είχα< υχνά ο πατέρας απουσίαζε τα μεσημέρια, είτε γιατί θα γυρνούσε με κάποια φιλενάδα είτε γιατί κάπου μπεκρόπινε ως συνήθως. Και η μαμά, για ν’ αποφύγει τις μετέπειτα εκρήξεις του, μ’ έπαιρνε νωρίς το απόγευμα και φεύγαμε από το σπίτι να γλιτώσουμε. Κόβαμε βόλτες σαν την άδικη κατάρα μέχρι ν’ ανοίξουν οι κινηματογράφοι και να χωθούμε κάπου να κρυφτούμε από την οδυνηρή πραγματικότητα, να ονειρευτούμε η καθεμιά ό,τι δεν είχαμε στο σπίτι μας: εκείνη, την ελκυστική εκδοχή τού άντρα γυναικά, κι εγώ έναν καλό μπαμπά. Σο «Όσα παίρνει ο Άνεμος» ήταν το ευαγγέλιό μας. Σο βλέπαμε ακόμα κι όταν οι κόπιες ξεθώριασαν ολότελα, ακόμα κι όταν προβαλλόταν σε κάτι ξεπεσμένους κινηματογράφους που μύριζαν κλεισμάρα και που είχαν μπαγιατέψει (για τον πολύ τον κόσμο) κι αυτοί και η ταινία. Η μανούλα είχε ταυτιστεί με τη κάρλετ, που μέσα στην απόγνωσή της, αφού είχε χάσει γονείς και περιουσία κι είχε σκοτώσει αμυνόμενη έναν στρατιώτη, ορκιζόταν: «Θα κάνω τα πάντα στη ζωή μου για να μη ξαναπεινάσω, για να μην ξαναυποφέρω!» Έπαιρνε θάρρος, η μανούλα, για ν’ αντιμετωπίσει την επόμενη μέρα, ή μάλλον για ν’
52
αντέξει τα βρισίδια και επόμενης ημέρας.
τους ξυλοδαρμούς τής
Εγώ προτιμούσα να ’μαι το νεκρό παιδάκι τής κάρλετ και του Ρετ, που σαν πέθανε το έκλαιγε μέρα-νύχτα και δεν άφηνε κανέναν να το θάψει. Αφού δεν είχα στη ζωή έναν καλό μπαμπά να μ’ αγαπά, σκέφτηκα πως ίσως τον έβρισκα νεκρή. Ήθελα να πεθάνω για να τον κάνω να με κλάψει από αγάπη, να με τυλίξει στα χέρια του ζεστά και τρυφερά, όπως δεν έκανε ποτέ. Κι έτσι να ζήσουμε αιώνια: εκείνος πάνω από το νεκροκρέβατό μου κι εγώ στην αγκαλιά του, αγγελουδάκι ευτυχισμένο<
***
53
Τρίτη, 18 Απριλίου 2006 19. Από τους εφιάλτες στον Παράδεισο< Είναι, λέει, δυο γιατροί και τρεις νοσοκόμες πάνω από την κορούλα μας που δεν είχε χρονιάσει ακόμα. «Κρατήστε τη γερά μη σας ξεφύγει και της κάνω ζημιά!», προστάζει ο γιατρός που ετοιμάζεται με μια σύριγγα να τρυπήσει τη σπονδυλική της στήλη. Με τρεμάμενα χέρια και σκισμένη ψυχή, της χαϊδεύω το μαγουλάκι, κι ενόσω με κοιτάζει στα μάτια, τα ουρλιαχτά της φτάνουν στον ουρανό. Όπως κάθε νύχτα, έτσι και χτες ξύπνησα ιδρωμένη, με το μαξιλάρι μουσκεμένο από δάκρυα, με το σπαραχτικό της κλάμα ν’ αντηχεί ακόμα στ’ αφτιά μου και με το απαρηγόρητο παράπονο στο νου: αφού εκείνη η παρακέντηση (στη Λευκωσία) ήταν αχρείαστη, γιατί την έκαναν στο παιδάκι μου που ήταν ήδη τόσο βασανισμένο; Γιατί; Ο άλλος εφιάλτης άρχισε μετά τον πρόσφατο θάνατο τής μανούλας: Είμαι, λέει, έξω από το σπίτι, μακριά, και η κορούλα μου στο κρεβατάκι της σπαράσσει, όπως τότε στην παρακέντηση, κι εγώ τρέχω, τρέχω να τη φτάσω, να τη βοηθήσω, αλλά η απόσταση μεγαλώνει κι όσο πλησιάζω τόσο περισσότερο αργώ. Με τα πολλά φτάνω στο κρεβατάκι της, την αγκαλιάζω, «Μη κλαις κορούλα μου», της λέω, ηρεμεί. Πλησιάζω το προσωπάκι της< και τι βλέπω; τη μανούλα μου που αργοπέθαινε από τον καρκίνο<
54
Κάποτε αυτοί οι δυο εφιάλτες σμίγουνε και ξυπνώ με ταχυπαλμία και κρίση πανικού. υνέρχομαι κάπως στην αγκαλίτσα του μπαμπά μας: «Δεν είναι τίποτε, καλή μου, πέρασε πια ο εφιάλτης, πέρασε, δε θα ξανάρθει», ψιθυρίζει τρυφερά, προσέχοντας μη ξυπνήσει την κορούλα μας. (Κοιμόμαστε όλοι μαζί. Πρέπει, γιατί έτσι και πάθει κάποιο επεισόδιο στον ύπνο της και δεν το πάρουμε χαμπάρι<) Αυτό το βασανιστήριο που της έκαναν στη Λευκωσία δε θα το ξεπεράσω ποτέ, ειδικά μετά που είδα (στη Mayo Clinic) πώς πρέπει να γίνεται μια παρακέντηση. Εκεί ο εξαίρετος γιατρός μας –και σπάνιος άνθρωπος– μας ανέλυσε διεξοδικά την αναγκαιότητα των γενετικών εξετάσεων στη διερεύνηση των «χι» και «ψι» συνδρόμων. Όταν είδε ότι έχασα το χρώμα μου, με άγγιξε απαλά στην πλάτη και χαμογελώντας στοργικά με καθησύχασε: «Και στην κόρη μου, αυτό θα έκανα. Να μην ανησυχείτε καθόλου, δε θα νιώσει τίποτε το παιδί. ας το υπογράφω». Μια ώρα πριν, της έδωσαν ένα χαπάκι, με σκοπό να διαγραφεί από τη μνήμη της τυχόν αρνητική εμπειρία, αν προέκυπτε. Απλώσανε και μια ειδική αλοιφή (τοπική αναισθησία) στη σπονδυλική της στήλη. Μπήκαμε στο εργαστήριο (χάρμα οφθαλμών) που έμοιαζε με καμπίνα διαστημοπλοίου. Έκατσε η κορούλα μου μπροστά σε μια επίπεδη οθόνη με το αγαπημένο της DVD. Από αριστερά, εγώ της κρατούσα το ένα χεράκι και, από δεξιά, το άλλο χεράκι το κρατούσε η νταντά και νοσοκόμα της (η δεύτερη μαμά της εδώ και τρία χρόνια). Η κορούλα μας να βλέπει Μπάρνι και να γελά, στην πλατούλα να μη νιώθει τίποτε κι εμένα να με στηρίζει
55
ειδική ψυχολόγος του νοσοκομείου προκειμένου να μη μεταβιβάσω την τραυματική μου εμπειρία και αγωνία στο παιδί που καθ’ όλη τη διάρκεια της επέμβασης διασκέδαζε αμέριμνο! Μπορεί στον ύπνο μου να βλέπω την Κόλαση, όταν όμως ξυπνώ ευγνωμονώ τον Παράδεισο της Mayo Clinic: από την Κόλαση τής νύχτας στον Παράδεισο της ημέρας. Λίγο είναι;
***
56
Παρασκευή, 21 Απριλίου 2006 20. Εικοστή πρώτη Απριλίου – Ακόμα κρατάει η σταύρωση< Εγώ έζησα το πραξικόπημα τής 21ης Απριλίου λίγα χρόνια< αργότερα, τον Ιούλιο του ’74, στη Μόρφου, αλλά δεν καταλάβαινα και πολλά: «Κάποιος σκότωσε, χτες τη νύχτα, το Γιαννή!» –«Μα τι τους έκαμε, ήταν καλός άνθρωπος.» Και λίγες μέρες μετά, προτού καταλάβουμε καλά-καλά τι έγινε< «Οι σειρήνες, οι σειρήνες, τρέξτε!» «Να τρέξουμε, αλλά προς τα πού, παντού αεροπλάνα, και στη Λευκωσία και στον Πενταδάκτυλο». «Σρέξτε προς το βουνό<» Και τρέχαμε και τρέχαμε, ώρες ατελείωτες σε δρόμους πυρακτωμένους, σκονισμένους, με δίχως επιστροφή< Η ψυχαναλύτριά μου επιμένει πως τα περισσότερα υποσυνείδητα τραύματά μου βρίσκονται εκεί, τότε που τρέχαμε με τη μανούλα από το σπίτι για το Σρόοδος. Εμείς τουλάχιστον προλάβαμε και πήραμε τις παντόφλες μας, αλλά εγώ ήμουνα μικρή και δεν άντεξα για πολύ το περπάτημα και με πήρε αγκαλίτσα η μανούλα, και να σέρνει και τον αδελφούλη μου στα κατσάβραχα, και να παρακαλάει τα διερχόμενα αυτοκίνητα, που τρέχανε σαν τρελά, να πάρουν τουλάχιστον το ένα το παιδί, αλλά ο αδελφός μου δεν ήθελε να πάει μαζί τους κι εγώ είχα κολλήσει επάνω της κατατρομαγμένη από τις φωνές που ακούγαμε, τα ασθενοφόρα που περνούσαν, τους αλεξιπτωτιστές που
57
έγιναν άγγελοι θανάτου για πολλούς< Κι ο πατέρας μου ως συνήθως φευγάτος. Κάπου θα μπεκρόπινε πάλι< ιγά-σιγά γέμισε η δημοσιά κατατρομαγμένες ψυχές, άλλοι κρατούσαν στα χέρια τους ένα και δυο παιδιά, κι όσοι πήρανε μαζί τους εικονίσματα, στο τέλος τα εγκατέλειπαν στην άκρη του δρόμου, γιατί πόση ώρα να τα κουβαλάς στα χέρια μες στη ζέστη; Και νερό πουθενά! Θυμάμαι σαν όνειρο και εφιάλτη μαζί: «Διψάω μανούλα», της έλεγα. «ε λίγο, κόρη μου, σε λίγο, φτάνουμε<» Και τώρα που έφυγε η μανούλα στεναχωριέμαι που την πίεζα συνεχώς για νερό και δεν είχε και πονούσε και πάντα μου το ’λεγε: «Έπρεπε, έπρεπε να πάρω λίγο νερό μαζί μου< τότε<» Για μερικές ψυχές ακόμα κρατάει η σταύρωση<
***
58
Σάββατο, 22 Απριλίου 2006 21. Πέρσι το Μεγάλο άββατο< Πέρσι, πήγαμε όλοι οικογενειακώς στην εκκλησία, και ο καλός μου και η μανούλα και ο αδελφούλης και η κορούλα μου, όλοι μας με την ανομολόγητη έγνοια να προσευχηθούμε (εκείνοι περισσότερο, γιατί πιστεύανε) για το παιδί που είχε πάρει κατήφορο και δεν ξέραμε αν θα προλαβαίναμε ζωντανοί το ραντεβού στην Αμερική< το «ω γλυκύ μου έαρ» άντεξα, αν και ηχούσε αβάσταχτα ειρωνικά στ’ αφτιά μου, αφού εκείνη η άνοιξη ήτανε πιο πικρή από κάθε άλλη< το «γλυκύτατόν μου τέκνο», με πήρε το παράπονο, μα κανείς δε με κατάλαβε, καθώς όλοι τους ήτανε βουτηγμένοι στη δική τους συντριβή< Εκεί που δεν άντεξα πια ήταν στο «Πού έδυ σου το κάλλος». Ευτυχώς, πρόλαβα κι έδωσα το παιδί στον άντρα μου< Θα μπορούσα να πάω και φέτος στην εκκλησία, αφήνοντας κάποιον να προσέχει την κορούλα μου. Αλλά δεν τόλμησα< Άλλωστε «φύγανε» και δυο αγαπημένοι μου< Σι να κάνω εκεί σχεδόν μόνη< Αυτό το Πάσχα, αυτό το φετινό Πάσχα κι αυτή η άνοιξη, μου φαίνονται κάπως σαν τον μουντό καιρό που απλώνεται πάνω από τη Λευκωσία σήμερα. Δεν ξέρεις τι νιώθει. Από τη μια η φύση παντού χαμογελά,
59
αλλά τα βλοσυρά, θάλασσα χαίρονται, λείπει<
σύννεφα είναι εκεί σκοτεινιασμένα και βλέπουν το φως των λουλουδιών, μια πολύχρωμης ζωής, μα δε γελούν, δε δεν τραγουδούν, κάτι τούς λείπει, κάτι μάς
Φριστός Ανέστη, μάμμα! Φριστός Ανέστη, αδελφούλη! Αναστήθηκε η κορούλα μας!
***
60
Πέμπτη, 27 Απριλίου 2006 22. τη φίλη μου Κ. και στην κορούλα της Μ.
Απεγνωσμένη συμπαράσταση Καλού κακού θα κρατώ στο χέρι τριαντάφυλλα ανθισμένα, γιατί δε θέλω να ξεχάσω πως είμαστε πεταλούδες θνητές από σκόνη καμωμένες κι όταν θα σε βλέπω να κλαις, με το μάγουλο θα ξεριζώνω τα αγκάθια να σου προσφέρω στην ψυχή ροδόσταμο με αγάπης αίμα κι όταν σε βλέπω να γελάς με ροδοπέταλα θα ραίνω την πνοή σου κι ας είναι η χαρά μας ψέμα.
τη φίλη μου Κ. και στην κορούλα της Μ., που αύριο το πρωί μπαίνει στο χειρουργείο για τρίτη φορά – καρκίνος στον εγκέφαλο<
***
61
Παρασκευή, 28 Απριλίου 2006 23. Όαση στην ερημία< Μεγαλώσαμε στη στέρηση. Σην ένιωθα παντού γύρω μου. Μόλις που τα βγάζαμε πέρα. Γιατί, δεν έφτανε που είχαμε χάσει τα πάντα και ξεκινήσαμε στον προσφυγικό καταυλισμό τη ζωή από το μηδέν, έπρεπε η μανούλα να πληρώνει και τα χρέη που είχαμε κάνει για το σπίτι, το οποίο όμως τώρα δεν είχαμε< Οι έξυπνοι και οι κομματάρχες δεν πλήρωναν μία, κι έτσι, όταν πολύ αργότερα χαρίστηκαν τα προ του ’74 δάνεια, εμείς ήμασταν από τους ελάχιστους που τα είχαμε ξοφλήσει! «Αξίζει η τιμιότητα, κόρη μου, αξίζει, ακόμα κι όταν χάνεις», μονολογούσε η μανούλα. (Να το πίστευε άραγε;) Εμείς, λοιπόν, επί σειρά ετών τη βγάζαμε με τα άκρως απαραίτητα. Και αυτά πολλές φορές μάς έλειπαν. Πού λεφτά για παιχνίδια και κούκλες! Μια μέρα όμως η μανούλα με πήρε αποφασιστικά από το χέρι και πήγαμε στα μαγαζιά. Έμεινα άφωνη! «Κάπως έτσι θα είναι ο Παράδεισος», σκέφτηκα, αγκαλιάζοντας με τα μάτια μου όλα εκείνα τα αμέτρητα παιχνίδια, τους χαμογελαστούς ανθρώπους και τα τρισευτυχισμένα παιδάκια που πηγαινοερχόντουσαν. «Διάλεξε, κόρη μου, και πάρε ό,τι σου αρέσει!» πρόσταξε τρυφερά η μανούλα. Σην καρδιά μου την είχε κλέψει μια μεγάλη, αγγελικά πανέμορφη, ξανθιά κούκλα, μα δεν είχα το κουράγιο
62
να τη ζητήσω. «Εθ θέλω τίποτε, μάμμα», της είπα. «Άλλη φορά». Εκείνη όμως κατάλαβε< Είναι μια Μπάρμπι που την έχω ακόμη πάνω στο γραφείο και με κοιτάζει με ξεθωριασμένα μάτια και ταλαίπωρα ρούχα. Αν όμως την προσέξεις καλά, νιώθεις ακόμα και σήμερα να ζωντανεύει πίσω από τα μαλλιά της όλο εκείνο το ευτυχισμένο και βουερό ανθρωπομελίσσι που το ’χω φυλαγμένο στο μυαλό, σαν όαση στην ερημία των παιδικών μου χρόνων.
***
63
Δευτέρα, 1 Μαΐου 2006 24. Αυτή η βδομάδα είναι κάπως δύσκολη< Από σήμερα μέχρι και την ερχόμενη Κυριακή μπαίνουμε σε μια φάση πολύ δύσκολη. Ήδη το παιδί δε νιώθει και τόσο καλά. Σην περασμένη βδομάδα κάναμε ένα (απαραίτητο) εμβόλιο για τις παιδικές ασθένειες –για ευνόητους λόγους το είχαμε καθυστερήσει αρκετά. υνήθως, λίγες μέρες μετά, έρχονται κάποιες ήπιες παρενέργειες για τα υγιή παιδιά. Για το δικό μας όμως, όπως και για όλα τα παιδάκια που πάσχουν από βαριά επιληψία, ενδέχεται οι παρενέργειες τού εμβολίου (υψηλός πυρετός κλπ.) να πυροδοτήσουν γενικευμένα επιληπτικά επεισόδια< Εν τω μεταξύ, έχουμε ξεμάθει τόσους μήνες χωρίς επιληπτικές κρίσεις. Πρωί-πρωί λοιπόν, πήγα δίπλα στο «πλέι ρουμ», όπου βρίσκεται το ειδικά διαμορφωμένο δωματιάκι με τις πρώτες βοήθειες: ειδικό κρεβατάκι, οξυγόνο που φιλτράρεται στο απεσταγμένο νερό, «σάξιον» – το μηχάνημα που ρουφάει τυχόν σάλια και εμέσματα και «διατηρεί την αναπνευστική οδό ελεύθερη». Όλα δουλεύουν ρολόι. Από το άββατο προμηθεύτηκα και υπόθετα Valium, για την καταστολή των μεγάλων επεισοδίων (το Valium/Stesolid ηρεμεί τον εγκέφαλο), όπως και ισχυρά αντιπυρετικά. Ο καλός μου ετοίμασε τις πρώτες βοήθειες στο αυτοκίνητο, όπου έχουμε παρόμοια
64
εργαλεία – αν περιμέναμε από τα ασθενοφόρα να σώσουν το παιδί, θα ’χε πεθάνει εκατό φορές μέχρι σήμερα< Σι άλλο ξέχασα. Α, ναι, το πιο σημαντικό: να είμαι ψύχραιμη, να μην πανικοβληθώ, ως συνήθως, να μη χάσω τη φωνή μου ξανά, γιατί τώρα δεν έχω ούτε τη μανούλα ούτε τον αδελφούλη που τρέχανε για μένα. Σώρα είμαστε μόνοι, εκείνος κι εγώ. Εκείνος θα οδηγεί, εγώ μόνη μου πια, στις πίσω θέσεις, θα πρέπει να κάνω τις σωστές κινήσεις και ταυτόχρονα από τηλεφώνου να κινητοποιήσω παιδιάτρους με πείρα, γιατί στην περίπτωση που δεν πιάσει το Stesolid, θα πρέπει να χορηγηθεί Valium ενδοφλεβίως στο νοσοκομείο – κι αν έχουμε εκεί πεπειραμένο παιδίατρο να μας περιμένει, δε θα χρειαστεί να χιλιοτρυπήσουν τα χεράκια και τα ποδαράκια της κορούλας μας, όπως εκείνο το βράδυ<
***
65
Τετάρτη, 3 Μαΐου 2006 25. Όταν απαρνήθηκα, για λίγο, τη μανούλα< Πάντα με θυμάμαι ντροπαλή, λες και γεννήθηκα με το γονίδιο της αυθόρμητης συστολής. Όταν μάς καλούσαν φίλοι και συγγενείς σε γάμους, γενέθλια, βαφτίσια και γιορτές, έβλεπα τους άλλους που τρώγανε τόσες και τόσες λιχουδιές κι εγώ τίποτε. «Υάε κάτι, κόρη μου», επέμενε η μανούλα. «Μετά, μετά<», τής έλεγα. Αλλά πού; Με άφηνε η ντροπή ν’ απλώσω; Λες κι ένα αόρατο χέρι με κρατούσε μακριά και μια ψιθυριστή φωνή μού θύμιζε συνεχώς πως δεν έπρεπε, πως είναι κακό ή πως δεν αξίζω εγώ τέτοιες χαρές < Κι όμως, μέσα μου έλιωνα από επιθυμία να γίνω κι εγώ ένα με τους άλλους, να μη διαφέρω, να γεύομαι τα φαγητά και τα γλυκά, τα αστεία και τα καμώματα, τα πειράγματα και την ανεμελιά τους. Σίποτε όμως από αυτά δε μου έβγαινε φυσικά. Σο παράξενο ήταν που κανείς δε μου έλεγε και κακή κουβέντα και όλοι μ’ αγαπούσαν χωρίς να κάνω τίποτε απολύτως για κείνους< Να είχα άραγε κερδίσει την αποδοχή τους επειδή φοβόμουνα και ντρεπόμουνα ακόμα κι ένα γλυκό να φάω; Και τ’ αγόρια και τα κορίτσια με θέλαν στην παρέα τους κι ας παρέμενα δίπλα τους σιωπηλή και «ώριμη», δίχως να συμμετέχω στα παιχνίδια και χωρίς να ενοχλώ κανέναν. Πάντα όμως χαμογελούσα σε όλους, όλους τούς αγαπούσα. Άλλωστε ένιωθα πως τους χρωστούσα χάρη που με θέλανε δίπλα τους και που
66
μου επέτρεπαν έστω και να τους βλέπω να παίζουν και να διασκεδάζουν. Και η μεγαλύτερη χαρά μου ήταν όταν ολόψυχα με παρότρυναν: «Έλα, έλα να παίξεις κι εσύ», κι ας μη πήγαινα, κι ας απαντούσα, ως συνήθως, «Μετά, μετά<» Μια μέρα, αιφνιδιάστηκα σαν είδα στον καθρέφτη πόσο διέφερα από τα αγόρια. Και, πολύ καιρό αργότερα, ντράπηκα αφάνταστα που ήθελα να βρεθώ στην αγκαλιά του και να νιώσω την αντρίκια στοργή του, που και μόνο η ιδέα της ηλέκτριζε κάθε σπιθαμή τού κορμιού μου και ξεσήκωνε ρίγη ανείπωτα στη ραχοκοκαλιά μου. «Φριστέ μου! Σι ντροπή!», κρυφομονολογούσα, κι αμέσως άνοιγα τη μουσική δυνατά ή έπαιρνα ένα βιβλίο να ξεχαστώ. Όσο περισσότερο τον σκεφτόμουνα, τόσο πιο πολύ ρίζωνε μέσα μου η ενοχή που με παρέλυε: αισθανόμουν ότι πρόδιδα την αγκαλιά της μανούλας, την αγάπη της, τα φιλιά της. Κι όσο περισσότερο φούντωνε μέσα μου η επιθυμία να τον δω, να του μιλήσω, να χορέψουμε, τόσο πιο πολύ ξέπεφτε μέσα μου η συγκίνηση της μητρικής στοργής, που δε μου χρειαζόταν τώρα πια όσο πριν, και που ευχαρίστως θα την απαρνιόμουνα για χάρη των φιλιών του, τής αγκαλιάς του, του κορμιού του< Σον έβλεπα στα όνειρά μου να περπατάμε μαζί στην παραλία χέρι-χέρι, να κολυμπάμε μαζί γυμνοί, και ξυπνούσα από ντροπή και ενοχές. «Δεν είν’ αυτά για μένα, εγώ είμαι καλό κορίτσι, δεν πρέπει να σκέφτομαι τέτοια πράγματα, κι αν το μάθει η μαμά, τι θα νιώσει για μένα, για τη μοναχοκόρη της, δεν είναι σωστό, δεν πρέπει<» Και το πρωί, που δεν την κοιτούσα στα
67
μάτια, ρωτούσε με αγωνία: «Σι έχεις, κορούλα μου, τι σου συμβαίνει;» Σι να της έλεγα< Μόνο όταν την είδα να κλαίει στο γάμο μου, από χαρά, έφυγαν από μέσα μου μεμιάς όλες οι ενοχές. «Μακάρι, κόρη μου, να μ’ έπαιρνε τώρα ο Θεός, τώρα που σε βλέπω τόσο ευτυχισμένη!» μου σιγανοψιθύρισε εκείνη τη μέρα, κι εγώ αμέσως την έσφιξα στην αγκαλιά μου, όπως τότε που ήμουνα παιδί, και ξανάνιωσα, όπως τότε που ήμουνα κορούδα, εκείνη την πρώτη στοργή που για λίγα χρόνια είχα απαρνηθεί.
***
68
Πέμπτη, 4 Μαΐου 2006 26. Η λαδιά Αν και μάθαινα για τις σχέσεις του από την Κική, ωστόσο δεν ένιωθα πολύ άσχημα. Άλλωστε, ποτέ δε με είχα σε ιδιαίτερη εκτίμηση. Σόσα πανέμορφα κορίτσια γύρω του, εμένα θα κοίταζε; Πάλι καλά, δηλαδή, που με ήθελε και για φίλη του. Εκείνη τη χρονιά, όμως, είχαμε χαθεί εντελώς (ούτε τα Φριστούγεννα ούτε το Πάσχα ανταμώσαμε) κι είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δε με ήθελε πια ούτε και για φίλη του! Γι’ αυτό πέταξα στα ουράνια όταν μέσα στο κατακαλόκαιρο ήρθε η ξαδέλφη μου η Κική και μου είπε πως μας κάλεσε στα γενέθλιά του, όλη την παλιά παρέα – και ειδικά εμένα! Από τη χαρά μου, μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι του, μου είχε κοπεί η ανάσα τουλάχιστον δέκα φορές. Δε μπορούσα πια να το κρύβω άλλο από τον εαυτό μου: ο εφηβικός μου έρωτας παρέμενε έρωτας σφοδρός και στην πρώτη μου ώριμη νιότη! Μόλις με είδε, έτρεξε και μ’ αγκάλιασε σφιχτά και δε μ’ άφηνε! Παναγιά μου, πόσο ταράχτηκα! Σόσο κοντά, τόσο τρυφερά, τόσο ερωτικά< Σι να έκανα; Αφέθηκα κι εγώ στην αγκαλιά του και στα δήθεν αυθόρμητα και φιλικά, αλλά ωστόσο θερμά, φιλιά του. Ο Αύγουστος μάς βρήκε στην παραλία της Λάρνακας και ο επτέμβρης πάνω σε μια μηχανή να τρέχουμε ξέγνοιαστα πότε στα βουνά και πότε στις πεδιάδες.
69
Μάθαινε διακριτικά η μανούλα και χαιρότανε< Μα, όπως λέει και το τραγούδι, «ήρθε ο< χειμώνας ο κακός / και σκόρπισε η τρελή παρέα». Πριν καλά-καλά βγει ο επτέμβρης, εξαφανίστηκε. Ούτε την άλλη, ούτε την παρ΄άλλη, ούτε μετά από μια βδομάδα έδωσε σημεία ζωής – και ήρθαν τα άσχημα μαντάτα από την Κική (ήταν γειτόνισσά του): «Φτες τον είδα που μιλούσε μαζί της και σήμερα το πρωί δυστυχώς τούς είδα να πίνουν καφέ, πάλι μαζί. Είχε το θράσος να με καλέσει να καθίσω μαζί τους, να με κεράσουν καφέ! Σους κοίταξα πολύ άγρια κι ελπίζω το ζώον να κατάλαβε<» Σο ίδιο το βράδυ έπεσα τού θανατά. Ο γιατρός μού σύστησε ξεκούραση, αντιβίωση, αντιπυρετικά και κομπρέσες χλιαρές στο μέτωπο μέχρι να πέσει ο πυρετός. Η μανούλα έκανε πώς δεν ήξερε (για να μην πικραθώ και με τη στεναχώρια της) και επινοούσε χαζά αστεία και γελούσε με το ζόρι προσπαθώντας, η καημένη, κάπως να γλυκάνει το βάσανό μου. Μα εγώ κάθε μέρα μαράζωνα όλο και περισσότερο. Σιμωρούσα τον εαυτό μου, γιατί του είχα δοθεί ολόψυχα. Σον είχα εμπιστευτεί και τον είχα ερωτευτεί παράφορα, και τώρα< Όμως συνεχώς, μέσα μου, τον δικαιολογούσα: «Έχει δίκιο ο άνθρωπος, για πλάκα ξεκινήσαμε, κανείς μας δε δεσμεύτηκε<» Και τότε ξεσπούσα σε λυγμούς μέχρι πρωίας. Περίμενα, όμως, πρώτα να κοιμηθεί η μανούλα – σιγά μη κοιμότανε< ε λίγες μέρες τηλεφώνησε. Εγώ όμως το είχα αποφασίσει: τέλος! Με ξεψυχισμένη φωνή επανειλημμένα τον απέφευγα: «Άλλη μέρα, τώρα έχω δουλειά». Μέσα μου βέβαια πέθαινα από καημό, αλλά
70
είχα αποφασίζει να σώσω κάτι από την πληγωμένη μου περηφάνια< Όμως, λίγες μέρες μετά, με επισκέφτηκε με την Κική (τον σωτήρα μου!) και τα βρήκαμε μια και για πάντα! Επειδή ξέρει ότι (εξαιτίας τού χαρακτήρα και της κατάθλιψής μου) υποφέρω από θανάσιμη έλλειψη αυτοεκτίμησης, συνεχώς ψάχνει και βρίσκει αφορμές για να τονώνει την αυτοπεποίθησή μου: «Εκείνη τη μέρα ήσουν πανέμορφη», επιμένει μειδιώντας. «Μα είχα τα μαύρα μου τα χάλια», αντιλέγω με ειλικρίνεια. «Ήσουν όμως ιδεώδης εν τη θλίψη σου!» με καλοπιάνει, κι εγώ, αντίς να του θυμώσω, τον λατρεύω όπως πριν κάνει τη λαδιά<
***
71
Παρασκευή, 5 Μαΐου 2006 27. Κάποτε θέλησα ν’ αλλάξω τον κόσμο< Ήμουνα και δεν ήμουνα δεκαοχτώ χρονών, όταν είπα για πρώτη φορά «θέλω ν’ αλλάξω τον κόσμο» κι αμέσως άρχισα να συντάσσω τη δική μου «Πολιτεία» που θα εξασφάλιζε αγάπη, ισότητα και αλυπία (αλύπη). το πρώτο άρθρο τού συντάγματος τής «Πολιτείας» μου, θεοποιούσα τον έρωτα: κάθε ψυχή οφείλει να έχει ένα βωμό μες στην καρδιά της και, μόλις χαράζει, προτού κινήσει τον κόσμο να απαντήσει, να θυσιάζει φθόνο, ζήλια, ιδιοτέλεια και αρπαγή. Κι ύστερα να φωνάζει τρεις φορές υψώνοντας τα χέρια στα ουράνια: «Θεέ μας Έρωτα, σε προσκυνώ και στήλη άλατος να γινώ αν σήμερα δε νιώσω αγάπη μέσα μου, αν δεν αγκαλιαστώ με άντρες, γυναίκες και παιδιά κι αν δε φιλήσω με στοργή τα μάτια τους, ευχόμενη στ’ αλήθεια καλή τους μέρα». το δεύτερο άρθρο, όριζα πως τα σχολειά είναι αχρείαστα και ότι από δω και πέρα μονάχα ένα σχολείο χρειαζόμαστε: τη γνήσια συναναστροφή και τη συζήτηση στην αγορά, στις πλατείες, σε χωριά, πόλεις και πολιτείες, μια ατέρμονη κουβέντα, όπου ο καθένας μας θα περιμένει τη σειρά του (στην παρέα του) να μιλήσει και δε θα νοιάζεται τόσο γι’ αυτά που λένε οι άλλοι, παρά μονάχα για το πώς μιλάνε, αν είν’ τα λόγια τους σπαθιά ή ευωδία, αν στάζει η γλώσσα
72
τους οξύ ή παρηγόρια, αν κρύβει η σκέψη τους έγνοια για τον άλλον ή αδιαφορία. Όμως, εκείνο τον καιρό, συνέπεσε να ταραχτώ από μιαν αγάπη άγονη, κι όταν μαθεύτηκε πως εκείνος κάποιαν άλλη είχε στο νου του, ένιωσα την «Πολιτεία» μου να γκρεμίζεται με πάταγο. τους βωμούς μου τώρα θυσίαζα αγάπη και ήθελα τον κόσμο σιωπηλό για πάντα, μη τύχει κι ακουστεί τι ένιωθα και με ρωτήσει κάποιος γιατί έχω μέσα μου οργή, κακία και μίσος. Σότες άρπαξα μεμιάς την «Πολιτεία» μου και χίλια κομμάτια έκαμα τα άρθρα της κι έδωσα την υπόσχεση, πρώτα ν’ αλλάξω εγώ κι ύστερα, για τον κόσμο, βλέπουμε<
***
73
Δευτέρα, 8 Μαΐου 2006 28. Για τη σύγκριση Ευρωπαίων και Αμερικανών επιστημόνων ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΟΤ ΥΙΛΟΤ ΜΑ ΛΕΤΣΕΡΗ Κ. Αγαπητή Κυρία, Παρακολουθώ (μέσω της γυναίκας μου, η οποία σάς απέστειλε σχετικό e-mail) την περιπέτειά σας και μπορώ να καταλάβω τον πόνο σας, επειδή υπήρξα κι εγώ κάποτε ομοιοπαθής. Εξαιτίας άλλης ασθένειας. Η σύγκριση, νομίζω, που κάνετε μεταξύ Ευρωπαίων και Αμερικανών χρειάζεται κάποιο σχολιασμό. Έχει βαθιές ρίζες ο Διαφωτισμός στην Ευρώπη και το καρτεσιανό ergo για τους Ευρωπαίους σπάει τα κόκαλα της όποιας αισιοδοξίας. Νομίζω ότι είναι και μια αντίληψη και φιλοσοφία ζωής. Εκτός από τον αδιέξοδο αγώνα, και πέρα απ’ αυτόν και πάνω απ’ αυτόν, υπάρχει η λύτρωση και το Αξιοπρεπές όριο. Επιτέλους, το Σέλος. ΑΠΟ ΣΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΙΑ: Η αμερικανική αντίληψη με την ενθάρρυνση του Don’t give up δίνει ένα μήνυμα αισιοδοξίας. Όχι άτοπης όμως! Αλλά, συνδυασμένη με αυτόν τον ακαταπόνητο –έστω και δολαριολάγνο– πειραματισμό, αφήνει περιθώρια και ελπίδες για τη Νίκη και τη ωτηρία. Η ευρωπαϊκή αντίληψη είναι αποφασισμένη να σεβαστεί τα φυσικά όρια και να μην τα παραβιάσει. Η
74
αμερικανική, ίσως και λίγο τυχοδιωκτικά, φλερτάρει με την ουτοπία και την προκαλεί ανοιχτά. Λίγο ενδιαφέρει εάν αυτό γίνεται από κερδολατρία. Σο περιθώριο του Θαύματος, ΕΔΨ υπάρχει. την Ευρώπη, όχι! Και η ουτοπία είναι πάντοτε μια πρόκληση και ένα κίνητρο όχι μόνο για να γυμνάσουμε τις διαθεσιμότητές μας ή να δαπανήσουμε τα ψυχικά μας αποθέματα, αλλά και για να αναμετρηθούμε με το Αδύνατο. Που στην περίπτωση των Αμερικανών αναζητείται από την έρευνα, έστω την ιδιοτελή, τόσο έντονα όμως ιδιοτελή που να προκαλεί το Αδύνατο και, ενίοτε, τελικά να το ΚΑΣΑΣΡΟΠΨΝΕΙ! Η ελπίδα μου στηρίζεται στην πολεμοκάπηλη Αμερική, την τόσο αντιφατική, που καθημερινά σκορπίζει Θάνατο πλανητικά, αλλά που από την άλλη βάσιμα κυνηγάει το ΟΝΕΙΡΟ. Μου θυμίσατε την ταινία του Κουστουρίτσα «Arizona Dream». Παρακολουθώ, όσο αντέχω, την περιπέτειά σας και δε θα πω ότι προσεύχομαι για την κόρη σας, καθότι άθεος. Αλλά να ξέρετε ότι, αν και αντιαμερικανός, πιστεύω ότι είμαστε σε καλό δρόμο κι ότι, κάποτε, θα φάμε και κουφέτα! ΤΓ.: Σο τηλέφωνό μου για οποιαδήποτε μορφή ΠΡΑΚΣΙΚΗ βοήθειας (γιατί η αλληλεγγύη, θεωρητικά, είναι δεδομένη και συνήθως ανέξοδη) το έχετε, ήδη, από τη γυναίκα μου. Δοκιμάστε να το χρησιμοποιήσετε.
***
75
Τετάρτη, 10 Μαΐου 2006 29. Η αγάπη μου θα σε γιατρέψει< Ο, κατά τ’ άλλα, βαύναυσος πατέρας μου είχε μια κιθάρα, και τραγουδούσε. Σραγουδούσε. Πάντα τραγουδούσε. Κι η μητέρα μου επίσης. Μονο τότε ηρεμούσε το σπίτι. Αλλά τα τραγούδια συνήθως δε διαρκούσαν πολύ, γιατί, μόλις άρχιζε το ποτό, ξεκίναγαν τα< παρατράγουδα. Κι εγώ απορούσα, πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που ξέρει τόσα τραγούδια και στίχους για την αγάπη και τον έρωτα, την ίδια στιγμή να είναι τύραννος ανελέητος για την οικογένειά του< Όταν τον έπιανε το κακό, εγώ κλεινόμουνα στο δωμάτιό μου κι έκλαιγα κρυφά και για να ξεχαστώ τραγουδούσα κι εγώ, από μέσα μου όμως. Κάποτε έγραφα και δικούς μου στίχους (παιδικά πράγματα), κρατούσα κι ένα ημερολόγιο οργής. (Κι απ’ ό,τι φαίνεται ακόμα το συνεχίζω<) Σραγουδούσα για την αγάπη και τον έρωτα. Αλλά στο μυαλό μου το παιδικό (εκ των υστέρων σκεπτόμενη, τα λεώ αυτά) τα ταύτιζα με την τρυφερότητα, τη στοργή, την κατανόηση, τη συγγνώμη ύστερα από τη μεταμέλεια, την υπομονή, τον καλό λόγο, το σεβασμό, το σεβασμό, τον αναθεματισμένο σεβασμό! Ειδικά για τη μανούλα μου τραγουδούσα: Αχ, στης ζωής τη στράτα αργοσβήνεις μόνη δίχως να ’χεις καμιά συντροφιά μαυρομάτα
76
πώς κλαίω και θρηνώ για τα γλυκά σου νιάτα. Αν σε απάτησε και σε τραυμάτισε ο έρωτας που φωτίζει τα μάτια σου< Η αγάπη μου θα σε γιατρέψει και τ’ όνειρό σου το παλιό θα ζωντανέψει< Σο τραγούδι, που κάποτε έλεγα από μέσα μου για τη μανούλα μου, τώρα το μισοτραγουδάω φωναχτά στην κορούλα μου όταν την αγκαλιάζω: «Η αγάπη μου θα σε γιατρέψει<» Υροντίζω όμως να μην είναι μπροστά ο καλός μου, γιατί προδίδει την παροιμιώδη ψυχραιμία του, με αποτέλεσμα, μετά, να μη με κοιτάζει στα μάτια τουλάχιστον για ένα δεκάλεπτο< Σόσα χρόνια μαζί και δεν έχει καταλάβει ότι, για να ξεθολώσουν τα δήθεν αδάκρυτα μάτια του από τη συγκίνηση, χρειάζονται δεκάλεπτα και δεκάλεπτα<
***
77
Σάββατο, 13 Μαΐου 2006 30. ε κείνον τον άγγελο που έφυγε< Πρόπερσι το χειμώνα ξημεροβραδιάζαμε στο νοσοκομείο δίπλα στην κορούλα μας, πότε στο θάλαμο και πότε στην Εντατική. Δεν τολμούσαμε να πάμε σπίτι ούτε λεπτό, γιατί, έτσι που οι καημένοι οι ειδικευόμενοι είχανε κατατρυπήσει τα χεράκια της με τις σύριγγες, δεν εμπιστευόντουσαν πια οι άλλοι γιατροί τις φλεβίτσες της, και κατά τα παρατεταμένα επεισόδια καλούσαν επειγόντως στην Εντατική ειδικούς παιδοχειρουργούς να σκάψουν τα ποδαράκια της πιο βαθιά, για να βρουν πιο μεγάλες και άθικτες αρτηρίες κι εκεί μέσα να ρίξουν Valium με σύνεση, για να περάσει η κρίση< Ύστερα τυλίγανε το προσωπάκι της με σωληνάκια και μάσκες και το κορμάκι της μ’ ένα σωρό ηλεκτρόδια (άλλα για την καρδιά κι άλλα για την αναπνοή και το οξυγόνο), που όλα μαζί κατέληγαν πίσω από κάτι άκαρδες οθόνες που βγάζανε ήχους διακεκομμένους και θλιβερούς εκείνες, σαν το πονεμένο και μονότονο τραγούδι του γκιώνη< «Είναι πεισματάρα, θ’ αντέξει και σήμερα», μας καθησύχαζε με τρεμάμενη φωνή η φίλη μας παιδονευρολόγος< Μια μέρα φέρανε στην Εντατική κι ένα μωράκι, τόσο δα μικρούλι, μια ψυχούλα νεογέννητη, κι όπως κοιτούσα το αγγελικό της προσωπάκι από το παράθυρο, το είδα να χάνεται κι αυτό πίσω από
78
μάσκες κι επιδέσμους< Είχε σπασμούς από εγκεφαλίτιδα, είπαν< Όμως, στη Εντατική, από τις δώδεκα το βράδυ ώς τις έξι το πρωί, οι πόρτες κλείνανε για τους γονείς. Κι εμείς, μαζί με τους γονείς της άλλης ψυχούλας, έπρεπε να τη βγάζουμε στις καρέκλες των επισκεπτών και να κυνηγάμε τους περαστικούς να κλείσουνε τα κινητά για να μην προκαλούν παρεμβολές στα μηχανήματα< Σι νύχτες κι εκείνες< Όλος ο κόσμος, γιατροί, νοσηλευτές και προσωπικό ασφαλείας, μας ήξερε πια με το μικρό μας όνομα και μας παραστεκότανε: «Μα, πάλι στην Εντατική; Κουράγιο< υπομονή<» Μια νύχτα τολμήσαμε να λείψουμε κι οι δυο μαζί – βγήκαμε να φάμε κάτι εκεί κοντά. Σι το θέλαμε! Μέσα στην κούρασή μου ξέχασα το κινητό κλειστό< Μπαίνοντας στο νοσοκομείο, έρχεται καταπάνω μας ο θυρωρός: «Σρέξτε, πέθανε το κοριτσάκι της Εντατικής!» Η αϋπνία, η ασιτία και το σοκ με πέταξαν στο πάτωμα κι άνοιξε η μύτη μου. Ο καλός μου να μην ξέρει τι να κάνει, εγώ να του λέω να με πάρει μαζί του επάνω, εκείνος να φωνάζει για Πρώτες Βοήθειες, ξάφνου βρίσκομαι σε μια αναπηρική να με σπρώχνουν κατά την Εντατική – και το αίμα να τρέχει, αλλά ποιος νοιαζόταν< Ώρες ατελείωτες μέχρι να φτάσουμε, κι από την αγωνία είχα σχεδόν κουφαθεί – η καρδιά μου χτυπούσε εκκωφαντικά, απευθείας στο τύμπανο του αριστερού αφτιού< Ενώ αδημονούσαμε ν’ ανοίξουν τις πόρτες, τόσα χρόνια, πρώτη φορά τον είδα να κλαίει σπαρακτικά κι απαρηγόρητα, κρατώντας μου το χέρι σφιχτά< Κι
79
όταν μάς είπαν ότι πέθανε το άλλο κοριτσάκι, αγκαλιαστήκαμε και συνεχίσαμε να κλαίμε από αβάσταχτη χαρά και ασυγκράτητη θλίψη μαζί< Εκεί ανήκω, σε κείνη τη μέρα, σε κείνο τον άγγελο που έφυγε αντί για μας<
Αφιερωμένο στον Yannis H.
