24
www.rethemnosnews.gr
απόψεις
ΣΑΒΒΑΤΟ 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2021
Ιστορικές περιηγήσεις 43
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ
Δρ Παιδαγωγικής-Ιστορικός Ερευνητής - Συγγραφέας strharis@yahoo.gr
Η γαστρονομική παράδοση του Ρεθύμνου (1): η καταγραφή της από τον Μάνο Γοργοράπτη
Αφορμή για τις σημερινές «Ιστορικές Περιηγήσεις» μου έδωσε μια προ ημερών εκπομπή σε κρατικό κανάλι, σε δύο συνέχειες. Ήταν φινετσάτη, με όμορφη και αεράτη παρουσιάστρια και καλό μοντάζ και μουσική. Σ’ αυτήν η τηλεπαρουσιάστρια, προφανώς καθοδηγημένη από ντόπιους, υπέπεσε σε ατοπήματα. Για παράδειγμα μέσα στον χώρο του Σπηλαίου Μελιδονίου, δίπλα στο μνημείο με τα οστά των μαρτύρων, έβαλε βρακοφόρους και βρακοφόρες να χορεύουν με συνοδεία κρητικής λύρας (αλήθεια, με άδεια της Εφορείας Αρχαιοτήτων;). Οι σύμβουλοι της εκπομπής από το Ρέθυμνο, προφανώς δεν γνώριζαν ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα άρμοζε ένα ριζίτικο τραγούδι ή -ακόμα καλύτερα- ένα κρητικό μοιρολόι, οπωσδήποτε χωρίς μουσικά όργανα και σε κάθε περίπτωση χωρίς χορούς.
Θα μου πείτε, ψιλά γράμματα, μέσα στη περιρρέουσα σύγχυση. Εδώ στην ίδια εκπομπή παρουσιάστηκε ως αντιπροσωπευτικός του ρεθεμνιώτικου θεατρικού χώρου όχι ο «Μουσικός Περίπλους» με την ιστορία του, τους Καντιφέδες, τον Παπατζανή, την Τζανιδάκη κ.ά. αλλά ένας φέρελπις κινηματογραφιστής, ο οποίος -μεταξύ άλλων- λεηλατεί σε πρόσφατο ντοκιμαντέρ του το βιβλίο μου «Το Ρέθυμνο του τρόμου» χωρίς να αναφέρει την πηγή έμπνευσης και πληροφόρησής του. Αντ’ αυτού παρουσιάζει ως «εξωτερική επιστημονική συνεργάτιδα» μια εξίσου μ’ αυτόν φερέλπιδα αρχαιολόγο. Ας είναι, το δημιούργημα με τον «πιασάρικο» τίτλο του, έστω και ετερόφωτο, διαγράφει λαμπρή πορεία κι αυτό είναι το ζητούμενο στις μέρες μας...
Οπωσδήποτε το Ρέθυμνο έχει τη δική του γαστρονομική παράδοση. Μια ματιά στην «Κρητική Κουζίνα» του Νίκου και Μαρίας Ψιλάκη μας πείθει για τον ισχυρισμό αυτό, όπως -νομίζω- κάνει και η μονογραφία μου «Η τροφή του Ρεθύμνου. Διατροφικές συνήθειες και γευστικές μνήμες». Επειδή όμως δεν θέλω να ευλογήσω τα γένια μου, που σε κάθε περίπτωση δεν διαθέτω, θ’ ξεκινήσω τη σειρά των «Ιστορικών Περιπάτων» με την προσφορά στον τομέα αυτό του ερευνητή Μάνου Γοργοράπτη, που εδώ και μια πενταετία αγωνίζεται να καταγράψει τη ζωή του Ρεθύμνου των δεκαετιών του 1960 και 1970. Σε επόμενες «Ιστορικές Αναδιφήσεις» θα πάμε και πολύ πιο πίσω στον χρόνο, για ενίσχυση του παραπάνω ισχυρισμού.
Θα σταθώ μόνο στην περίπτωση της γαστρονομικής παράδοσης του Ρεθύμνου, την οποία εκπροσώπησε ένας συμπολίτης, ο οποίος είναι ένας εκ των πολλών στον τομέα του, με σχετικές βραβεύσεις μεν αλλά όχι μακριά ιστορία. Θα περίμενα στη θέση του κάποιους με μεγαλύτερη πορεία: για παράδειγμα τον Μάνταλο στις Μαργαρίτες, με την αυθεντική και καθόλου «πειραγμένη» κουζίνα του. Ή την οικογένεια Ηλιομανώλη στην Κάνεβο με τα λαδερά της και τον Γουλέ στα Γουλεδιανά. Θα περίμενα ακόμη, παρότι μη συχνάζων σε ταβέρνες και εστιατόρια, τον Αγαμέμνονα στο Κεντροχώρι, που ζωντανεύει τα μανιταρομαγειρέματα του Κέντρους, αλλά και δύο τρία σχετικά εστιατόρια μέσα στο Ρέθυμνο, που προσπαθούν να διδαχτούν από τον γαστρονομικό μας πολιτισμό. Κανένας τους δεν είναι «δήθεν» κι όλα προσφέρουν ξεκάθαρες γεύσεις με βασικό χαρακτηριστικό τους τη γευστική λιτότητα.
