ᶓ*ɰ⸗ - 2006 - Το νεύμα της φωνής: Ρίμες αντίλαλοι ενθάδε στίχοι

Page 1




ΤΟ ΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΦΩΝΗΣ Ρίμες αντίλαλοι ενθάδε στίχοι



Στράτου Μάστρα

ΤΟ Ν Ε ΥΜ Α Τ ΗΣ ΦΩ Ν Η Σ Ρίμες αντίλαλοι ενθάδε στίχοι

Αττική 2006


© Στράτος Μάστρας 2006 Επικοινωνία: egmastras@gmail.com

Σχεδιασμός έκδοσης: gDox/γραμμ@τόφωνο


Οι στίχοι αυτοί δεν είναι δικοί μου. Είναι των άλλων. Αυτών που ταΐζουν με τη σάρκα τους το γεγονός. Θ. Παπαθανασόπουλος



Φεύγουν τα χρόνια ― σε γωνία λήψης μεταφέρω στις ρίμες στιγμιότυπα. Λόγια του σωρού και λόγια ιδιότυπα, παγώνω ανθρώπους σε στάση θλίψης, χαράς, ανεξόφλητης ευαισθησίας, σαν ένα κλικ να τους χρωστώ αθανασίας. Πώς τώρα με το χέρι στην καρδιά να μιλήσω για οφειλές, δικαιώματα, έτσι που γύρισε ο ουρανός στα πατώματα; Τόσο σκληρά δεν ξαναείδα πλάνα, που ν’ ακυρώνουν το σύνθετο όνομά μας. Κόπιες όλοι μιας άνωθεν ρεκλάμας. Δεν σ’ εμπιστεύομαι πως φύσηξες ζωή, τόσες φορές στα φιλμ εμφάνισα το θάνατο. Θε μου, τι κρίμα που φωτογράφισα το Σάββατο.



At poor peace I sing To you strangers (though song Is a burning and crested act ... D. Thomas



Επτά θανάσιμες οι νότες



Νάνι

“Ησύχασε, παιδί μου, μη φοβάσαι. Στρώμα τα χέρια μου, κοιμάσαι και βάζω γι’ ασπίδα το κορμί μου, για χάρτη και πυξίδα τη φωνή μου. Κοιμήσου, ο κόσμος περιμένει το δίκαιο γέλιο σου που φέρνει ζωής πάντα χαρά κι αθανασία. Όσα μας λείπουν, στην ουσία. Ησύχασε, παιδί μου, θα φροντίσω τα μάτια του μπαμπούλα σου να κλείσω, κι όποιου τολμάει να σε πικράνει.” Και κράτησα, μανούλα μου, το νάνι μες στ’ όνειρο για βάλσαμο πληγής ― το πρώτο μου τραγούδι επί της γης.

15


Άγρια τριάδα

Δεν θέλησες ν’ αντέξεις άλλο, Φρίντα. Βινύλια στις φλέβες σου του εξήντα, κεντούσες την ψυχή σου στη βελόνα που χάραζε στα μέσα του αιώνα το μήνυμα για μιας ελεύθερης ζωής το παραλήρημα. Στο φόρτε χρώματα και αισθήσεις, ζητούσες με ταξίδι να μεθύσεις, για λίγο στην Ευρώπη να σε στείλει, σαν ψέμα να θυμάσαι τον Απρίλη. Στο Μάη σου ταγμένη, που εδώ προσπέρασε και πάει. Πετράδι σαν κόσμημα δεμένο κυλούσε απ’ το λαιμό σου κρεμασμένο, να σπάσει κάθε ασήκωτος σταυρός. Μα σκόπευε ν’ αλλάξει ο καιρός με ήχους που δεν φλέρταραν μ’ όσους αγάπησες στίχους. Ορκίστηκες στην άγρια τριάδα στο γαλαξία να σ’ άναβε λαμπάδα, εκεί στα τέλη της χιλιετίας. Κι όλοι θυμούνται πια της αμαρτίας τη στιγμή ― όχι πως είχε ομορφιά κι η παρακμή.

16


Μηνιάτικο

Με τουμπελέκι, με κιθάρα και μια θήκη στήσαν την μπάντα δυο τουρίστες στα Χαυτεία. Ρίξε το κέρμα σου και κάθισε ν’ ακούσεις. Σεπτέμβρης, μήνας δύσκολος για τους ερωτευμένους. Ζευγάρι Λόγος-Μουσική, μείναμε ρέστοι να τραγουδάμε για φιλότιμο στη ζέστη. Παιδιά στα κάλαντα ― να βγάλουνε το νοίκι βγήκαν στη γύρα πωλητές, στην πειρατεία. Ρίξε το κέρμα σου και διάλεξε ν’ ακούσεις. Δεκέμβρης, μήνας δύσκολος για τους ξενιτεμένους. Γιορτές με χιόνια και βροχή, μείναμε μόνοι να ξεπουλάμε ό,τι τ’ όνειρο σηκώνει. Σκασμένα χείλη, το σκουφί και πανωφόρι, έκρυψε ο κόσμος το κορμί του – με το χέρι ρίχνει το κέρμα του και σώπασε ν’ ακούσει. Ο Μάρτης μήνας δύσκολος για τόσους κολασμένους. “Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”, μείναμε λίγοι να προσκυνάμε με τον καιρό ν’ ανοίγει. Δωμάτια με θέα, πλοία κι αχθοφόροι, έκανε ο κόσμος τις ευχές στο καλοκαίρι. Ρίχνει το κέρμα του, δεν νοιάζεται ν’ ακούσει. Ιούνης, μήνας δύσκολος για τόσους κουρασμένους. Εμπρός να φύγουμε λοιπόν, μείναμε όλοι να μουρμουράμε για Κόλαση την πόλη.

17


Τρανζιστοράκι

Κάτω απ’ την τέντα απ’ το πρωί, κάτω απ’ την τέντα πουλάω στον κόσμο ψιλικά, πιάνω κουβέντα. Αυτά, τους λέω, έχει η ζωή, δεν λογαριάζει χαρές ή λόγια φιλικά, μα δεν πειράζει. Μ’ ένα τρανζίστορ λαϊκό και Κασταφιόρε, σπάμε τις έννοιες μας στα δυο σε ρε ματζόρε. Και τι που ζήσαμε χλομοί; Θα βρούμε ήλιο. Ό,τι κι αν πήρε η συννεφιά, θα σου το στείλω. Δεν είναι άλλη μας φωνή με τέτοια λύπη σ’ ένα μινόρε που η ομορφιά το εγκαταλείπει. Με το τρανζίστορ κουτουρού και δίχως φράγκα, θα κάνει ο θάνατος αλλού τον άγριο μάγκα.

18


Ρεγγίνα Μπελ, το τραγούδι σου

Ρεγγίνα Μπελ, γίνε τραγούδημα, ρεφρέν των ανθρώπων που Σε θυμούνται επτά φορές τη Μεγάλη Τετάρτη, από στόμα σε στόμα, Ρεγγίνα Μπελ. Τι συζητάνε ο Μενούσης κι ο Ραβέλ, και κάπου ανάμεσα στα τόσα ντεσιμπέλ, ούτε Σ’ ακούω ούτε μ’ ακούς ― μετράει το πάρτι. Σκοτίζω την καρδιά μου και με αγνοεί. Δισύλλαβο κορίτσι, όσο κι η ζωή, κουρδίζεται ο κόσμος, μα δεν Σ’ εννοεί, χαμένη σκιά του, χάρτη στο χάρτη. Ανάβουν μπροστά σου οι βηματοδότες. Βαθιά μελωδοί κι ευσυνείδητοι πότες, επτά θανάσιμες μάς λάτρεψαν οι νότες.

19


Υπόγειο στην Εθνική Αρτίστα Μίνα, γ. 1982

Το ’χες σπουδαίο όνειρο, πέντε χρονών παιδούλα, στο πάλκο να βασίλευες, στα φώτα και στα στρας. Ούτε που σ’ ένοιαξε ποτέ τ’ ονόρε κι ο παράς, μονάχα όσοι το λέγανε επάγγελμα για τσούλα αυτό της καλλιτέχνιδας στα μπαρ της αγοράς. Άτιμη νύχτα, αχόρταγη, σου ρούφηξε τα νιάτα ― υπόγειο στην εθνική που φεύγουν για τα ξένα. Φαντάροι, νταλικέρηδες, μόνοι, κορμιά χαμένα στα πόδια σου υποκλίνονται, σπάνε χιλιάδες πιάτα. Ταπί για τον παράδεισο, εσύ τα κερασμένα. Χαράματα που ερήμωσε από ψυχές η πίστα, μια κι έξω τσαλακώνεις στα γόνατα το σώμα. Ποιοι λείπουν, σ’ εγκατέλειψαν στο λουλουδένιο χώμα να υποφέρεις; Γνήσια, πυρπολημένη αρτίστα, τα βράδια που φωτίζεις να κράταγαν ακόμα. Κι εμείς που δεν πιστέψαμε ούτε γι’ αστείο πως άλλη ζωή περίμενες κι άλλη σε γυροφέρνει, κοιτάζουμε υπεράνω, στον πάγκο τυφλωμένοι, πώς έκαψε τα μάτια μας η μέρα και το φως· πώς βγάζει αλήθεια μια φωνή μ’ οινόπνευμα βρεγμένη.

20


Σήματα κινδύνου Πάνω σε μια φράση από τον “King Lear” του Shakespeare

― Έστησε αυτί εδώ δίπλα μας, αν σ’ ενδιαφέρει μήπως, κάποιος, νομίζω, ύποπτος κι αφηρημένος τύπος. ― Ξέρεις μπορεί να θέλησε απλά να ξεκουράσει την όποια στενοχώρια του, το βάρος του να χάσει. ― Σήκωσε, βρε, τους ώμους σου και πέτα το δοξάρι. Δεν κρύβονται οι στεναγμοί, ο διάολος να τον πάρει! ― Ποιος άραγε ν’ απάντησε στα σήματα κινδύνου: εσύ με τις εικόνες σου ή εγώ με το βιολί μου; ― Έστησ’ αυτί στα λόγια μας, η άθλια κρυφακούει, κάποια, πιστεύω, ύποπτη κυρά που το ’χει χούι. ― Πού ξέρεις, ίσως χάρηκε που άκουσε ανθρώπους, έτσι που ξέκανε η σιωπή τούς γελαστούς μας τόπους. ― Για σήκωσε τα βλέφαρα, και μας παραμονεύει. Το πρόσωπο, τα μέτρα μας τη νιώθω να γυρεύει. ― Καθένας όπως έπιασε τα σήματα κινδύνου. Εσύ με τις εικόνες σου κι εγώ με το βιολί μου.

21


Ερωτική μπαλάντα

Οθόνες, καφές, αλκοόλ, νικοτίνη. Τα νόμιμά μου πώς, ναρκωτικά συνηγορούν εδώ λυτρωτικά να ξεχαστώ ― η μορφή σου μ’ αφήνει στον τοίχο να χαζεύω αναμνήσεις, καθώς σου βρίσκομαι εξαρτημένος· και γράφω με τη φλέβα “είμαι ξένος ― σαν άγιο στο κορμί σου να με χρίσεις.” Κοιτάζω τα φιλμ σαν παρτίδα ― βαλές στην κορύφωση, η ντάμα φευγάτη. Όσα πλάνα διαρκείς, κάνω κράτει τις ρίμες που γράφω τραγούδι να λες. Αν κάποτε στο μέρος μου γυρίσεις και δεις τη μνήμη να με πολεμάει, όπως Χριστός που σακάτη ακουμπάει, σαν άγιο στο κορμί σου να με χρίσεις. Εσύ που δεν εσπούδασες την πτώση από το πλάι του θεούλη ερωτιδέα, έγινες πάθος, το καρφί κι έμμονη ιδέα, που έχουν το πνεύμα μου σταυρώσει. Εσύ, λοιπόν, το γλέντι σου μη στήσεις στο θάλαμο που κλείστηκαν οι μόνοι. Με κύμα, μαυροδάφνη και με χιόνι σαν άγιο στο κορμί σου να με χρίσεις. Μήτερ κοπέλα, χαρμάνι της φύσης, γυναίκα, μαντάμ, κορίτσι, ερωμένη, ο έρωτάς μου αδρός περιμένει σαν άγιο στο κορμί σου να με χρίσεις.

22


Μέσα στο γουόκμαν μου

Λες και ξέμεινα από γεννησιμιού μου σ’ ένα πεζούλι, με κασέτες δανεικές μες στο γουόκμαν ― χωρούσαν μουσικές που ανοίγανε το γκάζι του κορμιού μου. Φανάρι πράσινο, αδειάζαν οι διαβάσεις ― γυρνούσα τις μπάντες πεζός των FM. Άναβε κόκκινο, βρισκόμουν στην Εδέμ ― σήκωσ’ τα μάτια, Ραφαήλ, να με πιάσεις. Έσβηνα κι έγραφα στιγμές απ’ την αρχή. Χωράγανε στο γουόκμαν ιστορίες που ήξερα και μ’ άδειες μπαταρίες τρίλεπτα πόσα θα μετράγανε ζωή. Έχω κρατήσει την τελευταία κασέτα, Τέλσον του χίλια εννιακόσια εννέα έξι· πάλαι ποτέ χαρούμενος, δεν έχω λέξη, κι ας μη βρίσκω σε ποια κεφαλή να παίξει.

23


Χασάπικο τέλος

Είναι μια δύναμη βαθιά στη σάρκα φυλαγμένη· μαζεύει φίλους στη γιορτή, στο βήμα κατεβαίνει. Μη φοβηθείς τα χέρια σου ευλαβικά στους ώμους· ανοίγουνε οι αυστηροί μπροστάρηδες τους δρόμους. Είναι μια δύναμη βαθιά, είτε χορεύεις είτε κοιμάσαι να τ’ ονειρευτείς, το σώμα που κινείται.

24


Καβάλα στο θαλάσσιο αλογάκι



Ανάδρομος

Αυτά ’ναι τ’ απογεύματα που πιο πολύ φοβάμαι (Με στέλνει πίσω στο ημερολόγιο μια κάμερα. της Κυριακής τα γεύματα που σώθηκαν και πάνε Γεμίζω λόγια, μυρωδιές και γνωστούς ― κανένα να βρούνε το βινύλιο, τον ήχο της δραχμής. δεν κράτησε· ας πούμε “περασμένα ξεχασμένα” Εμείς μεγαλωμένοι στο ύψος της αιχμής. για μια σκιά που κυνηγάμε παράμερα.) Νεκρό τριανταφυλλάκι σε γάλακτος μποτίλια (Η αγάπη μου για σένα, φήμη και παραίσθηση. (λευκό, που σαν παιδάκι, μουστάκι ’χες στα χείλια), Παλιώνω στα χαρτόκουτα και σ’ έχω ελευθέρας αυτό που αφιέρωσες στον πρώτο έρωτά σου. σ’ ένα τρίλεπτο μέθη να ζαλίζομαι ― αστέρας Τριάντ’ αργύρια τα φύλλα στην καρδιά σου. σκηνής πενταγράμμου μάς ενώνει στη θέληση.) Πολλά θυμήθηκα και ώρες χαίρομαι αληθινά τ’ αγρίμια, που ’ναι μονάχα για τροφή και για ζευγάρωμα. Αυτά γλιτώνουν απ’ της μνήμης την ασχήμια ― σε μιαν εικόνα είν’ η ζωή σαν παρανάλωμα.

27


Ο ίδιος άνθρωπος

Σκάβει λακκούβα με τα χέρια καθαρά, νύχτα Δεκέμβρη, ο χρόνος του τελειώνει. Μεγάλος φόβος στην καρδιά του, και χαρά τόση πολλή που μεμιάς τον ξανανιώνει. Πετάει στο χώμα κονκάρδες, μπιμπερό, ρόδες, πετάλια κι ακτίνες ποδηλάτου. Μόλις που κρύβει σε τόνο λυπηρό μια πράξη γέννησης, μια σκέψη θανάτου. Καινούργιος άνθρωπος, ετών δεκαοκτώ, πίσω απ’ τα μάτια του δεν κρύβει μυστικό. Παίζουν ανέμελα οι μπόμπιρες το τόπι, ένας με σέντρα στο δρόμο το πετά. Τρέχει ο μικρότερος, το παίρνει στο κατόπι ― πισώπλατα μια σφαίρα τον χτυπά. Χάνει τη γη, σωριάζεται κι αυτός ― πέτρα που ζωή και μάσκα τού λιώνει. Εκείνος που έζησε μονάχα προς τα μπρος δεν βρίσκει ρίζα, κλαίει και μετανιώνει. Ο ίδιος άνθρωπος, ετών τριάντα εννιά, ανήμπορος κι αμίλητος κοιτάζει τα παιδιά.

28


Μετά από μένα

Κάτι σε ρώτησα κι έριξες το βλέμμα στα γκρι τακούνια σου τ’ αγαπημένα, κάτι που έκρυβαν οι κύκλοι των ματιών σου, κι ίσως προτίμησες να μείνει εντός σου, όπως χαμήλωσες μεμιάς τα βλέφαρα. Και πώς τόλμησα ν’ ανοίξω τέτοιο θέμα ― πού ήσουν κάποτε, μετά από μένα. Σαν να μην ήξερες ―γκρίζο το χρώμα― ποια αλήθεια να ’λεγες και ποιαν ακόμα θ’ αποδεχόμουνα, εδώ που σ’ έφερα. Μου χαμογέλασες με νόημα μόνο. Κι εγώ που νόμιζα στον άδειο χρόνο πως θα κατάφερνα έστω να μάθω τι δεν σου πρόσφερα, καλά να πάθω.

29


Φεβρουάριος Yesterday is gone. There’s just today No tomorrow. M. Faithfull

Οι μέρες που δεν πρόλαβα να ξυπνήσω, οι έξι ώρες που θα χάσω επιπλέον, μετράνε τώρα χύμα βιολέτες ή δίσεκτα στα κρύα δάχτυλα των φίλων. Φλεβάρης ο πονετικός, σαν σήμερα, των νέων. Οι μέρες που δεν πρόφτασα να κοιμηθώ, οι έξι ώρες που χαραμίζω των ωραίων ονείρων σ’ ένα γλέντι γρηγοριανό με αμέθυστους και κρασί στο χαλαζία. Φλεβάρης ο αιρετικός ―και σήμερα― των νέων. Κάθε τέσσερα χρόνια έχω γενέθλια, κάθε τέταρτο ημέρας γερνάω. Μοβ απ’ τη δύση ξεχύνεται, σαν ματαίωση που αρχίζει, ο Φλεβάρης παλλόμενο άβαταρ νέων.

30


Χρόνια και χρόνια

Χρόνια κλαις, άλλα τόσα σε σκουπίζω μ’ ένα μαντίλι ολοκάθαρο, λευκό. Καλοπιάνω φαντάσματα, ξορκίζω μ’ ανακωχές και συζητήσεις το κακό. Χρόνια ξυπνάς μεσάνυχτα κι ελπίζω με πέντε χάπια, κουβέντα και νερό να σ’ ηρεμήσω ξανά. Σ’ αποκοιμίζω, και ρίχνω πάνω σου κουβέρτα και σταυρό. Χρόνια κοιτάς λυπημένη και σκίζω ημερολόγια και φωτογραφίες. Ντυμένος κλόουν το γέλιο σού κεντρίζω μ’ αστείες φάτσες, ενίοτε γελοίες. Χρόνια σκέφτεσαι, εγώ να ζωγραφίζω μιαν άδεια καρδιά να τη γεμίσεις. Δεκάδες στρέμματα φυτεύω και ποτίζω δεντράκια που, ξέρω, θ’ αγαπήσεις. Χρόνια και χρόνια στο στόμα σε ταΐζω φρούτα παράξενα που λέγονται λωτοί, μα κάπου μέσα μου βαθύτερα νομίζω έτσι γεννήθηκες, σαν όλους μας, τρωτή.

31


Στράτα στρατούλα

Μια φορά κι έναν καιρό, θέλοντας και μη, θα περάσω να σε πάρω σ’ εκδρομή εκεί που παρατήσαμε τη χάρτινη βαρκούλα. Θα μπούμε στριμωχτά κι οι δυο μας μέσα κι ελπίζω να ’χουμε αυτό που λέμε μπέσα να πούμε ποια ζωή διασχίσαμε και ποια ζωούλα. Απ’ τη μία το σπασμένο πλεϊμομπίλ, απ’ την άλλη συμμορίτες σινεφίλ, στράτα στρατούλα και μπρος πίσω προχωράμε. Θα αράξουμε στο πάτωμα της σάλας, συντονισμένοι στο γύρο της μπουκάλας ― τ’ αγόρια κοκκινίζουν, τα κορίτσια γελάνε. Πόσοι και πόσοι ατίθασοί μας φίλοι σφράγισαν έκτοτε τ’ αθώα τους χείλη, πλευρό σαν να γυρίσανε, βολεύτηκαν αλλιώς. Σκουντάω τον έναν, δεν λέει να ξυπνήσει. Ρωτάω τον άλλον, δεν θέλει ν’ απαντήσει. Αυτοί να ζήσανε καλά κι εμείς δεν ξέρω πώς.

