16
www.rethemnosnews.gr
αφιέρωμα
ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2022
Ιστορικές περιηγήσεις 50
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ
Δρ Παιδαγωγικής-Ιστορικός Ερευνητής - Συγγραφέας strharis@yahoo.gr
Ο παλιότερος και ο νεότερος Γρηγόριος Παπαδοπετράκης και ο πάλαι ποτέ Άη Γιώργης στους Πετζακάδες Πριν από επτά χρόνια είχα στείλει μια συγχαρητήρια επιστολή στην εφημερίδα «Ρέθεμνος» για τη συμπερίληψη στους συνεργάτες της του Μάνου Γοργοράπτη. Ο χρόνος έδειξε ότι οι προσδοκίες μου γι’ αυτόν όχι μόνο εκπληρώθηκαν αλλά και αποδείχτηκαν κατώτερες της μετέπειτα εξέλιξής του. Η μέχρι σήμερα πορεία του μπορεί να συμπυκνωθεί σε τρεις ογκωδέστατους τόμους και οπωσδήποτε έπεται συνέχεια. Τον συναντούμε κάθε τόσο στα «σαλόνια» της εφημερίδας με νέα αφιερώματα, ενώ έχει γίνει περιζήτητος, βιογραφώντας Ρεθεμνιώτες του διαμετρήματος του Τίτου Πετυχάκη και επανεκδίδοντας τους τόμους του, σε οριστικές και ακόμα πιο έγκυρες εκδόσεις.
1
3
Ομολογώ ότι, σε αντίθεση με τον Μάνο, που μου ήταν παντελώς άγνωστος, τον Γρηγόρη τον γνωρίζω, κυρίως από διάφορες πνευματικές εκδηλώσεις στις οποίες παίρνει μέρος, σεμνός πάντα και μετρημένος. Η έκπληξή μου όμως ήταν μεγάλη όταν προ ετών τον είχα συναντήσει ως υπάλληλο σε μια εταιρεία ανακύκλωσης μετάλλων, περιβάλλον δύσκολο και οπωσδήποτε όχι το καταλληλότερο για ιστορικές αναζητήσεις. Μου θύμισε μάλιστα τον αείμνηστο Μιχάλη Παπαδάκη (Δάνδολο), τον οποίο είχα πρωτοσυναντήσει το 1985 ως πωλητή σ’ ένα υποδηματοπωλείο στο Ηράκλειο. Όπως και τότε, έτσι και τώρα -αλλά και πάντα- τα φαινόμενα συνεχίζουν ν’ απατούν, αφού βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν εξίσου επίμονο μ’ εκείνον ερευνητή, με δυνατά και πλούσια μεθοδολογικά εργαλεία και οπωσδήποτε σεμνό, πέραν του δέοντος ίσως.
Με την ευκαιρία της δημοσίευσης των μελετών του νεότερου Γρηγόρη Παπαδοπετράκη θα ήθελα να επαναλάβω και από αυτή εδώ τη θέση μια έκκληση, όπως το έχω κάνει με τα βιβλία μου και τις δύο ξεναγήσεις στην δυτική ακτογραμμή του Ρεθύμνου, το 2013 και το 2014. Η συνεργασία της περασμένης εβδομάδας αναφέρεται ακροθιγώς και στα βυρσοδεψεία του Κουμπέ, στην περιοχή που παλιότερα ακούγονταν ως «Πετζακάδες» και «Γναφεδιά». Ήδη από το έτος 2013 είχα εντοπίσει και ταυτίσει σ’ αυτήν, στο βιβλίο μου «Ρέθυμνο και θάλασσα. Μια ιστορική σχέση», τα ερείπια του ναού του Αγίου Γεωργίου της περιόδου της Βενετοκρατίας. Έγραφα μάλιστα το επόμενο έτος στο βιβλίο «370 μνημειακά κενά στην ιστορική τοπογραφία του Ρεθύμνου»: «Ναός Αγίου Γεωργίου στον Κουμπέ. Τα ερείπια του ναού που βρίσκεται δίπλα στην κρήνη και την τρόμπα του Κουμπέ μπορούν να ταυτιστούν με σχετική ασφάλεια με τον ναό του Αγίου Γεωργίου στους Πετζακάδες της Βενετοκρατίας.
