Συνέθεσε, µεταξύ άλλων: α) τα ορχηστρικά
έργα: «∆ύο συµφωνικές φαντασίες», «Ιντερµέτζο»
και «Τέσσερις λυρικές εικόνες» (1962-67), β) τα
ορατόρια για σολίστ, χορωδία και ορχήστρα: «Κοσµάς ο Αιτωλός» σε ποίηση Τάκη Γκιοσόπουλου
(1968-70) και «Άσµα ηρωϊκό και πένθιµο για τον
χαµένο ανθ/γό της Αλβανίας» σε ποίηση Ο. Ελύτη (1971. Το θεωρούσε ως το καλύτερο έργο του και
το αναθεώρησε τουλάχιστον τρεις φορές 289) και
«Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» σε ποίηση Αλέκου
∆αφνοµήλη, και γ) τις καντάτες για σολίστ, χορω-
δία και συµφωνική ορχήστρα: «Μυθιστόρηµα» σε
ποίηση Γ. Σεφέρη (1976), «Πειρασµός» σε ποίηση
∆ιονυσίου
Σολωµού (1976), «Στη γη των Αµωράη»
και «Πρωραία γοργόνα» σε ποίηση Αυγέρη (1977
και 1978 αντιστοίχως), «Σκλάβοι πολιορκηµένοι»
και «Οι πόνοι της Παναγίας» σε ποίηση Βάρναλη (1977 αµφότερα), «Καντάτα της ειρήνης» σε ποίηση Σαράντου Παυλέα (1979), «Η Κυρά των αµπελιών» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου (1980;), «Μεγαλυνάρι» σε ποίηση Νικηφόρου Βρεττάκου (1983), «Γέννηση» και «Ωδή για να θυµόµαστε τους ήρωες» σε ποίηση Γιώργου Θέµελη (1981 και 1984 αντιστοίχως). Συνέθεσε επίσης δύο εκκλησιαστικές
και «Αποκάλυψη του Ιωάννη» σε κείµενο του Ευαγγελιστή Ιωάννη (1986-92), καθώς επίσης και καθαρώς εκκλησιαστικά έργα: το «Ποτήριον Σολοµώντος», ύµνους, κοινωνικά (όπως το «Λύτρωσιν απέστειλεν»), τροπάρια, απολυτίκια («Απολυτίκιον Κυρίλλου και Μεθοδίου») 290, τη Λειτουργία του Ιωάννου Χρυσοστόµου, µία δοξολογία κ.ά. Τέλος, συνεργάστηκε µε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και συνέθεσε σκηνική µουσική για τέσσερις αρχαίες τραγωδίες, σε αρχαιοπρεπές ύφος βασισµένη σε τετράχορδα και ισοκρατήµατα µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία περίεργων διαφωνιών. Αυτές είναι: α) «Αγαµέµνων» Αισχύλου (Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων, 19/7/1969), β) «Προµηθεύς δεσµώτης» Αισχύλου (Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, 24/7/1970), γ) «Φοίνισσες» Ευριπίδη (Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων, 17/7/1971), δ) «Φιλοκτήτης» Σοφοκλέους (Αρχαίο
στρο Πλαταµώνος, 25/7/1976). Ήταν µέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών.
λόγος και διευθύντρια χορωδιών Άννα-Μαρία Ρεντζεπέρη, η διευθύντρα της Χορωδίας Θεσσαλονίκης
στρια
φαναριώτικη οικογένεια των Μισαηλιδών µε σπουδαία (εµπορική, καλλιτεχνική, συγγραφική) δράση. Σπούδασε φιλολογία και επίσης µουσική, βυζαντινή και ευρωπαϊκή, στο Γαλλικό Ροβέρτειο Κολλέγιο Κωνσταντινούπολης και ίσως στην Ιταλία. Συνεργάστηκε στενώς µετά του αδελφού του Χριστόφορου Μισαηλίδου, λόγιου και ποιητή (1853-1923), και µελοποίησε τα κωµειδύλλιά του: α) «Πρωταπριλιά» (1896. Έµµετρο µελόδραµα σε τρεις πράξεις) και β) «Ο γαµβρός της Τυρινής» (1900) 292. Αµφότερα παραστάθηκαν πολλές φορές από διάφορους θιάσους στην Κωνσταντινούπολη και σε πόλεις της Ανατολικής Θράκης. Εκδόθηκαν στην Κωνσταντινούπολη το 1896 και το 1900 αντιστοίχως από το τυπογραφείο που διατηρούσαν µαζί
στο βραχύβιο σατυρικό περιοδικό Κουκουρίκος γύρω στο 1908. Συνέγραψε το ιστορικό πόνηµα «Ιωακείµ ο Γ’. Ο µεγαλοπρεπής πατριάρχης και τα κατά την τελευταίαν µεσοπατριαρχείαν» το οποίο εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη (1901). Απεβίωσε στο Νεοχώριον (Νηχώρι) Βοσπόρου το 1943.
291 Σε συνέντευξή της στον Κ. Μαρίνο, Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 3/6/2007 είπε: «Ήταν καθηγητής µου στο ωδείο και µια φορά έκανε το... λάθος και µου
είπε να διευθύνω σε µια πρόβα. Μου άρεσε πολύ η εµπειρία, και ο Μιµίκος µού είπε παράλληλα µε το πιάνο να κάνω στο ωδείο και µαθήµατα διεύθυνσης. Μετά πήγα έξω, στην Αγγλία και την Ουγγαρία, συνεργάστηκα µε τον ∆ηµήτρη Αγραφιώτη, βρήκα τον δρόµο µου και πάντα ευγνωµονώ τον Μιµίκο που µε βοήθησε».
292 Αναφορά γι’ αυτά υπάρχει στην έκδοση, «Το Ιστορικό Φανάρι Κωνσταντινουπόλεως» του Χαρίτωνος Μισαηλίδη, Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού
και Γλωσσικού Θησαυρού, τόµ. 31, Αθήνα 1965, σ. 339. Ο συγγραφέας έγραψε ότι η µουσική είναι ωραία µε την επισήµανση ότι «άλλοι µουσικώτεροι
από µένα φαντάζοµαι ότι κάποτε θα τον κρίνουν».
293 Το τυπογραφείο είχε ειδίκευση στην έκδοση καραµανλίδικων βιβλίων.
294 Παχτίκος, «Ασµατολογικά», Μουσική, τεύχ. 31-32 ,Κωνσταντινούπολη 7-8/1914, σ. 206.
295 Ό.π., σ. 115.
του Ege, µαθητή του Liszt.
και στη συνέχεια στο Ωδείο Αθηνών (πιάνο µε τους Έλλη [1896-1968] και Σπύρο
Φαραντάτο [1895-1962] και θεωρητικά µε τον Φιλοκτήτη Οικονοµίδη[1889-1957]). Το 1938 γράφτηκε στη Νοµική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Το 1939 συνέθεσε το πρώτο του έργο, τα «∆ύο πρελούδια» για πιάνο τα οποία έδειξε στον Μανώλη Καλοµοίρη. Ο τελευταίος τον παρότρυνε να συνεχίσει
συνεργάτης και βοηθός του αρχιµουσικού της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Walter Pfeffer (1897-1970) και ειδικεύθηκε στη βιεννέζικη
του
Σαµάρα (1861-1917). Το 1946 επίσης έγινε αναπληρωτής αρχιµουσικός της
της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1947 συνέθεσε τη «Σερενάτα» για υψίφωνο και ορχήστρα δωµατίου (ενορχήστρωση: Ανδρέας Μπέλικ) σε ποίηση Α. Χατζηαποστόλου (πρώτη παρουσίαση: Σεπτέµβριος 1953). Στη δεκαετία του ’50 συνέχισε τις διακοπείσες µουσικές σπουδές στο Εθνικό Ωδείο (πιάνο µε τους Μάριο Λάσκαρη και Ήβη Πανά και ανώτερα θεωρητικά µε τον Μ. Βούρτση), αποφοιτώντας το 1959 µε άριστα (πιάνο, αρµονία, αντίστιξη και φούγκα). Tο 1953 προστέθηκαν στην εργογραφία του τα έργα: α) «Σπουδή»
(1957), «Un Ballo in Maschera» (1960), «Trovatore» (1960) και «Rigoletto» (1967) του Verdi, «La Serva Padrona» του Pergolesi (2 0/3/1959), «Madame Butterfly» (1959) και «Tosca» (1963) του Puccini. Επίσης τις οπερέτες: «Giuditta» (1957), «Die lustige Witwe» (1960) και «Paganini» (1964) του Lehar, «Die Csárdásfürstin» (1962), «Gräfin Mariza» (1963), «Viktoria und ihr Husar» του Paul Abraham (1966) και «Das Hollandweibchen» του Imre Kálmán, και τις ελληνικές: α) «Η Γυναίκα του ∆ρόµου» του Χατζηαποστόλου (14/1/1950), β) «Στα Παραπήγµατα» (1960), γ) «Χριστίνα» (1961) και δ) «Ο Βαφτιστικός» (1969) του Σακελλαρίδη 297. Από το 1957 έως το 1991, διετέλεσε καθηγητής προπαίδευσης στις σχολές µονωδίας και µελοδράµατος του Εθνικού Ωδείου και της Σχολής Θεάτρου του σκηνοθέτη και αδελφού του Κωστή Μιχαηλίδη. Την ίδια χρονιά συνέθεσε
του λυρικού ρεπερτορίου. Το 1961 επανήλθε στη σύνθεση µε το τραγούδι «Περπατώντας στη νύχτα» για υψίφωνο και πιάνο σε ποίηση Μιλτιάδη Μαλακάση. Το 1962 συνέθεσε το «Βραδυνό» για µεσόφωνο ή βαρύτονο και πιάνο σε ποίηση Μιχάλη Στασινόπουλου (αναθεωρήθηκε από τον συνθέτη το 1983). Το 1964 ανέλαβε καθήκοντα µουσικού συντονιστή στην
όπερων, όπως µε τον Ion. Perlea («Idomeneo» του Mozart, 1/9/1955), τον F. Capouana («Oedipus Rex» του Στραβίν-
σκυ, 6/9/1955), τον Tulio Serafin («Norma» του Bellini στην
Επίδαυρο µε τη Μαρία Κάλλας στις 24/8/1960) και τον J. Horenstein («Fidelio» του Beethoven). Από τη δεκαετία του
’60 και αυτή του ’90 συνεργάστηκε –ως πιανίστας- µε το ΕΙΡ (αργότερα ΕΙΡΤ και ΕΡΤ).
Από το 1966 έως το 1974, (τότε έγινε µέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών) διηύθυνε επίσης τη Συµφωνική Ορχήστρα του ΕΙΡΤ σε προγράµµατα όπερας. Το 1969
έγινε αρχιµουσικός της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και πήρε το πτυχίο από τη Νοµική Σχολή. Επίσης, παραµένοντας
πιστός στη σύνθεση φωνητικής µουσικής, συνέθεσε τα: α)
«Κι’ όταν φθάσει η άνοιξη» (1970. Πρώτη παρουσίαση µε
την Ντίνα
στις 16/7/1985 στο Πανεπιστήµιο της Παβίας στην Ιταλία. Για την άρτια παρουσίαση τιµήθηκε µε το µετάλλιο της χορωδίας Pietro Mascagni της Παβίας) και β) «Πάρε το µονοπάτι» (1971) για υψίφωνο και πιάνο σε ποίηση Κώστα Χατζόπουλου. Το 1972 διηύθυνε στην Εθνική Λυρι-
κή Σκηνή την όπερα «Κασσιανή» του Γ. Σκλάβου, µε σκηνοθέτη τον Κ. Μιχαηλίδη (πρεµιέρα 17/11/1972). Την επόµενη χρονιά, µεσούσης της δικτατορίας, απολύθηκε
επίσης ως τακτικός καθηγητής: α) µε το Ωδείο Αθηνών (1974-84) και β) µε το Εθνικό Ωδείο (1974-92). Το 1979 συνέθεσε τα τραγούδια: α) «Νυχτώνει» για µεσόφωνο και πιάνο σε ποίηση Θ. Βουτσικάκη και β) «Τότε που σ’ είδα νάρχεσαι» για υψίφωνο και π ιάνο σε ποίηση Λάµπρου Πορφύρα και επίσης το «Impromptu-Αφιέρωµα» για πιάνο. Το 1981 έγινε γενικός γραµµατέας (και πρόεδρος από το 1987) του Εθνικού Συµβουλίου Μουσικής της UNESCO (έως το 1991). Το 1983 συνέθεσε το έργο «Μνήµες και τιµή» για χορωδία σε ποίηση Θ. Βουτσικάκη,
µάρτυρες της Σµύρνης». Επίσης πήρε και τυπικά (µε καθηγητή τον ∆ηµήτρη ∆ραγατάκη[1914-2001]) τα πτυχία αντίστιξης και φούγκας. Το 1984 επανήλθε στην Εθνική Λυρική Σκηνή ως αρχιµουσικός από την οποία αποχώρησε το 1986 λόγω ορίου ηλικίας. Στην περίοδο 1983-86 ασχολήθηκε µε την σύνθεση πιανιστικών έργων: «Το πέρασµα», «Σχεδίασµα», «Πρελούδιο», «Βαλς», «Χρωµατική σπουδή» (εκδόθηκε από τον µουσικό οίκο Παπαγρηγορίου-Νάκα) και «Φαντασία» (πρώτη παρουσίαση –µαζί µε το «ImpromptuΑφιέρωµα»- από τη Βίκυ Στυλιανού για το Γ’ Πρόγραµµα της ΕΡΑ. Μεταδόθηκαν στις 20/1/1986). Το 1986 συνέθεσε την «Τοκάτα» για πιάνο (πρώτη παρουσίαση από τον ίδιο το 1988 στο Λιάσκοβιτς της Βουλγαρίας) και διηύθηνε την οπερέτα «Απάχηδες των Αθηνών» του Χατζηαποστόλου. Το 1988 συνέθεσε το τελευταίο τραγούδι του, τα «Όνειρα» για µεσόφωνο ή βαρύτονο και πιάνο σε ποίηση Θ. Βουτσικάκη. Από το 1989 έως το 1992, στράφηκε στη µουσική δωµατίου συνθέτοντας το καλύτερο ίσως έργο του, το «Πρελούδιο
µε τεχνικά και µελωδικά στοιχεία εναλλασσόµενα. Εκφράζεται σε λιτή µορφή και νεωτερίζουσα αρµονία. Συσχετίζει µε πολύ τεχνικό τρόπο την τροµπέτα µε το πιάνο υπογραµµίζοντας τον ρόλο του τελευταίου. Το 1992 περάτωσε τη Σονάτα
Παπασηφάκη). Στην πενταετία 1993-97 επανήλθε στη γραφή σολιστικών έργων: α) «Τρίπτυχο» για φλάουτο (εκδόθηκε από τον µουσικό οίκο Παπαγρηγορίου-Νάκα), β)
«Ένα βράδυ», γ) «Τρία πρελούδια», δ) «Etude in Do» για πιάνο (πρώτη παρουσίαση στην αίθουσα του Φ.Σ. ‘Παρνασσός’ στις 7/6/1995 µε
τη Μελίνα Ιωαννίδου. Εκδόθηκε από τον µουσικό οίκο Παπαγρηγορίου-Νάκα) και ε) «Μικρά κοµµάτια για πιάνο αρ.1» (1997). Συνέθεσε επίσης τους «Ορίζοντες» για τροµπέτα και πιάνο» (1995) και το «Χριστουγιεννιάτικο τραγούδι» για δίφωνη γυναικεία χορωδία σε ποίηση δική του (1996). Ως συνθέτης, οπαδός
Μιχακόπουλος Κωνσταντίνος: Αρχιµουσικός φιλαρµονικών και συνθέτης. Γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1907. Μαθήµατα µουσικής έλαβε µε τον αρχιµουσικό και συνθέτη Κωνσταντίνο Σπάθη (1876-1940) στον Μουσικό και Γυµναστικό Σύλλογο Ξάνθης ‘Ορφεύς’. Γύρω στο 1920
εντάχθηκε στην ορχήστρα πνευστών
αρχιµουσικός της νεοσυσταθείσας Φιλαρµονικής Ξάνθης µε την οποία πραγµατοποίησε πολλές συναυλίες παρουσιάζοντας και έργα του. Στην περίοδο 1966-73 ανέλαβε τις Φιλαρµονικές: α) Κροκεών Λακωνίας (1966-69), β) Ληξουρίου Κεφαλληνίας (1969-71), γ) Ηγουµενίτσας και δ) Φιλ ιατών Θεσπρωτίας (1971-73). Από την τελευταία συνταξιοδοτήθηκε. Συνέχισε ως συνταξιούχος πλέον στην Φιλαρµονική του ∆ήµου Μυριναίων Λήµνου (1973-31/7/76). Επέστρεψε στην Φιλαρµονική του ∆ήµου Ξάνθης όπου µετά από χρόνια –το 1980- παρέδωσε στον επόµενο αρχιµουσικό. Σ' όλα αυτά τα χρόνια της καλλιτεχνικής δράσης του απέσπασε εναρέσκειες, όπως
από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, τη Νοµαρχία
Ξάνθης, τον ∆ήµο Ξάνθης κ.ά. Συνέθεσε πολλά
έργα για: α) χορωδία («Τα ελληνικά νησιά» σε
στίχους δικούς του και «Ύµνος στην Ελληνική
Μέριµνα» σε στίχους Κ.Ν. Σεραµέτη), β) φωνή
και πιάνο («Στον ξενητεµένο» βαρκαρόλα µε
υπότιτλο «Νησιώτικο τραγούδι» και «Τα νιάτα» ταγκό, αµφότερα σε στίχους δικούς του [1982]), γ) πιανιστικά («Tango») και δ) µπάντα
πνευστών αφιερωµένα στη Φιλαρµονική Ξάνθης όπως τα εµβατήρια: «Η απελευθέρωσις της Ξάνθης. 4 Οκτωβρίου 1919» (1957. Αναθεωρήθηκε το 1972), «Οι Ευέλπιδες» (1958), «Η µεγάλη γιορτή» (1962)303, «Τίµιος Σταυρός» και «Περίπατος στα φαράγγια» (θριαµβευτικά εµβατήρια για παιδική µπάντα)304. Επίσης εναρµόνισε, µετέγραψε και διασκεύασε έργα
302 Περίοδο κατά την οποία διαλύθηκε η Φιλαρµονική.
