ᶓ*ɰ⸗ - 2008 - Φιλικό τραγούδι για τον κινούμενο Άστυ Μόνο

Page 1

Στράτος Μάστρας.

Φιλικό τραγούδι για τον κινούμενο Άστυ Μόνο. Αττική 2008

1


2


ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Ο Δεκέμβρης η ταράτσα και το πιάνο (Υστερόγραφα σε ανθρώπους και προοπτικές), Αττική 2006 (ιδιωτική έκδοση) • Το νεύμα της φωνής (Ρίμες αντίλαλοι ενθάδε στίχοι), Αττική 2006 (ιδιωτική έκδοση) • Γεγονότα του Σαββάτου, Αττική 2007 (ιδιωτική έκδοση)

3


Στράτος Μάστρας. Φιλικό τραγούδι για τον κινούμενο Άστυ Μόνο.

Αττική 2008

4


© 2008 Στράτος Μάστρας

Επικοινωνία: egmastras@gmail.com

Γραφιστική επιμέλεια: gDox/γραμμ@τόφωνο

5


One early symptom was the boundary R. Armantrout

6


6


τα πόδια θυμούνται αλίμονο / στην είσοδο λαμβάνω τα νεότερα

μήπως δεν γνωρίσαμε τι εστί σκοτεινή προοπτική κάθε απόγευμα μετά τις έξι λεφτά λεφτά λεφτά και τι αχάριστοι κύριε – ακόμη δυσπιστούμε στα μαύρα γυαλιά των συνομιλητών μη τα μάτια που κατεβαίνουν απ’ το κρύο –αμπίβαλενς– κοπιάζουν –ηττηθήκαμε;– να πουν τη χρονική σου αμφισημία “δεν τον θέλω / μην έρθει / τον ύπνο την ώρα που μιλάω με τ’ αδέσποτα· δίνε μου φάρμακα στις άνευρες παλάμες και το νερό που πλύθηκα να μεγαλώσουν οι λεύκες μου στο αίμα” μη πάλι / διακόπτουνε φιλέρημοι τη φλέβα ας άνοιγαν τα σπλάχνα τους παράθυρα ν’ αλλάξει η ατμόσφαιρα του ίσκιου καθεστώτος κι η εγκατάλειψη που δεν φωταγωγείται κι αυτές οι φυσιογνωμίες που διαψεύδονται

7


στο δάπεδο που παίζαμε κρεμάλα _ ν θ ρ _ π _ _ _ν τ _ ς κάθε που γλύφουν τα σκυλιά τη σκόνη απ’ τα παυσίπονα –της φαντασίας μας βεβαίως τριμμένη κιμωλία– και παίρνουν τα φωνήεντα να γίνουν φίλοι που δεν θέλουν να μιλήσουν “ο δρόμος είν’ ωραίος και διαρκούμε αντίλογοι στο βάθος· ίδιος ο δρόμος –σαν την ανάσα στη φυσική ανάγνωσή σου– κατάστιξη θα μας αναχαιτίσει” μη / μη –σ’ απογυμνώνω– τόσ’ απολιθώματα στο δορυφόρο που θα ’ταν πο-πο-πολυπλάνητος

8


ιδανικά σε χαιρετώ απ’ το αερόστατο που τώρα ζωγραφίζω –ετών χίλια εννιακόσια ογδόντα επτά– με τα πειράματα των πρώτων μου εικόνων και τη δυσλεκτική μου ευδαιμονία μα κινδυνεύουμε να μείνουμε ακίνητοι στις ζωγραφιές ή στα τετράδια – αρνούμαι ............................................ το δρόμο γείτονα τον άκουγα απ’ τους τοίχους της οδού ιωάννη αδίκων χέρι χέρι με μια σπανιόλα πλατεία μαρτίνεθ όσα λεπτά ρουφούν οι νυχτωμένοι από τη μύτη αρμύρα υγραέριο με ψάθινο καπέλο στον υπόνομο και δοξασμένο στη σχάρα του ελευθέρωνε αιθυλικό σινάφι ερωτευμένων φώναζε / ήσουν εκεί; / φώναζε “μπορώ να σ’ αγαπήσω! δεν έχω κέρματα κι όμως μπορώ!” φώναζε – τίποτα· ε ρ γ α ζ ό σ ο υ ν μείνε μείνε δεν έχει ξημερώσει δεν διαφέρεις στα κλειστά νοικοκυριά ίσως ένας θ’ ανεβάσει τα μανίκια άλλος ένας αντανάκλαση συμβάν κι οπωσδήποτε πλεόνασμα ξενώνων άτυχε θέλοντας κηφήνα σφραγίζουν άπαντες τα στόρια κι αναγνωρίζονται σεμνά ούτε σύζυγος ούτε κυψέλη / σύνολα δότες αριθμοί θα συμβολίζουν τη ζωή σου ανυπεράσπιστη άκρα που κάμπτονται / υπάρχει χώρος δεν σου ανήκει παρηγορείσαι με τα δάχτυλα στη γλώσσα ιδίως κλαίγοντας / αντανακλαστικός

9


χέρια που κλείνουν αν τα τρίψεις θα συμβολίζουν τη μορφή σου βρεφική – καμιά μητέρα (ενίοτε χαρούμενοι: επιτέλους θα χαράξει ήλιος ή φλέβα αδιάφορον το φως στα σκεπασμένα βλέφαρα κοκκινίζει) η νέα νεότατη μέρα

