Φρίντα Κριτσωτάκη
Η Αρπαγή Της Ευρώπης Μέρες γεμάτες θάματα, μέρες γεμάτες μάγια!
Φρίντα Κριτσωτάκη Η Φρίντα Κριτσωτάκη γεννήθηκε στο Καταλαγάρι Ηρακλείου Κρήτης. Σπούδασε Αρχιτεκτονική αρχικά και παιδαγωγικά στη συνέχεια. Της αρέσει να γράφει ιστορίες για παιδιά μα και για μεγάλους! Της αρέσει, επίσης, να φτιάχνει κούκλες και μάσκες από ανακυκλώσιμα υλικά.
Φρίντα Κριτσωτάκη
Η Αρπαγή της Ευρώπης Μέρες γεμάτες θάματα, μέρες γεμάτες μάγια!
Φρίντα Κριτσωτάκη, Η Αρπαγή της Ευρώπης ISBN: 978-618-5147-29-7 Μάρτιος 2015
Την ευθύνη για την επιμέλεια του κειμένου και τη σελιδοποίηση φέρει η συγγραφέας.
Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr
Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Με τη σύμφωνη γνώμη της συγγραφέως και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/
Το εξώφυλλο είναι της Δανάης Κοντοπόδη, αρχαιολόγου, ζωγράφου. Η τρίαινα της σελίδας 15 είναι από ερυθρόμορφο κρατήρα του 480 π.Χ.. Η Κρήτη της σελίδας 22 και 27 είναι του Αβραάμ Ορτέλιους, 1612 μ.Χ.. Το σκυλί, η Λαίλαπα, δώρο του Δία στην Ευρώπη, της σελίδας 24 είναι από στατήρα της Φαιστού, 280 π.Χ.. Ο φτερωτός Τάλως οπλισμένος με πέτρα, προστάτης της Ευρώπης και των νόμων της Κρήτης, της σελίδας 22 είναι από δίδραχμο της Φαιστού, 350-300 π.Χ..
Στην Ελλάδα, απ’ όπου ξεκίνησε ο πολιτισμός της Ευρώπης Στον Αλκαίο, που βοήθησε στην κατασκευή των κουκλών
Κάποτ’ ο Δίας βρέθηκε στη μακρινή Ασία, στα βάθη της Ανατολής, στην ξακουστή Συρία, Εκεί εις την πολύχρυση, βασίλευε, Σιδώνα, ο βασιλιάς Αγήνορας, ο γιος του Ποσειδώνα. Τους Φοίνικες εδίδαξε της μακρινής Συρίας, καράβια να σκαρώνουνε και να θαλασσοφεύγουν σε τόπους πολυπόθητους και καρπερούς συνάμα. Οι πρώτοι αυτοί ταξιδευτές της μακρινής Φοινίκης, κάποτε θυμηθήκανε τον Έπαφο, παππού του βασιλιά τους. Ψάξανε και τη βρήκανε την πρώτη του πατρίδα και στα χρυσ’ ακρογιάλια της κοχύλια αναζητήσαν. Κοχύλια που μ’ αυτά ’παιζε ο Έπαφος μικρούλης. Πάμπολλα εμαζέψανε, τα ’βαλαν στο καράβι, κι εκείνο επορφύρισε απ’ το ζωντανό τους χρώμα και δώρο στον Αγήνορα τα πάνε στη Συρία. Του δείξανε το πορφυρό, το κόκκινο το χρώμα, που με αυτό τα ρούχα του να βάφει, θα μπορούσε. Έτσι, λοιπόν, τα πορφυρά, ρούχα των ηγεμόνων, το όνομά τους πήρανε απ’ του κοχυλιού το χρώμα. Ο βασιλέας ήθελε μια ξακουσμένη πόλη, να ’ναι κοντά στη θάλασσα, το κύμα να τη βρέχει. Οι πιο καλοί αρχιτέκτονες κι οι ξακουστοί τεχνίτες βάλαν μπροστά τα σχέδια την πόλη για να χτίσουν. Μέρες πολλές δουλεύανε να τηνε τελειώσουν. Κι όταν ετελειώσανε το χτίσιμο της πόλης, πανέμορφη στραφτάλιζε με χρυσαφένια λάμψη. Έλαμπε μεσ’ στο μάρμαρο, στ’ ασήμι και στο σμάλτο. Πολλοί λαοί μαζεύτηκαν για τα εγκαίνιά της. Γιορτές γεμάτες με χαρές, τραγούδια, φαγοπότια, και τα πολλά τρικάταρτα καράβια στο λιμάνι κι αυτά εσυμμετείχανε γιρλάντες στολισμένα. Ο βασιλιάς Αγήνορας, ο γιος του Ποσειδώνα, Σιδώνα την ονόμασε τη φεγγοβόλα πόλη. Αμέσως επαντρεύτηκε μια παινεμένη κόρη, πού ’χε γιαγιά της την Αυγή, παππού τον μέγα Δία. Τηλέφασσα την έλεγαν την πανωραία κόρη. Κανείς ποτέ τα μάτια της ν’ αγγίξει, να κοιτάξει, ώρα πολλή δεν έπρεπε γιατί θα τυφλωνόταν, γιατ’ έμοιαζε της θεϊκής γιαγιάς της, της Αυγής.