***
80
Τρίτη, 16 Μαΐου 2006 31. Και ζήσαν αυτοί καλά κι ΕΜΕΙ ΚΑΛΤΣΕΡΑ! ΜΑΡΣΤΡΙΑ ΜΙΑ ΥΙΛΗ ΜΕ ΕΠΙΛΗΧΙΑ Ευτυχώς το δικό μου παραμύθι είχε ωραίο τέλος. Η αρχή βέβαια δεν ήταν ό,τι καλύτερο< Σο ξυπνητήρι χτύπησε στις έξι το πρωί. Έπρεπε να σηκωθώ να διαβάσω για το μάθημα των αγγλικών. ηκώθηκα, κάθισα στην κόκκινη καρέκλα του γραφείου μου, άνοιξα τα βιβλία μου, στοπ. Δε θυμάμαι τίποτε άλλο. Η αμέσως επόμενη μνήμη μου είναι οι γονείς μου από πάνω μου να προσπαθούν να με συνεφέρουν. Νοσοκομείο επειγόντως. Μετά από ώρες εξετάσεων, οι γιατροί αποφάνθηκαν. Υωτοευαισθησία. Η ελαφρύτερη μορφή επιληψίας. Σρία χάπια κάθε μέρα και< για όλη μου την ζωή! Οι κρίσεις δε θα σταμάταγαν σίγουρα, αλλά θα ήμουν καλύτερα. Ήμουν μόλις δεκατεσσάρων! Ο κόσμος μου γκρεμίστηκε. Δεν ήξερα καν τι είναι αυτό. Σο «γιατί εγώ» διαδέχτηκε το συναίσθημα της ντροπής. Έπρεπε να ενημερωθεί το σχολείο για να ξέρουν πώς θα με αντιμετωπίσουν σε περίπτωση κρίσης. Οι συγγενείς, από την άλλη, δεν έπρεπε να μάθουν τίποτα. Σι ντροπή! Οι έξοδοι με τους φίλους έγιναν εφιάλτες. Σι θα γίνει αν πάθω κάτι; Ποιος θα με σώσει; Μετά, τα φάρμακα. Αχ! τα φάρμακα< Δεν ήταν μόνο το «για όλη σου τη ζωή» που με είχε στοιχειώσει. Ήταν το ότι δε μπορούσα να έχω φυσιολογική ζωή. Ήθελα μόνο να τρώω και να κοιμάμαι. Πήρα είκοσι κιλά σε μερικούς μήνες!
81
Εκεί κάπου στα είκοσι μπήκε κι ένα άλλο πρόβλημα. Σι επάγγελμα θα ακολουθήσω. Προγραμματίστρια είπα! Απόλυτα φυσιολογικό για ένα παιδί που φτιάχνει προγράμματα από τα εννιά του. Αποκλείεται! Δεν έπρεπε να βρίσκομαι μπροστά σε υπολογιστή: επιβάρυνε την υγεία μου. Ξεκίνησα λοιπόν να σπουδάζω λογιστικά<. Μέχρι τα είκοσι τέσσερα, η ζωή μου συνεχίστηκε στους ίδιους ρυθμούς. Φάπια, φαΐ, ύπνος. Οι φίλοι με τον καιρό ενημερώθηκαν, οπότε ευτυχώς δεν έχασα την κοινωνική μου ζωή. Οι εξετάσεις έδειχναν ελάχιστη βελτίωση. Οι κρίσεις μου ήταν σχεδόν σταθερές. Μία φορά το χρόνο. Δεν άντεχα. Δεν ήταν ζωή αυτή! Δε μπορούσα να φαρμακώνομαι τριακόσιες εξήντα τέσσερις μέρες για μια μέρα το χρόνο! Ήμουν πλέον ενήλικη. Όσο και να προσπάθησαν, γιατροί, γονείς, φίλοι, ήμουνα ανένδοτη. Θα έπαιρνα το ρίσκο. ταμάτησα τα χάπια. Οι κρίσεις συνεχίστηκαν. ταθερά. Μία κρίση κάθε χρόνο. Αλλά άντεχα. Επόμενο βήμα μου ν’ αλλάξω κατεύθυνση στη σχολή. Θα έκανα αυτό που ονειρευόμουν. Θα γινόμουν προγραμματίστρια! Μετά, τα κιλά. Έπρεπε να τα χάσω. Δίαιτες, δίαιτες, δίαιτες. Δύσκολο πράγμα. τα δύο χρόνια που ακολούθησαν δεν κατάφερα απολύτως τίποτα. Έγινα όμως προγραμματίστρια! Η αρχή του τέλους για την επιληψία ήρθε στα είκοσι έξι μου. 28 Υεβρουαρίου 2005. Φαμένη στο Διαδίκτυο, έψαχνα ακόμη για τη θαυματουργή δίαιτα. Μέχρι που έπεσα πάνω σ’ ένα άρθρο του BBC. Η δίαιτα Atkins –η απλούστερη μορφή Κετογενούς Δίαιτας– βοηθά στην αντιμετώπιση της επιληψίας! ύμφωνα με τις μελέτες,
82
τα παιδιά και οι ενήλικοι που ακολουθούσαν τη διατροφή του κυρίου Atkins ΔΕΝ ΕΙΦΑΝ ΚΡΙΕΙ! Η δίαιτα Atkins; Μα ήταν καταστροφική! Μόνο αυτό ήξερα. Η υπόλοιπη μέρα αφιερώθηκε στο ψάξιμο. Σα συν, τα πλην, τι έπρεπε να προσέξω. Θα έπρεπε να μειώσω στο ελάχιστο την καθημερινή πρόσληψη υδατανθράκων. Αρκετά αγαπημένα μου φαγητά θα έπρεπε να κοπούν. Όχι μακαρόνια, όχι ζάχαρη. Θα το δοκίμαζα. Δύσκολο, αλλά άξιζε τον κόπο. Καλύτερα από το να παίρνω φάρμακα. Η δοκιμή πέτυχε. Ένα χρόνο μετά δεν έχω κάνει καμία κρίση, ούτε καν αυτά τα μικρά τικ που έκανα αρκετές φορές και που μπορούσαν να οδηγήσουν σε κρίση. Έχω χάσει σχεδόν όλα τα περιττά κιλά μου, και ζω σα φυσιολογικός άνθρωπος. Έχω μάθει να δίνω αποστομωτικές απαντήσεις σε όσους αναρωτιούνται γιατί δεν τρώω τα πάντα, και να σκάω συνωμοτικά χαμόγελα σε όσους με καταλαβαίνουν. Αν είχα μείνει στα λόγια των γιατρών, τώρα θα ήμουν απλά άλλη μία περίπτωση επιληψίας. Όσα δε μου είπαν και όφειλαν να μου πουν τα έμαθα μόνη μου. Εσκεμμένα ή μη, μου έκρυψαν μιαν αλήθεια που ήξεραν από το 1900. Απλά δεν ήθελαν να το παραδεχτούν. Τπάρχει εναλλακτική μέθοδος αντιμετώπισης της επιληψίας: οι Κετογενείς Δίαιτες. Ειρωνεία; ύμπτωση; Αν δεν είχα ακολουθήσει το όνειρο μου, ποτέ δε θα έλυνα το πρόβλημά μου. Ο τολμών, νικά! ***
83
Τετάρτη,17 Μαΐου 2006 32. Οφειλή Εκείνον τον καιρό τα περισσότερα σχολικά βιβλία ήταν από άνοστα έως απαίσια (τελευταία, η κατάσταση διορθώθηκε εντυπωσιακά). Θυμάμαι τη μητέρα μου να ξοδεύει ώρες και ώρες για να μάθω τους αρχικούς χρόνους τού "φέρω", του "λέγω", του "έρχομαι", του "οράω-ω" και άλλων και άλλων ρημάτων, ων ουκ έστι αριθμός. Ατελείωτες ώρες για να μάθω και την κλίση και την ορθογραφία των ανωμάλων ουσιαστικών και παραθετικών, των αντωνυμιών και τη χρήση και την ονοματολογία τόσων και τόσων άχρηστων γραμματικών και συντακτικών μηχανισμών. Να μην αναφέρουμε τις χιλιάδες σελίδες αποστήθισης βλακωδών κειμένων ψευδοθρησκευτικών, ψευδοφιλοσοφικών, ψευδοεπιστημονικών και εν γένει κακογραμμένων βιβλίων (με εξαίρεση τα κείμενα του διαχρονικού Παπανούτσου). Κι όταν πήγα για μεταπτυχιακά στο Λονδίνο, διαπίστωσα με έκπληξη ότι ελάχιστοι από τους σημαντικούς αγγλοσάξωνες ιστορικούς είχαν ασχοληθεί με έμμονη προσκόλληση στους τύπους των Αρχαίων Ελληνικών. Κι εμείς ξέραμε τόσους και τόσους τύπους, αλλά από ουσία μηδέν. Εκεί ανακαλύψαμε την Αρχαία Ελληνική, τη Βυζαντινή και δυστυχώς ακόμα και την Νεοελληνική Ιστορία. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι ντροπή ένιωσα όταν
84
έφερνα στου νου μου τη ρηχή νεοελληνική επιστημονική βιβλιογραφία με τούς μύθους της και τα παραμύθια της, τη φυλετική της έπαρση για την εθνική μας... τύφλα. Ευτυχώς που κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών αλλά και των μετέπειτα σπουδών στην Αθήνα, υπήρχε μια πηγή αληθινής γνώσης, μια μέθοδος που αφύπνιζε την κρίση σου· υπήρχε κάποιος που μιλούσε λιτά, μεστά και φιλοσοφημένα, σε κάτι βιβλία σεμνά και ολιγοσέλιδα. Σον ανακαλύψαμε χωρίς να μας τον συστήσει κανείς. Κανείς δεν τον ανέφερε ποτέ. Κανείς δεν μας τον... διαφήμισε. Ο ένας με τον άλλον κουβεντιάζοντας, μιλούσαμε για τα γραπτά του, μαθαίναμε από τη σκέψη του, από το ύφος του, διασκεδάζαμε με τα αστεία του, μελαγχολούσαμε με τη "δυστυχία" των συμπολιτών του, αισιοδοξούσαμε με τον αγώνα του και τις φρέσκες ιδέες του. Κι όταν συγκρίναμε τα ρηχά σχολικά βιβλία και τα ηλίθια βοηθήματα, με τα δικά του γραπτά, κι όταν συγκρίναμε την ψευδορητορική φλυαρολαγνία μερικών πανεπιστημιακών μας δασκάλων, με τα δικά του λακωνικά κείμενα, αισθανόμασταν άτυχοι. Άτυχοι αισθανθήκαμε κι όταν πήγαμε έξω για μεταπτυχιακά και είδαμε ότι σημαντικοί πανεπιστημιακοί μιλούσαν μεστά, λιτά, πυκνά και φιλοσοφημένα, σαν εκείνο τον δήθεν "ανύπαρκτο" διανοούμενο. Αισθανθήκαμε άτυχοι κι επειδή οι αλλόγλωσσοι συμφοιτητές μας ήξεραν πολύ πριν από εμάς τι σημαίνει λόγος ενάρετος, δηλαδή ακριβής, συμπαγής, ζωντανός και ουσιώδης, ενώ εμείς είχαμε
85
ταυτίσει τον επιστημονικό λόγο με τον ακατάληπτο βερμπαλισμό (που αργότερα θα γνωρίσει νέες δόξες με τους ελληνοντεριντάδες και τα κακέκτυπα του Ρολάν Μπάρτ). Κι όταν επιστρέψαμε και σε ανύποπτο χρόνο μιλήσαμε γι΄ αυτόν τον άνθρωπο και το έργο του σε κάποιους ακαδημαϊκούς κύκλους, εισπράξαμε (από κάποιον θρησκόληπτο δεινόσαυρο) το αμίμητο: "μα αυτός είναι διαφημιστής, πώς μπορεί να είναι επιστήμονας;" Και κάποιος, από τους νεότερους αντιμίλησε, μάλλον φοβισμένα αλλά αποφασιστικά: «Και ο άλλος ήταν ξυλουργός, αλλά έγινε ο μεγαλύτερος... διαφημιστής της αιώνιας βασιλείας!"
***
86
Δευτέρα, 19 Ιουνίου 2006 33. Αξέχαστες διακοπές Οι πρώτες «διακοπές» που κάναμε ήταν στο< Σρόοδος: επί δύο μήνες, πέντε οικογένειες σ’ ένα σπίτι με τρία δωμάτια. Μετά μπήκαμε στις σκηνές και σύντομα είχαμε το σπίτι μας στον προσφυγικό συνοικισμό. Μία ωραία πρωία εμφανίστηκε ο πατέρας, από το πουθενά, καλοδιάθετος, και μας υποσχέθηκε διακοπές στη Λάρνακα, για ένα μήνα, στο σπίτι του αδελφού του που έλειπε στα καράβια. Σελείωσαν τα σχολεία κι άρχισαν οι προετοιμασίες. Είχα μηνύσει σ’ όλες μου τις φίλες ότι θα πάμε διακοπές και με κοιτούσαν μάλλον θλιμμένα, ζηλεύοντας την τύχη μας. «Σην άλλη Κυριακή φεύγουμε», μας ειδοποίησε τηλεφωνικά ο πατέρας. Ετοιμασίες, κακό< «Πάρε και τα βιβλία σου, να βρίσκονται», είπε η μανούλα. Κι ήρθε η Κυριακή. Βγάλαμε όλα τα πράγματα έξω και περιμέναμε από τα χαράματα να ’ρθει ο πατέρας με το αυτοκίνητο από την Πάφο, όπου είχε πάει μεσοβδόμαδα για δουλειές, τάχα< Βγήκε κι ο ήλιος για τα καλά και μας κατάκαιγε. «Θα χαλάσουν τα φαγητά», έλεγε και ξανάλεγε η μανούλα, ανήσυχα κι όλο ανακάτευε τα πράγματα κρύβοντας τα τρόφιμα κάτω από τις αποσκευές.
87
Υορέσαμε τα καπέλα μας και πίναμε νερό από τα ζεστά πλέον παγούρια. Αρχίσαμε κιόλας να πεινάμε, αλλά εκεί, δεν το κουνούσαμε ρούπι. Περιμέναμε. Εν τω μεταξύ, είχαμε γίνει θέαμα. Περνούσαν οι γειτόνοι και ρωτούσαν: «ακόμα δεν ήρθε;» Σα γειτονόπουλα είχαν βαρεθεί να μας κοιτάνε και οι γείτονες να μας ρωτάνε, ο ήλιος έτρεχε δαιμονισμένα, κι όταν μεσημέριασε για τα καλά, ευτυχώς ήμασταν στη σκιά του διπλανού σπιτιού που, όσο κι αν προσπαθούσε, δε μας παρηγορούσε. Πρώτη σηκώθηκε η γιαγιά για να πάει δήθεν στην τουαλέτα. «Ας πάρουμε και τα πράγματα για να μη σκονίζονται», είπε η μανούλα. «Ευτυχώς τα φαγητά δε χάλασαν», φώναξε η γιαγιά καθώς τα άπλωνε στην τραπεζαρία με απρόθυμο και έκδηλα προσποιητό ενθουσιασμό: «Καθίστε να φάμε»! Και δεν είναι μόνο η απογοήτευση. Είχαμε γίνει και περίγελος του κόσμου.
***
88
Σάββατο, 24 Ιουνίου 2006 34. Σο υπόγειο της αφθονίας (και το τίμημα) «Αύριο θα έχουμε καύσωνα», μου είπε μια συμφοιτήτρια, «τι θα κάνεις;» Περίμενα κι εγώ να δω τι είναι αυτός ο περιβόητος «καύσωνας» της Αθήνας. Μετά κατάλαβα ότι εμείς στη Λευκωσία έχουμε καύσωνα όλο< το καλοκαίρι!
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες μείναμε τότε για δυο-τρεις μέρες, κάτω από τον ήλιο, σε μια προσφυγική σκηνή, κι αφού η γιαγιά έπαθε ελαφρά ημιπληγία, μετακομίσαμε στο υπόγειο μιας φίλης της, της θειαΓιαννούλας, δίπλα από τον Πεδιαίο ποταμό –ούτε ρυάκι δεν είναι πια. Σο σπίτι της θεια-Γιαννούλας ήταν στο ύψος ενός ήσυχου δρομίσκου, που σε αλλοτινούς καιρούς ίσως
89
αποτελούσε την ένδοξη όχθη ενός αληθινού ποταμού. Από την αριστερή πλευρά τού σπιτιού κατέβαινες καμιά εικοσαριά σκαλιά, προχωρούσες λίγα βήματα και στην πίσω μεριά έβρισκες μια χαμηλή σιδερένια πόρτα. Αν κατάφερνες να την ανοίξεις, έμπαινες σ’ ένα μεγάλο σκοτεινό δωμάτιο με μια σκέτη λάμπα στο ταβάνι. το βάθος αριστερά ήταν η τουαλέτα, απέναντί της μια υποτυπώδης κουζίνα και στη μέση κάτι προπολεμικά στρώματα και παλιατζούρες. Εν συγκρίσει με τη ζωή στη σκηνή του Ερυθρού ταυρού (με την τροπική ζέστη, την αποπνικτική σκόνη, το σπάνιο τρεχούμενο νερό και τις χημικές τουαλέτες με τις μόνιμες ουρές), το δροσερό υπόγειο ήταν σωστό παλάτι, αν εξαιρούσες τη λίγη μούχλα και τα πολλά ποντίκια. Έξω από την πόρτα ήταν ο βόθρος τού κυρίως σπιτιού, όμως πολύ καλά σκεπασμένος με τσιμέντο ώστε να σχηματίζει μια αρκετά συμπαθητική αυλίτσα με θέα στην πράσινη ρεματιά. Εκεί κάτω, στο υπόγειο, μείναμε για ένα σύντομο διάστημα: η γιαγιά, η μανούλα, ο αδελφούλης μου κι εγώ. Εκεί πρωτολατρέψαμε τις γάτες, όχι μόνο διότι μας έσωσαν από τους αρουραίους, αλλά κυρίως επειδή μάς γλύκαιναν με τη συντροφιά τους, αφού τα παιδιά τής προσωρινής μας γειτονιάς είχαν πολλούς λόγους να είναι άφαντα< Εκεί περάσαμε, για δυο-τρεις εβδομάδες, ζωή χαρισάμενη. Δε μας έλειψε απολύτως τίποτε! Αν και η πούγκα μας ήταν άδεια, είχαμε απ’ όλα τα καλά του Θεού! Μέρα παρά μέρα ερχότανε η θεια-Γιαννούλα με τα χέρια γεμάτα. Και τι δε μας έφερνε! Ρούχα,
90
παπούτσια, φαγώσιμα, γάλα, ως κι ένα μικρό ψυγειάκι και ψωμιέρα! Φώρια τα σεντόνια, τα δυο διπλά κρεβάτια, τα καθαρά στρώματα, το μικρό καναπεδάκι και χίλια δυο άλλα χρήσιμα μικροπράγματα. Έφερε κι έναν μάστορα που πέρασε σωλήνες, έβαλε λάμπες, δυο μικρά χωρίσματα, πέταξε τη μεταλλική πόρτα και στη θέση της τοποθέτησε μια πανέμορφη ξύλινη με φωτεινό γυαλί κι έκαμε ένα σωρό κουτσοδούλια. Σα απογεύματα έμενε ώρες μαζί μας και θυμόντουσαν με τη γιαγιά (ήταν παιδικές φίλες) τα παλιά, «τότε που η Λευκωσία είχε ακόμα καλά πλάσματα», ανθρώπους δηλαδή. Μια μέρα εξαφανίστηκε. Μάθαμε ότι είχε ένα ατύχημα και νοσηλεύεται. Πήγαμε απρόσκλητοι στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, που ήταν φίσκα από τραυματισμένους στρατιώτες και αμάχους –ό,τι χειρότερο για τα μάτια μιας παιδούλας. Μετά από απίστευτη και πολύωρη ταλαιπωρία, ρώτα εδώ, ρώτα εκεί, τη βρήκαμε γεμάτη επιδέσμους και μώλωπες. Μόλις μάς είδε ξαφνιάστηκε, όμως αμέσως χαμογέλασε. Σρέξαμε, την αγκαλιάσαμε και μας φιλούσε όλο στοργή. «Σι έπαθες, θεια-Γιαννούλα, τι έγινε, πώς και κατασκοτώθηκες; Και στο πρόσωπο πώς χτύπησες; Και τα δάχτυλα πώς τα έσπασες; Και τα πλευρά σου γιατί είναι δεμένα;» Η μαμά, μέσα στην αφέλειά της, της έκανε ένα σωρό ερωτήσεις (αργότερα το μετάνιωσε) και εισέπραττε μισόλογα αντί για απαντήσεις, που θα βάζανε σε υποψίες ακόμα κι ένα πεντάχρονο παιδί. Κάναμε χώρο κι η γιαγιά, που ήταν να την κλαις<, έκαστε στην άκρη του κρεβατιού, της χάιδευε το χέρι
91
και μονολογούσε σα να μοιρολογούσε: «Αχ, Γιαννούλα μου, αχ< δεν έπρεπε, δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό<» Όταν γυρίσαμε πίσω, η γιαγιά ήταν άλλος άνθρωπος: «Υεύγουμε», διέταξε με αυστηρότητα. Δεν είχαμε και τίποτε δικό μας για να το πάρουμε μαζί μας< και το ίδιο απόγευμα επιστρέψαμε στο βουνό, σ’ εκείνο το σπίτι με τις πολλές προσφυγικές οικογένειες. Αν κι εκεί περνούσαμε καλούτσικα, ωστόσο το υπόγειο της αιφνίδιας και ακαριαίας αφθονίας δεν έλεγε να φύγει από το νου και συνεχώς ρωτούσα τη μανούλα: «Γιατί ήρθαμε εδώ πάνω στο βουνό ξανά, αφού εκεί κάτω είχαμε τα πάντα;» Αντί γι’ απάντηση, κοιταζόντουσαν ένοχα με τη γιαγιά. Σο μικρό εμπορικό κατάστημα που είχε τότε ο άντρας της, τώρα είναι ένα τεράστιο σούπερ-μάρκετ και το διευθύνουν τα παιδιά τους. Βέβαια, η θεια-Γιαννούλα έχει «φύγει» από χρόνια, όμως ποτέ δεν έπαψα να τη μνημονεύω με ευγνωμοσύνη και κάμποσες ενοχές, αφού όλη εκείνη η αναπάντεχη αφθονία που ζήσαμε στο υπόγειό της, έστω για λίγο, ερχότανε κρυφά από τα ράφια του άντρα της, που σαν το έμαθε< «Σι να έκανε κι εκείνος ο φτωχός;» μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε η μανούλα. «Ήταν λίγο μετά την καταστροφή< τόσα στόματα είχε να θρέψει<»
***
92
Κυριακή, 9 Ιουλίου 2006 35. Ένα e-mail που με προβλημάτισε< Προχτές έλαβα ένα e-mail (από μια κυρία) που όχι μόνο με ξάφνιασε, επιπλέον με προβλημάτισε έντονα. Έλεγε, πάνω-κάτω, ότι δε συμμερίζεται καθόλου τις προσωπικές μου δυσκολίες. Αντιμετωπίζει όσα διαβάζει, εδώ μέσα, ως «κείμενα», που έχουν όμως τη δική τους αυτόνομη αλήθεια και ποσώς ενδιαφέρεται αν έχουν συμβεί σε μένα ή όχι. Αλλά, ακόμα κι όταν βλέπει εμένα μέσα σε αυτά τα «αυτοβιογραφικά» κείμενα, προτιμά να με φαντάζεται ως επινοημένο πρόσωπο, ως «ηρωίδα» τού ενός ή του άλλου αφηγήματος, ως «ρόλο» μιας μυθοπλασίας και όχι ως αληθινό πρόσωπο που διαθέτει μια πραγματική ζωή και έχει βιώσει στο πετσί του όλα τούτα. ημειώνει μάλιστα: «Κατά την γνώμη μου, αυτά που γράφετε θα μπορούσε να τα γράψει κι ένας καλός άντρας συγγραφέας ή ακόμα και μια γυναίκα που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το δράμα της ‚ηρωίδας‛ σας». Και καταλήγει: «Δεν είστε εσείς, κυρία μου, ο αληθινός πρωταγωνιστής στις ιστορίες που διεκτραγωδούνται εδώ μέσα. Είναι ο τρόπος που τα λέτε, το ύφος σας, ή μάλλον η τέχνη σας, η οποία μερικούς μάς κερδίζει ως αναγνώστες και τελικά μάς ‚αναγκάζει‛ να ταυτιστούμε με την ‚ηρωίδα‛ σας, άσχετα από το εάν αυτή είστε όντως εσείς».
93
Η εν λόγω ευγενέστατη κυρία δεν αρκέστηκε μόνο σε μια ουδέτερη «προσέγγιση»: εκθείασε μερικά κείμενά μου, όπως, επίσης, επεσήμανε και τις δομικές ατέλειες ορισμένων άλλων – ορισμένα, μάλιστα, τα απέρριψε ως τερατουργήματα που με εκθέτουν ως συγγραφέα και με ευγένεια με προέτρεψε να τα αποσύρω, εδώ και τώρα< Μίλησε για «αρετές» όπως και για «ελαττώματα» και μου υπέδειξε τρόπους και τεχνάσματα για να αποφεύγω τις «κακοτοπιές». Σέλος, με παρέπεμψε στις σελίδες 49 και 50 του μυθιστορήματος του Άμος Οζ «Ιστορία Αγάπης και κότους», θυμίζοντάς μου ότι ο μεγάλος Ισραηλινός συγγραφέας ζητάει από τον αναγνώστη κάτι παρόμοιο μ’ εκείνο που κάνει και η ίδια ως αναγνώστριά μου: «Να μην ενδιαφέρεται γι’ αυτόν που γράφει αλλά για εκείνα που γράφει, αν δηλαδή τα γραφόμενά του έχουν μια δική τους υπόσταση, αν ζουν σε έναν δικό τους πραγματικό χώρο<» Επειδή το e-mail τής εν λόγω επιστολογράφου είναι τεράστιο, αναγκάστηκα να το αποδώσω περιληπτικά. Αν η ίδια όμως αισθάνεται ότι την αδικώ, την παρακαλώ να μου στείλει (αφού επιμένει στην ανωνυμία της) e-mail με τις παρατηρήσεις της κι εγώ θα προβώ πάραυτα στις όποιες «διορθώσεις». Είμαι απολύτως πεπεισμένη ότι η κριτική της είναι καλόπιστη –δε σας κρύβω ότι σε μεγάλο βαθμό τη βρήκα αρκούντως κολακευτική. Δε θα τοποθετηθώ κι ούτε θα αποκαλύψω την απαντητική μου επιστολή, σεβόμενη, αφενός το απόρρητο της αλληλογραφίας και αφετέρου την επιθυμία
94
του άλλου να μη συναινέσει σε έναν «δημόσιο» διάλογο. Σο λόγο έχεις εσύ, φίλε αναγνώστη – χωρίς φόβο και πάθος. Κάθε καλόπιστη σκέψη σου, ευπρόσδεκτη. Και η σιωπή σου, φυσικά, είναι ευπρόσδεκτη, καθότι ένα τέτοιο ζήτημα δε συνάδει με τη χαρά του καλοκαιριού, τη θάλασσα, τις ακρογιαλιές και τη γλύκα της βραδινής παρέας σ’ ένα παραλιακό κεντράκι με σιγανή μουσική, ονειρική ατμόσφαιρα, κρασάκι κι ανέμελη κουβέντα (όλα, δηλαδή, αυτά που μου λείπουν).
***
95
Πέμπτη, 13 Ιουλίου 2006 36. Η Αννίτσα (και οι ελπίδες της ντροπής) Σα μικρούλια τού προσφυγικού συνοικισμού χαιρόμασταν να παίζουμε απέναντι στο τεράστιο γιαπί, αργά το απόγευμα κυνηγητό και το σούρουπο κρυφτό. Ένα βραδάκι έτρεξα να χωθώ πίσω από μια σκάλα κι άνοιξε η γης και με κατάπιε. Με< συνέφεραν μια αφόρητη δυσωδία (που την ένιωθα στο λάρυγγα), το ασυνήθιστο κρύο για μήνα Αύγουστο, κι ένας διαβολεμένος πόνος στη μύτη (λες και μου την είχαν ξεριζώσει), απ’ όπου το φρεσκοξεραμένο αίμα, ακουμπώντας στο πιγούνι, κρεμόταν σα βαρύ τσαμπί. Πηχτό σκοτάδι γύρω, αλλά ψηλά ένα «παραθυράκι» έφεγγε ελπίδα< Ζητούσα βοήθεια, μα ο υπόνομος έπνιγε τις κραυγές μου. Η ώρα περνούσε, ο λαιμός μου ξεψυχούσε και το σκοτάδι πύκνωνε πιο πολύ κι απ’ την τρομάρα μου< Έπαιρνα όμως κουράγιο από κάτι επαναλαμβανόμενες φωνές που, αν και δειλές στην αρχή, σταδιακά πλήθαιναν και εντείνονταν: μικροί και μεγάλοι, όλη η γειτονιά με αναζητούσε και σαν ορεξάτος ντελάλης διαλαλούσε τ’ όνομά μου! Κάποτε, ένιωσα μια φωνίτσα να ζυγώνει, γνωστή φωνίτσα, σάμπως λαχανιασμένη και νευρική, σταθερή κι επίμονη. Πλησίαζε< πλησίαζε κι ήταν η Αννίτσα< Υέρανε σκάλες και φακούς. «κέτη Κόλαση εκεί μέσα, έχει ψοφίμια και βρομόνερα», ψέλλισε κάποιος.
96
Να γιατί, παρ’ όλη την έμφυτη συστολή μου, επί χρόνια πολεμούσα στο πλευρό της Αννίτσας μου: να μη τη στεναχωρέσει ο ένας, να μη την πληγώσουνε τ’ αγόρια, να μην πούνε κάτι άκομψο, οι δάσκαλοι οι απρόσεκτοι ή μερικοί αγενείς καθηγητάδες, για το μπαμπά της που όλο ερχότανε και ποτέ του δεν έφτανε< «Θα ’ρθει, γλυκούλα μου, ο μπαμπάς σου, να δεις που θα ’ρθει», την παρηγορούσα και πίστευα στ’ αλήθεια ότι αργά ή γρήγορα θα ’ρχότανε. Μας το διαβεβαίωναν δημοσιογράφοι και πολιτικοί< «Ξέχασες τι είπανε στη μάμμα οι τελευταίοι αιχμάλωτοι που ήρθαν απ’ τα Άδανα; Ότι μια μέρα<» Ση διέκοπτα και με ύφος αυστηρό την αποστόμωνα: «Εγώ ξέρω ότι ο Πρόεδρος και όλοι οι βουλευτές μας, όπου βρεθούν κι όπου σταθούν, λένε πως αγνοούμενος κι αιχμάλωτος δε σημαίνει νεκρός». Ένα βραδάκι, μετά τις εξετάσεις της Σρίτης Γυμνασίου, ήρθε σπίτι και πετώντας από χαρά είπε μ’ κείνη τη γνώριμη και τρυφερή φωνίτσα: «Έλα μαζί μου, πάμε τώρα, θα δούμε το μπαμπά μου! Είναι στο ΡΙΚ!» Μα τι πατέρας είν’ αυτός, αναρωτήθηκα προς στιγμήν, που έρχεται ύστερα από δεκάχρονη αιχμαλωσία κι αντίς να πάει σπίτι του, πάει στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου; Ακούς εκεί, στο ΡΙΚ! Παρασυρμένη όμως από τον πανικόβλητο ενθουσιασμό της, δε ρώτησα περισσότερα, αν και κάτι άρχισα να ψυλλιάζομαι αργότερα, όταν είδα, έξω στο δρόμο, τη θλιμμένη κυρα-Δέσποινα να λέει ήρεμα στην Αννίτσα: «Κόρη μου, πήγαινε να κλείσεις το φως της κουζίνας να μην καίει άδικα, θ’ αργήσει ακόμα λίγο το ταξί<»
97
Μας πήγαν «ανεπίσημα» σε μιαν αίθουσα «μυστική», είπαν. Εκεί είχε κι άλλο κόσμο ανυπόμονο και αμίλητο που περίμενε. Ανάμεσά τους και πολλές γυναίκες μαυροφορεμένες που έσφιγγαν στον κόρφο τους μεγάλες ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Έκλεισαν τα φώτα. Όλοι περιμένανε με κομμένη ανάσα – το μόνο που άκουγε ο καθένας μας ήταν το χτυποκάρδι του. Βλέπουμε κάμποσες σειρές μπαμπάδες σ’ ένα προαύλιο φυλακής, με τα χέρια πίσω. Άλλοι με σκισμένα ρούχα κι άλλοι μισόγυμνοι κοιτούσανε μάλλον αισιόδοξα προς την κάμερα< Η προβολή γινόταν σε αργή κίνηση για να ’χουνε χρόνο οι συγγενείς να ξεχωρίσουν τούς αγαπημένους τους. Κάθε λίγο και λιγάκι, συγκρατημένοι κι αξιοπρεπείς λυγμοί τσάκιζαν μαζί με τη σιωπή και τις καρδιές μας. Σι τραγική, σπαραχτική ειρωνεία! Εκεί, στο σύντομο φωτεινό ντοκουμέντο τού BBC, οι αγνοούμενοι μπαμπάδες ψευτοχαμογελούσαν κάπως,.. ενώ εμείς εδώ, όλοι, κλαίγαμε στο σκοτάδι.και. δαγκώναμε τα χείλη μας για να μην.. ακουστούμε, αλλά και για να μην.. παραδεχτούμε το κακό< Μονάχα η Αννίτσα ακουγότανε να ρωτά με κείνη τη γνώριμη, επίμονη και σταθερή φωνίτσα: «Ποιος είναι, μάμμα; Ποιος είναι ο παπάκης μου;»
την Αννίτσα μου! τις Αννίτσες όλου τού κόσμου! τις δύο χιλιάδες και πλέον αγνοούμενες ψυχές Ελληνοκυπρίων και Σουρκοκυπρίων! ***
98
Πέμπτη, 31 Αυγούστου 2006 37. Σο αγόρι που γνώρισα και δεν πρόλαβα να αγαπήσω Πότε ξύριζε το κεφάλι του γουλί, πότε ερχότανε με κοντομάνικο μέσα στο καταχείμωνο και πότε έβριζε τα άλλα παιδιά και τους καθηγητές. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος μικρών και μεγάλων – ακόμα και οι φτωχές οι καθαρίστριες τον έτρεμαν! Δακτυλοδεικτούμενος, βίαιος και συχνά αυτοκαταστροφικός. (Μερικές φορές έβλεπες στα μπράτσα και στους καρπούς του τεράστιες γρατσουνιές σε σχήμα χι. Μια φορά και στο κεφάλι του είχε χαράξει αυτό το χι με κουζινομάχαιρο<). Γενικώς όσοι τον ξέρανε και τον βλέπανε από μακριά, έλεγαν: «Νά τος, αυτός είναι», και παραμερίζανε< Όλ’ αυτά ήταν πρωτόγνωρα για τα παιδιά ενός κυπριακού Λυκείου με πλήθος από συνεσταλμένα αγόρια και κορίτσια. Απορούσαμε κιόλας πώς τον ανεχόντουσαν οι καθηγητές και κυρίως οι καθηγήτριες, τις οποίες μονίμως «πουτάνες» τις ανέβαζε, «πουτάνες» τις κατέβαζε! Εκείνο, δε, που κυριολεκτικά με σοκάριζε, ήταν οι «χριστοπαναγίες» του. Σέτοιες βρισιές ήταν πρωτάκουστες για όλους μας! Εμείς στην Κύπρο δε βρίζουμε τα Θεία! Ο Υι, όμως –ένα ξανθό, πανέμορφο, πανύψηλο και γυμνασμένο αντράκι–, όλα τα έσφαζε και όλα τα μαχαίρωνε. Νομίζαμε ότι απολάμβανε αυτή τη
99
σκανδαλώδη ασυλία λόγω του ότι ο πατέρας του ήταν αποσπασμένος, υψηλόβαθμος στρατιωτικός από την Αθήνα. (την πραγματικότητα, ο λόγος ήτανε άλλος.) Να μη σας τα πολυλογώ, κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει στον Υι. Αρρώστησε μια μέρα η φιλόλογός μας και ήρθε μία αντικαταστάτρια που δεν ήξερε τίποτε για τον Υι και τον αντιμετώπισε εντελώς απροκατάληπτα, με σεβασμό και τακτ. Αυτό ήταν, τον κέρδισε! Μια μέρα που μοίρασε εργασίες σε όλα τα παιδιά ανά δύο, έμενα μού έπεσε το ποίημα «Θερμοπύλες» του Καβάφη κι έπρεπε να το δουλέψω με τον Υι. Ήρθε στο σπίτι μου, βοήθησε και η μανούλα και βγήκε καλή δουλειά. Από τότε ο Υι είχε έναν άνθρωπο να μιλάει στο σχολείο κι ένα φιλαράκι που το επισκεπτόταν συχνά στο σπίτι του: εμένα. Με τους άλλους τα ίδια (εξαιρουμένης την αναπληρώτριας, την οποία σεβότανε γιατί είχε βρει τα κουμπιά του). Μαζί μου όμως ήταν άλλος άνθρωπος. τη μανούλα, δε, όταν μας επισκεπτότανε, ήταν κύριος: τι τρόποι, τι ευγένεια, τι καλοσύνη! Ώρες-ώρες αναρωτιόμουνα πώς είναι δυνατόν ένα παιδί να έχει τόσο διαφορετικές και αντιφατικές συμπεριφορές! Ο διχασμός του συχνά μού προκαλούσε τρόμο, κάποτε, όμως, δε σας κρύβω, με γοήτευε! Προς την άνοιξη, μου εκμυστηρεύτηκε πως το περασμένο καλοκαίρι πνίγηκε η αδελφή του (η Φι) και τα είχε με τον εαυτό του που δεν κατάφερε να τη σώσει< Ένιωθε ένοχος< Σα κλάματά του έμοιαζαν με κραυγές άγριου ζώου< Σρόμαξε κι η μανούλα μου<
100
Από τότε μαλάκωσε προς τους άλλους η συμπεριφορά του. Άρχισε μάλιστα να διαβάζει (ήταν διάνοια, τα έπιανε με την πρώτη) και κατάφερε να κερδίσει μια υποτροφία για την Αμερική (στα μαθηματικά). Σελειώσαμε κι έπρεπε να φύγουν οικογενειακώς για την Αθήνα. Σους συνοδέψαμε μέχρι το αεροδρόμιο της Λάρνακας, τους αποχαιρετίσαμε έναν-έναν. Υιληθήκαμε με τους γονείς του, κι όταν ήρθε η ώρα να φιληθούμε οι δυο μας, δεν ξέρω τι μ’ έπιασε κι ένιωσα πως δε θα τον ξαναδώ ποτέ πια κι εκεί που τον φίλησα απαλά στο μάγουλο, δάκρυσα κρυφά< Ήταν το αγόρι που γνώρισα και που θα ήθελα ν’ αγαπήσω, μα δεν το ’φερε η ζωή. Η ζωή είχε επιλέξει για μένα ένα άλλο σενάριο, που ακόμα και σήμερα κάποτε δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω.
***
101
Πέμπτη, 7 Σεπτεμβρίου 2006 38. Πενήντα χρόνια με την επιληψία - Αφήγηση του εξηνταοκτάχρονου κυρίου Μενέλαου ΣΟ ΙΣΟΡΙΚΟ ΣΗ ΔΙΚΗ ΜΟΤ ΕΠΙΛΗΧΙΑ Ανησυχώ στην ιδέα ότι δε θα μπορέσω να αποδώσω στην εντέλεια την περίπτωση της επιληψίας από την οποία πάσχω, για να προσφέρω κάτι κι εγώ στον κόσμο. Βλέπετε, οι γραμματικές μου γνώσεις είναι λιγοστές: τελείωσα το δημοτικό και μια τετρατάξια τεχνική σχολή μικρών δυνατοτήτων. Ήμουν λοιπόν δεκαεννέα ετών όταν για πρώτη φορά μου παρουσιάστηκε το πρόβλημα της ΕΠΙΛΗΧΙΑ: έχασα την επαφή μου με το περιβάλλον και όταν, μετά τρίλεπτο περίπου, επανήλθα, ένιωσα διαλυμένος, πονούσε όλο μου το σώμα, ένας πόνος δύσκολος, πολύ δύσκολος στο να περιγραφεί. Είχα δαγκώσει με πολύ δύναμη τη γλώσσα μου και μάτωσε, έβγαζα αφρούς από το στόμα, τα μάτια μου γύρισαν τα μέσα-έξω και είχα σπασμούς τρεμάμενος με τεντωμένα τα άκρα, όπως μου είπαν. τη μηνιαία παραμονή μου προς παρακολούθηση στο Ναυτικό Νοσοκομείο αλαμίνας (υπηρετούσα σαν εθελοντής στο τότε ονομαζόμενο Βασιλικό Ναυτικό), το μόνο που συγκράτησα από τον ιατρό νευρολόγο κ. Μουχτάρη που με παρακολουθούσε ήταν πως, όταν μου ζήτησε να του περιγράψω πώς αισθάνθηκα, ήμουν πολύ ΕΤΤΓΚΙΝΗΣΟ.
