αλλά και για όσους ενήλικες ή παιδιά των ελληνικών κοινοτήτων επιθυµούσαν να λάβουν µουσική παιδεία. Μετά
εκτός από τη σύνθεσή του «Ο ψαράς» για τρίγωνη χορωδία [1912] 164) και έργα πολυφωνικής εκκλησιαστικής µουσικής.
λόγω των πολιτικοκοινωνικών εξελίξεων στην περιοχή. ∆ιασώθηκαν ελάχιστα προγράµµατα και δηµοσιεύµατα από τα οποία τεκµαίρονται τα όσα προαναγράφονται. Απεβίωσε µάλλον στη Βάρνα πριν από το 1950.
164 Η παρτιτούρα του έργου δηµοσιεύθηκε στη Μουσική, τεύχ. 6, Κωνσταντινούπολη 6/1912, σ. 177 µε το σχόλιο «ωραίον και εύχαρι µουσούργηµα» του Παχτίκου.
165 Εκδόθηκαν στη Βάρνα το 1906 µε δαπάνη του Ιωάννη Ζαρόκωστα. Ανατυπώθηκαν στα Βαλκανικά Σύµµεικτα, τεύχ. 8, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 116-120.
166 Το έργο εκδόθηκε στη Βάρνα το 1901 µε τίτλο «Au monument Phalere». ∆ηµοσιεύθηκε επίσης στη Μουσική, τεύχ. 9, Κωνσταντινούπολη 9/1912, σ.
Επταµηνίτης Αντώνιος: Συνθέτης, δάσκαλος µουσικής και µαντολινίστας µε ελλειπή βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε στη Ραιδεστό πριν από το 1880. Σπούδασε µάλλον
µουσική στην Κωνσταντινούπολη. Εργάστηκε ως δάσκαλος µουσικής στο 2ο ∆ηµοτικό Σχολείο του Σουφλίου από το 1900 έως το 1914, δηµιουργώντας µαντολινάτες και παιδικές χορωδίες 167, µε τις οποίες παρουσίασε και δικές του
αλλά και επεξεργασίες δηµοτικών τραγουδιών. Το αθόρυβο µουσικοπαιδαγωγικό έργο του συνέχισε αργότερα ο Γιώργος Τσιτσιπάπας (1900;-1967;). Το 1914 διορίσθηκε στην Αστική Σχολή Ραιδεστού και στο Γεωργιάδειο Αρρεναγωγείο αναπτύσσοντας καλλιτεχνική δράση µε τη δηµιουργία παιδικών µαντολινάτων και χορωδιών168. Είναι γνωστή η σύνθεση σκηνικής µουσικής (κυρίως χορωδιακά µέρη) µε δάνεια στοιχεία από τη
για το
δράµα «Η κόρη του Αγάθωνος», το οποίο παρα-
από τις µαθήτριες της Σχολής µε µεγάλη επιτυχία στις 16/3/1914169. Ασχολή-
επίσης, µε την εναρµόνιση δηµοτικών τραγουδιών, µερικά από τα οποία (όπως
«Στα Σάλωνα» και «Παναγιωτίτσα λυγερή») εκδόθηκαν στις Η.Π.Α. στη δεκαετία του ‘30 από τον µουσικό οίκο Apollo Music Co. της Νέας Υόρκης (Καλλιτεχνικαί Εκδόσεις Απόλλων) του Σπυρίδωνος Μπεκατώρου (1860-1938). ∆εν εντοπίστηκε το αρχείο του. Άγνωστο πότε και που απεβίωσε.
Αντώνιος Επταµηνίτης, ∆ιασκευή δηµωδών (δι’ άσµα και πιάνο), Apollo Music Co., Νέα Υόρκη. Αρχείο Στέλιου Τζερµπίνου.
167 Πατέλης Μιχάλης Ε., Σουφλί: Οδοιπορικό στο χθες, ∆ιόσκουροι, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 64.
168 Για τη συναυλία στις 25/1/1914 ο ιδιαίτερος ανταποκριτής Γ. Γιαννακάκης έγραψε µεταξύ άλλων: «…εντός ολίγου χρονικού διαστήµατος ο Αντ. Επταµηνίτης δι’ ευµεθοδεστάτης διδασκαλίας κατώρθωσεν να καταρτίση τους µικρούς παίδας της σχολής και προσαρµόση αυτούς». Γιαννακάκης Γεώργιος, «Η µουσική ανά τον Ελληνισµόν», Μουσική, τεύχ. 27, Κωνσταντινούπολη 3/1914, σ. 88. 169 Ραιδεστηνός, Ιδιαιτέρα ανταπόκρισις στο «Μουσική ανά τον Ελληνισµόν», Μουσική, τεύχ. 28, Κωνσταντινούπολη 4/1914, σ. 125.
µουσική στην Ιταλία. Η µόνη γνωστή σύνθεσή
του είναι το «Marche Triomphale» (Θριαµβευτικό εµβατήριο) για πιάνο, έργο αφιερωµένο στον Σουλτάνο. Απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη µετά από το 1930.
Ζαχαριάδης Πέτρος: Συνθέτης, πιανίστας, αρχιµουσικός και καθηγητής µουσικής µε ελλειπή βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης
του Πέραν. Για τις ανάγκες της µουσικής διδασκαλίας του συνέγραψε το µουσικοπαιδαγωγικό πόνηµα Τα θεµέλια της Ωδικής, κατά το νέον της διδασκαλίας σύστηµα , µε υπότιτλο «Πρώται γνώσεις µουσικής». Εκδόθηκε σε δύο τεύχη στην Κωνσταντινούπολη το 1897 από το Πατριαρχικό Τυπογραφείο 171. ∆ιορίσθηκε ως καθηγητής µουσικής στην Ι΄ Πατριαρχική Μουσική Σχολή (ιδρύθηκε το 1899) και δίδαξε ευρωπαϊκή σηµειογραφία.
170 Πρβλ. «Σύνθεσις του εν τω Ωδείω της Βιέννης σπουδάζοντος Έλληνος Π. Ζαχαριάδου εκτελεσθείσα υπό της ορχήστρας του Ωδείου, ην διηύθυνε
Ζαχαριάδης, Valse impromptu, Έργο 1, αρ. 2. Μοτσενίγειο Αρχείο.
για πιάνο, έργο 1, αρ.1, αφιερωµένη στην βασίλισσα Όλγα, β) «Valse impromptu» για πιάνο, έργο 1, αρ.2, αφιερωµένο στον φίλο του Σταύρο Κεπετζή, γ) «Valse» για πιάνο, έργο 1, αρ.3, δ) «Bagatelles» για πιάνο, έργο 2, αρ.1, ε) «Treize variations» για πιάνο, βασισµένο σε γερµανικό λαϊκό θέµα, έργο 2, αρ.2, και ζ) Σονάτα για πιάνο, έργο 4. Εκτός από τα πιανιστικά, γνωστά είναι και τα έργα: α) «Ο λύκος και τ’ αρνάκι» για υψίφωνο, βαρύτονο, χορωδία και πιάνο σε ποίηση Αχ. Παράσχου, έργο αρ. 3 177 και β) «Προανάκρουσµα», εισαγωγή για µεγάλη ορχήστρα ή για πιάνο βασισµένη στο διήγηµα του Αλέξανδρου Ραγκαβή (1810-1892), Εκδροµή εις Πόρον, έργο αρ. 5. Ο συνθέτης είχε προτείνει, επίσης, στον Ραγκαβή να του γράψει το λιµπρέτο για µία όπερα. Ο συγ-
176 Μισαηλίδης Χαρίτων, «Το Ιστορικό Φανάρι Κωνσταντινούπολης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόµ. 31, Αθήνα 1965, σ. 339.
177 Για το έργο «Ό λύκος και τ’ αρνάκι» υπήρξε αναφορά στην εφηµερίδα Ακρόπολις, Αθήνα 7/11/1886. Επίσης στο περιοδικό Το Άστυ γράφτηκε ότι ο «κάλλιστος νέος και ευδοκιµώτατος µουσουργός» εξέδωσε στη Βιέννη το 1886 τις πρώτες του συνθέσεις σε «λίαν φιλοκάλοις εκδόσεσιν». Αρ.61, Αθήνα 16/11/1886, σ. 8.
178 Επιστολή του Πέτρου Ζαχαριάδη, Αρχείο Ραγκαβή (φάκελλος 44).
οικογένεια τον σύστησε στη βασίλισσα Αµαλία, η οποία τον έθεσε υπό την προστασία της και τον έστειλε στην Ιταλία για µουσικές σπουδές.
Πράγµατι, στο διάστηµα 1840-47 σπούδασε φλάουτο και σύνθεση αρχίζοντας τη γραφή των πρώτων συνθέσεών του, χαµένων σήµερα
Το 1847 επέστρεψε στην Αθήνα και υπηρέτησε στο παλάτι ως γραµµατέας και µουσικός
άρτια και τη βυζαντινή µουσική. Τιµήθηκε µε διάφορα παράσηµα λόγω της προσφοράς και της αξίας του 181. Επίσης,
του παλατιού λόγω της υποτιθέµενης αναφοράς τους στη βασίλισσα Αµαλία). Επειδή, όµως, θεωρήθηκε ότι τα ερωτικού
στη Ανθολογία Θρακών ποιητών των νεωτέρων χρόνων του Θρακικού Κέντρου (έκδοση Θρακικών, Αθήνα 1936).
179 Ανθολογία Θρακών ποιητών των νεωτέρων χρόνων του Θρακικού Κέντρου, Θρακικά, Αθήνα 1936, σ. 11-12.
180 ∆ιέθετε ένα από τα καλύτερα από πλευράς ποιότητας φλάουτα, το οποίο, µετά τον θάνατό του, πωλήθηκε έναντι 200 λιρών Τουρκίας.
181 Παπαδόπουλος Γεώργιος,
159 Θεοδωροπούλου Αύρα: Πολυσχιδής προσωπικότητα της ελληνικής µουσικής (πιανίστρια, καθηγήτρια µουσικής, µουσικολόγος, συγγραφέας, αλλά και διανοούµενη µε σηµαντική κοινωνική προσφορά. Επίσης, και συνθέτρια). Γεννήθηκε στην Αδριανούπολη στις 3/11/1880 από εύπορη οικογένεια. Ήταν κόρη του Αριστοµένη ∆ρακόπουλου, γενικού πρόξενου της Ελλάδας, σύζυγος του πολιτικού, λογοτέχνη και ποιητή Σπύρου Ι. Θεοδωρόπουλου (γνωστός ως Άγις Θέρος) και αδελφή της ποιήτριας Μυρτιώτισσας. Σπούδασε πιάνο στο Ωδείο Αθηνών από το οποίο αποφοίτησε το 1900 µε το αργυρό µετάλλιο του Ανδρέα και Ιφιγένειας Συγγρού. Από το 1900 διορίστηκε δασκάλα και κατόπιν καθηγήτρια του Ωδείου Αθηνών (1904-19). Με τις λίγες εµφανίσεις της ως σολίστ εντυπωσίασε
Αύρα Θεοδωροπούλου
δεύτερη –επαυξηµένη και βελτιωµένηέκδοση από τις εκδόσεις Γρ. Κωνσταντινίδη το 1935). Ως ειδική στην ιστορία της µουσικής εξέδωσε τις µελέτες: α) «Η µουσική δια των αιώνων» (διάλεξη στο Ωδείο Αθηνών στις 25/3/1911), β) Μουσικές µελέτες: Ίαµβοι και ανάπαιστοι Παλαµά-Καλοµοίρη (1913) 186, γ) «Μουσικές οµιλίες: Μπαχ, Μπετόβεν, Βάγκνερ» (1915. Για την οµιλία της για τον Beethoven γράφτηκε µεταξύ άλλων: «...η απλή γλώσσα και η αισθητική
183 Α.Μ., «Μουσική. Μουσικαί φυσιογνωµίαι», Παναθήναια, τεύχ. 200, Αθήνα 31/1/1909, σ. 236.
184 Καλογερόπουλος, «Θεοδωροπούλου Αύρα», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 1, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 380-381.
185 Ενυπόγραφο αυτόγραφο (στο ‘Αρχείο Ελλήνων Μουσουργών Θωµά Ταµβάκου’)
δύναµις της κονφερανσιέρ έδωσαν αλησµονήτους στιγµάς εις τους λατρεύοντας την µεγάλην ψυχήν του ευγενεστέρου δασκάλου της µουσικής τέχνης...») 187, δ) «Ιστορία της Μουσικής» δίτοµη (τόµος Α': 1924. Εκδόθηκε από το Ελληνικό Ωδείο, και τόµος Β’: 1937), ε) «Τα πρώτα
µαθήµατα για πιάνο» (1924. Σε συνεργασία µε τον Μ. Καλοµοίρη), ζ) «Οι γονείς και η µουσική µόρφωση», και η) «∆έκα µεγάλοι Μουσουργοί» µε κριτικές βιογραφίες, από τον Bach έως τον Wagner (1957. Εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος).
Συνεργάστηκε, για περισσότερα από 50 έτη, ως µουσικογράφος και µουσικός κριτικός, µε αρκετές εφηµερίδες (Ακρόπολις, Έθνος, Μάχη, Ασύρµατος ), περιοδικά (Νουµάς, Πινακοθήκη, Νέα Εστία, Γράµµατα, Ταχυδρόµος, Παναθήναια, Αγγλοελληνική Επιθεώρησις Μουσικά Χρονικά) και εγκυκλοπαίδειες (Παγκόσµιο Βιογραφικό Λεξικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας ), γράφοντας εκατοντάδες κριτικά σηµειώµατα για συναυλίες και επίσης πορτρέτα Ελλήνων µουσουργών.
Στη µακρά επαγγελµατική
τρίπρακτη ηθογραφία «Σπίθες που σβύνουν» (προηγήθηκε µία πρώτη αποτυχηµένη απόπειρα το 1901 µε το «Τύχην
λόγω των νέων ιδεών (γυναικεία χειραφέτηση) τις οποίες το θεατρικό έργο κόµιζε («... η βάσις του
είναι χριστιανικώς και µειλιχίως σοσιαλιστική » 188).
Θεοδωροπούλου, «Κρητικές µαντινάδες», εκδόσεις Φορτσάκης, Χανιά, ΕΛΙΑ.