32


Ντοκιμαντέρ

Κι όπως θυμάμαι στο γυαλάκι εστιασμένος ποιοι διεκδικούνε με αναλύσεις τη ζωή σου, γείρε στον τοίχο με τα κάγκελα, κοιμήσου, μέσα σε τίτλους εφήμερος ή ξένος. ........... ........... ........... ...........

Επτά μέρες κι επτά νύχτες στο εδώλιο μας κρατούσες συντροφιά και μονοπώλιο. Έτσι έμαθα τα παιδικά σου χρόνια, τι νούμερο φοράς και ποια κολόνια.

Κι όπως ασπρίζει με τους μήνες η λεζάντα, μια μηχανή φιλτράροντας σε παραλείπει. Σαν κατακάθι, απόβαρο, μια λύπη σε κυριεύει στ’ απερχόμενα για πάντα. ........... ........... ........... ...........

Τέτοια σήκωσες στον κόσμο υστερία, που λίγο νόμισα θα γράψεις ιστορία· μα τη Δευτέρα, που αλλάζει η εβδομάδα, ούτε που γράφτηκε μια τόση δα αράδα.

33


Νοσταλγικό

Δεν μου θυμίζεις τίποτα πια. Κι όμως, κάποτε που ένιωθα κοντά σου τόσο λίγος, κάτι σαν έρωτα μ’ έπιανε το ρίγος. Λέω για τότε που κοινός ήταν ο δρόμος. Και τώρα στην κορνίζα, τι ειρωνεία, παρ’ ότι σαν θαύμα σ’ είχα πλησιάσει, σε κοιτώ κι ευτυχώς που σ’ έχω χάσει. Δεν παραδέχομαι συγκίνηση καμία. Μπήκες στα λόγια μου σαν την κουκκίδα, τέτοια ασκούσες πάνω μου μαγεία, μα έστω λίγη θα είχα νοσταλγία, αν ήσουν όντως μια ιδιαίτερη πατρίδα. Βέβαια, ανοίξαμε παρτίδες του πολέμου απ’ όταν σ’ έχασα για κάποιον άλλον. Δεν μου θυμίζεις τίποτα πια. Μάλλον δεν πρέπει να σ’ αγάπησα ποτέ μου.

34


Déjà βουτιά

Σ’ έχω ξαναδεί και σ’ έχω ξανακούσει. Ήσουν εσύ που όταν πλησίασα πάνω απ’ το σεντούκι, σε νευρίασα τόσο, που έδωσες μια για να σκορπίσεις τις μπίλιες μου στη γη, να με χτυπήσεις. Μ’ επίθετα βαριά θα μ’ είχες λούσει. Αλλιώς πώς έγινε να ’χω ξεμείνει μ’ ένα άδειο κύπελλο μες στο καμίνι; Και πια δεν έκλαψα ― εξάλλου μεγαλώνω, τον πάγο μέσα παιδιόθεν κι ας λιώνω. Στη θάλασσα, στ’ απέραντο που ανοίγει, παίρνω με φόρα και κάνω μακροβούτι. Παρέκει εσύ, με δίχτυ και μπαρούτι χωρίζεις τα νερά να σου φανερωθώ. Βραδιάζει, πώς να βρεις το βυθό. Το φως για το φόβο σου, κυρ, καταλήγει. Στα ρολόγια, σ’ επετείους, στης αράχνης την κούραση τα σημάδια σου να ψάχνεις, ενώ καβάλα σ’ αλογάκι θαλάσσιο ξανοίγομαι σ’ ένα μέλλον θαυμάσιο.

35


Έτσι ξέχασα να ζήσω Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να ζήσω Τ. Λειβαδίτης

Εκατοντάδες όνειρα μού φύγανε απ' το στόμα. Κάθε πρωί που ξύπναγα δεν έβρισκα τις λέξεις να πω ποιος μ’ επισκέφτηκε, τι θέλησε να δείξει. Και χάν’ όλη τη μέρα μου ζητώντας εξηγήσεις. Να έρθεις μια φορά κρυφά να με ξυπνήσεις, την ώρα που το φως βαθιά θα μ’ έχει ρίξει, την ώρα που τα μάτια μου παίζουν να τρέξεις, μήπως μάθουμε τι μπορούμε να φτιάξουμε ακόμα. Λίγο λίγο, σκόρπιες εικόνες, κουβέντες και μολύβι θα βάλουμε στη σειρά όσα έμαθες κι όσα είδα. Ίσως γράψουμε κι εμείς να μείνει μισή σελίδα, στο χρόνο που κάποιος άλλος το πρόσωπο νίβει. (Κι άλλο λόγο, κύριοι, δεν θα ’χω ν’ αμαρτήσω, που ονειρεύτηκα πολύ και ξέχασα να ζήσω.)

36


Χίμαιρες του καύσωνα



Άλλοθι για βήτα παράδεισο

Μες στο πούλμαν βήτα θέση γαλαρία. Στοίβες πρόσωπα καιν ελάσσονα τραγούδια στο χαρμάνι του καύσωνα. Δεν μιλώ ― σε διαβάζω στο χάρτη πορεία. Ένας ένας οι σταθμοί λιγοστεύουν. Ζέστη, κούραση, μα ποιος νοιάζεται τον ιδρώτα ― άλλα νερά φαντάζεται. Δεν διαβάζω ― χαζεύω πώς σε πιστεύουν. ― Ήρθες; Δεν σε βρήκα ― Θα ’μαι μαζί σου. Πάνω σ’ αιώρες, σε βράχια μελαμψά να σκάει καρπός το σόλο κορμί σου. ― Φτάνεις; Τι απομένει; ― Στην τραβέρσα νύχτωσε δύση σε όλα τα χέρσα Ηλύσια που ο κόσμος ξεδιψά.

39


Ανάδοχη μπαλάντα Νικόπολης και ποδηλάτων

Ο μαύρος σκύλος περιφέρεται ―τι ψάχνει;― όταν η πόλη φανερώνεται στην πάχνη· ζεστή αρμύρα στην ανάσα κι υγρασία, όπου ξοδεύω τα χρόνια του κρυφτού με ευχαρίστηση ― ναΐφ ευαισθησία. Μες στις βιτρίνες ο καφές σαν μυρωδιά και σαν κουβέντα φιλική. Με τα παιδιά να φεύγουν ήσυχα εντός τους, στη σειρά θα παρελάσουν τα όμορφα ποδήλατα με ηπειρώτικες μπαλάντες στα φτερά. Ακούς τη θάλασσα: κρύβει ή μαρτυράει; πού πήγαν άφαντοι οι φίλοι μας, οι πράοι ονειροπόλοι, σε μπαρ και στις ταβέρνες με νικημένους εαυτούς. Παντός καιρού, η σκούρα γάμπαρη χορεύει με τις φτέρνες. Εδώ το πέρασμα, κι αν θελήσουμ’ αλάργα Σ/Κ εκδρομείς θα φτάσουμε ως την Πάργα. Φέρνουν λουόμενους στην Κυανή Ακτή κομπέρ φυγάδες που επαναπατρίζονται τέλη Σεπτέμβρη στην άμμο αντικριστοί. Ελευθερώνεται καπνός και μπαρμπαρόζα απ’ τις βεράντες ― και καρπώνεται την πόζα νωθρό τ’ απόγευμα στη μόνη λεωφόρο. Γονιών πατρίδα, αλάτι Αμβρακικού, οι νέοι πιάνουν τη ζωή επ’ αυτοφώρω. Σε μια πλακόστρωτη πορεία η Παναγιά των Ξένων, της μάνας μου όρκος κι εκκλησιά. Με Παντοκράτορα τη δύση στα μάτια, να, και πίσω αφήνοντας το διαβολοπάζαρο, ένα τετράποδο κυλάει στον Αϊ-Σπυρίδωνα.

40


Ο μαύρος σκύλος κοντοστέκεται ―τι βρίσκει;― (μεσοπολέμου τον κρότο παίζουν οι δίσκοι) σ’ έναν ευκάλυπτο ― και το πλάνο μας κλείνει μ’ έναν έφηβο να γράφει τα αρχικά: ‘Κάπα Γάμα + Μαρία, ψυχές εν ειρήνη’.

41


Το μαγαζί

Βγήκες στην άσφαλτο με πείσμα. Ώρα βραδινή και φορτωμένη, με τα φώτα η νύχτ’ αρματωμένη κατεβαίνει για χορό στο μαγαζί. Η πίστα είναι για έναν και το κτίσμα πέφτει βαρύ για όσους ήρθαν εδώ για να ’ναι μαζί. Τι πνίγεται στο ποτήρι και τι ξαναζεί; Λύνονται τα κορμιά κι απ’ τη μεγάλη ερημιά τινάξαμε τη σκόνη, καθαρούς το τραπέζι να μας δεχτεί. Κι όσοι κρατούν τη μοναξιά για δεύτερη αλλαξιά, σαν να κοιτάνε το σακάκι τους και πώς στα ρούχα τους έχουνε μπλεχτεί.

42


Απ’ τον 3° (Ένα Παιδικό Παιχνίδι)

Σ’ αυτό το σπίτι, στο πίσω του μπαλκόνι, που έπαιζες μ’ όποιον στα χέρια του άντεχε να σε σηκώνει, στο ίδιο σπίτι και στ’ αστέρια του που μέτραγες ενώ οι μεγάλοι είχαν φύγει για τη συναυλία, ο φόβος την ψυχή σου μαγκώνει, κάτω που κοιτάς και το θάρρος ζητάς να πέταγες πάλι ψηλά, κι οι άλλοι να λένε τι θυμήθηκες, ποια ιστορία, παν αυτά, ο κόσμος μεγαλώνει. Καρτούν κι ατάρι οι οθόνες, η αλάνα μου παρατημένο χωράφι ― τόσες πληγές στα γόνατα πήγαν στράφι. Πήραν τα πάνω τους οι κολόνες και το δεντράκι μόνο ρίχνει τα λεμόνια. Πού βρέθηκαν τέλη Ιούλη τα χιόνια, για όλους κρύα, ακίνητα χιόνια.

43


Νύχτα καλοκαιριού

Νύχτα κάτω απ’ τα κρύα σκεπάσματα, νύχτα με τη δυσάρεστη υγρασία και με του αίματος την κάθε ξένη ουσία. Ποιο αεράκι σήκωνε όλη μέρα βροχή να κοιμηθούμε σε ξενύχτισσα εποχή. Νύχτα για όλα του κόσμου τα πλάσματα. Κάποιοι που κοιμούνται και κάποιοι που χάνουν γι’ απόψε μια πρόσκαιρη αγάπη. Ποιο αεράκι δεν λέει να φύγει, έχει βγει στους δρόμους να μας κρατήσει σπίτι ως την αυγή. Ανεμίζω σεντόνια για φαντάσματα κι αν ακούτε, βγήκα με σφυρίχτρα στη βεράντα να ξυπνήσω τη νύχτα. Απ’ τον ύπνο τις ζόρικες ψυχές να σηκώσω, μήπως από ’κείνο τ’ όνειρο μάς γλιτώσω.

44


Ωδή στην παρέα που πέρναγε ωραία

Όπως απλώνεις στις καμπύλες σου το λάδι, κάτι αισθάνομαι στον καβάλο σαν χάδι. Πώς σ’ αγαπώ με τη σκιά και πώς τη θέλω στέγη να πέφτει απ’ το μόνο μου καπέλο. Δυο μεσήλικοι στριμώχνονται στην ψάθα. Εκείνη διάβαζ’ ένα τσέπης της Αγκάθα και δίπλα ο σύζυγος ανόρεχτα καπνίζει. (Πού ήμουν, πού βρίσκομαι, γιατί δεν με χωρίζει...) Σαν να έψαχνε προσοχή, με το φτυάρι πετούσε άμμο ένα παιδί, κι όποιον πάρει. Από τακτ η μητέρα τ’ αρπάζει απ’ την πλάτη, “το κουβαδάκι σου, Κυναίγειρε, και περιπάτει!” Στην ταβέρνα, γρατζουνώντας την κιθάρα κι ενώ τα πιάτα μας γυρόφερνε μια μύγα, στο πακέτο τ’ αδειανό από τσιγάρα ένα τετράστιχο γεννιέται απ’ τα λίγα: Με το πιρούνι, με το ούζο, με χταπόδι ή το βράδυ με το κύμα και με μπίρα, και στα χείλη της αγάπης μου αρμύρα, ω οι σκοτούρες μας, παιδιά, θα πάρουν πόδι.

45


Ξυπόλυτα τσιγάρα Στον Κώστα Τσάλη, για τον τίτλο

Οι γαμπροί να στοχεύουν τις κοκόνες, τα καράβια ν’ ακουμπάνε στο νερό. Σ’ ένα βράδυ δροσερό, μόνοι και μόνες στήνουν σούσουρο με φώτα δυνατά. Παρατάσσονται, διασκέδασης λόχοι. Στις εισόδους οι γυναίκες δωρεάν κι έξω άντρες προχωράν, κόρτε κι απόχη ψάχνουν σύντροφο για τώρα ― ποιο μετά... Οι ντόπιοι ζευγαρώνουν με τουρίστες στους χορούς και στα λάγνα τους μάτια. Όλοι πάνω στις πίστες, στα κρεβάτια – φέρνουν εύκολα ψυχές τόσο κοντά. Κι όποιος βρει μες στον κόσμο το ταίρι, δικαιώνει την παράφορη βραδιά. Στο κορμί το νυστέρι, σε μιαν αμμουδιά, με ξυπόλυτα τσιγάρα και ποτά. Ζεστές πηγές τα στόματα στα κρύα σώματα και στις πληγές.

46


Θαλασσωδία

Τόση ζωή να ήτανε, σαν άμμος, δεν θα ξέμενα από βήμα στον άσο, ίσως προλάβαινα να σ’ αγκαλιάσω πριν με τα χέρια, γύρω σου, μ’ αποκλείσεις. Τόση δύναμη να είχα, σαν βράχος, δεν θα χαμήλωνα ποτέ τ’ ανάστημα, χωρίς κουβέντες, και ως το διάστημα, θα σε ταξίδευα σ’ όλους τους χάρτες. Να ήσουν όμως κι εσύ σαν νεράκι καθαρή σ’ όσα εννοείς και στο βλέμμα, κι ας λέρωνε τα λόγια μου το αίμα, σαν αχινό θα σε φιλούσα στη γλώσσα. Να έκαιγες τα χείλη σαν τ’ αλάτι, ακριβή για τις πληγές, σαν αστερίσκο θα σε σημείωνα, μεμιάς να σε βρίσκω στο κάτω κάτω της γραφής και της αγάπης. Έτσι ξάστερη να ήταν κι η νύχτα, δεν θα σταύρωνα τα χέρια επί χάρτου, τόσες φράσεις δεν θα ξεστόμιζα θανάτου, τόσες ευχές δεν θα μάζευα να κάνω.

47


Ο τελευταίος μήνας

Μήνας που χάνονται πολλοί. Βαριά αυτοκίνητα, άδειες σκεπές και ξαλαφρώνει το κεφάλι. Κουτί μπετόν και σκοποβολή περνάει ο χρόνος ― διακοπές απ’ την ίδια ζωή, τη μεγάλη. Η θάλασσα, χώρος για όλους, κι ακούγονται να γλεντούν τα νησιά μπροστά στις τόσες κάμερες. Οι βάρκες θέαμα στους μόλους και χοροί με φολκλόρ φορεσιά. Αργά ανοίγουν τη μέρα οι κάμαρες. Γαλάζια έλικα, αέρας δροσερός να ξεγελιούνται οι της πόλης με τα βρεγμένα σώματα στο στρώμα. Μεγάλη γιορτή, ψαλμός ιερός. Το πάρκο πλανόδιος ανθοπώλης και γόνατα που σκίζονται στο χώμα. Κάποια απ’ τις νύχτες, η σελήνη ολόκληρη ένα φεγγάρι στρογγυλό και στα βράχια αγκαλιάσματα. Την εποχή σπουδαίος μήνας αφήνει με τ’ όνειρο γνωστό κι απατηλό. Οι έρωτές του αγάλματα.

48


Το σημείωμα

Φύγανε οι μήνες οι ελεύθεροι κι η καρέκλα ζητάει συντροφιά. Το σπίτι κι η κλειστή του ομορφιά εδώ ξανά ― απ’ ώρες πότ’ εύκαιροι; Φθινόπωρο με την ήσυχη συννεφιά. Άνοιξε το συρτάρι, το σημείωμα γέμισε και δεν φτάνει η μέρα. Πού ήταν τόσες δουλειές, σαν του αέρα κάτι καίνε οι ανάσες τ’ ομοίωμα. Παλιό μου ωράριο συνεχές, καλημέρα. Μ’ εσένα δίπλα, και πώς τα πέρασα θα εξιστορώ σε φίλους και γνωστούς. Πώς έφυγα, πώς γύρισα, με ποιους γνωρίστηκα ― πέρα για πέρα σαν σύντομο παραμυθάκι γι’ αστούς. Μα αν δεν ήσουν κέντρισμα κι εσύ, το λιμάνι δεν θα πέρναγα καρσί.

49



Μποέμικα ρολόγια

Στον Σταμάτη Κραουνάκη και στη Σπείρα-Σπείρα



Τρελή ρόδα

Θέλω μια βόλτα να πάμε. Μια ήρεμη, έχω πεθυμήσει, βόλτα ―κατά μήκος του δρόμου― ας ξεκινήσουμε, κι όποτε τελειώσει. Ποια είν’ αυτά που αγαπάμε η κουβέντα μας να ψιθυρίσει, κι όχι πάλι για ένα κήρυγμα τρόμου που νωρίτερα θα μας αποτελειώσει. Μια φορά μόνο, έτσι γι’ αλλαγή, ήρεμοι να περπατήσουμε τη γη, πάνω στην ξέφρενη, τρελή της ρόδα. Και δεν θα ’μαι, δεν θα ’σαι στη μόδα.

53


Ωραία κι η βροχή

...μα τι μου λέτε, δεσποινίς, περιμένατε λιακάδα και κανείς δεν σας είπε πως είναι άτιμος καιρός; Τι να γίνει, φροντίστε από ’δω και μπρος να συμμερίζεστε της εποχής την οδύνη... Σαν δεν ντρέπεστε, σταγόνες, πήρατε σβάρνα δρόμους, πλατείες, μέρα μεσημέρι στις μεγάλες ώρες, με τον κόσμο βιαστικό να ξεχειλίζει. Τον ήλιο συνηθίσαμε που μας φανερώνει, τον είχαμε πιστέψει. Φέρατε απότομα βαρείς χειμώνες, μούσκεμα οι κομψά ντυμένες κυρίες. Δεν περιμέναμε πλημμύρες, μπόρες ― ένας με ψώνια τις λάσπες σιχτιρίζει. Άλλος, έφηβος, στο βρεγμένο μπλουζάκι σου υγραίνει τη σκέψη. Υπόστεγο κι εφημερίδα, σακάκι που κουμπώνει στην καρδιά, κάτι να γλιτώσουμε για τώρα. Πώς του ’ρθε του καιρού τέτοια τρέλα, καλά δεν ήμασταν μέσα έξω στεγνοί; Βγήκα κι εγώ στην καταιγίδα, μια λάβρα με βαραίνει μυρωδιά να θυμηθώ ― θα τα ξεχάσω όλα, και πίσω απ’ την τρύπια μου ομπρέλα παραφυλάω το τόξο που θέλω να φανεί.

