Μουσουργοί της Θράκης (4 από 7)

Page 1

αλλά και για όσους ενήλικες ή παιδιά των ελληνικών κοινοτήτων επιθυµούσαν να λάβουν µουσική παιδεία. Μετά

εκτός από τη σύνθεσή του «Ο ψαράς» για τρίγωνη χορωδία [1912] 164) και έργα πολυφωνικής εκκλησιαστικής µουσικής.

λόγω των πολιτικοκοινωνικών εξελίξεων στην περιοχή. ∆ιασώθηκαν ελάχιστα προγράµµατα και δηµοσιεύµατα από τα οποία τεκµαίρονται τα όσα προαναγράφονται. Απεβίωσε µάλλον στη Βάρνα πριν από το 1950.

164 Η παρτιτούρα του έργου δηµοσιεύθηκε στη Μουσική, τεύχ. 6, Κωνσταντινούπολη 6/1912, σ. 177 µε το σχόλιο «ωραίον και εύχαρι µουσούργηµα» του Παχτίκου.

165 Εκδόθηκαν στη Βάρνα το 1906 µε δαπάνη του Ιωάννη Ζαρόκωστα. Ανατυπώθηκαν στα Βαλκανικά Σύµµεικτα, τεύχ. 8, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 116-120.

166 Το έργο εκδόθηκε στη Βάρνα το 1901 µε τίτλο «Au monument Phalere». ∆ηµοσιεύθηκε επίσης στη Μουσική, τεύχ. 9, Κωνσταντινούπολη 9/1912, σ.

153 Το 1894 ήλθε στην Αθήνα για τη συνέχιση των µουσικών σπουδών του. Είναι άγνωστο που σπούδασε και πόσο παρέµεινε (ίσως έως το 1902). Μετά την επιστροφή του στη Βάρνα, εκτός από την νέα ανάληψη των καθηκόντων του ως αρχιµουσικού της Φιλαρµονικής Ένωσης, ανέλαβε τη θέση του αρχιµουσικού στη φιλαρµονική του Ελληνικού Φιλαρµονικού Συλλόγου της Στενηµάχου (νυν Αρσένοβγκραντ) (έως το 1915 περίπου). Σε όλες
φιλαρµονικές δηµιούργησε
τµήµατα στα οποία δίδαξε θεωρητικά, όχι
για τα
το πέρας των µαθηµάτων τους απέµεινε ανάλογα πτυχία. Συνέθεσε εµβατήρια, έργα για πιάνο και χορωδία (χαµένα σήµερα
εκκλησιαστικές συνθέσεις
χορωδία, έργο 4. Μεταξύ άλλων περιλαµβάνουν τα: α) «Πρώτον Εωθινόν», β) «Κύριε η εν πολλαίς αµαρτίαις» (τροπάριο της Κασσιανής) και γ) «Άξιον Εστί», αφιερωµένα στη µνήµη των γονέων του Νικολάου και ∆όµνας 165 Συνέθεσε, επίσης, τραγούδια για φωνή και ορχήστρα ή πιάνο, όπως το «Στο µνηµείο του Φαλήρου» (µε υπότιτλο «Τη ελληνική νεότητι») για φωνή και πιάνο σε ποίηση Αχιλλέως Παράσχου, έργο 3 (Έργο αφιερωµένο στη µνήµη των γονέων του. Το συνέθεσε το 1901, µάλλον ενώ ήταν στην Αθήνα166). Είναι σχεδόν βέβαιο ότι συνέθεσε τα τραγούδια µε αφορµή και την παρουσία της Σµυρναίας υψιφώνου Νίνας Φωκά (1870;-1950), η οποία έως το 1906 διέµεινε στη Βάρνα και µάλλον τα πρωτοερµήνευσε σε συναυλίες της Φιλαρµονικής Ένωσης. ∆υστυχώς το µεγάλο αρχείο της Φιλαρµονικής Ένωσης που περιείχε και τις συνθέσεις του καταστράφηκε
τις
µουσικά
µόνο
µέλη των ορχηστρών
∆ιασώθηκαν λίγες
του, όπως τα «Εκκλησιαστικά άσµατα» για δίφωνη και τρίφωνη
274, µε το ασµατολογικό σχόλιο
το
µουσούργηµα, όπερ χάριν της ‘Μουσικής’ µετά συνοδείας κλειδοκυµβάλου εµελοποίησεν ο εν Βάρνη το ευγενές του µουσικού επάγγελµα ευδοκίµως εξασκών Β.Ν. Γουναρόπουλος. Η εκλογή ιδίως ωραίων ποιηµάτων, εξυµνούντων την ελληνική γενναιότητα και την ελληνικήν ελευθερίαν, ιδιαζόντως τιµά τας ευγενείς ορµάς του µουσοπόλου ανδρός ». Βασίλειος Ν. Γουναρόπουλος, «Στο µνηµείον του Φαλήρου», Μουσική.
του Παχτίκου: «Είναι
δεύτερον εµπνευσµένον

Επταµηνίτης Αντώνιος: Συνθέτης, δάσκαλος µουσικής και µαντολινίστας µε ελλειπή βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε στη Ραιδεστό πριν από το 1880. Σπούδασε µάλλον

µουσική στην Κωνσταντινούπολη. Εργάστηκε ως δάσκαλος µουσικής στο 2ο ∆ηµοτικό Σχολείο του Σουφλίου από το 1900 έως το 1914, δηµιουργώντας µαντολινάτες και παιδικές χορωδίες 167, µε τις οποίες παρουσίασε και δικές του

αλλά και επεξεργασίες δηµοτικών τραγουδιών. Το αθόρυβο µουσικοπαιδαγωγικό έργο του συνέχισε αργότερα ο Γιώργος Τσιτσιπάπας (1900;-1967;). Το 1914 διορίσθηκε στην Αστική Σχολή Ραιδεστού και στο Γεωργιάδειο Αρρεναγωγείο αναπτύσσοντας καλλιτεχνική δράση µε τη δηµιουργία παιδικών µαντολινάτων και χορωδιών168. Είναι γνωστή η σύνθεση σκηνικής µουσικής (κυρίως χορωδιακά µέρη) µε δάνεια στοιχεία από τη

για το

δράµα «Η κόρη του Αγάθωνος», το οποίο παρα-

από τις µαθήτριες της Σχολής µε µεγάλη επιτυχία στις 16/3/1914169. Ασχολή-

επίσης, µε την εναρµόνιση δηµοτικών τραγουδιών, µερικά από τα οποία (όπως

«Στα Σάλωνα» και «Παναγιωτίτσα λυγερή») εκδόθηκαν στις Η.Π.Α. στη δεκαετία του ‘30 από τον µουσικό οίκο Apollo Music Co. της Νέας Υόρκης (Καλλιτεχνικαί Εκδόσεις Απόλλων) του Σπυρίδωνος Μπεκατώρου (1860-1938). ∆εν εντοπίστηκε το αρχείο του. Άγνωστο πότε και που απεβίωσε.

Αντώνιος Επταµηνίτης, ∆ιασκευή δηµωδών (δι’ άσµα και πιάνο), Apollo Music Co., Νέα Υόρκη. Αρχείο Στέλιου Τζερµπίνου.

167 Πατέλης Μιχάλης Ε., Σουφλί: Οδοιπορικό στο χθες, ∆ιόσκουροι, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 64.

168 Για τη συναυλία στις 25/1/1914 ο ιδιαίτερος ανταποκριτής Γ. Γιαννακάκης έγραψε µεταξύ άλλων: «…εντός ολίγου χρονικού διαστήµατος ο Αντ. Επταµηνίτης δι’ ευµεθοδεστάτης διδασκαλίας κατώρθωσεν να καταρτίση τους µικρούς παίδας της σχολής και προσαρµόση αυτούς». Γιαννακάκης Γεώργιος, «Η µουσική ανά τον Ελληνισµόν», Μουσική, τεύχ. 27, Κωνσταντινούπολη 3/1914, σ. 88. 169 Ραιδεστηνός, Ιδιαιτέρα ανταπόκρισις στο «Μουσική ανά τον Ελληνισµόν», Μουσική, τεύχ. 28, Κωνσταντινούπολη 4/1914, σ. 125.

154
δηµοτική
θηκε,
συνθέσεις
παράδοση
θεατρικό
στάθηκε
τα:

µουσική στην Ιταλία. Η µόνη γνωστή σύνθεσή

του είναι το «Marche Triomphale» (Θριαµβευτικό εµβατήριο) για πιάνο, έργο αφιερωµένο στον Σουλτάνο. Απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη µετά από το 1930.

Ζαχαριάδης Πέτρος: Συνθέτης, πιανίστας, αρχιµουσικός και καθηγητής µουσικής µε ελλειπή βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης

του Πέραν. Για τις ανάγκες της µουσικής διδασκαλίας του συνέγραψε το µουσικοπαιδαγωγικό πόνηµα Τα θεµέλια της Ωδικής, κατά το νέον της διδασκαλίας σύστηµα , µε υπότιτλο «Πρώται γνώσεις µουσικής». Εκδόθηκε σε δύο τεύχη στην Κωνσταντινούπολη το 1897 από το Πατριαρχικό Τυπογραφείο 171. ∆ιορίσθηκε ως καθηγητής µουσικής στην Ι΄ Πατριαρχική Μουσική Σχολή (ιδρύθηκε το 1899) και δίδαξε ευρωπαϊκή σηµειογραφία.

170 Πρβλ. «Σύνθεσις του εν τω Ωδείω της Βιέννης σπουδάζοντος Έλληνος Π. Ζαχαριάδου εκτελεσθείσα υπό της ορχήστρας του Ωδείου, ην διηύθυνε

155 Ευσταθιάδης Αλέξανδρος: Συνθέτης µε άγνωστα βιογραφικά στοιχεία. Άγνωστο πότε και αν γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου έδρασε στα τέλη του 19ου αιώνα ως µουσικός (πιανίστας) της ορχήστρας της Υψηλής Πύλης στην υπηρεσία του Σουλτάνου Abdülhamit του Β’. Κατά πάσα πιθανότητα σπούδασε
του Κωνσταντίνου Ζαχαριάδη, καθηγητή
(18811905). Σπούδασε µουσική στο Κονσερβατόριο της Βιέννης από το οποίο αποφοίτησε µε δίπλωµα σύνθεσης και πτυχίο πιάνου µε αριστείο (πριν από το 1890), έχοντας ήδη παρουσιάσει δικά του έργα170. Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, γύρω στο 1890, όπου ανέπτυξε καλλιτεχνική δράση. Από το 1894 -και άγνωστο έως πότε- δίδαξε µουσική (ωδική) στο Ζωγράφειο Γυµνάσιο
το 1860. Ήταν γιός
αρχαιολογίας και ιστορίας στη Μεγάλη του Γένους Σχολή
αυτός ο µελοποιός, και µεγάλως επιτυχούσα έτυχε διπλώµατος µετά του βαθµού άριστα». Εβδοµάς, φύλ. 28, Κωνσταντινούπολη 15/7/1889. 171 Ανώνυµος, Κατάλογος των υπό της Πατριαρχικής Κεντρικής Εκπαιδευτικής Επιτροπής επιθεωρηθέντων και ως µη επιληψίµων εγκριθέντων διδακτικών βιβλίων, Πατριαρχικό Τυπογραφείο, Κωνσταντινούπολη 1901, σ. 58. Αλέξανδρος Ευσταθιάδης, Marche Triomphal. Βιβλιοθήκη Κωνσταντίνου Ψάχου.
156 Βραβεύτηκε από την Εταιρεία προς ∆ιάδοσιν των αρχαίων ∆ραµάτων για τη µελοποίηση των χορικών του «Οιδίποδα Τυράννου» του Σοφοκλέους στις 14/1/1901 172. Είναι γνωστό ότι η τραγωδία µε τη µουσική των χορικών του παραστάθηκε στο Γυµνάσιο Ηρακλείου το 1902. Στην παράσταση συµµετείχε και ο Νίκος Καζαντζάκης173. ∆ίδαξε, επίσης, ευρωπαϊκή µουσική στη Μεγάλη του Γένους Σχολή (τουλάχιστον το 1905) 174. Το 1913 δίδαξε στο Ιωακείµιο Παρθεναγωγείο Φαναρίου µε το σύστηµα αριθµητικής σηµειογραφίας 175 . 172 Καιροί, φύλ. 4354, Αθήνα 16/1/1901. 173 ∆ιαδικτυακός ιστότοπος: http://www.cretalive.gr/history/view/mia-theatrikh-parastash-tou-gumnasiou-hrakleiou-to-1902-me-ton-kazantzakh/52788 174 Καλογερόπουλος, «Πρόσωπα Ελληνικής Μουσικής 1900-1925», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 5, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 189. 175 Ό.π. Από την παράσταση του «Οιδίποδα Τυράννου», Ηράκλειο 1902 (ο Πέτρος Ζαχαριάδης καθήµενος αριστερά). Αρχείο Αλέκου Ανδρικάκη.

Ζαχαριάδης, Valse impromptu, Έργο 1, αρ. 2. Μοτσενίγειο Αρχείο.

για πιάνο, έργο 1, αρ.1, αφιερωµένη στην βασίλισσα Όλγα, β) «Valse impromptu» για πιάνο, έργο 1, αρ.2, αφιερωµένο στον φίλο του Σταύρο Κεπετζή, γ) «Valse» για πιάνο, έργο 1, αρ.3, δ) «Bagatelles» για πιάνο, έργο 2, αρ.1, ε) «Treize variations» για πιάνο, βασισµένο σε γερµανικό λαϊκό θέµα, έργο 2, αρ.2, και ζ) Σονάτα για πιάνο, έργο 4. Εκτός από τα πιανιστικά, γνωστά είναι και τα έργα: α) «Ο λύκος και τ’ αρνάκι» για υψίφωνο, βαρύτονο, χορωδία και πιάνο σε ποίηση Αχ. Παράσχου, έργο αρ. 3 177 και β) «Προανάκρουσµα», εισαγωγή για µεγάλη ορχήστρα ή για πιάνο βασισµένη στο διήγηµα του Αλέξανδρου Ραγκαβή (1810-1892), Εκδροµή εις Πόρον, έργο αρ. 5. Ο συνθέτης είχε προτείνει, επίσης, στον Ραγκαβή να του γράψει το λιµπρέτο για µία όπερα. Ο συγ-

176 Μισαηλίδης Χαρίτων, «Το Ιστορικό Φανάρι Κωνσταντινούπολης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόµ. 31, Αθήνα 1965, σ. 339.

177 Για το έργο «Ό λύκος και τ’ αρνάκι» υπήρξε αναφορά στην εφηµερίδα Ακρόπολις, Αθήνα 7/11/1886. Επίσης στο περιοδικό Το Άστυ γράφτηκε ότι ο «κάλλιστος νέος και ευδοκιµώτατος µουσουργός» εξέδωσε στη Βιέννη το 1886 τις πρώτες του συνθέσεις σε «λίαν φιλοκάλοις εκδόσεσιν». Αρ.61, Αθήνα 16/11/1886, σ. 8.

178 Επιστολή του Πέτρου Ζαχαριάδη, Αρχείο Ραγκαβή (φάκελλος 44).

157 Συνέθεσε έργα για πιάνο µε επιρροές από τον γερµανικό ροµαντισµό (Schumann και Brahms), κυρίως κατά τη διάρκεια των µουσικών σπουδών του. Τα ερµήνευσαν σε πολλές επιτυχείς συναυλίες η πιανίστρια Ζηνοβία Κωνσταντινίδου και η κόρη της, στην Κωνσταντινούπολη176. Μεταξύ αυτών, τα ακόλουθα: α) «Andante»
γραφέας του αντιπρότεινε το θεατρικό «∆ιός επίσκεψις», το οποίο όµως δεν άρεσε στον συνθέτη 178, προφανώς επειδή ήταν απρόσφορο για σκηνική παρουσίαση. Επίσης, από τον µουσικό οίκο Χρηστίδη της Κωνσταντινούπολης εκδόθηκε το «Σ’ αγαπώ», έργο για φωνή και πιάνο. Απεβίωσε µάλλον στην Αθήνα, µετά το 1922. Ζηκίδης Χρήστος: Μουσικοδιδάσκαλος και δηµιουργός σχολικών χορωδιών στη ∆υτική Θράκη (Σουφλί, Ορεστιάδα) µε άγνωστα βιογραφικά στοιχεία. Άγνωστο αν υπήρξε και συνθέτης. Πάντως εναρµόνισε δηµοτικά τραγούδια για παιδική χορωδία.
άρθρο της Στέλλας
«Μία άγνωστη επιστολή του Σπύ-
Σαµάρα προς τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή», στο περιοδικό Μουσικός Ελληνοµνήµων, τεύχ. 3, Κέρκυρα 5-8/2009, σ. 15-16. Πέτρος
Αναγράφεται στο
Κουρµπανά
ρου Φιλίσκου

οικογένεια τον σύστησε στη βασίλισσα Αµαλία, η οποία τον έθεσε υπό την προστασία της και τον έστειλε στην Ιταλία για µουσικές σπουδές.

Πράγµατι, στο διάστηµα 1840-47 σπούδασε φλάουτο και σύνθεση αρχίζοντας τη γραφή των πρώτων συνθέσεών του, χαµένων σήµερα

Το 1847 επέστρεψε στην Αθήνα και υπηρέτησε στο παλάτι ως γραµµατέας και µουσικός

άρτια και τη βυζαντινή µουσική. Τιµήθηκε µε διάφορα παράσηµα λόγω της προσφοράς και της αξίας του 181. Επίσης,

του παλατιού λόγω της υποτιθέµενης αναφοράς τους στη βασίλισσα Αµαλία). Επειδή, όµως, θεωρήθηκε ότι τα ερωτικού

στη Ανθολογία Θρακών ποιητών των νεωτέρων χρόνων του Θρακικού Κέντρου (έκδοση Θρακικών, Αθήνα 1936).

179 Ανθολογία Θρακών ποιητών των νεωτέρων χρόνων του Θρακικού Κέντρου, Θρακικά, Αθήνα 1936, σ. 11-12.

180 ∆ιέθετε ένα από τα καλύτερα από πλευράς ποιότητας φλάουτα, το οποίο, µετά τον θάνατό του, πωλήθηκε έναντι 200 λιρών Τουρκίας.

181 Παπαδόπουλος Γεώργιος,

158 Θαλ(λ)ίδης Κωνσταντίνος: Συνθέτης και µουσικός, κάτοχος του νέου συστήµατος βυζαντινής και της ευρωπαϊκής µουσικής. Επίσης, λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στη Σωζόπολη (νυν Σοζοπόλ) της Ανατολικής Ρωµυλίας το 1816. Το πατρικό του όνοµα ήταν Μαστρονικολάκογλου. Το 1828, όταν εξαπλώθηκε πανώλη στην περιοχή, η οικογένειά του κατέφυγε στη Ιερά Μονή της Αγίας Αναστασίας της Φαρµακολύτριας, στο νησάκι απέναντι από τον Πύργο ∆έρκων. Μετά από επίθεση Λαζών πειρατών κατάφερε να ξεφύγει –µε τον θείο του Βενέδικτο- σε άγνωστη Μονή της Χερσονήσου της Κυζίκου. Λόγω της δολοφονίας του θείου του και της επίρριψης του φόνου στον δωδεκαετή Κωνσταντίνο, αυτός διέφυγε και κατέληξε στον Πειραιά µε το νέο επώνυµο Θαλ(λ)ίδης ως ψυχοπαίδι-υπηρέτης στην οικογένεια Μουτσοπούλου 179. Σε αυτό το περιβάλλον ξεδίπλωσε το µουσικό ταλέντο του. Η
φλαουτίστας180, τουλάχιστον για 12 έτη. Στο διάστηµα αυτό συνέθεσε έργα εκκλησιαστικής µουσικής αφού
µελοποίησε ποιήµατά του, πιθανώς για φωνή και πιάνο (Έργα χαµένα σήµερα. Μάλλον καταστράφηκαν από το περιβάλλον
περιεχοµένου λυρικά ποιήµατά του αφορούσαν τη βασίλισσα, κατηγορήθηκε και έπεσε σε δυσµένεια. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Εικάζεται ότι έπασχε από φυµατίωση και µε υπόδειξη των γιατρών του επέστρεψε στην πατρίδα του όπου απεβίωσε το 1861182. ∆υστυχώς, οι συγγενείς του έκαψαν όλα τα χειρόγραφά του θεωρώντας τα ως πηγή µόλυνσης από την ασθένεια. Από τα λίγα διασωθέντα ποιήµατά του, το τιτλούµενο «Θρήνος» και 21 δίστιχά του συµπεριελήφθησαν
γνώριζε
Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής µουσικής, Αθήνα 1904, σ. 213. 182 Κατά µία άλλη εκδοχή, τα Χριστούγεννα του 1860. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος στην Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής µουσικής , Αθήνα 1904, η οποία βρίθει ανακριβειών, έγραψε ότι απεβίωσε από ποδαλγία το 1867.

159 Θεοδωροπούλου Αύρα: Πολυσχιδής προσωπικότητα της ελληνικής µουσικής (πιανίστρια, καθηγήτρια µουσικής, µουσικολόγος, συγγραφέας, αλλά και διανοούµενη µε σηµαντική κοινωνική προσφορά. Επίσης, και συνθέτρια). Γεννήθηκε στην Αδριανούπολη στις 3/11/1880 από εύπορη οικογένεια. Ήταν κόρη του Αριστοµένη ∆ρακόπουλου, γενικού πρόξενου της Ελλάδας, σύζυγος του πολιτικού, λογοτέχνη και ποιητή Σπύρου Ι. Θεοδωρόπουλου (γνωστός ως Άγις Θέρος) και αδελφή της ποιήτριας Μυρτιώτισσας. Σπούδασε πιάνο στο Ωδείο Αθηνών από το οποίο αποφοίτησε το 1900 µε το αργυρό µετάλλιο του Ανδρέα και Ιφιγένειας Συγγρού. Από το 1900 διορίστηκε δασκάλα και κατόπιν καθηγήτρια του Ωδείου Αθηνών (1904-19). Με τις λίγες εµφανίσεις της ως σολίστ εντυπωσίασε

Αύρα Θεοδωροπούλου

δεύτερη –επαυξηµένη και βελτιωµένηέκδοση από τις εκδόσεις Γρ. Κωνσταντινίδη το 1935). Ως ειδική στην ιστορία της µουσικής εξέδωσε τις µελέτες: α) «Η µουσική δια των αιώνων» (διάλεξη στο Ωδείο Αθηνών στις 25/3/1911), β) Μουσικές µελέτες: Ίαµβοι και ανάπαιστοι Παλαµά-Καλοµοίρη (1913) 186, γ) «Μουσικές οµιλίες: Μπαχ, Μπετόβεν, Βάγκνερ» (1915. Για την οµιλία της για τον Beethoven γράφτηκε µεταξύ άλλων: «...η απλή γλώσσα και η αισθητική

183 Α.Μ., «Μουσική. Μουσικαί φυσιογνωµίαι», Παναθήναια, τεύχ. 200, Αθήνα 31/1/1909, σ. 236.

184 Καλογερόπουλος, «Θεοδωροπούλου Αύρα», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 1, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 380-381.

185 Ενυπόγραφο αυτόγραφο (στο ‘Αρχείο Ελλήνων Μουσουργών Θωµά Ταµβάκου’)

κοινό και κριτικούς, ιδίως σε έργα Beethoven και Grieg: «…η Κα Θεοδωροπούλου δεν έχει µόνον τέχνην και αίσθηµα εις την εκτέλεσιν αλλά αντιλαµβάνεται και αποδίδει µοναδικά την µουσικήν σκέψιν… Αποκαλύπτω πως η γνωριµία της µε τον Μπετόβεν…διαφαίνεται εις το σταθερόν και ερµηνευτικό παίξιµον, εις την απλότητα και αποφυγή επιδείξεων, εις την ακρίβειαν και το συγκρατηµένο αίσθηµα » 183. Το 1919, µε οµάδα άλλων καθηγητών (µεταξύ αυτών ο Θησέας Πίνδιος [1886-1934]), ίδρυσε το Ελληνικό Ωδείο, όπου δίδαξε πιάνο και ιστορία της µουσικής 184. Στους πολλούς µαθητές της ο συνθέτης Αιµίλιος Σπηλιωτόπουλος (Σπήλιος) (1893-1981) και οι πιανίστριες Ε. ∆αµάσκου, Ε. Πρωΐου, Μ. Πιζάνη και Αν. Φίλτσου. Το 1936 διορίστηκε καθηγήτρια πιάνου και ιστορίας της µουσικής στο Εθνικό Ωδείο. ∆ίδαξε για 52 συναπτά έτη. Αν και δεν είναι γνωστό, συνέθεσε τουλάχιστον δέκα έργα για πιάνο και µία σονάτα για βιολί και πιάνο (πριν από το 1920) τα οποία, αν και τα παρουσίασε στους µαθητές της, δεν άνευρέθησαν έως στιγµής 185. Επίσης µετέγραψε για βιολί και πιάνο σειρά από κρητικές µαντινάδες που εκδόθηκαν στα Χανιά από τον εκδότη Γοργίας Φορτσάκης (πριν από το 1930. Ακολούθησε
του συνθέτη Αιµίλιου Σπήλιου (Σπηλιωτόπουλος) µε αναφορά στις µουσικές σπουδές του. Πιθανώς τα έργα να ευρίσκονται σε άγνωστο χώρο του Ωδείου Αθηνών, τον κληρονόµο του µουσικού αρχείου της. 186 Πρώτη δηµοσίευση στα Ελληνικά Γράµµατα, τόµ. 2, αρ.17, Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1913, σ. 273-282.