10


δίνω ρεύμα στους βηματοδότες της συνοικίας δίχως ενόραση φωτόνιο ο βίος των πνευμάτων ούτε πυρακτώσεως ούτε νέον / κυρίως νέων / κι η χαρά θα περάσει απ’ το σπίτι με μια δόση καφέ τις πρωινές πιτζάμες ένα διάλογο ματαιωμένων συντρόφων η χαρά σεβαστοί μου τότε που θυμόμουν δάκρυζε πάντα στο πέρας της συνεύρεσης δεν εννοούσαμε το λόγο οι κοντινοί ώσπου τον αύγουστο του ενενήντα εννιά ψαλίδισε το στόμα και τα γεννητικά όργανα όλων των ανθρωπόμορφων παιχνιδιών της διατάζοντας “δεν επιτρέπω σε κανένα ν’ αναρωτηθεί!” έκτοτε προτίμησε να σκίσει δυο γραμμές ανάμεσα στα φρύδια σε ποιον ανήκεις ρωτούσα δώσε μου τ’ όνομα και τη συμπάθειά σου πώς να μου φτάσουν οι περίπατοι στο λόφο η ζέστη πλεύρισε τα μέλη μου μια ύποπτη ζέστη (συνώνυμη λύπη) θα μου μιλήσεις μια φορά καθώς γυρνάμε προς την πόρτα και συναλλάσσονται τα βήματα των δυο μας με τρεις κουβέντες θα τα πούμε έρχομ’ εδώ φιλοξενούμενος μετ’ επιστροφής έπειτα θα με βρήκε το μήνυμά σου λίαν ήρεμο συρματόπλεγμα στους καρπούς σου και γύρω γύρω συγγενείς πήραμε θάρρος ν’ αλλάξουμε πρόσωπο μέσα στη νύχτα καμάρι θα ’χει τον τίτλο του εργένη

11


για τις ατζέντες ποιο τ’ όφελος κοπέλα αν αρνηθείς τους γοφούς που δεν σαλεύουν; τεχνητό ρομάντζο / οι νηστικοί μας

12


η ερημιά πληθυντική γράφει το θρύλο του ο συνομιλητής μου κι ο godot δεν θα ’ρθει γιατί πέρασε από ’δω (πάλι μιλάμε με τον κώδικα του φόβου) και συγχορδίζομαι ελάσσων με τα πλήκτρα (“εν αρχή ην το μινόρε” – λες να μην το ξέρω; ας παραλείψουμε για λίγο τις σοφίες τουλάχιστον τις μέρες που ελαφραίνουν) συμπαραστέκομαι έναντι στο φίλο που ντράπηκε να γίνει μύες κι οστά (περηφανεύομαι ως συνήθως για τα χειροπιαστά) κι όλο αφαιρούμαι – η μουσική είναι στο λόγο μου που οφείλω· αθροίσαμε κονκάρδες κι αποκόμματα φτάνουν οι λέξεις σάμπως θα συγχωρεθούμε για τις πράξεις; ως εκεί ο γόνος των πρωτόπλαστων μικρός αδερφός (εκείνου που δεν του βρίσκεται σπουδαίο να πιστέψει κάτι μεγάλο να τον έφτιαχνε στους τρόπους βρίσκει μονάχα τα μάτια του να στρέψει σε κάτι άγριο ας πούμε τους ανθρώπους) δεν σκοτώθηκε με δόλο· θυσίασε την ύστερη εφηβεία σε γράμματα μηνύματα και κλήσεις (να ’ρθεις γρήγορα μεγάλωσα και λείπεις με ποιον να μετρηθώ δυο μέτρα μπόι;) έναν οκτώβρη το μήνα (το ’χω τραγουδήσει!) που νυχτώνει πιο νωρίς και μεγαλώνει τ’ όνειρο (πάρ’ το χαμπάρι / φθινόπωρο σημαίνει ‘θα ωριμάσεις’) εξομολογούνται ο ένας στον άλλον παύσεις και προβλήματα όμως μακραίνει το ποτάμι μια γραμμή μέσα σ’ όλα – και πάνω απ’ το αεροπλάνο θα συννεφιάσει ξάφνου η γη τώρα πρέπει να σκύψουμε για το βάρος των ατόμων που αγαπάμε

13


έχετε προσέξει τα δέντρα της λένορμαν κάθε φορά που τελειώνει μια χαρά μαζεύουν τα φύλλα και ξαναμοιράζουν τ’ οξυγόνο αναπνέουμε δύσκολα περπατώντας πλησίον του δρόμου ένας οδηγός που βρίζει από φόβο δεν έχει ιδέα από πεζοπορία ημερωμένος στο κάθισμα εμείς χωρομετρούμε δεν φτάνουμε –τα πέλματα σωριάζονται– τα δικά του χιλιόμετρα και μπουσουλάμε χωρίς δεκανίκια μηχανών κι υπόδικοι βενζίνης οι κόποι μας θ’ ανταμειφθούν γλιτώνοντας το γύψο τα νήπια κοκαλώνουν μπροστά σ’ ένα τροχοπατημένο πουλί εφιστούν την προσοχή / ευρυγώνιο συνείδησης / ναι κρίμα είναι θα προχωρήσουμε τα υπόλοιπα είναι προϊόν άδηλης μάθησης μια έφηβη ανεβαίνει σ’ ένα μηχανάκι ένα ζευγάρι λίγων χρόνων στα φανάρια ταλαντώνεται ρινίσματα σπινθήρες που διάβρωσαν τα φύλλα προσέχω πάλι τα δέντρα της λένορμαν άπνοια

14


σε θαύμαζα πραγματικός με τα μεσάνυχτα μάτια αυτό δεν σημαίνει πως σ’ αγαπώ θα γίνουμε πέρασμα κι αγάπες κλεισμένες σε κάδρα θαμώνες βιτρίνας με το ρούχο μαρτύρων ας περιγράφουν τι κάνουμε στον κόσμο ποιον εμπιστεύεσαι ποιος σ’ έχει σημασία τα στάδια που κόβονται σταυροί για ένα εισιτήριο τ’ ακορντεόν ακούμε τα τέλια να τρίζουν το νόμισμα πέφτει νεράκι και μέλι εσύ των εγχόρδων εγώ να ζήσω μ’ έναν δεύτερο ενικό θυμάσαι το χέρι που πρότεινες ανάμεσά μας; θ’ ανοίξουμε γέφυρα να βγούνε στην όχθη φαντάροι γιαγιάδες πεσόντες αμνήμονες πάντες θα υπάρξουν και τ’ όνειρο χύμα απ’ τα σκεπάσματα στη ζυγαριά χωρίζω για σένα τα μέτρα και τα σταθμά τον ύπνο σου δείξε η γέννα σου τόπος την ψήφο αν είσαι ταμένη στην αρπαγή τι γράφουν τ’ αρχεία ήσυχος θα ’μαι θ’ ακούω κι επάνω σε μια τραμπάλα θα φεύγω κοντά σου μα δεν θα πεθάνω ζαλίζονται βγάζουν τα σωθικά τους οι μαλωμένοι γλεντιστές θεάρεστη ρίξε ένα σου χάπι κατόπιν τι νιώθεις πως πρέπει να ζούνε και μην αδικήσεις τα λόγια σαν τις γυναίκες που θηλάζουν τα παιδιά τους κι ο σύντροφος γίνεται ο τρίτος παράλληλος δίκαιο θα ’ταν να μην κουμπωνόταν κανένα σακάκι στο κρύο στην ήττα και στις προσευχές όμως δεν ξέρω ποιο χρησμό σου να νηστέψω υβόννη χίμαιρα μιγάδα χρυσαλίδα δεν έχω συζητήσει το κορμί σου

