ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΙΑ

Page 1

Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[1]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


[2]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλειος Μ. Αργυρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έλαβε πτυχίο φιλολογίας με ειδίκευση στη γλωσσολογία και μεταπτυχιακό δίπλωμα γλωσσολογίας με ειδίκευση στην εφαρμοσμένη γλωσσολογία. Από το 2004 έως το 2008 συμμετείχε σε ερευνητικό πρόγραμμα της Ακαδημίας Αθηνών. Ασχολείται επαγγελματικά κυρίως με τη λεξικογραφία. Από το 2004 έχει εργαστεί σε διάφορα λεξικά, με κορυφαίο το υπό έκδοση νεοελληνικό λεξικό των εκδόσεων Σ. Πατάκη. Ενδιαφέρεται κυρίως για τη λεξικογραφία, τη γλωσσολογία και τη λογοτεχνία. Δημοσιεύει γλωσσολογικά και λεξικογραφικά κείμενα στο ιστολόγιο Περιγλώσσιο (periglwssio.wordpress.com). Αυτό είναι το τέταρτο βιβλίο του. Από τις 11/11/2011, στις 11 το πρωί, είναι παντρεμένος με τη Νατάσα Χατζηχριστοφή. Έχει δύο κόρες, τη Νίκη και τη Μελίτα.


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[3]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Γλωσσική αρχαιολατρία μια σύγχρονη μυθολογία


[4]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Βασίλειος Αργυρόπουλος, Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία ISBN: 978-618-5147-74-7 Ιανουάριος 2016

Σχεδιασμός εξωφύλλου:

Χρήστος Μουλώτσιος

Φιλολογική επιμέλεια:

Πάνος Αστίθας astipan81@gmail.com

Σελιδοποίηση:

Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu

Σειρά: Γλώσσας Παράλληλοι: Θεωρία και διδακτικές προτάσεις Επιστημονική υπεύθυνη σειράς: Ζωή Γαβριηλίδου, www.gavriilidou.gr

Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr

Άδεια Creative Commons Αναφορά δημιουργού – Μη εμπορική χρήση Όχι παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[5]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


[6]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[7]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στη μνήμη του πατέρα μου, Μελετίου Θ. Αργυρόπουλου (1930–1996), συνταξιούχου δασκάλου.


[8]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Συχνά είναι ευκολότερο να ανακαλύψεις μιαν αλήθεια από το να βρεις τη σωστή της θέση». Ferdinand de Saussure


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[9]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


[10]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[11]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ...........................................................................................................12 1) ΕΙΣΑΓΩΓΗ.................................................................................................................................14 2) ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ...............................................................................................16 Α. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ............................................................................................... 17 Β. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ .......................................................................... 21 Γ. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΟΦΟΡΑ ............................................................................................................. 23 Δ. ΠΑΡΕΤΥΜΟΛΟΓΙΕΣ ..................................................................................................................................... 27 Ε. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΟ

..................................................................................................... 31 ΣΤ. «ΦΩΝΗΕΝΤΙΑΔΑ» .................................................................................................................................... 33 Ζ. ΑΛΛΟΙ ΓΛΩΣΣΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ ............................................................................................................................ 35 Η. ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ........................................................................... 39 Θ. ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ;.................................................................................................. 42

3) ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ....................................................................................................45 4) ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ..........................................................................................48 5) ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ...............................................................52 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ................................................................................................................................55 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.................................................................................................................................57 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΛΕΞΙΚΩΝ ..................................................................................................78 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ..................................................................................................79


[12]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Για τη γλωσσική αρχαιολατρία είχα την ευκαιρία να μιλήσω δημόσια τρεις φορές τα τελευταία χρόνια. Στο θέμα αυτό ήταν αφιερωμένες δύο εκδηλώσεις στις οποίες πήρα μέρος τον Ιανουάριο του 2011. Η πρώτη διοργανώθηκε στην Έδεσσα (22/1/2011) από τον σύλλογο Βιβλιόφιλοι Έδεσσας και η δεύτερη στη Θεσσαλονίκη (24/1/2011) από το περιοδικό Άρδην. Αλλά και τρία περίπου χρόνια αργότερα, στις 7/3/2014, στην εκπομπή Usus norma loquendi του κυπριακού ραδιοφωνικού σταθμού MYCYradio, την οποία μπορεί κανείς να παρακολουθήσει και μέσω διαδικτύου, συζήτησα με τον γλωσσολόγο και παρουσιαστή της εκπομπής, Σπύρο Αρμοστή, για το ίδιο θέμα. Ας σημειωθεί, μάλιστα, ότι δυο τρεις μέρες πιο μετά, στον λογαριασμό της εκπομπής στο Facebook, αναρτήθηκε κείμενό μου που ήταν περιληπτική απόδοση των όσων είχαμε συζητήσει. Το παρόν βιβλίο αποτελεί εμπλουτισμένη μορφή εκείνης της περίληψης. Και τα δύο βασίζονται σε διάφορα κείμενά μου, παλιότερα και νεότερα, αλλά και στο σχεδιάγραμμα των ομιλιών στις εκδηλώσεις του 2011, που προανέφερα. Για να μην κουράσω τον αναγνώστη, προσπάθησα να αποφύγω την ατελείωτη περιπτωσιολογία και τον σχολιασμό αμέτρητων δημοσιευμάτων που αφορούν το θέμα του βιβλίου. Επίσης, προσπάθησα να εκφραστώ με τρόπο όσο το δυνατόν πιο εύληπτο, χωρίς να εμβαθύνω σε επιμέρους θέματα που ίσως δυσκολεύουν ή δεν πολυενδιαφέρουν τον μη γλωσσολόγο, στον οποίο κυρίως απευθύνομαι. Στόχος μου ήταν να δώσω μια συνοπτική περιγραφή του φαινομένου που εξετάζω – με δεδομένο, μάλιστα, ότι η έκδοση αυτού εδώ του βιβλίου είναι μόνο ηλεκτρονική. Με ενδιαφέρει να ανατρέχει ο αναγνώστης μέσω διαδικτύου στο βιβλίο μου και να αντλεί εύκολα μερικές βασικές πληροφορίες. Ούτως ή άλλως, το φαινόμενο που με απασχολεί δεν αναμένεται να εξαλειφθεί. Επομένως, στο μέλλον με διάφορες αφορμές μπορεί να δημοσιεύσω κείμενα –άρθρα ή σημειώματα– και να αναφερθώ σε λεπτομέρειες. Εδώ ας δούμε το θέμα κάπως σφαιρικά. Ευχαριστώ πολύ τους φίλους και γνωστούς με τους οποίους έχουμε συμμετάσχει σε διαδικτυακές συζητήσεις για γλωσσικά θέματα, προσπαθώντας να αντικρούσουμε κάποιους αβάσιμους ισχυρισμούς σχετικούς με τη θεματολογία της παρούσας εργασίας, αλλά και όσους γλωσσολόγους με βοήθησαν να λύσω απορίες μου που προέκυψαν από τις συζητήσεις αυτές. Πάντα διάβαζα με ενδιαφέρον τα κείμενά τους και μάθαινα από αυτά. Το πιο


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[13]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σημαντικό, όμως, για μένα είναι το εξής: Η διαπίστωση ότι, σε γενικές γραμμές, είσαι στο ίδιο μήκος κύματος με κάποιους ανθρώπους, όσον αφορά ορισμένα σημαντικά για σένα θέματα, όπως τα γλωσσικά του παρόντος βιβλίου –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται ή ότι είναι κακό να υπάρχουν και διαφορετικές εκτιμήσεις–, δίνει δύναμη και παρηγορεί. Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ στις εκδόσεις Σαΐτα για την άψογη συνεργασία.


[14]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

1) ΕΙΣΑΓΩΓΗ Μολονότι έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από τότε που θεμελιώθηκε η επιστήμη της γλωσσολογίας στην Ελλάδα από τον Γεώργιο Χατζιδάκι (1848– 1941), στη χώρα μας ακόμη και σήμερα παρατηρούνται –και μάλιστα τα τελευταία χρόνια βρίσκονται σε έξαρση– διάφορα φαινόμενα γλωσσικού ερασιτεχνισμού, που μαρτυρούν άγνοια, αμφισβήτηση ή και απαξίωση βασικών γλωσσολογικών διδαγμάτων. Ένα από τα φαινόμενα αυτά είναι η γλωσσική αρχαιολατρία, μια περίπτωση σύγχρονης μυθολογίας. Η αρχαιολατρία ως προς την ελληνική γλώσσα δεν είναι, βέβαια, μόνο σημερινό φαινόμενο. Εδώ, όμως, μας ενδιαφέρει κάτι ειδικότερο, η «γλωσσική αρχαιολατρία». Τα εισαγωγικά χρησιμοποιούνται, στην προκειμένη περίπτωση, για να αντιμετωπιστεί κάπως η ασάφεια του όρου. Πώς νοείται, λοιπόν, η αρχαιολατρία ως προς την ελληνική γλώσσα; Θα μπορούσαμε να δώσουμε τον εξής ορισμό: Πρόκειται για μια ιδιόμορφη, ελληνοκεντρική παραεπιστήμη που έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες και, συγκεκριμένα, για τη διατύπωση ανορθολογικών, αβάσιμων γλωσσολογικά απόψεων σχετικά με διάφορα γλωσσικά θέματα που αφορούν κυρίως την αρχαία ελληνική, αλλά και τη σχέση της με τη νέα ελληνική γλώσσα. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη συγκρότηση αυτής της παραεπιστήμης έχουν παίξει συγκεκριμένοι εκδότες, που εδώ και χρόνια καλλιεργούν συστηματικά την παραπληροφόρηση του κοινού όχι μόνο με βιβλία και περιοδικά που εκδίδουν, αλλά και με εκπομπές που παρουσιάζουν σε μικρούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Σήμερα, μάλιστα, οι αβάσιμες γλωσσολογικά απόψεις των αρχαιολατρών διαδίδονται πολύ ευκολότερα μέσω διαδικτύου – ευτυχώς, όμως, το διαδίκτυο δίνει τη δυνατότητα να γίνει ευρύτερα γνωστός και ο γλωσσολογικός αντίλογος. Χρησιμοποίησα παραπάνω τον όρο αρχαιολατρία και εξήγησα πού οφείλονται τα εισαγωγικά. Για τον ίδιο λόγο, μπορεί κανείς να βάλει σε εισαγωγικά λέξεις όπως αρχαιολάτρης, αρχαιολατρικός και ελληνοκεντρικός. Για να μην κάνω, όμως, κατάχρηση εισαγωγικών, εφεξής θα τα αποφεύγω κάθε φορά που θα χρησιμοποιώ τέτοιες λέξεις. Εξυπακούεται ότι θα αναφέρομαι στην κακώς εννοούμενη αρχαιολατρία κτλ. Αρχαιολάτρης με την καλή –θέλω να πιστεύω– έννοια είμαι κι εγώ. Μου αρκεί, όμως, ό,τι ισχύει, λ.χ. το γεγονός ότι στην (αρχαία) ελληνική έχουν γραφτεί αθάνατα κείμενα του παγκόσμιου πολιτισμού.


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[15]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τέλος, πρέπει να γίνουν δύο ακόμη αναγκαίες διευκρινίσεις. Πρώτον, η παρούσα εργασία αφορά κυρίως τη γλωσσική πλευρά της αρχαιολατρίας και όχι άλλες πτυχές του εν λόγω φαινομένου, που είναι, βέβαια, ευρύτερο. [1] Δεύτερον, το βιβλίο μου έχει μεν το προαναφερθέν θέμα, αλλά βασικά στοιχεία της γλωσσικής αρχαιολατρίας, όπως ο ανορθολογισμός, κάλλιστα μπορεί να εμφανιστούν και σε άλλους ιδεολογικούς ή και σε πολιτικούς χώρους. Δεν είναι οι αρχαιολάτρες οι μόνοι που σκέφτονται έτσι. [2]


[16]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

2) ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ Οι εκφάνσεις της αρχαιολατρίας ως προς την ελληνική γλώσσα είναι ποικίλες. Σχετίζονται με διάφορα θέματα, αλλά, προπάντων, με τα εξής δύο: την καταγωγή της ελληνικής και την προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου. Ο Χαράλαμπος Μαραβέλιας (2004) γράφει χαρακτηριστικά: «Είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι δύο θεωρίες βρίσκονται διαρκώς τα τελευταία χρόνια στο εμμανές στόχαστρο των εντύπων του “ελληνόψυχου” φονταμενταλισμού: η φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου και η ινδοευρωπαϊκή γλωσσική (και αρχαιολογική) θεωρία». Στα παραπάνω θέματα, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου της αρχαίας προφοράς, διαπιστώνεται απόκλιση από τα διδάγματα της γλωσσολογίας για ιδεολογικούς κυρίως λόγους. Κάποιοι αρνούνται ότι η ελληνική, από κοινού με άλλες γλώσσες, κατάγεται από μια πρωτογλώσσα και διακηρύσσουν ότι η ίδια είναι η μητέρα-γλώσσα των άλλων – εδώ λανθάνει η στρεβλή ιδέα της γλωσσικής καθαρότητας. Επίσης, δεν δέχονται ότι το αλφάβητό μας προέρχεται από το σύστημα γραφής ενός άλλου λαού – και εδώ υποβόσκει μια στρεβλή ιδέα καθαρότητας, που αφορά, όμως, τη γραφή. Ακόμη, απορρίπτουν τη θέση ότι η αρχαία προφορά σε ένα πρώιμο στάδιο ήταν πολύ διαφορετική από τη σύγχρονη. Στην προκειμένη περίπτωση, παίζει ρόλο κυρίως το γεγονός ότι κάποιοι βρίσκουν κακόηχη την αρχαία προφορά, όπως τη διδάσκουν οι γλωσσολόγοι, αλλά και όπως την επανασυνέθεσε, σε γενικές γραμμές, ο Έρασμος, Ολλανδός λόγιος, με το έργο του Dialogus de recta Latini Graecique sermonis pronuntiatione (Διάλογος περί της ορθής προφοράς του λατινικού και του ελληνικού λόγου, 1528). Υπάρχει και μια σειρά από άλλα γλωσσικά θέματα αρχαιολατρικού ενδιαφέροντος, όπως εσφαλμένες ετυμολογικές ερμηνείες ιδεολογικού χαρακτήρα και διάφοροι μύθοι σύμφωνα με τους οποίους αποδίδονται φανταστικές ιδιότητες στην ελληνική γλώσσα. Σε παρετυμολογίες λ.χ. παρουσιάζεται η ελληνική σαν γλώσσα που μόνο δανείζει και ποτέ δεν δανείζεται. Ο δανεισμός θεωρείται από μερικούς φαινόμενο αρνητικό για μια γλώσσα, και μάλιστα τη δική μας, διότι, κατά την κρίση τους, νοθεύει την καθαρότητά της. Σε αυτήν την περίπτωση, υφέρπει πάλι η στρεβλή ιδέα που είδαμε παραπάνω. Ο δανεισμός, όμως, είναι μια φυσιολογική λειτουργία του γλωσσικού συστήματος και δεν ζημιώνει τις γλώσσες. Όσο για τους γλωσσικούς μύθους, κοινό τους στοιχείο είναι η παγκόσμια υπεροχή της ελληνικής. Υποτίθεται πάντα ότι η ελληνική διαθέτει ένα μοναδικό στοιχείο, που δεν έχουν οι άλλες γλώσσες.


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[17]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

α. Σχετικά με την καταγωγή της ελληνικής Βασική έκφανση της εν Ελλάδι γλωσσικής αρχαιολατρίας αποτελεί η άρνηση της ινδοευρωπαϊκής καταγωγής της ελληνικής γλώσσας. Ας δούμε, πρώτα, τι διδάσκει σχετικά η γλωσσολογία. Με δεδομένο ότι μεταξύ διαφόρων γλωσσών παρατηρούνται πολλές ομοιότητες ως προς τη δομή και το λεξιλόγιό τους (για παράδειγμα, το αρχαιοελληνικό δίδωμι συνδέεται με το αρχαίο ινδικό dadami, ομοίως το πατὴρ της αρχαίας ελληνικής με το pater της λατινικής, το pitar της αρχαίας ινδικής, το αρχαίο γερμανικό fater κ.ά., το αρχαίο δύο με το λατινικό duo, το γαλλικό deux, το ρωσικό dva κ.ά., το αρχαίο ἄλλος με το λατινικό alius κ.ά.), οι γλωσσολόγοι δέχονται τη γενετική συγγένεια των γλωσσών στις οποίες ανήκουν οι τύποι αυτοί και την προέλευσή τους από μια κοινή πρωτογλώσσα, τη λεγόμενη ινδοευρωπαϊκή. Οι αρχαιολάτρες, από την πλευρά τους, έχοντας μια στρεβλή αντίληψη περί γλωσσικής καθαρότητας, όπως προαναφέρθηκε, είτε δεν αρνούνται τη συγγένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, αλλά θεωρούν τις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες θυγατρικές της ελληνικής, είτε υποστηρίζουν ότι τα παρατηρούμενα κοινά στοιχεία μεταξύ των εν λόγω γλωσσών οφείλονται σε δανεισμό από την ελληνική. Στην πρώτη περίπτωση, η μέθοδος της επανασύνθεσης που ακολουθούν οι ειδικοί στην ιστορική και συγκριτική γλωσσολογία δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ελληνική αποτελεί τη μητέρα-γλώσσα. Αλλά και στη δεύτερη περίπτωση, οι αρχαιολάτρες δεν έχουν δίκιο. Το είδος των κοινών στοιχείων μεταξύ των γλωσσών είναι τέτοιο, ώστε δεν στέκει γλωσσολογικά ο ισχυρισμός ότι οι άλλες γλώσσες τα έχουν δανειστεί από την ελληνική. Λέξεις όπως αντωνυμίες και αριθμοί, στοιχεία όπως προθήματα και επιθήματα, καθώς και κλιτικά μορφήματα κ.λπ. οδηγούν στο συμπέρασμα της γενετικής συγγένειας των γλωσσών και της προέλευσής τους από μια πρωτογλώσσα, που συμβατικά αποκαλούμε ινδοευρωπαϊκή. Με γλωσσολογικούς όρους, κρίνεται αστήρικτος ο ισχυρισμός ότι έγινε δανεισμός των στοιχείων αυτών από την ελληνική. Ωστόσο, ακόμη και αν ήταν βάσιμος, γιατί να θεωρείται αυτονόητο ότι οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες δέχτηκαν την επίδραση της ελληνικής και όχι λ.χ. της αρχαίας ινδικής; Γιατί να είναι δεδομένο ότι η φορά της επίδρασης είναι πάντα από την ελληνική προς τις άλλες γλώσσες; Στο ίδιο πλαίσιο, της προβολής αντιεπιστημονικών ισχυρισμών για θέματα καταγωγής της ελληνικής και άλλων γλωσσών, εντάσσονται


[18]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πάμπολλα δημοσιεύματα προερχόμενα από τους προαναφερθέντες παραεπιστημονικούς κύκλους. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο παράδειγμα: Πριν από χρόνια ένας καθηγητής οικονομικών υποστήριξε ότι τα αγγλικά είναι ελληνική διάλεκτος. Αφηγήθηκε, μάλιστα, ένα αξιοσημείωτο περιστατικό από την παιδική του ηλικία. Μόλις είχε επιστρέψει στο σπίτι από το πρώτο μάθημα αγγλικών και ανέφερε στη μητέρα του τα αγγλικά I am, I have και I can. Η μητέρα του, χωρίς να γνωρίζει αγγλικά, κατάλαβε ότι πρόκειται για τα ρήματα είμαι, έχω και κάνω. Ωστόσο, η εντύπωση που έχει ένας απλός ομιλητής για την ετυμολογική σύνδεση λέξεων δεν μπορεί να θεωρηθεί απόδειξη ή ένδειξη ότι οι λέξεις πράγματι αλληλοσυνδέονται ετυμολογικά. Άλλωστε, I can δεν σημαίνει «κάνω». Μπορεί απλώς να εμφανίζουν ορισμένους κοινούς φθόγγους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μία προήλθε από την άλλη. Αντίθετα, υπάρχουν τύποι που συνδέονται μεταξύ τους, λ.χ. η αρχαία αντωνυμία εἷς και η σημερινή ένας, αλλά, αν αναφέρουμε σε έναν ομιλητή χωρίς γνώσεις αρχαίων τον πρώτο τύπο, αποκλείεται να τον συσχετίσει με τον δεύτερο. Εν ολίγοις, με απασχολεί το μεθοδολογικό θέμα. Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο εγχείρημα η ετυμολόγηση μιας λέξης. Τότε θα γινόμασταν όλοι ετυμολόγοι, χωρίς γνωστικά εφόδια, χωρίς γλωσσολογική μέθοδο, με μόνο ίσως όπλο τη διαίσθηση, αν όχι τη φαντασία. Ο οικονομολόγος που ανέφερα παραπάνω ισχυρίζεται ότι με βάση το λεξικό των Liddell και Scott το αγγλικό hello ανάγεται στο ομηρικό οὖλε (= γεια σου). Στην πραγματικότητα, όμως, το συγκεκριμένο λεξικό πουθενά δεν γράφει ότι το hello έχει ομηρική προέλευση. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν κάποιος που έχει εκπονήσει επιστημονικές μελέτες να χρησιμοποιεί έτσι τις πηγές. Ας προστεθεί ότι το αρχαιολατρικό περιοδικό Δαυλός, που δεν εκδίδεται πια, κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2003 με πρωτοσέλιδο τίτλο: «Ελληνική διάλεκτος η ιαπωνική γλώσσα!». Εκείνη την εποχή για μένα και μερικούς συναδέλφους το συγκεκριμένο δημοσίευμα ήταν απλώς ένα ανέκδοτο που μας χάρισε στιγμές γέλιου. Το κακό είναι ότι η δήθεν αποκάλυψη του περιοδικού έκανε άλλους να το αγοράσουν και να το διαβάσουν σαν να ήταν κάτι σοβαρό... Η έλλειψη επιστημονικής μεθόδου εκ μέρους των αρνητών της ινδοευρωπαϊκής καταγωγής της ελληνικής γλώσσας φαίνεται και από δύο ακόμη περιπτώσεις. Πρώτον, κάποιοι από αυτούς ανατρέχουν σε ξένα λεξικά, βρίσκουν συγγενείς λέξεις διαφόρων γλωσσών αναγόμενες σε κοινή ινδοευρωπαϊκή ρίζα και αυθαίρετα θεωρούν πάντα ότι πηγή είναι η ελληνική γλώσσα, από την οποία δήθεν προέρχονται οι λέξεις των άλλων γλωσσών ως


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[19]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δάνεια. Το αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι αξιοποιούν τις ινδοευρωπαϊκές σπουδές και, γενικότερα, ακολουθούν τη γλωσσική επιστήμη. Χάρη στα διδάγματα της γλωσσολογίας έχουν έτοιμες τις αντιστοιχίες μεταξύ τύπων διαφόρων γλωσσών. Από ένα σημείο και μετά, όμως, λοξοδρομούν. Δεύτερον, έχει παρατηρηθεί εντός και εκτός διαδικτύου από ομοϊδεάτες των προαναφερθέντων ακόμη και παρανάγνωση λημμάτων έγκυρων ξένων λεξικών και, ειδικότερα, των ετυμολογικών πληροφοριών τους. Φερειπείν, ενώ στο πεδίο της ετυμολογίας ενός λήμματος αναφέρεται ότι ο τάδε αγγλικός τύπος απλώς συνδέεται ή συγγενεύει ετυμολογικά με τον αντίστοιχο ελληνικό, κάποιοι διαβάζουν ότι προέρχεται από τον ελληνικό. Για να γίνω πιο σαφής, ας αναφέρω δύο παραδείγματα διαφορετικά μεταξύ τους. Το αγγλικό deacon πράγματι ανάγεται στο ελληνικό διάκονος, αλλά το daughter απλώς αντιστοιχεί στο θυγάτηρ. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι εκβιάζεται η ερμηνεία των επιστημονικών δεδομένων –των συστηματικών ομοιοτήτων που παρατηρούνται σε εντυπωσιακά μεγάλο τμήμα του λεξιλογίου και της γραμματικής δομής πολλών γλωσσών– με βάση συγκεκριμένες ιδεολογικές αντιλήψεις και, ακόμη χειρότερα, γίνεται εσφαλμένη ανάγνωση σωστών ετυμολογικών πληροφοριών καταγεγραμμένων σε λήμματα αξιόπιστων ξένων λεξικών. [3] Οι ίδιοι οι ελληνοκεντρικοί, βέβαια, επαναλαμβάνουν διαρκώς ότι η ινδοευρωπαϊκή θεωρία δεν είναι τεκμηριωμένη. Μια συνάδελφος και φίλη, μάλιστα, που έχει επηρεαστεί από τέτοιες αντιλήψεις, υποστηρίζει ότι τα περί ινδοευρωπαϊκής φαντάζουν απλώς σαν ένα σενάριο. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το μόνο “σενάριο” που εξηγεί τις λεξιλογικές και δομικές ομοιότητες όσων γλωσσών συναπαρτίζουν τη λεγόμενη ινδοευρωπαϊκή οικογένεια. Απεναντίας, η θεωρία που αντιτάσσουν στην ινδοευρωπαϊκή οι αρχαιολάτρες, ότι δηλαδή οι αρχαίοι Έλληνες ήταν αυτόχθονες, είναι όντως ατεκμηρίωτη. Όσοι τη διακηρύσσουν επικαλούνται συνήθως ένα χωρίο από τον Πανηγυρικό του Ισοκράτη (IV 23–24), το οποίο, μάλιστα, στη δεκαετία του ενενήντα διάβασα ακόμη και σε απόκομμα δημοσιεύματος κολλημένο σε βιτρίνα μικρού βιβλιοπωλείου στο κέντρο της Αθήνας. [4] Στην πραγματικότητα, παρερμηνεύουν το αρχαίο κείμενο και διαστρεβλώνουν την αλήθεια, γιατί ο αρχαίος ρήτορας μιλάει για την αυτοχθονία των Αθηναίων σε αντιδιαστολή με τους κατοίκους των άλλων ελληνικών πόλεων και όχι για την αυτοχθονία των Ελλήνων σε αντιδιαστολή με τους άλλους λαούς. Επιπλέον, όσα γράφουν οι αρχαίοι περί αυτοχθονίας δεν την τεκμηριώνουν,


[20]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αλλά απλώς αντανακλούν την ιδεολογική αντίληψη που είχαν για την καταγωγή τους. Ο Γιώργος Παπαναστασίου (2006) περιγράφει εύγλωττα τον τρόπο με τον οποίο γίνεται προσπάθεια να τεκμηριωθεί η αυτοχθονία: «Η ανθρώπινη παρουσία στην Ελλάδα ήδη από την παλαιολιθική εποχή ερμηνεύεται απλά και αβασάνιστα ως απόδειξη της αδιάλειπτης παρουσίας Ελλήνων. Η κατασκευή επιχειρημάτων γίνεται με απίστευτη ευκολία: Εφόσον στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. οι κάτοικοι της Ελλάδας ήταν Έλληνες, γιατί να μην είναι Έλληνες και οι παλαιότεροι, οι Μινωίτες, οι Κυκλαδίτες; (Παρεμπιπτόντως, το γεγονός ότι η Γραμμική Α, σε αντίθεση με τη Γραμμική Β, αντιστέκεται σε όλες τις σοβαρές απόπειρες αποκρυπτογράφησης με βάση την ελληνική, δεν πτοεί τους επίδοξους αποκρυπτογράφους, οι οποίοι μας έχουν δώσει πολυάριθμες απίστευτες ερμηνείες, ακόμη και παλαιότερων κειμένων, όπως ο δίσκος της Φαιστού.) [5] Και, πηγαίνοντας προς τα πίσω, γιατί να μην κατοικούσαν Έλληνες στο Σέσκλο, στο Διμήνι, στο Φράγχθι, στα Πετράλωνα; Η συνεχής ανθρώπινη παρουσία σε έναν τόπο ερμηνεύεται αξιωματικά ως αυτόματη απόδειξη γλωσσικής και φυλετικής συνέχειας, σαν να μην είναι γεμάτη η παγκόσμια ιστορία από μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, που είχαν συχνά ως αποτέλεσμα την ανατροπή του υπάρχοντος γλωσσικού και πολιτισμικού σκηνικού. Ο Έλληνας θεωρείται, επομένως, αναπόσπαστο στοιχείο του γεωγραφικού χώρου στον οποίο έδρασε ιστορικά, πραγματικό γέννημα της Ελλάδας, όπως παραδίδουν οι αρχαίοι μύθοι: αυτόχθων. [...] »Η υποτιθέμενη επιστημονική τεκμηρίωση γίνεται με ένα πλέγμα παραπομπών σε συγγραφείς που κινούνται στους ίδιους ιδεολογικούς χώρους, αλλά και με επιλεκτική και συχνά παραπλανητική [6] αναφορά σε επιστημονικά έργα γλωσσολόγων ή ιστορικών. Η απόρριψη ή αποσιώπηση της επιστημονικής παράδοσης των τελευταίων αιώνων, η απόρριψη μεθόδων, εργαλείων, θεωριών κτλ., η απόρριψη τελικά όλης της συσσωρευμένης επιστημονικής γνώσης γίνεται αβασάνιστα και απερίσκεπτα. [...] »Ο σύγχρονος μύθος είναι τελικά μια απόλυτη άρνηση της ιστορικότητας. Καταρχάς της ιστορικότητας της επιστήμης, καταργώντας αιώνες προβληματισμού και έρευνας. Και κατά δεύτερο λόγο της ιστορικότητας της ελληνικής γλώσσας, της κάθε γλώσσας,


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[21]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του κάθε λαού, αρνούμενος την αυτονόητη ένταξη όλων στο πλαίσιο της ανθρώπινης ιστορίας». [7]