54


Πού πήγε το κέφι ή Έχω μιαν άγρια χαρά δέξαι με κωμάσδοντα Αλκαίος

Στον πάγο οι κεραστές καπνίζουν τη φωνή σου. Βαθιά μεσάνυχτα όπου γίγαντας λυράρης πώς ηλεκτρίζεται στα μπαρ να σκοτεινιάσει όλος ο φόβος σου μεμιάς σε τέτοια πλάση ευτυχισμένη, ν’ αναστηθείς και να φλερτάρεις. Έχω ένα κέφι, μιαν αγριότατη χαρά, τρέχει την πλάτη σου για να φωνάξει: θέλω στα μέλη σου φωτιά και το κορμί σου πράξη. Μην ξανακούσω πως πικραίνεσαι κι αρνήσου άλλη γιορτή να ζαχαρώνει τους πιλάτους. Μες στο βροχόνερο γεννούν αντιρρησίες οι κεραυνοί· θα μεγαλώσουν και Μεσσίες ―χα χα!― χτυπούν τη γενναιόδωρη καρδιά τους. Έχω ένα κέφι, μιαν αγριότατη χαρά, τρέχει τα σύνορα να κυριεύσει· δόξα σοι πάντα ο χορός και του κρασιού η γεύση. Ταμπλό βιβάν θα ’ρθουν εδώ να σε γλεντήσουν, πνίγοντας πάλι τη φωνή με μοχθηρία. Τρελή Ροδιά σε προστατεύει, του Οδυσσέα Ελύτη· γίνε το σεκόντο της, παρέα τη χαρισάμενη ν’ αδράξετε πορεία.

55


Είχα ένα κέφι, μιαν αγριότατη χαρά. Έτρεχε δίπλα σου. Αν σου διαφεύγει, από ’να κίνημα ζωής παραχωρεί μια στέγη.

56


Νύχτωνε νωρίς

Νύχτωνε νωρίς. Έπεφταν φώτα, έπεφταν ρολά, άναβαν οι λάμπες του δρόμου. Ήσουν στο τζάμι, πρόσωπο δικό μου, παραμιλούσες “έξω κανείς δεν προχωρά” και με κοιτούσες σαν να μελαγχολείς. Κλείσαν τα παράθυρα, κλείσαν οι κουρτίνες, η νύχτα μεγαλώνει. Έξω κανείς δεν προχωρά, την πόρτα του κλειδώνει ο κόσμος, κι όσοι στην μπάρα ζουν ή στον εξώστη ανακουφίζονται σκιές με τις σειρήνες. Νύχτωνε νωρίς. Φύσαγε αέρας, έκανε ψύχρα, άναβαν τα καλοριφέρ. Ακούμπησες την κούπα του καφέ, δεν είπες κάτι ―φόβος σου η πίκρα―, για το κρεβάτι πας και αποχωρείς. Μίκρυναν οι μέρες. Κλείνω το παράθυρο και λέω “καληνύχτα.” Πάλι δεν είπες τίποτα ―μεγαλώνει η νύχτα― κι όπως μ’ έπιανε η νύστα απ’ το κεφάλι, ψιθύρισα θα μας χωρέσει τ’ όνειρο.

57


Πως είναι όμορφη η μέρα

Βγήκε ο τρελός, είπαν, βγήκε και γέλαγε πως είν’ όμορφη η μέρα. Και τους πολλούς ενοχλεί που με λόγια δυναμίτες την ομορφαίνει ακόμα πιο πολύ. Πού είν’ η ομορφιά, πού τη βρήκε, δεν φτάνει ο ήλιος, η δροσιά του αέρα. Και τους πολλούς πειράζει, καθώς στ’ αδιέξοδο μεγάλος ήρωας που νίκησε φαντάζει.

58


Μια ώρα Κυριακή

Τικ-τακ. Τικ-τακ. Τικ-τακ. Ο ήχος πάντα εκεί. Κάθε χτύπος και κρακ! σπάει τη μουσική. Πότε, λοιπόν, θα σε συναντήσω; Πότε θα ’ναι ώρα για τη δουλειά; Πότε λίγη ζωή θ’ αποκτήσω; Μια εικόνα σου, που έχω, παλιά άρχισε στις άκρες να ξεφτίζει. Και τέτοια τύχη δεν σου αξίζει. Ρολόι χειρός, μα όχι του χεριού μας, αν μέτραγες τ’ άγχη του καιρού μας, αν είχες ζωή και λίγη τσίπα, θ’ άφηνες στο πρόγραμμα μια τρύπα να χώραγαν κοντά μας να περάσουν οι αγαπημένοι μας, προτού γεράσουν. Πιστώσανε τη μέρα οι δείχτες, σφίγγονται στον κύκλο σου κι οι νύχτες, και να σκεφτείς ανθρώπου το χέρι σ’ έφτιαξε ― και σεβασμού δεν χαίρει. Ευαγγελίζετ’ όμως κι η ελπίδα: δώδεκα νούμερα να σπαν είδα. Τικ-τακ. Τικ-τακ. Ο ήχος ήταν εκεί. Μια ώρα στη μέρα να ’ναι Κυριακή.

59


Το πράσινο που φεύγουμε μπαλόνι

Είχα διαλέξει λέξεις στρογγυλές, σαν άγγιγμα στ’ αυτιά σου με τα γέλια. Ήθελα να ’μουν καλυμμένος, να μ’ ακούς και να κοιτάς χωρίς να κλαις. Κι εσύ κυρία που χαρίζω την καμέλια, ήρθα να σε βρω ― κι είχα το σθένος. Όπως πηγαίναμε, στο φως μπροστά δεν μίλησες. Χαμήλωσες τα μάτια κι έσφιγγες τ’ άνθος να το λιώσεις. (Τώρα θα πάρουμε τα χωριστά του γυρισμού στο βάθος μονοπάτια μ’ αίσθημα θάρρους, αν ενδώσεις.) Πάμε να βρούμε την πρώτη μας γιορτή κι έν’ αγοράζω πράσινο μπαλόνι στα δάχτυλά μας κρατημένο. Μι’ αναπνοή γενναία, καρφωτή, δώσε να φύγει στον έρωτα που μας ενώνει σ’ έναν ουρανό που πια δεν περιμένω. Κι ό,τι τελευταίο πω, θα ’ναι, ακόμα, απ’ το χέρι μου μια πλάκα μαντολάτο. Στο κάτω κάτω, το δικό μου σε πίκρανε το στόμα.

60


Στο μεγάλο διάλειμμα

Ώστε ο κόσμος χάνεται, ο κόσμος παραπαίει; Εμείς, ως άλλοι Σάτυροι, ορθώσαμε τα πέη, στη λύπη και στη φρίκη μοιραία ν’ ασελγούμε, καθώς ό,τι μας στέρησαν δικαίως νοσταλγούμε. Μοιράσαμε στους παίδες και στα βρέφη τα μπισκότα, στους έφηβους, στους νέους δυο οκάδες βαρελότα, στους άντρες, στις συζύγους ατσάλινες τις βέρες και στους σοφούς παππούδες μας λευκές τις μπομπονιέρες. Νομάδες αλλοπρόσαλλοι, και κάνοντας καζούρα, επαναπροσδιορίζουμε του χρόνου τη μεζούρα. Κι αν ίσως λίγοι δείχνουμε, ξαπλώνουμε με φόντο τον μακρινό ορίζοντα ν’ ακολουθεί στον πόντο. Σ’ ένα μεγάλο διάλειμμα, μια στιγμιαία παύση, και φωτογραφηθήκαμε, κανείς να μην ξεχάσει. Διότι σαφώς δεν γίνεται παντού και κάθε τόσο ο θάνατος ν’ ακκίζεται, να κάνει τον καμπόσο.

61


Τζόγια

Πόσα ροζ και λυπημένα τα τραγούδια, μην τυχόν δεν τα χρυσώσουν οι καιροί. Εσύ όπως πάντα: μακριά και τυχερή, κόβεις τις φράσεις μου σε χάρτινα λουλούδια και λες πως βρήκανε τόπο μες στο βάζο, νερό δεν θέλουν, απ’ τα μάτια μας νερό, ούτε ν’ ανθίσουν σε κάποιο τόνο λυπηρό για να στεριώσουν ― τα λόγια σου διαβάζω. Να θυμηθούμε, λοιπόν, να θυμηθούμε έστω για λίγο τον κήπο, το σκαλί που ειδωθήκαμε, και ας ευχηθούμε να ’ναι και γι’ άλλους η άνοιξη καλή. Μα εγώ δεν ξέρω ενός έρωτα η χαρά τον έξω κόσμο στ’ αλήθεια αν αφορά.

62


Περί του χαμόγελου

Τραβάνε με τα δάχτυλα τα χείλη για να χαμογελάσουν. Όσο αντέχουνε τα χέρια έτσι που βαρύνανε ― άδεια πρόσωπα που απομείνανε υπερωρίες να μετρούν και νυχτέρια. Καθρέφτη, άψυχο γυαλάκι, κακομοίρη, τι τη θες την αλήθεια; Θα σε σπάσουν. Μπροστά τους που έχουν, τον κρύο φακό θέλουν να ξεγελάσουν. Όσο ν’ αρπάξει μια στιγμή που αιώνια δείχνουν ευτυχισμένοι. Ύστερα, ξαναρίχνουν κάτω τα μάτια, κι έξω οι καημοί. Κι έτσι σίγουροι πως απέφυγαν το κακό, πιο θλιμμένοι από πριν παίρνουν να μοιάσουν. Ποιος κρύβεται, ποιος φοβάται πολύ, σκέφτεται όσα δεν πρόλαβε να κάνει; Άπιαστο ο χρόνος παραδείσιο πουλί, γράμματα, πόζες, ζωή στο γυαλί, τόσα τα σύνεργα ― κανείς δεν τον πιάνει.

63


Χαρμόσυνα λόγια

Κι αν ζούμε αδιάφορα, στο χέρι παίζοντας το νόμισμα, άγνωστο το πόσο θ’ άξιζε ένα καλογραμμένο μέλλον. Δεν το διάβασε ακόμα κανείς. Κι αν ζούμε αδύναμα, με τις προσευχές στο εικόνισμα, άγνωστος αυτός που σάλπιζε τα πελώρια δώρα των αγγέλων. Δεν γεννήθηκε με φτερά κανείς. Κι αν ζούμε φτωχικά, με πιάτο και πνεύματα νηστικά, άγνωστα τα ζύγια που μπορούν τα λειψά μας τοπία να μετρούν. Δεν έχει βάρος μέσα του κανείς.

64


Καρτ ποστάλ απ’ την πόλη



Εδώ έχουμε πάντα πανηγύρι

Εδώ στην πόλη υπάρχει άφθονη για όλους αλκοόλη και καπνοί και κάθε είδους καταχρήσεις. Υπάρχει πάντα ένας λόγος για να βρίσεις: σωροί σκουπίδια ―των γειτόνων τα ξεφτίδια―, κλεισμένοι δρόμοι κι οι άχρηστοι αστυνόμοι. Διαδηλώσεις, αιτήματα και σ’ απευθείας σύνδεση δηλώσεις, η διάσημη εκείνη άνευ ηλικίας ανεργία. Και δεν νοείται μια φορά να μην κατέβεις σ’ απεργία, να μη συμμετάσχεις στα κοινά ― παντού και πάντοτε όμως, και παντοτινά. Και είμαστε τόσοι πολλοί, που το μέρος πλέον μελαγχολεί: πού να σας χωρέσω, ποιος πρώτος να βολευτεί; Έχει ο τόπος που ζητάτε νοθευτεί από τα ίδια σας τα όνειρα, τ’ ανήμπορα, τα βιαστικά, τα κακόμοιρα. Εδώ στην πόλη έχουμε πάντα πανηγύρι.

67


Αστική μπαλάντα για τα σύντομα παιδιά

Μικρός ρωτούσα τι εστί φωταγωγός. Τότε μου δείχναν από πού έμπαινε το φως στο σπίτι μας, σε μια οδό του Κολωνού. Μια δόση λάμπες και μια δόση ουρανού μεγάλωνα στο νοικιασμένο θερμοκήπιο. Ήμουν το πρώτο του βλαστάρι, ακόμα νήπιο. Ποτέ μου δεν το ζήλεψα το φως, καθώς τα σκούρα μάτια μου σαφώς δεν συνηθίσανε τον ήλιο στο δυάρι. Μικρή κοιτούσες φοβισμένη τ’ άσπρο άνθος (λαμποκοπούσε στα τσιμέντα κατά λάθος), μι’ απότιστη γαρδένια μες στη γλάστρα. Ίσως έτσι έλαμπαν στον ορίζοντα τ’ άστρα, που δεν φαινόταν στης πιλοτής το ισόγειο. Ήταν ―κι ήσουν― το πρώτο λουλούδι στην υδρόγειο. Φυλάς σφιχτά στα χέρια σου σεντούκι ένα παρόμοιο πάντοτε μπουμπούκι. Αυτό το αστέρι κανείς δεν θα σ’ το πάρει. Μικροί κολλάγαμε το σώμα στο μπαλκόνι και γύρω πράσινο το πλέγμα να κυκλώνει, αθώα αγρίμια πιασμένα στο κλουβί και κάτω κόσμος για βόλτα να ’χει βγει. Προστατευμένοι σ’ έναν εξώστη επίγειο, ένα διαμέρισμα το πρώτο καταφύγιο. Θα ’ναι κι άλλοι που ζήσανε κι αυτοί σ’ ενός ορόφου το τετράγωνο κουτί. Ν’ ανοίξει ο κύκλος ζητώ μόνο τη χάρη.

68


Ελεύθερη συνθήκη

Ζητάω χρόνο, ―δεν μ’ ακούς;― έχω χαθεί στον εαυτό σου που απλώθηκε στο χώρο ― Διπλό κρεβάτι στων μονάχων τη γιορτή ― μονό μου βράδυ, απόψε κάνουμε ντόρο ..... ....... Σε πλησιάζω με δυο μάτια αλκοολικά, με διαλογής πέντε στίχους ποιημάτων, κι αφού τη σάρκα τα κλισέ ταιριάξουν βολικά, μια συμφωνία θα μας κλείσει των σωμάτων. Στ’ αληθινά, μια νύχτα ―μ ί α― θα σ’ ερωτευτώ σαν στη ζωή μου για πάντα να επεμβαίνεις, μα στο παζάρι που γνωριστήκαμε αυτό, για το πρωί ποια νέα αγάπη περιμένεις;

69


Μονόδρομος

Λάθρα στα κοντέρ με ταχύτητα φωτός. (Με τις μηχανές πληθαίνουν κι οι σειρήνες). Άγρια μέλισσα, ποιοι σου ατίθασοι κηφήνες σ’ εγκαταλείπουν στην κυψέλη διαπαντός; Παίρνουν οδούς ερημικές από φανάρια ανυψωμένοι, φτερουγίζει ο κινητήρας. Άγρια μέλισσα, ποιος σου επίδοξος μνηστήρας πρώτος τερμάτισε στα γυάλινα νταμάρια; Βγαίνει καπνός, λαδιού καμένου βγαίνει τ’ άρωμα. (Ο νικητής οφείλει να ’ναι μόνο ένας). Άγρια μέλισσα, εξηγήσου πως κανένας δεν θα επιζήσει από τούτο το ζευγάρωμα. Οι εξατμίσεις ήρεμες,

όλα τ’ άλλα αναμνήσεις.

70


Εσύ γιορτάζεις / Τα σπίτια θυμώνουν

Σημαία νίκης ανεμίζει στα μπαλκόνια· για κάποιον, φαίνεται, έπιασαν οι κόποι. Πανό γραμμένο, γιορτάζουνε οι τόποι ―στο πρόσωπό σου αττικότατα χρόνια―. Κομπλιμέντα, χειραψίες και κουβέντες που ανταλλάζουν θαυμαστές και είδωλα· όσα απ’ αυτά τα λογαριάζουμε αμφίβολα, απλώνουν φάτσα στις δημόσιες τις τέντες μ’ ένα χαμόγελο ευχαρίστησης μονίμως. Αποτραβιέται στη σκιά η συνοικία, τα σκουπιδιάρικα μάς έστειλε ο δήμος να παρελάσουνε ξανά ολονυχτία. Και στην αφίσα του ―ενόψει!― ο μίμος επαίνους παίρνει στην κάθε του βλακεία.

71


Νάιλον ιστορίες

Πώς απ’ τ’ άχρηστα και τα πεπερασμένα κατασκευάζονται τραγούδια φορτισμένα μ’ ό,τι περίσσεψε απ’ το ήθος μιας ημέρας, μ’ όλες τις φράσεις που δεν έφερα εις πέρας. Εικόνες, άνθρωποι, ζωή ―ισόβια σχέση―, σ’ επτά φωνήεντα φωνή πού να χωρέσει. Εκεί που η γάτα ψάχνει την τροφή της, ένας της νύχτας παράταιρος προφήτης καταναλώνει σαν δάφνες τ’ αποφάγια παραδομένος σε αλλόκοτα φεγγάρια, κι αναζητούν την περιουσία τους, σαν ρέκτες, οι σιωπηλοί της γειτονιάς ρακοσυλλέκτες. Ο έξω κάδος αναπαύει καταχρήσεις ― λατέξ του έρωτα, τηλέφωνα μιας χρήσης, κόκαλα, φλούδια, πετσέτες, τα μπουκάλια που τον καημό μου έκαναν σμπαράλια, άδεια πακέτα, ζελατίνες και κονσέρβες, του σώματός μου εξαρτήσεις και ρεζέρβες. Τόσα τ’ άχρηστα του βίου, ματιασμένα εκδικούνται σε τραγούδια αναστημένα, αναπαράγοντας πιστά πληροφορίες του σπιτικού μας χώρου ― νάιλον ιστορίες που αφηγείται εν πλήρη ασυδοσία των τενεκέδων η ανοιχτή συνωμοσία.

72


Βέσπα πατρίδα μου όπου γης

Εγώ τον κόσμο τον κοιτώ πίσω απ’ τα τζάμια, έχω το χέρι μου ψηλά στην οροφή, κάτω απ’ τα πόδια μου ρόδες γλιστράνε. Πότε πότε σιχτιρίζω την πόλη για λάμια ― πυρ, Αττική και θάλασσα κι επιστροφή στα χώματα, στις πέτρες που πονάνε. Κινούμαι ακίνητος, με γκάζι και φρένο ή μια χειρολαβή όσο μ’ οδηγούν να πιαστώ. Φέρνω βόλτα τα στενά πεζός κι επιβάτης. Περνώ ξυστά την ιστορία με το τρένο μ’ έναν αέρα στα πνευμόνια μου κλειστό, σε λεωφόρους και πλακόστρωτα κοντά της. Μα η ωραιότερη διαδρομή που έχω κάνει, ήταν πάνω στη βέσπα που μου ’μαθε, έξι χρονών, να βρίσκω διέξοδο στους δρόμους την κίνηση. Άλλη πατρίδα τόσο πολύ δεν μ’ έχει πικράνει, που πια δεν παίρνει μπρος για να ταξιδέψει, ενώ μ’ αρπάζει μνήμη απ’ τα μάτια η συγκίνηση.

73


Πατινάδα στην ταράτσα

Με τους αγκώνες σου κόντρα στα κάγκελα, ο ορίζοντας κι εσύ τετ α τετ στη σιωπή. Κάτι σαν “μαύρη ησυχία…” θα είχα πει, στην ποδιά σου ξαπλωμένος ανάσκελα. Κρανίου τόπος το μέλλον μας ― τελεία. Πριν ξημερώσει στη γραμμή και μ’ αρνηθείς, μες στα μεσάνυχτα, η ώρα θα ’ταν τρεις, ενορχηστρώνω μι’ αλέγκρο συναυλία. Έγχορδα σύρματα, οι φτέρνες στα πλακάκια, κι ένα σεντόνι να γράψω με σκουριά λόγια δικά σου, με μεγάλη μαστοριά, που ’χω φυλάξει απ’ τα πρώτα μας παγκάκια. Σβήσε το μήνυμα, τα φώτα σβήσ’ τα ― οι προβολείς αστέρια εξ ουρανού· με τα κατάλοιπα ενός ήχου μακρινού δίνω ρυθμό παραδείσου στην πίστα. Δίνω ζωή, δίνω λόγο στην ταράτσα να ξημερώσουμε ψηλά και γιορτινά, και ν’ αγνοείς, μωρέ, τη μαύρη γειτονιά που ενοχλείται, αγέλαστη ράτσα. Κι όπως άνοιγε το στόμα μου στονάτο, ίσως συντόνιζε τους δυο σ’ έναν σεισμό. Έχω για σένα τον ωραιότερο παλμό, στην άγρια σκόνη ερωτικό, καλοσυνάτο.

74


Νέα ζωή στο νοίκι Στον ουρανό πληρώνουμε το νοίκι για μια ζωή που μόλις μας ανήκει Δ. Καψάλης

Πολύ πρωί, στο άλφα δεκατέσσερα, ο κόσμος ανασαίνει χαμηλά. Της Ιοκάστης γέννημα στα τέσσερα, το τείχος πέφτει στο νερό του Μαρμαρά. Μας περιμένουνε τ’ αγριοπερίστερα στο σύνορο ποτάμι που κυλά. Ο σκούρος ήλιος με φόβιζε: Σπλήνε, μην ονειρεύεσαι, νύχτα δεν είναι. ....................................... Οι φίλοι μου, σαν όραμα, τ’ αστέριωτα παιδιά, μετρούν τα κιόσκια των Θηβών. Μεγάλωσα στο ενοίκιο και φέρω τα ιμάτια ενός άστεγου, λοιπόν. (Μαρία που διασχίζαμε τον έρωτα, δεν θα με βρεις στα ερείπια των Πατρών.) Δώδεκα ένα βαθμοί τριάντα έξι, ο δορυφόρος στη γη θα με τρέξει.