15


στα φαιομάγαζα για καύσιμα ή για χάρτες έχω δει να θανατώνονται από εγρήγορση· άλλοι επιβιώνουν από κατάθλιψη πατρίδος· κακόσχημα θεάματα όταν στερούνται ελευθερίας όμως θέμιδα! παραδοθήκαμε στα κύτταρα που λαμπρύνονται ίδιοι καθρέφτες κι αλληλεγγύη να εικονιζόμαστε και σ’ άλλους καταλαβαίνεις το θρίαμβο εντός μας; φτάνει ένας να σηκώσει τα μολύβια –σαν τα σμήνη που κουνώντας ένα τη φτερούγα η άριστη συνέχεια τα κατέχει– φτάνει ένας να πατήσει στην οχτάβα κι ανεβήκαμε την κλίμακα με τις αρμονικές των πληθυσμών συμμετοχικοί και τίποτ’ άλλο· να παίζουν ντόμινο οι γελαστές ακολουθίες στον αχαρτογράφητο ιστό

16


το παιδί που άγγιζε τους αθανάτους / ήμουν κι εγώ / θρασύτατος από μικρός απέναντι στον πόνο παίζαμε τότε στο πέτρωμα του αρχαίου κολωνού ποδόσφαιρο κρυφτό μακριά γαϊδούρα και ψηλαφούσα βελόνες κι εγκαρτέρηση –δική σου agave που μαραίνεσαι και ξαναρχίζεις για πολλές δεκαετίες– τρυπώντας τα δάχτυλα περίεργο το παιδί είναι που συνωστίζεται διαβάζοντας και δεν μιλά· μα δεν φοβάται; όχι δεν έχω πια να φοβηθώ το αίμα ούτε τη δύναμη της παιδικής μας ηλικίας και τι να πω μητέρα ποιος θα πιστέψει την ευγενική καταγωγή αυτού του ονόματος – αγαύη διαμέλισες το γιο σου για τον διόνυσο / ενήλικος θεός διδάσκει πώς σιωπούν κορμάκια κι ιδιοσυγκρασίες ριγμένα σαν τσουβάλια άψυχα σαρκία κοντά στους αθανάτους τι να μιλήσω τα συνηθίσαμε στα ντοκιμαντέρ

17


να μη χιονίζει ποτέ στα μέρη θεέ μου πράσινα παρτέρια τόποι χωρισμένοι μα θέλουμε δα ξεχωριστοί; την άνοιξη δεν την εμπιστεύομαι από το σημείο που γράφεται η φθινοπωρινή ισημερία είναι μακράν η εποχή που διαχειρίζονται οι καλλιεργητές κι οι καλλιεργημένοι είναι που δεν χιονίζει ποτέ στα μέρη θεέ μου οι ποδηλάτες / θέσει ευφυή πλάσματα / σκορπίζουν φέιγ βολάν μερικά μπερδεύονται με τα παρτέρια ποτίζονται και δίνουν αποχρώσεις κι οδηγίες έτσι ανακάλυψαν την αγνοούμενη αγγελίνα ήταν οι γαρδένιες της χήρας που έδειχναν στο άλσος ειδάλλως θα την έκρυβαν ακόμα τα φροντισμένα λόγια των οικογενειακών φίλων πώς να τα πεις ζωογόνα όσα περιγράφουν τα λουλούδια αν συμπονώ τον νεαρό που ξερίζωσε ένα άγνωστης ονομασίας άνθος από το δημόσιο πάρκο για την εκλεκτή του ιδιωτεύουν αμφότεροι / εκείνη νεόνυμφη εκείνος καρέ φιξ στην ευρωπαϊκή επαρχία με μια –γαλήνη για τη σκέπη του παρόντος– χιονισμένη οθόνη / κακή λήψη μέλλοντος / και το παλτό να δίνει χρόνο ακούγοντας nick drake οι νότες θα ’ναι σόλο (θα συμπράξουν και πάλι στο λάκκο) διότι δεν χιονίζει θεέ μου στα μέρη ας δοκιμάσουμε λοιπόν κατά πόσο τους πιστεύεις όταν –ούτε νιφάδα για δείγμα– έρθει η εποχή να λιώνουν οι λάσπες στους κρυστάλλους των υδρατμών που τρεμοσβήνει η πινακίδα ‘δεν υπήρξε τέτοια χρονιά’

18


σταμάτησαν στο κεφαλόσκαλο άλλος για νερό οι βενιαμίν με την προσδοκία μιας περαστικής εμείς πώς θα βεβαιωθούμε μικρόφωνοι σε πληθυντικό τιμωρούνται –δώστε βάση λιπόφωτοι– τα ιερά σας πρόσωπα ακουμπισμένα στους αλτήρες μακριά του προορισμού σας θα γίνουν σύμβολα και στόχοι συγγραμμάτων αλφάβητος κι άβακες θα μείνουν – αγρίεψε το βλέμμα πέρα δώθε στις αιτήσεις ο φιλίστωρ (θα σας πω γιατί θνητός την ιστορία – κι όπως πονηρεύονται την αθανασία την εμπειρία του γλύπτη την ευφροσύνη των τιμητών απενεργοποιούνται να πώς καταργημένα στην ιερότητα τελειώνει ιδέες κι όχι πρόσωπα και δη ‘σας’ η ιστορία) “μεγάλωσα με το τίμημα της τελειότητας / ένα τρίτο του αιώνα χριστός / και θέλω την ανταμοιβή μου” τα ’χασα· ο φάντης στη ράβδο τού απαντούσε ανακαλώντας τελεσίδικο –κι από ’κει στο παρόν κάθε γέννας– τον ίλιγγο που μας διατρέχει (εκείνος μεγαλύτερος τον είχε εξαντλήσει)· ο ίλιγγος: πρόνοια ψυχή τε και σώματι κάθε που συγκρούονται η θέση με τη φριχτή προοπτική για τα χαμένα σημεία αναφοράς στα πέντε μέτρα· ο ίλιγγος – όπως τελευταίο εμπόδιο στον ακάλυπτο που ισορροπούμε κλοτσώντας πίσω τα ληξιαρχεία μονάδες άφησαν το κεφαλόσκαλο αγκαλιάζοντας βιογραφίες έπεφταν σελίδες που δεν γράφτηκαν ημερολόγια πτυχία χαρτοπόλεμος – μια στιγμή· ένας τόλμησε να παρηγορηθεί κι άλλος ν’ απαντήσει: “– πόσος κόσμος… μια χούφτα δύναμη / κι άμα διπλώσεις τα δάχτυλα / έκλεισες την κούτα της πανδώρας