ποίηση
το οποίο υπογράφει ο Γ. Μιχακόπουλος, µικρότερος αδελφός του Κωνσταντίνου, µε άγνωστα λοιπά στοιχεία για τη µουσική του ενασχόληση. Απεβίωσε στην Ξάνθη µετά το 1980.
Μπάλδης Νικόλαος (Baldi N.): Συνθέτης και αρχιµουσικός. Άγνωστο αν είναι ελληνικής ή ιταλικής καταγωγής. Μνηµονεύεται εδώ επειδή έδρασε στην Κωνσταντινούπολη όπου συνέθεσε τους «Danses orientales», κύκλος 20 εναρµονίσεων και διασκευών για πιάνο αυθεντικών ελληνικών (όπως ο «Καλαµατιανός»), βουλγαρικών, ρουµανικών και τουρκικών και δηµωδών µελωδιών, έργο 23. Εκδόθηκαν από τον µουσικό οίκο Edition Internationale στην Κωνσταντινούπολη.
Μπεκατώρος Σπυρίδων: Βιολονίστας, διευθυντής ορχήστρας, καθηγητής µουσικής και συνθέτης. Με καταγωγή από την Κωνσταντινούπο-
Ελληνικό Μελόδραµα. Λειτούργησε πάντως ως προποµπός του Ελληνικού Μελοδραµατικού Θιάσου του ∆ιον. Λαυράγκα
Παρουσιάστηκαν µε τη χορωδία της Οικοκυρικής Σχολής και τη Φιλαρµονική Ξάνθης υπό τη δ/νσή του στην πλατεία της πόλης στις 4/10/1963, στην
δάσκαλό
307 Σπήλιος (Σπηλιωτόπουλος) Αιµίλιος, «Σπυρίδων Μπεκατώρος», Ραδιόφωνον, τεύχ. 25, Αθήνα 1943.
Ξεπαπαδάκου Αύρα, «Μελόδραµα εις την Ελληνίδα φωνήν. Ο Ελληνικός Μελοδραµατικός Θίασος του Ιωάννη Καραγιάννη: ένας περιπλανώµενος φορέας ελληνικότητας», Αριάδνη. Επιστηµονικό περιοδικό της Φιλοσοφικής Σχολής, τόµ. 17ος, Ρέθυµνο 2011, σ. 285. 309 Νέα Εφηµερίς, Αθήνα 9/9/1888, σ. 3.
∆ιηύθυνε άψογα όλα τα έργα τα οποία παραστάθηκαν, µε έµφαση στο ελληνικό ρεπερτόριο, όπως οι
ελληνικές όπερες «Μάρκος Μπότσαρης» και «Κυρά Φροσύνη» του Ζακύνθιου µουσουργού Παύλου Καρρέρ (1829-1896) και το κωµειδύλλιο «Μυλωνάδες» του
Ανδρέα Ζάϊλλερ (1834-1903), σε περιοδείες σε ελληνικές κοινότητες της Μεσογείου310. ∆ιηύθυνε επίσης και
όπερες ξένων συνθετών όπως την «Betly» του G. Donizetti σε πρώτη παρουσίαση (για την οποία «... τα
πρωταγωνιστούντα πρόσωπα και ο χορός αµφοτέρων
των φύλων αντεπεκρίθησαν καθ’ όλας τας προσδοκίας
του κοινού, όπερ δεν έπαυε χειροκροτούν, εν τέλει δε
εζητωκραύγαζεν...» 311) έχοντας παράλληλα και την
ευθύνη των δοκιµών και την προετοιµασία των µελών
του θιάσου. Όµως για διάφορους λόγους (προστριβές
µεταξύ των µελών και αποχωρήσεις) απογοητεύθηκε
και εγκατέλειψε τον Ελληνικό Μελοδραµατικό Θίασο (11/1889). Αποφάσισε να παραµείνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου ευρίσκετο ο θίασος, αναλαµβάνοντας τη θέση του καθηγητή µουσικής στον Μουσικό Σύλλογο ‘Ερµής’ και αναπτύσσοντας σηµαντική καλλιτεχνική δραστηριότητα. Κατά τη διαµονή του στην Πόλη συνέθεσε µερικά έργα. Είναι γνωστή η σύνθεσή του «Ύµνος εµβατήριος του Ζωγραφείου» (σε ποίηση Αλεξίου Ζαχαρία)312. Επέστρεψε στην Αθήνα –µετά το 1902στην οποία εργάστηκε ως δάσκαλος φωνητικής και τραγουδιού παραδίδοντας ιδιωτικά µαθήµατα. Στους µαθητές του, ο Γεώργιος Αναστασίου, κ.ά. Το 1904 εξέδωσε τη «Στοιχειώδη θεωρία της ευρωπαϊκής µουσικής εις πέντε µέρη» µε υπότιτλο «Ιστορική της Μουσικής εξέλιξις εν γενικαίς γραµµαίς. Οι διασηµότεροι
ρίως νέες εναρµονίσεις ελληνικών [«Τζάνεµ ποταµέ µου», «Περβολαριά», «Πολίτικος Χορός συρτός», «Καλαµατιανός»], ρουµανικών [«Hora rumanesca»] και τουρκικών δηµοτικών χορών και ασµάτων [«Sou guevlouloun»]) και διασκευές άλλων Ελλήνων συνθετών (Μάντζαρος, Καρρέρ, Ζάϊλλερ). Πριν από το 1916 ήλθε για λίγο στην Αθήνα, αλλά έφυγε και πάλι, το 1918 οριστικά πλέον, για το Σικάγο των Η.Π.Α. όπου ανέπτυξε σηµαντική καλλιτεχνική
της).
Συνέθεσε αρκετά τραγούδια για φωνή και πιάνο (« άσµατα µετά συνοδείας κλειδοκυµβάλου »), µε δηµοφιλέστερα τα: α) «Αν εξαιτίας σου δεν αποθάνω δι’ εσέ» σε ποίηση δική του (1886. Είναι αφιερωµένο στη «∆εσποσύνη Α.Α.») 313, β) «Σου είπα, µου είπες» και «Ξανθοµαλλού» (αφιερωµένο στον Α. Τσιτσόπουλο. Εκδόθηκαν από τον µουσικό οίκο Χρηστίδη στην Κωνσταντινούπολη), γ) «Λίγα λόγια» σε ποίηση
Οικονόµου, δ) «Η ευτυχία και η χαρά µου», ε) «Μ’ άνθη κοσµείτε και µε στεφάνους», ζ) «Η εγκαταλειφθείσα» σε ποίηση Ν. Βλυσσίδη (τα α-ζ εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Φέξη) και η) «Μια παπαδιά στον αργαλειό» σε δηµώδη ποίηση. Επίσης, από τον µουσικό οίκο Apollo Music Co. της
ποίηση (φωνογραφήθηκε σε δίσκο 78 στροφών), «Κάτω στο γιαλό», «Κατινάκι» σε ποίηση Ι. Σκίζα, «Η Βοσκοπούλα» ιταλικό δηµώδες άσµα σε ποίηση Γ. Ζαλακώστα, «Τα σταφύλια», «Το Σιγαρέττο», «Χαράζει η αυγούλα», «Θα φύγω κόρη µου στα ξένα» (πρώτη έκδοση από τον µουσικό οίκο Χρηστίδη), «Λεµβούχοι του Βόλγα», «Ένας αητός» (διασκευή του γνωστού δηµώδους τσάµικου), «Σαµιώτισσα» λαϊκό τραγούδι (διασκευή µε συνοδεία βιολιού), «Το καϋµένο το γαδουράκι», «Τ' αθώα σου κάλλη», «Η Χάϊδω» ρουµανική µελωδία (1932), «Ήθελα να’ βρώ µια καρδιά» µελωδία σε ποίηση
µαζύ» λεµβωδία σε ποίηση Ι. ∆ροσίνη (1937. ∆ιασκευή εκ της αρχικής σύνθεσης του Παναγιώτη Τσαµπουνάρα). Επίσης, από τον Greek Workers Press κυκλοφόρησε (πριν από το 1925) η συλλογή «Εργατικά τραγούδια» η οποία περιέχει διασκευές του για φωνή ή ανδρική χορωδία, µαντολίνο, βιολί ή κλαρινέτο επτά γνωστών εργατικών/κοµµουνιστικών ύµνων («∆ιεθνής Ύµνος» [ο Ύµνος της ∆ιεθνούς], «Η κόκκινη σηµαία», «Το τραγούδι στη δουλειά», «Πένθιµος ύµνος», «Η κόκκινη παντιέρα» και «Πρωτοµαγιά»). Απεβίωσε στη Ν. Υόρκη στις 13/11/1938 ξεχασµένος από τη µητέρα πατρίδα.
Νικάκη Μαριέττα: Κορυφαία βιολονίστρια των αρχών του 20ού αιώνα. Επίσης συνθέτρια έργων για βιολί και µουσικής δωµατίου. Μνηµονεύεται εδώ επειδή περιστασιακά έζησε στην Κωνσταντινούπολη όπου παρουσίασε συνθέσεις της για σόλο βιολί.
313 Εθνικόν Ηµερολόγιον υπό Ιωάννου Αρσένη στο περιοδικό Ποικίλη Στοά, τεύχος στ’, Αθήνα 1886.
πρωτοψάλτη της Μεγάλης Εκκλησίας, τουλάχιστον επί µία δεκαετία (1808-1818) µαθαίνοντας την παλαιά και τη νέα
Έκδοση των «Ύµνων» του Άνθιµου Νικολαΐδη, Αρχείο Ορθοδόξου Κοινότητος Αγίου Γεωργίου Βιέννης.
αναφορά στο χρησιµοποιηθέν αρχικό κείµενο µε τη βυζαντινή παρασηµαντική. Ο τίτλος του έργου από το οποίο διασώζονται δύο εκδοθέντα αντίτυπα (στις Εθνικές Βιβλιοθήκες της Αθήνας και της Βιέννης) είναι: « Ύµνοι της θείας και ιεράς Λειτουργίας τονισθέντες υπό του ιεροδιακόνου Ανθίµου Νικολαΐδου του γανοχωρίτου και συνοδευθέντες µε τας λοιπάς τρεις φωνάς και µε το κλειδόχορδον υπό του µουσικοδιδα -
314 Φορµόζης Π.Ε., Οι χορωδιακές εκδόσεις της εκκλησιαστικής µουσικής σε ευρωπαϊκή µουσική γραφή, Εκδοτικός Οίκος Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 15.
315 Συµεωνίδου, «Νικολαΐδης, Άνθιµος», Λεξικό Ελλήνων Συνθετών, Φίλιππος Νάκας, Αθήνα 1995, σ. 290-291.
316 Μελέτη του A. Swoboda για την άσκηση της φωνής.
317 Φορµόζης, ό.π., σ. 14.
ή µου τον Κύριον» και τα δεύτερα αντίφωνα «Και νυν και αεί», «Ο µονογενής Γιός και Λόγος», γ) το εισοδικό «∆εύτε προσκυνήσωµεν», δ) το τρισάγιο Αποστόλου «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός», «Αλληλούϊα», ε) το «∆όξα Σοι Κύριε» του Ευαγγελίου, ζ) το χερουβικό «Οι τα Χερου βείµ», η) το µετά την είσοδο «Των όλων υποδεξόµενον», θ) τα λειτουργικά «Πατέρα, Γιόν και Άγιον Πνεύµα», «Άγιος, Άγιος, «Άγιος Κύριος Σαβαώθ», «Σε υµνούµεν, Σε ευλογούµεν», «Άξιον εστί ως αληθώς» και «Και πάντων και πασών», ι) το προ του κοινωνικού «Εις Άγιος, εις Κύριος», κ) το κοινωνικό «Αινείτε τον Κύριον», και λ) «Είδοµεν το φως» και «Είη το όνοµα Κυρίου».