75


Το αίσθημα του δρόμου

Εμένα δεν μ’ ένοιαξε που διάλεξες την εξοχή. Δεν πειράζει που, όπως έβρεχε, με το σακ βουαγιάζ στο χέρι, την μπέρτα στους ώμους, χωρίς μακιγιάζ, μ’ εκείνη την άγρια, τη φυσική σου ομορφιά ―τέτοια που δεν εμφανίζεται σε καμιά ζωγραφιά― σηκώθηκες κι έφυγες. Δεν είχες άλλη αντοχή. Μόνο που σκέφτομαι καμιά φορά, Μαρίνα, πως στις τουλίπες, στα τριαντάφυλλα, στα κρίνα, είν’ έτοιμα τα χρώματα κι οι συγκινήσεις, αυτά που πάλευα στο χαρτί να ζωγραφίσω εδώ που ζούσαμε, ανθοδέσμη να σ’ τ’ αναστήσω. Παρέμειναν φυτεμένα στο κεφάλι ― αναμνήσεις. Εσένα δεν σε χώρεσαν τα τετράγωνα δωμάτια, κι ας ήθελα στην αγαπημένη μου πόλη ενάντια, τα μονότονα τοπία, το μπετόν να χρωματίσω μ’ ένα σπρέι τις νύχτες, με τα δάχτυλά μου πινέλα, μ’ ό,τι μπορούσα κόντρα στων τοίχων την ακουαρέλα. Μιαν αδρή ευαισθησία ίσως ν’ αποκαταστήσω. Δεν πειράζει, ξαναλέω, που χάθηκες στην επαρχία. Εκεί ’ναι η ζωγραφιά ζωντανή και θα ’χει ησυχία. Εσύ ’σουν πλάσμα ζωής, έρωτα κι οξυγόνου, κι εγώ καταλήγω αισθηματίας του δρόμου.

76


Τρία έψιλον είδωλα



Επέτειος

Τριάντα του Δεκέμβρη ξημερώνει στα άλμπουμ, στους τοίχους, στο κορμί. Πίνω καφέ και μου δίνουν αφορμή τα παιδιά να πω τι μας ενώνει. Σε διάλεξα, με δέχτηκες, κι επίλεκτοι τον ζήσαμε τον έρωτα σαν δίσεκτοι. Τριάντα του Δεκέμβρη να θυμάμαι τον πυρετό σου και τη χαρά. Δευτέρα και κρυώνω, δεν χωρά τους δυο μας το στρώμα που κοιμάμαι. Γιορτές, αργίες, Κυριακές, γενέθλια ― άλλοτε τέτοια σιωπή θα την απέκλεια. Δυο μέρες μένουν, ο χρόνος αλλάζει, όπως η γυναίκα του αντρός τ’ όνομα, και λήγει ο καιρός με το στεφάνι που πάλιωσε και σπάζει. Θα σβήσουμε, γλυκιά μου, στην επέτειο κεράκια και το φως μας ως υπαίτιο.

79


Κόπια παραδείσου

Πλασμένος που ’μαι κατ’ εικόνα, καθώς οι τόσοι όπως λένε οι Γραφές, αν είναι τέτοια η ασχήμια μας απέξω, αλίμονό σου όμοιούς σου που μας θες. Πλασμένος που ’μαι για να μοιάσω κι αλλάζω ρούχα σε καθ’ έξιν ζωές, αν είν’ αλήθεια πως το σώμα θα το χάσω, αλίμονό μου στις ισόγειες στοές. Δώσε με σαν κόπια που πρέπει να σκαρτάρει στου Κήπου ―αν έχει― τη χωματερή. Αν έχουμ’ έλλειμμα, σαφώς και μπορεί μιαν άλλη ψυχή να βρει τη χάρη.

80


Νεότερα από το αίνιγμα ενός πλανόδιου ζωγράφου που πέθανε στην πρωτοτυπία γράμματα με πέτσες κι αίμα η ποίησή μας ψυχοσωματική Κ. Γώγου

Με όλα κι όλα τρία τα χρώματα, τι θαύμα τάχα να σχεδιάσω στο κάδρο να μην έχει ξαναγίνει, αντικριστά σε μια tabula rasa, αυθεντικός στ’ αφιερώματα σε μέλλοντα χρόνο. Προέλευση του κόσμου οδηγός: κατατεθέν στο σήμα θ’ αδειάσω μια που χτυπάει κόκκινη καρδιά, τις γαλάζιες που ανοίγουνε φλέβες, το κίτρινο που βάφει ο καπνός. Τη σάρκα και μόνο.

81


Παντουμίμα

Θα βρω γυναίκα να σου μοιάζει στη βιτρίνα. Περιστεράκι που δεν πρόδωσε, ωσότου δεν θα θυμίζει το σενάριο Κολομπίνα, βαριά καρδιά μέσα στα ρούχα του Πιερότου. Περιστεράκι που δεν πρόδωσε, ωσότου, με νυν αντίζηλο τον λιάρο Αρλεκίνο, βαριά καρδιά μέσα στα ρούχα του Πιερότου θα με καλέσει το ρυθμό της να βραδύνω. Με νυν αντίζηλο τον λιάρο Αρλεκίνο κυλά η δράση με βρισιές, χειρονομίες· θα με καλέσει το ρυθμό της να βραδύνω, φτωχή μου μάσκα, φαγωμένη στις γωνίες. Κυλά η δράση ― με βρισιές, χειρονομίες, σε δέκα στίχους μια παράσταση θ’ ανέβει. Φτωχή μου μάσκα, φαγωμένη στις γωνίες, σπασμένο είδωλο που ξέπεσαν τα σέβη. Σε δέκα στίχους μια παράσταση θ’ ανέβει. Δεν θα θυμίζει το σενάριο Κολομπίνα, σπασμένο είδωλο που ξέπεσαν τα σέβη· θα βρω γυναίκα να σου μοιάζει στη βιτρίνα.

82


Ο λόγος σε μια φίλη μας κοινή Συνοικία Εκβολή, μια Κυριακή που ’χει περάσει

“όχι πως έχω άλλη διέξοδο, μα να, οι μέρες μου μετρούν με τις σελίδες δέντρα της γνώσης σε κάτι στεγανά παράθυρα ― Πού πήγες και δεν μ’ είδες; Τι έχουμε, χειμώνα ή καλοκαίρι; Νεότητα που δεν με ξέρει αλλάζω κόμμωση ή σπίτια, και μπορεί ν’ αλλάξω συντροφιά ή συνοικία, μα μένει ίδια η λαχτάρα γι’ αλλαγή εντός μου ― Φεύγω για δουλειά στη Σουηδία· τα χιόνια σώζουν, μ’ αυτά και μ’ εκείνα, τα νιάτα μου απ’ τη ρουτίνα ναΐφ δεν είμαι (να μ’ ακούς! που χαραμίζεσαι σ’ ανθρώπους που δεν έχουν ουρανό…) να μην πιστεύω πως τα σύννεφα θα φέρουν μιαν ίριδα ― Σπάσαν τα νεύρα μου να περιμένω έναν καινούργιο εαυτό, πιο ξένο”

83


Το νεύμα που κλίνει σ’ αγαπώ

Νοήματα του σώματος, ασκούμαι στη γλώσσα που δεν νοιάζεται φωνή για όσα, μονάκριβή μου, νιώθω. Τον έρωτα, την άνοιξη, τον πόθο, σαν σύμβολα μιας έξωθεν σιωπής στα δάχτυλά μου παίζω κι εξηγούμαι.

84


Δυο πρόσωπα και πάνω



Δεν κλαίω χαμένους φίλους*

‘Δεν κλαίω χαμένους/ φίλους· τις αυταπάτες/ κλαίω που με ζούσαν.’ Αγαπάτε κρυφά αλλήλους και φανερά ο εαυτός ― συνθήματα που οι μέρες ζητούσαν. Δεν κλαίω καμιά κοπέλα, κλαίω βροχές στόμα που αλλάξαν. Όσες κάτω απ’ την ομπρέλα έλεγαν “είσαι αυτός” και τους άντρες στα μάτια κοιτάξαν. Δεν κλαίω γνωστούς κι ανωνύμους, τόσες κουβέντες που χάθηκαν κλαίω. Της ερημιάς ύμνους που ’πε καθένας σκυφτός ― τη σιωπή που μας τσαλάκωσε κλαίω.

_______________ * Δεν κλαίω χαμένους/ φίλους· τις αυταπάτες/ κλαίω που με ζούσαν: χαϊκού του Θαν. Παπαθανασόπουλου από την Ευκρίνεια

87


Συλλογικό παράπονο

― Περπατούσε στα σκληρά πεζοδρόμια, να ’βλεπες πώς λιώνουν τα τσιμέντα, πώς φρέναρε ο χρόνος. Ή μ’ εκείνη, αλλιώς καλύτερα μόνος· ν’ αρνηθώ τον έρωτα και τα εγκόσμια. ― Δείτε πώς υποκλίνονται του κόσμου τ’ αγαθά στη χάρη της, πώς σκύβουνε τα δέντρα να περάσει. Άλλοτε μου ’χε δειλά χαμογελάσει ― ένας γαλαξίας στα μάτια δικός μου. ― Και γαμπροί που ζητούν το τυχερό τους, να προσέξεις έναν μας σαν άμυαλα φουσκώναμε κοκόρια. Όμορφη, πόσα σε θέλησαν αγόρια και ξύπνησαν βρεγμένα στ’ όνειρό τους; Ομαδικά και πικραμένοι να ιστορούμε παράπονο κι απωθημένο: σ’ είχαμε τρεις ερωτευτεί και διάλεξες τον τέταρτο, τον ξένο.

88


Και μόνος για γυναίκα μη μεθύσεις

Θαμώνας μόνιμος, σκοτώνει την ώρα του στο ποτήρι μιλώντας και να μιλά το ποτήρι· όλη η συμπόνια ενός φίλου αόρατου στο γυαλί, στο ποτό ― Στο μυαλό του χαρακίρι: “Σε ποια αγκαλιά ζεσταίνεσαι, Αμάντα μου λατρεία;” Άντε και μια παρέα γίναμε, αυτοί που μιλάνε αφημένοι στον πάγκο και στης ζωής το χαλάκι σταματημένοι καιρό, μ’ αυτούς που κερνάνε, ακούνε των άλλων και λένε σαν να ’ταν νεράκι κυλάει κι απόψε η νύχτα στη δική σου ιστορία. Ό,τι και αν έγινε, καλώς. Βάζω το ένατο ― σαν κοριτσόπουλα μεθούν και παν οι έρωτές σου. Εδώ που βρέθηκες σκυφτός, για τώρα ξέχνα το το χωρισμένο βράδυ, μα μην ξεχνάς ποτέ σου: κανένα σώμα δεν χωρά μια θάλασσα λατρεία.

89


Ήλεκτρο κοινότητα Των Κιθαρωδών ― keep jamming

Στο ηλεκτρονικό τους πάρκο, η Άννα συναντά τον Μάρκο. Νύχτα, έρημη αμμουδιά, όπου ξάστερα παιδιά, άκου, τραγουδούν ακόμα με τα πλήκτρα, με το στόμα. Κι ένας κρύσταλλος υγρός, ρεύμα καθενός συνδέσμου, της χαμένης γλώσσας, πες μου, ξαναβρίσκει το σκοπό; Κόμβοι, περιηγητές, καλώδια τα καινούργια μας διόδια. Χρόνια μέθυσοι στο σόλο, πού το ξέρεις, μόνε, όλο κάπου θα ’βρισκες κι εσύ στο παγκόσμιο νησί μια μαρίνα για ν’ αράξεις κι έναν κόσμο να ταιριάξεις. Είναι σπίτια που δεν ξέρουν από σύρτες και βεράντες: καλοδέχονται τους πάντες, όποια γλώσσα κι αν μιλούν. Κι όμως, κατοικούνε χώρια στον ιστό τους και στα λόγια.

90


Απαρτία

Μες στο γλέντι που βρεθήκαμ’ απαρτία, όταν ψεύδονται χαμόγελα κι αστεία, την αλήθεια καταγράφω με το χέρι. Με τους εργένηδες ήμασταν φίλοι, κάποιες γυναίκες μάς φίλησαν στα χείλη, κι άκρας υγείας ο καθένας χαίρει. Δες μας όμως ερημίτες στο τραπέζι: την παρέα παριστάνουμε που παίζει καθωσπρέπει σ’ ένα κοσμικό μοτίβο. Φταίμ’ εμείς; η εποχή; ποιος τελικά; ― κι όπως ευχές χτυπάμε με τα γυαλικά, θέλω να σπάσω το δικό μου και να φύγω.

91


Όταν έγραφες μαζί

Κάτι μνήμες κιτρινιάρες, όλο χρόνο και καπνό, βάλθηκαν να πιάσουν τόπο στο συρτάρι το στενό – καθρεφτάκια κρύας λύπης. Κάτι μνήμες, άλλο πράγμα, όλο λόγια και κακό, μου σκαλίζουνε το τραύμα σαν βαλσάκι λαϊκό. Τι να γίνει ― ναι, μου λείπεις. Και χορεύουν κατά ζεύγη, σώμα - στόμα - αναπνοή. Κάποτε εκείνη φεύγει κι ωριμάζει μια ζωή. Κάτι απ’ τ’ άγουρά μας χρόνια βάζει, πώς να σου το πω, στρατιωτάκια, κούκλες, πιόνια σ’ ένα σκάκι “Σ’ αγαπώ”, κόκκινο, με μαρκαδόρο. Κάτι απ’ όσα έχω ξεχάσει, λίγο λίγο ξαναζεί στη μισοσβησμένη φράση ― όπου έγραφες “Mαζί” και τη φύλαξα σαν δώρο. Τώρα σβήνω, σκίζω, καίω κάθε λόγο σου ιερό. Κι όπως τότε, πάντα φταίω που δεν θέλω τ’ όνειρο.

92


Επιτραπέζιο

Στο τραπέζι τους δυο φίλοι, δες πώς τρώγονται σαν σκύλοι. Τι ’χαν τάχα να μοιράσουν; Πέντε φύλλα δα του άσου. ―Ρίξε πρώτος το χαρτί σου, μα στα κέρματα κρατήσου· χρόνια κέρδιζες τις ντάμες κι έμενα με τις παλάμες αδειανές και καπνισμένες να μετρώ τόσες χαμένες νύχτες, λέγοντας ας είναι, στη χαρά του φίλου πίνε. Έλα όμως που γυρίζει κάποτε το φύλλο, σκίζει μνήμες και ημερολόγια να παγώσουν τα ρολόγια. Έτσι, για την ιστορία, θα ποντάρω στη φιλία – σαν οχιά σε σημαδεύω και τα ρέστα σου μαζεύω. Στο τραπέζι δυο αδέρφια μ’ αλλοπρόσαλλα τα κέφια στήσαν πρέφα του θανάτου έκτη μέρα του Σαββάτου. ―Τίνος έκλεψα την τύχη το γνωρίζουν μόνο οι τοίχοι που κλεινόσουνα τα βράδια με μια καύτρα στα σκοτάδια·

93


κι έψαχνα να συνεφέρω έναν άνθρωπο που ξέρω γι’ ακριβό μα λυπημένο και στη φτέρνα χτυπημένο. Δεν κερδίζονται οι παρτίδες με σιωπές, με τις ελπίδες. Θέλει λέγειν και μια λάμα να φανερωθεί μια ντάμα. Το γνωρίζουν οι βαλέδες που ’γραψαν τους αμανέδες, τις μπαλάντες, τις καντάδες, κι άναψαν καρδιές χιλιάδες. ―Πως θα φτάναμε, αδερφέ μου, ’δω, δεν πίστευα ποτέ μου. ―Πως θα χάσεις να πιστέψεις, είτε παίξεις είτε κλέψεις. Το τραπέζι σαν αδειάζει, μέν’ η τσόχα να κοιτάζει με τι κόλπα και τι θράσος βγήκε νικητής ο άσος.

94


Τα τρίτα πρόσωπα

Ένας κούκος στο κλαρί του κρύβει μυστικά του τρίτου. Πώς να πει, να μαρτυρήσει ποια γυναίκα έχει αγαπήσει; Να την έχει δεν μπορεί. Δεν θα κόψω ένα λουλούδι· θα της γράψω ένα τραγούδι, τ’ απογεύματα και νύκτωρ να το παίζουν τα τρανζίστορ ― (έν’ αηδόνι εξιστορεί) Κι όσοι ακούνε κι είναι μόνοι, ας τιμήσουνε τον κούκο μ’ ένα τρίλεπτο σιωπής. Στον καφέ και στο χαρτί της λέει τα βάσανα της τρίτης μια τσιγγάνα, και στο ζάρι εμφανίζεται ζευγάρι δίχως σπίτι, ριζικό. Πού να πω το όνειρό μου να μην πούνε πως του δρόμου ήμουν πλάσμα; Και θα ζήσω, στη σκιά θα περπατήσω, μην τυχόν και ακουστώ. Κι αν πετύχουν το κορίτσι μες στον ίσκιο να γυρνάει, ας μη βγάλουν τσιμουδιά. Αηδονάκια και τσιγγάνες κρύβουν, λένε τα των τρίτων μελαγχολικών προσώπων, των παράταιρων ανθρώπων.

95


Κουαρτέτο

Τις νύχτες κάτω από το πάπλωμα, εγώ, εσύ κι άγνωστά μας άτομα θα μοιραστούμε τα ίδια σώματα, κάτι ασυνήθιστο πολύ θα μοιραστούμε. Εκείνη γι’ απόψε τη θέση σου παίρνει κι ο τέταρτος για σένα θ’ απομένει. Ξένοι, γνωστοί, χωρισμένοι ανά δύο κι εγώ στη φίλη σαν μέσα σου καταδύω. Κι απ’ το πρωί ούτε που θα τους ξαναδούμε. Πλάτη με πλάτη απόψε δεν θα κοιμηθούμε. Κάτι μονότονο ―εμάς― θα μοιραστούμε.

96


Καλή φωνή για την αλληγορία

Καθίστε γύρω να πούμε παραμύθια που τελειώνουν δύσκολα, με μιαν αλήθεια, παραμύθια που νανούρισαν τα νιάτα στα σκληρά τους χειμωνιάτικα κρεβάτια. – Θα μιλήσεις για το μέρμηγκα, παππού, το σταφύλι και το βόδι, τη χελώνα; – Θα σας πω για το βοσκό, την αλεπού, για τον τζίτζικα τι κάνει το χειμώνα. Ξαπλώστε πάλι, μην κλείσετε τα μάτια· θα ’ρθει καιρός να σας βρούνε τα γινάτια που διαλέξαμε σαν ζάχαρη στις λύπες της αλήθειας, με τους δράκους και τους γύπες. – Τόσο φόβο έχει, πες, είναι πικρή, έχει νύχια και φωτιά όπως οι δράκοι; – Αν τη γνώριζα, θα πέθαινα, μικροί· στων μεγάλων δεν χωρά το μυαλουδάκι. Ακούστε, μόνο του λόγου σας σαν γνώστες την αντέχετε, κρυμμένοι στους εξώστες. Εγώ ξέρω τις γραμμές και τις ρυτίδες και πως κάποτε τελειώνουν οι σελίδες. – Δεν μας είπες την ευχή, παππού, του τέλους, ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα; – Καληνύχτα, χαιρετήστε τους αγγέλους – θα το μάθουμε, παιδιά μου, μόνον ύστερα.

97



Απόηχοι



Πράξη

Σ’ αγαπώ με τη γλώσσα του σώματος, όχι εκείνη του ρήματος, όχι εκείνη της ρίμας. Να σε κλίνω μες στα χέρια του ονόματος της ανάγκης της γαλήνης της πείνας και να κλείνεσαι γύρω μου δαχτυλίδι της σάρκας. Σ’ αγαπώ με το δέρμα, με τρεμάμενη αφή. Σταυρωμένα τα δάχτυλα, να γλιστράω μ’ ιδρώτα στον ζεστό σου αυλό και να παίζουν οι σπόνδυλοι σαν ανάσα σαν χαρά και σαν νότα πλημμυρίζοντας γύρω σου τα σκοτάδια της νύχτας. Κι απορώ κατά πόσο θ’ αντέξεις την αγάπη που δεν γέρνει στις λέξεις.