19


– κι αν τεντώσω τα δάχτυλα; επαιτεία;” εδωδά οργίζομαι· κατεβάζω απ’ το νεφέλωμα τα παντελόνια της ποίησης κι αφήνω κρεμασμένα στο σβέρκο ν’ ανεμίζουν τα συρματόσχοινα κλαμένα τα κουτάβια μην περιμένεις να λογομαχήσω φιλίστορα· γράφω ‘δεν είναι δείτε τίποτα σπουδαίο’ ‘αφήστε να στεγνώσουν οι φωτογραφίες’ ‘απαγορεύεται η είσοδος κάτω του αιώνα’ κι ανεστραμμένες αισιοδοξίες λάθε βιώσας χάριζέ μου τα μοτίβα σου αχίμσα για το στίκερ που χάθηκε ο τηλέμαχος από στέρηση πυξίδας – άδειος ημερών άλλα εσείς; σημερινοί / μια γυάλα διαρρηγμένοι ορίζοντες ο θυρωρός αγαπά τα χρυσόψαρα (στη θυρίδα μίλησε ο δαρβίνος)

20


διαβάζω ξένα κείμενα καιρούς που θησαυρίζουν με γνώρισμα φοβίες στο χτύπο μ’ ένα κλικ μαγνήτες ηλεκτρογόνοι σηματοδοτούν την ένταση του θέματος –αναγνώστη την ευχή σου / σαν να λένε– (δάνειο ρυθμού να συνεχίσω: “μ’ ένα σου χέρι κάνε νεύμα θυμήσου πως γυμνώθηκα για να συμπορευθώ και στις σελίδες που φορτώνονται τα πάθη ο τρόπος μου δικός σου με το πνεύμα επίκαιρο στη γύμνια μου αγαθό να με διαβάζεις σαν ν’ ακούς τους γείτονες στα ράφια δοτικούς αδέξια γραφή κι όμως οικεία απ’ όπου ψευδώνυμοι στην εικονική μας κατοικία το νόημα δηλώθηκε αληθές” αυτός μωρέ ο οιωνός τους ψηφίδες συνδιαλέγονται τους νόστους ο σύνδεσμος που χτίζεται να θέλει στους κόλπους του ιδιόφωνα τα μέλη κανείς δεν μαρτυρούσε ποιος μοιράζει επαίνους ενσυναίσθηση – μια σκέψη: εν τω βάθει ευαισθησία σε κάθε γλώσσα σε κάθε ορθογραφία ρευματική των άγραφων πατρίδα αρθρώνεσαι – μα πότε θ’ ανδρωθείς; γιώργο

camera obscura η σούμα των γραφτών σου στη νομοτέλεια της τζαζ / βαρύτονε στον άθλο σαραντάρη / δεν θα ’μαι ποιητής / στις μέρες μου σημαίνει δεν βρίσκω τα γραφήματα να σμίξω το είδος μου στο λόγο του μ’ αγάπη όπως τους νιώθω να συνθλίβονται στους φυλλομετρητές)

21


22


23


δυο γυναίκες κι ο επιβάτης παράλια η πρώτη κοιμάται κι η δεύτερη μπούσουλα διηγείται μια λύπη της facile psychology / προχειρολογία / και ψίχουλα εξοχής (η φύση λένε προικίζει τις εκμυστηρεύσεις) χαμογελά με νόημα η μικρή στην κοιμωμένη (“στρυφνή μου αγαπημένη απ’ τα παλιά με σέβεται σαν έρωτα που έμεινε στη μέση”) ακούω τις ιστορίες για το νυν αγαπημένο πως θέλει ν’ αλλάξει το κορμί της κι όλο στοχεύω με το βλέμμα μου τα χείλη κι αυτόν το δισταγμό τη συστολή που αναζητά παραμυθία εκείνος μού μιλάει για τα θεία – εγώ να σε φοβίσω για τη σάρκα

24


άλλο συμπέρασμα δεν έχω να τιμήσω διαλέγοντας κι εγώ στις τόσες μια γωνία ‘je vis que tous les êtres ont une fatalité de bonheur’ στη γλώσσα που ζορίζω μες στα δόντια οχτώ και τέταρτο ενώπιον της έδρας τον ξένο ήχο που πόνεσε τ’ αυτιά μου και θέλησα να τον αποστηθίσω εσείς rimbaud ποιος ξέρει θα την είδατε του λόγου μου –αν είμ’ ασυγχώρητος– την πίστεψα την ίδια φράση που ταλαιπώρησε τ’ αυτιά μου και διέγραψε σαν όριο στη φωνή μου (σπανίως θ’ ακουγόσουν μια χαραμάδα για το πλάνο των ανθρώπων μες στην κούνια) ορίζω μερικά τους από μνήμης (και μην ακούσω πως το μάτι ως άλλη μηχανή του φωτογράφου δηλώνεται γι’ αντίπαλος της ώρας· το μάτι μια κάμερα από σάρκες συστέλλεται με κόπο κι εμποδίζει να φύγουν απ’ το νου μας οι πράξεις που συνοψίσαμε ζωή) σινέραμα με ζήτα με ωμέγα και με ήτα: κομμένος απ’ τα γόνατα δεν είδα ν’ απαιτούσες το κέρμα που θα λάβεις στα χαυτεία την πτώση θα σκεφτόσουν και τον ήχο μια παύση για το βάδισμα – ποιος είσαι; αν ήρθες με τον έρωτα της μητρικής σου γλώσσας αν οι φίλοι ντυθούν τα καλά τους μεθώντας το χαμό σου με νερό κι ενοχές αν ευτύχησες την υποδοχή – θα μάθω τη βλέπω παραδόθηκε με σίδερο και δίδυμα ορφανά μια σύνοδος μετάλλων χρεώθηκε τη βία δεν έχει συναίσθημα μόνο σκουριά στα κιγκλιδώματα – έχασε;