δύναµις της κονφερανσιέρ έδωσαν αλησµονήτους στιγµάς εις τους λατρεύοντας την µεγάλην ψυχήν του ευγενεστέρου δασκάλου της µουσικής τέχνης...») 187, δ) «Ιστορία της Μουσικής» δίτοµη (τόµος Α': 1924. Εκδόθηκε από το Ελληνικό Ωδείο, και τόµος Β’: 1937), ε) «Τα πρώτα

µαθήµατα για πιάνο» (1924. Σε συνεργασία µε τον Μ. Καλοµοίρη), ζ) «Οι γονείς και η µουσική µόρφωση», και η) «∆έκα µεγάλοι Μουσουργοί» µε κριτικές βιογραφίες, από τον Bach έως τον Wagner (1957. Εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος).

Συνεργάστηκε, για περισσότερα από 50 έτη, ως µουσικογράφος και µουσικός κριτικός, µε αρκετές εφηµερίδες (Ακρόπολις, Έθνος, Μάχη, Ασύρµατος ), περιοδικά (Νουµάς, Πινακοθήκη, Νέα Εστία, Γράµµατα, Ταχυδρόµος, Παναθήναια, Αγγλοελληνική Επιθεώρησις Μουσικά Χρονικά) και εγκυκλοπαίδειες (Παγκόσµιο Βιογραφικό Λεξικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας ), γράφοντας εκατοντάδες κριτικά σηµειώµατα για συναυλίες και επίσης πορτρέτα Ελλήνων µουσουργών.

Στη µακρά επαγγελµατική

τρίπρακτη ηθογραφία «Σπίθες που σβύνουν» (προηγήθηκε µία πρώτη αποτυχηµένη απόπειρα το 1901 µε το «Τύχην

λόγω των νέων ιδεών (γυναικεία χειραφέτηση) τις οποίες το θεατρικό έργο κόµιζε («... η βάσις του

είναι χριστιανικώς και µειλιχίως σοσιαλιστική » 188).

Θεοδωροπούλου, «Κρητικές µαντινάδες», εκδόσεις Φορτσάκης, Χανιά, ΕΛΙΑ.

160
σταδιοδροµία της, προωθούσε πάντα µε αληθινή στοργή και χαρά τα πραγµατικά ταλέντα, όσα συναντούσε σε νεαρούς σπουδαστές της µουσικής. Υπέγραφε συχνά τα άρθρα της ως Αύρα Θέρου χρησιµοποιώντας το ψευδώνυµο του συζύγου της (υπέγραφε επίσης και ως ∆έσπω Θαλασσινού [κυρίως στα Παναθήναια]). ∆ιετέλεσε δραστήριο µέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών. Ελάχιστα γνωστή είναι η γραφή θεατρικών έργων αρχής γενοµένης από την
ή θέλησιν», χαµένο σήµερα). Εντάσσεται στον χώρο του οικογενειακού κοινωνικού δράµατος και παραστάθηκε από τη Νέα Σκηνή της Μαρίκας Κοτοπούλη σε µουσική Armand Marschick (1877-1959) υπό τη διεύθυνση ορχήστρας του µουσουργού Γεωργίου Σκλάβου
στις 2/7/1912. Αντιµετωπίσθηκε όµως αρνητικά από το σύνολο
θεατρικών κριτικών
(1886-1976)
των –κατά βάση- συντηρητικών
187 Μία (ψευδώνυµο αγνώστου), «∆ιάλεξις περί Μπετόβεν», Ελληνική Επιθεώρησις, τεύχ. 53, Αθήνα 31/3/1912, σ.132. 188 Ν.Κ., «Από τα θέατρα», Εστία, Αθήνα 3/7/1912. Αύρα

προήδρευσε από το 1922 και έως το 1957 (το 1958 ανακηρύχθηκε

πρόεδρός του). Το 1920 επίσης, πρωτοστάτησε στην ίδρυση του ορφανοτροφείου

Στέγη. Το 1925, µαζί µε τη Μαρία Σβώλου, ίδρυσε τη Νυκτερινή Εµπορική Σχολή Θηλέων και το 1929 την Παπαστράτειο Επαγγελµατική Σχολή. Το 1935, µαζί

Γυναικών στην Εκάλη, τις οποίες διέλυσε ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, επειδή αρνήθηκαν να ενταχθούν στην Ε.Ο.Ν. 190. ∆ιηύθυνε επίσης το

του Συνδέσµου «Ο αγώνας της γυναίκας». Πήρε µέρος σε τουλάχιστον 18

161 Πλούσια υπήρξε η κοινωνική προσφορά και δράση της. Κατά τους Βαλκανικούς Πολέµους εργάστηκε στα νοσοκοµεία. Για την κοιν ωνική δράση της τιµήθηκε µε τα µετάλλια της Βασίλισσας Όλγας, του Βαλκανικού Πολέµου και του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Το 1911 ίδρυσε το Κυριακό Σχολείο Εργατριών
κλίµα το οποίο της παρείχε η πολιτικοκοινωνική συγκυρία, και µε πρωταρχικό στόχο τη συµβολή της γυναίκας στην αντιµετώπιση των προβληµάτων εξαιτίας των συνεχών πολέµων 189. Το 1920, λόγω ένταξης του Συνδέσµου στο τότε Υπουργείο Προνοίας, πρωτοστάτησε στην ίδρυση του
οποίο
µε την Αλεξάνδρα Ιωαννίδη, την Αγνή Ρουσσοπούλου και τη Φανή Σαρεγιάννη, λειτούργησαν τις Εξοχές Εργαζοµένων
δελτίο
διεθνή φεµινιστικά συνέδρια. Στο ένατο συνέδριο της Ρώµης εξελέγη µέλος της διοίκησης της ∆ιεθνούς Ένωσης «για την ψήφο και την ισοπολιτεία των γυναικών » (5/1923). Στην πάντα φιλόξενη οικία της στην Κηφισιά, δεχόταν, επί πολλά χρόνια, κάθε Κυριακή, ό,τι καλύτερο είχε να παρουσιάσει η ελληνική διανόηση από ολόκληρο το φάσµα των τεχνών και των γραµµάτων191. Η οικία της ήταν η ενσάρκωση του ελληνικού σπιτιού, όπως το περιέγραψε η ίδια στο άρθρο που δηµοσίευσε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Ο αγώνας της γυναίκας: «... γεµάτο ήλιο και αέρα, θεµελιωµένο στην ισότητα και τον αµοιβαίο σεβασµό του άντρα και της γυναίκας » (1923). Έως το τέλος της ζωής της παρακολουθούσε όλη την πνευµατική και καλλιτεχνική κίνηση, απόλυτα ενηµερωµένη για κάθε αξιόλογη εκδήλωση και τις πιο σύγχρονες τάσεις παρά την κλονισµένη υγεία της. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 20/1/1963 από οξύ πνευµονικό οίδηµα. 189 Μπουτζουβή Αλέκα, «Γυναικείο Κίνηµα 1909-22», Ιστορία του Νέου Ελληνσµού, τόµ. 6, Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα 2003. 190 Παπαθανάκης Σταύρος, εκδότης - διευθυντής του Βορέα Ορεστιάδας. ∆ηλώσεις στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, Ορεστιάδα 2005. 191 ∆ιαδικτυακός ιστότοπος: http://www.24grammata.com/?p=24013 Αύρα Θεοδωροπούλου, Ιστορία της µουσικής, τόµ. Α΄, Αθήνα, ΑΕΜΘΤ.
και το 1918 τον Σύνδεσµο της Αδελφής του Στρατιώτου αξιοποιώντας το
Συνδέσµου για τα ∆ικαιώµατα της Γυναίκας στον
ως επίτιµη
Εθνική

Ιντζένιτο Τζιοβάννι: Σηµαντικός συνθέτης, αρχιµουσικός και πιανίστας ελληνοϊταλικής καταγωγής από τη Νάπολη Ιταλίας όπου γεννήθηκε το 1876. Μνηµονεύεται εδώ λόγω της ολιγόχρονης διαµονής του στην Κωνσταντινούπολη (αρχές του 20ού αιώνα). Εκεί συνέθεσε µερικά έργα που εκδόθηκαν από τους µουσικούς οίκους Χρηστίδη και Lehner της Κωνσταντινούπολης. Αυτά είναι τα: «Χωρίς καρδιά», «Sérenade d’ amore» σε ποίηση ∆. Βιτάλη και «Σ’ εκείνη» για φωνή και πιάνο, και επίσης το «Valse Constantinople» για πιάνο ή µαντολίνο ή βιολί. Απεβίωσε στη Νέα Υόρκη το 1933.

Καββαδίας Λουκιανός: Συνθέτης και αρχιµουσικός. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 5/10/1879 µε καταγωγή από την Κεφαλλονιά192. Πήρε τα πρώτα µαθήµατα µουσικής στη Μουσική Σχολή Βάλλιας (Μπάλια-Καραϊντίν, κωµόπολη εγγύς της Πανόρµου Μικράς Ασίας) από τον Κερκυραίο αρχιµουσικό Κωνσταντίνο Ζαφειρόπουλο. Συµµετείχε επίσης στην Εστουδιαντίνα (µαντολινάτα µε τραγουδιστές) της πόλης (1906-1910). Ταξίδεψε σε µεγαλουπόλεις της Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη), της Αιγύπτου (Αλεξάνδρεια) και Τουρκίας (Σµύρνη) µε τον ζήλο να γνωρίσει τη µουσική κίνηση και ν’ αποκτήσει ανάλο-

Φιλαρµονική µε την επωνυµία ‘Ο Ορφεύς’. Χάρις στη χορηγία του Ραιδεστηνού µεγαλέµπορου Μιµίκου Κωνσταντίνου και την προσπάθειά του η Φιλαρµονική µετά από δύο έτη, µε ερασιτέχνες µουσικούς, ήταν σε θέση να ερµηνεύει αξιόλογα έργα του κλασικού

162 Θεοχαρίδης Κ.: Κωνσταντινουπολίτης µουσικός και µαντολινίστας µε άγνωστα βιογραφικά στοιχεία. Υπήρξε ο πρώτος που δηµιούργησε µαντολινάτα στο Σουφλί γύρω στο 1903 µε την οποία προσπάθησε να παρουσιάσει διασκευές του από οπερέτες, αλλά και δηµοτικών τραγουδιών. Άγνωστο αν υπήρξε και συνθέτης.
γες εµπειρίες 193. Το 1910 προσκλήθηκε από το Αναγνωστήριο ‘Η Βυσάνθη’ της Ραιδεστού για να οργανώσει τη συσταθείσα
σε συνθέσεις
δικές του, όπως τον
δεστού» για ορχήστρα πνευστών (1912). Από τα πολλά εγκωµιαστικά σχόλια 192 Οι χρονολογίες γέννησης και θανάτου ταυτοποιήθηκαν από τον ιστότοπο www.ancestry.com σε συνδυασµό µε τις δραστηριότητές του (π.χ. γάµος µε την Όλγα Καββαδία, 1893-1986). 193 Ανώνυµος, «Η Φιλαρµονική ‘Ο Ορφεύς’ της Ραιδεστού», Μουσική, τεύχ. 8, Κωνσταντινούπολη 8/1912, σ. 250. Τζιοβάννι Ιντζένιτο, ΕΒΕ.
ρεπερτορίου,
και διασκευές
«Ύµνο της Ραι-

του αρχιµουσικού µε άριστα (1914). Παρακολούθησε επίσης ιδιωτικά µαθήµατα σύνθεσης µε καθηγητή αγνώστου ονόµατος. Παρέµεινε στη Νέα Υόρκη και σταδιοδρόµησε ως επαγγελµατίας µουσικός, ενορχηστρωτής, διασκευαστής και συνθέτης. Στην περίοδο 1920-45 συνέθεσε πολλά και ποικίλα έργα από ολόκληρο το φάσµα της µουσικής δηµιουργίας: λόγια (έργα για ορχήστρα, µουσικής δωµατίου, για πιάνο, βιολί ή µαντολίνο και τραγούδια, βασισµένα σε ελληνικά λαϊκά θέµατα και µοτίβα), ελαφρά (οπερέτες, τραγούδια για επιθεωρήσεις και χορευτικά της εποχής: ταγκό, βαλς και

(1884-1941), Θεόφραστου

γόρη Κωνσταντινίδη (1893-1979) και Θάνου Ζάχου (1884-1946). Στις αρχές

(1883-1950),

Σακελλαρίδη («Πω!πω!πω!» από τον «Αρλεκίνο» και «Θέλω σαν πρώτα» από το «∆ιαβολόπαιδο»), Χατζηαποστόλου («Μόνο µ’ εσένα» και «Σαν όνειρο» από τους «Απάχηδες των Αθηνών», «Αγάπης λόγια» από τους «Ερωτευµένους») και δύο λαϊκά τραγούδια του («Σαµιώτισσα» και «Προσφυγοπούλα»). Το δεύτερο τεύχος περιείχε 7 διασκευές του από οπερέτες των Σακελλαρίδη («Στο στόµα, στο στόµα» από τον «Βαφτιστικό», «Η γλυκειά Νανά» και «Το τρίβε τρίβε» από τη «Γλυκειά Νανά», «Μ’ ένα φιλί σου» από τον «Καπετάν Τσανάκα», «Τα τρελλά πουλιά» από το «Θέλω να δω τον Πάπα»), Χατζηαποστόλου («Η παιχνιδιάρα» από το «Κορίτσι της γειτονιάς», και «Πόσο σ’ έχω συµπαθήσει» από τους «Απάχηδες των Αθηνών») και τη δυωδία

163 στον ηµερήσιο και περιοδικό τύπο αξίζει αναφοράς αυτό της Μουσικής: «... ο µουσικός δε του ‘Ορφέος’ κ. Λ. Καβαδίας ανοµολογείται εκ των λίαν ευµεθόδων και φιλοτίµων διδασκάλων της µάγου τέχνης » 194, «... η επί δύο και ήµισυ έτους εργασία αυτού ενταύθα µας παρέχει πολλάς ελπίδας δια το µέλλον του λαµπρού νεαρού µας µουσουργού» 195 Ο διακαής πόθος του να εµπλουτίσει και τελειοποιήσει τις µουσικές γνώσεις του τον έφερε στην τότε Academy of Music της Νέας Υόρκης (ιδιωτικό ωδείο) όπου γράφτηκε στις τάξεις διεύθυνσης ορχήστρας.
-και αφού κατέπληξε τους καθηγητές του µε το ταλέντο και την ικανότητά του-
φόξτροτ), λαϊκή (ρεµπέτικα τραγούδια και επίσης τραγούδια σε ζεϊµπέκικο και χασάπικο ρυθµό, τα περισσότερα σε στίχους της συζύγου της Όλγας, τραγουδίστριας του ρεµπέτικου). Επίσης δεκάδες είναι οι διασκευές του σε έργα και τραγούδια άλλων συνθετών (κυρίως στον χώρο του κωµειδυλλίου και της οπερέτας) όπως των Νίκου Χατζηαποστόλου
της δεκαετίας του ‘20 δηµιούργησε στη Νέα Υόρκη τον µουσικό εκδοτικό οίκο ‘L. Cavadias’. Σε αυτόν εξέδωσε πολλές από τις συνθέσεις και διασκευές του σε τραγούδια άλλων συνθετών. Το 1924 κυκλοφόρησαν από τον οίκο του τρία τεύχη µε οκτώ συνθέσεις έκαστο, µε τίτλο «Μουσική Συλλογή Λ. Καββαδία δια µανδολίνο, βιολί ή κλαρίνο, µαζί µε τας λέξεις». Το πρώτο τεύχος περιείχε 6 διασκευές του από οπερέτες των Ερµή Πόγγη («Ξενύχτηδες» από τον «Πει-
του «Η αγάπη» σε στίχους Ο. Καββαδία. Το τρίτο τεύχος περιείχε 194 Ανώνυµος, «Η Φιλαρµονική ‘Ο Ορφεύς’ της Ραιδεστού», Μουσική, τεύχ. 7, Κωνσταντινούπολη 7/1912, σ. 222. 195 Ό.π., σ. 25. Λουκιανός Καββαδίας, ΒΛΒ.
Με υπερπροσπάθεια
τελικά πήρε το δίπλωµα
Σακελλαρίδη
Γρη-
ρασµό»),

Σµυρνιά» και «Ενθυµήσου σκληρά» βαλς. Τα προαναγραφέντα έργα του εκδόθηκαν επίσης σε γραφή για φωνή και πιάνο. Από τον µουσικό οίκο εκδόθηκαν και τα φόξτροτ του: α) «Egyptiana» και β) «Mexicana». Επίσης είναι γνωστές οι εκδόσεις των

συρτός για φωνή και πιάνο ή µαντολίνο (µετά το 1930), β) του «Χασάπικου» και γ) του «Ζεϊµπέκικου» για πιάνο (1940), και του φωνογραφηµένου τραγουδιού «Τα πουλιά σαν κελαϊδούν» σε στίχους της συζύγου του (1941)196

Το 1925 δηµιούργησε τη

σε δίσκους 78 στροφών. Είναι γνωστές επίσης οι φωνογραφικές εκδόσεις από τη φωνογραφική εταιρεία ‘Acropolis ’ όπου µε την ορχήστρα του φωνογράφησε τα έργα «Πόλκα Θάλεια» του Josef Strauss, «Μπάλος, Ελληνικός χορός», «Λατέρνα της Πόλης» και το «Μαύρο

Σχίζας και ο τραγουδιστής Πέτρος Κυριακού) για τους οµογενείς στις Η.Π.Α. µε ποικίλες δραστηριότητες

κ.ά.).

προβληµάτων

περιόρισε

του µετά τη δεκαετία του ‘40. Απεβίωσε στην Αστόρια της Νέας Υόρκης τον Μάρτιο του 1970. 196 Αναγράφεται στο «Part 3: Musical Compositions» (New Series, Volume 36, Part 5) του καταλόγου των ‘Copyright Entries’ της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσσου, Η.Π.Α. 1941.

164 τις συνθέσεις του για φωνή και µαντολίνο ή βιολί ή κλαρινέτο: α) «Αναµνήσεις» ταγκό και β) «Ξεµυαλίστρα» χορός καλαµατιανός. Επίσης, τις διασκευές του: «Μίαν µόνη ποθώ», «Η γυναίκα που σκοτώνει» ταγκό (µουσική και στίχοι Θέµη Νάλτσα), «Στην έρηµη ρεµµατιά» βαλς, «Αχ! Γιατρέ µου», «Η
συνθέσεών του: α) της µαζούρκας «Από καρδία προς καρδίαν» για µαντολίνο και µαντόλα ή κιθάρα, β) της «Πολίτισσας»,
φωνογραφική εταιρεία ‘Hellas’ από την οποία –και έως το 1940 περίπου- κυκλοφόρησαν 40 τουλάχιστον φωνογραφικές εκδόσεις
Γεµενί» του Μ. Καλοµοίρη (άγνωστο αν τα υπόλοιπα δύο είναι
1924). Συνεργάστηκε µε την Οπερέτα Παντοπούλου δηµιουργώντας µία εστία πολιτισµού (µαζί µε συνθέτες όπως ο ∆ηµοσθένης Ζάττας, ο Ιερόθεος
δικά του. Έτος κυκλοφορίας:
(παραστάσεις µε οπερέτες, κωµειδύλλια, συναυλίες,
Λόγω
υγείας
κατά πολύ τις δραστηριότητές

γιο Κωνσταντινούπολης (πιάνο και θεωρητικά) και στη συνέχεια στην Ακαδηµία Μουσικής της Αγίας Πετρούπολης αποσπώντας πτυχία και διπλώµατα σύνθεσης, ενορχήστρωσης, διεύθυνσης ορχήστρας, πιάνου, βιολιού και κλαρινέτου (1875-80). Το 1880 ήλθε στη Σήλυµνο (νυν Σλίβεν) της Ανατολικής Ρωµυλίας. Εκεί έζησε έως τον θάνατό του (µε µικρά

και ορχήστρα, µαθήµατα ωδικής και ασκήσεις µουσικής (σολφέζ, κλίµακες)198. Είναι γνωστό ότι διορίστηκε και διηύθυνε ως αρχιµουσικός τη Στρατιωτική Φιλαρµονική της πόλης για τουλάχιστον 10 χρόνια παρουσιάζοντας και δικά του

165 Καλοµάτης Ιωσήφ 197: Συνθέτης, αρχιµουσικός και κυρίως, µουσικοπαιδαγωγός. Γνωστός µε την επωνυµία «Λεβαντίνος», είναι µία ευχάριστη έκπληξη για την ελληνική παρουσία στην Ανατολική Ρωµυλία. Λίγα στοιχεία είναι γνωστά γι’ αυτόν, αφού ολόκληρο το αρχείο του έχει χαθεί ή ευρίσκεται σε άγνωστο µέρος. Γεννήθηκε στη Χίο στις 2/11/1857 από Γαλλοϊταλό πατέρα µε χιώτικη καταγωγή και Ελληνίδα µητέρα. Μετά το 1860 η οικογένειά του ήλθε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί σπούδασε µουσική στο Γαλλικό Ροβέρτειο Κολλέ-
Φιλιππούπολη και τη Σόφια) διορισθείς ως δάσκαλος µουσικής και γαλλικών
εκπαίδευση. Μιλούσε µε επάρκεια έξι γλώσσες: ελληνικά, γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά, βουλγαρικά και τουρκικά. Το 1883 δηµιούργησε την πρώτη παιδική ορχήστρα στη χώρα. Ακολούθησε η δηµιουργία τουλάχιστον πέντε αντίστοιχων ορχηστρών σε διάφορες βουλγαρικές πόλεις. Το 1884 συνέταξε το πρώτο –µε χρονολογική σειράπολυσέλιδο βιβλίο σχολικής µουσικής µε τίτλο «Εγχειρίδιο της µουσικής µε θεωρία και πρακτικές ασκήσεις για τα Γυµνάσια και τα ∆ηµοτικά σχολεία της Βουλγαρίας» σε ευρωπαϊκή σηµειογραφία. Περιείχε 60 τραγούδια –τα περισσότερα δικά του- για χορωδία
έργα. Μετά από το 1890 διορίσθηκε ως υπεύθυνος της µουσικής εκπαίδευσης των σχολείων της Βουλγαρίας. Εργάστηκε συστηµατικά για την εξύψωση του πολιτιστικού επιπέδου της χώρας. Στην περίοδο 1890-1910 συνέλεξε πολλά τραγούδια 197 Τα στοιχεία του λήµµατος προέρχονται από το ερευνητικό υλικό στον φάκελλο ‘Ι. ΚΑΛΟΜΑΤΗΣ’ του ΑΕΜΘΤ. 198 Εκδόθηκε µε δικά του έξοδα από το τυπογραφείο A.R. Lauermann. Βρίσκεται στην Κεντρική Βιβλιοθήκη ‘Ζόρα’ (Αυγή) του νυν Σλίβεν. Ιωσήφ Καλοµάτης, «Εγχειρίδιο µουσικής», ΑΕΜΘΤ.
διαστήµατα διαµονής στη
στη µέση

το όνοµά του όπως και ένα πολιτιστικό κέντρο στην περιοχή όπου έζησε. Είναι παντελώς άγνωστη (ή επιµελώς αποσιωπηµένη) η σχέση του µε την Ελλάδα και την ελληνική κοινότητα, λόγω και της εθνικιστικής στάσης της Βουλγαρίας. Το 1926 ή 1927

στροφών. Απεβίωσε στη Σήλυµνο στις 14/5/1917. Καρακάσης Αχιλλεύς: Αρχιµουσικός φιλαρµονικών και συνθέτης µε ελλειπή βιογραφικά στοιχεία. Έδρασε στην Κίο (σήµερα Gemlik) της Βιθυνίας. Άγνωστο αν γεννήθηκε εκεί ή στην Κωνσταντινούπολη, πιθανώς γύρω στο 1870. Σπούδασε µουσική στην Κωνσταντι-

νούπολη και επέστρεψε στην Κίο. Εκεί

δίδαξε µουσική και δηµιούργησε την

ορχήστρα πνευστών του Μουσικού

Συλλόγου Κιανέων µε µουσικούς νεα-

ράς ηλικίας. Με την ορχήστρα είχε

αξιόλογη δράση και πέρα από την Κίο.

Η δε καλλιτεχνική προσφορά του και η

«…ευδόκιµος µουσική εργασία τόσον

εν Κίω, όσον και ενταύθα και εν άλλαις

επαρχίαις, ήτο λίαν ευφήµως γνωστή» 199 .

Ο Αχχιλέας Καρακάσης µε την ορχήστρα πνευστών του Μουσικού Συνδέσµου Κιανέων, Μουσική.

Είναι γνωστή η συναυλία της στο Παρθεναγωγείο Κίου στις 2/3/1914. Σε αυτή «… όστις προσθέτων εις την Τέχνην την άκραν ευσυνειδησίαν και την µεγάλην θέλησίν του κατορθώνει να µεταβάλλει τας επαρχίας εις Ωδεία », «…εξετελέσθη πλούσιον και ποικίλον πρόγραµµα µε-

199 Ανώνυµος, «Αχιλλεύς Καρακάσης», Μουσική, τεύχ. 31-32, Κωνσταντινούπολη 7-8/1914, σ. 215.