Αν και τα µέλη της κοινότητας ήθελαν το ύφος της ευρωπαϊκής µουσικής, η απόπειρά των Νικολαΐδη-Swoboda δεν έτυχε καλής αποδοχής από την ενορία επειδή οι οµογενείς δεν ήσαν έτοιµοι να αποµακρυνθούν από τον παραδοσιακό µονόφωνο χαρακτήρα της ελληνικής εκκλησιαστικής µουσικής. Ο ίδιος έγραψε
άνδρες της αυτοκρατορικής ταύτης καθέδρας, οίτινες ενθουσιασθέντες υπό του σεµνού πνεύµατος και του ιεροπρεπούς χαρακτήρος της εκκλησιαστικής τετραφώνου µουσικής µας, εξέφρασαν δια των εφηµερίδων αλληλοδιαδόχως πολλοί εξ αυτών µέγαν θαυµασµόν και µεγάλα εγκώµια ». Ο δε Νικολαΐδης ενθουσιασµένος για το κοινό επίτευγµα µε τον
όλως κενήν ακροατών δια το µη ευάρεστον της µουσικής, ηναγκάσθηµεν ίνα προσελκύσωµεν τον λαόν εις την εκκλησίαν και την των καθηκόντων εκπλήρωσιν, αν παρακαλέσωµεν τον ηµέτερον πρωτοψάλτην ...ίνα απαλλάξη την ηµετέραν µουσικήν των αλλοτρίων και αλλοκότων φωνών
των ξένων απαδόντων τη σεµνότητι της αγίας
ηµών εκκλησίας τερερισµάτων και νενερισµάτων
να κανονίση αυτήν σεµνότερον...» 324. Όπως και
στην περίπτωση µε τον Swoboda, ο Νικολαΐδης
«…ετόνισε τους ύµνους της θείας και ιεράς λει-
τουργίας εκ των αρχαίων µελωδιών της ορθοδόξου ηµών ανατολικής εκκλησίας κατά διάταξιν
της πρωτοτύπου µελωδίας διατη-
απαρατρέπτου». ∆ιακαής πόθος του, ύστερα από την επιτυχία και την απήχηση της εισαγωγής της τετραφωνίας στον Άγιο Γεώργιο, ήταν η έκδοση, µε επεξεργασία «εις το τετράφωνον » και άλλων εκκλησιαστικών ύµνων, σε πέντε τόµους (µετά την έκδοση του πρώτου τόµου 118 σελίδων, τον Απρίλιο του 1845 µε πρόλογο του Preyer). Τελικά εκδόθηκαν τρεις τόµοι –
δεν ήταν το ίδιο εορταστικός και θριαµβευτικός µε τον αντίστοιχο του πρώτου. Οι εµφανείς δυσκολίες όπως η ανεύρεση άρτιων τραγουδιστών (σολίστ) και χορωδών µε µουσική επάρκεια αλλά και η οικονοµική στενότητα της κοινότητας, σε συνδυασµό µε την πολεµική του Πατριαρχείου, τον οδήγησαν (είχε ήδη αποχωρήσει και ο Preyer) στο να χρηµατοδοτήσει µόνος του την έκδοση. Γι’ αυτό από τον τίτλο, όπως και του τρίτου τόµου, αφαιρέθηκε η φράση «κατά διάταξιν της φιλοµούσου Κοινότητος του Αγίου Γεωργίου » (υπήρχε στον πρώτο τόµο). Επίσης υπέγραψε «ως ιεροδιάκονος και
τόµος εκδόθηκε στα τέλη του 1847 (ηµεροµηνία προλόγου: 2/10/1847) και στις 183 σελίδες του περιλαµβάνει: α)
µακρός, µέσος, βραχύς και βραχύτατος χρόνος αντί των αντίστοιχων ευρωπαϊκών: adagio, andante, allegro και prestissimo 327 .
Ενώ στην προσπάθεια Νικολαΐδη-Swoboda οι ύµνοι της Λειτουργίας γράφτηκαν για 4 ανδρικές φωνές, στην επόµενη συνεργασία Ν ικολαΐδη-Preyer, οι ύµνοι -και στους 3 τόµους- είναι για µικτή τετράφωνη χορωδία 328. Στην περίοδο αυτή –παροτρυνθείς και από τον αρµονικό πλούτο της ευρωπαϊκής µουσικής που γνώρισε στη Βιέννη- δηµιούργησε χορωδία και µουσικό σχολείο (προφανώς µε παιδιά της ενορίας του) στην οποία δίδαξε φωνητική µουσική θέλοντας να µεταφέρει στην εκκλησιαστική µουσική την αρµονική εκφραστική δύναµη της ευρω-
325 Φορµόζης, ό.π., σ. 31.
326 Φορµόζης, ό.π., σ. 32.
327 Φορµόζης, ό.π., σ. 30.
328 Φιλόπουλος, Σπουδή στη µουσική βιβλιογραφία της ελληνικής πολυφωνικής µουσικής, Νεφέλη, Αθήνα 1996.
προσοχήν» 330. Μετά τη Βιέννη ήλθε στην Αθήνα, άγνωστο πότε, όπου δίδαξε εκκλησιαστική µουσική στη Ριζάρειο Σχολή (1857-1860)
αντικαθιστώντας τον Κωνσταντίνο Κηρύκου. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1865.
Ξανθόπουλος Γεώργιος: Συνθέτης, αρχιµουσικός σε µαντολινάτες, µουσικός (βιολιστής, κιθαρίστας, µαντολινίστας), µουσικοπαιδαγωγός και λόγιος µε ελλειπή βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1865. Σπούδασε µουσική στην Κωνσταντινούπολη και την Ιταλία. Έδρασε στην Ανατολική Θράκη κυρίως ως ιδρυτής
«Minerva-Mazurka», έργο 23, ζ) «Trieste-Polka», έργο 27, η) Marche de la Pere-La-Victoire», έργο 67, και θ) «Unter dem Doppeladler» εµβατήριο, έργο 80, για δύο µαντολίνα ή βιολιά και κιθάρα. Μετέγραψε
και γαλλικές όπερες, αλλά και έργα Ελλήνων και Ιταλών συνθετών. Πολλά εκδόθηκαν από τον ίδιο στην Κωνσταντινούπολη, σε διαφορετικές ενορχηστρώσεις, είτε για µαντολίνο και πιάνο, είτε για 2 µαντολίνα ή βιολιά και κιθάρα, είτε για σόλο κιθάρα, είτε για µαντολινάτα.
Φορµόζης, ό.π., σ. 17.
Πολυκράτης Θεµιστοκλής, «Η τετράφωνος µουσική
Γνωστές διασκευές του –µε αύξοντα αριθµό καταλόγου- είναι οι: α) «Non m’ ama più», έργο 1 333, µελωδία του F.P. Tosti, β) «Preludio e aria» (Addio dell’ passato), έργο 11, από την όπερα «Traviata» του Verdi, γ) «Scena, preludio e aria» (Ma dall’ arrido stelo divulsa), έργο 17, από την όπερα «Un ballo en maschera» του Verdi, δ) «Piccolo divertimento», έργο 21 334, από την όπερα «Mose» του Rossini, ε) «Potpourri» για µαντολινάτα, έργο 24335, από την όπερα «Lucrezia Borgia» του Donizetti, ζ) «Le rêve», έργο 25, του L. Gozlan, η) Εισαγωγή, έργο 28, από την όπερα «Calife de Bagdad» του Boildieu, θ) «L'Abandonnée! Mélodie russe», έργο 31, του P. Lacome, ι) «Aria e miserere», έργο 35, από την όπερα «Trovatore» του Verdi, κ) Πατριωτικό εµβατήριο», έργο 55, του F. Parron, λ) «Marche» για κιθάρα, έργο 57, από την όπερα «Bocace» του Suppe, µ) «Aufbruch zur Jagd» για 2 µαντολίνα, µαντόλα και κιθάρα, έργο 59, του A. Jugdman, ν) «Marche le diable», έργο 61, του Suppe, ο) Πρελούδιο και εισαγωγή («Allegri!...beviamo!...», έργο 90 336, από την όπερα «Ernani» Verdi, π) Μελωδία οξυφώνου διεσκευασµένη δια κιθάραν», έργο 126 337, από την όπερα «Tosca» του Puccini, ρ) «Ελεγείον» από το µελόδραµα «Les Erinyes»του Massenet338 κ.ά. Εργάστηκε µε πάθος και αφιλοκερδώς για τη µουσική εκπαίδευση και την προώθηση της µουσικής τέχνης δίδοντας δεκάδες συναυλίες για φιλανθρωπικούς σκοπούς. ∆υστυχώς αυτή η καθηµερινή πολύωρη ενασχόληση τού στέρησε την όρασή του, µερικούς
τσοµπανόπουλο» για κιθάρα. Απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη το 1915.
Έκδοση Γεωργίου Ξανθόπουλου, Αρχείο Πλ. Ρούγκα.
333 Είναι το πρώτο γνωστό του έργο. Εκδόθηκε σε τρεις διαφορετικές ενορχηστρώσεις.
334 Έργο αφιερωµένο στη Βιργινία Γραµµατοπούλου.
335 Έργο αφιερωµένο στον «έξοχο κιθαρίστα Ευγένιο Γραµµατόπουλο ».
336 Έργο αφιερωµένο στην Ελένη Ζερβουδάκη.
337 ∆ηµοσιεύθηκε στη Μουσική, τεύχ. 6, Κωνσταντινούπολη 6/1912.
338 ∆ηµοσιεύθηκε στη Μουσική, τεύχ. 15, Κωνσταντινούπολη 3/1913.
Τότε παρακολούθησε –για τρία έτη περίπου- µαθήµατα κλασικής κιθάρας µε τον Κωνσταντινουπολίτη δάσκαλο κιθάρας
θεωρητικών µε τον Edgar Manas (18751964. Τούρκος συνθέτης αρµενικής καταγωγής), σύνθεσης µε τον επίσης Τούρκο συνθέτη Cemal Rasit Rey (ή Rasit el Abed, 1904-1985) και πιάνου µε τον Αυστριακό καθηγητή πιάνου Ferdinand (Ferdi) von Statzer (1906-1974) στο Ωδείο Κωνσταντινούπολης (1950-1957). Τo 1952 ανέλαβε αρµονίστας στην καθολική εκκλησία Sanctus Pacificus της γενέτειράς του η οποία διέθετε αρµόνιο µε µικρούς αυλούς. Εργάστηκε
του ‘40. Το 1960 εκδόθηκε από τις πάλαι ποτέ εκδόσεις Hladky στη Βιέννη (µε κατάλογο από έργα για νυκτά όργανα) η Σονάτα του για δύο κιθάρες και µια µεταγραφή του για κιθάρα του τραγουδιού «Rundgesang» του Schumann (το µε αρ.22 από τη συλλογή «Album für Jugend»). Ακολούθησε
έτος, συνέθεσε τη Σονάτα σε µι ελάσσονα για βιολί και κιθάρα (παρουσιάστηκε µε τον ίδιο και τον Κωνσταντινουπολίτη
του στην Κωνσταντινούπολη εστιάστηκε: α) στις εµφανίσεις ως κιθαρίστας, β) στα καθήκοντα ως αρµονίστας στην Sanctus Pacificus, και γ) στη µουσικοπαιδαγωγική προσφορά ως καθηγητής κλασικής κιθάρας (µε περισσότερους από 30 µαθητές, κυρίως Τούρκους). Εµφανίστηκε επίσης και ως κιθαρίστας σε αρκετές φιλολογικές και καλλιτεχνικές συγκεντρώσεις στην Κωνσταντινούπολη προσφέροντας ενίοτε µουσική υπόκρουση σε απαγγελίες.
Το 1979 ηχογράφησε στον Ραδιοφωνικό Σταθµό της Κωνσταντινούπολης έργα Bach και Sor τα οποία µεταδόθηκαν αρκετές φορές. Το 1981 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εξακολούθησε να ασχολείται µε τη µουσική προσπαθώντας να γίνει γνωστός χωρίς όµως επιτυχία. Εκτός των προαναγραφέντων, συνέθεσε επίσης άλλα 70 έργα (1948-2000) µε σηµαντικότερα τα: α) «Allegro» για 3 κιθάρες, β) «3 µελωδίες» για κιθάρα, γ) «Φτωχή µου αγάπη» σε ποίηση Πορφύρα και «Η λήθη» σε ποίηση Μαβίλη για φωνή και ορχήστρα, δ) «Πρελούδιο», «Άρια», «Μικρό Σκέρτσο» και «Τραγούδι της ταβέρνας» για πιάνο, ε) «Οι ψυχές των γερόντων» και «Τείχη» σε ποίηση Καβάφη, και «Το τραγούδι που άργησε» σε ποίηση Σηµηριώτη για χορωδία, ζ) 11 τραγούδια («Αναδυόµουν», «Όταν µε είδε», «Πολύ διαλογίστηκα», «Αποθερίζοντας» και «Όλα όσα» σε ποίηση Βρετάκου, «Τότε
που σε είδα να ‘ρχεσαι» και «Πιε στου γιαλού» σε ποίηση Πορφύρα, «Οι αγάπες µου» σε ποίηση ∆ροσίνη, «Πέρασες κι' είχες» και «Κι' είχες πει» σε ποίηση Χατζόπουλου, «Έρωτας τάχα» σε ποίηση Μυρτιώτισσας) για φωνή και πιάνο, η) 4 φωνητικά («Εκπορευόταν» για φωνή, βιολοντσέλο και πιάνο, «Η ψυχή µου» για φωνή και κουαρτέτο εγχόρδων και «Ο φλοίσβος σου» για φωνή, 2 κλαρινέτα, κόρνο και φαγκότο σε ποίηση Βρεττάκου) και «Πιο σκληρή» για φωνή, 4 κλαρινέτα, 2 βιόλες κα ι 2 βιολοντσέλα σε ποίηση Πολέµη, και θ) «Φαντασία» για πιάνο και ορχήστρα. Μετέγραψε επίσης για κιθάρα πιανιστικά έργα µεγάλων συνθετών (όπως τα «Waltzes» op.69/1 και op. 70/2 του Chopin, το op.12/2 του Grieg). Τέλος, εκδόθηκαν στην Αθήνα:
Ξανθόπουλος Νικόλαος: Μουσικοδιδάσκαλος και
συνθέτης µε πιθανή καταγωγή από την Κοµοτηνή
(;). Είναι γνωστές δώδεκα εναρµονίσεις του για
φωνή και πιάνο γνωστών δηµοτικών τραγουδιών
(µεταξύ αυτών: «Ένας αητός», «Χορός Θεσσαλι-
κός», «Ο Ροβάς» και «Μπάτε κορίτσια στο χορό»).
Οικονοµίδου Λιλή: Πιανίστρια και συνθέτρια µε
άγνωστα βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε µάλλον
στην Κωνσταντινούπολη. Είναι γνωστή η σύνθεσή
της «Τραγούδια χωρίς λόγια» για πιάνο. Ήταν µέ-
λος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών στη δεκαετία του ’60.
