Μια αληθινή ιστορία για τα ανεκπλήρωτα όνειρα
Ήταν Αύγουστος του 1930 όταν γεννήθηκε ο Χαμντί, ένας έξυπνος και φιλόδοξος νέος που διέφερε πολύ από τους υπόλοιπους εκείνης της εποχής. Η μοίρα του επιφύλασσε από πολύ νωρίς πολλά, ωραία αλλά και άσχημα. Σε ηλικία 8 ετών, έφυγε από την γλυκιά θαλπωρή του σπιτιού του και πήγε να μείνει με τον παππού του. Φυσικά, δεν ήταν δική του επιλογή, αλλά των γονιών του, που τηρούσαν μια δύσκολη υπόσχεση προς τον παππού του. Η υπόσχεση προέβλεπε τα εξής: Το πρώτο παιδί που θα έκαναν, θα το έδιναν να το μεγαλώσει αυτός και εφόσον ήταν αγόρι, θα έπαιρνε το όνομα του αδελφού του πατερά του, που είχε αυτοκτονήσει λογω της άρνησης των γονιών του να τον αφήσουν να παντρευτεί την γειτόνισσα του με την οποία ήταν ερωτευμένος και από την μεγάλη του στενοχώρια αυτοκτόνησε. Έτσι ο Χαμντί πήγε να μείνει με τον παππού του ο οποίος είχε ένα μικρό μαγαζάκι εκείνης της εποχής, μαζί με έναν αδελφικό του φίλο τον Λάντι. Ο Χαμντί δούλευε και παράλληλα αρίστευε στο σχολείο, ήταν ένας από τους πρώτους μαθητές και πολύ δραστήριος. Ο Λάντι με τον δικό του τρόπο βοήθησε τον Χαμντί να ανοίξει ορίζοντες δίνοντας του να διαβάζει
βιβλία, από μια βιβλιοθήκη που δούλευε τα βράδια ως βιβλιοθηκάριος. Ο Χαμντί αν και βρέθηκε ανάμεσα σε ανθρώπους της νύχτας, λογω της δουλειάς του παππού του, κατάφερε με μόνο του όπλο την αγάπη για τα γράμματα, να μείνει μακριά από τους κινδύνους. Έτσι τελείωσε το σχολείο στην Κορυτσά όπου έμενε και πήρε υποτροφία για ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Αλβανίας στα Τίρανα, για να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός. Αψήφησε την μεγάλη επιθυμία του πατερά του να γίνει γιατρός, για να έχουν έναν γιατρό στο σπίτι και να μην χρειάζεται να πηγαίνουν αλλού όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Παρ΄ όλες τις οικονομικές δυσκολίες ο Χαμντί πήγε στο πανεπιστήμιο στα Τίρανα όπου εκεί σπούδασε, δουλεύοντας παράλληλα κοντά σε έναν μηχανικό πλοίων. Εκεί είχε την τύχη να γνωρίσει τον επονομαζόμενο «βασιλιά» της Αλβανίας, τον Χότζα, τον οποίο μάλιστα έβγαλε και από μια δύσκολη θέση. Το πλοίο του είχε χαλάσει και ο αρμόδιος μηχανικός απουσίαζε, λόγω ενός οικογενειακού προβλήματος. Τότε ο Χαμντί πήρε την απόφαση να το κοιτάξει ο ίδιος και να βρει τι έφταιγε, θέλοντας έτσι να αποδείξει στον εαυτό του πρωτίστως, αλλά και στους γύρω του, πόσο ικανός άνθρωπος είναι και ότι δεν μετρά μόνο το μονόπλευρο διάβασμα και η γνώση, αλλά και η σφαιρικότητα. Αφού μπήκε στο χώρο που βρισκόταν η μηχανή του πλοίου, άρχισε να ψάχνει για τυχόν βλάβες, διαπίστωσε ότι απλά είχε πέσει μια ασφάλεια που εμπόδιζε την μηχανή από το να δουλέψει. Την σήκωσε και η μηχανή άρχισε να δουλεύει κανονικότατα. Τότε ο Χότζα αποχαιρετώντας τον, του είπε ότι όποτε χρειαζόταν κάτι, θα ήταν εκεί να του ανταποδώσει την χάρη. Ο Χαμντί τελείωσε το πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο και αποφοίτησε με άριστα. Πήρε υποτροφία για να