Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ

Page 1

1

Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

Η θΕΩΡΙΑ ΤΟΥ

ΠΡΟΣΩΠΟΥ Ο Μύθος της Σχιζοφρένειας

Ο Μύθος του θανάτου


[2]

Ο Εμμανουήλ Ξαγοραράκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, στις 6 Ιουνίου του 1978. Μεγάλωσε στους Αγίους Δέκα, ένα χωριό στην κοιλάδα της Μεσσαράς του νομού Ηρακλείου Κρήτης, όπου και διαμένει. Από πολύ μικρή ηλικία το περιβάλλον του τον ξεχώριζε για την ιδιαίτερη λεκτική ικανότητά του, και τους ταλαιπωρούσε με τις απρόσμενες απορίες και τις ανεξάντλητες ερωτήσεις του πάνω σε θέματα λογικής και κοσμολογικής φύσεως, όπως το γιατί και πώς το φεγγάρι υπάρχει και το βλέπουμε να λάμπει και να μην πέφτει. Υπήρξε ως επί το πλείστον επιμελής και άριστος μαθητής στα σχολικά του χρόνια. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του ζορίζει και στύβει το μυαλό του πάνω στο οποιοδήποτε, επιστημονικό και μη, θέμα το οποίο έχει για αυτόν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα χρόνια της ανάπτυξής του ήταν ιδιαίτερα δύσκολα από ψυχολογικής απόψεως, λόγω του κοινωνικά αρνητικού πυρηνικού περιβάλλοντός του. Έτσι, στα 17 του χρόνια αποφάσισε και έκανε ψυχοθεραπεία. Η Παιδοψυχίατρος Ψυχοθεραπεύτρια Κατερίνα Μπιτζαράκη ήταν ο πρώτος "άγγελος" που βρέθηκε τότε στο δρόμο της ζωής του. Προέκυψε η έως και σήμερα φιλία του με την κυρία Μπιτζαράκη, για την οποία έχει μεγάλη ευγνωμοσύνη. Στα 18 χρόνια του έγινε σπουδαστής της Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης (1996-1999) από την οποία και αποφοίτησε. Έχει εργαστεί ως καθηγητής Αγγλικών στον ιδιωτικό τομέα (φροντιστήρια ξένων γλωσσών), έχοντας την επάρκεια και άδεια διδασκαλίας της Αγγλικής (Proficiency Certificate: University of Michigan & University of Cambridge). Είναι κάτοχος Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας (GR: 1006749) και έχει στο ενεργητικό του μερικά υψηλής πρωτοτυπίας επιστημονικά συγγράμματα, τα οποία όλα αποτελούν προϊόν της αποκλειστικά προσωπικής του προσπάθειας και εργασίας. Είναι συνειδητά Χριστιανός Ορθόδοξος, και ακραιφνώς Έλληνας. Έχει αγάπη για τη Δογματική Θεολογία, την Ψυχολογία/Ψυχοθεραπεία και την Αναλυτική Φιλοσοφία. www.truescienceforall.com E-mail: exagorarakis@gmail.com

Η Θεωρία του Προσώπου


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[3]

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΞΑΓΟΡΑΡΑΚΗΣ

Η θΕΩΡΙΑ ΤΟΥ

ΠΡΟΣΩΠΟΥ Ο Μύθος της Σχιζοφρένειας Ο Μύθος του θανάτου


[4]

Η Θεωρία του Προσώπου

Εμμανουήλ Ξαγοραράκης, Η θεωρία του Προσώπου ISBN: 978-618-5147-22-8 Φεβρουάριος 2015

Σχεδιασμός εξωφύλλου, σελιδοποίηση: Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu

Ο συγγραφέας φέρει την ευθύνη για την επιμέλεια του κειμένου.

Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, μπορείτε να διαβάσετε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[5]


[6]

Η Θεωρία του Προσώπου


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[7]

Στη Μάνα μου, την Κλειώ

Στον Ένα Γιατρό, τον Ιωάννη Ν. Νέστορος


[8]

Η Θεωρία του Προσώπου


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[9]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Το αδιάβλητο του Εγώ (προσώπου) ..................................................................................................11 Διευκρινίσεις - Συμπληρώσεις ...........................................................................................................24 Η θεμελίωση της Προσωποκεντρικής Ψυχοθεραπείας και Παιδαγωγικής ..............................47 Η θεμελίωση της Συνθετικής Ψυχοθεραπείας................................................................................52 Η εφαρμογή της παρούσας θεωρίας στην Ψυχιατρική .................................................................58 Σχέση Πνεύματος-Σώματος ................................................................................................................79 Επίλογος, Μια προσωπική μου θέση και πρόταση .........................................................................96


[10]

Η Θεωρία του Προσώπου


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[11]

Το αδιάβλητο του Εγώ (προσώπου) Τι είναι αυτό που λέμε Εγώ; Θα πει κάποιος ότι είναι ο τρόπος που τοποθετείται ο άνθρωπος σε κάποιο ζήτημα της ζωής. Π.χ. ‘‘Εγώ πιστεύω ότι η τάδε κυβέρνηση είναι επιζήμια για το λαό και (εγώ) θέλω να φύγει’’. Ό,τι και να επιθυμήσουμε, ό,τι και να σκεφτούμε, ό,τι και να νιώσουμε ο καθένας μας ως άτομο, ξεκινάει, τουλάχιστο λεκτικά, αλλά και γενικότερα ως λειτουργία φρόνησης και ψυχής, ως ‘‘εγώ...’’. Το εγώ, λοιπόν, είναι η ενέργεια αυτή του υποκειμένου, η αρχή των ενεργειών του υποκειμένου, που εφαρμόζεται στο οτιδήποτε –προφανώς τόσο ως ενέργεια προς το περιβάλλον (προς άλλους ανθρώπους, ζώα, φυτά, και γενικότερα προς τα αντικείμενα) όσο και προς το υποκείμενο το ίδιο, στο οποίο ανήκει το εγώ, δηλαδή ως προς τον όλο εαυτό. Εδώ πρέπει να πούμε ότι, εφόσον το εγώ απευθύνεται και ενεργεί προς τον εαυτό, (όπου ο εαυτός είναι το σύνολο του ανθρώπινου οργανισμού –ψυχή και σώμα), τότε εγώ και εαυτός δεν ταυτίζονται. Παρόλο που όταν λέμε ‘‘εγώ’’ εννοούμε το άτομό μας, άρα τον εαυτό μας, όμως, η ενέργειά μας, που εκφράζεται μέσω της λέξης ‘‘εγώ’’, εφόσον, λέγοντας ‘‘εγώ’’, εννοούμε τον εαυτό μας, είναι πράξη αυτοπροσδιορισμού, τότε, λέγοντας, και γενικότερα φρονώντας ‘‘εγώ’’, πραγματοποιούμε την πιο γενική και πιο θεμελιώδη πράξη αυτοπροσδιορισμού και αυτοσυσχέτισης (σχέσης με τον εαυτό). Με άλλα λόγια, όταν λέω ‘‘εγώ’’, απευθύνομαι σε και θεωρώ οτιδήποτε έχει να κάνει με τον εαυτό μου: Ό,τι είμαι (γιατί ‘‘εγώ είμαι’’), ό,τι κάνω (γιατί ‘‘εγώ κάνω’’), ό,τι επιθυμώ (γιατί ‘‘εγώ επιθυμώ’’) και γενικά ό,τι έχει να κάνει με ‘‘εγώ...’’. Άρα λοιπόν, με την ενέργεια του εαυτού μας, που εκφράζεται και αρχίζει ως ‘‘εγώ...’’ απευθυνόμαστε τόσο στο τι είμαστε ατομικά –σώμα και ψυχή– όσο και στο οποιοδήποτε αντικείμενο, δηλαδή περιβάλλον (αντικείμενο=περιβάλλον, υποκείμενο=εαυτός) με το οποίο σχετιζόμαστε με τον οποιοδήποτε τρόπο. Άρα, το εγώ ‘‘εγκλείεται’’ στον εαυτό, δηλαδή αποτελεί έκφραση (ενέργεια) του εαυτού –αφού, όπως είπαμε, έχουμε το ‘‘εγώ είμαι ο Μανόλης’’, άρα, το εγώ ως προς το είναι του (‘‘εγώ είμαι...’’) αφορά μόνο στον εαυτό, όμως, ως ενέργεια, απευθύνεται στο οτιδήποτε εντός ή εκτός υποκειμένου-ατόμου. Το εγώ, λοιπόν, αφορά δυνητικά στο οτιδήποτε. Πώς, όμως, ορίζεται το εγώ; Τι είναι το εγώ; Για να το αντιληφθούμε το εγώ θα πρέπει να το δούμε μέσα στα πλαίσια που εντάσσεται και λειτουργεί. Το εγώ το χρησιμοποιούμε και το εκφέρουμε μόνο ως ‘‘εγώ κάνω’’, ‘‘εγώ θέλω’’, ‘‘εγώ είμαι’’, κλπ. Το να πούμε ‘‘το εγώ θέλει’’ ή ‘‘το εγώ κάνει’’, κλπ, είναι συμβατικό και συνεπώς λάθος γιατί, τουλάχιστον από άποψης γλωσσολογικής, το εγώ είναι ο ορισμός του πρώτου ενικού προσώπου. Όπως είναι λάθος να πούμε ‘‘αυτός


[12]

Η Θεωρία του Προσώπου

κάνουμε’’, άλλο τόσο λάθος είναι και το να πούμε ‘‘το εγώ κάνει’’. Και, εφόσον η γλωσσική λειτουργία, η οποία μας οριοθετεί εδώ με αυτόν τον τρόπο, είναι και γενικότερα νοητική λειτουργία, άρα είναι και εν γένει θεώρηση –εδώ– του εγώ. Μπορούμε να πούμε ‘‘το εγώ’’, αλλά αυτό είναι συμβατικό από την άποψη ότι αντικειμενοποιούμε το εγώ –το θέτουμε ως αντικείμενο του άρθρου ‘‘το’’. Μπορούμε να πούμε ‘‘το εγώ του Μανόλη’’, όμως, αν αυτή τη φράση τη λέει ο Δημήτρης, είναι σίγουρο ότι το εγώ του Δημήτρη ενεργεί τη φράση αυτή (τη διατυπώνει, τη νοεί) και, εφόσον το εγώ είναι ενέργεια του ατόμου (και εκφράζετραι ως ‘‘εγώ (ο Δημήτρης) είμαι...’’, ‘‘εγώ (ο Δημήτρης) κάνω...’’, κλπ), τότε το εγώ –ο Δημήτρης– θεωρεί και γενικά σχετίζεται με το εγώ –ο Μανόλης– ως: ‘‘εγώ (ο Δημήτρης)’’ θεωρώ ‘‘εσένα (Μανόλη)’’ ή ‘‘τον (Μανόλη)’’. Δε μπορούμε να πούμε ‘‘εγώ (ο Δημήτρης) θεωρώ εγώ ο (Μανόλης)’’. Αυτό θα ήταν άτοπο. Συνεπώς, το εγώ θεωρούμενο ως αντικείμενο χάνεται, αφού αναγκαστικά εκφέρεται ως ‘‘τον’’ ή ‘‘εσένα’’, κλπ. Άρα, εφόσον εγώ που γράφω την παρούσα μελέτη είμαι ο Μανόλης, δε μπορώ να μιλήσω για το εγώ του Δημήτρη ή του Κώστα, κλπ, με γνήσιο τρόπο, μπορώ να μιλήσω μόνο για εμένα και να πω ‘‘εγώ ο Μανόλης’’. Ο Μανόλης είναι ο όλος άνθρωπος, το άτομο, ο ψυχοσωματικός οργανισμός. Αν θέλω να μιλήσω μόνο για το εγώ μου, θα πω μόνο ‘‘εγώ’’. Και όχι ‘‘το εγώ μου’’. Όμως, τι σημαίνουν όλα αυτά; Μπορώ να αντιληφθώ, να νοήσω και να αναφερθώ μόνο σε εμένα (‘‘εγώ’’); Δε μπορώ να αντιληφθώ το ότι και ο άλλος έχει εγώ; Δηλαδή θα πρέπει, σε τελική ανάλυση, να σκεφτώ ότι, εφόσον δε μπορώ να νοήσω το εγώ του άλλου, τα άλλα εγώ δεν υπάρχουν; Αυτό το ερώτημα είναι λάθος. Εφόσον εγώ σκέφτομαι ή πράττω ή επιθυμώ, κλπ, και –εν προκειμένω– αντιλαμβάνομαι, το να αντιληφθώ το εγώ του Δημήτρη θα σήμαινε (από την άποψη της γνήσιας θεώρησης του εγώ, στην οποία αναφερθήκαμε) να πω ‘‘εγώ (ο Δημήτρης)’’, άρα να ταυτιστώ με το εγώ του Δημήτρη ή τον Δημήτρη, πράγμα άτοπο. Άλλο, όμως, ταυτίζομαι με το Δημήτρη και άλλο αντιλαμβάνομαι το Δημήτρη. Και, η θεώρηση του εγώ του Δημήτρη σημαίνει αυτή καθαυτή την ταύτιση με το Δημήτρη, αφού, στα πλαίσια του εγώ, μπορούμε να πούμε μόνο ‘‘εγώ (ο Δημήτρης)’’. Άρα, η θεώρηση του εγώ ενεργείται μόνο ως ταύτιση και (εγώ) ο Μανόλης ταυτίζεται (ή ταυτίζομαι) μόνο με το Μανόλη (με τον εαυτό μου). Άρα, όταν λέω ‘‘εγώ’’, εφόσον οποιαδήποτε ενέργεια του εγώ, είτε αφορά στον εαυτό είτε σε οτιδήποτε έξω από αυτόν, αρχίζει ως ‘‘εγώ...’’, η θεώρηση (ή η αρχή) όλων των ενεργειών (ψυχικών ή σωματικών, πρακτικών ή αφηρημένων, κ.ο.κ.) ανάγεται μόνο στη λέξη ‘‘εγώ’’. Συνεπώς, μπορούμε να θεωρήσουμε –ή, αλλιώς, να ενεργήσουμε– τα πάντα με την αρχή ‘‘εγώ’’. (Εγώ) βλέπω το Δημήτρη, (εγώ αντιλαμβάνομαι ότι) ο Δημήτρης παίζει κιθάρα, κλπ. Προφανώς οτιδήποτε μπορεί να διατυπωθεί και να νοηθεί για το


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[13]

Δημήτρη, αυτονόητα αρχίζει με το ‘‘εγώ’’, άρα ενεργείται (ως υποκειμενική πάντα ενέργεια) από το εγώ –ή, καλύτερα, για να μη λέμε ‘‘το εγώ’’, πράγμα άτοπο – από εμένα. Εκτός από τις οποιεσδήποτε περιγραφές-ιδιότητες-ενέργειες του Δημήτρη, μπορούμε προφανώς να διατυπώσουμε τα ίδια και για ζώα, άψυχα αντικείμενα, καταστάσεις, ιδέες, κλπ, δηλαδή για τα πάντα που μπορούν να νοηθούν, άρα που υπάρχουν και που το εγώ ή το άτομο έχει την ευχέρεια να σχετιστεί με αυτά. Οτιδήποτε μπορεί να σχετιστεί με το εγώ ως ‘‘εγώ...’’, δηλαδή να ενεργηθεί ως θεώρηση-συσχέτιση του εγώ εκτός από το εγώ του τάδε, λόγω, όπως έχουμε πει, λογικής (γλωσσολογικής) ασυνέπειας. Η ασυνέπεια αυτή δε συναντάται σε οτιδήποτε άλλο εκτός από το ‘‘εγώ’’ (ή, για να ακριβολογούμε, ‘‘εκτός από εμένα’’!), γιατί το οτιδήποτε άλλο δεν ενέχει αυτό που ενέχει το εγώ (αυτό που ενέχω εγώ!). Και, αυτό είναι η έννοια της αρχής, της υποκειμενικότητας. Μιας υποκειμενικότητας, η οποία εκφράζεται εδώ στην απόλυτη μορφή της ως ‘‘εγώ (π.χ.) ενεργώ’’. Άλλωστε, μήπως η ίδια η ουσία της υποκειμενικότητας δεν είναι αδύνατο και αδιανόητο να νοηθεί και να εκφραστεί χωρίς το εγώ; Εγώ γράφω την παρούσα θεωρία. Εγώ σκέφτομαι όλα αυτά... Όμως, προσοχή! Το ότι δε μπορώ να νοήσω, να διατυπώσω, άρα να σχετιστώ κατά κανένα τρόπο με το εγώ του Δημήτρη, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει ο Δημήτρης ή ότι δε μπορώ να νοήσω το Δημήτρη ή ότι ο Δημήτρης δεν επιθυμεί, δεν πράττει, δεν έχει υποκειμενικότητα. Το σίγουρο είναι ότι δε μπορούμε να νοήσουμε ή να εκφράσουμε ‘‘το εγώ’’ του Δημήτρη. Μπορούμε, όμως, να νοήσουμε και να εκφράσουμε ‘‘τον’’ Δημήτρη. ‘‘Εγώ’’ είναι πρώτο πρόσωπο και είμαι εγώ, που γράφω τα παρόντα. ‘‘Αυτός’’, δηλαδή ο Δημήτρης είναι τρίτο πρόσωπο, και στην έκφραση αυτή δεν υπάρχει ατόπημα. Εσύ που διαβάζεις αυτά είσαι δεύτερο πρόσωπο, και επίσης δεν υπάρχει ατόπημα στην έκφραση, άρα στη νόηση, άρα στη συσχέτιση με εσένα. Εφόσον, λοιπόν, εγώ μπορώ να συσχετιστώ με εσένα ή το Δημήτρη, γιατί να μη μπορώ να συσχετιστώ με το εγώ σου ή με το εγώ του, σε βαθμό μάλιστα που να είναι λάθος ακόμα και το να πω –να διανοηθώ– αυτό που μόλις τώρα έγραψα –‘‘το εγώ (σου/του)’’; Δεν έχεις/έχει εγώ; Δεν υπάρχει για μένα το εγώ σου/του; Κι αν δεν υπάρχει αυτό για μένα, τότε, εφόσον εγώ δεν έχω την παραμικρή δυνατότητα έστω να τολμήσω να διανοηθώ το εγώ σου/του, γιατί να έχω λόγο έστω να υποθέσω ότι υπάρχει από οποιαδήποτε άποψη και θέση το εγώ σου/του; Εφόσον, δηλαδή, εγώ – δηλαδή ό,τι είμαι (γιατί ‘‘εγώ’’ είμαι) ό,τι συλλαμβάνω (γιατί ‘‘εγώ’’ συλλαμβάνω), με ό,τι σχετίζομαι (γιατί ‘‘εγώ’’ σχετίζομαι με...)– από καμία απολύτως άποψη και με καμία απολύτως δυνατότητα δε μπορώ να πω για σένα/αυτόν ‘‘το εγώ σου/του’’, δηλαδή να συλλάβω το εγώ σου/του, μήπως δεν έχεις/έχει εγώ; Μπορώ, βέβαια, να πω εσύ/αυτός. Άρα, εσένα/αυτόν μπορώ να σε/τον νοήσω. Ποια λοιπόν η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών πλευρών; Γιατί η μία είναι αδιανόητη –άρα, ανύπαρκτη– και η άλλη νοητή –άρα σίγουρα υπαρκτή:


[14]