β. Σχετικά με την προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου Άλλο γλωσσικό θέμα για το οποίο οι αρχαιολάτρες έχουν διατυπώσει αντιεπιστημονικούς ισχυρισμούς είναι η προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου. Σύμφωνα με τους γλωσσολόγους, οι Έλληνες γύρω στο 1450– 1200 π.Χ. χρησιμοποιούσαν τη Γραμμική Β, ένα ατελές συλλαβογραφικό σύστημα γραφής. Σε αυτό δεν υπήρχαν σύμβολα που να αντιπροσωπεύουν τα φωνήεντα. Έτσι, ένα συλλαβόγραμμα, π.χ. το j, μπορούσε να αντιστοιχεί σε μια σειρά από συλλαβές, όπως πε, φε, πη, βη κ.λπ., πράγμα που προκαλούσε δυσχέρειες στην ανάγνωση. Προκειμένου να δηλώσουν τους φωνηεντικούς φθόγγους της γλώσσας τους, οι Έλληνες δανείστηκαν ορισμένα σύμβολα από τη γραφή των Φοινίκων και δημιούργησαν ένα αλφαβητικό σύστημα γραφής. Ο Robert Henry Robins (1989: 28), μάλιστα, κάνει λόγο για «το πρώτο γλωσσολογικό επίτευγμα στην Ελλάδα, μέρος ουσιαστικά της “εφαρμοσμένης γλωσσολογίας” (για να χρησιμοποιήσουμε νεότερη ορολογία)». Η στρεβλή αντίληψη που προανέφερα, για την καθαρότητα της γλώσσας –αν και εδώ, για την ακρίβεια, πρόκειται για τη γραφή–, κάνει τους αρχαιολάτρες να αρνούνται τη βορειοσημιτική/φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου. Δεν μπορούν, όμως, να αναιρέσουν τα στοιχεία που την αποδεικνύουν. Το κυριότερο από αυτά είναι η μη ελληνική ονομασία και η ακλισία [8] των γραμμάτων. Τα ονόματα ἄλφα, βῆτα, γάμμα κ.λπ. δεν ετυμολογούνται από την ελληνική, δεν σημαίνουν τίποτε και δεν κλίνονται στη γλώσσα μας. Άλλα στοιχεία είναι: η μορφή των γραμμάτων, η σειρά τους και η κατεύθυνση της γραφής (στις πρώτες επιγραφές επικρατεί η φορά ἐπὶ τὰ λαιά, δηλαδή εκ δεξιών προς τα αριστερά, όπως στο φοινικικό σύστημα γραφής), τα γραφόμενα από τον Ηρόδοτο (5, 58, 1–2), [9] αλλά και μια επιγραφή από την Τέω της Μικράς Ασίας, των μέσων του 5ου π.Χ. αιώνα. [10] Αναρίθμητα είναι τα αντιεπιστημονικά κείμενα που έχουν δημοσιευθεί από τους λεγόμενους ελληνοκεντρικούς. Για παράδειγμα, μια αρχαιολάτρισσα φιλόλογος προβάλλει ως επιχείρημα εναντίον της φοινικικής καταγωγής του ελληνικού αλφαβήτου το εξώφυλλο ενός γαλλικού περιοδικού στο οποίο οι Γάλλοι επισημαίνουν ότι το αλφάβητο που χρησιμοποιούν έχει ελληνική προέλευση. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να αναιρέσει τη φοινικική καταγωγή του ελληνικού αλφαβήτου, διότι οι Γάλλοι αναφέρονται στην


[22]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

καταγωγή του δικού τους αλφαβήτου, δηλαδή του λατινικού. Εφόσον, σύμφωνα με την κοινώς αποδεκτή θέση της γλωσσολογίας, το λατινικό αλφάβητο αποτελεί εξέλιξη του δυτικού ελληνικού-χαλκιδικού, δηλαδή του αλφαβήτου που μετέφεραν οι Χαλκιδείς στη νότια Ιταλία, δικαιολογημένα γράφουν ότι οφείλουν στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, και το αλφάβητο. Για το λατινικό αλφάβητο κάνουν λόγο, όχι για το ελληνικό. Είναι αξιοσημείωτη η παραπλανητική σύγχυση δύο θεμάτων διαφορετικών μεταξύ τους. Δεν πρόκειται, βέβαια, για τη μόνη περίπτωση, καθώς οι ελληνοκεντρικοί συγχέουν την προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου από το φοινικικό με την προέλευση του ίδιου του φοινικικού αλφαβήτου. Για παράδειγμα, επικαλούνται συνεχώς ένα χωρίο του Διόδωρου Σικελιώτη (5, 74, 1), [11] που, όμως, απλώς επιβεβαιώνει την κρατούσα επιστημονική άποψη, σύμφωνα με την οποία δεν είναι οι Φοίνικες επινοητές του συστήματος γραφής που χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα. Ανακριβής είναι και η άποψη ότι η πινακίδα που ανακάλυψε ο αείμνηστος αρχαιολόγος Γιώργος Χουρμουζιάδης σε λιμναίο προϊστορικό οικισμό στο Δισπηλιό της Καστοριάς αναιρεί τη φοινικική καταγωγή του αλφαβήτου μας. Πρόκειται για μη αναγνωσμένη πινακίδα, πάνω στην οποία είναι χαραγμένα άγνωστα προϊστορικά σύμβολα. Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε βάσιμα ότι αυτά αποτελούν ελληνικά γράμματα, και μάλιστα προδρόμους των σημερινών. Επιπλέον, αγνοούμε πλήρως τη φωνητική τους αξία – αν έχουν. Ο Γιώργος Χουρμουζιάδης (1997) σε συνέντευξή του στην Ελευθεροτυπία, χρησιμοποιώντας πολύ προσεκτική διατύπωση, έκανε λόγο για έναν γραπτό κώδικα επικοινωνίας των κτηνοτρόφων και των ψαράδων του Δισπηλιού, για έναν γραπτό τρόπο επικοινωνίας που υπήρχε στον ελλαδικό χώρο. Δεν έκανε λόγο για μια ελληνική γραφή, ούτε υποστήριξε ότι οι κάτοικοι του εν λόγω οικισμού ήταν Έλληνες. Να προσθέσω ότι τα γραφόμενα από τους ελληνοκεντρικούς για την πινακίδα του Δισπηλιού συνοδεύονται από διάφορες θεωρίες συνωμοσίας, όπως ότι κάποιοι είχαν συμφέρον να μη γνωστοποιηθεί το εύρημα ή και να καταστραφεί κ.λπ. [12] Η κινδυνολογία και η συνωμοσιολογία, βασικά στοιχεία της δράσης των αρχαιολατρών, εμφανίζονται κατεξοχήν σε συζητήσεις για θέματα αλφαβήτου και γραφής. Χαρακτηριστικός είναι ο αθεμελίωτος ισχυρισμός ότι κάποιοι προκρίνουν τη φοινικική καταγωγή του ελληνικού αλφαβήτου επιδιώκοντας την κατάργησή του και την επιβολή της φωνητικής γραφής, αλλά και του λατινικού αλφαβήτου.


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[23]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Βέβαια, εκτός από την κινδυνολογία και τη συνωμοσιολογία, διαπιστώνεται έλλειψη ακόμη και στοιχειωδών γνώσεων. Δεδομένου ότι το αλφάβητό μας προέρχεται από το φοινικικό, ένας αρχαιολάτρης κάποτε σε ένα φόρουμ διατύπωσε τις εξής ερωτήσεις: Γιατί η ελληνική θεωρείται ινδοευρωπαϊκή και όχι σημιτοχαμιτική γλώσσα και γιατί η φοινικική συγκαταλέγεται στη σημιτοχαμιτική οικογένεια γλωσσών και όχι στην ινδοευρωπαϊκή; Εδώ πρόκειται για σύγχυση γλώσσας και γραφής. Από τη γραμματικοσυντακτική δομή εξαρτάται σε ποια γλωσσική οικογένεια θα θεωρηθεί ότι ανήκει μια γλώσσα και όχι από το σύστημα γραφής. Όπως είναι γνωστό, οι Τούρκοι από το 1928 χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο αντί για την αραβική γραφή. Το λατινικό αλφάβητο χρησιμοποιούν και οι Γάλλοι, οι Άγγλοι κ.ά. Μήπως αυτό σημαίνει ότι η τουρκική γλώσσα ανήκει στην ίδια οικογένεια με τη γαλλική και την αγγλική; Ασφαλώς, αυτό δεν συμβαίνει. Επιπροσθέτως, οι αρχαιολάτρες κατασκευάζουν –συνειδητά ή ασυνείδητα– μια ανυπόστατη θέση, που υποτίθεται ότι υποστηρίζεται από τους αντιπάλους τους, και μετά μπαίνουν στη διαδικασία να την αναιρέσουν με εντυπωσιοθηρική παράθεση “ακλόνητων” στοιχείων. Βέβαια, δεν ακολουθούν αυτήν την τακτική μόνο σε θέματα γραφής. [13] Φερειπείν, αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, φορείς ενός τέτοιου πολιτισμού, να μην έγραφαν και να δανείστηκαν από άλλον λαό ένα σύστημα γραφής. Μόνο που κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι δεν έγραφαν προτού δανειστούν τα γράμματα. Απλώς χρησιμοποιούσαν άλλα, προγενέστερα συστήματα γραφής. Προκειμένου οι ελληνοκεντρικοί να αναιρέσουν τον – ούτως ή άλλως– αναληθή ισχυρισμό ότι οι Φοίνικες έμαθαν στους Έλληνες να γράφουν, παραθέτουν αμέτρητα αρχαία χωρία, τα οποία αναφέρονται μεν σε γράμματα και γραφή, αλλά εποχών προγενέστερων εκείνης του δανεισμού. Σε ένα άρθρο, μάλιστα, που έχει διαδοθεί ευρύτατα μέσω διαδικτύου γίνεται λόγος για «το παραμύθι του ότι οι Έλληνες άρχισαν να γράφουν με “δανεικά” από τους Φοίνικες μόλις το 800 π.Χ.». [14]

γ. Σχετικά με την αρχαία προφορά Ένα ακόμη θέμα που θα μας απασχολήσει είναι η απροθυμία των αρχαιολατρών να δεχτούν ότι η προφορά της αρχαίας ελληνικής ήταν πολύ διαφορετική από τη σύγχρονη, όπως διδάσκουν οι γλωσσολόγοι. Δεν θέλουν να δεχτούν π.χ. ότι το βήτα προφερόταν [b] και όχι [v], ότι το ωμέγα ήταν ένα


[24]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μακρό [o] και όχι ίδιο με το όμικρον ως άκουσμα, ότι προφέρονταν διπλά σύμφωνα, ότι οι αρχαίες δίφθογγοι προφέρονταν αναλυτικά κτλ. Ας διευκρινίσουμε, όμως, τι σημαίνει ο πολύ γενικός –και, γι’ αυτό, ασαφής– όρος αρχαία προφορά. Μια γλώσσα αλλάζει και σε επίπεδο προφοράς από εποχή σε εποχή, ενώ μπορεί να παρουσιάζει και παραλλαγές ανάλογα με την περιοχή. Με τον όρο αρχαία προφορά εννοούμε το πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά της κλασικής εποχής, δηλαδή κυρίως του 5ου, αλλά και του 4ου προχριστιανικού αιώνα. Επίσης, με δεδομένη την ποικιλία διαλέκτων που παρουσίαζε η αρχαία ελληνική γλώσσα, καλό είναι να επισημάνουμε ότι αναφερόμαστε στην αττική προφορά, η οποία χαρακτήριζε την αττική διάλεκτο. Δεν είναι ορθό να μιλάμε γενικά και αόριστα για την αρχαία προφορά. Άλλωστε, ούτε η νεοελληνική προφορά είναι μία και μοναδική. Με το πέρασμα του χρόνου, σημειώνονται μεταβολές και γεωγραφικές παραλλαγές. Ας πάρουμε ως παράδειγμα το μπ στη λέξη έμπορος. Άλλοι προφέρουν [mb] και άλλοι [b]. Η δεύτερη προφορά, μάλλον, γίνεται όλο και πιο συχνή, ενώ σε μερικές περιοχές της Ελλάδας έχει ήδη καθιερωθεί. Πώς ξέρουμε ότι η αρχαία προφορά διέφερε από τη νεοελληνική; Καταρχήν, από γλωσσολογική άποψη, δεν είναι δυνατόν μια γλώσσα, εν προκειμένω η ελληνική στη μακραίωνη ιστορία της, να μεταβάλλεται σε επίπεδο σημασιολογικό, συντακτικό κτλ. και ως διά μαγείας να μη σημειώνει μεταβολές μόνο στην προφορά. Βασιζόμαστε, όμως, και σε συγκεκριμένα στοιχεία, όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα πέντε: Πρώτον, η διαφορά γραφής και προφοράς στη νέα ελληνική. Στον τύπο (τα) τείχη λ.χ. ακούγεται δύο φορές ο φθόγγος [i], αλλά παριστάνεται τη μία φορά με <ει> και την άλλη με <η>. Η ποικιλία των συμβόλων που απεικονίζουν τον φθόγγο [i] στη νέα ελληνική (όχι μόνο <ι>, αλλά και <η>, <υ>, <ει> κτλ.) δηλώνει ότι το καθένα από αυτά σε ένα πρώιμο στάδιο στην αρχαιότητα αντιπροσώπευε διαφορετική προφορά. Δεν έχει άλλον λόγο ύπαρξης αυτή η ποικιλία. Δεύτερον, διάφορα γραμματικά φαινόμενα της αρχαίας ελληνικής, όπως η λεγόμενη κράση, η συγχώνευση του ληκτικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρκτικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης (π.χ. κἀγώ, κἀκεῖνος από τη συνεκφορά των καὶ ἐγώ, καὶ ἐκεῖνος αντίστοιχα. Αν θεωρήσουμε ότι το αρχαίο καὶ προφερόταν όπως σήμερα, τότε μένουν ανερμήνευτοι οι δύο παραπάνω τύποι – έναντι, μάλιστα, των νεοελληνικών κι εγώ, κι εκείνος.


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[25]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τρίτον, ορθογραφικά λάθη που εμφανίζονται κυρίως στους χρόνους της αλεξανδρινής κοινής, δηλαδή τότε που είχε αλλάξει η προφορά της κλασικής εποχής. Για παράδειγμα, η γραφή <πρόσοπον> αντί <πρόσωπον> δείχνει ότι είχε αρχίσει η σταδιακή εξομοίωση του ωμέγα με το όμικρον ως προς την προφορά (Tonnet, 1995: 43-44· Browning, 1991: 42). Τέταρτον, στοιχεία, πληροφορίες ή μαρτυρίες για θέματα προφοράς που δίνουν οι ίδιοι οι αρχαίοι συγγραφείς ή οι αρχαίοι γραμματικοί και σχολιαστές. Η χρήση από τους αρχαίους κωμικούς ποιητές Κρατίνο και Αριστοφάνη του βῆ βῆ για την απόδοση του βελάσματος των προβάτων, που αντιστοιχεί στο γνωστό μπέε, αποδεικνύει ή, έστω, δείχνει ότι το <β> στην αρχαία ελληνική δεν αντιπροσώπευε τον νεότερο, ηχηρό, τριβόμενο φθόγγο [v], αλλά τον ηχηρό κλειστό [b]. Συγχρόνως, μαρτυρεί ότι το αρχαιοελληνικό <η> αντιστοιχούσε σε μακρό [e] και δεν απέδιδε τον φθόγγο [i]. [15] Επιπροσθέτως, υπάρχουν μαρτυρίες για τη διάκριση των φωνηέντων ως προς τη διάρκεια προφοράς, για τη διχειλική και όχι χειλοδοντική προφορά του βήτα, για την προφορά του ζήτα ως [zd] κ.ά. Πέμπτον, ιδιωματικά και διαλεκτικά στοιχεία της νέας ελληνικής. Για παράδειγμα, από τους τύπους βούτουρο (αντί βούτυρο), γιουναίκα (αντί γυναίκα), σούκα (αντί σύκα) κ.ά., που χρησιμοποιούνταν στο παλιό ιδίωμα των Μεγάρων, φαίνεται ότι το αρχαίο <υ> δήλωνε φθόγγο διαφορετικό απ’ ό,τι σήμερα. Η προφορά αυτή αποτελούσε κατάλοιπο της αρχαιοελληνικής. Βέβαια, τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά. Στην εισαγωγή της μελέτης του Κωνσταντίνου Οικονόμου (1830: νβ), ο Γεώργιος Μαγουλάς επισημαίνει για τους φθόγγους ότι «η πραγματική προφορά τους κατά τους κλασικούς χρόνους δεν αποδεικνύεται με απόλυτη βεβαιότητα» και προσθέτει ότι «οι προβαλλόμενες μαρτυρίες υπέρ της μιας ή της άλλης απόψεως –γραφή και ορθογραφία, ιδίως ελληνικών λέξεων σε ξένες γλώσσες ή αντιστρόφως, ηχομιμητικές λέξεις, πληροφορίες γραμματικών κ.ά.– συνιστούν κατά κανόνα ενδείξεις [και] όχι αποδείξεις». Ακόμη, ο Γεώργιος Χατζιδάκις (1924: 82-83) στην αρχή του κεφαλαίου για την προφορά της αρχαίας ελληνικής κάνει λόγο για τις δυσκολίες του ζητήματος. Επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι εκφωνούμενοι φθόγγοι και τα γράμματα που τους απεικονίζουν είναι δύο διαφορετικά πράγματα και ότι συνήθως η γραφή συγκαλύπτει την ποικιλία των φθόγγων. Ο Henri Tonnet (1995: 19) κάνει λόγο για τη συμβατικότητα της γραφής και αναφέρει παραδείγματα ποικιλιών της προφοράς του γαλλικού je ne sais pas (= δεν ξέρω) που δεν αποδίδονται στον γραπτό λόγο. Επιπλέον, σε διάσπαρτα σημεία του κεφαλαίου για την αρχαία προφορά ο


[26]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Γεώργιος Χατζιδάκις (1924: 82-136) είναι επιφυλακτικός για την αποδεικτική αξία διαφόρων στοιχείων όπως οι μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, οι λέξεις που μιμούνται φωνές ζώων κ.ά. Και ο Sidney Αllen (2000: 81) σημειώνει τα εξής: «Οι δηλώσεις των γραμματικών ότι το ζ είχε την αξία [zd] χρονολογούνται, φυσικά, σε μεταγενέστερη εποχή και σχεδόν βέβαια αντικατοπτρίζουν κάποια αρχαία γραμματική παράδοση και όχι τη διατήρηση αυτής της αξίας στην τρέχουσα ομιλία». Σχετικά με τα ορθογραφικά λάθη που γίνονται την περίοδο της αλεξανδρινής κοινής και θεωρείται ότι αντανακλούν αλλαγές στην προφορά, ο Robert Browning (1991: 40) επισημαίνει τη δυσκολία στην ακριβή χρονολόγηση των αλλαγών αυτών. Πιθανολογεί ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα η παλιά και η νέα προφορά συνυπήρχαν είτε στην ίδια γλωσσική κοινότητα είτε και στον ίδιο ομιλητή και προσθέτει τα εξής: «Ακόμα λιγότερα πράγματα μπορούμε να προσδιορίσουμε σχετικά με τον τόπο όπου άρχισαν να συντελούνται οι αλλαγές αυτές». Για να μη χαθούμε σε λεπτομέρειες, το βέβαιο είναι ότι η νέα ελληνική διαφέρει από την αρχαία και στην προφορά. Για παράδειγμα, το <η> κάποτε δεν προφερόταν όπως σήμερα. Ωστόσο, στους λεγόμενους ελληνοκεντρικούς κύκλους υποστηρίζεται ότι η σημερινή προφορά είναι όμοια με την αρχαία. Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς γιατί είναι σε μερικούς τόσο δύσκολο να δεχτούν ότι μια γλώσσα μεταβάλλεται και σε επίπεδο προφοράς. Νομίζω πως βασικό ρόλο παίζει το γεγονός ότι είμαστε εξοικειωμένοι με τη σύγχρονη προφορά και, έτσι, είναι φυσικό να μας ξενίζει η αρχαία, όπως την πληροφορούμαστε από τους γλωσσολόγους. Επιπλέον, μερικοί αρνούνται ό,τι διδάσκει για αυτό το θέμα η γλωσσολογία, επειδή έχουν δεχτεί ότι η ελληνική γλώσσα είναι τέλεια, ανώτερη από τις άλλες, θεόσταλτη, ιερή κτλ. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όποιος έχει τέτοιες αντιλήψεις για τη γλώσσα του δεν αναγνωρίζει ότι αυτή μεταβάλλεται. Σχετικά με την αρχαία προφορά, η αρθρογραφία που προέρχεται από τους γνωστούς παραεπιστημονικούς κύκλους μάλλον δεν είναι τόσο πλούσια. Για να πάρει, όμως, κανείς μια γεύση, ας αναφέρω και εδώ ένα παράδειγμα. Κάποιος έχει ισχυριστεί ότι η ποικιλία των <η>, <υ> κτλ. στη γραφή υπάρχει όχι γιατί αντανακλά μια διαφορετική αρχαία προφορά, αλλά για να διακριθούν τα ομόηχα. Το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι άτοπο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι αυτή η ποικιλία δεν απαντά μόνο στα ομόηχα, αλλά και εκεί όπου δεν χρειάζεται η μια λέξη να διακριθεί από την άλλη. Ας σκεφτούμε λ.χ. το <υ> στη λέξη θόρυβος ή το <αι> στη λέξη αίμα.


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[27]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τέλος, η κακώς εννοούμενη αρχαιολατρία έχει και μια άλλη έκφανση. Μερικοί, προκειμένου να προβάλουν την έννοια της συνέχειας της ελληνικής σε επίπεδο προφοράς, υποστηρίζουν ότι στη νέα ελληνική επιβιώνει η διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων, την οποία αντανακλά το πολυτονικό. Στην προκειμένη περίπτωση, αναπαράγουν την παλιότερη θεωρία γνωστού μουσικού ότι η ένταση της φωνής εξαρτάται από το είδος του τόνου και τον συνδυασμό πνευμάτων και τονικών σημείων και ότι η διάρκεια προφοράς λ.χ. του <ω> είναι μεγαλύτερη από του <ο> (βλ. Σαββόπουλος, 1988). Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η ένταση της φωνής εξαρτάται από άλλους παράγοντες, όπως ο επιτονισμός (για τον όρο βλ. ΛΚΝ, 1998), και ότι η διαφοροποίηση μακρών και βραχέων δεν λειτουργεί στη νέα ελληνική. [16]

δ. Παρετυμολογίες Άλλο μεγάλο θέμα είναι η ετυμολογία, η αναζήτηση της αρχικής μορφής και σημασίας των λέξεων. Διαπιστώνεται ότι αγνοούνται οι δύο βασικές αρχές της γλωσσολογίας που διαφοροποιούν την επιστημονική από την προεπιστημονική ετυμολογία: Η αρχή ότι η σχέση σημασίας και μορφής είναι συμβατική και η αρχή ότι οι μεταβολές στη γλώσσα δεν είναι συμπτωματικές, αλλά βασίζονται σε νόμους. Το θεωρητικό υπόβαθρο των ετυμολογιών του πλατωνικού Κρατύλου, που ανήκει στο προεπιστημονικό στάδιο της ετυμολόγησης, είναι η άποψη ότι τα ονόματα και τα πράγματα συνδέονται μεταξύ τους με τρόπο αιτιώδη, φυσικό. Υποτίθεται ότι οι πρώτες λέξεις δημιουργήθηκαν από κάποιον ονοματοθέτη, για να αποδοθούν οι ιδιότητες των αντίστοιχων αντικειμένων αναφοράς. Για το θεωνύμιο Ποσειδῶν λ.χ. δίνονται στον Κρατύλο (402e–403a) διάφορες εκδοχές, όπως ότι προέρχεται από τον τύπο ποσίδεσμος (= με δεμένα πόδια), επειδή η θάλασσα εμπόδισε τον θεό Ποσειδώνα να βαδίσει, ή από τη φράση πολλὰ εἰδὼς (= γνώστης πολλών), ή από τη μετοχή ὁ σείων. Ως προς την ετυμολογία καθαρά σε επίπεδο μορφής, οι όποιες αλλαγές εξηγούνται με τρόπο αυθαίρετο ή και ευφάνταστο. Τέτοια ετυμολογική μέθοδο ακολουθούν και οι βυζαντινοί ετυμολόγοι, οι οποίοι, μάλιστα, συνήθως παρουσιάζουν πολλές ετυμολογικές εκδοχές. Απεναντίας, τους γλωσσολόγους δεν ενδιαφέρει η σχέση πραγμάτων και ονομάτων, αλλά η σχέση σημασίας και μορφής. Επίσης, οι γλωσσολογικά ενημερωμένοι ετυμολόγοι προσπαθούν να εξηγήσουν τις όποιες μεταβολές με βάση κανόνες. Έτσι, διαφοροποιούνται από παρετυμολόγους οι οποίοι μπορεί να θεωρήσουν ότι δύο τύποι αλληλοσυνδέονται μόνο και μόνο επειδή


[28]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εμφανίζουν κάποιους κοινούς φθόγγους. Παραδείγματα τέτοιων παρετυμολογιών που έχω διαβάσει σε άρθρο αρχαιολάτρη: ρίζα < η ροή της ζωής, φωνή < το φως του νοός, Δανάη < δύναμις νοός ή διάνοια, Περσεύς < το πυρ το εσωτερικόν. Κάποιος άλλος σε τηλεοπτική εκπομπή ετυμολογούσε κάποτε το άκλιτο, παιδικό κουπεπέ από τη φράση κοῦπα, ὦ παῖ! Σύμφωνα με το ΛΚΝ, όμως, η δάνεια από τα λατινικά λέξη κούπα απέκτησε την τωρινή της σημασία την περίοδο της μεσαιωνικής ελληνικής, ενώ στην ελληνιστική σήμαινε «βαρέλι». Θα αφηγηθώ εν συντομία κάτι σχετικό με τα προηγούμενα. Θυμάμαι ότι σε μια βάφτιση μια οικογενειακή μας φίλη που δεν είναι φυσική ομιλήτρια της ελληνικής με ρώτησε τι σημαίνει ἀπεταξάμην, αυτό που λέει ο ανάδοχος ως απάντηση στον ιερέα. Ήταν φυσικό να τη δυσκολέψει ο συγκεκριμένος ρηματικός τύπος, αφού δεν ανήκει στην καθομιλουμένη. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η εν λόγω κυρία, όπως μου είπε, νόμιζε ότι το ἀπεταξάμην έχει κάποια σχέση με το ρήμα πέταξα. Ήταν πολύ λογικό να συνδέσει τον άγνωστο για αυτήν τύπο με κάποιον άλλον, που της είναι οικείος. Θα ήταν άκομψο να σχολιάσει κανείς ειρωνικά αυτό που μου είπε η φίλη μας – και μάλιστα με δεδομένο ότι η ελληνική δεν είναι η μητρική της γλώσσα. Όμως, σκέφτηκα ότι, τελικά, πολλές παρετυμολογίες αρχαιολατρών ουσιαστικά δεν διαφέρουν από επιφανειακές συνδέσεις τύπων όπως οι παραπάνω. Καθώς ο αρχαιολάτρης συνδέει ετυμολογικά τύπους που έχουν μόνο κοινούς φθόγγους μεταξύ τους, μοιάζει με κάποιον που τοποθετεί δίπλα δίπλα στα ράφια της βιβλιοθήκης του βιβλία με μόνο κριτήριο το χρώμα του εξώφυλλού τους. Αυτό κάνουν κατά κόρον διάφοροι παρετυμολόγοι. Και μάλιστα, σε αντίθεση με τη φίλη μας, τις περισσότερες φορές το κάνουν για ιδεολογικούς λόγους, με την πρόθεση να αποδείξουν κάτι. Χαρακτηριστικό, λοιπόν, της γλωσσικής αρχαιολατρίας είναι η ροπή προς την παρετυμολογία για ιδεολογικούς λόγους. Παραδείγματα αποτελούν η εμπειρική ετυμολόγηση από την ελληνική λέξεων που είναι σίγουρα δάνειες (λ.χ. κεφτές δήθεν από το κοπτός, ενώ είναι τουρκικό δάνειο με απώτερη περσική καταγωγή, βλ. ΛΚΝ, 1998· ΛΝΕΓ, 2012· Σαραντάκος, 2009: 6163) ή η ανακάλυψη ελληνικών γλωσσικών στοιχείων σε γλώσσες άλλων ηπείρων. Ζητούμενο, στην τελευταία περίπτωση, είναι να φανεί ότι οι Έλληνες στην αρχαιότητα είχαν πάει παντού, γι’ αυτό και ανακαλύπτονται ελληνικές γλωσσικές επιδράσεις ακόμη και στη Χαβάη ή τη Νέα Ζηλανδία. Είναι κι αυτός ένας μύθος: μια γλώσσα που “γονιμοποιεί” τον ευρωπαϊκό και τον παγκόσμιο λόγο, αλλά δεν περιλαμβάνει δάνεια. Τουλάχιστον, δεν γίνεται


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[29]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

λόγος για αυτά. Εδώ, συχνά η φαντασία οργιάζει. Θυμάμαι κάποιον αρθρογράφο να δηλώνει σε τηλεοπτική εκπομπή του παλιά ότι το ιαπωνικό τοπωνύμιο Τοντορόκι προέρχεται από το ελληνικό όνομα Θεοδωράκης. Τώρα, πώς το όνομα Θεοδωράκης έγινε τοπωνύμιο στην Ιαπωνία είναι άλλο θέμα... Ο Γιώργος Παπαναστασίου (2006) επισημαίνει εύστοχα ότι, για να βρεθούν δήθεν ελληνικά γλωσσικά στοιχεία στα πολυνησιακά ή στα ινδιάνικα, «ως αποδείξεις επιστρατεύονται κάθε είδους γλωσσικές ομοιότητες, πραγματικές ή φανταστικές, άλλες που οφείλονται σε ηχομίμηση, στη νηπιακή γλώσσα ή στην τύχη – πάντοτε με πάσης φύσεως φωνητικές και σημασιολογικές ακροβασίες». Και ο Παντελής Μπουκάλας (2000) χαρακτηρίζει εύστοχα «τραγελαφικές παρετυμολογικές δοκιμές» διάφορες ετυμολογήσεις από την ελληνική τύπων που ανήκουν σε γλώσσες φυλών της Αμερικής. Σε τέτοιες παρετυμολογίες στηρίζονται οι δήθεν συντριπτικές αποδείξεις ότι είναι ελληνική μια πόλη που ανακαλύφθηκε στον βυθό του Ειρηνικού, σύμφωνα με παλιότερο άρθρο δημοσιευμένο σε αρχαιολατρικό περιοδικό. Ο συντάκτης του εν λόγω άρθρου ετυμολογεί την ονομασία Μάτα Κίτε Ράνι των αγαλμάτων ενός νησιού του Ειρηνικού, της Νήσου του Πάσχα, από την ελληνική φράση ὄμματα κεῖνται ουρανῷ, επειδή –λέει– τα αγάλματα αυτά έχουν τα μάτια στραμμένα προς τα πάνω! [17] Αντιεπιστημονική είναι και η στάση απέναντι στον Κρατύλο μερικών ελληνοκεντρικών, οι οποίοι για ιδεολογικούς λόγους δεν δέχονται ότι το συγκεκριμένο αρχαιοελληνικό κείμενο δίνει μη έγκυρες ετυμολογικές πληροφορίες. Πράγματι, ο Κρατύλος είναι ένα πολύτιμο φιλοσοφικό κείμενο, που πραγματεύεται ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, τον τρόπο –φυσικό ή συμβατικό– με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους τα ονόματα και τα πράγματα. Αυτός ο πλατωνικός διάλογος έχει μεγάλη αξία και καταλαμβάνει σπουδαία θέση στην ιστορία της σκέψης του ανθρώπου για τη γλώσσα. Δεν είναι λογικό, όμως, να θεωρούν κάποιοι ότι πρόκειται για πηγή έγκυρων ετυμολογικών πληροφοριών με σύγχρονους γλωσσολογικούς όρους, με βάση διδάγματα της γλωσσικής επιστήμης που τοποθετούνται χρονικά στον 19ο και στον 20ό αιώνα. Αυτός είναι ο ανορθολογισμός των αρχαιολατρών: Θεωρούν έγκυρο ένα έργο μόνο και μόνο γιατί είναι αρχαίο και το προσεγγίζουν με τρόπο που ταιριάζει σε πιστό θρησκείας και όχι σε κριτικά σκεπτόμενο αναγνώστη. Συν τοις άλλοις, όπως επισημαίνει ο Robert Henry Robins (1989: 42), θα ήταν άδικο να μην προστεθεί ότι ο Πλάτων συχνά αστειεύεται όταν προτείνει μερικές από τις ετυμολογίες του Κρατύλου. [18]