προήδρευσε από το 1922 και έως το 1957 (το 1958 ανακηρύχθηκε
πρόεδρός του). Το 1920 επίσης, πρωτοστάτησε στην ίδρυση του ορφανοτροφείου
Στέγη. Το 1925, µαζί µε τη Μαρία Σβώλου, ίδρυσε τη Νυκτερινή Εµπορική Σχολή Θηλέων και το 1929 την Παπαστράτειο Επαγγελµατική Σχολή. Το 1935, µαζί
Γυναικών στην Εκάλη, τις οποίες διέλυσε ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, επειδή αρνήθηκαν να ενταχθούν στην Ε.Ο.Ν. 190. ∆ιηύθυνε επίσης το
του Συνδέσµου «Ο αγώνας της γυναίκας». Πήρε µέρος σε τουλάχιστον 18
Ιντζένιτο Τζιοβάννι: Σηµαντικός συνθέτης, αρχιµουσικός και πιανίστας ελληνοϊταλικής καταγωγής από τη Νάπολη Ιταλίας όπου γεννήθηκε το 1876. Μνηµονεύεται εδώ λόγω της ολιγόχρονης διαµονής του στην Κωνσταντινούπολη (αρχές του 20ού αιώνα). Εκεί συνέθεσε µερικά έργα που εκδόθηκαν από τους µουσικούς οίκους Χρηστίδη και Lehner της Κωνσταντινούπολης. Αυτά είναι τα: «Χωρίς καρδιά», «Sérenade d’ amore» σε ποίηση ∆. Βιτάλη και «Σ’ εκείνη» για φωνή και πιάνο, και επίσης το «Valse Constantinople» για πιάνο ή µαντολίνο ή βιολί. Απεβίωσε στη Νέα Υόρκη το 1933.
Καββαδίας Λουκιανός: Συνθέτης και αρχιµουσικός. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 5/10/1879 µε καταγωγή από την Κεφαλλονιά192. Πήρε τα πρώτα µαθήµατα µουσικής στη Μουσική Σχολή Βάλλιας (Μπάλια-Καραϊντίν, κωµόπολη εγγύς της Πανόρµου Μικράς Ασίας) από τον Κερκυραίο αρχιµουσικό Κωνσταντίνο Ζαφειρόπουλο. Συµµετείχε επίσης στην Εστουδιαντίνα (µαντολινάτα µε τραγουδιστές) της πόλης (1906-1910). Ταξίδεψε σε µεγαλουπόλεις της Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη), της Αιγύπτου (Αλεξάνδρεια) και Τουρκίας (Σµύρνη) µε τον ζήλο να γνωρίσει τη µουσική κίνηση και ν’ αποκτήσει ανάλο-
Φιλαρµονική µε την επωνυµία ‘Ο Ορφεύς’. Χάρις στη χορηγία του Ραιδεστηνού µεγαλέµπορου Μιµίκου Κωνσταντίνου και την προσπάθειά του η Φιλαρµονική µετά από δύο έτη, µε ερασιτέχνες µουσικούς, ήταν σε θέση να ερµηνεύει αξιόλογα έργα του κλασικού
του αρχιµουσικού µε άριστα (1914). Παρακολούθησε επίσης ιδιωτικά µαθήµατα σύνθεσης µε καθηγητή αγνώστου ονόµατος. Παρέµεινε στη Νέα Υόρκη και σταδιοδρόµησε ως επαγγελµατίας µουσικός, ενορχηστρωτής, διασκευαστής και συνθέτης. Στην περίοδο 1920-45 συνέθεσε πολλά και ποικίλα έργα από ολόκληρο το φάσµα της µουσικής δηµιουργίας: λόγια (έργα για ορχήστρα, µουσικής δωµατίου, για πιάνο, βιολί ή µαντολίνο και τραγούδια, βασισµένα σε ελληνικά λαϊκά θέµατα και µοτίβα), ελαφρά (οπερέτες, τραγούδια για επιθεωρήσεις και χορευτικά της εποχής: ταγκό, βαλς και
(1884-1941), Θεόφραστου
γόρη Κωνσταντινίδη (1893-1979) και Θάνου Ζάχου (1884-1946). Στις αρχές
(1883-1950),
Σακελλαρίδη («Πω!πω!πω!» από τον «Αρλεκίνο» και «Θέλω σαν πρώτα» από το «∆ιαβολόπαιδο»), Χατζηαποστόλου («Μόνο µ’ εσένα» και «Σαν όνειρο» από τους «Απάχηδες των Αθηνών», «Αγάπης λόγια» από τους «Ερωτευµένους») και δύο λαϊκά τραγούδια του («Σαµιώτισσα» και «Προσφυγοπούλα»). Το δεύτερο τεύχος περιείχε 7 διασκευές του από οπερέτες των Σακελλαρίδη («Στο στόµα, στο στόµα» από τον «Βαφτιστικό», «Η γλυκειά Νανά» και «Το τρίβε τρίβε» από τη «Γλυκειά Νανά», «Μ’ ένα φιλί σου» από τον «Καπετάν Τσανάκα», «Τα τρελλά πουλιά» από το «Θέλω να δω τον Πάπα»), Χατζηαποστόλου («Η παιχνιδιάρα» από το «Κορίτσι της γειτονιάς», και «Πόσο σ’ έχω συµπαθήσει» από τους «Απάχηδες των Αθηνών») και τη δυωδία
Σµυρνιά» και «Ενθυµήσου σκληρά» βαλς. Τα προαναγραφέντα έργα του εκδόθηκαν επίσης σε γραφή για φωνή και πιάνο. Από τον µουσικό οίκο εκδόθηκαν και τα φόξτροτ του: α) «Egyptiana» και β) «Mexicana». Επίσης είναι γνωστές οι εκδόσεις των
συρτός για φωνή και πιάνο ή µαντολίνο (µετά το 1930), β) του «Χασάπικου» και γ) του «Ζεϊµπέκικου» για πιάνο (1940), και του φωνογραφηµένου τραγουδιού «Τα πουλιά σαν κελαϊδούν» σε στίχους της συζύγου του (1941)196
Το 1925 δηµιούργησε τη
σε δίσκους 78 στροφών. Είναι γνωστές επίσης οι φωνογραφικές εκδόσεις από τη φωνογραφική εταιρεία ‘Acropolis ’ όπου µε την ορχήστρα του φωνογράφησε τα έργα «Πόλκα Θάλεια» του Josef Strauss, «Μπάλος, Ελληνικός χορός», «Λατέρνα της Πόλης» και το «Μαύρο
Σχίζας και ο τραγουδιστής Πέτρος Κυριακού) για τους οµογενείς στις Η.Π.Α. µε ποικίλες δραστηριότητες
κ.ά.).
προβληµάτων
περιόρισε
του µετά τη δεκαετία του ‘40. Απεβίωσε στην Αστόρια της Νέας Υόρκης τον Μάρτιο του 1970. 196 Αναγράφεται στο «Part 3: Musical Compositions» (New Series, Volume 36, Part 5) του καταλόγου των ‘Copyright Entries’ της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσσου, Η.Π.Α. 1941.
γιο Κωνσταντινούπολης (πιάνο και θεωρητικά) και στη συνέχεια στην Ακαδηµία Μουσικής της Αγίας Πετρούπολης αποσπώντας πτυχία και διπλώµατα σύνθεσης, ενορχήστρωσης, διεύθυνσης ορχήστρας, πιάνου, βιολιού και κλαρινέτου (1875-80). Το 1880 ήλθε στη Σήλυµνο (νυν Σλίβεν) της Ανατολικής Ρωµυλίας. Εκεί έζησε έως τον θάνατό του (µε µικρά
και ορχήστρα, µαθήµατα ωδικής και ασκήσεις µουσικής (σολφέζ, κλίµακες)198. Είναι γνωστό ότι διορίστηκε και διηύθυνε ως αρχιµουσικός τη Στρατιωτική Φιλαρµονική της πόλης για τουλάχιστον 10 χρόνια παρουσιάζοντας και δικά του
το όνοµά του όπως και ένα πολιτιστικό κέντρο στην περιοχή όπου έζησε. Είναι παντελώς άγνωστη (ή επιµελώς αποσιωπηµένη) η σχέση του µε την Ελλάδα και την ελληνική κοινότητα, λόγω και της εθνικιστικής στάσης της Βουλγαρίας. Το 1926 ή 1927
στροφών. Απεβίωσε στη Σήλυµνο στις 14/5/1917. Καρακάσης Αχιλλεύς: Αρχιµουσικός φιλαρµονικών και συνθέτης µε ελλειπή βιογραφικά στοιχεία. Έδρασε στην Κίο (σήµερα Gemlik) της Βιθυνίας. Άγνωστο αν γεννήθηκε εκεί ή στην Κωνσταντινούπολη, πιθανώς γύρω στο 1870. Σπούδασε µουσική στην Κωνσταντι-
νούπολη και επέστρεψε στην Κίο. Εκεί
δίδαξε µουσική και δηµιούργησε την
ορχήστρα πνευστών του Μουσικού
Συλλόγου Κιανέων µε µουσικούς νεα-
ράς ηλικίας. Με την ορχήστρα είχε
αξιόλογη δράση και πέρα από την Κίο.
Η δε καλλιτεχνική προσφορά του και η
«…ευδόκιµος µουσική εργασία τόσον
εν Κίω, όσον και ενταύθα και εν άλλαις
επαρχίαις, ήτο λίαν ευφήµως γνωστή» 199 .
Ο Αχχιλέας Καρακάσης µε την ορχήστρα πνευστών του Μουσικού Συνδέσµου Κιανέων, Μουσική.
Είναι γνωστή η συναυλία της στο Παρθεναγωγείο Κίου στις 2/3/1914. Σε αυτή «… όστις προσθέτων εις την Τέχνην την άκραν ευσυνειδησίαν και την µεγάλην θέλησίν του κατορθώνει να µεταβάλλει τας επαρχίας εις Ωδεία », «…εξετελέσθη πλούσιον και ποικίλον πρόγραµµα µε-
199 Ανώνυµος, «Αχιλλεύς Καρακάσης», Μουσική, τεύχ. 31-32, Κωνσταντινούπολη 7-8/1914, σ. 215.
ασφυκτικώς την αίθουσαν κόσµος εις εν µέγα εύγε και δαιµωνιώδη χειροκροτήµατα », β) «Chanson Ottoman (Οθωµανικό τραγούδι)»
τελειότατα µε όλους τους Ανατολικούς χρωµατισµούς και της µεταπτώσεις της οθωµανικής µουσικής », γ) «Ελληνική ραψωδία» για ορχήστρα πνευστών (α.χ. «Είναι από τα αθάνατα Ρωµαίϊκα τραγούδια, βαλµένα και ραµµένα τεχνικώτατα µε όλον το βουνίσιον άρωµα, µε όλην την µεγαλοπρέπειαν. Εδώ δεν χειροκροτούν. Εδώ κλαίουν »), δ) «Η ζωή εις την Κίον» για ορχήστρα πνευστών (χ.χ. «… φανταστική σύνθεσις του Αχ. Καρακάση. Πάλιν η Φιλαρµονική µας µε τα καλά παιδιά µας είπαν µε τες τρόµπες και τα κλαρίνα τους ότι η ζωή εις την Κίον είνε κατι εύµορφον, ποιητικόν όταν µάλιστα ηµπορούµεν να έχωµεν κάπως συχνώτερα τέτοιας απολαύσεις »200), και ε) συλλογή από θέµατα (potpourri) της όπερας «Trovatore» του Verdi σε δική του διασκευή για πνευστά. Απεβίωσε στην Κίο τον Ιούνιο το 1914.
Καρατζόλας Κωνσταντίνος: Αρχιµουσικός, ο πρώτος διευθυντής της Φιλαρµονικής Αλεξανδρού-πολης (1928-33), µε άγνωστα βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1900. Συνέθεσε ολιγάριθµα εµβατήρια και µεταξύ αυτών ένα πένθιµο.
Κ(Χ)αρικιόπουλος Ιωσήφ 201: Συνθέτης µε άγνωστα βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1890. Πιθανώς είναι γιός του συνθέτη
Κ(Χ)αρικιόπουλος
Κωνσταντίνος
202: Συνθέτης, µουσικοπαιδαγωγός και οργανίστας µε ελάχιστα γνωστά βιογραφικά
στοιχεία. Γεννήθηκε µάλλον στην Κωνσταντινούπολη πριν από
το 1860 όπου σπούδασε µουσική. Ανήκε σε οικογένεια καθολικών (ενδεχοµένως και ο πατέρας του Νικόλαος να ήταν συν-
θέτης και οργανίστας203). Μάλλον συνέχισε τις µουσικές
σπουδές του στο Μιλάνο της Ιταλίας (σύνθεση και εκκλησιαστικό όργανο). Στην Κωνσταντινούπολη επέστρεψε γύρω στο
1885 αφού έκτοτε -και έως το 1915- µνηµονεύεται σε ετήσιους
καταλόγους ως καθηγητής πιάνου και φωνητικής αλλά και ως οργανίστας στον Ιερό Ναό του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας, τη µεγαλύτερη εκκλησία των Καθολικών στην Κωνσταντινούπολη. Γνωστές είναι οι συνθέσεις του: α) «Tu es Petrus» για βαρύτονο, χορωδία και εκκλησιαστικό όργανο (πριν από το 1880) 204, β) «Allegro moderato» για εκκλησαστικό όργανο (1890. Η πρώτη –µε χρονολογική σειρά- γνωστή σύνθεση για εκκλησιαστικό όργανο Έλληνα συνθέτη205), γ) «Hymne de la Constitution» (Ύµνος του Τουρκικού Συντάγµατος) για φωνή και
το 1930).
Τα στοιχεία του λήµµατος από ερευνητικό υλικό στον φάκελο ‘Κ. Κ(Χ)ΑΡΙΚΙΟΠΟΥΛΟΣ’ του ΑΕΜΘΤ.
Στο ΑΕΜΘΤ υπάρχει δηµοσίευµα για την αποδοχή της συµφωνίας µεταξύ του Νικολάου Κ(Χ)αρικιόπουλου και του µουσικού οίκου D’Andria για την πληρωµή του πρώτου σε παράδοση ολοκληρωµένης µουσικής σύνθεσής του. The London Gazette, φύλ. 2933, Λονδίνο 6/6/1865.
204 Ευρίσκεται στη Biblioteca Nazionale Braidense του Μιλάνου.
205 Εκδόθηκε από τον µουσικό οίκο C.G. Röder της Λειψίας, µαζί µε έργα Caspard, Couperin, Grosjean και Haydn.
206 Εντοπίστηκε στη συλλογή πατριωτικών τραγουδιών και ύµνων του Ferdinard Beyer, εκδ. Brünn, πρώην Τσεχοσλοβακία,
σύνθεσης. Απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1940. Κόκκινος Νικόλαος: Συνθέτης λαϊκών χορωδιακών τραγουδιών (καντάδες), από τους µεγαλύτερους Έλληνες τραγουδοποιούς όλων των Εποχών. Αυθεντικός τροβαδούρος και κιθαρίστας, σχεδόν αυτοδίδακτος, προσέγγισε όλα τα είδη του λαϊκού τραγουδιού, µε επιδεξιότητα και ποικιλία, δηµιουργώντας παράλληλα ιδιαίτερο είδος αθηναϊκής καντσονέτας, άλλοτε εύθυµης και άλλοτε αισθηµατικής. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1861. Συνέθεσε περισσότερα από 300 τραγούδια. Απ’ αυτά ελάχιστα είναι διασκευές ή µεταγραφές.