Η Θεωρία του Προσώπου

υπάρχεις/υπάρχει; Από τη μία πλευρά υπάρχεις/υπάρχει και από την άλλη πλευρά δεν υπάρχεις/υπάρχει; Όχι. Ο τρόπος που εκφραστήκαμε στην τελευταία πρόταση είναι ασυνεπής. Το από τη μια ναι και από την άλλη όχι στο ‘‘υπάρχεις/υπάρχει’’ δεν ισχύει, γιατί το ίδιο το υπάρχεις/υπάρχει είναι μόνο (αυτή καθεαυτή) η μία πλευρά. Η πρώτη πλευρά, το ‘‘εγώ σου/του’’ δεν εκφράζεται ως υπάρχεις/υπάρχει –ή, πιο σχολαστικά, ‘‘το εγώ σου/του υπάρχει’’. Το ίδιο το ‘‘υπάρχει’’ στην τελευταία πρόταση συνδυάζεται μόνο με το εσύ/αυτός (υπάρχει). Το εγώ νοείται μόνο ως ‘‘εγώ υπάρχω’’. Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται απλά φιλοσοφικά και ίσως στείρα διανοήματα. Όμως, η φιλοσοφία τους και η διανόησή τους, αν κάνουμε μερικά βήματα παραπέρα, θα δούμε ότι είναι θεμελιωδώς ζήτημα ζωής και τρόπου ύπαρξης. Είπαμε ότι όλες οι ενέργειες, οι ιδιότητες, οι δομές του εαυτού ορίζονται από το εγώ (για να ακριβολογούμε, από εμένα): Εγώ παίζω, εγώ νιώθω, εγώ θέλω, εγώ ζω, εγώ σκέφτομαι, εγώ εργάζομαι, κλπ. Τίποτα δεν υπάρχει σε εμένα που να μην κάνω ή να μην είμαι εγώ. Για εσένα ή για το Δημήτρη ισχύουν τα ίδια. Εσύ κάνεις, εσύ είσαι. Αυτός κάνει, αυτός είναι. Το εγώ αναφέρεται στην ολότητά μου, δηλαδή σε ό,τι αφορά στο άτομό μου. Το εσύ/αυτός αναφέρεται στην ολότητά σου/του. Ή, για να το πούμε καλύτερα, στην ατομικότητά σου/του. Τώρα, το να θελήσω να σφετεριστώ με τρόπο τόσο άκομψο, που καταντά οντολογικό ατόπημα, την ατομικότητά σου/του –ή, αλλιώς, ‘‘εσένα’’ ή ‘‘αυτόν’’– είναι σίγουρα αδιανόητο. Και, ο σφετερισμός αυτός δεν αναφέρεται ως ‘‘σφετερίζομαι εσένα/αυτόν’’. Λέγοντας σφετερίζομαι την ‘‘ατομικότητά σου’’, ουσιαστικά λέω σφετερίζομαι ‘‘το εγώ σου’’! Γιατί η ατομικότητα, που την αναφέρουμε και ως ολότητα, ταυτίζεται με το εγώ; Όπως είπαμε, το εγώ έχει καθολική (ατομική) αναφορά στον εαυτό: εγώ κάνω, εγώ είμαι, κλπ. Η λέξη ‘‘εγώ’’ είναι το υποκείμενο σε όλα τα ανωτέρω ρήματα. Το εγώ ενεργεί τα πάντα στον εαυτό. Μπορώ εγώ να ενεργήσω τα ατομικά στο εγώ σου; (Λέω ‘‘στο εγώ σου’’ και όχι ‘‘σε σένα’’). Δε μπορώ να το κάνω αυτό, γιατί η ενέργεια αυτή είναι ενέργεια του εγώ (σου). Η ατομικότητά σου, αν σφετεριστεί –ως ατομικότητα, πάντα– αυτό σημαίνει ότι θα πάψεις να υπάρχεις ως άτομο (προφανώς). Άρα, εσύ δε θα είσαι εσύ κατά κανένα τρόπο. Όμως, οι άνθρωποι αλληλοεπηρεάζονται κάθε μέρα και στιγμή. Αλληλοαλλοιώνονται (σφετερίζονται) με όλους τους τρόπους –είτε για καλό, είτε για κακό. Άρα, από ποια άποψη μου είναι αδύνατο να σφετεριστώ το εγώ σου; Ποια η διάκριση μεταξύ σφετερισμού και μη σφετερισμού; Παραπάνω, σε παρένθεση διακρίναμε ανάμεσα στους όρους ‘‘στο εγώ σου’’ και ‘‘σε σένα’’. Η διάκριση λοιπόν που ζητάμε έγκειται στη διάκριση μεταξύ της θεώρησης ‘‘του εγώ’’ σου/του και της θεώρησης ‘‘εσένα/αυτού’’. Εδώ η θεώρηση


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[15]

είναι γενικά ο συσχετισμός με το εγώ σου/του ή με εσένα/αυτόν, άρα και ο σφετερισμός-επιρροή. Το να θεωρήσω ‘‘το εγώ σου/του’’ σημαίνει ότι αυτή η θεώρηση είναι (ή γίνεται) μέρος-ενέργεια του εγώ μου. ‘‘Θεωρώ το εγώ σου’’. Κάνω ένα άλλο εγώ να υπόκειται σε εμένα: Εγώ ενεργώ (έχω, κάνω, εξουσιάζω) ένα άλλο εγώ. Λέω, π.χ., (i)‘‘το εγώ σου είναι επίμονο’’. Είναι διαφορετικό να πεις εσύ ο ίδιος (ii)‘‘εγώ είμαι επίμονος’’. Στην πρώτη περίπτωση το ‘‘επίμονο’’ είναι χαρακτηριστικό του εγώ, ενώ στη δεύτερη το ‘‘επίμονος’’ είναι χαρακτηριστικό του εαυτού όπως ορίζεται (ενεργείται) από το εγώ. Στην (i) το εγώ αντικειμενοποιείται∙ δεν ορίζει∙ όρίζεται. Δεν ενεργεί, αλλά ορίζεται και ενεργείται από εμένα γιατί προφανώς εγώ θεωρώ ότι ‘‘το εγώ σου είναι επίμονο’’. Προφανώς, στη διατύπωση ‘‘εγώ είμαι επίμονος’’ το εγώ ενεργεί και δεν ενεργείται. Αν (εγώ) πω ότι ‘‘εσύ είσαι επίμονος’’, λέγοντας ‘‘εσύ’’, δεν ενεργώ εγώ την επιμονή σε εσένα (δηλαδή, δε χαρακτηρίζω το εγώ σου), αλλά εσύ ενεργείς την επιμονή σε εσένα. Δεν ορίζεσαι, αλλά ορίζεις. Και, λέγοντας ότι δεν ορίζεσαι (από μένα), δεν εννοώ ότι δεν ορίζεσαι ως επίμονος, εφόσον, μάλιστα, λέω ‘‘εσύ είσαι επίμονος’’. Εννοώ ότι δεν ορίζεσαι εκ των έσω. Δηλαδή, δεν παίρνω τη θέση σου, ώστε να βάλω το εγώ μου αντί για το εγώ σου στον ορισμό και να ορίζω εγώ εσένα αντί για εσύ εσένα. ‘‘Εσύ είσαι επίμονος’’ δε σημαίνει ότι εγώ ορίζω εσένα επίμονο. Δε σημαίνει ότι εγώ ορίζω εσένα επίμονο, από την άποψη ότι δεν παίρνω τη θέση, το ρόλο, τα ηνία του εγώ σου. Αν γινόταν κάτι τέτοιο θα μπορούσε ίσως να εκφραστεί με τον εξής παράλογο τρόπο: Εγώ ορίζω ότι εγώ είσαι επίμονος. Εφόσον το να πούμε ‘‘το εγώ σου είναι’’ είναι άτοπο και μπορούμε μόνο, στα πλαίσια της διατύπωσης της λέξης ‘‘εγώ’’, να πούμε ‘‘εγώ είμαι’’, το ‘‘εγώ είσαι’’ είναι ο μόνος τρόπος να διατυπώσουμε, από τη μια τη λέξη ‘‘εγώ’’, και από την άλλη να χαρακτηρίσουμε εσένα, λέγοντας έτσι ‘‘είσαι’’. Μήπως, αν το καλοσκεφτούμε, το ‘‘εγώ είσαι’’ δεν είναι ουσιαστικά η αντικειμενοποίηση του εγώ; Δηλαδή, αντί για να διατυπώσουμε το εγώ στο πρώτο πρόσωπο, το οποίο εκφράζει την υποκειμενικότητα (εγώ είμαι) –άρα την κυριότητα– προσαρμόζουμε το εγώ στο δεύτερο πρόσωπο, άρα, λέγοντας ‘‘εγώ είσαι’’, είναι το ίδιο σα να λέμε ‘‘το εγώ σου’’, εκφράζοντας έτσι αντικειμενοποίηση –άρα σφετερισμό. Ο σφετερισμός, λοιπόν, εκφράζεται ως ‘‘το εγώ σου’’, που ισοδυναμεί με και πηγάζει από το ‘‘εγώ είσαι’’. Το ‘‘εγώ είσαι’’ αποτινάσσει το σφετερισμό όταν διατυπωθεί με την, αν μη τι άλλο, προφανώς ορθή διατύπωσή του, την: ‘‘εγώ είμαι’’. Η άλλη διόρθωση του ‘‘εγώ είσαι’’ είναι η ‘‘εσύ είσαι’’. Όμως, μια και αναφερόμαστε στο εγώ, εσύ που είσαι ή εσύ που διαβάζεις αυτά τα λόγια, προφανώς λες ‘‘εγώ είμαι’’. Άρα, όσο εκφράζω, νοώ, βιώνω, κλπ, το ‘‘εγώ είμαι’’ ή ‘‘εγώ κάνω’’ ή ‘‘εγώ εργάζομαι’’, κ.ο.κ., δεν κινδυνεύω να σφετερίζεται το εγώ μου κάποιος άλλος. Εγώ δεν κινδυνεύω. Όμως, μήπως το ‘‘εγώ...’’ δεν είναι το πλέον αυτονόητο και a priori


[16]

Η Θεωρία του Προσώπου

δεδομένο και κεκτημένο; Εδώ ας διευκρινήσουμε ότι το ‘‘εγώ...’’ δεν ισχύει μόνο όσο είμαι ατομιστής και κλείνομαι στο καβούκι μου μη επιτρέποντας αλληλεπίδραση με κανέναν και ενεργώντας ή υπάρχοντας μόνος και ατομικά. Αυτό θα ήταν η απομόνωση του ατόμου, άρα του εαυτού και όχι του εγώ. Ο εαυτός μου συνυπάρχει με τα άλλα άτομα, τους άλλους οργανισμούς, και αλληλεπιδρά εντελώς αναπόφευκτα με αυτούς∙ τόσο αναπόφευκτα, που μιλάμε για μια κατάσταση εντελώς δεδομένη και φυσική. Άρα, θα ήταν εντελώς παράλογο και άρνηση της θεμελιωδέστατης πραγματικότητας να αρνηθούμε την ίδια τη συνύπαρξή μας με τους συνανθρώπους μας, αλλά, σε τελική ανάλυση, και με όλο το περιβάλλον μας, έμψυχο και άψυχο, γιατί και αυτό επιδρά στον εαυτό μας. Το εγώ, από την άλλη, ενώ ενεργεί μέσα στον εαυτό (εντάσσεται σ’ αυτόν), δεν ενεργεί μόνο με αντικείμενο ή στόχο τον εαυτό. Εγώ βοηθώ την ηλικιωμένη γυναίκα να περάσει το δρόμο, γιατί εγώ το θέλω έτσι. Δε με δεσμεύει το ότι ενδεχομένως ο εαυτός μου (το σώμα μου ή η ψυχή μου) θα κουραστεί, γιατί εγώ θέλω (δηλαδή επιλέγω ή δε με ενοχλεί) να κουραστώ. Το ζήτημα είναι προφανές. Άρα, λοιπόν, από τι απειλείται ή σφετερίζεται το εγώ, εφόσον όλα αυτό τα ενεργεί και από τίποτα δεν απειλείται; Το ότι δεν απειλείται το εγώ από τίποτα σημαίνει, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, ότι τίποτα (όπως ένα άλλο εγώ) δε μπορεί να ενεργήσει για χάρη του, δηλαδή να πάρει τη θέση του. Είπαμε ότι το εγώ ενεργεί παντοιοτρόπως ως ‘‘εγώ θέλω’’, ‘‘εγώ κάνω’’, κλπ. Ας πάρουμε εδώ τη θέληση ως ενέργεια του εγώ, η οποία και τείνει να είναι η πιο θεμελιώδης ενέργειά του, τουλάχιστον από την άποψη της επιστήμης της ψυχολογίας, η οποία ερευνά, εν πολλοίς, τις τάσεις της ψυχής, άρα τις επιθυμίες της. ‘‘Εγώ θέλω’’. Π.χ. εγώ θέλω να κάνω κοπέλα μου την Α. Αυτή την επιθυμία θα την ονομάσουμε ΕΑ. Όπως είπαμε, τίποτα δεν μπορεί να ενεργήσει για εμένα (για το εγώ μου), άρα, εφόσον έχω την εν λόγω επιθυμία, αυτή η ενέργεια του εγώ μου δε μπορεί να αλλοιωθεί ή να αντικατασταθεί από την ενέργεια ενός άλλου εγώ. Αυτό από την άποψη ότι δεν μπορεί το εγώ μου αυτό (αυτή η ενέργεια του εγώ μου) να νικηθεί εκ των έσω, δηλαδή να απειληθεί το εγώ μου όπως αποδείξαμε ότι δεν μπορεί να απειληθεί. Σίγουρα, η επιθυμία ΕΑ μπορεί να αλλάξει∙ να τροποποιηθεί ή να ακυρωθεί∙ αλλά αυτό μπορεί να είναι κάλλιστα εκ των έσω∙ από το ίδιο το εγώ. Δηλαδή, μπορεί η κοπέλα αυτή, π.χ., να μου δείξει ένα χαρακτήρα που δεν είχα δει πρωτύτερα και να επιθυμήσω να αφήσω την επιθυμία ΕΑ ή να επιλέξω να δώσω χρόνο στην κοπέλα ώστε να δω καλύτερα το χαρακτήρα της, για να πάρω μια τελική απόφαση. Όμως, η αλλαγή αυτή της ενέργειας του εγώ, της επιθυμίας, δεν είναι ‘‘σφετερισμός’’ του εγώ, αλλά ελεύθερη έκφραση του εγώ. Το εγώ σε αυτήν την περίπτωση δεν αλλοιώθηκε, γιατί στην ουσία δεν ακυρώθηκε η ΕΑ. Κι αυτό, επειδή η ΕΑ δεν έρχεται σε αντίθεση με την επόμενη


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[17]

επιθυμία, την έστω ΕΒ. Η ΕΑ δε νοείται ως απόλυτης ισχύος. Δεν έχω την ΕΑ ως απόλυτη και οριστική απόφαση. Η ΕΑ ισχύει (ενεργείται από εμένα) υπό την προϋπόθεση την οποία εισάγει η ΕΒ. Οι επιθυμίες και οι επιλογές γενικά ισχύουν υπό προϋποθέσεις, όπου η κάθε επιθυμία συμπλέκεται με άλλες ούτως ώστε να διαμορφωθεί μια τελική επιλογή ή επιθυμία ή στάση. Ως εκ τούτου μπορούμε να πούμε ότι μια επιθυμία, ως συστατικό ενός συμπλέγματος επιθυμιών, ισχύει ως τέτοια απόλυτα, ή, εφόσον καμιά επιθυμία δεν είναι απόλυτη, αφού εμείς, άρα το εγώ μας δεν έχει απόλυτη δύναμη, μπορούμε να πούμε ότι ισχύει ελεύθερα και συνειδητά∙ ισχύει ως γνήσια και κατασταλαγμένη επιθυμία μας. Δηλαδή, θέλω α αν ισχύει (αν θέλω) β, γ και δ. Ή, ακόμη πιο απλά, θέλω α και βλέπουμε στο μέλλον τι θα προκύψει, ώστε να διαπιστώσω αν θέλω α. Ακόμη κι έτσι, το ‘‘θέλω α’’ είναι ελεύθερη θέληση και δεν ακυρώνεται το εγώ αν αλλάξει η επιθυμία α, εφόσον το ίδιο το εγώ εμπερικλείει την ενδεχόμενη αλλαγή της επιθυμίας α. Άρα, πότε σφετερίζεται –ακυρώνεται καθαυτό– το εγώ; Μήπως όταν έχω μια θέληση που δεν είναι πραγματικά δική μου; Δηλαδή όταν, αντί να θέλω α, θέλω χ, οπού η χ δεν πηγάζει από το θέλω μου; Ή όταν η χ είναι λάθος; Και πώς νοείται ως λάθος; Εφόσον η χ νοείται ως σφετερισμός του εγώ, γιατί, σε περίπτωση μη σφετερισμού του εγώ, έχουμε αναγκαστικά την α, και ο σφετερισμός του εγώ δε νοείται –δεν είναι εφικτός– τότε μένει μόνο να πούμε ότι η α δεν αντικαθίσταται από τη χ∙ το εγώ, με άλλα λόγια, δε σφετερίζεται, Από την άλλη, όμως, εφόσον το εγώ δεν είναι παντοδύναμο, τότε και η ισχύς της α δεν είναι απόλυτη. Η α δεν αντικαθίσταται από τη χ –και αυτό, όχι λόγω παντοδυναμίας, άλλα λόγω απόλυτης υποκειμενικότητας ή ατομικότητας όπως την έχουμε αναπτύξει– αλλά, εφόσον δεν είναι απόλυτης ισχύος, μένει μόνο να πούμε ότι μεταβάλλεται η ισχύς της και όχι η μορφή της (από α σε χ)∙ όχι η ποιότητά της, αλλά η ποσότητά της. Μεταβάλλεται η δύναμη της επιθυμίας και όχι το είδος της επιθυμίας. Η ποσότητά της, και όχι η ποιότητά της. Το ίδιο ισχύει και για όλες τις ενέργειες του εγώ, όπως είναι ευνόητο, εφόσον τον τομέα των επιθυμιών τον εξετάσαμε ως ένα απλά παράδειγμα. Έτσι, και στο επίπεδο των συναισθημάτων, εφόσον η παθολογία τα καθιστά απλά λιγότερο έντονα (ή ζωντανά) και όχι διαφορετικού είδους, αν πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδιοσυγκρασία ανθρώπου, δηλαδή μια σύνθεση συναισθηματικών τάσεων, έχουμε ως εξής: Η παθολογία του ανθρώπου αυτού σημαίνει ότι κάποια από τα συναισθήματα θα μειωθούν∙ δηλαδή, θα μειωθεί η ποσότητα της ιδιότητάς τους: Αν το να αισθάνεσαι έντονη χαρά πληγεί, θα αισθάνεσαι μέτρια ή ασθενική χαρά. Αν το να αισθάνεσαι χαρά με χρονική διάρκεια πληγεί, τότε θα αισθάνεσαι συντομότερη σε χρονική διάρκεια χαρά, κ.ο.κ. Τα στοιχεία (όπου το κάθε συναισθηματικό χαρακτηριστικό αποτελεί ένα στοιχείο) θα μεταβληθούν ποσοτικά.