[30]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Έλλειψη επιστημονικής μεθόδου εκ μέρους των λεγόμενων αρχαιολατρών δείχνει και η ετυμολογική ερμηνεία ενός νεοελληνικού τύπου χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η μεσαιωνική ελληνική ή η αλεξανδρινή κοινή, σαν να υπάρχει μόνο η αρχαία των κλασικών χρόνων πριν από τη νέα ελληνική. Σχετική είναι μια προεπιστημονική θεωρία που –ως τέτοια– έχει εγκαταλειφθεί προ πολλού, η αιολοδωρική, σύμφωνα με την οποία η νέα ελληνική κατάγεται απευθείας από την αρχαία αιολική και την αρχαία δωρική διάλεκτο (βλ. Καλιτζοπούλου-Παπαγεωργίου, 1991). Οι αρχαιολάτρες, συχνά χωρίς να το συνειδητοποιούν, επικαλούνται αναθεωρημένες από τους ειδικούς ετυμολογικές ερμηνείες που προϋποθέτουν την αιολοδωρική θεωρία, λ.χ. την προέλευση της λέξης αυτί/αφτί από το αμάρτυρο αὐτίον, υποκοριστικό του αὖς, αὐτὸς της δωρικής, σύμφωνα με την άποψη του Αδαμαντίου Κοραή. Άλλο παράδειγμα: Στην ετυμολόγηση και τη συνακόλουθη ορθογράφηση του επιρρήματος αλλιώς δεν πρέπει να αγνοηθεί ο μεσαιωνικός τύπος ἀλλέως. Το αλλιώς προέρχεται από το ἀλλέως με συνίζηση (βλ. ΛΚΝ, 1998· ΛΝΕΓ, 2012), που μπορεί να αποδοθεί με τον απλούστερο δυνατό τρόπο, δηλαδή με <ι> (<αλλιώς>). Το <οι> είναι αβάσιμο ετυμολογικά, εφόσον δεν προέρχεται από το αρχαίο ἀλλοίως. Ως εκ τούτου, η γραφή <αλλιώς> είναι δικαιολογημένη. Ωστόσο, μια αρχαιολάτρισσα φιλόλογος δεν δεχόταν την ετυμολόγηση του αλλιώς από το μεσαιωνικό ἀλλέως, γιατί «τύπος ἀλλέως είναι ανύπαρκτος στην ελληνική γλώσσα, την κλασική». Η εν λόγω δηλαδή λαμβάνει υπόψη μόνο την κλασική ελληνική στην ετυμολόγηση ενός τύπου, σαν να μην υπάρχει η μεσαιωνική. Οι ετυμολογίες που υποστηρίζονται σε αρχαιολατρικά έντυπα αντανακλούν αρκετές φορές το προεπιστημονικό στάδιο της ετυμολόγησης. Απεναντίας, σήμερα γνωρίζουμε ότι η νέα ελληνική προέρχεται –μέσω της μεσαιωνικής– από την αλεξανδρινή κοινή, που βασίστηκε στην αττική διάλεκτο της αρχαίας. [19] Παραπάνω, στο υποκεφάλαιο για την καταγωγή της ελληνικής, είδαμε ότι ο Γιώργος Παπαναστασίου (2006) χαρακτηρίζει τον μύθο της αυτοχθονίας ως «απόλυτη άρνηση της ιστορικότητας» της επιστήμης και της ελληνικής γλώσσας. Μια τέτοια άρνηση της ιστορικότητας, η οποία συνεπάγεται απόρριψη της συσσωρευμένης επιστημονικής γνώσης, διαπιστώνεται κατεξοχήν στον χώρο της ετυμολογίας, όπως και αλλού βέβαια. Μολονότι η ετυμολογία είναι η ιστορία των λέξεων, στις ελληνοκεντρικές παρετυμολογίες δεν λαμβάνεται υπόψη ο ιστορικός χρόνος. Έτσι, όπως είδαμε παραπάνω, το κουπεπέ ετυμολογήθηκε από το κοῦπα, ὦ παῖ, ο κεφτές από το


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[31]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κοπτός, το αυτί/αφτί από το αὐτίον, το αλλιώς από το ἀλλοίως. Οι δύο τελευταίες ετυμολογίες έχουν και ορθογραφικό ενδιαφέρον, αλλά στην ορθογραφία (και τον τονισμό) αξίζει να αφιερώσουμε ξεχωριστό υποκεφάλαιο, που είναι το αμέσως επόμενο. Τέλος, στις 12/3/2014 έτυχε να παρακολουθήσω σε επανάληψη ένα μέρος από την εκπομπή Ελλήνων Έγερσις στον τηλεοπτικό σταθμό Kontra. Την εκπομπή παρουσίαζε, μαζί με τον αδελφό του, γνωστός πολιτικός και εκδότης αρχαιολατρικών βιβλίων και περιοδικών, που έχει ασχοληθεί με όλα τα “μεγάλα” αρχαιολατρικά θέματα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε άλλη τηλεοπτική εκπομπή (https://www.youtube.com/watch?v=L7qKgVGdNzM), στις 5/7/2012, είχε διαδώσει τον μύθο ότι στη νέα γραμματική του δημοτικού έχουν καταργηθεί γράμματα (βλ. υποκεφ. στ). Δεν θα έμπαινα στη διαδικασία να σχολιάσω, αν ο παρουσιαστής της εκπομπής δεν κατείχε θέση υπουργού το 2014. Ας δούμε, λοιπόν, τι είπε. Διαφημίζοντας το λεξικό της αρχαίας ελληνικής των Liddell και Scott, διάβασε τους ορισμούς που περιλαμβάνονται στα λήμματα ἀριστερὸς και δεξιὸς και πληροφόρησε τους τηλεθεατές ότι στα αρχαία το πρώτο σημαίνει «γρουσούζης», ενώ το δεύτερο «ευτυχής», «ευοίωνος». Κατόπιν, συνέδεσε αυτές τις σημασίες με την πολιτική και δήλωσε με χαρακτηριστικό ύφος ότι αυτά δεν τα λέει ο ίδιος, αλλά το λεξικό. Μιλάμε, βέβαια, για κάποιον που ετυμολόγησε τη λέξη πλους από το πλουτς (https://www.youtube.com/watch?v=HgDzSHAUf_w), οπότε δεν θα έπρεπε να μας κάνει εντύπωση τίποτα. Αλλά είναι δυνατόν να μη γνωρίζει ή να αποσιωπά ότι οι λέξεις αριστερός και δεξιός απέκτησαν πολιτική σημασία την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και ότι η χρήση τους στον χώρο της πολιτικής δεν έχει σχέση με τις αρχαίες σημασίες τους; Προηγουμένως, βέβαια, δεν παρέλειψε να διατρανώσει την πίστη του στην ανωτερότητα της ελληνικής γλώσσας, αγνοώντας ή μη λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιστήμη της γλωσσολογίας δεν αναγνωρίζει ανώτερες ή κατώτερες γλώσσες. Από την εκπομπή δεν έλειψαν και οι παρετυμολογίες, λ.χ. της λέξης άνθρωπος, ενώ, γενικά, οι ανακριβείς πληροφορίες ήταν διαφόρων ειδών. Είπε κι άλλα, όπως ότι τα αρχαία τον έκαναν ορθολογιστή και έξυπνο και, έτσι, τα βγάζει πέρα με την τρόικα στις διαπραγματεύσεις...

ε. Ιστορική ορθογραφία και πολυτονικό Σαν να μην έφτανε η εσφαλμένη ετυμολογική μέθοδος που ακολουθούν, οι αρχαιολάτρες θεωρούν ότι ορισμένες γραφές, όπως <αφτί> και <αβγό> (βλ.


[32]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΛΝΕΓ, 2012 για αναλυτικές ετυμολογικές πληροφορίες), εντάσσονται σε μια προσπάθεια για την καθιέρωση της φωνητικής γραφής και, τελικά, του λατινικού αλφαβήτου. Έχει διατυπωθεί, ας πούμε, ο ισχυρισμός ότι το επόμενο βήμα –μετά τις γραφές <αφτί> και <αβγό>– θα είναι η καθιέρωση της γραφής <νάφτης> αντί για την ετυμολογική <ναύτης> και ότι απώτατο σκοπό αποτελεί η επιβολή της γραφής <naftis>. Φυσικά, όλα αυτά ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας. Παρόμοιες αντιλήψεις, βέβαια, απαντά κανείς όχι μόνο σε αρχαιολατρικά έντυπα, αλλά και σε έγκριτες πολιτικές εφημερίδες, όπως το Βήμα και η Καθημερινή. Στη συνέχεια της εργασίας σχολιάζω αρκετά δημοσιεύματα αυτών των δύο, όχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά γιατί πρόκειται για τις εφημερίδες που κυρίως διαβάζω. Σε αφιέρωμα του Βήματος (Κουζέλη, 2014) στο πολυτονικό διάβασα την άποψη ότι «η λογική συνέπεια/συνέχεια του μονοτονικού είναι η πλήρης κατάργηση των τόνων». Ο ισχυρισμός αυτός, μολονότι διατυπώνεται από έγκριτο καθηγητή, είναι ατεκμηρίωτος. Η περισπωμένη λ.χ. ή η βαρεία, που σημειώναμε κάποτε αντί για οξεία, και, γενικότερα, η μορφή του τόνου δεν δήλωναν κάτι σε επίπεδο προφοράς της νέας ελληνικής. Είναι προφανές ότι ο τόνος που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο του μονοτονικού συστήματος, από το 1982 και μετά, αποτελεί διαφορετική περίπτωση και δεν τίθεται ζήτημα κατάργησής του. Συν τοις άλλοις, η δήλωση του τόνου αποτρέπει τη σύγχυση σε περιπτώσεις ζευγών (λ.χ. φύλακες, αλλά φυλακές). Άλλωστε, αν η λογική συνέπεια/συνέχεια του μονοτονικού είναι η πλήρης κατάργηση των τόνων, γιατί δεν συζητείται αυτό το θέμα και γιατί δεν έχουν καταργηθεί πλήρως οι τόνοι τόσα χρόνια μετά το 1982; Στο άρθρο ενός άλλου καθηγητή, τα κείμενα του οποίου διαβάζω πάντα με ενδιαφέρον, αν και δεν συμφωνώ με τις περισσότερες θέσεις του, σημειώνονται τα ακόλουθα: «Με την επιβολή του μονοτονικού έχουμε ήδη κάνει το πρώτο βήμα, το μονοτονικό αποδεικνύεται ένα απλώς μεταβατικό στάδιο ώς την πλήρη κατάργηση των τόνων. Και μετά το ατονικό, συνέπεια φυσική των αρχών που υπαγόρευσαν το μονοτονικό (αρχών μιας “ιδεολογίας της ευκολίας”, όπως έλεγε ο Άγγελος Ελεφάντης) θα είναι η παραδοχή της φωνητικής γραφής (“όλι ι άνθροπι ίδιι ίνε”), δηλαδή στην ουσία η διάλυση της ελληνικής γλώσσας εις τα εξ ων συνετέθη». (Πατίλης, 2014 παρατίθεται στο Γιανναράς, 2014)


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[33]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ούτε ο παραπάνω συλλογισμός είναι τεκμηριωμένος. Μόνο με λογικά άλματα μπορεί κανείς να μεταβεί από την καθιέρωση του μονοτονικού στην πλήρη κατάργηση των τόνων και να καταλήξει στη φωνητική γραφή. Δεν πρόκειται να καθιερωθεί ορθογραφία του τύπου <όλι ι άνθροπι ίδιι ίνε>. Δεν διαφαίνεται καμία πρόθεση εκ μέρους της πολιτείας να εφαρμοστεί ατονικό σύστημα ή φωνητική γραφή. Ακόμη, όμως, και αν επικρατήσει η λεγόμενη ιδεολογία της ευκολίας, δεν θα εγκαταλειφθεί η ιστορική ορθογραφία, για τον απλούστατο λόγο ότι έχει και πρακτική αξία. Μας διευκολύνει να οργανώνουμε ένα μέρος του λεξιλογίου σε οικογένειες λέξεων, λ.χ. να διακρίνουμε τα <φίλος>, <φυλή> και <φύλλο>, κάνει πιο εύκολη τη διάκριση μεταξύ των <λυτός> και <λιτός> κ.ά. Επιπλέον, η φωνητική γραφή δεν θα ήταν κατ’ ανάγκην πιο εύκολη, π.χ. θα χρειαζόμασταν άλλο σύμβολο για το <γ> του <γάλα> και άλλο για το <γ> του <γύψος>. Η πρακτική αξία της ιστορικής ορθογραφίας, που μπορεί να φανεί καλύτερα με πολλά ακόμη παραδείγματα, αποδεικνύει ότι όλοι οι ισχυρισμοί περί δήθεν επικείμενης επιβολής του ατονικού συστήματος και της φωνητικής γραφής συνιστούν κινδυνολογία και καταστροφολογία. Συν τοις άλλοις, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η γλώσσα δεν ταυτίζεται με τη γραφή. Δηλαδή, ακόμη και αν καθιερωθεί η ασύμφορη φωνητική γραφή, δεν πρόκειται να διαλυθεί η ελληνική γλώσσα. Καλό είναι, επίσης, να μη συγχέουμε, ούτε να ταυτίζουμε το πολυτονικό σύστημα με την ιστορική ορθογραφία. Σήμερα χρησιμοποιούμε τη λεγόμενη απλοποιημένη ιστορική ορθογραφία και μονοτονικό σύστημα. [20]

στ. «Φωνηεντιάδα» Με την αρχαιολατρία συνδέεται σε έναν βαθμό και η «Φωνηεντιάδα», οι επιθέσεις που δέχτηκαν το 2012 οι συγγραφείς της νέας γραμματικής του δημοτικού, με την ανυπόστατη και αστεία κατηγορία ότι έχουν καταργήσει ορισμένα γράμματα και ότι έτσι προετοιμάζουν το έδαφος για την καθιέρωση της φωνητικής γραφής. Υποτίθεται ότι το εγχειρίδιο αυτό ήταν «άλλη μία συνωμοσία εις βάρος του έθνους και της γλώσσας μας, η οποία, “ως γνωστόν”, είναι γλώσσα “παμμήτειρα”, η μοναδική “μαθηματική”, “μουσική”, “νοηματική” κ.λπ.» (Μπουκάλας, 2012β). Οι επικριτές του βιβλίου δεν έκαναν την απαιτούμενη διάκριση ανάμεσα στη γραφή και την προφορά. Η γραμματική γράφει λ.χ. ότι ένας από τους φθόγγους στη νέα ελληνική είναι ο [o], ενώ αυτοί νόμισαν ότι γίνεται αναφορά στο γράμμα <ο> κι ότι


[34]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

καταργήθηκε το γράμμα <ω>! Εκτός, όμως, από τη σύγχυση γραφής– προφοράς, διαπιστώθηκε και σύγχυση συγχρονίας–διαχρονίας. Αφού ξέσπασε ο σάλος για το ανύπαρκτο αυτό θέμα, κάποιος υποστήριξε σε άρθρο του ότι η νέα ελληνική δεν έχει πέντε φωνήεντα, αλλά περισσότερα, όσα είχε και η αρχαία. Ο συγκεκριμένος αρθρογράφος έδειξε έτσι την αδυναμία του να ξεχωρίσει τη νέα ελληνική από την αρχαία. Το πόσα φωνήεντα είχε η γλώσσα μας δεν ρυθμίζει το πόσα έχει σήμερα. Με τα προηγούμενα συνδέεται η εξής παρατήρηση: Τον καιρό της «Φωνηεντιάδας» είδαμε να επαναλαμβάνεται η γνωστή αβάσιμη θεωρία ότι η νέα ελληνική εξακολουθεί να έχει μακρά και βραχέα φωνήεντα, όπως είχε η αρχαία (βλ. Σαββόπουλος, 1988). [21] Ο συντάκτης μιας επιστολής στην Καθημερινή (Κουλούρης, 2012) κατηγορεί τους συγγραφείς του σχολικού βιβλίου ότι «έρχονται σε αντίθεση με την πάγια καθιερωμένη γνώση όλων των γενεών των Eλλήνων, η οποία εκφράζεται χαρακτηριστικά ακόμα και σε λαϊκά άσματα, όπως αυτό που λέει “εγώ δεν έχω πάει στο σχολείο, και ούτε ξέρω γράμματα πολλά, ξέρω πως ένα κι ένα κάνουν δύο και πως τα φωνήεντα είναι εφτά”». Για την ακρίβεια, πρόκειται για τους ακόλουθους στίχους του Γιώργου Μουφλουζέλη, από το ρεμπέτικο τραγούδι «Το σχολείο»: Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο ούτε κι έχω μάθει γράμματα πολλά, ξέρω όμως ένα κι ένα κάμουν δύο και πως τα φωνήεντα είναι εφτά. Μόνο που η επιστημονική αλήθεια και γνώση δεν εξαρτάται από «την πάγια καθιερωμένη γνώση όλων των γενεών» ενός λαού, αλλά μπορεί κάλλιστα να έλθει σε αντίθεση με αυτήν. Αλλιώς, δεν θα υπήρχε επιστήμη και θα μέναμε σε ό,τι αποτελεί «πάγια καθιερωμένη γνώση όλων των γενεών». Η σύγχρονη γλωσσολογία διδάσκει ότι ο όρος φωνήεν, όπως και ο όρος σύμφωνο, έχει νόημα μόνο όταν αποδίδεται σε φθόγγο, σε έναρθρο ήχο, σε στοιχείο προφοράς. Δεν είναι φωνήεν ή σύμφωνο ένα γράμμα, ένα γραπτό σύμβολο. Το ύψιλον λ.χ. είναι γράμμα που αντιστοιχεί σε φωνηεντικό φθόγγο στην περίπτωση του <πύλη> και σε συμφωνικό στην περίπτωση του <αύριο>. [22] Στη σελίδα 39 της γραμματικής (Φιλιππάκη-Warburton κ. συν., 2012α) υπάρχει ένα χαρακτηριστικό παράθεμα. Ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου λέει (τα έντονα γράμματα είναι των συντακτών της γραμματικής): «Εντάξει, καταλαβαίνω ότι τα [α], [θ], [ντ], [ου] κτλ. συμβολίζουν τους ήχους που χρησιμοποιώ όταν μιλάω. Όταν γράφω, όμως, χρησιμοποιώ το ελληνικό αλφάβητο (α, β, γ, δ, ε, ζ...), που αποτελείται από 24 γράμματα!». Και μόνο


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[35]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αυτά τα λόγια είναι ικανά να αναιρέσουν τους ισχυρισμούς διαφόρων ότι οι συγγραφείς της σχολικής γραμματικής προωθούν τη φωνητική γραφή. [23] Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης (2012), καθηγητής κλασικής φιλολογίας, σε άρθρο του στο Βήμα γράφει, μεταξύ άλλων, τα εξής εύστοχα: «Το πράγμα θα ήταν γελοίο, αν δεν ήταν βλακώδες. Επειδή ούτε οι θεοί μπορούν να τα βάλουν με ανθρώπους που συγχέουν τον ήχο, τη “φωνή” ενός φωνήεντος, με την έγγραφη αποτύπωσή του. Το οπτικό του ίνδαλμα». Και η Στέλλα Πριόβολου (2012), καθηγήτρια ιταλικής φιλολογίας, σε δημοσίευμά της στον ιστότοπο aixmi.gr σημειώνει σωστά τα ακόλουθα: «Ας σταματήσει, επιτέλους, το θέμα εδώ, και ας συμβουλευόμαστε για παρόμοιες επιστημονικές κρίσεις τους “επαΐοντες”, [24] γιατί η ημιμάθεια είναι πιο επικίνδυνη από την αμάθεια». [25]

ζ. Άλλοι γλωσσικοί μύθοι Η γλωσσική αρχαιολατρία απλώνεται και σε μια σειρά από άλλους γλωσσικούς μύθους. Θα αναφέρω μερικά παραδείγματα. Υποστηρίζεται ότι η ελληνική είναι η μοναδική γλώσσα στον κόσμο με αιτιώδη ή φυσική και όχι συμβατική σχέση σημασίας και μορφής των λέξεων. Είναι γνωστό, μάλιστα, ένα κείμενο που έχει αναπαραχθεί αμέτρητες φορές στο διαδίκτυο. Αφορά το Hellenic Quest, ένα υποτιθέμενο πρόγραμμα εκμάθησης της ελληνικής, και μας πληροφορεί ότι η ελληνική είναι η μόνη “νοηματική” γλώσσα, της οποίας οι λέξεις έχουν “πρωτογένεια”, σε αντίθεση με τις άλλες, που είναι “σημειολογικές”, δηλαδή χαρακτηρίζονται από συμβατικότητα ως προς τη σχέση σημασίας και μορφής. Για την ακρίβεια, σύμφωνα με το κείμενο αυτό, πρωτογενής είναι η σχέση που συνδέει το σημαίνον, δηλαδή τη λέξη, με το σημαινόμενο, δηλαδή αυτό που εκφράζει η λέξη (πράγμα, ιδέα, κατάσταση). Τα προαναφερθέντα, όμως, είναι αγλωσσολόγητα. Αφενός δεν υπάρχουν στη γλωσσολογία όροι όπως πρωτογένεια κτλ. και αφετέρου το σημαίνον και το σημαινόμενο δεν ορίζονται όπως παραπάνω. Σύμφωνα με το ΛΚΝ (1998), ο πρώτος όρος σημαίνει «η μορφή, το υλικό μέρος, η ακουστική εικόνα ενός γλωσσικού σημείου» και ο δεύτερος «το περιεχόμενο, η ενυπάρχουσα έννοια ενός γλωσσικού σημείου». Πρόκειται για τα δύο μέρη του γλωσσικού σημείου. Επιπλέον, και στην ελληνική η σχέση σημαινομένου και σημαίνοντος –πιο απλά, σημασίας και μορφής των λέξεων– είναι συμβατική. Το ελληνικό τρία λ.χ. δεν έχει τίποτε το αιτιώδες έναντι του αντίστοιχου κινεζικού τύπου. Ο δεσμός που ενώνει τη σημασία «τρία» και τα στοιχεία με


[36]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τα οποία δηλώνεται δεν είναι αιτιώδης ή φυσικός. Η συγκεκριμένη σημασία θα μπορούσε να είχε δηλωθεί αλλιώς. Αλλά και σύνθετες λέξεις, όπως ενθουσιασμός ή αδελφός, δεν αποδεικνύουν κάποια ιδιαιτερότητα της ελληνικής ως προς το συζητούμενο θέμα. Αν πάρουμε ξεχωριστά το καθένα από τα συνθετικά, και πάλι θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπάρχει αιτιώδης σχέση σημασίας και μορφής. Άλλωστε, σύνθετες λέξεις δεν έχει μόνο η ελληνική. Οι ελληνοκεντρικοί προσπαθούν να επιχειρηματολογήσουν με επιστημονικοφανή τρόπο. Το οξύμωρο είναι ότι χρησιμοποιούν τη γλωσσολογία, για να απαντήσουν –υποτίθεται– στη γλωσσολογία. [26] Άλλοι μύθοι αφορούν την απόδοση μαγικών ιδιοτήτων στην ελληνική γλώσσα. Υποστηρίζεται λ.χ. ότι έχει μαθηματική δομή και ότι ως “νοηματική” είναι η μόνη γλώσσα την οποία καταλαβαίνουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Αυτό το τελευταίο προσπαθούν να αποδείξουν στο κείμενο περί Hellenic Quest, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε. Ακόμη, στο πλαίσιο της λεγόμενης λεξαριθμικής θεωρίας, διατείνονται ότι η αντιστοιχία γραμμάτων και αριθμών στη γλώσσα μας δεν είναι τυχαία (π.χ. Η ΧΕΛΙΔΩΝ = 1507 = ΠΑΡΟΝ ΤΟ ΕΑΡ). Δεν πρόκειται, βέβαια, για κάτι νέο. Για παράδειγμα, ένας υποστηρικτής της θεωρίας αυτής σε άρθρο του δημοσιευμένο τη δεκαετία του ενενήντα πληροφορεί ότι η ελληνική γλώσσα δεν είναι φυσική, όπως διδάσκει η γλωσσολογία, αλλά τεχνητή. Για να πείσει ότι η αντιστοιχία γραμμάτων και αριθμών στην ελληνική γλώσσα έχει επινοηθεί από κάποιον ονοματοθέτη, δίνει παραδείγματα όπως: Η ΚΑΘΕΤΟΣ Η ΕΥΘΕΙΑ = 1051 = ΟΡΘΗ ΓΩΝΙΑ. Το αστείο είναι ότι, προκειμένου να βγουν τα νούμερα όπως πρέπει, άλλες φορές προστίθενται άρθρα στα ουσιαστικά, ενώ άλλες παραλείπονται. Γιατί Η ΚΑΘΕΤΟΣ Η ΕΥΘΕΙΑ και όχι λ.χ. Η ΚΑΘΕΤΟΣ ΕΥΘΕΙΑ ή σκέτο ΚΑΘΕΤΟΣ ΕΥΘΕΙΑ; Ο Δημήτρης Ευαγγελίδης (2007: 37) σημειώνει εύστοχα ότι ενασχολήσεις όπως των λεξαριθμιστών «θυμίζουν τερτίπια που χρησιμοποιούν συνοικιακές καφετζούδες και χαρτορίχτρες προς άγραν πελατών». Δεν θα είχα αντίρρηση να τα δεχτώ όλα αυτά, τα λεξαριθμικά και τα άλλα, αρκεί κάποιος να μου εξηγήσει πώς είναι δυνατόν να συμβαίνουν και γιατί να ισχύουν ειδικά για την ελληνική. Όσοι υποστηρίζουν τέτοιες απόψεις –κανείς από αυτούς, βέβαια, δεν είναι γλωσσολόγος– θα άξιζε να ερωτηθούν από ποιον, κατά τη γνώμη τους, δημιουργήθηκε η ελληνική γλώσσα, από ανθρώπους ή υπερφυσικά όντα... Στη λεξαριθμική θεωρία έχουν αφιερωθεί ακόμη και ολόκληρες εκπομπές στην τηλεόραση. Αναρωτιέμαι πόσο καλύτερα θα είχε αξιοποιηθεί ο


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[37]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τηλεοπτικός χρόνος, αν λ.χ. παρουσιαζόταν ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο. Σίγουρα, όλα αυτά τα λεξαριθμικά σημαίνουν χάσιμο χρόνου. Κατά τη γνώμη μου, μόνο μία χρησιμότητα έχουν: Βάζεις λέξεις ή φράσεις σε μια βάση δεδομένων και γελάς με μερικά αποτελέσματα, λ.χ. ΑΡΙΘΜΟΣΟΦΙΑ = ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ = ΠΗΓΑΙΝΕ ΝΑ ΜΕΛΕΤΗΣΕΙΣ = ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ = Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΗ = 1011. Έχω σκεφτεί διάφορους τρόπους, για να μεταπείσουμε τους οπαδούς της θεωρίας αυτής, αν, βέβαια, μεταπείθονται. Για παράδειγμα, να ανακαλύψουμε τέτοιες αντιστοιχίες και σε άλλες γλώσσες ή να βρούμε κακόσημες λέξεις, που να έχουν, όμως, το ίδιο άθροισμα με λέξεις ή φράσεις “ιερές” για τους λεγόμενους αρχαιολάτρες. Αν, λοιπόν, σας πει κάποιος ότι υποστηρίζει τη λεξαριθμική θεωρία, απαντήστε του ότι το ΑΧΡΕΙΟΤΗΤΑ έχει το ίδιο άθροισμα με το ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ... Έτσι ίσως τους πείσουμε ότι όλες αυτές οι εξισώσεις δεν οφείλονται σε αρχαία ονοματοθεσία, αλλά είναι εντελώς συμπτωματικές. Επίσης, είναι βέβαιο ότι οι λεξαριθμιστές έχουν ανακαλύψει και εξισώσεις που δεν έχουν κανένα νόημα, δηλαδή δεν οδηγούν σε κανένα συμπέρασμα. Γι’ αυτό, δεν τις αναφέρουν. Για παράδειγμα, το ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΠΑΙΔΕΙΑΣ δίνει το ίδιο άθροισμα με τα ΣΟΥΤΖΟΥΚΑΚΙΑ. Αν δεν μου διαφεύγει κάτι, δεν νομίζω ότι προκύπτει κάποιο συμπέρασμα. Από διάφορα δημοσιεύματα για τη γλώσσα δεν λείπουν αξιολογικές κρίσεις που δύσκολα θα έβλεπε κανείς σε κείμενα ειδικών. Ένας επιστολογράφος (Γιαννόπουλος, 2015) στην Καθημερινή χαρακτηρίζει την αρχαία ελληνική «το τελειότερο μέσον έκφρασης που ανακάλυψε ο άνθρωπος». Πώς ορίζεται, όμως, εδώ η τελειότητα; Στο ίδιο πνεύμα, ένας αρχαιολάτρης φιλόλογος, σε άρθρο του στο οποίο υποστήριζε ότι μόνο στην ελληνική γλώσσα υπάρχει αιτιώδης σχέση σημαινομένου και σημαίνοντος, έγραψε ότι τα ισχύοντα για μια ξένη γλώσσα δεν ισχύουν και για την ελληνική, «μια γλώσσα ιστορική και εντελώς πρωτότυπη». Απορώ τι σημαίνουν αυτοί οι χαρακτηρισμοί. Άλλος επιστολογράφος (Αλιπράντης, 2013) στην Καθημερινή σχολιάζει ερήμην της γλωσσολογίας διάφορες χρήσεις της γλώσσας μας και, στο τέλος, αναρωτιέται: «Δεν είναι κρίμα να αλλοιώνεται, με την πάροδο του χρόνου, αυτή η θεσπέσια ελληνική μας γλώσσα;». Αναρωτιέμαι πώς νοείται, όμως, η «θεσπέσια» γλώσσα. Συνάδελφος και φίλος σε ηλεκτρονικό μήνυμα που μου έστειλε γράφει, μάλιστα, με χιούμορ ότι μόνο ο μπακλαβάς μπορεί να είναι θεσπέσιος! Και πάλι σε επιστολή στην Καθημερινή (Παπαδόπουλος, 2013), η ελληνική χαρακτηρίζεται θαυμάσια γλώσσα, πράγμα που, επίσης, δεν ξέρω τι σημαίνει.