Παντολέων Αντώνιος (Pann Anton): Πολυσχιδής καλλιτεχνική προσωπικότητα της Ρουµανίας γνωστός ως Αnton Pann, ελληνικής όµως καταγωγής µε το ελληνικό όνοµα Αντώνιος Παντολέων. Συνθέτης, µουσικολόγος, µουσικοδιδάσκαλος, λεξικογράφος, εκδότης, εθνολόγος, ψάλτης, λόγιος, µεταφραστής, ζωγράφος και ποιητής. Θεωρείται ως ο κατ’ εξοχήν µουσικός ο οποίος καίρια επηρέασε –έως και σήµερα - την εκκλησιαστική µουσική της Ρουµανίας. Αποκαλείται από πολλούς µουσικολόγους και ιστορικούς ως «αναγεννητής της ρουµανικής εκκλησιαστικής µουσικής».
Γεννήθηκε στη Στενήµαχο
Ορδόδοξη Χορωδία της πόλης και αµέσως άρχισε να ξεχωρίζει για την ποιότητα
εντάχθηκε στη ρωσική Αρµονική
Μαθήτευσε (από το 1815 έως το 1820) κοντά στους µεγάλους Έλληνες δασκάλους της βυζαντινής µουσικής, τον Πατρινό ∆ιονύσιο Φωτεινό (1777-1821) και τον
Πέτρο Εφέσιο (;-1840) 344, οι οποίοι ζούσαν στο Βουκουρέστι. Έµαθε τη Νέα Μέθοδο βυζαντινής σηµειογραφίας και µπόρεσε να εξηγήσει τα µελωδήµατα του Φωτεινού. Το 1819 τύπωσε δικό του «Άξιον εστίν» σε βυζαντινή σηµειογραφία. Το µεγάλο ταλέντο
του το ανακάλυψε και ο Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας ∆ιονύσιος. Τον διόρισε µέλος
της επιτροπής που είχε ως έργο της τη µετάφραση των λειτουργικών κειµένων από
την ελληνική και τη σλαβονική στη ρουµανική γλώσσα. Το 1821 –µετά την κατάληψη
της πόλης από τις δυνάµεις του επαναστάτη Tudor Vladimirescu- µετέβη στο Şcheii
της Τρανσυλβανίας (υπό αυστριακή κατοχή) όπου εργάστηκε ως πρωτοψάλτης στον ρουµανικό Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου. Εκεί γνώρισε τον υµνογράφο Ιεροµόναχο Μακάριο (;-1836), επίσης ελληνικής καταγωγής, και τον συγγραφέα-υµνογράφο και ποιητή Ion Barac (1877-1848) από τον οποίο πήρε µαθήµατα µετρικής345 .
Το 1827 δίδαξε στο σεµινάριο εκκλησιαστικής µουσικής του Râmnicu Vâlcea. Το 1828 επέστρεψε στο Βουκουρέστι όπου εργάστηκε σε πολλούς
τη διάρκεια της επόµενης δεκαετίας, συνέγραψε τη µεγαλύτερη οµάδα των µουσικών και λογοτεχνικών έργων του, συµπεριλαµβανοµένου του «Noul Doxastar» (Νέο ∆οξαστικάριον) (1803) του ∆. Φωτεινού 346, σε βυζαντινή σηµειογραφία ως µονόφωνο,
περίφηµη λευκή εκκλησία του Βουκουρεστίου. Με την υποστήριξη του Αρχιεπισκόπου Ουγγροβλαχίας Νεοφύτου, δηµιούργησε και δίδαξε σε πολλά σεµινάρια εκκλησιαστικής. µουσικής προτάσσοντας τον «εθνικισµό» µε την µίξη πολλών ετερόκλητων στοιχείων. 344 Στη Ψαλτική Σχολή του. 345 Μαζί µε τον κριτικό λογοτεχνίας Vasile Aaron ήταν οι βασικές επιρροές
(επίσης και αρκετές λαϊκές νουβέλες και µυθιστορήµατα χαµηλής ποιότητας, κυρίως για οικονοµικούς λόγους). Εκεί εξέδωσε το σύγγραµµά του «Bazul teoretic şi practic al muzicii bisericeşti» («Η θεωρητική και πρακτική βάση της εκκλησιαστικής µουσικής ή η µελωδική γραµµατική»)348. Είναι πρώτη θεωρητική πραγµατεία µουσικής στη Ρουµανία (1845) και απετέλεσε το πρότυπο για την κατοπινή γραφή ανάλογων θεωρητικών έργων. ∆υστυχώς, το τυπογραφείο καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς κατά τη µεγάλη πυρκαγιά του 1847. Το 1849 επανήλθε σε αυτή τη δραστηριότητα µε πενιχρότερα µέσα στήνοντας τυπογραφείο
Hogea» (Οι σκανδαλιές του Νασρεδίν Χότζα), β) «Poveşti şi angdote versificate» (Έµµετρα διηγήµατα και ανέκδοτα), γ) «Adiata» (∆ιαθήκη) και δ) «Versuri musiceşti» (Μουσικά λυρικά). Ως συνθέτης έγραψε πολλά έργα πολυφωνικής µε γενικούς τίτλους «Λειτουργικά» και «Τυπικά»349. Μεταξύ αυτών τα: α) «Mărire Ţie, Doamne» (∆όξα σοι Κύριε), β) «Veniţi să ne închinăm (∆εύτε προσκυνήσωµεν), γ) «Crucii Tale» (Τον Σταυρόν Σου), δ) «Câţi în Hristos» (Όσοι εις Χριστόν), ε) «Robii Domnului» (∆ούλοι Κύριον), ζ) «De frumuseţea» (Την ωραιότητα), η) «Mărturisiţi-vă Domnului» (Εξοµολογείστε τω Κυρίω), θ) «Ziua Învierii» (Αναστάσεως ηµέρα), ι) «Văzut-am lumina (Είδοµεν το φως), και κ) «Pre înţelepciunea»
Το µουσικό έργο του θεωρείται ως εθνικό και
κολοσσιαίας σηµασίας, από το σύνολο των Ρου-
µάνων µουσικολόγων, χαίρει δε ιδιαίτερης αξίας351. Συνέθεσε επίσης και έργα βυζαντινής µουσικής στην ελληνική 352 και τη ρουµανική γλώσσα
(όπως η «Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου», το
«Χερουβικάριον-Κοινωνικάριον» σε δύο τόµους, το «Ειρµολόγιον» σε δύο τόµους, το «Μεγαλυνάριον», το «Πιστεύω», τους 128 σύντοµους «Ειρµούς», τα «Κοινωνικά» [οκτώ συνθέσεις µε άµεση
αναφορά στον Γρηγόριο Πρωτοψάλτη] και τη «∆οξολογία») 353, άφθαστου µουσικού κάλλους354, µε
αρκετές επιρροές από τη ευρωπαϊκή µουσική και
κυρίως αυτή των λατινογενών Λεβαντίνων που
ζούσαν στη Ρουµανία, τη ρωσική εκκλησιαστική
µουσική και βεβαίως από την βυζαντινή µουσική
(κυρίως µε τη χρήση του ήχου α’, όπως εψέλλετο στην Κωνσταντινούπολη). Επίσης, στη µουσική του υπάρχει ιδανική µίξη µε στοιχεία
«αντίπαλό»
Μακάριο, ο οποίος «ρουµανοποίησε» την εκκλησιαστική µουσική. Πάντως οι συνθέσεις του Παντολέοντος υπερέχουν σε σύγκριση µε αυτές του Μακαρίου, κατά τη γνώµη τουλάχιστον δέκα συγχρόνων µουσικολόγων και ερευνητών της Ρουµανίας.
352 Πριν από το 1825. Γνωστό είναι το «Αξιον Εστίν» (1822), το οποίο αναθεώρησε µε την προσθήκη ρουµανικού κειµένου (1854).
353 Σχεδόν όλα τα έργα του είναι αχρονολόγητα. Γραφτηκαν µετά το 1815 και έως τον θάνατό του. Μερικά κατά τη διάρκεια
«Cu buze de foc» (Τα
β) «Bordeias, bordei, bordei» (Μικρή
καλυβάκι), γ) «Lelita Saftita» (Κυρία Σαφτίτα), δ) «Decat ruda si vecinul», ε) «Pana cand nu te iubeam» (Μέχρι να σ’ αγαπήσω), ζ) «Urare», η) «Si noi la Ilinga», όλες για µικτή χορωδία και ενόργανο σύνολο (µε κλασικά και παραδοσιακά όργανα) σε µικτό ύφος. Είναι επίσης, και πάσαν πιθανότητ α, ο συνθέτης του ύµνου «Deșteaptă-te, române!» (Ξύπνα, Ρουµανία!) ο οποίος από το 1990 καθιερώθηκε ως ο νέος εθνικός ύµνος της Ρουµανίας. Παθιασµένος
σκοπούς της ευρύτερης περιοχής της Ρουµανίας. Η ιδιωτική ζωή του υπήρξε ταραχώδης (παντρεύτηκε τρεις φορές, η δε δεύτερη γυναίκα του υπήρξε 15ετής µαθήτριά του σε γυµνάσιο
όπου δίδασκε µουσική). Η φωνογραφική του παρουσία περιέχει 26 ηχογραφήµατα, τα περισσότερα στη Ρουµανία 358. Απεβίωσε στο Βουκουρέστι στις 2/11/1854 από τυφοειδή πυρετό και ετάφη
Σχολείο Anton Pann τον εξισώνει µε τον Γρηγόριο, τον εισηγητή του γρηγοριανού µέλους στη δυτική εκκλησιαστική µουσική. 357 Από τον Ρουµάνο ιστορικό µουσικής Ian Petrescu (1818-1903) κατηγορήθηκε ότι θυσίασε τη µουσική παράδοση της Ρουµανίας υπέρ της επιρροής από την αντίστοιχη δυτικοευρωπαϊκή (από Palestrina έως τον Mozart) και ότι δεν κατόρθωσε να υπερβεί την µουσική του δασκάλου του ∆. Φωτεινού σε επίπεδο απλότητας, ύφους και γλυκύτητας. Μεταξύ των επικριτών του και ο Αρχιεπίσκοπος Μελχισεδέκ (1823-1892), µαθητής του Π. Εφέσιου, για την ακριβή µετάφραση και µουσικό τονισµό των ελληνικών λέξεων µε αποτέλεσµα να µη ηχούν ως ρουµανικές µελωδίες (υπερβολικά πηδήµατα, ασυνήθιστεςµη συµβατικές, ακατάλληλες- καταλήξεις, και εισαγωγή εξωτερικών µελωδικών στοιχείων).
358 Αρκετά είναι προσωπικά, µόνο µε δικές του συνθέσεις, όπως το ηχογράφηµα «Zaharicale».
359 Όπως: α) η µονογραφία Drumurile Lui Anton Pann του Constantin Mateescu (Editura sport-turism, Βουκουρέστι 1981) και β) το Anton Pann: monografie του Ilie Dan (Albatros, Βουκουρέστι 1989).
Παπαδηµητρίου Κωνσταντίνος: Καθηγητής µουσικής, ιεροψάλτης, µουσικολόγος, θεωρητικός της βυζαντινής µουσικής και συνθέτης. Επίσης, θεολόγος και νοµικός. Γεννήθηκε στα
∆αρδανέλια το 1889. Σπούδασε βυζαντινή µουσική στη Χάλκη (πριν από το 1908), θεολογία στα Ιεροσόλυµα (ως υπότροφος του Παναγίου Τάφου στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού), βυζαντινή µουσική (1908-11. Αποφοίτησε το 1911 µε πτυχίο και έπαινο) και ευρωπαϊκή µουσική (1908-12;) στο Ωδείο Αθηνών (πιάνο, φλάουτο και ανώτερα θεωρητικά µε τους Γεώργιο Νάζο [1862-1934] και Armand Marsick [1877-1959]). Ολοκλήρωσε τις µουσικές σπουδές του στην Ακαδηµία της Βιέννης (µετά το 1913). Το 1910 έψαλλε στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων (Μετόχι του Παναγίου Τάφου). Το 1912 διορίστηκε καθηγητής εκκλησιαστικής και ευρωπαϊκής µουσικής στη Ριζάρειο Σχολή µε βασιλικό διάταγµα και αργότερα, στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδηµία. Ήταν ιδρυτής και διευθυντής του
Αθηνών (1918-29) και καθηγητής ιστορίας της βυζαντινής µουσικής στο Ωδείο Αθηνών στο οποίο διετέλεσε και γενικός γραµµατεύς του (1911-1920, 1938-1947). Το 1916 ήταν µέλος (δεύτερο φλάουτο)
µέλος- στη δηµιουργία της Ένωσης Μουσικών Μέσης Εκπαίδευσης, θήτευσε δε στο ∆.Σ. της ως σύµβουλος. Ήταν επίσης, ιδρυτικό µέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών και του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου του οποίου διετέλεσε Πρόεδρος. Ασχολήθηκε µε την ίδρυση χορωδιών και µε τη διοργάνωση τακτικών απογευµατινών συναυλιών στην
Βυζαντινών Σπουδών [1928] και –σε περίληψη- σε διεθνές συνέδριο για τη λαϊκή τέχνη στην Πράγα), β) «Ο Schubert και η ελληνική µουσική» (στην Ελληνογερµανική Εταιρεία για την εκατονταετηρίδα από τον θάνατο του κορυφαίου µουσουργού [1928]), γ) «Περί της εν Επτανήσω σωζοµένης ιδιορρύθµου µουσικής της καλουµένης Κρητικής» (στο 3ο διεθνές βυζαντινολογικό συνέδριο [1930]), δ) «Η Ελληνική µουσική και οι Τσιγγάνοι» (1930), ε) «Ο Th. Reinach και η Ελληνική µουσική» (1930), ζ) «Τα δηµοτικά τραγούδια της αγάπης» (στο Λύκειο των Ελληνίδων µε παρουσίαση µεταγραφών του για φωνή και πιάνο [1932]), η) «Λείψανα Βυζαντινής µουσικής εν τη δύσει» (εκ µέρους της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας [1932]. Συνδυάστηκε µε την παρουσίαση –στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας- του πρωτοχριστιανικού ύµνου που βρέθηκε στην Οξύρρυγχο της Αιγύπτου, σε µεταγραφή δική του για χορωδία και ορχήστρα), θ) «Η καταγωγή της Ελληνικής µουσικής» (στη Σχολή των Ευελπίδων [1934]), ι) «Περί των προόδων της Βυζαντινής Μουσικής παλαιογραφίας» (στο Βυζαντινό Μουσείο [1938]), κ αι κ) «Χρύσανθος εκ Μαδύτων» (στην Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών [1939]). Εκδόθηκαν επίσης τα µουσικολογικά-µουσικά συγγράµµατά του: α) Μελωδικαί ασκήσεις βυζαντινής µουσικής. Πρακτική Μέθοδος. Προς χρήσιν των µαθητών των Ιερατικών Σχολών των ∆ιδασκαλείων και των Ωδείων και παντός φιλοµούσου (1928. Ήταν το πρώτο βιβλίο –πρακτική µέθοδος µε χαρακτήρα βυζαντινού σολφέζ- το οποίο µεταγράφηκε στο σύστηµα Μπράϊγ για τυφλούς από τον τυφλό µαθητή του ∆ηµήτρη Χρυσαφίδη), β) Οι τρόποι της βυζαντινής µουσικής (1933),
πιάνου: α) στη Μουσική Επιθεώρηση, β) στον πανηγυρικό τόµο της Ριζαρείου Σχολής, γ) στο γαλλικό περιοδικό Menestrel και δ) στις συλλογές παιδαγωγικών τραγουδιών του Ορέστη Κοντογιάννη (1889-;) και του Αθανασίου Αργυρόπουλου (1884-1939). Εξέδωσε επίσης, µεταγραφές βυζαντινών µελών σε ευρωπαϊκή σηµειογραφία και µεταφράσεις ξένων τραγουδιών. Τάχτηκε υπέρ της θεωρητικής διαφοράς του «ελάχιστου τόνου» (7 τµήµατα) και του «ηµιτονίου» (6 τµήµατα), αναγνωρίζοντας φυσικά ότι πρακτικά αυτή η διαφορά δεν είναι πλέον αισθητή. Το 1939 όµως αµφισβήτησε σφοδρά το αρµονικό ιδίωµά του κατηγορώντας
Παπαδόπουλος Θεόδωρος: Συνθέτης, τραγουδοποιός, βιολιστής της ελαφράς µουσικής, µαέστρος και οργανωτής ορχηστρών σε κέντρα διασκέδασης. Γεννήθη-
κε στην Κωνσταντινούπολη πριν από το 1890. Εκεί πήρε τα πρώτα µαθήµατα
µουσικής (βιολί από τυφλό ζητιάνο αγνώστου ονόµατος). Αναφέρονται και σπουδές χορού και µουσικής στη Γαλλία όπου απέκτησε στέρεες µουσικές γνώσεις (Παρίσι και Λυών) 362 (1907-15) όπου έζησε εξασκώντας επίσης διάφορα επαγγέλ-
µατα «του ποδαριού». Γύρω στο 1915 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου εργάστηκε ως χοροδιδάσκαλος. Μετά την Καταστροφή του 1922, εγκαταστάθηκε
στην Αθήνα. Τότε άνοιξε την ονοµαστή υπόγεια ταβέρνα Στρέλνα και σχηµάτισε
µια από τις πρώτες, εκτός θεάτρου, ορχήστρες, µε τον Νίκο Πλατσαίο (πιάνο) και
τον Μιχάλη Σουγιούλ (ακκορντεόν), αµφότερους συνθέτες ελαφράς µουσικής. Αν
και δεν ήταν καλός βιολιστής είχε το χάρισµα της επιλογής άριστων συνεργατών.