5
2
Τα όσα ενθαρρυντικά έγραφα τότε ισχύουν και για τον νέο συνεργάτη της εφημερίδας, τον Γρηγόρη Παπαδοπετράκη, που εμφανίζεται στη φωτογραφία από την ξενάγησή μου της περασμένης εβδομάδας (τραβηγμένη από τον Κ. Ράλλη), στα αριστερά «όλος αυτιά»! Δικαιούμαι -νομίζω- να γράψω και γι’ αυτόν σήμερα, χωρίς να κινδυνεύω να πέσω έξω, ότι «…κρίνοντάς τον από το έργο του στην εφημερίδα, είναι εξαιρετικός. Οι συνεργασίες του μέχρι σήμερα είναι διαλεκτές και πολυδουλεμένες, προϋποθέτοντας εκτεταμένες έρευνες σε πηγές διάσπαρτες και συχνά δυσπρόσιτες». Και οι δύο έρευνες, για τη ρεθεμνιώτικη συνοικία-γειτονιά «Καινούρια Χώρα» η πρώτη και για τα Ταμπακαριά η δεύτερη είναι εξαιρετικές και αποτελούν στέρεες βάσεις για ευρύτερες διατριβές.
4
Ο Γρηγόρης Παπαδοπετράκης φέρει ένα βαρύ ιστορικό όνομα, για το οποίο δεν μου επιτρέπεται, ως ιστορικός ερευνητής, να μην κάνω μια στοιχειώδη -έστω- αναφορά. Ο συνονόματος και συνεπίθετος πρόγονός του είχε γεννηθεί στον Καλλικράτη Σφακίων το 1828 και διετέλεσε επίσκοπος Ιεροσητείας. Ήταν μοναχός της Μονής Αγίας Τριάδας Τζαγκαρόλων, για την οποία και συνέγραψε ιστορική εργασία. Είχε σπουδάσει θεολογία και πέθανε στο Παρίσι το 1889. Ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του εξέδωσε την «Ιστορία της επαρχίας Σφακίων», η οποία θεωρείται μια από τις σημαντικότερες πηγές των επαναστάσεων της Κρήτης του 19ου αιώνα. Όπως είναι φυσικό, ο συγγραφέας της δεν στερείται μεγαλοστομιών για τους Σφακιανούς, ως Σφακιανός και ο ίδιος, γεγονός που ανάγκασε τον Νικόλαο Τωμαδάκη να την χαρακτηρίσει κομψά ως «μη αμερόληπτη».
Η τοποθεσία Πετζακάδες είναι πιθανόν να ταυτίζεται με εκείνη με το όνομα Γναφεδιά (βυρσοδεψεία) αλλά σε κάθε περίπτωση περιγράφει τον τόπο της κρήνης. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στους Πετζακάδες αναφέρεται στον Κρητικό Πόλεμο του Μ. Μπουνιαλή και σε πράξη του νοτάριου Α. Καλλέργη. Αναφέρεται επίσης σε έγγραφα για το δίκτυο της ακτοφρουράς της Βενετοκρατίας, από μια σκοπιά με αυτό το όνομα, που βρισκόταν στην περιοχή και επικοινωνούσε οπτικά με τον ναό του Σωτήρα Χριστού στην κορυφή του Βρύσινα (σημερινό Άγιο Πνεύμα)». Σήμερα παραθέτω για τρίτη φορά μια φωτογραφία του ναού, στην κατάσταση που βρισκόταν το 2013, όταν οι γειτονικές ταβέρνες είχαν αρχίσει να τον χρησιμοποιούν όχι ως ιστορικό μνημείο, όπως θα μπορούσαν και θα έπρεπε, προκειμένου να δώσουν προστιθέμενη αξία στις επιχειρήσεις τους, αλλά μάλλον ως αποθήκη, ιδιαίτερα τα προσκτίσματά του.