[38]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ας προσθέσω κι αυτό: Ένας συντάκτης επιστολής (Μπράνης, 2012) στην Καθημερινή θεωρεί κατακριτέο και καταδικαστέο «να κακοποιείται και με το χειρότερο και το βαναυσότερο τρόπο η ωραιότερη και η πλουσιότερη γλώσσα του κόσμου, η γλώσσα η ελληνική η “κατέχουσα” τα σκήπτρα του κάλλους και του πλούτου μεταξύ των 3.000 και πλέον εθνικών γλωσσών του πλανήτη». Δεν υπάρχουν, όμως, ωραίες και άσχημες γλώσσες, ούτε πλούσιες και φτωχές. Η γλωσσολογία δεν αναγνωρίζει τέτοιες διακρίσεις. Επομένως, καμία γλώσσα δεν μπορεί να κατέχει τα σκήπτρα του κάλλους. Άλλωστε, με ποια κριτήρια δεχόμαστε ότι μια γλώσσα χαρακτηρίζεται από ομορφιά, ενώ μια άλλη από ασχήμια; Ούτε είναι η ελληνική η πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου. Πρόκειται και εδώ για βαθιά ριζωμένο γλωσσικό μύθο, σύμφωνα με τον οποίο «η γλώσσα μας είναι η αρχαιότερη και πλουσιότερη στον κόσμο (“έχει εκατομμύρια λέξεις”, όπως λένε όσοι από εθνικόφρονη ασχετοσύνη μετρούσαν ξεχωριστή λέξη καθέναν από τους εκατό τύπους με τους οποίους εμφανίζεται ένα ρήμα κλινόμενο σε όλους τους χρόνους και τις εγκλίσεις» (Μπουκάλας, 2012α). Τον συγκεκριμένο μύθο έχει αναιρέσει ο Νίκος Σαραντάκος (2007: 25-31). Κακώς εννοούμενη γλωσσική αρχαιολατρία δείχνουν και απόψεις περί της δομικής μοναδικότητας της αρχαίας ελληνικής, τις οποίες εύστοχα χαρακτηρίζει «απλώς μη σοβαρές» ο Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης (2005β: 218). Ο ίδιος (2005β: 221-222) δηλώνει ότι «οι γλώσσες δεν χωρίζονται σε “εύηχες” (τα αρχαία ελληνικά) και “κακόηχες”· “πλαστικές” (τα αρχαία ελληνικά) και “δύσκαμπτες”» και θεωρεί ότι τέτοιες απόψεις «ανήκουν σε μια ανυπόληπτη γλωσσική παραφιλολογία» (πρβ. Giles και Niedzielski, 1998). Ανυπόληπτες είναι και οι απόψεις ενός ακαδημαϊκού (Κουνάδης, 2012α) που, αναφερόμενος στην ελληνική γλώσσα, κάνει λόγο για «την τελειότητα της γραμματικής της δομής» (βλ. και σημ. 22). Πώς άραγε νοείται η τελειότητα αυτή; Μάλιστα, συνεχίζει τη διατύπωση αναπόδεικτων ισχυρισμών, αφού κάνει λόγο για «σαφήνεια, ορθότητα και ακρίβεια, κυρίαρχα στοιχεία της ελληνικής». Τουλάχιστον, στις επιστολές του στην Καθημερινή υπογράφει ως «Ομ. Καθηγητής ΕΜΠ – Ακαδημαϊκός», άρα οι αναγνώστες ας λάβουν υπόψη ότι ο συντάκτης αυτών των κειμένων, που αφορούν θέματα γλώσσας, δεν είναι γλωσσολόγος – ευτυχώς! Στο σημείο αυτό, ας προσθέσω κάποιες ψευδοεπιστημονικές θέσεις, που δυστυχώς περιλαμβάνονται σε σχολικό βιβλίο και όχι σε κάποιο περιθωριακό αρχαιολατρικό έντυπο. Στον πρόλογο του βιβλίου των αρχαίων για την πρώτη γυμνασίου (Μπεζαντάκος κ. συν., 2013: 7) επισημαίνεται ότι η αρχαία


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[39]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ελληνική «είναι μια πολύ πειθαρχημένη γλώσσα που δίνει όμως ταυτόχρονα μεγάλη ελευθερία να τη χρησιμοποιεί κανείς με το δικό του προσωπικό ύφος». Δεν ξέρω τι σημαίνουν αυτά με γλωσσολογικούς όρους. Και στην πρώτη ενότητα του ίδιου βιβλίου, σε ένα παράθεμα (2013: 12), τα αρχαία ελληνικά χαρακτηρίζονται «το πιο τέλειο» εκφραστικό όργανο που δημιούργησε ο άνθρωπος. Η τελειότητα αυτή θεμελιώνεται σε στοιχεία όπως «η διαφάνεια της λογικής και συντακτικής δομής, το εύηχον και η μουσικότητα». Παραπέμπω σε όσα προαναφέρθηκαν για τη δήθεν δομικά μοναδική και εύηχη αρχαία ελληνική. Γλωσσική αρχαιολατρία –με την ευρύτερη έννοια– σημαίνει, εκτός των άλλων, να νομίζει κανείς ότι η νέα ελληνική υστερεί έναντι προηγούμενων μορφών της και, κυρίως, σε σύγκριση με την αρχαία. Συνήθως όποιος έχει αυτήν την αντίληψη αξιολογεί αρνητικά τη γλωσσική αλλαγή, σαν να πρόκειται για παρακμή (βλ. Aitchison, 2006). Προηγουμένως, ανέφερα την περίπτωση επιστολογράφου (Γιαννόπουλος, 2015) που χαρακτηρίζει την αρχαία ελληνική «το τελειότερο μέσον έκφρασης που ανακάλυψε ο άνθρωπος». Ο συντάκτης άλλης επιστολής (Ταχιάος, 2015), δημοσιευμένης στο ίδιο φύλλο, ενώ αναγνωρίζει ότι η γλωσσική εξέλιξη είναι κάτι το «εντελώς φυσικό», προσθέτει ότι «καταργήσαμε το απαρέμφατο και τη δοτική του οργάνου» [27] και υποστηρίζει ότι «περάσαμε σε μία γλώσσα που έχει απολέσει την ακριβολογία και τη συνοπτική έκφραση». Βέβαια, δεν καταργήσαμε ακριβώς το απαρέμφατο και τη δοτική του οργάνου. Όπως συμβαίνει σε όλες τις ζωντανές γλώσσες, παλιότερα στοιχεία αντικαθίστανται από νεότερα. Στην προκειμένη περίπτωση, η νέα ελληνική δηλώνει με ειδικές ή βουλητικές προτάσεις ό,τι δήλωνε η αρχαία με ειδικά ή τελικά απαρέμφατα, ενώ αντί για την αρχαία δοτική χρησιμοποιούμε εμπρόθετους προσδιορισμούς (βλ. Τσιπλάκου, 2015). Πέρα από το ζήτημα της συνοπτικής έκφρασης, δεν μπορεί κανείς βάσιμα να υποστηρίξει ότι η νεοελληνική δεν έχει ακριβολογία (βλ. Τσιπλάκου, 2015).

η. Αρχαιολατρία και διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών Αρχαιολατρική –και πάλι με την ευρύτερη έννοια– μπορεί να θεωρηθεί η στάση μερικών, η οποία εκδηλώνεται με διάφορες αφορμές, απέναντι στη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών. Σε αρχαιολατρικά περιοδικά έχω δει να εκφράζεται, φυσικά, θετική στάση. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος διάκειται ευμενώς απέναντι στο μάθημα είναι αρχαιολάτρης. Στο παρόν και


[40]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στο αμέσως επόμενο υποκεφάλαιο δεν κάνω λόγο για αρχαιολατρικές αντιλήψεις με τη στενή έννοια του όρου. [28] Το 2013 συζητήθηκε πολύ στον τύπο η διδασκαλία των αρχαίων και, ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός της αρχαίας ελληνικής ως νεκρής γλώσσας από τη Μαρία Ρεπούση, γνωστή καθηγήτρια και πολιτικό, που ήταν τότε βουλευτής. Δεν είναι του παρόντος να αναπτύξω την άποψή μου για τον τρόπο διδασκαλίας των αρχαίων – το έχω κάνει στο προσωπικό μου ιστολόγιο. Εδώ μας ενδιαφέρουν ορισμένα στοιχεία αρχαιολατρίας που εμφανίζονται κατά καιρούς στον δημόσιο διάλογο για το θέμα αυτό. Υποστηρίζεται συχνά ότι η εκμάθηση της αρχαίας αποτελεί προϋπόθεση για τη σωστή χρήση της νέας ελληνικής. Ωστόσο, η νέα ελληνική συνιστά αυτόνομο γλωσσικό σύστημα. Και η –αναγκαία, κατά τη γνώμη μου– εξοικείωση του μαθητή με πολλά λόγια στοιχεία ενσωματωμένα στη νέα ελληνική δεν εξασφαλίζεται με τη διδασκαλία της γραμματικής και του συντακτικού της αρχαίας. Για να διακρίνει κανείς λ.χ. τον τύπο θα παρέχει από τον θα παράσχει, δεν είναι ανάγκη να διδαχτεί όλους τους χρόνους και τις εγκλίσεις του αρχαίου ἔχω και να ασκηθεί σε χρονικές και εγκλιτικές αντικαταστάσεις. Αρκεί να μάθει το ρήμα παρέχω στο πλαίσιο της νέας ελληνικής. Άλλο παράδειγμα: Γνωστός και αξιόλογος δημοσιογράφος, που διακρίνεται για τον ορθολογισμό του στην ανάλυση οικονομικών και άλλων θεμάτων, σε άρθρο του στο Βήμα (Μαρίνος, 2013) αναρωτιέται πώς θα καταλάβουν τα παιδιά στο σχολείο «από πού προέρχονται λέξεις όπως υδατογραφία, υδροπλάνο, υδραγωγείο, υδατοκαλλιέργεια, εταιρεία υδάτων κ.ο.κ.», αν δεν μάθουν ότι στην αρχαία ελληνική ὕδωρ σημαίνει «νερό». Κάλλιστα, όμως, μπορούν να το μάθουν στο πλαίσιο της διδασκαλίας της νέας ελληνικής και, ειδικότερα, της ετυμολογικής ανάλυσης λέξεων που ανάγονται στο ὕδωρ. Άλλωστε, σε συγχρονικό επίπεδο πρόκειται για λέξεις του νεοελληνικού λεξιλογίου, που απλώς συνδέονται ετυμολογικά με τον αρχαίο τύπο. Και ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης (1994β: 305) αναρωτιέται, μεταξύ άλλων, πώς το ελληνόπουλο θα καταλάβει το κακ-ούργος, το δημι-ουργός ή το συν-εργός χωρίς το ἔργον, ενώ αλλού (1994α: 150) υποστηρίζει ότι η γνώση της λέξης ὁ βίος είναι απαραίτητη για την κατανόηση των βιώνω, επιβιώνω, αναβιώνω κ.ά. Είναι χρήσιμη και ενδιαφέρουσα η επαφή με τις ρίζες των λέξεων, αλλά και εδώ ισχύουν τα προαναφερθέντα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το πιο λογικό είναι να αποτελέσει αφετηρία η νέα ελληνική – είναι λογικότερο να πηγαίνουμε από τη νέα ελληνική στην αρχαία και όχι το αντίστροφο.


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[41]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στην Καθημερινή, σε επιστολή φιλολόγου αναγνώστη (Λεονάρδος, 2013), διαβάζουμε τα εξής: «Επίσης, η λεξιπενία που μαστίζει τους νέους θα καταπολεμηθεί μόνο όταν αυτοί εξοικειωθούν με τα πρότυπα γλώσσας, ήτοι τους νεότερους και, ιδιαίτερα, τους αρχαίους συγγραφείς. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει μια πιο συστηματική προσέγγιση των κειμένων, με τη μελέτη και της ετυμολογίας των λέξεων, η οποία κεντρίζει το ενδιαφέρον των μαθητών. Άλλωστε, η γλωσσική παράδοση είναι η μεγάλη δεξαμενή που τροφοδοτεί και πρέπει να τροφοδοτεί την καθομιλουμένη με νέους όρους ικανούς να εκφράσουν με πιστότητα κάθε νόημα, δηλαδή την έλλογη σκέψη των ομιλητών». Είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει λεξιπενία, αναρωτιέμαι γιατί ως μέσο καταπολέμησής της αναφέρεται η εξοικείωση ιδιαίτερα με τους αρχαίους συγγραφείς. Δεν είναι λογικό να εξοικειώνεται ο σημερινός μαθητής κυρίως με σύγχρονα πρότυπα γλώσσας; Και ως προς τη γνώση νεοελληνικών λέξεων και εκφραστικών μέσων, τα νεοελληνικά κείμενα και μόνο δεν θα του φανούν χρήσιμα; Στη νέα ελληνική δεν πρέπει να πέσει το βάρος; Ακόμη και στις περιπτώσεις νεολογισμών με αρχαιοελληνική ετυμολογική προέλευση, αρκεί η ετυμολογική ερμηνεία της νέας λέξης στο πλαίσιο της διδασκαλίας της νέας ελληνικής. Στο ερώτημα «κατά πόσον [...] η καλύτερη γνώση του αρχαίου ελληνικού λόγου θα λύσει το πρόβλημα –όσο και αν υπάρχει– των αδυναμιών στη χρήση της νεοελληνικής γλώσσας» (Μπαμπινιώτης, 1994β: 308-309) η απάντηση είναι ότι «όρος για την επάρκεια στη χρήση μιας γλώσσας δεν είναι η γνώση παλαιότερων μορφών της» (Χριστίδης, 1999γ: 63). Επομένως, δεν ισχύει αυτό που διαβάζουν οι μαθητές της πρώτης γυμνασίου στον πρόλογο του βιβλίου της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Μπεζαντάκος κ. συν., 2013: 7) για τα αρχαία: «Eίναι οι ρίζες της γλώσσας μας και πρέπει να τα φροντίζουμε γιατί η γλώσσα μας τα έχει ανάγκη, όπως ακριβώς κάθε ζωντανός οργανισμός έχει ανάγκη τις ρίζες του». Δεν είναι εύστοχη η αναλογία αυτή. Παραπέμπω και στα όσα γράφει ο Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης (2005β: 210) σχετικά με τη «γλωσσολογική απάντηση στην τρέχουσα άποψη ότι ο χρήστης της νέας ελληνικής είναι ανεπαρκής έως “ανάπηρος” χωρίς τη γνώση της αρχαίας ελληνικής του 5ου αι. π.Χ.». Όπως, όμως, για την άποψη ότι «η ελληνική είναι μητέρα όλων των γλωσσών», έτσι και για τη συγκεκριμένη ο Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης εξηγεί γιατί κρίνει ότι δεν αρκεί η γλωσσολογική απάντηση.


[42]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πάλι στην Καθημερινή ο Χρήστος Γιανναράς (2015) αναρωτιέται: «Καλύπτει ζωτικότερες ανάγκες του Έλληνα ένα δεύτερο στην οικογένεια αυτοκίνητο ή η άνετη γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που εξασφαλίζει πρόσβαση σε έναν πλούτο αιώνων εκφραστικής της σοφίας και του κάλλους;». Όπως τίθεται το ανωτέρω δίλημμα, δεν γίνεται καν λόγος για τη γνώση της νέας ελληνικής και τα συνακόλουθα οφέλη.

θ. Είναι νεκρή γλώσσα η αρχαία ελληνική; Ο Νίκος Μουζέλης στο άρθρο του «Γελοίες κοκορομαχίες περί “νεκρής γλώσσας”» (2013) σωστά γράφει ότι «αναλώνουμε τις δυνάμεις μας σε γελοίες διαμάχες/κοκορομαχίες για το αν τα αρχαία ελληνικά είναι “νεκρή γλώσσα” ή όχι» και εύστοχα συμπληρώνει: «Λες και δεν είναι προφανές πως η απάντηση εξαρτάται από το πώς ορίζουμε το επίθετο “νεκρή”». Πράγματι, αυτό είναι το θέμα, πώς νοείται ο χαρακτηρισμός μιας γλώσσας ως νεκρής. Με γλωσσολογικούς όρους, νεκρή είναι μια γλώσσα που δεν μαθαίνεται πια ως μητρική από τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας, μια γλώσσα που δεν διαθέτει πλέον φυσικούς ομιλητές. Τέτοιες γλώσσες δεν ομιλούνται σήμερα, αλλά είναι γνωστές μέσω γραπτών πηγών. Παραδείγματα αποτελούν η αρχαία ελληνική και η λατινική. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η άποψη ότι «αρχαίες κλασικές γλώσσες όπως η ελληνική που εξακολουθούν και σήμερα να αποτελούν πηγή σύγχρονων επιστημονικών όρων (nano-, mega-, cyberno-, auto-, ergo-, agro-, -archy, bio- κ.λπ.) δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν “νεκρές” γλώσσες όπως η Χεττιτική, η αρχαία Αιγυπτιακή κ.ά.» (Μπαμπινιώτης, 2013). Ας σημειωθεί, μάλιστα, ότι ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης σε παλαιότερο άρθρο του (2002) συζητάει για την ευστοχία του όρου νεκρή γλώσσα, με δεδομένη την αδιάκοπη χρήση της ελληνικής από την αρχαιότητα έως σήμερα και τον εμπλουτισμό του λεξιλογίου των ευρωπαϊκών γλωσσών από την ελληνική. Με βάση αυτές τις παραμέτρους, μπορεί να αποφευχθεί ο συγκεκριμένος όρος για την αρχαία ελληνική. Ωστόσο, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη ότι η αρχαία έχει –κατά κάποιον τρόπο– και μια σύγχρονη παρουσία, η καθηγήτρια και πολιτικός Μαρία Ρεπούση, που μίλησε για τις λεγόμενες νεκρές γλώσσες, σίγουρα χρησιμοποίησε τον σχετικό όρο ως γλωσσολογικό. Σε άρθρα και συζητήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας στο διαδίκτυο με αφορμή τις δηλώσεις της μπορεί να διαπιστώσει κανείς μια ασυνεννοησία, που οφείλεται στο ότι δεν έχει ξεκαθαριστεί πώς νοείται γλωσσολογικά ο επίμαχος όρος. Επίσης,


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[43]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

παρατηρείται μια συναισθηματική προσέγγιση του θέματος από την πλευρά των συντηρητικών, η οποία δεν συμβάλλει στον διάλογο. Για παράδειγμα, κάποιος επιστολογράφος ως επιχείρημα εναντίον των όσων είπε η Μαρία Ρεπούση πρόβαλε το γεγονός ότι οι λέξεις που χρησιμοποίησε στην επιστολή του έχουν αρχαιοελληνική ετυμολογική προέλευση! Δεν νομίζω, όμως, ότι αυτό δεν θα το δεχόταν η ίδια. Συναισθηματικά προσέγγισε το συζητούμενο θέμα και ο Αλέκος Αλαβάνος, καθώς απάντησε στη Μαρία Ρεπούση με ένα απόσπασμα από την ομιλία του Οδυσσέα Ελύτη στην τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ (Ανων., 2013). Από την άλλη, όλα τα παραπάνω δεν υποδηλώνουν ότι όσοι στη διαμάχη του 2013 για τα αρχαία συντάχθηκαν με τη Μαρία Ρεπούση έχουν κατ’ ανάγκην δίκιο. Ο λόγος είναι ότι έκαναν ένα λογικό άλμα – οι περισσότεροι έστω από αυτούς. Υποστήριξαν πως, αφού τα αρχαία είναι νεκρή γλώσσα, δεν χρειάζεται να διδάσκονται σε μερικές τουλάχιστον τάξεις. Ένα τέτοιο συμπέρασμα, όμως, δεν προκύπτει αβίαστα. Ακόμη και αν είναι νεκρή η αρχαία –όντως είναι από γλωσσολογική άποψη–, ας διδάσκεται ως ένα επιπλέον γνωστικό αντικείμενο, όπως τα μαθηματικά, η φυσική και η χημεία. Παρόμοια σχόλια μπορούν να γίνουν και για τη συναφή άποψη ότι τα αρχαία ως νεκρή γλώσσα δεν είναι χρήσιμο μάθημα, άρα δεν πρέπει να διδάσκονται. Μα ποιος είπε ότι διδακτέα είναι μόνο τα “χρήσιμα” μαθήματα; Έχει δίκιο ο Στέφανος Κασιμάτης (2013) όταν γράφει: «[...] Είναι τα αρχαία νεκρή γλώσσα ή δεν είναι; Ποσώς με απασχολεί αν τα αρχαία είναι μια νεκρή γλώσσα ή όχι. (Πιο νεκρή δεν γίνεται, εδώ που τα λέμε...) Διότι αυτό δεν έχει καμία σημασία με [sic – μάλλον εννοεί “καμία σχέση με”] το αν αξίζει και είναι χρήσιμο να διδάσκεται ή όχι». Επίσης, διάβασα την επιστολή «Γλώσσα ελληνική» στην Καθημερινή (Παπαδόπουλος, 2013). Ο συντάκτης, πανεπιστημιακός καθηγητής ψυχολογίας, μας μεταφέρει μια συζήτησή του με έναν Κουβανό καθηγητή της ισπανικής, ο οποίος αντέδρασε έντονα στο άκουσμα ότι κάποιοι θεωρούν νεκρή την αρχαία ελληνική. Διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «“Μιλάτε βέβαια για την αρχαία ελληνική, που όμως από κάποιους θεωρείται νεκρή” πρόσθεσα, με επίκαιρη περιέργεια για την αντίδρασή του. Απόρησε, σχεδόν εξοργίστηκε, συνεχίζοντας. “Εσείς ως Έλληνας, θεωρείτε τη γλώσσα σας νεκρή;”. Και συμπλήρωσε κατηγορηματικά: “Νεκρή είναι η σκέψη όλων αυτών. Δεν διαβάζουν, φαίνεται, Πλάτωνα και Αριστοτέλη και τόσους άλλους με τη σκέψη των οποίων η Ελληνική είναι αθάνατη”. Και άρχισε να αραδιάζει κι άλλα ονόματα.


[44]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πολλά. Συγκράτησα τα πρώτα: Όμηρο, Αισχύλο και τα τελευταία: Καζαντζάκη, Ρίτσο, Ελύτη». Ο επιστολογράφος καταλήγει με το εξής υστερόγραφο: «Και μία χαρακτηριστική σύμπτωση: Αυτή τη στιγμή, καταγράφοντας τα παραπάνω, ακούω, σε χωριό της Ρόδου, τη γριά γειτόνισσα να ρωτάει τη διπλανή της: “Τι κάμνουσι τα παιδιά;” κι εκείνη να απαντά: “Παίζουσι!”». Αναρωτιέμαι μήπως για μία ακόμη φορά ερμηνεύεται κατά το δοκούν η φράση νεκρή γλώσσα. Πάντως, όσοι με γλωσσολογικούς όρους χαρακτηρίζουν νεκρή γλώσσα την αρχαία, εφόσον αυτή δεν έχει πλέον φυσικούς ομιλητές, δεν νομίζω ότι αρνούνται πως στοιχεία της αρχαίας απαντούν σε νεοελληνικά ιδιώματα. Φοβάμαι ότι πάλι προσεγγίζεται συναισθηματικά το πολυσυζητημένο αυτό θέμα.


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[45]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

3) ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ Τα αίτια της γλωσσικής αρχαιολατρίας είναι διάφορα. Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για άγνοια βασικών διδαγμάτων της γλωσσολογίας και ιδεολογικό φανατισμό. Βέβαια, αυτά τα δύο κάλλιστα μπορεί να λειτουργούν μαζί. Το είδαμε, άλλωστε, κατεξοχήν στην περίπτωση της «Φωνηεντιάδας», καθώς οι επικριτές της γραμματικής έδειξαν και έλλειψη γνώσεων και την ιδεολογική τους ταυτότητα. Επίσης, η συνεπίδρασή τους παρατηρείται σε συζητήσεις με “υπερασπιστές” της γλώσσας μας για διάφορα άλλα θέματα. Η άγνοια των ελληνοκεντρικών είναι πρόδηλη. Αφενός η σύγχυση ή και ταύτιση γραφής και γλώσσας και αφετέρου η σύγχυση διαχρονίας και συγχρονίας ίσως είναι οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Οι αρχαιολάτρες, όμως, έχουν και ιδεολογικά κίνητρα. Αν είχαν επιστημονικό ενδιαφέρον για τη γλώσσα, θα τους απασχολούσαν και άλλα θέματα, λ.χ. η κατάκτηση της μητρικής γλώσσας από το παιδί ή η εκμάθηση ξένων γλωσσών, και όχι μόνο όσα έχουν ιδεολογικές προεκτάσεις. Ο φίλος Αλέξανδρος Φατσής (2005 παρατίθεται στο Αργυρόπουλος, 2010) σε παλιότερη διαδικτυακή συζήτηση, απευθυνόμενος σε γλωσσολόγους, έγραψε τα εξής: «Είναι τυχαίο άραγε ότι αυτές οι απόψεις υποστηρίζονται μόνο από μη γλωσσολόγους; [...] Είναι τυχαίο, πιστεύετε, ότι οι συνομιλητές σας ασχολούνται με αυτό το τμήμα της επιστήμης της γλωσσολογίας και όχι π.χ. με τις ομοιότητες ανάμεσα στην κυπριακή και την ποντιακή διάλεκτο; Το θέμα έχει προφανώς άλλες προεκτάσεις. [...] »Η συζήτηση που κάνετε έχει το ίδιο νόημα με μία στην οποία θα προσπαθούσατε να πείσετε τον κύριο Τάκη Τσουκαλά ότι ο Ολυμπιακός δεν είναι η καλύτερη ομάδα. Το συμπέρασμα για τον κύριο Τσουκαλά υπάρχει ήδη. Ξέρει ποια είναι η καλύτερη ομάδα. Είναι σίγουρος γι’ αυτό. Μένει μόνο να βρει τα στοιχεία που το επιβεβαιώνουν. Και τα στοιχεία που δεν συμφωνούν με αυτό είτε είναι λάθος είτε δεν ερμηνεύονται σωστά. Άρα, η προσπάθειά σας να αποδείξετε γλωσσολογικές αλήθειες εδώ δεν έχει νόημα. Αν τους ενδιέφερε η επιστήμη σας, θα γινόντουσαν και αυτοί γλωσσολόγοι». Αν οι αρχαιολάτρες είχαν αγνή και άδολη αγάπη για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, τότε θα έγραφαν λ.χ. κείμενα για παραστάσεις αρχαίου δράματος που παρακολουθούν (αν, βέβαια, παρακολουθούν), για τις


[46]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εντυπώσεις τους ή τα συναισθήματά τους. Άλλα θέματα, όμως, τους απασχολούν, όπως η αναίρεση των ανθελληνικών –υποτίθεται– διδαγμάτων της γλωσσολογίας. Δυστυχώς, σπανίζει το γνήσιο ενδιαφέρον για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, ενώ η αρχαιολατρία δεν συμβαδίζει συχνά με την ουσιαστική αρχαιογνωσία. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι στη συζήτηση δεν έχει καμία θέση η ιδεολογία. Όπως τίποτε δεν ισχύει απόλυτα, έτσι δεν είναι απόλυτη και η αντιδιαστολή μεταξύ ιδεολογίας και επιστήμης. Ας μην αφήσουμε να εννοηθεί ότι ιδεολογική είναι πάντα η αντίληψη των άλλων. Άλλωστε, καμία θέση, γνώμη κτλ. δεν είναι απαλλαγμένη ή ανεπηρέαστη από ιδεολογικά στοιχεία. Ακόμη και όταν κάποιος προσπαθεί να αντικρούσει ισχυρισμούς με ιδεολογικό υπόβαθρο, συμμετέχει σε μια ιδεολογική –σε τελική ανάλυση– αντιπαράθεση. Επίσης, παίζει ρόλο η γνωστή αντίληψη ότι, επειδή χρησιμοποιούμε τη γλώσσα, μπορούμε να εκφέρουμε έγκυρη γνώμη για γλωσσικά θέματα, έστω και χωρίς γνώσεις γλωσσολογίας. Είναι ασυγκρίτως συνηθέστερο να διαφωνήσει κάποιος με έναν γλωσσολόγο και να του εκφράσει τις δικές του απόψεις παρά λ.χ. με έναν αστρονόμο ή με έναν χημικό. Η γλωσσολόγος Μαρίνα Τζακώστα (2015) σε συνέντευξή της αναρωτιέται εύλογα γιατί ο καθένας έχει γνώμη για θέματα γλώσσας, και δίνει μια εύστοχη απάντηση: «Τι είναι αυτό που κάνει τη γλώσσα ένα θέμα για το οποίο όλοι έχουμε κάτι να πούμε; Ειδικοί και μη ειδικοί; Ενώ δεν τολμούμε να εκφραστούμε με ανάλογους τρόπους για θέματα που αφορούν την αστρονομία, τη φυσική, τη χημεία, τη γεωλογία ή τα μαθηματικά; Ρωτώντας φίλους, συγγενείς, φοιτητές, διαπίστωσα ότι οι απαντήσεις τους συγκλίνουν σε έναν κοινό πυρήνα: η γλώσσα είναι κάτι δικό μας, κάτι που μας ανήκει. Είναι κομμάτι από τον εαυτό μας, μεγαλώνουμε και γερνούμε μαζί της». Επιπλέον, ας προβληματιστούμε για τον ρόλο που παίζει η εκπαίδευση στη διάδοση μύθων σχετικά με την ελληνική γλώσσα. Η έμφαση που δίνεται μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος στη στείρα αποστήθιση και όχι στην καλλιέργεια κριτικής σκέψης ίσως ερμηνεύει την ευκολία με την οποία μερικοί πέφτουν θύματα παραπληροφόρησης, φανατίζονται και αναπαράγουν διάφορα ψεύδη, όπως ότι οι γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ανθελληνικές θεωρίες. Ακόμη, διαβάζω συχνά στο διαδίκτυο κείμενα με μεγαλοστομίες υπέρ της ελληνικής ή, γενικά, με ανακρίβειες και δεν αποκλείω η ζημιά να έχει γίνει από κάποιον ανενημέρωτο γλωσσολογικά εκπαιδευτικό. [29] Κάποια


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[47]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δημοσιευμένα στοιχεία έρευνας για γλωσσικές αντιλήψεις εκπαιδευτικών δεν είναι και τόσο θετικά (βλ. Γκλαβάς και Καραγεωργίου, 2007). Πάντως, χωρίς επαρκή στοιχεία, θα ήταν άδικο να κατηγορήσουμε τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για το φαινόμενο της γλωσσικής αρχαιολατρίας συνολικά. Στα βαθύτερα αίτια του φαινομένου συγκαταλέγονται και τα ψυχολογικά. Παραπέμπω στη σημείωση 20, όπου αναφέρεται ότι η αρχαιολατρία εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της εθνικής μας ανασφάλειας. Και ο Δημήτρης Ευαγγελίδης (2007: 15) σχολιάζει ευφημισμούς όπως «μη συμβατική ιστορία», «νέα επιστημονική θεώρηση», «αποκάλυψη της αλήθειας», «ξεσκέπασμα του ακαδημαϊκού κατεστημένου» κ.ά. και υποστηρίζει ότι φανερώνουν «βαθύτερες υπαρξιακές, αλλά και εθνικές ανασφάλειες». Τέλος, ο Παντελής Μπουκάλας (2014) επισημαίνει ότι τα δόγματα περί γλώσσας, αίματος και ιστορίας είναι δημοφιλή, ακριβώς γιατί είναι «λαϊκά» και όχι «κουλτουριάρικα». Και συμπληρώνει: «Αυτό ευνοεί την άμεση αποδοχή και την αναπαραγωγή τους, καθώς και την ταύτιση των χρηστών τους με τους παραγωγούς τους. Αν σου λένε ό,τι θέλεις ν’ ακούσεις [...], το ασπάζεσαι και το προσκυνάς». [30]