χρονολογείται ίσως από το 1895. Όµως η δηµιουργικότερη περίοδός του ήταν µεταξύ των ετών 1900-1910 κατά την οποία
Νικόλαος Κόκκινος,
Κολάσης Βύρων: Βιολονίστας, αρχιµουσικός, µουσικοπαιδαγωγός και συνθέτης. Προικισµένος µε σπάνια µουσικά χαρίσµατα και διαθέτοντας ίσως το καλύτερο «µου-
σικό αφτί» το οποίο εµφανίστηκε στη χώρα µας (το όνοµά του ήταν συνώνυµο του ελληνικού βιολιού), αυτοδίκαια κατατάσσεται στους µεγάλους της ελληνικής µουσικής, µε διεθνή ακτινοβολία. Γεννήθηκε στην Αντιγόνη των Πριγκιποννήσων στις 20/3/1921, από γονείς µε καταγωγή από την Τραπεζούντα. Ήλθε στην Αθήνα, µε την οικογένειά
του, µετά τη µικρασιατική καταστροφή (1924).
Άρχισε να µελετά βιολί στα έξι του χρόνια. Μεγάλο ταλέντο, έδωσε το πρώτο ρεσιτάλ
σε ηλικία 9 ετών στο θέατρο Κεντρικό. Σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών µε τον Ισπανό βιολονίστα Joseph Bustindui (1882-1960). Αποφοίτησε το 1938 µε α’ βραβείο παµψηφεί. Ήδη
10 ετών ήταν στα πρώτα βιολιά της Συµφωνικής Ορ-
Αµέσως σχεδόν άρχισε να δίνει συναυλίες, στην Ελλάδα, και στο εξωτερικό, όπως αυτή στον Φ.Σ. ‘Παρνασσός’ στις 11/11/1933 στην
στη δεκαετία του ’50, συνέθεσε τα περισσότερα έργα του, γύρω στα εικοσιπέντε 211, µεταξύ των οποίων, τέσσερις σονάτες για βιολί και πιάνο, τρία τρίο εγχόρδων, δύο κουαρτέτα εγχόρδων και µία σουίτα για έγχορδα. Το αρχειακό
υλικό του δεν έχει εντοπισθεί, η δε οικογένειά του αδιαφορεί για την τύχη του µε αποτέλεσµα τα µουσικά χειρόγραφα σπουδαίων έργων,
209 Ο µουσικοκριτικός Μίνως ∆ούνιας τον χαρακτήρισε ως «βιολιστή αλάνθαστο από τεχνικής απόψεως και φλογερό στην έκφραση» («Η µουσική εβδοµάς», Τα Νέα, 2/5/1950).
210 Καλογερόπουλος, «Κολάσης Βύρων», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής
σχέση αυτοσχεδιασµού και µορφής, οι όροι του διαλόγου ανάµεσα στο βιολί και το πιάνο και, τέλος, η ίδια η πιανιστική γραφή συνηγορούν στην άποψη αυτή. Εκτός από το µέρος του βιολιού (µε αυτονόητη τη «βιολιστική» γραφή), θαυµασµό προκαλεί και το µέρος του πιάνου που βρίθει ευρηµάτων και ξεχειλίζει από ήχο και χρώµατα.
Παρά τις όποιες διακριτές επιρροές, το έργο έχει έντονο προσωπικό χαρακτήρα. Αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτήρας προβάλλει τελικά µέσα
του λυρικού ρεπερτορίου. Μεταξύ αυτών, και τις παραστάσεις ελληνικών µελοδραµατικών έργων: α) «Ηρώ και Λέανδρος» 216 του Ανδρέα Νεζερίτη (1897-1980), β) «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» και «Το ∆αχτυλίδι της µάνας» του Μ. Καλοµοίρη 217. ∆ιηύθυνε συνολικώς 20 όπερες των Bellini («La Sonnabula»), Massenet («Werther»), Puccini («Madame Butterfly»), Verdi («Aida», «Falstaff»,
212 Προφορική µαρτυρία (2013) του κορυφαίου βιολονίστα Γιώργου ∆εµερτζή στον γράφοντα.
213 Κατά τον µουσικολόγο-ερευνητή Γιώργο Λεωτσάκο το έργο γράφτηκε το 1947 ή το 1948. Λεωτσάκος Γιώργος, «Ελληνικές Μουσικές Γιορτές: Κύκλος 8ος», Εξπρές, αρ. φύλλου 14710, Αθήνα 30/6/2012, σ. 37.
214 Προφορικές µαρτυρίες στον γράφοντα του Τάκη Καλογερόπουλου και του Γιώργου ∆εµερτζή.
215 Ανάλυση του έργου από τον συνθέτη Φίλιππο Τσαλαχούρη (1969- ) για το έντυπο πρόγραµµα του Τρίτου Κύκλου των Ελληνικών Μουσικών Γιορτών, Αθήνα 2007, σ. 62.
216 Πρώτη παρουσίαση στις 12/11/1970.
217 Ο Μανώλης Καλοµοίρης (αλλά και αρκετοί Έλληνες συνθέτες) του αφιέρωσε το έργο «Κοντσερτάκι» για βιολί και ορχήστρα.
«Trovatore»), και επίσης musicals των Kern («Show Boat», στις 10/2/1974) και Porter («Kiss me Kate», στις 27/3/1970).
αρχιµουσικός εµφανίστηκε σε περισσότερες από 20 χώρες (Ιταλία, Ελβετία, Γαλλία, Ηνωµένο Βασίλειο, Ισπανία, Πορτογαλία, Αυστρία, Σουηδία, Βέλγιο, Ρουµανία, Βουλγαρία, τέως Σοβιετική Ένωση, τέως Γιουγκοσλαβία, Αίγυπτος, Τουρκία κ.α.). Συνεργάστηκε µε δεκάδες γνωστούς πιανίστες (Κ. Γαϊτάνος, Γ. Θυµής, Κρ. Καλοµοίρη, Α. Κουνάδης, Κ. Κυδωνιάτης, Γ. Παπαδόπουλος, Γ. Πλάτων, κ.ά.), µουσικούς (Γ. Ζερβάνος, Λ. Λιώτση, Κ. Πάτρας, Λ. Στάµος, Ν. Φραγκιά κ.ά.) και αρχιµουσικούς (Θεόδωρος Βαβαγιάννης [1905-1988], Αντίοχος Ευαγγελάτος [1903-1984], Ιωσήφ Ριτσιάρδης [1896-1979], Ανδρέας Παρίδης [1910-2000], ∆ηµήτρης Χωραφάς [1914-2004], κ.ά.). Με αυτούς ερµήνευσε και ηχογράφησε περισσότερα από 60 έργα Ελλήνων συνθετών όπως τα έργα
δ) ∆ωδεκανησιακή Σουίτα του Γιάννη Κωνσταντινίδη (1903-1984), ε) «Κυπριακή Σουίτα» του Άλκη Μπαλτά (1948- ), ζ) Σονάτα του Γιώργου Πονηρίδη (1887-1982), κ.ά., τα έργα για ορχήστρα (κυρίως τη δεκαετία του ’60 µε τη Συµφωνική Ορχήστρα του
Κολάσης ως σολίστ βιολιού, ΑΕΜΘΤ.
είναι καταχωρηµένες 120 τουλάχιστον ηχογραφήσεις του σε έργα για βιολί, µουσικής δωµ ατίου, κοντσέρτα για βιολί και ορχηστρικά, ξένων συνθετών οι οποίες µαρτυρούν το κορυφαίο ταλέντο του ως σολίστ και αρχιµουσικού. Τιµήθηκε µε πλήθος διακρίσεων, όπως µε τον Ταξιάρχη Γεωργίου Α' και τον Ταξιάρχη του Φοίνικα, τον Χρυσό Σταυρό Αγίου Μάρκου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, τα διάσηµα του αξιωµατικού της γαλλικής Λεγεώνας της Τιµής κ.ά. Στους πάµπολλους µαθητές του και οι: Φώτης Ευστ. Βλάχος, Βάγιας ∆εληγιάννης, Γερτρούδη ∆ούνια, ∆άφνη Ζαφειρακοπούλου, Μανώλης Καζαµπάκας, Στέλιος Καφαντάρης, Κυριάκος Πάτρας, Ξένη Σακελλαρίου, Σάµος Θώµας, Γιώτα Σαραβάλου, Tιτίκα Χαλκουτσάκη κ.ά. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 17/4/1999 µετά από σύντοµη ασθένεια.
τις µουσικές του σπουδές στο Ελληνικό Ωδείο (πιάνο µε την Χαρίκλεια Καλοµοίρη [1878-;]). Ακολούθως και µε τη
µήτριο Μακρή (1905-1964) και Σπύρο Φαραντάτο (1895-1962). Το 1952 έλαβε δίπλωµα πιάνου και το 1956 δίπλωµα σύνθεσης από το Ελληνικό
Ρουσοπούλου-Ματέϋ (1902-1999), το Ελληνικό Χορόδραµα της Ραλλούς Μάνου (1915-1988) παρουσιάζοντας δύο και τέσσερα χοροδράµατα αντιστοίχως. Συνεργάστηκε, επίσης, µε τον Μάνο Χατζιδάκι (ως πιανίστας ερµήνευσε έργα του, όπως οι «Έξι λαϊκές ζωγραφιές») και τον Μίκη Θεοδωράκη, µε τους οποίους διατηρούσε φιλία. Με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών ερµήνευσε, σε πρώτη ελληνική εκτέλεση, το Κοντσέρτο για πιάνο του Αράµ Χατσατουριάν (1903-1978) στις 8/3/1953. Την ίδια περίοδο άρχισε να γράφει τις πρώτες συνθέσεις του για το θέατρο (όπως για τις παραστάσεις τ ου Εθνικού: «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», «Ελένη», «Κυµβελίνος» [1957-58]) και τον κινηµατογράφο («Τζό ο τροµερός» του Ντίνου ∆ηµόπουλου [1955], «Το κορίτσι µε τα µαύρα» [1955], «Τελευταίο ψέµα» [1957] και «Ερόϊκα» [1960] του Μιχάλη Κακογιάννη, «Αντιγόνη» του Γιώργου Τζαβέλα [1961. Η µουσική της βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης] και «Ουρανός» του Τάκη Κανελλόπουλου [1962]). Συγκαταλέγεται στους πρώτους Έλληνες συνθέτες που ενδιαφέρθηκαν για το ρεµπέτικο. Το ρεµπέτικο, µαζί µε τη µουσική
γότερα, ενδίδοντας σε µία σκληρή και άδικη αυτοκριτική θεωρώντας ότι είχαν πολλές ατέλειες ως πρωτόλεια και «είναι γραµµένα στο γόνατο » 220. Στα αποκηρυγµένα έργα περιλαµβάνονταν τα χοροδράµατα: α) «Σάπφειρος» (1950), β) «Μορφές µιας γυναίκας» (1950), γ) «Ηλιογέννητη» (1952) και δ) «Πανδώρα» (1953). Στις µαγνητοταινίες εκείνης της εποχής του αρχείου της Ε.Ρ.Τ. διασώζονται, επίσης, η «Μικρή Σουίτα» για πιάνο, κλαρινέτο, έγχορδα και κρουστά (1955), η «Μουσική για πιάνο και ορχήστρα» (1955. Η πρώτη παρουσίασή του έλαβε χώρα από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών µε αρχιµουσικό τον Ανδρέα Παρίδη [1910-2000] και σολίστ τον συνθέτη στις 23/12/1956) και τα µπαλέτα «Νεκρές φύσεις» και «Παρωδία στ' άσπρα» (1956), και «Μαντάµ Ορτάνς» (1956-58)221. Στα έργα αυτά, ο συνθέτης, γεννηµένος µελωδιστής, εξέφρασε αυτό το χάρισµα σε σελίδες ενός προσωπικού, ειλικρινούς και µεσογειακούς κλασικισµού 222. ∆ιέσωσε ο ίδιος ευτυχώς, από εκείνη την περίοδο, τέσσερα έργα: α) «Σχέδια για ένα καλοκαίρι» (έξι ποιήµατα του Γ. Σεφέρη) για βαρύτονο και πιάνο (1949. Τα πέντε από αυτά τον απασχολούσαν ήδη από το 1949. Αναθεώρησε το έργο το 1961, για
φτάσει στην τελική του µορφή το 1981. Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο κύκλο
στη µορφή των lieder, όπου ο συνθέτης
µέσα που οφείλουν να επιστρατεύσουν οι ερµηνευτές που θα τα αποδώσουν. Η συνοδεία πιάνου είναι µινιµαλιστική,
λιτής σερενάτας), β) «Μουσικές στιγµές» για βιολί και πιάνο (1949-50), γ) «Συµφωνιέτα σε µι µε πιάνο obligato» και δ) «Απόσπασµα από τον θρήνο της Αντιγόνης του Σοφοκλέους» για γυναικεία φωνή και 5 πνευστά, (1956).
Αργύρης Κουνάδης, Ρεµπέτικα (γερµανική έκδοση), ΑΕΜΘΤ.
220 Στρούξ Κριστόφ, «Αργύρης Κουνάδης», Αφιέρωµα στον Αργύρη Κουνάδη στη σειρά συναυλιών «Μουσικές του 20ού και του 21ου αιώνα», Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αθήνα 2006, σ. 3-6.
221 Λεωτσάκος, «Αργύρης Κουνάδης, Παγκόσµιο Βιογραφικό Λεξικό, τοµ. 5, Αθήνα 1991. 222 Λεωτσάκος, «Ο Αργύρης Κουνάδης. Η πνευµατική οδύσσεια και οι Βάκχες», στο έντυπο πρόγραµµα του λυρικού δράµατος «Ευριπίδου Βάκχαι», Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αθήνα 1996, σ. 7.