6
Δυστυχώς μέχρι σήμερα η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί αισθητά, αφού μάλιστα ούτε η Αρχαιολογική Υπηρεσία αλλά ούτε και η Εκκλησία φρόντισαν για την τοποθέτηση μιας ενημερωτικής πινακίδας με την ιστορία του μνημείου, κάτι που θα πρέπει κάποτε να κάνουν, πριν μεταβληθεί κι αυτό σε χώρο φιλοξενίας τραπεζοκαθισμάτων. Να σημειώσω με την ευκαιρία ότι εκεί κοντά θα πρέπει να αναζητήσουμε επίσης τα ερείπια ενός φρουριακού πύργου, ο οποίος περιλαμβανόταν στο δίκτυο της ακτοφρουράς των περιόδων της Βενετοκρατίας και της Οθωμανικής Κατοχής. Γι’ αυτόν έχω διατυπώσει την εικασία ότι θα μπορούσε να ήταν οικοδομημένος στη θέση του μετέπειτα παράκτιου τηλεγραφείου, το οποίο ακόμα και σήμερα, ερειπούμενο, φαίνεται να διαθέτει τέτοια χαρακτηριστικά (βλ. Αναδιφώντας το χθες 158. Αναζητώντας τους φρουριακούς πύργους του Ρεθύμνου Ι και ΙΙ, Ρεθεμνιώτικα Νέα 15 και 22-1-2021).
7
17
www.rethemnosnews.gr
αφιέρωμα
ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2022
Ας μεταφερθούμε τώρα στην ανατολική ακτή του Ρεθύμνου. 8 Ο οικισμός που εμφανίζεται στη γνωστή φωτογραφία, την πρώτη πιθανόν του Ρεθύμνου, του Josef Berinda, της δεκαετίας του 1870 (διακρίνονται οι Μεγάλοι Στρατώνες, έργο της περιόδου 18471850), είναι η δυτική απόληξη των Περιβολίων, που τότε ακούγονταν ως Μποστανλί. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι υπάρχουν σ’ αυτόν δύο μεγάλα φρουριακά συγκροτήματα, το ένα από τα οποία δεν μπορεί να είναι άλλο από τον Μπιριτζή Κουλέ. Άλλωστε, τι θα γύρευε μια τέτοια αμυντική ντάμπια σε έναν βιοτεχνικό συνοικισμό; Μάλλον στην περίπτωση αυτή τείνουμε να παρασυρθούμε από τον συνοικισμό Τσικαλαριά, που ανέδειξε ο Γιώργος Εκκεκάκης, στον οποίο εκτός από φούρνους κεραμικής και αγγειοπλαστεία (τσικαλαριά) υπήρχαν όντως και κατοικίες, όπως φαίνεται καθαρά και από τον πίνακα Civis Rethymnae των αρχών του 17ου αιώνα. Μάλιστα οι οικισμός εκείνος διέθετε και εκκλησία, αρκούντως εντυπωσιακή, για την οποία περισσότερες πληροφορίες και υποθέσεις μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος στο δεύτερο από τα αναφερόμενα παραπάνω βιβλία μου.
Όπως έχω δείξει παλιότερα (Ρεθεμνιώτικα Νέα 151-2021), είναι τα ίδια οχυρώματα που απεικονίζονται σε σειρά φωτογραφιών και λιθογραφιών, μεταξύ των οποίων ευκρινέστερες και εντυπωσιακότερες είναι εκείνες στο βιβλίο «Ταξίδια στην Κρήτη» του περιηγητή Robert Pashley. Αποτελούν σχεδιάσματα όχι του ίδιου αλλά του Γερμανού ζωγράφου Anton Schranz, που τον συνόδευσε το 1834 στο ταξίδι του στην Κρήτη (γι’ αυτόν βλ. το άρθρο μου «Με αφορμή ένα πολύτιμο χαρακτικό του Ρεθύμνου», Ρ.Ν. 29-5-2021). Τα οχυρώματα αυτά των Περιβολίων διακρίνονται και σε άλλες απεικονίσεις και πρέπει να προσανατολιστούμε στη συλλογή περισσότερων στοιχείων για τη διαλεύκανση του μυστηρίου και, κυρίως, στην επανεξέταση των υπαρχόντων με καθαρό και φρέσκο μάτι.