Ο Μάνος Γοργοράπτης έχει βέβαια πολλά ταλέντα. Το βασικότερο είναι ότι μπορεί να αποσπά τις πληροφορίες που του χρειάζονται με τις κατάλληλες ερωτήσεις, χωρίς να διασπά τον ειρμό των λόγων των συνεντευξιαζόμενων. Με λίγα λόγια, κάνει τις σωστές ερωτήσεις, τη σωστή στιγμή. Ένα δεύτερο ταλέντο του είναι η συνέχεια. Δεν είναι δηλαδή σαν τον ποδοσφαιριστή, που τα δίνει όλα στο γήπεδο αλλά στο τέλος ξεφουσκώνει και σέρνει τα πόδια του μέχρι το σφύριγμα του διαιτητή. Τον αθλητή δηλαδή γενικότερα για τον οποίο λέγεται ότι «δεν έχει συνέχεια». Ο Μάνος κάνει καλή κατανομή δυνάμεων, εδώ και πολλά χρόνια, και συνεχίζει απτόητος. Αλλά έχει κι ένα ακόμα ταλέντο, τη μαγειρική. Δεν έχω δοκιμάσει κάποιο παρασκεύασμά του, όμως είμαι σίγουρος ότι θα είναι αξιόλογο, αφού άλλωστε μαθητεύει στη μαγειρική τον τελευταίο καιρό.
Παρακάτω θα προσπαθήσω να συγκεντρώσω τις σχετικές δημοσιεύσεις του, τις οποίες χρειάστηκε να αποδελτιώσω για το βιβλίο μου, που ανέφερα παραπάνω. Παράλληλα του ζήτησα να μου δώσει τα περιεχόμενα του νέου του βιβλίου, του τρίτου στη σειρά, που προβλέπεται να κυκλοφορήσει το προσεχές καλοκαίρι. Όλες έχουν φιλοξενηθεί στην εφημερίδα «Ρέθεμνος», η οποία μάλιστα έχει βραβευτεί με τη μοναδική πανελλαδική διάκριση στην κατηγορία «Εκδόσεις Ρετροσπεκτίβες στα Regional Media Awards 2018 ακριβώς γι’ αυτές. Παρακάτω τις παραθέτω, με την αρίθμηση του τόμου με κεφαλαίο γράμμα και δίπλα τον αριθμό της σελίδας. Στην κατηγορία τής εντός της πόλης εστίασης έχει ασχοληθεί με τα εστιατόρια, τα οινομαγειρεία και τα απλά μαγέρικα του Ανυφαντάκη (Β, 25), του Αποστολάκη της δεύτερης περιόδου (Γ, 17, στη φωτογραφία της πρώτης περιόδου), του Κατριτζή (Γ, 160), του Λεμονάκη (Β, 158), του Μακρή (Γ, 198), του Μπαγκάκη (Β, 211), του Ξυδάκη (Β, 228), του Σιμιτζή (Α, 103), του Σκεπετζή (Β, 297), του Σταυρουλάκη (Γ, 333) και του Τσομπανάκη (Α, 147). ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛ. 25
25
www.rethemnosnews.gr
απόψεις
ΣΑΒΒΑΤΟ 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2021
Στον ίδιο τομέα έχει επίσης κάνει αφιερώματα στα εξοχικά κέντρα του Γαβαλά (Β, 38), του Σκαρβέλη (Β, 289) και του Μπαλωματά (Γ, 219). Στην κατηγορία των ζαχαροπλαστείων έχει ασχοληθεί αναλυτικά με εκείνα των Ζαμπετάκη (Γ, 60), Καλλέργη (Γ, 128), Κανακάκη (Γ, 145), Μπιρλιράκη (Γ, 229), Νικολαΐδη (Α, 86), Παπαδάκη (Γ, 257), Σκαρτσιλάκη Μόνα Λίζα (Β, 293), Γρηγοριάδη (Α, 36, εικόνα), Τζανακάκη (Γ, 360), Τζανιδάκη (Γ, 364) και Τσακάλη (Β, 347). Οι φούρνοι αποτελούν επίσης αντικείμενο της έρευνάς τους, με εργασίες για εκείνους του Γάσπαρη (Β, 48), Ροδινού (Β, 275), Σαμψών (Β, 279), Σταγάκη (Β, 310), Σταματάκη (Β, 320) και Τζέληση (Α, 132). Στα κασάπικα, όπως τα λέγαμε παλιότερα, έχει κάνει αφιερώματα για εκείνα των Γαβρά (Γ, 36), Καλλέργη (Γ, 135), Καργάκη (Β, 139), Κάρταλη (Β, 123), Κουλάκη (Β, 147), Μαρκουλάκη (Γ, 215), Σταγάκη (Γ, 324) και Χάσικου (Γ, 395). Το σουβλατζίδικο του Ανδρέα Σπανουδάκη (Β, 