Το 1958 µε υποτροφία του Ιδρύµατος Κρατικών Υποτροφιών -και αργότερα του γερµανικού κράτουςσπούδασε στη Hochschule für Musik (Κρατική Μουσική Ακαδηµία) του Freiburg im Breisgau (Φράϊµπουργκ) της Γερµανίας, σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας, µε καθηγητές τον συνθέτη και παιδαγωγό Wolfgang Fortner (1907-1987) και τον αρχιµουσικό
το 1972 καθηγητής στην
Ανέλαβε επίσης τη διεύθυνση του µου-
συνόλου Musica Viva και των προγραµµάτων του Ινστιτούτου Σύγχρονης Μουσικής (1967-74. Τα προγράµµατα αυτά επίσης υπάγονταν στην πανεπιστηµιακή έδρα της Ακαδηµίας). Μετά την αποκήρυξη του πρώιµου συνθετικού έργου, έστρεψε το µουσικό
του βλέµµα στο ατονικό, το δωδεκάφθογγο, το σειραϊκό και το αλεατορικό σύστηµα, επιλέγοντας µια υπερµοντέρνα µουσική τεχνοτροπία βυζαντινής αυστηρότητας, η οποία δίνει έµφαση στον µελοποιηµένο λόγο και
το δραµατικό στοιχείο. Στοιχεία
εποχής223. Παρόλο που η κάθε νότα είναι ελεγχόµενη, ο συνθέτης επέλεξε συχνά ανορθόδοξες λύσεις. Ο έµφυτος λυρισµός του, ωστόσο, παραµένει όπως και η πεποίθησή του ότι «η τέχνη πρέπει να συνεχίζει την παράδοση µε σύγχρονα µέσα » 224
223 Στρούξ, «Αργύρης Κουνάδης», Αφιέρωµα στον Αργύρη Κουνάδη στη σειρά συναυλιών «Μουσικές του 20ού και του 21ου αιώνα», Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αθήνα 2006, σ. 3-6.
224 «Αργύρης Κουνάδης και το λαστιχένιο
και οι «5 συνθέσεις για ορχήστρα» (1958). Επίσης, τα: α) «Χορικό» για συµφωνική ορχήστρα (1958. Ήταν το πρώτο ελληνικό έργο το οποίο ερµηνεύθηκε στις εκδη-
λώσεις της Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής [IGNM – SIMC] στην Κολωνία το 1959. Επίσης, το πρώτο ελληνικό έργο που παίχτηκε από
τον δασκαλό του W. Fortner το 1961), β) «∆οκίµιο» για µεγάλη ορχήστρα ∆ωµατίου (1959), γ) Κουαρτέτο για έγχορδα (1960), δ) «3 Νυχτερινά» για γυναικεία φωνή, βιόλα, βιολοντσέλο, φλάουτο, τσελέστα και βιµπράφωνο σε ποίηση Σαπφούς (1960), ε) «Πέντε Ποιήµατα του Καβάφη» («Εκόµισα εις την τέχνη», «Θυµήσου, σώµα…», «Φωνές», «Επέστρεφε» και «Μακρυά») για φωνή και πιάνο (1961. Έργο µε σύντοµες µελοποιήσεις και έντονη συγκινησιακή φόρτιση, σε αντίθεση µε τη λιτότητα των µέσων έκφρασης), ζ) «Έξι και µία τύψεις για τον ουρανό», συνοδεία απαγγελίας ποιηµάτων Οδυσσέα Ελύτη για φωνητικό και ενόργανο σύνολο (1964), η) «Quattro pezzi» για φλάουτο, βιολοντσέλο και πιάνο (1966), θ) «Ετεροφωνικά ιδιόµελα» για συµφωνική ορχήστρα (1967), ι) «Επιτύµβιον
του Τσαρλς Ε. Άιβς» για 13 φλάουτα και οµάδα κρουστών (1972), κ) «Τρία ρεµπέτικα» για δύο κιθάρες (1974. Το
σε κάποια σηµεία των αφηρηµένων κανόνων. Αν και η σύνθεση είναι ατονική, δεν λείπουν νύξεις οι οποίες βασίζονται στην επανάληψη των ιδίων φθόγγων226), ν) «9 ποιήµατα του Μίλτου
για βαρύτονο, µικτή χορωδία, τρία
Αποτελείται από µία εισαγωγή, επτά τµήµατα και µία εκτενή Coda), ρ) «Προανάκρουσµα σε µία ελεγεία» για βιολον τσέλο και πιάνο (1991), σ) «Χορικά» για υψίφωνο, γυναικεία χορωδία και ορχήστρα δωµατίου, σε αρχαιοελληνικό κείµενο από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη (1994. Κατά τον συνθέτη είναι «ένα µέσα στο έργο» 227 [εντάχθηκε στο λυρικό δράµα «Ευριπίδου Βάκχαι»], κατά έναν τρόπο
θυµίζει σκηνικές συνήθειες του µπαρόκ), τ) «Χορεία Ι» για υψίφωνο, χορευτή και µικρό ενόργανο σύνολο (1997) και
«Αργύρης
ασυνήθιστες τεχνικές: α) «Ο Γυρισµός», σε λιµπρέτο Καίης Τσιτσέλη από την οµότιτλη νουβέλα της (1961. Αναθεωρήθηκε το 1974 και το 1987-88. Μεταφορά του µύθου των Ατρειδών στη σύγχρονη εποχή, µε προσαρµογή πρόζας και µουσικής στις δύο ψυχολογικές συντεταγµένες της πλοκής. Η µοναδική όπερά του η οποία παραστάθηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή στις 23/3/991 και το 1998), β) «Το λαστιχένιο φέρετρο» (Der Gummisarg), µονόπρακτη όπερα για σύνολο δωµατίου, 45λεπτης διάρκειας, σε κείµενο Βασίλη Ζιώγα στη γερµανική (1962. Πρώτη παρουσίαση: Βόννη, 8/4/1968), γ) «Τα µαγεµένα αναλόγια» (Die verhexten Notenständer), γκροτέσκο σκηνικό έργο για ορχήστρα δωµατίου, σε κείµενο Carl Valentin (1969. Αναθεωρήθηκε το 1991. Εδώ υπάρχει συνδυασµός µελωδιών του Verdi και του Wagner µε βάση µία δωδεκάφθογγη σειρά228. Πρώτη παρουσίαση: Όπερα του Φράϊµπουργκ, 1968), δ) «Τειρεσίας», σκηνικό έργο για µεγάλη ορχήστρα, σε επτά σκηνές και ιντερµέδια, σε κείµενο του συνθέτη (1974. Πρώτη παρουσίαση: Χαϊδελβέργη, 18/4/1975), ε) «Η απόδραση» (Der Ausbruch) για µεγάλο σύνολο δωµατίου, σε κείµενο του Walter Jens (1975. Ίσως το πιο δύσκολο έργο του αφού απαιτεί τη συµµε-
229. Παραγγελία του P. Boulez
για τα 20χρονα του Φεστιβάλ του Μπάϊρόιτ. Πρώτη παρουσίαση: Θέατρο του Μπάϊρόιτ, 25/8/1975. Το έργο αργότερα απεσύρθη από τον συνθέτη), ζ) «Το κοντραµπάσο» (Die Bassgeige) για ‘ορχήστρα σαλονιού’, εννέα κοντραµπάσα και µαγνητοταινία, σε κείµενο του Α. Τσέχωφ (1978. Πρώτη παρουσίαση: Φράϊµπουργκ, 13/1/1979), η) «Αποχαιρετισµός του µέτοικου», σκηνή για έναν άνδρα και πιάνο (1982), θ)
«Ο
άνθρωπος µε την άµµο» (Der Sandman), µουσικό θέατρο για ορχήστρα δωµατίου, σε κείµενο του E.T.A. Hoffmann (1983-84. Ο κεντρικός ρόλος αποτυπώνει την κατάσταση του ανθρώπου ο οποίος κατευθύνεται, χωρίς αντιστάσεις, από την οικογένειά του και την κοινωνία. Η µουσική του µουσικού θεάτρου έχει δύο κατευθύνσεις: την ατονική -ή «αντιτονική», κατά τον συνθέτη- και τις συµµετρικές αρχές πολυτονικό-
228 Στρούξ, «Αργύρης Κουνάδης», Αφιέρωµα
τητας οι οποίες βασίζονται σε ακουστικές εµπειρίες του 230. Πρώτη παρουσίαση: Όπερα Stabile, Αµβούργο, 2/1987), ι) «Επίλογος Ι», σκηνή για έναν εκτελεστή-αφηγητή στο κοντραµπάσο, µικτή χορωδία και µαγνητοταινία, σε ποιήµατα του Μίλτου Σαχτούρη σε γερµανική απόδοση (1989), κ) «Επίλογος Β», σκηνή για βαρύτονο, προπαρασκευασµένη ταινία και σύνολο δωµατίου, σε 10 ποιήµατα του Μ. Σαχτούρη, 1989 (1992. Το έργο περιλαµβάνει εκτενή ενόργανα µέρη και αλεατορικά επεισόδια. Αρχίζει και τελειώνει µε πολύ απλά τονικά τραγούδια της χορωδίας.
την ίδια χρονιά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 8/6/1992), και λ) «Ευριπίδου Βάκχαι», λυρικό δράµα
κείµενο (1995. Εδώ ο συνθέ-
για την ερµηνεία της τραγωδίας µε βάση το αριστοτελικό «ηδυσµένω λόγω», δίδοντας µεγάλη βαρύτητα στον λόγο και αναπτύσσοντάς τον σε όλα τα δυνατά είδη εκφοράς. Η µουσική των χορικών οδηγείται από την αρχαιοελληνική µετρική [µε βάση τον Αριστόξενο] και χαρακτηρίζεται από τη µεγάλη ρυθµική ποικιλία231. Παραγγελία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών στο οποίο παρουσιάστηκε στις
‘60, του ‘70 και του ‘80 έγραψε πολλά ελαφρά και λαϊκά τραγούδια, τα οποία φωνογραφήθηκαν (αναφέρονται
ηχογραφήµατα µε λαϊκά τραγούδια του: «∆εν περισσεύει υποµονή» [1973], «Ρόδα είναι και γυρίζει» [1974], «Το Ταξείδι» [1975], «Εν Αθήναις» [1976], «Made in Greece» [1977. Για το οµότιτλο σήριαλ του B. Γκούφα] και «Μακρινή γειτονιά» [1982]), τραγουδήθηκαν από γνωστούς τραγουδιστές
και Μουσικών Κριτικών. Σεµνός και αυτοκριτικός, αρνήθηκε να εξαργυρώσει οτιδήποτε παρεµπίπτον στη µουσική του, συµπεριλαµβανοµένης της συνεπούς ένταξής του στην ελληνική αριστερά. Έργα του υπάρχουν σε 33 ηχογραφήµατα. Απεβίωσε στο Φράϊµπουργκ στις 22/11/2011.
230 Σχινά Κατερίνα, «Αργύρης Κουνάδης. Το εθνικό και το αληθές», συνέντευξη στο µηνιαίο περιοδικό Τέταρτο, Αθήνα 1987, σ. 26-31.
231 Παπανικολάου ∆ηµήτρης, «Οι Βάκχες ζωντανεύουν στο Μέγαρο», άρθρο µε συνέντευξη στο ‘Έργα & Ιδέες’, Ηµερησία, Αθήνα 11/5/1996, σ. 31.
232 Έντυπο πρόγραµµα του λυρικού
Κωνσταντίνος Κουρσ(ι)ουµτζόγλου, Αρχείο οικογ. Ν. Κουρσουµτζόγλου.
µουσικής στην πόλη. Έγινε µέλος της φιλαρµονικής του ‘Ορφέα’, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘10 και παρέµεινε σε αυτή για περισσότερα από 40 έτη. ∆ιετέλεσε δε αρχιµουσικός της φιλαρµονικής στα τέλη της δεκαετίας του ‘20. Το 1930, πρωτοστάτησε στη δηµιουργία του ερασιτεχνικού καλλιτεχνικού συλλόγου ‘Π.Α.Ν.’ (µε χορωδία και ορχήστρα) από τον οποίο προήλθε η Φιλαρµονική της πόλης. Εργάστηκε επίσης ως δάσκαλος µουσικής (στις δεκαετίες του ‘30 και του ‘40) στο µειονοτικό («Τουρκικό») Κεντρικό ∆ηµοτικό Σχολείο Ξάνθης όπου δηµιούργησε µικτή µαντολινάτα µε την οποία παρουσίασε και δικές του συνθέσεις. Ίδρυσε και διηύθυνε τη µαντολινάτα της «Τουρκικής» Νεολαίας Ξάνθης. Το 1947, µετά την επανασύσταση της Φιλαρµονικής Ξάνθης, ανέλαβε ως διευθυντής και µουσικοδιδάσκάλος του µουσικού τµήµατός της έως τον θάνατό του. Συνέθεσε εµβατήρια για µπάντα πνευστών όπως τα: «Η ωραία Ξάνθη», «26η Οκτωβρίου 1912», «Μαύρη είν’ η νύχτα», «Η ωραία θεά», «Ηρακλής», «Steinmetz», έργα για µαντολινάτα, και πιανιστικά όπ ως το ταγκό «Βιολέττα». ∆ιασκεύασε εθνικούς ύµνους διαφόρων χωρών για µπάντα πνευστών. Απεβίωσε στην Ξάνθη το 1954.