102
Πήρα εξιτήριο από το νοσοκομείο χωρίς θεραπευτική αγωγή. Ήταν λάθος μου που δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Αν το είχα πάρει στα σοβαρά, θα είχα προλάβει στα χειρότερα. Παιδί τότε, με παρέσυρε η δίψα για ζωή και τελικά δεν απέφυγα την επιδείνωση. Μετά έμαθα ότι η «έγκαιρη διάγνωση σώζει». Αργότερα, μετά από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, μου ξαναπαρουσιάστηκε το πρόβλημα και με συγκλόνισε. Έψαχνα να βρω τον καλύτερο γιατρό για να το αντιμετωπίσω. Απευθύνθηκα στον κ. Μικρόπουλο που η έδρα του ήταν στο Κολωνάκι. (Φρησιμοποιώ τα επίθετα των τότε ιατρών γιατί δε νομίζω ότι μετά από πενήντα χρόνια να ζει κανείς από εκείνους τους ανθρώπους, αλλά και πάλι δε νομίζω ότι λέω κάτι κακό. Αν φαίνεται κάτι άλλο, ζητώ τη μεγαλύτερη ΤΓΓΝΨΜΗ). Μου έβγαλε λοιπόν το πρώτο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα και μου έδωσε για φαρμακευτική αγωγή τις κάψουλες Epanutin των 100 mg με την εντολή να παίρνω μια κάψουλα ανά 12ωρο, αλλά αν δεν έβλεπα βελτίωση να χρησιμοποιώ την κάψουλα κάθε 8ωρο και σε ένα χρόνο να ξαναπήγαινα να βγάλω ηλεκτροεγκεφαλογράφημα για τα συμπεράσματα της θεραπείας μου. Με συμβούλεψε δε να μην ακολουθήσω το επάγγελμα που διάλεξα γιατί ήταν επικίνδυνο και ήθελε να με προφυλάξει. Δεν τήρησα τη συμβουλή του για λόγους δικούς μου. Όταν πλησίαζα να απολυθώ, ένα χρόνο πριν, αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω πέφτοντας στις ράγες του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου όχι για την ασθένεια μου ούτε για ερωτική απογοήτευση. Έτσι ένιωσα μια μέρα. Αυτό δε δείχνει τον αρρωστημένο μου εγκέφαλο; Γλίτωσα από την απόπειρα. Ζούσα όμως με τον
103
εφιάλτη της αρρώστιας μου που μου έγινε συνήθεια, το πήρα απόφαση ότι σε όλη μου τη ζωή θα κουβαλάω στους ώμους μου αυτό το βαρύ φορτίο. Ένιωθα άχρηστος που δε μπορούσα να προσφέρω στη ζωή. Κι όμως με τη βοήθεια του ΘΕΟΤ έδωσα τις εξετάσεις μου και έφτασα ως Α΄ μηχανικός του εμπορικού ναυτικού. Περνώντας τα χρόνια, έπιανα τον εαυτό μου να είναι όλο και περισσότερο ΕΤΤΓΚΙΝΗΣΟ: με το παραμικρό έκλαιγα, ενώ νεότερος θυμάμαι τον εαυτό μου αναίσθητο. Επειδή ρωτήθηκα από κάποιον πώς με αντιμετωπίζει η κοινωνία (που και σε εκείνον τηλεφωνικά δε μπορούσα να συγκρατήσω τη συγκίνηση μου, όχι για μένα), εξηγώ ότι το ξεπερνώ ανώδυνα γιατί διδάχτηκα στο παρελθόν, και το υιοθέτησα, να μην είμαι αρεστός στους ανθρώπους αλλά ΘΕΑΡΕΣΟ (μεγαλύτερη βαρύτητα η λέξη). Δεν ξέρω αν το πετυχαίνω, αλλά προσπαθώ. Επειδή από τους γιατρούς που κατά καιρούς επισκεπτόμουν δε μπορούσα να βγάλω συμπεράσματα τι έχω, αδυνατούσα να διαβάσω το σκεπτικό τους, δε μου έλεγαν λεβέντικα ότι είναι ανίατος η ασθένεια σου και μην ξοδεύεσαι άδικα ή κάνε αυτό, κάνε εκείνο, ή κάτι θετικό τέλος πάντων ΞΕΚΑΘΑΡΟ. Απογοητεύτηκα γιατί μού έδιναν ένα χάπι και δεν έβλεπαν την ώρα και τη στιγμή να με ξεφορτωθούν. Έπρεπε να επιλέξω μεταξύ πανικού και προσπάθειας. Διάλεξα το δεύτερο. Η λογική μου (αρρωστημένη;) μου έλεγε πως έχει ανάγκη ο οργανισμός μου από κάποια ουσία ή το αντίθετο, έχω περισσότερη τέτοια ουσία από ό,τι πρέπει. τη συνέχεια είπα ότι κάποιο καλώδιο
104
βραχυκυκλώνει στον εγκέφαλο μου που αν το βρω και το απομονώσω δε θα ενασχοληθώ. Σα γονίδια συμβάλλουν στην περίπτωση; Κάπου μπερδεύτηκα! Οπλίστηκα με ΠΙΣΗ-ΕΛΠΙΔΑ ΣΟΝ ΘΕΟ κι αισθάνθηκα σαν κάτι να με καθοδηγεί στο τι να κάνω. 1. Κάνω μπάνιο στη θάλασσα σε καθημερινή βάση (χειμώνα-καλοκαίρι). 2. Όταν ήταν έντονο το πρόβλημά μου, έπινα μια γουλιά ούζο. Σελικά όμως το έκοψα εντελώς. 3. Όταν έχει καύσωνα, δε νιώθω καλά και πηγαίνω στην σπηλιά του Νταβέλη και τότε με τη δροσιά επανέρχομαι στη φυσιολογική μου κατάσταση. 4. Η περίπτωσή μου με προειδοποιεί την ώρα της κρίσης. Σότε βάζω το κεφάλι μου (τη στιγμή της προειδοποίησης) κάτω από το κρύο ντους που διαθέτει η μονάδα της παραλίας και πολλές φορές έδιωξα πολλές φορές την κρίση. Από την παιδική μου ηλικία διαπίστωσα ότι έχω αχρωματοψία (δαλτονισμό). Αναρωτήθηκα μήπως προέρχεται από τα μάτια η επιληψία, διότι οι περισσότερες κρίσεις μου ήταν: 1. Όταν έπαιζα τάβλι (συνεχίζω να παίζω). 2. τη χαρτοπαιξία (τη διέκοψα στις 15.3.2001). 3. τη λύση σταυρόλεξων (αφότου συνταξιοδοτήθηκα ασχολούμαι ανελλιπώς). Η τελευταία μου κρίση ήταν την 13.6.2005 κι ενώ στις πρώτες μου κρίσεις πριν από μισό αιώνα είχα εξάρθρωση σε αμφότερες τις ωμοπλάτες μόνο, στην πρόσφατη είχα άλλα δυσμενή αποτελέσματα: κάποια
105
εσωτερική αποκόλληση των οφθαλμών: όταν τα κλείνω βλέπω κάτι σαν αστραπές, μόνιμη παρουσία από ένα μυγάκι πλησίον της κόρης του αριστερού οφθαλμού και το σοβαρότερο, όταν βρίσκομαι σε κλειστό χώρο στην ησυχία της νύχτας, ένα συνεχές σφύριγμα στην αριστερή πλευρά του εγκεφάλου ωσάν να τρύπησε ένας σωλήνας που στο εσωτερικό του κυκλοφορεί ατμός με μεγάλη πίεση. Τποθέτω ότι αδυνάτισε λόγω ηλικίας (είμαι εξήντα οκτώ ετών τώρα) ο οργανισμός μου και δε θα αντέξει άλλη κρίση. Σελικά, αν θέλετε ακολουθήστε τη συμβουλή μου. Πάρτε την κορούλα σας και πηγαίνετε εκεί που περπάτησε ο ΦΡΙΣΟ στα Ιεροσόλυμα, προσευχηθείτε με ΠΙΣΗ-ΕΛΠΙΔΑ και στην επιστροφή το παιδί σας θα γίνει καλά. υγχαίρω τους ήρωες γονείς για τις προσπάθειές τους, γιατί εγώ δεν είχα το κουράγιο να προχωρήσω τόσο πολύ. Όσο για τους ανθρώπους που έδωσαν τον όρκο του Ιπποκράτη, τι να πει κανείς. Αν μπορούσα να προσφέρω σε ένα παιδάκι που έχει την ίδια πάθηση με τη δική μου θα ήμουν ο ευτυχέστερος άνθρωπος του κόσμου. Γι’ αυτό παρακαλώ το ΘΕΟ να με βοηθήσει να νιώσω αυτό το συναίσθημα που το έχω τόσο ανάγκη. ΤΓ.: Για την ΚΕΣΟΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΙΣΑ πρώτη φορά ακούω, δεν έχω ιδέα και όσους ρώτησα αδυνατούσαν να με ενημερώσουν. Ευχαριστώ, Μενέλαος.
106
Δευτέρα, 11 Σεπτεμβρίου 2006 39. Γράμμα σε μια φίλη τής κόρης μας Ένα μικρό κορίτσι, η Φαρούλα από την Αθήνα, με επιστολή της, προσκάλεσε την κόρη μας να τη φιλοξενήσει και να παίξει μαζί της στην Αθήνα. Ακολουθεί η «απόκριση» της κόρης μας: Αγαπημένη μου Φαρούλα, καταλαβαίνω καλά τα ρωσικά (δώδεκα ώρες την ημέρα μού μιλάει η αγαπημένη μου παραμάνα) και τα ελληνικά. Όμως, αν και κοντεύω τα πέντε, ακόμα δε μπορώ να εκφραστώ. Δε μπορώ ακόμα να συντάξω μεγάλες προτάσεις. Σο κάνω με νοήματα. Λέω «μπαμπά», δείχνω με το χέρι εμένα, λέω «ανέβα» και «ποδήλατο» κι αυτό σημαίνει: «Μπαμπά ανέβασέ με στο ποδήλατο». Με ρωτάς, αγαπημένη μου Φαρούλα, πόσο αγαπάω τη μαμά μου. Βέβαια, εγώ δε μπορώ καλά-καλά να μιλήσω, πόσω μάλλον να γράψω! Σα καταφέρνει όμως η μαμά και για μένα: κοιτάζει τα μάτια μου και διαβάζει την ψυχή μου! Διάβασε λοιπόν κι εσύ και θα καταλάβεις πόσο την αγαπώ< Παραμονή της γιορτής μου, δηλαδή το βράδυ της 14ης Αυγούστου, λίγο προτού νυχτώσει, βγήκαμε στη μπροστινή αυλή ο μπαμπάς, η μαμά κι εγώ για να κάνουμε παρεΐτσα στον παππού, που κατά το δειλινό τού αρέσει να κάθεται στην ψάθινη πολυθρόνα του και
107
ν’ αγναντεύει προς τα σύννεφα που ροδίζουν αλλά και προς τις μνήμες του που τώρα τελευταία όλο και περισσότερο τον σπρώχνουν στα παιδικά του χρόνια. Εκεί που καθόμασταν οι τέσσερίς μας, κι εγώ έπαιζα με το σκυλάκι που πάντα προσέχει να μη με σπρώξει και χάσω την ισορροπία μου (ακόμα δε μπορώ να περπατήσω καλά), ήρθε ένα αυτοκίνητο και σταμάτησε έξω από τα κάγκελα της αυλής μας, κοντά στην εξώπορτα. Πήγαμε με τη μαμά έξω να υποδεχτούμε μια φίλη της με τον άντρα της και το συνομήλικό μου αγοράκι τους. Ο μπαμπάς μου έμεινε πίσω με το σκυλάκι, επειδή το άλλο παιδάκι φοβάται τα ζωάκια. Ζήτησα από τη μανούλα να με αφήσει κάτω να δώσω μια αγκαλιά στο αγοράκι. Σότε κάτι δυσάρεστο πρέπει να είπε στη μαμά η φίλη της, κι εγώ βρήκα την ευκαιρία, χέρι-χέρι να πάω με το αγοράκι παράμερα να παίξουμε. Πάνω στο παιγνίδι, το αγοράκι παραπάτησε, με σκούντησε, (ε, δεν ήθελα και πολύ) έχασα την ισορροπία μου κι έπεσα με το κεφάλι στα πλακάκια του πεζοδρομίου! Ο μπαμπάς άκουσε το «γκουπ» από δέκα μέτρα μακριά, η μαμά έχασε το χρώμα της κι ο παππούς σοκαρίστηκε τόσο που δε μιλούσε για ώρα< Είχα πολύ καιρό να πέσω κι όλοι τους ταράχτηκαν. Ο μπαμπάς ως συνήθως, όταν κλαίω, με πήρε αγκαλίτσα και μου είπε: «Μην κλαις, ψυχούλα μου, σ’ αγαπάω πολύ, πάααρα πολύ<» (μου το ’χει πει ένα εκατομμύριο φορές). Εμένα που ήλθε ο ουρανός σφοντύλι (είμαι, βλέπεις, καλομαθημένη) και κλαίγοντας με μαύρο δάκρυ αποζήτησα την αγκαλίτσα της μανούλας. Εκείνη με πήρε στα χέρια κι ο μπαμπάς έτρεξε να
108
φέρει πάγο και κρύο νερό. Οι επισκέπτες μας ήταν να τους λυπάται η ψυχή σου< Να μη σου τα πολυλογώ, στα σιωπηλά τη βγάλαμε για καμιά ώρα έξω στο πεζοδρόμιο< μέχρι που οι καημένοι οι φίλοι μας έφυγαν τελικά δυο φορές πικραμένοι: μια για το κακό που τους βρήκε –δεν κατάλαβα τι– κι άλλη μια που το παιδάκι τους άθελά του μ’ έριξε κάτω. Όταν έφυγαν, η μαμά, αφού με έδωσε «ααλίτσα» (αγκαλίτσα) στο μπαμπά, πήγε πίσω από ένα δεντράκι κι έκρυψε το πρόσωπό της. ε λίγο επέστρεψε και με πήρε πάλι «ααλίτσα». Όμως είδα ότι τα μάτια της ήτανε υγρά και της είπα: «Μην κλαις μαμά, μην κλαις! ’ αγαπώ πολύ, πάααρα πολύ!» Με αγάπη, Η φίλη σου.
***
109
Πέμπτη, 14 Σεπτεμβρίου 2006 40. Σο δώρο του Ο σύντροφός μου είναι κάπως ξεχασιάρης: δε θυμάται ούτε γενέθλια ούτε γιορτές ούτε τίποτε (εν αντιθέσει μ΄ εμένα που έχω εμμονή με τις επετείους). Όχι πως αν τα θυμότανε θα συνέβαινε και τίποτε, αφού του έχω απαγορεύσει ρητά να μου κάνει ακριβά δώρα, και δώρα γενικώς – πλην βιβλίων. Αλλά και τα βιβλία που μου χαρίζει, συχνά είναι καταδικασμένα να αραχνιάζουν ακινητοποιημένα σε μια θέση της βιβλιοθήκης περιμένοντας υπομονετικά το επόμενο ξεσκόνισμα, καθώς τα γούστα μας δε συμπίπτουν ιδιαίτερα< Σις προάλλες, όμως, ήρθε μ’ ένα τυλιγμένο δώροβιβλίο και αρκετή αυτοπεποίθηση, κατά τη γνώμη μου αδικαιολόγητη λόγω του παροιμιώδους ιστορικού αστοχιών του. Παραξενεύτηκα για την τόση σιγουριά του και, για να μη τον αποπάρω ξανά, του είπα: «Είμαι βέβαιη πως αυτή τη φορά έκανες διάνα – ας το ανοίξω λοιπόν αργότερα». Εκείνος επέμεινε: «Ξετύλιξέ το τώρα και θα δεις!» κέφτηκα: αφού πάει γυρεύοντας, ας μη του χαλάσω το χατίρι, στερώντας του άλλη μια< απογοήτευση. Ήταν η σειρά μου να πέσω έξω για πρώτη φορά. Πράγματι, είχε δίκιο. Σο βιβλίο που μου δώρισε ήταν μια ευχάριστη έκπληξη.
110
Πρόκειται για τις «Ασκήσεις Ελευθερίας» του αγαπημένου μου Νίκου Δήμου. Μου έκλεισε το μάτι, του έδωσα ένα φιλί κι έφυγε ικανοποιημένος. Πήρα κι εγώ τις «Ασκήσεις Ελευθερίας» και, χωρίς να τις ανοίξω καθόλου, τις έβαλα στη βιβλιοθήκη μου. Ας έχω κι ένα αντίτυπο άθικτο, είπα από μέσα μου, αφού το άλλο που ’ναι στο γραφείο μου έχει ήδη γεμίσει σημειώσεις<
***
111
Κυριακή, 17 Σεπτεμβρίου 2006 41. Ένα «ασήμαντο» περιστατικό το διπλανό γραφείο βρίσκεται από πέρσι μια πολύ διακριτική συνάδελφος (αρκετά μεγαλύτερή μου), την οποία, λόγω των αδειών μου, δεν έβλεπα και πολύ συχνά. Έτυχε όμως να συναντηθούμε, κάποιες φορές, στο διάδρομο και να πούμε μια «καλημέρα» σαν άνθρωποι, κι οι δυο μας μ’ ένα χαμόγελο στανικό: σφίγγαμε πρώτα την καρδιά και μετά τεντώναμε τα χείλη< Προχτές, Παρασκευή πρωί, κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ήταν η κυρία Κατερίνα και ήθελε ένα συρραπτικό. Σώρα τα χαμόγελά μας διέφεραν: το δικό μου ήταν (παραδόξως) χαρούμενο, ενώ το δικό της παρέμενε χαμόγελο της καλής θέλησης, αφού δεν άνθιζε σ’ ένα περιβόλι ανοιξιάτικο, αλλά σαν απρόθυμος κρίνος έστεκε παράταιρα μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο της ψυχής της, πασχίζοντας μάταια να ξεγελάσει τη μελαγχολία της. Οι διακριτικοί και ευγενικοί άνθρωποι μήτε ρωτάνε, μήτε στήνουν αφτί αρρωστημένο –και πολύ περισσότερο δε συμμετέχουν σε δήθεν καλοπροαίρετες συζητήσεις για< άλλους. Δεν ήξερε λοιπόν τίποτε για μένα. Αλλά και η δική μου παρατεταμένη απουσία δε με είχε διαφωτίσει ιδιαίτερα για την κυρία Κατερίνα. Με το ζόρι δέχτηκε να της παραγγείλω έναν καφέ. την αρχή δεν άφηνε το συρραπτικό από τα χέρια για
112
να μου θυμίζει ότι βιαζόταν. Η όρεξή της όμως για λόγια της καρδιάς δήλωνε πως είχε ανάγκη την κουβέντα μας. Ώσπου κάποια στιγμή δεν άντεξε: «Σις τελευταίες εβδομάδες στο σπίτι έχουμε δράματα< Πέθανε ξαφνικά η αδελφή του άντρα μου. Σην είχα καλύτερη και από αδελφή μου και τα παιδιά μου την είχανε σα δεύτερη μάνα< Μαζί τα μεγαλώσαμε< Ξέρεις τι είναι να χάνει ένα σπίτι μάνα κι αδελφή;» Άφησε το συρραπτικό στην άκρη του γραφείου κι έπιασε τον καφέ με τα δυο τα χέρια, σα να κρατούσε κάτι πολύτιμο και δεν ήθελε να το χάσει, ή, καλύτερα, με τον τρόπο που αγγίζουν τη ζεστή κούπα οι εργάτες έξω στο χειμωνιάτικο δρόμο, καρτερώντας τάχα να ζεσταθούν. Δεν ήθελα να βεβηλώσω εκείνη την ιερή σιωπή με μια κουβέντα μου, που ίσως να μου έφερνε και δάκρυα. «Ξέρω, ξέρω<» μονολόγησα, από μέσα μου κι έφερα στο νου την κορούλα μου για να πάρω κουράγιο< Έμεινε λίγο ακόμα και τα είπαμε, σαν άνθρωποι. Σα βρήκαμε κιόλας και χαρήκαμε! «Άντε να φύγω και σου έφαγα όλο το πρωινό», μου είπε εγκάρδια. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και χαιρετηθήκαμε κι οι δυο μας μ’ ένα χαμόγελο πηγαίο και φωτεινό. Μετά από ώρα, παρατήρησα ότι το συρραπτικό δεν είχε αλλάξει θέση. Παρέμενε εκεί στην άκρη του γραφείου, προξενητής αγάπης και ελπίδας. ***
113
Δευτέρα, 25 Σεπτεμβρίου 2006 42. Άλλο σόι φθινόπωρο και τούτο! Σα πρωτοβρόχια φέρανε πλημμύρες στη Λευκωσία και αναπάντεχη χαρά στην κόρη μου που απαίτησε, εν μέσω κατακλυσμού, βόλτα με το αυτοκίνητο! Δε χόρταινε να βλέπει αστραπές και ν’ ακούει βροντές! Ρουφούσε με τα μάτια τη βροχή λες κι ήτανε χρόνια διψασμένη! Σώρα που το καλοσκέφτομαι, πρώτη φορά γεύεται ζωντανή, πυκνή βροχή, αστροπελέκια και μπουμπουνητά, ό,τι δηλαδή εγώ απεχθάνομαι και φοβάμαι (φοβία, όχι αστεία). Είχα όμως προειδοποιηθεί να μην αντιδράσω δραματικά για να μην έχει κι η κόρη μου τη δική μου τύχη, δηλαδή να μη της μεταδώσω τη φοβία μου, αφού ακόμα και σήμερα (παρά την επίμονη ψυχοθεραπεία) δε μπορώ να διακρίνω τη διαφορά ανάμεσα στους κεραυνούς μιας καταιγίδας και στους βομβαρδισμούς του ’74< Αν και πεταγόμουνα από τη θέση μου ακόμα και με την πιο απομακρυσμένη αστραπή, αν και έτρεμε η ψυχή μου έτσι που ένιωθα τη δυνατή βροχή να κοχλάζει στον ανεμοθώρακα, ωστόσο έπαιρνα δύναμη από το τρανταχτό χαμόγελο της κορούλας μας, που το έβλεπα να πάλλεται στο στήθος, στα χείλη, στα μάγουλά της και ν’ αντηχεί στην καρδιά μας και στον σύμπαν! Άλλο σόι φθινόπωρο και τούτο! Ούτε να μελαγχολήσω δεν πρόλαβα! ***
114
Τετάρτη, 27 Σεπτεμβρίου 2006 43. Αγρύπνια ήμερα ήθελα να παρουσιάσω την εξαιρετική κριτική (της Αφροδίτης) στην ταινία τού Σζιμ Άμπραχαμς για την επιληψία. Ήθελα αυτό το κείμενο να το περιποιηθώ αρκετά, όμως ακόμα δεν αξιώθηκα< ύντομα, ελπίζω. Φτες, για πρώτη φορά ύστερα από τόσες βδομάδες, την ώρα που έτρεχε η καρδούλα μου στο σαλόνι, σταμάτησε απότομα, έκατσε προσεχτικά στα μαξιλάρια, μας κοίταξε κάπως φοβισμένα και είπε: «Είσαι καλά;» Ήταν σα να μας έλεγε, «Ρωτήστε με πώς είμαι». Πήγα κοντά της, χωρίς να δείξω την ταραχή μου. «Είσαι καλά;», τη ρώτησα. «Ναι», απάντησε κοφτά και ξεροκατάπιε. Σης χάιδεψα το μέτωπο: «ε πονάει το κεφαλάκι σου, ψυχή μου;». «Όχι», είπε πάλι κοφτά κι έτρεξε προς το μπαμπά για αγκαλίτσα διαρκείας... Και σήμερα είχαμε το ίδιο περιστατικό δύο φορές, και πολύ πιο έντονο: εκεί που έτρεχε, σταμάτησε απότομα λες και τη χτύπησε το ρεύμα, έγειρε πάλι προς τα μαξιλάρια κι έκατσε – ή μάλλον έπεσε. «Είσαι καλά;», είπε πάλι κοιτώντας με.
115
«Πώς είσαι, καλή μου;» τη ρώτησα. «Καλά». «ε πονάει το κεφάλι;» «Ναι». «Θέλεις μια αγκαλίτσα;» «Ε σέλω», είπε και πήγε προς το κινητό του μπαμπά για να δει φωτογραφίες. Σουλάχιστον για τη βδομάδα αυτή θα απουσιάσει η παραμάνα μας κι έτσι για να μη μείνω κι εγώ μόνη μου με το παιδί (άλλη φοβία κι αυτή) πήρε άδεια και ο καλός μου. Ευτυχώς, γιατί εν τω μεταξύ τσάκισα το πόδι μου (αχ, αυτή η απροσεξία μου και η βιασύνη – από μικρή τις έχω), άρπαξα κι ένα κρυολόγημα, οπότε< Ούτως ή άλλως δεν ησυχάζουμε δευτερόλεπτο. Θα έχουμε το νου μας, λοιπόν. Μπορεί η Κετογενική Δίαιτα να απάλλαξε το παιδί από τις χιλιάδες μικρά επεισόδια που το βασάνιζαν μηνιαίως και το είχαν καταστήσει φυτό, ωστόσο το πρόβλημα καραδοκεί. Είναι εκεί, κι εμείς αμυνόμαστε. Αμυνόμαστε και αγρυπνούμε.
***
116
Παρασκευή, 29 Σεπτεμβρίου 2006 44.
Η ταινία του Jim Abrahams, «First Do No Harm», για την φαρμακοανθεκτική επιληψία – Κριτική από την Αφροδίτη
Σίτλος αυτής της δραματικής ταινίας: First Do
No Harm
1997, ΗΠΑ – Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 13/2/2005 (Ελληνικός τίτλος: Η δύναμη της αγάπης) Παραγωγή:
κηνοθεσία:
Jim Abrahams
Πρωταγωνιστούν:
Μέριλ τριπ, Υρεντ Γουόρντ.
ενάριο:
την ταινία παρακολουθούμε το συγκλονιστικό δράμα μιας μητέρας που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει θεραπεία για την βαριάς μορφής επιληψία από την οποία πάσχει ο γιος της. Η ταινία του Σζιμ Έιμπραμς είναι ιδιαίτερα τρυφερή με δραματικές πινελιές και έχει γυριστεί για την αμερικάνικη τηλεόραση, ενώ βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Όσοι από εμάς περιμένουν να δουν μια ταινία γενικά για την επιληψία, λίγο να μας μελαγχολήσει, λίγο να μας προβληματίσει, λίγο να μας ενημερώσει, και μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους, να την ξεχάσουν ωραία και καλά, ας μην μπουν στον κόπο. Από το πρώτο τέταρτο θα κλείσουν την τηλεόραση. Αυτή η ταινία είναι φτιαγμένη με έναν και μόνο σκοπό: να δείξει πόσο σοβαρή είναι η βαριά φαρμακοανθεκτική επιληψία, και πόσο ακόμη σοβαρότερη πρέπει να είναι η αντιμετώπισή της. Βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα
117
(ο ίδιος ο γιος τού σκηνοθέτη είναι ασθενής και θεραπεύτηκε από την Κετογενική Δίαιτα) και παρουσιάζει την αληθινή εικόνα ενός συστήματος που δεν λέει να οργανωθεί εις όφελος του ασθενούς, παρά προτιμά την ασφάλεια της πεπατημένης. Σο κάστινγκ είναι το βασικό ατού της ταινίας. Ο καθένας είναι ο ρόλος του. Η μεγάλη Μέριλ τριπ, είναι η μάνα που από τη χαρά της μητρότητας, περνάει στην απόγνωση. Είναι τρομερή η ανημποριά να κάνεις κάτι για το παιδί σου που υποφέρει. Ο μικρός εθ Άτκινς που παίζει τον γιό της, σοκάρει με το πώς αποδίδει τους σπασμούς της ασθένειας. Ο Υρεντ Γουαρντ δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας ως καθημερινός πατέρας, που επωμίζεται το να συγκρατήσει την οικογένεια να μην διαλυθεί, όσο η μητέρα φροντίζει αποκλειστικά τον γιο. Η ταινία παρουσιάζει την ιστορία μιας συνηθισμένης οικογένειας, στη δίνη μιας ασθένειας που τους χτυπάει όλους σε όλα τα επίπεδα, σωματικό (βασικές ανάγκες όπως φαγητού & ύπνου να είναι συνεχώς «στον αέρα»), ψυχολογικό (όλοι αισθάνονται τύψεις, αλλά και όλοι σπάνε από την πίεση), οικονομικό (απλοί άνθρωποι, δεδομένα έσοδα, πανάκριβες θεραπείες), κοινωνικό (το «στίγμα» για την αρρώστια-ταμπού)... Η όλη ιστορία φέρνει ζητήματα ηθικής και ιατρικής δεοντολογίας στην επιφάνεια, όταν πια έχει πάρει ο άρρωστος γιος την κατιούσα και δεν ανακάμπτει, και δεν μπορούν οι συμβατικές θεραπείες να προσφέρουν κάτι καλύτερο. Σελικά, η ελπίδα έρχεται με τη μορφή της κλινικής Μέγιο και της Κετογενικής δίαιτας. Η αντίδραση και τα πολυεπίπεδα «όχι» που συναντά η οικογένεια στην αλλαγή της θεραπείας μπορεί να
118
φανούν υπερβολικά. Θα περίμενε κανείς πως οι γιατροί θα έδιναν κι άλλες επιλογές πριν/αφ’ ότου οι συνήθεις φαρμακευτικές θεραπείες δεν συνεχίζουν να αποδίδουν. Αυτή η υπερβολή όμως (ειδικά στο πρόσωπο της «αρχιάτρου») είναι ο πιο συμπυκνωμένος τρόπος να παρουσιαστεί το πρόβλημα. Δεν θα αποκαλύψουμε το τί ακριβώς γίνεται, μόνο το ότι ναι, υπάρχει πάντα αυτή η ελπίδα, και δεν είναι κάτι άπιαστο ή ασαφές. Θα πάρετε μια γεύση του πώς εφαρμόζεται επακριβώς η Κετογενική Δίαιτα και θα συγκινηθείτε βλέποντας κι αληθινούς ασθενείς με την πρόοδό τους. Η ταινία αυτή δεν πρόκειται ποτέ να γίνει block-buster. Ακόμη και στην εποχή που τα ιατρικά δράματα, στην τηλεόραση τουλάχιστον, γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία, εδώ δεν έχουμε σεναριογράφους να δραματοποιούν καταστάσεις και να παίζουν με το συναίσθημα του θεατή, αλλά αληθινά περιστατικά. Οπότε αυτό θέλει γερά νεύρα, γερό στομάχι και γερή καρδιά. Αλλά στο τέλος της θα είστε ένας διαφορετικός άνθρωπος. Όχι απαραίτητα πιο καταρτισμένος, αλλά σίγουρα πιο δεκτικός στο ότι όταν το θέμα είναι ο άνθρωπος, οφείλουμε να προσφέρουμε τα πάντα, ακόμη κι αν δεν μπορούμε εμείς με όσα ξέρουμε. Κι αν δεν μπορούμε ούτε αυτό, τουλάχιστον να μην κάνουμε χειρότερα τα πράγματα. «Πάνω απ΄ όλα, δεν πρέπει να βλάπτουμε τον ασθενή», λέει ο όρκος του Ιπποκράτη, απ΄ όπου και ο αγγλικός τίτλος της ταινίας: First Do No Harm. Αφροδίτη ***
119
45. «< two years ago, from across the Atlantic, I met Maria-Fontini and her mom<» THE KETOGENIC DIET - 1/12/2007 Statistically, after the failure of one anti-epileptic drug, if a child is not a good surgical candidate, the ketogenic diet is the safest, most effective treatment for children with epilepsy. It’s that simple. Yet, every year, tens of thousands of children’s brains around the world are forever damaged because their families never learn of the diet. If you go back to the early 1920’s, when the diet was formally invented at the Mayo Clinic, and calculate the number of lives damaged or lost because they never found this information, it is a human tragedy of incalculable proportion. Sometimes, the battle to elevate the ketogenic diet to it’s rightful priority in the struggle against childhood epilepsy can feel almost as frustrating as finding the diet in the first place. Medical intransigence, drug companies’ profits, governmental indifference, and insurance company’s’ reluctance to recognize their savings for every kid who has success with the diet, provide formidable opposition. Sometimes it’s like trying to stop an avalanche with a bee bee gun. In 1995 I asked Dr. John Freeman at Johns Hopkins, who had put Charlie on the diet, why none of the pediatric neurologists in whose arms Charlie had had seizures told us about the diet. He told me the diet would never become accepted through traditional avenues of Western
120
medicine (neurology publications, studies, meetings, etc.). So I set about trying to invent some ways to circumvent the medical community and go straight to the families that thirsted for this information. Today, it is not at all uncommon to hear the same reaction that we had fourteen years ago with Charlie from a family who sees the miraculous effect of the diet with its child. (Today, Charlie has been seizure, drug, and diet free for over nine years). First, a grateful euphoria, followed by a kind of mixture of outrage for not being told, guilt for not finding it earlier ourselves (or worse, buying into the medical bias), and finally a passion to put a silver lining on the horror we’ve experienced by helping others avoid this same toxic trap. Many families who see success with the diet have done the same--going to their local media to help spread the word, helping establish keto departments at hospitals, forming support groups among keto families, publishing keto newsletters. Then, two years ago, from across the Atlantic, I met Maria –Fotini and her mom, Antigoni. With equal fervor, Antigoni has vowed to bring the diet to its rightful place in the treatment of pediatric epilepsy in her native Cyprus. The Charlie Foundation and Maria Fotini’s family have been ignited and united by the identical fuel. We simply cannot and will not rest until we’ve done all we can to right this terrible wrong--and better health is made available to all those children, and others, with difficult to control seizures. Jim Abrahams The Charlie Foundation To Help Cure Pediatric Epilepsy
121
Σάββατο, 30 Σεπτεμβρίου 2006 46. Πίστη χωρίς< ψευδαισθήσεις! Λίγο μετά την επιστροφή μας από τις ΗΠΑ, η παραμάνα της κορούλας μας ενώ οδηγούσε, ερχόμενη προς το σπίτι μας, δεν είδε ένα διερχόμενο αυτοκίνητο με προτεραιότητα και το εμβόλισε, προκαλώντας πανικό στην καημένη την οδηγό του. Αμέσως πεταχτήκαμε κι εμείς ως εκεί για να συνεννοηθούμε με το θύμα και να την καθησυχάσουμε. Ήταν ακόμα μέσα στο αυτοκίνητό της και επειδή είχε ήλιο την παρακάλεσα να πάμε στη σκιά γιατί «το παιδί μας δε μπορεί την ακτινοβολία». Όπως έβγαινε, παρατήρησα ότι το περπάτημά της κάτι μου θύμιζε< Έκανε να ανεβεί το πεζοδρόμιο και ζαλίστηκε. Ση συγκράτησε διακριτικά ο καλός μου –φαίνεται κι αυτός κάτι να υποψιάστηκε. Μια και δυο, της προ-τείναμε να πάμε μέχρι το σπίτι, που ήταν κοντά, να της προσφέρουμε κάτι. Δέχτηκε. Κατέβηκε πάλι με δυσκολία, ξανά με δυσκολία στο πεζοδρόμιο, στις σκάλες της εισόδου σταμάτησε. «Δεν πειράζει, καλή μου», της είπα και ανοίξαμε το γραφείο του ισογείου να καθίσει σε μια πολυθρόνα. Είδε και την κορούλα μας πώς προσπαθούσε να περπατήσει και μας ρώτησε: «Σι έχει το παιδί;» «Πάσχει από βαριά μυοκλονική επιληψία», της είπα.
122
Κανονίσαμε τα των ασφαλειών, την κεράσαμε κάτι και την ξεπροβοδήσαμε πάλι διακριτική τρυφερότητα (κι εγώ με κρυφή συγκίνηση). Μετά από καμιά βδομάδα μάς τηλεφώνησε και ξαναβρεθήκαμε. «Έχω κι εγώ μυοκλονική επιληψία, από παιδί», μας είπε. «Δε γιατρεύτηκα ακόμα και μέχρι τα είκοσι πέντε μου ήμουνα κλεισμένη στο σπίτι. Όταν όμως άρχισα γιόγκα, ξαναγεννήθηκα. Σώρα έχω προσωπική ζωή, εργάζομαι, επιτέλους ζω!» Μας πρότεινε κι εμάς τον «σωτήρα» της. «Δεν πιστεύουμε σ’ αυτά» της είπα, «οπότε δε θα ωφεληθούμε». «Πράγματι, αν δεν πιστεύεις, δεν ωφελείσαι», με διαβεβαίωσε.
***
123
Τετάρτη, 11 Οκτωβρίου 2006 47. «Παράνοια»: ένα περιστατικό Μια απόμακρη γνωστή μας (η Μ.) και παλιά γειτόνισσα (με καλή θέση στην κυβέρνηση) ήθελε να προαχθεί σε ανώτερη θέση. Όμως της ζητήθηκε «άριστη γνώση της ελληνικής», προσόν που δεν το έχουν όσοι τελείωσαν ξενόγλωσσα σχολεία, όπως η ίδια. Έπρεπε λοιπόν να κάνει κάποια στοιχειώδη προπαρασκευαστικά μαθήματα για να μπει στο πνεύμα των εξετάσεων, κι επειδή αυτές οι εξετάσεις μού ήταν κάπως οικείες (για άσχετους με την υπόθεσή της λόγους), ζήτησε τη βοήθειά μου: «Πέντε με έξι συναντήσεις», μου είπε, «είναι αρκετές». Περισσότερο από ντροπή παρά από επιθυμία και όρεξη, δέχτηκα να τη βοηθήσω. Σι είναι μία ώρα τη βδομάδα για ένα μήνα; αναρωτήθηκα, πιέζοντας τον εαυτό μου να πει «ναι». το πρώτο «μάθημα» με διέκοψε για να μου εκμυστηρευτεί το παράπονο της: έκπληκτη την άκουσα να μου λέει ότι όλη η γειτονιά ασχολείται μαζί της! «Βάζουν τα μικρά παιδιά κι έρχονται έξω από το σπίτι μου για να κρυφακούσουν τι λέω και τι κάνω», μου είπε εμπιστευτικά. Σα ίδια και στη δεύτερη και στην τρίτη και στην τέταρτη και στην πέμπτη συνάντηση. Ατελείωτες συνωμοσίες< Από λεπτότητα, άκουγα χωρίς να μιλώ και να φέρνω αντιρρήσεις στα μυθομανή παραληρήματά της: έτσι τα αποκαλούσα – που να ’ξερα. Κάποτε (μάταια όμως) τη διέκοπτα για να της θυμίσω το σκοπό των συ-
124
ναντήσεών μας. Ώσπου ήρθαν οι εξετάσεις, χωρίς να έχει γίνει ούτε ένα ουσιαστικό μάθημα< Είπα κι εγώ (ο Θεός να με συχωρέσει), «Επιτέλους γλίτωσα». Να όμως που δεν είχα γλιτώσει! Άρχισε τα τηλεφωνήματα με νέα «παράπονα»: τώρα συνωμοτούσε εναντίον της ο φαρμακοποιός τής κεντρικής λεωφόρου με τον φούρναρη που ήταν συγγενής μου. Εκεί δεν άντεξα: «Καλή μου, κάνεις λάθος, τον Γ. τον ξέρω από παιδί, αποκλείεται να σε συκοφαντεί και να σε κουτσομπολεύει. Εκτός αυτού, μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι δεν σε ξέρει καν!» «Μα», επέμεινε σθεναρά, «τους άκουσα στο τηλέφωνο»< (Δηλαδή, σήκωσε το τηλέφωνο για να τηλεφωνήσει σε κάποιον και συμπτωματικά άκουσε το Γ. να<) Εκεί αντέδρασα με επιμονή. Σότε όμως μαζεύτηκε, όπως κάνει ο δαρμένος σκύλος που βάζει την ουρά στα σκέλη και τρέχει με τ’ αφτιά κατεβασμένα να κρυφτεί στο καλύβι του. Ήταν η τελευταία μας συνάντηση. Έκτοτε δεν ξανάδωσε σημεία ζωής. Δε σας κρύβω (το λέω με ενοχές) ότι αρκετές φορές τα έλεγα στον καλό μου κι εκείνος μειδιούσε και με παρακαλούσε να της εξηγήσω ότι «δεν έχει κανένα λόγο ο κόσμος να ασχολείται μαζί της, με το τι εσώρουχα φοράει, ή πόσο νερό πίνει, ή αν έκανε τη δίαιτα που υποσχέθηκε στη διαιτολόγο της». Εγώ όμως ντρεπόμουνα να πάρω πρωτοβουλία, τη λυπόμουνα κιόλας, δεν ήθελα να την κακοκαρδίσω και κυρίως δεν ήξερα, δεν ήξερα, δεν ήξερα τι κακό ήταν αυτό που της συνέβαινε και γιατί είχε όλες αυτές τις παράλογες, έμμονες ιδέες! Δε μπορούσα να φανταστώ ότι ένας
125
άνθρωπος «βλέπει» και «ακούει» γεγονότα και καταστάσεις ανύπαρκτες ή εντελώς παραλλαγμένες. Μετά που παντρεύτηκα και με βρήκαν τα δικά μου κι άρχισα την ψυχοθεραπεία και τη μελέτη, άρχισα κάπως να μπαίνω στο νόημα< Σι ν’ απέγινε άραγε εκείνη η ταλαίπωρη ψυχούλα; Πώς να τα βγάζει πέρα με τη μοναξιά της<
***
126
Παρασκευή, 27 Οκτωβρίου 2006 48. Ο ωκράτης Είχα ένα γατάκι που ποτέ του δεν τσίριζε, ποτέ του δεν παραπονιότανε, πάντα με κοιτούσε στα μάτια, ποτέ δε ζητούσε τίποτε και συνεννοούμασταν με το βλέμμα. Όλη η γειτονιά τον αγαπούσε, όλοι τον κλάψαμε, ακόμα κι εκείνοι που παλιότερα βάζανε δηλητήρια στους γάτους. Ήταν διακριτικός, αξιοπρεπής, τον φωνάζανε όλοι με τ’ όνομά του, ωκράτη. ωκράτης όνομα και πράγμα! οφός γάτος, κυνηγιάρης (αν και στειρωμένος), σπιτικός, φιλειρηνιστής, αγαπητός ακόμα και στους σατραπόγατους, που μόλις τον ανταμώνανε τον μύριζαν στη μύτη και κάνανε τόπο να περάσει. Σεσσάρων ετών αρρώστησε: καρκίνος στο στομάχι. Επί ένα μήνα του συμπαραστεκόμασταν όλη η γειτονιά. Δεν ήθελε να «κρυφτεί» και πήγαινε τη βόλτα του με το ζόρι· έσερνε τα πίσω πόδια, είχε καταντήσει σκιά του εαυτού του, δε μπορούσε πια ν’ ανεβαίνει μήτε τα πεζούλια. Πάντα όμως τα κατάφερνε με τη βοήθεια πότε ενός παιδιού που τον έπαιρνε στα χέρια και τον άφηνε με αγάπη στο πεζούλι του, πότε με τη βοήθεια μιας γιαγιάς που του άνοιγε την καγκελόπορτα (αφού πια δε μπορούσε να την παρακάμψει) πότε τον βοηθούσε να περάσει το δρόμο η οικιακή βοηθός στο από-
127
μακρυσμένο σπίτι και πότε εκείνος ο γεράκος συνταξιούχος που τον λογάριαζε για δικό του γάτο! Εκείνες τις μέρες παίρναμε εναλλάξ άδεια από τη δουλειά και τον ακολουθούσαμε συχνά στις βόλτες του· τον βλέπαμε που όλο και περισσότερο σερνόταν και βογκούσε κι ο γιατρός κουνούσε το κεφάλι ενώ ο πεθερός μου με μάτια θολά ούτε ν’ ακούσει για ευθανασία – απ’ τα πολλά συγκατάνευσε. Ο ωκράτης άφησε την κληρονομιά του: γνωριστήκαμε με όλους τους γείτονες κι ενώ το πρώτο καλοκαίρι που ήρθαμε στη γειτονιά, μύριζε ο τόπος από τα φαρμακωμένα γατάκια, μετά το μαρτύριο τού ωκράτη δεν ξαναείχαμε δηλητήρια. Ο ωκράτης, που ήταν στειρωμένος, έφυγε δίνοντας ζωή σε μια γειτονιά, όπου πριν κανείς δε μιλούσε σε κανέναν κι απ’ όπου λίγο έλειψε να εξαφανιστούν όλες οι γατούλες<
***
128
Κυριακή, 5 Νοεμβρίου 2006 49. Εγωισμός Θυμάμαι, με νοσταλγία, πως η μανούλα μου ήταν πάντα ευπαρουσίαστη και γι’ αυτό με κολάκευε αφάνταστα να μου λένε ότι της μοιάζω. Όμως, λίγο οι ταλαιπωρίες της, λίγο οι δεκαετίες, το άσπρο της πρόσωπο τσάκισε και κρεμόταν σαν κρίνος ραγισμένος, ενώ τα άλλοτε λυγερά της πόδια είχαν παραμορφωθεί (φλεβίτιδα) από τις ατέλειωτες ώρες υπερεργασίας και ορθοστασίας. Μονάχα τα πελώρια μάτια της, πεισματικά εξακολουθούσαν να αμύνονται στο χρόνο, μάταια όμως< Έτσι, μερικούς μήνες πριν το γάμο μου, στα εξήντα δύο της (κι ενώ τα οικονομικά μας δεν ήταν πλέον καθόλου άσχημα), της πρότεινα, μάλλον δειλά, αν ήθελε να «ξανανιώσει», όπως είχε κάνει πολύ πετυχημένα (με τις ρυτίδες της) και η κυρία τέλλα, μια συνάδελφός της. «Γιατί, αν< ξανανιώσω θα μ’ αγαπάς περισσότερο;» με πείραξε, τρυφερά, η καημένη. Αντίς ν’ απαντήσω, την αγκάλιασα και τότε ένιωσα δυνατά πόσο με πλήγωνε η φθορά της: δεν άντεχα, δε μπορούσα να τη βλέπω τόσο πολύ οξειδωμένη< Ήθελα, λοιπόν, εμένα να ξεγελάσω, που υπέφερα καθώς την έβλεπα να αποσύρεται από τη ζωή καταπονημένη, να πνίγεται στην κατάθλιψη τής συνταξιοδότησης και ν΄ αργοπεθαίνει αβοήθητη, πολύ πριν τη χτυπήσει ο καρκίνος<
129
Πάλευα εμένα να ξεγελάσω, όχι τόσο γιατί εκείνη σακατεύτηκε απ’ το χρόνο, αλλά επειδή γέρασε ξαφνικά και πρόωρα κι ενόσω ακόμα εγώ ένιωθα μικρούλα και απροστάτευτη.
***
130
Πέμπτη, 23 Νοεμβρίου 2006 50. Ανταπόδοση Σα πρώτα (δύσκολα) χρόνια, πήγαινε μόνη της με τα πόδια στη λαϊκή, και μάλιστα αργά το μεσημέρι, όταν ο κόσμος λιγόστευε και οι τιμές έπεφταν κατακόρυφα. Σην παρακαλούσα να με παίρνει μαζί της, για να την ξεκουράσω στο κουβάλημα: "έχεις διαβάσματα", προφασιζόταν κι έκοβε την κουβέντα. Μετά που στρώσανε τα οικονομικά μας, πήγαινε πρωίπρωί, με το αυτοκίνητο, και συχνά με έπαιρνε μαζί της, όχι βέβαια για να τη βοηθήσω, αλλά για παρέα, για κουβεντούλα και για πλάκα. Επισκεπτόμασταν σχεδόν πάντα τους ίδιους παραγωγούς, ακόμα κι όταν αυτοί είχαν τα χειρότερα "φθαρτά". Σην έβλεπα που γέμιζε τις τσάντες "απρόσεχτα", γι΄ αυτό μετά, στο σπίτι, τα μισά τα πετούσαμε. Εγώ νόμιζα ότι την κοροϊδεύανε φορτώνοντάς την με σαβούρα, μα δεν ήταν όμως τέτοιος άνθρωπος η μανούλα... Παλιά «χρέη» ξεπλήρωνε – με το δικό της τρόπο.