συνεχίσει στην Ρωσία με την οποία η Αλβανία είχε πολύ καλές σχέσεις εκείνη την περίοδο. Τους τέσσερις πρώτους μήνες της διαμονής του στην Ρωσία, ζούσε σε άθλιες συνθήκες εξαιτίας της οικονομικής του κατάστασης. Ο ίδιος μαζί με άλλους 13 φίλους του, ζούσαν σε δωμάτια που τους παραχωρούσε το πανεπιστήμιο, τα οποία ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Τα τζάμια τους ήταν σπασμένα και το ηλεκτρικό ρεύμα όπως και το νερό δεν ήταν διαθέσιμα συνέχεια. Όσον αφόρα την διατροφή τους, ήταν πιο φτωχή ακόμα και από αυτή ενός ζητιάνου, τους έδιναν μόνο μια κονσέρβα από ψάρι και μια φέτα ψωμί. Αυτή η κατάσταση άρχισε να αποδυναμώνει τον Χαμντί ψυχολογικά και τον έκανε να σκέπτεται ακόμα και να φύγει από την Ρωσία και να παρατήσει το πανεπιστήμιο που τόσο πολύ αγαπούσε. Για να αντιμετωπίσουν όλες αυτές τις κακουχίες ο Χαμντί και οι φίλοι του, πρότειναν να πάνε στην Αλβανική πρεσβεία και να παραπονεθούν. Για καλή του τύχη όμως εκεί συνάντησαν έναν στενό φίλο του πατερά του, ο οποίος ήταν υπουργός εξωτερικών της Αλβανίας. Τον αναγνώρισε αμέσως, χαιρετηθήκαν και αφού του έδωσε τα συγχαρητήριά του για την επίδοση του στα μαθήματα, τον ρώτησε πώς ήταν η ζωή σε μια ξένη χώρα. Τότε ο Χαμντί άρπαξε την ευκαιρία και τους είπε για τις άσχημες συνθήκες που ζούσε αυτός και οι φίλοι του. Αμέσως μετά την εξιστόρηση των γεγονότων, ο υπουργός φώναξε τον αντίστοιχο αρμόδιο της Αλβανικής πρεσβείας και τον διέταξε σε πολύ έντονο ύφος να φροντίσει τους φοιτητές, παρέχοντας τους όλες τις ανέσεις αλλά και ότι άλλο εκείνοι επιθυμούσαν. Εκείνη την ημέρα ο Χαμντί και οι φίλοι του έφυγαν από την πρεσβεία γεμάτοι χαρά και ελπίδες ότι θα άλλαζαν οι συνθήκες ζωής τους, όπως και έγινε. Την επόμενη ημέρα το πρωί, έφτασαν κούτες γεμάτες ζεστά ρούχα, για να τους προστατεύσουν από το πολικό κρύο που επικρατούσε στην Ρωσία, αλλά και κούτες γεμάτες φαγητά για να έχουν κατά τον καιρό της διαμονής τους στο πανεπιστήμιο. Αξιοσημείωτο είναι ότι την επόμενη μέρα έφτασαν πέντε εργάτες και επισκεύασαν τα δωμάτια τους. Αυτό το πράγμα γινόταν κάθε μήνα, κιβώτια γεμάτα φαγητό κατάφταναν στο πανεπιστήμιο ειδικά για αυτούς. Το πανεπιστήμιο ήταν ένα πολύ μεγάλο κτίριο, με τεράστιες αίθουσες που φωτίζονταν από μεγάλα παράθυρα και χωρούσαν πάνω από 100 μαθητές. Ο Χαμντί εκεί βρήκε τον ερώτα της ζωής του. Ήταν μια κοπέλα που φοιτούσε και εκείνη για να γίνει πολιτικός μηχανικός. Την ερωτεύτηκε με την πρώτη μάτια, δεν είχε δει ποτέ στην ζωή του τέτοια εκθαμβωτική ομορφιά και τέτοια εκφραστικά μάτια
όπως τα δικά της. Από την στιγμή που την είδε ο Χαμντί προσπαθούσε συνεχώς να της κεντρίσει το ενδιαφέρον, αλλά και να την πλησιάσει, ώσπου ξαφνικά ένας καθηγητής τους ανέθεσε μια εργασία από κοινού. Αυτή ήταν η ευκαιρία που έψαχνε τόσο καιρό και ήρθε ως μάνα εξ ουρανού. Ο Χαμντί χωρίς να χάσει ούτε ένα λεπτό πήγε και κάθισε κοντά της. Αμέσως στο πρόσωπό της σχηματίστηκε η έκφραση της απορίας αλλά και του θαυμασμού για το θάρρος και την