166 βουλγαρικής δηµώδους µουσικής τα οποία εναρµόνισε. Άγνωστο πότε, εξέδωσε συλλογή µε 35 τραγούδια πατριωτικού περιεχοµένου για φωνές, χορωδίες και ορχήστρες πνευστών ή για φωνή και πιάνο. Στις αρχές του 20ού αιώνα –µετά την παραίτησή του από τη Στρατιωτική Φιλαρµονική- δηµιούργησε την ορχήστρα εγχόρδων και τη µαντολινάτα της Σηλύµνου µε τις οποίες έδωσε πολλές συναυλίες. Συνέθεσε τουλάχιστον δύο παιδικές όπερες και πέντε οπερέτες, σε δικά του κείµενα στη βουλγαρική, εµβατήρια και έργα για µπάντα πνευστών, όπως και χορωδιακά τραγούδια, όλα χαµένα σήµερα ή σε άγνωστη βιβλιοθήκη. Στο νυν Σλίβεν δύο οδοί φέρουν
φωνογραφήθηκε το εµβατήριό του «Πατρίδα» σε ηχογράφηµα 78

ασφυκτικώς την αίθουσαν κόσµος εις εν µέγα εύγε και δαιµωνιώδη χειροκροτήµατα », β) «Chanson Ottoman (Οθωµανικό τραγούδι)»

τελειότατα µε όλους τους Ανατολικούς χρωµατισµούς και της µεταπτώσεις της οθωµανικής µουσικής », γ) «Ελληνική ραψωδία» για ορχήστρα πνευστών (α.χ. «Είναι από τα αθάνατα Ρωµαίϊκα τραγούδια, βαλµένα και ραµµένα τεχνικώτατα µε όλον το βουνίσιον άρωµα, µε όλην την µεγαλοπρέπειαν. Εδώ δεν χειροκροτούν. Εδώ κλαίουν »), δ) «Η ζωή εις την Κίον» για ορχήστρα πνευστών (χ.χ. «… φανταστική σύνθεσις του Αχ. Καρακάση. Πάλιν η Φιλαρµονική µας µε τα καλά παιδιά µας είπαν µε τες τρόµπες και τα κλαρίνα τους ότι η ζωή εις την Κίον είνε κατι εύµορφον, ποιητικόν όταν µάλιστα ηµπορούµεν να έχωµεν κάπως συχνώτερα τέτοιας απολαύσεις »200), και ε) συλλογή από θέµατα (potpourri) της όπερας «Trovatore» του Verdi σε δική του διασκευή για πνευστά. Απεβίωσε στην Κίο τον Ιούνιο το 1914.

Καρατζόλας Κωνσταντίνος: Αρχιµουσικός, ο πρώτος διευθυντής της Φιλαρµονικής Αλεξανδρού-πολης (1928-33), µε άγνωστα βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1900. Συνέθεσε ολιγάριθµα εµβατήρια και µεταξύ αυτών ένα πένθιµο.

Κ(Χ)αρικιόπουλος Ιωσήφ 201: Συνθέτης µε άγνωστα βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1890. Πιθανώς είναι γιός του συνθέτη

167 τά πάσης ακριβείας, τόσον από αισθητικής και τεχνικής απόψεως, όσον και από καλλιτεχνικής ». Σε αυτή ερµηνεύθηκαν οι συνθέσεις του: α) «Εµβατήριον του Συλλόγου» σε ενορχήστρωση για φλάουτο, βιολί και πιάνο (χ.χ.). Για την ερµηνεία του έργου από τους νεαρούς µουσικούς «…εξέσπασεν ο κατακλύζων
για ορχήστρα πνευστών (χ.χ.) βασισµένο σε ποικίλµατα της τουρκικής µουσικής το οποίο «…απέδωκεν η ορχήστρα
και οργανίστα Κωνσταντίνου Κ(Χ)αρικιόπουλου. Σπούδασε µουσική µάλλον µε τον πατέρα του. Ασχολήθηκε µε το ελαφρό θέατρο γράφοντας µουσική για επιθεωρήσεις, έργα για πιάνο βασισµένα σε ρυθµούς της εποχής του και τραγούδια για φωνή και πιάνο. Μερικά από αυτά εκδόθηκαν από τον µουσικό οίκο D’Andria της Κωνσταντινούπολης. Είναι γνωστή η σύνθεσή του «Mon petit bijou» ταγκό για πιάνο (1926) από την οποία εµφαίνεται ότι ήταν σηµαντικός συνθέτης. Άγνωστο πότε και που απεβίωσε. 200 Ανώνυµος, «Η συναυλία του Μουσικού Συλλόγου Κιανών», Μουσική, τεύχ. 28, Κωνσταντινούπολη 4/1914, σ. 124. 201 Τα στοιχεία του λήµµατος από ερευνητικό υλικό στον φάκελλο ‘Ι. Κ(Χ)ΑΡΙΚΙΟΠΟΥΛΟΣ’ του ΑΕΜΘΤ. Ιωσήφ Κ(Χ)αρικιόπουλος, «Mon petit bijou», ΒΛΒ.

Κ(Χ)αρικιόπουλος

Κωνσταντίνος

202: Συνθέτης, µουσικοπαιδαγωγός και οργανίστας µε ελάχιστα γνωστά βιογραφικά

στοιχεία. Γεννήθηκε µάλλον στην Κωνσταντινούπολη πριν από

το 1860 όπου σπούδασε µουσική. Ανήκε σε οικογένεια καθολικών (ενδεχοµένως και ο πατέρας του Νικόλαος να ήταν συν-

θέτης και οργανίστας203). Μάλλον συνέχισε τις µουσικές

σπουδές του στο Μιλάνο της Ιταλίας (σύνθεση και εκκλησιαστικό όργανο). Στην Κωνσταντινούπολη επέστρεψε γύρω στο

1885 αφού έκτοτε -και έως το 1915- µνηµονεύεται σε ετήσιους

καταλόγους ως καθηγητής πιάνου και φωνητικής αλλά και ως οργανίστας στον Ιερό Ναό του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας, τη µεγαλύτερη εκκλησία των Καθολικών στην Κωνσταντινούπολη. Γνωστές είναι οι συνθέσεις του: α) «Tu es Petrus» για βαρύτονο, χορωδία και εκκλησιαστικό όργανο (πριν από το 1880) 204, β) «Allegro moderato» για εκκλησαστικό όργανο (1890. Η πρώτη –µε χρονολογική σειρά- γνωστή σύνθεση για εκκλησιαστικό όργανο Έλληνα συνθέτη205), γ) «Hymne de la Constitution» (Ύµνος του Τουρκικού Συντάγµατος) για φωνή και

το 1930).

Τα στοιχεία του λήµµατος από ερευνητικό υλικό στον φάκελο ‘Κ. Κ(Χ)ΑΡΙΚΙΟΠΟΥΛΟΣ’ του ΑΕΜΘΤ.

Στο ΑΕΜΘΤ υπάρχει δηµοσίευµα για την αποδοχή της συµφωνίας µεταξύ του Νικολάου Κ(Χ)αρικιόπουλου και του µουσικού οίκου D’Andria για την πληρωµή του πρώτου σε παράδοση ολοκληρωµένης µουσικής σύνθεσής του. The London Gazette, φύλ. 2933, Λονδίνο 6/6/1865.

204 Ευρίσκεται στη Biblioteca Nazionale Braidense του Μιλάνου.

205 Εκδόθηκε από τον µουσικό οίκο C.G. Röder της Λειψίας, µαζί µε έργα Caspard, Couperin, Grosjean και Haydn.

206 Εντοπίστηκε στη συλλογή πατριωτικών τραγουδιών και ύµνων του Ferdinard Beyer, εκδ. Brünn, πρώην Τσεχοσλοβακία,

168
πιάνο, αφιερωµένος στον Σουλτάνο (1908) 206, και δ) «Χαίρε ω θεία, που µάγια τόσα δίχως µίληµα σκορπάς» (ή «Η µουσική») για φωνή και πιάνο ή εκκλησιαστικό όργανο σε ποίηση Γερ. Μαρκορά (1913) 207. Η µελέτη τους καταδεικνύει τις στέρεες µουσικές γνώσεις και το µεγάλο ταλέντο του. Συνέθεσε επίσης και άλλα έργα για εκκλησιαστικό όργανο, τραγούδια για φωνή και πιάνο και χορωδιακά των οποίων η τύχη αγνοείται. Άγνωστο πότε απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη (πάντως πριν από
202
203
1940. 207 Είναι αφιερωµένο στον Κωνσταντινουπολίτη βαρύτονο Ι. Καταζά. ∆ηµοσιεύθηκε στη Μουσική, τεύχ. 19-20, Κωνσταντινούπολη 7-8/1913 µε το σχόλιο του Παχτίκου στη σ. 179: «Το σύνθεµα τούτο του εγκρίτου οµογενούς µουσουργού είναι τόσο ωραίον εις έµπνευσιν, τόσο πλούσιον εις εκφράσεις και ποικίλα τεχνικά σχήµατα, ώστε πάσα περί αυτού κριτική να είναι περιττή». Κωνσταντίνος Κ(Χ)αρικιόπουλος, «Η µουσική», Μουσική.

σύνθεσης. Απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1940. Κόκκινος Νικόλαος: Συνθέτης λαϊκών χορωδιακών τραγουδιών (καντάδες), από τους µεγαλύτερους Έλληνες τραγουδοποιούς όλων των Εποχών. Αυθεντικός τροβαδούρος και κιθαρίστας, σχεδόν αυτοδίδακτος, προσέγγισε όλα τα είδη του λαϊκού τραγουδιού, µε επιδεξιότητα και ποικιλία, δηµιουργώντας παράλληλα ιδιαίτερο είδος αθηναϊκής καντσονέτας, άλλοτε εύθυµης και άλλοτε αισθηµατικής. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1861. Συνέθεσε περισσότερα από 300 τραγούδια. Απ’ αυτά ελάχιστα είναι διασκευές ή µεταγραφές.

χρονολογείται ίσως από το 1895. Όµως η δηµιουργικότερη περίοδός του ήταν µεταξύ των ετών 1900-1910 κατά την οποία

Νικόλαος Κόκκινος,

169 Κατζιάς Ιωσήφ: Συνθέτης, αρχιµουσικός και µουσικοπαιδαγωγός µε άγνωστα βιογραφικά στοιχεία. Άγνωστο αν γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου έζησε δραστηριοποιηθείς µε τη διδασκαλία µουσικής σε µουσικά τµήµατα διαφόρων συλλόγων όπως στον Ελληνικό Σύλλογο ‘Ερµής’ του Πέραν στον οποίο δηµιούργησε χορωδία και ορχήστρα208. Συνέθεσε τραγούδια για φωνή και πιάνο, χορωδιακά και έργα µουσικής δωµατίου τα οποία θεωρούνται χαµένα σήµερα ή ευρίσκονται σε άγνωστο αρχείο. ∆ιετέλεσε µέλος επιτροπών διαγωνισµών
Σχεδόν όλα τους είναι πρωτότυπα και όλα τους έγιναν «κτήµα» του ελληνικού λαού. Η πρώτη του σύνθεση, η «Ξανθούλα»,
επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη, τουλάχιστον τρεις φορές. Στο τέλος του 1919 ήταν οικονοµικά και ηθικά αποκαµωµένος.
γιατί προαισθανόταν πως θα του συµβεί κακό. Πράγµατι, από ολιγόµηνη διαµονή στην Κωνσταντινούπολη απεβίωσε, στις 6/1/1920, µετά από καρδιακή προσβολή και γι’ αυτό µνηµονεύεται εδώ. 208 Η µετονοµασία του µουσικού τµήµατος σε Ωδείο συνάντησε τις επικρίσεις του Παχτίκου, λόγω του περιορισµένου αριθµού µαθητών και µαθηµάτων. Πρβλ. Παχτίκος, «Η µουσική ανά τον Ελληνισµόν», Μουσική, τεύχ. 30, Κωνσταντινούπολη 6/1914, σ. 178.
Τότε του ζήτησαν να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη µε όρους εξαιρετικά ευνοϊκούς. Όµως δεν ήθελε να πάει
«Αν µ’ αγαπούσες».

Κολάσης Βύρων: Βιολονίστας, αρχιµουσικός, µουσικοπαιδαγωγός και συνθέτης. Προικισµένος µε σπάνια µουσικά χαρίσµατα και διαθέτοντας ίσως το καλύτερο «µου-

σικό αφτί» το οποίο εµφανίστηκε στη χώρα µας (το όνοµά του ήταν συνώνυµο του ελληνικού βιολιού), αυτοδίκαια κατατάσσεται στους µεγάλους της ελληνικής µουσικής, µε διεθνή ακτινοβολία. Γεννήθηκε στην Αντιγόνη των Πριγκιποννήσων στις 20/3/1921, από γονείς µε καταγωγή από την Τραπεζούντα. Ήλθε στην Αθήνα, µε την οικογένειά

του, µετά τη µικρασιατική καταστροφή (1924).

Άρχισε να µελετά βιολί στα έξι του χρόνια. Μεγάλο ταλέντο, έδωσε το πρώτο ρεσιτάλ

σε ηλικία 9 ετών στο θέατρο Κεντρικό. Σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών µε τον Ισπανό βιολονίστα Joseph Bustindui (1882-1960). Αποφοίτησε το 1938 µε α’ βραβείο παµψηφεί. Ήδη

10 ετών ήταν στα πρώτα βιολιά της Συµφωνικής Ορ-

Αµέσως σχεδόν άρχισε να δίνει συναυλίες, στην Ελλάδα, και στο εξωτερικό, όπως αυτή στον Φ.Σ. ‘Παρνασσός’ στις 11/11/1933 στην

στη δεκαετία του ’50, συνέθεσε τα περισσότερα έργα του, γύρω στα εικοσιπέντε 211, µεταξύ των οποίων, τέσσερις σονάτες για βιολί και πιάνο, τρία τρίο εγχόρδων, δύο κουαρτέτα εγχόρδων και µία σουίτα για έγχορδα. Το αρχειακό

υλικό του δεν έχει εντοπισθεί, η δε οικογένειά του αδιαφορεί για την τύχη του µε αποτέλεσµα τα µουσικά χειρόγραφα σπουδαίων έργων,

209 Ο µουσικοκριτικός Μίνως ∆ούνιας τον χαρακτήρισε ως «βιολιστή αλάνθαστο από τεχνικής απόψεως και φλογερό στην έκφραση» («Η µουσική εβδοµάς», Τα Νέα, 2/5/1950).

210 Καλογερόπουλος, «Κολάσης Βύρων», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής

170
την
χήστρας του Ωδείου
οποία ερµήνευσε έργα για βιολί του µουσουργού Γεωργίου Πλάτωνος
µόλις 12ετής, αποσπώντας πολλές εγκωµιαστικές κριτικές 209. Από το 1940 διετέλεσε τακτικός καθηγητής βιολιού µουσικής δωµατίου στο Εθνικό Ωδείο (ο µικρότερος σε ηλικία καθηγητής για εκείνη την εποχή). Το 1943, σε ηλικία 22 ετών, διηύθυνε για πρώτη φορά τη Συµφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας Αθηνών. Το 1946 ανέλαβε τα ηνία της διεύθυνσης της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, διατηρώντας επίσης τη θέση του εξάρχοντος βιολονίστα (από το 1949 έως το 1968 οπότε παραιτήθηκε). Στην περίοδο 1946-51 σπούδασε σποραδικά στη Scola Cantorum των Παρισίων παίρνοντας δίπλωµα φυγής και διεύθυνσης ορχήστρας210. Κατά πάσα πιθανότητα τότε, αλλά και
από
ηλικία
Αθηνών.
(1910-1993),
, τόµ. 3, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 210-211. 211 Προφορική µαρτυρία (γύρω στο 2000) του αείµνηστου συνθέτη, µουσικολόγου και ερευνητή Τάκη Καλογερόπουλου (1946-2009), µε τον οποίο ο γράφων είχε στενότατη συνεργασία στη γραφή του επτάτοµου Λεξικού της Ελληνικής Μουσικής το οποίο κατά κόρον µνηµονεύεται ως βασική πηγή των παρόντων ληµµάτων. Βύρων Κολάσης, ΑΕΜΘΤ.

σχέση αυτοσχεδιασµού και µορφής, οι όροι του διαλόγου ανάµεσα στο βιολί και το πιάνο και, τέλος, η ίδια η πιανιστική γραφή συνηγορούν στην άποψη αυτή. Εκτός από το µέρος του βιολιού (µε αυτονόητη τη «βιολιστική» γραφή), θαυµασµό προκαλεί και το µέρος του πιάνου που βρίθει ευρηµάτων και ξεχειλίζει από ήχο και χρώµατα.

Παρά τις όποιες διακριτές επιρροές, το έργο έχει έντονο προσωπικό χαρακτήρα. Αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτήρας προβάλλει τελικά µέσα

του λυρικού ρεπερτορίου. Μεταξύ αυτών, και τις παραστάσεις ελληνικών µελοδραµατικών έργων: α) «Ηρώ και Λέανδρος» 216 του Ανδρέα Νεζερίτη (1897-1980), β) «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» και «Το ∆αχτυλίδι της µάνας» του Μ. Καλοµοίρη 217. ∆ιηύθυνε συνολικώς 20 όπερες των Bellini («La Sonnabula»), Massenet («Werther»), Puccini («Madame Butterfly»), Verdi («Aida», «Falstaff»,

212 Προφορική µαρτυρία (2013) του κορυφαίου βιολονίστα Γιώργου ∆εµερτζή στον γράφοντα.

213 Κατά τον µουσικολόγο-ερευνητή Γιώργο Λεωτσάκο το έργο γράφτηκε το 1947 ή το 1948. Λεωτσάκος Γιώργος, «Ελληνικές Μουσικές Γιορτές: Κύκλος 8ος», Εξπρές, αρ. φύλλου 14710, Αθήνα 30/6/2012, σ. 37.

214 Προφορικές µαρτυρίες στον γράφοντα του Τάκη Καλογερόπουλου και του Γιώργου ∆εµερτζή.

215 Ανάλυση του έργου από τον συνθέτη Φίλιππο Τσαλαχούρη (1969- ) για το έντυπο πρόγραµµα του Τρίτου Κύκλου των Ελληνικών Μουσικών Γιορτών, Αθήνα 2007, σ. 62.

216 Πρώτη παρουσίαση στις 12/11/1970.

217 Ο Μανώλης Καλοµοίρης (αλλά και αρκετοί Έλληνες συνθέτες) του αφιέρωσε το έργο «Κοντσερτάκι» για βιολί και ορχήστρα.

171 όπως: α) η ηχογραφηµένη (από τον ίδιο και τον µουσουργό-πιανίστα Κωνσταντίνο Κυδωνιάτη [1908-1996] –στη δεκαετία του ’60- για λογαριασµό της Ραδιοφωνίας της ΕΡΑ. Περιέργως όµως η ερµηνεία έχει πολλά λάθη, ίσως από τη «συστολή» του να εµφανισθεί ως συνθέτης 212) και β) η ερµηνευµένη δηµόσια (ευτυχώς µε θαυµάσια ερµηνεία από τον Γιώργο ∆εµερτζή –κορυφαίο σήµερα βιολονίστα- και τον Θανάση Αποστολόπουλο στην αίθουσα ‘Μητρόπουλος’ του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών στις 30/4/2007, στο πλαίσιο του Τρίτου Κύκλου των Ελληνικών Μουσικών Γιορτών) Σονάτα για βιολί και πιάνο, έργο 18 (πριν από το 1951) 213 να µην είναι διαθέσιµα 214. Το µοναδικό ερµηνευµένο έργο του έχει σαφή γαλλικό
Η αρµονική γλώσσα και οι
µεταπτώσεις,
προσανατολισµό.
τονικές
η
από αντιθέσεις τις οποίες σπάνια συναντάµε σε ένα έργο που ηχεί γαλλικό 215. Πάντως είναι γεγονός ότι απέκρυψε συστηµατικά –κατά τη βιωτή του- την πλευρά του ως συνθέτη αποφεύγοντας τη δηµοσιοποίηση και παρουσίαση των συνθέσεών του. Πίστευε –αναίτια- ότι η µουσική δηµιουργία του είναι υποδεέστερη σε σύγκριση µε την αντίστοιχη άλλων Ελλήνων συνθετών, αλλά και σε σχέση µε την καλλιτεχνική παρουσία του ως σολίστ βιολιού και αρχιµουσικού. Το 1954 ίδρυσε και κατά καιρούς διηύθυνε την Ορχήστρα ∆ωµατίου Αθηνών ή Καµεράτα Αθηνών (µε πολλές εµφανίσεις στην Ελλάδα, στην Κύπρο και στο εξωτερικό). ∆ηµιούργησε επίσης το Κουαρτέτο Κολάση (για έγχορδα) µε το οποίο έδωσε αρκετές συναυλίες και ηχογράφησε πλήθος έργων (έως τα τέλη της δεκαετίας του ’60), όπως το κουαρτέτο εγχόρδων του Θόδωρου Αντωνίου (1935- ), την «Ποιµενική Σουίτα» του Μ. Βάρβογλη, τη «Λήθη» του Μ. Καλοµοίρη, του 2ο κουαρτέτο εγχόρδων του Αλέκου Κόντη (1899-1965) κ.ά. Από το 1960 διετέλεσε αρχιµουσικός της Αυλής (έως την κατάργηση της θέσης). Το 1963 διετέλεσε µέλος της Επιτροπής του ∆ιεθνούς ∆ιαγωνισµού Τραγουδιστών Όπερας στη Σόφια. Το 1965 διορίσθηκε ως πρώτος αρχιµουσικός της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Έως το 1981 διηύθυνε δεκάδες παραστάσεων αρκετών έργων

«Trovatore»), και επίσης musicals των Kern («Show Boat», στις 10/2/1974) και Porter («Kiss me Kate», στις 27/3/1970).

αρχιµουσικός εµφανίστηκε σε περισσότερες από 20 χώρες (Ιταλία, Ελβετία, Γαλλία, Ηνωµένο Βασίλειο, Ισπανία, Πορτογαλία, Αυστρία, Σουηδία, Βέλγιο, Ρουµανία, Βουλγαρία, τέως Σοβιετική Ένωση, τέως Γιουγκοσλαβία, Αίγυπτος, Τουρκία κ.α.). Συνεργάστηκε µε δεκάδες γνωστούς πιανίστες (Κ. Γαϊτάνος, Γ. Θυµής, Κρ. Καλοµοίρη, Α. Κουνάδης, Κ. Κυδωνιάτης, Γ. Παπαδόπουλος, Γ. Πλάτων, κ.ά.), µουσικούς (Γ. Ζερβάνος, Λ. Λιώτση, Κ. Πάτρας, Λ. Στάµος, Ν. Φραγκιά κ.ά.) και αρχιµουσικούς (Θεόδωρος Βαβαγιάννης [1905-1988], Αντίοχος Ευαγγελάτος [1903-1984], Ιωσήφ Ριτσιάρδης [1896-1979], Ανδρέας Παρίδης [1910-2000], ∆ηµήτρης Χωραφάς [1914-2004], κ.ά.). Με αυτούς ερµήνευσε και ηχογράφησε περισσότερα από 60 έργα Ελλήνων συνθετών όπως τα έργα

δ) ∆ωδεκανησιακή Σουίτα του Γιάννη Κωνσταντινίδη (1903-1984), ε) «Κυπριακή Σουίτα» του Άλκη Μπαλτά (1948- ), ζ) Σονάτα του Γιώργου Πονηρίδη (1887-1982), κ.ά., τα έργα για ορχήστρα (κυρίως τη δεκαετία του ’60 µε τη Συµφωνική Ορχήστρα του

Κολάσης ως σολίστ βιολιού, ΑΕΜΘΤ.

είναι καταχωρηµένες 120 τουλάχιστον ηχογραφήσεις του σε έργα για βιολί, µουσικής δωµ ατίου, κοντσέρτα για βιολί και ορχηστρικά, ξένων συνθετών οι οποίες µαρτυρούν το κορυφαίο ταλέντο του ως σολίστ και αρχιµουσικού. Τιµήθηκε µε πλήθος διακρίσεων, όπως µε τον Ταξιάρχη Γεωργίου Α' και τον Ταξιάρχη του Φοίνικα, τον Χρυσό Σταυρό Αγίου Μάρκου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, τα διάσηµα του αξιωµατικού της γαλλικής Λεγεώνας της Τιµής κ.ά. Στους πάµπολλους µαθητές του και οι: Φώτης Ευστ. Βλάχος, Βάγιας ∆εληγιάννης, Γερτρούδη ∆ούνια, ∆άφνη Ζαφειρακοπούλου, Μανώλης Καζαµπάκας, Στέλιος Καφαντάρης, Κυριάκος Πάτρας, Ξένη Σακελλαρίου, Σάµος Θώµας, Γιώτα Σαραβάλου, Tιτίκα Χαλκουτσάκη κ.ά. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 17/4/1999 µετά από σύντοµη ασθένεια.