***
131
Τετάρτη, 29 Νοεμβρίου 2006 51. Μία συγχώρεση Αν εξαιρέσω τον πατέρα μου, σε όλους τούς άλλους οφείλω κάτι. ε όλους τούς άλλους, πλην εκείνου. ε όλους τούς άλλους! Αν όμως, ντε και καλά, πρέπει κάτι να οφείλω και σε κείνον, αυτό είναι μια συγχώρεση. Κάποτε πρέπει να τον συγχωρέσω: να τον συγχωρέσω που εκείνο το πρωί, έτσι χωρίς λόγο, έπιασε τη μανούλα από τα μαλλιά και της χτυπούσε το κεφάλι στη γωνία του τοίχου· να τον συγχωρέσω που ένα απόγευμα έδερνε επί μία ώρα τον αδερφό μου κι αν δεν ερχόντουσαν οι γείτονες, θα τον είχε σκοτώσει· να τον συγχωρέσω για τα αισχρά και τα βρισίδια με τα οποία μάς περιέλουζε μέρα-νύχτα και που τα ξεστόμιζε με μεγαλύτερη αυταρέσκεια και περισσή ευφράδεια κυρίως μπροστά σε καλεσμένους και αγνώστους, κατεξευτελίζοντάς μας· να τον συγχωρέσω που ένα βράδυ ήρθε μεθυσμένος ζητώντας διαζύγιο από τη μανούλα. Κι όταν μπήκε στη μέση η γιαγιά (και μάνα του), την άρπαξε απ’ τα μαλλιά και την τραβούσε έξω στην αυλή και την άλλη μέρα λέγαμε: «Κι άλλη τούφα εδώ, κι άλλη εκεί<»·
132
να τον συγχωρέσω που, και μόνο στο άκουσμα του ονόματός του ή της άγριας φωνής του, πάθαινα ταχυπαλμία και μ’ έλουζε κρύος ιδρώτας< Αυτό το κτήνος θα πρέπει κάποτε να το συγχωρέσω, γιατί, όπως είπε προ ημερών και ο Άντυ, το ποτό έφταιγε κι όχι εκείνος< Βλέπω την κορούλα μου που μοιάζει τόσο πολύ στον αδελφούλη μου αναρωτιέμαι πώς μπορούσε και βασάνιζε έναν τέτοιο άγγελο! Σο μόνο που οφείλω σ’ αυτό το κτήνος είναι μια συγχώρεση. Σίποτε άλλο!
***
133
Δευτέρα, 11 Δεκεμβρίου 2006 52. Φθες το βράδυ Φτες το βράδυ, μόλις την ανέβασα για ύπνο, άρχισε να παραπονιέται ότι θέλει να κοιμηθεί «κάτω». Μετά ότι ήθελε νερό και φαγητό. Ήταν παράξενα κακόκεφη. (Πώς να μην είναι με τόσα σκληρά φάρμακα που παίρνει<) Σην πήγα κάτω, ήρθε και ο καλός μου. Ανησυχήσαμε λιγάκι. «Κάτω» μέναμε συνήθως τις δύσκολες ώρες, τότε που δεν ξέραμε αν θα ξημερώσει< Σην έβαλε στο μεγάλο καροτσάκι, τη σκέπασε με την κουβερτούλα που της αρέσει και κάθισε δίπλα της απαλά. Με το δεξί του χέρι τύλιξε τρυφερά τον αριστερό της καρπό. Ύστερα έσκυψε, ακούμπησε τον αριστερό του βραχίονα στο γόνατό του κι έβαλε απαλά το μάγουλό του στο στήθος της, όπως «τότε» που δεν είχαμε «μηχανάκι» για τους χτύπους της καρδιάς κι έπρεπε να στεκόμαστε εκεί για να ξέρουμε πότε λιποθυμά και πότε όχι< «Μείνε, μπαμπά, μείνε», του είπε με παράπονο. Η αλήθεια είναι ότι τους τελευταίους δύο μήνες δεν τον βλέπει τόσο συχνά όσο θα ήθελε. Εκείνος δουλεύει πιο πολύ απ’ ό,τι συνήθως. Πλησιάζει η νέα άνοιξη και πρέπει να ετοιμαστούμε για το μεγάλο ταξίδι< «Κοιμήσου, καλή μου, κοιμήσου», της είπε.
134
Κι αμέσως την είδα που του χάιδεψε λίγο τα μαλλιά και μετά έγειρε σα βαρκούλα προς την πλευρά που βγαίνουν μονάχα όνειρα παραδεισένια. Άκουγα κι εγώ την ανάσα της, όχι όμως όπως «τότε» που είχα ασκήσει το αφτί για να ξέρω αν οξυγονώνεται η καρδούλα της σωστά. Άκουγα, τώρα, τη γαλήνια ανάσα της κι ένιωθα να βρίσκομαι σε κείνη την παραλία των παιδικών μου χρόνων, όπου ξάπλωνα στην άμμο κι άφηνα το φλοίσβο των κυμάτων να κυλά στα πνευμόνια μου σαν τρυφερός εραστής< «Κοιμήσου, ψυχούλα μου, κοιμήσου<» της είπα από μέσα μου και πήρα να τη νανουρίζω όπως έκανε με μένα η μανούλα: Aγεράκι τα φτερά σου για λίγο κόψε< Φόβον έχω το γιαλό μην ανασάνει, τι εδώ πά’ στο φεγγαρόλουστο λιμάνι μια βαρκούλα αποκοιμήθηκεν απόψε. Λαγαρή και φωτερή η θωριά της πέφτει στων νερών τον ολοκάθαρο καθρέφτη και θαρρείς πως είδε όνειρο η καημένη απ’ ανέμους κι από κύμα αποσταμένη. Να γελούν οι φαντασίες εμάς μονάχα! Νά που αράζει σε νησάκια διαμαντένια, σε ουρανούς φωτοχυμένους λάμνει ― τάχα. Μην ξυπνήσει απ’ το ταξίδι έχω έγνοια<
*** Σο ποίημα είναι του Ζαχαρία Παπαντωνίου ο «Ύπνος της Βαρκούλας»
135
Σάββατο, 16 Δεκεμβρίου 2006 53. Ακόμα κι ένας άπιστος< Ο Δεκέμβρης του 2004 μάς βρήκε στο δεύτερο σπίτι μας: στην Εντατική. Εκεί τής κάνανε την πρώτη αντιβιοτική ένεση για «να αντιμετωπιστεί δραστικά η εμπύρετος γρίπη της». Σότε όμως ήταν μισοναρκωμένη από τα Valium και τους σπασμούς και δεν ένιωσε τίποτε. Δυο μέρες μετά, που βγήκαμε από το νοσοκομείο, πήγαμε στην παιδίατρό της για τη δεύτερη ένεση. Μάτωσε η καρδιά μας. Ούτε στην (χωρίς αναισθητικό) παρακέντηση δεν είχε πονέσει τόσο< Να που έπρεπε να γίνει και η τρίτη ένεση, αλλιώς πήγαιναν στράφι και ο άλλες δυο, χώρια που ο κίνδυνος της υποτροπής ήταν βέβαιος. Ξεκινήσαμε, πάλι, με βαριά καρδιά για την παιδίατρο. Υτάνοντας όμως εκεί, η κατατρομοκρατημένη κορούλα μας κόλλησε πάνω στο μπαμπά σα βεντούζα κι έκρυψε ουρλιάζοντας το μάγουλό της στο λαιμό του< Εκείνος δεν άντεξε και φύγαμε. Βλέπετε, επί τρία χρόνια την τρυπούσανε σε ολόκληρο τον κορμάκι της και όλοι μας προσποιούμασταν ότι αντέχαμε – άσχετα αν ο ένας έκλαιγε κρυφά από τον άλλο< Είχα, αλίμονο, τη φαεινή ιδέα να καλέσω την παιδίατρο σπίτι, για την ένεση< Μέγα σφάλμα με αφάνταστη οδύνη που δεν αντέχω να διηγηθώ. Και καλύτερα. Άλλωστε, μετά από πέντε χρόνια, τώρα, για πρώτη φορά πλησιάζουν χαρούμενα Φριστούγεννα: όχι μόνο χωρίς πόνο αλλά και με μπόλικο χαμόγελο!
136
Φτες, στην παιδική χαρά, παρακολουθώντας τα άλλα παιδάκια έμαθε να μπαινοβγαίνει, μπουσουλώντας, σε κείνο το σκοτεινό και παγερό μεταλλικό τούνελ. Αλλά και τη σκάλα, με τα παραπέτα, της ξύλινης τσουλήθρας αγωνίζεται να την ανέβει μόνη της! Σέτοιες στιγμές, ακόμα κι ένας άπιστος κοιτάζει με συγκίνηση ψηλά: «’ ευχαριστώ, Θεέ μου!»
***
137
Κυριακή, 24 Δεκεμβρίου 2006 54. Η μνήμη< Αρχικά πιστεύαμε ότι έχει υποστεί εκτεταμένες βλάβες, λόγω των χιλιάδων μικρών επιληπτικών επεισοδίων, αλλά και των εκατοντάδων επεισοδίων μακράς διαρκείας που υπέστη κατά τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής της. Ένα από τα μεγάλα επεισόδια κράτησε περισσότερο από δύο ώρες. Ήταν, θυμάμαι, Δεκέμβρης του 2004. Οι γιατροί δεν ήξεραν αν θα ξυπνήσει, ούτε και πώς θα ήταν όταν ξυπνούσε. Αχ< η αγωνία και το κλάμα εκείνης τής νύχτας< Σην άλλη μέρα το πρωί ξύπνησε κι άρχισε να με ζητάει με παράπονο. Σην πλησίασα προσεχτικά, εξεταστικά, κρύβοντας όσο περισσότερα δάκρυα μπορούσα. Σην είδα που προσπαθούσε ν’ απλώσει το χεράκι της προς το μάγουλό μου. Προσπαθούσε< όμως δε μπορούσε να το κρατήσει σταθερό< έτρεμε και μετά από λίγα δευτερόλεπτα έπεφτε στο σεντόνι σαν κούτσουρο (ήταν τότε που η βαρύτητα είχε αρχίσει να συνωμοτεί εναντίον μας) κι έπειτα το τραβούσε προς το μέρος της, λες κι ήταν ξένο σώμα, το κοιτούσε παράξενα, το έδειχνε με το άλλο χέρι κι έκλαιγε σπαρακτικά, κοιτώντας με στα μάτια< *υγγνώμη που τα θυμάμαι και θλίβομαι χρονιάρες μέρες. Όλο λέω και υπόσχομαι, μέσα μου, να πάψω να θυμάμαι, να διαγράψω εκείνες τις ατέλειωτες πίκρες, μα δε μπορώ. Μάλιστα, όσο περισσότερο καταπιέζω τα συναισθήματά μου, τόσο πιο πολύ δυναμώνουν,
138
πεισμώνουν, θυμώνουν και σα μέγγενη μου σφίγγουν τα μηνίγγια, την καρδιά και το στομάχι, όπως τώρα. Αν όμως τολμήσω να «θυμηθώ» και να κλάψω, ηρεμώ κάπως< έστω λιγάκι<+ <μας έδειχνε, λοιπόν, το χεράκι της και σαν κάτι να μας έλεγε< Σι όμως; Ότι την πονούσε; Ότι μυρμήγκιαζε (συμπτώματα εγκεφαλικού), ότι δεν το ήλεγχε όπως πριν; Κάτι μάς έλεγε και για το δεξί της πόδι, το νιώθαμε επειδή κουνούσε με νόημα το αριστερό ενώ το δεξί μόλις που υπάκουε. Νομίσαμε ότι συνέβη το κακό. Οι εξετάσεις όμως στο δεξί μάτι, όπως και στο δεξί αφτί, μας καθησύχασαν. Κάτι άλλο, λοιπόν, είχε συμβεί, μόνο που κανείς δεν ήξερε, ούτε οι γιατροί, αν και ανεπίσημα κάτι σιγοψιθύριζαν για προσωρινή (;) παράλυση – κι εμείς, ως συνήθως, σπαράσσαμε ο καθένας χώρια και κρυφά από τον άλλον< Σώρα, ενάμιση χρόνο μετά το οριστικό (;) τέλος των μεγάλων συμφορών, κάνουμε τον απολογισμό και βρίσκουμε ότι, παρά τις πολλές απώλειες, ένα μέρος του εγκεφάλου της είναι άθικτο, εντελώς άθικτο: η μνήμη της! Θυμάται τα πάντα! Ακόμα χτες, θυμήθηκε τα σκυλάκια στο νοσοκομείο (συνέβη τον Μάιο του 2005 στις ΗΠΑ) και ήθελε να πάμε στην «α< κική», δηλαδή στην< Αμερική! Ότι, για την ώρα, η μνήμη και οι αισθήσεις της είναι ακέραιες, δεν υπάρχει αμφιβολία. Και τι άλλο είναι η ανθρώπινη προσωπικότητα έξω από τη μνήμη της; Η μνήμη μας! Αυτό δεν «είμαστε»; ***
139
Πέμπτη, 4 Ιανουαρίου 2007 55. «I don’t know what Level 4 Epilepsy Center means and why Mayo says Τes and John Hopkins No» Η ξαδέλφη μου, που ζει από χρόνια στις ΗΠΑ, ανέλαβε τις διαδικασίες για το νοσοκομείο John Hopkins. Αρχικά μάς δέχτηκαν. Όταν όμως διάβασαν το φάκελο του παιδιού μας, κωλυσιεργούσαν, γιατί, προφανώς, μας θεώρησαν χαμένη υπόθεση< Σης έστειλα το παρακάτω e-mail (9.3.05): «I called again Kostala’s *υπεύθυνη για τους ασθενείς της νότιας Ευρώπης+ office this afternoon. Still there is no news. Is it really so complicated to arrange an appointment? What is this place? The White House? Anyway, I understand that they follow a procedure! I feel that these people there are my only hope, therefore forgive me if I’m impatient». Κατάλαβε κι εκείνη η καημένη, αλλά δεν έκατσε με τα χέρια σταυρωμένα: «I’m thinking that it might be a good idea to inquire at a different hospital. I did a search to find the best neurological center for epilepsy and the first ranked hospital in the U.S. is Mayo Clinic in Minnesota. I looked it up on the web and I don’t know what Level 4 Epilepsy Center means and why Mayo says Yes and John Hopkins No. I’ll research them more and let you know».
140
Η απάντηση «δόθηκε» όταν το ίδιο απόγευμα επικοινωνήσαμε με τη Mayo και αμέσως μάς κλείσαν ραντεβού για τις 9 Μαΐου 2005! Πήγαμε και δυο βδομάδες μετά, άρχισε η κορούλα μας να ζει, όταν δηλαδή έκλεισε τα τρία της χρόνια.
***
141
Παρασκευή, 5 Ιανουαρίου 2007 56. Η δική μας φάτνη το σπίτι έχουμε Φριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα: τεράστιο δέντρο και καραβάκι (που μέχρι τώρα η κορούλα μας, μας ανάγκασε να τα στολίσουμε και να τα ξεστολίσουμε τέσσερις φορές -σήμερα, πάμε για πέμπτη. Έχουμε επίσης κάλαντα και τραγουδάκια και Αη-Βασίλη. Μετά από αρκετόν καιρό, ζούμε επί τέλους ξέγνοιαστα τις γιορτές: χαιρόμαστε, τραγουδάμε, αστειευόμαστε. Όχι συνεχώς, γιατί πιο πέρα από το δέντρο υπάρχουν κι εκείνοι που «έφυγαν» και μας κοιτούν με ανάμικτα συναισθήματα μέσα από τις φωτογραφοθήκες... Ο Φριστούλης, επίσης, υπάρχει παντού και στην κορούλα μας μιλάμε για το μωρό που ήλθε στη γη, από αγάπη να σώσει τον άνθρωπο που ήτανε ανθρωποφάγος. Δεν της είπαμε βέβαια ότι κάποιοι άνθρωποι παραμένουν ακόμη ανθρωποφάγοι και πως ορισμένοι «υπηρέτες» του καλού Φριστούλη γυρνάνε με τις λιμουζίνες των εκατόν πενήντα χιλιάδων, μοιράζοντας φιλιά και ευχές σε δεξιώσεις και υψηλά ιστάμενα πρόσωπα... την κορούλα μας είπαμε ότι ο Φριστούλης γεννήθηκε σε ένα στάβλο, περιτριγυρισμένος από ζωάκια. Εκείνα τον ζέσταιναν με τα χνώτα τους και οι γονείς του με την αγάπη τους!
142
Σο< μετανιώσαμε όμως, γιατί τώρα κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, σημαίνει προσκλητήριο: μας αναγκάζει να μαζεύουμε ό,τι ζωάκι και μπουλουκάκι υπάρχει σπίτι (ακόμη και την πάνινη "λαχανίτσα"). Άδικα προσπαθήσαμε να την πείσουμε ότι τα πλαστικά βατραχάκια, κι ακόμα χειρότερα, οι πλαστικές αράχνες, οι σαύρες και τα φιδάκια (που εμένα μου προκαλούν ανατριχίλα) δεν υπήρχαν στη< φάντη. Μου αρέσει πολύ αυτό το παραμυθάκι με το Φριστούλη: χαίρομαι που βλέπω το παιδάκι μου να ταυτίζεται, να παίζει μαζί του, να τον νταντεύει και να τον φιλάει εναλλάξ με το σκυλάκι... Σο παραμυθάκι αυτό με συγκινεί και για έναν ακόμα λόγο: μου θυμίζει το δεύτερο παιδί (αγόρι) που θα ήθελα να γεννήσω, αλλά δεν μπορώ πλέον, για πολλούς λόγους< Κλείνω με τα λόγια της «Παναγιάς» του Βάρναλη: Σαν καρδερίνα του Mαρτιού με τα φτερά τ’ αστραφτερά, που σε βαθιά τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά, μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί ζεστή φωλιά κρεμάει, την κούνια σου παιδάκι μου, με ξύλα φτιάχνω ευωδερά και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Aνθομάη. (<) Tη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ, να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό, να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι...
***
143
Κυριακή, 7 Ιανουαρίου 2007 57. Λευκανσία την ιστοσελίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπάρχει ένας χάρτης του νησιού, εξαιρετικής ποιότητας και ακρίβειας. (Ακόμα και τη γειτονιά μου μπόρεσα να διακρίνω!) Εκείνο, όμως, που με συγκίνησε είναι ότι οι αρμόδιοι, για πρώτη φορά μετά το ’63, συμπεριέλαβαν και το άλλοτε ακμάζον νησάκι (ξερονήσι σήμερα), τη Λευκανσία, που βρίσκεται στα ανοιχτά της Πάφου και δεν έχει σχέση με τη< Λευκωσία. Κατά τον Ηρόδοτο, ονομάστηκε Λευκανσία επειδή προμήθευε τον Πέρση βασιλιά (στην Ασία) με λευκή πέτρα. Γι’ αυτό, ακόμα και σήμερα, με λίγη φαντασία, βλέπεις παντού, κάτω από τα λιγοστά, ξεψυχισμένα πεύκα, να αναδύονται προαιώνια νταμάρια, που θυμίζουν σακατεμένα αμφιθέατρα. Επί Αγγλοκρατίας καταμετρήθηκαν 23 μουσουλμάνοι και 85 χριστιανοί, όλοι τους ντόπιοι ψαράδες, που είχαν υποστεί μία πρωτόγνωρη, διττή ώσμωση: γλωσσική (οι χριστιανοί μιλούσανε μια παράξενη ελληνοτουρκίζουσα διάλεκτο, ενώ οι μουσουλμάνοι ένα ασυνήθιστο τουρκοελληνίζον ιδίωμα) και θρησκευτική (αμφότεροι πηγαίνανε στο τζαμί και στην εκκλησία). Μετά την Ανεξαρτησία, οι Λευκανσιάτες απαίτησαν να αναγνωρισθούν ως ξεχωριστή κοινότητα, κάτι που εξόργισε τις επίσημες κοινότητες Ελληνοκυπρίων και
144
Σουρκοκυπρίων, οι οποίες, επιτέλους, συμφώνησαν σε κάτι: να απορροφήσουν με το στανιό τούς ομοθρήσκους τους Λευκανσιάτες. Κανείς πια δε θυμάται τη Λευκανσία. Και στο χάρτη, όταν τη δείτε, σας παρακαλώ, μη την μπερδέψετε με τη Λευκωσία<
***
145
Κυριακή, 4 Φεβρουαρίου 2007 58. Παραλίγο ατύχημα. χέδια για ειδικό ανελκυστήρα Σο μικρών διαστάσεων σπιτάκι μας, που χτίσαμε σε ένα, επίσης, μικρούτσικο οικοπεδάκι, έχει ισόγειο και δύο πατώματα. το ισόγειο έχει μεταφέρει το γραφείο του ο αγαπημένος, για να είναι συνεχώς κοντά μας, τόσο επειδή μακριά του με πιάνουν πολύ εύκολα ταχυπαλμίες, όσο και γιατί, σε ώρα ανάγκης, πρέπει, εδώ και τώρα, να έχουμε στο τιμόνι κάποιον ψύχραιμο που θα μας πάει στο νοσοκομείο με ασφάλεια και εύστοχες οδηγίες. το πρώτο πάτωμα είναι μια μικρούλα κουζινοσαλοτραπεζαρία. Παραδίπλα το δωματιάκι «πρώτων βοηθειών» (με τα πράγματα του παιδιού: οξυγόνα, φάρμακα, σάξιον κλπ.) και στο< μπαλκόνι (που το κλείσαμε όμως με ξύλο, κεραμίδια και τζαμαρία) είναι το «πλέι ρουμ». το δεύτερο πάτωμα, από τη μια μεριά έχουμε το γραφείο μου με το μπάνιο του παιδιού και παραδίπλα το μεγάλο υπνοδωμάτιό μας με όλα τα χρειώδη και για τους τρεις μας. Έτσι μπορούμε στα δύσκολα, ο αγαπημένος κι εγώ, να μοιράζουμε εύκολα τις< σκοπιές. Με άλλα λόγια, το σπιτάκι μας είναι ό,τι χειρότερο για την περίπτωση της κορούλας μας, που είναι παιδί με
146
ειδικές ανάγκες: ενώ δε μπορεί τα σκαλιά, ωστόσο βρίσκεται καθημερινά αντιμέτωπη με δύο μεγάλες σκάλες, από είκοσι, τουλάχιστον, σκαλιά εκάστη. Αναγκαστικά, λοιπόν, καθημερινά την ανεβοκατεβάζουμε, ουκ ολίγες φορές, στα χέρια! Όσο και να προσέξει κανείς, το κακό θα συμβεί. Και συνέβη τρεις φορές μέχρι τώρα: μία με τη νοσοκόμα μας (χωρίς ζημιά), μία, προ μηνών, με μένα (πάλι ανώδυνη για το παιδί αλλά με διάστρεμμα στο πέλμα μου) και μία ακόμα, σήμερα το πρωί: εγώ χτύπησα στο γόνατο και η κορούλα μας στραμπούλιξε τον καρπό της – ευτυχώς δίχως κλάματα (μας έσωσε το σπρέι που έχουμε για τα στραμπουλήγματα, το ’χα φέρει απ’ την Αμερική). ωθήκαμε και οι δυο από μια αμέλεια του αγαπημένου: του είχα πει από χτες να απλώσει στο πλέι ρουμ το καινούργιο χαλί, αλλά εκείνος το άφησε απέναντι από τη σκάλα, στην άκρη του τοίχου, για να το ταχτοποιήσει σήμερα το απόγευμα. Εκεί πάνω, στα μαλακά, βρεθήκαμε, όταν παραπάτησα στο προτελευταίο σκαλί! Αποφασίσαμε λοιπόν, χωρίς άλλη αναβολή, εντός των ερχόμενων εβδομάδων (άλλη μια σπαζοκεφαλιά) να κάνουμε χρήση των ευεργετημάτων που προβλέπει η Πολιτεία (μεγάλη γραφειοκρατία) για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, και να εγκαταστήσουμε έναν ανελκυστήρα, όχι κανονικό, τεράστιο και πολυέξοδο, αλλά από εκείνους που παραγγέλνονται για μικρά σπιτάκια όπου ζουν άτομα με αναπηρίες. Ο μάλλον γυάλινος πύργος του κολλάει έξω από το σπίτι, στο οποίο θα δημιουργηθούν τρία ανοίγματα με πόρτες συρόμενες, ένα και μία, αντιστοίχως, σε κάθε πάτωμα. Όλος ο χειρισμός γίνεται μέσα από την
147
καμπίνα, ημιαυτόματα: όσο πατάς το κουμπί, ανεβαίνεις, υπολογίζοντας με το μάτι πού θέλεις να σταματήσεις. Η καμπίνα κινείται αργά: δέκα πόντους το δευτερόλεπτο – είκοσι πέντε δεύτερα το πάτωμα. Δεν είναι κι άσχημα. Η καμπίνα από μέσα είναι προστατευμένη με κιγκλίδωμα και η εσωτερική της πόρτα ανοίγει με το χέρι. Φειροκίνητα θα ανοίγουν και οι πόρτες του σπιτιού. Όλος ο χειρισμός γίνεται από μέσα από την καμπίνα. Δε μπορείς, δηλαδή, να καλέσεις το ασανσεράκι αυτό από άλλο πάτωμα (έτσι νομίζω). Θα το χρησιμοποιούμε αποκλειστικά για τις πάνω-κάτω μετακινήσεις του παιδιού, γιατί πρέπει να σας πω και το άλλο: αν συνεχιστεί το κουβάλημα, σύντομα θα πάμε και οι τρεις μας (ο αγαπημένος, η νταντά μας κι εγώ) για< εγχείριση σπονδύλου! Αυτά μάς τα είπε, πριν λίγο, ένας φίλος ενός φίλου μας, που ήρθε εκτάκτως, να είναι καλά ο άνθρωπος, επί τούτου. Μας σύστησε και μια εταιρεία (δεν ξέρω αν είναι σωστό να πω το όνομά της). Μέσα στις επόμενες δυο-τρεις μέρες, θα μας επισκεφτούν για τα περαιτέρω. Δεν ήταν μέσα στα σχέδιά μας να γίνει τώρα ο ανελκυστήρας, οπότε το πρόγραμμά μας φορτώνεται με έξτρα υποχρεώσεις. Μάλλον όμως ήταν κάτι που έπρεπε να έχουμε κάνει εδώ και πολύ καιρό. Μας είχαν προειδοποιήσει οι Αμερικάνοι, αλλά πού μυαλό<
***
148
Τετάρτη, 7 Φεβρουαρίου 2007 59. Έτυχε; Θυμάμαι, τον πρώτο καιρό που αρρώστησε το παιδί μας, πόσο εύκολα εγώ παρέλυα και πόσο ευέξαπτος γινότανε ο αγαπημένος: δεν ήθελε να δει άνθρωπο<. Σις περισσότερες φορές το παιδί πάθαινε κρίσεις την ώρα που το μπανιαρίζαμε (ζεστό νερό). Σότε, εκείνος μάς γκρίνιαζε για λίγο και μας μιλούσε απότομα (εμείς σιωπούσαμε) και μας έλεγε πως δεν έπρεπε, «αφού έχει ευπάθεια, τι τα θέλουμε τα μπάνια;» Μας γέμιζε, πάνω στα νεύρα του, με ενοχές και μας έκανε να κλαίμε< (Κι ας ήξερε πως δεν ήτανε το μπάνιο η αιτία, παρά η αφορμή, ο «εκλυτικός παράγοντας», που έλεγε και η παιδονευρολόγος<) Μετά από κάθε κρίση του παιδιού, και ιδίως την ώρα που αγωνιούσαμε για την ανάνηψή του (συνερχόταν μετά από μία ή δυο ώρες και σχεδόν πάντα μισοπαράλυτο), τον έβλεπα να κλείνει τα τηλέφωνα και να περπατάει σαν αγριεμένο θηρίο μέσα στο σπίτι, έτοιμος να κατασπαράξει καθετί που θα ανέκοπτε τη μάταιη γυροβολιά του. Με τα κόκκινα μάτια του έγδερνε τους τοίχους για απαντήσεις κι έσφιγγε τα χείλη, μέχρι που ματώναν, αναθεματίζοντας, από μέσα του, την ώρα και τη στιγμή που παντρευτήκαμε κι αποφασίσαμε να κάνουμε παιδί< Εκείνες τις ώρες, μη αντέχοντας το διπλό στρες, έγερνα στον καναπέ εξοντωμένη, αφήνοντας την ταλαίπωρη νταντά μας στο προσκέφαλο του παιδιού.
149
Βέβαια, όταν συνερχόταν το παιδί, έβρισκε τα λογικά του κι ο αγαπημένος μου, αλλά μέχρι τότε< Και, μόλις το παιδί πήρε την πάνω βόλτα, «χάσαμε» ξαφνικά και αναίτια τον αδελφούλη μου και μαζί του ήθελα «να φύγω» κι εγώ< ερνόμουνα από την κατάθλιψη και δε μπορούσα μήτε τον εαυτό μου να φροντίσω μήτε το παιδί μας και συχνά γινόμουνα απότομη, υπερβολικά εριστική και απελπιστικά απαισιόδοξη για τα πάντα< Ήταν η σειρά του να προσμένει τη δική μου ανάνηψη< Όμως, ο καιρός περνούσε δίχως να αποδίδει η πολυέξοδη ψυχοθεραπεία κι όσο έβλεπα την μεταξύ μας απόσταση να γίνεται χάσμα, τόσο πιο πολύ βυθιζόμουνα στο τίποτε< Έτσι, ο γάμος μας απειλούνταν, πια, σοβαρά, και μάλιστα την στιγμή που το παιδί μάς είχε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά< Σότε, εντελώς τυχαία, ήρθε η ώρα τού nikosdimou.blog και η επικοινωνία μου με όλους εσάς, μα πιο πολύ η γνωριμία μου με τον Νίκο Δήμου, που στάθηκε στο πλευρό μου σαν πατέρας και με ανάστησε – ίσως γι’ αυτό και ο σύντροφός μου ώρες-ώρες μού λέει πως θαυμάζει και αγαπάει τον ΝικόΔημο, περισσότερο απ’ ό,τι τον αγαπώ εγώ! Άλλα ήθελα να πω κι αλλού κατέληξα... ήθελα να πω ότι μέχρι τώρα ο γάμος μας κινδύνεψε σοβαρά δύο φορές κι έτυχε την ώρα τής δικής του ανημποριάς να είμαι εγώ η δυνατή, και την περίοδο της δικής μου παραίτησης να είναι εκείνος δίπλα μου. Έτυχε; ***
150
Δευτέρα, 16 Απριλίου 2007 60. Σο βλέμμα Επειδή στο νοσοκομείο απαγορεύεται το πάρκινγκ, περιμέναμε, κάθε πρωί, το ειδικό λεωφορειάκι, έξω από το ξενοδοχείο. Μαζί με μας περίμεναν και μια ψηλή, βλοσυρή Ελληνίδα με τα δυο της παιδιά: ένα πανύψηλο ξανθό, επίσης αμίλητο, παλικάρι με καταγάλανα, απλανή μάτια, και η αδελφή του – η μόνη που μας έλεγε μια ξερή «καλημέρα». Κάθε μέρα θαύμαζα, όσο γινότανε πιο διακριτικά, τα «μάθκια τα γιαλλούρικα» (γιαλός: μπλε). Και κάθε μέρα το ίδιο βασανιστήριο: τα μάτια να λάμπουν θάλασσα, τα μαλλιά να χάνουν το χρυσάφι τους και τα πρόσωπα της μάνας και της αδελφής να σκοτεινιάζουν όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πολύ< Κάποια στιγμή χαθήκαμε – τα δικά μας ραντεβού βόλευαν το απόγευμα. Σους ξαναείδαμε όμως και τους τρεις, ένα πρωί, λίγες μέρες πριν φύγουμε: η μάνα και η κόρη καλοδιάθετα τραβούσαν προς τα έξω τις βαλίτζες – το παιδί κοιτούσε απλώς. Σρέξαμε να τις βοηθήσουμε (εκεί ακόμα και οι πιο άγνωστοι βοηθούν τούς πλέον αγνώστους). Βγάλαμε τα πράγματά τους έξω και μας ευχαρίστησαν μ’ ένα χαμόγελο που έλαμπε χρυσάφι. Ακόμα και τα μάθκια τα γιαλλούρικα χαμογελούσαν αισιόδοξα. Κι ως συνήθως, δάκρυσα λίγο< ***
151
Παρασκευή, 22 Ιουνίου 2007 61. Μανιοκατάθλιψη «Σο ’90, όταν ήμουν στην πρώτη Δημοτικού, ο μπαμπάς μου έπεσε απ’ τη σκαλωσιά και τσακίστηκε. Σον είχανε ξεγραμμένο, όμως η μαμά, που ήταν νοσοκόμα, άφησε τη δουλειά της κι έμεινε δίπλα του. Μέρα-νύχτα τον φρόντιζε. Πίστευε ότι θα γινότανε καλά. Σο θαύμα έγινε. Έγινε όμως και το κακό. Εμάς μάς έκλεισε στο ορφανοτροφείο. Οικοτροφείο το λέγανε, ορφανοτροφείο ήτανε. Μας έκλεισε εκεί μέσα και τα τρία της κορίτσια. Εγώ έγινα άριστη μαθήτρια. Από φόβο. Όταν το βράδυ μάς έλεγχαν και κάναμε λάθος, μας τσάκιζαν στο ξύλο. Πολύ ξύλο. Εμένα με χτυπούσαν στην πλάτη. Κάτω από τον ώμο και μέχρι τη μέση, στα νεφρά... Με χτυπούσαν και γιατί ήμουνα άτακτη. Πιο πολύ με δέρνανε τα μεγάλα κορίτσια, τα ορφανά που ζούσανε εκεί και κάνανε τις βοηθούς τής ψυχολόγου, μιας γυναίκας που σπάνια βλέπαμε. »Εμένα με είχε ‚αναλάβει‛ η Ρεβέκκα, μια ψηλή, χοντρή και άσχημη κοπέλα που δεν είχε βγάλει ούτε το Δημοτικό. Σην είχανε για όλες τις δουλειές. Έπλενε, μαγείρευε, σφουγγάριζε, μας μπανιάριζε όσο πιο σαδιστικά μπορούσε κι έκανε και το χωροφύλακα. Αλίμονο αν έπεφτες στα χέρια της. Κι εγώ ήμουν στα χέρια της μέρα-νύχτα. Παρακαλούσα το Θεό να πεθάνω προτού ξημερώσει, γιατί κάθε μέρα το πρωί με ξυπνούσε μ’ ένα άγριο χαστούκι – τόσο δυνατό που πεταγόντουσαν και τ’ άλλα παιδιά. (Και σου λένε μετά γιατί έγινα ψυχασθενής, γιατί είμαι μανιοκατα-
152
θλιπτική). Η Ρεβέκκα μας, λοιπόν, με ρήμαζε στο ξύλο. Σα βράδια, όταν δε μας επέβλεπε κάποιος άλλος, μου έπαιρνε το φαγητό και το πετούσε στα σκουπίδια. Δε μ’ άφηνε ούτε νερό να πιω, ούτε στην τουαλέτα να πάω. Και με απειλούσε πως, αν πω τίποτε στους άλλους, θα με βγάλει τρελή και την άλλη μέρα θα με κάνει πάλι μαύρη στο ξύλο. ‚Όλοι ξέρουνε ότι είσαι μουρλή! Εσένα θα πιστέψουνε ή εμένα;‛ θριαμβολογούσε. »Κι εγώ σώπαινα και καταριόμουνα τη μάνα μου, αναθεμάτιζα τον πατέρα μου που τσακίστηκε και δε σκοτώθηκε. Προσευχόμουνα στο Θεό να πεθάνει εκείνος για να πάμε εμείς στο σπίτι με τη μαμά που έδειχνε ότι μας είχε ξεχάσει στην κόλαση... Ζούσε μαζί του στο νοσοκομείο. Διάλεγε ασθενείς κι έκανε την αποκλειστική νοσοκόμα κοντά στον πατέρα μου για να τον προσέχει κι εκείνον. Οι αδελφούλες μου, τι να σου έκαναν; Η μία δύο και ή άλλη τριών χρονών. Πού και πού τις επισκεπτόμουν και τις έβρισκα θαμμένες στο σκατό και το κάτουρο. Αν μπορούσα, ακόμα και τώρα, θα πήγαινα να βάλω φωτιά σε κείνο το οικοτροφείο που ήταν όμως ορφανοτροφείο και που κανείς δε νοιαζότανε για μας. Από το πολύ το ξύλο έχασα το νου μου. Ανέβηκα μια μέρα στον δεύτερο όροφο και προσπάθησα ν’ ανοίξω το παράθυρο να πέσω κάτω. Σο άνοιξα κι είδα μια σιδερένια σκάλα. Κατέβηκα κι άρχισα να τρέχω μέσα στη νύχτα. Με βρήκανε την άλλη μέρα και με ξαναφέρανε πίσω. Σο τι ξύλο έφαγα, δεν περιγράφεται. Ψς και η< ψυχολόγος με έδειρε! ‚Πουτάνα, θα χάσουμε τις δουλειές μας εξαιτίας σου! Πάρε και τούτη πάρε και την άλλη<‛ »Έγιανε ο μπαμπάς, όταν πάτησα στην Σρίτη Γυμνασίου. Σότε πήγαμε στο σπίτι. Εγώ μιλούσα
153
ελάχιστα και έτρεμα πολύ. ‚Κάτι έχει το παιδί‛, είπε μια θεία μου. ‚Δεν έχει τίποτε‛, έλεγε η μαμά, ‚θα της περάσει‛. Και στην Σρίτη Γυμνασίου ήμουνα άριστη, όμως τα άλλα παιδιά με φωνάζανε, ‚Βουλγάρα ξεκωλιάρα, να φύγεις!‛ Εμείς όμως ήμασταν Έλληνες, και οι γονείς τού μπαμπά μου ήταν Έλληνες και της μαμάς μου. Και από τις δυο μεριές. Οι παππούδες μας είχαν εγκατασταθεί στη Βουλγαρία μετά τον Εμφύλιο. Ελληνικά μιλούσαμε στο σπίτι. Δεν άντεχα να με βρίζουνε και τους έβριζα. Έβριζα και τους καθηγητές, που ανεχόντουσαν την κατάσταση, κι έτσι με βάλανε στο μάτι. Ο πατέρας, όταν έμαθε ότι βρίζω τους καθηγητές, δε με ρώτησε γιατί, παρά με έκλεισε στην αποθήκη για να μην ακούγονται οι φωνές μου και με σάπισε στο ξύλο. ‚Να μάθεις να μη μας ντροπιάζεις, μωρή μαλακισμένη!‛ Η μαμά με βρήκε σε κακό χάλι και με πήγε στο νοσοκομείο. Βέβαια, έφταιγα κι εγώ. Σον φώναζα, του έλεγα ότι έπρεπε να είχε πεθάνει, αν είχε πεθάνει δε θα ήμασταν στο οικοτροφείο, αλλά θα κοιμόμασταν αγκαλιά με τη μαμά. ‚Φτύπα με, πούστη Βούλγαρε!‛ ούρλιαζα. Κι εκείνος χτυπούσε όσο πιο λυσσασμένα μπορούσε... – τόσο που, παρά τον πόνο μου, τον λυπήθηκα< »Εγώ, παρ’ όλ’ αυτά, διάβαζα, διάβαζα και ήμουνα αρίστη. Ήθελα όμως ν’ ακούω και λίγη μουσική, μου άρεσε πολύ εκείνο το τραγούδι που λέει ‚δε ζω χωρίς εσένα, ούτε λεπτό‛, όπως και το ‚σαν με κοιτάς// ηλιοβασίλεμα στα μάτια σου φωτιά‛. Αλλά ο πατέρας μου δεν μ΄ άφηνε ν’ ακούω τραγούδια. Μου έσπαγε τις κασέτες και τα CD. Εγώ αγόραζα άλλα, κρυφά, κι όταν πάλι τα έβρισκε, τα κομμάτιαζε με περισσότερη μανία.
154
Και αθλήτρια που ήμουνα, πάλι δε μ’ άφηνε να γυμνάζομαι, γιατί μου κολλούσαν οι γυμναστές μου, που ήθελαν να με πηδήξουν, έλεγε. Και σα με πηδούσανε, δηλαδή, τι κακό θα πάθαινα; Σι χειρότερο κακό από το κακό που μου κάνανε οι δικοί μου άνθρωποι; το κάτω-κάτω, ένα πήδημα θα μου έδινε και λίγη ευχαρίστηση. Μου κόψανε με το στανιό και τις προπονήσεις για να μη χάνω ώρα από το διάβασμα. Μέρα-νύχτα κλεισμένη σπίτι, χωρίς μουσική, χωρίς φίλους και μονάχα με απειλές πως, αν δεν πετύχω, αλίμονό μου< Κι αυτό γινόταν συχνά, μέχρι που έδωσα εξετάσεις για το πανεπιστήμιο και απέτυχα. Απέτυχα, ενώ ήμουνα άριστη. Δεν το συγχώρεσα στον εαυτό μου που έμεινα έξω για λίγα μόρια. Σότε πια οι γονείς μου με απέρριψαν, με είχαν χειρότερη και από σκουπίδι. ‚Αφού δεν κατάφερες να πετύχεις, τι θέλεις και ζεις;‛ έλεγε και ξανάλεγε ο πατέρας μου. (Ο καλός μου ο πατερούλης, αχ<) »Δεν άντεχα να ζω άλλο εκεί μέσα. Ήμουν όμορφη και κάποιος μού είπε ότι θα μπορούσα να δουλέψω ως μοντέλο. ‚Εγώ δε θα σ’ αφήσω να γίνεις πουτάνα, προτιμώ να σε σκοτώσω καλύτερα‛, έλεγε ο πατερούλης μου. Μόλις έκλεισα τα δεκαοχτώ πάσχισα να δραπετεύσω από τη φυλακή μου. Έφυγα από το σπίτι, όχι μια και δυο, αλλά πολλές φορές, και μ’ έφερνε πίσω η αστυνομία. Άλλο ξύλο, και πάλι φυγή, και πάλι η αστυνομία, και πάλι ξύλο. (Ήμουν άρρωστη, ρε μπαμπά, κι εσύ μ’ έδερνες<) Ώσπου μια μέρα σταμάτησα να μιλάω και να τρώω. Εκεί που καθόμουνα, έριχνα κεφαλιά στον τοίχο, να σπάσω το κεφάλι μου. Προσπαθούσα να πέσω πάνω στα
155
διερχόμενα αυτοκίνητα. Μια μέρα έβαλα το χέρι μέσα στο καυτό νερό< »Απ΄ τα πολλά, απηύδησαν οι άνθρωποι, με μπαγλάρωσαν και με κλείσανε στο τρελάδικο. Εκεί κάτι απαίσιες νοσοκόμες και γκεσταπίτες ψυχίατροι, επί μήνες, με δένανε στο κρεβάτι και μου δίναμε με το ζόρι φαΐ και φάρμακα. Πόσο καιρό έμεινα εκεί μέσα; Ούτε που θυμάμαι. Μήνες, ίσως και χρόνο, μπορεί και περισσότερο< Δε θυμάμαι, σου λέω< Κάποια στιγμή συνήλθα. Η θεία μου με λυπήθηκε και με πήρε σπίτι της. Μου βρήκε έναν καλό ψυχίατρο. Διπολική διαταραχή, διέγνωσε, κοινώς μανιοκατάθλιψη. Με τα φάρμακα (λίθιο, Tegretol και κάμποσα άλλα) ισορρόπησα κάπως< Μπόρεσα να πετύχω στο πανεπιστήμιο και να το τελειώσω. Σώρα όμως ερωτεύτηκα. Σον θέλω. Η θεία μού λέει ότι μ’ έπιασε πάλι μανία, ότι δεν είναι φυσιολογικό να τα φτιάξω μ’ έναν παντρεμένο που με περνάει τόσα χρόνια. Μ’ έδιωξε από το σπίτι της και μ’ έστειλε πάλι στους καλούς μου γονείς να με< περιθάλψουν. »Φτυπάει το κινητό, να δω μια στιγμή ποιος είναι και τα ξαναλέμε. Υιλιά».