Εκεί, λοιπόν, εζούσανε καλά κι ευτυχισμένα, σ’ ένα χρυσελεφάντινο, παλάτι αρχοντικό. Τρία αγόρια όμορφα και μια σεμνή κοπέλα, απέκτησ’ ο Αγήνορας, ο συνετός πατέρας. Ευρώπη είχε τ’ όνομα τ’ Αγήνορα η κόρη, ανάμεσα στις όμορφες, θεόμορφη εκείνη, με τα μαλλιά να κρέμονται στ’ όμορφο πρόσωπό της. Χαιρόταν πάντα τη ζωή, τις βόλτες, το παιχνίδι και με τις φιλενάδες της πηγαίνανε παρέα, στον γάργαρο τον ποταμό να λούσουν τα μαλλιά τους, και το κορμί ν’ αλείψουνε με μυρωμένο λάδι. Κι όταν ετελειώνανε τ’ άλειμμα του κορμιού τους, τους πλουμιστούς χιτώνες τους, τα πέπλα τους φορούσαν και με αγριολούλουδα την κόμη τους στολίζαν, που μάζευαν απ’ τα πέτρινα της γης τα ανθοβάζα. Χαιρόταν ο Αγήνορας να βλέπει την Ευρώπη, να τρέχει, να χοροπηδά στα όμορφα λιβάδια.
Έτσι, λοιπόν, κυλούσανε οι μέρες της Ευρώπης, ώσπου μια νύχτα ξύπνησε λουσμένη στον ιδρώτα, γιατ’ όνειρο την τύλιξε, στσ’ αγκάλες του την πήρε. Ήτανε, λέει, δυο κυρές ομορφοστολισμένες... Ασία είχε το όνομα η μια, η πιο μεγάλη, που η Ευρώπη γνώριζε απ’ τα μικρά της χρόνια. Η άλλη, η πιο δυνατή, αβάπτιστ’ ήταν ακόμη. Μαλώναν και παλεύανε για την καλή Ευρώπη, πέφτανε κάτω σκούζοντας, τραβώντας τα μαλλιά, η μια την άλλη έσερνε και την ποδοπατούσε. «Γιατί λοιπόν μαλώνετε και με τραβολογάτε;» ρώτησε η μονάκριβη, τ’ Αγήνορα η κόρη. «Εγώ σε θέλω κόρη μου», είπε η πιο μεγάλη, «εσύ εδώ γεννήθηκες, εδώ θα μεγαλώσεις και τούτ’ η ανεμόμυαλη, αβάπτιστη γυναίκα, λέει πως είναι θέλημα του Δία να σε πάρει». Κι ενώ συνεχιζότανε η πάλη κι ο αγώνας, η Ευρώπη είχ’ ορθάνοιχτα τα μάτια και κοιτούσε. Κοιτούσε που παλεύανε Ανατολή και Δύση, χωρίς να κάνει τίποτα την έριδα να κλείσει. Ύστερ’ από ώρες πολλές νικήθηκ’ η Ασία, κι η άλλη, η πιο όμορφη την πήρε στην αγκάλη, και με ανθούς υάκινθου γλυκά τη νανουρίζει, λέει της λόγια τρυφερά, προφητικά συνάμα. Πως ένας τόπος μακρινός θα πάρει τ’ όνομά της. Τότ’ η Ευρώπη ξύπνησε λουσμένη στον ιδρώτα, εκάθισε γονατιστή στο άχραντο κρεβάτι, κι εβγήκ’ από το στόμα της μια προσευχή μεγάλη! «Κάντε, μακάριοι θεοί, ετούτο τ’ όνειρό μου στο σπίτι, στην πατρίδα μου μόνο καλό να φέρει!». Η Ευρώπη η καλόχαρη και πολυπαινεμένη, μέρες πολλές σκεφτότανε το όνειρο ετούτο. Οι Μοίρες, όμως, κλώθανε το ριζικό της κόρης... ήταν το πεπρωμένο της πολύ μακριά να πάει.