Τα Ταμπακαριά είναι πιθανόν να μην αποτέλεσαν ποτέ αυτόνομη συνοικία αλλά απλό τοπωνύμιο, όντας ένα σύνολο παραπηγμάτων που προορίζονταν για βιοτεχνική χρήση. Άλλωστε δεν απέκτησαν ποτέ εκκλησία, αφού η πλησιέστερη του Άη Γιώργη του Πεταλιώτη θεωρούνταν πάντα ότι ανήκει στα κοντινά Περιβόλια. Σε κάθε περίπτωση, από τη Βενετοκρατία και εντεύθεν και μέχρι τα μέσα τουλάχιστον του 20ού αιώνα συνοικία χωρίς εκκλησία (ή τζαμί) δεν εννοείτο. Αν προσέξουμε τη φωτογραφία του Josef (Giuseppe) Berinda, ο χείμαρρος που συνηθίσαμε να αναφέρουμε ως «Συνατσάκη» (σκεπασμένος από την σημερινή οδό Παπανδρέου) διακρίνεται καθαρά να εκβάλλει δυτικότερα, κοντά στην επίσης διακρινόμενη «Σκάρπα», από την οποία απέχει λιγότερο από διακόσια μέτρα. Και όντως, εκεί διακρίνονται αμυδρά τουλάχιστον πέντε κτίσματα. Οπωσδήποτε δεν μπορούσαν να ζήσουν άνθρωποι, ακόμα κι εκείνης της δύσκολης υγειονομικά εποχής, ανάμεσα σε ταμπακαριά, κι αυτό φαίνεται και από το γεγονός που αναφέρει ο Γρηγόρης Παπαδοπετράκης, του κλεισίματός τους με διοικητική πράξη το 1926, κατόπιν ενεργειών της διεύθυνσης του νεοϊδρυμένου Ορφανοτροφείου (Εθνικού Ορφανοτροφείου Αρρένων Ρεθύμνης), η οποία επικαλούνταν ως αποχρώντα λόγο τη δυσωδία που έφτανε μέχρι εκεί, σε ίση ή και μεγαλύτερη απόσταση. Να μην ξεχνούμε ότι στις βασικές δεψικές ύλες της εποχής περιλαμβάνονταν όχι μόνο οι τανίνες των βελανιδοκουπών αλλά και τα αποπατήματα, στερεά και υγρά, των σκύλων. Οι ταμπάκηδες του Ρεθύμνου θα μπορούσαν να κατοικούν είτε εντός των τειχών είτε στα διπλανά Περιβόλια.
10
12
9
Προφανώς τις ίδιες διαμαρτυρίες θα πρέπει να είχαν υποβάλει και οι προηγηθέντες τρόφιμοι του Τεκέ Χασάν Πασά, αλλά η εποχή «που τους πέρναγε» είχε περάσει ανεπιστρεπτί, έστω κι αν είχαν δίκιο και παρόλο το κύρος του ίδιου του Χασάν Μπαμπά, όπως μας το μεταφέρει η αείμνηστη Μαρία Τσιριμονάκη. Με το κύρος εκείνο ήταν που είχε αποφύγει τη φυλάκιση το 1900, όταν συνελήφθη να μεταφέρει ένα σακί με πυρομαχικά, τα οποία προφανώς έκρινε ως απαραίτητα για την υποστήριξη του ιδρύματός του, σε μια εποχή που οι φυλετικές δολοφονίες δεν ήταν ασυνήθιστες. Οπωσδήποτε το Ρέθυμνο δεν ήταν συνηθισμένο στα «μεγαλεία» των κτισμάτων του. Γνωρίζουμε ότι είχαν έκταση 843 τετραγωνικών μέτρων και ότι ο κήπος τους ήταν αυτό που σήμερα θα λέγαμε «αειφορικός» (βιβλίο «Θα υπάγω εις τους κήπους. Περιηγήσεις στο αστικό πράσινο του Ρεθύμνου» και αλλού). Μάλιστα μια φωτογραφία που δημοσίευσε ο Κώστας Ράλλης από το εσωτερικό τους επιβεβαιώνει τα περί βοτσαλωτής αυλής, που θυμόταν ο αείμνηστος Μανόλης Βογιατζάκης, καθώς και το ύψος τους, όπως φαίνονται και στη φωτογραφία του Berinda, που ήταν εκείνο των δύο ορόφων.