***
156
Κυριακή, 15 Ιουλίου 2007 62. Αληθινή ηρωίδα Δεν ξέρω αν πρέπει να σας το πω: μία από τις πιο αγαπημένες μου καθηγήτριες υπήρξε «θύμα βιασμού τού πολέμου», όπως η ίδια προτιμούσε να λέει. Σο παραδεχόταν ψύχραιμα, μιλώντας μας πάντα με αξιοπρέπεια. (Κάτι Βαρωσιώτες, που υποχωρούσαν μέσα από τις ρεματιές, είδαν, από μακριά, κάτι να αναδεύεται στα σκουπίδια μιας χωματερής κι εκεί τη βρήκαν, πεταμένη και μισοπεθαμένη<) Για χρόνια, δεν ήθελα, όχι να δω, αλλά ούτε ν’ ακούσω για Σούρκο< Μεγαλώνοντας, όμως, διάβαζα, αραιά και που, στις εφημερίδες μας, για βιασμούς και δολοφονίες Κυπρίων από Κυπρίους (εν καιρώ ειρήνης) κι έτσι συνειδητοποίησα ότι εγκληματίες και βιαστές υπήρχαν και θα υπάρχουν παντού, και τώρα και παλαιότερα, και δίπλα μας κι έξω από τη «γειτονιά μας». Κι αν αυτά συμβαίνουν περισσότερο στους πολέμους, είναι γιατί ο πόλεμος αποτελεί μηχανή αποκτήνωσης και ατιμωρησίας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που εγκλήματα διέπραξαν και κάποιοι δικοί μας, Ελληνοκύπριοι, σε βάρος Σουρκοκυπρίων αμάχων, το ’64 και το ’67 –έστω σε μικρότερη κλίμακα. Λυπάμαι που εκτρέπω αλλού τη συζήτηση. Είναι, βλέπετε, και οι μέρες τέτοιες... Ήθελα, όμως, από καιρό
157
να αποτίσω φόρο τιμής σ΄ εκείνη την αληθινή ηρωίδα των σχολικών μου χρόνων, στης οποίας το πρόσωπο σπάραζε συχνά η ρημαγμένη μας πατρίδα< Μάλιστα, ψάχνοντας μέσα μου, συνειδητοποιώ ότι σ’ αυτήν την πονεμένη Δασκάλα του θάρρους οφείλω την τωρινή μου «εξωστρέφεια»: δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για όλα κείνα που σε στοιχειώνουν επί χρόνια. Υαίνεται, όμως, πως αν το πετύχεις, παίρνεις λίγο κουράγιο και πας παρακάτω. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να συνεχίσει να ζει κανείς, χωρίς να κρύβεται από τον εαυτό του για μια ολόκληρη ζωή.
***
158
Παρασκευή, 10 Αυγούστου 2007 63. Ο Θοδωρής που πληγώσαμε Ένα γειτονόπουλο και συμμαθητής μας στο Δημοτικό, ο Θοδωρής, ήταν δεινός αφηγητής, φυσικό ταλέντο από μικρό παιδί· χαιρόσουν να τον ακούς με τις ώρες! Άρπαζε ένα τυχαίο περιστατικό και το μετέπλαθε με το δικό του ξεχωριστό ύφος: το αλλοίωνε, το ξεχείλωνε εντελώς και μας το παρουσίαζε σαν κάτι που έμοιαζε με ξεκαρδιστική γελοιογραφία και που μας έκανε να κρατάμε την κοιλιά μας από τα γέλια! Η παλιά παρέα, γειτονόπουλα και συμμαθητές, ξέραμε το ταλέντο του, την έμπνευσή του, τις πλάκες του, τα αστεία του και τον σεβόμασταν, τον παρακολουθούσαμε με δέος και ουδέποτε διανοηθήκαμε να τον περιπαίξουμε. Νιώθαμε πως έστηνε τις «παραστάσεις» του για χάρη μας: τα μάτια του λάμπανε από ικανοποίηση όταν μας έβλεπε να δακρύζουμε από το εξαντλητικό γέλιο! Από την άλλη, ήταν ένα παιδί που ούτε να γράφει ήξερε ούτε να διαβάζει (μετά από χρόνια κατάλαβα ότι κάποια βαριάς μορφής δυσλεξία τον βασάνιζε) οπότε έπιασε από νωρίς δουλειά στο ταπεινό «ποδηλατάδικο» του πατέρα του –ακόμα εκεί εργάζεται. Περίμενε πότε θα βγούμε στο μόνιμο στέκι μας, στο αντικρινό πεζοδρόμιο, μετά τα διαβάσματά μας, για να ’ρθει ν’ ανακατωθεί μαζί μας και να μας αφηγηθεί τα κωμικά του περιστατικά. Μάλλον, πουθενά αλλού δεν
159
έβρισκε καταξίωση ταλέντο του) παρά «δικούς» του, στους καλούσε και γέμιζε περηφάνια.
(ειλικρινά, την κέρδιζε με το σε μας, ανάμεσά μας, στους «φίλους» του, όπως μας απότο στόμα του από χαρά και
Κάποια στιγμή κόλλησε στην παρέα μας κι ένα νέο γειτονόπουλο, ο Απόστολος, που αρχικά γελούσε κι εκείνος με τ’ αστεία τού Θοδωρή μας. Ένα βραδάκι, όμως, που ο Θοδωρής ήταν μαζεμένος και κάπως θλιμμένος (ποιος ξέρει γιατί), γυρίζει ο Απόστολος και του λέει επιδεικτικά: - Άντε ρε ψευτοθόδωρε, πες κανένα ψέμα να γελάσουμε! Φα χα χα! Φαχανίσαμε εμείς ξεδιάντροπα κι ούτε καν προσέξαμε τη (διαπαντός) διακριτική αποχώρηση του Θοδωρή από την παρέα. ε λίγο καιρό πέθανε και το στέκι μας στο αντικρινό πεζοδρόμιο. Και πώς θα μπορούσε να συνεχίζει να ζει χωρίς την αθωότητά και την ψυχή του, τον καλοκάγαθο παραμυθά μας;
***
160
Σάββατο, 25 Αυγούστου 2007 64. «Μην κάνεις έτσι, ρε Μιχαλάκη<» Ο γείτονας ήταν χωραΐτης, φιλότιμο παιδί και συμβουλευόταν συνεχώς τον παππού για το πώς να περιποιηθεί το αρκετά εκτεταμένο περιβόλι του. Σο είχε κληρονομήσει σχετικά πρόσφατα, από έναν άκληρο θείο, ο οποίος «έφυγε» άδικα (αδέσποτη σφαίρα, είπαν) κατά τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963< Μια μέρα, ο ατζαμής χωραΐτης έβαλε με τον αδελφό του φωτιά για να κάψουνε κάτι ξερά, ανάμεσα στο δικό τους περιβόλι και στο δικό μας. Άξαφνα, δυνάμωσε ο αέρας και κάηκε η μισή πλευρά από όλες τις ακρινές πορτοκαλιές τού παππού, κι επειδή το περιβόλι ήταν στενόμακρο, το ΄βλεπες και μαύριζε η ψυχή σου< Σα δυο αδέλφια πάλεψαν με αυτοθυσία να την σβήσουν (ανέβαιναν στα δέντρα και κόβανε όσα κλαδιά λαμπάδιαζαν) κι ως ένα βαθμό τα κατάφεραν. Όμως η ζημιά, ζημιά< Ο παππούς, όντας παθολογικά δοσμένος στα «δεντρά» του, σαν τα είδε τσουρουφλισμένα, κόντεψε να πάθει συγκοπή κι όταν συνήλθε, του ήρθε να πάει να πνίξει τον «χωραΐτη». Μα σαν τον αντίκρισε κατάφαρμακωμένο και με χέρια γεμάτα βαριά εγκαύματα, δάγκωσε τα χείλη και γύρεψε να τον παρηγορήσει με ψέματα: «μην κάνεις έτσι, ρε Μιχαλάκη! Δεντρά είναι· ξαναγίνονται<»
161
Σην ίδια μέρα κλάδεψε όλα τα καπνισμένα και γιόμισε τα χαντάκια με νερό. ε λίγες βδομάδες, λέει ο παππούς, έγινε ένα θαύμα: οι κυριολεκτικά μισοκαμένες πορτοκαλιές, ξαναφούντωσαν από την κλαδεμένη τους πλευρά, λες και δεν είχανε καεί ποτέ τους! «Κι ύστερα λένε πως τα δεντρά δεν έχουν νου!».
***
162
Σάββατο, 1 Σεπτεμβρίου 2007 65. Σο βάπτισμα του πυρός Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για ένα παιδί με επιληψία είναι οι εμπύρετες ιώσεις. Σα τελευταία δυόμισι χρόνια το παιδί φαίνεται να τα πηγαίνει καλά, χάρη στην Κετογενική Δίαιτα και την υπερπροστασία: τα παπούτσια μας τα αφήνουμε στην είσοδο του σπιτιού· τα χέρια μας τα πλένουμε πάντα και συχνά, ειδικά όταν είναι να ασχοληθούμε με το παιδί· όποιος από εμάς αρρωστήσει, αμέσως μπαίνει σε καραντίνα στον δεύτερο όροφο, ενώ αν πρόκειται να μας επισκεφτεί κάποιος, τον ρωτάμε πώς νιώθει και πότε αρρώστησε τελευταία φορά· αν είναι να επισκεφτούμε άλλα παιδάκια, μαθαίνουμε πρώτα για την υγεία τους, και πάει λέγοντας... Πηγαίνοντας στις ΗΠΑ, μάλλον εξαιτίας τής ταλαιπωρίας του (καθυστέρηση πέντε ωρών στη Λάρνακα και άφιξη στην Αμερική δυο μέρες μετά) το παιδί κρυολόγησε χωρίς πυρετό. Παλαιότερα πάθαινε κρίσεις με το παραμικρό συνάχι. Αυτή τη φορά (Μάιος του 2007) απλώς ήταν κακόκεφη, τίποτε άλλο. Βέβαια, άλλο είναι το κρυολόγημα χωρίς πυρετό και το συνάχι και άλλο η βαριά, εμπύρετος ίωση. Απ’ ό,τι είπε ο γιατρός, σε όλα τα άτομα με επιληψία ο πυρετός προκαλεί σπασμούς («σπασμοί επί πυρετώ»). Κι εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι υπάρχει διαφορά στους «σπασμούς επί πυρετώ» από τους «πυρετικούς σπασμούς». Οι πρώτοι αφορούν άτομα με
163
επιληψία (επαναλαμβανόμενο φαινόμενο), ενώ οι δεύτεροι πλήττουν κυρίως παιδιά που θα αρρωστήσουν με υψηλό πυρετό. (Κακώς ορισμένοι, πάνω στον πανικό τους, συγχέουν τους μάλλον ακίνδυνους πυρετικούς σπασμούς με τους επικίνδυνους επιληπτικούς σπασμούς). Πήραμε τη μεγάλη απόφαση να στείλουμε (όχι από την επόμενη, αλλά από τη μεθεπόμενη βδομάδα) το παιδί στο νηπιαγωγείο, με συνοδό, εννοείται, την καλή της νταντά. Είναι βέβαιο ότι σύντομα το παιδί κάποια ίωση θα κολλήσει. Οπότε θα έχουμε σπασμούς. Σι σπασμούς όμως θα έχουμε; Μικρής διαρκείας ή παρατεταμένους; Θα είναι αντιμετωπίσιμοι μόνο με το Stesolid ή θα πρέπει το παιδί να εισαχθεί στην Εντατική; Με βάση τα νέα δεδομένα που θα προκύψουν, θα αποφασίσουμε τελικά τι θα κάνουμε του χρόνου. Γιατί, αν η κορούλα μας εφέτος τη βγάλει καθαρή, τότε του χρόνου μάς βλέπω στην Αγγλία. Μας βλέπω, που λέει ο λόγος. Επειδή στην Αγγλία θα μεταβούν η μανούλα, η κορούλα και η νταντά. (Εγώ πρέπει να μείνω εδώ. Εδώ είναι η δουλειά μου και τα έσοδά μας). Κι όλα αυτά επειδή βρήκαμε, σε μια περιοχή έξω από το Λονδίνο, ένα υπέροχο δημόσιο σχολείο χωρίς δίδακτρα! Ένα Τποδειγματικό Ειδικό χολείο όπου φοίτησε η Ντέιζι, ένα κουκλάκι που είχε τις ίδιες περιπέτειες με την κορούλα μας, που βρήκε γιατρειά με την Κετογενική Δίαιτα, αλλά, ατύχησε: τη χτύπησε το σύνδρομο του αιφνιδίου θανάτου (SUDEP), το οποίο, ως γνωστόν, κάνει θραύση σε παιδιά με επιληψία, σαν την κορούλα μας. ***
164
Πέμπτη, 13 Σεπτεμβρίου 2007 66. Σα πρώτα< σκαλιά Φτες η κορούλα μας κατάφερε μόνη της ν’ ανέβει στη σκάλα: έπιασε με τα δυο της χέρια την εξωτερική κουπαστή, έβαλε το αριστερό πόδι στο σκαλί, έγειρε το σώμα μπροστά και απογειωθήκαμε όλοι μας από τη χαρά! Ολόκληρη χορογραφία. Αυτά, δηλαδή, που εμάς μάς φαίνονται αυτονόητα και φυσικά, για την κορούλα μας είναι αποτέλεσμα σπουδής, ενσυνείδητων ενεργειών. (Ας είναι καλά η σπουδαία νταντά της!) ήμερα το πρωί είπε στα ελληνικά την πρώτη περίοδο: «Δε θέλω η μαμά να πάει στη δουλειά!» Πριν λίγο (στις οχτώμισι το βράδυ) κατέβηκε μόνη της και κάμποσα σκαλιά! Γύρισε προς τον τοίχο, έπιασε αποφασιστικά με τα δυο τα χέρια τα κάγκελα, το σκέφτηκε καμπόσο, νίκησε τους δισταγμούς της κι έριξε στο κενό το δεξί πόδι, λύγισε αργά το αριστερό, λάσκαρε τα μπρατσάκια, ακούμπησε γερά το δεξί, μετακίνησε προς τα κάτω το αριστερό, άφησε τα χέρια της και μας κοίταξε με το χαμόγελο του πρωταθλητή! Η σημερινή μέρα είναι για την κορούλα μας ιστορική! Αποτύπωσα στο βίντεο τα πρώτα< σκαλιά της! Θα προσπαθήσω να τα ενσωματώσω στο διαδίκτυο, να τα δούνε κι άλλοι γονείς σαν κι εμάς, που τους είπανε ότι το παιδί τους ίσως ποτέ του να μη μπορέσει ν’ ανεβοκατέβει σκάλες!
165
Σο μέγα μπράβο ανήκει στη μαμά αλλά και στη νταντά τής κορούλας μας, που ουδέποτε πίστεψαν στις δυσοίωνες προβλέψεις ορισμένων γιατρών και ουδέποτε έπαψαν να αγωνίζονται ενάντια στις πιθανότητες και το φαινομενικά ανέφικτο.
***
166
Κυριακή, 16 Σεπτεμβρίου 2007 67. Αν τα σκαλιά ήταν από μάρμαρο< Η κορούλα μας έχει μια τεράστια ποικιλία από «ναι» και «όχι». Ας αφήσουμε τα «όχι» της και τα «δε θέλω» για άλλη φορά και ας δούμε τα «ναι» της: «Μ’ αγαπάς, καρδούλα μου;» «Ναι..» (Ένα «ναι» σκέτο, ρουτίνας, λες και μας κάνει χάρη! Μάλλον τυπικό και με σχόλιο μέσα: «Ουφ, αμάν πια, με πρήξατε με το αν σας αγαπώ!») «Θέλεις ομελέτα;» (Είναι το αγαπημένο της φαγητό). «Ναι!». (Κοφτό, εκρηκτικό, που συνοδεύεται από βλέμμα έκπληκτο, μάτια τεντωμένα από λιγούρα, και κορμί έτοιμο να εκτοξευτεί προς την κουζίνα! Είναι το «ναι» της ασυγκράτητης πείνας, της ορμητικής όρεξης, της κατακλυσμιαίας επιθυμίας, αλλά και της ευγνωμοσύνης συνάμα: «ας ευχαριστώ που μου φτιάξατε ομελέτα!») Δε θα το τραβήξω πολύ. Για άλλο «ναι» ήθελα να σας μιλήσω: «Θέλεις να πάμε στην Άντρεα;» (Είναι μία φίλη της που μένει στην πιο πάνω γειτονιά) «Ναίαιαιαιαι!» (Παρατεταμένο, βαθύ, επιβεβαιωτικό, εμφαντικό και με λίγο παράπονο μέσα που την έχουμε
167
περιορισμένη στους τέσσερις τοίχους· «ναι» στρογγυλό, καμπανάτο, επιτακτικό, χαρμόσυνο, σχεδόν γιορταστικό, που συνοδεύεται και από τρέξιμο προς τη σκάλα, όπου κάθεται για να βάλουμε παπούτσια). Έτσι και σήμερα, έτρεξε να καθίσει στο πρώτο ξύλινο σκαλάκι τού πρώτου οροφίσκου: βάζει βιαστικά το δεξί χέρι στο δεύτερο σκαλί και πάει να πάρει θέση, όμως της γλίστρησε κι έπεσε με τα μούτρα λοξά πάνω στην κόχη... Κλάμα κακό< (Ευτυχώς που τα σκαλιά είναι από ξύλο, αν ήταν από μάρμαρο<) Σης έβαλε η μανούλα μια πετσέτα με κρύο νερό και γλύκανε ο πόνος. (Σο μάτι όμως μαύρισε αμέσως<) Σόσο τής άρεσε η αναλγητική δράση τής δροσιάς, που συνέχισε να κρατάει την πετσέτα για ώρα, ακόμα κι όταν στέγνωσε. Πότε την έβαζε στο αφτί, πότε στη μύτη, πότε στα γόνατα, πότε στο μέτωπο, και ξανά στα χιλιοτσακισμένα γόνατα, γενικώς την ακουμπούσε όπου είχε πέσει στο παρελθόν. Έπαιρνε την εκδίκησή της κατά του< παρελθόντος πόνου!
***
168
Πέμπτη, 20 Σεπτεμβρίου 2007 68. Η επίμονα εξοντωτική αγάπη Ήμουνα δεκαπεντάχρονο παλικαράκι όταν φιλοξενήθηκα, ψηλά στην ορεινή Ευρυτανία, σε μια φιλοχουντική χριστιανική κατασκήνωση. Για να φτάσεις εκεί πάνω, δεν υπήρχε δρόμος αμαξιτός. Λίγο μετά τον Άι-Βλάση και πολύ πριν τα Καραμανέικα, σ’ άφηνε το λεωφορείο στη μέση της δημοσιάς, σε ένα σημείο απ’ όπου ξεκινούσε ένας κατσικόδρομος που μετά βίας τον κατάφερναν τα φορτωμένα ζωντανά. Ακολουθώντας τον, μετά από μία ή και δύο ώρες σκληρής ανάβασης, έφτανες σ’ ένα πλάτωμα περικυκλωμένο από πανέμορφα, θεόρατα έλατα. Δεξιά έβλεπες, τον ένα μετά τον άλλο, μια σειρά από εφτά-οχτώ παράλληλους μακρόστενους, τσιμεντοπλινθόκτιστους κοιτώνες με κόκκινα ελενίτ και ασοβάτιστους τοίχους. Αριστερά, ένα μεγάλο κίτρινο από τη σκόνη γήπεδο και στο βάθος, ανάμεσά τους, τη στεγασμένη τραπεζαρία που χρησίμευε για αναγνωστήριο το πρωί, άλλα και για χώρος υποδοχής των επισκεπτών της Κυριακής. Σο μονοπάτι συνέχιζε την ανηφοριά, σύντομα περνούσε μπροστά από τη «Βρύση του Παπαγιώργη» και σε μισή ώρα κατέληγε στ’ «Αλώνια». Για να σκαρφαλώσεις όμως προς τα «Σαμπούρια του Καραϊσκάκη», έπρεπε να ’χεις φτερά στα πόδια, γιατί η διαδρομή ήταν κατατεμαχισμένη από τους όλμους του Εμφυλίου και ανά πάσα ώρα και στιγμή κινδύνευες να
169
βρεθείς στο κενό ή, στην καλύτερη περίπτωση, με τσακισμένα χέρια και πόδια (και πώς να σε κατεβάσουνε από κει πάνω σακατεμένο<). «Παραπάνω» δεν υπήρχε. Από εκείνη την κορυφή, κοιτώντας δυτικά, έβλεπες σε< αεροφωτογραφία τον κάμπο πλημμυρισμένο από τα νερά του Αχελώου και του Αγραφιώτη (Σεχνητή Λίμνη των Κρεμαστών), και σε< μικρογραφία την τεράστια Γέφυρα της Σατάρνας, της οποίας, λέγανε με καμάρι οι ντόπιοι, το μοναδικό τόξο είχε μήκος σχεδόν διακόσια μέτρα – αλήθεια, ψέματα, θα σας γελάσω. Μια Κυριακή, αφού είδε και απόειδε η καημένη η μάνα μου, έφτασε μέχρι την τραπεζαρία, όπου και έγειρε στο πάγκο εξουθενωμένη. Με το που με είδε από μακριά, δίχως να σηκωθεί, ύψωσε τα χέρια της και περίμενε, όπως περιμένουν ή, καλύτερα, όπως ικετεύουν αγκαλίτσα τα εγκαταλειμμένα μωράκια του ορφανοτροφείου από τους σπάνιους επισκέπτες των θαλάμων< Κι εγώ με το πολύ μυαλό, θέλοντας να την< ευχαριστήσω, της πρότεινα να πάμε ψηλότερα για να χαρεί τη θέα! Είδε τον ενθουσιασμό μου, δάγκωσε τα χείλη και συγκατάνευσε. τη «Βρύση του Παπαγιώργη» σωριάστηκε για πρώτη φορά. «Δε μπορώ άλλο, ψυχή μου. Απόστασα<» «Λίγο ακόμα, μανούλα». Κι ήταν τόση η αγάπη της, που συνέχισε μέχρι τ’ «Αλώνια», όπου και κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Ο
170
τυφλός ενθουσιασμός μου όμως επέμεινε: «Πάμε μέχρι τα Σαμπούρια!» Έριξε μια ματιά κατά την ξεκοιλιασμένη από το χρόνο και τις οβίδες αετοράχη, που στεκότανε στα ουράνια σαν από θαύμα, και μ’ ένα βλέμμα γελαστό, αλλά απίστευτα καταβεβλημένο και πονεμένο, αναστέναξε σχεδόν δακρυσμένα: «Αχ, αγόρι μου, γλυκό μου αγόρι, δε με πάνε άλλο τα πόδια μου<»
Αφιερωμένο στο Νίκο Δήμου, με αγάπη
***
171
Τρίτη, 25 Σεπτεμβρίου 2007 69. Αλλαγή σχεδίων και νέο πρόγραμμα Λέγαμε ότι πηγαίνοντας το παιδί στο νηπιαγωγείο θα δοκιμάζαμε την ανθεκτικότητά του (δεν έχει ανοσοποιηθεί ακόμα) αλλά και την επιμονή τής επιληψίας του. Γι’ αυτό, από τη δεύτερη βδομάδα του επτέμβρη, ξεκινήσαμε κανονικά. Όπως ήταν αναμενόμενο, η κορούλα μας σύντομα άρπαξε κάποιαν ίωση (την περασμένη Παρασκευή). Σο άββατο το πρωί ανέβασε 38 πυρετό και είχαμε ολιγόλεπτους σπασμούς που τους αντιμετωπίσαμε πολύ εύκολα, αλλά με κάμποση αγωνία (δεν ξέραμε πόσο βαριά ήταν η ίωση, πόσο θα κρατήσει ο πυρετός, άρα και τι μας περίμενε από σπασμούς). Ευτυχώς η ίωση ξεπεράστηκε σύντομα. Ο πυρετός έπεσε γρήγορα και τώρα έχουμε μονάχα τα συμπτώματα τού κοινού κρυολογήματος. Βέβαια, το παιδί είναι ασυνήθιστα κακόκεφο. Σης φταίνε τα πάντα, γιατί, εκτός από τον πονοκέφαλο που τη βασανίζει, έχασε και την παρέα του νηπιαγωγείου, την οποία υποκαταστήσαμε κάπως με σκυλάκια και πολλά-πολλά γατάκια! Εν τω μεταξύ, αλλάξαμε τα σχέδιά μας. Δε μπορούμε πλέον να μετοικήσουμε σε ειδικό σχολείο του Λονδίνου, που λέγαμε. Η κοινωνικοποίηση, λοιπόν, αναβάλλεται, μιας και οι γιατροί μάς το ξεκαθάρισαν: «Προστατέψτε το παιδί από σπασμούς». (Και δυστυχώς οι σχολικές ιώσεις κάθε άλλο παρά προστασία μάς
172
προσφέρουν<) Οπότε, συνεχίζουμε τον «περιορισμό» του παιδιού. Σώρα το ημερήσιο πρόγραμμα έχει ως εξής: Εγερτήριο στις έξι με εφτά το πρωί για φάρμακα (Topamax και Depakote, όπως ονομάζεται το προσαρμοσμένο στην Κετογενική Δίαιτα Depakine) και Ketocal (διατροφικό σκεύασμα για τη Δίαιτα). Ύστερα Μπάρνι, μετά λίγο μάθημα (εργοθεραπεία), διάλειμμα στις έντεκα για φαγητό και στη συνέχεια βόλτα και< γατοσκυλοθεραπεία (επισκεπτόμαστε τα γατιά της γειτονιάς και ερχόμαστε σπίτι να παίξουμε με το δικό μας σκυλάκι ή και αντίστροφα). τη μία και κάτι μπάνιο, μετά Ketocal, ύστερα τρουμφ και βουρ για ύπνο και ξεκούραση. Δύο με τέσσερις ύπνος, μετά φαγητό, μάθημα, μετά τις έξι μαγαζοθεραπεία και στις εφτάμιση με οχτώ παρά τέταρτο, το πολύ, επιστροφή στο σπίτι για φάρμακα. Μετά θέατρο και τραγούδι, που λέει ο λόγος (δίνει παραστάσεις μπροστά στους καθρέφτες που της έχουμε στο πλέι ρουμ) κι ύστερα πάλι σκυλογατοθεραπεία όμως τώρα μόνο με τα δικά μας κατοικίδια. Σο αργότερο στις εννιά με εννιάμιση το βράδυ, μπάνιο. τις δέκα Ketocal, μετά λίγο θέατρο, χορό και τραγούδι και τέλος ύπνος με αγκαλίτσες και φιλάκια.
***
173
Κυριακή, 18 Νοεμβρίου 2007 70. Ένας υπέροχος άνθρωπος (Αφιέρωμα στον Jim Abrahams) Οι ιώσεις που μας βρήκανε οικογενειακώς, τον τελευταίο μήνα δεν επέτρεψαν στη μανούλα να συμμετάσχει από την αρχή σε ένα αρκετά ενδιαφέρον συνέδριο που έλαβε χώρα στο Λονδίνο, κατά την τελευταία εβδομάδα, και ολοκλήρωσε τις εργασίες του χτες το βράδυ. Θέμα του: η Κετογενική Δίαιτα. Προσκεκλημένοι: γιατροί και διαιτολόγοι από ΗΠΑ και Ευρώπη. Σην περασμένη Σετάρτη η μανούλα έμαθε, εντελώς τυχαία, ότι στο συνέδριο θα παραβρεθεί και ο κύριος Σζιμ Άμπραχαμς (είναι ο ευεργέτης μας), ο οποίος μάλιστα θα μιλήσει κατά την τελευταία ημέρα τού συνεδρίου στα μέλη τού Mathew’s Friends. Πρόκειται για μια βρετανική οργάνωση εθελοντών που ιδρύθηκε από την υπεδραστήρια μητέρα του Μάθιου, ενός αγοριού με επιληψία σαν της κορούλας μας, αλλά πολύ άτυχο (όταν ξεκίνησε η Δίαιτα, είχε ήδη υποστεί τεράστιες ζημιές από τις παρατεταμένες κρίσεις). Ο Μάθιου λίγο έλειψε να πεθάνει (τώρα, μόλις που ζει<). την Ευρώπη το είχανε ξεγράψει το παιδάκι – όπως και το δικό μας. Οι γονείς του, απελπισμένοι, και αφού το παιδί κόντευε να γίνει φυτό από τις παρατεταμένες κρίσεις, πήραν το δρόμο για τις ΗΠΑ. Κι όταν είδαν το παιδάκι τους, λίγες μέρες μετά την εφαρμογή της Κετογενικής Δίαιτας, να λυτρώνεται
174
από τα επιληπτικά επεισόδια (όχι όμως και από τις βλάβες που ήδη του είχαν προκαλέσει όταν στο παρελθόν μαίνονται ανεξέλεγκτες), συγκλονίστηκαν και αμέσως μόλις επέστρεψαν στη Βρετανία, έφτιαξαν αυτόν το σύλλογο, που στόχο έχει να διαδώσει την Κετογενική Δίαιτα. Αφού κατάφεραν να συγκεντρώσουν κάποια χρήματα, έστειλαν για μετεκπαίδευση στις ΗΠΑ μία Διαιτολόγο και τώρα αυτήν τη διαιτολόγο (ειδική στην Κετογενική) την εργοδοτούν (με δικά τους έξοδα) σε νοσοκομείο του Μάντσεστερ. (Κι εκεί το κράτος αδια-φορεί.) Μαθαίνοντας λοιπόν ότι στο συνέδριο θα είναι και ο κύριος Σζιμ, αμέσως αποφασίσαμε να ταξιδέψει η μανούλα στο Λονδίνο. Σο απόγευμα της Σετάρτης έγιναν όλες οι προετοιμασίες. Μας βοήθησε και η τύχη: είχε μείνει ένα και μοναδικό δωμάτιο του ξενοδοχείου διαθέσιμο! Σο πρωί της Πέμπτης η μανούλα πήρε και ένα συμβολικό δωράκι για τον κύριο Σζιμ και το μεσημέρι πέταξε για τον προορισμό της και μάλιστα πρώτη φορά χωρίς χάπια κατά της αεροπλανοφοβίας της! Σον Σζιμ Άμπραχαμς η μανούλα τον υπεραγαπά! Είχαν για μεγάλο χρονικό διάστημα ειλικρινή αλληλογραφία και πολύ-πολύ συγκινητική. Κάποια στιγμή όμως χαθήκανε. Ο κύριος Σζιμ ούτε στα e-mail έβγαινε ούτε πουθενά! Ακόμα και από το Charlie Foundation ήταν χασιμιός! Η μανούλα ήταν πεπεισμένη ότι κάτι τού συνέβη. Διαισθανόταν ότι κάτι κακό του έτυχε και επέμενε να προσπαθεί να μάθει νέα του. Εγώ την απέτρεψα. Σης είπα ότι δεν είναι σωστό να γίνεται φορτική, κι όταν την είδα να ανησυχεί για την υγεία του, έσπευσα να
175
διασκεδάσω την αγωνία της λέγοντας πως «ίσως ο άνθρωπος τα βαρέθηκε όλα, άρπαξε μία θεογκόμενα και τώρα κάνει διακοπές στην Καραϊβική<» Δεν της άρεσε καθόλου το αστείο μου: «Να ξέρεις, μου είπε αυστηρά, ο Σζιμ δεν είναι τέτοιος άνθρωπος – είναι άνθρωπος του χρέους και του καθήκοντος!». Ξαφνικά μάθαμε ότι προς το τέλος, νομίζω, του Αυγούστου, θα διοργανωνόταν ένα συνέδριο στην Αριζόνα, υπό την αιγίδα του Σζιμ και της Mayo Clinic του Υοίνιξ. Αμέσως η μανούλα, δεν έχασε την ευκαιρία, έστειλε ένα e-mail στον Σζιμ κι εκείνος επιτέλους τής απάντησε. «Ανησυχήσαμε», του είπε. «Σώρα είμαι καλά», της απάντησε. Από λεπτότητα, όμως δεν τον ρώτησε τι σήμαινε αυτό το «τώρα είμαι καλά»< Προχτές την Παρασκευή, ανταμωθήκανε με τον Σζιμ και, όταν θυμήθηκε τη μανούλα, έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Η μανούλα από τη συγκίνηση έκλαιγε σα μωρό. Ο κόσμος κοιτούσε παράξενα, γιατί ο Σζιμ μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν πολύ μαζεμένος και απόμακρος, καμία σχέση δηλαδή με το Σζίμ που ήξεραν κάποτε... Αν ήμουνα εκεί, πάλι θα την είχα αποτρέψει να τον ρωτήσει. Εκείνη όμως, ως μανούλα και γυναίκα, διαισθάνθηκε κάτι, και τον ρώτησε τι έγινε και χάθηκε τόσον καιρό. Μήπως υποτροπίασε ο Σσάρλι; (Είναι ο γιος του: γι’ αυτό και το ίδρυμα που έφτιαξε ο Σζιμ το λένε Charlie Foundation). Εκείνος της απάντησε ότι ο ίδιος είχε πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας< Η συζήτηση, όμως, διεκόπη, γιατί εκείνη τη στιγμή τους κάλεσαν να ξαναμπούν στην αίθουσα. Θα μιλούσε ο δόκτωρ Κόσοφ. Πρόκειται για τον νούμερο 1
176
παιδονευρολόγο στο John Hopkins, με φοβερές σπουδές και ειδίκευση στην Κετογενική Δίαιτα, ο οποίος όμως δεν είναι και ο πιο αγαπημένος, λόγω της ψυχρότητάς που του καταλογίζουν αρκετοί γονείς και ιδίως Ευρωπαίοι επειδή δίνει την εντύπωση ότι αρνείται, με το έτσι θέλω, να δεχτεί μη Αμερικανούς ασθενείς! (Όλοι μας θαυμάζουμε τον δόκτορα Κόσοφ, τον θεωρούμε αυθεντία, και όλοι συμφωνούμε ότι θα μπορούσε να συμπεριφέρεται ανθρωπινότερα.) Ήρθε, επιτέλους, το άββατο. Μιλήσανε αρκετοί γιατροί, διαιτολόγοι και γονείς. Προς το τέλος, πήρε το λόγο ο Σζιμ Άμπραχαμς. Ευχαρίστησε τις εκατοντάδες των παρευρισκομένων και τους είπε ότι πολύ θα ήθελε να είναι μαζί τους και του χρόνου, ωστόσο μάλλον θα δυσκολευτεί επειδή είναι πολύ άρρωστος. Ξαφνικά ράγισε η φωνή του και έσκασε η βόμβα: «Εδώ και αρκετούς μήνες πάσχω από λευχαιμία<» Πάγωσε ο κόσμος. Εκατοντάδες άτομα κράτησαν την αναπνοή τους και δεν άκουγες τίποτε. «Μου έδιναν τρεις μήνες ζωή. Έκανα όμως μεταμόσχευση μυελού και ο συμβατός δότης ήταν γυναίκα! Σώρα κυλάει μέσα μου νέο αίμα, και μάλιστα γυναικείο και πιο< ανθεκτικό! ας ευχαριστώ!» Σο αστείο δε μπόρεσε να αντιστρέψει τη συγκίνηση. Όλος ο κόσμος, άλλοι φανερά κι άλλοι κρυφά, είχαν δάκρυα στα μάτια και όλοι τους άρχισαν να χειροκροτούν με πάθος, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο παρατεταμένα< Αφιερώνεται στον Σζιμ Άμπραχαμς ο οποίος αποκάλυψε, δημοσιοποίησε και διέδωσε την Κετογενική Δίαιτα.
177
Τρίτη, 22 Ιανουαρίου 2008 71. Αυτή η αγωνία δε συνηθίζεται< Φτες, το βραδάκι η κουκλίτσα μας είχε λίγο συνάχι. Αμέσως χτύπησε συναγερμός: ξεσκουριάσαμε τις Πρώτες Βοήθειες. Πριν μία ώρα είχαμε μυοκλονικούς σπασμούς. Δάγκωσε τη γλώσσα της και μαζί με τα σάλια έβγαινε και κάμποσο αίμα. Πανικός, κακό< Ευτυχώς η αιμορραγία κράτησε λίγα λεπτά μόνο< Εκείνος ήταν, υποτίθεται, ψύχραιμος, ενώ εγώ και να θέλω δε μπορώ. Σρέμουν τα χέρια μου. Έτσι τη δουλειά όλη την έκανε η νταντά μας. Σης χορήγησε από το ορθό Stesolid. Οι σπασμοί δεν κράτησαν πάνω από τρία λεπτά και μάλλον σταμάτησαν από μόνοι τους, αφού το Stesolid επιδρά μετά από πέντε-δέκα λεπτά κι όχι αμέσως. Εμείς όμως το χορηγούμε καλού-κακού, γιατί προλαμβάνει τα μεγάλα επεισόδια που συνήθως έπονται του υψηλού πυρετού. Για να τον προλάβουμε κι αυτόν, χορηγήσαμε αντιπυρετικό. Αχ, αυτή η αγωνία! Αυτή η αγωνία δε συνηθίζεται με τίποτε<
***
178
Σάββατο, 9 Φεβρουαρίου 2008 72. Όταν έχει πολλή δουλειά< Όταν έχει πολλή δουλειά, ανεβαίνει σπίτι (από το γραφείο του που είναι στο ισόγειο) αργά τη νύχτα, ενώ εγώ είμαι ήδη ξαπλωμένη δίπλα στην κορούλα μας, κρατώντας της σφιχτά το χεράκι, για να νιώθω αμέσως τους «συναγερμούς», αλλά και για να λαγοκοιμάμαι κι εγώ δίχως πολλή έγνοια. Όσο γίνεται, γιατί πετάγομαι κάθε λίγο και λιγάκι, ευτυχώς από λάθος συναγερμό. Όταν, λοιπόν, έρχεται αργά από το γραφείο του, πέφτει εξουθενωμένος και νηστικός στην πολυθρόνα, με ένα πιάτο στο χέρι. Όμως, σχεδόν πάντα, η κούραση νικάει την πείνα του και μένει εκεί, ακίνητος, σαν λιπόθυμος, επί ώρες... Αυτές τις ώρες που είμαι μακριά του, η απουσία του παγώνει και σκοτεινιάζει την ψυχή μου. Ειδικά αυτές τις ώρες, νιώθω τόσο μα τόσο μόνη... Σο ξέρω ότι δεν είναι σωστό να αισθάνομαι έτσι. το κάτω-κάτω, είναι λίγα μέτρα πιο κει, σχεδόν δίπλα μας! Γιατί αφήνομαι σε αυτό το παράλογο και μαύρο συναίσθημα που με πνίγει; Γιατί αφήνομαι στην αγωνία και κλαίω από μοναξιά; Αφού το βλέπουμε, το ζούμε ότι μας αγαπάει, ότι τα βάσανα δεν έχουν κάμψει ούτε το κουράγιο του ούτε την τρυφερότητα ούτε τη στοργή του; Μάλλον είναι το παράπονο, που μας ήλθε η ζωή στραβά< ***
179
Δευτέρα, 3 Μαρτίου 2008 73. Σο πρώτο μας επιληπτικό επεισόδιο σε δημόσιο χώρο Σον περασμένο Νοέμβρη, δυο βδομάδες μετά την ανάρρωση της κορούλας μας (από εμπύρετη ίωση με σπασμούς), είχαμε και το πρώτο γενικευμένο επεισόδιο σε δημόσιο χώρο. (Πάντα όταν αναρρώνει το παιδί, για τις επόμενες δυο-τρεις βδομάδες είναι επιρρεπές στην επιληψία του.) Ήταν με τη μανούλα και την παραμάνα σ΄ ένα κατάστημα του Μολ. Εκεί τυχαία συναντήθηκαν με μία αγαπημένη θεία και το δωδεκάχρονο εγγονάκι της, που αμέσως λάτρεψε τη δική μας κι αρχίσανε ένα θεότρελο παιχνίδι με γέλιο και φωνή όλο χαρά και ενθουσιασμό. Φτυπάει το τηλέφωνο, «τρέξε», μου λέει κλαίγοντας η μανούλα, «το παιδί έπαθε κρίση, τώρα βγήκα στο πάρκινγκ να πάρω από το αυτοκίνητο το οξυγόνο και τον αναρροφητήρα, τρέξε<» Εν τω μεταξύ το ξαδελφάκι και η αγαπημένη μας θεία τρελάθηκαν< Κατέφθασα και βρέθηκα μπροστά σε μια κωμικοτραγική κατάσταση: δύο πολύ σοβαροί, ένστολοι υπάλληλοι της ασφάλειας του Μολ προσπαθούσαν να μπουν στο κατάστημα κουβαλώντας ένα δίμετρο φορείο που προοριζόταν για το< παιδάκι μας. Όμως οι διάδρομοι του καταστήματος ήταν στενοί και δεν τους έπαιρνε η στροφή. Έτσι, το σηκώσανε ψηλά και το φέρανε δίπλα στο παιδί. Εκεί μέσα, στο τεράστιο
180
φορείο, αποθέσαμε ευλαβικά τη λιπόθυμη κορούλα μας. Οπότε αρχίζει το γέλιο, κι ας μην είχαν στεγνώσει τα δάκρυα και το χτυποκάρδι της ταραχής: πάνε να πάρουνε στροφή, δε στρίβανε. Να σηκώσουνε πάνω το φορείο; θα έπεφτε το παιδί. Σότε πώς θα βγαίναμε από το μαγαζί; Γιατί, εκτός των άλλων, τώρα το παιδί ήταν και ελαφρώς δεμένο με ιμάντες –έτσι λένε οι κανονισμοί τού Μολ< Η λύση βρέθηκε: αδειάσαμε όλοι εκεί μέσα τα< γωνιακά ράφια και βγήκαμε επιτέλους από το κατάστημα αφήνοντας πίσω μας μια< αποθήκη. Πάμε να μπούμε στο ασανσέρ, δε χωρούσαμε! Ούτε ίσια, ούτε πλάγια, και φυσικά ούτε< όρθια. Σότε ανακαλύψαμε ότι δεν υπάρχουν κανονικές σκάλες, παρά μονάχα ηλεκτρικές! Και πώς κατεβαίνεις από τις ηλεκτρικές μ’ ένα φορείο; Σους είπαμε να τις σταματήσουν, αλλά δεν ήξεραν πώς! Δε μας φτάνανε τα βάσανα και τα νευρικά γέλια, τώρα προστέθηκε και η αγωνία πώς θα βγούμε από το Μολ! Περιττό να σας πω ότι πλέον είχαμε γίνει θέαμα: τουλάχιστον διακόσοι περαστικοί μας είχαν περικυκλώσει με < διακριτικότητα. Είπα στον μπροστινό να προχωρήσει αυτός στα σκαλιά κι εγώ θα προσπαθήσω σκυφτός να τον ακολουθήσω συγχρονισμένα, όπως και έγινε, κακήν-κακώς και κάτω από το έντρομο βλέμμα της μανούλας< Όσο για τη θεία και το ξαδελφάκι, αγνοούνται εδώ και μήνες. ***
181
Πέμπτη, 13 Μαρτίου 2008 74. Είναι σοβαρά // το μικρό παπάκι< Η κορούλα μας βλέπει πολλή τηλεόραση. Όχι ό,τι να ’ναι, αλλά συγκεκριμένες, χρήσιμες, παιδικές εκπομπές και δεκάδες εκπαιδευτικά DVD όπου πρωταγωνιστούν παιδάκια, πραγματικά είτε σε καρτούν. Σρελαίνεται για τη «Ντόρα», τον Μπάρνι και τα «ούπερ Ζωάκια». Γι’ αυτό έμαθε και αρκετά τραγούδια. Δεν τα αρθρώνει όλα σωστά, ξέρει όμως το ρυθμό, τη μελωδία και τις καταλήξεις. Εκτός εάν τα τραγούδια δεν έχουν δύσκολες λέξεις, όπως για παράδειγμα το χαρακτηριστικό τραγουδάκι που επαναλαμβάνουν τα «ούπερ Ζωάκια», οπότε πάμε για βραβείο ορθοφωνίας! Αυτό το τραγουδάκι μοιάζει περισσότερο με απαγγελία, αν και θυμίζει συνθήματα που ακούγονται σε παιδικές κατάσκηνώσεις. Σο σενάριο έχει ως εξής: Κάποιο άτυχο ζωάκι (άλλοτε είναι γατάκι, άλλοτε παπάκι, σκυλάκι ή αρκουδάκι κλπ.) κινδυνεύει, οπότε το πρώτο που πρέπει να κάνει είναι να φωνάξει «Βοήθειααα!» Αμέσως τα ούπερ Ζωάκια, όσο μακριά κι αν είναι, το ακούνε και πέφτει σύρμα: «Είναι σοβαρά, το μικρό παπάκι! // Ας το βοηθήσουμε, το μικρό παπάκι!» Οργανώνονται και σπεύδουν με ό,τι μέσο διαθέτουν (ποδήλατο, αυτοκίνητο, αεροπλάνο, ακόμα και< τρι-
182
χιές που αιωρούνται στο δάσος χρησιμοποιούν, μιμούμενα τον Σαρζάν) για να σώσουν κάθε τραυματισμένο ή άρρωστο ζωάκι, ουρλιάζοντας με μια φωνή: «Σούπερ / Ζωάκια / εδώ είμα-στε! Να σώ-σουμ’ ένα φί-λο μας / ερχό-μα-στε! Δεν είμαστε μεγάαλα ού-τε δυνατά / όμως / τα πάντα καταφέρνουμε ομάαα-διιι-καααααά!» Προχτές το βράδυ, η κορούλα μας χόρευε στο γραφείο της μανούλας της και την πρόσεχα εγώ (τρομάρα μου). Ξάφνου χάνει την ισορροπία της (ως συνήθως) και πέφτει με τα μούτρα πάνω στη γωνία της συρταριέρας. Από τύχη ή από ένστικτο, έβαλε τα χέρια μπροστά και γλίτωσε το πολύ χτύπημα. Λιγότερο πόνεσε και περισσότερο ταράχτηκε. Σης κακοφάνηκε που για άλλη μια φορά έπεσε αναίτια, και μάλλον γι’ αυτό άρχισε να κλαίει με μαύρο δάκρυ. Σρέχω να την αγκαλιάσω, με βλέπει, παίρνει μια ανάσα και δίχως να σταματήσει το κλάμα άρχισε να τραγουδάει: «Είναι σοβαράααα, το μικρό παπάααακι! // Ας το βοηθήσουμεεεε, το μικρό παπάααακιιιι!»