[18]

Η Θεωρία του Προσώπου

Πώς, όμως, νοείται και λειτουργεί η ποσοτική αλλοίωση του εγώ; Είπαμε ότι ένα στοιχείο (π.χ. μια επιθυμία) α του εγώ δεν αντικαθίσταται από ένα στοιχείο χ, αλλά, απλά, το α ελαττώνεται. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι κατά την προσπάθεια αντικατάστασης του εγώ α από το εγώ χ, το εγώ χ δεν καταφέρνει να μπει, να σφετεριστεί το εγώ α, εφόσον, όπως έχουμε πει, το εγώ χαρακτηρίζεται από απόλυτη υποκειμενικότητα, και το μόνο που συμβαίνει είναι, το εγώ α, ως απόλυτα υποκειμενικό, να αλλάξει το ίδιο τον εαυτό του. Ας εξετάσουμε το θέμα χρησιμοποιώντας έναν ψυχολογικό όρο∙ την ‘‘εσωτερίκευση’’. Η εσωτερίκευση είναι, στην παθολογική της διάσταση, η λήψη ενός προτύπου, άρα ενός εγώ (χ) από έναν ψυχικά αδύναμο άνθρωπο και η αντικατάσταση του εγώ (α) αυτού του ανθρώπου από το εγώ (χ) ενός άλλου ανθρώπου. Εφόσον η εσωτερίκευση αυτή νοείται ως αντικατάσταση, αφού γίνεται με τρόπο άκριτο, όπου ο άνθρωπος (α) δεν εκτιμά αρκετά τον εαυτό του –άρα το εγώ του ‘‘νικιέται’’ από το εγώ χ– τότε το εγώ α σφετερίζεται από το εγώ χ. Ή τουλάχιστον, ο α έτσι εκλαμβάνει και αντιμετωπίζει αυτήν την εσωτερίκευση. Το μυαλό του ουσιαστικά κάνει το λάθος, το οποίο εκφράζεται ως ‘‘εσύ είμαι’’ (ή ‘‘εγώ είσαι’’), στο οποίο έχουμε αναφερθεί. Ο άνθρωπος α κάνει το λάθος να αντικαταστήσει το εγώ του (α) με το εγώ χ. Βέβαια, όπως έχουμε αποδείξει, ο σφετερισμός, άρα η αντικατάσταση, δεν ισχύει. Όμως, η λάθος φρόνηση ‘‘εσύ είμαι’’ είναι μια ακραία λάθος φρόνηση, όπου, σύμφωνα πάντα με αυτή τη φρόνηση, ένα εγώ αντικαθιστά ένα άλλο εγώ. Τα δύο εγώ, ως ομοειδή μεγέθη, είναι το ίδιο βαρυσήμαντα. Έχουν ίδια αξία, ίδια λειτουργικότητα, ίδια υπόσταση. Άρα, όταν το εγώ χ ‘‘εισέλθει’’ εντός του εγώ α, τότε έχουμε να κάνουμε με μια αλλαγή εντός του εγώ α, η οποία νοείται ως ποσοτική. Το εγώ α μειώνεται (ποσοτικά) και δεν αλλάζει ποιοτικά. Κι αυτό γιατί τα δύο εγώ, ως όμοια μεγέθη συγκρίνονται και ανταγωνίζονται στην ψυχή του ανθρώπου α ποσοτικά. Με άλλα λόγια, αν ο άνθρωπος α δεν είχε να συγκρίνει (εσωτερικεύσει) το εγώ του με το εγώ χ, αλλά με ένα άλλο ερέθισμα, το οποίο δεν είναι ομόλογο του εγώ του (δηλαδή δεν είναι ένα άλλο εγώ), αλλά είναι, π.χ., η παρατήρηση του πώς το νερό μιας πηγής σχηματίζει ένα ρυάκι, τότε δε θα είχαμε σφετερισμό. Δε θα είχαμε αντικατάσταση του εγώ α από το ερέθισμα, αφού το ερέθισμα δε λειτουργεί ανταγωνιστικά στο εγώ. Και, το ότι δε λειτουργεί ανταγωνιστικά σημαίνει ότι δε σχετίζεται ποσοτικά, άρα το εγώ α δεν κινδυνεύει να μειωθεί. Και εννοούμε να μειωθεί ως εγώ, δηλαδή να μειωθεί, να αλλοιωθεί η υπόστασή του∙ να ακυρωθεί η εγωτική ποιότητα. Αν δεν ακυρωθεί αυτή η ποιότητα το εγώ δεν αλλάζει κατά καμία έννοια, γιατί στην παρούσα μελέτη εξετάζουμε κατά πόσο οι ενέργειες του εγώ (εγώ θέλω, εγώ εργάζομαι, κ.ο.κ.) είναι ενέργειες του εγώ (άρα, αν έχουμε σφετερισμό του εγώ) και όχι το τι το εγώ θέλει ή δε θέλει, κλπ. Το νερό που κυλάει στο ρυάκι, συνεπώς, δεν αλλάζει την εγωτική ποιότητα, δηλαδή δε σφετερίζεται το εγώ, γιατί δεν αποτελεί ένα άλλο εγώ∙ δεν ανταγωνίζεται το εγώ α, αφού δεν είναι ομόλογό του∙ ομοειδές του. Και, αυτή


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[19]

καθαυτή η αλλοίωση του εγώ από το ομοειδές μέγεθος (εγώ χ) νοείται ως ποσοτική αλλοίωση, εφόσον νοείται ως αντικατάσταση. Είναι όπως στα μαθηματικά: αν α=x+y+z και χ=x+y, τότε μπορούμε να πούμε ότι ο ανταγωνισμός-σύγκριση των α και χ νοείται ως α>χ, δηλαδή α=χ+z, που σημαίνει α–χ=z, άρα το α, που ισούται με x+y+z μειώθηκε σε z. Είναι προφανές ότι μόνο δύο ομοειδή μπορούν να αντικαταστήσουν ή να ανταγωνιστούν το ένα το άλλο. Αυτή η αντικατάσταση, λοιπόν, είναι η ποσοτική αλλοίωση. Εδώ, βέβαια, να σημειώσουμε ότι τα στοιχεία x, y και z που συνθέτουν το α νοούνται ως ίδιας εγωτικής (προσωπικής) ποιότητας αφού το α το θεωρούμε πριν την αλλοίωση-αντικατάσταση. Και το α έχει την ίδια ποιότητα με το καθένα από τα συστατικά του (x, y, z), εφόσον επίσης υφίσταται πριν την αλλοίωση. Με την αντικατάσταση προκύπτει το z μέσω της απουσίας των x και y, η οποία απουσία είναι ουσιαστικά η αντικατάσταση. Και, εφόσον το z έχει την ίδια ποιότητα με το α, δεν προκύπτει ποιοτική αλλοίωση. Επίσης να σημειώσουμε ότι ο τρόπος που συνθέτουμε το α και το χ, δηλαδή μέσω της παρατακτικής σύνθεσης των x, y, και z (πρόσθεσης), είναι ορθός καθότι ασχολούμαστε με την έννοια και τη διαδικασία της αντικατάστασης (καθαρά και αυστηρά), άρα της αφαίρεσης στοιχείων. Και, ως γνωστό, η αφαίρεση είναι η αναίρεση της πρόσθεσης. Άρα προϋποτίθεται η προσθετική σύνθεση των στοιχείων. Και, εφόσον ο σφετερισμός δεν είναι εφικτός, δηλαδή ο άνθρωπος α δεν μπορεί να πραγματοποιήσει ουσιαστικά την εσωτερίκευση –με άλλα λόγια, να πει ‘‘εσύ είμαι’’ ή ‘‘εγώ είσαι’’– τότε η εσωτερίκευση είναι μια ψευδαίσθηση και το εγώ α δεν αποκτά την ποιότητα του εγώ χ. Αλλά, εφόσον το εγώ α πραγματοποιεί την εσωτερίκευση ως ψευδαίσθηση, το μόνο που καταφέρνει είναι να ακυρώνει τον εαυτό του και όχι να τον αλλάζει (αντικαθιστά). Και, η ακύρωση αυτή λειτουργεί μονάχα στα πλαίσια της ψευδαίσθησης. Και, η ψευδαίσθηση αυτή είναι αρκετή για την ακύρωση (λιγότερο ή περισσότερο), γιατί, εφόσον ‘‘εγώ α’’ και ‘‘εγώ χ’’ είναι ομοειδή, άρα το ίδιο βαρυσήμαντα (άρα υπάρχει η ψευδαίσθηση της αντικατάστασης), τότε στη συνείδηση και τη φρόνηση του ανθρώπου α, το εγώ του (α) δεν επιβιώνει (λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με το πόσο απειλητικό νιώθει το εγώ χ). Και, εφόσον το εγώ δεν αποτελεί αντικείμενο σφετερισμού (δεν αντικαθίσταται), αυτή η ψευδαίσθηση περί αντικατάστασης είναι που μειώνει τη δύναμη του εγώ –και αναγκαστικά τη μειώνει (την αλλάζει ποσοτικά) εφόσον δε γίνεται να την αλλάξει ποιοτικά. Άρα, τουλάχιστον στο επίπεδο της κοινωνίας των προσώπων, το εγώ κάποιου ατόμου δε συγχέεται με το εγώ κάποιου άλλου. Εφόσον, όπως είπαμε, η αντικατάσταση δεν είναι δυνατή –δε νοείται– αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει σύγχυση στοιχείων από το ένα εγώ στο άλλο. Η εσωτερίκευση, άλλωστε, ποτέ δεν είναι σε καθολικό επίπεδο. Δε μπορώ να αντιληφθώ ολοκληρωτικά το εγώ του άλλου (το εγώ του από οποιαδήποτε δυνατή πλευρά). Άρα, εσωτερικεύω


[20]

Η Θεωρία του Προσώπου

ενέργειες του εγώ του, όπως ένα πιστεύω του, μια ιδεολογία του, κλπ. Το κάθε τέτοιο στοιχείο είναι ένα εγώ. Έχουμε ήδη αναφερθεί σε αυτά: Εγώ παίζω, εγώ σκέφτομαι, κλπ. Εφόσον λοιπόν δε νοείται σύγχυση μεταξύ των εγώ, το εγώ δε ‘‘νοθεύεται’’, άρα δεν αλλάζει ποιότητα∙ δεν αποδομείται, παρά μόνο καταστέλλεται (δηλαδή, όπως είπαμε, αποδυναμώνεται∙ μειώνεται η ποσότητά του). Και, αυτός ο ανταγωνισμός μεταξύ των εγώ προκαλεί, όπως είναι γνωστό, τις συγκρούσεις και το διχασμό εντός του εγώ. Αυτό νοείται ως σχιζοφρένεια. Όμως, εφόσον διχασμός, όπως εδώ αποδεικνύουμε, δεν υπάρχει, παρά υπάρχει μόνο η καταστολή (μείωση) του εγώ (αφού ο διχασμός προκύπτει από την προαναφερθείσα ψευδαίσθηση του ατόμου, άρα ουσιαστικά είναι καταστολή του εγώ), τότε η σχιζοφρένεια, ως η κατά κάποιον τρόπο αποδόμηση (αλλοίωση) του εγώ, δεν υπάρχει. Η ποιότητα και οι δομές του εγώ μένουν απαράλλαχτες, και η θεραπεία είναι η διαδικασία συνειδητοποίησης των εν λόγω ψευδαισθήσεων. Εφόσον η συνείδηση, που εκφράζεται ως ‘‘εγώ...’’ (από την άποψη ότι αυτή η φράση αποτελεί την τοποθέτηση του υποκειμένου απέναντι σε οτιδήποτε) και, κατά συνέπεια, οποιαδήποτε ενέργεια της ψυχής αποτελεί ενέργεια που ενεργείται από το εγώ (ως ‘‘εγώ...’’), όπως έχουμε ήδη πει, τότε η προσωπικότητα είναι μια σύνθεση από ενέργειες του εγώ. Είναι, δηλαδή, πολλά εγώ, τα οποία συνθέτουν την προσωπικότητα. Εφόσον, λοιπόν, κάποιο ή κάποια από αυτά τα εγώ νοσούν διαταράσσεται η ισορροπία της προσωπικότητας και το άτομο νοσεί ψυχικά. Εφόσον, όμως, η εγωτική ενέργεια δεν αλλάζει ποιότητα, αλλά μόνο ποσότητα, δηλαδή απλά καταστέλλεται, τότε η σύνθεση της προσωπικότητας απλά αποκτά διαφορετικές αναλογίες –διαφορετικές ποσοτικές σχέσεις μεταξύ των στοιχείων της– και δεν αλλοιώνεται ως σύνθεση. Δηλαδή δεν αποκτά διαφορετικά συνθετικά στοιχεία (διαφορετικές εγωτικές ποιότητες). Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαφοροποιείται η δυναμική της προσωπικότητας (δυναμική διαφορετικών ποσοτήτων), και έτσι νοσεί ο άνθρωπος. Και, η σχιζοφρένεια διαγιγνώσκεται σ’ αυτήν την περίπτωση αντί να διαγνωσθεί η αλλαγή δυναμικής όπως την αναφέρουμε, και μπερδεύεται η μία κατάσταση με την άλλη από την εξής άποψη: Η σχιζοφρένεια ορίζεται ως απόσχιση – διχασμός– άρα αποξένωση ενός μέρους της προσωπικότητας από ένα άλλο. Και, ένα μέρος της προσωπικότητας αποξενώνεται από το σύνολο όταν αλλάζει ποιότητα. Η ψυχή ή προσωπικότητα είναι ένα σύνολο όπου το κάθε συστατικό της στοιχείο ενώνεται οργανικά με τα υπόλοιπα. Κι αυτό γιατί μιλάμε για οργανισμό (σύστημα). Άλλωστε, όπως έχουμε αναφέρει, μια επιθυμία ΕΑ έχει ως προϋποθέσεις άλλες επιθυμίες ή επιλογές ΕΒ, ΕΓ, κ.ο.κ. Έτσι, αν αλλάξει ένα εγωτικό στοιχείο –ένα συστατικό της προσωπικότητας – εφόσον έχουμε να κάνουμε με ένα ζωντανό οργανισμό – την προσωπικότητα– είναι σα να αλλάζει ένα συστατικό στοιχείο του σώματός μας∙ ένα όργανο∙ π.χ., η καρδιά. Σε μια μεταμόσχευση καρδιάς, η νέα καρδιά,


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[21]

στο βαθμό που δεν είναι συμβατή με τον οργανισμό (άρα είναι ποιοτικά διαφορετική, ως έχουσα διαφορετικό DNA), ο οργανισμός την απορρίπτει, γιατί το μόσχευμα δε συνάδει με τη φύση και τις λειτουργίες του. Έτσι, έχουμε σύγκρουση∙ διχασμό και ο οργανισμός νοσεί. Όμως, αν δεν έχουμε άλλη ποιότητα καρδιάς, δηλαδή αν η καρδιά δεν είναι ξένη και είναι η γνήσια καρδιά, και απλά έχει κατασταλεί –π.χ., δε χτυπά αρκετά δυνατά– οπότε, σα να λέμε, έχουμε ποσοτική αλλοίωση, τότε το σώμα δεν τίθεται ενάντια σ’ αυτή και δεν έχουμε σύγκρουση. Η ποσοτική αλλαγή δυναμικής, όπως την αναφέρουμε εδώ, ενώ δεν επιφέρει συγκρούσεις, όμως προκαλεί αλλαγή συμπεριφοράς και δραστηριότητας ψυχικής. Κι αυτό από την άποψη ότι με τη μείωση-καταστολή μιας ή περισσότερων εγωτικών ενεργειών –παραγόντων της όλης δυναμικής– οι υπόλοιπες ενέργειες-παράγοντες που δεν καταστέλλονται (ή πιθανώς έχουν κατασταλεί πολύ λιγότερο) εμφανίζονται συγκριτικά δυνατότερες από τις κατεσταλμένες, κι έτσι έχουμε αλλαγή προτεραιοτήτων μέσα στην προσωπικότητα. Όπως καταλαβαίνουμε, όταν εμφανίζονται δυνατότερες κάποιες ενέργειες που δεν ήταν έτσι πριν, δημιουργείται μια εξεζητημένη ή εξαιρετική συμπεριφορά και φρόνηση, που άνετα ερμηνεύεται ή γίνεται αντιληπτή ως συμπεριφορά εμμονής ή και ψύχωσης. Ψύχωσης, γιατί μην ξεχνάμε ότι οι ιδέες και οι αντιλήψεις του ψυχωτικού, στην ουσία τους και ως έννοιες, σίγουρα δεν μπορούν να θεωρηθούν ανύπαρκτες και ότι δεν έχουν απολύτως κανένα αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Είναι απλά υπερβολικά (έστω ακραία υπερβολικά) εξεζητημένες, και η υπερβολή τους είναι που τις κάνει αταίριαστες με την πραγματικότητα. Ας πούμε, το να πιστεύει κάποιος ότι είδε ένα εξωγήινο διαστημόπλοιο, δεν μπορεί να είναι εντελώς και απόλυτα απίθανο να έχει συμβεί. Μπορεί να είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας, όμως θεωρητικά, ή δυνητικά, αυτό δεν αποκλείεται. (Μπορεί κάποιος να πιστεύει και να γνωρίζει ότι δεν υπάρχουν εξωγήινοι, όμως αυτό δεν έχει αποδειχτεί ακόμη. Άρα, οι γνώμες και οι αντιλήψεις είναι υποκειμενικές, και δεν είναι θέμα ψύχωσης). Το ίδιο συμβαίνει και με τα συναισθήματα. Κανένα συναίσθημα δεν είναι εντελώς ανυπόστατο, αλλά απλώς υπερβολικό∙ τόσο, που φαίνεται πολύ παράξενο και αταίριαστο με την κατάσταση της ζωής για την οποία ο άνθρωπος αισθάνεται έτσι. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που έχουμε μια ενέργεια τελείως ασύμβατη με την πραγματικότητα, όπως μια σκέψη χωρίς καμία λογική, μπορούμε και πάλι να τη θεωρήσουμε με βάση την εξεζητημένη φρόνηση, δηλαδή την ακραία ανισορροπία και λάθος θέση των προτεραιοτήτων. Επί παραδείγματι, μπορεί κάποιος να υποστηρίζει ότι 3+2 ισούται με 7. Εδώ μπορεί να έχουμε ακραία καταστολή της αξίας της ακριβούς μέτρησης από το πρόσωπο συνδυαζόμενη με υπερβολική αψήφιση από το εν λόγω πρόσωπο, του γεγονότος ότι δε γνωρίζει σχεδόν τίποτα από τη φιλοσοφία των μαθηματικών, ούτως ώστε να επιτρέπει στον εαυτό του να νομίζει ότι γνωρίζει ότι το 3+2=7 δικαιολογείται φιλοσοφικά.


[22]

Η Θεωρία του Προσώπου

Εφόσον, λοιπόν, όπως έχουμε πει, οι εγωτικές ενέργειες-στοιχεία της προσωπικότητας απλά μειώνονται και δεν αλλάζουν ποιοτικά, άρα το εγώ δε χάνει τη φύση του, ο άνθρωπος δε χάνει τον εαυτό του. Εφόσον τα στοιχεία δε χάνονται είναι βέβαιη η δυνατότητα θεραπείας, ασχέτως πόσο βαριά είναι η παθολογία. Βέβαια, όσο πιο κατεσταλμένη είναι μια εγωτική ενέργεια, τόσο πιο δύσκολο είναι να επανέλθει στην πρότερη δύναμή της, γιατί, αφενός, ο περιβαλλοντικός παράγοντας που την προκάλεσε πιθανώς δεν έχει εκλείψει, άρα όσο πιο αδύναμη είναι η εγωτική ενέργεια, τόσο πιο σίγουρη είναι η νίκη του περιβάλλοντος. Και, αφετέρου, η αλλαγή της δυναμικής μεταξύ των εγωτικών ενεργειών, είναι μεγαλύτερη∙ οι προαναφερθείσες προτεραιότητες γίνονται έτσι πιο ακραίες και δημιουργείται έτσι ένα ισχυρό καθεστώς. Καθεστώς από την άποψη την έξης: η ψυχή, ως ζωντανός οργανισμός που είναι έχει τη λειτουργία της αυτοδιατήρησης. Έγκειται, λοιπόν, στην ικανότητα του ψυχοθεραπευτή να αναστήσει τις ακραία κατεσταλμένες ενέργειες. Έτσι, λοιπόν, αν είχαμε αλλοίωση ή αντικατάσταση ή σφετερισμό του εγώ θα είχαμε σχιζοφρένεια, εφόσον αυτές οι καταστάσεις θα προκαλούσαν το διχασμό και τη σύγκρουση. Εφόσον, όμως, δε νοείται σφετερισμός του εγώ, δεν υπάρχει η σχιζοφρένεια. Ο σφετερισμός του εγώ είναι, όπως έχουμε πει, ψευδαίσθηση, η οποία ψευδαίσθηση καθαυτή προκαλεί απλώς την καταστολή του εγώ. Η ψευδαίσθηση αυτή ενσαρκώνεται, όπως έχουμε πει στις διατυπώσεις (i)‘‘εγώ είσαι’’ και (ii)‘‘εσύ είμαι’’. Το υποκείμενο, για να εκφραστεί και να φρονήσει υγιώς –και, γενικότερα, ορθώς λογικά και υπαρξιακά– θα πρέπει να πάρει το ‘‘εγώ’’ από την (i) και το ‘‘είμαι’’ από τη (ii) και να πει ‘‘εγώ είμαι’’. Το νόημα του ‘‘εγώ είμαι’’ είναι τόσο απλό και θεμελιώδες, που θα ’λεγε κανείς ότι δεν αναλύεται. Μήπως, όμως, όλα αυτά που έχουμε γράψει ως τώρα, εφόσον καταλήγουν σ’ αυτή τη διατύπωση, δεν αποτελούν την ανάλυση και το δρόμο για να καταλήξουμε σ’ αυτή τη ρήση; Για να ακριβολογούμε, ενώ το ‘‘εγώ είμαι’’ δεν αναλύεται, όμως εμείς εδώ αναλύσαμε ή δείξαμε το γιατί αυτή η φράση νοείται μόνο ως τέτοια και δε μπορεί να παραλλαχτεί. Οι παραλλαγές της, που αποδείξαμε ως θεμελιωδώς λανθασμένες είναι οι ‘‘εγώ είσαι’’ και ‘‘εσύ είμαι’’. Άρα, δεν αναλύσαμε το απλό. Το απλό προφανώς ισχύει∙ και ισχύει χωρίς αιτιολόγηση. Αυτό που κάναμε είναι το ότι αποδείξαμε γιατί δεν ισχύουν τα αντίθετα από αυτό. Όμως, το ‘‘εγώ είμαι’’ –ως σωστό– και τα ‘‘εγώ είσαι’’ και ‘‘εσύ είμαι’’ –ως λανθασμένα και άτοπα– έχουν και θεμελιώδη σημασία για την ψυχολογία μας∙ την αυτοαντίληψή μας. Δεν είναι μόνο γλωσσολογικού και φιλοσοφικού-υπαρξιακού περιεχομένου. Ή, για να ακριβολογούμε, τόσο η γλώσσα όσο και η φιλοσοφία στην υπαρξιστική της πλευρά έχουν άμεση σχέση με την ψυχολογία μας στη θεμελιώδη της διάσταση∙ την υπαρξιακή∙ την αυτοαντίληψή μας, τον αυτοπροσδιορισμό μας, τη σχέση μας με τον εαυτό μας, η οποία συνοψίζεται στο ‘‘εγώ είμαι’’. Ο ανθρώπινος