11
Οπωσδήποτε τα απεικονιζόμενα κτίσματα είναι πολύ μεγαλοπρεπή για τα κρητικά δεδομένα και μάλιστα εκείνα των τουρκορεθυμνίων, που τα οικοδόμησαν σε μια πτωτική περίοδο για την κοινωνική και οικονομική τους ισχύ, οπότε οι κύριες πηγές χρηματοδότησής τους καλό είναι να αναζητηθούν και στη Μικρασία. Για να συνεχίσουμε όμως από εκεί που ξεκινήσαμε την παρεμβολή για τον Τεκέ, η χωροθέτηση των ταμπακαριών μακρύτερα από τις κατοικίες, σε απόσταση τουλάχιστον «αναπνοής», συνέβαινε παντού στην Ελλάδα, για παράδειγμα στα γειτονικά μας Χανιά, όπου οι βυρσοδέψες έμεναν στο Κουμ Καπί, αλλά και στο Καρλόβασι της Σάμου, όπου έμεναν σε κοντινή συνοικία, η οποία με τους ανθρώπους της περιγράφεται παραστατικά στο «Ταμπάκικο» του Κώστα Καλατζή. Το ίδιο συνέβαινε και στα Γιάννενα, γεγονός που ενέπνευσε τον Δημήτρη Χατζή στο αριστουργηματικό «Το τέλος της μικρής μας πόλης». Στη φωτογραφία φαίνεται το Μουσείο Βυρσοδεψίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου στο Καρλόβασι, κοντά στο γυναικοχώρι μου, το οποίο σκοπεύω να παρουσιάσω κάποτε στα πλαίσια ενός αφιερώματος σε θεματικά μουσεία-κοσμήματα πραγματικά της χώρας μας. Με την ευκαιρία, ποιος θα μπορούσε να μας πληροφορήσει τι γίνεται με το αντίστοιχο μουσείο που είχε αναγγελθεί για την περιοχή Αρμένων- Κάστελλου;
Τα Ταμπακαριά αποτυπώνονται ως τοπωνύμιο Dabakariah, 13 με τέσσερα συνολικά κτήρια, στα ανατολικά και δυτικά του χειμάρρου Συνατσάκη το έτος 1850, στον χάρτη του αξιωματικού και σχεδιαστή του βρετανικού ναυτικού G. Wilkinson. Ο χάρτης αυτός είναι πολύτιμος για την ιστορία του Ρεθύμνου, όντας ο μόνος σωστά σχεδιασμένος της εποχής του, όμως συχνά ξεχνούμε να τον συμβουλευτούμε. Για παράδειγμα σ’ αυτόν αποτυπώνεται ο πρώτος Κήπος του Ρεθύμνου, για τον οποίο δεν έχουμε μέχρι στιγμής στοιχεία από άλλη πηγή. Προξενεί εντύπωση η αποτύπωση σ’ αυτόν μιας άλλης οχλούσας δραστηριότητας της εποχής, των σφαγείων της πόλης (slaughter) εκατέρωθεν όχι του χειμάρρου Καμαράκι, όπως γνωρίζουμε από αλλού για τα γνωστά μας «Χοιροκασάπικα» αλλά αριστερά και δεξιά του αγωγού (Κουτούντου) διοχέτευσης νερού από τη Δεξαμενή προς την πόλη. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε επίσης την παράδοση του Ρεθύμνου ότι στις όχθες του ρέματος Συνατσάκη ήταν χωροθετημένα τα σφαγεία των μουσουλμάνων, μη θέλοντας να «μολυνθούν» τα σφάγιά τους από εκείνα των γουρουνιών των χριστιανών. Αμφότερα μεταφέρθηκαν αργότερα, ως δημοτικά πια, στη δυτική πλευρά της πόλης, καθόλου τυχαία (βιβλίο «Η τροφή του Ρεθύμνου») στην περιοχή «Εβραϊκά»…