[48]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

4) ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ Οι αρνητικές συνέπειες του φαινομένου που εξετάζουμε είναι ποικίλες. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Παπαναστασίου (2006) αναφερόμενος στους παραεπιστημονικούς αυτούς κύκλους, εκατοντάδες βιβλία και περιοδικά και αρκετές τηλεοπτικές εκπομπές «διαποτίζουν τη νεοελληνική κοινωνία με ένα απίστευτα πικρό φαρμάκι». [31] Πόσες εκατοντάδες ή και χιλιάδες άνθρωποι όχι μόνο αγνοούν πώς λειτουργεί και μεταβάλλεται η γλώσσα, αλλά και, επηρεασμένοι από παραγλωσσολογικές πηγές ενημέρωσης, όπως περιοδικά, τηλεοπτικές εκπομπές και ιστότοπους αρχαιολατρικού περιεχομένου, φανατίζονται και βάλλουν κατά ανύπαρκτων εχθρών! Επικρατεί ο πολεμικός λόγος, κατασκευάζονται εχθροί –οι γλωσσολόγοι, που απεργάζονται το κακό του έθνους και της γλώσσας!– [32] και, τελικά, γίνεται αποπροσανατολισμός από τα πραγματικά προβλήματα της γλώσσας και της εκπαίδευσης. Πολλά βιβλία έχουν γραφτεί με σκοπό την κατάρριψη των δήθεν ανθελληνικών θεωριών που προωθούν οι γλωσσολόγοι. Πόσοι αρχαιολάτρες, όμως, έχουν προβληματιστεί λ.χ. για την ανάγκη να ασκείται ο μαθητής στην κατανόηση νεοελληνικών κειμένων, να καλλιεργείται η κριτική σκέψη στο ελληνικό σχολείο και να αποφεύγεται η στείρα αποστήθιση; Και ο Δημήτρης Ευαγγελίδης (2007: 13-14) κάνει λόγο για τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό, ειδικά στη νεολαία, που καλλιεργούνται από όσους διαδίδουν τις λεγόμενες μη συμβατικές θεωρίες για την ιστορία του τόπου μας και του λαού μας. Ο ίδιος συγγραφέας (2007: 82-83) δείχνει το μέγεθος της σύγχυσης ενός νέου, αναφερόμενος σε αυτό που αποκαλεί «σύνδρομο του Βασιλάκη» και αφηγούμενος ένα χαρακτηριστικό περιστατικό: «Στο κυλικείο ενός μεγάλου κτιρίου που στέγαζε διάφορες κρατικές Υπηρεσίες εργαζόταν ως βοηθός καφετζή ο Βασιλάκης, ένα εργατικό, πρόθυμο και πανέξυπνο παιδί που λόγω οικονομικών προβλημάτων είχε τελειώσει με δυσκολία την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και το όνειρό του ήταν κάποια μέρα να καταφέρει να πάει σε μια Σχολή Αξιωματικών Εμπορικού Ναυτικού και στην συνέχεια να “μπαρκάρει” σε κάποιο καράβι. »Μια μέρα, πριν από χρόνια, σε ένα γραφείο αυτού του κτιρίου έτυχε να συζητάμε στην διάρκεια του “πρωινού καφέ” για την κατάντια της περιοχής, η οποία, ενώ διέθετε σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, δεν διέθετε ένα αξιοπρεπές Μουσείο ώστε να στεγασθούν τα πολλά και


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[49]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αξιόλογα ευρήματα που κατά καιρούς είχαν ανακαλυφθεί σε διάφορες τοποθεσίες. Συμπτωματικά, μπήκε κάποια στιγμή στο γραφείο και ο Βασιλάκης για να μαζέψει τα άδεια ποτήρια και φλυτζάνια από νερά και καφέδες που είχε φέρει προηγουμένως. Ενώ συνήθως έκανε αυτήν την δουλειά με γρηγοράδα και εξαφανιζόταν ώστε να προλάβει και τα υπόλοιπα γραφεία, μόλις άκουσε την συζήτησή μας “έστησε αυτί” και με μεγάλη προσοχή παρακολουθούσε το τι λέγαμε. Όταν η κουβέντα ξεστράτισε (όπως συνήθως γίνεται σε τέτοιου είδους συζητήσεις) σε άλλα θέματα (αν θυμάμαι καλά, για την αδυναμία εντοπισμού του τάφου του Μ. Αλεξάνδρου ή κάτι παρόμοιο), ο Βασιλάκης ξαφνικά ξεσπάθωσε: “Ξέρουν πού βρίσκεται ο τάφος, αλλά δεν αφήνουν να βρεθεί!” δήλωσε ο Βασιλάκης. Έκπληκτοι για την απροσδόκητη αυτήν παρέμβαση, η αντίδρασή μας ήταν ταυτόχρονη και ομόφωνη: “Ποιοι, ρε Βασιλάκη;”. »Τότε ο Βασιλάκης μάς έκανε μια μίνι διάλεξη περί σκοτεινών ανθελληνικών κύκλων, που πολεμούν καθετί ελληνικό, που διαδίδουν θεωρίες περί Ινδοευρωπαίων για να “κρύψουν” ότι εμείς οι Έλληνες είμαστε αυτόχθονες και ο αρχαιότερος λαός του κόσμου, ότι όλες οι γλώσσες του κόσμου προέρχονται από την ελληνική που είναι η “μεγαλύτερη” γλώσσα με 100.000.000 λέξεις και άλλα τέτοια, χωρίς να δέχεται αντίλογο ούτε για αστείο, όντας βέβαιος ότι ήταν “γνώστης” πραγμάτων που εμείς οι “αμύητοι” δεν “χαμπαριάζαμε”. Εγώ τουλάχιστον έμεινα αποσβολωμένος. Το μόνο που κατάφερα ήταν να ψελλίσω: “Και πού τα έμαθες αυτά, βρε Βασίλη;”. Την απάντησή του δεν θα την ξεχάσω ποτέ: “Παρακολουθώ τις εκπομπές του τάδε (γνωστού μη συμβατικού αερολόγου) και όταν μου περισσεύει κανένα φράγκο αγοράζω βιβλία για να μάθω” μας αποκάλυψε, αναφέροντας μάλιστα καμιά δεκαριά τίτλους βιβλίων “μη συμβατικής” μπουρδολογίας. »Πέταξα ένα “μάλιστα” και σταμάτησα την συζήτηση. Έμεινα σιωπηλός για αρκετή ώρα αναλογιζόμενος την πνευματική σύγχυση στην οποία είχε περιπέσει ο Βασιλάκης και την μεταμόρφωσή του σε έναν φανατικό “ξεραόλα” μπουκωμένο με “μη συμβατικές” άχρηστες αηδίες τις οποίες πιστεύει για αδιαμφισβήτητες αλήθειες (“το σύνδρομο του Βασιλάκη”), πληρώνοντας έτσι το τίμημα για το “έγκλημά” του, που δεν ήταν άλλο από το ότι διψούσε “να μάθει” αυτά που ουδείς ενδιαφέρθηκε να του διδάξει στο σχολείο με σοβαρότητα


[50]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και “μεράκι”: Την Ιστορία της χώρας του, την προϊστορία και το απώτερο παρελθόν της, την καταγωγή του λαού της, την γλώσσα και την ιστορία της, την σχέση της με άλλες γλώσσες, το γιατί εκτιμούν οι άλλοι λαοί αυτά που είπαν κάποιοι αρχαίοι στοχαστές [...]». Συμμερίζομαι τον προβληματισμό του συγγραφέα και έχω συναντήσει πολλές παρόμοιες περιπτώσεις εντός και εκτός διαδικτύου. Για παράδειγμα, κάποιος σε ένα φόρουμ αντέδρασε έντονα όταν κάποτε τόλμησα να αναφέρω ότι η αλβανική είναι ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, όπως και η ελληνική. Έγραψε: «Τι θα μας πεις δηλαδή για την αλβανική γλώσσα; Άσε την ποιότητα, την παραβλέπω, αλλά υπάρχουν και κάτι χιλιάαααααααδες χρόνια διαφορά ύπαρξης» (Αργυρόπουλος, 2010). Από την πλευρά μου, σημείωσα απλώς ότι στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες συγκαταλέγεται και η αλβανική. Όσο για τα «χιλιάαααααααδες χρόνια διαφορά ύπαρξης», πράγματι, οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες της αλβανικής είναι πολύ μεταγενέστερες (τοποθετούνται χρονικά στον 15ο αι. μ.Χ.). Ωστόσο, ακόμη και αν μια γλώσσα δεν έχει καμία γραπτή μαρτυρία, ακόμη και αν δεν έχει καν αποτυπωθεί με γραπτά σύμβολα, μπορεί κάλλιστα να ανήκει στην ίδια γλωσσική οικογένεια με μια άλλη γλώσσα που χαρακτηρίζεται από πλούσια και μακραίωνη γραμματεία. Παραδείγματα ατόμων που πάσχουν από το «σύνδρομο του Βασιλάκη» και σχετικά περιστατικά θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά. Το υπό εξέταση φαινόμενο συνεπάγεται και τεράστια σπατάλη χρόνου για όλους μας. Ο Δημήτρης Ευαγγελίδης (2007: 36) εξομολογείται ότι στη θέα ογκωδών βιβλίων γραμμένων από μη συμβατικούς γλωσσολογούντες λ.χ. για την αλβανοπελασγική (!) γλώσσα, με την οποία δήθεν αποκρυπτογραφούνται μυστηριώδεις επιγραφές, απελπίζεται και θλίβεται σκεπτόμενος «τι ενεργητικότητα σπαταλήθηκε, πόσες ώρες μελέτης και συγγραφής πήγαν χαμένες, για να προκύψει τελικώς ένας τεράστιος τόμος, που εκτός από μια θέση στον χώρο των αξιοπερίεργων και εξίσου καταγέλαστων “πονημάτων”, η μοναδική άλλη θέση που μπορεί να διεκδικήσει είναι, δυστυχώς, ο κάλαθος των αχρήστων...» Παρόμοιες σκέψεις έχω κάνει κι εγώ ξεφυλλίζοντας ογκώδεις τόμους αρχαιολατρών με παρετυμολογίες και άλλες εσφαλμένες πληροφορίες. Χάσιμο χρόνου, βέβαια, είναι και η ανάγνωση τέτοιων βιβλίων από ανυποψίαστους αναγνώστες, οι οποίοι νομίζουν ότι αντλούν έγκυρες πληροφορίες. Τον χρόνο μας χάνουμε κι εμείς, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, στην προσπάθειά μας να αναιρέσουμε ισχυρισμούς και να απαντήσουμε σε ερωτήσεις μέσω διαδικτύου. Σχετικό είναι αυτό που γράφει ο Σπύρος Αρμοστής (βλ. σημ. 34, που ακολουθεί): «Χάσιμο χρόνου; Ως έναν


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[51]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

βαθμό, ναι. Πραγματικά, το να αφήνουμε τη δουλειά μας και να αναλωνόμαστε να απαντούμε απορίες στο διαδίκτυο είναι πολυτέλεια που δεν έχουμε». Απεναντίας, ένα θετικό αποτέλεσμα της αρχαιολατρίας και συναφών φαινομένων, όπως η «Φωνηεντιάδα», είναι ότι αρκετοί –ιδίως νέοι– γλωσσολόγοι δημοσίευσαν ενημερωτικά κείμενα, μολονότι αυτό μπορεί να σημαίνει σπατάλη χρόνου, όπως είδαμε παραπάνω. Αξιοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πήραν την πρωτοβουλία να κάνουν ευρύτερα γνωστές τις αρχές της γλωσσολογίας. Δεν χάνω ευκαιρία να εκφράσω την εκτίμησή μου για αυτούς τους γλωσσολόγους, αρκετοί από τους οποίους είναι φίλοι μου. Εύχομαι να δουν το φως της δημοσιότητας κείμενα όσο το δυνατόν περισσότερων γλωσσολόγων στο μέλλον. Μόνο κάτι καλό για τους αναγνώστες μπορεί να προκύψει από μια τέτοια δραστηριότητα. Εγώ, πάντως, όχι μόνο διαβάζω με ενδιαφέρον ό,τι γράφεται, αλλά μαθαίνω κιόλας. Ας προσθέσω και μερικά ακόμη οφέλη που αποκόμισα από τη συμμετοχή μου σε διαδικτυακές συζητήσεις. Μπαίνοντας στη διαδικασία να αντικρούω ισχυρισμούς ή να απαντώ σε ερωτήσεις, ρώτησα ειδικούς που μου έλυσαν απορίες και διάβασα περισσότερο από όσο θα διάβαζα υπό άλλες συνθήκες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έγινα ειδικός λ.χ. σε θέματα ιστορικής γλωσσολογίας. Το σπουδαιότερο, όμως, είναι ότι σε διαδικτυακούς χώρους όπου διεξάγονταν συζητήσεις για ζητήματα σχετικά με τη θεματολογία αυτού εδώ του βιβλίου γνώρισα αξιόλογους ανθρώπους και έκανα φίλους. Θα έλεγε κανείς ότι και μόνο γι’ αυτό, όσον αφορά εμένα, άξιζε ό,τι έγινε.


[52]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

5) ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ Καταλήγοντας, για την αντιμετώπιση του εν λόγω φαινομένου είναι αναγκαίο να διαδοθούν τα διδάγματα της γλωσσολογίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με δημοσίευση εκλαϊκευμένων γλωσσολογικών κειμένων, με ενημέρωση των εκπαιδευτικών, με άσκηση των μαθητών και των φοιτητών στο να διακρίνουν τις έγκυρες πληροφορίες για τη γλώσσα από τους γλωσσικούς μύθους, καθώς και με άλλους τρόπους. Ειδικά στο διαδίκτυο, πολύ χρήσιμο θα ήταν να αναρτηθούν σε κάποια ιστοσελίδα σύντομες και εύληπτες απαντήσεις σε γλωσσικούς μύθους, οι οποίες να διαβάζονται και να αναδημοσιεύονται εύκολα, με σκοπό την ενημέρωση του κοινού. Προπάντων, όμως, πρέπει να γίνει δουλειά από μικρή ηλικία, γιατί, κατά βάθος, η μη υιοθέτηση γλωσσικών μύθων είναι θέμα παιδείας και όχι μόνο γλωσσολογικής ενημέρωσης. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να έχουμε “εμβολιαστεί” με κριτική σκέψη από μικροί, για να μην πέφτουμε θύματα παραπληροφόρησης. Επιπλέον, ας εμπιστευόμαστε τους ειδικούς και ας μην απαξιώνουμε τη γλωσσολογική γνώση. Ο Θεόδωρος Μωυσιάδης (2007β) δηλώνει εμφατικά ότι η κατάρτιση είναι η καλύτερη απάντηση στην ψευδώνυμη γνώση και συμπληρώνει: «Παρ’ ότι απαιτεί μόχθο και ίσως μάλιστα να μην είναι τόσο γοητευτική ή εντυπωσιακή όπως ο μύθος, έχει στερεά βάση και θεμελιώνεται στην επιστημονική έρευνα». Η ελληνική είναι μια γλώσσα με μακραίωνη παράδοση. Σε αυτήν έχουν γραφτεί αθάνατα έργα του παγκόσμιου πολιτισμού. Ας μην ασχολούμαστε με μαγικές ή άλλες, περίεργες ιδιότητες που δήθεν έχει. Φίλη η φιλοπατρία μας, φιλτάτη δε η αλήθεια. Στη διάδοση των γλωσσολογικών διδαγμάτων και στην καταπολέμηση γλωσσολογικά ατεκμηρίωτων απόψεων που είθισται να υιοθετούνται και να αναδημοσιεύονται συμβάλλει, βέβαια, και η διάδοση των κατάλληλων βιβλιογραφικών πηγών. Γι’ αυτό, στην παρούσα εργασία προτίμησα να παραπέμψω κατά κανόνα σε γλωσσολογικά άρθρα και βιβλία που διαβάζονται –ακόμη και από μη ειδικούς– εύκολα ή και ευχάριστα. Ας διευκρινίσω ότι μερικές από τις βιβλιογραφικές αναφορές δεν σχετίζονται κατ’ ανάγκην με το θέμα της εργασίας μου – ωστόσο, είναι χρήσιμες, γιατί συμβάλλουν στην εξοικείωση του αναγνώστη με τον γλωσσολογικό τρόπο σκέψης. [33] Αποκεί και πέρα, υπάρχουν τόσες πηγές, ειδικά σε ηλεκτρονική μορφή, σχετικές με τα θέματα που προανέφερα, ώστε θα ήταν αφάνταστα χρονοβόρο να τις


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[53]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

παραθέσω όλες. Μια ιδέα είναι να αναρτήσω στο ιστολόγιό μου έναν κατάλογο με προτεινόμενα άρθρα, βιβλία και λεξικά, τον οποίο θα ενημερώνω λίγο λίγο. Εδώ, πάντως, προτίμησα να μην παραθέσω μερικές πηγές που, μάλλον, δεν θα τις συμβουλεύονταν μη ειδικοί. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω ότι η γλωσσική αρχαιολατρία δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Ο πολυμαθέστατος Ούγγρος γλωσσολόγος Andrea Katona, που πάντα έλυνε απορίες μου για θέματα ιστορικής γλωσσολογίας δίνοντάς μου αναλυτικές και διαφωτιστικές απαντήσεις, σε ένα κείμενό του, μέρος του οποίου διαβάστηκε στην εκδήλωση για τη γλωσσική αρχαιολατρία στη Θεσσαλονίκη, στις 24/1/2011 (βλ. Προλογικό Σημείωμα), δίνει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία. Συγκεκριμένα, πληροφορεί ότι και στην Ινδία έχουν διατυπωθεί παρόμοιες αντιρρήσεις για την ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία και έχει υποστηριχθεί ότι η σανσκριτική είναι η πρώτη γλώσσα του κόσμου. Επίσης, αποκαλύπτει πως έχει διαβάσει σε βιβλίο ινδικής έκδοσης την πληροφορία ότι οι βεδικοί πολεμιστές έφτασαν μέχρι και τη νότια Αμερική. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Γνωστή είναι και μια θεωρία που αναπτύχθηκε στην Τουρκία τη δεκαετία του 1930, η Sun Language Theory, σύμφωνα με την οποία όλες οι γλώσσες της υφηλίου κατάγονται από μια αρχέγονη τουρκική γλώσσα. Γι’ αυτό, θα είχε ενδιαφέρον να ερευνηθεί το θέμα ευρύτερα. Ίσως έτσι αποκαλυφθούν πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές του φαινομένου. Μάλιστα, η έρευνα αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται με την αντιμετώπιση της αρχαιολατρίας ως προς την ελληνική γλώσσα, καθώς ενδέχεται να φωτίσει αφενός αίτια που αφορούν εμάς τους Έλληνες και αφετέρου γενικότερα αίτια. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι χύσαμε πολλή μελάνη και αφιερώσαμε αρκετό χρόνο σε ένα θέμα που δεν το άξιζε. Μερικές φορές, καθώς θυμάμαι τα περασμένα, σκέφτομαι ότι δεν αξίζει τον κόπο να επωμιστεί κανείς βάρος δυσανάλογα μεγάλο, αντικρούοντας ισχυρισμούς σε διαδικτυακές συζητήσεις χωρίς τέλος. Πρόκειται για χρονοβόρα και ψυχοφθόρα διαδικασία. Είναι προτιμότερο κάποιος να διαβάσει, για παράδειγμα, μερικά λογοτεχνικά βιβλία παραπάνω στη ζωή του ή να μάθει μία ακόμη ξένη γλώσσα. Δεν λέω, βέβαια, ότι δεν πρέπει να σχολιάζουμε. Τα σχόλιά μας έχουν νόημα, γιατί μπορεί να επηρεάσουν ένα τμήμα της κοινής γνώμης που δεν έχει διαμορφωμένη άποψη για γλωσσικά θέματα και δεν εκφράζεται με φανατισμό. [34] Απλώς, τώρα πια πιστεύω στις συντονισμένες συλλογικές προσπάθειες. Ωφέλιμο θα ήταν να συγκεντρωθούν λ.χ. σε διαδικτυακούς χώρους γλωσσολογικά κείμενα διαφόρων συγγραφέων ή να


[54]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δημοσιευθούν σε ηλεκτρονική μορφή σχετικές εργασίες φοιτητών σε συλλογικούς τόμους και να παραπέμπουμε σε αυτές τις πηγές. Σημειώνω παρενθετικά ότι έχει ήδη εκδοθεί σε έντυπη μορφή ένας συλλογικός τόμος στον οποίο καταρρίπτονται μύθοι για την ελληνική γλώσσα (βλ. Χάρης, 2001). Δεν έχει νόημα να αναλώνεται κανείς σε ατέρμονες και αδιέξοδες διαδικτυακές συζητήσεις, προσπαθώντας να μεταπείσει συνομιλητές που είτε δεν θέλουν είτε δεν μπορούν να κατανοήσουν τα προβαλλόμενα επιχειρήματα. Επίσης, δεν αξίζει να μπει κανείς στη διαδικασία της αναίρεσης αναρίθμητων ισχυρισμών που διατυπώνονται εντός και εκτός διαδικτύου. [35]


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[55]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «Όλοι αυτοί που απορρίπτουν τα επιστημονικά πορίσματα περί γλώσσας, επειδή δεν ταιριάζουν στις μεγαλοϊδεατικές τους αντιλήψεις, ουσιαστικά εφαρμόζουν τον εθνικισμό στη γλώσσα. Όταν δεν μπορείς να αγαπάς την πατρίδα σου χωρίς να μισείς τις πατρίδες των άλλων, τότε δεν μπορείς και να αγαπάς τη γλώσσα σου χωρίς να απαξιώνεις τις γλώσσες των άλλων. »Η Ελληνική είναι μία πανάρχαια, πλουσιότατη, αδιάκοπα ομιλούμενη γλώσσα στην οποία γράφτηκαν αξεπέραστα έργα του παγκόσμιου πολιτισμού και η οποία τροφοδότησε πολλές άλλες γλώσσες. Αυτά τα αναμφισβήτητα γεγονότα δεν είναι αρκετά για τον εθνικιστή της γλώσσας. Η Ελληνική, λένε, είναι η μήτρα που γέννησε όλες τις άλλες γλώσσες (και τα Κινέζικα; Και τα Αραβικά;). Ό,τι μιλάνε όλοι οι άλλοι λαοί δεν είναι παρά ελληνικές διάλεκτοι! Η Ελληνική έδωσε σε όλες τις γλώσσες αλλά δεν πήρε από τις άλλες ούτε μία λέξη! »Όταν αυτά είναι τα συμπεράσματα στα οποία πρέπει οπωσδήποτε να καταλήξουμε, κάθε καλοπροαίρετος καταλαβαίνει πόσο επιστημονική θα είναι και η μέθοδος που θα χρησιμοποιηθεί προς απόδειξη (;): Πιάνουμε μια λέξη ομηρική που μοιάζει με κάποια ξένη (δυο τρεις κοινοί φθόγγοι αρκούν) και αμέσως έτοιμο το συμπέρασμα: ελληνικότατη η λέξη! Αν τώρα η λέξη αυτή λείπει τελείως από την αττική διάλεκτο, αν λείπει από την Ελληνιστική Κοινή, αν λείπει από τη Μεσαιωνική, την Καθαρεύουσα, τη Δημοτική, δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Τόσους αιώνες τελούσε εν υπνώσει για να ξεπηδήσει ως εκ θαύματος στα χείλη ενός άλλου λαού χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και να δικαιώσει τις δοξασίες των ελληνοφρόνων ερασιτεχνών της γλώσσας και της ιστορίας». (Μουλώτσιος, 2011 παρατίθεται στο Αργυρόπουλος, 2011) «Η ΙΕ [ινδοευρωπαϊκή] γλωσσολογία είναι το κόκκινο πανί για τους ομφαλοσκόπους ελληνοκεντρικούς. Δεν μπορούν να ανεχτούν το γεγονός ότι η ελληνική γλώσσα είναι απόγονος μίας αρχέγονης γλώσσας, από την οποία προέρχονται όλες οι άλλες γλώσσες της ΙΕ οικογένειας, αλλά αξιώνουν να θεωρείται η ελληνική μητέρα όλων των άλλων. Όποιοι δεν συμφωνούν (δηλαδή όλοι όσοι ασχολούνται


[56]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

επιστημονικά με τη γλωσσολογία σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου), είναι... προδότες, ανθέλληνες, μισέλληνες. Άλλα “κάστρα”, στα οποία οχυρώνονται οι αρχαιολάτρες, είναι οι απόψεις πως η προφορά της ελληνικής δεν έχει αλλάξει από την αρχαιότητα και πως το ελληνικό αλφάβητο δεν το πήραν οι αρχαίοι Έλληνες από το συμφωνογραφικό “αλφάβητο” των Φοινίκων, αλλά το επινόησαν οι ίδιοι. [...] »Το γεγονός ότι τέτοιες αγλωσσολόγητες απόψεις έχουν τόσο μεγάλο κύρος είναι ανησυχητικό: οι πωλήσεις διάφορων τηλεπλασιέ βιβλίων ελληνοκεντρικού περιεχομένου αποδεικνύουν την τεράστια απήχηση των απόψεών τους. Πιο εύκολα “πουλά” ένα βιβλίο που “ανακαλύπτει” ελληνικά δάνεια σε γλώσσες των Μάγιας, των Πολυνήσιων, των Κινέζων και “κολακεύει” την εθνική μας ταυτότητα, παρά ένα εκλαϊκευμένο γλωσσολογικό εγχειρίδιο. Όποτε έχω κάνει συζητήσεις με απλούς ανθρώπους, μου έχουν επαναλάβει με απόλυτη φυσικότητα την τερατολογία ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές μιλούν ελληνικά (ή ειδικότερα: αρχαία ελληνικά), ενώ πρόσφατα το πολυτονικό λανσάρεται ως φάρμακο κατά της δυσλεξίας. Όταν η ημιμάθεια μαίνεται έξω από τα πανεπιστήμια, η γλωσσολογία δεν μπορεί να είναι κλεισμένη στο πανεπιστήμιο και στα ερευνητικά κέντρα και τα πορίσματά της να μην περνούν ούτε καν μέσω της εκπαίδευσης στην κοινωνία. Θεωρώ πως είναι χρέος των επιστημόνων να απαντούν στους αυτόκλητους σωτήρες της γλώσσας, ερασιτέχνες γλωσσαμύντορες, κινδυνολόγους, λαϊκιστές και όλους όσους επωφελούνται από την άγνοια». (Τουκιθεμπλόμ, 2009)


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[57]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ [1] Για να διαμορφώσει κανείς μια συνολική εικόνα, που να μην περιορίζεται στα γλωσσικά, παραπέμπω σε μια πολύ καλή βιβλιοκριτική παρουσίαση του Παντελή Μπουκάλα (2005), η οποία είναι συγχρόνως μια –εξαιρετική ως προς την εκφραστική ευστοχία της– περιγραφή του φαινομένου. Παραθέτω μία παράγραφο που ξεχώρισα από το άρθρο αυτό: «Ένα (τουλάχιστον) από τα βαγόνια αυτού του συρμού είναι φορτωμένο με βιβλία που απορρέουν από μια εντελώς μονόπλευρη και στρεβλή ανάγνωση και ανάδειξη της ελληνικής αρχαιότητας. Πρόκειται για εγχειρίδια απόλυτης πνευματικής αυθαιρεσίας και ελαφρότητας, οι σελίδες των οποίων στύβουν το αρχαίο πνεύμα για να βγάλουν από αυτό, προκρούστεια και υστερόβουλα, ό,τι ταιριάζει με τις ιδεολογικές αντιλήψεις των συγγραφέων τους: αποκρυφισμό, μυστικισμό, ανορθολογισμό, ενίοτε και παραλογισμό, φανατικό αντιεβραϊσμό και βέβαια εθνικισμό, έναν εθνικισμό που αναχαράζει το ίδιο πάντοτε δόγμα: της γονιδιακής υπεροχής των Ελλήνων, της συμπαντικής μοναδικότητάς τους· δεν λείπουν ούτε καν οι ευφάνταστοι “ερευνητές” (οι “αντισυμβατικοί”, όπως θέλουν να αυτοαποκαλούνται), που έχουν “ανακαλύψει” ότι ο πέμπτος κόκκυγας του “αληθινού Έλληνα” είναι στρογγυλός και όχι μονοσχιδής ή δισχιδής, όπως των υπόλοιπων ανθρώπων, ο δε λοβός του αυτιού τους μεγαλύτερος (Έλλην λοιπόν και ο Δόκτωρ Σποκ του “Σταρ Τρεκ”). Άλλοι πάλι, μελετώντας δήθεν χαμένα αρχαία κείμενα που τα βρήκαν στο Άγιον Όρος, στη χώρα των Βάσκων κι όπου αλλού τους ταξιδεύει η φαντασία τους, διαβεβαιώνουν το κοινό τους, με λόγο παιδαριωδώς ασύντακτο, ότι οι αρχαίοι ημών, που κάποια στιγμή πήραν των ομματιών τους και πήγαν στο εξωδιάστημα, επιστρέφουν πάνοπλοι και τροπαιοφόροι με γιγάντια διαστημόπλοια για να παραδώσουν την ηγεμονία της Γης, σε ποιους άλλους; Μα σ’ εμάς, τους ένδοξους απογόνους». Επίσης, προτείνω το εκτενές αφιέρωμα του περιοδικού Άρδην στην αρχαιολατρία: Έλληνες: Ινδοευρωπαίοι ή... εξωγήινοι (από τους αρχαίους Έλληνες στα... UFO), 52 (Ιανουάριος – Μάρτιος 2005).