101


Μύθος

Για πες μου, Ελένη, πού τα μεγαλεία, τ’ αφιερώματα, τα ποιήματα, τα έπη, πού οι τιμές, ο ντόρος που σου πρέπει; Καιροί μοντέρνοι κι εσύ για νοσηλεία. Κάποτε αθάνατη, ωραία και του Πάρη, να σε φλερτάρουνε οι πένες ποιητών. Τώρα μεσήλικη οργανώνεις οντισιόν για νέους ήρωες, κάποιος να σε πάρει. Βγήκαν στη σύνταξη μύθοι κι εραστές κι όλο λογίζεσαι χαμένες ευκαιρίες ― εσύ που ήσουν η σταρ μες στις κυρίες και σ’ είχαν κάδρο στα σαλόνια οι αστές. Μα τι τα θες, όλοι σας όταν γερνάτε, ενός μπαούλου σάς περιμένει η τύχη. Και τη σκουριά πάψε να ξύνεις με το νύχι, δυο μέτρα χώμα ανεβαίνει, ξεψυχάτε.

102


Διονυσία

Τις σκέψεις που συνέχεια δολώνεις θα ’θελα να ξέρω, αυτές που σ’ αφιονίζουν. Στις παραλίες τα στέγαστρα χιονίζουν, στα καταφύγια σωσίβια φουσκώνεις. Όλα ανάποδα στη μέρα να κυλούν, ναρκώνεις τα ρολόγια με το χάπι. Στ’ ακριανό του κεφαλιού σου το ντουλάπι, τι σόι ζωή αράδιαζε ερείπια που μιλούν; Σχιστήκανε τα φρένα, απογειώθηκες. Πολλοί κουβέντιαζαν πως το ’χες στο αίμα. Τ’ άσπρα σαν νύφη ντύθηκες, χορεύεις με το ρεύμα, όπου τα λόγια αδυνατούν αφοσιώθηκες. Εμείς διορθώνουμε ξανά την προσευχή, μήπως σωθούμε, μας βρει κάποιο καλό, κι εσύ απέκλεισες του έργου το μυαλό και ζεις με πρωτεργάτη την ψυχή.

103


Τροχάδην

Ο σπρίντερ γεννήθηκε σκυμμένος. Οι μαιευτήρες είπαν το παιδί αθόρυβο θα βγάλει χαρακτήρα. Πυγολαμπίδες φωτίζουν το νιπτήρα (μορφές αγγέλων που δεν θα ξαναδεί), διακριτικός και διαγραμμένος. Μεγάλωνε παράξενο αγόρι ― τρενάκι, Νίτσε, και το ’χαν απορία πώς χαίρεται των γλάρων την παρέα. Μα από τα δέκα χρόνια του, τα ωραία χαμόγελα, οι ελπίδες κι η ησυχία πώς έγιναν στη λάμπα σκορποχώρι. Βιβλία μάζευε, τις σημειώσεις, να μάθαινε, να γνώριζε, να ξέρει τι βρίσκεται στον κόσμο για σπουδαίο. Και η ζωή, σαν μάθημα αμοιβαίο, στο παιχνίδι τον καλούσε να υποφέρει, στου έρωτα τις χημικές ενώσεις. Στο κέντρο, κάποτε, ανοιγμένου τόμου, θυμήθηκε πως έμειναν στον άσο τα χρόνια του στις ένδον συζητήσεις. “Για όλους και για όλα πήρα εξηγήσεις και τώρα με το ξυράφι θα μ’ αδειάσω, να μάθω μια και καλή τον εαυτό μου.”

104


Eρωτόπερα

Της νύχτας ο λάγνος αρουραίος λουφάζει στον καναπέ του, ωραίος και ολομόναχος με το τηλεκοντρόλ. Πίσω κρύο κι αφιλόξενο το χολ, μπροστά του ξαναμμένη η οθόνη να καθρεφτίζει μια ύπαρξη μόνη. “Αϊ προκάτ αράδων μου αγάπη, παίξε μου το κόρτε σ’ επανάληψη, να σε καταναλώσω με κατάνυξη και να εξαντληθώ.” Της νύχτας το γυάλινο καμάρι ανοίγει τα πόδια της με χάρη κι αφιερώνεται επαναληπτικά. Γύρω λυχνίες, φακοί, σκηνικά, απέναντι βαριεστημένοι πότες σαν δέκτες ενεργητικοί και δότες. “Αϊ του έρωτά μου παπαγάλοι, δώστε μου τα μάτια, την ψυχή σας. Θα γίνω του κλουβιού η προσευχή σας και θ’ αναστηθώ.”

105


Ανήκει

Είδα γυναίκα μελοδράματος βουβού, στα σαράφικα σκοτώνει ένα σταυρό της. Παλιά μου αγάπη τερματίζει τ’ όνειρό της, μάλλον το δώρο μου στο τρίτο ραντεβού. Είδα κι εσένα από γάμο γερασμένη, στα είκοσι ένα βγάζεις βόλτα το παιδί σου, καρπός και γνώση του σπιτικού σου παραδείσου. Νέοι κι οι δυο σας, μα πλέον κουρασμένοι. Γυναίκες νεαρές, ματαιωμένες μες στον οικείο βυθό του νεροχύτη, μέσ’ από μνήμες ξεπλυμένες κι αδρές αναστενάζουν ― κι αφυπνίζονται κάθιδροι στις κλίνες τους οι γύρω.

106


Ταξιδιώτη –

Χιλιόμετρα στα πόδια του ν’ αλλάξει πατρίδα (γειτονιά του ― θα ’ν’ εντάξει). Στο πέτο η κονκάρδα γάμα ρο ταιριάζει σ’ έναν ήλιο καθαρό. Χρονόμετρα: μια μάνα συγκινείται που πέρασαν οι μήνες και γυρίζει με τη βαλίτσα το παιδί που μυρίζει ξένον αέρα απ’ τα μέρη που κινείται. “Καλύτερα να γεννιόμουν χελιδόνι, παρά που μ’ επιλογή μου ταξιδιώτης. Σε πλοία, λεωφορεία και στο φριχτό βαγόνι κοιτώντας χαμηλά, της φύσης μου προδότης.”

107


Πόρτα

Ανοίγει, κλείνει, στο μεταξύ ακίνητη, κλειδωμένη στον ύπνο και στο φεύγα. Είναι φρουρός, φυλακή, είναι και σύνορο, στέκεται πάντοτε στο μπόι μας δυο μέτρα. Κάποτε τρίζει, μα προπαντός αμίλητη κόβει εισιτήριο στων σπιτιών μας τα έργα ― κι όποιος δήλωσε μόνος, την είχε συνήγορο. Είναι από ξύλο, γυαλί, στα χωριά κι από πέτρα. Κι αν το παράθυρο στον κόσμο δείχνει, για τις βολές του χρεώνεται επίβλεψη. Κι αν το καλοσκεφτούμε, άψυχο πράγμα αυτή, τις ζωές με το κλειδί προστατεύει. Το καλοκαίρι διαρρήκτης τη ρίχνει, βία στο σώμα της, κρότος κι επίσκεψη ― δεν είν’ ανίκητη, ιδού το μέγα μας σφάλμα. Πόσα χρόνια τα χέρια του καιρού να παλεύει; Ποιος θα το ’λεγε όμως, στην τελευταία μας βόλτα, ακόμα και τότε μπροστά μας μια πόρτα.

108


Κοιμώμενοι I moved, and could not feel my limbs: I was so light ― almost I thought that I had died in sleep, And was a blessed ghost. S. T. Coleridge

Καίνε το ξύλο κόκκινο ή κυνηγούν το δράκο πάνω στο συρματόσκοινο. Κανέλα και ταμπάκο μυρίζουν τα ατίθασα μαλλιά τους. Λουκία, ψηλά στα ουράνια, παίζει με το διαμάντι ονειρική, μα σπάνια, και τους πετά το γάντι να πει την προσευχή στην αγκαλιά τους. Άγιε μας φίλε Διόνυσε, μαρτυρικέ αφέντη, η λύπη τα κανόνισε στο σκοτεινό σου γλέντι άγουρα κι έρημα παιδιά να παραμυθιαστούμε, στη στοργική σου την ποδιά να αποκοιμηθούμε. Λέτε στο φως ο Κύριος να τους φυλά το μέλλον; Μάννα πως μοιάζει ο Σείριος, ψίχουλα των αγγέλων μοιράζονται ― δεν κλαίνε, δεν πονάνε.

109


Παράτες ζωές για κούρδισμα, μία γλυκιά σοπράνο με το μπεμόλ νανούρισμα τους συνοδεύει πάνω. (Δεν έχουν πόνο πια, ούτε μεθάνε). Έλα και πάρ’ τους, μάγισσα, η νύχτα από το πλάι κόχη αναστενάρισσα ψυχούλες που σκορπάει. Φρόντισε λίγο τους μικρούς, αλίμονο, στη ράμπα των ουρανών για τους νεκρούς με των τρελών τη στάμπα.

110


Λήγοντας

Ρίξε τα πούλια, ερημίτη μου, στο τζάκι. Κλείσανε τώρα του χωριού τα καφενεία. Κάποτε βλέπατε στην ΕΡΤ καμιά ταινία κι ήρθαν τα χιόνια να σε κρίνουν γεροντάκι στις κορυφές, στους τηλεδέκτες, στα μαλλιά. Πάμε να δούμε τα αλύγιστα πλατάνια ― τ’ ανάστημά τους θα το χάζευα με φόβο· κι έλεγες ρίζες τους, τα φύλλα να μην κόβω, μην τη φοβάσαι, γερανέ, την περηφάνια, να ’χεις ζωή σαν τ’ ανοιξιάτικα πουλιά. Έχω τ’ απόκομμα μιας άγνωστης φυλλάδας και την κουβέντα σου πικρή έχω φυλάξει: νιάτα δεν έμειναν, ο τόπος θα ρημάξει. (Πάνω στο θρύψαλο μιας ώριμης Ελλάδας, παιδιών δεν χαίρονται τα μάρμαρα φωνές.) Πάμε να στύψουμε στην κούπα μας σταφύλια, μικρός που δίσταζα να πιω, μήπως μιλήσω· κι έλεγες διώξε τη ντροπή ―θα σε τιμήσω― μα να φοβάσαι, γερανέ, τα ξένα χείλια, νεράκι μόνο αν ζητούν στις συντροφιές. Έχουν μαυρίσει την καρδιά μου οι αφίσες, ποια κερωμένη ανθρωπιά να εικονίσεις. Αν σου ζητήσουν παραμύθια να πουλήσεις, πες δεν τ’ αξίζω, πονηροί, κι έπειτα σκίσ’ τες όσες ανόητες βαγιές κι αν κουβαλάς. Στόμα γλυκάνισο και μπόι μου δυο μέτρα, ούτε το κρύο σ’ ακουμπά, ούτε η ζέστη. Πώς να προλάβω το πέρασμα του ασβέστη, που δεν σεβάστηκε το γράμμα σου στην πέτρα, αδικημένη μου ψυχή που δεν μιλάς.

111


Θεωρία

Τέτοια μεγάλη σου η αγέλη κι ήμουν απ’ τα διαλεγμένα αρσενικά. Ζήλια με τάιζες και μέλι, και σ’ απάλλασσ’ από βράδια ασθενικά. Έτσι αποκτήσαμε τη σχέση σε κάτι χρόνια εφηβικά του προσδιορισμού, κι έλεγες “ο έρωτας μ’ αρέσει” ― εμείς δυο σώματα σε ασκήσεις οργασμού. Τώρα το αίμα μου σε τραγουδά, μα δεν σε νιώθω, μ’ έχει σωριάσ’ η αιμωδία ― χαμένη αίσθηση. Δεν είναι δα καιρός γι’ αγάπες στα ανώδυνα σημεία. Σε κάθε σπόνδυλο σε κυνηγώ σπασμένη ράχη μιας ταινίας, κι έχω θέμα να με ρωτάς απλά, όπως κι εγώ: αγάπη να ’ναι; συντονίζουμε το βλέμμα.

112


Κλικ στον έρωτα

Διανομή: (αφηγητής) ο Άντρας η Γυναίκα το Ζευγάρι



ρωτάω…

(Ρωτάω για του έρωτα τις φράσεις. Όνομα, επίθετο, επάγγελμα, συστάσεις, τι είπε, τι θέλησε ― ποιος ξέρει το αίνιγμά του σωστά να προφέρει; Ρωτάω για του έρωτα τις πράξεις. Θαύματα, εγκλήματα, έξοδα κι εισπράξεις, τι χάνει, τι κέρδισε ― ποιος ξέρει τι ζητάει για όσα μας προσφέρει; Ρωτάω για του έρωτα το ήθος. Αίσθημα, σκέψεις κατ’ ιδίαν και στο πλήθος, τι είδε, τι έζησε ― ποιος ξέρει πόσο χαίρεται και πόσο υποφέρει;)

115


Ποπ αγάπη

Μπροστά μου εσύ, αλάργα τα τριάντα, κι εγώ στη μέση να χτυπάν από παντού ροκ εφηβείες που τελειώνουνε και που μεγάλους έρωτες τούς φύλαγαν στην μπάντα. Σου αφιερώνω ποιήματα του Ντύλαν, νύχτα προβάρω τα μπλουζ της ησυχίας μ’ όλους τους κώδικες της μελαγχολίας, όπως τα χείλη σου στα δάχτυλά μου στείλαν. Γειώνω, κάποτε, τον ηλεκτρισμό μου στα λαϊκά του δρόμου και της Μπέλλου. Τότε να ’ρθεις, που τα χέρια μου σε θέλουν, μαζί ν’ αγγίξουμε το τρέμουλο του κόσμου. Μα εσύ φευγάτο της πίστας δρολάπι, τώρα που γλύκανα την άγρια φωνή μου, φεύγεις ― και δοκιμάζω την υπομονή μου, ανάλαφρη που ’θελες, ποπ την αγάπη.

116


Μέσα Φλεβάρη

Σήμερα βγήκα και πάλι στο μπαράκι, εκεί που γνώρισα την όψη σου πριν χρόνια. Ίδιος ο χώρος, πιο νέα τα γκαρσόνια, κι όλο θυμάμαι πως ήρεμο αγοράκι αδέξια έπαιζες στα χέρια το ποτήρι και πώς το σώμα σου κοντά μου είχε γείρει. Θυμάμαι εμένα, ως άλλη Γκρέτα Γκάρμπο, μεγάλης σταρ να ασκώ τη γοητεία, σαν άστρο δίπλα στη μπάρα να λάμπω κι από απόσταση να θαυμάζει η πελατεία. Μονάχα εσύ, μονίμως ήσυχος και νέος, να με κοιτάζεις μες στα μάτια, πιο γενναίος. Μπαίνω στο μπάνιο, βρίσκω τον καθρέφτη: ζεστά τα χέρια μου πάνω στις ρυτίδες και κάτι νιώθω στην ψυχή μου σαν λεπίδες – έξω χαράζει. Ο ψίθυρός μου “ψεύτη, ποτέ δεν θέλησες να με κατακτήσεις, παρά τη λάμψη μου δική σου να κρατήσεις.” Χρώμα στα πρώτα γκρίζα μου μαλλιά, ο ήλιος πάνω στο κολιέ του αρραβώνα που σφίγγει το λαιμό μου σαν θηλιά ― σχεδόν τον βγάλαμε κι ετούτον το χειμώνα. Μέσα Φλεβάρη, χαζεύω τις βιτρίνες, και να ξεφτίζουν από σένα τέτοιες μνήμες.

117


Απόγευμα

Αυτό το απόγευμα Τετάρτης και αργίας, που ’χεις στον έρωτα γλυκά μελαγχολήσει, λέω δεν πρόκειται κανείς ν’ απασχολήσει τις χωρισμένες μας ζωές που, μετά βίας, στόμα με στόμα τις έχουμε κολλήσει. Σκέφτομαι τότε, και λες πως θα πονέσεις, που ονειρευτήκαμε την πρώτη συνουσία σαν τα γενέθλια της γέρικής μας σχέσης. Μετράω πόσα δώρα, πόσες υποσχέσεις, και τα σκαλιά που έφταναν στην εκκλησία. Γραφτό δεν ήτανε και πάμε παρακάτω. Πάντοτε λείπεις και δεν σε προλαβαίνω ούτε μες στ’ όνειρο, εκεί που περιμένω κάτι γνωστό σου να έρθει από τον πάτο, ενός ανθρώπου που πλέον νιώθω ξένο. Σκέφτεσαι τότε, και λέω θα τ’ αποφύγω, που ορκιστήκαμε σ’ αλήθεια και σε τόλμη να μοιραζόμαστε τα πάντα λίγο λίγο. Κοιτώ την πόρτα ― πες μια λέξη και θα φύγω αδικημένος, να γλιτώσω τη συγγνώμη. Κι αν σε χρειάζομαι, τι να το συζητάμε, κι αν με αγάπησες, κουράστηκα στα λόγια. Θέλω από ’δω και στο εξής τελείως χώρια να ζούμε, χώρια στους δρόμους να περπατάμε. Θέλω ασυγχρόνιστα τα μέσα μας ρολόγια. Αυτό το απόγευμα Τετάρτης που τελειώνει, κι έχω στον έρωτα γλυκά μελαγχολήσει, σχεδόν αμίλητοι ας κοιτάξουμε τη Δύση, αντί γι’ αντίο, εδώ απ’ το μπαλκόνι. Μέχρι κι ο ήλιος θα ’χει μαζί μας συμφωνήσει.

118


Ωραία γυναίκα

Μπαίνεις στο αίμα μου γλυκύτατη και χάνω τον εαυτό μου στη σαρκώδη σου πορφύρα. Διάπλατα μάτια στο είδωλό σου και σε πήρα σε μια καρδιά νεανική να ζεις επάνω. Καίει το δέρμα μου, ο ύπνος δηλητήριο που με υψώνει καθώς φεύγω στο ντελίριο: αχαρτογράφητη ζωή, έφηβος του κλήρου ή νεοσύλλεκτος στο πείραμα του ονείρου. Έχω τον ήλιο να φοβίσω, αν φοβηθώ, το φύλλωμά σου στη σκιά σαν σε ψευδαίσθηση, να επιστρέψω στον μεσονύχτιο βυθό μ’ ένα αντίδοτο που λαχταρούν οι μέθυσοι. Κόβε τη ρίζα σου να πουν τις προσευχές ανομολόγητα στα φύλλα τα ζευγάρια (κι όπως μοιράζονται σαρκία στα φεγγάρια να ζήσουν πάλι τη νύχτα σαν εχθές). Απανεμιά, στον κόλπο σου κρυφός, παραμιλώντας να με βγάλεις προς το φως, πριν εθιστώ στην παρουσία σου ― και παύω να δίνω άφεση στον έρωτα και μπράβο.