Μια μέρα που στραφτάλιζε σαν το μαργαριτάρι, τόσ’ ήτανε η ομορφιά κι η χάρη τ’ άσπρου ταύρου. κι η ροδοδάχτυλη Αυγή το σκότος κυνηγούσε, «Τι μυρωδιά είναι αυτή που βγαίνει απ’ το κορμί του; και ο φωτοπερίχυτος ο ήλιος φανερώθη, Κοιτάξτε πόσο όμορφος και πόσο πράος είναι, επήγε με τις φίλες της στο χρυσαφί ακρογιάλι, ταύρου δεν μοιάζει κανενός κι έχει ανθρώπου μάτι». λουλούδια να μαζέψουνε, τον ήλιο να δεχτούνε. Ο ταύρος τότε στήλωσε τα μπροστινά του πόδια Η μια ’κοβε υάκινθους, η άλλη μενεξέδες, και το κορμί του τσίτωσε πάνω απ’ το χορτάρι οι άλλες κρόκους ξανθωπούς κι ευωδιαστό θυμάρι, και ήρθε κι εθρονιάστηκε μπροστά απ’ την Ευρώπη. κι ανάμεσα στις όμορφες, ολόγελ’ η Ευρώπη Χωρίς να το πολυσκεφτεί η όμορφη η κόρη, εδιάλεγε τα πορφυρά, τα όμορφα τα ρόδα. πήρε το θάρρος κι άρχισε γλυκά να τον χαϊδεύει, και να του βάζει στον λαιμό γιρλάντες με λουλούδια. Την είδε ’κείνο το πρωί ο κοσμοσείστης Δίας, να παίζει με τις φίλες της στ’ ακρογιαλιού την άκρη. Ο ταύρος ευθύς σήκωσε τα τέσσερά του πόδια, και έκατσε γονατιστός μπροστά απ’ την Ευρώπη, Τόσ’ ήτανε η ομορφιά κι η χάρη της κοπέλας, σαν κάτι να περίμενε, να πάρει και να φύγει. π’ ο Δίας βάζει στο μυαλό γυναίκα να την πάρει. Η κόρη γοργ’ ανέβηκε στη ράχη του άσπρου ταύρου. Γι’ αυτό μεταμορφώθηκε, ως έκανε συνήθως, «Μόνο για λίγο, μια στιγμή, θα τον σφιχταγκαλιάσω». σε ταύρο άσπρο, κάτασπρο, αγέρωχο κι ωραίο, Μα τότε ο ταύρος όρμησε μέσα σε μια στιγμούλα, με τα χρυσά τα κέρατα ομορφοστρουφιγμένα, στη γαλανή τη θάλασσα κι αλαφροκολυμπώντας, και τη σελήνη τη μισή στο ακρομέτωπό του. γοργά απομακρύνθηκε απ’ τ’ ακρόγιαλου την άκρη. Ο Δίας τόσ’ ορέχτηκε την όμορφη κοπέλα, Η Ευρώπη πανικόβλητη άρχισε να φωνάζει, που μέρες εμπαινόβγαινε με τη μορφή του ταύρου, και τ’ όμορφό της πρόσωπο με κλάματα ασχημίζει, μέρες πολλές, μέρες λαμπρές, μέρες ηλιολουσμένες, και τα μαλλιά ξεπλέκονται και στα νερά βουτούνε. και την Ευρώπη έβλεπε να παίζει με τις φίλες, Όμως κανείς δεν άκουγε τα τόσα ουρλιαχτά της, πότε κρυφτό, κυνηγητό και πότε χρυσό τόπι. γιατί ο χρυσοκέρατος γοργά εκολυμπούσε. Ανέμελη τρεχάλιζε και πότε εκορφολόγα, όλου του κόσμου τα φυτά, που φύτρωναν ’κει πέρα, και τα μαλλιά φτερούγιζαν με την πνοή τ’ ανέμου. Βλέπει τη, ξαναβλέπει τη, τη λαμπερή Ευρώπη, και η καρδιά του πως χτυπά του Νεφεληγερέτη. Ξοπίσω του ο Έρωτας με τις χρυσές φτερούγες, ο Έρωτας, που πολεμά τον Θάνατο, τον Χρόνο, σινιάλο επερίμενε να ρίξει τη σαΐτα, εκεί που θα του ορμήνευε ο ξακουσμένος Δίας. Μπαίνει κι ο Ερμής κρυφά κρυφά στ’ απέραντο λιβάδι, τα βόδια του Αγήνορα πολύ μακριά να διώξει, κι έτσι ο ταύρος ήρεμος το έργο να τελειώσει. Και μιαν ημέρα, ξαφνικά, τον είδε η Ευρώπη κάτω από μια βελανιδιά, π’ άπλωνε τα κλαδιά της, κι ο ίσκιος της εσκίαζε τ’ ακρόγιαλου την άκρη, στο χόρτο να ’ναι ξαπλωτός σα να μην ήταν ζώο. Επήγε λίγο πιο κοντά και τάχασε η κόρη,