Κουρσουµτζόγλου Νικόλαος235: Αρχιµουσικός και συνθέτης. Γιός του επίσης αρχιµουσικού και συνθέτη Κωνσταντίνου Κουρσουµτζόγλου
Ωδείο (παράρτηµα Ξάνθης) από το οποίο πήρε πτυχίο ενοργάνωσης πνευστών οργάνων (1976). Υπηρέτησε στη Φιλαρµονική Ξάνθης ως: α) µουσικός (1947-49 και 1954-57), β) µουσικοδιδάσκαλος και µουσικός εκτελεστής (1957-67) και γ) υπεύθυνος διδασκαλίας όλων των πνευστών οργάνων και
των µουσικών (1979-90). ∆ιετέλεσε αρχιµουσικός των φιλαρµονικών: α) του ∆ήµου Ξάνθης (1967-72 και 1982-88 οπότε και
για λόγους υγείας), β) του ∆ήµου Ιάσµου (1972-80) και γ) του ∆ηµοτικού Ωδείου Ξάνθης (1980-82). Συνέθεσε εµβατήρια για χορωδία και µπάντα πνευστών, όπως τα: «Εις µνήµην δηµάρχου
διασκεύασε γνωστά εµβατήρια για µπάντα πνευστών όπως το «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Στους µαθητές του οι καθηγητές
οπερέτα «Γάµος στο Μενίδι» σε λιµπρέτο του µόνιµου λιµπρετίστα του, τού ηθοποιού Ιωάννη Πρινέα (1882-1963). Έκτοτε έγραψε µουσική για
περίπου 80 έργα (οπερέτες, επιθεωρήσεις, µουσικές κωµωδίες) για τους κυριώτερους αθηναϊκούς θιάσους: Αρντάτωφ, Γονίδη, ∆ράµαλη, Κυριακού, Μακέδου, Μηλιάδη, Πρινέα, κ.ά. που παραστάθηκαν στα θέατρα Χατζηχάµπη, Κοτοπούλη, Σαµαρτζή και Περοκέ. Στις γνωστότερες σκηνικές δηµιουργίες του –στην περίοδο του µεσοπολέµου- ανήκουν οι: «Η Κυρία µε τας καµελίας», «Γυναίκας ψεύτικα φιλιά», «Το ροµάντζο ενός αλήτη» σε
τραγούδι το «Άσε µε πιά», «Κέτσεν Σίµµυ» σε λιµπρέτο του Ι. Πρινέα (ξεχωρίζει το τραγούδι «Μαγευτικό Σίµµυ»), «Μαντάµ Μαρή»
του Τίµου Μωραϊτίνη µε γνωστό τραγούδι τη «Ζιγγολέτ», «Πρωτευουσιάνα» µε
χρόνια δεν κοιτά» 237 (όλα, έργα γραµµένα το 1924), «Πρωτευουσιάνα του ‘25» (µε τα δηµοφιλή: «Έρως του συρµού» και «Καλέ πατώνεις;»), «Η γκαρσόν» σε λιµπρέτο Αιµ. ∆ραγάτση και «Η γυναίκα µου» οπερέτα σε λιµπρέτο Ι. Πρινέα µε γνωστά τραγούδια: «Τραγούδι της σαµπάνιας» και «Βαλς της σαµπάνιας» (και τα τρία σκηνικά έργα παραστάθηκαν το 1925), η σειρά «Μπαλλαρίνες» (192529. Οι περισσότερες παραστάθηκαν στο Θέατρο Κοτοπούλη)238, «Η Μπερλίνα του ‘27» σε λιµπρέτο δικό του µε το διάσηµο φόξτροτ «Στο στόµα στο στόµα» (1927), «Μποµπονιέρα του ‘28» οπερέτα (µε γνωστό το ροµάντσο «Καλύτερα να µη σε γνώριζα») και «Βαβυλωνία», αµφότερα σε λιµπρέτα του Αιµ. ∆ραγάτση (1928), «Σερπαντίνα του ‘28» (1928), «Οι µεθυσµένοι» 239 και «Κατεργάρα» των Καπετανάκη-Παπαδούκα-Σπυρόπουλου (1931. Περίφηµες οπερέτες µε αντιβενιζε-
236 Καλογερόπουλος, «Κωνσταντινίδης Γρηγόρης», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 3, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 386.
237 Μεγάλη φωνογραφική επιτυχία του τενόρου Γεωργίου Βιδάλη (1925).
238 Στην επιθεώρηση «Μπαλαρίνα 1925» για πρώτη φορά εµφανίσθηκε γυµνό γυναικείο στήθος. Στην επιθεώρηση αυτή έγινε και η πρώτη εµφάνιση των αφών Καλουτά. Αίσθηση προκάλεσαν τα τραγούδια «Κρέµεται»
λικό περιεχόµενο) 240, «Για σένα χρυσό µου» οπερέτα σε λιµπρέτο Πωλ Μενεστρέλ µε γνωστό τραγούδι το «Πλάνο φιλί» (1931), «Η τετραπέρατη» (1932), «Ο ποδόγυρος» (1933), «Η τσαχπίνα» σε λιµπρέτο Κώστα Κιούση µε γνωστό τραγούδι το «Ένα κ’ ένα κάνουν δύο (1933), «Ταραντέλλα» επιθεώρηση (1934), «Το µπουµπούκι» σε λιµπρέτο Βασίλη Σπυρόπουλου (1934. Γνωστό τραγούδι: «Μάτια γαλανά» µε τη
Σοφία Βέµπο), «Η σερενάτα» σε λιµπρέτο Β. Σπυρόπουλου (1934), «Ντόπιο φρούτο» µε το λίαν δηµοφιλές τραγούδι «Γυναίκες όµορφες», και «Φρέσκο πράµα» µε γνωστά τραγούδια τα: «Έγινα µπεκρής» (µεγάλη επιτυχία του Ορέστη Μακρή) και «Γλυκειά µου Μόνικα», σε λιµπρέτο δικά του (1934. Το οµώνυµο τραγούδι έγινε µεγάλη φωνογραφική επιτυχία από τον τενόρο Π. Επιτροπάκη), «Ζούγκλα» (1935), «Η Βασίλισσα» µε περίφηµα τραγούδια («Θα µε θυµηθής», «Μάτια µου πάφτε να κλαίτε»
και «Θα σ’ αγαπώ») γραµµένα για τη Σ. Βέµπο (1936), «Λαµπαδηδοδροµία» επιθεώρηση του Γιάννη Ασηµακόπουλου µε γνωστό τραγούδι το «Θέλω» (1936), «Η Αθήνα του ‘38» (1938) κ.ά.
τη «Σερενάτα» για υψίφωνο και πιάνο, σε κείµενο δικό του και ύφος lied µε επιρροές
κυρίως στις δεκαετίες του ’20, του ’30 και του ‘40, µε κυρίαρχο θέµα τη γυναίκα, τα οποία άντεξαν στον χρόνο και έγιναν
στίχους Ι. Πρινέα (1921), «Denyse» σε στίχους Ν. Βλυσίδη (1924), «Τζαζµανία» σε στίχους Α.Β., «Το ταγκό του πιερρότου» σε στίχους Αντ. Βώττη (1925. Από την επιθεώρηση «Φιρουλί, φιρουλά»), «Τα κοντοφουστανάκια» σε στίχους Αιµ. ∆ραγάτση (1926), «Το εισπρακτοράκι», «Κέρνα» (ή «Καρναβάλι στο φεγγάρι») φόξτροτ, «Να γιατί πίνω και µεθώ» ροµαντικό ταγκό (πρώτος διδάξας ο Μήτσος Μυράτ. Όλα του 1927. Φωνογραφήθηκε µε τον τενόρο Π. Επιτροπάκη), «Αχ! Μαρί!» σε στίχους δικούς του (πρώτη διδάξασα η Ζαζά Μπριλλάντη η οποία το φωνογράφησε το 1927), «Μουσµή» και «Πες µου γιατί» ταγκό σε στίχους Αιµ. ∆ραγάτση (1928), «Αθηναία» σε στίχους δικούς του (1928, ταγκό), «Το κόκκινό σου µα240 «Μία επιθεώρηση που κρατήθηκε στο πρόγραµµα όλο το καλοκαίρι µε πρωτοφανή επιτυχία είναι η «Κατεργάρα» του Γρηγορίου Κωνσταντινίδη. Η µουσική της γραµµένη σε απλό στυλ έχει καταµαγεύση το αθηναϊκό κοινό που πια πήρε στ’ αυτί του τις µελωδίες και τις αγάπησε» (ανυπόγραφο, Μουσική Ζωή, τεύχ. 1, Αθήνα 1931, σ. 24).
Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, Ελληνική Ραψωδία, ΕΒΕ.
241 Στο πόνηµα «Η εκ περάτων δισκογραφία
µάτια» ταγκό σε στίχους Σπ. Μεταξά (1933), «Μια γυναίκα πέρασε» σε στίχους Β. Σπυρόπουλου και Παπαδούκα (1933, µε πρώτη ερµηνεύτρια τη Σ. Βέµπο 243. Από την επιθεώρηση «Ο Ποδόγυρος»), «Έγινα µπεκρής» (1933) και «Ρετσίνα µου αγνή» (1934) σε στίχους δικούς του και (πρώτος
διδάξας ο αξέχαστος ηθοποιός Ορέστης Μακρής), «Τί γυναίκα είσαι συ» και «Γυναίκες όµορφες» (1935. Μεγάλες φωνογραφικές επιτυχίες του Π. Επιτροπάκη), «Κουράστηκα να σ' αγαπώ» σε στίχους ∆. Ευαγγελίδη (1936, µεγάλη επιτυχία της Λουίζα Ποζέλλι από την επιθεώρηση «Μοντέρνα»), «Μη γελαστής» ταγκό σε στίχους ∆. Ευαγγελίδη (1936), «Καµµιά δε θ' αγαπήσω σαν και σένα» ταγκό σε στίχους ∆. Ρηγόπουλου (1937), «Αν σε χάσω, τί θα γίνω» ταγκό και «Φοβάµαι µη σε χάσω» σε στίχους Κ. Κοφινιώτη (1939), «Φιλιώ» σε στίχους Ν. Φα τσέα (1940), «Η χήρα» δηµοτικό τραγούδι σε στίχους Πύρπασου (1941. Μεγάλη επιτυχία της Κάκιας Μενδρή), «Καλύτερα να µη σε γνώριζα» ταγκό σε στίχους Κ. Κοφινιώτη (1942), «∆ιαβόλου κάλτσα» («Τσα-τσα», 1947), «Αν µ’ αγαπούσες» σε στίχους Κ. Κοφινιώτη (1947, ταγκό), «Να το πάρω το κορίτσι» και «Η πεθερά» σε στίχους Πύρπασου (1947), «Ξύπνα, ξύπνα», «Στην Αραπιά», «Όλα για το Χόλλυγουντ», «Στην εξοχή», «Σαστισµένη», «Η συνήθεια», «Το κλειδί», «Η διαθήκη του µπεκρή», «O άνδρας έχει κάτι», «Γειτόνισσα», «Το σχολείο της µαγκιάς», «Η ζωή είναι ένα καρναβάλι», «Σαν εκείνη τη βραδιά» (καντάδα), «Πλακιωτοπούλα» αθηναϊκό τραγούδι σε στίχους Πύρπασου, «Μελαχροινούλα», «Κι αν θελήσεις να ξεχάσεις», το «Τραγούδι της σειρήνας» ταγκό από την κινηµ. ταινία «Μόργκαν η σειρήνα» κ.ά. Τέλος, διασκεύασε αρκετά τραγούδια από οπερέτες ξένων συνθετών (όπως του Em. Kalman) και κινηµατογραφικές ταινίες σε στίχους δικούς του. Εξέδωσε τη συλλογή
Μ. Καλοµοίρη. Σε αυτή περιέχονται και τα: «Καραγκούνα», «Καλαµατιανός», «Θεσσαλικός», «Τράτα Μεγάρων», «Σαράντα παληκάρια», «Τρία παιδιά βολιώτικα», «Γερακίνα», «Μακεδονικός» και «Λενιώ». Μετέγραψε επίσης και άλλα δηµώδη όπως τα: «Χορός του Ζαλόγγου», «Η Βαγγελιώ», «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» και «Του Κίτσου η µάνα» τα οποία εκδόθηκαν στη σειρά «Ελληνικοί χοροί και δηµώδη τραγούδια». Έργα του κατά καιρούς µεταδόθηκαν και από τους Ραδιοσταθµούς Ελβετίας, Σουηδίας, Πορτογαλίας. ∆ιακρίθηκε µε βραβείο και µε αργυρό Μετάλλιο του Ωδείου της Γενεύης. Από το 1924 διατηρούσε τον γνωστό εκδοτικό µουσικό οίκο µε το ονοµατεπώνυµό του στη Στοά Αρσακείου µε τον οποίο ασχολήθηκε κατ’ εξοχήν, από τη δεκαετία του ’50, αποσυρθείς από τη µουσική σκηνή και τη σύνθεση. Σε αυτόν εκδόθηκαν τα περισσότερα τραγούδια του. Αν και συχνά υπέκυπτε άκριτα στον µουσικό «συρµό» γράφοντας µουσική σε ανούσια και χλιαρά κείµενα, ακατάλληλα για θεατρική απόλαυση, υπήρξε βαθύτατα καλλιεργηµένος µουσικός, «δαντελένιος µουσικοσυνθέτης του ελαφρού µουσικού θεάτρου» 244 και γενικώς, καλλιτέχνης µε ταλέντο και πληθωρικές δυνατότητες (στοιχεία
µέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1979.
Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, «Στη µοναξιά», ΕΒΕ.
Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, «Πεντοζάλης», ΑΕΜ.
245 Μυλωνάς Κώστας, Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, τόµ. 1, Κέδρος, Αθήνα 1984, σ. 127-128.
Κωνσταντινίδης Ρήγας: Συνθέτης, αρχιµουσικός και µαντολινίστας
µε άγνωστα βιογραφικά στοιχεία. Συνέθεσε τα έργα: α) «Rechadie»
για βιολί και πιάνο και β) «Saz-Semaissi» για µαντολίνο και πιάνο, αµφότερα µε υπότιτλο «Τουρκικός χορός». Εκδόθηκαν στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 20ού αιώνα.
Λελάκης Αναστάσιος 246: Συνθέτης, βιολονίστας και ποιητής. Γεννήθηκε στον Λαγγά Κωνσταντινούπολης το 1913. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘20 ήλθε στην Θεσσαλονίκη όπου έκανε µαθήµατα βιολιού (1930-33) µε τον συνθέτη Σώτο Βασιλειάδη (1905-1990). Στο διάστηµα 1934-37 εργάστηκε, ως επαγγελµατίας βιολιστής, σε κέντρα ψυχαγωγίας της Χαλκίδας. Στο διάστηµα 1938-40 συνέχισε σπουδές βιολιού στο Ελληνικό Ωδείο µε τον ελληνικής καταγωγής Ιταλό βιολονίστα Αλφρέδο Πρεστρώ (1882-1945).
Το
έως τη συνταξιοδότησή του (1968) αφήνοντας τη µουσική. Όµως, µετά τη συνταξιοδότησή του επέστρεψε στη µουσική
Αναστάσιος Λελάκης, ∆έησις, ΑΕΜΘΤ.
∆έλλιο (1927-2012). Άρχισε να
από το 1975.
του (ορισµένες από τις οποίες παρουσιάστηκαν στο κοινό) είναι: α) «Εισαγωγή» για συµφωνική ορχήστρα, β) Σουίτα για µικρή ορχήστρα, γ) «Επτά Παραλλαγές» για πιάνο, δ) Σονάτα για πιάνο, ε) «Η Επανάστασις του 1821» για βαρύτονο, χορωδία και µικρή ορχήστρα, βασισµένη στο οµώνυµο δηµώδες τραγούδι και ε) «∆έησις» για χορωδία και πιάνο σε ποίηση δική του. Συνέθεσε επίσης διάφορα τραγούδια για φωνή και πιάνο, έργα για µικτή χορωδία σε ποίηση δική τ ου), σονατίνες για πιάνο, έργα για βιολί και πιάνο, ορχηστρικά έργα και παραλλαγές/διασκευές δηµοτικών τραγουδιών (για φωνές, χορωδία και ορχήστρα). Επίσης δηµοσίευσε κατά καιρούς ποιήµατά του σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά (Ελληνικά Γράµµατα, Νέα Εστία κ.ά.). Άγνωστο πότε απεβίωσε.