119


Θα γίνω θύμα

Είσ’ ένα πρόσωπο μωρού που νανουρίζω τις νύχτες που κοιμόμαστε μαζί. Όλες τις άλλες που ξένη σάρκα σε ζει, παιδιού καμώματα κι ελευθερία. Μα, έστω κι έτσι, το μέλλον μας φροντίζω, από αγκαλιά σε αγκαλιά να μεγαλώσεις. Όσες φορές λοιπόν κι αν με προδώσεις, βάζω για ενέχυρο την κάθε σου απιστία. Θα ’χω υπ’ όψιν μου όλα όσα σέβεσαι του φύλου σου έθιμα κι απωθημένα, κι όταν σαν σκύλος κοντά μου έρχεσαι, θα λέω ας τ’ αφήσουμε, ας ξαναρχίσουμε, κι εσύ πώς μπόρεσα και σε συγχώρεσα. Θα γίνω θύμα σου απ’ τα συνηθισμένα. Να καταπίνω δάκρυα, μετάνοιες καιρό, μεγάλη σπάνια καρδιά, μαρτυρική. Τέτοια ζωή σου ’χα ετοιμάσει ονειρική ― κάποτε ξύπνησες εκτός του Παραδείσου. Κι είχα με τρόπο άγιο, καθόλου φανερό, είχα στα μέτρα μου τα βήματά σου φέρει. Για κοίτα τώρα πώς η φύση σου υποφέρει, μα τι να πεις, η πρόταση δική σου .... ..................................... Κι έγινα θύμα σου για να με σέβεσαι, τόσο που ζήτησες κοινές τις μέρες. Τώρα, στεφάνι μου, μόνο να εύχεσαι μην κουραστώ και γείρω σ’ άλλον ώμο ― κι εσύ σπιτόγατος πώς θα βγεις στο δρόμο, έτσι που σ’ έκανα κι αγάπησες τις βέρες;

120


Ποτέ ως τώρα τόσο μόνος

Οκτώβρης μήνας, ερωτοτροπούσα με τις περαστικές κι αναζητούσα κάτι δικό σου στο σώμα ή το βλέμμα, αυτό που έχασα, κι ό,τι ήταν ψέμα χωρίς ντροπή το χρησιμοποιούσα να τις πληγώσω ― λες κι εσένα χτυπούσα. Στην πρώτη χάρισα μια μαργαρίτα σημαδεμένη στη δική μου την ήττα, κι όταν της έλαχε να μη μ’ αγαπάει, είπα τι θλίψη κανείς να μετράει στα λουλουδάκια τα ζητήματα ψυχής, σαν εσένα ― κι ούτε ίχνος ενοχής. Η δεύτερη σου έμοιαζε στα χείλη. Θερμά μας σύστησε μια κοινή μας φίλη –μοιραία γυναίκα, εκδίδει ελευθέρας ― κι εγώ, ξυπνώντας κάτω μου το τέρας, το ίδιο βράδυ ανταπέδωσα τη χάρη. Δεν είχες κάτι που να με συνεπάρει. Το τρίτο θύμα ήταν το καλό μου· βαθιά την άγγιξα, λέει, με το μυαλό μου ―σαν να σ’ ακούω, δυο χειμώνες πίσω― κι όπως με κάλεσε να την αγαπήσω, χρόνο για χάσιμο, απάντησα, δεν έχω. Είν’ από τότε που πικρία τής παρέχω. Και κάπως έτσι έμεινα μονάχος, ουδέν συναίσθημα, μα με το άγχος ν’ αποτελειώσω ό,τι άφησες στη μέση.

121


Κι ό,τι φοβάμαι που ίσως μ’ αρέσει να ’ναι στους άλλους γύρω μου ο πόνος. Ποτέ δεν ένιωσα ως τώρα τόσο μόνος.

122


Ό,τι δεν φοβήθηκες

Αργά διπλώνω το πρωινό σου ραβασάκι ― θα σου τσακίσω άκρη σ’ άκρη τον εγωισμό· ωστόσο, αυτόν τον σκοτεινό σου ερωτισμό στις μετρημένες σου λέξεις έχω ανάγκη. Εκεί που δεν φοβήθηκες ποτέ να φανερωθείς. Γελάω ― θυμάμαι τις σεμνές σου μανιέρες να με αγγίξεις, μα ξέρω πίσω απ’ τα εφέ (και μάρτυράς μου το φλιτζάνι του καφέ) τα χέρια σου έλυναν οι δεμένες ζαρτιέρες. Εκεί που δεν φοβήθηκες ν’ απελευθερωθείς. Αρένα οι σχέσεις, εμείς σαν άπειρα λιοντάρια αναμετράμε λόγια, θύματα, δυνάμεις, και θες στο χώμα εσύ πάνω μου να κάνεις ασκήσεις νίκης, βογκητά κι άσφαιρα σκάγια. Εκεί που δεν φοβήθηκες ποτέ να μ’ ερωτευτείς. Έννοια σου όμως, η νύχτα ίδια θα ξανάρθει μ’ ό,τι αγαπάς ― σκοτάδι, έρωτα και ύπνο. Κι έπειτα ―ξανά― από το σιωπηλό μας δείπνο, στα πέταλά μου ζητάς να κρύψεις τ’ αγκάθι. Εκεί που δεν φοβήθηκες ποτέ να μ’ ονειρευτείς.

123


Μπαλάντα της μιας νύχτας

Θέλω όσο ντύνεσαι να γνωριστούμε. Μεγάλης νύχτα πρώην θιασώτης, χρόνια ζευγάρωνα να ζήσω γενικώς, και διόλου τύπος οικογενειακός. Εδώ στο στρώμα της ζόρικής μου φύσης στρώνω του έρωτα σεντόνια της μιας χρήσης, στο παντελόνι μου φύλακας, δεσμώτης. Εσύ ποια να ’σαι, πριν αποχωριστούμε; Ξέρω, ποτέ δεν θα ξαναβρεθούμε. Εκ γενετής συνώνυμο ζωής, χρόνια ο μπελάς μου είν’ αρσενικός, πότε αλήτης και πότε ευγενικός. Τη φημισμένη περίπλοκή μου φύση ούτε που θ’ άντεχε ν’ αντιμετωπίσει, ακόμα και στους δεσμούς αναπνοής ― εκεί που ζήτησες πριν να φιληθούμε. Όπως στην πόρτα βγαίνεις, μικρή μου, Ένα δωμάτιο αφήνω της ερήμου ― καινούρια μέρα μα ίδια θ’ ανατείλει σκόνες και κρύο, στεγνωμένα χείλη. για όσους σκότωσαν μια ευαίσθητη καρδιά Με περιμένουν στις οχτώ για δουλειά και το κορμί τους ξέμεινε από λύσεις. κι οι υποψήφιοι μιας αγάπης ίσης. Θ α τ ο ξε χ ά σ ω τ ’ ω ρ αί ο π ρό σ ωπ ό σ ου , όπ ως ξε χν ι ού ντ αι ό λ οι ο ι α ρι θ μ οί , κ αι πε ς πω ς ή τ αν μι α άτ υ χη σ τ ι γμ ή . Κα λή σ ου τ ύ χη με τ ο ν ίδι ο ά ν θ ρ ωπ ό σ ου .

124


Περιλάλητοι γάμοι

Αχ Τάνια με τα πολύχρωμα φουστάνια, θα σε διαλέξω για γυναίκα της ζωής μου και δεν θ’ αφήσω τον αντίπαλο τον Σπύρο να σε κερδίσει ― αν σ’ αγγίξει, θα τον δείρω. Δεν ξέρω ακόμα τι κρύβει το παιδικό μου σορτσάκι, έτσι αθώα κρατάω το μαλακό σου χεράκι. (Σκέφτομαι, πάντως, μήπως παίζαμε κι εμείς κάτι που είδα στην TV να κάνουν δυο γονείς.) Αχ Τάνια, κι ας γελάει η μαμά μου, θα σε προσέχω, θα πάρεις τ’ όνομά μου, θα βρω δουλειά και θα μας μαγειρεύεις ― θα, λέω, κι εσύ τ’ αγόρια πως δεν τα πιστεύεις. Δεν ξέρω ακόμα πότε θα σου ζητήσω το χέρι. Αν όλα πάνε καλά, μόλις πατήσω στ’ αστέρι, αστροναύτης που θέλω δικό μου να γίνει, κι εσύ μπαλαρίνα ― θα παντρευτούμε στη σελήνη. Αχ Τάνια, στα δέκα σ’ έχασα, γαμώτο, μα σε θυμάμαι για κορίτσι μου πρώτο στου παιδικού μας σταθμού την ευλογία. Όσο σκάρτοι τώρα, τότε τόση υγεία.

125


Ζευγάρι στον αιώνα Ους ο Θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω. Ακολουθία του Γάμου

Είκοσι χρόνια τα βράδια κουβεντιάζω με μιαν εικόνα σου πολύ νεανική. Καημούς, μαντάτα, γνώμες ανταλλάζω, κι εσύ κουβέντα δεν μου γύρισες μισή. Και τα παιδιά, παράπονο δεν έχω, παίρνουν τηλέφωνο, με θέλουν στις γιορτές, μα εγώ τον κόσμο τον πολύ δεν τον αντέχω ― θες που λείπεις, θες που έφυγες σαν χτες. Είκοσι χρόνια που με φροντίδα σου ’χα το καντηλάκι αναμμένο, καθαρό. Άσπρα πατώματα, μαύρα τα ρούχα, το σπίτι πλένω και μετράω τον καιρό. Ώσπου μια νύχτα γύρισες στο στρώμα, σαν να ’χες βγει μονάχα για μια βόλτα· μα ήσουν γεμάτος χώματα στο στόμα, ξερά γαρίφαλα στο σώμα σου και χόρτα. Είκοσι χρόνια γερνάω και κανένα μήνυμά σου δεν έρχεται απ’ τη δύση, εκεί που βρίσκεσαι να μ’ έφερνε κι εμένα. Πότε κοντά σου ο Θεός θα με θελήσει; Σαν να το ξέχασε που κάποτε μαζί ζωή ορκιστήκαμε και σάρκα μία. Η σύνταξή μας την αγάπη δεν τη ζει, κάπου να χώραγα στη φωτογραφία.

126


...κανείς δεν ήξερε να πει

(Κανένας για τον έρωτα δεν ήξερε να πει. Έκλειναν με νόημα το στόμα στη σιωπή. Έξι γράμματα ― τα τρία του Θεού, και τρία των γέρων, των νέων, του παιδιού.)

127



Ποτε στη μαρκίζα και πoτε καμποτίνοι



Αύγουστος 12, ’00 (Ανάβει η μαρκίζα…)

Ποιοι είμαστ’ εμείς ρωτάτε, πού πάμε. Νέοι δυο μέτρα στη γη δεν πατάμε ― πέφτουμε στ’ όνειρο μ’ αλεξίπτωτα, μπουλούκι ζωής κι όμως με τίποτα δεν μας κρατούν τα σχοινιά στη μετόπη. Μια ζωή στον αέρα, ας πληθαίνουν οι τόποι. Ποιοι είμαστ’ εμείς, τι κουβαλάμε. Νέοι δυο μέτρα στο χέρι κρατάμε μια λίστα υλικά για την επιτυχία ― μια κούπα καφέ, υπομονή, τα πτυχία, κι ηλεκτρισμένο το χτύπο στο στήθος. Κάποιων γενειάδων μάς σκιάζεται πλήθος. Ποιοι είμαστ’ εμείς, τι τραγουδάμε. Νέοι δυο μέτρα στα γόνατα πάμε, να μη φοβάται ο Θεός κι οι γονείς, όταν με σάλιο, φωνή, αθώοι κι αγενείς, αυτού του κοσμάκη τον κόσμο απαιτούμε. (Ύστερα, όσα μάθαμε ποτέ δεν θα πούμε.) Ποιοι είμαστ’ εμείς, πώς αγαπάμε. Νέοι δυο μέτρα μωρά μπουσουλάμε, η πρώτη μας λέξη θα είναι το “αμήν” (για ’κείνο τ’ όνειρο που λέγαμε πριν). Κι αν από μήλο, ηδονή ή λουλούδια αγγέλων, κανένα τέτοιο δεν προσφέρουμε μέλλον.

131


Ταλέντο στη ζωή

Ακίνητος στης μοναξιάς τη λούμπα, σαν στρουθοκάμηλος και σαν βρεγμένη γάτα. Να στέρεψαν τα γόνιμά μας νιάτα; Ούτε λουλούδι να δώσεις σε γυναίκα δεν βγάζεις πια απ’ το στόμα. Θα τρέξεις για να ζήσεις, κι ήρθαν τούμπα χαλίκια, όνειρα μιας μνήμης αιωνίας. Ταλέντο στη ζωή και νεανίας, κάθε που πήγαινε έντεκα και δέκα ζητούσες μιαν ημέρα να ’ρθει ακόμα. Τι απέγινε στην πρόσοψη το μπόι; Και τι ’ν’ αυτό που ακούω; Μοιρολόι; (Άσε με τώρα ― σκύβω ξεφωνίζοντας βραχνός στο μέταλλο, μασίφ την ερημία των εαυτών μας μες στους δρόμους.)

132


Πώς μεγαλώνουν ν’ αγαπούν τα αγόρια

Ήθελες, μαμά, κακά τα ψέματα, στον κόσμο να κυριαρχήσω. Από πού λοιπόν να ξεκινήσω, αν όχι απ’ του έρωτα τα θέματα; Βρήκα γυναίκα ζωής ―θα σ’ αρέσει, σου φέρνει λίγο στα τερτίπια― και στ’ όνομά της ―παντρεύομαι― ήπια. Μου λες πως θα με τιθασεύσει. Μεταμοντέρνα γραφείου σουφραζέτα, μύγα στο τακούνι δεν σηκώνει, μα αυτό το φέρσιμό της με πεισμώνει ― τη θέλω έξυπνη, μαζί και μαζορέτα. Χαίρεσαι, θυμώνεις, απελπίζεσαι, αγάπη, λες, χρειάζεται κι ισότης, σ’ εμένα που μεγάλωσα στρατιώτης για να επιβιώσω. Μη συγχύζεσαι. Τα ίδια προορίζω για εκείνη που θ’ αγαπώ και θα σέβομαι. Παρ’ όλα αυτά, ας μην μπερδεύουμε ποιος πρέπει επισήμως να διευθύνει. Ήθελες, μαμά, να σου θυμίσω, στον κόσμο να κυριαρχήσω. Έτσι κράτησα σαν μότο στο μυαλό μου ν’ αγαπάω πάνω απ’ όλα το φαλλό μου.

133


Καινή φωνή σου, καλή τύχη και τώρα οι στίχοι της συνήθους μας ποιότητας ενός μέλλοντος ηχούν φριχτοί αντίλαλοι Σ. Μ. Στον Γεράσιμο Ευαγγελάτο

Καινή φωνή ― το νου σου, αν βραχνιάζει ο στίχος με το δίκιο που επεμβαίνει· του σιγαστήρα κρυφοί και μιλημένοι σκοποί την ασφυξία κάνουν χάζι. Μπορεί, λοιπόν, να σ’ έχω συναντήσει μ’ ένα παυσίπονο χάπι στη γλώσσα, σε κάποια συναυλία ή στα όσα αινίγματα στα fora δίνουν λύση. Μ’ ένα τραγούδι ποιος να νικηθεί· γραμμένη ύλη χτύπους παριστάνει πλήρεις αντίλαλων ― κι έχεις βρεθεί εσύ ο ίδιος Νώε στη μελάνη. Δυνάμωνε το λόγο με τη στίξη σφοδρός αέρας να σε φυσήξει.

134


Φάντασμα του κόσμου

Ένας δικός μου ήρωας, άνθρωπος δικός μου, παράσημο, μπογιά και τιμή όλου του κόσμου. Το κοινό του εν ζωή, οι κομήτες καλεσμένοι, λιαζότανε στα φεστιβάλ και στης TV το φως. Εκείνος όμως, δηλωμένος της σκιάς αδερφός, πήγε από κόρη του καιρού σεσημασμένη. Τώρα έγινε άγιος, μπλουζάκι και παντιέρα. Οι δικοί μου οι νεκροί δεν θα μπούνε στα βιβλία. Δεν φέρνουν επανάσταση, τιμές και μεγαλεία. Τ’ όνομά τους εν ζωή το γνωρίζανε οι λίγοι που τους είδαν ν’ ανάβουν, να σβήνουν σαν πυρσούς. Τους μοιράζει κρασί και ταυτότητα ο Ιησούς, κι είναι ινκόγκνιτο στου Παραδείσου την πύλη. Γίνονται άγνωστοι ρυθμοί σε μια ταστιέρα. Ένας δικός μου ήρωας, άνθρωπος δικός μου, μύθος, τύψη έγινε, και φάντασμα του κόσμου.

135


Πέντε δέκα δεκαπέντε – στοπ

Στα πέντε, του λαού καλοκαιράκι, το Τυχερό τούς είχαν Κυπελλάκι. Φιγούρες, μαχαιρώματα της μνήμης, ο Σνούπυ, Κεραυνόγατες, Σαΐνης. Χιλιάδες σποτ, αυτοκόλλητα παντού, χύμα φωνές στα πέριξ τ’ ουρανού. Στα δέκα, προβάρανε τους άντρες μ’ ένα ξυράφι, τον αφρό. Στις μάντρες λερώνανε τα γόνατα στην μπάλα, ωραίοι καβαλιέροι στην μπουκάλα. Γνήσιους φίλους λογαριάζανε ακριβούς ― όσους αργότερα, τους ήθελαν βουβούς. Στα δεκαπέντε, κόρτε με τις κόρνες, σφυρίζανε με νόημα στις πόρνες. Τσιγάρο, χαρτζιλίκι για τις στέκες, κορίτσια που μεγάλωναν γυναίκες. Να μη σηκώνουνε μύγα στο σπαθί ― μέσ’ απ’ τη φλέβα ο θυμός καραδοκεί. Στα είκοσι, ανυπόφορο το σπίτι. Καλοθρεμμένους τους θέλουν τα γκραφίτι των αστέρων· πιστέψανε στη γνώση, της Ιστορίας τη δόξα ν’ αποδώσει, μα παραμένουν οι πόρτες της κλειστές ― σαν τους διωγμένους συζητάνε φοιτητές. Είκοσι πέντε, η ίδια απορία, στα γεγονότα δεν αφήσανε πορεία. Όλα τα δάχτυλα γυρίζουν προς τη λήθη, καμία λέξη να μην τα μεταπείθει. Ίσως κρυφτούνε σε δυο γράμματα ψιλά, σ’ έναν επίλογο, κάπου χαμηλά.

136


Τι να σου λέω, κουραστήκανε ματαίως, νυν και αεί στο μέτωπό τους τέως. Άσπρισαν γρήγορα οι τρίχες στους κροτάφους και ανυπότακτοι πάνε για τους τάφους. Μα στα τριάντα, που αλλάζουν οι γενιές, ξέρει κανείς αν θα προλάβουν Κυριακές;

137


Ωμεγαλεία (Σβήνει η μαρκίζα· γεια χαρά, καμποτίνοι…)

Σ’ αγάπησα πολύ πίσω απ’ την οθόνη, αυτόν τον σύγχρονο της σιγουριάς καθρέφτη, κι όταν η εικόνα μαζεύεται και πέφτει, κενά τα αισθήματα, σκοτάδι που πλακώνει. Σκόνταψε ο ένας, έπεσε, του φεύγ’ η πανοπλία, κι οι ανώνυμοι, γυρνώντας, ψάχνουν για δουλειά. Όλοι μας άυπνοι, χτυπάει ξέφρενα η κοιλιά ― του Οδυσσέα, φοβάμαι πως, χάθηκαν τα πλοία. Τα πάντα σαν πλάνου φανερώθηκαν συμπτώσεις, όνειρα, χρίσμα, εξεγέρσεις και συμβάσεις. Όχι, δεν θ’ ακουστεί ποτέ, ούτε θα το διαβάσεις, πως γύρισε η σελίδα ― στο χώμα θα το νιώσεις.

138


Η τέταρτη ηλικία Απόσπασμα ΙΙΙ από το κείμενο Γιατί αργούν να φανούν τα χελιδόνια;

Ψηλώνουν γρήγορα, μα κάμπτοντας την πλάτη πάνω στα γόνατα ― στη στάση ενός εμβρύου όλος ο φόβος για το ρίζωμα του κρύου μια λάμπας ζέστη συναντά, κι είναι γεμάτοι μικρές ελπίδες πως προσφέρουν τα βιβλία ύψος και βάθος στοχασμών στις εμπειρίες. Πλάσματα επώδυνα προς τις πληροφορίες, ενός ψευδώνυμου ζητούν την ασυλία, κι εν μέσω πλήκτρων, δικτύων, καλωδίων, πρόσωπα ψάχνουν φιλικά και αναρωτούνται πόσο οι άνθρωποι υστερούν να δικαιούνται για το συνάνθρωπο χαρά και τον πλησίον. Κι η τόσο λάβρα σκοτεινιά που ’χουν στην όψη, λύπη δεν είναι παρά σύμβολο του τρόμου, όπως διαστέλλονται τα μάτια προ του νόμου που θέσπισε ποιος ξέρει ποιος το φως να κόψει. Συχνά σκοντάφτοντας στο τεχνητό σκοτάδι, βρίσκουνε πάλι τη χαμένη τους ευψυχία επαληθεύοντας μι’ αρχαία αλληλουχία: ο ήλιος στέκει ισχυρός κι ας είναι βράδυ. Και μόνο μοιάζει σαν άγραφη αδικία έτσι που γέρασαν νωρίς, χωρίς μια θέση, λες κι έχει ο χρόνος τον τόπο κατασχέσει· καλώς ορίσατε στην τέταρτη ηλικία.