25


και δραπετεύουν με τα διάττοντα φορτία χωρίς συμβάσεις χωρίς τυμπανιστές με τρέχον αίτημα την άπιαστη ζωντάνια ας ονομάσουμε λοιπόν μια ιστορία / τυχαία ονόματα συμπτωματικά / “το μέσο πρόσωπο ενός εγκλωβισμένου” ή “καλωσόρισμα στους παρασιτικούς” / ίσα διαλέγονται:

(ο πρώτος χαμήλωσε τον τόνο της φωνής – ακούει) “προσπάθησα φορές να σταματήσω το θώρακα π’ ανέβαινε κι αυτόνομος φούσκωνε ζωή ματαιώθηκα στο ίδιον του εαυτού μου ξυπνώντας μια δεύτερη μέρα κι ανέπνευσα ξανά – σαν το λάδι από τον πίνακα στο νερό που θα πνιγώ χωρίζομαι και βρίσκω το φως για τα διόδια δέκα χρονών δεκάξι είκοσι πέντε θέλω να γίνω γερανός κι αργά να μεταφέρομαι στον κόσμο με το κρίμα του δύοντος και του ερμητικού βαθμιαία την πορεία στα βράχια στο βότσαλο στην άμμο κοιτάζω έρωτες συμπατριώτες ανάστροφα ζητώντας με σύννοια πλησίαζα το θαύμα που μακραίνει –φανταστείτε– μου γύρισε την πλάτη με το είδωλο αντανάκλαση παρέμενα του γεννημένου όπως αργά θα μεταφέρθηκα στον κόσμο” (ο τρίτος φωνάζει στο κεφάλι του – σαλεύει) “υπάρχει θάλασσα τώρα το πιστεύω στα μέλη μου υπάρχει θάλασσα λασπόνερα της πόλης σάλιο της άρνησης και της παγωνιάς των ανθρώπων που κρατήθηκα κι όλα εδώ κάτω απ’ την κουβέρτα στοιβάζονται στο πιεσμένο μου μυαλό στο αίσιο φως που ’χω απομείνει μαζεύοντας το πριονίδι κι όσο αλάτι γεμίζει ένα σώμα

26


χυμένο στο τραπέζι διότι αν υπήρξε μια φορά αν ήταν όριο κι εγκλεισμός είναι το διαμπερές κρανίο και μια σφαίρα καθαρής γεωγραφίας” (ο μέσος συνηγορεί με κατανόηση – και παύει) “ήμουν αθέλητος δεν εμπιστεύτηκα”

27


τάχα θα γλιστρήσει κι απόψε έξω απ’ τη νάρκη που ζούνε το ζιζάνιο πνεύμα να στηθούν κατά μέρος η σιωπή κι ο θυμός

(πέφτουνε βαθιά στα πνευμόνια κάνναβη αλκάλια νέφος πώς μαζεύει μι’ ανάσα χημική τη λαχτάρα για τη φύσει ζωή)

κίμωνα σε βρίσκει η ματθίλδη σύμμαχοι στη λάμπα μεθάτε την αγάπη που φθίνει κι ένα σάλπισμα φίλου πουθενά δεν ηχεί

διάβασα τον τίτλο που γράφει ‘άφαντοι στο μήκος του δρόμου’ τα μεγάλα του γράμματα με το κάρβουνο σβήνουν εσαεί τις αιχμές

είναι ν’ απορείς ποιος θα μείνει· αμαρτία μου να ’χα τη στόφα του πηλού π’ αναπνέει βαφτισμένος τα μέσα να φανείς καταγής άλλοτε στις πρώτες αισθήσεις είχαμε το βήμα που πρέπει συνοδεία μαέστροι με δοξάρι ή νεύρο αγωγοί στις φωνές

χάιδευαν γυμνή σου τη ράχη –τρέμουνε πια να σε αγγίξουν– στις γιορτές ανοιχτόκαρδα την αχλή σου μετρώντας σε βαθμούς συντροφιάς

σ’ είδα μια φορά να συμβαίνεις· φθόριο τα μάτια σου λάμπουν κι ανεικόνιστη / κρίμα / αλωνίζουν το φως σου ίσκιοι του πυρετού

ψάχνω τα χαρμόσυνα λόγια μες στον αντίλαλο κι όμως νεκρή ’σαι δεν θ’ ακούσω αν πήρες την άσφαλτο για τον αποκλεισμό

τώρα τι παλμός να διεγείρει τον ιδιόρρυθμο χτύπο εξίσου κυριεύοντας πάλι την αρχή που θα σμίξουν κατά μόνας ευχές;

28


“πάνε τόσα χρόνια συνουσίας το σπέρμα στον αγύριστο σωρό των σκουπιδιών κλεισμένο στη μεμβράνη (μια φυσική χαρά που εκφυλίστηκε στον κίνδυνο εξαρχής) ξαπλώνουμε στο ίδιο μαξιλάρι – ‘che ne sai tu di un campo di grano / poesia di un amore profano’ αθώωσα τον κύριο mogol κι αισθάνομαι τη ζέστη και τη θέληση εκείνες τις καμπύλες που θα λύγιζαν με την αλήθεια δίπλα μου (δεν αφήνεις τα λόγια εσύ κι η λυρική σου γκόμενα να προχωρήσουμ’ επιτέλους στα δρώμενα ομοιοκαταληκτεί ο κύριος κάτω από τη μέση) να κάνω μικρή να σε φιλήσω – όχι δεν μπορώ ν’ αγαπήσω κάποιον που επιστρέφει· (μπαίνουμε μάταιοι στ’ αποσιωπητικά) κι έρχεται νύχτα τετάρτη του μαΐου και παίζουμε σαν άγνωστοι στις ατάκες αδικοχαμένων: ‘with the lights out it’s less dangerous’ it’s not stupid it’s contagious / παραφράζω” (νομίζω δεν ακούγεται κιχ) η ερημιά μεταδοτική που θα ’λεγε κι ο θρύλος του συνομιλητή (στην ξένη γλώσσα συζητήσεις / αλλιώς ‘δεν παίρνω την ευθύνη’) θα ’χουν παλιώσει με τους μήνες κι όπως βγάζω το ληγμένο διαβατήριο το γκρίζο θα εμφανίσει χρώμα του τσιμέντου τη φράση ‘rock and no water and the sandy road’ κουβέντες για περαστικούς ή και κλεψύδρες από μια συνώνυμη γη