[58]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αρχαιολατρεία: Δημοκρατία ή ολοκληρωτισμός – Ήταν ο Χίτλερ... Έλληνας; 53 (Απρίλιος – Μάιος 2005). Ο αναγνώστης μπορεί να πάρει μια γεύση στα: http://ardin-rixi.gr/archives/6682 http://ardin-rixi.gr/archives/6678 Τέλος, παραπέμπω στο εξαιρετικό και “μαχητικό” βιβλίο του Δημήτρη Ευαγγελίδη (2007). [2] Όσον αφορά τον ανορθολογισμό, αναρωτιέμαι κατά πόσο διαφέρει από τον λόγο των αρχαιολατρών ο κοινός πολιτικός λόγος, είτε αφορά είτε δεν αφορά θέματα γλώσσας. Είναι πολλά τα παραδείγματα πολιτικών κειμένων με διάτρητους συλλογισμούς, που συγκρούονται με την πραγματικότητα. Μάλιστα, δεν αποκλείεται να εκφράζει κάποιος ορθολογικές απόψεις σε θέματα γλώσσας και ανορθολογικές σε πολιτικά θέματα ή το αντίστροφο. Το συμπέρασμά μου είναι ότι η αρχαιολατρία αποτελεί μία μόνο μορφή ανορθολογισμού. Από την άλλη, έχει τύχει να διαβάσω στο Facebook πολιτικά σχόλια δηλωμένου αρχαιολάτρη, που με εντυπωσίασαν με τη νηφαλιότητα και τη σοβαρότητά τους. Σε μια εποχή που το ελληνικό διαδίκτυο κατακλυζόταν από αναρτήσεις γεμάτες μανιχαϊστικές διακρίσεις και απλοϊκά σχήματα, ο συγκεκριμένος έδειξε μια ανεξάρτητη, ελεύθερη σκέψη, που δεν έμπαινε σε καλούπια και δεν χαρακτηριζόταν από φανατισμό και μονομέρεια. Δεν ξέρω, βέβαια, αν πρόκειται για εξαίρεση, για ειδική περίπτωση αρχαιολάτρη. Όπως και να έχουν τα πράγματα πάντως, περιπτώσεις όπως αυτή με έχουν επηρεάσει. Προσπαθώ να μη δαιμονοποιώ την αρχαιολατρία και να μην την αντιμετωπίζω με φανατισμό. Κατά συνέπεια, δεν είναι οι αρχαιολάτρες οι μόνοι που δεν σκέφτονται λογικά σε αυτόν τον τόπο. Ωστόσο, και το να είναι κάποιος αρχαιολάτρης δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι δεν μπορεί να σκέφτεται λογικά λ.χ. ως προς πολιτικά θέματα. Η πραγματικότητα είναι σύνθετη. [3] Eτυμολογικές πληροφορίες για αγγλικές λέξεις μπορεί να βρει κανείς μέσω της μηχανής αναζήτησης αγγλικών και αμερικανικών λεξικών Onelook (http://onelook.com). [4] Ισοκ. IV 23–24: Ὅσῳ γὰρ ἄν τις πορρωτέρωθεν σκοπῇ περὶ τούτων ἀμφοτέρων, τοσούτῳ πλέον ἀπολείψομεν τοὺς ἀμφισβητοῦντας. Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[59]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην. Οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης, ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν, ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν, αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς, οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους, τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν. Μόνοις γὰρ ἡμῖν τῶν Ἑλλήνων τὴν αὐτὴν τροφὸν καὶ πατρίδα καὶ μητέρα καλέσαι προσήκει. [5] Ποια είναι η γλώσσα της Γραμμικής Α; Ας δούμε μια απάντηση που εξηγεί γιατί καμία από τις προσπάθειες να αποκρυπτογραφηθεί το συγκεκριμένο σύστημα γραφής δεν έχει πείσει την οικεία επιστημονική κοινότητα: «Η ερώτηση αυτή έχει διατυπωθεί πολλές φορές και αρκετοί είναι εκείνοι, ερασιτέχνες και ειδικοί, που νόμισαν πως μπορούν να δώσουν μια απάντηση. Διέκριναν στη γραμμική Α τη σημιτική, την ελληνική, τη σανσκριτική, τη λουβική, τη χεττιτική, τη λυκική, την καρική, τη βασκική κ.ά. Κάθε αποκρυπτογράφος πιστεύει ενδόμυχα πως βρήκε τη σωστή λύση. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι δυνατόν όλες οι αποκρυπτογραφήσεις να είναι, ταυτόχρονα, σωστές! Η αλήθεια είναι πως μέχρι σήμερα καμιά από τις αποκρυπτογραφικές προσπάθειες δεν κατάφερε να πείσει την επιστημονική κοινότητα. Ένας από τους λόγους αυτής της αποτυχίας είναι πως η γραμμική Α δεν παρουσιάζει εμφανή ομοιότητα με καμιά γνωστή γλώσσα, αν και μπορεί κανείς βέβαια να βρει αρκετά κοινά σημεία με πολλές γλώσσες. Δεν αρκεί ωστόσο να εντοπιστούν λίγες μεμονωμένες ομοιότητες. Πρέπει να εντοπιστούν ομοιότητες στη δομή, που να αφορούν το σύνολο της μορφολογίας και της φωνητικής. Πρέπει επίσης να υπάρχει η δυνατότητα κατανόησης του μεγαλύτερου μέρους του σώματος των επιγραφών. Πρέπει, τέλος, κάθε ερμηνεία να είναι στέρεη και πειστική. Καμιά από τις μέχρι τώρα προσπάθειες δεν έφτασε σε τέτοιου είδους αποτέλεσμα [...]». (Duhoux, 2001: 182) [6] Για παράδειγμα, ένας κλασικός φιλόλογος, πανεπιστημιακός, σε επιστολή του σε περιοδικό και σε τηλεοπτική εκπομπή ανέφερε κάποτε ότι η ελληνική γλώσσα δεν είναι ινδοευρωπαϊκή, αλλά ιαπετική, και παρέπεμψε στον Γεώργιο Χατζιδάκι. Μόνο που ο Χατζιδάκις ήταν ινδοευρωπαϊστής γλωσσολόγος και απλώς χρησιμοποιούσε διαφορετικό όρο για το ίδιο πράγμα.


[60]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Γεώργιος Μαγουλάς (2007: 154) επικρίνει, μεταξύ άλλων, και αυτήν την αναφορά, επισημαίνοντας ότι ο πεπαλαιωμένος όρος ιαπετικός (από τον Ιαπετό, έναν από τους Τιτάνες, σύμφωνα με τη μυθολογία) χρησιμοποιήθηκε ως απλό συνώνυμο του ινδοευρωπαϊκός από τον Χατζιδάκι, ο οποίος δεν θεωρούσε πρωτογλώσσα την ελληνική. [7] Αξίζει να διαβαστεί ολόκληρο το άρθρο του Γιώργου Παπαναστασίου (2006), διαθέσιμο και σε ηλεκτρονική μορφή, για τον μύθο της αυτοχθονίας και την άρνηση της ινδοευρωπαϊκής καταγωγής της ελληνικής γλώσσας από συγκεκριμένους παραεπιστημονικούς κύκλους. Επίσης, βλ. http://junglereport.blogspot.gr/2009/05/2-jungle-report.html Επιπροσθέτως, ο Θεόδωρος Μωυσιάδης (2007γ) στο προσωπικό του ιστολόγιο, σε ανάρτηση που ανήκει σε σειρά τεσσάρων δημοσιεύσεων με τον εύγλωττο τίτλο «Γλωσσική παραμυθία», αναιρεί τον ισχυρισμό ότι οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες έχουν πρωτοελληνική καταγωγή. Ο ίδιος, μάλιστα, (2007β) συστήνει βιβλία που αφορούν την ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία. Αξιόλογα είναι και όσα γράφει ο David Crystal (2011: 128-138) για τις γλώσσες του κόσμου και, ειδικότερα, για μερικές ινδοευρωπαϊκές, στο κεφάλαιο 14 του βιβλίου του. Επίσης, πολύ χρήσιμα στοιχεία παραθέτει η Jean Aitchison (2006: 35-59) για τη συλλογή στοιχείων και το πώς συναρμόζουν τις μαρτυρίες οι γλωσσολόγοι στο πλαίσιο της ιστορικής και συγκριτικής γλωσσολογίας, στο κεφάλαιο 2 του βιβλίου της. Για την καταγωγή της ελληνικής γλώσσας γράφει ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης στα προλεγόμενα του ΛΝΕΓ (2012: 15-16). Και ο Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης (2005α: 85-88) ασχολείται με την ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. Αξίζει να αναφερθεί και το βιβλίο του Robert Beekes (2004), αν και, μάλλον, απευθύνεται περισσότερο σε γλωσσολόγους και όχι στο ευρύ κοινό. Επιπλέον, βλ. Χριστίδης (1999α και 1999β)· Joseph (2001)· Μallory (2001)· Γιαννάκης (2005). Ακόμη, παραπέμπω στα όσα επισημαίνει ο ΑναστάσιοςΦοίβος Χριστίδης (2005β: 209-210) σχετικά με τη γλωσσολογική απάντηση στην άποψη ότι «η ελληνική είναι μητέρα όλων των γλωσσών». Ο αείμνηστος γλωσσολόγος εξηγεί γιατί δεν θεωρεί αρκετή την απάντηση της γλωσσολογίας. Για κριτική στις ελληνοκεντρικές ετυμολογίες βλ. Σαραντάκος (2007: 63-89). Τέλος, ας μην παραλείψω μια διαδικτυακή πηγή που είναι στα γερμανικά και αφορά τις ινδοευρωπαϊκές σπουδές (http://www.indogermanistik.org/).


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[61]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

[8] Έχει υποστηριχθεί ότι η ακλισία των γραμμάτων δεν αποτελεί στοιχείο που αποκλείει την ελληνική προέλευσή τους, αφού λ.χ. άκλιτα –αλλά ελληνικά– είναι και τα απόλυτα αριθμητικά από το πέντε μέχρι το εννέα. Σύμφωνα, μάλιστα, με το Μέγα Ετυμολογικόν, λεξικό του 11ου αιώνα, το ἄλφα προέρχεται από το ἄλφω (= ευρίσκω) ως το πρώτο ευρεθέν. Αν, όμως, ισχύει κάτι τέτοιο, δεν δικαιολογείται η ακλισία του σε μια γλώσσα με κλιτά ουσιαστικά, όπως η ελληνική. Απεναντίας, το άκλιτο πέντε λ.χ. ετυμολογείται άριστα από την ελληνική, όπως φαίνεται και στο σχετικό λήμμα του ΛΝΕΓ (2012), και είναι άμεσα κληρονομημένο από την πρωτογλώσσα. Όπως έγραψε κάποτε ο γλωσσολόγος και φίλος Δημήτρης Μιχελιουδάκης σε διαδικτυακή συζήτηση, «η ακλισία ίσως δεν είναι ακριβώς απόδειξη, με την έννοια ότι δεν είναι αιτία επαρκής για να χαρακτηρίσουμε μια λέξη δάνεια (αφού έχουμε κάτι λίγα αντιπαραδείγματα). Αντιθέτως, η ακλισία είναι συνέπεια της προέλευσης. Δηλαδή, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να πούμε “είναι άκλιτη, άρα είναι δάνεια”, σίγουρα μπορούμε να πούμε “είναι δάνεια, γι’ αυτό είναι άκλιτη”». [9] Ηροδ. 5, 58, 1–2: Οἱ δὲ Φοίνικες οὗτοι οἱ σὺν Κάδμῳ ἀπικόμενοι, τῶν ἦσαν οἱ Γεφυραῖοι, ἄλλα τε πολλὰ οἰκήσαντες ταύτην τὴν χώρην ἐσήγαγον διδασκάλια ἐς τοὺς Ἕλληνας καὶ δὴ καὶ γράμματα, οὐκ ἐόντα πρὶν Ἕλλησι ὡς ἐμοὶ δοκέειν, πρῶτα μὲν τοῖσι καὶ ἅπαντες χρέωνται Φοίνικες. Μετὰ δὲ χρόνου προβαίνοντος ἅμα τῇ φωνῇ μετέβαλλον καὶ τὸν ῥυθμὸν τῶν γραμμάτων. Περιοίκεον δὲ σφέας τὰ πολλὰ τῶν χώρων τοῦτον τὸν χρόνον Ἑλλήνων Ἴωνες, οἳ παραλαβόντες διδαχῇ παρὰ τῶν Φοινίκων τὰ γράμματα, μεταρρυθμίσαντες σφέων ὀλίγα ἐχρέωντο, χρεώμενοι δὲ ἐφάτισαν, ὥσπερ καὶ τὸ δίκαιον ἔφερε, ἐσαγαγόντων Φοινίκων ἐς τὴν Ἑλλάδα, Φοινικήια κεκλῆσθαι. [10] ῝Ος ἂν τὰς στήλας : ἐν ἧισιν ἡ παρὴ : γέγραπται : ἢ κατάξηι : ἢ φοινικήια : ἐκκόψηι : ἢ ἀφανέας : ποιήσηι : κεῖνον ἀπόλλυσθαι : καὶ αὐτὸν : καὶ γένος. (Schwyzer 710.B.37) [11] Διοδ. Σικ. 5, 74, 1: Ταῖς δὲ Μούσαις δοθῆναι παρὰ τοῦ πατρὸς τὴν τῶν γραμμάτων εὕρεσιν καὶ τὴν τῶν ἐπῶν σύνθεσιν τὴν προσαγορευομένην ποιητικήν. Πρὸς δὲ τοὺς λέγοντας, ὅτι Σύροι μὲν εὑρεταὶ τῶν γραμμάτων εἰσί, παρὰ δὲ τούτων Φοίνικες μαθόντες τοῖς Ἕλλησι παραδεδώκασιν, οὗτοι δ᾽ εἰσὶν οἱ μετὰ Κάδμου πλεύσαντες εἰς τὴν Εὐρώπην, καὶ διὰ τοῦτο τοὺς Ἕλληνας τὰ γράμματα Φοινίκεια προσαγορεύειν, φασὶ τοὺς Φοίνικας οὐκ ἐξ ἀρχῆς εὑρεῖν, ἀλλὰ τοὺς τύπους τῶν


[62]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

γραμμάτων μεταθεῖναι μόνον, καὶ τῇ τε γραφῇ ταύτῃ τοὺς πλείστους τῶν ἀνθρώπων χρήσασθαι καὶ διὰ τοῦτο τυχεῖν τῆς προειρημένης προσηγορίας. [12] Πολύ κατατοπιστικό είναι το αναρτημένο στο ιστολόγιο Skeptikon άρθρο με τον εύγλωττο τίτλο «Οι τερατολογίες σχετικά με την πινακίδα του Δισπηλιού» (https://skeptikon.wordpress.com/2012/12/01/dispilio/). Στο ίδιο ιστολόγιο έχει αναρτηθεί ένα ακόμη διαφωτιστικό άρθρο με συναφές περιεχόμενο. Ο τίτλος του είναι: «Δήθεν πέτρινη στήλη 6000 ετών με ελληνικά γράμματα» (https://skeptikon.wordpress.com/2012/10/13/sixthousand-years-old-greek-letters/). Πολύ διαφωτιστική παρουσίαση του θέματος που αφορά την πινακίδα του Δισπηλιού έχει κάνει ο Νίκος Σαραντάκος (2013). [13] Παρόμοια περίπτωση, που δεν αφορά, όμως, τη γραφή: Ένας αρχαιολάτρης πανεπιστημιακός σε άρθρο του κατήγγειλε –χωρίς να δίνει συγκεκριμένα στοιχεία– συναδέλφους του, επειδή υποστήριζαν δημόσια πως η νέα ελληνική δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία. Προσωπικά, δεν ξέρω κανέναν που να υποστηρίζει μια τόσο παράλογη άποψη. Η λόγω εξέλιξης σχέση της νέας και της αρχαίας ελληνικής είναι δεδομένη και πρόδηλη. Ο αρχαιολάτρης, λοιπόν, με μια γενικόλογη αναφορά κατασκεύασε μια τόσο παράλογη άποψη, που είναι αυταπόδεικτο ότι δεν στέκει. Ίσως έτσι να έγινε αρεστός στο αναγνωστικό του κοινό. [14] Κριτική για το άρθρο αυτό έχει αναρτηθεί στο ιστολόγιο Skeptikon (https://skeptikon.wordpress.com/2012/12/01/dispilio/). Πολύ εύστοχα αναφέρεται ότι ο συγγραφέας του ελληνοκεντρικού κειμένου «κατασκευάζει μια δική του, παράλογη, εκδοχή της αντίπαλης άποψης, ώστε να δείξει ότι αυτή καταρρίπτεται από μόνη της λόγω του παραλογισμού της», πράγμα που αποτελεί «ανέντιμη λογική πλάνη». Για την καταγωγή του ελληνικού αλφαβήτου παραπέμπω στα όσα γράφονται στα προλεγόμενα του ΛΝΕΓ (2012: 19-20) και σε πλαισιωμένο σχόλιο μετά τα λήμματα «αλφάβητο» και «γραφή». Ας μην παραλείψω να αναφέρω και τα σημειώματα για την ιστορία κάθε γράμματος στο εν λόγω λεξικό. Επίσης, βλ. Μπαμπινιώτης (1985α: 80-86). Ο Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης πραγματεύεται θέματα γραφής στα κεφάλαια 3, 4 και 5 του βιβλίου του (2005α: 46-63, 64-90 και 91-107). Για τη φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου κάνει λόγο σε δύο υποκεφάλαια του κεφαλαίου 5


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[63]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

(2005α: 97-102 και 103). Για το θέμα αυτό βλ. Cohen (1958: 145)· Jeffery (1961: 1-21)· Gelb (1963: 176)· Higounet (1964: 58-61)· Diringer (1968: 358)· Jensen (1970: 453)· Tonnet (1995: 25-28)· Βουτυράς (2001)· Rogers (2005: 153)· Παπαναστασίου (2008: 89-92), καθώς και τα σχόλια του Μαγουλά (Οικονόμος, 1830: VIII-X). [15] Για την ακρίβεια, οι δύο αρχαίοι κωμικοί ποιητές δεν έγραψαν βῆ βῆ, εφόσον στην εποχή τους η γραφή ήταν μεγαλογράμματη και χωρίς τονικά σημάδια. Επίσης, η απόδοση του βελάσματος του προβάτου με το βῆ βῆ δεν αποδεικνύει ποιους ακριβώς φθόγγους απεικόνιζαν τα γράμματα <β> και <η>. Ωστόσο, οδηγούμαστε τουλάχιστον στο συμπέρασμα ότι το <η> δεν ακουγόταν [i]. Αυτή, λοιπόν, είναι μια απάντηση σε όσους πιστεύουν ότι η προφορά δεν άλλαξε από την αρχαιότητα έως σήμερα. Σχετικά με το βῆ βῆ, γράφει ο Ευάγγελος Πετρούνιας (2001α: 408) ότι «δεν θα ήταν εύκολο να συμπεράνουμε αν, την εποχή που ο Κρατίνος έγραψε τη σχετική κωμωδία, με τη γραφή <Η> εννοούσε το παλιότερο ανοιχτό μακρό [ε:] ή τη μεταγενέστερη εξέλιξή του σε κλειστό μακρό [e:]. Μπορούμε όμως τουλάχιστον να συμπεράνουμε αρνητικά πως αποκλείεται να εννοούσε την ακόμη μεταγενέστερη εξέλιξη [i]». Επιπλέον, ο Γεώργιος Χατζιδάκις (1924: 92-93) επισημαίνει ότι οι λέξεις που μιμούνται τις φωνές των ζώων, όπως το βῆ βῆ του Αριστοφάνη και του Κρατίνου για το βέλασμα του προβάτου, το αὖ αὖ του Αριστοφάνη για το γάβγισμα του σκύλου κ.ά., έχουν ελάχιστη αποδεικτική δύναμη, γιατί σχεδόν ποτέ δεν αποδίδουν πιστά τις φωνές αυτές. Ούτως ή άλλως, όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, μόνο συμβατικά μπορεί ένας άνθρωπος να τις αποδώσει. Μήπως η γάτα κάνει ακριβώς “νιάου” και ο κόκορας “κικιρίκου”; Πάντως, και ο Γεώργιος Χατζιδάκις, μολονότι δεν δέχεται ότι από το βῆ βῆ μπορεί να βγει συμπέρασμα για το πώς ακριβώς προφερόταν το ήτα, ανοικτό ή κλειστό, θεωρεί αναμφισβήτητο ότι δεν αντιστοιχούσε σε φθόγγο [i]. Θα τολμούσα να εκφράσω μια προσωπική γνώμη: Το επιχείρημα ότι το αρχαίο βῆ αντιστοιχεί στο γνωστό μπέε –με δεδομένο ότι η φωνή του προβάτου δεν μπορεί να έχει αλλάξει– βασίζεται στην αναπόδεικτη παραδοχή ότι και οι αρχαίοι έλεγαν μπέε για την απόδοση του βελάσματος. Αναρωτιέμαι πώς μπορούμε να το ξέρουμε αυτό. Μπορεί να έλεγαν βέε. Ασφαλώς, δεν συμμερίζομαι την άποψη μιας αρχαιολάτρισσας φιλολόγου η οποία υποστήριζε πως τα πρόβατα κάνουν βέε και όχι μπέε. Εννοώ ότι δεν αποκλείεται η συμβατική απόδοση του βελάσματος στην αρχαιότητα να ήταν


[64]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

βέε, όπως, άλλωστε, και η σημερινή απόδοση του γαβγίσματος είναι γαβ, κι ας μην είναι σε θέση ένας σκύλος να το “πει” ακριβώς έτσι. Για το βῆ βῆ βλ. Χατζιδάκις (1924: 99)· Μπαμπινιώτης (1985β: 34)· Tonnet (1995: 20)· Χριστίδης (2005α: 33-34, 109, 110, 113-114). Για οξυδερκείς παρατηρήσεις με τις οποίες αμφισβητείται το βῆ βῆ ως τεκμήριο βλ. Kanlis (χ.χ.). Επιπροσθέτως, αξίζει να διαβάσει κανείς όσα υποστήριζε για το ίδιο θέμα σε μελέτη του 1830 ο κληρικός και λόγιος Κωνσταντίνος Οικονόμος (1830: μθ-ν, 59-61, 102-104), αλλά και τα σχόλια του γλωσσολόγου Γεωργίου Μαγουλά (Οικονόμος, 1830: λ, μθ-ν, XV). Σύμφωνα, μάλιστα, με τον τελευταίο (Οικονόμος, 1830: XV), είναι αξιοσημείωτο ότι στη νεότερη ελληνική το ρήμα που αποδίδει το βέλασμα είναι βελάζω και όχι μπελάζω. Πολλά από όσα γράφει ο Κωνσταντίνος Οικονόμος δεν έχουν γλωσσολογικά ερείσματα. Για παράδειγμα, δεν στέκει το επιχείρημά του (1830: 61) ότι η ίδια η φύση της ελληνικής, που είναι για αυτόν η πιο εύηχη από όλες, δεν δέχεται καθόλου την τραχιά εκφώνηση του [b]. Δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια με βάση τα οποία συγκεκριμένες γλώσσες ή προφορές μπορούν να θεωρηθούν εύηχες ή κακόηχες (βλ. Giles και Niedzielski, 1998 για τον συναφή γλωσσικό μύθο ότι τα ιταλικά είναι ωραία, ενώ τα γερμανικά άσχημα). Θα ήταν άδικο, όμως, να κρίνουμε με αυστηρότητα τις απόψεις που είχε για γλωσσικά θέματα ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ένας λόγιος του 19ου αιώνα, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ότι στην εποχή του δεν μπορούσε να γνωρίζει όλα τα γλωσσολογικά διδάγματα που είναι γνωστά σε εμάς. Ο Γεώργιος Μαγουλάς (Οικονόμος, 1830: XV) σχολιάζει πολύ εύστοχα ότι, όταν ο Κωνσταντίνος Οικονόμος έγραφε για θέματα συγγένειας γλωσσών ή για την προφορά της ελληνικής, η ιστορικο-συγκριτική γλωσσολογία βρισκόταν ακόμη στη νηπιακή της ηλικία. Και προσθέτει ότι στην εποχή του ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ήταν πλήρως ενημερωμένος, σε αντίθεση με μερικούς σύγχρονούς μας που ηθελημένα αγνοούν τα επιστημονικά πορίσματα για θέματα όπως η συγγένεια της ελληνικής με άλλες γλώσσες. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι αξιοκατάκριτη είναι η στάση μερικών συγκαιρινών μας ελληνοκεντρικών που παραπέμπουν στον Κωνσταντίνο Οικονόμο στην προσπάθειά τους να αντικρούσουν γλωσσολογικές θέσεις. Ωστόσο, και σε αυτήν την περίπτωση, δεν λένε ό,τι δεν τους συμφέρει. Αποσιωπούν, ας πούμε, ότι ο Κωνσταντίνος Οικονόμος (1830: 17-19) δεχόταν τη φοινικική προέλευση των γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου.


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[65]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

[16] Στο έκτο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης (2005α: 108-117) ασχολείται με το πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά. Το ίδιο θέμα πραγματεύεται ο Γεώργιος Χατζιδάκις στο πέμπτο κεφάλαιο του πρώτου τόμου των Ακαδημεικών αναγνωσμάτων (1924: 82-136). Αξίζει να διαβάσουμε και όσα επισημαίνει ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης στο ΛΝΕΓ (2012), σε πλαισιωμένο σχόλιο μετά το λήμμα «προφορά». Χρήσιμο είναι το βιβλίο του Sidney Allen (2000), αν και απευθύνεται κυρίως σε ειδικούς. Επίσης, βλ. Μπαμπινιώτης (1985β: 29-39)· Tonnet (1995: 19-23)· Πετρούνιας (2001α, 2001β, 2001γ). Προτείνω και το άρθρο του Θεόδωρου Μωυσιάδη «Προφορά της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας», δημοσιευμένο στη διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια Βικιπαίδεια, στο τέλος του οποίου παρατίθεται αναλυτική βιβλιογραφία: (https://el.wikipedia.org/wiki/Προφορά_της_κλασικής_Αρχαίας_Ελλη νικής_γλώσσας). Τέλος, παραπέμπω στην επανέκδοση (1993) της δημοσιευμένης το 1830 μελέτης του Κωνσταντίνου Οικονόμου. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η εισαγωγή και τα σχόλια του Γεωργίου Μαγουλά. [17] Για το Μάτα Κίτε Ράνι βλ. Σαραντάκος (2007: 86-89), ο οποίος επισημαίνει μεταξύ άλλων: «Το “μάτι” είναι μεσαιωνικό, από το “ομμάτιον”, υποκοριστικό του “όμμα”. Αν οι προκατακλυσμιαίοι Έλληνες μετέδωσαν τη λέξη στους Πολυνήσιους, δεν θα μετέδωσαν ωστόσο μαζί και τους κανόνες δημιουργίας υποκοριστικών». Επιπρόσθετα, ο Γεώργιος Μαγουλάς (2008: 247248) αναφέρει αρκετά παραδείγματα τυχαίων ομοιοτήτων μεταξύ γλωσσών, όπως το αγγλικό και το περσικό bad, αλλά και τα ελληνικά αετός, μέλι, που μοιάζουν εντυπωσιακά με τα aeto, meli της Hawaiian, που ομιλείται στις Φιλιππίνες. Και ο Θεόδωρος Μωυσιάδης (2007α) επισημαίνει συναφώς: «Χωρίς γλωσσολογικά εφόδια, με απλή παράθεση τύπων που μοιάζουν και σημασιών που ταιριάζουν, ο ατυχής Εσκιμώος ανάγεται αβίαστα στο επίθ. άσχημος και το αγγλ. sin στο ομηρικό σίνομαι «βλάπτω»! Η τεκμηρίωση των ενδιαμέσων σταδίων δεν θεωρείται απαραίτητη, η δε ερμηνεία τής μεσολάβησης αιώνων μεταξύ των συγκρινομένων αντιμετωπίζεται σαν περιττή πολυτέλεια». [18] Θεωρητικά στοιχεία για την ετυμολογία και την παρετυμολογία μπορεί κανείς να βρει σε ένα τμήμα της εισαγωγής του ΕΛΝΕΓ (2009: 11-12). Στη σελίδα 11, μάλιστα, γίνεται αναφορά και στον πλατωνικό Κρατύλο (βλ. και


[66]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Robins, 1989: 27, 31, 36, 42). Για την ετυμολογία βλ. Μπαμπινιώτης (1997γ και 2003)· Μωυσιάδης (2005)· Crystal (2011: 234-241). Για ξένες λέξεις που έλκουν την καταγωγή τους από την ελληνική γλώσσα βλ. Μπαμπινιώτης (2000). Επιπλέον, ο Θεόδωρος Φιλάρετος (1999α και 1999β) αναφέρεται σε θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για τη γλώσσα. Ενδεικτικοί είναι οι τίτλοι των δύο άρθρων του: «Πλάτων και Αριστοτέλης», «Φιλόσοφοι και γραμματικοί». Πολύ χρήσιμα είναι δύο ερμηνευτικά νεοελληνικά λεξικά, το ΛΝΕΓ (2012) και το ΛΚΝ (1998), ενώ το κορυφαίο ετυμολογικό νεοελληνικό λεξικό είναι το ΕΛΝΕΓ (2009). Για ετυμολογικά λεξικά της αρχαίας και άλλες πηγές παραπέμπω σε ιστοσελίδα του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (http://www.lit.auth.gr/node/112). [19] Βλ. δύο πολύ καλά άρθρα του Γεωργίου Μπαμπινιώτη (1997α και 1997β). Σε μία ακόμη περίπτωση, κάποιοι, που δεν συγκαταλέγονται, μάλλον, στους αρχαιολάτρες με τη στενή έννοια του όρου, έδειξαν ότι αγνοούν ή δεν λαμβάνουν υπόψη τις φάσεις της ελληνικής γλώσσας μεταξύ της αρχαίας και της νέας ελληνικής. Σε πολύ διαφωτιστική επιστολή της (Πάτρα, 14/1/2011) προς τους διευθυντές της Independent και των Νέων, με θέμα τα λεγόμενα ρωμαίικα, δηλαδή τα ποντιακά της περιοχής του Όφι, η καθηγήτρια γλωσσολογίας Αγγελική Ράλλη βάζει τα πράγματα στη θέση τους και ως προς την εσφαλμένη εντύπωση που καλλιεργήθηκε πριν από λίγα χρόνια μέσω του τύπου ότι τα ρωμαίικα είναι αρχαία ελληνικά. Διευκρινίζει ότι ανήκουν στις νεοελληνικές διαλέκτους, όπως, άλλωστε, και τα ποντιακά της Ελλάδας, και συμπληρώνει: «Η απευθείας σύνδεση της σημερινής γλωσσικής κατάστασης των Ρωμαίικων με την αρχαιότητα, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η υπερδισχιλιετής ενδιάμεση γλωσσική ιστορία, δεν ωφελεί αλλά βλάπτει την ελληνική γλώσσα και την αντίληψη που έχουν για αυτήν Έλληνες και ξένοι». Η επιστολή είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα της Πύλης για την ελληνική γλώσσα (http://www.greeklanguage.gr/greekLang/portal/blog/archive/2011/01/22/3180.html). Επίσης, πρβ. Evans, 1998· Montgomery, 1998. Με βάση τα παραπάνω, είναι άστοχο αυτό που διαβάζουμε στον πρόλογο του σχολικού βιβλίου των αρχαίων ελληνικών για την πρώτη γυμνασίου (Μπεζαντάκος κ. συν., 2013: 7), ότι δηλαδή «η γλώσσα που μιλάμε σήμερα είναι ο κατ’ ευθείαν απόγονος εκείνης της μορφής της ελληνικής γλώσσας που μιλιόταν εδώ στον ίδιο χώρο πριν από τουλάχιστον 2.500 χρόνια». Η νέα ελληνική δεν είναι ο «κατ’ ευθείαν» απόγονος της αρχαίας.