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[23]

νους διαχωρίζεται από των ζώων και χαρακτηρίζεται ως ανθρώπινος επειδή κάνει διεξοδική και αναλυτική χρήση του λόγου –προφορικού και γραπτού. Η ιστορία και ο πολιτισμός μας, αλλά και οι κοινωνικές μας δομές, λειτουργούν και διασώζονται με βάση το λόγο. Ο εγκέφαλός μας, νοούμενος ως πρόσωπο, έχει ως κατεξοχήν εργαλείο το λόγο, με τις δομές και τις λειτουργίες του. Συνεπώς, ο λόγος και η φιλοσοφία περί του περιεχομένου του λόγου αποτελούν αντίστοιχα τον τρόπο που σκεφτόμαστε, φρονούμε και υπάρχουμε πνευματικά και τον τρόπο που θεμελιώνουμε (φιλοσοφούμε) τις πραγματικότητες αυτές, οι οποίες στην παρούσα θεωρία, εφόσον αναφερόμαστε στο θεμελιωδώς σημαντικό θέμα του εγώ, είναι τόσο θεμελιώδεις, που, πραγματευόμενοι τη γλώσσα και φιλοσοφώντας επ’ αυτής, εντοπίζουμε και αποδεικνύουμε θεμελιώδεις πραγματικότητες. Εν προκειμένω, την έννοια του εγώ και τη σημασία της. Και, η ψυχολογική-υπαρξιακή πλευρά του ‘‘εγώ είμαι’’ αποτελεί, ως εκ τούτου, και συνοψίζει το ισχυρότερο βίωμα, όπως αυτό αναλύθηκε σε αυτές τις σελίδες. Πρόκειται για το βίωμα, το οποίο μας κάνει ελεύθερες υπάρξεις∙ ελεύθερες να είμαστε αυτό που είμαστε. Είμαι ελεύθερος να είμαι, γιατί ‘‘εγώ είμαι’’! Και αυτό άσχετα από το αν είμαι ατομιστής ή αλτρουιστής – ή κάπου στη μέση– άσχετα από οποιαδήποτε επιλογή ‘‘μου’’ (και όχι ‘‘του εγώ μου’’) και τρόπο ζωής μου. Το ‘‘εγώ είμαι’’, αν το συλλάβουμε πραγματικά βαθιά, πράγμα που σημαίνει να εναντιωθούμε στην ψευδαίσθηση του ‘‘εγώ είσαι’’ ή ‘‘εσύ είμαι’’, δηλαδή να αποκτήσουμε τη θεμελιωδέστατη επίγνωση της συνειδησιακής ανεξαρτησίας μας, τότε θα έχουμε πραγματικά βρει τη γνήσια συνείδησή μας. Ή, μάλλον, θα έχουμε βρει τη συνείδησή μας, που δεν είχαμε ποτέ χάσει, αλλά απλά δεν την εμπιστευόμασταν ή δεν την αγαπούσαμε. Και είναι περιττό να αναφέρουμε το πόσο αξίζει αυτό. Είναι ό,τι είμαστε: ‘‘εμείς είμαστε’’ – ‘‘εγώ είμαι’’!!


[24]

Η Θεωρία του Προσώπου

Διευκρινίσεις - Συμπληρώσεις Εδώ θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι με τον ίδιο τρόπο που είναι λάθος το να πούμε ‘‘το εγώ σου’’, είναι λάθος και το να πούμε ‘‘το εγώ μου’’. Αν κάποιος σφετερίζεται το εγώ του άλλου με τη φράση ‘‘το εγώ σου’’, εγώ, λέγοντας ‘‘το εγώ μου’’, αντικειμενοποιώ το εγώ μου (την υποκειμενικότητά μου) και το σφετερίζομαι ο ίδιος. Σφετερισμός και αντικειμενοποίηση, όπως προκύπτει από όσα έχουμε γράψει, είναι το ίδιο πράγμα. Και, εφόσον εγώ σφετερίζομαι το εγώ μου, άρα το εγώ σφετερίζεται το εγώ, και αυτά τα δύο ταυτίζονται ως ανήκοντα στον ίδιο άνθρωπο, αυτό σημαίνει ότι χάνεται η αντίληψη περί ταύτισης και δημιουργείται ψευδαίσθηση ανταγωνισμού. Εξ ού και το εγώ αντικειμενοποιεί το εγώ (τον ίδιο τον εαυτό του). Η αντικειμενοποίηση είναι αυτή που επιτρέπει το να θεωρηθεί το εγώ έξω από τον εαυτό του και να επιτευχθεί (έστω και ως ψευδαίσθηση) σχέση υποκειμένου – αντικειμένου, ξεθωριάζοντας έτσι η σχέση ταύτισης. Και, κατά τον ίδιο τρόπο που ο σφετερισμός ‘‘το εγώ σου’’ νοείται ως ψευδαίσθηση και ως σύγχυση-σύγκρουση δυο εγώ (ψευδαίσθηση σύγκρουσης) ως ‘‘εγώ είσαι’’ ή ‘‘εσύ είμαι’’, έτσι και ‘‘το εγώ μου’’ ως ‘‘το εγώ μου είναι...’’ παράγει την ψευδαίσθηση ‘‘εγώ είναι’’ ή ‘‘αυτό είμαι’’. Αυτός ο συνδυασμός πρώτου με τρίτου προσώπου, που ουσιαστικά είναι διχασμός –ως παράδοξος και αντιφατικός συνδυασμός– νοείται ως διχασμός εντός του εγώ. Άρα, και σύγκρουση, εφόσον διχασμός και σύγκρουση είναι το ίδιο πράγμα –υπό την έννοια της δυσαρμονίας εντός του εγώ. Και, βέβαια, αυτή η σύγκρουση-διχασμός είναι μύθος∙ είναι ψευδαίσθηση, εφόσον δε νοείται ‘‘εγώ είναι’’ ή ‘‘αυτό είμαι’’ όπως δε νοείται και ‘‘εγώ είσαι’’ ή ‘‘εσύ είμαι’’ επί των οποίων επίσης βασίζεται η ανάλογη ψευδαίσθηση. -------- -------Επίσης, μια διευκρίνηση: Λέγοντας ότι το εγώ δεν αλλάζει ποιοτικά, ουσιαστικά αναφερόμαστε στο ότι είναι άτοπο να γίνει εγωτική αντικατάσταση ή σύγχυση, όπως άλλωστε αυτό αποδείχτηκε ως αδυναμία σφετερισμού του εγώ. Λέγοντας ότι το εγώ αλλάζει ποσοτικά αναφερόμαστε στην ψευδαίσθηση περί αντικατάστασης ή σύγχυσης του εγώ η οποία αναγκαστικά το καταστέλλει απλά και δεν του αλλάζει ποιότητα. Το να αλλάξει το εγώ ποιότητα θα σήμαινε να αλλάξει υπόσταση, δηλαδή να αλλάξει ως εγώ. Εφόσον, όμως, το εγώ δεν απειλείται από ένα άλλο εγώ, τότε από τι μπορεί να αλλάξει; Δηλαδή, σε αναφορά με τι μπορεί να αλλάξει υπόσταση; Το εγώ είναι πρόσωπο (το 1ο ενικό) και το να αλλάξει ως εγώ, όπως είπαμε, σημαίνει να αλλάξει ως πρόσωπο, άρα να γίνει διαφορετικό πρόσωπο. Τα πρόσωπα είναι τρία (1ο, 2ο, 3ο ενικό και πληθυντικό). Και, όπως αποδείξαμε, η


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[25]

σύγχυση μεταξύ των προσώπων, ως, π.χ., ‘‘εγώ είσαι’’, κατά το οποίο έχουμε σύγχυση 1ου με 2ο πρόσωπο είναι, αφενός μεν προφανώς λανθασμένη, αφετέρου δε ταυτίζεται με ή πηγάζει από το σφετερισμό του εγώ, ο οποίος είναι ανέφικτοςανύπαρκτος. Ως εκ τούτου, εφόσον το εγώ αλλάζει ποιοτικά μόνο μέσω του σφετερισμού, και ο σφετερισμός είναι αδύνατος, τότε το εγώ δεν αλλάζει ποιοτικά∙ δεν αλλάζει υπόσταση. Άρα, μόνο η ποσότητά του αλλάζει, η οποία ουσιαστικά νοείται ως η αλλαγή στην ικανότητά του∙ στη δύναμή του. Και, βέβαια, η αλλαγή στην ικανότητα και στη δύναμή του δε νοείται ως αλλαγή υπόστασης σε καμία περίπτωση, γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με αλλαγή προσώπου, άρα υποστατική αλλαγή, όπως εξηγούμε παραπάνω. Και, εφόσον το εγώ ορίζει τις ενέργειες-χαρακτηριστικά του ατόμου-υποκειμένου, τότε δεν υφίσταται αλλαγή ως προς αυτές τις ενέργειες-ιδιότητες ως ενέργειες-ιδιότητες υποκειμένου. Δηλαδή, δεν υφίσταται αλλαγή εκ των έσω. Άρα, δεν υφίσταται ποιοτική αλλαγή αυτών των ενεργειών, εφόσον ποιοτική αλλαγή σημαίνει υποστατική-προσωπική αλλαγή. -------- -------Ο σφετερισμός του εγώ ως ‘‘το εγώ σου/του’’ μεταφράζεται σε γενικότερο ψυχολογικό επίπεδο και επίπεδο ενδοπροσωπικών ή διαπροσωπικών σχέσεων ως αυτή η αδιάκριτη εισβολή στην προσωπικότητα και την υποκειμενικότητα του ανθρώπου από την άποψη ότι εισβάλλουμε στο πρόσωπό μας/του και το αψηφούμε. Όταν δεν αναγνωρίζουμε στον άνθρωπο προσωπική υπόσταση (προσωπικότητα) –σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό– ουσιαστικά εισβάλλουμε στα όρια του προσώπου μας/του και τα αμφισβητούμε. Αυτά τα όρια και τα δεδομένα του προσώπου, από τη θεμελιώδη και πιο ουσιαστική άποψη, όπως εξετάζουμε εδώ, ουσιαστικά είναι τα όρια και τα δεδομένα των προσώπων όπως αυτά ορίζονται από το λόγο και τις δομές του (οι οποίες, όπως έχουμε εξηγήσει, εκφράζουν και αποτελούν τις δομές της φρόνησης και διανόησής μας). Και, ο λόγος ορίζει και ορίζεται από τα τρία πρόσωπα –1ο, 2ο και 3ο, ενικό και πληθυντικό. Το 1ο ενικό πρόσωπο, που είναι ο φυσικός χώρος του καθενός από εμάς διατυπώνεται και ορίζεται από τον όρο ‘‘εγώ’’. Άρα, η διατύπωση ‘‘το εγώ μου/σου/του/της’’ κλπ, είναι αυτή που ορίζει το σφετερισμό του εγώ. Και όντως έτσι είναι αν αναλογιστούμε ότι αυτό που λέμε ‘‘το εγώ μου/σου/του’’ παράγει το ‘‘εγώ είναι’’ ή ‘‘αυτό είμαι’’ ή το ‘‘εγώ είσαι’’ ή ‘‘εσύ είμαι’’, κλπ. Αυτές οι συγχύσεις είναι συγχύσεις προσώπου/-ων και ως τέτοιες εισάγουν την έλλειψη σεβασμού στην προσωπικότητα του ανθρώπου∙ στην ιδιότητα και το δικαίωμά του να έχει το πρόσωπό του (το 1ο ενικό)∙ την υποκειμενικότητά του. Όμως, εφόσον η σύγχυση προσώπου/-ων ορίζεται και εκφράζεται όπως


[26]

Η Θεωρία του Προσώπου

γράφουμε παραπάνω, τότε αυτή η σύγχυση δεν είναι εφικτή και υπαρκτή, αφού ο σφετερισμός του εγώ, από τον οποίο πηγάζει η σύγχυση, δεν είναι εφικτός. Και δεν είναι ανάγκη απλά και μηχανιστικά να διατυπώσουμε τη φράση ‘‘το εγώ μου/σου/του’’ ώστε να πούμε ότι διαπράξαμε σφετερισμό και ασέβεια. Η κάθε είδους ασέβεια, αδιακρισία, εξαπάτηση, και γενικά προσβολή προς το πρόσωπο, ουσιαστικά ανάγεται στην παραπάνω διατύπωση, εφόσον η προσβολή στο πρόσωπο είναι λανθασμένη θεώρηση του πρώτου προσώπου (‘‘εγώ’’), αφού το υποκείμενο φρονεί και αυτοπροσδιορίζεται και ενεργεί ως ‘‘εγώ...’’. Και, η διατύπωση αυτή, ως η αναγωγή στην υποκειμενικότητα, κρίνει το ότι η προσωπικότητα είναι αδιάβλητη. Η λανθασμένη διατύπωση παράγει λανθασμένη στάση από πλευράς κυρίως λεκτικήςλογικής ορθότητας. Όμως, το ανορθόδοξο στην πράξη των προσωπικών σχέσεων, που είναι και το κυρίως βλαπτικό, ανάγεται στη διατύπωση ούτως ώστε να θεωρηθεί και να αποδειχτεί το αδιάβλητο του εγώ, όπως αποδείξαμε, καθώς και η σχετική ψευδαίσθηση περί σφετερισμού και το πώς αυτή λειτουργεί. Ο σφετερισμός του προσώπου στις προσωπικές σχέσεις και στην ενδοπροσωπική σχέση, όπως είναι ευνόητο και κοινώς γνωστό, είναι σύγχυση προσώπων, άρα εκφράζεται, διατυπώνεται και ορίζεται ως ‘‘εγώ είναι’’ ή ‘‘αυτό είμαι’’, ‘‘εγώ είσαι’’ ή ‘‘εσύ είμαι’’, κλπ. Όμως, αυτές οι συγχύσεις οδηγούν στο σφετερισμό του εγώ ως ‘‘το εγώ μου/σου/του’’, αφού πηγάζουν και προκύπτουν από αυτό. -------- -------Εφόσον λοιπόν η σχιζοφρένεια δεν υπάρχει, αλλά υπάρχει μόνο η ποσοτική αλλοίωση των εγωτικών στοιχείων μέσω της ψευδαίσθησης της εσωτερίκευσης, μπορούμε να πούμε ότι οι ασθενείς που διαγιγνώσκονται ως σχιζοφρενείς είναι αυτοί που έχουν αυξημένη τάση να εσωτερικεύουν. Ή, μάλλον, να νομίζουν ότι εσωτερικεύουν. Εδώ ας πούμε ότι η εσωτερίκευση στην οποία αναφερόμαστε δεν είναι, π.χ., η μίμηση ενός προτύπου, που, όμως, έχουμε επιλέξει να μιμηθούμε συνειδητά και ελεύθερα, χωρίς να παραδίδουμε το εγώ μας άκριτα στο εγώ του προτύπου. Όπως όλες οι ενέργειες και τα χαρακτηριστικά του εγώ, έτσι και η μίμηση ενός προτύπου μπορεί να είναι γνήσιο θέλημα του εγώ. Το εγώ δεν είναι άκαμπτο σαν κρύσταλλο και δεν είναι μια στείρα και εσωστρεφής δεξαμενή εσωτερικού βίου. Εφόσον όλες οι ενέργειες (επιθυμίες, συναισθήματα, λογισμοί, πράξεις) κάλλιστα έχουν ως υποκείμενο και γενεσιουργό αίτιο το εγώ, τότε γιατί όχι και μια μίμηση ή μια εσωτερίκευση; Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην υγιή και στη μη υγιή εσωτερίκευση εντοπίζεται στο κατά πόσον η εσωτερίκευση αποτελεί σύγχυση προσώπων (εγώ είσαι, εσύ είμαι). Μέσα από τη σύγχυση προσώπων έχουμε την ψευδαίσθηση εσωτερίκευσης, όπως έχουμε εξηγήσει. Η ψευδαίσθηση, λοιπόν, είναι και προέρχεται


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[27]

από την αδυναμία του υποκειμένου να θέτει ευκρινώς τα όρια ανάμεσα στο δικό του πρόσωπο και στα άλλα πρόσωπα. Άλλο είμαι εγώ και άλλο είσαι εσύ. Η διάκριση των προσώπων, εκτός από γλωσσολογικού περιεχομένου, είναι και ψυχολογικούκοινωνικού περιεχομένου, όπως γράφουμε και παραπάνω περί μη σεβασμού της προσωπικότητας του άλλου. Άρα, οι άνθρωποι που έχουν μια μικρή ή μεγαλύτερη αδυναμία να οριοθετήσουν το πρόσωπό τους έναντι του περίγυρού τους είναι αυτοί που αναπτύσσουν μικρή ή μεγαλύτερη ‘‘σχιζοφρένεια’’. Εφόσον όμως η σχιζοφρένεια δεν υπάρχει γιατί δεν υπάρχει η σύγχυση των προσώπων, οι άνθρωποι αυτοί δεν αντιμετωπίζουν απόσχιση ή αποδόμηση-μεταμόρφωση προσωπικότητας και η θεραπεία εντοπίζεται στο να θέσουν τα όρια και τα στεγανά μεταξύ του προσώπου τους (της προσωπικότητάς τους) και των άλλων, τα οποία ούτως ή άλλως είναι αδύνατο να συγχέονται, άρα, εν κατακλείδι, αυτοί οι άνθρωποι θα πρέπει να ανακαλύψουν ότι η εν λόγω σύγχυση που κάνουν δεν υπάρχει∙ είναι αδύνατη∙ είναι μια ψευδαίσθηση. Αυτή η συνειδητοποίηση θα γκρεμίσει πολλά δεδομένα μέσα τους, γιατί η προσωπική τους στάση, που είναι η προσωπική σύγχυση, είναι στάση ζωής, κι έτσι θα απογοητευτούν βαθιά και θα νιώσουν αποδιοργανωμένοι. Όμως, πόσο αποδιοργανωμένοι μπορούν να γίνουν, από τη στιγμή που η συνειδητοποίηση περί διάκρισης των προσώπων θα τους δώσει τη γνώση και το βίωμα του προσώπου τους; Το αν αυτό που λέμε σχιζοφρένεια είναι κληρονομικό ή επίκτητο δεν έχει σημασία. Εφόσον η αιτία είναι η εν λόγω ψευδαίσθηση, τότε η τάση για ψευδαίσθηση μπορεί να είναι και κληρονομική και επίκτητη. Όμως, αυτή η αιτία –αυτό το χαρακτηριστικό– δεν αποτελεί απόσχιση του εγώ, αλλά μάλλον μια αδυναμία αίσθησης και οριοθέτησης του προσώπου. Και, η θεραπεία είναι μια εμπνευσμένη προσπάθεια του θεραπευτή να εμπνεύσει αυτή την αίσθηση του προσώπου και των ορίων του, ή, καλύτερα, της υπόστασής του, η οποία θέτει με ασφάλεια τα όριά του και τη διάκρισή του. -------- -------Για να καταλάβουμε ακριβέστερα πώς η σύγχυση των προσώπων, όπως αυτή ερμηνεύεται με βάση τη γλώσσα, είναι και σύγχυση σε ψυχολογικό-κοινωνικό επίπεδο, αρκεί να αναλογιστούμε ότι η έννοια των τριών προσώπων (1ο, 2ο, 3ο, ενικό και πληθυντικό) είναι ο ορισμός και η πεμπτουσία αυτού που λέμε ετερότητα προσώπων. Εγώ είμαι υποκείμενο∙ υπάρχω υποκειμενικά και, στα πλαίσια του εαυτού μου, δεν υπάρχει κάτι το έτερο εμού, γιατί εγώ ταυτίζομαι με εμένα. Ο άλλος είναι η ετερότητα. Ο άλλος, δηλαδή αυτός είναι το τρίτο πρόσωπο. Εσύ είσαι επίσης ετερότητα (2ο πρόσωπο). Χωρίς το δεύτερο και το τρίτο πρόσωπο δε μπορεί να διατυπωθεί, άρα ούτε να διανοηθεί η ετερότητα. Και χωρίς την ετερότητα δε


[28]