εξωτερική ομορφιά του. Ήταν πραγματικά ένας ψήλος και δυνατός νέος με πλούσια μαλλιά αλλά και πολύ χαρακτηριστικές γωνίες πρόσωπου οι οποίες του πρόσδιδαν μια γοητεία ακαταμάχητη. Έξαλλου συμπεριλαμβανόταν ανάμεσα στους περιζήτητους του Πανεπιστήμιου, καθώς μετρούσε αρκετές κατακτήσεις. Ενώ ήταν λοιπόν καθισμένος δίπλα της ένιωθε μεγάλη ταραχή μέσα του, τόση που τον εμπόδιζε να εκφραστεί ελεύθερα. Πήρε μια βαθειά ανάσα και ρώτησε εάν έχει κανονίσει κάτι για εκείνο το βράδυ. Εκείνη απάντησε γρήγορα και αυθόρμητα… «Όχι». Αυτή ήταν η απάντηση που περίμενε ο Χαμντί για να πάρει λίγο θάρρος και να μπορέσει να συνεχίσει την κουβέντα, ώστε να την ωθήσει εκεί που ήθελε. Ξαναπήρε μια ακόμα βαθειά ανάσα και είπε « τότε να τολμήσω να σου ζητήσω να βγούμε μαζί και να συζητήσουμε με την ευκαιρία και για την εργασία που μας ανάθεσαν» Το πρόσωπο της Αλεξάνδρας, αυτό ήταν το όνομα της, κοκκίνισε αμέσως αλλά κάτω από τα ροδοκόκκινα μαγούλα μπορούσε κανείς να διακρίνει την χαρακτηριστικά της, γιατί και σε εκείνη άρεσε ο Χαμντί όπως και αποδείχτηκε στην συνέχεια. Μετά το τέλος του μαθήματος, την χαιρέτισε με ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο και εκείνη ανταπέδωσε με μια ζεστή και γεμάτη πάθος αγκαλιά. Το μεσημέρι ο Χαμντί στην εστία έκανε όλη την ώρα πλάκα και αστειευόταν συνεχώς με την παρέα του. Το πρόσωπο του είχε μια λάμψη και μια χαρακτηριστικά που την μετέδιδε και στους υπόλοιπους. Την ώρα του φαγητού ο συγκάτοικος του και πολύ κάλος του φίλος, άρχισε να τον ρωτά τι είχε συμβεί και ήταν τόσο κεφάτος. Ο ίδιος απάντησε, αν και ήταν ένας πολύ κλειστός χαρακτήρας, βαρύς και δύσκολα του έπαιρνες λέξη. «Νοιώθω απερίγραπτη χαρά και είναι τόσο μεγάλη που θέλω να την μοιράσω σε όλους». Έτσι, έκατσε και του εξιστόρησε τα πάντα με την παραμικρή λεπτομέρεια για την βραδινή του έξοδο. Ο φίλος του χάρηκε πάρα πολύ και του έδωσε συγχαρητήρια για το μεγάλο του «κατόρθωμα», μια και η Αλεξάνδρα ήταν μια από τις πιο ωραίες στο Πανεπιστήμιο αλλά και ένας δύσκολος χαρακτήρας. Ο Χαμντί παρακάλεσε τον φίλο του να μείνει η κουβέντα μεταξύ τους, καθώς ήταν κάτι πολύ καινούριο για εκείνον και δεν ήθελε να την χάσει για κανένα λόγο. Ξεκίνησε λοιπόν να ετοιμάζεται για να προλάβει να είναι στην ώρα του. Στις εννέα ακριβώς, ο Χαμντί στεκόταν έξω από το σημείο που είχαν δώσει ραντεβού. Περίμενε εκεί για δέκα λεπτά ώσπου εμφανίστηκε η Αλεξάνδρα. Φορούσε ένα κόκκινο μακρύ φόρεμα που αναδείκνυε το καλλίγραμμο σώμα της, ενώ από πάνω την ζέσταινε μια μαύρη δερμάτινη καπαρντίνα. «Ευχαριστώ για την τιμή που μου κανείς να είσαι μαζί μου απόψε» είπε ο Χαμντί και της φίλησε απαλά το χέρι. Είχε κρατήσει το καλύτερο τραπέζι του μαγαζιού, με την καλύτερη θέα, κοντά στο τζάκι. Είχε ζητήσει ακόμα να το διακοσμήσουν όσο πιο ρομαντικά γινόταν. Σε όλη την διάρκεια του δείπνου, η Αλεξάνδρα ήταν εντυπωσιασμένη από τον συνοδό της και πώς να μην ήταν, αφού εκείνος την κοιτούσε συνέχεια στα μάτια και την γέμιζε με ευγενικά