172
το 1978 –και έως το 1987- κατείχε τη θέση του πρώτου αρχιµουσικού της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Από το 1982 ανέλαβε τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Ωδείου την οποία διατήρησε έως τον θάνατό του. ∆ιετέλεσε
βιολιού στο Πανεπιστήµιο Enescu της Ρουµανίας. Ως σολίστ
για βιολί και πιάνο: α) Σονάτα του Γιώργου Γεωργιάδη (1912-1986), β) Σονάτα του Α. Ευαγγελάτου, γ) Σονάτα του Μ. Καλοµοίρη,
Εθνικού Ιδρύµατος Ραδιοφωνίας): α) «Το πανηγύρι» του Μ. Βάρβογλη, β) Μικρή Συµφωνία» του Θεόδωρου Καρυωτάκη (1903-1978), γ) Συµφωνικό τρίπτυχο του Αλ. Κόντη, δ) «Ναυσικά» µπαλέτο του Σόλωνα Μιχαηλίδη (19031979), ε) «Ψαλµοί του ∆αβίδ» του Α. Νεζερίτη, ζ) Ελληνική Σουίτα του Γιώργου Σαχινίδη (1915-1990) κ.ά. Στο ΑΕΜΘΤ, αλλά και σε άλλα αρχεία,
«Tosca»,
Από
επίσης καθηγητής
και
Ο Βύρων

τις µουσικές του σπουδές στο Ελληνικό Ωδείο (πιάνο µε την Χαρίκλεια Καλοµοίρη [1878-;]). Ακολούθως και µε τη

µήτριο Μακρή (1905-1964) και Σπύρο Φαραντάτο (1895-1962). Το 1952 έλαβε δίπλωµα πιάνου και το 1956 δίπλωµα σύνθεσης από το Ελληνικό

Ρουσοπούλου-Ματέϋ (1902-1999), το Ελληνικό Χορόδραµα της Ραλλούς Μάνου (1915-1988) παρουσιάζοντας δύο και τέσσερα χοροδράµατα αντιστοίχως. Συνεργάστηκε, επίσης, µε τον Μάνο Χατζιδάκι (ως πιανίστας ερµήνευσε έργα του, όπως οι «Έξι λαϊκές ζωγραφιές») και τον Μίκη Θεοδωράκη, µε τους οποίους διατηρούσε φιλία. Με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών ερµήνευσε, σε πρώτη ελληνική εκτέλεση, το Κοντσέρτο για πιάνο του Αράµ Χατσατουριάν (1903-1978) στις 8/3/1953. Την ίδια περίοδο άρχισε να γράφει τις πρώτες συνθέσεις του για το θέατρο (όπως για τις παραστάσεις τ ου Εθνικού: «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», «Ελένη», «Κυµβελίνος» [1957-58]) και τον κινηµατογράφο («Τζό ο τροµερός» του Ντίνου ∆ηµόπουλου [1955], «Το κορίτσι µε τα µαύρα» [1955], «Τελευταίο ψέµα» [1957] και «Ερόϊκα» [1960] του Μιχάλη Κακογιάννη, «Αντιγόνη» του Γιώργου Τζαβέλα [1961. Η µουσική της βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης] και «Ουρανός» του Τάκη Κανελλόπουλου [1962]). Συγκαταλέγεται στους πρώτους Έλληνες συνθέτες που ενδιαφέρθηκαν για το ρεµπέτικο. Το ρεµπέτικο, µαζί µε τη µουσική

173 Κουνάδης Αργύρης: Μουσική προσωπικότητα βεληνεκούς, µε ευρωπαϊκή σταδιοδροµία. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 14/2/1924, στους κόλπους οικογένειας µε κεφαλλονίτικη καταγωγή218. Αποτέλεσε έναν ακόµη εκπρόσωπο του Μείζονος Ελληνισµού από εκείνους που η κοσµοπολίτικη νοοτροπία βοήθησε να διαπρέψουν επιλέγοντας δύσβατο δρόµο και παρακάµπτοντας τα όρια του περιορισµένου µικροελλαδικού πεδίου δράσης. Άρχισε µαθήµατα πιάνου µε τη µητέρα του σε ηλικία 4 ετών. Με παρότρυνση του Μ. Καλοµοίρη συνέχισε
συµβολή του Μενέλαου Παλλάντιου (1914-2012)219 πήγε στο Ωδείο Αθηνών όπου σπούδασε πιάνο, µε καθηγητές τους ∆η-
Ωδείο µε καθηγητή τον Γιάννη Aνδρέου Παπαϊωάννου (1910-1989) µε τον οποίο σπούδασε και ανώτερα θεωρητικά. Κατά τη διάρκεια της γερµανικής Κατοχής δραστηριοποιήθηκε στην Ε.Π.Ο.Ν. και το 1943 συνέθεσε τον πρώτο ύµνο της οργάνωσης σε στίχους Γιώργου Τσαπόγα. Συνελήφθη για τη δράση του και κλείστηκε στις φυλακές της Καλλιθέας. Εκεί, για καλή του τύχη, ήταν διοικητής ένας Ιταλός µουσικός. Μόλις έµαθε ότι ο Κουνάδης είναι επίσης µουσικός, τον απελευθέρωσε κρυφά, τρεις µέρες µετά τη σύλληψή του. Από το 1950 συνεργάστηκε µε τον Χορευτικό Όµιλο της Πολυξένης
των Bartok και Στραβίνσκι, αλλά και η κεφαλλονίτικη αριέτα και καντάδα, επηρέασαν βαθιά τα πρώτα έργα του, της περιόδου 1949-57. Τα περισσότερα από αυτά αποκήρυξε αρ218 Καλογερόπουλος, «Κουνάδης Αργύρης», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 3, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 293-295. 219 «Αργύρης Κουνάδης και το λαστιχένιο φέρετρο», µία συζήτηση µε τους Κ. Λυγνό και Ι. Βαλέτ, διµηνιαίο περιδικό Πολύτονον, τεύχ. 8, Αθήνα 1-2/2005, σ. 32. Αργύρης Κουνάδης, ΑΕΜΘΤ.

γότερα, ενδίδοντας σε µία σκληρή και άδικη αυτοκριτική θεωρώντας ότι είχαν πολλές ατέλειες ως πρωτόλεια και «είναι γραµµένα στο γόνατο » 220. Στα αποκηρυγµένα έργα περιλαµβάνονταν τα χοροδράµατα: α) «Σάπφειρος» (1950), β) «Μορφές µιας γυναίκας» (1950), γ) «Ηλιογέννητη» (1952) και δ) «Πανδώρα» (1953). Στις µαγνητοταινίες εκείνης της εποχής του αρχείου της Ε.Ρ.Τ. διασώζονται, επίσης, η «Μικρή Σουίτα» για πιάνο, κλαρινέτο, έγχορδα και κρουστά (1955), η «Μουσική για πιάνο και ορχήστρα» (1955. Η πρώτη παρουσίασή του έλαβε χώρα από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών µε αρχιµουσικό τον Ανδρέα Παρίδη [1910-2000] και σολίστ τον συνθέτη στις 23/12/1956) και τα µπαλέτα «Νεκρές φύσεις» και «Παρωδία στ' άσπρα» (1956), και «Μαντάµ Ορτάνς» (1956-58)221. Στα έργα αυτά, ο συνθέτης, γεννηµένος µελωδιστής, εξέφρασε αυτό το χάρισµα σε σελίδες ενός προσωπικού, ειλικρινούς και µεσογειακούς κλασικισµού 222. ∆ιέσωσε ο ίδιος ευτυχώς, από εκείνη την περίοδο, τέσσερα έργα: α) «Σχέδια για ένα καλοκαίρι» (έξι ποιήµατα του Γ. Σεφέρη) για βαρύτονο και πιάνο (1949. Τα πέντε από αυτά τον απασχολούσαν ήδη από το 1949. Αναθεώρησε το έργο το 1961, για

φτάσει στην τελική του µορφή το 1981. Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο κύκλο

στη µορφή των lieder, όπου ο συνθέτης

µέσα που οφείλουν να επιστρατεύσουν οι ερµηνευτές που θα τα αποδώσουν. Η συνοδεία πιάνου είναι µινιµαλιστική,

λιτής σερενάτας), β) «Μουσικές στιγµές» για βιολί και πιάνο (1949-50), γ) «Συµφωνιέτα σε µι µε πιάνο obligato» και δ) «Απόσπασµα από τον θρήνο της Αντιγόνης του Σοφοκλέους» για γυναικεία φωνή και 5 πνευστά, (1956).

Αργύρης Κουνάδης, Ρεµπέτικα (γερµανική έκδοση), ΑΕΜΘΤ.

220 Στρούξ Κριστόφ, «Αργύρης Κουνάδης», Αφιέρωµα στον Αργύρη Κουνάδη στη σειρά συναυλιών «Μουσικές του 20ού και του 21ου αιώνα», Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αθήνα 2006, σ. 3-6.

221 Λεωτσάκος, «Αργύρης Κουνάδης, Παγκόσµιο Βιογραφικό Λεξικό, τοµ. 5, Αθήνα 1991. 222 Λεωτσάκος, «Ο Αργύρης Κουνάδης. Η πνευµατική οδύσσεια και οι Βάκχες», στο έντυπο πρόγραµµα του λυρικού δράµατος «Ευριπίδου Βάκχαι», Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αθήνα 1996, σ. 7.

174
δανείζεται πολλά στοιχεία από το παραδοσιακό και λαϊκό τραγούδι για να φτιάξει ένα σύνολο αµιγώς λυρικών τραγουδιών. Μελοποιήσεις απαιτητικές, ίσως όχι τόσο από άποψη αρµονίας και ρυθµών, όσο περισσότερο για τα εκφραστικά
αναλύεται σε ραψωδικά µελίσµατα και εξελίσσεται σε µιµητικό διάλογο προς τη φωνή, σε ροµαντικούς τόνους
να
τραγουδιών

Το 1958 µε υποτροφία του Ιδρύµατος Κρατικών Υποτροφιών -και αργότερα του γερµανικού κράτουςσπούδασε στη Hochschule für Musik (Κρατική Μουσική Ακαδηµία) του Freiburg im Breisgau (Φράϊµπουργκ) της Γερµανίας, σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας, µε καθηγητές τον συνθέτη και παιδαγωγό Wolfgang Fortner (1907-1987) και τον αρχιµουσικό

το 1972 καθηγητής στην

Ανέλαβε επίσης τη διεύθυνση του µου-

συνόλου Musica Viva και των προγραµµάτων του Ινστιτούτου Σύγχρονης Μουσικής (1967-74. Τα προγράµµατα αυτά επίσης υπάγονταν στην πανεπιστηµιακή έδρα της Ακαδηµίας). Μετά την αποκήρυξη του πρώιµου συνθετικού έργου, έστρεψε το µουσικό

του βλέµµα στο ατονικό, το δωδεκάφθογγο, το σειραϊκό και το αλεατορικό σύστηµα, επιλέγοντας µια υπερµοντέρνα µουσική τεχνοτροπία βυζαντινής αυστηρότητας, η οποία δίνει έµφαση στον µελοποιηµένο λόγο και

το δραµατικό στοιχείο. Στοιχεία

εποχής223. Παρόλο που η κάθε νότα είναι ελεγχόµενη, ο συνθέτης επέλεξε συχνά ανορθόδοξες λύσεις. Ο έµφυτος λυρισµός του, ωστόσο, παραµένει όπως και η πεποίθησή του ότι «η τέχνη πρέπει να συνεχίζει την παράδοση µε σύγχρονα µέσα » 224

223 Στρούξ, «Αργύρης Κουνάδης», Αφιέρωµα στον Αργύρη Κουνάδη στη σειρά συναυλιών «Μουσικές του 20ού και του 21ου αιώνα», Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αθήνα 2006, σ. 3-6.

224 «Αργύρης Κουνάδης και το λαστιχένιο

175
και συνθέτη Karl Ueter (1900-1985). Το 1963 διορίστηκε βοηθός του Fortner στο πανεπιστηµιακό Τµήµα Σύνθεσης και Θεωρίας, και
Φράϊµπουργκ.
Ακαδηµία του
σικού
που µεταφέρονται ακόµη και στα συµφωνικά του έργα. Το νέο αυτό ύφος βασίζεται στον χρωµατισµό της Σχολής της Βιέννης (κυρίως του Alban Berg [1885-1935], καθώς και στη σειραϊκή µουσική του Pierre Boulez (1925- ) και άλλων πρωτοπόρων συνθετών της
.
φέρετρο», µία συζήτηση µε τους Κ. Λυγνό και Ι. Βαλέτ, διµηνιαίο περιοδικό Πολύτονον, τεύχ. 8, Αθήνα 1-2/2005. σ. 32-36. Αργύρης Κουνάδης, «3 Ποιήµατα του Κ.Π. Καβάφη», ΑΕΜΘΤ.

και οι «5 συνθέσεις για ορχήστρα» (1958). Επίσης, τα: α) «Χορικό» για συµφωνική ορχήστρα (1958. Ήταν το πρώτο ελληνικό έργο το οποίο ερµηνεύθηκε στις εκδη-

λώσεις της Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής [IGNM – SIMC] στην Κολωνία το 1959. Επίσης, το πρώτο ελληνικό έργο που παίχτηκε από

τον δασκαλό του W. Fortner το 1961), β) «∆οκίµιο» για µεγάλη ορχήστρα ∆ωµατίου (1959), γ) Κουαρτέτο για έγχορδα (1960), δ) «3 Νυχτερινά» για γυναικεία φωνή, βιόλα, βιολοντσέλο, φλάουτο, τσελέστα και βιµπράφωνο σε ποίηση Σαπφούς (1960), ε) «Πέντε Ποιήµατα του Καβάφη» («Εκόµισα εις την τέχνη», «Θυµήσου, σώµα…», «Φωνές», «Επέστρεφε» και «Μακρυά») για φωνή και πιάνο (1961. Έργο µε σύντοµες µελοποιήσεις και έντονη συγκινησιακή φόρτιση, σε αντίθεση µε τη λιτότητα των µέσων έκφρασης), ζ) «Έξι και µία τύψεις για τον ουρανό», συνοδεία απαγγελίας ποιηµάτων Οδυσσέα Ελύτη για φωνητικό και ενόργανο σύνολο (1964), η) «Quattro pezzi» για φλάουτο, βιολοντσέλο και πιάνο (1966), θ) «Ετεροφωνικά ιδιόµελα» για συµφωνική ορχήστρα (1967), ι) «Επιτύµβιον

του Τσαρλς Ε. Άιβς» για 13 φλάουτα και οµάδα κρουστών (1972), κ) «Τρία ρεµπέτικα» για δύο κιθάρες (1974. Το

σε κάποια σηµεία των αφηρηµένων κανόνων. Αν και η σύνθεση είναι ατονική, δεν λείπουν νύξεις οι οποίες βασίζονται στην επανάληψη των ιδίων φθόγγων226), ν) «9 ποιήµατα του Μίλτου

για βαρύτονο, µικτή χορωδία, τρία

Αποτελείται από µία εισαγωγή, επτά τµήµατα και µία εκτενή Coda), ρ) «Προανάκρουσµα σε µία ελεγεία» για βιολον τσέλο και πιάνο (1991), σ) «Χορικά» για υψίφωνο, γυναικεία χορωδία και ορχήστρα δωµατίου, σε αρχαιοελληνικό κείµενο από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη (1994. Κατά τον συνθέτη είναι «ένα µέσα στο έργο» 227 [εντάχθηκε στο λυρικό δράµα «Ευριπίδου Βάκχαι»], κατά έναν τρόπο

θυµίζει σκηνικές συνήθειες του µπαρόκ), τ) «Χορεία Ι» για υψίφωνο, χορευτή και µικρό ενόργανο σύνολο (1997) και

«Αργύρης

176 Πέτυχε να διαµορφώσει µία εντελώς προσωπική µουσική γλώσσα και µε αυτή ως όχηµα εµβολίασε την κλινική εγκεφαλικότητα του ατονικού πλαισίου της δράσης του µε ιδιωµατική εκφραστικότητα µεγάλης δύναµης η οποία τον κατατάσσει σε µια µορφή µεταµοντέρνου µουσικού εξπρεσσιονισµού 225. Στα έργα του -ιδιαίτερα σε αυτά της τελευταίας περιόδου- συχνά εκδηλώνεται ένας οξύτατος σαρκασµός ο οποίος εξακοντίζει και βέλη κοινωνικής κριτικής. Από το σύνολο του έργου του, ξεχωρίζουν τα «Πέντε σκίτσα» για φλάουτο
Φιλαρµονική του Βερολίνου µε
πρώτο γράφτηκε στον χορό του χασάπικου [2/4], το δεύτερο στον χορό του ζεϊµπέκικου [2/4] και το τρίτο στον χορό του συρτού [4/4]. Πρόκειται για µία σκιαγράφηση των ιδιωµάτων αυτών χωρίς συσχετισµό µε αντίστοιχες προσεγγίσεις στην εθνική µουσική σχολή), λ) «Αηδόνι» για υψίφωνο και δέκα κοντραµπάσα (1975), µ) «Per viola ed orchestra da camera» (1977. Βασίζεται σε ένα µόνο τέµπο, η δε γραφή χαρακτηρίζεται από τη σειραϊκή τεχνική και το στιγµατογραφικό ύφος, µε κάποιες µικρές αλλαγές
Σαχτούρη»
βιολοντσέλα, δύο κοντραµπάσα, κιθάρα, πιάνο και κρουστά (1979), ξ) «Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω» για κουϊντέτο πνευστών (1980), ο) «Τρία ποιήµατα του Ρίχαρντ Βάγκνερ» για υψίφωνο και πιάνο (1983. Τελείως άγνωστα στην Ελλάδα), π) «Per pianoforte ed
Παραγγελία της ΕΡΤ, είναι γραµµένο για την 75η επέτειο των γενεθλιών του Γ.Α.
νές» για φωνή και ύδραυλι σε ποίηση Κωνσταντίνου Καβάφη (2000). 225 Λεωτσάκος,
Κουνάδης», Παγκόσµιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, τόµ. 5, Αθήνα 1991, σ. 63. 226 Στρούξ, «Αργύρης Κουνάδης», Αφιέρωµα στον Αργύρη Κουνάδη στη σειρά συναυλιών «Μουσικές του 20ού και του 21ου αιώνα», Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αθήνα 2006, σ. 3-6. 227 Συζήτηση των Αργύρη Κουνάδη και Γιώργου Λεωτσάκου, Freiburg 23/2/1996.
τη
διευθυντή ορχήστρας
στη µνήµη
orchestra da camera» (1985.
Παπαϊωάννου.
που
υ) «Ιδανικές φω-

ασυνήθιστες τεχνικές: α) «Ο Γυρισµός», σε λιµπρέτο Καίης Τσιτσέλη από την οµότιτλη νουβέλα της (1961. Αναθεωρήθηκε το 1974 και το 1987-88. Μεταφορά του µύθου των Ατρειδών στη σύγχρονη εποχή, µε προσαρµογή πρόζας και µουσικής στις δύο ψυχολογικές συντεταγµένες της πλοκής. Η µοναδική όπερά του η οποία παραστάθηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή στις 23/3/991 και το 1998), β) «Το λαστιχένιο φέρετρο» (Der Gummisarg), µονόπρακτη όπερα για σύνολο δωµατίου, 45λεπτης διάρκειας, σε κείµενο Βασίλη Ζιώγα στη γερµανική (1962. Πρώτη παρουσίαση: Βόννη, 8/4/1968), γ) «Τα µαγεµένα αναλόγια» (Die verhexten Notenständer), γκροτέσκο σκηνικό έργο για ορχήστρα δωµατίου, σε κείµενο Carl Valentin (1969. Αναθεωρήθηκε το 1991. Εδώ υπάρχει συνδυασµός µελωδιών του Verdi και του Wagner µε βάση µία δωδεκάφθογγη σειρά228. Πρώτη παρουσίαση: Όπερα του Φράϊµπουργκ, 1968), δ) «Τειρεσίας», σκηνικό έργο για µεγάλη ορχήστρα, σε επτά σκηνές και ιντερµέδια, σε κείµενο του συνθέτη (1974. Πρώτη παρουσίαση: Χαϊδελβέργη, 18/4/1975), ε) «Η απόδραση» (Der Ausbruch) για µεγάλο σύνολο δωµατίου, σε κείµενο του Walter Jens (1975. Ίσως το πιο δύσκολο έργο του αφού απαιτεί τη συµµε-

229. Παραγγελία του P. Boulez

για τα 20χρονα του Φεστιβάλ του Μπάϊρόιτ. Πρώτη παρουσίαση: Θέατρο του Μπάϊρόιτ, 25/8/1975. Το έργο αργότερα απεσύρθη από τον συνθέτη), ζ) «Το κοντραµπάσο» (Die Bassgeige) για ‘ορχήστρα σαλονιού’, εννέα κοντραµπάσα και µαγνητοταινία, σε κείµενο του Α. Τσέχωφ (1978. Πρώτη παρουσίαση: Φράϊµπουργκ, 13/1/1979), η) «Αποχαιρετισµός του µέτοικου», σκηνή για έναν άνδρα και πιάνο (1982), θ)

«Ο

άνθρωπος µε την άµµο» (Der Sandman), µουσικό θέατρο για ορχήστρα δωµατίου, σε κείµενο του E.T.A. Hoffmann (1983-84. Ο κεντρικός ρόλος αποτυπώνει την κατάσταση του ανθρώπου ο οποίος κατευθύνεται, χωρίς αντιστάσεις, από την οικογένειά του και την κοινωνία. Η µουσική του µουσικού θεάτρου έχει δύο κατευθύνσεις: την ατονική -ή «αντιτονική», κατά τον συνθέτη- και τις συµµετρικές αρχές πολυτονικό-

228 Στρούξ, «Αργύρης Κουνάδης», Αφιέρωµα

177 Συνέθεσε
έργα
µε
τοχή µαζών. Ο συνθέτης το χαρακτηρίζει ως «καθολικό θέατρο» [ισότιµη µίξη των τεχνών. ∆ράση συν λόγος]
επίσης έντεκα όπερες-µουσικά θέατρα-σκηνικά
µε ιδιαίτερα σαρκαστική διάθεση, στις οποίες πειραµατίσθηκε
πολλές
στον Αργύρη Κουνάδη στη σειρά συναυλιών «Μουσικές του 20ού και του 21ου αιώνα», Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αθήνα 2006, σ. 3-6. 229 Βρεττός Κ., «Αργύρης Κουνάδης», συνέντευξη στο µηνιαίο περιοδικό Ήχος & Hi’Fi, Αθήνα 3/1976, σ. 56-57. Πρόγραµµα αφιερώµατος στο ΜΜΑ, ΑΕΜΘΤ.

τητας οι οποίες βασίζονται σε ακουστικές εµπειρίες του 230. Πρώτη παρουσίαση: Όπερα Stabile, Αµβούργο, 2/1987), ι) «Επίλογος Ι», σκηνή για έναν εκτελεστή-αφηγητή στο κοντραµπάσο, µικτή χορωδία και µαγνητοταινία, σε ποιήµατα του Μίλτου Σαχτούρη σε γερµανική απόδοση (1989), κ) «Επίλογος Β», σκηνή για βαρύτονο, προπαρασκευασµένη ταινία και σύνολο δωµατίου, σε 10 ποιήµατα του Μ. Σαχτούρη, 1989 (1992. Το έργο περιλαµβάνει εκτενή ενόργανα µέρη και αλεατορικά επεισόδια. Αρχίζει και τελειώνει µε πολύ απλά τονικά τραγούδια της χορωδίας.

την ίδια χρονιά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 8/6/1992), και λ) «Ευριπίδου Βάκχαι», λυρικό δράµα

κείµενο (1995. Εδώ ο συνθέ-

για την ερµηνεία της τραγωδίας µε βάση το αριστοτελικό «ηδυσµένω λόγω», δίδοντας µεγάλη βαρύτητα στον λόγο και αναπτύσσοντάς τον σε όλα τα δυνατά είδη εκφοράς. Η µουσική των χορικών οδηγείται από την αρχαιοελληνική µετρική [µε βάση τον Αριστόξενο] και χαρακτηρίζεται από τη µεγάλη ρυθµική ποικιλία231. Παραγγελία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών στο οποίο παρουσιάστηκε στις

‘60, του ‘70 και του ‘80 έγραψε πολλά ελαφρά και λαϊκά τραγούδια, τα οποία φωνογραφήθηκαν (αναφέρονται

ηχογραφήµατα µε λαϊκά τραγούδια του: «∆εν περισσεύει υποµονή» [1973], «Ρόδα είναι και γυρίζει» [1974], «Το Ταξείδι» [1975], «Εν Αθήναις» [1976], «Made in Greece» [1977. Για το οµότιτλο σήριαλ του B. Γκούφα] και «Μακρινή γειτονιά» [1982]), τραγουδήθηκαν από γνωστούς τραγουδιστές

και Μουσικών Κριτικών. Σεµνός και αυτοκριτικός, αρνήθηκε να εξαργυρώσει οτιδήποτε παρεµπίπτον στη µουσική του, συµπεριλαµβανοµένης της συνεπούς ένταξής του στην ελληνική αριστερά. Έργα του υπάρχουν σε 33 ηχογραφήµατα. Απεβίωσε στο Φράϊµπουργκ στις 22/11/2011.

230 Σχινά Κατερίνα, «Αργύρης Κουνάδης. Το εθνικό και το αληθές», συνέντευξη στο µηνιαίο περιοδικό Τέταρτο, Αθήνα 1987, σ. 26-31.

231 Παπανικολάου ∆ηµήτρης, «Οι Βάκχες ζωντανεύουν στο Μέγαρο», άρθρο µε συνέντευξη στο ‘Έργα & Ιδέες’, Ηµερησία, Αθήνα 11/5/1996, σ. 31.

232 Έντυπο πρόγραµµα του λυρικού

178
Παρουσιάστηκε
για σολίστ, γυναικείο χορό και µεγάλη ορχήστρα δωµατίου, σε λιµπρέτο του συνθέτη βασισµένο στο αρχαιοελληνικό
της προσπάθησε να
τη δική
20/4/1996) 232 Σε όλα τα σκηνικά έργα του υπάρχει µία κάθετη οργάνωση (αρµονία), αλλά και µία µελωδική ανέλιξη του έργου (ένα είδος cantata ricercar). Η συµµετοχή του συνθέτη στον σχεδιασµό και την επεξεργασία όλων των σκηνικών έργων του θυµίζει –άσχετα µε τη διαφοροποίηση πολλών ιστορικών δεδοµένων- την ταύτιση σε ένα πρόσωπο ποιητή και µουσουργού στην αρχαία Ελλάδα. Πρόκειται για µία ιδέα µουσικής δηµιουργίας η οποία συνδυάζει σηµαντικά στοιχεία του ελληνικού και του γερµανικού πολιτισµού233. Αρκετές από τις συνθέσεις του εκδόθηκαν από τους µουσικούς οίκους: Modern, Bote und Bock, P.G. Tonger, Verlag, Breitkopf und Härtel, Γαϊτάνος, και τις Μουσικές Ε κδόσεις του Υπουργείου Πολιτισµού. Τις δεκαετίες του
(Σωτηρία Μπέλλου, Ελένη Βιτάλη, Αντώνης Καλογιάννης, Τζένη Βάνου, Ρένα Κουµιώτη, Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου κ.ά.) και αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό. Μεταδόθηκαν δε δεκάδες φορές από την ΕΡΤ. Ήταν µέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών και άλλων µουσικών φορέων της Γερµανίας. Η νόσος του Πάρκινσον η οποία τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία οκτώ χρόνια της βιωτής του, του στέρησε χαρές, όπως να παραστεί στην τιµητική εκδήλωση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών το 2006. Τον ∆εκέµβριο του 2010 του απενεµήθη το Μεγάλο Βραβείο της Μουσικής από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών
δώσει
του άποψη
έξι
«Ευριπίδου Βάκχαι», Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αθήνα 1996, σ. 7-10.
Αφιέρωµα στον Αργύρη Κουνάδη στη σειρά συναυλιών «Μουσικές του 20ού και του 21ου αιώνα», Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αθήνα
σ. 3-6.
δράµατος
233 Στρούξ, «Αργύρης Κουνάδης»,
2006,

Κωνσταντίνος Κουρσ(ι)ουµτζόγλου, Αρχείο οικογ. Ν. Κουρσουµτζόγλου.