139


Πρόσκληση

Ας υποθέσουμε πως όλα πήγαν στράφι τ’ ανεκμετάλλευτα οικόπεδα του ογδόντα ―εκεί που κύλαγε σε μέλλοντα το τόπι― και πως δεν ήμασταν παρά οι καιροσκόποι λίγων στρεμμάτων, δίχως ήθος και προσόντα. Κι ύστερα, πως διαιωνίσαμε τα λάθη της εποχής των προδομένων μας πατέρων για έναν άλλον κόσμο· σύνεργα του πόνου ή μήπως φύμα κακοήθους φανφαρόνου μοιάζουνε πλέον τα όνειρα ημετέρων; Εσάς ρωτώ για μια νεότητα που εχάθη λογοδοτώντας σε χρόνο παρελθόντα, και στέκει έρημη, απάνθρωπα σκυμμένη μπρος στις οθόνες ανά την οικουμένη· εσάς ρωτώ γιατί ν’ ασκείται στα σεκόντα. Και δεν ζητώ σαν να ’ταν κάρβουνο ή χρυσάφι ν’ αποφανθείτε για την τύχη της σαν πρώτα, παρά στην όψη της να τοποθετηθείτε· μόνο απαντήστε καίρια αν μπορείτε, για να γιορτάσουμε μαζί τον ενεστώτα.

140


Ας πούμε, εξομολόγηση

Μαζεύω χρόνια φιλότιμο σφουγγάρι κάθε λογής υπαρκτή πληροφορία· μα πιο πολύ το κλάμα των ανθρώπων συναντώ, εαυτού και άλλων τόπων, τη λύπη των γονιών και μια σωρεία σφαλμάτων που δεν τους δόθηκε μια χάρη. Είμαι κι εγώ παιδί της τεχνολογίας: νύχτες σκορπώ κι αιτήσεις προς τις επιστήμες να φανερώσουν τα πρόσωπα των φίλων, και μέσω δικών μου συγγενών κι αλλήλων, ποιος ασυνείδητος διέσωσε τις φήμες πως στέκω ανάξιος φορέας ευλογίας. Μα όταν βρίσκεσαι μόνη κι ηρεμείς, αναποφάσιστη (― Όπως χαρμολύπη; ― Ναι, αυτόν τον διχασμό της ηλικίας), σαν να μοιράζω ένα μέρος αδικίας σ’ εκμυστηρεύομαι και μ’ εγκαταλείπει το λίγο θάρρος μου ― φταίξαμε κι εμείς. ⁂ Αργοπορήσαμε πολύ στις συζητήσεις για το ποιόν και τ’ όνομα του εχθρού· κι όταν εκείνος ολοκλήρωνε κινήσεις, εναντίον του αόριστου καιρού βλαστημήσαμε την τόση ατυχία. Κι όμως, υπήρξαν κάποιες φωνές συγκεχυμένες σε μια σκιαμαχία που καλούσαν ― δικές μας φωνές. ⁂

141


Και δεν κατάφερε το σκούρο μας το ρούχο να βρει μια θέση για το όποιο ταλαντούχο πόνημά μας ― ισόβιοι φορείς της ευθιξίας μιας βαριάς, σχεδόν ανίατης αισιοδοξίας τ’ ωραίο, τ’ οριστικό, τ’ αληθές εκποιούμε· “κουράστηκα τον μεσήλικο να προσποιούμαι, μόνο και μόνο για λίγη δάφνη ανά χείρας ―” κι έχει επέλθει από καιρό το πρόωρο γήρας.

142


Αυτοψία μιας φιλάσθενης νεότητας (απόσπασμα)

Διαβάζεις το μέλλον σου ανιστόρητο, όπως εξάλλου υπήρξες κι εσύ· σε διηγείται μια σελίδα μισή και το ποιόν σου έλασσον κι αφόρητο. Τι να δεχτώ: τη δόξα του αυτόχειρα ή του σκεπτόμενου και πλέον μόνου; Η διάγνωση: ανεπάρκεια χρόνου κι η ευθανασία προτείνεται πρόχειρα. Σταυρώνεις μ’ ευλάβεια μελλοθάνατου τα χέρια, κι απομένει οιωνός πως το παιδί ημών του καθενός θα πράξει, ως άλλος Χριστός, το θαύμα του. Γιατί να φροντίσω το μέλλον; Πίσω δεν διατίθεμαι σπουδαία ν’ αφήσω προς καθιέρωση άσματα· όντως, φθίνω άφωνος εκ του παρόντος.

143


Τελεία

Ακίνητη, χαρά μου, δεν σαλεύεις, σε μιαν αδρή λευκή λωρίδα δρόμου. Πού βγάζει ο δρόμος και ποιος περιμένει; Οι οδοδείκτες μαρτυρούν υπερορία. Δεν μας σηκώνει, λοιπόν, η Ιστορία. Ούτε παραμυθάκι δεν μας απομένει. Πώς να το λήξω έτσι τ’ όνειρό μου την ώρα που το χρόνο σου παλεύεις; Άλλο πια δεν λέω τίποτα, παρά πως εμείς δεν θα μπούμε σε καμιά λίστα προς την αθανασία. Θα ζήσουμε όμως σαν αγάλματα γεροί.

144


Πρόσκληση, Η τέταρτη ηλικία, Ας πούμε, εξομολόγηση, Αυτοψία μιας φιλάσθενης νεότητας, Τελεία: αποκόμματα από τη συλλογή “Μικροί Αόριστοι” – πάλαι ποτέ οργίλοι που ναρκώθηκαν οριστικά.

⁂ Ποτε στη μαρκίζα και ποτε καμποτίνοι: ‘πότε’ ή ‘ποτέ’ κατά περίπτωση και ιδιαίτερη συνθήκη.



Προσγείωση



Από ποιήσεως κόσμου

Όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω άνθρωπος ― όνομα και πράγμα όμως. Κυριολεκτώ, διότι υψηλός νόμος με υποχρεώνει συχνά να κλίνω το κεφάλι στη γη ―δεν είμαι ο μόνος―, σαν από βάρος αμαρτίας ή σκέψεις μετάνοιας. Πόσες φορές να στρέψεις το πρόσωπο κάτω, και να ’ναι ο πόνος ίδιος από ποιήσεως κόσμου ― χάσμα μεταξύ ετυμολογίας και πράξης· όσα συνώνυμα και να συντάξεις, χωρίς αντίκρισμα στο λόγο πλάσμα παραμένω, ανύπαρκτος. Προσφάτως, μου μήνυσαν πως ο Αδάμ κοιτάει, από χρέος, πάντα τη ρίζα που κρατάει. Έτσι ο οιονεί καλοσυνάτος πατέρας του φρόντισε· ποτέ πάνω, προς το δέντρο και τη χαρά του, το βλέμμα να μη σηκώνει, μην τυχόν δέρμα φιδιού, τη γυναίκα αγαπήσει. Κάνω, βέβαια, ό,τι μπορώ να τον διαψεύσω: πως αποκήρυξα την έμφυτη φιλία προς τη γνώση, του λέω, τα βιβλία πως αποτάσσομαι, να εκμαιεύσω ανελεύθερος λίγη ελεημοσύνη, μια περίοδο χάριτος, και να σηκώσω το ανάστημα θέλοντας να διασώσω το σύνθετο όνομά μου απ’ την οδύνη.

149


Άλλος υποστήριξε πως ο νόμος είναι χαμηλός, προϊόν της φύσης, την οποία δεν γίνεται ν’ αψηφήσεις, σαν την ανάγκη της μάνας ― ουδείς τόμος κατάφερε, απ’ όσους έχω διαβάσει, ν’ απορρίψει επαρκώς αυτήν τη σχέση. Εκ των πραγμάτων, αυταπόδεικτη θέση εκείνη που ενισχύει την τάση του σώματός μου να πέφτει στο κέντρο, στα χέρια της, σαν του μήλου τις πτώσεις ― καθόλου τυχαίες εδώ οι συμπτώσεις: παντού ένα βάρος και κοντά του ένα δέντρο. Παρ’ όλα αυτά, μια λυπημένη μέρα θ’ αποδείξω εμπράκτως ό,τι με ορίζει το λεξικό κι η στάση μου δε θυμίζει· τότε θα στέκομαι στο ύψος σου, Πατέρα. Ποια θα ’ναι η μέρα; Φυσικά, εκείνη που θα κοιτάνε ψηλά οι δικοί μου άνθρωποι, πενθούντες κάποιου ανωνύμου που αναπαύεται χαμηλά εν γαλήνη.

150


Πουλάκι των τριόδων Φίλε, παραγίναμε ευσυγκίνητοι Μ. Μαρκίδης

Σ’ έναν άνθρωπο που ζούσε δίχως κήπο, αγόρασα ένα λουλούδι πλαστικό ― ποτέ του δεν θα μαραθεί. Έτσι πίστεψα θα γλύκαινα το χτύπο της καρδιάς του, πριν να τρελαθεί. Πού πας, πουλάκι των τριόδων; Ακούω τον άνθρωπο να κλαίει κι εκεί που έβαζα στην τσέπη το μαντίλι, μαζεύονται ήδη τόσα χρέη. Κι αυτός από φιλότιμο, ποιος ξέρει, το τάισε σ’ ένα πουλάκι νηστικό και μου ’πε πως έχει προδοθεί. Φτερουγίζοντας απότομα το χέρι, πέταξε σκυφτά να σκοτωθεί. Πού πας, πουλάκι των τριόδων; Βλέπω τον άνθρωπο να πέφτει κι εκεί που έστρεφα το βλέμμα μου ψηλά, όλα αντιστρέφονται σαν σε καθρέφτη.

151


Κρεσέντο

Καμιά φορά που τον βλέπεις να πικραίνεται κι αναρωτιέσαι ποτέ που δεν φωνάζει, είναι που βρέθηκε να φεύγει με τα χέρια εδώ, παράταιρα, εκεί δεμένος σύρματα κι άδεια πανέρια, με μόνη στέγη της φωνής του την κλίμακα δυναμική. Μου ’πε πως γλίτωσε της τσέπης, ταπί στον έρωτα θα συναντιέστε στις ερημιές ή σ’ όλα εκείνα ― και γίνε όμορφη, γίνε επικίνδυνη, marcato σήμα, θήλυ κεραυνός, να συναντήσει τη μορφή σου ζωντανός. Σ’ το ’πα κι ησύχασα. Δώσ’ του τη σουρντίνα.

152


Ώστε δεν θα ’ρθει

Πολύ με παίδεψες του λόγου σου, κορίτσι στην αθωότητα, τότε που αγαπούσα σγουρά μαλλιά, μαρμαρυγές, άβαφτα χείλη, και την αγάπη σαν θέωση εννοούσα. Μ’ από Θεό, μόνο θεόγυμνα κορμιά ζητούν στα τέσσερα νερό στην ερημιά· ύστερα χρόνια και της ελεημοσύνης, ούτ’ ένα πρόσωπο να βρεις εμπιστοσύνης. Αν κάπου ήσυχα γερνάς, θα ’ρθω κι εγώ, εδώ που βρέθηκα, διαρκώς να νοσταλγώ. Εσύ που μ’ έμαθες πώς σέβονται τα μάτια, δεν θα ξεχάσω τα δικά μου πώς κοιτούσες, δειλά που ρώταγα με τι θα ευτυχήσω και δείχνοντάς μου τους ανθρώπους με τιμούσες. Μ’ από τιμή, μένει το τίμημα βαρύ για όποιον πάσχισε στον κόσμο να χαρεί· κι ο εαυτός μου, το γνώριμο χαβά του: πού ’ναι, παιδιά, οι σπουδαίοι του Σαββάτου; Θα με δεχτείς σαν επιζώντα ― δεν αρκεί· εγώ ζητούσα για τους πάντες Κυριακή.

153


Τελεσίδικο τραγούδι Πατέρες, “κουράγιο· άλλος τόσος δρόμος…”

Κι εδώ, στης ζωής σου το ημίχρονο, στα διπλά σου ―πενήντα― τα νιάτα, ν’ ανακάλυπτα ένα παυσίχρονο για τη μέθη να πιεις στην κανάτα. Μα τέτοια θαύματα δεν τα χωράει ο τόπος ― μεγαλώνετε βύθιοι, πράοι. Πώς τερματίζουν όλα τους όμοια τα λόγια μας ― κοινόχρηστες ρίμες καρφιά, κάγκελα γραμμές ισόβια. Σου βγάζουν γλώσσα τώρα οι μνήμες. Με σινική στα τατού διπλώνεις το θέμα ― πατριός, αποπαίδι κι αιθάλης το πνεύμα. Έρπειν στα μέτρα σου να ’ν’ οι έρωτες ― ποιος απ’ όλους το μήλο θα πάρει; Κι εσύ, πίσω απ’ τους ήπιους γέλωτες, δεν πήρες, άραγε, πλέον χαμπάρι πως δεν φτάνει η αλήθεια στις εικόνες που δίνεις; Έχει κι η ψυχή κανόνες. Και μην ακούσω για σκέψη κι εσωστρέφεια· θέλει κι η ήττα μας σκαμνί κι αξιοπρέπεια.

154


Μια φορά και ποιον καιρό

Το πρωινό μου κοιτάζω παραμύθι. Καλογραμμένο, μα φαίνεται δεν πείθει, δεν έχει δώσει στον ήρωα εξουσία, πλατιά χαμόγελα να φτιάχνεις περιουσία καθώς κοιμάσαι και νοσταλγείς. Μια δόση ονείρου, καιρού ναρκωτικό, ρίξε να βρούνε τα χέρια γιατρικό, παρήγγειλες αποβραδίς με μπάσα φωνή και την ασθενική ανάσα. Σε ποιο σταυρό να ομολογείς; Θα σ’ το διαβάσω την ώρα του καφέ, και μην πικραίνεσαι τόσο, βρε αδερφέ· παραμυθάκια όλοι έχουμε αγαπήσει, μα στην αλήθεια τ’ ουρανού να είμαστ’ ίσοι, δυο μέτρα νάνοι και προ της γης.

155


Στο κλίμα, ναι, το στωικότατο

Πικρό μου στόμα ατσάλινο και μάρμαρο στα χείλη, χάραμα σβήνω το κερί, η νύχτα να ’ναι Πέμπτης της προσκυνήσεως, σκιά να πέσει για τα στόρια των παραθύρων που έκλεισαν ― στο δρόμο να ’ν’ οι φίλοι. Βουβοί και ανομολόγητοι Ιόνιο καθρεφτίζουν αγαπημένων ποιητών (ακούτε, Κωνσταντίνε;): καλές οι τόσες διαδρομές, καλές κι οι θεωρίες, μα σαν κοπάσ’ η θάλασσα, παλάμες δεν γεμίζουν. Πώς θέλησα, καλέ μου Σαμ, για δίκιο να μιλήσω· εσύ μου μ’ ένιωθες συχνά, για δεν με σταματούσες; Με μαύρη κούπα στο χαρτί, στα πόδια με μπαστούνι, δώσ’ την ευχή σου, Ζήνωνα, εδώ να γονατίσω.

156


Κάποτε θα εισακουστείτε

Αν για το σύννεφό σου δεν τολμώ να πω, μη μου θυμώνεις, αγάπη ευτυχισμένη. Πώς να μιλήσω για χαρά που θα κοπώ απ’ τις λεζάντες; Σε θέλουν λυπημένη όταν ανοίγουνε βραδιές τα μαγαζιά, να ’ναι στ’ αυτιά μου το σύνθημα σκασμός! φέρνει χαρά στους χορηγούς ο χωρισμός. Για το συνάνθρωπο που δεν μπορώ να πω, μη μου θυμώνεις, γυναίκα και μητέρα. Πώς να μιλήσω στο παιδί, να μη ντραπώ, για τη σκυτάλη; Με ποιον, αν έρθει η μέρα, να τραγουδήσει για τη συντροφιά· θα ’ναι στ’ αυτιά του το σύνθημα σκασμός! εγώ εγώ εγώ ο πίθηκος χρησμός. Ούτε για σένα, υπερήφανε, θα πω. Μη μου θυμώνεις, μα βρες μου έναν τόπο που να μιλήσω για τιμή, έναν σκοπό, κι εγώ θα κάνω, στο λόγο μου, τον κόπο. Δείξε μου πρόχειρη στον κόσμο μια γωνιά που να μην είναι το σύνθημα σκασμός! Στις γειτονιές μας χύμα ο σαρκασμός.

157


Τι τρέχει Μάρθα;

Έτσι που βούρκωσαν τα μάτια σου, τρέμω μήπως δακρύσεις με τα φώτα αναμμένα ή με τον ήλιο ή μ’ ό,τι φωτίζει το πρόσωπό σου στον κόσμο μπροστά. Τι έπνιξες και μέσα σου αναβλύζει; Μόνο μην κλάψεις με τα φώτα αναμμένα, αν από λύπη, ας μη δώσουν σημασία. Κι άσε με εμένα να γελιέμαι που θαρρώ πως δεν μας έπλασαν από ευαισθησία, μα από χώμα ― και το χώμα είναι πικρό.

158


Υπάρχουν! θάνατοι υστερόβουλοι

Κύριε, γιατί αυτοκτονούν τ’ αστέρια; Αφού δεν περισσεύουν. Κανενός, άλλωστε, οι ευχές δεν πιάνουν τόπο. Ο πατήρ υποστηρίζει πως τ’ αστέρια τα ρίχνει στο κοινό ο ουρανός, λύνοντας τον αόρατό τους κόμπο. Μα δεν θυμάμαι ποτέ καμιά θυσία να ’χει στόχο τη σιωπή και το μπεμόλ· πόσω μάλλον στο σερέτη γαλαξία. Τις προάλλες, ένα γλίστρησε στο μέρος που πέφτει η κουβέρτα της ταφής. Έκαιγε τον ύπνο του συχωρεμένου. Το τράβηξα από πάνω του εγκαίρως και, αποφασισμένο εξαρχής, μου ’πε πήρες το φως του πεθαμένου. Μπα, κι εσύ που ζούσες στην αιχμαλωσία, γιατί λάμπεις στις πλάτες του νεκρού; Τα φώτα μετά θάνατον δεν έχουν αξία.

159


Υ.Γ. σε μια τρυφερή γυναίκα με μαύρα

Δεν υπάρχω πια· όμως πόση σημασία λες απέκτησε η ―έτσι κι αλλιώς― άκομψη έννοια του τέλους; Μη στηρίξεις την άποψη πως πονά η βιολογική μου απουσία, πως πενθείς τον έρωτα στο σώμα, προστασία πως παρείχα ― αψηλάφητα μνήμη και νους. Βέβαια, τα γράφω πλέον εκ του ασφαλούς: θ’ απαιτούσα επίσης λίγη αθανασία για τη σάρκα που είχα στο δεξί μου πλευρό. Ναι, θα λείπω πάντοτε ― αυτό το δέχομαι· μα θα σκέφτομαι το πρόσωπό σου τρυφερό να φιλά τη σωρό μου, και θέλω να εύχομαι καθώς κείτομαι πολύ περήφανος, χλομός, γράμμα πως θα ’ναι ο χαμός μου ― όχι αριθμός.

160


Στα γόνατα

Όταν στους πόδια σου με στέριωνες ατίθασο δα φιντάνι, άγγελο μέγα μ’ ελευθέρωνες που άγγιζε το ταβάνι. Ούτε που γνώριζα πως άγγελοι στο δέντρο των Χριστουγέννων μόνο υπάρχουν, και πως άστεγοι παντού στα μάτια των ξένων. Ήταν τις γάμπες σου που σφύριζα, το βάλσαμο στις καμπύλες. Στην ομορφιά σου κι αν κοκκίνιζα, ποτέ σου δεν μ’ αποπήρες. Τότε δεν ήξερα πώς ντρέπονται οι άντρες που δεν αρνούνται πως μιας γυναίκας, χίλιοι έπονται καθρέφτες να εκδικούνται. Δεν πειράζει που δεν έφυγα απ’ τη γη· άνοιξη ζητώ σε κάθε μου εαυτό, αν βρει στον ορίζοντα. Άλλοτ’ ευχόμουν ―ίσως μάταια― νεότητα και γαλήνη, σάρκα το φως (όταν παράπαια) και χάρτινη τη σελήνη. Ούτε που γνώριζα πώς έπαιρνε εκδίκηση το σκοτάδι, μαύρο το μήνυμα πως έφερνε ― (κι ο στίχος μου δεν συνάδει).

161


Κάποτε τίμια θα φώναζα: σηκώστε, φίλοι, το βλέμμα! χώμα και φύσημα να ντρόπιαζα, Θεού κι αγάπης το ψέμα. Τότε δεν ήξερα τι σήμαινε στα γόνατα το κεφάλι, ούτε μια σκάλα που ανέβαινε σε ποια ταράτσα θα βγάλει. Δεν πειράζει που δεν βρήκα ουρανό· διέξοδο ζητώ που θέλω να ρωτώ αν γίναμε; άνθρωποι.

Από ποιήσεως κόσμου και Υπάρχουν! θάνατοι υστερόβουλοι, Υ.Γ. σε μια τρυφερή γυναίκα με μαύρα: απoκόμματα από τις ματαιωμένες συλλογές “Περίληψη” και “Επί Τόπου”, αντίστοιχα.