Νηρηίδες, μα και Τρίτωνες, γλάροι και γλαροπούλια, χορεύαν και συνόδευαν τον Δία, την Ευρώπη. Οι Τρίτωνες κρατούσανε τους κόχυλους στα χέρια, και παίζανε συντροφιαστά του γάμου τα τραγούδια. Εκείνη εκαθότανε στη ράχη τ’ άσπρου ταύρου, με το ’να χέρι της κρατεί το στριφτοκέρατό του, και τ’ άλλο της εσήκωνε την πορφυρή χλαμύδα, να μην τη βρέχ’ η θάλασσα και τη χαλά η αρμύρα. Ο άνεμος τα πέπλα της πολύ εφούσκωνέ τα, για ν’ αλαφραίνει το κορμί της διαλεχτής της κόρης. Ακόμη κι ο θαλάσσιος θεός ο Ποσειδώνας, εβγήκε και χαιρέτησε την όμορφη πομπή. Ο ίδιος πήγαινε μπροστά και με την τρίαινά του, το κύμα εγαλήνευε τον δρόμο για ν’ ανοίξει, για να περάσει ο αδελφός, ο μεταμορφωμένος, και οι σταγόνες του νερού σαν τα μικρά διαμάντια, πέφτανε και καθότανε στο σώμα τ’ άσπρου ταύρου. Και μέσα από της θάλασσας τους λευκαφρούς πετούσαν κάτι κήτη πελώρια, το ζεύγος να θαυμάσουν. Κι οι Αύρες οι αέρινες κοντά ακολουθούσαν και χάιδευαν κι ανέμιζαν τα πλούσια μαλλιά της, που σκέπαζαν την κεφαλή της όμορφης Ευρώπης, έτσι καθώς καθότανε στην πλάτη τ’ άσπρου ταύρου.
Μόλις ο ταύρος έφτασε εις την ακτή του Λέντα, σταμάτησε να κολυμπά κι άρχισε να καλπάζει, στα ιερά τα χώματα της ξακουσμένης Κρήτης. Πέρασε κάμπους και βουνά και καρπερά χωράφια, κι όσοι εκείνη τη στιγμή δουλεύανε τη γη τους, κανείς ποτέ δεν ξέχασε την όμορφη πομπή. Κοντά στην πόλη Γόρτυνα, κάτω από ’να πλατάνι, σταμάτησε ο μέγας Θεός μαζί με την Ευρώπη. Δρόμοι κι αμπελοχώραφα, με ίσκιους εγεμίζαν, ο ήλιος εβασίλευε κι η φύση ετοιμαζόταν, για το βαθύ τον ύπνο της, της νύχτας τον μεγάλο. Γονάτισε και μαλακά στο χώμα την αφήνει, κι αμέσως εξεκίνησε, η μεταμόρφωσή του. Τα κέρατά του πέσανε, μαζί με την ουρά του, το σώμα γίνηκε λεπτό και σφριγηλό κι ωραίο, κι όταν εξαφανίστηκαν κι οι τελευταίες τρίχες, το χρυσό μισοφέγγαρο που ’τανε χαραγμένο, ανάμεσα στα στρουφιχτά, τα κέρατα του ταύρου, κι αυτό διασκορπίστηκε στους τέσσερις ανέμους, και χίλιες, χιλιάδες φωτισμοί αστράψαν στον αέρα, κι οι ουρανοί ανοίξανε κι αρχίσανε να φέγγουν. Μπροστά στα μάτια της καλής, της άχραντης Ευρώπης, δεν ήταν πια ο κάτασπρος, μυστηριώδης ταύρος, αλλά ο ίδιος ο Θεός, ο βασιλιάς των πάντων. Ανοίχτηκαν διάπλατα τα μάτια της Ευρώπης, κι ο φόβος ταρακούνησε με βία την καρδιά της. Ποτέ δεν επερίμενε ότι θα συναντήσει, τον Δία, τον βροντόλαλο και συννεφομαζώκτη. Κρατούσε μια απόσταση από τον μέγα Δία, μα ’κείνος την πλησίασε, γλυκά την αγκαλιάζει, αγαπημένα της μιλεί, γλυκά τηνε χαϊδεύει.