µουσικής στην πόλη. Έγινε µέλος της φιλαρµονικής του ‘Ορφέα’, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘10 και παρέµεινε σε αυτή για περισσότερα από 40 έτη. ∆ιετέλεσε δε αρχιµουσικός της φιλαρµονικής στα τέλη της δεκαετίας του ‘20. Το 1930, πρωτοστάτησε στη δηµιουργία του ερασιτεχνικού καλλιτεχνικού συλλόγου ‘Π.Α.Ν.’ (µε χορωδία και ορχήστρα) από τον οποίο προήλθε η Φιλαρµονική της πόλης. Εργάστηκε επίσης ως δάσκαλος µουσικής (στις δεκαετίες του ‘30 και του ‘40) στο µειονοτικό («Τουρκικό») Κεντρικό ∆ηµοτικό Σχολείο Ξάνθης όπου δηµιούργησε µικτή µαντολινάτα µε την οποία παρουσίασε και δικές του συνθέσεις. Ίδρυσε και διηύθυνε τη µαντολινάτα της «Τουρκικής» Νεολαίας Ξάνθης. Το 1947, µετά την επανασύσταση της Φιλαρµονικής Ξάνθης, ανέλαβε ως διευθυντής και µουσικοδιδάσκάλος του µουσικού τµήµατός της έως τον θάνατό του. Συνέθεσε εµβατήρια για µπάντα πνευστών όπως τα: «Η ωραία Ξάνθη», «26η Οκτωβρίου 1912», «Μαύρη είν’ η νύχτα», «Η ωραία θεά», «Ηρακλής», «Steinmetz», έργα για µαντολινάτα, και πιανιστικά όπ ως το ταγκό «Βιολέττα». ∆ιασκεύασε εθνικούς ύµνους διαφόρων χωρών για µπάντα πνευστών. Απεβίωσε στην Ξάνθη το 1954.

Κουρσουµτζόγλου Νικόλαος235: Αρχιµουσικός και συνθέτης. Γιός του επίσης αρχιµουσικού και συνθέτη Κωνσταντίνου Κουρσουµτζόγλου

Ωδείο (παράρτηµα Ξάνθης) από το οποίο πήρε πτυχίο ενοργάνωσης πνευστών οργάνων (1976). Υπηρέτησε στη Φιλαρµονική Ξάνθης ως: α) µουσικός (1947-49 και 1954-57), β) µουσικοδιδάσκαλος και µουσικός εκτελεστής (1957-67) και γ) υπεύθυνος διδασκαλίας όλων των πνευστών οργάνων και

των µουσικών (1979-90). ∆ιετέλεσε αρχιµουσικός των φιλαρµονικών: α) του ∆ήµου Ξάνθης (1967-72 και 1982-88 οπότε και

για λόγους υγείας), β) του ∆ήµου Ιάσµου (1972-80) και γ) του ∆ηµοτικού Ωδείου Ξάνθης (1980-82). Συνέθεσε εµβατήρια για χορωδία και µπάντα πνευστών, όπως τα: «Εις µνήµην δηµάρχου

διασκεύασε γνωστά εµβατήρια για µπάντα πνευστών όπως το «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Στους µαθητές του οι καθηγητές

179 Κουρσ(ι)ουµτζόγλου Κωνσταντίνος 234: Αρχιµουσικός, συνθέτης και δάσκαλος µουσικής. Πατέρας του επίσης αρχιµουσικού και συνθέτη Νικολάου Κουρσουµτζόγλου (1927-2006). Γεννήθηκε στην Ξάνθη µάλλον το 1902. Σπούδασε µουσική µε τον Αναστάσιο Ροµποτή (1868-1944) και τον Κωνσταντίνο Σπάθη (1876-1940), στο διάστηµα που διετέλεσαν αρχιµουσικοί στον Μουσικό και Γυµναστικό Σύλλογο ‘Ορφεύς’ Ξάνθης και δάσκαλοι
(1902;-1954). Γεννήθηκε στη Ξάνθη το 1926. Σπούδασε µουσική, αρχικά µε τον πατέρα του και επίσης στο Εθνικό
προετοιµασίας
παραιτήθηκε
Φιλίππου Αµοιρίδη» και «Ύµνος για τον πρωθυπουργό Κώστα Καραµανλή» σε στίχους δικούς του. Επίσης,
µουσικής
του Τµήµατος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Απεβίωσε στην Ξάνθη το 2006. 234 Τα στοιχεία του λήµµατος προέρχονται από το υλικό στο αρχείο της οικογένειας Ν. Κουρσουµτζόγλου. 235 Ό.π.
Φ. Κοντός, Παν. Ανδρέου και ο Χαράλαµπος Σπυρίδης, καθηγητής Μουσικής Ακουστικής Πληροφορικής

οπερέτα «Γάµος στο Μενίδι» σε λιµπρέτο του µόνιµου λιµπρετίστα του, τού ηθοποιού Ιωάννη Πρινέα (1882-1963). Έκτοτε έγραψε µουσική για

περίπου 80 έργα (οπερέτες, επιθεωρήσεις, µουσικές κωµωδίες) για τους κυριώτερους αθηναϊκούς θιάσους: Αρντάτωφ, Γονίδη, ∆ράµαλη, Κυριακού, Μακέδου, Μηλιάδη, Πρινέα, κ.ά. που παραστάθηκαν στα θέατρα Χατζηχάµπη, Κοτοπούλη, Σαµαρτζή και Περοκέ. Στις γνωστότερες σκηνικές δηµιουργίες του –στην περίοδο του µεσοπολέµου- ανήκουν οι: «Η Κυρία µε τας καµελίας», «Γυναίκας ψεύτικα φιλιά», «Το ροµάντζο ενός αλήτη» σε

τραγούδι το «Άσε µε πιά», «Κέτσεν Σίµµυ» σε λιµπρέτο του Ι. Πρινέα (ξεχωρίζει το τραγούδι «Μαγευτικό Σίµµυ»), «Μαντάµ Μαρή»

του Τίµου Μωραϊτίνη µε γνωστό τραγούδι τη «Ζιγγολέτ», «Πρωτευουσιάνα» µε

χρόνια δεν κοιτά» 237 (όλα, έργα γραµµένα το 1924), «Πρωτευουσιάνα του ‘25» (µε τα δηµοφιλή: «Έρως του συρµού» και «Καλέ πατώνεις;»), «Η γκαρσόν» σε λιµπρέτο Αιµ. ∆ραγάτση και «Η γυναίκα µου» οπερέτα σε λιµπρέτο Ι. Πρινέα µε γνωστά τραγούδια: «Τραγούδι της σαµπάνιας» και «Βαλς της σαµπάνιας» (και τα τρία σκηνικά έργα παραστάθηκαν το 1925), η σειρά «Μπαλλαρίνες» (192529. Οι περισσότερες παραστάθηκαν στο Θέατρο Κοτοπούλη)238, «Η Μπερλίνα του ‘27» σε λιµπρέτο δικό του µε το διάσηµο φόξτροτ «Στο στόµα στο στόµα» (1927), «Μποµπονιέρα του ‘28» οπερέτα (µε γνωστό το ροµάντσο «Καλύτερα να µη σε γνώριζα») και «Βαβυλωνία», αµφότερα σε λιµπρέτα του Αιµ. ∆ραγάτση (1928), «Σερπαντίνα του ‘28» (1928), «Οι µεθυσµένοι» 239 και «Κατεργάρα» των Καπετανάκη-Παπαδούκα-Σπυρόπουλου (1931. Περίφηµες οπερέτες µε αντιβενιζε-

236 Καλογερόπουλος, «Κωνσταντινίδης Γρηγόρης», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 3, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 386.

237 Μεγάλη φωνογραφική επιτυχία του τενόρου Γεωργίου Βιδάλη (1925).

238 Στην επιθεώρηση «Μπαλαρίνα 1925» για πρώτη φορά εµφανίσθηκε γυµνό γυναικείο στήθος. Στην επιθεώρηση αυτή έγινε και η πρώτη εµφάνιση των αφών Καλουτά. Αίσθηση προκάλεσαν τα τραγούδια «Κρέµεται»

180 Κωνσταντινίδης Γρηγόρης: Συνθέτης και πιανίστας της προπολεµικής ελαφράς µουσικής. Γεννήθηκε το 1893 στη Φιλιππούπολη (νυν Πλόβντιβ). Αριστούχος απόφοιτος τόσο της Ανωτάτης Εµπορικής Αθηνών όσο και του Ωδείου της Γενεύης (σπούδασε πιάνο και σύνθεση µε τον διάσηµο συνθέτη και
Το 1914 ήταν καθηγητής µουσικής στο Εµπορικό Λύκειο Αθηνών και µάλιστα συνόδευσε
Χατζηλουκά, σπουδαίο λυρικό τενόρο του Ελληνικού Μελοδράµατος (1876-1919) σε ρεσιτάλ στη Λευκωσία236 . Ως συνθέτης πρωτοεµφανίστηκε µε το τραγούδι «Αχ σουλτάνα µου» σε στίχους Αιµίλιου ∆ραγάτση (1921), αλλά κυρίως το 1923 µε την
πιανίστα Ignaz Paderewski [1860-1941]).
τον Γεώργιο
Αλέκου Σακελλάριου-∆ηµήτρη Βασιλειάδη
τραγούδι
λιµπρέτο των
µε γνωστό
επιθεώρηση
γνωστό
το «Ο έρως
και «Η πρώτη βραδυά» σε στίχους Αιµ. ∆ραγάτση. 239 Στην παράσταση της 23ης Αυγούστου οπαδοί του Βενιζέλου τράβηξαν περίστροφα και πυροβόλησαν τον Βασίλη Αυλωνίτη στο επιθεωρησιακό µέρος «Κοσµογονία». Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, ΑΕΜΘΤ.

λικό περιεχόµενο) 240, «Για σένα χρυσό µου» οπερέτα σε λιµπρέτο Πωλ Μενεστρέλ µε γνωστό τραγούδι το «Πλάνο φιλί» (1931), «Η τετραπέρατη» (1932), «Ο ποδόγυρος» (1933), «Η τσαχπίνα» σε λιµπρέτο Κώστα Κιούση µε γνωστό τραγούδι το «Ένα κ’ ένα κάνουν δύο (1933), «Ταραντέλλα» επιθεώρηση (1934), «Το µπουµπούκι» σε λιµπρέτο Βασίλη Σπυρόπουλου (1934. Γνωστό τραγούδι: «Μάτια γαλανά» µε τη

Σοφία Βέµπο), «Η σερενάτα» σε λιµπρέτο Β. Σπυρόπουλου (1934), «Ντόπιο φρούτο» µε το λίαν δηµοφιλές τραγούδι «Γυναίκες όµορφες», και «Φρέσκο πράµα» µε γνωστά τραγούδια τα: «Έγινα µπεκρής» (µεγάλη επιτυχία του Ορέστη Μακρή) και «Γλυκειά µου Μόνικα», σε λιµπρέτο δικά του (1934. Το οµώνυµο τραγούδι έγινε µεγάλη φωνογραφική επιτυχία από τον τενόρο Π. Επιτροπάκη), «Ζούγκλα» (1935), «Η Βασίλισσα» µε περίφηµα τραγούδια («Θα µε θυµηθής», «Μάτια µου πάφτε να κλαίτε»

και «Θα σ’ αγαπώ») γραµµένα για τη Σ. Βέµπο (1936), «Λαµπαδηδοδροµία» επιθεώρηση του Γιάννη Ασηµακόπουλου µε γνωστό τραγούδι το «Θέλω» (1936), «Η Αθήνα του ‘38» (1938) κ.ά.

τη «Σερενάτα» για υψίφωνο και πιάνο, σε κείµενο δικό του και ύφος lied µε επιρροές

κυρίως στις δεκαετίες του ’20, του ’30 και του ‘40, µε κυρίαρχο θέµα τη γυναίκα, τα οποία άντεξαν στον χρόνο και έγιναν

στίχους Ι. Πρινέα (1921), «Denyse» σε στίχους Ν. Βλυσίδη (1924), «Τζαζµανία» σε στίχους Α.Β., «Το ταγκό του πιερρότου» σε στίχους Αντ. Βώττη (1925. Από την επιθεώρηση «Φιρουλί, φιρουλά»), «Τα κοντοφουστανάκια» σε στίχους Αιµ. ∆ραγάτση (1926), «Το εισπρακτοράκι», «Κέρνα» (ή «Καρναβάλι στο φεγγάρι») φόξτροτ, «Να γιατί πίνω και µεθώ» ροµαντικό ταγκό (πρώτος διδάξας ο Μήτσος Μυράτ. Όλα του 1927. Φωνογραφήθηκε µε τον τενόρο Π. Επιτροπάκη), «Αχ! Μαρί!» σε στίχους δικούς του (πρώτη διδάξασα η Ζαζά Μπριλλάντη η οποία το φωνογράφησε το 1927), «Μουσµή» και «Πες µου γιατί» ταγκό σε στίχους Αιµ. ∆ραγάτση (1928), «Αθηναία» σε στίχους δικούς του (1928, ταγκό), «Το κόκκινό σου µα240 «Μία επιθεώρηση που κρατήθηκε στο πρόγραµµα όλο το καλοκαίρι µε πρωτοφανή επιτυχία είναι η «Κατεργάρα» του Γρηγορίου Κωνσταντινίδη. Η µουσική της γραµµένη σε απλό στυλ έχει καταµαγεύση το αθηναϊκό κοινό που πια πήρε στ’ αυτί του τις µελωδίες και τις αγάπησε» (ανυπόγραφο, Μουσική Ζωή, τεύχ. 1, Αθήνα 1931, σ. 24).

Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, Ελληνική Ραψωδία, ΕΒΕ.

241 Στο πόνηµα «Η εκ περάτων δισκογραφία

181
Συνέθεσε
από τον Schubert (1930), τα τραγούδια για την κινηµατογραφική ταινία «Ελληνική Ραψωδία» (1932) και το εµβατήριο «Εµπρός» αφιερωµένο στους αγωνιστές της Κύπρου σε στίχους Ν. Φατσέα (1954). Επίσης δηµοφιλή τραγούδια για φωνή και πιάνο,
πανελλήνιες επιτυχίες. Πολλά φωνογραφήθηκαν σε δίσκους 78 στροφών 241 Μεταξύ αυτών τα: «Μ’ αγαπούσες» ταγκό σε
γραµµοφώνου» του ∆ιον. Μανιάτη (Αθήνα 2006) περιέχονται 80 περίπου φωνογραφικές εκδόσεις 78 στροφών µε 30 τραγούδια του (1922-1948).

µάτια» ταγκό σε στίχους Σπ. Μεταξά (1933), «Μια γυναίκα πέρασε» σε στίχους Β. Σπυρόπουλου και Παπαδούκα (1933, µε πρώτη ερµηνεύτρια τη Σ. Βέµπο 243. Από την επιθεώρηση «Ο Ποδόγυρος»), «Έγινα µπεκρής» (1933) και «Ρετσίνα µου αγνή» (1934) σε στίχους δικούς του και (πρώτος

διδάξας ο αξέχαστος ηθοποιός Ορέστης Μακρής), «Τί γυναίκα είσαι συ» και «Γυναίκες όµορφες» (1935. Μεγάλες φωνογραφικές επιτυχίες του Π. Επιτροπάκη), «Κουράστηκα να σ' αγαπώ» σε στίχους ∆. Ευαγγελίδη (1936, µεγάλη επιτυχία της Λουίζα Ποζέλλι από την επιθεώρηση «Μοντέρνα»), «Μη γελαστής» ταγκό σε στίχους ∆. Ευαγγελίδη (1936), «Καµµιά δε θ' αγαπήσω σαν και σένα» ταγκό σε στίχους ∆. Ρηγόπουλου (1937), «Αν σε χάσω, τί θα γίνω» ταγκό και «Φοβάµαι µη σε χάσω» σε στίχους Κ. Κοφινιώτη (1939), «Φιλιώ» σε στίχους Ν. Φα τσέα (1940), «Η χήρα» δηµοτικό τραγούδι σε στίχους Πύρπασου (1941. Μεγάλη επιτυχία της Κάκιας Μενδρή), «Καλύτερα να µη σε γνώριζα» ταγκό σε στίχους Κ. Κοφινιώτη (1942), «∆ιαβόλου κάλτσα» («Τσα-τσα», 1947), «Αν µ’ αγαπούσες» σε στίχους Κ. Κοφινιώτη (1947, ταγκό), «Να το πάρω το κορίτσι» και «Η πεθερά» σε στίχους Πύρπασου (1947), «Ξύπνα, ξύπνα», «Στην Αραπιά», «Όλα για το Χόλλυγουντ», «Στην εξοχή», «Σαστισµένη», «Η συνήθεια», «Το κλειδί», «Η διαθήκη του µπεκρή», «O άνδρας έχει κάτι», «Γειτόνισσα», «Το σχολείο της µαγκιάς», «Η ζωή είναι ένα καρναβάλι», «Σαν εκείνη τη βραδιά» (καντάδα), «Πλακιωτοπούλα» αθηναϊκό τραγούδι σε στίχους Πύρπασου, «Μελαχροινούλα», «Κι αν θελήσεις να ξεχάσεις», το «Τραγούδι της σειρήνας» ταγκό από την κινηµ. ταινία «Μόργκαν η σειρήνα» κ.ά. Τέλος, διασκεύασε αρκετά τραγούδια από οπερέτες ξένων συνθετών (όπως του Em. Kalman) και κινηµατογραφικές ταινίες σε στίχους δικούς του. Εξέδωσε τη συλλογή

Μ. Καλοµοίρη. Σε αυτή περιέχονται και τα: «Καραγκούνα», «Καλαµατιανός», «Θεσσαλικός», «Τράτα Μεγάρων», «Σαράντα παληκάρια», «Τρία παιδιά βολιώτικα», «Γερακίνα», «Μακεδονικός» και «Λενιώ». Μετέγραψε επίσης και άλλα δηµώδη όπως τα: «Χορός του Ζαλόγγου», «Η Βαγγελιώ», «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» και «Του Κίτσου η µάνα» τα οποία εκδόθηκαν στη σειρά «Ελληνικοί χοροί και δηµώδη τραγούδια». Έργα του κατά καιρούς µεταδόθηκαν και από τους Ραδιοσταθµούς Ελβετίας, Σουηδίας, Πορτογαλίας. ∆ιακρίθηκε µε βραβείο και µε αργυρό Μετάλλιο του Ωδείου της Γενεύης. Από το 1924 διατηρούσε τον γνωστό εκδοτικό µουσικό οίκο µε το ονοµατεπώνυµό του στη Στοά Αρσακείου µε τον οποίο ασχολήθηκε κατ’ εξοχήν, από τη δεκαετία του ’50, αποσυρθείς από τη µουσική σκηνή και τη σύνθεση. Σε αυτόν εκδόθηκαν τα περισσότερα τραγούδια του. Αν και συχνά υπέκυπτε άκριτα στον µουσικό «συρµό» γράφοντας µουσική σε ανούσια και χλιαρά κείµενα, ακατάλληλα για θεατρική απόλαυση, υπήρξε βαθύτατα καλλιεργηµένος µουσικός, «δαντελένιος µουσικοσυνθέτης του ελαφρού µουσικού θεάτρου» 244 και γενικώς, καλλιτέχνης µε ταλέντο και πληθωρικές δυνατότητες (στοιχεία

182 ντήλι» ταγκό σε στίχους Άννας Μουρίνα (1929), «Μεσ΄τα µάγια τ’ Απρίλη» ταγκό από την ελληνική ηχητική ταινία «Φίλησέ µε Μαρίτσα!» σε στίχους δικούς του (1930), «Γυναίκας ψεύτικα φιλιά» (1931. Από την οµώνυµη οπερέτα. Το πρωτοτραγούδησε η Σωτηρία Ιατρίδου242. Άλλο γνωστό τραγούδι της οπερέτας: «Πες µου τί θες»), «Αχ, αν ήξεραν γιατί πίνω» ταγκό σε στίχους Αιµ. ∆ραγάτση (1931), «Γι' αυτό µεθώ» ταγκό από την επιθεώρηση «Η τετραπέρατη» και «Μην πιστέψεις τη γυναίκα είναι ψέµµα» σε στίχους Β. Σπυρόπουλου (1932, πρώτη διδάξασα η Σωτηρία Ιατρίδου. Φωνογραφήθηκε από τον Άλκη Παγώνη το 1932), «Γιατί να πεις πως µ' αγαπάς» (1933), «Τσιγγάνικα
«30 ελληνικοί χοροί και τραγούδια» σε µεταγραφή και εναρµόνιση δική του για φωνή και πιάνο, αφιερωµένη στον
τα οποία, δυστυχώς λόγω συνθηκών, δεν 242 Το φωνογράφησε, επίσης, ο τενόρος Μιχαήλ Θωµάκος (1931). Μανιάτης ∆ιον., Η εκ περάτων δισκογραφία γραµµοφώνου, Αθήνα 2006. 243 Η φωνογράφηση του τραγουδιού µε τον Π. Επιτροπάκη κυριάρχησε στην µεσοπολεµική Αθήνα (1934). 244 Πετράς Σώτος, «Συνθέτες της ελληνικής οπερέτας», Βασιλικό Θέατρο. Ελληνική Οπερέττα, Καλλιτεχνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1960, σ. 75.

µέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1979.

Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, «Στη µοναξιά», ΕΒΕ.

Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, «Πεντοζάλης», ΑΕΜ.

245 Μυλωνάς Κώστας, Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, τόµ. 1, Κέδρος, Αθήνα 1984, σ. 127-128.

183 κατάφεραν να αναπτυχθούν σε όλο το εύρος τους)245. Για να πιστοποιηθεί η µαστοριά του, αρκεί µια και µόνη µατιά σε οποιαδήποτε παρτιτούρα του. Η µουσική εργασία του χαρακτηρίζεται από το ταλέντο να γράφει ρεφραίν τα οποία αποστηθίζονται και τραγουδιούνται χωρίς δυσκολία από το κοινό. Υπήρξε

Κωνσταντινίδης Ρήγας: Συνθέτης, αρχιµουσικός και µαντολινίστας

µε άγνωστα βιογραφικά στοιχεία. Συνέθεσε τα έργα: α) «Rechadie»

για βιολί και πιάνο και β) «Saz-Semaissi» για µαντολίνο και πιάνο, αµφότερα µε υπότιτλο «Τουρκικός χορός». Εκδόθηκαν στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 20ού αιώνα.

Λελάκης Αναστάσιος 246: Συνθέτης, βιολονίστας και ποιητής. Γεννήθηκε στον Λαγγά Κωνσταντινούπολης το 1913. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘20 ήλθε στην Θεσσαλονίκη όπου έκανε µαθήµατα βιολιού (1930-33) µε τον συνθέτη Σώτο Βασιλειάδη (1905-1990). Στο διάστηµα 1934-37 εργάστηκε, ως επαγγελµατίας βιολιστής, σε κέντρα ψυχαγωγίας της Χαλκίδας. Στο διάστηµα 1938-40 συνέχισε σπουδές βιολιού στο Ελληνικό Ωδείο µε τον ελληνικής καταγωγής Ιταλό βιολονίστα Αλφρέδο Πρεστρώ (1882-1945).

Το

έως τη συνταξιοδότησή του (1968) αφήνοντας τη µουσική. Όµως, µετά τη συνταξιοδότησή του επέστρεψε στη µουσική

Αναστάσιος Λελάκης, ∆έησις, ΑΕΜΘΤ.

∆έλλιο (1927-2012). Άρχισε να

από το 1975.

του (ορισµένες από τις οποίες παρουσιάστηκαν στο κοινό) είναι: α) «Εισαγωγή» για συµφωνική ορχήστρα, β) Σουίτα για µικρή ορχήστρα, γ) «Επτά Παραλλαγές» για πιάνο, δ) Σονάτα για πιάνο, ε) «Η Επανάστασις του 1821» για βαρύτονο, χορωδία και µικρή ορχήστρα, βασισµένη στο οµώνυµο δηµώδες τραγούδι και ε) «∆έησις» για χορωδία και πιάνο σε ποίηση δική του. Συνέθεσε επίσης διάφορα τραγούδια για φωνή και πιάνο, έργα για µικτή χορωδία σε ποίηση δική τ ου), σονατίνες για πιάνο, έργα για βιολί και πιάνο, ορχηστρικά έργα και παραλλαγές/διασκευές δηµοτικών τραγουδιών (για φωνές, χορωδία και ορχήστρα). Επίσης δηµοσίευσε κατά καιρούς ποιήµατά του σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά (Ελληνικά Γράµµατα, Νέα Εστία κ.ά.). Άγνωστο πότε απεβίωσε.

246 Καλογερόπουλος, «Λελάκης Αναστάσιος», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 3, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 471-472.