Η Θεωρία του Προσώπου

μπορούμε να μιλάμε για διαφορετικότητα∙ για διαφορετικά πρόσωπα, άρα για πολλαπλότητα, κοινωνία και σχέση προσώπων. Και, η διαταραχή στην αντίληψη της ετερότητας των προσώπων ως σφετερισμός του προσώπου (του εγώ) είναι δυστυχώς εφικτή, παρόλο που δύσκολα θα βρούμε άνθρωπο ο οποίος να μη διατυπώνει σωστά τα τρία πρόσωπα στο λόγο του. Όμως, η απλή διατύπωση δεν είναι αρκετή∙ και δεν είναι το παν. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δημιούργησε το λόγο και επίσης ορίζεται και οριοθετείται από αυτόν. Άρα, ο λόγος και η γενικότερη διανόηση αλληλοεπηρεάζονται δυναμικά. Επίσης, ο λόγος έχει νόημα και δεν αρκεί η μηχανική διατύπωσή του για να πούμε ότι τον θεωρούμε σωστά. Άρα, λοιπόν, η σύγχυση των προσώπων στο λόγο τίθεται στο βαθμό που δεν κατανοούμε πλήρως την έννοιά τους και τη διάκρισή τους. Έτσι, δεν αρκεί η απλή διατύπωσή τους με ορθό τρόπο. Είναι αναγκαία η βαθύτερη αντίληψή τους. Το να μην αναγνωρίζουμε στον άλλο ετερότητα σημαίνει να τον θεωρούμε προέκταση του εαυτού μας∙ του προσώπου μας. Ή, ας πούμε, να τον θεωρούμε όργανό μας∙ μαριονέτα μας. Και, η μη αναγνώριση της ετερότητας –λιγότερο ή περισσότερο∙ κρυφά ή φανερά– αναγκαστικά είναι αδυναμία ή απροθυμία αντίληψης του έτερου προσώπου, όπως αυτό τίθεται και ορίζεται από γραμματικής πλευράς. Αναγκαστικά καταλήγουμε σ’ αυτό το συμπέρασμα, αφού, όπως είπαμε, η ετερότητα οριοθετείται και ορίζεται στα πλαίσια του λόγου. Μια περίπτωση σύγχυσης προσώπων είναι η αδυναμία διατύπωσης του εγώ από τα πολύ μικρά παιδιά. Μέχρι κάποια ηλικία το παιδί δεν έχει διαμορφώσει την έννοια του εγώ μέσα του και, αντί ο Πέτρος να πει, π.χ., ‘‘εγώ θέλω να φάω’’ λέει ‘‘ο Πετράκης θέλει να φάει’’. Εδώ το υποκείμενο εκφράζει το ‘‘εγώ’’ ως ‘‘αυτός’’. Επίσης, ένα άτομο με σύνδρομο πολλαπλής προσωπικότητας μπορεί να πει ‘‘ο Γιώργος μέσα μου με πληροφορεί για το τάδε’’, ενώ ο Γιώργος είναι πρόσωπο που εντάσσεται στο πρόσωπό του, άρα συγχέει το ‘‘εγώ’’ με το ‘‘αυτός’’. Όταν εγώ, ο Μανόλης, έχω ένα εγωτικό στοιχείο, όπως μια επιθυμία ε, η οποία είναι γνήσιο στοιχείο του εγώ μου και με χαρακτηρίζει ως πρόσωπο και κάποιος θελήσει να μου επιβληθεί λέγοντάς μου ‘‘δε θέλεις ε, θέλεις ζ!’’, χωρίς μάλιστα να μου πει ‘‘δεν πρέπει να θέλεις ε’’, ή ‘‘θα σου πρότεινα να μη θέλεις ε’’, τότε κάνει μια κατακλυσμική επίθεση αλλαγής του εγώ μου. Το ‘‘εγώ...’’ συνοδεύεται πάντα από μια ενέργεια, όπως ‘‘εγώ θέλω ε’’. Μόνο του το εγώ, χωρίς ενεργούμενο ή χαρακτηριστικό, δε μπορεί να σταθεί. Είναι η φύση του τέτοια. Όπως και ενεργούμενο ή χαρακτηριστικό χωρίς το εγώ ή άλλο πρόσωπο δε μπορεί να σταθεί. Δε μπορούμε να διατυπώσουμε ‘‘όμορφος’’ αποκλείοντας το ‘‘αυτός’’ ως υποκείμενό του. Όταν έχουμε ένα συγκεκριμένο εγώ, π.χ., το εγώ μου, εμένα του Μανόλη, άρα το εγώ Μ, έχουμε και συγκεκριμένη ενέργεια που το συνοδεύει, όπως τη θέληση ε. Άρα, το Μ ενεργεί το ε και όχι κάτι διαφορετικό αντί του ε, και το ε συνδέεται με το Μ χαρακτηρίζοντάς το.


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[29]

Αν, λοιπόν, κάποιος μου επιβάλλει να θέλω ζ αντί για ε, και η ζ είναι κάτι που πραγματικά δε με χαρακτηρίζει, αλλά, παρόλα αυτά, εγώ λόγω αδυναμίας δεχτώ τη ζ –λιγότερο ή περισσότερο– τότε, εφόσον το εγώ ενεργεί την ε, άρα ‘‘εγώ’’ (ο Μανόλης) και ‘‘ε’’ αλληλοεξαρτώνται σε βαθμό που αν εγώ θέλω ζ δεν είμαι εγώ (ο Μανόλης), τότε, υποκύπτοντας στη θέληση ζ παύω να είμαι ο Μανόλης –αφού ‘‘εγώ’’ και ‘‘θέλω ε’’ αλληλοορίζονται. Άρα, δεν είμαι εγώ, αλλά κάποιος άλλος –π.χ., αυτός που μου επιβλήθηκε. Άρα, μπερδεύω το ‘‘εγώ’’ με το ‘‘αυτός’’ και λέω ‘‘εγώ θέλει’’ ή ‘‘αυτός θέλω’’. Βλέπουμε λοιπόν ότι η ικανότητα για διάκριση των προσώπων ή η αδυναμία που οδηγεί στη σύγχυσή τους δεν έγκειται μόνο στο αν τα διατυπώνουμε σωστά στα πλαίσια του λόγου, αλλά είναι μια γενική και δυναμική κατάσταση της ζωής κατά την οποία δοκιμάζεται το πρόσωπό μας∙ η ψυχή μας και όχι απλά η γλωσσική μας αντιληπτική ικανότητα, η οποία είναι η ‘‘κορυφή του παγόβουνου’’∙ είναι αυτό που φαίνεται, δηλαδή το συνειδητό μας. Το υποσυνείδητο μπορεί να κρύβει άλλα πράγματα. Και, όταν η παθολογία είναι πολύ μεγάλη τότε βγαίνουν και στο συνειδητό. Χαρακτηριστική περίπτωση οι άνθρωποι με (δήθεν) πολλές προσωπικότητες οι οποίοι διατυπώνουν ακόμα-ακόμα την ύπαρξη πολλών προσώπων μέσα τους και συγχέουν τα πρόσωπα όπως είπαμε παραπάνω. Εφόσον, όμως, η σύγχυση των προσώπων και ο σφετερισμός του εγώ δεν υπάρχουν, οι εν λόγω άνθρωποι, αλλά και εν γένει η σχιζοφρένεια, δεν ευσταθούν∙ και, η θεραπεία τους είναι αυτή που έχουμε πει. Επεξηγηματικά μπορούμε να πούμε τα εξής: ‘‘Εγώ θέλω έτσι και όχι αλλιώς’’. ‘‘Εγώ δε θέλω αλλιώς’’. Δεν είμαι εγώ αυτός που θέλει αλλιώς. Και, εφόσον δεν είμαι εγώ αυτός που θέλει αλλιώς, τότε είναι κάποιος άλλος που θέλει αλλιώς. Άρα, αυτός θέλει αλλιώς. Αν ήμουνα εγώ αυτός που θέλει αλλιώς, εφόσον δεν είμαι εγώ αυτός, θα ήμουνα κάποιος άλλος. Ή μήπως θα μπορούσα και πάλι να ήμουνα εγώ, και απλά θα ήμουνα εγώ αλλιώς; Στο βαθμό που ταυτίζομαι με τη θέλησή μου (το ‘‘θέλω έτσι’’) και αυτή αποτελεί γνήσιο στοιχείο μου, το οποίο με ταυτοποιεί, τότε ορίζει και το πρόσωπό μου. Έτσι, λέμε ότι αν ήθελα αλλιώς, θα ήμουνα κάποιος άλλος. Δηλαδή, το ‘‘είμαι αλλιώς’’ τείνει να ταυτιστεί με το ‘‘είμαι άλλος’’. Όμως, το ‘‘άλλος’’ είναι τρίτο πρόσωπο. Ομοίως, όπως μπορώ να πω ‘‘είμαι άλλος’’ (αυτός), μπορώ να πω ‘‘είμαι εσύ’’, ‘‘είμαι αυτή’’, ‘‘είμαι εσείς’’, κλπ. Όσο πιο πολύ το ‘‘αλλιώς’’ έχει απήχηση στην ταυτότητα τόσο καθορίζει και επιφέρει το ‘‘άλλος’’∙ το πρόσωπο. Άρα, το ‘‘αλλιώς’’ επηρεάζει το πρόσωπο τόσο όσο πιο μεγάλη είναι η βαρύτητά του. Συνεπώς, πάντα το επηρεάζει, λιγότερο ή περισσότερο. Υπάρχει, βέβαια, και η περίπτωση το αλλιώς να επιλεχθεί ελεύθερα από το πρόσωπο, όπως στην περίπτωση που του αποκαλυφθεί μια πραγματικότητα που δεν την είχε συνειδητοποιήσει ή αξιολογήσει από πριν. Εκεί, όμως, δεν επηρεάζεται το πρόσωπο, γιατί το ίδιο το πρόσωπο έχει επιλέξει ελεύθερα (ως πρόσωπο∙ ως ‘‘εγώ επιλέγω’’) την αλλαγή της θέλησης (από ‘‘θέλω έτσι’’ σε ‘‘θέλω αλλιώς’’) στην περίπτωση της


[30]

Η Θεωρία του Προσώπου

εν λόγω συνειδητοποίησης. Εδώ πρόκειται για το σύμπλεγμα ή σύστημα των προτεραιοτήτων και των αξιών για το οποίο έχουμε κάνει λόγο στην παρούσα θεωρία (σελ. 7-8). Όπως έχουμε πει, το πρόσωπο είναι ένα σύμπλεγμα ενεργειών, ένα σύστημα εγωτικών ενεργειών και στοιχείων. Ο σφετερισμός του εγώ (του προσώπου) προκύπτει όταν προκύψει ένα στοιχείο το οποίο δεν μπορεί να ενσωματωθεί ελεύθερα από το εγωτικό σύστημα γιατί δε συνάδει με τα δεδομένα αυτού του συστήματος. Είναι, δηλαδή, όπως η μεταμόσχευση μιας καρδιάς η οποία δε μπορεί να γίνει αποδεκτή από τον οργανισμό, όπως έχουμε αναφέρει. Το εγωτικό σύστημα είναι και αυτό ένας ζωντανός οργανισμός. Αυτός ο οργανισμός, όμως, μπορεί να είναι αδύναμος ή να βρεθεί σε ανάγκη, όπως το σώμα μας, κι έτσι να υποκύψει στο ατόπημα (ψευδαίσθηση) της σύγχυσης προσώπων. -------- -------Το ότι το υποκείμενο δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο στην πράξη να πραγματοποιήσει σύγχυση προσώπων μέσα του, έστω και με τρόπο ψυχολογικά αυθαίρετο – παθολογικό, είναι ξεκάθαρο. Αν πω ή πιστέψω ότι ‘‘εγώ είσαι’’ ή ‘‘εγώ θέλεις’’, κλπ, συγχέω την υποκειμενικότητά μου με τη δική σου. Όμως, το άτομο είναι υποκείμενο και, από αντικειμενικής-ορθολογικής πλευράς, είναι αδιανόητο το υποκείμενο να συγχυστεί με ένα άλλο υποκείμενο. Αν γίνει αυτό χάνεται η έννοια της υποκειμενικότητας. Θέλει-δε θέλει κάποιος άνθρωπος είναι αυτός και όχι εσύ ή εγώ. Αυτό είναι το ορθό∙ το υπαρκτό. Το υποκείμενο υπάρχει ως τέτοιο (ως υποκείμενο). Η σύγχυση καταργεί την έννοια, την οντότητα και την πραγματικότητα του υποκειμένου. Ό,τι κι αν σκέφτεται κάποιος, ό,τι κι αν επιθυμεί ή αισθάνεται, δεν παύει να είναι αυτό που είναι, κι αυτό δε μπορεί να το αλλάξει. Η σύγχυση είναι ψευδαίσθηση. Η ετερότητα, όπως ορίζεται από τα τρία πρόσωπα του λόγου, είναι η πραγματικότητα. Η αμφισβήτηση της ετερότητας, που είναι εντελώς αδιανόητη, είναι αυτή η σύγχυση των προσώπων. Και, ο διχασμός του εγώ, από την άλλη, όπως έχουμε δείξει, ανάγεται στη σύγχυση των προσώπων ως ψευδαίσθηση. Γι’ αυτό και ασχολούμαστε εδώ με τη σύγχυση των προσώπων, η οποία πηγάζει από το σφετερισμό του εγώ (του προσώπου). Ειδ’ άλλως θα ήταν περιττό και άσκοπο να ασχοληθούμε με το γιατί το ‘‘εγώ είσαι’’ ή το ‘‘εσύ είμαι’’, κλπ, είναι λανθασμένα. Είναι προφανώς λανθασμένα, άρα δεν έχει νόημα να εξηγήσουμε το λάθος τους. Αλλά αυτά τα λάθη είναι ουσιαστικά τα λάθη με βάση τα οποία ερμηνεύεται η σχιζοφρένεια∙ και αυτά τα λάθη είναι που αποτελούν ψευδαίσθηση σχιζοφρένειας και όχι πραγματικότητα σχιζοφρένειας. Είπαμε ότι η ετερότητα, όπως ορίζεται από τα τρία πρόσωπα, είναι η (αντικειμενική) πραγματικότητα. Άρα, το πρόσωπο ορίζεται όπως υπάρχει, με βάση τα τρία πρόσωπα. Αυτό σημαίνει ότι το πρόσωπο (άρα, το εγώ) ορίζεται και στη


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[31]

λειτουργία του με βάση τον ορισμό του από το λόγο. Άλλωστε, το πώς υπάρχω εγώ (υπάρχω ως πρώτο πρόσωπο και ως ετερότητα) σημαίνει το πώς λειτουργώ ως πρόσωπο. Υπάρχω ως εγώ και όχι ως εσύ (δηλαδή, ‘‘εγώ είμαι’’ και όχι ‘‘εγώ είσαι’’) και αυτό ορίζει τη λειτουργία της υποκειμενικότητάς μου από αντικειμενικήςπραγματικής πλευράς. Εφόσον η ετερότητα (το ότι εγώ δεν είμαι εσύ) είναι αντικειμενική-υπαρκτή κατάσταση, η οποία δεν αλλοιώνεται από οποιαδήποτε ψυχική διαταραχή και αυθαιρεσία θεώρησης του εγώ, και η ετερότητα ορίζεται από τη διάκριση των προσώπων –γλωσσολογικά– τότε, εφόσον η διάκριση των προσώπων ορίζει εξίσου και την προσωπική λειτουργία και υπόσταση, δηλαδή, τον τρόπο που ζω, σκέπτομαι, αισθάνομαι, κλπ, αυτό σημαίνει ότι οι ψυχικές διεργασίες –η ψυχολογία του υποκειμένου– σχετίζονται με τη διάκριση των προσώπων με τον ίδιο τρόπο που σχετίζεται με αυτή τη διάκριση η απλή ύπαρξη της υποκειμενικότητας, από όπου προκύπτει η ετερότητα. Με άλλα λόγια, εγώ είμαι έτερός σου (άρα, ‘‘εγώ είμαι’’, και όχι ‘‘εγώ είσαι’’) σημαίνει και ότι εγώ λειτουργώ ως έτερός σου. Άρα, ‘‘εγώ θέλω’’, και όχι ‘‘εγώ θέλεις’’, ‘‘εγώ σκέπτομαι’’, και όχι ‘‘εγώ σκέπτεσαι’’, κλπ. Το ότι οι ψυχικές λειτουργίες είναι αντικειμενικά-πραγματικά υπαρκτές κατ’ αυτόν τον τρόπο, σημαίνει ότι το υποκείμενο όσο και να θέλει ή να πιστεύει (συνειδητά ή υποσυνείδητα∙ λιγότερο ή περισσότερο) τη σύγχυση των προσώπων, αυτό δεν είναι δυνατό ως κατάσταση μέσα του. Το υποκείμενο ή το πρόσωπο είναι αδιάβλητο, και η σύγχυση των προσώπων μέσα του είναι απλά και μόνο αδυναμία, δηλαδή, όπως έχουμε αποδείξει, είναι ποσοτική αλλοίωση και όχι ποιοτική, δηλαδή όχι αλλοίωσησφετερισμός του εγώ. Είναι απλά μια ψευδαίσθηση∙ μια ελλιπής αίσθηση του ότι εγώ είμαι εγώ και όχι κάποιος άλλος. Όμως, εγώ είμαι εγώ αναγκαστικά και νομοκανονιστικά, και κανείς και τίποτα δε μπορεί να με αλλοιώσει. Ούτε εγώ ο ίδιος! Εγώ ο ίδιος μπορώ να έχω μόνο τη σχετική ψευδαίσθηση (περί εσωτερίκευσης, όπως έχουμε πει), η οποία σίγουρα είναι ψευδαίσθηση, εφόσον απλά χάνεται η δύναμή μου και όχι η ποιότητά μου, δηλαδή εγώ! Συνδέσαμε την ετερότητα από αντικειμενικής-υπαρκτής πλευράς (ως γεγονός) με το ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί η σύγχυση των προσώπων (εγώ είσαι, εσύ είμαι, κλπ.) ψυχολογικά-θεωρητικά εντός του ατόμου. Ας θέσουμε εδώ έναν προβληματισμό, ο οποίος είναι και αυταπάντητος: Τα ‘‘εγώ είσαι’’ και ‘‘εσύ είμαι’’ πηγάζουν από τη διατύπωση ‘‘το εγώ (σου/του)’’, όπως έχουμε πει. Η διατύπωση αυτή είναι λόγος (γλωσσικός κώδικας). Άρα, όπως έχουμε πει, και εν γένει θεώρηση, φρόνηση και λειτουργία πνεύματος. Την αντικειμενική-υπαρξιακή κατάσταση της ετερότητας –δηλαδή το ότι εγώ είμαι ένας και εσύ άλλος ένας, και εμείς οι δύο είμαστε δύο και όχι ένας– μήπως δεν την αντιλαμβανόμαστε με το πνεύμα μας, δηλαδή μήπως δεν είναι εν γένει θεώρηση, φρόνηση και λειτουργία πνεύματος, όπως λέμε παραπάνω για τη διατύπωση ‘‘το εγώ’’; Για να κάνουμε λόγο για την περίφημη ετερότητα, δηλαδή αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός-κατάσταση,


[32]