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[67]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Και δεν συμμερίζομαι την άποψη που διατυπώνεται στο ίδιο προλογικό κείμενο, ότι η αρχαία δεν είναι και τόσο μακρινός πρόγονος της νέας ελληνικής. [20] Στο γκρουπ του Facebook ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ είχα αναρτήσει μια δική μου κριτική για το άρθρο που σχολίασα και εδώ. Ο Άγγελος Κανλής έγραψε εύστοχα τα ακόλουθα: «Κακώς το εξετάζεις σε γλωσσολογικό επίπεδο. Το φαινόμενο είναι καθαρά ψυχολογικό και εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της εθνικής μας ανασφάλειας. Ο στείρος συντηρητισμός πηγάζει από την καχυποψία ότι υπάρχει ένα μυστικό σχέδιο κατά του μεγαλείου του ελληνισμού από κάποιους ξένους που μας φθονούν και από μια πέμπτη φάλαγγα πρακτόρων τους εντός της χώρας. Η αμφισβήτηση του μονοτονικού είναι απλά μια έκφανση αυτής της προσέγγισης. Ό,τι και να πεις, όσο τεκμηριωμένο και να είναι, δεν θα τους πείσεις ότι δεν υπάρχει αυτό το (φανταστικό) σχέδιο εναντίον της “γλώσσας” μας». (Κανλής, 2014) Παρόμοια σχόλια μπορούν να γίνουν και για το άρθρο «Αποδόμηση αξιών της ελληνικής κοινωνίας» μιας πρώην βουλευτού των Ανεξάρτητων Ελλήνων (Ξουλίδου, 2013). [21] Αναφερόμενος στη «Φωνηεντιάδα» και σε άλλα τέτοια θέματα, ο Παναγιώτης Πούτος (2012) με βάση τον Σπύρο Μοσχονά (2002) γράφει τα εξής πολύ ενδιαφέροντα: «Αν θα θέλαμε να εφαρμόσουμε ένα ερμηνευτικό σχήμα όχι μόνο στο πρόσφατο θλιβερό περιστατικό, αλλά και σε όλα τα παρόμοια, θα λέγαμε πως όλα βασίζονται στην αρχή της απόλυτης ταυτότητας. Η γλώσσα θεωρείται πως διακρίνεται απόλυτα από τις άλλες γλώσσες. Υποτίθεται ένα Εσωτερικό της γλώσσας (εν προκειμένω της Ελληνικής), το οποίο διακρίνεται απόλυτα από το Εξωτερικό του (βλ. Μοσχονά, 2002: 7-11). Το Εσωτερικό και το Εξωτερικό βρίσκονται σε μία δυναμική σχέση επέκτασης και συρρίκνωσης, που βρίσκεται σε ευθεία αναλογία με την επέκταση και συρρίκνωση του Έθνους, το οποίο ταυτίζεται με τη γλώσσα (για να θυμηθούμε και τον Herder). Όπως τονίζει ο Μοσχονάς, “απόλυτη διάκριση μιας γλώσσας επιχειρείται [...] κυρίως σε σχέση με [...] γλώσσες με τις οποίες η γλώσσα που μας ενδιαφέρει βρίσκεται σε επαφή” (2002: 8). Εφόσον το


[68]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έθνος ταυτίζεται με την εθνική γλώσσα, η γλώσσα πρέπει να μιλιέται από το σύνολο των ατόμων που απαρτίζουν το έθνος. Το Εσωτερικό τής γλώσσας πρέπει να είναι ενιαίο και ομοιογενές (Μοσχονάς, 2002: 10) και να μη διεισδύει το Εξωτερικό σε αυτό· τα greeklish, για παράδειγμα, αντιμετωπίζονται ως επέκταση του Εξωτερικού στο Εσωτερικό της γλώσσας και του έθνους (γεγονός ανεπιθύμητο, επειδή συνεπάγεται “συρρίκνωση” της γλώσσας και κατ’ επέκταση του Έθνους). Το Εσωτερικό δεν πρέπει να συρρικνώνεται επίσης (ασχέτως του αν το Εξωτερικό δεν επεκτείνεται)· το μονοτονικό, για παράδειγμα, αντιμετωπίζεται ως συρρίκνωση, αφού λιγόστεψαν τα τονικά σημάδια. Από την άλλη, διάφοροι τρόποι με τους οποίους το Εσωτερικό επεκτείνεται στο Εξωτερικό είναι η ενίσχυση της εθνικής γλώσσας σε βάρος των άλλων (με τη μονόγλωσση εκπαίδευση και την αποθάρρυνση της χρήσης άλλων γλωσσών) και σε ιδεολογικό επίπεδο η κατασκευή ιδεολογημάτων που ενσωματώνουν το Εξωτερικό στο Εσωτερικό της (ελληνικής) εθνικής γλώσσας: χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ποικίλες αντιεπιστημονικές μελέτες που παράγονται σωρηδόν προσπαθώντας μέσω της ετυμολογικής “έρευνας” να “αποδείξουν” ότι άλλες γλώσσες (όλες ή μερικές) προέρχονται από την Ελληνική». Επιπροσθέτως, στην προσπάθεια να ενσωματωθεί το Εξωτερικό στο Εσωτερικό μπορεί να ενταχθεί η άρνηση της φοινικικής καταγωγής του ελληνικού αλφαβήτου, αλλά και της ξενικής ετυμολογικής προέλευσης δάνειων λέξεων. Ειρήσθω εν παρόδω, η συζήτηση για τις ξένες λέξεις που ανάγονται σε ελληνική ρίζα έχει ιδεολογική χροιά και, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται από μονομέρεια. Μας αρέσει λ.χ. η ιδέα ότι η αγγλική έχει ελληνικά δάνεια και αισθανόμαστε υπερήφανοι για αυτό. Όταν, όμως, εμείς χρησιμοποιούμε λέξεις με ξενική ετυμολογική προέλευση, η γλώσσα μας φθείρεται και κινδυνεύει. Το πράγματι πολύ αξιόλογο λεξικογραφικό έργο του Αριστείδη Κωνσταντινίδη (http://www.akonstantinidis.gr/dictionaries.html) ή οι γνωστές ομιλίες του Ξενοφώντος Ζολώτα (https://el.wikipedia.org/wiki/Ξενοφών_Ζολώτας) μαρτυρούν την ακτινοβολία της ελληνικής. Οι λέξεις με αγγλική προέλευση που έχουν ενταχθεί στο δικό μας λεξιλόγιο γιατί να μη δείχνουν την ακτινοβολία της αγγλικής; Τα ελληνικά δάνεια εμπλουτίζουν την αγγλική γλώσσα, αλλά τα αγγλικά δάνεια της ελληνικής οδηγούν τη γλώσσα μας στην καταστροφή; Μάλλον θα έπρεπε και η αγγλική γλώσσα να χάνεται...


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[69]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Επίσης, το Εσωτερικό μπορεί να επεκταθεί και προς το γλωσσικό παρελθόν, την ιστορία της γλώσσας. Χαρακτηριστική είναι η στάση έναντι των αρχαίων ελληνικών. Το παραπάνω ερμηνευτικό σχήμα, λοιπόν, μπορεί να εφαρμοστεί σε διάφορα θέματα που σχετίζονται με τη γλωσσική αρχαιολατρία. [22] Ένας ακαδημαϊκός (Κουνάδης, 2012β) σε επιστολή του στην Καθημερινή, με θέμα τη νέα γραμματική του δημοτικού ισχυρίζεται ότι η επικεφαλίδα «Μιλώ και γράφω» στη σελίδα 36 του σχολικού βιβλίου, στην οποία παρουσιάζονται οι φωνηεντικοί και συμφωνικοί φθόγγοι της νέας ελληνικής, θα μπερδέψει τον μαθητή και θα τον οδηγήσει στη φωνητική γραφή. Πρόκειται για αβάσιμο και αστείο ισχυρισμό. Σημειωτέον ότι ο συγκεκριμένος επιστολογράφος προβάλλει το επιχείρημα της επικεφαλίδας, ενώ ο σάλος που ξέσπασε το καλοκαίρι του 2012 δεν οφειλόταν σε παρερμηνεία της. Ο μαθητής, λοιπόν, θα πάρει στα χέρια του το βιβλίο και δεν θα περιοριστεί στη σελίδα 36, που αναδημοσιευόταν στο διαδίκτυο και σε εφημερίδες αποκομμένη, παρερμηνευόταν και σχολιαζόταν με απαράδεκτο ύφος από ομοϊδεάτες του επιστολογράφου. Ο μαθητής θα διαπιστώσει ότι στη νέα γραμματική γίνεται σαφέστατη διάκριση φθόγγων – γραμμάτων, προφοράς – γραφής. Θα δει λ.χ. ότι άλλο κεφάλαιο αφιερώνεται στους φθόγγους και άλλο στα γράμματα. Σε όλη τη σελίδα 41, μάλιστα, υπάρχει και άσκηση με την οποία η διάκριση φθόγγων – γραμμάτων γίνεται απόλυτα κατανοητή. Το κακό ξεκίνησε από την αποδεδειγμένη αδυναμία μιας δασκάλας να ξεχωρίσει τους φθόγγους και τα γράμματα μεταξύ τους, όχι από παρερμηνεία κάποιας επικεφαλίδας. Ο ισχυρισμός ότι η νέα γραμματική ωθεί σε εγκατάλειψη της παραδοσιακής ορθογραφίας και σε υιοθέτηση της φωνητικής γραφής είναι αβάσιμος και αφελής. Η διάκριση επικεφαλίδας και σώματος της σελίδας 36 δεν είναι “λεπτή”, όπως τη χαρακτηρίζει ο επιστολογράφος, ο οποίος επινόησε το πρόβλημα, για να δικαιολογήσει τις αντιδράσεις των ομοϊδεατών του στο σχολικό βιβλίο. Η διάκριση αυτή γίνεται πολύ εύκολα και δεν χρειάζεται να έχουν διαβάσει οι μαθητές όλο το βιβλίο, για να καταλάβουν ότι πρόκειται για επικεφαλίδα. Επίσης, με ένα απλό ξεφύλλισμα διαπιστώνουν ότι πρόκειται για επαναλαμβανόμενη επικεφαλίδα ολόκληρου του δεύτερου μέρους του βιβλίου, η οποία φυσικά δεν αφορά μόνο τη σελίδα 36. Ο τύπος γραμμάτων και το χρώμα της δηλώνουν σαφέστατα περί τίνος πρόκειται. Κανείς μαθητής δεν θα μπερδευτεί, κανένα παιδί δεν θα οδηγηθεί στη φωνητική ορθογραφία,


[70]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

γιατί έχει στα χέρια του ολόκληρη τη γραμματική και όχι μόνο τη σελίδα 36, όπως προφανέστατα συμβαίνει με τον ακαδημαϊκό. Ποιοι «μεγάλοι και μάλιστα ειδικοί (όπως φαίνεται από πλήθος δημοσιευμάτων) κατάλαβαν ότι η δήθεν επικεφαλίδα είναι τμήμα του κειμένου της σελ. 36 και ανοίγει την οδό στη φωνητική ορθογραφία»; Ο ακαδημαϊκός επιστρατεύει την επίκληση στη μη κατονομαζόμενη αυθεντία και προσπαθεί με την κατάλληλη διατύπωση («πλήθος δημοσιευμάτων») να εντυπωσιάσει. Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, ότι κάνει αναφορά και σε ειδικούς! Ειδικοί, όμως, στην προκειμένη περίπτωση, είναι οι γλωσσολόγοι. Ποιοι γλωσσολόγοι κατάλαβαν ότι η νέα γραμματική προωθεί τη φωνητική γραφή; Ο επιστολογράφος (Κουλούρης, 2012) που είδαμε ότι μας παρέπεμψε στους στίχους του Μουφλουζέλη υποστήριξε πως ο ανωτέρω ακαδημαϊκός «πολύ σωστά χαρακτήρισε το κεφάλαιο του βιβλίου [...] με τίτλο “μιλώ και γράφω” ως προσπάθεια εισαγωγής και προώθησης της φωνητικής ορθογραφίας». Και εξηγεί γιατί: «Πράγματι με τίποτα δεν δικαιολογείται ο τίτλος του κεφαλαίου αυτού. Κατ’ αρχήν κανείς δεν μιλά και γράφει ταυτόχρονα. Είτε θα μιλά, είτε θα γράφει, είτε θα διαβάζει (σιωπηλά ή φωναχτά). Επομένως ο ανωτέρω τίτλος το μόνο νόημα που μπορεί να έχει (και προφανώς αποτελεί και τον απώτερο στόχο των συγγραφέων), είναι να προτρέψει τα παιδιά να μιλούν και στη συνέχεια να γράφουν όπως μιλούν». Πρόκειται για παρερμηνεία. Ο ισχυρισμός ότι η επικεφαλίδα συμβάλλει στην εισαγωγή και προώθηση της φωνητικής γραφής και προτρέπει τα παιδιά να γράφουν όπως μιλούν είναι αστήρικτος. Το «Μιλώ και γράφω – φθόγγοι, γράμματα και συλλαβές» επιλέχθηκε από τους συγγραφείς ως επικεφαλίδα ολόκληρου του δεύτερου μέρους του βιβλίου, για τον απλούστατο λόγο ότι το δεύτερο μέρος αφορά και την προφορά και τη γραφή, και φθόγγους και γράμματα, που αναπτύσσονται σε ξεχωριστά κεφάλαια. Ένας άλλος επιστολογράφος (Δεδούσης, 2012) στην Kαθημερινή ισχυρίζεται ότι το «Μιλώ και γράφω» μπέρδεψε επιστημονικούς συλλόγους, μεμονωμένα άτομα, ακόμη και πανεπιστημιακούς καθηγητές. Ποιοι επιστημονικοί σύλλογοι και ποιοι πανεπιστημιακοί καθηγητές, όμως, μπερδεύτηκαν; Πιστεύω ότι ο συγκεκριμένος γενικολογεί για λόγους εντυπώσεων, αλλά, ακόμη και αν μπερδεύτηκε κάποιος, ο λόγος της σύγχυσης είναι ότι είδε στο διαδίκτυο ή σε εφημερίδα μόνο τη σελίδα 36. Κανείς δεν πρόκειται να μπερδευτεί, αν πάρει στα χέρια του όλο το βιβλίο. Στη νέα γραμματική η διάκριση φθόγγων και γραμμάτων, προφοράς και γραφής, είναι


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[71]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σαφέστατη, και μάλιστα γίνεται όχι μόνο με παράθεση θεωρητικών στοιχείων, αλλά και με προσθήκη ασκήσεων. Στο νέο βιβλίο δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο που να μπορεί να εκληφθεί από τους μαθητές «ως προτροπή για την επιβολή της φωνητικής ορθογραφίας». Είναι αστείο και να το συζητάει κανείς. [23] Το σχόλιο του Άγγελου Κανλή (2014), το οποίο παρέθεσα στη σημείωση 20, ταιριάζει και εδώ (όπως και αλλού): Τα βαθύτερα αίτια είναι ψυχολογικά. [24] Την εποχή της «Φωνηεντιάδας», 140 γλωσσολόγοι σε κοινή τους ανακοίνωση αποκατέστησαν την αλήθεια και εξήγησαν αναλυτικά γιατί οι επικρίσεις εναντίον της γραμματικής του δημοτικού ήταν αβάσιμες. Το κείμενό τους κατέληγε ως εξής: «Ζητάµε, όπως γίνεται σε κάθε πολιτισμένη χώρα, η κρίση ενός επιστημονικού έργου ή µιας επιστημονικής άποψης ή ενός επιστημονικού ζητήματος να γίνεται µε βάση τεκμηριωμένες μεθόδους και αληθή επιχειρήματα από τους ειδικούς στην οικεία επιστήµη. Έτσι λοιπόν, όπως για µια ασθένεια συμβουλευόμαστε τον “γιατρό”, για τον σεισµό τον “σεισμολόγο”, για ένα νοµικό ζήτηµα τον “δικηγόρο”, για µια γεωργική καλλιέργεια τον “γεωπόνο”, για ζητήματα γλώσσας και γλωσσικής εκπαίδευσης, παρά το γλωσσικό µας αισθητήριο, είναι σκόπιµο να συμβουλευόμαστε τον “γλωσσολόγο”». (Αγαθοπούλου κ. συν., 2012) Ωστόσο, το περιεχόμενο του αποσπάσματος αυτού είναι συζητήσιμο. Δεν έχω κατασταλαγμένη άποψη για το θέμα. Έχει υποστηριχθεί ότι από θεσμική άποψη ο συντάκτης του παραπάνω κειμένου έχει δίκιο, αλλά ότι σε κανέναν άλλον γνωστικό τομέα, εκτός από τη γλωσσολογία, δεν υπάρχουν τόσες πολλές διεπιστημονικές γέφυρες. Δεν έχω τις γνώσεις και δεν μπορώ να κάνω τέτοιες συγκρίσεις. Για μένα, ακόμη κι αν όντως η γλώσσα αποτελεί ειδική περίπτωση, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζουμε την αξία της ειδίκευσης στη γλωσσολογία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι καταδικαστέος ο άκρατος σχετικισμός ορισμένων αρθρογράφων, η αντίληψή τους δηλαδή ότι σε θέματα γλώσσας όλα είναι σχετικά και ότι ο καθένας μπορεί να έχει έγκυρη γνώμη, έστω και χωρίς γλωσσολογικές γνώσεις. Από την άλλη, αναρωτιέμαι μήπως στο παραπάνω απόσπασμα η διάκριση ειδικού και μη ειδικού είναι κάπως σχηματική ή και απόλυτη. Ο συντάκτης ζητάει «η κρίση ενός επιστημονικού έργου ή μιας επιστημονικής άποψης ή ενός επιστημονικού


[72]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ζητήματος να γίνεται με βάση τεκμηριωμένες μεθόδους και αληθή επιχειρήματα από τους ειδικούς στην οικεία επιστήμη» και προσθέτει ότι «για ζητήματα γλώσσας και γλωσσικής εκπαίδευσης, παρά το γλωσσικό μας αισθητήριο, είναι σκόπιμο να συμβουλευόμαστε τον “γλωσσολόγο”». Και ένας μη γλωσσολόγος, όμως, μπορεί να κρίνει ένα επιστημονικό έργο, μια επιστημονική άποψη ή ένα επιστημονικό ζήτημα στον χώρο της γλώσσας, αρκεί, βεβαίως, να μην παραβιάζει αρχές της γλωσσολογίας. Και ένας μη γλωσσολόγος μπορεί να διατυπώσει εύστοχες απόψεις για ζητήματα γλώσσας και γλωσσικής εκπαίδευσης. Για παράδειγμα, με αφορμή το λεξικό το οποίο ετοιμάζουμε γίνονται καθημερινά πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις για θέματα χρήσης της γλώσσας και ένας συνάδελφος (φιλόλογος, άρα, κατά κάποιον τρόπο, ειδικός, αλλά όχι γλωσσολόγος, και μάλιστα θεωρητικός) κάνει πολύ εύστοχες παρατηρήσεις. Επίσης, ένας δάσκαλος –για να αναφέρω ένα ακόμη παράδειγμα– με τη διδακτική του πείρα μπορεί κάλλιστα να κρίνει αν ένα σχολικό βιβλίο είναι κατάλληλο για παιδιά του δημοτικού. Ο συντάκτης της επιστολής υποστηρίζει ότι «είναι σκόπιμο να συμβουλευόμαστε τον “γλωσσολόγο”». Πράγματι, αλλά όχι μόνο τον γλωσσολόγο. Καλό είναι να συμβουλευόμαστε και κάποιον που το αντικείμενό του περιλαμβάνει τη γλώσσα, αρκεί, φυσικά, αυτός να μη διατυπώνει ισχυρισμούς που έρχονται σε αντίθεση με βασικές αρχές της γλωσσολογίας. Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να κάνω κάποιες επιπρόσθετες παρατηρήσεις. Η διάκριση γραμμάτων και φθόγγων δεν είναι τόσο εξειδικευμένο θέμα, ώστε να θεωρηθεί ότι μόνο οι ειδικοί μπορούν να εκφέρουν γνώμη. Το αντικείμενο της γλωσσολογίας, όπως και άλλων κοινωνικών επιστημών, άπτεται της καθημερινότητας κάθε ανθρώπου που μπορεί να διαμορφώσει γνώμη. Άλλωστε, αν αναγνωρίσουμε στον μη ειδικό που συμφωνεί με τον ειδικό το δικαίωμα να μιλάει, γιατί να μην έχει το ίδιο δικαίωμα και όποιος διαφωνεί; Μάλιστα, μερικοί Έλληνες γλωσσολόγοι δεν έχουν αποφύγει οι ίδιοι αυτό που επικρίνουν σε άλλους. Έχω δει λ.χ. να παίρνουν θέση μέσω διαδικτύου σε ζητήματα οικονομίας, όπως τα όρια συνταξιοδότησης, χωρίς, βέβαια, να κατέχουν επιστημονικά το αντικείμενο. Φαντάζομαι ότι για θέματα όπως οι συντάξεις και το ασφαλιστικό είναι σκόπιµο να συµβουλευόµαστε τον οικονομολόγο και όχι τον γλωσσολόγο. Επιπλέον, σε αντίθεση ίσως με τα μαθηματικά, όπου ένα κι ένα κάνουν δύο, για πολλά άλλα επιστημονικά θέματα, γλωσσικά και μη, δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες. Όπως μου έγραψε χαρακτηριστικά ένας φίλος, «άντε να βγάλεις άκρη για το τι προκαλεί οικονομικές κρίσεις, ανίατες ασθένειες, το


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[73]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Big Bang κ.λπ., ακόμη και αν “συμβουλευτείς” οικονομολόγο, γιατρό, φυσικό». Και ένας γλωσσολόγος κάποτε σε συζήτησή μας, αναφερόμενος στη δυσκολία που έχει κανείς στο να συνθέσει το παζλ των στοιχείων για την ετυμολόγηση μιας λέξης, χρησιμοποίησε μια ωραία παρομοίωση, για να δείξει ότι υπάρχει περιθώριο υποκειμενικών εκτιμήσεων. Είπε ότι είναι σαν να θέλουμε να περάσουμε στην απέναντι όχθη ενός ποταμού, να βλέπουμε μερικές πέτρες και οι απόψεις να διίστανται: Από τη μια, να θεωρείται ότι οι πέτρες αυτές προέρχονται από μονοπάτι που υπήρχε εκεί και, από την άλλη, να κρίνεται ότι δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για ένα τέτοιο συμπέρασμα και ότι μάλλον τυχαία βρίσκονται εκεί. Η παρομοίωση αυτή ισχύει και για άλλα θέματα, όπως η καταγωγή μιας γλώσσας, η προέλευση ενός συστήματος γραφής, η προφορά των φθόγγων μιας αρχαίας γλώσσας. Στη μελέτη τέτοιων θεμάτων αντιμετωπίζουμε μια εγγενή δυσκολία. Η έρευνα αφορά το παρελθόν, και μάλιστα το απώτατο, πράγμα που σημαίνει ότι τα όποια πορίσματα δεν μπορούν να θεμελιωθούν σε πειραματική διαδικασία. Επομένως, δεν γίνεται να αποφανθούμε για κάτι με απόλυτη βεβαιότητα. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κρίνουμε με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία ή βασιζόμενοι σε άλλα, που μπορεί να προκύψουν στο μέλλον, ακολουθώντας, βέβαια, μια ορισμένη μέθοδο. Αν δεν υπάρχει πλέον μονοπάτι, δεν μπορούμε να πούμε ότι σίγουρα υπήρξε κάποτε, αλλά μόνο να εικάσουμε κάτι τέτοιο. Ωστόσο, με το σκεπτικό ότι όλα είναι σχετικά δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθούν όσοι αρχαιολάτρες προβάλλουν ανακριβή στοιχεία. Το γεγονός ότι η επιστήμη δεν δίνει αναντίρρητη απάντηση για όλα τα θέματα, γλωσσικά και μη, δεν δικαιώνει όποιον δεν ακολουθεί επιστημονική μέθοδο. [25] Για τη «Φωνηεντιάδα» έχουν γραφτεί πάρα πολλά. Χαρακτηριστικό είναι το κείμενο «Τα φωνήεντα που δεν καταργούνται» (https://skeptikon.wordpress.com/2012/10/05/vowels/). Επίσης, βλ. Αγαθοπούλου κ. συν. (2012)· Φιλιππάκη-Warburton κ. συν. (2012β)· Πούτος (2012)· Κανλής (2015)· Σταματίνης (υπό έκδοση). [26] Για το κείμενο περί Hellenic Quest και για την κριτική σε αυτό βλ. Σαραντάκος (2007: 38-40 και 41-51 αντίστοιχα). [27] Ο συγκεκριμένος επιστολογράφος (Ταχιάος, 2015) συνεξετάζει αυτό το θέμα με την κατάργηση του πολυτονικού. Και εδώ λανθάνει η γνωστή


[74]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σύγχυση γλώσσας και γραφής, η οποία παρατηρείται συχνά. Για παράδειγμα, ο Χρήστος Γιανναράς (2014) υποστηρίζει ότι: «Για να κατανοήσει, τώρα πια, ένας Ελλαδίτης τα κείμενα της κλασικής αρχαιότητας ή της “κοινής” ελληνικής (ή τον Παπαδιαμάντη, τον Ροΐδη, το “Τη υπερμάχω”), πρέπει να εισαχθεί εξ υπαρχής στη γραπτή σημαντική μιας άλλης γλωσσικής λογικής (σύνταξης, γραμματικής, ετυμολογίας) – σε μιαν άλλη, ξένη γι’ αυτόν γλώσσα». Άλλο γλώσσα και άλλο γραφή, όπως είπαμε. Οι διαφορές λ.χ. στη σύνταξη αφορούν τη γλώσσα. Η γραφή αποτελεί διαφορετικό θέμα. Και, βέβαια, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι η δυσκολία που έχει κάποιος να καταλάβει τον Παπαδιαμάντη οφείλεται στην αποκοπή του από το πολυτονικό. [28] Τρία πολύ αξιόλογα κείμενα που διάβασα για τη διδασκαλία των αρχαίων τα τελευταία χρόνια είναι τα εξής: Παναγιωτίδης (2013: 209-212)· Παναγιωτακάκης (2014)· Πραγκαστή (2015). Βλ. και Μιχάλης (2015). Ας σημειωθεί ότι η ίδια η διδασκαλία των αρχαίων (αν πρέπει να διδάσκονται από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο, πώς πρέπει να διδάσκονται κτλ.) δεν είναι θέμα που συζητείται μόνο τα τελευταία χρόνια (ενδεικτικά βλ. Μπαμπινιώτης, 1994α: 147-162 και 1994β: 275-312· Χριστίδης, 1999γ: 59-68). [29] Μου είπαν ότι παλιά σε ένα ιδιωτικό σχολείο της Αθήνας που φημίζεται για την αυστηρότητά του, σε τάξη του δημοτικού συγκεκριμένα, μια δασκάλα έλεγε –ερήμην της γλωσσολογίας– στους μαθητές ότι μόνο η ελληνική γλώσσα έχει τη δυνατότητα να εκφράσει την τάδε έννοια. Τέτοιες ανακρίβειες, βέβαια, λένε και εκπαιδευτικοί του δημοσίου, όπως η δασκάλα που πυροδότησε τη «Φωνηεντιάδα». Κι από την άλλη, βεβαιότατα, υπάρχουν φωτισμένοι εκπαιδευτικοί που συμβάλλουν στη διαμόρφωση κριτικής σκέψης των μαθητών τους, ώστε να μην υιοθετούν αβασάνιστα γλωσσικούς και άλλους μύθους. Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, μου έρχεται στον νου ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Δράμας και η αξιοπρόσεκτη δράση του (http://sfdramas.blogspot.gr/). [30] Για ψυχολογικούς παράγοντες που ερμηνεύουν τη στάση μερικών, ειδικά σε θέματα γραφής και ορθογραφίας, βλ. και Μοσχονάς (2013). [31] Συναφή είναι τα γραφόμενα του Θεόδωρου Μωυσιάδη (2007α):


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[75]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Εν τέλει, το πλέον λυπηρό γνώρισμα όσων εντρυφούν σε τέτοιους μύθους είναι η αλλοίωση της κρίσης και της ικανότητας σκέψεως. Όσοι γοητεύονται από τη γλωσσική μυθολογία και προσκολλώνται σε αυτήν γρήγορα επιτρέπουν στον εαυτό τους να καλλιεργεί ισχυρό μίσος για την αντιγνωμία–αποστροφή και καχυποψία που παραμορφώνει την οπτική γωνία υπό την οποία αντικρίζουν τους άλλους. »Αυτό το κεκαλυμμένο μίσος είναι λάθος. Όταν μια ιδέα τείνει να υποβάλλει την αυτάρεσκη υπεροψία, να τροφοδοτεί την αυθάδεια και την εχθρότητα και να μας στερεί την ικανότητα να ακούμε στοχαστικά την αντίθετη άποψη, χρέος έχουμε να προστατευτούμε. Η αλήθεια θα πρέπει να οικοδομεί την ισορροπία. Εν ολίγοις, κάθε αναγνώστης, φοιτητής, καθηγητής, μεταπτυχιακός συνεργάτης, λεξικογράφος ή επιστήμονας προερχόμενος από άλλον κλάδο θα πρέπει να αντιληφθεί ότι η υποστήριξη της αλήθειας είναι πραγματικά ευγενής ιδέα». [32] Είναι χαρακτηριστικά δύο παραδείγματα από την εποχή της «Φωνηεντιάδας». Η δήθεν κατάργηση γραμμάτων συνδέθηκε «με την εθνική μας εξολόθρευση» και υποστηρίχθηκε ότι «η ελληνική γλώσσα δεν έχει να φοβηθεί από γλωσσολόγους». Για τη λεγόμενη εθνική εξολόθρευση δεν χρειάζεται σχόλιο. Αναρωτιέμαι μόνο πόσο λογικός μπορεί να φανεί ο άλλος ισχυρισμός, ότι υπάρχουν γλωσσολόγοι που θέλουν να πλήξουν (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) το επιστημονικό αντικείμενο των σπουδών τους. [33] Τρία από τα καλύτερα βιβλία εκλαϊκευμένης γλωσσολογίας που έχω διαβάσει ποτέ είναι της Jean Aitchison (2006), του David Crystal (2011) και του Φοίβου Παναγιωτίδη (2013). Σημειωτέον ότι κανένα από αυτά δεν ενδείκνυται για δώρο σε αναγνώστες με προκαταλήψεις κατά της γλωσσολογίας και των γλωσσολόγων. Ας προστεθούν ενδεικτικά και τρεις πολύ ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις γλωσσολόγων, του Φοίβου Παναγιωτίδη (2015), της Μαρίνας Τζακώστα (2015) και του Αθανασίου Μιχάλη (2015). [34] Ο Σπύρος Αρμοστής (2015) σχολιάζει στο διαδίκτυο μια χιουμοριστική εικόνα με την εξής λεζάντα: “I meditate. I burn candles. I drink green tea, and I still want to smack some people”. Και σημειώνει τα εξής πολύ εύστοχα: «Η γλωσσολογία, πέρα από επάγγελμα, είναι και λειτούργημα: καλούμαστε (είτε το θέλουμε είτε όχι) να ενημερώνουμε το ευρύ κοινό για γλωσσικά ζητήματα που το απασχολούν (ή πρέπει να το


[76]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απασχολούν). Το δύσκολο είναι ότι μερικές φορές χρειάζεται να λειτουργείς σε ένα επίπεδο ζεν και να έχεις ιώβεια υπομονή... μερικές φορές από την άλλη θες απλά έναν σάκο του μποξ. »Κι αυτό διότι κάποτε οι συζητήσεις γίνονται με άτομα που δεν θέλουν να ακούν ή/και θέλουν να σε πείσουν ότι η γη είναι τετράγωνη ή/και πιστεύουν ότι ξέρουν καλύτερα από εσένα την επιστήμη σου ή/και θέλουν απλώς να τους επιβεβαιώσεις ως ειδικός τις δικές τους αλλοπρόσαλλες απόψεις για τη γλώσσα. »Χάσιμο χρόνου; Ως έναν βαθμό, ναι (πραγματικά, το να αφήνουμε τη δουλειά μας και να αναλωνόμαστε να απαντούμε απορίες στο διαδίκτυο είναι πολυτέλεια που δεν έχουμε). Σπάσιμο νεύρων; Όπωςκαι-δήποτε! Μάταιο; Για τα άτομα που δεν θέλουν να ακούσουν, ναι, ήταν μάταιο προτού καν μπούμε στη συζήτηση. »Ποιο το όφελος τελικά; Για μένα είναι το ότι αυτές οι συζητήσεις ξεκαθαρίζουν πράγματα και τις διαβάζει μια πολύ σημαντική ομάδα του κοινού: αυτή η ομάδα δεν είναι φυσικά αυτά τα άτομα που ήδη συμφωνούν με τις απόψεις της γλωσσολογίας· δεν είναι τα άτομα που ήδη διαφωνούν με τη γλωσσολογία και έχουν τις δικές τους ιδιαίτερες πλην μη επιστημονικές/αντι-επιστημονικές απόψεις (οι οποίοι, και ο Θεός να κατεβεί, δεν θέλουν να πειστούν)· η πιο σημαντική ομάδα είναι όλος αυτός ο κόσμος που δεν έχει σχηματισμένη άποψη και που βλέποντας κάποιες αντιεπιστημονικές απόψεις μπορεί να τις ασπαστεί (γιατί φαντάζουν ωραίες), αλλά αν δει λογικά επιχειρήματα από επιστήμονες, μπορεί να κατανοήσει τι πραγματικά ισχύει. Κι αυτή η κατανόηση θα είναι η καλύτερη άμυνα απέναντι σε αντιεπιστημονικές απόψεις για τη γλώσσα που δυστυχώς κυκλοφορούν ευρέως. Γι’ αυτή την ομάδα του κοινού ίσως τελικά αξίζει ο τόσος διαλογισμός!». [35] Ο Θεόδωρος Μωυσιάδης (2007α) χρησιμοποιεί έναν πολύ ωραίο παραλληλισμό: «Ας σκεφθούμε το εξής παράδειγμα: Για να προστατευτούμε από τη χρήση πλαστών χαρτονομισμάτων, που κατασκευάζονται πλέον με ολοένα και μεγαλύτερη πιστότητα, θα ήταν οπωσδήποτε μάταιο να θελήσουμε να εξοικειωθούμε με κάθε τύπο πλαστού χαρτονομίσματος που κυκλοφορείται. Πρακτικότερο και πιο συνετό θα ήταν μάλλον να γνωρίσουμε και να κατέχουμε καλά τα χαρακτηριστικά των γνήσιων χαρτονομισμάτων. Αυτό θα μας παρείχε τον αναμφισβήτητο μετρικό


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[77]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κανόνα για να κρίνουμε την αλήθεια. Ό,τι δεν ταιριάζει με το γνήσιο θα είναι οπωσδήποτε και αυτόχρημα πλαστό. »Ομοίως, δεν έχει νόημα να καταπιαστούμε με την ανασκευή κάθε γλωσσικού μύθου. Δεν ωφελεί ο ατέρμων αγώνας να δείξουμε πού πλανώνται όσοι μιλούν για Πρωτοαιγαιακή μητέρα-γλώσσα ή γιατί είναι εντελώς αστήρικτη η εικασία τού Γιοσέφ Γιαχούντα (Joseph Yahuda) ότι τα Εβραϊκά είναι Ελληνικά ή πόσα έτη φωτός αφίσταται της αληθείας η υπόθεση ότι οι Ίνκα μιλούσαν δωρική διάλεκτο ή τι καθιστά ανυπόληπτη την άποψη ότι η νεοελληνική προφορά δεν διέφερε πολύ από την αρχαία κ.ο.κ. Προτιμότερο είναι να δώσουμε στον εαυτό μας τον χρόνο (και τη βιβλιογραφική κατάρτιση) να εξοικειωθεί με τον επιστημονικό τρόπο σκέψεως της συγκριτικής γλωσσολογίας. Αν αναπτύξουμε την ικανότητα και τη μέθοδο να διακρίνουμε την αλήθεια, οι γλωσσικοί μύθοι θα αποσυρθούν μόνοι τους στο περιθώριο, όπως τα παραμύθια που πάψαμε να αναζητούμε μόλις μεγαλώσαμε».