και όμορφα λόγια. Στο τέλος του δείπνου , προσφέρθηκε να την συνοδέψει μέχρι το σπίτι της, το οποίο γνώριζαν όλοι την Αγία Πετρούπολη καθώς ο πατέρας της ήταν ο υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας. Εκείνη, δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Μόλις έφτασαν κοντά, του πρότεινε να την αφήσει εκεί γιατί δεν ήθελε να τους δει κάποιος ανεπιθύμητος, φοβούμενη τον αυστηρό της πατερά. Αφού συμφωνήσαν, χωρίς να το περιμένει κανείς η Αλεξάνδρα τον φίλησε με πάθος και τον αγκάλιασε σφιχτά. Ύστερα έκανε να φύγει, χωρίς κανείς από τους δυο τους να πει λέξη. Ο Χαμντί έμεινε να την κοιτάζει εκεί για λίγο,
ακίνητος, έχοντας χάσει την αίσθηση του τι συνέβαινε γύρω του. Στο μυαλό του γύριζε η εικόνα και το πάθος αυτού του φιλιού, ενώ αυτό συνέχισε μέχρι και την ώρα που επέστρεψε στην εστία. Μπήκε μέσα και βρήκε τον φίλο του. Αυτός τον ρώτησε πώς είχε πάει το ραντεβού, αλλά δεν πήρε καμία απάντηση αφού δεν ήθελε να χάσει αυτή την στιγμή. Όλο εκείνο το βραδύ έμεινε άυπνος κάνοντας σχέδια για την σχέση του με την Αλεξάνδρα. Την επόμενη ημέρα το πρωί πήγε στο μαθήματα νωρίτερα από όλους ανυπομονώντας να τη δει, μήπως και μπορέσει και ξαναγευτεί το όνειρο που είχε ζήσει λίγες ώρες πριν. Η τάξη ξεκίνησε να γεμίζει αλλά εκείνη πουθενά. Άρχισε να χάνει την ελπίδα πως θα την δει και να σκέπτεται ότι ίσως είχε παίξει μαζί του και πως είχε μετανιώσει. Ξαφνικά, ένιωσε δυο ζεστά χέρια να του κλείνουν τα μάτια και μια φωνή γεμάτη πάθος να του μιλάει στο αυτί. «Μάντεψε!!!» . Γύρισε να κοιτάξει και την αντίκρισε μπροστά του, πριν προλάβει να πει λέξη ένιωσε τα χείλη της πάνω στα δικά του και την χροιά ενός ξεχωριστού «σ’αγαπώ» να τον πλημμυρίζει. Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω τους, αλλά δεν τους πείραζε καθόλου, γιατί το μόνο που ήθελαν ήταν να είναι ο ένας κοντά στον άλλο. Μετά από έναν χρόνο σχέσης και έντονης αγάπης ο Χαμντί αποφάσισε να της κανεί πρόταση γάμου. Ποιος… εκείνος, που πάντα έλεγε στους φίλους του ότι δεν θα παντρευόταν ποτέ και πως τον τρόμαζε μόνο και η λέξη. Αυτή ήταν για εκείνον η γυναίκα που θα του άλλαζε ακόμα και αυτό. Η πρόταση δεν άργησε και έγινε σε ένα πολύ όμορφο μέρος που είχε ανακαλύψει ο ίδιος. Η θέα της πόλης ήταν μαγευτική, και ενώ κρατούσε την Αλεξάνδρα στην αγκαλιά του και κοιτούσαν μαζί τα αστέρια, με μια κίνηση έβγαλε από την τσέπη του ένα δαχτυλίδι. Γονάτισε μπροστά της και της είπε «Εδώ, με μάρτυρες όλα τα αστέρια υπόσχομαι να μην σε πληγώσω ποτέ και να είμαι για πάντα δίπλα σου αν και εσύ το επιθυμείς…θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;». Τότε τα μάτια της έλαμψαν από χαρακτηριστικά και άρχισαν σιγά σιγά να βουρκώνουν, τυλιγμένα σε μια βαθειά συγκίνηση. Η απάντηση ήρθε με ένα φιλί. « Ναι… το θέλω όσο τίποτα στον κόσμο». Την ιδία κιόλας νύχτα ο Χαμντί οδήγησε μέχρι να φτάσει στο σπίτι της και να βρει τον πατερά της για να την ζητήσει και επίσημα σε γάμο. Εκείνος αρχικά ξαφνιάστηκε πολύ και