Η Θεωρία του Προσώπου

πρέπει να έχουμε πνεύμα (προφανώς), και το πνεύμα μας να μπορεί να μην κάνει το τραγικό λάθος να αμφισβητεί ή και να αρνείται την ετερότητα, ή, αλλιώς, την πολλαπλότητα. Η έννοια της ετερότητας και της πολλαπλότητας υπάρχει αδιαμφισβήτητα στο μυαλό μας και μόνο με το μυαλό μας μπορούμε να τη θεωρήσουμε (αφού, φυσικά, το μυαλό είναι αυτό που θεωρεί) και όλη η φιλοσοφία και η γνώση περί ετερότητας είναι νοητική μας λειτουργία, όπως άλλωστε και η παρούσα θεωρία. Και, ο λόγος είναι η κατεξοχήν λειτουργία (η πλέον ακριβής) για τη νοητική μας αυτή λειτουργία και δραστηριότητα. Και, σ’ αυτήν εδώ την εργασία αναλύουμε τη λεκτική έννοια της φράσης ‘‘το εγώ’’ και μάλιστα από τη θεμελιώδη άποψη της εκφοράς των προσώπων στο λόγο (1ο, 2ο και 3ο ενικό και πληθυντικό). Άρα, αυτό που κάνουμε εδώ, δηλαδή η ανάλυση και η κατάρριψη της φράσηςδιατύπωσης ‘‘το εγώ’’ και των φράσεων-διατυπώσεων ‘‘εγώ είσαι’’, ‘‘εσύ είμαι’’, που προκύπτουν από ‘‘το εγώ’’ ως ισοδύναμες αυτού, είναι ισόκυρη της πραγματικότητας της ετερότητας-πολλαπλότητας, γιατί κι αυτή τη θεωρούμε και την εκφράζουμεδιατυπώνουμε: την προσεγγίζουμε –την αντιλαμβανόμαστε– μέσω της ψυχής μας, του πνεύματός μας, δηλαδή της αντίληψής μας, η οποία σίγουρα είναι πνευματικό μέγεθος. Ειδάλλως δε θα μιλούσαμε καν για ετερότητα, κι έτσι δε θα ετίθετο καν θέμα. Και, αυτή η πνευματική μας ενέργεια και αντίληψη δεν μπορεί να μη συνοδεύεται και να μην ουσιώνεται-κατοχυρώνεται από το λόγο, καθότι είμαστε έλλογα όντα. Άλλωστε, αυτά που εσύ ο αναγνώστης τώρα διαβάζεις και σκέφτεσαι πάνω σ’ αυτά είναι λόγος∙ είναι ένα σύγγραμμα, μια λογική θεωρία. Είναι καθόλου τυχαίο αυτό; -------- -------Αξίζει εδώ να αναφερθούμε στο ότι το εγώ, που στα αγγλικά είναι ‘‘I’’, εκφράζεται και ως ‘‘I–ness’’, που στα ελληνικά μπορούμε να το πούμε ‘‘εγώτητα’’. Η εγώτητα είναι ουσιαστικό, και, ως εκ τούτου, μπορούμε να πούμε ‘‘η εγώτητά σου’’, κατά το ‘‘το εγώ σου’’. Άρα, μήπως σε αυτήν την περίπτωση δεν έχουμε γλωσσικό λάθος και, κατά συνέπεια, ούτε λάθος φρόνησης (λογικής); Η ουσιαστικοποίηση του εγώ, η εγώτητα, που πραγματοποιείται μέσω του δεύτερου συνθετικού –(ό)τητα– δηλώνει ότι η εγώτητα μπορεί να προσδιοριστεί από το άρθρο ‘‘η’’, άρα να εκφραστεί ως τρίτο ενικό πρόσωπο αυτό που λέμε ‘‘εγώ’’, το οποίο είναι ο ορισμός του πρώτου ενικού προσώπου. Όμως, το συνθετικό ‘‘(ό)τητα’’ λύνει το παράδοξο συνδυασμού πρώτου ενικού (‘‘εγώ’’) με τρίτο (‘‘η’’); Το συνθετικό αυτό (το ‘‘(ό)τητα’’) είναι η ουσιαστικοποίηση μιας έννοιας ή ενός όρου, όπως το αγαθός – αγαθότητα. Όμως, η ουσιαστικοποίηση δε θεμελιώνει το τρίτο ενικό πρόσωπο, καθώς γνωρίζουμε ότι το άρθρο (ο, η, το και ένας, μία, ένα) ακολουθείται πάντα από ουσιαστικό ή επίθετο. Ισοδύναμο αυτού είναι να πούμε ότι ένα


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[33]

ουσιαστικό ή επίθετο ακολουθεί πάντα ένα άρθρο, οριστικό ή αόριστο. Άρα, η ουσιαστικοποίηση του εγώ ως εγώτητα δε θεμελιώνει την προσαρμογή του σε τρίτο πρόσωπο (η οποία προσαρμογή είναι, όπως έχουμε αναπτύξει, ο σφετερισμός του εγώ). Ή, αλλιώς, όσο έγκυρη είναι η εκφορά του εγώ σε τρίτο πρόσωπο ως ‘‘το εγώ σου/του’’ (i), άλλο τόσο έγκυρη είναι η ουσιαστικοποίηση του εγώ ως ‘‘εγώτητα’’ (ii), που, στην ουσία, εγώτητα είναι καθαυτή η προσαρμογή σε τρίτο πρόσωπο. Άρα έχουμε μηδενικό επιχείρημα, γιατί, για να νομιμοποιήσουμε την (i) χρησιμοποιούμε τη (ii), ενώ η (i) και η (ii) είναι ισοδύναμες, μη πηγάζοντας η μία από την άλλη. Το ‘‘εγώ’’ είναι πρώτο πρόσωπο. Το ‘‘η’’ είναι τρίτο πρόσωπο. Άρα, λέγοντας ‘‘η εγώτητα’’, πρέπει να δικαιολογήσουμε το ‘‘η’’, καθώς το ζητούμενο είναι κατά πόσο δικαιολογείται το πρόσωπο που θέλουμε να εισάγουμε –το τρίτο πρόσωπο. Και πραγματικά τίθεται θέμα προσώπου, καθώς, η προσαρμογή του πρώτου προσώπου – ‘‘εγώ’’– στο τρίτο –‘‘η’’ (εγώτητα)’’– είναι κάτι το παράδοξο. Το ‘‘η’’ ορίζει το ‘‘εγώ’’, δηλαδή εντάσσεται ένα πρόσωπο σε ένα άλλο. Προσωποποιούμε το πρόσωπο (εκφέρουμε το 1ο πρόσωπο ως 3ο πρόσωπο), πράγμα που αποτελεί πλεονασμό. Ο πλεονασμός μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η λογική (δηλαδή, η διατύπωση ‘‘η εγώτητα’’) που παράγει τον πλεονασμό είναι λάθος. Έτσι, το ‘‘η’’ δε μπορεί να διατυπωθεί σ’ αυτήν την περίπτωση. Αλλά, ακόμα και να θελήσουμε να το διατυπώσουμε με αυθαίρετο τρόπο, επειδή ίσως μας φαίνεται φυσιολογικό και προφανές ή λειτουργικό το ‘‘η’’ στη φράση ‘‘η εγώτητα’’, τότε, το ‘‘η’’, ως αυθαίρετο (εφόσον είπαμε ότι το διατυπώνουμε αυθαίρετα), έχουμε την ανάγκη να το δικαιολογήσουμε και να το στηρίξουμε κάπως. Δε μπορούμε να λέμε ότι το διατυπώνουμε με το ‘‘έτσι θέλω’’. Πρέπει, με άλλα λόγια, η παρουσία και η λειτουργία του να δικαιολογείται κάπως, καθώς τοποθετείται και λειτουργεί μέσα στο λόγο, άρα δε νοείται ως αυθαίρετα παρόν εκεί. Και, εφόσον υπάρχει η απαγόρευση της διατύπωσης λόγω πλεονασμού, θα πρέπει να βρούμε ένα αντίβαρο σ’ αυτήν την απαγόρευση. Έτσι, ο μόνος τρόπος να δικαιολογηθεί η χρήση του τρίτου προσώπου είναι το μόνο στοιχείο της διατύπωσης που συνεπικουρεί στο 3ο πρόσωπο, δηλαδή το συνθετικό -(ό)τητα. Όμως, εφόσον έχουμε την ισοδυναμία των ως ανωτέρω (i) και (ii), η δικαιολόγηση που προσπαθούμε να κάνουμε δεν μπορεί να ευσταθεί. Αντιθέτως, δε χρειάζεται μια τέτοιου είδους δικαιολόγηση στις άλλες περιπτώσεις εκφοράς μιας λέξης σε τρίτο πρόσωπο, όπως, π.χ.: ‘‘εγώ τρέχω’’ – ‘‘το τρέξιμο’’ ή ‘‘εγώ είμαι καλός’’ – ‘‘η καλοσύνη’’. Εδώ δεν έχουμε την ανάγκη να δικαιολογήσουμε το τρίτο πρόσωπο, καθώς έχουμε απλά μετάβαση (μετατροπή) από ένα πρόσωπο σε ένα άλλο, και όχι τον πλεονασμό της σύμπτυξης, ανάμειξης ή συνένωσης δύο προσώπων, όπου το ένα να υπάγεται στο άλλο. Σ’ αυτήν την περίπτωση το ‘‘η’’ εμφανίζεται μεν και υπάρχει χωρίς να αποδεικνύει και να στηρίζει την παρουσία του, αλλά και από την άλλη, η παρουσία του είναι φυσική και αβίαστη χωρίς κάτι να υπαινίσσεται ανάγκη στήριξης αυτής της παρουσίας. Άρα, δεν


[34]

Η Θεωρία του Προσώπου

υποψιαζόμαστε καν το θέμα της σχέσης του ‘‘η’’ με την κατάληξη του ονόματος που ακολουθεί αυτού. Με άλλα λόγια, και εν κατακλείδι, εφόσον ο πλεονασμός ούτως ή άλλως υπάρχει, αλλ’ όμως εμείς επιλέξαμε να υποστηρίξουμε τη διατύπωση ‘‘η εγώτητα’’, θα πρέπει να θέσουμε ένα αντίβαρο στο παράδοξο του πλεονασμού, ώστε να επέλθει εξισορρόπηση και έτσι η διατύπωση, ως ισορροπημένη, άρα δικαιολογημένη, να γίνει αποδεκτή. Όμως, η εξισορρόπηση, που τίθεται ως η ‘‘(ό)τητα’’, δεν ευσταθεί. (Για την ακρίβεια, η ‘‘(ό)τητα’’ καλείται να εξισορροπήσει τη διατύπωση ‘‘το εγώ’’ μέσα από τη διατύπωση ‘‘η εγώτητα’’, όπως αναφέρουμε στην αρχή.) Επίσης, ας πούμε ότι οι λέξεις όπως ‘‘εγωισμός’’, ‘‘εγωκεντρισμός’’ και ‘‘εγωπάθεια’’, που έχουν ως συνθετικό τη λέξη ‘‘εγώ’’ είναι επίσης λανθασμένες. Ο λόγος είναι ότι ο ορισμός με βάση τον οποίο νοούνται ενέχει τη φράση ‘‘το εγώ’’. Έτσι, ως εγωπάθεια ορίζεται η παθολογία του εγώ, ως εγωκεντρισμός η επικέντρωση στο εγώ και ως εγωισμός η, ας πούμε, κίνηση του εγώ. -------- -------Συχνά συναντάμε την αναφορά στο εγώ με τη λέξη εγώ σε εισαγωγικά: το ‘‘εγώ’’. Αυτό, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι δικαιολογεί τη γλωσσική ασυνέπεια της φράσης ‘‘το εγώ’’, καθώς, αν είναι η λέξη εγώ σε εισαγωγικά επιτρέπεται η συντακτική ασυνέπεια: τα εισαγωγικά νομιμοποιούν την αυτούσια διατύπωση οποιασδήποτε λέξης ή φράσης. Για να το δούμε αυτό το θέμα θα πρέπει να δούμε ποια είναι η έννοια των εισαγωγικών και πώς λειτουργούν αυτά. Τα εισαγωγικά χρησιμοποιούνται σε δυο περιπτώσεις∙ 1) για να αναφέρουμε αυτούσια μια ρήση και 2) για να εκφραστούμε αλληγορικά, οπότε βάζουμε τη λέξη ή τη φράση σε εισαγωγικά, γιατί η λέξη ή η φράση δε χρησιμοποιείται κυριολεκτικά, αλλά έχουμε τρόπο του λέγειν. Αν πάρουμε τη λέξη ‘‘εγώ’’ ως αυτούσια αναφορά (απαγγελία, quotation) (περίπτωση 1) τότε, λέγοντας [το ‘‘εγώ’’], αναφερόμαστε στη λέξη εγώ (ως: η λέξη ‘‘εγώ’’) και όχι στην έννοια και στην πραγματικότητα που έχει η διατύπωση της λέξης ‘‘εγώ’’. Κι αυτό, γιατί, όπως είπαμε, η λειτουργία των εισαγωγικών είναι να περικλείουν μια ρήση, ένα λεγόμενο, κάτι που λέμε, άρα μια λέξη. Επειδή το θέμα μας είναι ο λόγος και πώς λειτουργεί η διατύπωση [το ‘‘εγώ’’] θα πρέπει, προκειμένου να το διαλευκάνουμε, να το αναλύσουμε στα πλαίσια του λόγου∙ του πώς λειτουργεί το εν λόγω λεκτικό φαινόμενο από φιλολογικής άποψης. Αν, λοιπόν, θέλουμε να δούμε πιο σχολαστικά τη λειτουργία των εισαγωγικών ως απαγγελίας, θα πρέπει να διατυπώσουμε μια πιο ολοκληρωμένη απαγγελία. Αν, δηλαδή, νοούμε [το ‘‘εγώ’’] ως τη λέξη ‘‘εγώ’’, το ίδιο νόημα έχει να νοήσουμε και [το ‘‘εγώ’’] ως τη φράση ‘‘εγώ παίζω μπάλα’’ ή εν γένει τη φράση ‘‘εγώ…’’. Και, η


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[35]

σχολαστική αναφορά στη φράση ‘‘εγώ παίζω μπάλα’’ έχει ως εξής: Ο Μάνος κάνει κάτι το οποίο εκφράζεται με η φράση ‘‘εγώ παίζω μπάλα’’. Βλέπουμε λοιπόν ότι τα εισαγωγικά (‘‘εγώ…’’) ορίζονται ως μια φράση. Άρα, το αντικείμενο ‘‘εγώ’’ είναι φράση και όχι οτιδήποτε άλλο. Άρα δεν είναι ψυχολογικό αντικείμενο ή ψυχολογική έννοια ή ψυχολογική πραγματικότητα. Μπορούμε να πούμε η ψυχολογική έννοια ‘‘εγώ’’, αλλά η πλήρης διατύπωση έχει ως: η ψυχολογική έννοια που εκφράζεται ως ‘‘εγώ’’. Δηλαδή, αυτή η έννοια που ορίζεται από τη φράση ‘‘εγώ’’. Άρα, αναγκαστικά αναφερόμαστε σε μια φράση και όχι σε μια έννοια. Αναφερόμαστε, δηλαδή, σε μια φιλολογική έννοια, όπως είναι η φράση ή η λέξη, και όχι σε μια ψυχολογική έννοια, όπως είναι το πρόσωπο ή το υποκείμενο, κ.ο.κ., λέγοντας [το ‘‘εγώ]. Όμως, η φιλολογική έννοια έχει λειτουργικότητα συντακτική, γραμματική, πραγματολογική, κλπ, άρα ασχολούμαστε με τη λέξη (‘‘εγώ’’) ως λέξη, άρα ως διατύπωση, δηλαδή με το τυπικό (διατυπωτικό) μέρος, και, από αυτή την άποψη μπορούμε να εκφράσουμε οτιδήποτε εντός εισαγωγικών και να το δούμε μόνο γλωσσολογικά και όχι ως νόημα ψυχολογίας και ζωής. Μπορούμε λοιπόν να πούμε, π.χ., τη φράση ‘‘εγώ δεν είμαι εγώ’’ ή ‘‘εγώ δεν υπάρχω’’, οι οποίες φράσεις φιλολογικά (π.χ. συντακτικά) δεν έχουν καμία αντίφαση ή δυσλειτουργία, ενώ ψυχολογικά εκφράζουν ψύχωση και, αν μη τι άλλο, δε στέκουν ως πραγματικότητες, αφού εκφράζουν νοήματα τα οποία είναι αντιφατικά σε υπαρξιακό επίπεδο. Επίσης μπορούμε κάλλιστα από φιλολογικής πλευράς να διατυπώσουμε, π.χ. ‘‘η Ψυχολογία έχει αποδείξει ότι ο άνθρωπος είναι άβουλος’’. Όμως αυτό δεν είναι ψυχολογικά σωστό. Η δεύτερη περίπτωση της χρήσης των εισαγωγικών στη φράση [το ‘‘εγώ’’], είναι η υπόθεση ότι τα εισαγωγικά δηλώνουν αλληγορία. Εδώ έχουμε να πούμε ότι η αλληγορική αναφορά στο εγώ ως [το ‘‘εγώ’’] αφαιρεί τη δύναμη, άρα την εγκυρότητα από τη διατύπωση. Το να αναφερόμαστε αλληγορικά στο εγώ σημαίνει ότι δεν κυριολεκτούμε σ’ αυτό που λέμε, αλλά το εγώ χρησιμοποιείται ως ένα παράδειγμα ή μια παραβολή ή μια μεταφορά για να εκφράσουμε και να εννοήσουμε κάτι άλλο. Όμως, εφόσον δεν εννοούμε κάτι άλλο από αυτό που λέμε, η αιτιολόγηση του ‘‘εγώ’’ ως αλληγορίας δεν έχει νόημα. Εδώ ας σημειώσουμε ότι διατυπώσεις που μοιάζουν με τη διατύπωση ‘‘το εγώ’’, όπως ‘‘το θέλω’’ ή ‘‘το μπορώ μου’’, κλπ, δεν είναι λανθασμένες διότι ισοδυναμούν και εκφράζουν τις αντίστοιχες συντακτικά σωστές εκφράσεις: ‘‘η θέληση’’, η ‘‘μπόρεσή μου’’, κλπ. Και, αν μη τι άλλο, δεν ισοδυναμούν με τις συγχύσεις προσώπων ‘‘εγώ είσαι’’, ‘‘εσύ είμαι’’, κλπ. Άρα, νοούνται, κατά την αυστηρότερη κρίση, ως σχήματα λόγου και όχι ως λεκτικές-λογικές-ψυχολογικές ασυνέπειες, αντίθετα με ‘‘το εγώ’’, όπως έχουμε γράψει. -------- --------


[36]

Η Θεωρία του Προσώπου

Λέγοντας ότι δε νοούνται εσωτερικές συγκρούσεις-διχασμοί εννοούμε ότι δε νοείται ένα εγώ ως εμβόλιμο μέσα σε ένα άλλο εγώ. Ο κάθε (ψυχικός) οργανισμός προφανώς δεν είναι τέλειος, και ένα μέρος του μπορεί να έρθει σε δυσαρμονίασύγκρουση με ένα άλλο μέρος του. Και μάλιστα αυτό μπορεί κάλλιστα να γίνει με βάση ή αφορμή ένα εξωτερικό ερέθισμα, άρα και ένα άλλο πρόσωπο (εγώ). Είναι γεγονός ότι δεν είμαστε άτρωτοι. Ένα εμβόλιμο στοιχείο είναι όπως ένα αγκάθι, το οποίο τρυπά τη σάρκα μας. Προκαλεί πόνο, πυρετό, κλπ. Όμως, ο πόνος ή ο πυρετός είναι λειτουργίες του οργανισμού, οι οποίες νοούνται ως διατάραξη της ομαλής λειτουργίας, άρα δυσαρμονία, άρα σύγκρουση. Π.χ., ο πυρετός έχει επιβλαβείς συνέπειες στον οργανισμό. Οι συγκρούσεις αυτές, λοιπόν, είναι από τον οργανισμό για τον οργανισμό. Το αγκάθι προκαλεί τη δυσαρμονία, αλλά καθαυτή η δυσαρμονία δεν περιλαμβάνει το αγκάθι. Με άλλα λόγια, το αγκάθι ποτέ δεν ‘‘εσωτερικεύεται’’ από τον οργανισμό ούτως ώστε να έχουμε αφομοίωσή του, άρα το να μετατραπεί αυτό σε σάρκα. Αυτό είναι αδύνατο. Άρα, ο ‘‘διχασμός’’, ως ιδία κατάσταση του οργανισμού, δεν περιλαβάνει το εμβόλιμο στοιχείο, το οποίο, στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν έχει το DNA του οργανισμού, για να θεωρηθεί μέρος αυτού. Άρα, η εσωτερική σύγκρουση δε μπορεί να νοηθεί ως προϊόν εσωτερίκευσης. Η λύση της σύγκρουσης (η θεραπεία) έρχεται με την αποβολή ή την οποιουδήποτε είδους εξουδετέρωση του αγκαθιού. Και, η παύση της σύγκρουσης συμβαδίζει με την παύση του πυρετού και του πόνου. Αν υπάρχει περίπτωση το αγκάθι να αφομοιωθεί από τον οργανισμό ή, έστω, να γίνει ανεκτή η παρουσία του εντός του οργανισμού, τότε δεν υπάρχει και σύγκρουση. Άρα, βλέπουμε ότι ο οργανισμός είναι αυτός που αποφασίζει για σύγκρουση ή μη σύγκρουση (αναλόγως του πώς αντιμετωπίζει το ξένο στοιχείο) και όχι το ξένο στοιχείο. Εφόσον, λοιπόν, τη σύγκρουση την ορίζει ο οργανισμός, η σύγκρουση εντοπίζεται μόνο εντός του οργανισμού. Άρα, δε νοείται σύγκρουση μεταξύ σάρκας και αγκαθιού, τα οποία να είναι δυο αντιμαχόμενες πλευρές. Και, εδώ δεν εννοούμε ότι το αγκάθι δεν είναι εχθρός του οργανισμού ή της σάρκας, αλλά αναφερόμαστε στο επίπεδο του οργανισμού-υποκειμένου, με το οποίο ασχολούμαστε ούτως ώστε να το κατανοήσουμε ως υποκείμενο και να το θεραπεύσουμε ως υποκείμενο. Μια θεραπεία της εξωυποκειμενικής σύγκρουσης, δηλαδή της αντιμετώπισης καθαυτού του αγκαθιού, θα ήταν να βγάλει ο γιατρός το αγκάθι από το σώμα. Όμως, μήπως και το ίδιο το σώμα, αν είναι αρκετά δυνατό και υγιές, δεν πετάει έξω το αγκάθι; Μήπως λοιπόν η ενδοϋποκειμενική και διαπροσωπική θεραπεία δεν ταυτίζονται στο βαθμό που η δεύτερη ακολουθεί τα δεδομένα και τις επιθυμίες του υποκειμένου; Άρα, μήπως και σ’ αυτήν την περίπτωση το υποκείμενο δε διατηρεί την υποκειμενικότητά του εφόσον η έξωθεν ενέργεια δεν καταργεί αυτήν την