29


έλα στον εξώστη που κράτησε τιμή στον αέρα άφησες το μέτωπο στο τζάμι μην ομολογείς πως δεν φάνηκε ψυχή σήμερα όπως και πάντα σύγχρονα μην ομολογείς – ώρες ψιχαλίζει κανείς δεν προσέχει τα βρεγμένα σου μάγουλα τα μάτια που βρίσκουν το κράσπεδο α θα ’ναι η βροχή κι ο θόρυβος θα πουν είναι ο κεραυνός γλιστράμε στον αμμόλοφο και ζούμε – αν αυτές οι βέργες σχηματίζουν των ονείρων το κουκούλι που ναρκώνονται στις δάφνες καταγέλαστες οι φρόνιμες ψυχές γίνε κινητήρια διαδήλωση πάνω στους τροχούς σκαμνί να φτάσουν επικεφαλής για τα κλαδιά με την καινούργια σημαία γλιστράμε στον αμμόλοφο και ζούμε με θέλημα να βρούμε κορυφή – αν κρίνω από τα σχήματα που πήρανε τον ύπνο μαθημένες στις αιώρες να κοιμούνται στα χημεία όλο ζάχαρη και σκώμμα οι ψυχές τρόχισες τα ζόρικα ξυράφια κι απέδωσαν νεκρούς σκοινί που δένει τα κεφάλια τους απ’ τα κλαδιά με ριγμένη δα τη σημαία γλιστράμε στον αμμόλοφο και ζούμε με θέλημα να βρούμε κορυφή στην ίδια θέση ξοδεύονται χρήματα μαλλιά – τους ακούς; τι θέλουν που τραγουδούν

30


φιλικά τον άστυ μόνο (όχι δεν φύλαξα στίχους για τον ήρωα: ενσαρκώθηκε και τον περιέλαβε η γη) γλιστράμε στον αμμόλοφο και ζούμε με θέλημα να βρούμε κορυφή στην ίδια θέση ξοδεύονται χρήματα μαλλιά· μια λεπτομέρεια στην έπαρση του χρόνου ύστερα πια δεν σε φαντάζομαι συνοδηγό στην ωραιότητα τα δυο σου χέρια ριγμένα στους ώμους για το χασάπικο με τ’ αδέρφια θάνατος και αλήθεια

31


δαίμονες δεν είναι ούτε φτερά μην ασχολείσαι τα σύμβολα μάς παίρνουν από κάτω αργούς ειρωνικά συγκεκριμένους κι αυτή σου η καρδιά / άλλη μια φορά θα σε πικράνω / είναι μια συνθήκη για να ζήσεις στον όροφο που με σκεπάζει χτυπούν τη φτέρνα οι μέσοι πατριώτες καταλαβαίνω τι μιλούν μα δεν τους νιώθω έχω το νου μου στα μηνύματα που πίεσαν με τον αντίχειρα στις φυσικές διόδους τέσσερα δάχτυλα να κλείνουν το λαιμό κι η διέξοδος το πατρικό μπαλκόνι μαρία που προσεύχεται αν ζεις κι αν παραισθάνεσαι δεν μπορεί να ’ναι δαίμονες / κάνουν λόγο στη δημοτική δεν μπορεί να ’ναι φτερά / αλλιώς θα ’χαν ανοίξει έπειτα γύρισα με τον δεξή μου κρόταφο πάνω στα χειρόγραφα / κοιμήθηκα ώσπου να ’ρθει κι η δική σου σειρά

32


φτωχή σε πλαστικότητα κατεύθυνση τα εξής εγγράμματα στην πρώτη αποστολή – καταγράφει ο σημερινός: έστειλε γράμμα μια δέσμη κείμενα κι ομοιοκαταληξίες μια μηχανή τιμολογίων να τυπώνει από δεύτερο χέρι μελάνη το παρωνύμιο ψευδώνυμο οι τόνοι κατά τύχη φωνήεντα που σιώπησαν η συσκοτισμένη ορθογραφία παρανάλωμα στη σύνταξη κι ένα ‘h’ στο όνομα του ξένου συγγραφέα να αντανακλάται το επώνυμο – διαλυμένα τώρα νοήματα νεκρωμένα στην υπηρεσία της ευχής ελληνικά που δεν αντηχούν ευοίωνη πατρίδα άστοχη αγωγή για δεν τα ’στελνε ανόθευτα στα μάτια του αποδέκτη κρατώντας το υστερόγραφο και στο κυρίως κείμενο να πάλλεται ξεκάθαρη η ελλειπτική ευχή του “ακυρώστε με” σκέφτηκε: “απέτυχα να τραγουτην ώρα που επαφίεμαι στη ρέμβη δυο δάχτυλα στον πάγο από την πτώση (σε ‘ράμπα η κυλιόμενη’ ο χώρος)

δήσω

de facto ο λογοτέχνης θα επέμβει: «παιδί μου απ’ όσα διάβασα κι απ’ όσα μαυρίζουνε το μέλλον μας εν γνώσει μην ενοχλήσεις για το θεό τη γλώσσα»