Ανήκει στις περιπτώσεις συνθετών που δεν αρνήθηκαν τις προκλήσεις της εκάστοτε µόδας και δεν αγνόησαν τις προτιµήσεις του εκάστοτε κοινού γράφοντας τραγούδια κάθου είδους και ύφους
Θεόδωρος Παπαδόπουλος, «Το ροµάντζο», ΕΒΕ.
Μεταξύ αυτών: «Παπαγάλος» (1934), «Το κάτι άλλο» (1935), «Αχ, συ, Κάου-µπόυ» (1937) και «Η σφαίρα γυρίζει» (1939). Η κύρια όµως δραστηριότητά του ήταν αυτή του συνθέτη 200 τουλάχιστον τραγουδιών ελαφράς (βασισµένης στους χορούς της εποχής: ταγκό, βαλς, φόξτροτ) και λαϊκής µουσικής, όµως µε ποιοτικές ενορχηστρώσεις οι οποίες εγγίζουν το ύφος της λόγιας µουσικής. Πηγές έµπνευσης και µούσες του ήταν: α) η πανέµορφη Ροδίτισσα τραγουδίστρια και ηθοποιός Κίτσα Κορίνα (ήταν και η ίδια τραγουδοποιός) και β) η τραγουδίστρια Μάγια Μελάγια. Με την ορχήστρα του παρουσίαζε τα τραγούδια του σε γνωστά καλλιτεχνικά στέκια της Αθήνας και µε εκλεκτούς τραγουδιστές του λυρικού και ελαφρού θεάτρου όπως ο τενόρος Π. Επιτροπάκης και η Σ. Βέµπο. Στα γνωστά τραγούδια του ανήκουν τα: «Eίµαι µια τσαχπίνα» σε στίχους δικούς του (1928),
Καλογερόπουλος, «Παπαδόπουλος Θεόδωρος», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 4, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 592.
364 Μυλωνάς Κώστας, «Η τριακονταετία 1930-60», Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, τόµ. 1, Κέδρος, Αθήνα 1984, σ. 169-71.
«Χαµένη αγάπη» ροµαντική καντάδα σε στίχους Κ. Καπετανάκη (1935. Μεγάλη φωνογραφική επιτυχία του
Επιτροπάκη και της συζύγου του, υψιφώνου Αλίκης Βίτσου), «Γιατί τρελλά να σ’ αγαπήσω» (1935. Μεγάλη φωνογραφική επιτυχία του Π. Επιτροπάκη), «Ρόζα, Ρόζα µου, Ροζίτα» (1936. Από την επιθεώρηση «Καζούρα»), «Αντίς Αµπέµπα» και «Βαγγελίτσα» φόξτροτ (1936. Φωνογραφήθηκαν µε τον αξέχαστο, µετέπειτα κωµικό ηθοποιό, Βασίλη Αυλωνίτη), «Φανή» και το «Ζαχαροπλάστης ήταν ο µπαµπάς σου» σε
στίχους Αλ. Σακελλάριου (1937), «Χάιδω» ελληνικό ταγκό (1938. Από την επιθεώρηση «Βεντάλια»), «Άϊντες, άϊντες» λαϊκό κρητικό τραγούδι (1938), «Κρυστάλλω» ταγκό σε στίχους Κρ. Παπαδόπουλου (1938. Μεγάλη επιτυχία της Άννας Καλουτά), «Το τελευταίο ταγκό µη µ' αρνιέσαι» σε στίχους Κ. Κιούση (1938. Από την επιθεώρηση «Μιντινέττα»), «Πόσες φορές δεν έκλαψα αγάπη µου για σένα» σε στίχους Π. Παπαδούκα (1940. Από την επιθεώρηση «Πεντάµορφη»), «Γλυκά µου µάτια» σε στίχους Μ. Λαουτάρη (1941. Από την επιθεώρηση «Μπέλλα Γκρέτσια» µε την αξέχαστη Ρένα Βλαχοπούλου), «Αγάπη δίχως πείσµατα» σε στίχους Β. Σπυρόπουλου (1944), «Γιατί, γιατί» σε στίχους Π. Παπαδούκα (1944. Από την επιθεώρηση «Μπιζέλι»), «Παναής» (1944. Από την επιθεώρηση «Τον είδατε τον Παναή;», «Οι αγάπες τελειώνουνε» (1944. Από την επιθεώρηση «Ελλάδα µας» πατριωτικού περιεχοµένου), «Έλα, έλα» (1944. Από την επιθεώρηση «Γελάτε ελεύθερα»), «Τζεµιλέ» σε στίχους Τσάµα (1945), «Μας χωρίζουνε» (1947), «Τραγούδι της Αθήνας» σε στίχους Αιµ. Σαββίδη (1947), «Που να’ σαι, που να βρίσκεσαι» (1949. Από την επιθεώρηση «Άνθρωποι του ‘49»), «Πότε, µα πότε» βαλς (1950. Μεγάλη επιτυχία της ορχήστρας Παπαδόπουλου-Σουγιούλ).
Με τον Σουγιούλ [1906-1958] συνεργάστηκε
(1952.
Ελλάς»),
«Σβύνω», «Κρουστάλλω», «Μπορεί τα λουλούδια», «Τάκου-τάκου», «Όταν θελήσω» κ.ά. Σχεδόν όλα εκδόθηκαν από τους µουσικούς οίκους Ανδρεάδη, Γαϊτάνου, Μακρή Ζαχαρία και Στάρρ. Επίσης, δηµοσιεύθηκαν σε περιοδικά της εποχής
Παπαδόπουλος Χριστόφορος: Καλλιτεχνική προσωπικότητα της Αλεξανδρούπολης –συνθέτης, αρχιµουσικός- όπου γεννήθηκε το 1911 και έζησε µε µεγάλη, πολυσχιδή και ουσιαστική καλλιτεχνική προσφορά εξ ολοκλήρου ανιδιοτελή. Ως µουσικός ήταν αυτοδίδακτος. Η καλλιτεχνική διαδροµή του ξεκίνησε από το 1927. Τότε έγινε µέλος της χορωδίας και µαντολινάτας του
Συλλόγου ‘Εθνικός’ της Αλεξανδρούπολης, αλλά και της Φιλαρµονικής της πόλης η οποία ήταν το σηµείο αναφοράς για τη µουσική κίνηση. Από το 1933 έως το 1941 και από το 1950 έως το 1958, διετέλεσε αρχιµουσικός της Φιλαρµονικής µε
την οποία έδωσε πολλές συναυλίες παρουσιάζοντας και δικά του έργα. Στη δεκαετία του ‘30 δηµιούργησε µαντολινάτες σε δηµοτικά σχολεία της πόλης. Το 1948 συνέθεσε τη µουσική για την επιθεώρηση «Εθνικός συναγερµός» του Γ. Βαρελά, πολιτικού/πατριωτικού περιεχοµένου (στο κλίµα της εποχής, µεσούντος του Εµφυλίου) η οποία παραστάθηκε στην Αλεξανδρούπολη στις 28/8/1948. Το 1949 διηύθυνε
Θρακιώτη µουσικοδιδάσκαλο Θεόδωρο Χαραλαµπίδη, συνδιηύθυνε τη µικτή χορωδία και την ανδρική εκκλησιαστική χορωδία του Μουσικογυµναστικού Συλλόγου ‘Εθνικός’. Στις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 διηύθυνε τη χορωδία του Καλλιτεχνικού Οµίλου Αλεξανδρούπολης 365 µε εντυπωσιακά καλλιτεχνικά αποτελέσµατα για τα οποία βραβεύτηκε
της Θράκης- απέσπασε το πρώτο βραβείο στη διεθνή χορωδιακή συνάντηση «Χορωδιακά ‘88». Συνέθεσε πολλά
χορωδιακά έργα, όπως την «Αλεξανδρούπολη» σε στίχους δικούς του και της Κ. Κανδυλάκη (1942), το «Μου φτάνει που ζω και σ’ αγαπώ»
σε στίχους Κ. Κανδυλάκη (1976), τον «Ύµνο της Αλεξανδρούπολης» (1978) 366, τον «Ύµνο της Θράκης» (1982), τραγούδια, και µικρά έργα
και διασκευές έργων άλλων συνθετών για µπάντα πνευστών. Απεβίωσε στην Αλεξανδρούπολη το 1990.
Ο Όµιλος ήταν η µετεξέλιξη
Γιούλα (Ιουλία;)367: Πιανίστρια και κατά πάσαν
το
Εργάσθηκε ως δασκάλα πιάνου σε πλούσιους απόγονους ελληνικών οικογενειών ώσπου απογοητευµένη αποσύρθηκε από την καλλιτεχνική δράση. Απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη άγνωστο πότε.
Παπαµόσχου Ουρανία: Πιανίστρια, µουσικοδιδάσκαλος και πιθανώς συνθέτρια, µικρότερη αδελφή της Χαρίκλειας Παπαµόσχου. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1880. Απόφοιτη του Ωδείου
Γεώργιος: Εθνοµουσικολόγος, συνθέτης και πολύγλωσσος φιλόλογος (γνώριζε -εκτός από αρχαία ελληνικά-λατινικά και τουρκικά, γαλλικά, γερµανικά και
του: α) µελοποιώντας τον ύµνο του συλλόγου («Ύµνος Μικρασιατικός» για δίφωνη χορωδία [1892]), β) διευθύνοντας τη χορωδία του κατά τις εορτές και γ) σχηµατίζοντας -µε τον διδάκτορα Φιλοσοφίας Λεωνίδα Παπαπαύλου- σχολή εκκλησιαστικής µουσικής, «ήτις ελειτούργησε λαµπρώς εφόσον οι δύο ούτοι µουσικοδιδάσκαλοι διέµενον εν Αθήναις, διελύθη δε απελθόντων τούτων και µη ευρεθέντων αντικαταστατών» (1892-95). Άρχισε να συνθέτει από το 1888. Στα πρώτα γνωστά έργα
τω θεάτρω Vaticte » 369. Εξέδωσε επίσης τη φιλολογική-ιστορική πραγµατεία «Ολυµπιακοί Αγώνες εν Βιθυνία». Το 1894 συνέθεσε
Εξέδωσε επίσης το σύγγραµµα «Αρχαίαι Ελληνικαί Μελωδίαι». Περιείχε µεταγραµµένες σε ευρωπαϊκή σηµειογραφία επτά σωζόµενες αρχαιοελληνικές µελωδίες («Υµνος εις Απόλλωνα» σε τετραφωνία, «Νέος Ύµνος εις Απόλλωνα», «Ύµνος εις Φοίβον», «Οµηρικός Ύµνος εις ∆ήµητρα», «Ύµνος εις Κασσιόπην υπό ∆ιονυσίου» σε τετραφωνία, «Ύµνος εις Νέµεσιν υπό Μεσοµήδους» και «Η αρχή του Α’ Πυθιονίκου του Πινδάρου»370).
Στο µεγαλύτερο µέρος της ζωής του διέµεινε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εγκαταστάθηκε το 1895. Ασχολήθηκε µε δηµοσιεύσεις σε διάφορες
368 Εκδόθηκε το 1893 στην Κωνσταντινούπολη σε ευρωπαϊκή και βυζαντινή σηµειογραφία.
369 Προµετωπίδα έκδοσης του µουσικού έργου, Αθήνα 1893.
370 Στην προµετωπίδα έκδοσης του µουσικού έργου, Κωνσταντινούπολη 1894.
371 Σηµαντικής αξίας ήταν οι διαλέξεις: α) «Μουσικοί αγώνες εν τη ελληνική αρχαιότητι» (Ξενοφάνης, τεύχ. Ε’, Αθήνα 1896, σ. 4-6), β) «Η µεσαιωνική ελληνική µουσική» (Εκκλησιαστική Αλήθεια, τεύχ. 2-6, Κωνσταντινούπολη 1896, σ. 51-52,), γ) «Το αρχαίον ελληνικόν δράµα υπό µουσικήν έποψιν και η µελοποιΐα των χορικών» (Ακρόπολις, Αθήνα, 23./10/1901) και δ) «Μουσικόν ανάγλυφον εν Βιθυνία» (Μουσική, Κωνσταντινούπολη 1913, τεύχ. 14, σ. 29-30).
372 Στην προµετωπίδα έκδοσης της µουσικής συλλογής, Αθήνα 1895.