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[37]

υποκειμενικότητα, εφόσον είναι σύμφωνη προς αυτήν; Έτσι, λοιπόν, έχουμε την επιβεβαίωση της υποκειμενικότητας (από το γιατρό) από τη μια, και από την άλλη την αμφισβήτησή της από το αγκάθι ως απειλή του οργανισμού, άρα του υποκειμένου. Στην πρώτη περίπτωση, εφόσον τίποτα δεν απειλεί την υποκειμενικότητα (και στο βαθμό που δεν την απειλεί), η υποκειμενικότητα δε χάνει το χαρακτήρα της και τη φύση της∙ το άτομο δεν έχει λόγο να μην υπάρχει υποκειμενικά. Στη δεύτερη περίπτωση η σύγκρουση είναι, όπως είπαμε, μόνο εντός του υποκειμένου. Άρα, αποκλείεται η εσωτερίκευση, άρα τα όρια του υποκειμένου δε συγχέονται με το αντικείμενο (αγκάθι), άρα και πάλι διατηρείται η υποκειμενικότητα. Εν κατακλείδι, η εσωτερίκευση δε νοείται∙ δεν είναι δυνατή. Δεν είναι δυνατή ως σύγχυση ορίων, άρα η σύγκρουση και ο διχασμός δεν προκαλούνται από την εσωτερίκευση, αλλά νοούνται ως καταστάσεις που αρχίζουν από το υποκείμενο και τελειώνουν στο ίδιο το υποκείμενο. Είναι καθαρά εσωτερικές καταστάσεις, οι οποίες δεν έχουν εξωτερικές αναφορές. Το υποκείμενο τις ορίζει και τις λειτουργεί. Έχουμε πει πως οι εξωτερικοί παράγοντες νοούνται μόνο ως ψευδαίσθηση εσωτερίκευσης, και, ως τέτοια, προκαλούν μόνο ποσοτικές μεταβολές. Και όντως: το αγκάθι, ως παράγοντας που επηρεάζει τη σάρκα μας, απειλεί την υγεία μας, την ευμάρειά μας, την ύπαρξή μας. Επηρεάζει, δηλαδή, το πόσο υπάρχουμε ή το πόσο καλά υπάρχει ένα στοιχείο μας, όπως π.χ. ένα δάκτυλό μας, το οποίο έχει τρυπηθεί από αυτό. Το πώς υπάρχει το δάκτυλο (δηλαδή ως συγκεκριμένο υποκειμενικό σύστημα-στοιχείο, με το DNA του) ορίζεται από το ίδιο το δάκτυλο και το εν γένει υποκείμενο-οργανισμό, και όχι από το εμβόλιμο αγκάθι. Αν πάλι το αγκάθι καταφέρει και αλλάξει το DNA του δακτύλου ή, έστω, επιφέρει μια μόνιμη λειτουργική αλλοίωση σ’ αυτό, η οποία, όμως, δε νοείται ως σύγκρουση (δηλαδή δεν υπάρχει πυρετός, πόνος, κλπ), τότε το αγκάθι έχει ‘‘εσωτερικευθεί’’∙ έχει γίνει μέρος του οργανιμού. Εδώ έχουμε εσωτερίκευση, αλλ’ όμως, εφόσον δεν υπάρχει σύγκρουση, η αρχική μας υπόθεση χάνεται. Δηλαδή, απουσία σύγκρουσης σημαίνει και απουσία νόσου. Αν, λοιπόν, η αναταραχή και η ασθένεια δεν έχει να κάνει με το έξωθεν, το ξένο (το αγκάθι), αλλά με τα ‘‘ίδια’’ (τον πυρετό, τον πόνο), αναρωτιόμαστε κατά πόσον η ασθένεια και το βάσανο νοούνται ως σύγκρουση διχασμού ανάμεσα ακόμα και εντός του ίδιου του εαυτού-οργανισμού. Η κατάσταση του διχασμού, της αντίφασης, μοιάζει ξένη προς τα δεδομένα του εσωτερικού βίου ενός οργανισμού. Ο οργανισμός λέγεται και άτομο. Ένα δέντρο είναι ένα άτομο, ένα ζώο είναι άτομο, όπως και ένας άνθρωπος. Το άτομο χαρακτηρίζεται από την ατμησία του, άρα από το ότι οι διχασμοί εντός του είναι καταστάσεις ξένες προς αυτό. Ο μόνος τρόπος για να τμηθεί-διχαστεί το άτομο είναι ένας εξωτερικός παράγοντας. Όμως, αυτό σημαίνει, όπως έχουμε εξηγήσει, εσωτερίκευση, άρα είναι αδύνατο. Είναι, όμως, δυνατή η


[38]

Η Θεωρία του Προσώπου

ποσοτική αλλαγή δυναμικής μεταξύ των συστατικών στοιχείων του οργανισμού. Και όντως: ο πυρετός είναι απλά αύξηση της ήδη υπάρχουσας θερμοκρασίας. Ο πόνος είναι ενεργοποίηση των αισθητηρίων κυττάρων του πόνου, τα οποία κύτταρα ήδη υπάρχουν, άρα εν δυνάμει πονάμε κάθε στιγμή, κ.ο.κ. Είναι, λοιπόν, άλλο πράγμα η αλλαγή δυναμικής, η οποία ορίζεται από τον αρμονικά φτιαγμένο οργανισμό, και άλλο πράγμα η εισβολή ενός ξένου, άρα πιθανά αντίθετου (διχαστικού, συγκρουσιακού) σώματος ή παράγοντα. Βέβαια, ο ξένος παράγοντας μπορεί να έχει δύναμη και επίδραση μεγαλύτερη από αυτή που μπορεί να αντέξει ο οργανισμός, ο οποίος προσβάλλεται, κι έτσι να διαταραχτούν οι λειτουργίες του οργανισμού. Δηλαδή, από την απλή ποσοτική αλλαγή δυναμικής, λόγω ακραίων αντιδράσεων, να προσβληθούν η φύση και τα δεδομένα-προδιαγραφές του οργανισμού, κι έτσι να έχουμε ποιοτικές αλλοιώσεις μέσα στο άτομο. Όμως, στο επίπεδο της υποκειμενικότητας, όπως την πραγματευόμαστε στην παρούσα θεωρία, δηλαδή της κοινωνίας των προσώπων, οποιαδήποτε προσβολή του υποκειμένου ενεργείται ως σφετερισμός του εγώ και εσωτερίκευση, οι οποίες αυτές ενέργειες είναι ανυπόστατες και λειτουργούν μόνο ως ψευδαισθήσεις (ψευδαίσθηση εσωτερίκευσης). Και, η εσωτερίκευση ως σφετερισμός του εγώ, έχουμε πει πως απομυθοποιείται, ως ψευδαίσθηση που είναι, μέσω της ορθής αίσθησης της ετερότητας, η οποία ετερότητα είναι η διάκριση των προσώπων (1ο, 2ο και 3ο). Άρα, όσο πιο ισχυρή και ξεκάθαρη είναι η αίσθηση, συναίσθηση και θεώρηση της ετερότητας, τόσο πιο μεγάλη και συντριπτική είναι η άμυνα του υποκειμένου απέναντι σε ένα αδιάκριτο ή αναιδές ή εχθρικό ή ύπουλο, κ.ο.κ. ‘‘εγώ’’, δηλαδή υποκείμενο ή εγωτικό-υποκειμενικό στοιχείο-ενέργεια κάποιου ανθρώπου προς άλλον άνθρωπο. Και, σημειωτέον ότι δεν είναι μόνο άνθρωπος που μπορεί να μας προσβάλλει. Μπορεί να είναι π.χ. ένα σκυλί, με το θυμό του. Ένα σκυλί το θεωρούμε φίλο μας, άρα του αποδίδουμε προσωπική υπόσταση. Επειδή λοιπόν το πρόσωπό μας δεν είναι πάντα δυνατότερο και ανώτερο των συνθηκών, μπορεί να πληγεί. Μέσω, όμως, μόνο της ψευδαίσθησης της εσωτερίκευσης. Άρα, όσο ισχυρότερη είναι η αίσθηση του προσώπου, τόσο δυνατότεροι είμαστε. Τόσο δυνατότερος είμαι! Στην περίπτωση όμως που η αίσθηση του προσώπου δεν είναι αρκετά ξεκάθαρη και δυνατή, και προκληθούν όχι απλά ποσοτικές αλλαγές (καταστολή του εγώ), αλλά ακραίες ποσοτικές αλλαγές, τόσο που ο οργανισμός (ο εγκέφαλος, η ψυχή) να απορρυθμιστεί, τότε πλέον οι αλλαγές καταλήγουν σε ποιοτικές αλλοιώσεις και μπορούμε να έχουμε συγκρούσεις υπό την έννοια του εκφυλισμού, ο οποίος διαταράσσει την ισορροπία και προκαλεί πόνο. Δηλαδή, όπως ακριβώς προκαλείται πόνος όταν χάνουμε την κατά κυριολεξία ισορροπία μας, οπότε ζαλιζόμαστε και το αποτέλεσμα είναι να πέσουμε, να χτυπήσουμε κι έτσι να πονέσουμε και να υποφέρουμε. Οι εν λόγω συγκρούσεις, δηλαδή, νοούνται ως εκφυλιστική αλλοίωση και όχι ως αλλοίωση στην ποιότητα


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[39]

μιας προσωπικής ενέργειας-στοιχείου (η οποία ποιοτική αλλοίωση δικαιολογεί τη σύγκρουση-διχασμό-αποξένωση μεταξύ των μερών του προσώπου, άρα τη σχιζοφρένεια). Για να έχουμε προσωπική αλλοίωση, χρειάζεται να επέμβει κάτι που να μπορεί να αλλοιώσει το πρόσωπο, δηλαδή, μόνο ένα άλλο πρόσωπο. Κι αυτό, γιατί το πρόσωπο δε συσχετίζεται με κάτι που δεν αποτελεί πρόσωπο, όπως, π.χ., μια πέτρα (βλ. σελ. 18-20). Συσχετίζεται μεν με την πέτρα επειδή την αντιλαμβάνεται, αλλά δε σχετίζεται με αυτήν προσωπικά, άρα δεν αλλοιώνεται και δεν επηρεάζεται ως πρόσωπο∙ ως ποιότητα προσώπου∙ ως το πρόσωπο αυτό που είναι∙ ως ταυτότητα. Έχουμε, λοιπόν, εκφυλισμό, ο οποίος, βέβαια, σημαίνει μείωση του σφρίγους, της απόδοσης και της επίδοσης του προσωπικού οργανισμού. Δεν έχουμε κανένα λόγο να θεωρήσουμε ότι ο εκφυλισμός συνιστά ποιοτική αλλοίωση υπό την έννοια της αποξένωσης μιας προσωπικής (εγωτικής) ενέργειας-λειτουργίας από τα ίδια, δηλαδή από τη φύση του προσώπου∙ από την ψυχική ιδιοτυπία του ανθρώπου. Κι αυτό, γιατί η έννοια του ξένου προς το πρόσωπο μπορεί να νοηθεί μόνο ως ένα έτερο πρόσωπο. Δεν έχει νόημα να πω ότι μια πέτρα μού είναι ξένη ή οικεία αν και στο βαθμό που δεν της αποδίδω προσωπική οντότητα. Και, εφόσον, όπως έχουμε αποδείξει, ένα άλλο πρόσωπο δεν μπορεί να αλλάξει ποιοτικά ένα άλλο πρόσωπο, τότε δεν έχουμε κατά καμία έννοια ποιοτική αλλοίωση, παρά μόνο ποσοτική αλλοίωση ή εκφυλισμό ο οποίος ουσιαστικά είναι ακραία ποσοτική αλλοίωση. Όμως, εφόσον, όπως έχουμε πει, η αλλοίωση-εκφυλισμός τροφοδοτείται και εξαρτάται από τον παράγοντα που την προκαλεί, δηλαδή την ελλιπή αίσθηση του προσώπου (ψευδαίσθηση εσωτερίκευσης) από τη μία, και την απειλή από το αδιάκριτο-εχθρικό υποκείμενο από την άλλη, είναι εύλογο το ότι η προσπάθεια για την απαλλαγή από τους δυο αυτούς παράγοντες δρα θεραπευτικά. -------- -------Παρόλο που λέμε ότι τα πρόσωπα δε συγχέονται, άρα δε μπορεί κάποιος να ‘‘μπει’’ μέσα μας –στη σκέψη μας, στο συναίσθημά μας, στη νοοτροπία και την κοσμοθεωρία μας– όμως στην πράξη βλέπουμε ότι πολλοί άνθρωποι είναι παθητικοί χαρακτήρες και συχνά δεν έχουν τη δική τους γνώμη, κάνουν αυτό που τους λένε οι άλλοι, κλπ. Δηλαδή, δε σκέφτονται και δεν ενεργούν όπως αυτοί πραγματικά πιστεύουν και ξέρουν, αλλά όπως οι άλλοι επιλέγουν γι’ αυτούς. Άρα, μήπως ισχύει το ότι ένα πρόσωπο εισχωρεί μέσα σε ένα άλλο και το αλλοιώνει ποιοτικά, άρα διαβάλλεται το πρόσωπο; Εδώ καταρχήν θα πούμε ότι είναι μέσα στα δεδομένα και τις λειτουργίες του προσώπου το να ακούει τους άλλους και να λειτουργεί σύμφωνα με τα λεγόμενά τους. Μια ενέργεια του εγώ είναι κάλλιστα αυτή που εκφράζεται ως: ‘‘Εγώ θέλω να ακούσω τη μαμά μου πάνω στο x θέμα και να κάνω ό,τι μου πει, γιατί δεν έχω τη


[40]

Η Θεωρία του Προσώπου

σχετική εμπειρία και γιατί εμπιστεύομαι πάρα πολύ τη γνώμη της’’. Αυτή η πρόταση αρχίζει με ‘‘εγώ…’’, άρα έχουμε εκ των έσω και συνειδητή επιθυμία και επιλογή του προσώπου ελεύθερα να ενεργήσει σύμφωνα με τα δεδομένα κάποιου άλλου προσώπου. Άρα, το ίδιο πρόσωπο ενεργεί την αποδοχή μιας αλλότριας ενέργειας (ενέργειας της μαμάς) πάνω σε κάποιο θέμα. Άρα, το αδιάβλητο του προσώπου δεν καταργείται. Βέβαια, αυτή η παθητική στάση ενέχει κινδύνους για τον ψυχικό και σωματικό οργανισμό∙ τον εαυτό. Είναι σα να εμπιστευόμαστε σε ένα ξένο χέρι να επέμβει πάνω στο σώμα μας αντί να χρησιμοποιήσουμε το δικό μας χέρι πάνω μας. Π.χ. είναι σα να αφήνουμε κάποιον να μας κόψει τα νύχια. Σ’ αυτόν δεν ανήκουν τα νύχια και τα δάκτυλά μας, άρα –κατά κανόνα, ίσως– δεν τα σέβεται και δεν τα ‘‘πονάει’’ το ίδιο με μας, άρα θα μας τα ματώσει. Η σχέση του με τα νύχια μας δεν είναι οργανική, όπως είναι η σχέση των νυχιών μας με εμάς. Το ξένο χέρι συμβολίζει ένα ξένο εγώ ή μια ξένη εγωτική ενέργεια. Το δικό μας χέρι είναι η δική μας ενέργεια∙ το δικό μας πρόσωπο. Τα νύχια και τα δάκτυλα είναι ο εαυτός. Και, όπως έχουμε πει στην αρχή της θεωρίας μας, εγώ και εαυτός δεν ταυτίζονται, το εγώ αναφέρεται όχι μόνο στον εαυτό, αλλά και στο οτιδήποτε έξω από αυτόν, και το εγώ εμπεριέχεται στον εαυτό (οργανισμό, εγκέφαλο). Έτσι, λοιπόν, το πατρονάρισμα από κάποιον άλλο είναι ιδία ενέργεια, άρα δεν έχουμε διαβολή του προσώπου. Όμως, επειδή μιλάμε για πατρονάρισμα, που σε πολλές περιπτώσεις μοιάζει με χειρισμό μαριονέτας, ο εαυτός ταλαιπωρείται τόσο πολύ, που χάνει τις λειτουργίες του. Το μάτωμα του νυχιού είναι κάτι που αντιστοιχεί στο ‘‘μάτωμα’’ της ιδίας άποψης, της αυτενέργειας, κ.ο.κ. Το πατρονάρισμα του εγκεφάλου, παρόλο που έχει επιλεχθεί από τον ίδιο τον εγκέφαλο, όμως, ως εκ της φύσεως του πατροναρίσματος, προκαλεί σοβαρές αλλοιώσεις στο ΚΝΣ. Και, εφόσον ο οργανισμός (ο εγκέφαλος) ενεργεί το εγώ (το πρόσωπο), έχουμε και εκφυλισμό στη θεώρηση και αντίληψη του προσώπου. Έτσι, έχουμε σύγχυση προσώπων και εσωτερίκευση. Αν μη τι άλλο, το πρόσωπο που μας πατρονάρει έχει όλη την ευχέρεια να μας επιβληθεί ή να μας εξαπατήσει, κλπ, άρα το πρόσωπό μας βρίσκεται σε θέση αδυναμίας έναντι του άλλου. Και, αυτό, όπως γράφουμε παραπάνω (σελ. 38-39), και είναι και ευνόητο, προωθεί το σφετερισμό του εγώ και την ελλιπή/ασαφή αίσθηση-αντίληψη του ιδίου (και του ετέρου) προσώπου. Όμως, έχουμε αποδείξει ότι ο σφετερισμός, η σύγχυση και η εσωτερίκευση είναι απλά ψευδαισθήσεις. Άρα, ούτως ή άλλως, το πατρονάρισμα δε συνιστά εισβολή ξένου προσώπου στο πρόσωπο που, σίγουρα, έχει εκ των προτέρων αυτό επιλέξει το πατρονάρισμα. Η αποδοχή πατροναρίσματος προέρχεται από την αδυναμία, την παθητικότητα, την απειρία του προσώπου πάνω στη ζωή. Άρα, κατά κανόνα προέρχεται από τα πρώτα χρόνια της ζωής του προσώπου, όπου και εξαρτάται αυτό το πρόσωπο αποκλειστικά από τους γονείς ή κηδεμόνες του. Κατά τη διάρκεια της


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[41]