[78]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΛΕΞΙΚΩΝ ΕΛΝΕΓ Μπαμπινιώτης, Γ., 2009. Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Ιστορία των λέξεων. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. ΛΚΝ Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη), 1998. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Διαθέσιμο στο: http://www.greeklanguage.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/in dex.html ΛΝΕΓ Μπαμπινιώτης, Γ., 2012. Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. 4η έκδοση. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[79]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Αγαθοπούλου, Ε. κ. συν., 2012. «Για την επίθεση στο βιβλίο γραμματικής του δημοτικού (η απάντηση στο κείμενο της κ. Χρυσού εκ μέρους 140 συναδέλφων-γλωσσολόγων που υπογράφουν την επιστολή)». Σύλλογος Εκπαιδευτικών Π.Ε. “Αλέξανδρος Δελμούζος”, [ιστοσελίδα] 15 Ιουλίου. Διαθέσιμο στο: http://www.syllogosdelmouzos.gr/index.php/2011-12-19-06-5825/605-140 Αλιπράντης, Α., 2013. «Για τη γλώσσα». Η Καθημερινή, 8 Ιουνίου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/735462/opinion/epikairothta/arxeiomonimes-sthles/grammata-anagnwstwn Ανων., 2013. «Με Ελύτη απάντησε ο Αλαβάνος στη Ρεπούση για “νεκρά” αρχαία ελληνικά: Βέλη εκ του αριστερού “Σχεδίου Β” στη βουλευτή της ΔΗΜΑΡ». Το Βήμα, 11 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=529637 Αργυρόπουλος, Β., 2010. «Lion king». Περιγλώσσιο, [ιστολόγιο] 7 Δεκεμβρίου. Διαθέσιμο στο: https://periglwssio.wordpress.com/2010/12/07/lion_king/ Αργυρόπουλος, Β., 2011. «Παράρτημα». Περιγλώσσιο, [ιστολόγιο] 15 Δεκεμβρίου. Διαθέσιμο στο: https://periglwssio.wordpress.com/2011/12/15/etymology-11/ Αρμοστής, Σ., 2015. Σπύρος Αρμοστής [Facebook]. 14 Ιουνίου. Διαθέσιμο στο: https://www.facebook.com/spyros.armostis/posts/1010132938828239 0 Βουτυράς, Ε., 2001. «Η εισαγωγή του αλφαβήτου». Στο: Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη), σσ. 210-217. Γιαννάκης, Γ. Κ., 2005. Οι Ινδοευρωπαίοι. Πρώτο μέρος: Γλώσσα και Πολιτισμός. Επανέκδοση 2015. Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα. Γιανναράς, Χ., 2014. «Παγιδευμένοι στον εθνομηδενισμό». Η Καθημερινή, 23 Νοεμβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/793210/opinion/epikairothta/politikh/pa gideymenoi-ston-e8nomhdenismo


[80]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Γιανναράς, Χ., 2015. «Γιδοβοσκός με φράκο». Η Καθημερινή, 6 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/829789/opinion/epikairothta/politikh/gi dovoskos-me-frako Γιαννόπουλος, Β., 2015. «Περί καθαρευούσης – ΙΙΙ». Η Καθημερινή, 3 Ιουνίου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/817732/opinion/epikairothta/politikh/gr ammata-anagnwstwn Γιατρομανωλάκης, Γ., 2012. «Παραφωνίας έπαινος». Το Βήμα, 22 Ιουλίου. Διαθέσιμο στο: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=467908 Γκλαβάς, Σ. και Καραγεωργίου, Α., 2007. «Πανελλαδική Έρευνα για το μάθημα της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας στο Γυμνάσιο». Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων, 12, σσ. 5-23. Διαθέσιμο στο: www.pischools.gr/download/publications/epitheorisi/teyxos12/glavas.pdf Δεδούσης, Σ., 2012. «Η νέα Γραμματική». Η Καθημερινή, 24 Οκτωβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/732394/opinion/epikairothta/arxeiomonimes-sthles/grammata-anagnwstwn Ευαγγελίδης, Δ., 2007. «Μη-συμβατικές» θεωρίες: Οι κερδοσκόποι του «Ελληνισμού» και ο φενακισμός των αφελών. Θεσσαλονίκη: Κυρομάνος. Καλιτζοπούλου-Παπαγεωργίου, Ε., 1991. Η Αιολοδωρική θεωρία: Συμβολή στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Διδακτορική διατριβή. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Γλωσσολογίας. Κανλής, Α., 2014. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ [Facebook]. 24 Νοεμβρίου. Διαθέσιμο στο: https://www.facebook.com/groups/501111816569178/permalink/9707 47909605564/ Κανλής, Α., 2015. «Πόσα είναι τα φωνήεντα». Λαϊκή Γλωσσολογία, [ιστολόγιο] 6 Ιανουαρίου. Διαθέσιμο στο: http://poplingo.kanlis.com/Istologio/Entries/2015/1/6_Posa_einai_ta_ phoneenta.html Κασιμάτης, Σ., 2013. «Το φάντασμα του Γλωσσικού με περικεφαλαία και χλαμύδα». Η Καθημερινή, 13 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο στο:


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[81]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

http://www.kathimerini.gr/53358/opinion/epikairothta/politikh/tofantasma-toy-glwssikoy-me-perikefalaia-kai-xlamyda Κουζέλη, Λ., 2014. «Η μόδα του πολυτονικού: ύφος και όχι γλώσσα». Το Βήμα, 13 Ιουλίου. Διαθέσιμο στο: http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=615123 Κουλούρης, Ι., 2012. «Νέο Βιβλίο Γραμματικής». Η Καθημερινή, 12 Οκτωβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/732237/opinion/epikairothta/arxeiomonimes-sthles/grammata-anagnwstwn Κουνάδης, Α., 2012α. «Η Νέα Γραμματική». Η Καθημερινή, 22 Αυγούστου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/731549/opinion/epikairothta/arxeiomonimes-sthles/grammata-anagnwstwn Κουνάδης, Α., 2012β. «Η Νέα Γραμματική». Η Καθημερινή, 3 Οκτωβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/732106/opinion/epikairothta/arxeiomonimes-sthles/grammata-anagnwstwn Λεονάρδος, Ι., 2013. «Ανθρωπιστική παιδεία και βία». Η Καθημερινή, 26 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/736974/opinion/epikairothta/arxeiomonimes-sthles/grammata-anagnwstwn Μαγουλάς, Γ., 2007. «Η εσωτερική ανασύνθεση ως μέθοδος της γενετικής γλωσσολογίας». Στο: Τομέας Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών (επιμ.), Γλωσσικός Περίπλους. Μελέτες αφιερωμένες στη Δήμητρα ΘεοφανοπούλουΚοντού. Αθήνα: Καρδαμίτσας, σσ. 153-163. Μαγουλάς, Γ., 2008. «Η συμβατικότητα (το αυθαίρετο) των γλωσσικών σημείων ως θεμελιώδης αρχή της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας». Στο: Α. Μόζερ, Α. Μπακάκου-Ορφανού, Χ. Χαραλαμπάκης και Δ. ΧειλάΜαρκοπούλου (επιμ.), Γλώσσης χάριν. Τόμος αφιερωμένος από τον Τομέα Γλωσσολογίας στον καθηγητή Γεώργιο Μπαμπινιώτη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σσ. 242-254. Mαραβέλιας, Χ., 2004. «Ριζοσπάστης “δαυλίζων”». Η Αυγή, 26 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο στο: http://ethnologic.blogspot.gr/2011/01/blog-post_18.html Μαρίνος, Γ., 2013. «Αφιερωμένο στην κυρία Ρεπούση». Το Βήμα, 22 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=531311


[82]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μιχάλης, Α., 2015. «Συζητήσεις για τη γλώσσα (6)». Συνέντευξη στον Β. Αργυρόπουλο. Περιγλώσσιο, [ιστολόγιο] 18 Νοεμβρίου. Διαθέσιμο στο: https://periglwssio.wordpress.com/2015/11/18/mixalis/ Μοσχονάς, Σ., 2002. «Δύο αρχές της γλωσσικής ιδεολογίας». Δευκαλίων, 20 (1), σσ. 5-19. Μοσχονάς, Σ., 2013. «Προκαταλήψεις για τη γραφή και την ορθογραφία». Στο: Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Εφηρμοσμένης Επικοινωνίας (επιμ.), Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης: 20 χρόνια και κάτι... Αθήνα: Gutenberg, σσ. 116-132. Διαθέσιμο στο: https://www.facebook.com/groups/501111816569178/61457122522323 6/ Μουζέλης, Ν., 2013. «Γελοίες κοκορομαχίες περί “νεκρής γλώσσας”». Το Βήμα, 22 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=531316 Μπαμπινιώτης, Γ., 1985α. Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: χ.ε. Μπαμπινιώτης, Γ., 1985β. Ιστορική γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. I: Φωνολογία. Αθήνα: χ.ε. Μπαμπινιώτης, Γ., 1994α. Η γλώσσα ως αξία: Το παράδειγμα της Ελληνικής. Αθήνα: Gutenberg. Μπαμπινιώτης, Γ., 1994β. Ελληνική γλώσσα: Παρελθόν–παρόν–μέλλον. Αθήνα: Gutenberg. Μπαμπινιώτης, Γ., 1997α. «Προκλητικές ορθογραφίες λέξεων». Το Βήμα, 20 Ιουλίου. Διαθέσιμο στο: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=89767 Μπαμπινιώτης, Γ., 1997β. «Επιστημονική ετυμολογία των λέξεων». Το Βήμα, 21 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=91323 Μπαμπινιώτης, Γ., 1997γ. «Ετυμολογική περιπλάνηση». Το Βήμα, 7 Δεκεμβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=93836 Mπαμπινιώτης, Γ., 2000. «Και όμως είναι ελληνικές». Το Βήμα, 12 Μαρτίου. Διαθέσιμο στο: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=120243 Mπαμπινιώτης, Γ., 2002. «Πόσο “κλασική” είναι η Αγγλική». Το Βήμα, 24 Μαρτίου. Διαθέσιμο στο: http://www.babiniotis.gr/wmt/webpages/index.php?lid=1&pid=16&a pprec=84


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[83]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Mπαμπινιώτης, Γ., 2003. «Ετυμολογία: η αλήθεια των λέξεων». Το Βήμα, 2 Φεβρουαρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=148761 Μπαμπινιώτης, Γ., 2013. «Φληναφήματα». Τα Νέα, 14 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.babiniotis.gr/wmt/webpages/index.php?lid=1&pid=16&c atid=4&apprec=200 Μπεζαντάκος, Ν., Παπαθωμάς, Α., Λουτριανάκη, Ε. και Χαραλαμπάκος, Β., 2013. Αρχαία Ελληνική Γλώσσα: Α΄ Γυμνασίου. Αθήνα: ΟΕΔΒ. Δισαθέσιμο στο: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL102/457/3002,1 2050/ Μπουκάλας, Π., 2000. «Η γλώσσα και οι θρύλοι». Η Καθημερινή, 23 Απριλίου. (Αναδημοσιεύεται στο: Μπουκάλας, Π., 2001. Υποθέσεις: Επιφυλλίδες στην Καθημερινή. Αθήνα: Άγρα.) Μπουκάλας, Π., 2005. «Οδηγός για τα βιβλία περί αρχαίας Ελλάδας». Η Καθημερινή, 12 Απριλίου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/214571/article/politismos/arxeiopolitismoy/odhgos-gia-ta-vivlia-peri-arxaias-elladas Μπουκάλας, Π., 2012α. «Τα φωνήεντα και οι συνήθεις “ανθέλληνες”». Η Καθημερινή, 17 Ιουλίου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/731091/opinion/epikairothta/arxeiomonimes-sthles/ta-fwnhenta-kai-oi-synh8eis-an8ellhnes Μπουκάλας, Π., 2012β. «Πήραν την Πόλη, πήραν και το ωμέγα...». Η Καθημερινή, 22 Ιουλίου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/731165/opinion/epikairothta/arxeiomonimes-sthles/ypo8eseis Μπουκάλας, Π., 2014. «Η “Οδύσσια” του “ακατάλυπτου” “ανθελλινισμού”». Η Καθημερινή, 27 Ιουλίου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/777444/opinion/epikairothta/politikh/hodyssia-toy-akatalyptoy-an8ellinismoy Μπράνης, Δ., 2012. «Γλωσσικό τερατούργημα!». Η Καθημερινή, 6 Δεκεμβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/732977/opinion/epikairothta/arxeiomonimes-sthles/grammata-anagnwstwn Μωυσιάδης, Θ., 2005. Ετυμολογία: Εισαγωγή στη μεσαιωνική και νεοελληνική ετυμολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.


[84]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μωυσιάδης, Θ., 2007α. «Γλωσσική παραμυθία». Linguarium, [ιστολόγιο] 21 Μαΐου. Διαθέσιμο στο: http://linguarium.blogspot.gr/2007/05/blog-post_21.html Μωυσιάδης, Θ., 2007β. «Γλωσσική παραμυθία: Η ομοιότητα και η αντιστοιχία». Linguarium, [ιστολόγιο] 16 Ιουνίου. Διαθέσιμο στο: http://linguarium.blogspot.gr/2007/06/blog-post_15.html Μωυσιάδης, Θ., 2007γ. «Γλωσσική παραμυθία: Η διατήρηση της δομής». Linguarium, [ιστολόγιο] 1 Ιουλίου. Διαθέσιμο στο: http://linguarium.blogspot.gr/2007/07/blog-post.html Ξουλίδου, Σ., 2013. «Αποδόμηση αξιών της ελληνικής κοινωνίας». Σταυρούλα Ξουλίδου, [ιστοσελίδα] 19 Μαρτίου. Διαθέσιμο στο: http://www.stauroulaxoulidou.gr/theseisapopseis/apopseis/apodomese-aksion-tes-ellenikes-koinonias.html Οικονόμος, Κ., 1830. Περί της γνησίας προφοράς της ελληνικής γλώσσης. Τμήμα Α΄. Ανατύπωση 1993. Εισαγωγή–σχόλια: Γ. Μαγουλάς. Αθήνα: Φιλόμυθος. Παναγιωτακάκης, Φ., 2014. Ο δημόσιος διάλογος του 1987 για την επαναφορά των αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο και οι απόψεις για την ελληνική γλώσσα. Διπλωματική εργασία. Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Φιλολογίας. Διαθέσιμο στο: https://www.facebook.com/groups/570603632965945/files/ Παναγιωτίδης, Φ., 2013. Μίλα μου για γλώσσα: Μικρή εισαγωγή στη γλωσσολογία. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Παναγιωτίδης, Φ., 2015. «Mila greeklish elefthera. Arkei na mi les mlks». Συνέντευξη στον M. Hulot. Lifo, [εφημερίδα] 5 Οκτωβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.lifo.gr/team/gnomes/44185 Παπαδόπουλος, Ν., 2013. «Γλώσσα ελληνική». Η Καθημερινή, 9 Οκτωβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/737166/opinion/epikairothta/arxeiomonimes-sthles/grammata-anagnwstwn Παπαναστασίου, Γ., 2006. «Απ’ τα χώματα βγαλμένοι: ένας αρχαίος σύγχρονος μύθος». Φιλόλογος, 125, σσ. 433-441. Διαθέσιμο στο: http://users.sch.gr/symfo/sholio/e/e.pap2.htm Παπαναστασίου, Γ., 2008. Νεοελληνική ορθογραφία: Ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη). Πετρούνιας, Ε., 2001α. «Η προφορά της αρχαίας ελληνικής: Τεκμήρια και υποθέσεις». Στο: Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[85]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη), σσ. 402-409. Πετρούνιας, Ε., 2001β. «Η προφορά της κλασικής ελληνικής». Στο: Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη), σσ. 410-420. Πετρούνιας, Ε., 2001γ. «Εξέλιξη της προφοράς κατά την ελληνιστική εποχή». Στο: Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη), σσ. 442-450. Πούτος, Π., 2012. «Γλώσσα και ιδεολογία: φετφάδες αντί διαλόγου». Φιλολογικό, [ιστολόγιο] 7 Ιουλίου. Διαθέσιμο στο: http://filologiko.blogspot.gr/2012/07/blog-post.html Πραγκαστή, Μ., 2015. «Η διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας και η σχέση της με την αρχαία ελληνική: μία προσέγγιση υπό το πρίσμα της γλωσσικής επίγνωσης». Στο: Ν. Βασσάλου, Φ. Καλαμίδα, Τ. Καρδάμας, Κ. Κορδούλη, Μ. Μαρίνης, Χ. Παναγιώτου και Κ. Φραγκοπούλου (επιμ.), Theoretical and Applied Linguistics. Proceedings of the 3rd Patras International Conference of Graduate students in Linguistics (PICGL3). Patras, 23-25 May 2014. Πάτρα: Πανεπιστήμιο Πατρών, σσ. 211-222. Διαθέσιμο στο: https://picgl3.files.wordpress.com/2015/11/pragkasti.pdf Πριόβολου, Σ., 2012. «Κάτω τα χέρια από τα... ελληνικά φωνήεντα». Aixmi.gr, [ιστότοπος] 10 Αυγούστου. Διαθέσιμο στο: http://www.aixmi.gr/index.php/katw-ta-xeria-apo-ellinikaphonienta/ Σαββόπουλος, Δ., 1988. «Τα ελληνικά ως τραγούδι». Στο: Δημόσιος διάλογος για την γλώσσα. Αθήνα: Δόμος, σσ. 195-207. Σαραντάκος, Ν., 2007. Γλώσσα μετ’ εμποδίων: Συμβολή στη χαρτογράφηση του γλωσσικού ναρκοπεδίου. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. Σαραντάκος, Ν., 2009. Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία: Τριάντα συν μία ιστορίες λέξεων που ίσως να σας έχουν απασχολήσει. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. Σαραντάκος, Ν., 2013. «Η πινακίδα του Δισπηλιού και το άλμα τριπλούν της ελληναράδικης παραγλωσσολογίας». Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, [ιστολόγιο] 4 Μαρτίου. Διαθέσιμο στο: https://sarantakos.wordpress.com/2013/03/04/dispilio/


[86]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σταματίνης, Ν., (υπό έκδοση) «Η Φωνηεντιάδα ως αντίδραση στη γλωσσική αλλαγή: Όψεις ενός νέου “γλωσσικού ζητήματος”». Πρακτικά 8ου Συνεδρίου Μεταπτυχιακών Φοιτητών & Υποψηφίων Διδακτόρων του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αθήνα, 8-11 Ιουλίου. Διαθέσιμο στο: http://www.academia.edu/15034634/_Η_Φωνηεντιάδα_ως_αντίδραση_ γλωσσική_αλλαγή_Όψεις_ενός_νέου_Γλωσσικού_Ζητήματος_ Ταχιάος, Α. Α., 2015. «Περί καθαρευούσης – ΙΙ». Η Καθημερινή, 3 Ιουνίου. Διαθέσιμο στο: http://www.kathimerini.gr/817732/opinion/epikairothta/politikh/gr ammata-anagnwstwn Τζακώστα, Μ., 2015. «Συζητήσεις για τη γλώσσα (5)». Συνέντευξη στον Β. Αργυρόπουλο. Περιγλώσσιο, [ιστολόγιο] 3 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο στο: https://periglwssio.wordpress.com/2015/09/03/tzakosta/ Τουκιθεμπλόμ, 2009. «Αρχαιολατρία και γλώσσα». Τουκιθεμπλόμ, [ιστολόγιο] 22 Μαρτίου. Διαθέσιμο στο: http://tuki8eblom.blogspot.gr/2009/03/blog-post_22.html Τσιπλάκου, Σ., 2015. «Συζητήσεις για τη γλώσσα (3)». Συνέντευξη στον Β. Αργυρόπουλο. Περιγλώσσιο, [ιστολόγιο] 15 Ιουνίου. Διαθέσιμο στο: https://periglwssio.wordpress.com/2015/06/15/kathimerini Φιλάρετος, Θ., 1999α. «Πλάτων και Αριστοτέλης». Στο: Μ. Ζ. Koπιδάκης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, σσ. 78-79. Φιλάρετος, Θ., 1999β. «Φιλόσοφοι και γραμματικοί». Στο: Μ. Ζ. Koπιδάκης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, σσ. 80-81. Φιλιππάκη-Warburton, E., Γεωργιαφέντης, Μ., Κοτζόγλου, Γ. και Λουκά, Μ., 2012α. Γραμματική Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού. Αθήνα: ΟΕΔΒ. Διαθέσιμο στο: http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSDIM -E104/579/3753,16484/ Φιλιππάκη-Warburton, Ε., Γεωργιαφέντης, Μ., Κοτζόγλου, Γ. και Λουκά, Μ., 2012β. «Eπιστολή με την οποία τοποθετείται η συγγραφική ομάδα του βιβλίου για την αδικαιολόγητη έκταση που έλαβε το θέμα με τη “Γραμματική Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού”». Σύλλογος Εκπαιδευτικών Π.Ε. “Αλέξανδρος Δελμούζος”, [ιστοσελίδα] 18 Ιουλίου. Διαθέσιμο στο: http://www.syllogosdelmouzos.gr/index.php/2011-12-19-06-5825/616-e-q


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[87]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Χάρης, Γ. (επιμ.), 2001. Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα. Αθήνα: Πατάκης. Χατζιδάκις, Γ., 1924. Ακαδημεικά αναγνώσματα εις την ελληνικήν και λατινικήν γραμματικήν. Τόμος Α΄ . Ανατύπωση 1992. Αθήνα: Βασιλείου. Χουρμουζιάδης, Γ., 1997. Συνέντευξη στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Ελευθεροτυπία, 31 Αυγούστου. Διαθέσιμο στο: http://www.hri.org/E/1997/97-08-31.dir/keimena/art/art1.htm Χριστίδης, Α.-Φ., 1999α. «Ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ενότητα: Το ιστορικό πρόβλημα». Στο: Μ. Ζ. Koπιδάκης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, σσ. 14-15. Χριστίδης, Α.-Φ., 1999β. «Ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ενότητα: Τα τεκμήρια». Στο: Μ. Ζ. Koπιδάκης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, σσ. 16-17. Χριστίδης, Α.-Φ., 1999γ. Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός. Αθήνα: Πόλις. Χριστίδης, Α.-Φ., 2005α. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη). Χριστίδης, Α.-Φ., 2005β. «Χρήσεις της γλώσσας: Οι όροι μιας συζήτησης». Στο: Χρήσεις της γλώσσας. (Επιστημονικό συμπόσιο, 3-5 Δεκεμβρίου 2004). Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), σσ. 209-224. Διαθέσιμο στο: http://yannisharis.blogspot.gr/2007/02/blog-post_4822.html Aitchison, J., 2006. Γιατί αλλάζει η γλώσσα: Πρόοδος ή παρακμή; Μετάφραση από τα αγγλικά: Ν. Βέργης. Αθήνα: Πατάκης. Allen, W. S., 2000. Vox graeca: Η προφορά της ελληνικής την κλασική εποχή. Mετάφραση από τα αγγλικά: Μ. Καραλή και Γ. Μ. Παράσογλου. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη). Beekes, R. S. P., 2004. Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία. Μετάφραση από τα αγγλικά: Ε. Δελιαλή-Δάπη. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη). Bekker, I., Dindorf, L. A. και Vogel, F. (επιμ.), 1906. Diodori Siculi Bibliotheca Historica. Vol. II. Ανατύπωση 1964. Λειψία: Teubner. Benseler, G. E. και Blass, F. W. (επιμ.), 1910. Isocratis orationes. Vol. I. Ανατύπωση 1976. Λειψία: Teubner. Browning, R., 1991. H ελληνική γλώσσα, μεσαιωνική και νέα. Mετάφραση από τα αγγλικά: Μ. Kονομή. Αθήνα: Παπαδήμας. Cohen, M., 1958. La grande invention de l’ écriture et son évolution. Vol. I: texte. Παρίσι: Klincksieck.


[88]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Crystal, D., 2011. Ένα μικρό βιβλίο για τη γλώσσα. Μετάφραση από τα αγγλικά: Γ. Ν. Κονδύλης. Αθήνα: Πατάκης. Diringer, D., 1968. The alphabet: A key to the history of mankind. 3η έκδοση. Λονδίνο: Hutchinson. Duhoux, Y., 2001. «Γραμμική Α». Στο: Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη), σσ. 180184. Evans, N., 1998. «Aborigines speak a primitive language». Στο: L. Bauer και P. Trudgill (επιμ.), Language myths. Λονδίνο: Penguin, σσ. 159-168. Gelb, I. J., 1963. A study of writing. 2η έκδοση. Σικάγο: Chicago University Press. Giles, Η. και Niedzielski, N., 1998. «Italian is beautiful, German is ugly». Στο: L. Bauer και P. Trudgill (επιμ.), Language myths. Λονδίνο: Penguin, σσ. 85-93. Higounet, C., 1964. H γραφή. Μετάφραση από τα γαλλικά: Φ. ΣτάθηΠουλιοπούλου. Αθήνα: Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος. Hude, C. (επιμ.), 1927. Herodoti Historiae. Tomus prior. Ανατύπωση 1972. Οξφόρδη: Clarendon. Jeffery, L. H., 1961. The local scripts of archaic Greece: A study of the origin of the Greek alphabet and its development from the eighth to the fifth centuries B.C. Οξφόρδη: Clarendon. Jensen, H., 1970. Sign, symbol and script: An account of man’s efforts to write. 3η έκδοση. Λονδίνο: Allen & Unwin. Joseph, B., 2001. «Η ινδοευρωπαϊκή οικογένεια. Οι γλωσσικές μαρτυρίες». Στο: Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη), σσ. 128-134. Kanlis, A., χ.χ. «In the middle of nowhere – Beyond dogma: Without a bleat». Attic.kanlis, [ιστοσελίδα]. Διαθέσιμο στο: http://attic.kanlis.com/mediae.html#Bleat Μallory, J., 2001. «Η ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. Το ιστορικό ζήτημα». Στο: Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη), σσ. 135-141. Montgomery, M., 1998. «In the Appalachians they speak like Shakespeare». Στο: L. Bauer και P. Trudgill (επιμ.), Language myths. Λονδίνο: Penguin, σσ. 8593.


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[89]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Robins, R. H., 1989. Σύντομη ιστορία της γλωσσολογίας. Μετάφραση από τα αγγλικά: Α. Μουδοπούλου. Αθήνα: Νεφέλη. Rogers, H., 2005. Writing systems: A linguistic approach. Μάλντεν: Blackwell. Schwyzer, E., 1987. Dialectorum Graecarum exempla epigraphica potiora. Hildesheim: Georg Olms. Tonnet, H., 1995. Iστορία της νέας ελληνικής γλώσσας: Η διαμόρφωσή της. Μετάφραση από τα γαλλικά: M. Καραμάνου – Π. Λιαλιάτσης. Αθήνα: Παπαδήμας.


[90]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία

[91]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα νέων συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας. Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!


[92]

Βασίλειος Αργυρόπουλος

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Θέμα του βιβλίου αποτελεί η αρχαιολατρία ως προς την ελληνική γλώσσα. Πρόκειται για μια ιδιόμορφη, ελληνοκεντρική παραεπιστήμη που έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες και, συγκεκριμένα, για τη διατύπωση αντιεπιστημονικών απόψεων που αφορούν κυρίως την αρχαία ελληνική, αλλά και τη σχέση της με τη νέα ελληνική γλώσσα. Οι ποικίλες μορφές του φαινομένου σχετίζονται προπάντων με την καταγωγή της ελληνικής και την προέλευση του αλφαβήτου, καθώς και με μια σειρά από άλλα, επιμέρους γλωσσικά θέματα. Όποιος ασχολείται με τη γλώσσα θα έχει διαβάσει ή ακούσει για τη μοναδικότητα και ανωτερότητα της ελληνικής, ότι είναι η μητέρα όλων των γλωσσών κτλ. Τέτοιες απόψεις διαδίδονται πολύ γρήγορα, αφού είναι γοητευτικές ή εντυπωσιακές. Στο βιβλίο αυτό, όμως, εξετάζεται αν είναι και βάσιμες γλωσσολογικά. Συμπληρωματικά, αναζητούνται τα αίτια του εξεταζόμενου φαινομένου, γίνεται λόγος για τις συνέπειές του και, τέλος, προτείνονται τρόποι αντιμετώπισής του.

ISBN: 978-618-5147-74-7


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.