373 Ανυπόγραφο άρθρο στον διαδικτυακό ιστότοπο:
233
τα (ο ίδιος τα θεωρεί ως τα « αρχαιώτερα και γνησιώτερα του ελληνικού λαού» 375), τα δε ποιητικά κείµενα άγνωστα (στις εκδοθείσες συλλογές εκείνης της εποχής). Από τα 500 δηµοτικά τραγούδια που περισυνέλεξε, τα 80 βραβεύτηκαν στον Ζωγράφειο Αγώνα του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου (1895 και 1896).
Από το 1903 άρχισε να συµπεριλαµβάνει
δηµοτικά τραγούδια από τη Συλλογή του σε συ-
ναυλίες του Οµίλου Ερασιµόλπων (στον οποίο
διευθυντής). Αυτό του εξασφάλισε ανώνυµη
από 200 οθωµανικές λίρες, που του επέ-
να επισκεφθεί χωριά της Θράκης και της
Μικράς Ασίας και να συλλέξει 60 επιπλέον τραγούδια (1904-05). Το 1901 ο Όµιλος Φιλοµού-
Γεώργιος Παχτίκος: «Αισχύλου Πέρσαι», Μουσική.
τους, τον Πατριάρχη
Ιωακείµ τον Γ’, ο οποίος παρουσιάστηκε στις
4/6/1901 376. Την περίοδο 1900-05 µελοποίησε
αρχαία χορικά από: α) την «Εκάβη» (Στάσιµον
Α’), β) «Ιφιγένεια εν Ταύροις» (Στάσιµον Β’-
Στροφή Β’) και γ) τον «Αίαντα Μαστιγοφόρο».
Για τις µελοποιήσεις των χορικών της «Ιφιγένει-
ας» και του «Αίαντα» βραβεύτηκε σε διεθνείς
διαγωνισµούς οι οποίοι έλαβαν χώρα στην Αθήνα (το 1901 για την «Ιφιγένεια» και το 1904 για τον «Αίαντα») από την αθηναϊκή Εταιρεία προς ∆ιάδοσιν των Αρχαίων ∆ραµάτων. Η βραβευµένη µουσική τού 1901, εκδόθηκε τον ίδιο χρόνο στην Αθήνα (από το τυπογραφείο Αθαν. ∆εληγιάννη) µε τίτλο «Μελοποιία των χορικών και των κοµµών Ιφιγένειας εν Ταύροις του Ευριπίδου». Όπως αναγράφεται στον πρόλογο, η µουσική δηµιουργία του περιέχει και οργανική συνοδεία από έγχορδα η οποία όµως δεν συµπεριελήφθη στην έκδοση. Στη συνέχεια έγραψε µουσική για άλλα επτά έργα του αρχαίου θεάτρου: α) «Μήδεια» (πρώτη παράσταση: 23/3/1903. Γι’ αυτή ο Γερµανός ελληνοµαθής µουσικολόγος L. Bürchner έγραψε µεταξύ άλλων: «…Παρατηρώ εν τη συνθέσει σηµαντικωτάτην απόπειραν προς διαµόρφωσιν µίας απροσίτου σχεδόν ηµίν τοις δυτικοίς ευρωπαίοις
το τέλος του δράµατος υπάρχουσιν εν τη οργανική µουσική µελικά σχήµατα, ως
συγκινητικά…» 377. Παραστάθηκε επίσης στο Λονδίνο το 1910 µε µεγάλη επιτυχία), β) «Προµηθεύς δεσµώτης» (η µουσική αποτελείται από 16 χορικά για γυναικεία χορωδία και ορχήστρα τα οποία πρωτοπαρουσιάστηκαν σε εκδήλωση στο θέατρο Βαριετέ στις 5/4/1910 378), γ) «Φιλοκτήτης» (πρώτη παράσταση: 16/2/1912 στο θέατρο Ωδείο µε πολύ θετικές κριτικές από τον τεχνοκρίτη Αρµάνδο Βιτάλη379 και τον Γερµανό κριτικό Dr. Schrader 380), δ) «Οιδίπους τύραννος», ε) «Ηλέκτρα», ζ) «Αντιγόνη», η) «Όρνιθες»
και θ) «Νεφέλες». Όλες παραστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από τον Όµιλο Ερσιµόλπων -εκτός από τις «Νεφέλες» οι οποίες παραστάθηκαν στο Μόναχο από τον σύλλογο Γερµανών φιλολόγων (1910)381 .
Το 1905 εξέδωσε (στη σειρά εκδόσεων της Μαρασλείου Βιβλιοθήκης και µε τη
να διανοίξη ηµίν νέον στάδιον ευγενούς ερεύνης και ενασχολήσεως, ήτοι της µουσικής αρχαιολογίας, δι’ ης είµαι βεβαιότατος ότι θα διανοιγώσι νέοι µουσικοί ορίζοντες […]. Η παρούσα συλλογή, αποτέλεσµα ούσα τοιαύτης τινός αρχής και σκέψεως, τούτο ακριβώς σκοπεί δι’ αυτών των πραγµάτων να διαπιστώση, ότι η αρχαία µουσική δεν είναι, ως κοινώς θεωρείται, νεκρά, αλλά ζώσα εν τοις άσµασι του
λαού […]»382. Η
383 παρουσιάστηκε από τον διάσηµο µουσικοκριτικό Μιχαήλ Καλβοκορέση (1877-1940) στο διεθνές Μουσικό Συνέδριο της Βασιλείας (25-29/9/1906) προκαλώντας ευµενή σχόλια384. Επίσης, στην εφηµερίδα Tribuna της
377 Ό.π., σ. οδ΄.
Γεώργιος Παχτίκος, «Ωδή εις Χρηστάκην Ζωγράφον», Κωνσταντινούπολη, 1893. Βιβλιοθήκη Κ. Ψάχου.
378 Αηδών του Βυζαντίου, «Αισχύλου Προµηθεύς ∆εσµώτης», Μουσική, τεύχ. 1, Κωνσταντινούπολη 1/1912, σ. 26.
379 Armand Bitalis, «Σοφοκλέους Φιλοκτήτης», Μουσική, τεύχ. 2, Κωνσταντινούπολη 2/1912, σ. 42.
380 Παχτίκος, «Σοφοκλέους Φιλοκτήτης», Μουσική, τεύχ. 4, Κωνσταντινούπολη 4/1912, σ. 105.
381 Ό.π., σ. 106.
382 Ό.π., σ. ιστ΄.
383 Κυκλοφορεί σε ανατύπωση της Βιβλιοθήκης Ιστορικών Μελετών, αρ. 51, Αθήνα 1992.
384 Καλογερόπουλος, «Παχτίκος Γεώργιος», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 5, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 32-33.
δηµοσιεύτηκε κριτική του ελληνιστή Ettore Romagnoli, ο οποίος επαίνεσε µεν την εργασία του, όµως θεώρησε τα
ο Α΄ τόµος. Περιείχε: 34 δηµώδη άσµατα της Καπποδοκίας, 15 του Πόντου, 86 της Βιθυνίας, 35 της Θράκης, 38 της Μακεδονίας, 22 της Ηπείρου και της Αλβανίας, 10 της Κρήτης, και τέλος 20 από τα νησιά του Αιγαίου, την Κύπρο και την Προποντίδα. Ο Β΄ τόµος, που δεν εκδόθηκε, θα περιελάµβανε και πολλά ξενόφωνα ελληνικά τραγούδια, κυρίως τουρκόφωνα και αρµενόφωνα). Εδώ πρέπει να σηµειωθεί ότι ως συλλογέας χαρακτηρίζεται για τη συστηµατικότητα και την ακρίβεια της καταγραφής του. ∆εν επιδίωξε να «διορθώσει» τα άσµατα αλλά τα απέδωσε όπως ακριβώς είχαν, καµιά φορά µάλιστα παρά τη θέληση
για τα τουρκόφωνα µνηµεία του λόγου σπάνιζε ακόµα και στο πλαίσιο της καραµανλίδικης βιβλιοπαραγωγής. ∆ικαίως
Ο
Γεώργιος Παχτίκος στη Βιθυνία, Μουσική.
της Επιτροπής των Μεσολυµπιακών Αγώνων (η συναυλία δόθηκε στον «Παρνασσό» στις 6/4/1906). Όµως η έκδοση της Συλλογής του συνάντησε και αντιδράσεις (ως προς την ακρίβεια και την πιστότητα της καταγραφής) που εκφράστηκαν µε ήπιο µεν τρόπο µεν από τον εθνοµουσικολόγο και ιεροψάλτη ∆ηµήτριο Περιστέρη (1855-1951), άκοµψα δε από τον επίσης συλλογέα δηµοτικών τραγουδιών Θ. Κληρονόµο και τον συνθέτη, αρχιµουσικό και διευθυντή της Αθηναϊκής Μανδολινάτας Νικόλαο Λάβδα (1879-1940). Από τα υπόλοιπα έργα του, αξιοσηµείωτα είναι: α) το χορωδιακό «Η λύρα του Ερµού» σε ποίηση Χρ. Χατζηχρήστου (1895), β) η «Ωδή εις Παύλον Στεφάνοβικ Σκυλίτσην ανοικοδοµούντα την εν
385 Ό.π., σ. οζ΄.
Ωδή των Ολυµπιονικών του Πινδάρου («∆ιαγόρα, Ροδίω, πύκτη»), ι) το «Βωµοί’ ς εσέ» για χορωδία σε ποίηση Μ. Τακιδέλη) το χορωδιακό εµβατήριο «Ω παίδες
ίτε» από τους «Πέρσες» του Αισχύλου και λ) η Ανακρεόντεια δίφωνη ωδή «στον Έρωτα». Σχεδόν όλα τα έργα του είναι εµπνευσµένα από την ελληνική µουσική παράδοση στον διάβα των αιώνων και µόνο σε ελάχιστα υπάρχουν ψήγµατα µουσικού ευρωπαϊκού ροµαντισµού του 19ου αιώνα. Επίσης, συνέθεσε και πολυφωνικά έργα εκκλησιαστικής µουσικής όπως το «Τη Υπερµάχω Στρατηγώ», ο «Σταυρός χαράξας», το «Χαίρε Νύµφη Ανύµφευτε», το «Ανάστα ο Θεός» και το «Νυµφώνα Σου βλέπω» µε ρυθµική και µελωδική ποικιλία, το απολυτίκιο «Του Σταυρού Σου τον Τύπον» (1914), τα 5 «Λειτουργικά άσµατα» («Πατέρα Υιόν», «Έλεον ειρήνης» «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ», «Αµήν» [για τετράφωνη χορωδία], «Αµήν» [για τρίφωνη χορωδία] και «Σε ευλογούµεν, Σε ευλογούµεν»), το απολυτίκιο «Ευφραινέσθω τα ουράνια» σε ήχο γ’ («…ο χαρακτήρ της µελωδίας είναι αρρενωπός, επιβλητικός
και ευρωπαϊκή σηµειογραφία καθώς και αδηµοσίευτα τραγούδια της Συλλογής του. Στους κατά καιρούς µαθητές του και οι µελοποιοί Νικόλαος Απ. Μαυρόπουλος και Θεοχάρης Κωνσταντινίδης. Στην Κωνσταντινούπολη εργάστηκε επίσης ως φιλόλογος στο Ελληνογαλλικό Λύκειο του Χατζηχρήστου 389. Απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη στις 23/7/1915.
386 Παχτίκος, «Ζάππειος Ύµνος», Μουσική, τεύχ. 14, Κωνσταντινούπολη 2/1913, σ. 40.
387 Παχτίκος, «Ασµατολογικά», Μουσική, τεύχ. 41, Κωνσταντινούπολη 5/1915, σ. 92.
388 Παχτίκος, «Ορτάκιοϊ της Βιθυνίας», Εστία, Αθήνα Ιούλιος-∆εκέµβριος 1892, σ. 96.
389 Στο Λύκειο
και υπόδειγµα ήθους («…άξιος συγχαρητηρίων για την ευσυνείδητη και προς παντός αθόρυβη και γι’ αυτό αποτελεσµατική παιδαγωγική του εργασία » 391, συνετέλεσε τα µέγιστα στην πρόοδο
της αθηναϊκής καλλιτεχνικής κίνησης:
εκδηλώσεις και γ) διδάσκοντας πολλούς µαθητές. Το 1913 συνόδευσε τον συνοµήλικό του µαντολινίστα ∆ηµήτριο
Ηλέκτρα Γουδή, Κούλα Ζώη, Ρωξάνη Καούρη, ∆έσποινα Καραµαούνα, Θ. Κολάση, Κική Κόντη, Η. Ντάνου, Ζωή Τσάκωνα και ∆έσποινα Καραµαούνα-Χέλµη, ο συνθέτης-πιανίστας Γ. Πλάτων, η διάσηµη µεσόφωνος Ίρµα Κολάση, η λυρικοδραµατική υψίφωνος Αλίκη Βίτσου-Επιτροπάκη, ο χοράρχης και πρωτοψάλτης Θεόδωρος Χατζηθεοδώρου
Ωδείου 393, συνέθεσε τουλάχιστον 10 έργα για πιάνο, 4 τραγούδια για φωνή και πιάνο (αφιερωµένα στην Ι. Κολάση) και µία σονατίνα για βιολί (ή
ανασκεύασε αργότερα. Μεταξύ άλλων έγραψε: «Ο Παχτίκος είχε την ιδέα πως η ελληνική ξενοµανία έκανε το κοινό της Πόλης να θαυµάζει µόνο την ξένη µουσική και να αδιαφορεί για τη δική του προσπάθεια. Έτσι παρουσίαζε συχνά έργα του σα να ήτανε δήθεν έργα ξένων συνθετών, µε την ελπίδα πως έτσι θα τα πρόσεχαν και θα τα χειροκροτούσαν ». Επανέρχεται όµως γράφοντας: «Σήµερα όµως, που τον κρίνω µε την προοπτική του χρόνου και µε την πείρα της ζωής, είµαι πολύ πιο επιεικής» (σ. 36-37).
390 Όπως η συναυλία της σχολής βυζαντινής µουσικής του Ωδείου Αθηνών στις 6/6/1910 στην οποία ερµήνευσε δηµώδη άσµατα σε εναρµόνιση Φ. Οικονοµίδη.
391 Ο Χρονικός, «Καλλιτεχνική Κίνησις», Μουσικά Χρονικά, τεύχ. 39-40, Αθήνα 3-4/1932, σ. 124.
392 Ανυπόγραφο, «Συναυλίαι», Πινακοθήκη, τεύχ. 247-248, Αθήνα 9-11/1921, σ. 52.
393 Ελληνικόν Ωδείον, ∆ελτίο Πεπραγµένων 1933-34 και 1935-36, Εκδόσεις Ελληνικού Ωδείου, Αθήνα 1934.
ρη στην εταιρεία His Masters Voice (1925). Απεβίωσε στην Αθήνα το 1934.