***
183
Κυριακή, 22 Ιουνίου 2008 75. Ακόμα χειρότερα νέα: ύνδρομο Ντραβέ Σην περασμένη Δευτέρα ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα από τις αναλύσεις DNA, δείχνοντας ύνδρομο Ντραβέ. Σο ύνδρομο Ντραβέ αποκαλείται και «οβαρή Μυοκλονική Επιληψία κατά την Νηπιακή Ηλικία» (Severe myoclonic epilepsy in infancy – SMEI). To 15-18% αυτών των παιδιών πεθαίνουν πριν την εφηβεία, επειδή κάποια στιγμή η επιληψία τους καθίσταται ανεξέλεγκτη. Η μανούλα και η κόρη μας έχουν πλέον εγκατασταθεί μόνιμα δίπλα στη Mayo Clinic (μένουν σ’ ένα μικρό διαμερισματάκι), με την ελπίδα ότι οι μέχρι στιγμής ανεξέλεγκτες επιληπτικές κρίσεις του παιδιού (που προέκυψαν τον τελευταίο καιρό) θα ελεγχθούν με κάποιο φάρμακο, έστω βραχυπρόθεσμα. Αν δεν ελεγχθεί η επιληψία μας, δε θα επιστρέψουν στην πατρίδα. Και τι να κάνουν εδώ; Να περιμένουμε άπραγοι το μοιραίο; Ο γιατρός είπε ότι τον τελευταίο καιρό η τεχνολογία έχει προχωρήσει πολύ και μπορούμε να ελπίζουμε ότι σε λίγα χρόνια θα έχουμε την απάντηση στο πρόβλημά μας. (Υτάνει ν’ αντέξει το παιδί μέχρι τότε.)
***
184
Παρασκευή, 4 Ιουλίου 2008 76. Σρεμάμενο σώμα Σην τελευταία βδομάδα, μας επισκέφτηκε για τα καλά ένα ακόμα σύμπτωμα του συνδρόμου Ντραβέ, o «τρόμος», δηλαδή το τρεμούλιασμα που είναι συνηθισμένο στα άτομα με Πάρκινσον. Πρωτοεμφανίστηκε δειλά πριν εφτά χρόνια, μετά από ένα ανεξέλεγκτο δίωρο επεισόδιο που οι γιατροί δεν μπόρεσαν να καταστείλουν, γιατί το παιδί ήταν έξι μηνών και οι φλεβίτσες του σπάζανε η μια μετά την άλλη< Σο βράδυ, όταν το παιδί πέφτει σε βαθύ ύπνο, έχουμε σταθερά τον «τρόμο»: βλέπεις να τρέμουν τα άκρα ή και τα χείλη του ή και ολόκληρο το κορμάκι του. (Άλλο είναι οι σπασμοί κι άλλο ο «τρόμος»). Ση μέρα συνήθως τρέμουν τα χεράκια, κάποτε και το κεφάλι. Προχτές, το παιδί δε μπορούσε ούτε το κουτάλι να κρατήσει. Όταν την περασμένη Δευτέρα επισκεφτήκανε το γιατρό, το τρέμουλο το είχαμε από τα χαράματα και ο γιατρός το είδε. Μόλις εξέτασε το παιδί, έμεινε αμίλητος για λίγα λεπτά. Ήταν πολύ απογοητευμένος και θλιμμένος. Όλο «συγγνώμη» ζητούσε για τα άσχημα νέα που είπε στη μανούλα. «Έφτασα στο σημείο να τον παρηγορώ εγώ», μου είπε χτες στο τηλέφωνο. Κοντά σ’ εμάς άρχισε και η κορούλα μας πλέον να συνειδητοποιεί την αρρώστια της και δε διαμαρτύρεται
185
καθόλου για τις μύριες τόσες αιματολογικές και άλλες πολύ βασανιστικές εξετάσεις στις οποίες υποβάλλεται και που η μανούλα τις «περνάει» σαν παιχνίδι. Φτες το πρωί, η κορούλα ξύπνησε ευδιάθετη: «Μαμά, θέλω να πάμε στο νοσοκομείο να βάλουμε συρματάκια στο κεφάλι». Αυτός είναι ο κόσμος μας, το νοσοκομείο και η αρρώστια. Αυτός μάς δίνει την πίκρα. Αυτός και το λιγοστό χαμόγελο.
***
186
Σάββατο, 12 Ιουλίου 2008 77. Αν επισκέπτεσαι τις ΗΠΑ χωρίς καλή ασφάλεια ταξιδίου και αρρωστήσεις< Η καλή μας νταντά έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας (υπερθυρεοειδισμό – αν τον λέω σωστά) που εκεί στις ΗΠΑ επιδεινώθηκε, κι αυτό φάνηκε καθώς τις τελευταίες δέκα μέρες η κοπέλα έχασε ξαφνικά πολύ βάρος. Σην περασμένη Δευτέρα επισκέφτηκα την ευγενέστατη θεράποντα (ενδοκρινολόγο) κύπρια γιατρό της νταντάς μας, η οποία έγραψε μια απλή αιματολογική ανάλυση που πρέπει να γίνει επειγόντως εκεί στις ΗΠΑ, προκειμένου να δει τι φάρμακα θα στείλουμε. Επί μία εβδομάδα στάθηκε αδύνατο να γίνει η αιματολογική εξέταση! τη Mayo Clinic μάς είπαν να ακολουθήσουμε τη διαδικασία εγγραφής εξωτερικών ασθενών, που σημαίνει πολλές χιλιάδες δολάρια χωρίς λόγο: χιλιάδες δολάρια εγγύηση και ραντεβού με παθολόγο που στη συνέχεια θα μας παραπέμψει σε ενδοκρινολόγο, ο οποίος θα εισηγηθεί πλήθος εξετάσεων και αναλύσεων (αιματολογικές, υπερηχογράφημα κλπ.). Σα δε έξοδα μπορεί να περάσουν τα 10.000 δολάρια, αφού 3.500 κοστίζει μόνο το υπερηχογράφημα! Η ασφάλεια που της έχουμε εδώ στην Κύπρο αρνείται να καλύψει «προϋπάρχον» πρόβλημα, τη στιγμή
187
μάλιστα που ο ασφαλιζόμενος δε θα υποβληθεί σε εγχείρηση και είναι στο εξωτερικό! Αν ήταν νοσηλεία για επέμβαση ή νοσηλεία εξαιτίας ατυχήματος, δεν έτρεχε τίποτε. Σώρα όμως που έχουμε έναν «προϋπάρχον» πρόβλημα –το οποίο δεν απαιτεί νοσηλεία–, η νταντά μας μένει ακάλυπτη! Η μανούλα επικοινώνησε με άλλη μικρή κλινική στο Ρότσεστερ, και πάνω-κάτω τής είπανε τα ίδια. Η μόνη διαφορά είναι ότι μείωσαν το κόστος κατά 20%, παρά το γεγονός ότι και σε αυτούς παρουσίασε το χαρτί της Κυπρίας γιατρού που είναι γραμμένο στα αγγλικά, για την απλή αιματολογική εξέταση. «Κυρία μου, εμείς αναγνωρίζουμε τη διάγνωση μόνο των δικών μας γιατρών και όχι άλλων και μάλιστα αγνώστων αλλοδαπών», της είπανε! Δε μας έφτανε που το παιδί χειροτέρεψε και τώρα πια θυμίζει έντονα άτομο με Πάρκινσον, έχουμε την αμερικάνικη ιατρική γραφειοκρατία που αρνείται να κάνει σε έναν «τουρίστα» μια απλή αιματολογική ανάλυση (αξίας 50 ευρώ), έχουμε την αμερικανική, ιατρική γραφειοκρατία που αρνείται να συνεργαστεί με τον θεράποντα ιατρό ενός ασθενούς «τουρίστα», και το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να πλουτίσει εις βάρος του, τώρα που τον βρήκε στην ανάγκη. Ε, όχι κι έτσι! Βέβαια, το λάθος ήταν δικό μας που δεν πρόβλεψα να αγοράσουμε μια σοβαρή ασφάλεια ταξιδίου. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι κοστίζει μόνο πεντακόσια ευρώ το μήνα ανά ενήλικο άτομο. ***
188
Τρίτη, 15 Ιουλίου 2008 78. «Πετρή μου, Πετρή μου, επνάσαμεν!» Όλοι οι περιβολάρηδες «στου Μόρφου» (κι ο παππούς μαζί) αν και χρεωμένοι μέχρι το λαιμό, ήταν παθολογικά δοσμένοι στα περβόλια τους, σε σημείο που ο μόχθος, η γη και τα δέντρα τους, να γίνεται ένα πράγμα κι αξεχώριστο. Το ίδιο και η εσωτερική τους πορεία, το σφιχτοδέσιμο της ψυχής τους με τούτο το χώμα, να μην ξεχωρίζουν τον αγώνα τους από την πάλη του νέου δεντρού να κρατηθεί στη ζωή, τα δικά τους βάσανα από του δέντρου που το χτυπήσανε αρρώστιες, ν΄ ακούνε στο ύπνο τους το σφυγμό του περβολιού, και να αιστάνουνται οι ίδιοι μια ευφροσύνη γιατί εκείνο χόρτασε νερό< Ο παππούς όμως, από σύμπτωση, ξεχρεώθηκε σε τρία χρόνια, γιατί το 65, με την πρώτη διάτρηση, έπεσε πάνω σε μια πολύ προσοδοφόρα φλέβα νερού που ΄ρχότανε από τον Πενταδάχτυλο. Έτσι είχε την πολυτέλεια, την ώρα που οι άλλοι ταλαίπωροι δουλευτάδες δίνανε για ένα κομμάτι ψωμί τα πορτοκάλια τους στον συνεταιρισμό (και τους μένανε τα χρέη), εκείνος να τραβάει κατά τους χωραΐτες εμπόρους και μανάβηδες, να παζαρεύει τα πορτοκάλια του και να τα μοσχοπουλάει εκ του ασφαλούς. Κι όλα πηγαίνανε καλά, αλλά το ΄74 ήλθε το μεγάλο κακό και χάθηκαν τα πάντα< Φρόνια μετά την προσφυγιά, σ΄ ένα απόμερο καφενεδάκι τής Λεμεσού, είδε τυχαία τον άλλοτε
189
γείτονά του και ξακουστό μεγαλοπεριβολάρη να κάθεται σε μια γωνιά (συνταξιούχος πια της πείνας και τσακισμένος απ΄ τον καιρό, μα παραδόξως ήρεμος) και τον ρωτάει: - «Ιντα που κάμνεις, κουμπάρε μου;» Εκείνος, δίχως «να ταράξει», γύρισε, τον κοίταξε καλάκαλά και βαθιά, «σάμπως και έκαμεν με τον νουν του λογαριασμούς αιώνων»: - «Πετρή μου, Πετρή μου, επνάσαμεν*!»
***
* Πνάζω, στα κυπριακά, σημαίνει ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω., (υπνάζω). Άμα θέλανε οι παλαιότεροι να πουν "ξεκουραστήκαμε", λέγανε "επνάσαμεν".
190
Κυριακή, 20 Ιουλίου 2008 79. Φαιρετισμούς στον μπαμπά ! Όλο αυτό το τετράμηνο (όπου μάνα και κόρη είναι στις ΗΠΑ), δε μίλησα καθόλου με το παιδί, επειδή μια-δυο φορές που το επιχείρησα (προ τριών μηνών) μόλις άκουγε τη φωνή μου στο τηλέφωνο, πάγωνε και ξεσπούσε σε γοερό κλάμα. Είπαμε, λοιπόν, να μην υποβάλουμε το παιδί ξανά σε αχρείαστες συγκινήσεις, και την απουσία μου να τη διαχειριστεί η μαμά όσο πιο λογικά και ψύχραιμα γίνεται, ελπίζοντας ότι το παιδί θα μιμηθεί το ύφος της, όπως και έγινε: «Μαμά, θέλω τον μπαμπά». «Καρδούλα μου, ο μπαμπάς είναι πολύ μακριά, στην Κύπρο. Δε μπορούμε να τον δούμε. Θα του μιλήσουμε όταν επιστέψουμε». «Εντάξει, μαμά!» (Δείχνει ικανοποιημένη από την απάντηση και αμέσως τρέχει στα παιχνίδια της και ξεχνιέται.) Σις τελευταίες δυο βδομάδες, το παιδί άρχισε να μιλάει «για τον μπαμπά», με τον δικό της ξεχωριστό «πλάγιο λόγο»: «Κοίτα, μαμά, κοίτα έξω από το παράθυρο. Ένα κουνελάκι!» (Μένουν σ’ ένα μικρό, ισόγειο διαμέρισμα κι έξω απ’ τη μπαλκονόπορτα, πάνω στο γρασίδι, βλέπουν συχνά κουνελάκια, σκιουράκια και πουλάκια.)
191
Σρέχει η μαμά: «Σι γλυκό κουνελάκι! Γεια σου, γεια σου, κουνελάκι, γεια σου!» Σο κουνελάκι κάθεται και τους κοιτάζει για λίγο – καθότι εξοικειωμένο με τον κόσμο. «Μαμά!» «Ορίστε, καλή μου!» «Σο κουνελάκι περιμένει τη μαμά του και τον μπαμπά του!» Αυτό το μοτίβο επαναλαμβάνεται τις τελευταίες μέρες συνεχώς. Σις προάλλες είδε, για παράδειγμα, ένα αγοράκι, στην παιδική χαρά, που έκλαιγε. «Μαμά, το παιδάκι κλαίει! Θέλει τη μαμά του και τον μπαμπά του!» ήμερα το πρωί, ήρθε ένα πουλάκι έξω απ’ τη μπαλκονόπορτα: «Μαμά, έλα! Ένα πουλάκι!» Σρέχει η μαμά, αλλά δεν το πρόλαβε – οπότε ακούει την κόρη μας: «Γεια σου, πουλάκι, γεια σου! Φαιρετισμούς στον μπαμπά!»
***
192
Κυριακή, 17 Αυγούστου 2008 80. Σο χθεσινό αγκάθι που έγινε ρόδο Όταν ήμουν παιδί, είχα τρέλα με τα διηγήματα. Αγαπημένα μου τα της ρωσικής λογοτεχνίας, της προεπαναστατικής, και κυρίως του Σσέχοφ. Σο πιο συναρπαστικό, ειδικά σ’ αυτά τα διηγήματα, είναι οι διάλογοι, όπου άλλα λέγονται εντός του διηγήματος, αλλιώς τα εννοούν οι «ήρωές» τους και πολύ διαφορετικά «ερμηνεύονται» από τον αναγνώστη (χάρη στη δεξιοτεχνία του συγγραφέα). Θυμάμαι (νομίζω σε κάποιο διήγημα του Σσέχοφ) τον έντονο και εκ πρώτης όψεως αδικαιολόγητα εριστικό διάλογο που είχε ένας ταλαίπωρος και άστοχος γιατρός (που μάλλον νιώθει ενοχές, εκ των υστέρων) με έναν πατέρα (όψιμα ευσυνείδητο) που έχασε το παιδί του. υζητάνε για ένα φαινομενικά «άσχετο θέμα» (αφού κανείς τους δεν τολμά να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους), μέσα σε μια ατμόσφαιρα βαριά, «φθινοπωρινή», η οποία ωστόσο φωτίζει ακόμη και τις πιο σκοτεινές γωνιές της ανθρώπινης απόγνωσης. Σην ίδια τεχνική (αλλά με χαρωπά χρώματα) χρησιμοποιεί και ο Παπαδιαμάντης στην «Σρελή Βραδιά», στο διάλογο ανάμεσα στους γλεντζέδες που μέθυσαν και τραγουδούν συνοδευόμενοι από Γύφτους μουσικούς, αφενός, και στους χωροφύλακες που πάνε τάχα να συμμαζέψουν τους φωνασκούντες διασκεδαστές, αφετέρου. Μόνο που εδώ η απλοϊκή
193
στιχομυθία ενσαρκώνεται μέσα σε μια ατμόσφαιρα «ανοιξιάτικη», ανέμελη, η οποία, εκτός του ότι χαρίζει πλούσιο γέλιο στον αναγνώστη, επιπλέον αποκαλύπτει το άλλο αντίδοτο στη μιζέρια της φτώχειας ή της απελπισίας: τη λύτρωση μέσα από την ξεγνοιασιά και το τραγούδι. Θέλω να πω, κάποτε τα παλιά δεδομένα δε σβήνουν, αλλά ανασημασιοδοτούνται, αναβιώνουν μέσα μας «αλλιώς». Προχτές, για παράδειγμα, έτυχε να ξαναδιαβάσω «αλλιώς» το Άξιον Εστί. «Αλλιώς» ακούστηκαν μέσα μου οι στίχοι: «Οδηγέ των ακτίνων // Αγύρτη που γνωρίζεις το μέλλον, μίλησέ μου // Πού να βρω την ψυχή μου – το τετράφυλλο δάκρυ!» Σο ίδιο (αλλά από την ανάποδη) συμβαίνει και με τα επαναλαμβανόμενα γλωσσικά ολισθήματα της κόρης μας, που κάποτε μας λυπούσαν, αλλά τώρα ηχούν πολύ διασκεδαστικά: «Μαμά, θέλω σοκολάτα με< φούρνο». Εννοεί σοκολάτα ψημένη στο φούρνο, ένα νέο γεύμα της Κετογενικής Δίαιτας. «Καλή μου, ‚σοκολάτα στο φούρνο‛, πρέπει να λέμε», τη διορθώνει. «Όχι, εγώ θέλω σοκολάτα με< φούρνο!» επαναλαμβάνει η μικρή με πείσμα. «Καρδούλα μου, ο φούρνος δεν τρώγεται!» εκλιπαρεί, η μαμά. «Σρώγεται, μαμά, τρώγεται!» ***
194
Δευτέρα, 6 Οκτωβρίου 2008 81. Επιστροφή, έξι μήνες μετά Επέστρεψαν την περασμένη Κυριακή. Η κορούλα μας αρκετά ψηλότερη, σοβαρότερη (έκοψε την πιπίλα), λιγότερο ιδιότροπη, περισσότερο ευκίνητη και δυνατή (τώρα λυγίζει τα γόνατα και χοροπηδάει), αποφασιστική (ανοίγει την πόρτα και βγαίνει έξω), αλλά και διαλλακτική όταν πρέπει (δεν επιμένει για βόλτα μες στα άγρια μεσάνυχτα), αρκετά συνεργάσιμη πλέον, γλεντζού, χορευταρού και ωραιοπαθής, όπως πάντα! Α, ναι, μας ήρθε και< κατά φαντασίαν αγγλομαθής. Μια-δυο φορές την ημέρα, διακόπτει το παιχνίδι της και τρέχει προς τη μαμά: «Μάμι, αρ-γιου-χάγιου, ντου γιου;» Για να πάρει την επίσης στερεότυπη αλλά απολύτως ικανοποιητική απάντηση: «Γιες, μάι μπέιμπι, γιες!» Επέστρεψαν οι μεγάλες αγάπες μας, η χαρά μας, αλλά και η αγωνία μας. Γιατί από φέτος αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε, για τα καλά, ότι το παιδί μας δε θα γιατρευτεί ποτέ, αφού το σπανιότατο ύνδρομο Ντραβέ (που μόλις φέτος διαγνώστηκε σε μας) είναι ανίατη ασθένεια, μια μορφή εγκεφαλοπάθειας που παράγει, διά βίου, επιληπτικές κρίσεις, πολλές, πυκνές και παρατεταμένες, και προκαλεί αιφνίδιους θανάτους –το 20% των άτυχων παιδιών με αυτό το σύνδρομο, δε φτάνει στην εφηβεία<
195
Οι επίμονες κρίσεις προκαλούν στα άρρωστα παιδιά, τις μεγάλες βλάβες, καθώς σταδιακά καταστρέφουν κρίσιμα κέντρα του εγκεφάλου (ο οποίος δεν προλαβαίνει να αντικαθιστά τα «καμένα» κύτταρα). Εκτός εάν έχει κάποιος το νου του και δεν αφήνει το παιδί ούτε στιγμή από τα μάτια του. Εκτός εάν οι επιληπτικές κρίσεις δεν είναι πάμπολλες (το πολύ μιαδυο το μήνα). Εκτός εάν αυτές καταστέλλονται σε χρόνο μηδέν, αν είναι δυνατόν< Όλη τη βδομάδα που πέρασε, λόγω αλλαγής της ώρας, το παιδί κοιμότανε ελάχιστες ώρες το πρωί και καθόλου τα βράδια. Η στέρηση ύπνου, το τρέξιμο, ο πυρετός, το πολύ ζεστό μπάνιο αλλά και τα αιφνίδια και έντονα συναισθήματα (ξαφνική απογοήτευση, μεγάλη θλίψη, αλλά και ξεκαρδιστική χαρά), όλα αυτά είναι παράγοντες εκλυτικοί. Έτσι, δεν παραξενευτήκαμε όταν, το απόγευμα του περασμένου αββάτου, την ώρα που η κορούλα μας έπαιζε τρελό κυνηγητό με το σκυλάκι μας στην αυλή, ξαφνικά έμεινε με βλέμμα απλανές, κοιτώντας τον ουρανό, λες και σταμάτησε ο χρόνος, λες και κάποιος ήθελε να την ακινητοποιήσει για ν’ απαθανατίσει το βροντερό της γέλιο και την κρυφή χαρά μας< Ευτυχώς ήταν η νταντά δίπλα της και γλιτώσαμε το πέσιμο στο τσιμέντο και τους τραυματισμούς. ε πέντε λεπτά η κρίση έφυγε. Ίσως επειδή (όπως πάντα) αμέσως χορηγήσαμε στο παιδί υπόθετο Stesolid, αποφύγαμε το παρατεταμένο επεισόδιο, η κορούλα μας έπεσε σε λήθαργο κι ελπίζουμε να δόθηκε λίγος χρόνος στον εγκέφαλό της να αναπληρώσει κάποια από τα κύτταρα που καταστράφηκαν.
196
Αγαπημένοι μας φίλοι, εδώ θα είμαστε. Θα τα λέμε. Όχι τόσο συχνά όπως παλιά. Σώρα που μεγάλωσε το παιδί, αυξήθηκαν οι απαιτήσεις του. Καλόμαθε στην Αμερική που είχε δίπλα της τόσα παιδάκια, τόσο κόσμο, τόση χαρά, τόσα παιχνίδια και παιχνιδότοπους! Θέλει, λοιπόν, κι εδώ παρέα, τραγούδι, βόλτες, παιχνίδι, συντροφιά. Κι αν δεν είμαστε εμείς οι γονείς του δίπλα του, ποιος θα είναι; Σο σχολείο στο οποίο δεν πηγαίνει ή οι φίλοι που δεν έχει; το σχολείο δεν πάει, αφού ακόμη το παιδί δε μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί, χώρια τα φάρμακα και το Ketocal που παίρνει κάθε λίγο και λιγάκι. Παρέες δεν έχει, όχι μόνο γιατί εδώ τα άλλα παιδάκια την κοιτάζουν σαν εξωγήινη, αλλά και γιατί εδώ, στη χώρα μας, ελάχιστοι είναι εκείνοι που θα ήθελαν το παιδί τους να κάνει παρέα με ένα «καθυστερημένο και επιληπτικό». Θα είμαστε δίπλα της και σας ευχαριστούμε πολύ που επί τόσο καιρό είστε κι εσείς στο πλευρό μας.
***
197
Κυριακή, 2 Νοεμβρίου 2008 82. ήμερα, όλη μέρα αγωνία< ήμερα, όλη μέρα, έτρεμε η ψυχή μας – το παιδί από τα χαράματα που ξύπνησε ήταν κακόκεφο και είχε τρόμο στα άκρα. Δυο-τρεις ώρες μετά, κατά τις εννιά, τη συνεφέραμε λίγο, όταν κατεβήκαμε και κάναμε παρέα στο σκυλάκι μας (που το υπεραγαπάει), παίζοντας, πολύ συγκρατημένα, κρυφτό και κυνηγητό. Πάλι όμως τη βλέπαμε που δεν έστεκε καλά στα πόδια της, κι ενώ άλλες φορές είναι αεικίνητη, σήμερα κάθε λίγο και λιγάκι έχανε την ισορροπία της και, για να μην πέσει, κρατιότανε από τις πλαστικές πολυθρόνες που έχουμε παραταγμένες κατά μήκος του τοίχου (περισσότερο για να προστατεύουν το παιδί και λιγότερο για να κάθεται ο κόσμος. Ποιος κόσμος; αφού κανείς δεν πλησιάζει). Μια-δυο φορές κρατήθηκε από τα ρούχα μας και την πλάτη του σκύλου, ο οποίος ιδιαίτερα σήμερα μου έδωσε την εντύπωση ότι παραήταν υπάκουος, συνεργάσιμος, ήρεμος και προσεκτικός, και το πιο αξιοπαρατήρητο: μετά από κάθε παιχνιδάκι, ερχόταν προς το μέρος του παιδιού και ξάπλωνε μπροστά του κοιτώντας το στα μάτια! Να είχε προαισθανθεί άραγε κάτι; Ποιος ξέρει; Μετά τον μεσημεριανό της ύπνο, η κορούλα μας ήταν όλο αγκαλίτσες και φιλάκια. Η κακοκεφιά τής είχε περάσει, όχι όμως και ο τρόμος που εν τω μεταξύ
198
δυνάμωσε. Μπορούσα ακόμα κι εγώ, που είμαι άπειρος σ’ αυτό το νέο σύμπτωμα, να το διακρίνω ολοκάθαρα. Και το απόγευμα, μετά το φαγητό της, αντί να μείνουμε «έσω μας» (σπίτι) και να περάσουμε ήρεμα και ήσυχα με τραγουδάκια και λίγη ζωγραφική, την πήγαμε στα ξαδερφάκια της. Μετά από λίγο, εκεί που έπαιζε (μάλλον υποτονικά), την είδαμε να χάνεται: όρθωσε το κορμί της κι άρχισε να σηκώνει ψηλά το κεφάλι και να το γυρίζει αργά προς τα δεξιά και μαζί του να στροβιλίζονται τα μεγάλα της μάτια και να χάνονται προς το πουθενά< Σο επεισόδιο κράτησε μόνο δυο-τρία λεπτά, και η κορούλα μας, προτού πέσει σε βαθύ λήθαργο, έδειξε να χαίρεται το οξυγόνο που της δώσαμε. (Ποτέ δεν αποχωριζόμαστε τις Πρώτες Βοήθειες, δηλαδή οξυγόνο, σάξιον, Stesolid, αλλαξιές, πετσετούλες, αδιάβροχα σεντόνια, κάλτσες κ.ά.). Μόλις κοιμήθηκε για τα καλά (στο υπνοδωμάτιο της θείας), εμείς, δίχως να κοιτάμε ο ένας τον άλλο, αλλά ούτε και τους άλλους, ριχτήκαμε στο βαλιτσάκι με τις Πρώτες Βοήθειες (για να το ταχτοποιήσουμε, τάχα), διπλώνοντας και τακτοποιώντας τα ρουχαλάκια, τις πετσέτες και τα Stesolid, τα σωληνάκια του σάξιον και το μηχανάκι του οξυγόνου, κι όλα αυτά εντελώς άσκοπα, νευρικά και αμίλητα. α να προσπαθούμε, μ’ αυτό το «τελετουργικό», που μας πιάνει πάντα μετά τις κρίσεις του παιδιού, να ξορκίσουμε το κακό. Αμ, δεν ξορκίζεται!
***
199
Δευτέρα, 3 Νοεμβρίου 2008 83. «Μη φοβάσαι, μαμά, μη φοβάσαι!» Η κορούλα μας, όταν θέλει κάτι, το διατυπώνει σε ευθύ λόγο. Αν διψάει ή αν πεινάει ή αν θέλει βόλτα ή παιχνίδι με το σκυλάκι ή να ζωγραφίσει ή να παίξει με το κομπιούτερ, τότε λέει: «Θέλω νερό», «Θέλω φαγητό», «Θέλω βόλτα», «Θέλω να παίξουμε με το σκυλάκι», «Θέλω να ζωγραφίσω», «Θέλω να παίξω στο κομπιούτερ» κ.ο.κ. Σο ίδιο κι όταν έχει πόνο στο αφτί, στο χέρι ή στην κοιλιά, ή αν χτυπήσει: «Άου, με πονάει το αφτί», «Με πονάει το χέρι», «Έπεσα και χτύπησα στο πόδι» κ.ο.κ. Όταν όμως θέλει να περιγράψει τα συναισθήματα, τις απορίες ή τις ανησυχίες της, τότε χρησιμοποιεί τον ξεχωριστό, δικό της «πλάγιο λόγο». Αν, π.χ., νιώσει φόβο, δε θα πει: «Μαμά, φοβάμαι», παρά θα μας κοιτάξει στα μάτια και θα μας πει: «Μη φοβάσαι!» Ή, αν δεν είναι καλά, θα μας κοιτάξει πάλι στα μάτια και θα πει: «Είσαι καλά;» Έτσι καταλαβαίνουμε ότι φοβάται κάτι και πως έχει ανάγκη να την αγκαλιάσουμε και να την καθησυχάσουμε, επαναλαμβάνοντας τα λόγια της: «Μη φοβάσαι, σ’ αγαπώ πολύ»! Ή να τη ρωτήσουμε πώς είναι, κι αν είναι καλά να μας πει: «Ναίαιαιαι!» Φτες, μετά που συνήλθε από την κρίση, άρχισε τις «πλάγιες» ερωτήσεις και προτροπές της, που είναι παρμένες ατάκες από τη «Ντόρα» (ηρωίδα των παιδιών
200
προσχολικής ηλικίας), προσαρμοσμένες όμως στην περίσταση: «Σι συμβαίνει, μαμά; υμβαίνει κάτι;» «Μη φοβάσαι, μαμά, μη φοβάσαι! Πέρασε!» «Έγινε κάτι; Σι έγινε, μαμά; Σι έγινε;» «Σίποτα, μαμά, τίποτα! Όλα εντάξει!»
***
201
Τετάρτη, 26 Νοεμβρίου 2008 84. Εκεί πίσω, στη γωνία< 1. Επί δώδεκα χρόνια μισούσα το σχολείο, κι αν δε μίσησα και το βιβλίο, είναι επειδή είχα δίπλα μου τη μάνα μου να με διδάσκει, με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο, γράμματα και ανθρωπιά. Κι όλ’ αυτά σε μιαν εποχή απίστευτα αυταρχική: «Σο κρέας δικό σου και τα κόκαλα δικά μου», παραγγέλνανε οι γονείς στον δάσκαλο< Σο σχολείο, από την πρώτη κιόλας μέρα, με υποδέχτηκε με άφθονο ξύλο. Φασμουρήθηκα εμφαντικά, η δασκάλα ενοχλήθηκε, με ανέβασε στο βάθρο για να με βλέπουν όλοι και μου επιτέθηκε μανιασμένα με μια χοντρή, τετραγωνισμένη, ξύλινη ρίγα. Για να σωθώ, αναγκάστηκα να της δαγκώσω το μπούτι τόσο δυνατά, που το ουρλιαχτό της ακούστηκε στο μισό σχολείο. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που έφαγα ξύλο από δάσκαλο. Έκτοτε, όταν μου παράγγελναν υποταγή και σφαλιάρα (γιατί εν τω μεταξύ είχα γίνει μεγάλο ζιζάνιο), όπου φύγει-φύγει. Κάποτε, ένας πολύ επιθετικός, αλλά δυσκίνητος δάσκαλος άρχισε να με κυνηγάει γύρω από τα θρανία, ζητώντας μάλιστα βοήθεια από τη δασκάλα της διπλανής αίθουσας. Είδα τα σκούρα, ανέβηκα στο παράθυρο και πήδηξα στο κενό. Νόμιζα πως ήξερα να πέφτω από ψηλά: άνοιγα τα λυγισμένα γόνατα για να μη σπάσω το σαγόνι κι έβαζα ανάμεσά τους δάχτυλα και παλάμες ετοιμοπόλεμες. Δυστυχώς, αυτή τη φορά
202
(ήταν ημιώροφος) η αδράνεια με κουτούλησε άγρια στο τσιμέντο, όπου και με βρήκαν αργότερα κατάματωμένο< 2. Μετά και απ’ αυτόν τον «άθλο», έγινα δακτυλοδεικτούμενος, αλλά και ανύπαρκτος για τους δασκάλους, οπότε κι εγώ ούτε που ξανασχολήθηκα στο σπίτι με ασκήσεις. Η μάνα μου η δόλια με έπαιρνε με το καλό: «Δεν πειράζει, ψυχή μου. Μη γράψεις τίποτε εσύ. Έλα στο γραφείο μου να κάνουμε τις εργασίες σου μαζί. Εγώ θα τις γράψω, εγώ», και πήγαινα δίπλα της. Εκείνη έγραφε, μου μιλούσε, με ρωτούσε, ενθουσιαζόταν μόλις έλεγα κάτι, με φιλούσε μόλις πετύχαινα την ορθογραφία, μου έδινε σοκολατάκια σα φτιάχναμε μια περιεκτική παράγραφο, ως και λεφτά για παγωτά μού έταζε όταν μάθαινα ποιήματα απέξω! Έτσι προέκυψε το παράδοξο, ο μαθητής που δεν έγραφε τίποτε και ποτέ του, να σαρώνει τα βραβεία στους διαγωνισμούς που ζητούσαν να ετοιμάσουμε κείμενα στο σπίτι! Αν και έξυπνη γυναίκα η μάνα μου, συχνά με επαινούσε δημοσίως για τις δήθεν διακρίσεις μου, τη στιγμή που ο κόσμος το ’χε τούμπανο! Αλλά και μεταξύ μας επέμενε πως οι εκθέσεις και οι ζωντανές παράγραφοι που εκείνη σκάρωνε δεν ήταν δικές της, αλλά έργο δικό μου! Ότι τάχα, σε μεγάλο βαθμό, εγώ τα φαντάστηκα όλα, εγώ τής τα υπαγόρευσα! (Σόσο πολύ μ’ αγαπούσε, η καημένη, που έφτανε να λέει ψέματα ακόμα και στον εαυτό της!) 3. Προς τα τέλη της Σρίτης Γυμνασίου, το θυμάμαι σαν τώρα δα, της ζήτησα να< γράψουμε μία έκθεση με θέμα «Σο χρήμα και η ανθρώπινη απληστία». Με κοίταξε αυστηρά και ξηγήθηκε σαν έτοιμη από καιρό:
203
«Άκου να σου πω, αγόρι μου: ως εδώ ήταν. Θες να γράψεις, γράψε. Δε θες; Μη γράφεις. Να θυμάσαι μόνο ότι μπορείς!» Πήρα ανόρεχτα χαρτί και μολύβι, κι αφού τα περιεργάστηκα λίγο, έριξα μια αφηρημένη ματιά κατά το παραθύρι που ήταν απέναντι από το γραφείο της. Ο άλλοτε αστός μέτριος ζωγράφος και νυν μοναχικός, θεόκουφος και ξεπεσμένος συνταξιούχος, από το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της αντικρινής πολυκατοικίας είχε πάλι στη διαπασών (για χιλιοστή φορά κι εκείνη τη βδομάδα) την «5η υμφωνία» (γύρευε τίνος) και ενοχλούσε όλη τη γειτονιά, εκτός από μένα που τον είχα σαν παππού μου. (υχνά η μαμά μού έδινε να του πάω πιατέλες με πίτες και σπιτίσια γλυκά. Σον εκτιμούσε πολύ. την κηδεία του έκλαψε περισσότερο κι από την κόρη του). Σον ήξερα καλά και από διαγωνισμούς που είχα< κερδίσει με τις ζωγραφιές του. Σου πήγαινα χαρτιά και μου έφτιαχνε πέντε-δέκα σκίτσα, για πλάκα: γυναίκες που καπνίζανε ακουμπώντας σε φανοστάτες, γριές που με κόπο κουβαλούσαν τις καμπούρες τους σε ανύπαρκτα σοκάκια, ξεκάρφωτα κοκόρια, άλογα που κάλπαζαν στον αέρα, ποδήλατα δίχως αναβάτες, παλιομοδίτικα αεροπλάνα και τεράστια φανταχτερά αυτοκίνητα, άδεια μπουκάλια παντός είδους και τηλέφωνα ξεχαρβαλωμένα –όλα σχεδόν με μονοκοντυλιές! Είχα μάθει, λοιπόν, να τον αγαπάω και να τον ακούω τον γερο-ξεκούτη και μαζί του είχα συνηθίσει να μου αρέσουν και οι εκκωφαντικές του μουσικές επιλογές, οι οποίες, αν και μου ήταν παντελώς ξένες και ακατανόητες, ωστόσο πάντα με «ταξίδευαν».
204
4. Εκείνο το απόγευμα κάτι άστραψε μέσα μου και είπα δεν πάνε στο διάολο «η απληστία και το χρήμα»! Εγώ θα γράψω για μένα που έφτασα δεκαπέντε χρονών κι είναι ζήτημα αν έπιασα δεκαπέντε φορές μολύβι στο χέρι. Θα μιλήσω για την πρώτη μου μέρα στο σχολείο, για το σάλτο από το παραθύρι της τάξης και για όσα συνέβησαν μετά, όταν δηλαδή οι δάσκαλοι άλλαξαν στάση απέναντί μου κι αντί να με καταδιώκουν μετά τα «εγκλήματά» μου, με το που μπαίνανε στην τάξη, εσκεμμένα ουρλιάζανε περιφρονητικά: «Κάπααα, γρήγορα εκεί πίσω, στη γωνία, μόνος σου!» Κι εγώ υπάκουα τάχα ευδιάθετος. Δεν ήθελα, βλέπετε, να τους δώσω τη χαρά να με δούνε θλιμμένο. Κι όμως, αυτή η τιμωρία ήταν εξουθενωτικά ατιμωτική, χειρότερη κι από το ξύλο που είχα φάει. Σο ξύλο το έφαγα μια φορά και τελείωσε, ενώ τώρα η περιφρόνηση ήταν συνεχής και καθημερινά με έκαναν να νιώθω τιποτένιος, αποσυνάγωγος. Σο χειρότερο ήταν ότι ενθάρρυναν τους συμμαθητές μου να με λοιδορούν συστηματικά την ώρα του μαθήματος! Αλλά κι έξω στο προαύλιο άκουγα ακόμα και φιλαράκια μου να με περιπαίζουν: «Κάπααα, γρήγορα εκεί πίσω, στη γωνία, μόνος σου!» (Γι’ αυτό και συχνά τα βράδια έκλαιγα κρυφά, δαγκώνοντας το σεντόνι για να μην ακουστώ.) 5. Όλ’ αυτά τα θυμήθηκα σήμερα το πρωί που πήγα στο σχολείο για να μιλήσω με τη δασκάλα του παιδιού, που μας παρήγγειλε ότι η κορούλα μας «ενοχλεί». Έτυχε να φτάσω νωρίτερα και, για να περάσει η ώρα, είπα να ρίξω μια διακριτική ματιά στην τάξη. Και είδα το παιδάκι μας να κάθεται εκεί πίσω, στη γωνία. Μόνο του< ***
205
Κυριακή, 14 Δεκεμβρίου 2008 85. Η ξινή βόλτα και το φευγαλέο παράπονο 1. Έξι μηνών ήταν το παιδάκι μας όταν έπαθε το πρώτο και παρατεταμένο (πάνω από σαράντα λεπτά) επιληπτικό επεισόδιο κι αμέσως φύγαμε για το Λονδίνο, όπου οι γιατροί διέταξαν να μην αφήνουμε το παιδί από τα μάτια μας, γιατί το επόμενο επεισόδιο ίσως είναι πιο επίμονο, κι αν δεν αντιδράσουμε έγκαιρα, μπορεί να χάσουμε την κόρη μας από αμέλεια, όπως έχει συμβεί σε αρκετές περιπτώσεις (που σκεπάστηκαν) ανηλίκων με επιληψία (όπου η συμφορά χρεώθηκε τάχα στο SUDEP, στο ύνδρομο Αιφνιδίου Θανάτου). Από τότε άλλαξε η ζωή μας ριζικά. Δεν τολμήσαμε ούτε στιγμή να απόμακρυνθούμε από το σπίτι και κόψαμε με το μαχαίρι γυμναστικές και εξόδους, όπως και το από χρόνια καθιερωμένο βραδινό μας περπάτημα. Ακόμη, φέραμε, από την πρώην οβιετική Ένωση, μία νοσοκόμα που είχε ειδικότητα στην παιδονευρολογία και που αποδείχτηκε φύλακας άγγελος του παιδιού μας και δικός μας, αφού, κάθε φορά που πάθαινε κρίση το παιδί, κι εμείς ήμασταν στις δουλειές μας (που φροντίσαμε να τις φέρουμε κοντά στο σπίτι), εκείνη μπορούσε να του προσφέρει τις Πρώτες Βοήθειες (οξυγόνο και υπόθετο Valium) κι αμέσως μάς ειδοποιούσε. Εμείς τσακιζόμασταν να πάμε σπίτι (το πολύ σε δέκα λεπτά), κι αν το επεισόδιο συνεχιζόταν, βάζαμε το παιδί στο ειδικά διαμορφωμένο αυτοκίνητό μας: εγώ οδηγούσα, η νταντά έδινε οξυγόνο, και η
206
μανούλα, με τρεμάμενη φωνή, ειδοποιούσε φίλους και συγγενείς γιατρούς, ώστε εκείνοι, με το που φτάναμε στο νοσοκομείο, αμέσως να παραλάβουν το παιδί για τα δέοντα (χορήγηση Valium ενδοφλεβίως). 2. Ύστερα από πέντε χρόνια εγκλεισμού, αποφασίσαμε, πέρυσι τον επτέμβρη (του 2007), μετά την αισιόδοξη επιστροφή της οικογένειας από τις ΗΠΑ, να απομακρυνθούμε λίγο από το σπίτι και βγήκαμε με τη μανούλα μια βόλτα προς το κέντρο της Λευκωσίας (είχε πεθυμήσει τη «Λήδρας»), όχι όμως με το αυτοκίνητο –που ενδεχομένως, σε ώρα ανάγκης, να κολλούσε στην κίνηση– αλλά με τη «μοτόρα», τη μηχανή. Ήταν ένα γλυκό, ζεστούλικο σαββατόβραδο. Ο κόσμος είχε επιστρέψει από τις διακοπές και κάποιοι ντόπιοι (ανάμεσά τους κι εμείς) αποτόλμησαν έναν περίπατο (για το παραδοσιακό παγωτό χωνάκι) στο ανθρωπόβριθο, ιστορικό κέντρο, ανάμεσα στους μαρμαρωμένους (με τις μπίρες στο χέρι) αθλητικούς, φρεσκοξυρισμένους και δουλευταράδες Ποντίους, και στις πυκνές, πολύχρωμες παρέες από πανευτυχείς και ανοιχτόκαρδες Υιλιππινέζες και ριλανκέζες, που μόλις ανταμώνανε φίλες τους σε ξεκούφαινε η διαπεραστική χαρά τους. Από ένα τραπεζάκι του «Ηράκλη», με ανάμεικτα αισθήματα, εισπνέαμε αχόρταγα την απλόχερη και ζηλευτή δροσιά που ανέδυε αυτό το πρωτοφανέρωτο, ανθρωπόμορφο και άναρχο ποτάμι ανεμελιάς, κι η ώρα πέρασε δίχως να το καταλάβουμε. «Σι κρίμα που πρέπει να φύγουμε», την άκουσα να μονολογεί με παράπονο.