Τρία τέταρτα του αιώνα αργότερα και ένα 14 χρόνο πριν από την οριστική απομάκρυνσή τους, το 1925 τα Ταμπακαριά αποτυπώνονται σε έναν ακόμα ακριβέστερο χάρτη, εκείνον του λοχαγού του πεζικού Κωνσταντίνου Παπαθανασίου. Για μια ακόμα φορά φαίνεται ότι δεν πρόκειται για συνοικία αλλά για τοπωνύμιο μάλλον, με επτά όλα κι όλα κτίσματα εκατέρωθεν του χειμάρρου και οκτώ πηγάδια νερού, προφανώς υφάλμυρου. Η περιοχή δεν υπομνηματίζεται καθόλου, όπως άλλωστε και η ευρύτερη Καλλιθέα, σημειώνεται όμως με το τοπωνύμιο «Τερψιθέα», το οποίο τελικά δεν επικράτησε. Στην άλλη πλευρά του Ρεθύμνου, στον Κουμπέ, σημειώνονται επτά (ή οκτώ) κτίσματα, το ένα από τα οποία θα πρέπει να ήταν το ομώνυμο καφενείο και τα υπόλοιπα πιθανόν ταμπακαριά, μεταφερμένα εκεί εν όψει της διαφαινόμενης αναγκαστικής μεταστέγασής τους. Δέκα χρόνια αργότερα στο Ρέθυμνο, το 1935, λειτουργούσαν μόλις πέντε βυρσοδεψεία (Γεωργίου Γιακουμάκη, Δημητρίου Δερμιτζάκη, Εμμανουήλ Δερμιτζάκη, Χαράλαμπου Ξηρουχάκη και Παναγιώτη Παρασκευά), όπως φαίνεται από τον Εμπορικό Οδηγό του έτους εκείνου αλλά και από τις έρευνες του εγγονού του τελευταίου, φιλόλογου Π. Παρασκευά. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΤΕΛΙΔΑ 18
18
www.rethemnosnews.gr
αφιέρωμα
ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2022
15
Σκέφτομαι, με την ευκαιρία της αναφοράς στο ιστορικό βυρσοδεψείο Γιακουμάκη, ποια μέρη θα επιλέγαμε για επίσκεψη σε μια πιθανή ξενάγηση με τις μακροβιότερες και παραδοσιακότερες επαγγελματικές ασχολίες του Ρεθύμνου. Το βυρσοδεψείο του εγγονού του Γιώργου Γιακουμάκη θα βρισκόταν στην πρώτη γραμμή (φωτογραφία), σε άλλη βέβαια θέση σήμερα, όπως και το οινοπνευματοποιείο Παυλιδάκη. Ο Χατζηπαράσχος με το φύλλο-κανταΐφι του δεν θα μπορούσε να λείπει, όπως βέβαια και ο ξυλόφουρνος Αλεξανδράκη αλλά και ο ιστορικός του Σαμψών, που συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας. Το ραφείο στην οδό Τομπάζη δεν θα μπορούσε κι αυτό να λείπει, όπως και το κηροποιείο Φορτσάκη, καθώς και μια επίσκεψη στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο, στο οποίο έχουν διαμορφωθεί πολλά εργαστήρια με αυθεντικά εργαλεία και έπιπλα (σαγματοποιείο Δασκαλάκι, χαλκουργείο Χατζηδάκη, οργανοποιείο Παπαλεξάκη, μαχαιράδικο Γιαννικάκη, υποδηματοποιεία Σκαλίδη και Φουρτίνη, λεβεντοραφείο, σαπουνάδικο, κουρείο, καφενές κ.ά). Αν υπάρχει ενδιαφέρον για το θέμα αυτό, είμαι πρόθυμος για την πραγματοποίηση της ξενάγησης.
17
19
Ας είναι καλά λοιπόν ο Γρηγόρης Παπαδοπετράκης ο νεότερος που μου έδωσε το έναυσμα ν’ αναφερθώ στα παραπάνω, με την ευκαιρία μάλιστα μιας επετείου της στήλης των «Ιστορικών περιηγήσεων», της πεντηκοστής. Εύχομαι στον εαυτό μου, όπως το έκανα και προ ημερών στην παρουσίαση του βιβλίου «Οι μεταφορές στο Ρέθυμνο», να καταστώ «βιώσιμος» και για τις επόμενες πενήντα συνέχειες της στήλης, χαριτολογώντας με την λέξη-καραμέλα της εποχής μας. Παράλληλα εύχομαι στον νέο και φέρελπι Γρηγόρη να συνεχίσει με την ίδια δύναμη και υπευθυνότητα τις έρευνές του και οπωσδήποτε να τις χιλιάσει, πριν αποφασίσει κάποτε κι αυτός, σαν και μένα σήμερα, να γεράσει!