Ο Δίας ο χρυσόθρονος και συννεφομαζώκτης, στον ήλιο επαράγγειλε και στην αυγή της μέρας: « Ήλιε, που με το άρμα σου τους ουρανούς διαβαίνεις, και δροσοδάκτυλη Αυγή, τρεις μέρες μη φανείτε, κρυφτείτε στα κατάβαθα της Γης της οικουμένης, ήσυχο να μ’ αφήσετε με την καλή Ευρώπη». Έτσι αργά και σιγανά, η Ευρώπη ηρεμίζει, κι έγειραν και κοιμήθηκαν στον ίσκιο ενός πλατάνου, που λες και το κατάλαβε, χαμήλωσε τους κλώνους, κι ανάλαφρα εσκέπασε τον Δία, την Ευρώπη, στο όμορφο, το νυφικό, το πάγκαλο κρεβάτι. Τα φύλλα του θροΐζανε, λες και τους τραγουδούσαν, και αναρίθμητα πουλιά εκεί λαφροπετούσαν. Ο Δίας το ευλόγησε τ’ αγαπημένο δέντρο, κι ενώ όλοι οι πλάτανοι, τα ρίχνουνε τα φύλλα, ετούτος ’δώ ο ιερός, ο πλάτανος του Δία, κρατά πάντα τα φύλλα του, ποτέ του δεν τα ρίχνει, μες στους αιώνες, που περνούν και φεύγουνε και πάνε. Ο ήλιος εσκοτείνιασε, τρεις μέρες και τρεις νύχτες, κι η παχνοσκέπαστη Αυγή μεσ’ τα ανάκτορά της, τον Δία για ν’ αφήσουνε με την αγαπημένη, την πλατυμέτωπη τη νια, γλυκά να κοιμηθούνε. Ο ύπνος ήτανε ελαφρύς, μ’ απίστευτη γαλήνη, όμως ο Δίας έφυγε με την αυγή της μέρας. Η Ευρώπη εκοιμότανε ακόμη βαθύν ύπνο, κι όταν αργότερα ξύπνησε, μέσα στην παραζάλη, αμέσως το κατάλαβε, πως ήτανε μονάχη, μα η ψυχή ’τανε γερή σαν το σκληρό ατσάλι, γιατί ο Δίας φύσηξε τη θεϊκή τη χάρη, και τούτη την απίστευτη την περιπέτειά της, η κόρη του Αγήνορα, την είχε ξεχασμένη. Ήτανε θέλημα Θεού να φύγει απ’ την πατρίδα, στης Κρήτης ’δω, τα ιερά τα χώματα να ζήσει.
Τρία παιδιά απέκτησ’ η Ευρώπη από τον Δία, τον Μίνω, τον Ραδάμανθυ, μα και τον Σαρπηδόνα. Πρώτα τον Μίνωα γέννησε, των θαλασσών αφέντη. Κατόπιν τον Ραδάμανθυ, αθάνατο απ’ όλους. Το τρίτο και στερνό παιδί ήταν ο Σαρπηδόνας. Αφού ο Δίας έφυγε, παντρεύτηκ’ η Ευρώπη, τον βασιλιά Αστέριο, μέγα και τιμημένο, που τα παιδιά αγάπησε σα νάτανε δικά του.