246 Καλογερόπουλος, «Λελάκης Αναστάσιος», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 3, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 471-472.
από τον µουσικό οίκο F. Adam της Κωνσταντινούπολης. ∆ιασκεύασε επίσης για ντουέτο και µεγάλη χορωδία το τέλος της πρώτης πράξης της όπερας «Arif» 248 του Ντικράν Τσουχαντζιάν, Αρµένη συνθέτη της Κωνσταντινούπολης (1837-1898). Είναι, επίσης, γνωστό το άσµα «Στα ξένα» για φωνή και πιάνο (ή µόνο πιάνο σε διασκευή Μιχ. Βελούδιου [1865-1953] το 1951) το οποίο εκδόθηκε από τρεις διαφορετικούς οίκους 249. Απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη µετά από το 1930.
Λογοθέτη-Μερλιέ
όπου έδωσε κοντσέρτα σε διάφορες ελληνικές πόλεις, την Κωνσταντινούπολη251, τη Βράϊλα και την Αίγυπτο. Από το 1913 άρχισε ν’ αρθρογραφεί. Το πρώτο άρθρο της («Η µουσική στα σχολεία») δηµοσιεύτηκε στο ∆ελτίο του Εκπαιδευτικού Οµίλου το 1913. Επίσης, στην περίοδο 247 Τα στοιχεία του λήµµατος προέρχονται από ερευνητικό υλικό στον φάκελλο ‘Α.Α. ΛΕΟΝΑΡ∆ΟΣ’ του ΑΕΜΘΤ
248 Η πρώτη όπερα µε λιµπρέτο στην τουρκική (1874).
249 Από τους οίκους Γαϊτάνου, Βελούδιου και Apollo Music Co. της Νέας Υόρκης.
250 Οι χρονολογίες γέννησης 189 και 1895 οι οποίες απαντούν σε διάφορα λήµµατα είναι λανθασµένες.
251 Γνωστά είναι τα δύο ρεσιτάλ της µε έργα ξένων συνθετών (Bach, Beethoven, Chopin, Grieg, Scarlatti, κ.ά.) στον Ελληνογαλλικό
διευθυντή του Ινστιτούτου Φωνολογίας στη Σορβόννη, Hubert Pernot (1870-1946). Ως βοηθός του δίδαξε τη νέα ελληνική στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόνης (1920-25).
Το 1922 ήλθε στην Ελλάδα, µαζί µε τον Pernot, και συνέλεξε διάφορα δηµοτικά τραγούδια της Ρούµελης. Φέρεται ως η πρώτη Ελληνίδα που αποτόλµησε επιτόπια έρευνα και πρώτη συστηµατική προσπάθεια περισυλλογής του ρουµελιώτικου τραγουδιού. Όσο σπούδαζε, στρεφόταν προς την παραδοσιακή ελληνική εκκλησιαστική µουσική, τη δηµοτική µουσική και ειδικότερα το δηµοτικό τραγούδι το οποίο µελέτησε συστηµατικά. Το 1923 παντρεύτηκε τον Γάλλο ελληνιστή φιλόλογο, διανοούµενο και ένθερµο φιλέλληνα, Octave Merlier (1897-1976). Όταν αυτός διορίστηκε καθηγητής στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, επέστρεψε µαζί του στην Ελλάδα (1925) και συνέχισε τη µελέτη της βυζαντινής και της δηµοτικής µουσικής. Το 1931 εξέδωσε το βιβλίο «Τραγούδια της Ρούµελης»254, σε 96 σελίδες, µε εισαγωγή, µουσικολογική προσέγγιση σε γαλλική µετάφραση και 66 µουσικά παραδείγµατα. Από το 1929 ασχολήθηκε µε το εθνωφελές έργο της συλλογής και ηχογράφησης της δηµοτικής και εκκλησιαστικής µουσικής (σε συνεργασία µε τον Pernot και Έλληνες διανοούµενους, όπως ο λαογράφος ∆ηµήτριος Λουκόπουλος [1874-1943]). Αυτή η συνεργασία κατέληξε στη µνηµειώδη έκδοση 222 ηχογραφηµάτων των 78 στροφών µε 595 τραγούδια και 66 εκκλησιαστικές µελωδίες από τον γαλλικό εκδοτικό οίκο Pathé (1930-31). Τα τραγούδια προέρχονται από όλες τις περιοχές του Ελληνισµού, ιδίως τις «νέες χώρες» (Ήπειρος, Μακεδονία,
συµπα-
252 Καλογερόπουλος, «Μερλιέ Μέλπω», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 4, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 89-90.
253 Είναι η πρώτη βιογραφία του µέγιστου µουσουργού στην ελληνική.
254 Εκδόθηκε από τον Σύλλογο προς ∆ιάδοσιν Ωφελίµων Βιβλίων, το 12ο της σειράς «Ιστορική και Λαογραφική Βιβλιοθήκη». Επανεκδόθηκε από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών το 1981.
255 Για τη µεταφορά των τραγουδιών στην ευρωπαϊκή
(1892-1977).
256 Κατέγραψε 104 τραγούδια του Πόντου.
και ηχογράφησε πάνω από 1.000 τραγούδια. Το 1930, µε την αρωγή του συζύγου της, δηµιούργησε το Αρχείο Μικρασιατικής Λαογραφίας το οποίο, µε τη γενίκευση των εργασιών, µετατράπηκε το 1948 στο γνωστό Κέντρον Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ). Σε αυτό συνεργάσθηκαν, πάντοτε υπό τη διεύθυνσή της, 35 επιστήµονες, σε διάφορα ειδικά τµήµατα: ιστορίας, γεωγραφίας και χαρτογραφίας, διαλεκτολογίας, λαϊκής λατρείας, λαϊκού δικαίου, µνηµείων του λόγου, λαϊκής τέχνης και γενικά λαογραφίας. Το 1962, το ΚΜΣ. αναγνωρίστηκε ως νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙ∆) µε την ίδια ως πρόεδρο του ∆.Σ. του (έως το 1976). Επίσης, το 1930 φωνογράφησε σε ηχογραφήµατα γραµµοφώνου 78 στροφών µεγάλο
Αφιερώθηκε, για µισό σχεδόν αιώνα, στη συστηµατική συλλογή πληροφοριών, η οποία είναι βασικό εργαλείο για την αναβίωση του ελληνικού πολιτισµού της Μικράς Ασίας. Εντόπισε 2163 οικισµούς και µελέτησε 1375 (αποκλειστικά ελληνικούς ή µικτούς), µε ιδιαίτερη έµφαση στην Καππαδοκία. Κατέγραψε στοιχεία για τη γεωγραφία, τοπογραφία, γλώσσα, λατρεία, πρόσφατη ιστορία, κοινοτική και οικονοµική ζωή της περιοχής, και επίσης, για τις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων. Συγκέντρωσε µνηµεία λόγου και άλλα τεκµήρια της συλλογικής ζωής του Μικρασιατικού Ελληνισµού. Έτσι συγκροτήθηκε ένα επιβλητικό Αρχείο Προφορικής Παράδοσης (ΑΠΠ) αποτελούµενο από 145.000 περίπου σελίδες χειρόγραφου υλικού, καταταγµένου κατά οικισµούς, γεωγραφικές περιφέρειες και επαρχίες. Πολλοί από τους οικισµούς
«Études de musique byzantinè. Le premier mode et son
στην Ελλάδα, 1935), «Ένα µουσικό χειρόγραφο του ∆ηµητρίου Λώτου, φίλου του Κοραή, στα Ελληνικά» (1937), «Το αρχείο της Μικρασιατικής Λαογραφίας - πώς ιδρύθηκε, πώς εργάστηκε» 259, «Ελληνικές Κοινότητες στη σύγχρονη Καππαδοκία» (στο ∆ελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τοµ. Α', 1977). Προλόγισε, επίσης το δίτοµο έργο του Ελβετού νεοελληνιστή και εθνοµουσικολόγου, Samuel Baud-Bovy (1906-1986): «Tα τραγούδια των ∆ωδεκανήσων» (1935). Πολλά έργα της σειράς «Collection de l' Institut d' Athènes» συγγράφηκαν και εκδόθηκαν υπό την επίβλεψή της. Είναι άγνωστο, και δεν αναγράφεται, ότι συνέθεσε έργα για πιάνο και µουσικής δωµατίου (πριν από το 1930) βασισµένα σε στοιχεία από την ελληνική µουσική παράδοση. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1979.
258, «Essai d' un tableau du Folklore musical grec»
Ανέστης 260: Συνθέτης θρακικής καταγωγής, παγκόσµιου βεληνεκούς, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε
κατάφερε να ξεφύγει και να µεταβεί στη Βιέννη (1941). Το 1942, γράφτηκε στη Technischen Hochschule (Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου)
τον Hans Swarowsky (1899-1975) στη διεύθυνση ορχήστρας και τον Hermann Schwertmann (1919-2007) στο πιάνο.
257 Κιτροµηλίδης Π. Μ., «Μερλιέ Μέλπω», Παγκόσµιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1983-88.
258 Είναι ο 2ος τόµος της σειράς Musique orientale της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Musée Guimet. Εκδόθηκε στο Παρίσι το 1935.
259 Εκδόθηκε από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών το 1948.
260 Krones Halmut, «Anestis Logothetis», Österreichische Muzikzeit Edition, Βιέννη 1998, και Ταµβάκος Θωµάς, «Έλληνες ∆ηµιουργοί. Ανέστης Λογοθέτης (1921-1994)», Νέοι Αγώνες Ηπείρου, Ιωάννινα 26/4/1994, σ. 4-5.
Ανέστης Λογοθέτης, ΑΕΜΘΤ.
ως επιµελητής µουσικών εκδόσεων σε διάφορους µουσικούς οίκους (Universal, Modern, Geric). Επίσης, δίδαξε σύνθεση και πιάνο
της Κολωνίας (WDR), και τον κιθαρίστα και συνθέτη Siegfried Behrend (1933-1990). Παραµένοντας στο σύστηµα της συµβατικής σηµειογραφίας,
δωµατίου [1953]) και την αναζήτηση
τρόπων προσέγγισης της µουσικής (ολικός σειραϊσµός και οργάνωση µουσικών παραµέτρων µε τη βοήθεια µαθηµατικής µοντελοποίησης, ιδίως µετά το 1956, µε τα: «Integration» (Ολοκλήρωσις) για βιολί, κλαρινέτο και πιάνο (1956), β) «Πολυώνυµον» για ορχήστρα µε πέντε οµάδες οργάνων, γ) «Permutationen» (Αντιµεταθέσεις) για κλαρινέτο και κρουστά (1957) και δ) «Περίτονον» για βιολί και πιάνο (1958). Οι «Αντιµεταθέσεις» είναι το σηµαντικότερο έργο αυτής της περιόδου. Έργο ολικού σειραϊσµού και προσπάθεια εξάντλησης όλων των πιθανών µετασχηµατισµών του ρυθµού, της δυναµικής και της κατανοµής των µουσικών οργάνων πάνω σε µία βασική χρονική µονάδα 1,33 δευτερολέπτου η οποία υποδιαιρείται σε µέτρο 7/16261. Πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελληνοαµερικανική Ένωση, µόλις στις 21/1/2010.
261 Σαµπροβαλάκης Γιάννης, Πρόλογος στην έκδοση της παρτιτούρας, Κέντρο Ελληνικής Μουσικής, Αθήνα 2011, σ. 3.
Από το 1959 έδωσε τα πρώτα δείγµατα γραφικής απεικόνισης του ήχου µε το οπτικοακουστικό έργο του «Struktur – Textur – Spiegel –Spiel». Το ιδιότυπο αυτό σύστηµα µουσικής σηµειογραφίας (µε διάφορες ονοµασίες: «ολοκληρωτική», «γραφική» ή «πολυµορφική») αναπτύχθηκε από τον συνθέτη στις επόµενες δεκαετίες µε τη χρήση καθορισµένων συµβόλων (φθόγγοι, κ.λπ) τα οποία υποδηλώνουν έναν ιδιαίτερο τύπο αυτοσχεδιασµού εντός αυστηρών προκαθορισµένων ορίων και µε µεταβλητή ενοργάνωση διαφορετική κάθε φορά. Ο ίδιοςεπεξηγώντας επακριβώς τη δηµιουργία αυτής της σηµειογραφίας- έγραψε: «Θέλησα να πετύχω µία σηµειογραφία που, σύµφωνα µε αυτή, η σύνθεση να δείχνει σε κάθε ερµηνεία της µία από τις πολλές όψεις της, και να επιτρέπει µία ταυτόχρονη εκτέλεση διαφορετικών ερµηνειών. Μ’ επανειληµµένες τέτοιες ακροάσεις µπορεί έτσι ν’ αποκαλύπτεται σ’ ανώτερη βαθµίδα η συνολική εικόνα του έργου. Ο σκοπός αυτής της σηµειογραφίας ήταν ν’ αναπτυχθούν σηµάδια, που η δεσµευτική τους ανάγνωση να επιτρέπει να ενταχθούν στο ηχητικό αποτέλεσµα ακόµα και οι αποκλίνουσες αντιδράσεις των ερµηνευτών που το δεν επιτρέπονται από το σύστηµα του πενταγράµµου αφού η δοµή του είναι προσανατολισµένη
κειµένου που επιδέχεται η κάθε συνιστώσα της σύνθεσης το έργο γίνεται στη φύση του πολυµορφικό. Η αναφορά σε γραφικά στοιχεία µπορεί να γίνει κατά τρεις τρόπους: α) από τη µια µεριά θεωρούµ ε πως ορισµένα στοιχεία αποτελούν αντιπροσώπους για ένα πράγµα που υποτίθεται ότι το σηµαίνουν. Τέτοιου είδους γραφικά στοιχεία τα’ α ποκαλώ ‘σύµβολα’, β) άλλα σηµάδια θεωρούµε πως ξυπνούν µέσα µας συνειρµούς ιδιοτήτων όπως ένταση, διάρκεια
µορφής επηρεασµένης από τη στιγµιαία αντιµετώπιση, αλλά και κατευθυνόµενης – ή καλύτερα επιτρέπει µία ‘µορφική
και πολύπλευρη ακτινοβολία στήνοντας εντελώς πρωτότυπα ηχητικά οικοδοµήµατα και ανοίγοντας πρωτόφαντους ηχητικούς κόσµους για τον ερµηνευτή (προκαλώντας τον αυθορµητισµό του) και το κοινό που ακούει τα έργα του. Εξερευνά, µε ασυνήθιστη ψυχολογική διεισδυτικότητα, εσωτερικούς κόσµους οι οποίοι χαρακτηρίζονται από καινοφανείς διαστάσεις, π.χ. µαζικές, υπεράνθρωπες, κολοσσιαίες, στηριγµένες σε διασταυρούµενες ηχητικότητες ή ενεργοποιηµένες
των οπτικών συµβόλων που περιλαµβάνουν, αναδεικνύουν την ιδιαίτερη αισθητική του και παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον όχι µόνο ως µουσικός κώδικας, αλλά και ως εικαστική εικόνα αφηρηµένης ζωγραφικής.