Πίπκοβ Παναγιώτης 394: Πολύπλευρη προσωπικότητα: συνθέτης, διευθυντής χορωδιών και ορχηστρών, ηθοποιός, ποιητής, δηµοσιολόγος, µουσικοπαιδαγωγός και θεατρικός συγγραφέ-
έργο του, το «Μπόϊκο». Στην περίοδο 1885-
σολίστ και µέλος της χορωδίας του Γκ. Μπαϊντάνοβ. Επίσης έλαβε µέρος
χορωδίες. Μεγάλο διάστηµα της ζωής του (1897-1920) το έζησε στην πόλη Λόβετς. Εκεί δηµιούργησε
φιλαρµονική, τρεις χορωδίες και συνέθεσε περισσότερα από 40 χορωδιακά έργα (όπως τα: «Σλαβονικός Ύµνος», «Είναι ζωντανή», «Ωραίος πράσινος κήπος», «Χήρα», «∆ουλεία», «Τραγούδι του καλωσορίσµατος», κ.ά.) και ορχηστρικά, όλα µε επιρροές από τη λαϊκή µουσική της περιοχής. Επίσης έκανε δεκάδες εναρµονίσεις και διασκευές δηµοτικών τραγουδιών (µεταξύ αυτών και το µακεδονικό «Η λεβεντιά»). Στο Λόβετς συνέθεσε το γνωστότερο από το έργα του, το χορωδιακό «Ύµνος του Κυρίλλου και του Μεθοδίου» σε ποίηση Σ. Μιχαϊλόβσκι (1901). ∆ιετέλεσε επίσης διευθυντής της χορωδίας
Επίσης συνέθεσε µερικά έργα για πιάνο (1900-25), µε χρήση θεµάτων από την παραδοσιακή µουσική της περιοχής, σε ύφος που θυµίζει Liszt. Μερικά από αυτά: «Μαζούρκα της Μαίρης» (1902), «Θαυµαστός χορός» (1906), «Χορός των Νυµφών του δάσους», «Σαντίνα Ντίµκα» «Ρατσενίτσα» (1908) και «Βουλγαρική ραψωδία» (1918) 397. Από τη δεκαετία του ‘30 ανέπτυξε νεοροµαντικό
και µουσικοί. Για τα παιδιά συνέθεσε περισσότερα από 200 παιδικά τραγούδια (όπως ο κύκλος 10 τραγουδιών «Γλυκολάλητος τσαλαπετεινός» σε στίχους δικούς του και άλλων [1901-04]) και τις παιδικές οπερέτες: α) «Παιδιά και Πουλιά» (1909) και β) «Το τριζόνι και τα µυρµήγκια» (1910). Έγραψε α ρκετές µουσικοκριτικές, άρθρα και νουβέλες. Τα Βουλγαρικά Ταχυδροµεία κυκλοφόρησαν
τη φιλολογία και επίσης άριστη κλασική παιδεία. Ο Κατακουζηνός του δίδαξε επίσης την πολυφωνική εκκλησιαστική µουσική και τον προσέλαβε στη Χορωδία των Ανακτόρων. ∆ιετέλεσε σχολάρχης στο Κορωπί (1885-88) και στο Μαρούσι (για 10 έτη).
∆ίδαξε επίσης, µουσική και φιλολογία σε διάφορα σχολαρχεία, ιδιωτικά σχολεία, το Παρ-
θεναγωγείο Χίλλ
µουσική. Ειδικότερα, στα περισσότερα έργα του µοιράζει το κείµενο στις τρεις επάνω φωνές (τενόροι, σεκόντοι και βαρύτονοι), ενώ η τέταρτη (βαθύφωνοι) χρησιµοποιείται ως ισοκράτηµα κατά το βυζαντινό µέλος. Πρώτος καθιέρωσε σε ναούς των Αθηνών την τετράφωνη ψαλµωδία χωρίς οργανική συνοδεία. Ο σοβαρός, σεµνός και µειλίχιος χαρακτήρας του συγκέντρωνε την εκτίµηση όχι µόνο των πιστών της τετραφωνίας, αλλά και των µουσικών αντιπάλων του, κυρίων των ιεροψαλτών της βυζαντινής µουσικής. Οι ανάλογες συνθέσεις του, όπως: «Σήµερον σωτηρία τω κόσµω γέγονε» και «Επί σοι χαίρει, κεχαριτωµένη» (και τα δύο, σε µορφή recitativo) ή το «Χερουβικό» του (σε µι µείζονα και σε µι ύφεση) για τετράφωνη χορωδία, και η «∆οξολογία in Fa» διακρίθηκαν για την κατανυκτική µελωδία τους και το αρµονικό υπόβαθρό τους. Ορισµένες µάλιστα φορές σε κάποια σηµεία των έργων του γίνεται χρήση καθαρά αντιστικτικών τεχνικών. Η «γλυκειά µουσική »
«Τροπαρίου της Κασσιανής» (το µόνο εκδοθέν έργο του [1908]) προσείλκυε κάθε Μεγάλη Τρίτη χιλιάδες πιστούς για να την ακούσουν αν και δεν έχει καµία απολύτως σχέση µε το βυζαντινό µέλος. Όπως έγραψε ο Γιάννης
Χρυσοστόµου», γ) «Τρία αναστάσιµα απολυτίκια», δ) «Το πνεύµα Σου», ε) «Ο άγγελος εβόα» και ζ) «Θεοτόκε η ελπίς» τα οποία φωνογραφήθηκαν. Επίσης, τα: α) «Σε υµνούµεν» (σε φα ελάσσονα), β) «Άξιον Εστίν» (σε φα µείζονα), γ) «Σήµερον κρεµάται επί ξύλου», δ) «Ακολουθία του Γάµου» και ε) «Ακολουθία της Κηδείας».
398 Φιλόπουλος, «Ο Θεµιστοκλής Πολυκράτης», Εισαγωγή
µουσική, Νεφέλη, Αθήνα 1990, σ. 134. 399 Μουσικά Χρονικά, τοµ. Β’, σ. 340.
έξω από
όρια της Ελλάδας (Αµερική, Μόναχο. Λονδίνο, Παρίσι, Βουδαπέστη, κ.α.) συναγωνιζόµενο τη
του έργου του Ι. Σακελλαρίδη» 401. Οι συνθέσεις του εξακολουθούν να ψάλλονται και σήµερα καθώς αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του ρεπερτορίου των πολυφωνικών ελληνορθόδοξων εκκλησιαστικών χορωδιών.
Όντας πολυγραφότατος, συνέθεσε επίσης το «Παράπονον» για πιάνο (1891. Αφιερωµένο στην πριγκίπισσα Αλεξάνδρα), τον «Εις Απόλλωνα Ύµνον» για υψίφωνο ή µεσόφωνο και πιάνο (1894), το «Όνειρο φθινοπωρινής νυκτός» για πιάνο (1894), τον «Ύµνο Παρνασσού» για τετράφωνη
σε τρεις πράξεις (βασίζεται στην οµώνυµη κωµωδία του Αλ. Ραγκαβή) 402, β) «Νέριος, δουξ των Αθηνών» και γ) «Υψηλάντης» σε µία πράξη (η υπόθεσή του είναι παρµένη από το οµότιτλο δράµα του Σπυρίδωνα Βασιλειάδη που επεξεργάστηκε ο συνθέτης)403, σε άγνωστες χρονολογίες
γραφής (πάντως πριν από το 1905) 404. Συνέθεσε επίσης: α) σχολικά τραγούδια
400 Καλογερόπουλος, «Πολυκράτης Θεµιστοκλής», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 5, Γιαλλέλης, Αθήνα
τραγωδίες: α) την
φιλολογικές συγκεντρώσεις
α) «Είναι στιγµές»
Παλιάς Αθήνας βασισµένο στο ποίηµα «Εις κόρην» του Στέφανου Μαρτζώκη. Μεγάλη φωνογραφική επιτυχία του Π. Επιτροπάκη), β) «Το έαρ» για βαρύτονο και πιάνο σε ποίηση δική του (1893), γ) «Από τα χείλη σου το ρόδο» (1894), δ) «Ένα φιλί στη µάνα µου» για φωνή και πιάνο σε ποίηση Ι. ∆αµβέργη (1894), ε) «Το όνειρον της κόρης» για φωνή και πιάνο σε ποίηση Λ. Αστέρη, ζ)
(1892.
σε δίσκους 78 στροφών την περίοδο 1920-30.
µουσικολογικά συγγράµµατα και µελέτες: α) «Η Μουσική παρ’ Οµήρω», β) «Θεωρητικόν της Μουσικής» (1894. Αφιερωµένο στη µνήµη του Αλ. Κατακουζηνού), γ) «Αρµονική» (1908)409, δ) «Η τετράφωνος µουσική εν τη Εκκλησία», ε) «Πραγµατεία περί του Εκκλησιαστικού Οργάνου από των αρχαιωτάτων µέχρι των καθ’ ηµάς χρόνων» (εκδόθηκε από το τυπογραφείο Σπυρίδωνος Κουσουλίνου το 1910. Πρωτοδηµοσιεύθηκε σε
τα οποία προ πολλών ετών είναι συντεθειµένα και τα οποία αναµφιβόλως θέλουσι τύχει επιδοκιµασίας του κοινού». «Εφηµερίς», Εθνική Μούσα, αρ.1-2, Αθήνα 3-4/1909, σ. 32.
405 Στον Φ.Σ. ‘Παρνασσός’ ερµηνεύθηκαν τα χορικά από την «Ηλέκτρα» µε επιτυχία όπως γράφτηκε στην εφηµερίδα Εµπρός (Αθήνα 1899, φύλλο 12/4).
Από τις εκδόσεις Αλεξ. Καββάδη εκδόθηκε η µελοποιΐα του Στάσιµου Α’ για φωνή και πιάνο.
406 Στο χειρόγραφο αλλά και στην –τρις- τυπωµένη παρτιτούρα ο τίτλος αναγράφεται ως «Είνε στιγµαίς».
407 Εκδόθηκαν από τον µουσικό οίκο Ζ. Βελούδιου.
408 Σαραντάκος ∆ηµήτρης, Μια επίσκεψη στη Μάνη, αυτοβιογραφικό µυθιστόρηµα στον διαδικτυακό ιστότοπο: http://sarantakos.wordpress.com/2013/07/23/7kalokairia-40/
409 Εκδόθηκε σε 16 τεύχη στη διετία 1909-10. Για την κυκλοφορία των δύο πρώτων τευχών δηµοσιεύθηκε το ακόλουθο σχόλιο: «Το έργον, εκτός της διακρινούσης αυτό φιλοκάλου εκδόσεως, είναι προσέτι συντεταγµένον εις γλώσσαν άµεµπτον, οι δε µουσικοί όροι, των οποίων γίνεται χρήσις εν αυτώ, είναι λίαν επιτυχείς και εντελώς εξηλληνισµένοι.
στις 24/2/1926. Πονηρίδης Γεώργιος 413: Εξέχουσα φυσιογνωµία στον χώρο της ελληνικής λόγιας µουσικής δηµιουργίας µε πολυποίκιλο και µεγάλο σε διαστάσεις συνθετικό έργο. Είναι γνωστός για τα συµφωνικά του
τα έργα για πιάνο και τα τραγούδια του για φωνή και πιάνο. Γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα Κωνσταντινούπολης τον Απρίλιο του 1887 (σε αρκετά
Γεώργιος Πονηρίδης (1920), ΑΕΜΘΤ.
10/3/1894 στον Φ.Σ. ‘Παρνασσός’ µαζί µε την ερµηνεία του «Ύµνου» από «χορό καλώς κατηρτισµένο και ορχήστρα εκ δεκατεσσάρων οργάνων καλώς προσηρµοσµένων » (Αθήνα 1894, φύλλο 126).
411 Όπως η διάλεξη µε θέµα «Περί της µουσικής γραφής των διαφόρων εθνών από των αρχαιωτάτων µέχρι των καθ’ ηµάς χρόνων» στον Φ.Σ. ‘Παρνασσός’ (Αθήνα 1/1912).
412 Στο περιοδικό
από
θάνατό του (τεύχ. 6-7, Αθήνα 1931, σ. 129-133).
413 Τα κυριώτερα βιογραφικά στοιχεία ελήφθησαν από: α) τις προφορικές µαρτυρίες της συντρόφου του συνθέτη, πιανίστριας και βασικής ερµηνεύτριας των πιανιστικών έργων του, Μαρίας Φραντζέσκου, οι οποίες δόθηκαν στον γράφοντα κατά την περίοδο 1992-94, β) τις παρτιτούρες των έργων του και γ) από τα παρακάτω άρθρα και λήµµατα: -Ταµβάκος, «Έλληνες ∆ηµιουργοί. Γεώργιος Πονηρίδης (1887-1982)», Νέοι Αγώνες Ηπείρου, Ιωάννινα 3/1/1995, σ. 6-7 και 11.
- Dounias Minos, «Poniridy, Georg», Die Musik in Geschichte und Gegenwart, B. 10, Βärenreiter, Kassel 1949 (επανέκδοση µε συµπληρώσεις, 1989).
- Λεωτσάκος, «Πονηρίδης Γεώργιος», Παγκόσµιο Βιογραφικό
- Καλογερόπουλος, «Πονηρίδης Γεώργιος», Το Λεξικό της Ελληνικής
146-148.