207
3. Για να κερδίσει ακόμα λίγες στιγμές ξεγνοιασιάς και ρέμβης, της είπα να περιμένει κι εγώ πήγα να φέρω, από απέναντι, τη μηχανή (την είχα αφήσει σ’ ένα πλαϊνό δρομάκι, πενήντα βήματα πιο κάτω). Ερχόμενος, πάνω στη μηχανή, όσο πιο αργά και προσεχτικά γινότανε, βλέπω δεξιά μου δυο αγριεμένους αστυνομικούς να με κυνηγούν, λες και καταδίωκαν εγκληματία! Ο ένας, μάλιστα, ήταν σχεδόν σε έξαλλη κατάσταση και φώναζε, όσο πιο δυνατά μπορούσε, ότι έχω στραβωμάρα, ότι είμαι βλάκας και δεν ξέρω πως απαγορεύεται η μηχανή στον πεζόδρομο, ότι είμαι γουρούνι και πεζεβέγκης και πολύ θα ήθελε να με πάει στο τμήμα να με κάνει μαύρο στο ξύλο για να βάλω νου< Εγώ, φυσικά, επειδή είμαι δειλός άνθρωπος, σε τέτοιες περιπτώσεις αναγκαστικά καταφεύγω στην ευγένεια και τη χαμηλών τόνων διαμαρτυρία. Δεν τον διέκοψα, παρά το γεγονός ότι με είχε πλησιάσει τόσο πολύ, που τα σάλια της παθολογικής του οργής έπεφταν με ορμή στα μούτρα μου. Μόνος του σταμάτησε, μάλλον για να πάρει ανάσα. Σότε, όσο πιο ψύχραιμα και χαμηλόφωνα γινότανε, του είπα ότι, ναι μεν, αυτό που έκανα ήταν παράνομο (μηχανή σε πεζόδρομο) και είμαι έτοιμος να πληρώσω αδιαμαρτύρητα ό,τι πρόστιμο προβλέπει ο νόμος, ωστόσο και ο ίδιος παρανομεί, καθώς παραβιάζει τα δικαιώματά μου, τα οποία συμβαίνει, λόγω της εργασίας μου, να τα γνωρίζω πολύ καλά. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τόνε φοβήθηκε! Έγινε κατακόκκινος από θυμό. Φειρονομώντας και ουρλιάζοντας αφρισμένα (προς στιγμήν φοβήθηκα μην πάθει κανένα εγκεφαλικό και μπλέξουμε για τα καλά), άρχισε, μπροστά στους περίεργους που συνέρρεαν
208
γύρω μας, να με περιλούζει μοχθηρά με τις πιο αισχρές βρισιές και απειλές του κόσμου! Μάλιστα, σήκωσε το χέρι του να με χτυπήσει στο πρόσωπο! Ευτυχώς τον σταμάτησε ο συνάδελφός του, που τον πήρε παράμερα, κάτι τού είπε και φύγανε το ίδιο απότομα όπως εμφανίστηκαν< 4. Καθ’ όλη τη διάρκεια του περιστατικού, η μανούλα είχε κολλήσει στο αριστερό μου μπράτσο και με τα μεγάλα, γαλήνια μάτια της μετάγγιζε ήρεμη αποφασιστικότητα που με βοήθησε να κρύψω την ταραχή μου. Κατά την επιστροφή μας, σ’ ένα κόκκινο φανάρι, θέλοντας να παρακάμψω το παράπονο της κακόκεφης σιωπής μας, γύρισα τάχα κάτι να της πω κι είδα στο μάγουλό της ένα δάκρυ φευγαλέο. «Κλαις;» τη ρώτησα. «Όχι, μωρέ, από τον αέρα είναι<»
***
209
Τετάρτη, 4 Φεβρουαρίου 2009 86. Η πρώτη πληγή Κατάλαβε ότι τα παιδάκια στο σχολείο τη χλευάζουν συστηματικά και δε θέλει να ξαναπάει. Προτιμάει το σπίτι, την αποδοχή, τη ζεστασιά. Εδώ που την αγαπάμε όλοι μας, όπως ακριβώς είναι, με τις δυσκολίες της, τις απαιτήσεις της, την ταλαιπωρία της. Δυστυχώς, στο σχολείο τα παιδάκια την περιφρονούν πλέον ανοιχτά και γελάνε με το μεθυσμένο βάδισμά της. Δε συγκινήθηκαν, τα καημένα, ούτε όταν τις προάλλες έπεσε και μπήκαν τα γυαλιά ηλίου κάτω από το φρύδι της (τώρα έχουμε ράμματα) και γέμισε ο τόπος αίματα, ούτε όταν είχε ένα γενικευμένο επεισόδιο στο προαύλιο και την πήραμε πάνω στο φορείο. Σίποτε δεν τα συγκινεί. Απεναντίας, κάθε μέρα ανακαλύπτουν και νέα της κουσούρια. Φτες ανακάλυψαν και το τρέμουλό της κι άρχισαν να το μιμούνται επιδεικτικά και να σκάζουν στα γέλια φωναχτά, ακόμα και μπροστά μας. Πρέπει να είναι πολύ αστείο, στα μάτια τους, το να βλέπεις ένα εφτάχρονο κοριτσάκι να περπατάει σα γέρος με πάρκινσον. Δεν τα αδικώ. Δε φταίνε όμως τα παιδάκια που γελάνε μαζί της ή που δε συμπονούν τους τραυματισμούς ή τις επιληπτικές της κρίσεις και λιποθυμίες.
210
Δε φταίει κανείς για τη θλίψη της κορούλας μας, γι’ αυτή την πρώτη της βαθιά πληγή, που μήτε να τη ράψουμε μπορούμε, μήτε να την περιθάλψουμε. Κανείς δε φταίει<
***
211
Κυριακή, 1 Μαρτίου 2009 87. Κάθε άνοιξη, η ίδια αγωνία< Πήραμε ξανά την κάτω βόλτα. (Η άνοιξη είναι ο εφιάλτης για τα άτομα με νευρολογικά προβλήματα.) Σον τελευταίο μήνα η κορούλα μας παραπονιέται καθημερινά ότι την πονάει το στομάχι. Μάλλον θα φταίει η δίαιτα. (υνήθως, μετά από ένα ή και δύο χρόνια, είναι πολύ επώδυνη για το παιδικό πεπτικό σύστημα. Προκαλεί αφόρητους πόνους, διάρροιες, εμετούς και γαστρορραγίες). Πάντως η κορούλα μας τρώει τα κετογενικά φαγητά και το διατροφικό σκεύασμα με όρεξη – προφανώς, επειδή δε γνώρισε ποτέ της άλλα φαγητά. Σο άλλο άσχημο είναι ο «τρόμος». Σα άκρα και το κεφάλι τρέμουν όλο και πιο πολύ, ειδικά όταν το παιδί πάει να κοιμηθεί, με αποτέλεσμα να ξυπνάει και να χάνει μέγα μέρος του πολύτιμου μεσημεριανού ύπνου. (Δυστυχώς και ο βραδινός ύπνος άρχισε να λιγοστεύει<) Μαζί μ’ αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και το παραπροχθεσινό τετράλεπτο γενικευμένο επεισόδιο. (Όπως επέστρεψαν από ΗΠΑ, αρχάς Οκτωβρίου, έχουμε και ένα βαρύ επεισόδιο κάθε πέντε εβδομάδες). Ενημερώσαμε τον γιατρό, του είπαμε ακόμη ότι η γλώσσα του παιδιού σα να πρασίνισε. Αμέσως μάς απάντησε ότι καλά θα ήταν να πάμε στις ΗΠΑ το συντομότερο δυνατόν. Εμείς διστάζουμε. Ξέρουμε ότι,
212
εάν πάμε στο Ρότσεστερ από Μάρτη, θα πέσουμε μέσα στα χιόνια και τις εποχικές εμπύρετες αμερικάνικες ιώσεις, που κρατάνε μέχρι τέλη Απριλίου, κι αυτό ίσως θέσει το παιδί σε μεγαλύτερο κίνδυνο. (Πέρσι αναγκαστήκαμε να πάμε από αρχάς Απριλίου και είχε ακόμα χιόνια και ιώσεις – σκέτο μαρτύριο.) Σο βέβαιο είναι ότι φέτος δε θα φύγουμε αρχάς Ιουνίου (όπως σχεδιάζαμε) αλλά τουλάχιστον ένα μήνα νωρίτερα. Η πείρα έδειξε ότι αρχάς Μαΐου τα χιόνια εξαφανίζονται και μαζί τους παίρνουν το πολύ κρύο και τις βαριές ιώσεις. Θ’ αντέξει όμως το παιδί ακόμη δύο μήνες;
***
213
Παρασκευή, 20 Μαρτίου 2009 88. Σο μωράκι Όπως οι περισσότεροι γονείς, που έχουν παιδάκια με κινητικά προβλήματα, έτσι κι εμείς αποκτήσαμε, για τα καλά, ευπάθεια στη σπονδυλική στήλη. Σην πιο μεγάλη ζημιά την έχει η μανούλα, γι αυτό και ο γιατρός την προειδοποίησε ωμά ότι εάν συνεχίσει να κουβαλάει το παιδί στα χέρια, δε θα το γλιτώσει το χειρουργείο. Φτες, όσο πιο αυστηρά και γλυκά γινόταν, την παρακάλεσα να αποφεύγει στο εξής το κουβάλημα, τη στιγμή μάλιστα που το παιδάκι μας πατάει πλέον στα πόδια του καλούτσικα και μπορεί άνετα να ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες. «το κάτω-κάτω, καλό θα του κάνει και λίγη άσκηση». υμφωνήσαμε ακόμη, ότι θα πάψουμε να συναισθηματοποιούμε πολύ την «αγκαλίτσα» (γιατί το παιδί την εκλαμβάνει ως αποδοχή και τρυφερότητα και τη ζητάει κάθε λίγο και λιγάκι, για ψύλλου πήδημα) και ότι, ειδικότερα η μανούλα, θα σταματήσει τη συνήθεια που έχει, πρώτα να λέει στο παιδάκι μας «Μωράκι μου, μωράκι μου, πόσο σ’ αγαπώ!» κι ύστερα να τρέχει πάνω του και να το σηκώνει στα χέρια. Τποσχέθηκα, να βοηθήσω κι εγώ όσο μπορώ, επιβλέποντας την κατάσταση με την αγριάδα μου, τάχα...
214
Σέλος, υποτίθεται, αποφασίσαμε πως, όταν το παιδί ζητάει αγκαλίτσα για ν’ ανεβεί στο δεύτερο πάτωμα ή να κατεβεί από αυτό, εμείς θα λέμε: «Σώρα, καλή μου, δεν είσαι μωράκι! Μεγάλωσες πια, και μπορείς ν’ ανεβαίνεις και να κατεβαίνεις μόνη σου τη σκάλα». Πριν λίγο το έκανα και πέτυχε. Πράγματι, η κορούλα μας ανέβηκε, αδιαμαρτύρητα, τη σκάλα μόνη της. Εκεί την παρέλαβε η μανούλα και πήγαν για μπάνιο χέριχέρι. Ψς εδώ, καλά< Μετά, έπρεπε να κατεβούν ξανά κάτω (τι άβολο κι αυτό το σπίτι!). Έσπευσα κι εγώ να< επιβλέψω την κατάσταση κι ακούω τη μανούλα να λέει με απρόθυμη αυστηρότητα: «Άντε, καλή μου, μεγάλωσες πια! Κατέβα μόνη σου!» «Δε μπορώ, μαμάααα! Είμαι μωράκι<»
***
215
Τρίτη, 24 Μαρτίου 2009 89. Πάμε καλά Η κατάσταση δεν χειροτέρεψε. Σο παιδί είχε και έχει καλή διάθεση, και αυτό γιατί την τελευταία βδομάδα πηγαίναμε, κάθε μέρα, στην πισίνα (είναι θερμαινόμενη). Εκεί να δείτε παιχνίδι και ξεφάντωμα! Παρακινδυνευμένο, θα μου πείτε, να την πηγαίνουμε σε κλειστούς χώρους. Πόσο όμως ν’ αντέξει το παιδάκι στην κλεισμάρα; Με το που αρχίσαμε, που λέτε, τη μεσημεριάτικη πισίνα, της έχει γίνει πλέον έμμονη ιδέα. Πριν κοιμηθεί το μεσημέρι, για την πισίνα μιλάει. Μόλις ξυπνήσει το απόγευμα, το ίδιο. Αλλά και το βράδυ, πριν κοιμηθεί, λέει με ύφος σοβαρό, σα να πρόκειται για μια σπουδαία αποστολή και στόχο ζωής: «Αύριο θα πάμε να κολυμπήσουμε». Σο πρωί βιάζεται να ξυπνήσει. Μάλλον έχει την εντύπωση ότι, όσο πιο νωρίς ξυπνάει κανείς, τόσο πιο< γοργά μεσημεριάζει. Αμ δε! τη θάλασσα δεν έχουμε πάει ποτέ. Ξέρει όμως ότι πρόκειται για< στεριά που βρέχεται από< γαλάζιο νερό. Έτσι, μόλις αντίκρισε (μετά από πολύ καιρό) την πισίνα με τα γαλάζια της πλακάκια, άρχισε να φωνάζει: «την παραλία, στην παραλία, πάμε γρήγορα να κολυμπήσουμεεε!» (Είναι ατάκα από μια παιδική εκπομπή).
216
Από τη δεύτερη μέρα που βάλαμε τα «μπρατσάκια», άρχισε να επιπλέει. Εν τω μεταξύ έχει μετατραπεί σε μεγάλο σατραπίσκο: όταν πατώνει, ενοχλείται και θέλει να πάει στα βαθιά, «μέσα». Πάμε βαθύτερα, αιωρείται για λίγο και τότε με προσποιητή αγωνία φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορεί: «Βοήθειαααα, πνίγομαι!», που σημαίνει ότι θέλει να πάει πάλι εκεί όπου πατώνει. Σρομάζει τον κόσμο γύρω μας. Εμείς, βέβαια, γελάμε, όχι όμως και οι άλλοι που δε λένε να συνηθίσουν τη φωνάρα της< Κι όταν έρχεται η ώρα να φύγουμε, δε μπορούμε να την ξεκολλήσουμε από το νερό. Επί δέκα λεπτά διαπραγματευόμαστε< Σην απειλώ ότι θα την πάρω στα χέρια να τη βγάλω σηκωτή, κάτι που απεχθάνεται. Έτσι στο τέλος συμβιβάζεται να βγει, υπό τον όρο ότι δε θα τη βοηθήσω εγώ, αλλά μόνη της θ’ ανέβει τα σκαλιά για να πάει στο μπουρνούζι της και στη νταντά μας. Εγώ όμως την ακολουθώ, γιατί τα σκαλιά γλιστράνε, αυτή γκρινιάζει, εγώ υποχωρώ, εκείνη ανεβαίνει ένα σκαλί, πλησιάζω, με βλέπει, τσαντίζεται, υποχωρώ, ανεβαίνει άλλο ένα, και πάει λέγοντας. Μέχρι να τη ντύσουν και να την ετοιμάσουν, κολυμπάω κι εγώ ένα πεντάλεπτο. Κι ύστερα, για να φύγουμε, θα πρέπει να την πάρω αγκαλίτσα μέχρι το αυτοκίνητο. Σότε κουλουριάζεται πάνω μου ακουμπώντας το μάγουλό της στο λαιμό μου, έτσι ώστε να νιώθω την ανάσα της σαν βαθύ «ευχαριστώ». Πάντως, η τύχη μας δεν κράτησε πολύ. Φτες, όλη νύχτα είχε ξερόβηχα. Ξενυχτίσαμε με το θερμόμετρο στο χέρι. Πυρετό, ευτυχώς, δεν είδαμε ακόμα, ούτε και
217
κρίσεις. Σης δίνουμε προληπτικά ένα αμερικάνικο σιροπάκι που είναι συμβατό με την Κετογενική Δίαιτα, το οποίο όλο και κάτι μαστουρωτικό έχει μέσα του, γιατί μόλις το πάρει η κορούλα μας ζαβλακώνεται. Όσο για πισίνα, του χρόνου πάλι< (Εκτός εάν γίνουμε γρήγορα καλά και ξεθαρρέψουμε).
Ένα μήνα αργότερα: Δυστυχώς ο βήχας είναι ακόμα βραχνός, υγρός και βαθύς. Ήταν μέγα λάθος μου που την πήγα χειμωνιάτικα στην (έστω θερμαινόμενη) πισίνα. Να δούμε τώρα πώς θα ξεμπλέξουμε<
***
218
Κυριακή, 19 Απριλίου 2009 90. Ποτέ πια μακριά! Αιφνιδιαστικά και απρογραμμάτιστα, μας κάλεσαν το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας κι εντελώς απερίσκεπτα ξεκινήσαμε κι οι δυο μας, το ίδιο απόγευμα, για να παρευρεθούμε, ως εκπρόσωποι του Κυπριακού υνδέσμου τήριξης Ατόμων με Επιληψία, στο Ινστιτούτο Νευρολογίας, σε σύσκεψη με άλλους συνδέσμους, εν όψει της φιλότιμης προσπάθειας που καταβάλλεται για να δημιουργηθεί μία Παγκύπρια Ομοσπονδία υνδέσμων Τπέρ των Ατόμων με Νευρολογικά Προβλήματα. Εμείς μένουμε στις παρυφές της ανατολικής Λευκωσίας, κοντά στο Πάρκο Αθαλάσσας, ενώ το Ινστιτούτο Νευρολογίας είναι στην άλλη άκρη, βορειοδυτικά της πόλης, κοντά στην Πράσινη Γραμμή. Έπρεπε λοιπόν να διασχίσουμε ολόκληρη την πόλη, κι αυτό δε θα ήταν τόσο αγωνιώδες, εάν όλα τα κάθετα περάσματα δεν τα είχαν κλείσει χιλιάδες αυτοκίνητα με οπαδούς της Ομόνοιας και του ΑΠΟΕΛ (των αιωνίων αντιπάλων) που από νωρίς είχαν ξεχυθεί με τις σημαίες τους στους δρόμους και, δίχως να βιάζονται, πορεύονταν νότια, προς το τεράστιο γήπεδο, λίγο έξω από τη Λευκωσία, κατά τη Λάρνακα. Οι μεγάλες αρτηρίες ήταν κυριολεκτικά κομμένες και απελπιστικά φρακαρισμένες. Οπότε το έπαιξα< έξυπνος. Μόνο που στα σοκάκια συνάντησα εκατοντάδες εξυπνότερους από μένα και κολλήσαμε εκεί για τα καλά< Επειδή φύγαμε πενήντα λεπτά πριν το
219
ραντεβού, δεν ανησυχήσαμε και πολύ μη δεν φτάσουμε έγκαιρα στον προορισμό μας, γιατί, όσο πιο δυτικά πηγαίναμε, τόσο πιο πολύ αραίωνε η κίνηση μπροστά μας. Πύκνωνε όμως το κακό στην πλάτη μας< ιγά-σιγά άρχισαν να μας ζώνουνε τα φίδια κι ο καθένας μας, από μέσα του, αναρωτιόταν πώς στην ευχή θα γυρίσουμε πίσω, εάν πάθει καμιά κρίση το παιδί. Γιατί ήδη είχαν περάσει οι πέντε εβδομάδες από το προηγούμενο «ραντεβού» μας με την επιληψία και έπρεπε να αναμένουμε νέα «συνάντηση», να προετοιμαστούμε γι’ αυτήν κι όχι να φύγουμε και οι δυο από το σπίτι. Ας έφευγε ο ένας< Να μην τα πολυλογώ, χτυπάει το τηλέφωνο κι ακούμε την παραμάνα: «Σρέξτε, το παιδί έπαθε κρίση κι είμαστε στο πάρκο μόνοι μας<» Εμείς, ούτε με ελικόπτερο δε θα μπορούσαμε να είμαστε εκεί, όχι σε πέντε, αλλά ούτε σε πενήντα πέντε λεπτά. Πόσω μάλλον μ’ ένα αυτοκίνητο παγιδευμένο στο κέντρο τής πόλης και με αντίθετο προσανατολισμό. Εν τω μεταξύ, γύρω μας και όσο έφτανε το μάτι, ουδείς έμοιαζε να βιάζεται. Άπαντες χαιρόντουσαν την αναμονή μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από «πουρούδες» (κορναρίσματα) και βροντερά συνθήματα. Η μανούλα πέρασε στη θέση του οδηγού, με στόχο κάποτε να επιστρέψει σπίτι. Εγώ βγήκα κι άρχισα να τρέχω, σαν τρελός, προς την αντίθετη κατεύθυνση. κέφτηκα ότι είναι πέντε χιλιόμετρα απόσταση, ίσως καθοδόν βρω κάποια μοτόρα και φιλοτιμηθεί να με πάρει στο πάρκο< Δεν πρόλαβα να ξεμακρύνω, και
220
μέσα στο πανδαιμόνιο ξεχώρισα κάτι άλλα γνώριμα ουρλιαχτά. Ήταν η μανούλα που είχε βγει από το αυτοκίνητο κι έτρεχε ξωπίσω μου, με το κινητό μου στο χέρι (στη βιασύνη μου, το είχα ξεχάσει), που, συμπτωματικά, άρχισε να κουδουνίζει< Ήταν η Ντιάνα. Μας καθησύχασε. Η κρίση κράτησε μόνο πέντε λεπτά. Η ιναΐδα (η κοπέλα που πάντα συνοδεύει τη Ντιάνα και το παιδί, σέρνοντας ένα καροτσάκι με όλα τα χρειώδη – οξυγόνα, σάξιον, ρούχα κλπ.) είχε πάθει κρίση πανικού, της πέσανε τα πράγματα από το πεζούλι, και ωρυόταν στα φιλιππινέζικα – ευτυχώς, δηλαδή, γιατί τράβηξε την προσοχή ενός ζευγαριού που έσπευσε να βοηθήσει. Ο Θεός μάς λυπήθηκε, γιατί ήταν ένα ζευγάρι Ρώσων γιατρών, τους οποίους, κατά το παρελθόν, επανειλημμένα είχε δει εκεί στο πάρκο η Ντιάνα και, χάρη στην καλοκάγαθη αδιακρισία της, είχαν γνωριστεί για τα καλά. (Ανεκτίμητη η βοήθεια της Ντιάνας, ανεκτίμητη<) Σο αμερικάνικο Stesolid που είχε μαζί της έδρασε αποτελεσματικά. Σο παιδί δεν ξύπνησε όλη νύχτα, αλλά και την επομένη έδειχνε μισοκοιμισμένο και χαλαρό (αυτό βοηθάει πολύ τον εγκέφαλο να ξεκουραστεί και να γλείψει τις πληγές του). Όσο για μας, ορκιστήκαμε: Ποτέ πια μακριά!
***
221
Τετάρτη, 6 Μαΐου 2009 91. Οι χήνες και ο< Φίτσκοκ Πέρσι, τέτοιον καιρό, που ήμασταν στο νοσοκομείο, τα πρωινά, όταν δεν είχαμε αιματολογικές εξετάσεις, εγκεφαλογραφήματα, φυσιοθεραπείες και εργοθεραπείες, πηγαίναμε σ’ ένα ευρύχωρο βιβλιοπωλείο με αναγνωστήριο, όπου η κόρη μας ξεφύλλιζε με τις ώρες, σχεδόν τελετουργικά, τις πάσης φύσεως φωτογραφικές συλλογές και εκδόσεις με ζωάκια. Μετά πηγαίναμε για ψώνια, στο Μολ, όπου ήξερε ότι μπορούσε να αγοράσει, κάθε φορά, μόνο ένα πράγμα της αρεσκείας της κι ύστερα να παίξει με τις ώρες στην εκεί, ειδικά διαμορφωμένη, παιδική χαρά. Σο αργότερο στη μιάμιση επιστρέφαμε για να πιει το «γάλα» της (το λιπαρό, κετογενικό διατροφικό σκεύασμα, το Ketocal) και να κοιμηθεί. τις πέντε εγερτήριο για τις βιταμίνες και το< πλήρες γεύμα της (13 γραμμάρια κοτόπουλο, 12 γραμμάρια λαχανικά και 20 γραμμάρια ελαιόλαδο) κι ύστερα χορός, θεατρινισμοί και τραγούδι μέχρι τις εφτάμιση, όπου έπρεπε να πάρει την άλλη σειρά των φαρμάκων της, κι αμέσως φεύγαμε για τις πάπιες (που στην πραγματικότητα ήταν χήνες, χιλιάδες, στην κοντινή λίμνη). Πρώτα αγοράζαμε, από τον γειτονικό φούρνο, ψωμί (όχι βέβαια για μας, αφού το ψωμί περιέχει υδατάνθρακες που ευνοούν την επιληψία μας), αλλά για τις πανύψηλες γκρίζες χήνες που μπορούσαν να
222
φάνε ώς και μισό κιλό στην καθισιά. (Έκτοτε η κορούλα μας νομίζει ότι οι φούρνοι έγιναν για να εξυπηρετούν τον κόσμο που ταΐζει< πάπιες). Κατόπιν οδηγούσαμε δέκα λεπτά, στρίβαμε στο στενό γεφύρι για τη μεγάλη όχθη κι εκεί βρίσκαμε δεκάδες παιδάκια με τις οικογένειές τους που ταΐζανε τις μονίμως ορεξάτες εξημερωμένες χήνες και λιγάκι ανυπόμονες, γιατί αν έβαζες στο χέρι σου ψωμί κι αργούσες να τους το δώσεις, κάποια θα σε τσιμπούσε στην πλάτη, στο γόνατο ή ακόμα και στο μπράτσο, υπενθυμίζοντάς σου το σκοπό τής επίσκεψής σου. Σο πιο εντυπωσιακό ήταν η ώρα τής μαζικής τους αποχώρησης. Μόλις έπεφτε ο καλοκαιρινός ήλιος (στις εννιάμιση το βράδυ – τότε νυχτώνει στη Μινεσότα), όλες οι χήνες συγκεντρώνονταν στη μεγάλη γυμνή όχθη, αρχικά σαν ένα σώμα, και σιγά-σιγά χωρίζονταν σε μεγάλες σταθερές παρέες από μονογαμικά ζευγάρια. Τπήρχε όμως και μία τεράστια αρσενική χήνα που κυκλοφορούσε ελεύθερα απ’ άκρη σ’ άκρη, πότε περπατώντας και πότε πετώντας, μην υπακούοντας σε κανέναν κανόνα. Αυτή ήταν ο μεγάλος αρχηγός που περίμεναν όλα τα μπουλούκια. Και τι έκανε; Αφού βεβαιωνόταν ότι, επιτέλους, το μέγα πλήθος διαιρέθηκε στα αναμενόμενα σμήνη, αυτός ξεχώριζε, έβγαινε στο ξέφωτο και έκραζε. Σότε, από όλο το πλήθος, προχωρούσε το πρωτο μπουλούκι και πλησίαζε τον αρχηγό που περίμενε. Μόλις τον έφτανε, ο αρχηγός έπαιρνε φόρα και απογειωνόταν, παρασύροντας μία-μία και τις χήνες της συγκεκριμένης παρέας, που τον ακολουθούσαν μέσα στη λίμνη, σε ένα μέρος της επιλογής του, κατά κανόνα ήρεμο, δίχως κύμα, απάνεμο. Εκεί τις άφηνε να
223
κουρνιάσουν κι εκείνος επέστρεφε στην όχθη για να πάρει το δεύτερο σμήνος< μετά το τρίτο< το τέταρτο< το εκατοστό, πάντα γρήγορα, εντατικά και μεθοδικά, λες και επρόκειτο για «ασκήσεις ακριβείας», όπως άκουσα να λέει ένας στρατιώτης. Σο πιο συγκινητικό ήταν όταν άδειαζε η όχθη κι εκείνος, αφού έφευγε με το τελευταίο σμήνος, συνειδητοποιούσε, «μεσοπέλαγα», ότι κάποιες χήνες απουσίαζαν. Σότε επέστρεφε στην όχθη κι άρχιζε το ψάξιμο και το κράξιμο (που κάποτε κρατούσε ως το χάραμα) μέχρι να εντοπίσει τις ξεχασμένες χήνες αλλά και τις άρρωστες, τις γερασμένες και συχνά τις πληγωμένες (από τον απέναντι αυτοκινητόδρομο) που με χίλια βάσανα φτάνανε στον τόπο συγκέντρωσης (πάντα κουτσές κι ανήμπορες, ίσως για έναν τελευταίο ασπασμό<). Σον έβλεπες, πρώτα να τις ενθαρρύνει πετώντας από πάνω τους, ύστερα περπατώντας γύρω τους και στο τέλος να προσπαθεί απεγνωσμένα με το ράμφος του να κρατήσει το λαιμό τους ψηλά, στη θέση όπου πρέπει να είναι λίγο πριν το φτερούγισμα για τον ουρανό< Ο πιο πολύς κόσμος ερχόταν για να δει αυτό το συγκλονιστικό θέαμα, που εμένα, εκεί στα ξένα, μου προκαλούσε αβάσταχτη θλίψη. Ευτυχώς, μερικές φορές νιώθαμε και όμορφα, γιατί κάποτε βλέπαμε τον αρχηγό να εντοπίζει ξεχασμένα χηνάκια, που, ενώ ήξεραν να πετάνε και να κολυμπάνε, για κάποιο λόγο είχαν ξεκόψει από το μπουλούκι τους, με αποτέλεσμα να φτάνουν στο ραντεβού τους αργοπορημένα, μοναχικά και αλαφιασμένα. Σο τι χαρά κάνανε (και κάναμε) μόλις βλέπανε τον αρχηγό, δεν περιγράφεται!
224
Μια μέρα ο καιρός αγρίεψε λιγάκι, όμως το απόγευμα η βροχή κόπασε και τίποτε δε συγκρατούσε την κόρη μας. Ήθελε εξάπαντος να επισκεφτεί ξανά τις φίλες της, τις χήνες (που τις λέει πάπιες), να πάμε στο φούρνο απέναντι, ν’ αγοράσει αυτή το ψωμί, να το πάει στο ταμείο, να το πληρώσουμε, να της το δώσουνε στο σακουλάκι κομμένο φέτες, να μπούμε στο αυτοκίνητο, να στρίψουμε στο γεφύρι< Μόλις φτάσαμε στο γεφύρι, είδαμε ένα αυτοκίνητο (το μοναδικό) να έρχεται βιαστικά από την αντίθετη κατεύθυνση και την οικογένεια που ήταν μέσα να μας κάνει κάτι παράξενα νεύματα γεμάτα τρόμο. Εμείς αναρωτηθήκαμε, κοιταχτήκαμε, αλλά συνεχίσαμε μέχρι το πάρκινγκ – όπου δεν υπήρχε ψυχή! Πενήντα μέτρα παρακάτω δεν έβλεπες τίποτε άλλο παρά χήνες, μονάχα χήνες σ’ ένα τοπίο γκρίζο, με απολιθωμένο ημίφως από τη συννεφιά, που έκανε τις γκρίζες χήνες να φαίνονται σχεδόν καφέ. Μόλις πλησιάσαμε στα είκοσι μέτρα, με τα ψωμιά στα χέρια, ξαφνικά ακούμε ένα θόρυβο που ερχόταν από το υπερπέραν, κάτι σα βουή που προηγείται σεισμού, και μεμιάς ο αέρας δυνάμωσε, μας χτύπησε στο πρόσωπο και τα δέντρα έγειραν πίσω. Φιλιάδες χήνες, μια ατελείωτη γκριζοκαφέ όχθη, όρμησαν φτεροκοπώντας απάνω μας κι άρχισαν να μας τσιμπούν με μανία όπου έβρισκαν, κατά προτίμησιν στα< οπίσθιά μας, γιατί ήδη αρχίσαμε, σαν τρελές, να τρέχουμε προς το αυτοκίνητο, καταδιωκόμενες από τα τσιμπήματα που μοιάζανε με ήπιες δαγκωνιές σκύλου! Οι αγαπημένες μας χήνες, λόγω κακοκαιρίας, είχαν μείνει όλη μέρα νηστικές και μόλις μάς είδαν με τα ψωμιά στα χέρια, ούτε ψύλλος στον κόρφο μας<
225
Η κόρη μας έτρεχε μεν, αλλά γελούσε κιόλας, τόσο πολύ, που παραπατούσε από το ξεκάρδισμα. Προφανώς, είχε την εντύπωση ότι, ως συνήθως, παίζουμε κυνηγητό με τις χήνες, όμως τώρα οι χήνες που μας κυνηγούσαν για< πλάκα, δεν ήταν πέντεδέκα, αλλά χιλιάδες των χιλιάδων< και μάλιστα, χήνες τού< Φίτσκοκ! Αύριο φεύγουμε πάλι. Πετάμε τα χαράματα για το Ρότσεστερ. Η κόρη μας περιμένει πώς και πώς να επισκεφτεί τις «πάπιες μου», όπως τις αποκαλεί. Μόνο που ελάχιστες απέμειναν πια. Λόγω της οικονομικής κρίσης, το δημοτικό συμβούλιο βρέθηκε σε μεγάλη ανάγκη. Πολλά από τα περιουσιακά του στοιχεία απαξιώθηκαν έως και ογδόντα τοις εκατό. Έτσι προέκυψε το δίλημμα: να απολύσει τους μισούς εργάτες του ή να ξεπουπουλιάσει τις χήνες; Γιατί, και οι χήνες ήταν περιουσιακό στοιχείο του Δήμου Ρότσεστερ< Καλό σας καλοκαίρι!
***
226
Τετάρτη, 1 Ιουλίου 2009 92. Γραφειοκρατία με< φαντασία Σα τελευταία τέσσερα χρόνια, το παιδί μας (που λόγω της κατάστασής του παίρνει επίδομα αναπηρίας και δικαιούται δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη) επανειλημμένα νοσηλεύτηκε στις ΗΠΑ με επιδότηση του Τπουργείου Τγείας Κύπρου, επειδή η σπάνια ασθένειά του δε μπορούσε να αντιμετωπιστεί ούτε στην Κύπρο ούτε στην Ελλάδα ούτε σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Ειδικότερα: Σο 2005, η επιληψία του παιδιού ελέγχθηκε στη Mayo, ύστερα από ένα μήνα νοσηλείας εντός του νοσοκομείου, με την εφαρμογή της Κετογενικής Δίαιτας. Σο 2007 είχαμε μια μικρή υποτροπή, και το παιδί, εσπευσμένα, με απόφαση/παρέμβαση του τότε Τπουργού Τγείας, μετέβη εκ νέου στις ΗΠΑ (όχι όμως ως εσωτερικός, αλλά ως εξωτερικός ασθενής – για να μην έχουμε τα πολλά έξοδα της εντός του νοσοκομείου νοσηλείας). Μετά από τρεις μήνες, η επιληψία του ελέγχθηκε, αφού αναπροσαρμόστηκαν τόσο τα φάρμακά του όσο και η Κετογενική Δίαιτα. Σο 2008, η μεγάλη υποτροπή τού παιδιού ελέγχθηκε ύστερα από έξι μήνες νοσηλείας (ήταν πάλι εξωτερικός ασθενής, δηλαδή επισκεπτόταν τους γιατρούς με ραντεβού), δίχως εμπόδια από το
227
Τπουργείο Τγείας και με την πλήρη επιδότηση της ιατροφαρμακευτικής του περίθαλψης. Υέτος είχαμε τη χειρότερη υποτροπή. Έτσι το παιδί μετέβη εκ νέου στη Mayo. Σώρα όμως άρχισε η γραφειοκρατία να βάζει συνεχώς εμπόδια – όχι ένα και δύο, αλλά πολλά και πολύπλοκα, προσπαθώντας με την κωλυσιεργία να ακυρώσει στην πράξη ό,τι δικαιούται το παιδί. Κι αν δεν τα κατάφερε μέχρι χτες, ήταν επειδή κάθε φορά βρίσκαμε τρόπο να ξεφεύγουμε. Λέω, μέχρι χτες, γιατί σήμερα προέκυψαν νέα δεδομένα< ήμερα εγκρίθηκε μεν η ανανέωση της επιδότησης του παιδιού μέχρι και τον Αύγουστο (τώρα αρχίζουν τα παράλογα), ωστόσο μου ανακοίνωσαν ότι «εάν η θεραπεία επιβάλλεται να συνεχιστεί στις ΗΠΑ, τότε το παιδί θα πρέπει να< επιστρέψει στην Κύπρο για να εξεταστεί από Κύπριο παιδονευρολόγο και μετά να< πάει ξανά στην Αμερική»!!! Να γελάς και να κλαις με το< πρακτικό τους πνεύμα.
***
228
Τετάρτη, 15 Ιουλίου 2009 93. αν σήμερα «στου Μόρφου» Δουλεύω όλη μέρα και μερικές φορές δεν προλαβαίνω να πω στον παππού ούτε «καλημέρα». ήμερα όμως σηκώθηκα από τα χαράματα και πήγα στη μπροστινή αυλή, που έχει ωραία σκιά, για να πιούμε μαζί καφέ, περιμένοντας τον ταχυδρόμο ο οποίος, κατά τους υπολογισμούς μας, μάλλον σήμερα θα έφερνε το φάκελο με τις φωτογραφίες από την Αμερική. («Μεγάλωσε, Κώστα μου, το παιδί μας και θέλω να το χαρείς», μου είπε η μανούλα τις προάλλες.) ε λίγο άρχισαν να ουρλιάζουν οι σειρήνες. «Δέκα πέντε, σήμερα», λέει ο παππούς σκεφτικός. Σότε, τέτοια μέρα και τέτοια ώρα, ήταν στα χωράφια, στο υριανοχώρι, λίγο έξω από τη Μόρφου, προς τον Καραβά μεριά, και ήρθε κλαίγοντας η θεία για να του πει ότι έγινε πραξικόπημα, σκοτώσαν τον Μακάριο και πως καλά θα κάνει να φύγει από τις ερημιές, γιατί κυκλοφοράνε πολλοί οπλισμένοι κι απ’ τις δυο παρατάξεις και μπορεί να μπλέξει. Η αλήθεια είναι ότι στην περιοχή κυκλοφορούσαν μονάχα τέσσερις οπλισμένοι, μακαριακοί «Πυρκώτες» (από τον Πύργο Σηλλυρίας), που κάνανε σχέδια να μαζέψουνε τον κόσμο στη Μητρόπολη, να τους μοιράσουν Καλάσνικοφ κι από εκεί να αντισταθούνε στους πραξικοπηματίες. Σην άλλη μέρα μαζεύτηκαν «καμιά διακοσσά» στην εκκλησία κι αρχίσανε να κουβεντιάζουν, να φωνάζουν, να τσακώνονται και να
229
βρίζουν. Δε συμφωνούσαν με τους τέσσερις. Δεν είχαν όπλα, παρά μονάχα κάτι κυνηγετικά. Αλλά και πάλι ήταν οικογενειάρχες. Ποιος τολμούσε ν’ αφήσει την οικογένειά του για να τα βάλει με τους πραξικοπηματίες; Υαίνεται ότι κάποιοι αντιμακαριακοί ειδοποίησαν τη Λευκωσία από πολύ νωρίς και προτού μεσημεριάσει έφτασε στο κέντρο της πόλης, έξω από τη Μητρόπολη, ένα άρμα με τέσσερις στρατιώτες μέσα, έξι επάνω κι έναν «καλαμαρά» (Ελλαδίτη) αξιωματικό. Ο παππούς, η θεία και το σόι της μένανε απέναντι από τη Μητρόπολη και μαζί με τους άλλους γειτόνους, που είχανε βγει κι αυτοί στα γύρω μπαλκόνια τους, παρατηρούσαν σιωπηλοί τα γεγονότα. Κατεβαίνει ο «καλαμαράς» και παραγγέλνει με τον Μουχτάρη, στους εντός της εκκλησίας συγκεντρωμένους, να παραδώσουν τον οπλισμό τους αμέσως και να μην ανησυχούν, «λόγω τιμής» δε θα συλληφθεί κανένας, δε θα χάσουν τα όπλα τους, θα τους δοθεί απόδειξη και μετά από μέρες που θα ηρεμήσουν τα πνεύματα θα τους επιστραφούν. Οι διακόσιοι που ήταν μέσα στην εκκλησία ξαναρπάχτηκαν μεταξύ τους για τα καλά, στο τέλος όμως πειθάρχησαν. Ένας-ένας, έβγαιναν, έδιναν το όπλο, έπαιρναν απόδειξη κι έκαναν στο πλάι, κοιτάζοντας ανήσυχα προς την εκκλησία, σαν και να περίμεναν ότι κάτι θα συμβεί. Οι τέσσερις «Πυρκώτες» δε βγήκαν έξω, ούτε παρέδωσαν τα όπλα, παρά πήδηξαν από ένα πλαϊνό παραθύρι και ταμπουρώθηκαν, λίγο πιο πέρα, σε ένα πετρόχτιστο σπίτι. Όταν είδαν ότι όλοι παρέδωσαν τα όπλα στην αστυνομία και το άρμα έβαλε μπροστά να
230
φύγει, έριξαν προς τον αξιωματικό και τους στρατιώτες που ήταν πάνω στο άρμα. Ένας στρατιώτης έπεσε (ελαφρά) τραυματισμένος στο δρόμο, οι άλλοι πήδηξαν κάτω και κρύφτηκαν πίσω από το άρμα και ο πυργίσκος με το Μπράουνινγκ γύρισε κι άρχισε να γαζώνει το σπίτι, αλλά ψηλά, προς τα κεραμίδια, όχι στο ψαχνό. Ο «καλαμαράς» φώναξε ότι αυτές ήτανε προειδοποιητικές βολές και πως, αν δεν παραδοθούν οι οπλισμένοι σε ένα λεπτό, θα κάνουνε το σπίτι κόσκινο. Οι τέσσερις παραδόθηκαν, τους πήρε το άρμα, φύγανε για τη Λευκωσία και γύρευε τι ν΄ απέγιναν< Πάνω στην ώρα ήρθε κι ο φάκελος με τις φωτογραφίες του παιδιού από την Αμερική, για να απαλύνει λίγο τη θλίψη τής μέρας, αλλά και τον καημό που χρόνια τώρα κουβαλάμε μέσα μας<
***
231
Τρίτη, 21 Ιουλίου 2009 94. Ραγδαία επιδείνωση και ελπίδα Δυόμιση μήνες μετά, και όχι μόνο δεν έχουμε καταφέρει να ελέγξουμε την επιληψία του παιδιού μας, επιπλέον η κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία. Εκτός από τις ασταμάτητες και παρατεταμένες αϋπνίες του παιδιού, τις γενικευμένες κρίσεις του που μας επισκέπτονται κάθε λίγο και λιγάκι, έχουμε τώρα και τις καθημερινές αιφνίδιες λιποθυμίες, που σε κλάσματα δευτερολέπτου, κυριολεκτικά πετάνε το παιδί στο πάτωμα με ορμή. Κι αν η κορούλα μας δεν έχει τραυματιστεί σοβαρά μέχρι τώρα, είναι λόγω της συνεχούς επίβλεψης και της αγωνίας και της αγρύπνιας και των αντανακλαστικών της μανούλας και της νταντάς, οι οποίες επανειλημμένα έχουν αρπάξει το παιδί στον αέρα. (Κυρίως της νταντάς, γιατί εδώ και δέκα μέρες η μανούλα έσπασε τον καρπό του δεξιού χεριού· θα το έχει στο γύψο για μερικές βδομάδες και θα είναι κατά το ήμισυ εκτός μάχης –έχουμε καλή ασφάλεια ταξιδίου και δεν πληρώνουμε τίποτε στη Μέιγιο) Προκειμένου να μειωθεί κάπως ο κίνδυνος τραυματισμού τού παιδιού, από τις συχνές ακαριαίες και απροειδοποίητες λιποθυμίες του, ο γιατρός μάς σύστησε μια εταιρία που κατασκευάζει πολύ βολικά καροτσάκια για παιδιά με βαριά επιληψία. Παραγγείλαμε κι ένα ειδικό "κράνος" που μπορεί να προστατεύσει αποτελεσματικά το κεφάλι της κορούλας μας από το τσιμέντο, τα πλακάκια, τους
232
τοίχους, τις γωνίες, τα κράσπεδα και τις σκάλες, σε περίπτωση που δεν προλάβει κανείς να την κρατήσει. Αυτή η τελευταία εξέλιξη, τα χεντ ντροπς, να μην ξέρεις πότε το παιδί θα πέσει με τα μούτρα κάτω, νομίζω τούς έχει τσακίσει το ηθικό, χώρια που δεν ξαποσταίνουν ούτε λεπτό. Σώρα όλες οι ελπίδες μας έχουν στραφεί σε ένα νέο πειραματικό φάρμακο που κατασκευάζεται στη Ευρώπη. την Αμερική σύντομα θα κυκλοφορήσει με τον όνομα Rufinamide, αφού προηγηθούν δοκιμές και πάρει την τελική έγκριση. Ακούσαμε ότι στη βρετανική αγορά κυκλοφορεί μάλλον με το όνομα Benzel, ενώ στην Γαλλία έχει κάποια άλλη ονομασία. Εκεί, ένας πολυαγαπημένος ξάδερφός μας γιατρός, έψαξε και το εντόπισε στις λίστες και μόλις το πάρει στα χέρια του, θα το ταχυδρομήσει στις ΗΠΑ. (Εκείνο που δεν ξέρει ακόμα είναι εάν το φάρμακο αυτό κυκλοφορεί στα γαλλικά φαρμακεία ή είναι μόνο για ενδονοσοκομειακή χρήση, οπότε, άδικος κόπος.) Αυτήν την περίοδο, η υγεία της κορούλας μας πνέει τα λοίσθια. "Επιστρέψαμε" στο 2005, όπως δηλαδή ήμασταν πριν πάμε Αμερική και αρχίσουμε την Κετογενική Δίαιτα. Υαίνεται πως η επιληψία της κόρης μας μοιάζει με ορμητικό ποτάμι που συνεχώς του φράζουμε το δρόμο με φάρμακα, η στάθμη όμως ανεβαίνει, υποτροπιάζει, βρίσκουμε άλλο φάρμακο, ωστόσο πάλι η στάθμη ανεβαίνει, ξαναβρίσκουμε άλλο φάρμακο (τη Δίαιτα). Εφτά χρόνια μετά, ξεμείναμε από φάρμακα και φράγματα. Ελπίδα όμως υπάρχει και έχει όνομα: Rufinamide ή Benzel. ***
233
Τρίτη, 8 Σεπτεμβρίου 2009 95. Η προσευχή του Ινδού Ο γιατρός μας, ο Δρ Κόταγκαλ –επιφανής επιστήμονας και σπάνιος άνθρωπος και μάλλον θρησκευόμενος– αναλογιζόμενος το ρίσκο τής σταδιακής μείωσης τών υφισταμένων φαρμάκων (που κάποτε ήταν αποτελεσματικά) και της βαθμιαίας μετάβασης στο νέο υπό δοκιμασίαν (και με αμφίβολα αποτελέσματα) φάρμακο, αφού επί λίγες βδομάδες έκανε ορισμένους ακίνδυνους πειραματισμούς και πολλές εργαστηριακές μετρήσεις, αποφάσισε να παίξει ίσως το τελευταίο του χαρτί (αν και επισήμως ο ίδιος επιμένει πως στην επιστήμη δεν υπάρχει τελευταίο χαρτί). Σι έκανε: ανέβασε στη φουλ δόση το φάρμακο τής καταπληξίας (για τα χεντ ντροπς) και τα άλλα φάρμακα που έπαιρνε το παιδί στο παρελθόν (το ντεπακότ και το τοπαμαξ) ενώ ταυτόχρονα πρότεινε να ξεκινήσουμε μια πανίσχυρη φαρμακοβιταμίνη (leucovorin calcium 15mg, γνωστή ως Folinic acid) που συνήθως δίνεται προς ενίσχυση τού οργανισμού και ιδίως τού εγκεφάλου τών καρκινοπαθών, εν μέσω χημειοθεραπείας. "Ειλικρινά, προσεύχομαι να πετύχει η νέα μας προσπάθεια", είπε με θέρμη στη μανούλα και πρόσθεσε: "Για όλα τα άρρωστα παιδάκια μου προσεύχομαι. Ποτέ όμως στη ζωή μου δεν προσευχήθηκα τόσο πολύ, όπως τώρα για τη ΜαρίαΥωτεινή!"