184
1940 διορίστηκε ως δηµόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Συγκοινωνιών στο οποίο σταδιοδρόµησε ως τεχνικός διευθυντής
και στο διάστηµα 1968-75 έκανε σπουδές ανώτερων θεωρητικών στο Εθνικό Ωδείο (και πάλι µε τον Σώτο Βασιλειάδη) παίρνοντας πτυχία αντίστιξης και φούγκας µε άριστα παµψηφεί. Οι θεωρητικές του σπουδές συνεχίστηκαν στο Απολλώνειο Ωδείο από το οποίο πήρε διπλώµατα ενορχήστρωσης και σύνθεσης (1976-81), µε καθηγητή τον συνθέτη Βασίλη
συνθέτει
Οι κυριώτερες συνθέσεις

από τον µουσικό οίκο F. Adam της Κωνσταντινούπολης. ∆ιασκεύασε επίσης για ντουέτο και µεγάλη χορωδία το τέλος της πρώτης πράξης της όπερας «Arif» 248 του Ντικράν Τσουχαντζιάν, Αρµένη συνθέτη της Κωνσταντινούπολης (1837-1898). Είναι, επίσης, γνωστό το άσµα «Στα ξένα» για φωνή και πιάνο (ή µόνο πιάνο σε διασκευή Μιχ. Βελούδιου [1865-1953] το 1951) το οποίο εκδόθηκε από τρεις διαφορετικούς οίκους 249. Απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη µετά από το 1930.

Λογοθέτη-Μερλιέ

όπου έδωσε κοντσέρτα σε διάφορες ελληνικές πόλεις, την Κωνσταντινούπολη251, τη Βράϊλα και την Αίγυπτο. Από το 1913 άρχισε ν’ αρθρογραφεί. Το πρώτο άρθρο της («Η µουσική στα σχολεία») δηµοσιεύτηκε στο ∆ελτίο του Εκπαιδευτικού Οµίλου το 1913. Επίσης, στην περίοδο 247 Τα στοιχεία του λήµµατος προέρχονται από ερευνητικό υλικό στον φάκελλο ‘Α.Α. ΛΕΟΝΑΡ∆ΟΣ’ του ΑΕΜΘΤ

248 Η πρώτη όπερα µε λιµπρέτο στην τουρκική (1874).

249 Από τους οίκους Γαϊτάνου, Βελούδιου και Apollo Music Co. της Νέας Υόρκης.

250 Οι χρονολογίες γέννησης 189 και 1895 οι οποίες απαντούν σε διάφορα λήµµατα είναι λανθασµένες.

251 Γνωστά είναι τα δύο ρεσιτάλ της µε έργα ξένων συνθετών (Bach, Beethoven, Chopin, Grieg, Scarlatti, κ.ά.) στον Ελληνογαλλικό

185 Λεονάρδος Α. Α. 247: Συνθέτης µε άγνωστα βιογραφικά στοιχεία. Άγνωστο πότε και αν γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου έδρασε στα τέλη του 19ου αιώνα ως µουσικός (πιανίστας και βιολονίστας) της ορχήστρας της Υψηλής Πύλης. Κατά πάσα πιθανότητα σπούδασε µουσική στην Ιταλία. Είναι γνωστές οι συνθέσεις του για πιάνο «Perfide» ελληνική µελωδία, «Ruy blas» πόλκα βασισµένη στο οµότιτλο τραγικό δράµα του Victor Hugo. Εκδόθηκαν
Μέλπω: Εθνοµουσικολόγος-εθνογράφος, πιανίστρια, λαογράφος και ιδρύτρια του συλλόγου ‘Μουσικά Αρχεία της Παράδοσης’ (νυν Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών). Πνευµατική µορφή µε εθνική προσφορά. Γεννήθηκε στη Ξάνθη το 1889 250. Κόρη του γιατρού Μιλτιάδου Λογοθέτη και της Βικτωρίας Κουγιουµτζόγλου, φοίτησε στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο της Κωνσταντινούπολης. Έκανε από µικρή πιάνο και πήρε µαθήµατα από τη Σοφία Σπανούδη. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, το 1899, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Γενεύη. Παρακολούθησε µαθήµατα πιάνου στο Ωδείο της πόλης µε τον Γερµανό πιανίστα και συνθέτη Bernhard Stavenhagen (1862-1914), µαθητή του Liszt. Το 1913 τελείωσε το Ωδείο και επέστρεψε στην Ελλάδα,
Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινούπολης (1914). Όµως η απουσία ελληνικού έργου σχολιάσθηκε δυσµενώς από τον Παχτίκο θεωρώντας ότι αυτή «…αδικεί τη συµπαθή Ελληνίδα καλλιτέχνιδα, η οποία διακρίνεται δια την επιµεληµένην µουσικήν αυτής µόρφωσιν» (Παχτίκος, «Συναυλίαι», Μουσική, τεύχ. 29, Κωνσταντινούπολη 5/1914, σ. 156). Α.Α. Λεονάρδος, «Στα ξένα», ΒΛΒ.

διευθυντή του Ινστιτούτου Φωνολογίας στη Σορβόννη, Hubert Pernot (1870-1946). Ως βοηθός του δίδαξε τη νέα ελληνική στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόνης (1920-25).

Το 1922 ήλθε στην Ελλάδα, µαζί µε τον Pernot, και συνέλεξε διάφορα δηµοτικά τραγούδια της Ρούµελης. Φέρεται ως η πρώτη Ελληνίδα που αποτόλµησε επιτόπια έρευνα και πρώτη συστηµατική προσπάθεια περισυλλογής του ρουµελιώτικου τραγουδιού. Όσο σπούδαζε, στρεφόταν προς την παραδοσιακή ελληνική εκκλησιαστική µουσική, τη δηµοτική µουσική και ειδικότερα το δηµοτικό τραγούδι το οποίο µελέτησε συστηµατικά. Το 1923 παντρεύτηκε τον Γάλλο ελληνιστή φιλόλογο, διανοούµενο και ένθερµο φιλέλληνα, Octave Merlier (1897-1976). Όταν αυτός διορίστηκε καθηγητής στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, επέστρεψε µαζί του στην Ελλάδα (1925) και συνέχισε τη µελέτη της βυζαντινής και της δηµοτικής µουσικής. Το 1931 εξέδωσε το βιβλίο «Τραγούδια της Ρούµελης»254, σε 96 σελίδες, µε εισαγωγή, µουσικολογική προσέγγιση σε γαλλική µετάφραση και 66 µουσικά παραδείγµατα. Από το 1929 ασχολήθηκε µε το εθνωφελές έργο της συλλογής και ηχογράφησης της δηµοτικής και εκκλησιαστικής µουσικής (σε συνεργασία µε τον Pernot και Έλληνες διανοούµενους, όπως ο λαογράφος ∆ηµήτριος Λουκόπουλος [1874-1943]). Αυτή η συνεργασία κατέληξε στη µνηµειώδη έκδοση 222 ηχογραφηµάτων των 78 στροφών µε 595 τραγούδια και 66 εκκλησιαστικές µελωδίες από τον γαλλικό εκδοτικό οίκο Pathé (1930-31). Τα τραγούδια προέρχονται από όλες τις περιοχές του Ελληνισµού, ιδίως τις «νέες χώρες» (Ήπειρος, Μακεδονία,

συµπα-

252 Καλογερόπουλος, «Μερλιέ Μέλπω», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 4, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 89-90.

253 Είναι η πρώτη βιογραφία του µέγιστου µουσουργού στην ελληνική.

254 Εκδόθηκε από τον Σύλλογο προς ∆ιάδοσιν Ωφελίµων Βιβλίων, το 12ο της σειράς «Ιστορική και Λαογραφική Βιβλιοθήκη». Επανεκδόθηκε από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών το 1981.

255 Για τη µεταφορά των τραγουδιών στην ευρωπαϊκή

(1892-1977).

256 Κατέγραψε 104 τραγούδια του Πόντου.

186 1914-19, διορίστηκε καθηγήτρια ιστορίας της µουσικής στο Ωδείο Πειραιώς, διδάσκοντας παράλληλα και στο Ωδείο Αθηνών 252. Το 1916 εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο µε τίτλο Η ζωή του Μπετόβεν 253. Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου πήγε στο Παρίσι για ανώτερες µουσικές και φιλολογικές σπουδές. Από το 1919 ως το 1924 σπούδασε µουσικολογία µε τον Andre Pirro (1869-1943). Την ίδια εποχή συνεργάστηκε µε τον Γάλλο γλωσσολόγο και ελληνιστή,
Θράκη, Κρήτη, ∆ωδεκάνησα) και από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας 255. Με ιδιαίτερη φροντίδα επεδίωξε να καταγράψει τη δηµοτική µουσική της Καππαδοκίας και του Πόντου 256. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας και µε την πλήρη
σηµειογραφία συνεργάστηκε
µε τους µουσουργούς Νίκο Σκαλκώτα (1904-1949) και Πέτρο Πετρίδη
Μέλπω
ΑΕΜΘΤ.
Λογοθέτη-Μερλιέ,

και ηχογράφησε πάνω από 1.000 τραγούδια. Το 1930, µε την αρωγή του συζύγου της, δηµιούργησε το Αρχείο Μικρασιατικής Λαογραφίας το οποίο, µε τη γενίκευση των εργασιών, µετατράπηκε το 1948 στο γνωστό Κέντρον Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ). Σε αυτό συνεργάσθηκαν, πάντοτε υπό τη διεύθυνσή της, 35 επιστήµονες, σε διάφορα ειδικά τµήµατα: ιστορίας, γεωγραφίας και χαρτογραφίας, διαλεκτολογίας, λαϊκής λατρείας, λαϊκού δικαίου, µνηµείων του λόγου, λαϊκής τέχνης και γενικά λαογραφίας. Το 1962, το ΚΜΣ. αναγνωρίστηκε ως νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙ∆) µε την ίδια ως πρόεδρο του ∆.Σ. του (έως το 1976). Επίσης, το 1930 φωνογράφησε σε ηχογραφήµατα γραµµοφώνου 78 στροφών µεγάλο

Αφιερώθηκε, για µισό σχεδόν αιώνα, στη συστηµατική συλλογή πληροφοριών, η οποία είναι βασικό εργαλείο για την αναβίωση του ελληνικού πολιτισµού της Μικράς Ασίας. Εντόπισε 2163 οικισµούς και µελέτησε 1375 (αποκλειστικά ελληνικούς ή µικτούς), µε ιδιαίτερη έµφαση στην Καππαδοκία. Κατέγραψε στοιχεία για τη γεωγραφία, τοπογραφία, γλώσσα, λατρεία, πρόσφατη ιστορία, κοινοτική και οικονοµική ζωή της περιοχής, και επίσης, για τις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων. Συγκέντρωσε µνηµεία λόγου και άλλα τεκµήρια της συλλογικής ζωής του Μικρασιατικού Ελληνισµού. Έτσι συγκροτήθηκε ένα επιβλητικό Αρχείο Προφορικής Παράδοσης (ΑΠΠ) αποτελούµενο από 145.000 περίπου σελίδες χειρόγραφου υλικού, καταταγµένου κατά οικισµούς, γεωγραφικές περιφέρειες και επαρχίες. Πολλοί από τους οικισµούς

187 ράσταση του Pernot, του µητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθου, της Πηνελόπης ∆έλτα κ.ά., ίδρυσε τον Σύλλογο ∆ηµοτικών Τραγουδιών (σε συνεργασία µε το Πανεπιστήµιο Παρισίων), ο οποίος το 1935 µετονοµάστηκε σε Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο (ΜΛΑ). Στην περίοδο 1945-70,
της,
ΜΛΑ κατέγραψε
τµήµα της βυζαντινής µουσικής, µε φωνές όπως αυτή του µητροπολίτη Σάµου Ειρηναίου Παπαµιχαήλ (1878-1963) και του Σίµωνος Καρά (1903-1999), µε τη νεοσύστατη τότε χορωδία των δύο ψαλτών από τα Μέγαρα, του ∆ηµήτρη Παπαποστόλη (1869-1933) και του ∆ηµήτρη Καρώνη (1891-1955). Στη συλλογή της αντιπροσωπεύονται, εκτός από τους οκτώ ήχους, και τα τρία είδη του βυζαντινού µέλους. Τα θεωρούσε κυριαρχική παράδοση που όφειλε κάθε µουσικολόγος και ερευνητής να µελετήσει.
που ερευνήθηκαν ήταν τελείως άγνωστοι και τα σχετικά στοιχεία του ΑΠΠ είναι µοναδικά στην υφήλιο. Το κολοσσιαίο αυτό αρχείο αυτό συµπληρώνεται από κώδικες, χειρόγραφα, σφραγίδες, όπως και από πλούσιο φωτογραφικό
Merlier, Études de Musique Byzantine, Paris 1935. ΒΛΒ.
υπό τη διεύθυνσή
το
Melpo

«Études de musique byzantinè. Le premier mode et son

στην Ελλάδα, 1935), «Ένα µουσικό χειρόγραφο του ∆ηµητρίου Λώτου, φίλου του Κοραή, στα Ελληνικά» (1937), «Το αρχείο της Μικρασιατικής Λαογραφίας - πώς ιδρύθηκε, πώς εργάστηκε» 259, «Ελληνικές Κοινότητες στη σύγχρονη Καππαδοκία» (στο ∆ελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τοµ. Α', 1977). Προλόγισε, επίσης το δίτοµο έργο του Ελβετού νεοελληνιστή και εθνοµουσικολόγου, Samuel Baud-Bovy (1906-1986): «Tα τραγούδια των ∆ωδεκανήσων» (1935). Πολλά έργα της σειράς «Collection de l' Institut d' Athènes» συγγράφηκαν και εκδόθηκαν υπό την επίβλεψή της. Είναι άγνωστο, και δεν αναγράφεται, ότι συνέθεσε έργα για πιάνο και µουσικής δωµατίου (πριν από το 1930) βασισµένα σε στοιχεία από την ελληνική µουσική παράδοση. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1979.

258, «Essai d' un tableau du Folklore musical grec»

Ανέστης 260: Συνθέτης θρακικής καταγωγής, παγκόσµιου βεληνεκούς, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε

κατάφερε να ξεφύγει και να µεταβεί στη Βιέννη (1941). Το 1942, γράφτηκε στη Technischen Hochschule (Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου)

τον Hans Swarowsky (1899-1975) στη διεύθυνση ορχήστρας και τον Hermann Schwertmann (1919-2007) στο πιάνο.

257 Κιτροµηλίδης Π. Μ., «Μερλιέ Μέλπω», Παγκόσµιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1983-88.

258 Είναι ο 2ος τόµος της σειράς Musique orientale της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Musée Guimet. Εκδόθηκε στο Παρίσι το 1935.

259 Εκδόθηκε από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών το 1948.

260 Krones Halmut, «Anestis Logothetis», Österreichische Muzikzeit Edition, Βιέννη 1998, και Ταµβάκος Θωµάς, «Έλληνες ∆ηµιουργοί. Ανέστης Λογοθέτης (1921-1994)», Νέοι Αγώνες Ηπείρου, Ιωάννινα 26/4/1994, σ. 4-5.

188 υλικό (5.000 περίπου φωτογραφίες)257. Στο διάστηµα 1948-74 εξέδωσε 17 δηµοσιεύµατα (ιδίως για την Καππαδοκία αλλά και για άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας). Το 1972 η Ακαδηµία Αθηνών την τίµησε (όπως και το έργο στο ΚΜΣ) µε το βραβείο ‘Κώστα και Ελένης Ουράνη’. Το δηµοσιευµένο έργο της περιλαµβάνει
των µνηµονευθέντων):
(Ο A' ήχος και ο πλάγιος του)
Μουσική λαογραφία
Λογοθέτης
στην Αυστρία, όπου έζησε µέχρι το θάνατό του. Θεωρείται από τους πιο σηµαντικούς πρωτοπόρους συνθέτες του 20ού αιώνα. Άφησε πίσω του ερικυδέστατο έργο µε ρηξικέλευθες προτάσεις σύζευξης εικόνας, ήχου και λόγου. Έγινε διεθνώς γνωστός επίσης, για το ιδιόµορφο και πρωτότυπο σύστηµα γραφικής σηµειογραφίας το οποίο ανέπτυξε στα τέλη της δεκαετίας του '50 καθιερώνοντας διαφορετική αντιµετώπιση της παρτιτούρας και κατά συνέπεια της µουσικής. Γεννήθηκε στον Πύργο (νυν Μπουργκάς) της Ανατολικής Ρωµυλίας στις 27/10/1921 από εύπορους Έλληνες γονείς (πατέρας του ήταν ο έµπορος ∆ηµήτρης Λογοθέτης από τον Πύργο επίσης) οι οποίοι υποχρεώθηκαν να µετοικήσουν στη Θεσσαλονίκη λόγω των γνωστών ανθελληνικών διωγµών (1934). Τελείωσε τις εγκύκλιες σχολικές σπουδές στη Γερµανική Σχολή (Deutsche Schule) Θεσσαλονίκης. Για ν’ αποφύγει να εργασθεί ως διερµηνέας και µεταφραστής για τους Γερµανούς κατακτητές
ξεκίνησε τις µουσικές σπουδές του στην Ακαδηµία Παραστατικών Τεχνών και Μουσικής της Βιέννης, µε κορυφαίους δασκάλους: τον Alfred Uhl (19091992) στη σύνθεση, τον Erwin Ratz (1898-1973) στη µορφολογία,
(εκτός
plagal»
της πόλης. Μετά τον πόλεµο

Ανέστης Λογοθέτης, ΑΕΜΘΤ.

ως επιµελητής µουσικών εκδόσεων σε διάφορους µουσικούς οίκους (Universal, Modern, Geric). Επίσης, δίδαξε σύνθεση και πιάνο

της Κολωνίας (WDR), και τον κιθαρίστα και συνθέτη Siegfried Behrend (1933-1990). Παραµένοντας στο σύστηµα της συµβατικής σηµειογραφίας,

δωµατίου [1953]) και την αναζήτηση

τρόπων προσέγγισης της µουσικής (ολικός σειραϊσµός και οργάνωση µουσικών παραµέτρων µε τη βοήθεια µαθηµατικής µοντελοποίησης, ιδίως µετά το 1956, µε τα: «Integration» (Ολοκλήρωσις) για βιολί, κλαρινέτο και πιάνο (1956), β) «Πολυώνυµον» για ορχήστρα µε πέντε οµάδες οργάνων, γ) «Permutationen» (Αντιµεταθέσεις) για κλαρινέτο και κρουστά (1957) και δ) «Περίτονον» για βιολί και πιάνο (1958). Οι «Αντιµεταθέσεις» είναι το σηµαντικότερο έργο αυτής της περιόδου. Έργο ολικού σειραϊσµού και προσπάθεια εξάντλησης όλων των πιθανών µετασχηµατισµών του ρυθµού, της δυναµικής και της κατανοµής των µουσικών οργάνων πάνω σε µία βασική χρονική µονάδα 1,33 δευτερολέπτου η οποία υποδιαιρείται σε µέτρο 7/16261. Πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελληνοαµερικανική Ένωση, µόλις στις 21/1/2010.

261 Σαµπροβαλάκης Γιάννης, Πρόλογος στην έκδοση της παρτιτούρας, Κέντρο Ελληνικής Μουσικής, Αθήνα 2011, σ. 3.

189 Άρχισε να συνθέτει από το 1936 αλλά η επίσηµη εργογραφία ξεκινά το 1944 µε το «Allegro» για πιάνο. Στην περίοδο 1944-50 η εργογραφία του περιέχει ήδη 22 συνθέσεις µε κύριο χαρακτηριστικό τους τη χρήση συµβατικής σηµειογραφίας, της παραδοσιακής αντιστικτικής τεχνικής, σε συνδυασµό µε στοιχεία της –αποκαλούµενης- ελληνικής εθνικής µουσικής σχολής (ρυθµοί, τρόποι), αλλά µε αρκετά διευρυµένη τροπική αρµονική γλώσσα και ευρηµατικό πειραµατισµό πάνω στην έννοια της µακροδοµής. Σηµαντικά έργα αυτής της περιόδου είναι: α) η «Ελληνική Σουίτα» για πιάνο, β) ο «Κανών» για κουαρτέτο εγχόρδων και γ) οι «Πέντε φουγκέτες» για όµποε, κλαρινέτο και φαγκότο. Αποφοίτησε από την Ακαδηµία το 1951, παίρνοντας δίπλωµα µε διάκριση και µε τη σύνθεση νέων έργων: «∆ιπλή φούγκα» για έγχορδα και «Libera» για ανδρική χορωδία. Χάρη σε αρκετές υποτροφίες του Αυστριακού Ινστιτούτου Πολιτισµού -έχοντας ήδη παντρευτεί την Αυστριακή πιανίστρια Maria Stahlich και πάρει την αυστριακή υπηκοότητα-, παρακολούθησε αρκετά σεµινάρια σύγχρονης µουσικής στη Ρώµη, στο Ντάρµσταντ (∆ιεθνή Θερινά Μαθήµατα: 1955, 1957, 1960, 1962-65) και αλλού, επιτρέποντάς του να υλοποιήσει τις πειραµατικές ιδέες του στη σύνθεση. Στο διάστηµα 1952-69 εργάστηκε
ιδιωτικά (στη δεκαετία του ‘50) και συνεργάστηκε µε τον Gottfried Michael Koenig (1926- ) στο εργαστήριο ηλεκτρονικής µουσικής της Ραδιοφωνίας
συνέθεσεέως το τέλος της δεκαετίας του 1950- 40 έργα σειραϊκής τεχνικής µε εµφανή όµως την έλλειψη ενδιαφέροντος
τα
για
για
εναλλακτικών
για την παραδοσιακή τονικότη-
(«Τρίπτυχον»
βιολί, βιόλα και βιολοντσέλο, και «10 Kleine Negerlein» µπαλέτο
ορχήστρα

Από το 1959 έδωσε τα πρώτα δείγµατα γραφικής απεικόνισης του ήχου µε το οπτικοακουστικό έργο του «Struktur – Textur – Spiegel –Spiel». Το ιδιότυπο αυτό σύστηµα µουσικής σηµειογραφίας (µε διάφορες ονοµασίες: «ολοκληρωτική», «γραφική» ή «πολυµορφική») αναπτύχθηκε από τον συνθέτη στις επόµενες δεκαετίες µε τη χρήση καθορισµένων συµβόλων (φθόγγοι, κ.λπ) τα οποία υποδηλώνουν έναν ιδιαίτερο τύπο αυτοσχεδιασµού εντός αυστηρών προκαθορισµένων ορίων και µε µεταβλητή ενοργάνωση διαφορετική κάθε φορά. Ο ίδιοςεπεξηγώντας επακριβώς τη δηµιουργία αυτής της σηµειογραφίας- έγραψε: «Θέλησα να πετύχω µία σηµειογραφία που, σύµφωνα µε αυτή, η σύνθεση να δείχνει σε κάθε ερµηνεία της µία από τις πολλές όψεις της, και να επιτρέπει µία ταυτόχρονη εκτέλεση διαφορετικών ερµηνειών. Μ’ επανειληµµένες τέτοιες ακροάσεις µπορεί έτσι ν’ αποκαλύπτεται σ’ ανώτερη βαθµίδα η συνολική εικόνα του έργου. Ο σκοπός αυτής της σηµειογραφίας ήταν ν’ αναπτυχθούν σηµάδια, που η δεσµευτική τους ανάγνωση να επιτρέπει να ενταχθούν στο ηχητικό αποτέλεσµα ακόµα και οι αποκλίνουσες αντιδράσεις των ερµηνευτών που το δεν επιτρέπονται από το σύστηµα του πενταγράµµου αφού η δοµή του είναι προσανατολισµένη

κειµένου που επιδέχεται η κάθε συνιστώσα της σύνθεσης το έργο γίνεται στη φύση του πολυµορφικό. Η αναφορά σε γραφικά στοιχεία µπορεί να γίνει κατά τρεις τρόπους: α) από τη µια µεριά θεωρούµ ε πως ορισµένα στοιχεία αποτελούν αντιπροσώπους για ένα πράγµα που υποτίθεται ότι το σηµαίνουν. Τέτοιου είδους γραφικά στοιχεία τα’ α ποκαλώ ‘σύµβολα’, β) άλλα σηµάδια θεωρούµε πως ξυπνούν µέσα µας συνειρµούς ιδιοτήτων όπως ένταση, διάρκεια

µορφής επηρεασµένης από τη στιγµιαία αντιµετώπιση, αλλά και κατευθυνόµενης – ή καλύτερα επιτρέπει µία ‘µορφική

190
προς
των συνιστωσών της
από τη διαπίστωση αυτή αποφάσισα να προβάλλω
σ’ ένα µοναδικό φύλλο χαρτί για κάθε έργο
σχεδίου που χωρά όλο, έστω και για ένα µεγάλο κτίριο, και ν’ αφήσω τα σηµάδια πάνω στο φύλλο αυτό να µπορούν να διαβάζονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Από τους διαφορετικούς τρόπους αναγνώσεως ενός τέτοιου συνθετικού
αλλαγή χροιάς, κ.λπ, γ) µία τρίτη κατηγορία σηµαδιών είναι εκείνη που θεωρείται πως δίδει διαταγές για την εκτέλεση µιας πράξεως, και τα λέω ‘συνθήµατα’. Η ρευστότητα της αναγνώσεως επιτρέπει επίσης την πραγµάτωση µίας
ροή’- που τα στοιχεία της µπορούν ν’ αναπτύσσονται κατά τρεις τρόπους προσδιορισµού τ ους: α) η διαδοχή και οι χρονικές διαστάσεις των σηµαδιών και των οµάδων τους προσδιορίζονται εκ των προτέρων, β) η διαδοχή και η δι άρκεια ∆είγµα παρτιτούρας, Krones Halmut, Anestis Logothetis.
µία µονοµορφική αποτύπωση
σύνθεσης. Ξεκινώντας
τις µουσικές µου παραστάσεις
όπως στην περίπτωση ενός αρχιτεκτονικού

και πολύπλευρη ακτινοβολία στήνοντας εντελώς πρωτότυπα ηχητικά οικοδοµήµατα και ανοίγοντας πρωτόφαντους ηχητικούς κόσµους για τον ερµηνευτή (προκαλώντας τον αυθορµητισµό του) και το κοινό που ακούει τα έργα του. Εξερευνά, µε ασυνήθιστη ψυχολογική διεισδυτικότητα, εσωτερικούς κόσµους οι οποίοι χαρακτηρίζονται από καινοφανείς διαστάσεις, π.χ. µαζικές, υπεράνθρωπες, κολοσσιαίες, στηριγµένες σε διασταυρούµενες ηχητικότητες ή ενεργοποιηµένες

των οπτικών συµβόλων που περιλαµβάνουν, αναδεικνύουν την ιδιαίτερη αισθητική του και παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον όχι µόνο ως µουσικός κώδικας, αλλά και ως εικαστική εικόνα αφηρηµένης ζωγραφικής.