308) με τις μαντινάδες του δεν μπορούσε να λείψει από την παραπάνω συναγωγή, όπως βέβαια και το γαλακτοπωλείο Στεφανάκη (Β, 318), τα ξηροκαρπάδικα Κυριακάκη (Β, 150) και Σιμιτζή (Β, 284), το φύλλο–κανταΐφι του αειθαλούς Χατζηπαράσχου (Β, 381) και το καφεκοπτείο Σταμαθιουδάκη (Β, 316). Διάσπαρτες, επίσης, είναι οι σχετικές αναφορές και σε άλλα δημοσιεύματά του, όπως για παράδειγμα στα κόλλυβα που έφτιαχνε ο Ζακάκης (Α, 45), γνωστότερος ως φωτογράφος, στο μαγέρικο Καλαϊτζιδάκη (εικόνα) κ.α. Με μια πρόχειρη ματιά, για τα εστιατόρια, οινομαγειρεία και μαγέρικα έχει κάνει 11 δημοσιεύσεις, για τα εξοχικά κέντρα 3, για τα ζαχαροπλαστεία 12, για φούρνους 6, για κασάπικα 8, για ξηροκαρπάδικα 2, για γαλακτοπωλεία 1, για σουβλατζίδικα 1 και αρκετά ακόμα για καταστήματα εδωδίμων – αποικιακών, για καφεκοπτεία κ.λπ. Εξάγουμε λοιπόν αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο Γοργοράπτης μοιράζεται μεταξύ μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, ενώ δεν εκφράζεται ιδιαίτερα από το «φαγητό του ποδαριού ή «του δρόμου» (ελληνιστί «street food»), όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται. Τα παραπάνω δημοσιεύματα, 47 στο σύνολό τους, μαζί με μια ακόμη πεντάδα για το εμπόριο εδώδιμων – αποικιακών, συγκροτούν ένα πoλύτιμο corpus, που θα έπρεπε να ωθήσει τα σχετικά με την εστίαση σωματεία να τον παρακαλέσουν να τα προσφέρει για έκδοση σ’ ένα αυτοτελές βιβλίο. Είμαι σίγουρος ότι ο φίλος Μάνος θα προσθέσει εν τω μεταξύ και μερικά ακόμα. Για παράδειγμα θ’ αναφερθεί στην ιδιαιτερότητα που συνιστούσαν στο Ρέθυμνο τα γαλακτοπωλεία, όπως του ∆ρουδάκη, του Κουταλά, του Λαµπρινού, του Μιµίκου, του Μπαρµπούνη ή του Τσόγκα. Θα προσθέσει επίσης κι άλλους φούρνους και θα καταλήξει οπωσδήποτε στον σημερινό ξυλόφουρνο –«ζωντανό μουσείο»- του Γιώργη Αλεξανδράκη, που οι παλιότεροι τον ανακαλούμε ως Ευάγγελου Μαµαγκάκη, και οι ακόμα πιο παλιοί τον θυμούνταν, στο Μακρύ Στενό αρχικά, ως φούρνο Ιωάννη Μπουρεξάκη. Κι ακόμα είμαι βέβαιος ότι θα αφιερώσει χώρο και στα ταπεινά παντοπωλεία και οπωροπωλεία, όπως εκείνα του Αναγνωστάκη, του Ανυφαντάκη, του Βαμβακά, του Ζαµπετάκη, του Σοφουλάκη, ακόμα και στο πιο πρόσφατο του αγωνιστή Τσιμπίδη. Θα αναφερθεί σε μερικά εστιατόρια ακόμη, όπως του Λευτέρη Καλλιτσουνάκη και του Γιώργη Κυριανιτάκη, αλλά και σε ζαχαροπλαστεία, όπως του Καραμπάση, του Γιώργη Σκαρτσιλάκη και του Κυριακίδη και σε καφεκοπτεία όπως τη «Μόκκα» (στη φωτογραφία διαφήμισή της πριν από 86 χρόνια). Ο Μάνος Γοργοράπτης είναι νέος, μεθοδικός, ακούραστος, οργανωτικός και με καλή κατανομή δυνάμεων, όπως μας το έχει αποδείξει μέχρι τώρα. Και, πέρα κι απ’ αυτά, αγαπά όχι μόνο την ιστορία αλλά και τη μαγειρική. Γι’ αυτό και είμαι βέβαιος ότι θα μας προσφέρει στο μέλλον ένα αυτοτελές βιβλίο σαν αυτό που περίγραψα παραπάνω και που το μεγαλύτερο μέρος του το έχει ήδη έτοιμο. Έτσι που ως γευστική παράδοση του τόπου να πάψει να παρουσιάζεται η ρακοποσία και το γαμοπίλαφο.