Ήταν βαθύς γνώστης της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας και γραµµατείας στοιχεία των οποίων ενέταξε στην προσωπική του αισθητική. Με
βραβείο του ∆ιαγωνισµού Σύγχρονης Μουσικής του Ινστιτούτου Τεχνολογίας Αθηνών (1962) που διοργάνωσε ο Μ. Χατζιδάκις
αρχής
από τα «Φαντάσµατα» (1960) µε αναφορά στα γεγονότα του Κονγκό (αγώνες για την ανεξαρτησία του µε αιµατηρές συνέπειες)
χώρας
µε αλλαγές ταχύτητας και δακτυλιακούς µετατροπείς, µε παράλληλους θορύβους και κρότους από σκίσιµο χαρτιών και σπειροειδείς µεταλλικούς ήχους264. Στη δεκαετία του ‘60 συνέθεσε σηµαντικά έργα όπως: α) «Καρµαδαρµαδράµα» µουσικό θέατρο σε επτά εικόνες (1961-67), β) «Ουράνια Μηχανική» (1960), γ) «Οδύσσεια» για ορχήστρα (1963. Ηχητικό ανάλογο των περιπετειών του Οδυσσέα µε χρήση του χώρου σε µικροκλίµακα και µε συνδυασµό
της κίνησης και του ήχου µέσω της αποκωδικοποίησης του γραφικού χώρου από τους ερµηνευτές. Η ερµηνεία της γραφικής παρτιτούρας δύναται να εκληφθεί ως ένα ταξείδι προς την ωριµότητα µε την είσοδο των ερµηνευτών σε µία επαναστατική περιπέτεια του ατόµου, τοποθετηµένη στον χώρο και τον χρόνο), δ) «Συνεπαφές», µπαλέτο επτά εικόνων (1964), ε) «∆υνάπολις» για ορχήστρα και µαγνητοταινίες (1963. Πολυσύνθετη µουσική απεικόνιση του οµώνυµου αρχιτεκτονικού σχεδίου για νέα πόλη του πολεοδόµου Ντ. ∆οξιάδη), ζ) «Σεισµογραφία Ι και ΙΙ» για ενόργανο σύνολο (1964. Έχει τη µορφή καταγραφής ενός σεισµογράφου
τους και διαµορφώνονται από διαφορετικές ανεξάρτητες γραµµές), θ) «Εξαχνώσεις» για πιάνο και ενόργανο σύνολο (1968. Η σηµειογραφική «παρτιτούρα» αποτελείται από 4 βασικές γραµµές οι οποίες περικλείουν µικρές εξαχνωµένες εσωτερικές κινήσεις Είναι αφιερωµένο στον πιανίστα και συνθέτη Friedrich Cerha [1926- ]), ι) «∆υνατότητες επιλογής» για ενόργανο σύνολο (1965), κ) «Αντιστρεπτή σύζευξις» για ενόργανο σύνολο (1965), λ) «Μαίανδρος» για φωνή και ενόργανο σύνολο (1967. Παραπέµπει
σε έκρηξη265), µ) «∆εσµοτροπία» για ορχήστρα (1967), ν) «Πολύχρονον» για ενόργανο σύνολο (1967. Κατά τον Γ.Γ. Παπαϊωάννου
συγκεντρικές ζώνες: το κέντρο παριστάνει ένα τέµπο όσο αργό γίνεται, µετά διαδοχικά οι ζώνες αντιστοιχούν στα τέµπι Λέντο, Αντά ντε, Αλλέγκρο και τελικά στην περιφέρεια σε τέµπο όσο γρήγορο γίνεται (Πρέστο). Έτσι η κάθε ζώνη παριστάνει ένα µέρος µε ωρισµένο χαρακτήρα. Το έργο µπορεί να παιχθή είτε από το κέντρο προς την περιφέρεια ή αντιστρόφως. Επίσης οι πέντε ζώνες του µπορούν να παιχθούν και ταυτόχρονα όπως συµβαίνει στο τέλος της παρούσας ηχογραφήσεως » 266), ξ) «Η κρίση του Πάρι στο Παρίσι» µουσικό σκίτσο για ηθοποιό και πιανίστα (1968), ο) «Πέντε Ταµπουλατούρες» για πιάνο (1968) π) «Στυξ» για ορχήστρα νυκτών εγχόρδων
γανο σύνολο (1969), και σ) «Αναστάσεις» µουσικό θέατρο για αφηγήτρια, τρεις φωνές, τρία µαντολίνα, βιόλα, κιθάρα και κρουστά (1 969. Είναι η πρώτη –µε χρονολογική σειρά- ραδιοφωνική όπερα [Hörspiel: δραµατικό-ακουστικό έργο]. Ο τίτλος τυπώνεται στην παρτιτούρα, σταυρωτά, συµβολίζοντας τόσο τη σταύρωση όσο και την ανάσταση µε τη µίξη επιστηµονικών όρων χηµείας και φαρµακολογίας µε αναφορά σε δεκάδες γνωστών ασθενειών αλλά και προσευχών για ανάρρωση).
Στη δεκαετία του ‘70 (αλλά και του ‘80) δηµιούργησε σειρά ραδιοφωνικών οπερών (διάρκειας 30’-50’) µε αναφορά στην αρχαιοελληνική τραγωδία. Σε αυτές το δραµατικό στοιχείο διατηρείται στο ακουστικό επίπεδο -λόγω απουσίας του οπτικού µέρους- µε εξαιρετική πρωτοτυπία στη χρήση εκφραστικών µέσων αλλά και µε ιδιαίτερες απαιτήσεις ως προς ερµηνευτικό µέρος. Ένα κεντρικό «όπλο» δικής του επινόησης αφορά τη συνεχή και αδιάκοπη χρήση «πολλαπλών λογοπαιγνίων»: η ίδια λέξη –µε πολύ διαφορετικές προφορές- χρησιµοποιείται για να υποβάλλει 3 ή και 5 διαφορετικές σηµασίες παρµένες από τελείως διαφορετικές γνωστικές περιοχές 267. Η δε χρήση της γερµανικής γλώσσας είναι βασικό προαπαιτούµενο. Σηµαντικώτερες ραδιοφωνικές όπερες θεωρούνται οι: α) «Νεκρολογιόµετρο» (1970. Ηλεκτρονικά µετασχηµατισµένος επικήδειος µε συνδυασµό νεκρολογιών και µαθηµατικών ακολουθιών), β) «Κυβερνητικόν» για εκφωνητές και µαγνητοταινία (1971), γ) «Πάρτι Εντόµων» (1972-73), δ) «Πεταλούδες» (1974), ε) «Menetekel» (1975. Αναφορά στην Αρχαία Αίγυπτο), ζ) «Vor!Stell!Unk!» (1980) και η) «Bienen’ Binom» (1980). Συνέθεσε επίσης τα έργα: α) «Συγκρούσεις» για δύο οµάδες οργάνων ορχήστρας (1970), β) «Ποταµοί της Στυγός», τριλογία για χορωδία και ορχήστρα µε κείµενα από τη αρχαιοελληνική γραµµατεία (1970), γ) «Σύντηξις» (1971. Αποτελείται από πέντε γραµµές µε συγκεκριµένα και συγκλίνοντα τονικά ύψη τα οποία τελικά διαπλέκονται αντιστικτικά µε γραµµές σηµείων δράσεως 268, δ) «Αναθυµίασις», ηλεκτρονική επαλληλία 13 φωνών κλαρινέτου (1973), ε) «Για την ‘Ώρα’» για φωνή και ενόργανο σύνολο παραδοσιακής µουσικής (1975. Παραγγελία της αθηναϊκής γκαλερί ‘Ώρα’ στην οποία πραγµατοποιήθηκε έκθεση µε τις παρτιτούρες του συνθέτη), ζ) «Ηχητικά Πεδία και Αραβουργήµατα» για πιάνο (1976), η) «∆αιδάλεια ή η ζωή µιάς θεωρίας», µουσικό θέατρο
267 Παπαϊωάννου, «Ανέστη
επίσης, µεταξύ άλλων: α) τις «Κυµατοµορφές»
σε διάφορες ηχητικές παραµέτρους. Χρησιµοποίησε σε µεγάλη έκταση τη σύγχρονη τεχνολογία και µάλιστα µε εντελώς δική του πρωτότυπη προσέγγιση), β) την πολυµεσική όπερα «Σίσυφος» (1983. Ίσως το σπουδαιότερο έργο του, διάρκειας δύο ωρών, το οποίο αποτελεί τη συνθετική κορωνίδα του. Αποτελείται από 200 «χαρτιά» πολλά εκ των οποίων έχουν συγκεκριµένες µορφές, όπως γράµµατα, ζώα, καράβια, κ.ά.), γ) τα «Φυγοκεντρικά σε χρονικό φακό» για ενόργανο σύνολο (1984-85), δ) τη «∆ιπλή Έλικα» για φλάουτο και βιολί (1985. Εδώ η εικόνα της παρτιτούρας θυµίζει την περίτεχνη, τέλεια σε αναλογίες, εσωτερική δοµή ενός κελύφους σαλιγκαριού. Το κέντρο του κελύφους σηµατοδοτείται από γκλισάντι ενώ το περίβληµα βασίζεται σε µεµονωµένους φθόγγους, η ακολουθία των οποίων στηρίζεται σε συγκεκριµένες µορφές
θέσεις της σύγχρονης µουσικής δηµιουργίας στους τοµείς: α) γραφική µουσική σηµειογραφία, β) ανανέωση σειραϊσµού, γ) πολυµορφισµός ερµηνειών, δ) συναισθηµατική σχέση µουσικής και οπτικών εντυπώσεων, ε) γραφή για νυκτά έγχορδα, ζ) δηµιουργία ραδιοφωνικών οπερών (Hörspiele), η) πολυορχηστρικότητα και θ) αναβίωση του µουσικού ντανταϊσµού και του σουρρεαλισµού. Ήταν επίσης αξιόλογος θεωρητικός. Τα κείµενά του –πάνω στο σύστηµα σύνθεσης το οποίο ανέπτυξε- είναι µεστά, πειστικά ως καταπέλτης και αποκλείουν οιανδήποτε αντίρρηση. Απεβίωσε στη Βιέννη στις 6/1/1994. 269 «∆ιπλή έλικα» στο έντυπο πρόγραµµα ∆ιήµερο Αφιέρωµα στον Ανέστη Λογοθέτη, 8 & 9 Ιουνίου 2012, Στέγη Γραµµάτων και Τεχνών, Αθήνα 2012, σ. 6.
Μαλετσίδης Αθανάσιος: Αρχιµουσικός, µουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Γεννήθηκε στην Κοµοτηνή. Άγνωστο που σπού-
δασε µουσική. ∆ιετέλεσε αρχιµουσικός στις φιλαρµονικές: α)
των Σαπών από την ίδρυσή της το 1961 έως το 1965 β) της
Κοµοτηνής (1966-1979) και γ) του Ιάσµου270. Σε όλες τις φι-
λαρµονικές εργάστηκε µε αυταπάρνηση και άφησε σηµαντικό
έργο –αφού τις δηµιούργησε εκ του µηδενός- παρουσιάζοντας
ρεπερτόριο µε έργα δικά του –κυρίως εµβατήρια- και άλλων
Ελλήνων και ξένων συνθετών. Απεβίωσε στην Κοµοτηνή, άγνωστο πότε.
Μαύρος Γεώργιος 271: Στρατιωτικός αρχιµουσικός και συνθέτης. Γεννήθηκε στη Χάλκη Κωνσταντινούπολης το 1914. Με τη
µικρασιατική καταστροφή ήλθε στην Αθήνα όπου αργότερα
ξεκίνησε σπουδές τροµπονιού στο Ωδείο Αθηνών (µε τον Πολίτη) και ανώτερων θεωρητικών στο Εθνικό Ωδείο (µε τους Μ. Καλοµοίρη και Β. Σωζόπουλο [1885-1968]). Εντάχθηκε στη
Στρατιωτική Μουσική Αθηνών από την οποία αποστρατεύθηκε
το 1968 µε το βαθµό του αντισυνταγµατάρχη. ∆ιακρίθηκε κυρίως στον Πόλεµο της Κορέας ως διοικητής αρχιµουσικός (υπολοχαγός) της Μπάντας του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώµατος, ψυχαγωγώντας Έλληνες και συµµάχους στρατιωτικούς. Έδωσε πολλές συναυλίες, προβάλλοντας τις Ένοπλες ∆υνάµεις της χώρας στην Κορέα και την Ιαπωνία. Παράλληλα, πήρε µέρος και σε πολεµικές επιχειρήσεις, µεταφέροντας πυροµαχικά. Σε µουσικό διαγωνισµό
των Συµµαχικών ∆υνάµεων βραβεύτηκε το εµβατήριό του «Cando» (1950;). Συνέθεσε το επίσηµο «Εµβατήριο του Εκστρατευτικού Σώµατος Ελλάδος» και το «Ελεγείο προς τιµήν των Ελλήνων πεσόντων» για µπάντα πνευστών. Είναι γνωστά επίσης δώδεκα εµβατήρια, δύο έργα για χορωδία και ορχήστρα πνευστών («Πρόσκοποι» σε στίχους Κ. Γκικόπουλου [1950] και «Ύµνος στην Α.Β.Υ. τον διάδοχον Κωνσταντίνον» σε στίχους Στ. Σπεράντζα [1951]) και δύο άτιτλα έργα για σόλο τροµπόνι (ή µε συνοδεία πιάνου). Υπήρξε µέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Απεβίωσε στην Αθήνα το 2008.