Ήταν βαθύς γνώστης της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας και γραµµατείας στοιχεία των οποίων ενέταξε στην προσωπική του αισθητική. Με

191 των οµάδων προσυµφωνούνται, αλλά η πραγµατοποίηση των επί µέρους σηµαδιών επαφίεται στις αντιδράσεις του εκτελεστή, γ) όλες οι διαστάσεις αφήνονται στην κρίση των εκτελεστών. Η ελεύθερη εκλογή του αριθµού και του είδους των εκτελεστών για κάθε φύλλο, αντιστοιχεί, αφ’ ενός µεν στην ιδέα της πολυµορφίας αφ’ ετέρου όµως και στην επιθυµία να παροτρύνει κανείς κάθε όργανο να συµµετάσχει στην π ραγµατοποίηση των σηµαδιών και στη σχετική εµπειρία. Εποµένως, σε όλες αυτές τις προσπάθειές µου επιδιώκω να δηµιουργήσω προϋποθέσεις που να λάβουν υπ’ όψη τους το αυθόρµητο αλλά και µαζί την κατάλληλη συνειδητοποίηση , και µε βάση τέτοιες διεργασίες να οδ ηγήσουν στην πραγµατοποίηση της ηχητικής δοµής των συνθέσεών µου » 262 Ο συνθέτης ανέπτυξε το σηµειογραφικό του σύστηµα µε σταθερότητα, συνέπεια, διαύγεια σκέψης
από άπειρα νέα είδη ηχητικών δονήσεων (τρέµολα, τρίλιες, κ.λπ) 263. Οικοδοµεί νέες µουσικές δοµές και µορφές, µε βάση µία ιδιάζουσα ρευστή και συνάµα σταθερή συγκρότηση. Η σηµειογραφία δύναται να ερµηνευθεί είτε ως τοµή είτε ως «αεροφωτογραφία» µε ελευθερία στον καθορισµό των υψηλών και των χαµηλών ήχων σε σχέση µε τη θέση τους στο χαρτί. ∆είχνει επίσης, αν τα σύµβολα πρέπει να ερµηνευθούν έκαστο ξεχωριστά ή αν αποτελούν µέρος µίας δοµικής οµάδας. Κατά συνέπεια, το έργο του έχει και ανθρωπολογικές προεκτάσεις µέσω του οµαδικού πνεύµατος και της συνεργασίας των εκτελεστών που επικαλείται. Οι γραφικές παρτιτούρες του –γραφήµατα– λόγω
αυτό το πολυµορφικό σύστηµα 262 Λογοθέτης Ανέστης, «Μουσική σηµειογραφία» στο λεύκωµα Ανέστης Λογοθέτης, Καλλιτεχνικό Πνευµατικό Κέντρο ‘Ώρα’, Αθήνα 1975. 263 Παπαϊωάννου Γιάννης Γ., «Μία νέα µέθοδος οργάνωσης ενός συγκλονιστικού, πρωτότυπου ηχητικού κόσµου» στο λεύκωµα Ανέστης Λογοθέτης , Καλλιτεχνικό Πνευµατικό Κέντρο ‘Ώρα’, Αθήνα 1975. Ανέστης Λογοθέτης (σε πρόβα ραδιοφωνικής όπερας), ΑΕΜΘΤ.

βραβείο του ∆ιαγωνισµού Σύγχρονης Μουσικής του Ινστιτούτου Τεχνολογίας Αθηνών (1962) που διοργάνωσε ο Μ. Χατζιδάκις

αρχής

από τα «Φαντάσµατα» (1960) µε αναφορά στα γεγονότα του Κονγκό (αγώνες για την ανεξαρτησία του µε αιµατηρές συνέπειες)

χώρας

µε αλλαγές ταχύτητας και δακτυλιακούς µετατροπείς, µε παράλληλους θορύβους και κρότους από σκίσιµο χαρτιών και σπειροειδείς µεταλλικούς ήχους264. Στη δεκαετία του ‘60 συνέθεσε σηµαντικά έργα όπως: α) «Καρµαδαρµαδράµα» µουσικό θέατρο σε επτά εικόνες (1961-67), β) «Ουράνια Μηχανική» (1960), γ) «Οδύσσεια» για ορχήστρα (1963. Ηχητικό ανάλογο των περιπετειών του Οδυσσέα µε χρήση του χώρου σε µικροκλίµακα και µε συνδυασµό

της κίνησης και του ήχου µέσω της αποκωδικοποίησης του γραφικού χώρου από τους ερµηνευτές. Η ερµηνεία της γραφικής παρτιτούρας δύναται να εκληφθεί ως ένα ταξείδι προς την ωριµότητα µε την είσοδο των ερµηνευτών σε µία επαναστατική περιπέτεια του ατόµου, τοποθετηµένη στον χώρο και τον χρόνο), δ) «Συνεπαφές», µπαλέτο επτά εικόνων (1964), ε) «∆υνάπολις» για ορχήστρα και µαγνητοταινίες (1963. Πολυσύνθετη µουσική απεικόνιση του οµώνυµου αρχιτεκτονικού σχεδίου για νέα πόλη του πολεοδόµου Ντ. ∆οξιάδη), ζ) «Σεισµογραφία Ι και ΙΙ» για ενόργανο σύνολο (1964. Έχει τη µορφή καταγραφής ενός σεισµογράφου

τους και διαµορφώνονται από διαφορετικές ανεξάρτητες γραµµές), θ) «Εξαχνώσεις» για πιάνο και ενόργανο σύνολο (1968. Η σηµειογραφική «παρτιτούρα» αποτελείται από 4 βασικές γραµµές οι οποίες περικλείουν µικρές εξαχνωµένες εσωτερικές κινήσεις Είναι αφιερωµένο στον πιανίστα και συνθέτη Friedrich Cerha [1926- ]), ι) «∆υνατότητες επιλογής» για ενόργανο σύνολο (1965), κ) «Αντιστρεπτή σύζευξις» για ενόργανο σύνολο (1965), λ) «Μαίανδρος» για φωνή και ενόργανο σύνολο (1967. Παραπέµπει

σε έκρηξη265), µ) «∆εσµοτροπία» για ορχήστρα (1967), ν) «Πολύχρονον» για ενόργανο σύνολο (1967. Κατά τον Γ.Γ. Παπαϊωάννου

συγκεντρικές ζώνες: το κέντρο παριστάνει ένα τέµπο όσο αργό γίνεται, µετά διαδοχικά οι ζώνες αντιστοιχούν στα τέµπι Λέντο, Αντά ντε, Αλλέγκρο και τελικά στην περιφέρεια σε τέµπο όσο γρήγορο γίνεται (Πρέστο). Έτσι η κάθε ζώνη παριστάνει ένα µέρος µε ωρισµένο χαρακτήρα. Το έργο µπορεί να παιχθή είτε από το κέντρο προς την περιφέρεια ή αντιστρόφως. Επίσης οι πέντε ζώνες του µπορούν να παιχθούν και ταυτόχρονα όπως συµβαίνει στο τέλος της παρούσας ηχογραφήσεως » 266), ξ) «Η κρίση του Πάρι στο Παρίσι» µουσικό σκίτσο για ηθοποιό και πιανίστα (1968), ο) «Πέντε Ταµπουλατούρες» για πιάνο (1968) π) «Στυξ» για ορχήστρα νυκτών εγχόρδων

192 σηµειογραφίας δηµιούργησε περισσότερα από 100 έργα ορχηστρικά, µουσικής δωµατίου, σολιστικά και φωνητικά. Η ενοργάνωση ελάχιστη σηµασία έχει στα έργα αυτά γιατί κατά κανόνα το µέγεθος και το είδος των συνόλων τα οποία θα τα ερµηνεύσουν προσυµφωνούνται εκ των προτέρων. Το 1960 (όπως και το 1963) τιµήθηκε µε το βραβείο του αυστριακού ιδρύµατος Th. Koerner. Τιµήθηκε επίσης (µαζί µε τον Ι. Ξενάκη [1922-2001]) µε το πρώτο
(1925-1994). Στη δεκαετία του ‘60 ξεκίνησε να δηµιουργεί επίσης έργα ηλεκτροακουστικής/ηλεκτρονικής µουσικής
Εδώ ο συνθέτης χρησιµοποιεί εκστατικές
της
γενοµένης
φωνές από χορούς
αφρικανικής
διαµορφωµένες
είναι γραµµένο –όπως πολλά
οργάνων, η) «Σπειροειδές Κουιντέτο» για ενόργανο σύνολο (1965. Αποτελείται από 6 σπείρες οι οποίες περιπλέκονται µεταξύ
στον Μαίανδρο ποταµό λόγω της σπειροειδούς µαιανδρικής µορφής. Βασίζεται σε δωδεκαφθογγική σειρά και έχει σαφή ροή. Ξεκινά από µία ήρεµη κατάσταση, που οδηγείται
σε αυξανόµενη πολυπλοκότητα καταλήγοντας
«Η πολυµορφική γραφική παρτιτούρα έχει διαταχθή σε
(1969), ρ) «Εξωθήσεις» για ενόρ264 «Φαντάσµατα» στο έντυπο πρόγραµµα ∆ιήµερο Αφιέρωµα στον Ανέστη Λογοθέτη, 8 & 9 Ιουνίου 2012, Στέγη Γραµµάτων και Τεχνών, Αθήνα 2012, σ. 2. 265 «Μαίανδρος» στο έντυπο πρόγραµµα ∆ιήµερο Αφιέρωµα στον Ανέστη Λογοθέτη, 8 & 9 Ιουνίου 2012, Στέγη Γραµµάτων και Τεχνών, Αθήνα 2012, σ. 8. 266 Παπαϊωάννου, «Πολύχρονον», ένθετο ηχογραφήµατος Έλληνες συνθέτες. Από την 3η Ελληνική Εβδοµάδα Σύγχρονης Μουσικής, αρ.2 (EMI Columbia, SCXG 56), Αθήνα 1970.
µε διακριτές δύο παράλληλες κινήσεις και
από τα έργα του- για ελεύθερο συνδυασµό
σταδιακά

γανο σύνολο (1969), και σ) «Αναστάσεις» µουσικό θέατρο για αφηγήτρια, τρεις φωνές, τρία µαντολίνα, βιόλα, κιθάρα και κρουστά (1 969. Είναι η πρώτη –µε χρονολογική σειρά- ραδιοφωνική όπερα [Hörspiel: δραµατικό-ακουστικό έργο]. Ο τίτλος τυπώνεται στην παρτιτούρα, σταυρωτά, συµβολίζοντας τόσο τη σταύρωση όσο και την ανάσταση µε τη µίξη επιστηµονικών όρων χηµείας και φαρµακολογίας µε αναφορά σε δεκάδες γνωστών ασθενειών αλλά και προσευχών για ανάρρωση).

Στη δεκαετία του ‘70 (αλλά και του ‘80) δηµιούργησε σειρά ραδιοφωνικών οπερών (διάρκειας 30’-50’) µε αναφορά στην αρχαιοελληνική τραγωδία. Σε αυτές το δραµατικό στοιχείο διατηρείται στο ακουστικό επίπεδο -λόγω απουσίας του οπτικού µέρους- µε εξαιρετική πρωτοτυπία στη χρήση εκφραστικών µέσων αλλά και µε ιδιαίτερες απαιτήσεις ως προς ερµηνευτικό µέρος. Ένα κεντρικό «όπλο» δικής του επινόησης αφορά τη συνεχή και αδιάκοπη χρήση «πολλαπλών λογοπαιγνίων»: η ίδια λέξη –µε πολύ διαφορετικές προφορές- χρησιµοποιείται για να υποβάλλει 3 ή και 5 διαφορετικές σηµασίες παρµένες από τελείως διαφορετικές γνωστικές περιοχές 267. Η δε χρήση της γερµανικής γλώσσας είναι βασικό προαπαιτούµενο. Σηµαντικώτερες ραδιοφωνικές όπερες θεωρούνται οι: α) «Νεκρολογιόµετρο» (1970. Ηλεκτρονικά µετασχηµατισµένος επικήδειος µε συνδυασµό νεκρολογιών και µαθηµατικών ακολουθιών), β) «Κυβερνητικόν» για εκφωνητές και µαγνητοταινία (1971), γ) «Πάρτι Εντόµων» (1972-73), δ) «Πεταλούδες» (1974), ε) «Menetekel» (1975. Αναφορά στην Αρχαία Αίγυπτο), ζ) «Vor!Stell!Unk!» (1980) και η) «Bienen’ Binom» (1980). Συνέθεσε επίσης τα έργα: α) «Συγκρούσεις» για δύο οµάδες οργάνων ορχήστρας (1970), β) «Ποταµοί της Στυγός», τριλογία για χορωδία και ορχήστρα µε κείµενα από τη αρχαιοελληνική γραµµατεία (1970), γ) «Σύντηξις» (1971. Αποτελείται από πέντε γραµµές µε συγκεκριµένα και συγκλίνοντα τονικά ύψη τα οποία τελικά διαπλέκονται αντιστικτικά µε γραµµές σηµείων δράσεως 268, δ) «Αναθυµίασις», ηλεκτρονική επαλληλία 13 φωνών κλαρινέτου (1973), ε) «Για την ‘Ώρα’» για φωνή και ενόργανο σύνολο παραδοσιακής µουσικής (1975. Παραγγελία της αθηναϊκής γκαλερί ‘Ώρα’ στην οποία πραγµατοποιήθηκε έκθεση µε τις παρτιτούρες του συνθέτη), ζ) «Ηχητικά Πεδία και Αραβουργήµατα» για πιάνο (1976), η) «∆αιδάλεια ή η ζωή µιάς θεωρίας», µουσικό θέατρο

267 Παπαϊωάννου, «Ανέστη

193
Λογοθέτη: Αναστάσεις (Α)», ένθετο κασετίνας 5 ηχογραφηµάτων Από την Ελληνική Μουσική Πρωτοπορία του 20ού Αιώνα, ΕΤΕΒΑ, Αθήνα 1997, σ. 120-122. 268 «Σύντηξις» στο έντυπο πρόγραµµα ∆ιήµερο Αφιέρωµα στον Ανέστη Λογοθέτη, 8 & 9 Ιουνίου 2012, Στέγη Γραµµάτων και Τεχνών, Αθήνα 2012, σ. 4. Ανέστης Λογοθέτης, ΑΕΜΘΤ.

επίσης, µεταξύ άλλων: α) τις «Κυµατοµορφές»

σε διάφορες ηχητικές παραµέτρους. Χρησιµοποίησε σε µεγάλη έκταση τη σύγχρονη τεχνολογία και µάλιστα µε εντελώς δική του πρωτότυπη προσέγγιση), β) την πολυµεσική όπερα «Σίσυφος» (1983. Ίσως το σπουδαιότερο έργο του, διάρκειας δύο ωρών, το οποίο αποτελεί τη συνθετική κορωνίδα του. Αποτελείται από 200 «χαρτιά» πολλά εκ των οποίων έχουν συγκεκριµένες µορφές, όπως γράµµατα, ζώα, καράβια, κ.ά.), γ) τα «Φυγοκεντρικά σε χρονικό φακό» για ενόργανο σύνολο (1984-85), δ) τη «∆ιπλή Έλικα» για φλάουτο και βιολί (1985. Εδώ η εικόνα της παρτιτούρας θυµίζει την περίτεχνη, τέλεια σε αναλογίες, εσωτερική δοµή ενός κελύφους σαλιγκαριού. Το κέντρο του κελύφους σηµατοδοτείται από γκλισάντι ενώ το περίβληµα βασίζεται σε µεµονωµένους φθόγγους, η ακολουθία των οποίων στηρίζεται σε συγκεκριµένες µορφές

θέσεις της σύγχρονης µουσικής δηµιουργίας στους τοµείς: α) γραφική µουσική σηµειογραφία, β) ανανέωση σειραϊσµού, γ) πολυµορφισµός ερµηνειών, δ) συναισθηµατική σχέση µουσικής και οπτικών εντυπώσεων, ε) γραφή για νυκτά έγχορδα, ζ) δηµιουργία ραδιοφωνικών οπερών (Hörspiele), η) πολυορχηστρικότητα και θ) αναβίωση του µουσικού ντανταϊσµού και του σουρρεαλισµού. Ήταν επίσης αξιόλογος θεωρητικός. Τα κείµενά του –πάνω στο σύστηµα σύνθεσης το οποίο ανέπτυξε- είναι µεστά, πειστικά ως καταπέλτης και αποκλείουν οιανδήποτε αντίρρηση. Απεβίωσε στη Βιέννη στις 6/1/1994. 269 «∆ιπλή έλικα» στο έντυπο πρόγραµµα ∆ιήµερο Αφιέρωµα στον Ανέστη Λογοθέτη, 8 & 9 Ιουνίου 2012, Στέγη Γραµµάτων και Τεχνών, Αθήνα 2012, σ. 6.

194 (1976), θ) «Γεωµουσική 76» για σόλο και ορχήστρα (1976), ι) «Κυριαρχικό τραγούδι» για φωνή και εκκλησιαστικό όργανο (1978), και κ) Υδρόγειος» για φλάουτο (1978). Στη δεκαετία του ’80 τιµήθηκε δύο φορές από τον ∆ήµο της Βιέννης (πρώτο βραβείο το 1985, χρυσό µετάλλιο το 1986) και µία φορά από το Αυστριακό Οµοσπονδιακό Υπουργείο Παιδείας, Τεχνών και
το 1989). Συνέθεσε
ηλεκτρονική µουσική για συνθετητές (1981. Πρόκειται για την ηχητική απόδοση των διαγραµµάτων τα οποία σχεδίασε για τον Η/Υ του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικής Μουσικής της Στοκχόλµης. Τα διαγράµµατα –σε χαρτί rasterαντιστοιχούν
µε περάσµατα κρατηµένων φθόγγων σε παραλλαγές. Τα τελευταία οδηγούνται πάλι στο κέντρο της «∆ιπλής έλικας» έτσι ώστε να ακούγεται σε καρκινική µορφή. Έτσι προκύπτει µία εξύµνηση της «αιώνιας σπείρας», επί της οποίας βασίζεται η δηµιουργία της φύσης) 269, ε) το «Τοπίο χρόνου» για ενόργανο σύνολο (1984-86. Βασίζεται σε υπαρκτό τοπίο µε προοπτική και αποτελούµενο από τρεις παράλληλες κινήσεις), και ζ) τα «Κυκλικά ή Συµφωνία κυκλικής αντίστιξης» για ορχήστρα (1987). Στη δεκαετία του ‘90 πήρε το δεύτερο βραβείο του ∆ήµου Βιέννης για τη ραδιοφωνική παράσταση «Φλωριάνα» (1993). Συνέθεσε δε τα έργα: α) «Μπαγκατέλλα» για κλαρινέτο και τούµπα (1990) και β) «Ντουέτο Κασσάνδρας» για άρπα και µπάσο κλαρινέτο, το κύκνειο άσµα του. Η πολύπλευρη δυνατότητα ερµηνείας των έργων του -κάθε φορά µε διαφορετική ενορχήστρωση και ενοργάνωση- όχι µόνο εµπλουτίζει το αποτέλεσµα αλλά προσδίδει στο µουσικό έργο ιδιότητες ηχητικού γλυπτού το οποίο µεταδίδει άπειρες διαφορετικές εντυπώσεις αναλόγως της γωνίας µε την οποία εξετάζεται από τον παρατηρητή-ακροατή και τους µεταβαλλόµενους φωτισµούς επ’ αυτού. Εν κατακλείδει, δίκαια κατέχει µία από τις κορυφαίες
Πολιτισµού (τιµητικό βραβείο

Μαλετσίδης Αθανάσιος: Αρχιµουσικός, µουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Γεννήθηκε στην Κοµοτηνή. Άγνωστο που σπού-

δασε µουσική. ∆ιετέλεσε αρχιµουσικός στις φιλαρµονικές: α)

των Σαπών από την ίδρυσή της το 1961 έως το 1965 β) της

Κοµοτηνής (1966-1979) και γ) του Ιάσµου270. Σε όλες τις φι-

λαρµονικές εργάστηκε µε αυταπάρνηση και άφησε σηµαντικό

έργο –αφού τις δηµιούργησε εκ του µηδενός- παρουσιάζοντας

ρεπερτόριο µε έργα δικά του –κυρίως εµβατήρια- και άλλων

Ελλήνων και ξένων συνθετών. Απεβίωσε στην Κοµοτηνή, άγνωστο πότε.

Μαύρος Γεώργιος 271: Στρατιωτικός αρχιµουσικός και συνθέτης. Γεννήθηκε στη Χάλκη Κωνσταντινούπολης το 1914. Με τη

µικρασιατική καταστροφή ήλθε στην Αθήνα όπου αργότερα

ξεκίνησε σπουδές τροµπονιού στο Ωδείο Αθηνών (µε τον Πολίτη) και ανώτερων θεωρητικών στο Εθνικό Ωδείο (µε τους Μ. Καλοµοίρη και Β. Σωζόπουλο [1885-1968]). Εντάχθηκε στη

Στρατιωτική Μουσική Αθηνών από την οποία αποστρατεύθηκε

το 1968 µε το βαθµό του αντισυνταγµατάρχη. ∆ιακρίθηκε κυρίως στον Πόλεµο της Κορέας ως διοικητής αρχιµουσικός (υπολοχαγός) της Μπάντας του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώµατος, ψυχαγωγώντας Έλληνες και συµµάχους στρατιωτικούς. Έδωσε πολλές συναυλίες, προβάλλοντας τις Ένοπλες ∆υνάµεις της χώρας στην Κορέα και την Ιαπωνία. Παράλληλα, πήρε µέρος και σε πολεµικές επιχειρήσεις, µεταφέροντας πυροµαχικά. Σε µουσικό διαγωνισµό

των Συµµαχικών ∆υνάµεων βραβεύτηκε το εµβατήριό του «Cando» (1950;). Συνέθεσε το επίσηµο «Εµβατήριο του Εκστρατευτικού Σώµατος Ελλάδος» και το «Ελεγείο προς τιµήν των Ελλήνων πεσόντων» για µπάντα πνευστών. Είναι γνωστά επίσης δώδεκα εµβατήρια, δύο έργα για χορωδία και ορχήστρα πνευστών («Πρόσκοποι» σε στίχους Κ. Γκικόπουλου [1950] και «Ύµνος στην Α.Β.Υ. τον διάδοχον Κωνσταντίνον» σε στίχους Στ. Σπεράντζα [1951]) και δύο άτιτλα έργα για σόλο τροµπόνι (ή µε συνοδεία πιάνου). Υπήρξε µέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Απεβίωσε στην Αθήνα το 2008.

∆ιαδικτυακός ιστότοπος: http://xronos.gr/detail.php?ID=70079&print=Y

195
270
271 Τα στοιχεία του λήµµατος
από ερευνητικό υλικό στον φάκελο ‘Γ. ΜΑΥΡΟΣ’ του Α.Ε.Μ.Θ.Τ. και από προφορικές µαρτυρίες του συνθέτη προς τον γράφοντα (1996-98). Ο Αθανάσιος Μαλετσίδης µε τη Φιλαρµονική Σαπών (25/1/1963), http://oisapes.mysch.gr/topos/filarmon.1.html
προέρχονται

Μάτσας Περικλής: Εθνοµουσικολόγος, µουσικός καταγραφέας πρωτίστως και συνθέτης µε ελλειπή βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε µάλλον στις Σαράντα

Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης πριν από το 1860. Σπούδασε µουσική στην Κωνσταντινούπολη. Έµεινε γνωστός στην ελληνική µουσική ιστορία για τη δίτευχη συλλογή εκκλησιαστικών ύµνων, δηµοτικών και δικών του τραγουδιών

για µία έως τρεις φωνές µε συνοδεία πιάνου ή σόλο πιάνο, σε ευρωπαϊκή σηµειογραφία και µε 176 σελίδες. Η επεξεργασία του αρχικού υλικού –σε αυτό εντάσσονται και αστικά τραγούδια- είναι καίρια και σε πολλά τραγούδια αλλοιώνεται ο αυθεντικός χαρακτήρας και αναδεικνύεται η επεξεργασία ως ξεχωριστή σύνθεση 272. Εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1883 από τον µουσικό οίκο Comendiger –δύο φορές µε διαφορετικά εξώφυλλα- και µε πλήρη τίτλο «80 Ελληνικαί δηµοτικαί µελωδίαι δια µονωδίαν εν ακολουθία κλειδοκυµβάλου ή και δια µόνον το κλειδοκύµβαλον, συλλεχθείσαι και εναρµονισθείσαι υπό Περικλέους Μάτσα». Σε αυτή περιέχονται και οι συνθέσεις του: α) «Καρδιολάληµα» ελληνικό τραγούδι σε ποίηση Α. Περδικίδου, και β) «Μοναξιά» σε ποίηση Αλ. Ραγκαβή (1878. Αφιερωµένο στη διδα Al. Balladur) 273. Από τα υπόλοιπα έργα ξεχωρίζουν τα: «∆όξα Πατρί» (για δύο φωνές και πιάνο), «Η ζωή εν τάφω», «Νυχτώνει-ξηµερώνει», «Όταν σ’ ακούω λαχταρώ», «Άσµα του γάµου», «Η ερωτική εσπέρα», «Αναστενάζω βγαιν’ αχνός», «∆εν µε µέλει το σκοτάδι» και «∆ύο πουλάκια» (σερενάτες για δύο φωνές», «Η ξανθούλα», «Ηπειρωτικόν ποιµενικόν άσµα», «Ναννάρισµα», «Ο µισευµός του νέου» (για τρεις φωνές), «Εις το ρεύµα της ζωής µου», και «Περδικούλα πλουµισµένη». Συνέθεσε επίσης έργα για πιάνο, όπως την πόλκα «Ιουλία», έργο 1 και τη µαζούρκα «Τραγούδι του Κανάρη», έργο 2274. Ένα από τα τραγούδια της συλλογής χρησιµοποιήθηκε από τον διάσηµο Γάλλο συνθέτη Maurice Ravel (1875-1937) ως βασική µελωδική ιδέα στο 3ο κοµµάτι («Quel galant m'est comparable. AlleAllegro») του κύκλου «5 Mélodies populaires grecques» (1904-06). Άγνωστο που

196
272 Κατηγορήθηκε ότι «τα ως δηµοτικά
αναγραφόµενα
και ως ποίησις ουδεµίαν έχουσιν σχέσιν προς την γνησίαν ελληνικήν µουσικήν την εκ παράδοσης σωζοµένην. Είναι απλώς νεώτερα άσµατα, ξένα τε και ηµέτερα, αδόµενα εν ταις µεγαλοπόλεσι πάρα πολλών». 273 Εκδόθηκε και από τον µουσικό οίκο του Ζ. Βελούδιου στην Αθήνα. 274 Εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο Adam Κωνσταντινούπολης. Εξώφυλλο παρτιτούρας του έργου «Η µοναξιά» του Περικλή Μάτσα, EΛΙΑ.
και πότε απεβίωσε.
υπ’ αυτού
άσµατα ως τε µέλος

προσφορά της (τόσο η καλλιτεχνική όσο και η κοινωνική) ήταν πολύπλευρη και πλουσιοπάροχη. Υπήρξε πρότυπο εργατικότητας και ήθους. Οργάνωσε –από το υστέρηµά της- και παρουσίασε µαθητικές ορχήστρες καθώς και αρκετές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και συναυλίες (κυρίως στις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60). Η δυναµική και ολοκληρωµένη προσωπικότητά της σφράγισε την κοινωνία των Ιωαννίνων για µισό αιώνα. ∆ιακρίθηκε για την υποδειγµατική ζωή και προσφορά της στον κοινωνικό τοµέα µε πλήθος αγαθοεργιών. Είχε το προσωνύµιο «µπολσεβίκα» λόγω της ανιδιοτελούς προσφοράς της, αλλά και λόγω των µουσικών σπουδών της εκτός Ιωαννίνων.