162


( άστεγα )

ορφανά, έκτακτα, αργοπορημένα Σ.Μ.



Η βαρκαρόλα του Σταυρού της Πειραϊκής

Να ’ρθουν αστέρια θερινά μι’ ακόμη βαρκαρόλα σε μια σταγόνα θάλασσα στον πάτο απ’ το ποτήρι με λόγια καθημερινά που να μιλούν για όλα όσα δικά σου έχασες στεγνή μες στο λιοπύρι θα τραγουδήσω ταπεινά το νέο έρωτά μου σ’ αυτά τα στάσιμα νερά πάνω και κάτω ουρανός να με ρωτάς ειλικρινά ―έλα πιο κοντά μου― αν σου ζητώ συγκίνηση έτσι το σώμα κανενός που πλέον δεν σκιρτάει λες και μας θέλησε η ζωή σκουριά και υγρασία κανείς να μην πονάει κι όπως ακούς ακίνητη τραγούδι που τελειώνει θα μείνουμε αμίλητοι ― Σε θέλω ― ξημερώνει.

165


Δεν έχω πια γεωγραφία

Σαν νεόφερτος γυρίζω στη δική μου γειτονιά. Περιπλανώμενος μέσα σε δρόμους άλλοτε γνώριμους κι αγαπητούς, μ’ ένα τριμμένο σακάκι στους ώμους. Καμιά γωνιά δεν μπορεί να μου θυμίσει ορθή τη ρότα να γυρίσω στο σπίτι. Εκεί δυο άγνωστες (μια γριά, μια δεσποινίδα) ρωτούν για μένα ― Τι κρίμα… Δεν τον είδα… μόνιμη απάντηση ― κι η λύπη μεγαλώνει για τον πατέρα και το σύζυγο που χάθηκε. Αδρά θυμάμαι τα πρόσωπά τους να κοιτούν χαμένη την όψη μου ― σιωπούνε. Πηγαίνω πάντα, δεν έχω πια γεωγραφία· έχω μονάχα παρελθόν, θέλω να βρω τους φίλους που κερνάγαμε σαλέπι το Θεό ― αν υπάρχει πια σε μια σκέπη, μες στην παραίσθηση που ζω αν με βλέπει. Θα ζήσω μόνος, άυπνος και άνους ν’ ανοίγω συζήτηση με τους κορμοράνους σ’ ένα πορτρέτο, κι έπειτα ν’ ανακαλώ την πρώτη γυναίκα που αγάπησα ― τώρα νεκρή. Αλόις, βγες από το χώρο μου. Χάνω μέρα με τη μέρα το μυαλό μου κι αδειάζω σ’ ένα λιβάδι Λωτοφάγων το έρημο κρανίο. 2006

166


Ψημένη γη

Βγαίνω στον ήλιο τώρα ασκεπής. Με γονατίζει αφόρητη η ζέστη. Είμαι μια στήλη του αίματος που πέφτει, στη γη επιρρεπής. Καύσος και θειάφι, ημίγυμνο κορμί ψήνει το χώμα. Πατρίδα τερακότα, φέρνε με πάλι στης γέννησης τα φώτα πρωτότοκο και μη. Αύγουστος μήνας, έρημη Εδέμ. Το καλοκαίρι με έχει εγκαταλείψει. Πριν με τυλίξει στην άχνα της η θλίψη, ας γίνω τεριρέμ.

167


Αστήρ Φέρελπις

– – – –

Βρήκα μια θάλασσα ήρεμη κι ωραία. Εμένα με συμφέρει η τρικυμία. Να κατεβάζαμε γι’ αστείο την κεραία; Πού ζεις; Εικόνα κι υστεροφημία.

Με δεδομένη την υψηλή ταχύτητα γλιστράω στο θόλο για να δοξαστώ. Σε κάθε ευχή τους ξοδεύομαι αλύπητα για λίγη αγάπη σ’ έναν κόσμο κλειστό. – – – –

Γράφει υπέροχα το πρόσωπό μου στην οθόνη. Μόνο που οι οθόνες σβήνουνε συνήθως. Θα με θαυμάσουν σαν άστρο που θαμπώνει. Όπως πέφτεις θα κάνει την ευχή το πλήθος.

Πήγες, αθώε, μονάχος κι εκτοξεύτηκες, σαν σπίθες τα όνειρα, βεγγαλικά. Όταν θα σβήσει το φως, οι φλόγες ψεύτικες γεμίζουν στάχτη και το σύννεφο νικά.

168


Δεύτερη φωνή στο Αττικό Στον Στέφανο Κόκκαλη, που είχε την ιδέα

Βράδυ θα ’ρθει σαν έφυγες και στο σκοινί το φόρεμα άσπρη σημαία, δες, ρίχνει στ’ απόγευμα. Λόγοι γνωστοί που σ’ έχανα αυτές τις ώρες – λύγισα, σαν έπεφτε ξανά νύχτα που μίσησα. Τι να σε κάνω, ψεύτικε κόσμε, βαθύ νυχτερινέ· όσων τα όνειρα ζουν με το φως, ποιος σκέφτηκε; Αν λυρικά κι απρόσωπα κρύβεις αγάπες και ζωές, τόσο στα πρόχειρα λύπη σκορπάς στα πρόσωπα. Ένα πρωί, το χάραμα, τα δάχτυλά σου γνώριμα θα με ξυπνούσαν, μα ζήσαμε ανώδυνα. Μαύρο παλτό κι επίσημα στις αγορές μπερδεύτηκα: φτήνια και δίλημμα ό,τι ερωτεύτηκα.

169


Ποιων αστεριών την έκπτωση, κόσμε, πουλάς, νυχτερινέ, σ’ όσους θ’ αγόραζαν λίγη χαρά, μιαν ένωση; Για μιας πεντάρας θαύματα δεν είναι γη, δεν είν’ ευχές ― κόσμους που χώριζαν γύρνα να δεις κατάματα. 2006

170


Στην ίριδα του χαμαιλέοντα

Και πώς θαυμάζω τα μικρά χρωματοφόρα όταν περίγυρος θολός λαμβάνει χώρα ― μια αντανάκλαση αβέβαιη απ’ όπου αναγνωρίζεις την ψυχή καθένα τόπου. Δώσε μου το χάρισμα εμένα και των άλλων, στον ίλιγγο που αλλάζει περιβάλλον να ταιριάξουμε κι εμείς. Και παραγγέλνω της σκουρόχρωμης καρδιάς μου να δυναμώσει με τ’ άγριο καμουφλάζ μου, να γίνει κόκκινη αδιάβροχη βαφή, απ’ όπου λόγια δεν θα σβήνω κατηφή. Δεν έχω χρώμα, αν ζητάς συγκεκριμένο, να προβοκάρω τον κίνδυνο· επιμένω: μεταμορφώνεσαι κι ηρεμείς.

171


Μπέμπα συμμορία

Τι ζητάς, δεν έχω χρήμα, πέντε σπιθαμές παιδί. Ποιος το νοιάζεται το χρήμα, θέλω ο κόσμος σας να δει πως μας βάφτισε στο αίμα ― θέλουμε να γίνει θέμα. Δεν μας τράβηξαν οι μπίλιες, μπάλες και χαρταετοί. Μαθητές στην τιμωρία, πες μου ποιος να φανταστεί, θα μας ένωνε η βία πιο καλά κι από εφηβεία. Γίναν θρύψαλα τ’ αθώα, μια βιτρίνα που τη σπας, δεν μας γλίτωσαν στην κούνια η μαμά μας κι ο μπαμπάς. Κάνοντας τους παπαγάλους παίξαμε και τους μεγάλους.

172


Επιστρέφει

Σπασμένη λάμπα. Τέσσερις, ξημερώματα. Η μαύρη ράμπα, πρακτορεία, καταστρώματα. Μην ταξιδέψεις, δεν είναι σπίτι πια, κι η ζωντοχήρα στον μνηστήρα αποκρίθηκε αμφίβολη αρτίστα. Μην ταξιδέψεις, δεν βρίσκονται κουπιά, κι οι δικοί σου τόποι σκάβουν ερημιές που τριγυρνάς με τη λύπη του τουρίστα. Λάμπα σβησμένη. Επτά και δέκα, την επομένη. Άδειο σακίδιο και το ταξίδι σταθερά επίγειο.

173


Εξ αποστάσεως Των Σάμερ Αλ-Αχμάρ και Βάσως Σοφούρη

Ένα καλώδιο, έλεγα, ας είναι και μας φτάνει. Να σ’ ακούω, ν’ ακούς, κι η ζωή προχωράει με το τηλέφωνο σταθερά να χτυπάει σαν τις καρδιές που η μοναξιά δεν τις πιάνει. Εδώ οι μέρες ―το ξέρεις― δεν είναι σπουδαίες. Άνθρωποι ξένοι σηκώνουν με νόημα το φρύδι, κι εσύ θεατρίνα, πρώτο πλάνο στο σανίδι, ζωντανεύεις τις νύχτες τόσες γυναίκες μοιραίες. Με σέρνει πάλι το φθινόπωρο απ’ τα πόδια, “πότε θα ’ρθεις” σαν Σειρήνα η φωνή σου, κι εγώ μισόλογα, ησύχασε, κοιμήσου, λίγα χιλιόμετρα όσα μας κρατάνε χώρια. Ένα καλώδιο, έλεγα, ας είναι, μα δεν φτάνει. Να σ’ ακούω, ν’ ακούς, κι η ζωή σταματάει εκεί που σ’ άφησα και που πια δεν μετράει κανείς χρόνος που της καρδιάς να της κάνει. Δώσ’ μου μια λύση να μη σπάσουμε το νήμα, τόσο που αντέξαμε να μην κουραστούμε, και κάποιος μόνος μού λέει να το σκεφτούμε, τα χρόνια πέρασαν, αν μας πάρουν, θα ’ναι κρίμα. Με βρίσκεις πάλι, φθινόπωρο στα τέλη ― βροχές και χώματα, φύλλα κι υγρασία. Σ’ τα περιγράφω, μα κρατάω την ουσία: ουράνιο τόξο και πολύχρωμα τα βέλη.

174


Το σίγμα του έρωτα

Στην άμυνα πώς ζούνε, διόλου αθώοι. Αυτός νεόκοπος στην κόλαση του γόη κι αυτή παράδεισος παλιός της Αφροδίτης, το βράδυ ενωθήκανε μιας Τρίτης. Ο έρωτάς τους άρρωστος καιρό, παίζουν στα ζάρια το χρόνο, κι επιμένω: πώς δύο σώματα σε κόμπο ιερό να ’χουν το θάνατο στο αίμα τους κρυμμένο; Και δεν μπορεί στη χαραμάδα της να μπει χωρίς τη διάφανη στο μέσο πανοπλία. Τον κυριεύει μια πικρή μελαγχολία για το κορμί της ελεύθερα που δεν θα χαρεί. Στην εποχή που γεννηθήκανε υπάρχει βαρύς ο φόβος ― κι ο φόβος αρρωσταίνει με την φιλάσθενη ζωή που τους λαχαίνει να προστατεύσουν ντυμένοι ή μονάχοι. Ο έρωτάς τους γνήσιος, σαφώς, εκείνοι αδιέξοδα θανάσιμοι· μα μια φορά μονάχα βλέπεις φως ― δεν είμαστε, ξέρεις, αναστάσιμοι. Ιδού το πλήρωμα: το σώμα θετικό αφήνει πίσω του έναν κόσμο υλικό, και γίνεται ιδέα και τίμημα του νόστου για λίγη θέρμη στα μάτια ενός αγνώστου να ξαναγγίξει το άψυχο κορμί και την ψυχή τους που δεν θα μολυνθεί. 2006

175


Έντεκα του Σαμαρείτη

Ωραία, έκανες την καλή σου πράξη. Όμως πόσες φορές θα το πούμε πως, στον ήσυχο κόσμο που ζούμε, στόμα δεν θα πει πως φέρθηκες εντάξει. Έχει ο ένας τόσες τις δουλειές του κι ένας άλλος όταν βρίσκεται στήριγμα, αποκούμπι γίνεται και χέρι, μα για όλες τις ανάγκες, καινούργιες και παλιές του. Μονάχα εκείνη η εντολή να σε τρομάζει: ‘Αγάπα τον πλησίον σου’ ― και πάντα μείον σου, τώρα που κανείς κανέναν δεν πλησιάζει.

176


Πρόσεξε, είπε, ο δρόμος φεύγει Μ. Μαρκίδης

Μπορεί κι εγώ να ήλπιζα να γίνω Αλφρέδου Τέννυσον ο ουρανός ― ο νέος κόσμος δεν κοντεύει, προφανώς. Στα δωδεκάχρονα τα δις που κλείνω, συχνά μ’ εχθρεύεται βαθύς ορίζοντας σαν είδωλο στο χώμα που πατώ· δεν έχω άλλον, ψηλά, εαυτό. Οι γύρω άνθρωποι πηγαίνουν βρίζοντας, υπέρυθρα σαρκία ή οργίλοι, στερητική φωνάζοντας πορεία. Τοτέμ μεσάζοντες, άγνωστοι φίλοι, ―ως πότε πια η ίδια ιστορία;― ενθάδε στίχοι στο βήμα ταμπού: ο δ ρό μ ος φ ε ύ γε ι – δεν ξέρω για πού.


Η αέναη λύρα/ Και του Πάνα ο αυλός/ Η σελέστα/ Το σαλό κλαρίνο/ Οι πίπιζες/ Και τ’ όργανο που δάγκωσε/ Τον Αη Γιάννη Σεβαστιανό/ Δε θα παίξουν ποτές/ Τη μουσική π’ ακούω μέσα μου/ Όπως δεν παίξανε/ Έτσι κι αλλιώς/ Τη μουσική κανενός Α. Δασκαλόπουλος

Τα παρόντα, εξαιρώντας κάποιες ημερομηνίες των ( άστεγων ), ανήκουν στην περίοδο 2002-2005. Κείμενα που αποδείχτηκαν πρωτόλεια, ανυπάκουα στη γλώσσα ή παραμελημένα, επεξεργάστηκαν εκ νέου και συμπληρώθηκαν στη διάρκεια του 2006. Ευχαριστώ τους καλοπροαίρετους, πλην άτυχους απέναντι στα τυπογραφικά λάθη ή στη δυσλεκτική ευδαιμονία, Πρώτους Αναγνώστες για την παρότρυνση, την αποθάρρυνση ή τη σιωπή. Δεκέμβριος 2006


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ



Επτά θανάσιμες οι νότες

Νάνι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 15 Άγρια τριάδα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 16 Μηνιάτικο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 17 Τρανζιστοράκι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 18 Ρεγγίνα Μπελ, το τραγούδι σου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 19 Υπόγειο στην Εθνική Αρτίστα Μίνα, γ. 1982 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 20 Σήματα κινδύνου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 21 Ερωτική μπαλάντα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 22 Μέσα στο γουόκμαν μου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 23 Χασάπικο τέλος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 24 Καβάλα στο θαλάσσιο αλογάκι

Ανάδρομος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 27 Ο ίδιος άνθρωπος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 28 Μετά από μένα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 29 Φεβρουάριος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 30 Χρόνια και χρόνια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 31 Στράτα στρατούλα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 32 Ντοκιμαντέρ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 33 Νοσταλγικό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 34 Déjà βουτιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 35 Έτσι ξέχασα να ζήσω . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 36 Χίμαιρες του καύσωνα

Άλλοθι για βήτα παράδεισο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 39 Ανάδοχη μπαλάντα Νικόπολης και ποδηλάτων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 40 Το μαγαζί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 42 Απ' τον 3° (Ένα παιδικό παιχνίδι) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 43 Νύχτα καλοκαιριού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 44 Ωδή στην παρέα που πέρναγε ωραία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 45 Ξυπόλυτα τσιγάρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 46 Θαλασσωδία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 47 Ο τελευταίος μήνας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 48 Το σημείωμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 49 Μποέμικα ρολόγια

Τρελή ρόδα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 53 Ωραία κι η βροχή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 54 Πού πήγε το κέφι ή Έχω μιαν άγρια χαρά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 55 Νύχτωνε νωρίς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 57 Πως είναι όμορφη η μέρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 58 Μια ώρα Κυριακή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 59


Το πράσινο που φεύγουμε μπαλόνι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στο μεγάλο διάλειμμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τζόγια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Περί του χαμόγελου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Χαρμόσυνα λόγια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

60 61 62 63 64

Καρτ ποστάλ απ’ την πόλη

Εδώ έχουμε πάντα πανηγύρι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αστική μπαλάντα για τα σύντομα παιδιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ελεύθερη συνθήκη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μονόδρομος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Εσύ γιορτάζεις / Τα σπίτια θυμώνουν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Νάιλον ιστορίες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βέσπα πατρίδα μου όπου γης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πατινάδα στην ταράτσα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Νέα ζωή στο νοίκι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το αίσθημα του δρόμου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

67 68 69 70 71 72 73 74 75 76

Τρία έψιλον είδωλα

Επέτειος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κόπια παραδείσου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Νεότερα από το αίνιγμα ενός πλανόδιου ζωγράφου που πέθανε στην πρωτοτυπία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Παντουμίμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο λόγος σε μια φίλη μας κοινή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το νεύμα που κλίνει σ’ αγαπώ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

79 80 81 82 83 84

Δυο πρόσωπα και πάνω

Δεν κλαίω χαμένους φίλους . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Συλλογικό παράπονο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Και μόνος για γυναίκα μη μεθύσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ήλεκτρο κοινότητα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Απαρτία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Όταν έγραφες μαζί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Επιτραπέζιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα τρίτα πρόσωπα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κουαρτέτο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Καλή φωνή για την αλληγορία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

87 88 89 90 91 92 93 95 96 97

Απόηχοι

Πράξη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 101 Μύθος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 102 Διονυσία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 103


Τροχάδην . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ερωτόπερα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ανήκει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ταξιδιώτη – . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πόρτα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κοιμώμενοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Λήγοντας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Θεωρία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

104 105 106 107 108 109 111 112

Κλικ στον έρωτα

ρωτάω… . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ποπ αγάπη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μέσα Φλεβάρη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Απόγευμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ωραία γυναίκα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Θα γίνω θύμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ποτέ ως τώρα τόσο μόνος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ό,τι δεν φοβήθηκες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μπαλάντα της μιας νύχτας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Περιλάλητοι γάμοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ζευγάρι στον αιώνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . …κανείς δεν ήξερε να πει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

115 116 117 118 119 120 121 123 124 125 126 127

Ποτε στη μαρκίζα και ποτε καμποτίνοι

Αύγουστος 12, ’00 (Ανάβει η μαρκίζα…) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ταλέντο στη ζωή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πώς μεγαλώνουν ν’ αγαπούν τα αγόρια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Καινή φωνή σου, καλή τύχη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Φάντασμα του κόσμου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πέντε δέκα δεκαπέντε – στοπ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ωμεγαλεία (Σβήνει η μαρκίζα· γεια χαρά, καμποτίνοι…) . . . . . . . . . Αποκόμματα από τους “Μικρούς Αορίστους” που ματαιώθηκαν οριστικά: Η τέταρτη ηλικία (απόσπ. ΙΙΙ από το κείμενο Γιατί αργούν να φανούν τα χελιδόνια;) Πρόσκληση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ας πούμε, εξομολόγηση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αυτοψία μιας φιλάσθενης νεότητας (απόσπασμα) . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τελεία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

131 132 133 134 135 136 138 139 140 141 143 145

Προσγείωση

Από ποιήσεως κόσμου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πουλάκι των τριόδων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κρεσέντο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ώστε δεν θα ’ρθει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τελεσίδικο τραγούδι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μια φορά και ποιον καιρό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

149 151 152 153 154 155


Στο κλίμα, ναι, το στωικότατο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 156 Κάποτε θα εισακουστείτε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 157 Τι τρέχει Μάρθα; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 158 Υπάρχουν! θάνατοι υστερόβουλοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 159 Υ.Γ. σε μια τρυφερή γυναίκα με μαύρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 160 Στα γόνατα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 161 ( άστεγα )

Η βαρκαρόλα του Σταυρού της Πειραϊκής . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 165 Δεν έχω πια γεωγραφία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 166 Ψημένη γη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 167 Αστήρ Φέρελπις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 168 Δεύτερη φωνή στο Αττικό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 169 Στην ίριδα του χαμαιλέοντα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 171 Μπέμπα συμμορία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 172 Επιστρέφει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 173 Εξ αποστάσεως . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 174 Το σίγμα του έρωτα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 175 Έντεκα του Σαμαρείτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 176


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.