τη ματαίωση·

κι ανθρώπου κύρτωμα διαθέτω” – γυρίζουν οι κάδοι

33


τα πρόσωπα που βρέθηκαν σ’ αυτό μου το ταξίδι γνωρίζω πως μια μέρα θα χαιρετήσουν μορφές που γίνονται πραγματικότητα ο πάντα πονεμένος / ο νησιώτης νεανίας σε κάποια συναυλία στο πλακόστρωτο που πίναμε καφέ· αυτά θα γίνουν ιστορία κυρίως γεγονός μόλις σώνονται τα δώρα ο διάλογος σε βάθος χρόνου κλείνει για τους πάντες στα επίθετα ‘συνομήλικοι’ και ‘προσωρινοί’ κι εδώ παιδιά στενόχωροι λοιπόν μα δεν πειράζει· θα γίνει τίτλος το μανιφέστο της φιλαρμονικής / νομάδες πάνε κι έρχονται ο τόπος μαζεύεται στο γκέτο του κλειστός ποιος σάλεψε πως θ’ άνοιγε· εκτός που διαλυθήκαμε όπως όπως συνασπισμένοι σε κλίμακα νυκτός ναΐφ κορίτσι σκέφτηκες τι πήρες με τ’ αρχικά λητώ ή μπεατρίς; στο τέλος ηδονίζονται κι οι τρεις παρθένοι για το λόγο σου φωστήρες κι εσύ δεν έχεις παρά να συγχαρείς παραμερίζουμε για τους θλιμμένους νανουρισμένοι απ’ τη μητριά αν ήταν μάνα θα ’διωχνε μακριά με κάρμα κι ανταπόκριση του γένους τεσσάρων τοίχων την άδικη χροιά σοφή κουβέντα βγάζει το λαρύγγι μιας μαζορέτας πολύ ερωτικής ‘υπάρχεις άραγε και πού κατοικείς;’ μη χαίρεσαι – τυχαίοι και μας σφίγγει

34


η γαλαρία της ταξιδιωτικής αργότερα με κυανούν της ρίμας να ξεσπαθώνει την κόκκινη αιδώ στον πάγκο των λιμένων θα σε δω (ο τόπος –ναι θα μείνει μεταξύ μας– σκοτίστηκε πώς φτάσαμε ως εδώ)

35


“θα φεύγεις κι έχω κουραστεί να συγυρίζω στα μετόπισθεν το δρομολόγιο γενέθλια - θετή στοκχόλμη cambridge άμστερνταμ bethesda ήδη λιγοστεύεις σε τόσους παραλλήλους – εκεί που θα διαιρέσεις τη ζωή σου μετέωρα τα φρένα με τη σκόνη που αφήνουν τα μεταφορικά παρατημένη σαν υπέρβαρο επιτόπου ‘ησυχαστήριο’ / θυμάμαι την ταμπέλα σου συχνά ένας σκοπός που γιγάντωσε μαζί σου κι απόμερα σε διώχνει στην περίμετρο δεν είναι σου θυμίζω η νοσταλγία εξάλλου τα ραδιόφωνα σε θέλουν ξενιστή· είναι που χάσκεις απέναντι στο χώμα ο κύριος φόβος σου να δώσεις ρίζα”

36


αυτός ο δίαυλος παράγει κίνηση / μα δεν είσαι καλοδεχούμενος / είναι μια ζώνη στα τοιχώματα του νου σου / εκεί γύρω από το ράμφος πήζει το αίμα / κι αστράφτουν τα μόρια / μεταμορφώνοντας τον πόνο σε κακοπάθεια / κι όλο το βάσανο σε ιδεοληψία: “εσύ δεν έχεις τέλος να γίνεις ο ευτυχισμένος” αλλά τι δίκαια που είναι κάτω / από την υδάτινη έκταση που κάποτε προβάλουν τα ηπειρωτικά εδάφη / η ντόπια ζωή δεν έχει συνείδηση για σένα / τι καθαρά που άνοιξαν τα μάτια / δυο κύκλοι χρώμα κι ο μαύρος ομόκεντρος μόλις που φαίνεται / τα μήλα των δακτύλων / κόκκινα μήλα γίνονται / τρίβουν το αίμα που βγαίνει απ’ το μανίκι / καμένο μπουφάν κι οι πέριξ τσιμεντόλιθοι / προάγγελμα στην κρίση του χειμώνα / κι όταν σε πάρει πολιούχο άγουρων ετών / με σαματάδες από βράχους γυαλιά και μέταλλα / θα ’μαι στο περίγειο / κι ο μαύρος ομόκεντρος να διαστέλλεται αστέριωτος τον βύθισε στο κέφι η κάλμα του νερού που διαστρέφει καλέσματα σε φίλους εσωτερικούς· έξω σπουδή στους ζωντανούς κατοικίδια πετεινά αυτές οι λέξεις ‘άφησα πίσω’ / –σου μιλώ– ποιον κατηγορούν / “κανέναν· παρασιωπούν πως μένουνε για να με θυμηθούν – όχι για να με θυμούνται” / γιατί βάλθηκαν με την ταπεινοφροσύνη / λιγομίλητοι για ν’ απομακρύνονται / κι η εσωστρέφεια φρόντισε να μείνουν δυσάλωτοι / τι φοβερίζουμε κόσμιοι το περιθώριο που ησυχάζουν / δεν φανατίζονται τα σύνορα για όλους καθένας γεννημένος παριστάνει κατ’ οίκον δημοσίως με την κάνη και τον αυτόχειρα και τον αυτουργό· υδρόγειο σε φωνάζω που μας φέρνει προς εαυτό και προς αλλήλους – στιγμιαίοι

37


σύντομα σάββατο ή πέμπτη κι όταν ακούς “αδιέξοδο γαμώ το” από πεζούς που το βρήκαν με την πλάτη προσκάλεσε κοντά σου τους αγίους στην εντολή παρών! κόντρα στο σάλτο κι όταν –εξακολουθητικοί– χλευάζουν τη φωνή κι εκείνη την ευσυνείδητη απομόνωση –ένας δεύτερος στην όψη κανόνας– οι ταπεινοί θα ’χουν αποτύχει οριστικά· τότε παρών ακόμα μια φορά που ασχημονούν πάρε τα βίαια υλικά / γροθιές κυνόδοντες ελευθεροστομίες φτύνοντας την περιούσια αγάπη στους μεθοδικούς κι όπως διασκεδάζονται στον τρόμο κι ανακαλούν τη μάνα γίνε ορφανός χωρίς ομφάλιο – κι η σάλπιγγα που δίνει χώρο στη ζωή ν’ ανέβει στη γενέτειρα του είδους θα φράζει τον ανήφορο στο ύψος του θρησκευτικού κάθε που απελπίζεσαι ουρανίσκου για την παρένθεση που κλείστηκαν απέξω για το φιλάλληλο σταθμό αραιά και πού πεθαίνοντας για τη βαρύτητα που πήγαν όλα πάνω έστω για μένα και το γρίφο “βαμβάκι-πένθος-χωρισμένα στον-ορίζοντα-να-κόβει-το-ψαλίδι απόσταση” μικρόσωμα τα λες –κι εγώ να δεις πώς αγναντεύω– μα τώρα δευτέρα λαϊκή ένα τετράγωνο ουρανού κι αυτό με πλέγμα έχει για θέα το σπίτι στο φωταγωγό πριν σπαταλήσουν το δωμάτιο οι φυγάδες χαμήλωσα το βάρος έξω απ’ το περβάζι και ‘πάλαι ποτέ δικαιοσύνη’ ο λόγος καταλήγει· προσεχώς –