Τον περασμένο Φεβρουάριο συμπληρώθηκε μια δεκαετία από την εκδημία του ευπατρίδη και καλού γνώστη της ρεθεμνιώτικης ιστορίας συμπολίτη. Μήπως με την ευκαιρία αυτή, μήπως λέω, υπάρχει φορέας στο Ρέθυμνο, η ΙΛΕΡ για παράδειγμα, ο Δήμος, το Γραφείο Πολιτισμού της Αντιπεριφέρειας ή του Δήμου, το Πανεπιστήμιο, το Λαογραφικό Μουσείο ή όποιος άλλος (ή όλοι μαζί), να οργανώσουν ένα σχετικό συνέδριο στη μνήμη του; Κι αν όχι, εμείς που λέμε ότι ασχολούμαστε με το θέμα, θα ήταν δύσκολο να οργανώσουμε τουλάχιστον ένα σχετικό εργαστήριο, όπως το είχαμε κάνει με τις «Ημέρες Ρεθύμνου» και τον Χανιώτη ερευνητή και συλλέκτη Μανόλη Μανούσακα στην Αγία Σοφία την άνοιξη του 2016, με πανθομολογούμενη επιτυχία;
16
Τελειώνοντας για σήμερα, παραθέτω μια φωτογραφία, από τα σχεδόν άγνωστα βυρσοδεψεία της Μονής Αρκαδίου. Ως γνωστόν τα μοναστήρια της περιόδου της οθωμανικής κατοχής αποτελούσαν μεγάλες οικονομικές, παραγωγικές και μεταποιητικές, μονάδες και ήταν αυτόνομα σε εργαστήρια, ελαιοτριβεία, νερόμυλους, φούρνους, ακόμη και σε ταμπακαριά, ορισμένα απ’ αυτά. Τα ταμπακαριά του Αρκαδίου είχε ανασκάψει με έξοδα προγράμματος του τότε ΟΑΕΔ ο Κώστας Γιαπιτσόγλου, ο οποίος μας είχε ξεναγήσει εκεί τον Μάιο του 2016. Για τους ενδιαφερόμενους, βρίσκονται στο ανατολικό πρανές του φαραγγιού, λίγο πριν τη γέφυρα, κοντά στην παλιότερη από τις δύο κρήνες, από την οποία και προμηθευόταν νερό, που κατέληγε σε μεγάλη στέρνα. Παρά την ασυγκράτητη βλάστηση διακρίνονται οι γούρνες (λίμπες), μέσα σ’ ένα θολωτό κτήριο, καθώς κι ένας φούρνος. Καλό θα ήταν λοιπόν να τοποθετούνταν κι εκεί μια ενημερωτική πινακίδα, ενώ δεν θα ήταν άσκοπο να συντηρηθούν και ανοικοδομηθούν οι νερόμυλοι του μοναστηριού στο μυλοτόπι τους στο Αρκαδιώτικο φαράγγι, νοτίως του Πίκρη.
18
Υ.Γ. Υπάρχει ένας συμπολίτης, χωρίς την παρουσία και τις γνώσεις του οποίου οι σχετικές με την ιστορική τοπογραφία του Ρεθύμνου αναζητήσεις μας είναι ατελέσφορες, ή τουλάχιστον ατελείς, κι αυτός ήταν ο αείμνηστος Γιάννης Σπανδάγος. Όσο μπορέσαμε τον θυμηθήκαμε και τον θυμίσαμε, με τον επίσης αείμνηστο Γιώργο Εκκεκάκη, που τον υπολήπτονταν απίστευτα, και τον Μιχάλη Τζεκάκη, με την εκδήλωση του 2013 και το τιμητικό βιβλιάριο «Μνήμη Γιάννη Σπανδάγου». Τον θυμόμαστε επίσης κάθε τόσο, ανατρέχοντας στον αξεπέραστο χάρτη του για την εξέλιξη της πόλης, τον οποίο είχε αναλάβει και υλοποίησε ο Βαγγέλης Παπιομύτογλου. Σημειωτέον ότι το βιβλίο «Ρέθυμνο 1898-1913» στο οποίο περιελήφθη αποτελεί έκδοση του Λαογραφικού Μουσείου (κατάλογο μάλιστα σχετικής Έκθεσης) και όχι της Λαογραφικής Εταιρείας, όπως συχνά αναφέρεται λανθασμένα.