234
Η μανούλα συγκινήθηκε, όχι μόνο από την αγωνία για το τι μας περιμένει, αλλά και από την έγνοια που γυάλιζε στα μάτια τού γιατρού μας, στον οποίο διαβίβασε και τους χαιρετισμούς μου: "Γιατρέ, ο Κώστας μου σάς στέλνει τους θερμούς του χαιρετισμούς, την εμπιστοσύνη του και τη βαθύτατη εκτίμησή του. Μου είπε πως, ανεξάρτητα από το τι θα γίνει στο τέλος, να ξέρετε ότι εμείς, για όσο ζούμε, θα σας αγαπάμε και θα σας ευγνωμονούμε!" Πάντως η κορούλα μας, μ΄ όλα τα βάσανά της, δεν το βάζει κάτω: προτού καλά-καλά συνέλθει από μια κρίση, παίρνει την κιθάρα της και προσποιείται ότι τραγουδά: "Απόψε την κιθάρα μου // τη στόλισα κορδέλλες..."
***
235
Τετάρτη, 16 Σεπτεμβρίου 2009 96. Υθινόπωρο στις καρδιές μας Ούτε η φαρμακοβιταμίνη απέδωσε. Μέσα σε τέσσερες μέρες είχαμε τρία βαριά επεισόδια< Ο γιατρός είναι πλέον πολύ σκεφτικός. Για να δοκιμάσουμε τυχόν νέα φάρμακα, θα πρέπει να σταματήσουμε τα υφιστάμενα. Σότε όμως είναι βέβαιο ότι οι κρίσεις θα χειροτερέψουν, τουλάχιστον μέχρι να αποδώσουν τα νέα φάρμακα, τα οποία ωστόσο θέλουν έως και δυο μήνες μέχρι να αφομοιωθούν, αν αφομοιωθούν... Σο πιο επικίνδυνο είναι, ακόμη κι αν αφομοιωθούν τα νέα φάρμακα, τελικά να μην κάνουν τίποτε απολύτως (όπως είχε συμβεί το 2005 με το γαλλικό στιριπεντόλ) και τότε το παιδί θα βρεθεί μόνο του σε τρικυμία και χωρίς το παραμικρό σωσίβιο. Από την άλλη, έχουμε τη συνταγή που μέχρι χτες πετύχαινε και μάλλον προς τα εκεί κλίνει ο γιατρός μας: μένουμε στα υφιστάμενα φάρμακα που άλλοτε μας ευεργετούσαν (ασχέτως εάν τώρα υπολειτουργούν) και τα ενισχύουμε με ένα νέο φάρμακο, το Vimpat. Εν τω μεταξύ, όλες αυτές οι πυκνές κρίσεις των τελευταίων μηνών, άφησαν τα πρώτα ορατά τους ίχνη: ενώ το παιδί, πριν, περπατούσε, χόρευε κι έτρεχε, τώρα κουτσαίνει από το ένα πόδι. Σο ανασηκώνει μεν από το
236
γόνατο, όμως το πέλμα συχνά δεν υπακούει και κάποτε κρέμεται σαν παράλυτο. Μας θύμισε το τρέμουλο που απέκτησε, προ ετών, ύστερα από ένα φριχτό δίωρο επιληπτικό επεισόδιο. Ήταν μωράκι κι οι γιατροί δεν μπορούσαν να βάλουν φάρμακο στις μικροσκοπικές του φλέβες που σπάζανε αμέσως· τι νύχτα κι εκείνη<
***
237
Παρασκευή, 2 Οκτωβρίου 2009 97. Γράμμα από την Αμερική Καρδιά μου, Αυτή την ώρα ξέρω ότι δουλεύεις και δεν σου τηλεφωνώ για να μη σε διακόψω. Δυστυχώς, εμείς είμαστε πάλι ξύπνιες από τη μία και μισή το πρωί. Παρόλο που το παιδάκι μας νιώθει κουρασμένο και ζητά να πάει για ύπνο, μόλις ξαπλώσουμε λίγο, ξαφνικά πετάγεται τρομαγμένο. Αυτό γίνεται κάμποσες φορές μέχρι τις πέντε το πρωί, οπότε ξυπνά για τα καλά και αναγκαστικά μπαίνουμε στη διαδικασία της πρωινής ρουτίνας: γάλα, φάρμακα, Κέτοκαλ κλπ. Γύρω στις εφτά και μισή πέφτει εξουθενωμένο και κοιμάται για καμιά δυο ώρες. (Πάλι καλά να λες<) Αν και οι κρίσεις δείχνουν να υποχωρούν (μάλλον, χάρη στο Vimpat), ωστόσο η αϋπνία τής ψυχούλας μας επιδεινώθηκε πολύ τις τελευταίες τρεις μέρες που διπλασιάσαμε τη δόση τού νέου φαρμάκου κι όλη μέρα παραπατούσε σα μεθυσμένη. Δεν είχε όρεξη να κάνει απολύτως τίποτα και ο τρόμος της ήταν και παραμένει τόσο πολύς, όσο ποτέ. Φτες ενημέρωσα τη γραμματέα τού γιατρού, εκείνη αμέσως του τηλεφώνησε και σε μισή ώρα ειδοποιηθήκαμε να επιστρέψουμε στην αρχική δόση του φαρμάκου, με την ελπίδα ότι σε λίγες μέρες θα βρει το παιδί τη σειρά του. Μπορεί να φταίνε κι οι χαμηλές, πλέον, κετόνες της, αφού κατεβήκαμε ακόμη ένα επίπεδο στη δίαιτα. Αν το
238
σκεφτείς, επί πέντε σχεδόν χρόνια ο οργανισμός της ζούσε με αυτές, εθίστηκε. (Είναι πολλές οι αλλαγές, θα δούμε.) Όσο για τους ισχυρούς πονοκεφάλους της, μακάρι να ευθύνεται η απότομη πτώση της θερμοκρασίας στο μηδέν. Ακόμα κι εμείς έχουμε έντονο πονοκέφαλο! Δεν μας πιάνει κανένα παυσίπονο! Πόσω μάλλον το παιδάκι μας< Φτες της πήρα καινούριους μαρκαδόρους και κάτι είδη χειροτεχνίας, δοκιμαστικά, να δω αν της αρέσουν, κι ασχολήθηκε το καημένο αρκετή ώρα, παρόλο που δεν έσωνε και μετά βίας κρατούσε τα πράγματα στα χέρια της... Σην έβλεπα που αγωνιζόταν να θέλει να παίξει, να θέλει να χαρεί, να θέλει να ζήσει, να ζήσει, να ζήσει... Θα της πάρω και άλλα είδη να έχει να φτιάχνει πράγματα εδώ μέσα, γιατί δεν μπορώ να τη βγάλω έξω με τόση παγωνιά κι ούτε τολμώ να την πάω στο Μολ με τόσα κρυολογημένα παιδάκια εκεί. Άσε που ανακοινώθηκε ότι στο Ρότσεστερ των 100 χιλιάδων, πέθαναν είκοσι οχτώ άτομα από τη γρίπη των χοίρων! Πανικός! Κανείς δεν διευκρίνισε αν αυτοί ήταν ευάλωτοι ασθενείς του νοσοκομείου ή κάτοικοι τού Ρότσεστερ. Σρελάθηκε ο κόσμος από την αγωνία του και κρύβεται στα σπίτια του (κι εμείς μαζί) από το φόβο του! (Σι απρονοησία! Φάθηκε μια διευκρίνιση!) Αυτές τις τρεις μέρες ξόδεψα κάμποσα για χειμωνιάτικα είδη. Πήρα για όλες μας βαριά παλτά, μπότες ζεστές, σκούφους μάλλινους και με γούνα ως τα αφτιά, αδιάβροχα, ένα φτυάρι για το χιόνι, αλυσίδες για το αυτοκίνητο και κάμποσα άλλα μικροπράγματα. Παναγιά μου, τι κρύο είναι αυτό και τι βροχή! Ασταμάτητη! Κι ο βοριάς από την Αλάσκα, τρυπάει κόκκαλα –ακόμη κι οι ντόπιοι τον καταριούνται!
239
Χυχή μου, έχεις πολλά φιλιά από την κα Ρίτα, της οποίας, προ ημερών, γιορτάσαμε τα ενενηκοστά γενέθλια. Βγάλαμε κάμποσες αναμνηστικές φωτογραφίες. Σις εμφάνισα, διάλεξα δύο, τις τοποθέτησα σε κάτι κομψές θήκες (που αγόρασα χτες) και τις της δώρισα. Έκλαψε, η καημένη, από τη χαρά της! Μου είπε πως όταν φύγει από αυτόν τον κόσμο (σύντομα, λέει) η πρώτη της αποστολή είναι να μιλήσει στο Θεό για τη μικρή μας και μικρή της πριγκίπισσα που λατρεύει! Κι η κορούλα μας όμως την υπεραγαπάει. Μόλις τη δει, τρέχει πάνω της, την αγκαλιάζει και τη φιλά στοργικά. (Μια μέρα παραλίγο να την ρίξει κάτω, τη φτωχή.) Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ταιριάξανε κι αγαπηθήκανε τόσο τρυφερά, μια γριούλα τόσων χρονών κι ένα παιδάκι άρρωστο και αρκετά ιδιότροπο! Υαίνεται πως η μια "βρήκε" το παιδί και το εγγονάκι που ποτέ δεν απόκτησε, και η άλλη τη γιαγιά που έχασε πρόωρα... Ποιος ξέρει< Αχ, καλέ μου, πρέπει να σε αφήσω· την ακούω τώρα που με φωνάζει να κάνουμε ζυμαράκια. ε φιλώ, αναπνοή μου... Σηλεφωνιόμαστε αργότερα< Μάαα-κιααα, που λέει κι η κορούλα μας!
***
240
Κυριακή, 2 Ιανουαρίου 2011 98. Δεκατέσσερις μήνες ευτυχίας κι ένα δάκρυ την αρχή μετρούσαμε τις μέρες, ύστερα τις βδομάδες και μετά τους μήνες, ώσπου κοντέψαμε το χρόνο και τον περάσαμε. Κρυφά όμως· από μέσα μας. Γιατί δεν πιστεύαμε στα μάτια μας, αφού μας είχε τσακίσει το ηθικό εκείνη η φριχτή νύχτα τής 29ης Οκτωβρίου τού 2009, όταν το παιδί παραδόθηκε στην πιο ανελέητη επιληπτική του κρίση. Ήταν η κορύφωση της υποτροπής και το αποκορύφωμα της απελπισίας μας εκείνης τής χρονιάς< Οι δικές μας γενικευμένες μυοκλονικές κρίσεις μοιάζουν με απλές λιποθυμίες που συνοδεύονται από διακεκομμένη, βαριά, υγρή ανάσα, κάμποσα σάλια και πολλή τρεμούλα. Έτσι, δεν είναι καθόλου δύσκολο να χειριστούμε το στεζολίντ (υπόθετο βάλιουμ), να περιμένουμε πέντε λεπτά, κι αν δούμε ότι το κακό συνεχίζεται, να τηλεφωνήσουμε για ασθενοφόρο. Εκείνη, όμως, τη νύχτα βρεθήκαμε μπροστά σε μια πρωτόγνωρη και μαρτυρική τονικοκλονική κρίση: το παιδί σπαρταρούσε ανεξέλεγκτα βγάζοντας άναρθρες κραυγές πόνου· τα χέρια και τα πόδια τραντάζονταν τόσο δυνατά και απότομα που νομίζαμε ότι θα ξεκολλήσουν· από τη δαγκωμένη γλώσσα και τα χείλη πεταγόντουσαν παντού αφρισμένα σάλια και αίμα· το κεφάλι χτυπούσε δεξιά κι αριστερά· η ακράτεια ούρων και κοπράνων εξουδετέρωνε το στεζολίντ κι εμείς, παραλυμένες από τον πανικό, δεν κάναμε ούτε το πιο αυτονόητο, δηλαδή να ανεβάσουμε το παιδί στο
241
κρεβάτι για να γλιτώσει τους πολλούς τραυματισμούς... Ακόμη και στις Πρώτες βοήθειες αργήσαμε να τηλεφωνήσουμε κι αν δεν ερχότανε, σε χρόνο μηδέν, το εξειδικευμένο προσωπικό από τη Μέιγιο< Μετά και από αυτό το επεισόδιο, πέσαμε όλοι μας σε προσωρινή κατάθλιψη, καθώς το παιδί, επί μέρες, ούτε να μιλήσει μπορούσε ούτε τα άκρα να κινήσει< ύντομα όμως συνήλθαμε, επειδή, εν τω μεταξύ, έπιασαν τόπο οι δραστικές αλλαγές που υπέδειξε ο γιατρός μας, ο Δρ. Κόταγκαλ: το παιδί άρχισε πλέον να αφομοιώνει τα «πρωτότυπα» και πανάκριβα φάρμακα (ενώ πριν το νοσοκομείο του έδινε τα φτηνά «αντιγραφικά» χωρίς να μας ενημερώσει), επαναφέραμε την κετογενική δίαιτα στα ανώτατα επιτρεπτά όρια και πετύχαμε την κατάλληλη δόση του νέου φαρμάκου, του θαυματουργού Vimpat! Κάπως έτσι αρχίσαμε, δειλά-δειλά, να μετράμε: μία μέρα χωρίς κρίση, δυο βδομάδες χωρίς κρίση, ένας μήνας χωρίς κρίση, ένας χρόνος δίχως κρίση, δεκατέσσερις μήνες ευτυχίας! Πρέπει να βοήθησε και το γεγονός ότι κατά την περίοδο των ιώσεων η κορούλα μας ζει σχεδόν απομονωμένη (μακριά από άλλα παιδάκια και κόσμο, εξαιρουμένων των δασκάλων της που έρχονται σπίτι μας). «Όσο περισσότερο αποφύγουμε τους πυρετούς, τόσο πιο πολύ θα αντέξουν οι ασπίδες μας», λέει ο Δρ. Κόταγκαλ, που ωστόσο δεν παραλείπει να μας υπενθυμίζει ότι τώρα απλώς κερδίζουμε χρόνο και πως αργά ή γρήγορα θα ατονήσει και η επίδραση του Vimpat, οπότε μας περιμένουν νέες αγωνίες και αγώνες<
242
Αυτή είναι η επιληψία μας, βαριά και φαρμακοανθεκτική και για να προλάβουμε το κακό, όπως κάθε χρόνο έτσι και τώρα, αρχίσαμε από νωρίς τις προετοιμασίες για το νέο ταξίδι μας στην Αμερική (εισιτήρια, ραντεβού με τους γιατρούς στις ΗΠΑ, αιτήσεις στο ιατροσυμβούλιο κοκ), το οποίο, εκτός απροόπτου, θα γίνει αρχάς Μαΐου. Και λέμε «εκτός απροόπτου» επειδή κάθε χρόνο ο Μάρτης και ο Απρίλης μάς καίνε< Πέρα όμως από αυτά τα «αναμενόμενα» απρόοπτα, συμβαίνουν κι άλλα γύρω μας, τρισχειρότερα, αληθινοί κεραυνοί που συντρίβουν ανθρώπους δικούς μας, αφοσιωμένους φίλους που μας βοηθούν, επιστήμονες που μας κρατούν το χέρι< Δύο μήνες μετά τη μεγάλη νίκη τού 2005, μόλις δηλαδή η τρίχρονη κορούλα μας αναγεννήθηκε, «έφυγε» ξαφνικά ο αδελφούλης μας< «Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ΄ναι για μας πλωτός;» Λίγες βδομάδες μετά τη νίκη τού 2008, η φίλη και γιατρός μας, η 56χρονη Γούλα τυλιανίδου, που κι εκείνη τη χρονιά μάς είχε συνοδεύσει ως τη Μέγιο, έχασε τη ζωή της σε τροχαίο< Ούτε την τωρινή μας ευτυχία χαιρόμαστε. Από τα Φριστούγεννα μάς βαραίνει η απουσία τού αδικοχαμένου γιατρού μας, του ταύρου Φατζηλοϊζου που λάτρευε τη Μαρία-Υωτεινή. Προσφυγόπουλο κι αυτός, παιδικός φίλος του αδελφού μας. Κι η μανούλα του, που φέτος έκαμε Φριστούγεννα στα μαύρα και στο δάκρυ, τρυφερή συνάδελφος της μανούλας μου... Φαροκαμένες Μορφίτισσες κι οι δυο τους, στη χώρα της αιώνιας θλίψης< ***
243
244
ΕΠΙΜΕΣΡΟ Θανάσης Σριαρίδης
Οι άνθρωποι εκπληρώνονται με ανθρώπους
για το βιβλίο της Αντιγόνης και του Κώστα
Δεν είναι εύκολο για τον αναγνώστη να προςδιορίσει τι διάβασε σ’ αυτό το βιβλίο. Μαρτυρία για μια σκληρότατη αρρώστια ή και οδοιπορικό μέσα σ’ αυτήν, δημόσιο ημερολόγιο, αφήγηση αυτοανάλυσης, σχέδιο αυτοβιογραφίας,
θραύσματα
καθημερινής
ζωής
ανακατωμένα με μνήμες παιδικής ηλικίας, χρονικό μικρών ανθρώπινων ιστοριών μέσα σε έναν μεγάλο καιρό. Προφανώς όλα τα παραπάνω μαζί – μα και κάτι πολύ περισσότερο: ο αναγνώστης διάβασε έ ν α β ι β λ ί ο αγάπης. Είναι
στ’
αλήθεια
δύσκολη
λέξη
η αγάπη,
φενακισμένη: συχνά ψέλνεται ως επίσημη δοξολογία για να κουκουλώσει τον ανθρώπινο πόνο, γίνεται προπέτασμα καπνού για τα συλλογικά μας εγκλήματα, διδάσκεται ως ηθική επιταγή. Μα αυτό δεν είναι αγάπη – είναι μια διδαχή, κάποτε και μια οδηγία, μια ορμήνια. Δεν μπορώ να φανταστώ την αγάπη ως συμμόρφωση ή
245
λάμψη ή ως επιφοίτηση. Οι άνθρωποι αγαπούμε επειδή το διαλέγουμε. Οι άνθρωποι κάποτε νυχτώνουμε – μα μέσα στη νύχτα, στο πιο βαθύ της σκοτάδι, υπάρχει πάντοτε (ελπίζουμε να υπάρχει) η πιθανότητα μιας ανθρώπινης ανάσας που θα σμίξει με τη δική μας. Οι παλιοί σοφοί λέγαν πως οι άνθρωποι είναι ο Καιρός που ζούνε< Μια πιο μοραλιστική οπτική επιμένει πως τούτος ο Καιρός είναι ουδέτερος: ένα σάρμα αντιφάσεων και αντιθέσεων, και μέσα σε αυτόν εμείς παλεύουμε να κατανοήσουμε το προγραμματικά ακατανόητο, να σταθούμε κάπου, σε μιαν γωνιά της μεγάλης αντίφασης. Ο 15ος αιώνας ήταν ο καιρός του Λεονάρντο και της εκτυφλωτικής γυμνότητας της μποτιτσελικής Αφροδίτης –και
συνάμα
ο
καιρός
του
Malleus Maleficarum, των καμένων μαγισσών, της Ιεράς Εξέτασης και της καθολικής Ισαβέλλας. Ο καιρός του Φίτλερ και του Άουσβιτς ήταν και ο καιρός του Αλμπέρτου βάιτσερ και του Μαχάτμα Γκάντι. Ο καθένας μας είτε επιλέγει τον καιρό του – είτε αφήνεται στον Καιρό (μα και αυτό δεν είναι μια επιλογή;) Η Αντιγόνη και ο Κώστας επέλεξαν να ζήσουν στον καιρό τής Μαρίας-Φωτεινής. Θα μπορούσαν, μέσα στον ανείπωτο πόνο τους, να αντιμετωπίσουν την αρρώστια της κόρης τους ως κατάρα και να ανατρέξουν σε ιερείς που εξορκίζουν, που αίρουν αμαρτίες και ζυγίζουν υπάρξεις. Δεν το έκαναν. Θα μπορούσαν να δούνε τη Μαρία-Υωτεινή σαν ένα φυσικό λάθος, σαν κακοτυχία που πρέπει να ξεπεραστεί, να τη βάλουν στην άκρη και να συνεχίσουν τη ζωή τους – όπως πιθανότατα θα κάναμε οι περισσότεροι από εμάς. Αυτοί επέλεξαν να τη βάλουν στο κέντρο του κόσμου τους και να την αγαπήσουν –να δοθούν στην αγάπη. Να συνεχίσουν τη
246
ζωή τους μέσα από την ύπαρξη της κόρης τους – μέσα από τη βαρύτατης μορφής επιληψία της. Σο
βιβλίο Επιληψία αγάπη
μου αφηγείται
μια
ιστορία διαρκώς διαστελλόμενης αγάπης – και συνάμα την ιστορία μιας αρρώστιας και την αναζήτηση μιας θεραπείας. Μα οι δυο πρωταγωνιστές του δε γυρεύουν τούτη τη θεραπεία σε ουράνιες λάμψεις, ταξίδια στα Ιεροσόλυμα (όπως τους προτείνει κάποιος συνασθενής της κόρης τους), σ’ έναν μεγάλο Θεό που θα σώσει εντέλει όσους από τους μικρούς ανθρώπους τού το γυρέψουν... Η Αντιγόνη κι ο Κώστας αναζητούν τη θεραπεία στην πυκνότητα των ανθρώπινων αισθήσεων και τη βαθύτητα των ανθρώπινων συναισθημάτων. το βιβλίο τους (: στον κόσμο τους) οι άνθρωποι γυρεύουν να λυτρωθούν διά των ανθρώπων – ε ν τ έ λ ε ι ε κ π λ η ρ ώ ν ο ν τ α ι μ ε α ν θ ρ ώ π ο υ ς ... Αυτή η ορμή τής άλληλοεκπλήρωσης νομίζω (;) πως είναι η αγάπη – ό,τι μπορώ να καταλάβω ως αγάπη. *** Από την πρώτη μου εφηβεία ψάχνω, όπως όλοι μας,
τις
αναφορές
τις ανθρώπινες
μου
συν-κινήσεις
μέσα μας.
στους Εδώ
ανθρώπους και
χρόνια
προσπερνώ θρησκείες, «έθνη», συνοριοθετημένες «πατρίδες», παρατάξεις, κόμματα, ομάδες και συλλογικότητες/αγέλες, φτάνοντας σε εκείνη την παλιά κουβέντα που τόσο με συνταράζει: Μόνη πατρίδα μου είναι η παιδική μου ηλικία. Μα από καιρό νιώθω πως αυτό δε μου φτάνει: θα ήθελα να είναι πατρίδα μου όλη η ανθρώπινη συγκίνηση, τα τρέμουλα του πιγουνιού, τα υγρά βλέμματα, οι ανάσες, ο κάθε λογής σπαραγμός, οι σπασμοί, το τρεμάμενο ανθρώπινο σώμα.
247
Κι έξαφνα, τώρα που επιλογίζω το
Επιληψία
αγάπη μου, διαπιστώνω πως όλα όσα προσπαθώ να περιγράψω
σε
κολοβά
γραψίματα
τόσων
χρόνων,
συσπειρώνονται σε αυτό το βιβλίο. Η Αντιγόνη κι ο Κώστας πράγματι έκαναν πατρίδα τους το τρεμάμενο σώμα του παιδιού τους: αγάπησαν την ύπαρξή του δίχως κανέναν προαπαιτούμενο προσδιορισμό – και μέσα από αυτήν αγάπησαν ακόμη πιο βαθιά τον κόσμο ολόκληρο. Και πέρα από θρησκείες, διδαχές, ορμήνιες και οδηγίες, πιθανώς συνειδητά πιθανώς ασυνείδητα, ψαύουν το κρισιμότερο πολιτικό (ή και: μεταπολιτικό) στοίχημα του σύγχρονου κόσμου: τ η την
ζωτική
αγωνία
για
ύ π α ρ ξ η και, κατ’ επέκταση, τη συνύπαρξη –
αυτό δηλαδή που ονομάζουμε ανθρωπισμό. κέφτομαι το κατά πόσο θα άντεχα να δοθώ σε μια τέτοια στάση. Πολύ φοβάμαι, για λίγο: ο ανθρωπισμός είναι μια λέξη για την οποία εύκολα μιλούμε μα, αλίμονο, τόσο δύσκολα μπορούμε (: τολμούμε) να βιώσουμε πέρα από την εύκαιρη επιφάνειά του. Ίσως για αυτό εξ αρχής λογάριασα πρώτα το σπαρακτικό blog (ημερολόγιο) των παιδιών κι έπειτα ετούτο το βιβλίο τους, ως δώρο που αντιμάχεται την ανημποριά μου: είναι η απόδειξη πως οι άνθρωποι μπορούμε να επιμένουμε και πως η αγά-πη εξακολουθεί να είναι εφικτή – πως εν τέλει μέσα στον ακατανόητο κόσμο και τον ουδέτερο μεγάλο Καιρό μια επιλογή παραμένει στο χέρι μας. Αντιγόνη και Κώστα και Μαρία-Υωτεινή, είναι τιμή μου που σας συνάντησα, είναι τιμή μου να ζω σ τ ο ν κ α ι ρ ό σ α ς . Θ. Τ., Οκτώβριος 2009
248
ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟ από τον Νίκο Δήμου Προλογικό ΦΟΛΙΟ της Υωτεινής Σσαλίκογλου
7 9
ΕΙΑΓΩΓΗ: Η δική μας επιληψία
11
ΕΤΦΑΡΙΣΙΕ
14
1.
Η δική μας άνοιξη!
19
2.
Επιληψία, αγάπη μου!
21
3.
Μια «ιστορία τρόμου»
23
4.
Νοσοκομείο Λευκωσίας (α΄)
25
5.
Η αληθινή ζωή
27
6.
Νοσοκομείο Λευκωσίας (β΄)
28
7.
Λέξεις αιματοβαμμένες
30
8.
Νοσοκομείο Λευκωσίας (γ΄)
32
9.
Η πρώτη Έξοδος!
35
10. Μισή προσευχή
37
11. Βοήθεια! (α΄)
39
12. Βοήθεια! (β΄)
41
13. Μια αγάπη για έναν<
43
14. Έλλη μου, σ’ ευχαριστώ<
44
15. Όταν η ελπίδα πέθαινε<
46
16. Διεκδικώντας κρατική βοήθεια<
48
17. το δρόμο για τις ΗΠΑ<
50
18. Ο μπαμπάς που δεν είχα<
52
19. Από τους εφιάλτες στον Παράδεισο< 20. Εικοστή πρώτη Απριλίου – Ακόμα κρατάει η σταύρωση<
54
21. Πέρσι το Μεγάλο άββατο<
59
22. τη φίλη μου Κ. και στην κορούλα της Μ.
61
23. Όαση στην ερημία<
62
249
57
24. Αυτή η βδομάδα είναι κάπως δύσκολη<
64
25. Όταν απαρνήθηκα, για λίγο, τη μανούλα
66
26. Η λαδιά
69
27. Κάποτε θέλησα ν’ αλλάξω τον κόσμο<
72
28. Για τη σύγκριση Ευρωπαίων και Αμερικανών επιστημόνων
74
29. Η αγάπη μου θα σε γιατρέψει<
76
30. ε κείνον τον άγγελο που έφυγε<
78
31. Και ζήσαν αυτοί καλά κι ΕΜΕΙ ΚΑΛΤΣΕΡΑ!
81
32. Οφειλή
84
33. Αξέχαστες διακοπές
87
34. Σο υπόγειο της αφθονίας (και το τίμημα)
89
35. Ένα e-mail που με προβλημάτισε<
93
36. Η Αννίτσα (και οι ελπίδες της ντροπής)
96
37. Σο αγόρι που γνώρισα και δεν πρόλαβα να αγαπήσω
99
38. Πενήντα χρόνια με την επιληψία
102
39. Γράμμα σε μια φίλη της κόρης μας
107
40. Σο δώρο του
110
41. Ένα «ασήμαντο» περιστατικό
112
42. Άλλο σόι φθινόπωρο και τούτο!
114
43. Αγρύπνια
115
44. Η ταινία του Jim Abrahams, «First Do No Harm», για την φαρμακοανθεκτική επιληψία – Κριτική από την Αφροδίτη
117
45. «< two years ago, from across the Atlantic, I met Maria-Fontini and her mom<»
120
46. Πίστη χωρίς< ψευδαισθήσεις!
122
47. «Παράνοια»: ένα περιστατικό
124
48. Ο ωκράτης
127
250
49. Εγωισμός
129
50. Ανταπόδοση
131
51. Μια συγχώρεση
132
52. Φθες το βράδυ
134
53. Ακόμα κι ένας άπιστος<
136
54. Η μνήμη<
138
55. «I don’t know what Level 4 Epilepsy Center means and why Mayo says Τes and John Hopkins No»
140
56. Η δική μας φάτνη
142
57. Λευκανσία
144
58. Παραλίγο ατύχημα – σχέδια για ειδικό ανελκυστήρα
146
59. Έτυχε;
149
60. Σο βλέμμα
151
61. Μανιοκατάθλιψη
152
62. Αληθινή ηρωίδα
157
63. Ο Θοδωρής που πληγώσαμε
159
64. «Μην κάνεις έτσι, ρε Μιχαλάκη<»
161
65. Σο βάπτισμα του πυρός
163
66. Σα πρώτα< σκαλιά
165
67. Αν τα σκαλιά ήταν από μάρμαρο<
167
68. Η επίμονα εξοντωτική αγάπη
169
69. Αλλαγή σχεδίων και νέο πρόγραμμα
172
70. Ένας υπέροχος άνθρωπος
174
71. Αυτή η αγωνία δε συνηθίζεται<
178
72. Όταν έχει πολλή δουλειά<
179
73. Σο πρώτο μας επιληπτικό επεισόδιο σε δημόσιο χώρο
180
251
74. Είναι σοβαρά // το μικρό παπάκι<
182
75. Ακόμα χειρότερα νέα: ύνδρομο Ντραβέ
184
76. Σρεμάμενο σώμα
185
77. Αν ταξιδεύεις στις ΗΠΑ χωρίς καλή ασφάλεια και αρρωστήσεις<
187
78. «Πετρή μου-Πετρή μου, επνάσαμεν!»
189
79. Φαιρετισμούς στον μπαμπά !
191
80. Σο χθεσινό αγκάθι που έγινε ρόδο
193
81. Επιστροφή, έξι μήνες μετά
195
82. ήμερα, όλη μέρα αγωνία<
198
83. «Μη φοβάσαι, μαμά, μη φοβάσαι!»
200
84. Εκεί πίσω, στη γωνία<
202
85. Η ξινή βόλτα και το φευγαλέο παράπονο
206
86. Η πρώτη πληγή
210
87. Κάθε άνοιξη, η ίδια αγωνία<
212
88. Σο μωράκι
214
89. Πάμε καλά
216
90. Ποτέ πια μακριά!
219
91. Οι χήνες και ο< Φίτσκοκ
222
92. Γραφειοκρατία με< φαντασία
227
93. αν σήμερα «στου Μόρφου»
229
94. Ραγδαία επιδείνωση και ελπίδα
232
95. Η προσευχή του Ινδού
234
96. Υθινόπωρο στις καρδιές μας
236
97. Γράμμα από την Αμερική
238
98. Δεκατέσσερις μήνες ευτυχίας κι ένα δάκρυ
241
ΕΠΙΜΕΣΡΟ από τον Θανάση Σριαρίδη
252
245
Πέραν των Νίκου Δήμου, Νάσου Παπαπολίτη, Θανάση Σριαρίδη και Υωτεινής Σσαλίκογλου (για τους οποίους γίνεται χωριστή μνεία στη σελίδα 17), τα κείμενα του «Επιληψία, Αγάπη μου» ενθάρρυναν με την ανάγνωσή τους εκατοντάδες ανώνυμοι επισκέπτες τού ηλεκτρονικού μας ημερολογίου (blog) και δεκάδες ασθενείς (που είχαν την ευγενή καλοσύνη να μας εμπιστευτούν και τις δικές τους αγωνίες). Σους ευχαριστούμε όλους ανεξαιρέτως! Θερμά ευχαριστούμε όμως και ορισμένους ακόμη φίλους και γνωστούς, των παλαιών και των νέων καιρών, που με προθυμία επιχείρησαν διεξοδικές και υποστηρικτικές αναγνώσεις. Εξ αυτών, στην Κύπρο διαμένουν οι: Φάρης Σομάζος, Αρετή Γεωργίου, Γιώργος Σροκκούδης, Ελπίδα Λουκά-Μιχαηλίδου, οφία Μακρή, Έλενα Λοΐζου, Νίκος Αγγελίδης, Ελένη & τέλλα Βενιζέλου, Υωτεινή Υειδογιάννη, Έφη Κόκκινου, Μαρκέλλα ιούλα, Φριστίνα Ιακώβου, Νίκη Κωνσταντίνου, Άντρη Γεωργίου, Ευφροσύνη Λεβέντη, Δώρος Κακκουλής, Κίκα Ολυμπίου, Σζένη Ιωαννίδου και Λουΐζα Λοΐζου. την Ελλάδα οι: Δρ. Ευάγγελος Σσαμπαλάς, Φάρης Σζιτζιλέρης, Κυριάκος Αθανασιάδης, Αθανασία Σσενέ, Ειρήνη Πιερρουτσάκου, Λευτέρης Καριάτογλου, Παναγιώτα Μανόλη, Μαίρη Κιτρόεφ, Οδυσσέας Λεμπέσης, Ζωή Οικονόμου, πύρος Κουτρούλης,
Αντιγόνη
ταυροπούλου,
Κατερίνα
Σσέλιου,
Δημήτρης Γκουτζουρής και Ισμήνη Πολίτη. την Ευρώπη και τις ΗΠΑ οι: Fivos & Carolyn Drymiotis, Panagiotis Alevantis, Crysoula & Dr. Nicolas Tsirikos-Karapanos, Robert & Randa Mickelson-Banks, Chamaidi Belanger, Debra Siems, David Hebrink, Janet Olson και Rita Kreft που διάβασαν την απόδοση του «Επιληψία, Αγάπη μου» στα αγγλικά, χάρη στην μεταφράστρια Loura Bodger και τη συγγραφέα και επιμελήτρια εκδόσεων Μary Coran οι οποίες κατοικούν στο Λονδίνο. Ιανουάριος του 2011
253
Παρουσίαση του βιβλίου (16 Μαρτίου 2011) από την κύπρια φιλόλογο, κυρία Κίκα Ολυμπίου (Anangostria) http://anagnostria.blogspot.com/2011/03/blog-post_16.html Πριν από λίγο καιρό πήρα ένα ευγενικό e-mail από ένα άγνωστό μου ζευγάρι, τον Κώστα και την Αντιγόνη Καλλιμάχου, με το οποίο μου ζητούσαν να τους πω τη γνώμη μου για ένα βιβλίο που ετοιμάζονταν να εκδώσουν και το οποίο επισύναπταν. Σο βιβλίο δεν ήταν τίποτε άλλο από το περιεχόμενο του μπλογκ τους. Ξεκίνησα να το διαβάζω, αρχικά από περιέργεια. Η περιέργεια όμως σύντομα μετατράπηκε σ' ένα αδιάπτωτο ενδιαφέρον και το μόνο που δυσχέραινε την ανάγνωση ήταν, όσο προχωρούσα, τα θολά από τα δάκρυα μάτια μου. Σώρα το βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πάργα. Σο ξαναδιάβασα από την αρχή ως το τέλος, παρ' όλο ότι το ήξερα ήδη. Δυο γονείς, ένα αγαπημένο νέο ζευγάρι, εδώ και εννιά χρόνια αφοσιωμένα αγωνίζεται για το κοριτσάκι του. Ση χαριτωμένη Μαρία-Υωτεινή, που από έξι μηνών πάσχει από φαρμακοανθεκτική επιληψία και μάλιστα μια πολύ σπάνια μορφή αυτής της αρρώστιας, το σύνδρομο Ντραβέ. Με πρώτη καταγραφή στο μπλογκ στις 22 Υεβρουαρίου 2006 και τελευταία στις 2 Ιανουαρίου 2011 (όπως περιλαμβάνονται στο βιβλίο, γιατί το μπλογκ συνεχίζει ακόμα την πορεία του) παρακολουθούμε τον αγώνα αυτών των ανθρώπων, το δράμα αλλά και το μεγαλείο τους. Σα συναισθήματά τους όταν παρουσιάστηκε το πρώτο επιληπτικό επεισόδιο, τις αμέτρητες επιληπτικές κρίσεις, το χτυποκάρδι ώσπου να φτάσουν κάθε φορά στο νοσοκομείο, τις αγωνιώδεις προσπάθειες να ξεπεράσουν τη γραφειοκρατία και να εξασφαλίσουν κάποια κρατική οικονομική ενίσχυση για να μεταβούν στο εξωτερικό. Τποθηκεύουν το σπίτι τους, δανείζονται, αναζητούν βοήθεια πότε στην Αγγλία ή τη Γαλλία για να τη βρουν τελικά στο Mayo Clinic, στην Αμερική, όπου εφαρμόζεται η Κετογενική μέθοδος (μια μέθοδος που βασίζεται στη διατροφή) σε συνδυασμό με καινούρια φάρμακα. τα κείμενα δεν υπάρχει δυσανασχέτηση, δεν υπάρχει διαμαρτυρία γι' αυτό που τους συμβαίνει. Δεν υπάρχει το απελπισμένο ερώτημα "γιατί σ' εμάς;" Τπάρχει μόνο μια απέραντη αγάπη, μια ακατάβλητη θέληση, μια δύναμη ψυχής που δεν ξέρεις από πού πηγάζει. "Όλα όσα χαίρονται τα άλλα παιδάκια, εμάς μας προκαλούν τρόμο: η θάλασσα, ο ήλιος, το έντονο παιχνίδι, το φαγητό, τα γλυκά, η πολλή χαρά και το ξεφάντωμα!", γράφουν. Και παρακάτω, "Κερδίζουμε την υγεία του παιδιού κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, ζώντας κάτω από αυστηρούς περιορισμούς: 12 γραμμάρια καρότο, 16,5 γαλοπούλα, 8 γραμμάρια κουνουπίδι κ.λπ.,
254
βιταμίνες, φάρμακα και κόντρα φάρμακα με παρενέργειες που δεν τολμάς να διαβάσεις..." Σο βιβλίο δεν περιορίζεται στην αρρώστια, στις κρίσεις, στην ιατρική πλευρά του θέματος. Οι συγγραφείς ανασύρουν και καταγράφουν μνήμες από τα παιδικά τους χρόνια, από το πραξικόπημα και την εισβολή στην Κύπρο, ακόμη περιπτώσεις άλλων προσώπων με ιατρικά προβλήματα. Όμως το θέμα του παιδιού είναι το κυρίαρχο. Αυτό έρχεται και επανέρχεται. Η αδιάκοπη φροντίδα του, τα πολυήμερα, κάποτε πολύμηνα ταξίδια στην Αμερική, η προφύλαξή του από τις ιώσεις. " Τα παπούτσια μας τα αφήνουμε στην είσοδο του σπιτιού, τα χέρια μας τα πλένουμε πάντα και συχνά, ειδικά όταν είναι να ασχοληθούμε με το παιδί. Όποιος από μας αρρωστήσει αμέσως μπαίνει σε καραντίνα στο δεύτερο όροφο, ενώ αν πρόκειται να μας επισκεφθεί κάποιος, τον ρωτάμε πώς νιώθει και πότε αρρώστησε για τελευταία φορά..." Πράγματα που για τον πολύ κόσμο είναι συνηθισμένα και αυτονόητα γι' αυτή τη μάνα γίνονται ανέφικτο όνειρο: "Θα ήθελα να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι, όλο ξεγνοιασιά και με την αίσθηση ότι τώρα πια ζούμε κι εμείς σαν άνθρωποι, σε ρυθμούς φυσιολογικούς, σε συνθήκες έστω ρουτίνας. Ναι, η ρουτίνα και η πλήξη του μέσου ανθρώπου-πόσο μου λείπει, πόσο τη ζηλεύω!" Σο βιβλίο προλογίζουν ο Νίκος Δήμου και η Υωτεινή Σσαλίκογλου, ενώ επιλογικό σημείωμα γράφει ο συγγραφέας Θανάσης Σριαρίδης. Οι δυο συγγραφείς, ο Κώστας και η Αντιγόνη, παρά τον καθημερινό, επίμοχθο, πολύχρονο αγώνα τους για το δικό τους κοριτσάκι δεν κλείστηκαν εγωιστικά, ατομικιστικά στο δικό τους πρόβλημα. Άπλωσαν την αγάπη και τη δραστηριότητά τους και σ' όλους τους πάσχοντες από την "ιερή" αυτή νόσο, ως μέλη του Κυπριακού υνδέσμου τήριξης Ατόμων με επιληψία και έχουν δημιουργήσει εκτός από το δικό τους μπλογκ και το μπλογκ ephlipsia. Είναι περίεργο. Κλείνοντας το βιβλίο δεν αισθάνεσαι, όπως θα περίμενε κανείς, κατάθλιψη, μελαγχολία. Αντίθετα, σε πλημμυρίζει ένας θαυμασμός και μια αισιοδοξία για τη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής και της αγάπης. Κι όταν, στο τελευταίο κεφάλαιο διαβάζουμε: "...αρχίσαμε δειλά-δειλά να μετράμε: μια μέρα χωρίς κρίση, δυο βδομάδες χωρίς κρίση, ένας μήνας χωρίς κρίση, ένας χρόνος δίχως κρίση, δεκατέσσερις μήνες ευτυχίας!", η ευχή μας ολόψυχα ενώνεται με τη δική τους. Η ευτυχία αυτή να μην είναι μόνο ένα διάλειμμα, όπως φοβούνται. Να κρατήσει για πάντα. http://anagnostria.blogspot.com/2011/03/blog-post_16.html
255