(όπως οι: α) Théâtre Royal de la Monnaie και β) Tournoi), β) µέλος κουαρτέτων εγχόρδων, γ) διευθυντής ορχηστρών δωµατίου, δ) ενορχηστρωτής και ε) µουσικός συνεργάτης σε παραστάσεις µπαλέτου και θεάτρου. Από το 1915 χρονολογούνται οι πρώτες επίσηµες συνθέσεις του (20 περίπου έργα ή σχεδιάσµατα έργων της περιόδου 1910-15 καταστράφηκαν από τον ίδιο). Είναι οι «Έξι ελληνικές λαϊκές µελωδίες» για φωνή και πιάνο (1915. Μεταξύ αυτών η φωνογραφηµένη «Παπαδιά» και το «Ανέβηκα στ’ Άγραφα». Εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Γαϊτάνου) και τα «∆ύο πρελούδια» για πιάνο (1916. Αφιερωµένα στη συνθέτρια A. Sauraly-Thivet). Το δεύτερο πρελούδιο βασίζεται στον ύµνο «Κύριε των δυνάµεων µεθ’ ηµών γενού…»). Το 1919 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γράφτηκε στην Schola Cantorum, στις τάξεις των διάσηµων Γάλλων συνθετών Albert Roussel (ενορχήστρωση) και Vincent D’Indy (ανώτερα θεωρητικά/σύνθεση). Μάλιστα ο τελευταίος τον κατέταξε στους οκτώ καλύτερους µαθητές του. Μελέτησε, επίσης, το γρηγοριανό µέλος µε τον συνθέτη, µουσικολόγο και οργανίστα Amedéé Gastoue (1873-1943) οδηγούµενος από τη δίψα του να το
του εµπλουτίζεται
δηµοτικά τραγούδια» για φωνή και πιάνο (µεταξύ αυτών το «Νανούρισµα» που έγινε γνωστό από την Ι. Κολάση ως βασικό έργο σε συναυλιακές εµφανίσεις της. Φωνογραφήθηκε –το 1954- µε την ίδια και τον πιανίστα
Andre Collard σε δίσκο επαφής επτά ιντσών. Αποτέλεσε δε την πρώτη φωνογραφική παρουσία του συνθέτη), β) «Μικρή σουίτα», γ) Σονάτα, δ) «Ελληνικοί ρυθµοί» (o «Θεσσαλικός» συµπεριελήφθη το 1929 σε έκδοση της Salabert µαζί µε 19 πιανιστικά έργα διάσηµων συνθετών
τους δρόµους των νέων µουσικών τεχνοτροπιών – αιρετικούς και ορθόδοξους. Γι’ αυτό διάλεξε τον απλούστερο και φωτεινότερο
της τέχνης που είναι πάντα ο καταλληλότερος για έναν Έλληνα συνθέτη όταν αυτός ξέρει να ζητήση τις εµπνεύσεις του µέσα στ α πλούσια µεταλλεία των εθνικών µας παραδόσεων » 415 . Το 1925 αποφοίτησε από τη Schola Cantorum και συνέθεσε τα: α) «∆ύο τραγούδια
σε ποίηση Κρυστάλλη» για φωνή, φλάουτο, κλαρινέτο και πιάνο και τα β) «∆ύο σεπτέτα» για φωνή, πιάνο και έγχορδα (αν και εκδόθηκε από τον γαλλικό µουσικό οίκο Maurice Senart δεν κατέστη δυνατόν να ανευρεθεί). Στον ίδιο επίσης οίκο, εκδόθηκαν το 1924 οι «Τρεις ελλη-
µεταξύ των χαρακτηριστικωτέρων και αντιπροσωπευτικωτέρων της συγχρόνου ελληνικής µουσικής δηµιουργίας...» 417), β) «Τραγούδι» για βιολί και πιάνο και γ) «Σκέρτσο» για πιάνο. Στη δεκαετία του ‘30 –λόγω των πολλών καλλιτεχνικών
µελών, αρ.2» για χορωδία και ορχήστρα και της καντάτας «Κασσιανή» για µεσόφωνο, χορωδία και ορχήστρα (µε υπότιτλο «Βυζαντινό τρ οπάρι». Είναι αφιερωµένο στον αδελφό του Μενέλαο. Εκδόθηκε από το Υπουργείο Πολιτισµού και Επιστηµών [1977]). Η Α. Θεοδωροπούλου έγραψε µεταξύ άλλων: «… περιµέναµε µε ανυποµονησία το έργο αυτό του Πονηρίδη και ξέραµε µε πόση ευλάβεια αντικρύζει τα θρησκευτικά µέλη της εκκλησίας. Οι δύο αυτές σειρές των βυζαντινών µελών, αρ.1 και αρ.2, µαζί µε την καντάτα «Κασσιανή» αποτελούν µία βυ ζαντινή τριλογία όπου ο Πονηρίδης χρησιµοποιεί ως
να µε τις σηµερινές απαιτήσεις της τέχνης, χωρίς ν’ αλλάζει τον κατανυκτικό χαρακτήρα των ωραίων αυτών µελών. Το «αρ.2»
αποτελείται από τρία χορωδιακά και τρία συµφωνικά µέρη. Με τη λεπτή και καλλιεργηµένη µουσική ευαισθησία, ο Πονηρίδης µεταχειρίστηκε τεχνικά µέσα ταιριασµένα µε το πνεύµα και το ύφος των µελών, αλλού πολυφωνία χορωδιακή , αλλού βυζαντινό ίσον. Βέβαια το συνταίριασµα του βυζαντινού µέλους µε τις σύγχρονες µουσικές κατακτήσεις παρουσιάζει κινδύνους. Με τον Πονηρίδη τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει, γιατί εκτός από
το ξεχωριστό του ταλέντο, τη γνώση και κατανόηση των εκκλησιαστικών µας µελών τον βοηθεί και η στενή του επαφή µε τα εκκλησιαστικά µέλη της λατινικής εκκλησίας κατά τα χρόνια των σπουδών του στη ‘Σκόλα Καντόρουµ’ του Παρισιού, όπου καλλιεργείτο συστηµατικά η µελέτη του παλιού γρηγοριανού µέλους…» 418 .
Την ίδια χρονιά ολοκλήρωσε επίσης τα «Τρία Συµφωνικά
Πρελούδια» για µεγάλη ορχήστρα. Έχει τη µορφή τριµερούς
σουίτας µε αλληλένδετα µέρη. Χαρακτηρίζεται
τον ενθουσιασµό του νέου συνθέτη ο οποίος γεµάτος µε ιδέες και όρεξη επέστρεψε στην πατρίδα του, πρόθυµος να µοιρασθεί τις εµπειρίες
του Benavente, «Βολπόνε» του Johnson, «Βεντάλια» του Goldoni, «Τα καπρίτσια της Μαριάννας»
του Musset, «Χιονάτη βασίλισσα» του Andersen και «Αντιγόνη» του Σοφοκλέους (διασώζεται φωτοαντίγραφο της παρτιτούρας. Η πρωτότυπη παρτιτούρα ορχήστρας και το σπαρτίτο δεν εντοπίστηκαν). Η µουσική του για την «Αντιγόνη» είναι η πλέον αξιόλογη. Γι’ αυτή η Αύρα Θεοδωροπούλου έγραψε:
είναι η «Λυρική σουίτα» για ορχήστρα εγχόρδων (πρώτη παρουσίαση µε την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Γ. Λυκούδη στις 10/11/1945) και το «Τρίο» για βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο. Επίσης τα τραγούδια «Παναγία της Σπάρτης», «Άνοιξη» και «Αναδυοµένη» σε
ποίηση Α. Σικελιανού, µε έντονη την επίδραση από τον Debussy και κυρίως τον Ravel, αλλά µε έξυπνα ευρήµατα και άρτια προσαρµογή της µουσικής στον χαρακτήρα της ποίησης του Α. Σικελιανού και τη φωτεινή εαρινή αγροτική ατµόσφαιρά της. Το 1943 διορίσθηκε στο Υπουργείο Παιδείας στη θέση του τµηµατάρχη µουσικής, θέση την οποία διατήρησε έως το 1959. Επίσης, σε αναγνώριση της καλλιτεχνικής προσφοράς του, διορίσθηκε ως µέλος του Ανωτάτου ∆ιοικητικού Συµβουλίου Μουσικής (τέλος δεκαετίας του ‘40). Στη δεκαετία του ‘50 συνέθεσε τα έργα: α) Σουίτα για βιολοντσέλο και πιάνο (1953), β) «∆ύο µουσικές αφηγήσεις» («Επικαλέω τον Θεόν» και «Αγιανάπα Β’») για φω
β) Σονάτα για κλαρινέτο και πιάνο, γ) Κοντσέρτο για κόρνο και έγχορδα, δ) Τρίο για ξύλινα πνευστά και ε) Κουαρτέτο για όµποε, κλαρινέτο, φαγκότο και ξυλόφωνο (1962). Το Τρίο αποτελεί µία ενδιαφέρουσα «ηχητική τριχρωµία » λόγω της εξαιρετικής εκφραστικής ποιότητας των οργάνων. ∆ιανθίζεται µε µελωδικά και ρυθµικά στοιχεία του δηµοτικού µας τραγουδιού, χαρακτηριστικά της αυθεντικότητας και προέλευσής του422. Άλλα έργα αυτής της δεκαετίας: α) Σονάτα αρ.2 για βιολί και πιάνο, β) Κουαρτέτο για βιόλα, φλάουτο, όµποε και φαγκότο, γ) Τρίο για ξύλινα πνευστά αρ.2, δ) τρεις κύκλοι τραγουδιών για φωνή και πιάνο ή κλαρινέτο (αρ.1), πιάνο (αρ.2) και βιόλα ( αρ.3) σε
ποίηση Παντελή Πρεβελάκη (1963), ε) Σονάτα για όµποε και πιάνο (1964), ζ) Κουαρτέτα εγχόρδων αρ.3 (1965) και η) αρ.4 (1966), θ) Τρίο
για βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο αρ.3 και ι) αρ.4 (1967), κ) Σονάτα για βιολοντσέλο και πιάνο (1968), λ) Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 5 (1970).
Περάτωσε επίσης δύο κοντσέρτα για: α) πιάνο και έγχορδα (1965) και β) βιολί και ορχήστρα εγχόρδων µε κρουστά (1969). Επίσης τις πια-
422 Παπαϊωάννου, Πρόγραµµα 1ης Ελληνικής Εβδοµάδος Σύγχρονης Μουσικής, Αθήνα 1966.
1-5» για πιάνο (1956-71. Όπως και οι «Ευµολπίες» είναι επηρεασµένες από τον E. Satie), τα «Τρία λυρικά κοµµάτια» για κλαρινέτο και πιάνο, η τετράπρακτη µουσική τραγωδία «Λάζαρος» σε µορφή φωνών-πιάνου σε κείµενο Π. Πρεβελάκη, η «Συνεργεία» για βιολί, βιολοντσέλο και κρουστά και η «Μουσική» για τρία τροµπόνια και πιάνο (1973), και το «Μότο περπέτουο» για πιάνο, το τελευταίο γνωστό χρονολογηµένο έργο του (1976). Υπάρχουν επίσης και µερικά αχρονολόγητα, όπως: α) η «Οffertoire» (Προσφορά) για εκκλησιαστικό όργανο (πριν το 1930. Εκδόθηκε από τον γαλλικό µουσικό οίκο Herelle), β) το Κουιντέτο για φλάουτο, όµποε, κλαρινέτο, κόρνο και φαγκότο (οι σηµειώσεις του συνθέτη στην παρτιτούρα αναφέρουν την πρώτη παρουσίαση
των έργων του (η Α. Θεοδωροπούλου τον χαρακτηρίζει ως «βυζαντινόπληκτον», ορθά ίσως αφού υπήρξε βαθύς µελετητής της). Στόχος του –σύµφωνα και µε τον ∆. Χαµουδόπουλο- ήταν να γίνει η µουσική δηµιουργία του (αυτό εµφαίνεται
λευταία είκοσι έτη της βιωτής του, στη δε διαύγεια της γραφής του συνέβαλε και η έµπρακτη γνώση του, εκτός του βιολιού, πολλών άλλων µουσικών οργάνων 425. Κατά τον µουσικολόγο-ερευνητή Γιώργο Λεωτσάκο το ύφος του –όπως το δέχεται ο ακροατής- αποτελείται από µία ρέουσα παραδοσιακή µελωδική και εκτεταµένα πεδία χρωµατικότητας συχνά εναρµονισµένης
Εκδόσεις Ελληνικών Συνθέσεων, Αθήνα 1958, σ. 3-4.
426 Λεωτσάκος, «Πονηρίδης Γεώριος», Παγκόσµιο Βιογραφικό
στην Οδοντοϊατρική Σχολή του Πανεπιστηµίου. Έκανε επίσης σπουδές στην Σχολή Καλών Τεχνών και έχει πλούσιο ζωγραφικό έργο. Είχε ωραία φωνή βαθύφωνου και διετέλεσε µέλος της Ελληνικής Χορωδίας του Παναγιώτη (Τάκη)
παραστάσεις της όπερας «Les Contes d'Hoffmann» του Offenbach υπό τη διεύθυνση του ∆. Μητρόπουλου. Συνέθεσε πολλά τραγούδια για φωνή και πιάνο. Τα 48 από αυτά, της περιόδου 1963-91, εκδόθηκαν σε λεύκωµα από τη σύζυγό του Κλεοπάτρα, λογοτέχνιδα
«Πεθυµιά» σε ποίηση Ν. Βόκοβιτς, «Ο πόνος απόψε» σε ποίηση
Μανουσάκη, «Απολογισµός» σε ποίηση Μάρκου Αυγέρη, «Η Μαριγώ» σε ποίηση Ζαχαρία Παπαντωνίου, «Βιετνάµ» σε ποίηση Ηλία Σιµόπουλου, «Παλιό γραµµόφωνο» σε ποίηση Ντ. Βλαχογιάννη, «Πότε» σε ποίηση Β. Θεοδώρου, «Ονειροπόληµα» σε ποίηση Κλ. Πρίφτη, «Σούρουπο» σε ποίηση Τ. Βέλλιου, «Ο αρχαίος τραγουδιστής» σε ποίηση Γ. Μαιναλιώτη κ.ά. Συνέθεσε επίσης, µία εισαγωγή για ορχήστρα, 4 κουαρτέτα εγχόρδων, έργα για βιολί και πιάνο, 10 χορωδιακά (όπως ο «Ύµνος της φωληάς Ελευσίνας» σε ποίηση Μ. Κεσίση, «Οι προµάχοι» σε ποίηση Λ. ∆αράκη, «Η αναζήτηση επαφής» σε ποίηση Γ. Μανουσάκη κ.ά.) και σκηνική µουσική για θεατρικές παραστάσεις του θεάτρου Βεργή, χωρίς γνωστή χρονολογία γραφής. Τα έργα του ελάχιστες φορές παρουσιάστηκαν ενώπιον κοινού, όπως: α) στις 18/9/2004, όπου
Aίγινα η ∆ιεθνής Eταιρία Φίλων Nίκου Kαζαντζάκη οργάνωσε εκδήλωση κατά την οποία ο τενόρος ∆ηµήτρης Σιγαλός και η πιανίστρια Eρµιόνη Nάστου ερµήνευσαν αποσπάσµατα («Λένιν» και «Μωυσής») από τις µελοποιήσεις του συνθέτη σε ποιήµατα από τη συλλογή «Τερτσίνες», και β) στις 9-10/2/2009, στο διήµερο αφιέρωµα στα Χανιά (αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου ‘Ο Χρυσόστοµος’) για τον ποιητή Γιώργο Μανουσάκη, η υψίφωνος Μαίρη Κλεινάκη και η πιανίστρια
(1905;). ∆ιετέλεσε αρχιµουσικός στις φιλαρµονικές ∆οξάτου ∆ράµας και Γρεβενών (πριν από το 1950). Είναι γνωστό το εµβατήριό του «Γρεβενά».
Σαγκούνοβ Γεώργιος: Πολυγραφότατος συνθέτης, δάσκαλος µουσικής και αρχιµουσικός φιλαρµονικών
και ορχηστρών. Το όνοµά του είναι στενά συνδεδεµένο µε την ανάπτυξη του βουλγαρικού στρατιωτικού τραγουδιού και τη µουσική ζωή του Πύργου (νυν Μπουργκάς). Ήταν δε ο πρώτος αρχιµουσικός στην ιστορία της βουλγαρικής
στη Φιλιππούπολη στις 15/3/1873 από πατέρα ελληνοποντιακής καταγωγής429, έµπορο,
στη Φιλιππούπολη ξεκινώντας τη στα428 «Για τα µουσικά πράγµατα του τόπου µας», Έρευνα, τεύχ. 72, Αθήνα 1981.
429 Με βάση το ερευνητικό έργο του γράφοντος το ελληνικό επώνυµο του παππού του συνθέτη ήταν Σαγ(γ)κουνίδης αλλά για άγνωστους λόγους το µετέτρεψε σε Σαγκούνοβ (γύρω στο 1860).
430 Μητέρα του ήταν η Λουκία Σταµάτη ή Σταµατίου µε καταγωγή από