Ο Δίας δεν την ξέχασε την ηλιοφωτισμένη, τρία δώρα της χάρισε, να τα ’χει, να θυμάται. Μια μέρα, που τριγύριζε η Ευρώπη στα λιβάδια, άκουσε ένα θρόισμα, σαν κάποιος να κουνιόταν, και είδε έναν γίγαντα με χάλκινο το σώμα, με δύναμη απίστευτη, στα χέρια, στο κορμί του. Αμέσως εκατάλαβε πως ήτανε σταλμένος, από τον Δία τον σοφό, τον πολυαγαπημένο. Τάλω, τόνε φωνάζανε τον γίγαντα ετούτο, που μεσ’ το σώμα ολάκερο είχε μια φλέβα μόνο, και μέσα δεν κινιότανε το αίμα του γιγάντου, παρά ένα παράξενο και θεϊκό υγρό. Ετούτη η παράξενη, μοναχική του φλέβα, έκλεινε μ’ ένα μυτερό, μεταλλικό καρφάκι. Ο Ήφαιστος τον έφτιαξε τον τρομερό τον Τάλω, που όλη μέρα γύριζε στης Κρήτης τις ακτές, με δυο φτερά πελώρια στους ώμους φυτρωμένα, κι αν έβλεπε κάποιον εχθρό να την κοντοζυγώνει, έτρεχε στα παράλια, τα δαντελοπλεγμένα και βράχους εξερίζωνε, θεόρατους, μεγάλους, σ’ εκείνους τους σφεντόνιζε με περισσή μανία.
Δυο δώρα ακόμη χάρισε ο Δίας στην Ευρώπη. Ένα σκυλί πανέξυπνο και πολυπαινεμένο, που πέρδικα, μήτε λαγός, μήτε αγρίμι άλλο, ξέφευγε από τα δόντια του, τα πολυακονισμένα. Και ένα τόξο μαγικό εχάρισε ο Δίας, στην όμορφη, τη λαμπερή, την ξακουστή Ευρώπη. Τον στόχο πάντα έβρισκε, όπου κι αν το γυρνούσε, λάθη ποτέ δεν έκανε, γιατ’ ήταν βλογημένο, από τον Δία τον σοφό, τον κοσμογυρισμένο.
Στην Κρήτη χρόνια έζησε, η πάγκαλη Ευρώπη. Χρόνια πολλά, χρόνια καλά, χρόνια ευλογημένα. Κι οι Κρήτες τη λατρεύανε σα νάτανε Μητέρα, κι όλου του κόσμου τα καλά στο σπίτι της τα φέρναν. Οι πιο παλιοί παππούδες μας για τούτη διηγούνται, για την καλή, την όμορφη, την άχραντη Ευρώπη. Αυτό ’τανε το πιο παλιό, του κόσμου παραμύθι, να ’ναι αλήθεια, ψέματα, κανείς δεν το γνωρίζει. Αυτό όμως που ξέρομε, σ’ Ανατολή και Δύση, είναι ότι μια ήπειρος, Ευρώπη εβαπτίσθη.
Μύθος και πραγματικότητα Ο Ηρόδοτος θεώρησε την αρπαγή της Ευρώπης σαν μια αιτία των πολέμων, που προκαλούνταν τα πανάρχαια εκείνα χρόνια εξαιτίας των απαγωγών γυναικών. Στο πρώτο του βιβλίο «Κλειώ», 1-5, κάνει μια γενική αναφορά για τα αίτια της σύγκρουσης ανάμεσα στην Ασία και την Ευρώπη, θεωρώντας Ευρώπη τον ελλαδικό χώρο. Έπειτα παραθέτει αναφορές, αρχίζοντας με τα όσα του είχαν πει Πέρσες λόγιοι και Φοίνικες ιερείς. Οι λόγιοι Πέρσες ρίχνουν την ευθύνη της διαμάχης στους Φοίνικες, γιατί όταν ήρθαν από τα παράλια της Ερυθράς θάλασσας στη Μεσόγειο και αφού εγκαταστάθηκαν στις χώρες που κατοικούν ακόμη και σήμερα, ξεκίνησαν τα μακρινά ταξίδια. Τα πλοία τους γεμάτα με εμπορεύματα από την Ασσυρία και την Αίγυπτο, πήγαιναν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένου και του Άργους. Εκείνα τα χρόνια το Άργος ήταν το σπουδαιότερο μέρος της χώρας, που σήμερα ονομάζεται Ελλάδα. Όταν έφτασαν, λοιπόν, οι Φοίνικες στο λιμάνι του Άργους, άρχισαν να πουλούν τα εμπορεύματά τους. Πέντε ή έξι μέρες