∆ιαδικτυακός ιστότοπος: http://xronos.gr/detail.php?ID=70079&print=Y
Μάτσας Περικλής: Εθνοµουσικολόγος, µουσικός καταγραφέας πρωτίστως και συνθέτης µε ελλειπή βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε µάλλον στις Σαράντα
Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης πριν από το 1860. Σπούδασε µουσική στην Κωνσταντινούπολη. Έµεινε γνωστός στην ελληνική µουσική ιστορία για τη δίτευχη συλλογή εκκλησιαστικών ύµνων, δηµοτικών και δικών του τραγουδιών
για µία έως τρεις φωνές µε συνοδεία πιάνου ή σόλο πιάνο, σε ευρωπαϊκή σηµειογραφία και µε 176 σελίδες. Η επεξεργασία του αρχικού υλικού –σε αυτό εντάσσονται και αστικά τραγούδια- είναι καίρια και σε πολλά τραγούδια αλλοιώνεται ο αυθεντικός χαρακτήρας και αναδεικνύεται η επεξεργασία ως ξεχωριστή σύνθεση 272. Εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1883 από τον µουσικό οίκο Comendiger –δύο φορές µε διαφορετικά εξώφυλλα- και µε πλήρη τίτλο «80 Ελληνικαί δηµοτικαί µελωδίαι δια µονωδίαν εν ακολουθία κλειδοκυµβάλου ή και δια µόνον το κλειδοκύµβαλον, συλλεχθείσαι και εναρµονισθείσαι υπό Περικλέους Μάτσα». Σε αυτή περιέχονται και οι συνθέσεις του: α) «Καρδιολάληµα» ελληνικό τραγούδι σε ποίηση Α. Περδικίδου, και β) «Μοναξιά» σε ποίηση Αλ. Ραγκαβή (1878. Αφιερωµένο στη διδα Al. Balladur) 273. Από τα υπόλοιπα έργα ξεχωρίζουν τα: «∆όξα Πατρί» (για δύο φωνές και πιάνο), «Η ζωή εν τάφω», «Νυχτώνει-ξηµερώνει», «Όταν σ’ ακούω λαχταρώ», «Άσµα του γάµου», «Η ερωτική εσπέρα», «Αναστενάζω βγαιν’ αχνός», «∆εν µε µέλει το σκοτάδι» και «∆ύο πουλάκια» (σερενάτες για δύο φωνές», «Η ξανθούλα», «Ηπειρωτικόν ποιµενικόν άσµα», «Ναννάρισµα», «Ο µισευµός του νέου» (για τρεις φωνές), «Εις το ρεύµα της ζωής µου», και «Περδικούλα πλουµισµένη». Συνέθεσε επίσης έργα για πιάνο, όπως την πόλκα «Ιουλία», έργο 1 και τη µαζούρκα «Τραγούδι του Κανάρη», έργο 2274. Ένα από τα τραγούδια της συλλογής χρησιµοποιήθηκε από τον διάσηµο Γάλλο συνθέτη Maurice Ravel (1875-1937) ως βασική µελωδική ιδέα στο 3ο κοµµάτι («Quel galant m'est comparable. AlleAllegro») του κύκλου «5 Mélodies populaires grecques» (1904-06). Άγνωστο που
προσφορά της (τόσο η καλλιτεχνική όσο και η κοινωνική) ήταν πολύπλευρη και πλουσιοπάροχη. Υπήρξε πρότυπο εργατικότητας και ήθους. Οργάνωσε –από το υστέρηµά της- και παρουσίασε µαθητικές ορχήστρες καθώς και αρκετές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και συναυλίες (κυρίως στις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60). Η δυναµική και ολοκληρωµένη προσωπικότητά της σφράγισε την κοινωνία των Ιωαννίνων για µισό αιώνα. ∆ιακρίθηκε για την υποδειγµατική ζωή και προσφορά της στον κοινωνικό τοµέα µε πλήθος αγαθοεργιών. Είχε το προσωνύµιο «µπολσεβίκα» λόγω της ανιδιοτελούς προσφοράς της, αλλά και λόγω των µουσικών σπουδών της εκτός Ιωαννίνων.
ως σκοπό της ζωής της τον εντοπισµό και την εµψύχωση µουσικών
µουσικοπαιδαγωγικό φάσµα (θρησκευτικά, πατριωτικά, δηµώδη, ρυθµικά, διάφορα, κ.λπ) για νηπιαγωγούς, δασκάλους και καθηγητές µουσικής. Ο δεύτερος τόµος κυκλοφόρησε το 1972 µε 408 νέες -και αρκετές από τον πρώτο τόµο- επιλογές. Αµφότεροι αποτελούν σηµαντική συµβολή στη σχολική µουσική
Τενεζάκης, Βύρων Καψάλης, Μιλτιάδης Παπανικολάου, Παύλος Γκόβελας, Παναγιώτης Εργάτης και Λίτσα Μπόγα). Στα χέρια της γαλουχήθηκαν επίσης φηµισµένοι βιολιστές της παραδοσιακής µουσικής όπως, ο Λευτέρης Ζέρβας κ.ά. Είναι γνωστό ότι πώλησε το καλό βιολί της προκειµένου µε τα
χρήµατα να βοηθήσει οικονοµικά την Γιαννιώτισα καθηγήτρια πιάνου Νίνα Μαρούφωφ, δεικνύοντας το µεγαλείο της ψυχής της. Συνέθεσε -
σύµφωνα µε προφορικές µαρτυρίες των ∆. Βράσκου, Ντ. Κωνσταντινίδη και Τ. Αποστολίδη προς τον γράφοντα –τουλάχιστον δέκα έργα για σόλο βιολί και µε συνοδεία πιάνου (ως είδος µουσικών ασκήσεων) πριν από το 1950. Τα έδειξε -και µερικά ερµήνευσε- στους προαναγρα-
(∆.
διάφορα άλλα µουσικά σύνολα της ελληνικής πρωτεύουσας. Μαζί τους εµφανίστηκε σε συναυλιακούς χώρους πρώτης γραµµής (Θέατρο Επιδαύρου, Παλλάς, Ρεξ, Θέατρο Κολλεγίου Αθηνών, κ.λπ.) προσφέροντας στη µουσική της εποχής του ανεκτίµητες υπηρεσίες. Άγνωστο αν συνέχισε τη συνθετική του δραστηριότητα Απεβίωσε στην Αθήνα 1976.
277 Μέντζου Όλγα, «Αντί προλόγου», Μουσική
1977). Εκεί απέκτησε περαιτέρω εξειδίκευση πάνω στην θεωρία
πράξη
αντικειµένων της µουσικής παιδαγωγικής, µε κύριο
θέµα «Η µουσική πρακτική στο πιάνο και το φαινόµενο της µουσικότητας». Επίσης στο αντικείµενο «Φυσιολογικά δεδοµένα για τη Μουσική πρακτική (πράξη - ερµηνεία) στο πιάνο» µε καθηγητή τον V. Lanz. Το 1960 γράφτηκε στο Trapp’Sches Konservatorium der Musik Musikerzieher του Μονάχου. Με καθηγητές τους συνθέτες Wilhelm Martin Keilmann (1908-1989) και Peter Jona Korn (1922-1998) πήρε δίπλωµα σύνθεσης (1962). Πήρε επίσης δίπλωµα πιάνου (1964) και διεύθυνσης ορχήστρας (1966) µε τους Alfred Zehelein (1902-1978) και Richard Bock. Στο Μόναχο επίσης, ίδρυσε
Το 1967 επέστρεψε στη Ξάνθη συνεχίζοντας το καλ-
λιτεχνικό έργο της προηγούµενης δεκαετίας µε τη δηµι-
ουργία και διεύθυνση των χορωδιών: α) του Εθνικού Ορ-
φανοτροφείου Θηλέων Ξάνθης (1967-75), β) Συνδέσµου
Εφέδρων Αξιωµατικών και Ανθυπασπιστών Νοµού Ξάν-
θης (1967-86), γ) ανδρικής ΟΤΕ, δ) ανδρικής και µικτής
του ∆ηµοτικού Ωδείου Ξάνθης (1986-92) και ε) ανδρικό
φωνητικό κουαρτέτο του ∆ηµοτικού Ωδείου (1992-99).
∆ηµιούργησε επίσης την ορχήστρα εγχόρδων του ∆ιδα-
σκαλικού Συλλόγου Ξάνθης και το γυναικείο φωνητικό κουαρτέτο Κέρκυρας (2001-06). Ίσως από τις σηµαντικότερες προσφορές του ήταν η ίδρυση του ∆ηµοτικού Ωδείου της πόλης (1970). Σε αυτό δίδαξε πιάνο, θεωρητικά, ίδρυσε και διηύθυνε την ορχήστρα εγχόρδων του (197090). Στην περίοδο 1977-90 υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του. Το 1991 –µε την µετονοµασία του σε ∆ηµοτικό
Ωδείο της Στέγης Γραµµάτων και Καλών Τεχνών- απο-
από την καλλιτεχνική διεύθυνση αλλά παρέµεινε
διδάσκων έως το 1994. Η µουσικοπαιδαγωγική του
δραστηριότητα επεκτάθηκε και σε άλλα ιδρύµατα και φο-
ρείς της Θράκης –ως καθηγητής πιάνου και ανώτερων
θεωρητικών- όπως το Εθνικό Ωδείο Ξάνθης, τη Μουσική
Σχολή και το Θρακικό Ωδείο Κοµοτηνής (1988-94), την Πολυτεχνική Σχολή του ∆ηµοκρίτειου Πανεπιστηµίου
Θράκης (όπου δίδαξε το µάθηµα της µουσικής αγωγής)
και επίσης σε σχολεία της πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης.
Τηλέµαχος Μεταλλινός, «Το φυλαχτό», Αρχείο Γιάννη Μεταλλινού.
«Πλακέττα Ι-ΙΙΙ», «18 δηµοτικοί χοροί», «Πλήκτρα και αριθµοί», «Επτά µικρογραφίες» (για µικρούς σπουδαστές), «Οκτώ ζωγραφιές», «Η ζερµπέρα µου και τα µεταφυσικά γνωρίσµατα του βίου της», «∆ιαισθήσεις», «Στίγµατα σε δοµές», «Απεικονίσεις» 281, «Ορχηστρικό νεφέλωµα», «Παραλλαγές σε λυρικό θέµα του Ed. Grieg» και «Αµαλγάµατα» (1965-2000. Τα περισσότερα µε σύγχρονες τάσεις ως προς το ύφος γραφής, όπως ο καθολικός σειραϊσµός), το «Φυλακτό» για τενόρο και πιάνο σε ποίηση δική του (1974), τα 43 χορωδιακά282 (όπως τα: «Ελληνοπούλα Ξάνθη µας», «Χαίρε Ξάνθη», «Στον ίσκιο της καρυδιάς», «Το τραγούδι της αγάπης», «Chorfantasie Έγια µόλα», «Εγώ ειµί το φως του κόσµου», «Κύκνος», «Το παραµύθι του ναύτη», «Μικρό πουλί», κ.ά.) και τα εκκλησιαστικά: «Καταξίωσον Κύριε», «Σε υµνούµεν», «Σε ευλογούµεν» για φωνή-ές και πιάνο, και «Χριστός Ανέστη» σε τρία µέρη για βαρύτονο ή τενόρο και αρµόνιο (1996) 283, τη «Φαντασία» για φωνητικό κουαρτέτο και εκκλησιαστικό όργανο (1993. Αφιερωµένο στον Λορέντζο Μαβίλη). Εναρµόνισε επίσης –κυρίως για χορωδία- έργα άλλων Ελλήνων και ξένων συνθετών και δηµοτικών µελωδιών. Το συγγραφικό του έργο, ως µουσικολόγος και µουσικοπαιδαγωγός, περιέχει τα: α) «Εισαγωγή στην τεχνική του πιάνου (Ψυχολογία της κινησιολογίας)», β) «Ασκήσεις» σε δύο µέρη: «Η καλλιέργεια της φωνής - θεωρητική προσέγγιση», και «Ρυθµικές και µελωδικές ασκήσεις» (1993), γ) «Το ήθος των βασικών ελληνικών τετραχόρδων» και δ) «∆οµικές φυσιογνωµίες της µουσικής γλώσσας». Αρκετά είναι και τα µουσικοκριτικά
Μιµίκος Θόδωρος: Συνθέτης αρχιµουσικός και καθηγητής µουσικής. Γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 5/9/1935. Η µητέρα του ήταν η Ζαφειρία Παπαδοπούλου από την Κωνσταντινούπολη. Από τα τέλη της
δεκαετίας του ‘40 έζησε στη Θεσσαλονίκη. Ξεκίνησε µουσικές σπουδές στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης µε τον µουσουργό και αρχιµουσικό Σόλωνα Μιχαηλίδη (1903-1979). Αποφοίτησε µε πτυχία ενοργάνωσης (1958), αρµονίας (1959), αντίστιξης (1961) και φούγκας (1963), όλα µε βαθµό άριστα. Το 1972
πήγε µε υποτροφία στο Παρίσι και παρακολούθησε µαθήµατα
Pierre Dervaux (1917-1992) στην Ecole Normal de Paris.
και διευθυντής της Μικτής ∆ηµοτικής Χορωδίας Θεσσαλονίκης (1993-96). Ασχολήθηκε µε την οργάνωση-διεύθυνση και
µε τα οποία έδωσε συναυλίες εντός και εκτός Θεσσαλονίκης. Άρχισε να συνθέτει από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Τα έργα του εµπνέονται από τους µεγάλους Έλληνες ποιητές (Σολωµός, Ελύτης, Βάρναλης, κ.ά.) και από ηρωικά ή θρησκευτικά θέµατα, πατριωτικού περιεχοµένου284, ενώ εµπλουτίζονται µε κλίµακες
τρόπων και πλούσια –ρωµαλέα- ενορχήστρωση µε έµφαση στα κόρνα και τα έγχορδα285 . Βασίστηκε πολύ στην αλλαγή των ρυθµών και χρησιµοποίησε
(κυρίως, τους Τσαϊκόφσκυ και Ρίµσκυ-Κόρσακοβ).
Θόδωρος Μιµίκος, ΑΕΜΘΤ.
τους (κλασικά ή µοντέρνα) θεωρώντας ότι το «συναίσθηµα είναι η βάση » 287. Τελειώνοντας κάποιο έργο πάντα εύρισκε νέα στοιχεία τα οποία ενσωµάτωνε στο επόµενο έργο αποφεύγοντας το στοιχείο της επαναληπτικότητας. Πρέσβευε επίσης ότι τα έργα του είναι «λαϊκά» και ως τέτοια οφείλουν ν’ αγγίζουν την αισθητική του λαού µας288. Επίσης, για τις ανάγκες των µαθηµάτων µουσικής, αλλά και των χορωδιών έγραψε αρκετές διασκευές δηµοτικών τραγουδιών.
284 Καλογερόπουλος, «Μιµίκος Θόδωρος», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 4, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 129-130.
285 Συµεωνίδου Αλέκα, «Μιµίκος, Θόδωρος», Λεξικό Ελλήνων Συνθετών, Φίλιππος Νάκας, Αθήνα 1995, σ. 274.
286 Αυτόγραφή επιστολή του συνθέτη προς τον γράφοντα, Θεσσαλονίκη 27/3/1992.
287 Ό.π.
288 Συλλογική εργασία για το µάθηµα «Νεοελληνική Μουσική» του Ιωάννη Καϊµάκη, επίκουρου καθηγητή του Τµήµατος Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1999.