38


διασχίσαμε το χάρλεμ και τη βάθη πολίτες του συρμού στα τελωνεία πολύγλωσσοι εργατικοί –ενίοτε ταξιδευτές μόνο και μόνο κατά φαντασίαν– πρησμένα πόδια μάς κρατούν κι οι στύλοι του μετρό αγκαζέ ταξί διανυκτερεύσεις όμως εντέλει πώς να το θέσω χωρίς να σας πικράνω όταν διπλώνουνε χαρτιά και ταχογράφοι ωραίος ο μύθος του θείου οδυσσέα (ποιος δεν ζήλεψε την αλληγορία) μα δεν αρκεί να διηγείσαι σας ντρέπομαι πολύτιμε καβάφη διαδρομών όμως δεν είναι πόλεμος τέρατα μυθολογίας αιρετικές γυναίκες και πλούσιες πολιτείες το ιόνιο να φέγγει στ’ ανοιχτά· εδώ είν’ ενδοχώρα – χέρσοι θα μείνουμε

στο

δρόμο

λεφτά λεφτά λεφτά για ένα ζευγάρι παπούτσια

39


 Το φιλικό τραγούδι για τον κινούμενο Άστυ Μόνο οφείλει –γι’ αυτούς και σχηματίζεται– στους: Τάκη, Θοδώρα, Κωνσταντίνο, Χαρούλα, Μαρία, Σάμερ, κ. Διονύση, Εύη, Στέφανο, κ. Μάριο, Συμεών, Γιώργο και τους Απολογισμούς του, ‘Indie Gang’ Πατρών (μετέπειτα Δώδεκα Νήσων), κ. Σταμάτη, κ. Θάνο, Πέτρο, Αντώνη, Πόπη, κ. Λένα, Άννα, κ. Άλκη, (ε)Σύ Μπεμόλ· τα επίθετα είναι για τους ταχυδρόμους. Ιούλης 2008

40


Ενός λεπτού για τη Μυρτώ που περιμένει στα μεγάφωνα δωμάτια ν’ ακούσει ζωντανό τον Άστυ Μόνο ΥΣΤΕΡΟΤΡΑΓΟΥΔΟ

41


42


Survive as if in two D. Ward

κι όμως δεν είπαμε πολλά για ένα κρεβάτι που αναστενάζουν αλλού για ζωντανές ομπρέλες με υφάσματα και γρύλους – τώρα γυρίστε στο πανόραμα της πόλης σε μια συνάντηση περνώντας καλεσμένοι στα πεζοδρόμια χωρίς μονόλογο με κουβέντες κρύσταλλα που γέμισαν ζεστά ποτά και γέλια εμείς: δεν τη φοβάστε πια τη λέξη είναι μαζί όπως φαντάστηκαν τον τόπο· φυσάει στην έκταση ξηρά της μεσογείου αέρας παίρνει και χτυπά τη σκόνη και τ’ αλάτι στα μάτια που διεκδικούμε αγαπημένα με φως και με θερμότητα που θα ’ρθει από μια σπίθα τον ουρανό – και πώς να μάθω· αν σ’ έχω για να πλάσω τη φωνή βγες από μένα (“ο λόγος μου –πώς ξέρω…– θα ’ν’ ασήμαντος στα χάχανα / ο ανόητος / του σύμπαντος όλο με σάρκες αντιδράω και χώματα μιλώ ψιλά τα γράμματα ψηλές οι περιοχές πώς να μοιράσω τη φτωχή μου αισιοδοξία μιλημένος παιδικά το γήινο κόλπο να γίνω άνθρωπος μια μέρα – ας ελπίσω”) μυρτώ καλή ’σουν ατίθαση στα μέτρα μια σύντροφος τού συ ή μια λιακάδα όταν σε παίρνει με το θαύμα στα λίγα κυβικά και δεν ακούμπησε το φύλο σου το ψέμα

43


αϊ καλοτάξιδο μπαλόνι στον κύκλο που γλεντάνε οι παροδίτες με τον κάτοικο τύφλα στην ελπίδα σπάνε τα ρόδια στις μπάρες καταβρέχουν χαμηλωμένα χείλη στον καβάλο τους δοσμένα από μι’ αλίκη ή μια κίρκη γυμνασμένοι του κουτιού – τότε ξαπλώστ’ ευάλωτοι απ’ τα νύχια ως την κορφή απέναντι στην κίνηση ακάθιστοι στον ύπνο με όνομα μ’ επίθετο αντί για ιδανικοί εμείς: δεν την αρνούνται πια τη λέξη είναι μαζί όπως διαλέξανε τον τρόπο· σηκώνει τα γνωρισμένα χέρια της κεραία να πιάσει τη συχνότητα που θ’ αφιερωθεί από ψυχή σ’ άλλη γιορτή –καθώς δουλεύουν τα πνευστά– η ραδιοφωνική προλόγισε φωνή: ανήκει το τραγούδι που θα κλείσουμε τον άστυ στην άγνωστη μυρτώ οι βάρυπνοι βαθύσκιωτοι βραδυφλεγείς μια κορωνίδα τάδε βήτα διαλογής ξυπόλυτη στο μάρμαρο τής χόρεψε το χωρισμό που κουβαλούν οι νεανίες σ’ ένα ικρίωμα πάνω τον δείχνει να βγάζει τη γλώσσα στην οικουμένη· δεν είχες θέρμη δεν είχες δικαίωμα πρωτεύουσά μου στο βάθος πολίχνη κάποτε (πάνε τώρα νύχτες κι ακόρντα) που χίμηξε στα πρόσωπα φρέσκο το γκάζι άναψαν τσιγάρο και καθένας λουφάζει στην πράξη του συνειδητά

44


45


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.