ρώτησε την κόρη του αν και αυτή ήθελε. Η ιδία πήγε κοντά στον αγαπημένο της και τον φίλησε. Ο πατέρας της είπε πως είχε πάρει την απάντηση του και τους αγκάλιασε, δίνοντας την ευχή του. Από εκείνη την ημέρα ο Χαμντί έφυγε από την εστία και πήγε να μείνει μαζί με την μέλλουσα γυναίκα του. Ο γάμος δεν άργησε, πρώτα ο πολιτικός και όταν θα τελείωναν τις σπουδές τους, θα είχαν χρόνο να ετοιμάσουν και τον θρησκευτικό. Δυο χρόνια μετά, αποφοιτήσαν και οι δυο με άριστα. Ο Χαμντί είχε προσαρμοστεί πλήρως στην Ρωσία και είχε βρει εκεί το σπίτι που αναζητούσε. Δεν είχε κανένα σκοπό να φύγει. Είχε βρει με την βοήθεια του πεθερού του μια πολύ καλή δουλειά με προοπτικές. Έτσι, πήραν την απόφαση να κάνουν παιδιά για να ολοκληρώσουν την οικογένειά τους. Την ιδία περίοδο, είχαν αρχίσει να οξύνονται αρκετά οι σχέσεις Αλβανίας και Ρωσίας με την παρέμβαση των Αμερικανών στους πρώτους. Οι Αμερικανοί έστρεφαν την Αλβανία ενάντια στην Ρωσία και οι Αλβανοί που ήταν εκεί για να σπουδάσουν, άρχιζαν ένας ένας να γυρίζουν πίσω, αφού ήταν πια καλοδεχούμενοι. Το ίδιο βέβαια ίσχυε και για τον Χαμντί, ο οποίος αφού έκανε τα πάντα για να καταφέρει να μείνει, δεν μπόρεσε να φέρει κανένα αποτέλεσμα. Οι ντόπιοι αξιωματικοί δεν άργησαν να τον ανακαλύψουν και να του δώσουν προθεσμία δυο εβδομάδων για να εγκαταλείψει την χώρα, απειλώντας τον με θανατική ποινή αν δεν υπάκουγε. Μάταια απευθύνθηκε στον πεθερό του για βοήθεια, του οποίου η πολιτική επιρροή είχε πια περιοριστεί. Μην έχοντας τι άλλο να κάνει, αποφάσισε να πάρει την γυναίκα του και να φύγουν. Σε αυτή του την κίνηση βρήκε εμπόδιο τον πατερά της, που της το απαγόρεψε, λέγοντας ότι θα πέθαινε μακριά της και πρότεινε να κάνει λίγη υπομονή, μια και περίμενε οι σχέσεις των δυο χωρών να ξαναφτιάξουν. Με αυτή την υπόσχεση στις
αποσκευές του ο Χαμντί ξεκίνησε να φύγει. Ήταν 10 Δεκεμβρίου του 1960 όταν άφηνε για πάντα την μεγάλη του αγάπη και την χωρά που τόσα πολλά του είχε δώσει, με ένα ενοχλητικό προαίσθημα ότι δεν θα γυρνούσε ποτέ πίσω. «Θα σε θυμάμαι για όλη μου την ζωή» της είπε φεύγοντας «Φεύγω αλλά η καρδία μου θα είναι πάντα μαζί σου» του απάντησε η Αλεξάνδρα. Μόλις έφτασε στην παρτίδα του ο Χαμντί είχε να αντιμετωπίσει πολύ βαριές κατηγορίες. Τον κατηγόρησαν για προδοσία και αντικαθεστωτισμο και τον καταδίκασαν σε 22 χρόνια φυλακή, χαρίζοντας του την θανατική ποινή μόνο και μόνο επειδή γνώριζε τον Χότζα. Εξέτισε την ποινή του με μια και μοναδική ελπίδα, να βρει βγαίνοντας την γυναίκα του. Έψαξε παντού αλλά τα ίχνη της είχαν πλέον χαθεί. Το μόνο που κατάφερε να μάθει ήταν ότι είχε ξαναπαντρευτεί. Το ίδιο έκανε και εκείνος, παντρεύτηκε μια γυναίκα που είχε γνωρίσει όταν ήταν ακόμα στα Τίρανα. Σήμερα, ζει με την δεύτερη του γυναίκα, είναι 80 χρόνων και εκεί κάπου κρυμμένο μέσα στην ήσυχη ζωή του, είναι ένα μεγάλο παράπονο για τα ανεκπλήρωτα όνειρα, αλλά και μια ανεξάντλητη αγάπη που τον ωθεί να τηρήσει και εκείνος με την σειρά του, μια ακόμα δύσκολη υπόσχεση.