ως σκοπό της ζωής της τον εντοπισµό και την εµψύχωση µουσικών

µουσικοπαιδαγωγικό φάσµα (θρησκευτικά, πατριωτικά, δηµώδη, ρυθµικά, διάφορα, κ.λπ) για νηπιαγωγούς, δασκάλους και καθηγητές µουσικής. Ο δεύτερος τόµος κυκλοφόρησε το 1972 µε 408 νέες -και αρκετές από τον πρώτο τόµο- επιλογές. Αµφότεροι αποτελούν σηµαντική συµβολή στη σχολική µουσική

197 Μέντζου Όλγα275: Βιολονίστα, καθηγήτρια βιολιού και θεωρητικών µε καταγωγή από τη Βήσσανη Ηπείρου. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1905276. Σπούδασε µουσική στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο (έως το 1922). Το 1922 ήλθε στα Ιωάννινα και συνέχισε σπουδές στη Ζωσιµαία Σχολή Ιωαννίνων (έως το 1925). Σπουδές µουσικής (θεωρητικά και βιολί) έκανε στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών από το οποίο πήρε δίπλωµα βιολιού (1930). Από τη δεκαετία του ‘30 και έως το τέλος της βιωτής της έζησε στα Ιωάννινα όπου δίδαξε µουσική σε ωδεία (όπως το παράρτηµα του Εθνικού Ωδείου και το ∆ηµοτικό Ωδείο Ιωαννίνων) και γυµνάσια των Ιωαννίνων.
εργάστηκε
Η
ταλέντων, και ακολούθως την εκπαίδευση και προώθηση των καλλιτεχνικών σχεδίων τους, τις περισσότερες φορές αφιλοκερδώς. Εξέδωσε στην Αθήνα µε δικά της έξοδα τη Μουσική Ανθολογία σε δύο τόµους. Ο πρώτος τόµος κυκλοφόρησε σε δύο εκδόσεις. Η πρώτη έκδοση περιείχε 87 επιλογές Ελλήνων και ξένων συνθετών (1968) και η δεύτερη 178 επιλογές
µε τις 87 της πρώτης) από
της νεώτερης Ελλάδας και εκπλήσσουν µε την ποιοτική επιλογή των συνθέσεων τις οποίες περιλαµβάνουν, σε µουσική επιµέλεια δική της. Στον πρόλογο της έκδοσης του πρώτου τόµου έγραψε: «Εκείνο το οποίον µε ώθησε να προβώ εις την έκδοσιν του 275 Τα στοιχεία του λήµµατος προέρχονται από ερευνητικό υλικό στον φάκελλο ‘Ο. ΜΕΝΤΖΟΥ’ του ΑΕΜΘΤ. 276 Η ίδια έδιδε ως χρονολογία γέννησης το 1911 όταν ήλθε στην Ελλάδα χωρίς πιστοποιητικά (είχαν καταστραφεί στην Κωνσταντινούπολη). Η πληροφορία προέρχεται από προφορική µαρτυρία του θετού γιού της, Παναγιώτη Μέντζου, προς τον γράφοντα. Όλγα Μέντζου, ΑΕΜΘΤ.
Επίσης
ως καθηγήτρια µουσικής στη Ζωσιµαία Παιδαγωγική Ακαδηµία (1948-51).
Έταξε
(µαζί
ολόκληρο το

Τενεζάκης, Βύρων Καψάλης, Μιλτιάδης Παπανικολάου, Παύλος Γκόβελας, Παναγιώτης Εργάτης και Λίτσα Μπόγα). Στα χέρια της γαλουχήθηκαν επίσης φηµισµένοι βιολιστές της παραδοσιακής µουσικής όπως, ο Λευτέρης Ζέρβας κ.ά. Είναι γνωστό ότι πώλησε το καλό βιολί της προκειµένου µε τα

χρήµατα να βοηθήσει οικονοµικά την Γιαννιώτισα καθηγήτρια πιάνου Νίνα Μαρούφωφ, δεικνύοντας το µεγαλείο της ψυχής της. Συνέθεσε -

σύµφωνα µε προφορικές µαρτυρίες των ∆. Βράσκου, Ντ. Κωνσταντινίδη και Τ. Αποστολίδη προς τον γράφοντα –τουλάχιστον δέκα έργα για σόλο βιολί και µε συνοδεία πιάνου (ως είδος µουσικών ασκήσεων) πριν από το 1950. Τα έδειξε -και µερικά ερµήνευσε- στους προαναγρα-

(∆.

διάφορα άλλα µουσικά σύνολα της ελληνικής πρωτεύουσας. Μαζί τους εµφανίστηκε σε συναυλιακούς χώρους πρώτης γραµµής (Θέατρο Επιδαύρου, Παλλάς, Ρεξ, Θέατρο Κολλεγίου Αθηνών, κ.λπ.) προσφέροντας στη µουσική της εποχής του ανεκτίµητες υπηρεσίες. Άγνωστο αν συνέχισε τη συνθετική του δραστηριότητα Απεβίωσε στην Αθήνα 1976.

277 Μέντζου Όλγα, «Αντί προλόγου», Μουσική

198 παρόντος είναι ο διακαής µου πόθος να έλθουν τα παιδιά ευθύς εξ αρχής εις επικοινωνίαν µε την καλής ποιότητος µουσικήν. ∆ια τού το εδιάλεξα ότι καλό απ’ όσα υπήρχαν εις την βιβλιοθήκην µου Ελλήνων και ξένων µουσουργών… Από δε την θεωρίαν έγραψα τόσα, όσα είναι δ υνατόν να διδαχθούν εις τας ολίγας διδακτικάς ώρας τας οποίας παραχωρεί το πρόγραµµα » 277. Υπήρξε η πρώτη καθηγήτρια κορυφαίων Ηπειρωτών δεξιοτεχνών του βιολιού (όπως οι Τάτσης Αποστολίδης, Ντίνος Κωνσταντινίδης, ∆ηµήτρης Βράσκος, Θόδωρος
φέντες οι οποίοι τα περιέγραψαν ως λίαν αξιόλογα. Θεωρούνται όµως χαµένα αφού δεν βρέθηκαν στο µουσικό αρχείο της. Πιθανώς η ίδ ια να τα κατέστρεψε, άγνωστο πότε. Απεβίωσε στα Ιωάννινα στις 11/6/1980. Μεριάς Στάµος278: Βιολονίστας και συνθέτης µε ελλειπή στοιχεία. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1900. Ο πατέρας του ήταν έµπορος µε καταγωγή από τη Χίο, όπως άλλωστε και η µητέρα του. Σε ηλικία τριών ετών, ζήτησε να µάθει βιολί κι από τότε δεν σταµάτησε ποτέ να παίζει, αν και σταδιοδρόµησε ως διευθυντής των Ηλεκτρικών Σιδηροδρόµων. Φοίτησε στο Γαλλικό Ροβέρτειο Κολλέγιο Κωνσταντινούπολης έως τα 18 του χρόνια και ήταν (ήδη βιολιστής) µέλος του µαθητικού κουαρτέτου της Σχολής (στο πιάνο, ο µουσικοκριτικός και συνθέτης Μίνως ∆ούνιας [1900-1962]). Στο διάστηµα 1920-30 σπούδασε στο Ωδείο Βερολίνου βιολί, σύνθεση και πολιτικές επιστήµες. Σχετίστηκε µε τους λοιπούς
στενό
επίσης φοιτητή στο ίδιο Ωδείο. Στο ΑΕΜΘΤ υπάρχει πρόγραµµα συναυλίας του 1928 στο οποίο εµφαίνεται η συµµετοχή του (όπως και των ∆ούνια και Σκαλκώτα) σε έργα του («Μικρή Σονάτα» και «Bagatellen» για βιολί και πιάνο [192728]). Συνέθεσε επίσης τουλάχιστον πέντε έργα για βιολί και ένα κουαρτέτο εγχόρδων που αγνοείται η τύχη τους. Το 1933, µε την άνοδο του ναζισµού στη Γερµανία, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου, εκτός από την πολιτική του σταδιοδροµία, έγινε µέλος
των Επιστηµόνων και του Κουαρτέτου του Μ.
ως βιολονίστας έλαβε εποχιακά µέρος σε
λαµπρούς Έλληνες µουσικούς που φοιτούσαν εκεί
Μητρόπουλος, Ν. Σκαλκώτας, Γ. Κωνσταντινίδης κ.ά.), συνεχίζοντας τον
του σύνδεσµο µε τον Μ. ∆ούνια,
της Ορχήστρας
∆ούνια. Επίσης,
Ανθολογία, τοµ. Α’, Αθήνα 1972, σ. 3. 278
Τα στοιχεία του λήµµατος προέρχονται από ερευνητικό υλικό στον φάκελλο ‘ΣΤ. ΜΕΡΙΑΣ’ του Α.ΕΜΘΤ.

1977). Εκεί απέκτησε περαιτέρω εξειδίκευση πάνω στην θεωρία

πράξη

αντικειµένων της µουσικής παιδαγωγικής, µε κύριο

θέµα «Η µουσική πρακτική στο πιάνο και το φαινόµενο της µουσικότητας». Επίσης στο αντικείµενο «Φυσιολογικά δεδοµένα για τη Μουσική πρακτική (πράξη - ερµηνεία) στο πιάνο» µε καθηγητή τον V. Lanz. Το 1960 γράφτηκε στο Trapp’Sches Konservatorium der Musik Musikerzieher του Μονάχου. Με καθηγητές τους συνθέτες Wilhelm Martin Keilmann (1908-1989) και Peter Jona Korn (1922-1998) πήρε δίπλωµα σύνθεσης (1962). Πήρε επίσης δίπλωµα πιάνου (1964) και διεύθυνσης ορχήστρας (1966) µε τους Alfred Zehelein (1902-1978) και Richard Bock. Στο Μόναχο επίσης, ίδρυσε

199 Μεταλλινός Τηλέµαχος279: Αρχιµουσικός, διευθυντής χορωδιών, µουσικοπαιδαγωγός, πιανίστας και συνθέτης. Γεννήθηκε στην Άνω Κοριακιάνα Κέρκυρας στις 11/10/1926. Στην Κέρκυρα πήρε τα πρώτα µαθήµατα µουσικής (έως το 1946) στη Φιλαρµονική Εταιρεία Μάντζαρος και στο Ωδείο Κέρκυρας (πιάνο και θεωρητικά) υπό την διδασκαλία του Κερκυραίου µουσουργού και αρχιµουσικού Αλέξανδρου Γκρεκ (1876-1959). Το 1946 ξεκίνησε την καλλιτεχνική του δραστηριότητα µε τη δηµιουργία του Ανδρικού Εκκλησιαστικού Οκτέτου της Άνω Κορακιάνας το οποίο διηύθυνε (έως το 1953). Το 1946 επίσης, γράφτηκε στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών όπου συνέχισε τις µουσικές σπουδές του υπό την διδασκαλία των συνθετών Σπύρου Καψάσκη (1909-1967), Μιχάλη Βούρτση (1908-1983) και Γιώργου Βώκου (1915-1988). Το ίδιο έτος εισήχθη στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδηµία Αθηνών από την οποία αποφοίτησε το 1949 µε πτυχίο παιδαγωγικών. Το 1947 ίδρυσε και διηύθυνε (έως το 1949) την ανδρική εκκλησιαστική χορωδία του Ιερό Ναό του Αγίου ∆ηµητρίου Πειραιώς. Από το 1950 εγκαταστάθηκε στην Ξάνθη όπου παρέµεινε έως το τέλος της βιωτής του αναπτύσσοντας πλούσια καλλιτεχνική δραστηριότητα. Από το 1954 ασχολήθηκε κατ’ εξοχήν µε τη δηµιουργία χορωδιακών συνόλων της πόλης, όπως η µικτή χορωδία της Φιλαρµονικής Ένωσης (1954-57) και η µικτή χορωδία δηµοτικών σχολείων (1955-58). Στην περίοδο 1959-67 σπούδασε παιδαγωγικά στο Πανεπιστήµιο Ludwig Maximillians του Μονάχου, µε παραπλήσιους κλάδους ψυχολογίας και µουσικολογίας 280. Καθηγητής του στη µουσικολογία ήταν ο διάσηµος Έλληνας µουσικολόγος Θρασύβουλος Γεωργιάδης (1907-
και
γνωστικών
και διηύθυνε τη µικτή χορωδία των Ελλήνων φοιτητών (1960-64). 279 Αρχείο Τηλέµαχου Μεταλλινού και στοιχεία που διατέθηκαν από τον γιό του, τον συνθέτη Γιάννη Μεταλλινό. 280 Με διετή υποτροφία του Πανεπιστηµίου Μονάχου. Το αντικείµενο των σπουδών στη µουσικολογία ήταν η «Μουσική πρακτική σε οργανικό σύνολο». Τηλέµαχος Μεταλλινός, Αρχείο Γιάννη Μεταλλινού.

Το 1967 επέστρεψε στη Ξάνθη συνεχίζοντας το καλ-

λιτεχνικό έργο της προηγούµενης δεκαετίας µε τη δηµι-

ουργία και διεύθυνση των χορωδιών: α) του Εθνικού Ορ-

φανοτροφείου Θηλέων Ξάνθης (1967-75), β) Συνδέσµου

Εφέδρων Αξιωµατικών και Ανθυπασπιστών Νοµού Ξάν-

θης (1967-86), γ) ανδρικής ΟΤΕ, δ) ανδρικής και µικτής

του ∆ηµοτικού Ωδείου Ξάνθης (1986-92) και ε) ανδρικό

φωνητικό κουαρτέτο του ∆ηµοτικού Ωδείου (1992-99).

∆ηµιούργησε επίσης την ορχήστρα εγχόρδων του ∆ιδα-

σκαλικού Συλλόγου Ξάνθης και το γυναικείο φωνητικό κουαρτέτο Κέρκυρας (2001-06). Ίσως από τις σηµαντικότερες προσφορές του ήταν η ίδρυση του ∆ηµοτικού Ωδείου της πόλης (1970). Σε αυτό δίδαξε πιάνο, θεωρητικά, ίδρυσε και διηύθυνε την ορχήστρα εγχόρδων του (197090). Στην περίοδο 1977-90 υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του. Το 1991 –µε την µετονοµασία του σε ∆ηµοτικό

Ωδείο της Στέγης Γραµµάτων και Καλών Τεχνών- απο-

από την καλλιτεχνική διεύθυνση αλλά παρέµεινε

διδάσκων έως το 1994. Η µουσικοπαιδαγωγική του

δραστηριότητα επεκτάθηκε και σε άλλα ιδρύµατα και φο-

ρείς της Θράκης –ως καθηγητής πιάνου και ανώτερων

θεωρητικών- όπως το Εθνικό Ωδείο Ξάνθης, τη Μουσική

Σχολή και το Θρακικό Ωδείο Κοµοτηνής (1988-94), την Πολυτεχνική Σχολή του ∆ηµοκρίτειου Πανεπιστηµίου

Θράκης (όπου δίδαξε το µάθηµα της µουσικής αγωγής)

και επίσης σε σχολεία της πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης.

Τηλέµαχος Μεταλλινός, «Το φυλαχτό», Αρχείο Γιάννη Μεταλλινού.

200
ως
σύρθηκε

«Πλακέττα Ι-ΙΙΙ», «18 δηµοτικοί χοροί», «Πλήκτρα και αριθµοί», «Επτά µικρογραφίες» (για µικρούς σπουδαστές), «Οκτώ ζωγραφιές», «Η ζερµπέρα µου και τα µεταφυσικά γνωρίσµατα του βίου της», «∆ιαισθήσεις», «Στίγµατα σε δοµές», «Απεικονίσεις» 281, «Ορχηστρικό νεφέλωµα», «Παραλλαγές σε λυρικό θέµα του Ed. Grieg» και «Αµαλγάµατα» (1965-2000. Τα περισσότερα µε σύγχρονες τάσεις ως προς το ύφος γραφής, όπως ο καθολικός σειραϊσµός), το «Φυλακτό» για τενόρο και πιάνο σε ποίηση δική του (1974), τα 43 χορωδιακά282 (όπως τα: «Ελληνοπούλα Ξάνθη µας», «Χαίρε Ξάνθη», «Στον ίσκιο της καρυδιάς», «Το τραγούδι της αγάπης», «Chorfantasie Έγια µόλα», «Εγώ ειµί το φως του κόσµου», «Κύκνος», «Το παραµύθι του ναύτη», «Μικρό πουλί», κ.ά.) και τα εκκλησιαστικά: «Καταξίωσον Κύριε», «Σε υµνούµεν», «Σε ευλογούµεν» για φωνή-ές και πιάνο, και «Χριστός Ανέστη» σε τρία µέρη για βαρύτονο ή τενόρο και αρµόνιο (1996) 283, τη «Φαντασία» για φωνητικό κουαρτέτο και εκκλησιαστικό όργανο (1993. Αφιερωµένο στον Λορέντζο Μαβίλη). Εναρµόνισε επίσης –κυρίως για χορωδία- έργα άλλων Ελλήνων και ξένων συνθετών και δηµοτικών µελωδιών. Το συγγραφικό του έργο, ως µουσικολόγος και µουσικοπαιδαγωγός, περιέχει τα: α) «Εισαγωγή στην τεχνική του πιάνου (Ψυχολογία της κινησιολογίας)», β) «Ασκήσεις» σε δύο µέρη: «Η καλλιέργεια της φωνής - θεωρητική προσέγγιση», και «Ρυθµικές και µελωδικές ασκήσεις» (1993), γ) «Το ήθος των βασικών ελληνικών τετραχόρδων» και δ) «∆οµικές φυσιογνωµίες της µουσικής γλώσσας». Αρκετά είναι και τα µουσικοκριτικά

201 Ως συνθέτης συνέθεσε περισσότερα από 200 έργα πολλά από τα οποία τα ερµήνευσε ο ίδιος είτε ως σολίστ πιάνου είτε ως διευθυντής χορωδιών και ορχηστρών. Μεταξύ αυτών το κοντσέρτο για δύο πιάνα και ορχήστρα, τη «Λειτουργία σε µι ύφεση µείζονα» για χορωδία και ορχήστρα, τα πιανιστικά:
του σηµειώµατα και άρθρα σε εφηµερίδες της Κέρκυρας, της Ξάνθης και της Θεσσαλονίκης. Στους µαθητές του συγκαταλέγονται ο γιός του και συνθέτης Γιάννης Μεταλλινός (1959- ) και ο νυν διευθυντής του ∆ηµοτικού Ωδείου Θόδωρος Μανώλης (1955- ). Το 1995 εξέδωσε στην Κέρκυρα την ποιητική του συλλογή «Ιριδίσµατα, Κάθε Πρόσωπο και Ζωγραφιά». Απεβίωσε στην Ξάνθη στις 23/6/2011. 281 Έργο αφιερωµένο στους γονείς του. 282 Για παιδικές, µικτές, ανδρικές και γυναικείες χορωδίες. 283 Αφορµή για τη σύνθεση του έργου ήταν η αγορά από τον συνθέτη (1955) του εκκλησιαστικού αρµονίου το οποίο κατασκευάσθηκε στην Ανδριανούπολη το 1909.

Μιµίκος Θόδωρος: Συνθέτης αρχιµουσικός και καθηγητής µουσικής. Γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 5/9/1935. Η µητέρα του ήταν η Ζαφειρία Παπαδοπούλου από την Κωνσταντινούπολη. Από τα τέλη της

δεκαετίας του ‘40 έζησε στη Θεσσαλονίκη. Ξεκίνησε µουσικές σπουδές στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης µε τον µουσουργό και αρχιµουσικό Σόλωνα Μιχαηλίδη (1903-1979). Αποφοίτησε µε πτυχία ενοργάνωσης (1958), αρµονίας (1959), αντίστιξης (1961) και φούγκας (1963), όλα µε βαθµό άριστα. Το 1972

πήγε µε υποτροφία στο Παρίσι και παρακολούθησε µαθήµατα

Pierre Dervaux (1917-1992) στην Ecole Normal de Paris.

και διευθυντής της Μικτής ∆ηµοτικής Χορωδίας Θεσσαλονίκης (1993-96). Ασχολήθηκε µε την οργάνωση-διεύθυνση και

µε τα οποία έδωσε συναυλίες εντός και εκτός Θεσσαλονίκης. Άρχισε να συνθέτει από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Τα έργα του εµπνέονται από τους µεγάλους Έλληνες ποιητές (Σολωµός, Ελύτης, Βάρναλης, κ.ά.) και από ηρωικά ή θρησκευτικά θέµατα, πατριωτικού περιεχοµένου284, ενώ εµπλουτίζονται µε κλίµακες

τρόπων και πλούσια –ρωµαλέα- ενορχήστρωση µε έµφαση στα κόρνα και τα έγχορδα285 . Βασίστηκε πολύ στην αλλαγή των ρυθµών και χρησιµοποίησε

(κυρίως, τους Τσαϊκόφσκυ και Ρίµσκυ-Κόρσακοβ).

Θόδωρος Μιµίκος, ΑΕΜΘΤ.

τους (κλασικά ή µοντέρνα) θεωρώντας ότι το «συναίσθηµα είναι η βάση » 287. Τελειώνοντας κάποιο έργο πάντα εύρισκε νέα στοιχεία τα οποία ενσωµάτωνε στο επόµενο έργο αποφεύγοντας το στοιχείο της επαναληπτικότητας. Πρέσβευε επίσης ότι τα έργα του είναι «λαϊκά» και ως τέτοια οφείλουν ν’ αγγίζουν την αισθητική του λαού µας288. Επίσης, για τις ανάγκες των µαθηµάτων µουσικής, αλλά και των χορωδιών έγραψε αρκετές διασκευές δηµοτικών τραγουδιών.

284 Καλογερόπουλος, «Μιµίκος Θόδωρος», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 4, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 129-130.

285 Συµεωνίδου Αλέκα, «Μιµίκος, Θόδωρος», Λεξικό Ελλήνων Συνθετών, Φίλιππος Νάκας, Αθήνα 1995, σ. 274.

286 Αυτόγραφή επιστολή του συνθέτη προς τον γράφοντα, Θεσσαλονίκη 27/3/1992.

287 Ό.π.

288 Συλλογική εργασία για το µάθηµα «Νεοελληνική Μουσική» του Ιωάννη Καϊµάκη, επίκουρου καθηγητή του Τµήµατος Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1999.

202
διεύθυνσης ορχήστρας
∆ιετέλεσε καθηγητής µουσικής
Πειραµατικό
του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης (1964-89), καθηγητής ανώτερων θεωρητικών στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης
καθώς
άλλων χορωδιών της συµπρωτεύουσας, όπως του Θερµαϊκού, καθώς και της Μαντολινάτας Θεσσαλονίκης, µουσικά σύνολα
ελληνικών
πολλές µετατροπίες,
από τη ρωσική σχολή
ενδιέφερε η ηρεµία και η δηµιουργία ατµόσφαιρας, αλλά η ένταση και η εγρήγορση. Τα δε άφθονα χορωδιακά µέρη των έργων του τα θεωρούσε ως τη «φωνή της δηµοκρατίας » 286. Οι ολιγάριθµες συνθέσεις του είναι µεγάλης φόρµας και διάρκειας (καντάτες, ορατόρια, ορχηστρικά και σουίτες µπαλέτου), µε δηµιουργικό πυρετό στη δεκαετία του ‘70. Όµως δεν ευτύχησαν να παρουσιασθούν ενώπιον κοινού, παρά µόνον µέρη τους. Ο ίδιος απεχθάνετο την κατηγοριοποίησή
µε τον
στο
Σχολείο
(1972-1988)
µε επιρροές
∆εν τον

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.