αργότερα και ενώ είχαν σχεδόν ξεπουλήσει είδαν να έρχονται στο λιμάνι μερικές γυναίκες. Ανάμεσά τους ήταν και η Ιώ, η κόρη του βασιλιά Ινάχου. Οι γυναίκες στάθηκαν δίπλα στην πρύμνη του πλοίου, αγοράζοντας ό,τι τους άρεσε, όταν ξαφνικά οι Φοίνικες ναύτες συνεννοήθηκαν μεταξύ τους και όρμησαν πάνω τους. Οι περισσότερες κατάφεραν να ξεφύγουν αλλά η Ιώ και μερικές άλλες πιάστηκαν και φορτώθηκαν στο πλοίο, που απέπλευσε αμέσως με προορισμό την Αίγυπτο. Έτσι σύμφωνα με τους Πέρσες (οι Έλληνες έχουν άλλη άποψη) η Ιώ έφτασε στην Αίγυπτο. Αυτή ήταν η πρώτη αιτία πολλών μετέπειτα φιλονικειών και πολέμων. Μετά απ’ αυτό μερικοί Έλληνες, τα ονόματα των οποίων δεν θυμούνται πια οι Πέρσες, -ίσως ήταν Κρήτες- ταξίδεψαν μέχρι την Τύρο της Φοινίκης και άρπαξαν την Ευρώπη, κόρη του βασιλιά Αγήνορα. Έτσι ανταπέδωσαν με τον ίδιο τρόπο. Μετά απ’ αυτήν την αρπαγή οι Έλληνες ευθύνονται για την αρπαγή της Μήδειας, οι Τρώες της Ελένης κλπ...... Ο μύθος της Ευρώπης έχει πολλές ερμηνείες. Μια απ’ αυτές λέει ότι μεταφέροντας ο Δίας την πριγκίπισσα Ευρώπη, από τις ακτές της Φοινίκης στην Κρήτη, μετέφερε τους αρχαίους ασιατικούς πολιτισμούς της Ανατολής στις νέες νησιωτικές αποικίες του Αιγαίου. Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε γύρω από τη Μεσόγειο χαρακτηρίστηκε από μια διαρκή κίνηση, που προκαλούσε μεν ανασφάλεια, τροφοδοτούσε όμως τη δημιουργία νέων ιδεών. Η Ευρώπη ακολούθησε την πορεία του Ήλιου, από την Ανατολή προς την Δύση. Η περιέργειά της για το άγνωστο οδήγησε στη θεμελίωση ενός νέου πολιτισμού, που θα έφερε το όνομά της.
Ερωτήσεις που ζητούν απαντήσεις Πώς ονομάζονταν οι γονείς της Ευρώπης; Πού έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της; Στ’ όνειρό της ποιες ήταν οι γυναίκες που τσακώνονταν μεταξύ τους; Πόσα δώρα χάρισε ο Δίας στην Ευρώπη; Όταν έφυγε ο Δίας πού έζησε η Ευρώπη και ποιον παντρεύτηκε; Πόσα παιδιά απέκτησε η Ευρώπη από τον Δία; Μπορείς να βρεις ποιοι αρχαίοι συγγραφείς έγραψαν για την αρπαγή της Ευρώπης;
Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις ΕκδότηΣυγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεων μας Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!
Μια μέρα, που στραφτάλιζε σαν το μαργαριτάρι κι η ροδοδάχτυλη Αυγή το σκότος κυνηγούσε, και ο φωτοπερίχυτος ο ήλιος φανερώθη, η Ευρώπη... επήγε με τις φίλες της στο χρυσαφί ακρογιάλι, λουλούδια να μαζέψουνε, τον ήλιο να δεχτούνε. Την είδε ’κείνο το πρωί, ο Κοσμοσείστης Δίας, να παίζει με τις φίλες της στ’ ακρογιαλιού την άκρη. Τόσ’ ήτανε η ομορφιά κι η χάρη της κοπέλας, π’ ο Δίας βάζει στο μυαλό γυναίκα να την πάρει. Γι’ αυτό μεταμορφώθηκε, ως έκανε συνήθως, σε ταύρο άσπρο, κάτασπρο, αγέρωχο κι ωραίο, με τα χρυσά τα κέρατα ομορφοστρουφιγμένα, και τη σελήνη τη μισή στο ακρομέτωπό του.
ISBN: 978-618-5147-29-7