ανάπτυξης η ανάγκη για πατρονάρισμα (που, ας μην ξεχνάμε, είναι ιδία λειτουργία του προσώπου) είναι όλο και λιγότερο επιτακτική, και τη θέση της τελικά παίρνει η ανεξαρτησία, η αυτοβουλία, η ιδία σκέψη και φρόνηση. Αν κάνουμε ένα παραλληλισμό της ανάπτυξης του ατόμου με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ενέργεια (αποδοχής) πατροναρίσματος αντιστοιχεί στη σκωληκοειδή απόφυση του σώματός μας ή στο ιερό οστό της σπονδυλικής μας στήλης. Αυτά κάποτε τα χρειαζόμασταν, τώρα όμως δεν έχουν σημαντική λειτουργική αξία για τον οργανισμό μας. Όμως, δεν παύουν να είναι μέρη του σώματός μας, με το δικό μας DNA, άρα δεν έχουμε σύγκρουση-διχασμό-αυτονόμησηδυσαρμονία με τον όλο εαυτό (βλ. πνευματικό DNA και σχιζοφρένεια, σελ 19-21). είναι μέρη του εαυτού μας∙ όχι τόσο απαραίτητα, αλλά όχι και απορριπτέα. Η ‘‘σκωληκοειδής απόφυση’’ του προσώπου μας, δηλαδή η επιλογή για άφεση στον άλλον – πατρονάρισμα – έχει μεγάλη σπουδαιότητα στα πρώτα μας χρόνια και πολύ μικρή κατά τον ενήλικο βίο. Αντιθέτως, η σπουδαιότητα της αυτονομίας είναι πολύ μικρή πριν και πολύ μεγάλη μετά. Βλέπουμε λοιπόν τη μεγάλη αλλαγή στην αναλογία εξάρτησης-αυτονομίας από τα πρώτα χρόνια στην ενήλικη ζωή. Άρα, έχουμε να κάνουμε με ποσοτική αλλαγή δυναμικής ενεργειών του προσώπου, για την οποία έχουμε πει ότι το πρόσωπο δεν αλλοιώνεται ποιοτικά, αλλά μόνο ποσοτικά (βλ. σελ 21). Και, εφόσον η διαφορά δυναμικής είναι ακραία, μοιάζει με ποιοτική αλλοίωση και αλλοτρίωση προσώπου. Όμως, είναι αλλοίωση αναλογιών σύνθεσης προσώπου και όχι ποιότητας σύνθεσης προσώπου. Άρα, η σχιζοφρένεια δε νοείται, και στο πρόσωπο δεν εισβάλει κάποιο άλλο πρόσωπο. Τα σχιζοφρενικά συμπτώματα, όπως ασυνδεσία συναισθημάτων, εφόσον δε συνιστούν σχιζοφρένεια, αλλά, όπως έχουμε αποδείξει, είναι μεγάλες ποσοτικές μεταβολές, σημαίνουν και στο πεδίο του πατροναρίσματος μεγάλες ποσοτικές μεταβολές. Αυτό σημαίνει ότι σφετερίζεται και το πατροναριζόμενο εγώ (ενέργεια προσώπου που αφορά στο πατρονάρισμα). Δηλ. ‘‘Εγώ επιλέγω ή εγώ θέλω να πατροναριστώ στο χ θέμα με τον ψ τρόπο σε ν βαθμό’’. Αυτό είναι προφανώς εγωτική ενέργεια. Υπενθυμίζουμε τα περί σκωληκοειδούς αποφύσεως και ιερού οστού. Και αυτά είναι μέρη του εαυτού μας (άρα, κατά μεταφορά, του ψυχικού οργανισμού μας). Η ασυνδεσία, η δυσαρμονία και η απόσχιση, εφόσον δεν υπάρχουν, τότε έχουμε, αντί ασυνδεσίας, μεγάλη ποσοτική διαφοροποίηση μιας προσωπικής ενέργειας από μια άλλη. Αν πούμε ότι κάθε προσωπική ενέργεια είναι μια στήλη και το σύνολό τους είναι μια σειρά από στήλες, τότε, αν μια στήλη Σα αυξηθεί ή μειωθεί πάρα πολύ σε σχέση με μια παραπλήσιά της Σβ, και υποθέσουμε μια μεμβράνη που τις ενώνει (όπου η μεμβράνη αυτή είναι η βιολογική-πνευματική ισορροπίαλειτουργικότητα-αρμονία), η μεμβράνη αυτή διαστέλλεται σε μεγάλο βαθμό τόσο που, στη συμπεριφορά του προσώπου, να μη φαίνεται ή να φαίνεται ότι έχει σπάσει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι διαγιγνώσκουν σχιζοφρένεια.


[42]

Η Θεωρία του Προσώπου

Όμως, σύμφωνα με τη θεωρία μας, η ‘‘μεμβράνη’’ δε σπάει ποτέ. Ακόμα και στην πιο ακραία περίπτωση, όπου δηλ. έχουμε εκφυλισμό (βλ. σελ. 36-39), η ‘‘μεμβράνη’’ δε σπάει και δεν είναι απούσα κατά κανένα τρόπο. Έτσι, λοιπόν, καταλαβαίνουμε ότι δε μπορούμε να βασιστούμε στην πραγματικότητα των μερών της ψυχής μας που έχουν τη λειτουργία η οποία επιτρέπει να μας πατρονάρουν οι άλλοι, ώστε να εξηγήσουμε τη σχιζοφρένεια. Ούτε μπορούμε να απορρίψουμε τη λογική περί σφετερισμού του εγώ, που έχουμε εδώ αναπτύξει, χρησιμοποιώντας τη (σίγουρα) φυσική πραγματικότητα του πατροναρίσματος. Και η αποδοχή πατροναρίσματος είναι εγωτική (προσωπική) ενέργεια και προφανώς ισχύουν και γι αυτήν την ενέργεια όσα ισχύουν και για όλες τις άλλες και τα οποία έχουμε αναλύσει σε αυτήν εδώ τη θεωρία. Και φυσικά, εφόσον η ενέργεια της αποδοχής πατροναρίσματος είναι προφανώς εγωτική ενέργεια, εξηγείται μ’ αυτόν τον τρόπο και η πρόσληψη των προτύπων. Και κάνουμε έτσι τη διάκριση ανάμεσα στη συνειδητή (φυσιολογική) πρόσληψη προτύπου και στην εσωτερίκευση προσώπου ως σφετερισμό του εγώ και ελλιπή αίσθηση-αντίληψη του ιδίου προσώπου. Γράψαμε παραπάνω ότι η αποδοχή πατροναρίσματος προέρχεται από την αδυναμία, την παθητικότητα και την απειρία του ανθρώπου πάνω στη ζωή. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτά τα χαρακτηριστικά αφορούν μόνο στο πατρονάρισμα, δηλαδή στις ενέργειες του προσώπου (του εγώ) που αφορούν στο πατρονάρισμα, αφού η φύση τους ταιριάζει με τα αισθήματα αποδοχής πατροναρίσματος. Άρα, το πρόσωπο πλήττεται μόνο στα πλαίσια της εν λόγω εγωτικής περιοχής και όχι σε άλλες περιοχές, όπως θα μπορούσε να είναι μια ενεργητική και δυναμική περιοχή. Άρα, το όλο θέμα δε βρίσκεται στη σύγχυση των προσώπων σύμφωνα με το σφετερισμό του εγώ, αλλά στις εγωτικές ενέργειες που αφορούν στο πατρονάρισμα. Όμως, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν είναι έτσι, και αυτό μπορούμε να το δούμε με ένα απλό παράδειγμα: Αν πιάσω ένα βιβλίο στα χέρια μου, μπορώ κάλλιστα να το διαβάσω χωρίς ίχνος παθητικότητας ή αίσθησης ότι ο συγγραφέας είναι μια αυθεντία. Μπορεί το βιβλίο αυτό να είναι μια θεωρία στα Μαθηματικά. Αυτά που θα διαβάσω μπορεί να με βρίσκουν πολύ αντίθετο∙ να μη συμφωνούν με τα πιστεύω μου και με τον τρόπο σκέψης μου. Παρόλη την αντίθεσή μου, όμως, ενδέχεται να μη μπορώ να αποδείξω ότι η θεωρία είναι λάθος, κι έτσι να δεχθώ αναγκαστικά τα γραφόμενα. Οι έννοιες ‘‘δε μπορώ’’ και ‘‘δέχομαι αναγκαστικά’’ κάθε άλλο παρά δείχνουν διάθεση ή αισθήματα κάποιου που επιλέγει να πατροναριστεί. Απλά, η λογική του αναγνώστη δεν είναι αρκετά δυνατή για να νικήσει τη λογική του βιβλίου. (Στην περίπτωση, βέβαια, που το βιβλίο είναι λάθος, ειδάλλως δεν τίθεται θέμα νίκης και ήττας, γιατί ο αναγνώστης μάλλον αγαπά και πιστεύει στην αξία της ορθής λογικής). Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι το πατρονάρισμα, αλλά ο σφετερισμός του εγώ. Άλλωστε, όπως έχουμε γράψει και παραπάνω, και το


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[43]

πατρονάρισμα προφανώς είναι εγωτική ενέργεια: ‘‘Εγώ επιλέγω να πατροναριστώ’’, ‘‘εγώ πατρονάρομαι’’. Και, φυσικά, και αυτές οι ενέργειες-στοιχεία του προσώπου εντάσσονται στη λογική του σφετερισμού του εγώ και της σύγχυσης των προσώπων. Τα εν λόγω αισθήματα είναι δικά μου, αλλά κάποιος μπορεί να θελήσει να μου τα αλλάξει∙ να σφετεριστεί την προσωπική μου αλήθεια και ελευθερία να πατρονάρομαι∙ δηλαδή το ‘‘εγώ πατρονάρομαι’’. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, ο σφετερισμός του εγώ είναι αδύνατος κα ανύπαρκτος. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι τα ‘‘δε μπορώ’’ και ‘‘δέχομαι αναγκαστικά’’ τα οποία στο παράδειγμά μας αφορούν στη λογική, αφορούν σίγουρα και σε όλες τις ενέργειες του προσώπου: τις λογικές, συναισθηματικές και βουλητικές ενέργειεςστοιχεία. Το βιβλίο που διαβάζουμε είναι κώδικες (γραπτός λόγος) και απηχεί στους νοητικούς μας κώδικες∙ στη λογική μας. Κώδικες είναι και το συναίσθημα, εφόσον συνιστά νόηση (βλ. και ‘‘συναισθηματική νοημοσύνη’’), αλλά, φυσικά, και η βούληση. Το ‘‘εγώ πατρονάρομαι’’, ως προφανώς εγωτική ενέργεια, δηλαδή ενέργεια του εαυτού μας, της φύσης μας, ενέχει τη συνειδητή, ελεύθερη και φυσική-υγιή στάση του προσώπου μας σε σχέση με το πατρονάρισμα που μας κάνει κάποιος. Έτσι, είναι πολύ λογικό να δεχτούμε τη βοήθεια κάποιου π.χ. σε ένα δύσκολο ή εξειδικευμένο επιστημονικό πρόβλημα, για το οποίο η γνώση και η ικανότητά μας είναι αμελητέα. Αυτό, όμως, το κάνουμε συνειδητά και εις γνώση μας, όπως είπαμε. Άρα, εδώ δεν έχουμε το στοιχείο της παθητικότητας σε συνειδησιακό-αξιολογικό επίπεδο, δηλαδή δεν έχουμε θυματοποίηση. Ίσα-ίσα που η συνείδησή μας και οι αξίες μας μας λένε να δεχτούμε τη βοήθεια. Άρα, η αποδοχή πατροναρίσματος είναι ουσιαστικά ενεργητική ενέργεια και στάση μας, πράγμα διαφορετικό από την ανωριμότητα της παιδικής ηλικίας, το πατρονάρισμα της οποίας παραλληλίσαμε με τη σκωληκοειδή απόφυση και το ιερό οστό όταν πια ο άνθρωπος είναι ώριμος και ανεξάρτητος σε πνευματικό επίπεδο, δηλαδή αυτοσυνείδητος. -------- -------Αναλύσαμε και αποδείξαμε το ότι δε μπορώ να αναφερθώ στην υποκειμενικότητα (ή ολότητα) του άλλου προσώπου και να τη σφετεριστώ, δηλαδή να ενεργήσω για το άλλο πρόσωπο εκ των έσω αυτού/αυτής (σφετερισμός του ετέρου εγώ), αλλά ότι με όμοιο τρόπο δε μπορώ να σφετεριστώ και το ίδιο –δικό μου– εγώ (αντικειμενοποίηση του εγώ). Είναι αδύνατο και ανύπαρκτο να σφετεριστούμε τόσο μια εγωτική ενέργεια (π.χ. ‘‘εγώ παίζω μπάλα’’) όσο και την εγωτική ολότητα, δηλαδή ό,τι είμαι∙ το σύνολο των ενεργειών, καταστάσεων, στοιχείων, κλπ, του πνεύματός μου. Ο τίτλος της παρούσας θεωρίας είναι ‘‘Εγώ είμαι’’. Μπορεί εξίσου με τη διατύπωση ‘‘εγώ είμαι’’ να ευσταθεί η διατύπωση, π.χ.,


[44]

Η Θεωρία του Προσώπου

‘‘εγώ ενεργώ’’, δηλαδή, π.χ., παίζω μπάλα; Όχι διότι το ρήμα ‘‘είμαι’’ συνοψίζει όλες τις ενέργειες. Είναι απλό: Εγώ είμαι που παίζω μπάλα, και εν γένει ενεργώ. Άρα, το ‘‘είμαι’’, δηλαδή το είναι του προσώπου προηγείται κάθε άλλου χαρακτηριστικούρήματος. Δε μπορούμε να αντιστρέψουμε το λογικό-λεκτικό σχήμα-διατύπωση και να πούμε ‘‘εγώ ενεργώ που είμαι’’. Προκύπτει ασυναρτησία στο λόγο και στη λογική. Όπως αντιλαμβανόμαστε, το είναι του προσώπου –εγώ είμαι– συνοψίζει κάθε ενέργεια και μέρος του προσώπου. Άρα, για κάθε επιμέρους περίσταση, ανάγκη, επιθυμία, παθολογία κ.ο.κ. του προσώπου, η διατύπωση ‘‘εγώ είμαι’’ είναι η αναγωγή στη θεραπεία, δηλαδή στην ποσοτική αποκατάσταση του προσώπουπνεύματός μας. Στην ποσοτική αποκατάσταση όπως την αναπτύσσουμε στη θεωρία αυτή –έχοντας αποδείξει ότι οι αλλαγές είναι μόνο ποσοτικές και ποτέ ποιοτικές. Η διατύπωση ‘‘εγώ είμαι’’ συνιστά και συνοψίζει την απόδειξη ότι δεν υπάρχει η σύγχυση και ο σφετερισμός των προσώπων, αλλά και η ενδοπροσωπική σύγχυση-σφετερισμός. Όπως αποδεικνύουμε, οι εν λόγω συγχύσεις-σφετερισμοί είναι οι μόνοι παράγοντες για τη μοναδική παθολογία και ασθένεια του προσώπου/πνεύματος: την ποσοτική αλλοίωση. Όσο ενεργούμε μέσα μας με τον οποιοδήποτε τρόπο (με τη σκέψη, τη φρόνηση, το συνειδητό, το υποσυνείδητο, κλπ) την ψευδή αντίληψη περί προσωπικής σύγχυσης και σφετερισμού, τόσο ασθενούμε. Η θεραπεία βρίσκεται μόνο στον εξοστρακισμό της ψευδούς αυτής πνευματικής ενέργειας-αντίληψης. Μπορούμε επίσης να έχουμε την απόλυτη γνώση ότι η ποιότητα του πνεύματός μας δεν αλλάζει ούτε στο ελάχιστο, ακόμα κι αν είμαστε κατεσταλμένοι, όσο κατεσταλμένοι κι αν είμαστε. Μπορούμε να έχουμε απόλυτη αυτοπεποίθηση στην ταυτότητά μας. Η απόλυτη φύση της πνευματικής μας ταυτότητας, δηλαδή το ότι είναι απόλυτα αναλλοίωτη, προκύπτει από την όλη θεωρία. Συνεπώς, η γνώση, η αντίληψη, η συναίσθηση, κλπ, για το αναλλοίωτο και άτρωτο της πνευματικής μας ταυτότητας, συνιστά αυτή καθαυτή τη θεραπεία από οποιαδήποτε πνευματική ασθένεια και αστοχία. Όπως πραγματευόμαστε και αποδεικνύουμε το θέμα του προσώπου και από πλευράς ψυχιατρικής, παρακάτω (κεφ. Ε), ο οποιοσδήποτε παράγοντας δεν αλλάζει την πνευματική ταυτότητα (ή πνευματικό DNA), παρά αλλάζει μόνο η ποσότητα. Η γνώση, λοιπόν, για τη φύση της πνευματικής μας ταυτότητας αποκαλύπτεται εδώ και συνοψίζεται-ουσιώνεται στη διατύπωση ‘‘εγώ είμαι’’. Συνεπώς, η θεραπεία έγκειται στη διατύπωση και στη βίωση ‘‘εγώ είμαι’’. Και, εφόσον η οποιαδήποτε θεραπεία έγκειται στη διατύπωση και στη βίωση ‘‘εγώ είμαι’’, άρα η εν λόγω διατύπωση συνιστά την οποιαδήποτε θεραπεία, τότε, απλά, η οποιαδήποτε θεραπεία ανάγεται στη διατύπωση ‘‘εγώ είμαι’’, η οποία διατύπωση συνοψίζει την παρούσα όλη θεωρία. Συνεπώς, είτε ο άνθρωπος γνωρίζει την παρούσα θεωρία είτε όχι, είτε αναφέρεται στη γνώση της παρούσας θεωρίας είτε όχι, η οποιαδήποτε θεραπεία νοείται και συντελείται στον άνθρωπο (το πρόσωπο),


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[45]

στο βαθμό και κατά τον τρόπο που όντως είναι θεραπεία, ανάγεται και αναφέρεται στη διατύπωση ‘‘εγώ είμαι’’, και ως εκ τούτου στην παρούσα Θεωρία Του Προσώπου. Και, το σε ποιο βαθμό και κατά ποιον τρόπο μια θεραπεία είναι όντως θεραπεία κρίνεται –ασφαλώς– από την παρούσα θεωρία. Και, σίγουρα, δεν είναι εφικτό και φυσιολογικό κάθε ώρα και στιγμή να αναφερόμαστε στη Θεωρία Του Προσώπου. Υπάρχουν κι άλλες σκέψεις, συναισθήματα, επιθυμίες και βιώματα για να ζούμε. Απλά, αναφέρουμε τα πάντα στη Θεωρία Του Προσώπου ώστε αυτά να είναι ορθά και υγιή. -------- -------Στις σελίδες 18-19 αναφερθήκαμε στην εσωτερίκευση στην παθολογική της διάσταση. Η καλώς νοούμενη εσωτερίκευση η οποία έχει οφέλη για την ψυχολογία και τη ζωή μας παρόλο που αποκαλείται εσωτερίκευση, όμως σίγουρα δε σημαίνει ότι το έτερο πρόσωπο έχει ‘‘μπει μέσα μας’’, δηλαδή ότι έχουμε σύγχυση ή αντικατάσταση προσώπων και προσωπικών στοιχείων. Κι αυτό διότι έχουμε αποδείξει έτσι. Έχουμε γράψει ότι δεν μπορώ να αναφερθώ ‘‘στο εγώ σου’’ αλλά ότι μπορώ κάλλιστα και φυσιολογικά να αναφερθώ ‘‘σε εσένα’’, δηλαδή ότι μπορώ να σε αντιληφθώ καθ’ οιονδήποτε τρόπο (σελ. 11-14). Ας πάρουμε την αντίληψη μιας μη προσωπικής οντότητας, η οποία ως μη προσωπική (βλ. σελ. 18-19), δε μας απειλεί τουλάχιστον σε επίπεδο σύγχυσης προσώπων, άρα εσωτερίκευσης. Βλέπω μπροστά μου μια πέτρα της οποίας το σχήμα είναι τρίγωνο. Αντιλαμβάνομαι το τρίγωνο σχήμα. Το αποθηκεύω στη μνήμη κα τη φαντασία μου. Και μάλιστα μπορώ να βρω σχέσεις ανάμεσα σε γωνίες και πλευρές, κλπ, άρα να θεωρήσω και εν γένει να σκεφτώ πάνω στο σχήμα αυτό. Αργότερα πιάνω πηλό στα χέρια μου και αναπαράγω το σχήμα της πέτρας. Η αναπαραγωγή αυτή είναι ενέργεια του προσώπου/πνεύματός μου, το οποίο έχει ‘‘μέσα του’’ την πέτρα. Έχω όμως μέσα μου μια πέτρα; Όχι∙ έχω μέσα στο μυαλό μου την αντίληψη, την κατανόηση, τη βίωση, την αίσθηση, κλπ, της πέτρας. Εφόσον, λοιπόν, και ένα πρόσωπο δεν το έχω μέσα μου, όπως έχουμε αποδείξει, τότε έχω μέσα μου την αντίληψη, την κατανόηση τη βίωση, την αίσθηση, κλπ, για αυτόν/αυτήν. Και, η λεγόμενη ‘‘εσωτερίκευση’’ η οποία συνεπάγεται την αναπαραγωγή π.χ. της συμπεριφοράς του άλλου προσώπου, όπως έχουμε την αναπαραγωγή της πέτρας από τον πηλό, λέγεται εσωτερίκευση με την έννοια της αντίληψης του άλλου και γενικότερα του πνευματικού συσχετισμού με τον άλλο. Και έρχεται φυσιολογικά το συμπέρασμα ότι, εφόσον δεν υπάρχει εσωτερίκευση και κατανοούμε ότι δε συγχεόμαστε με τον άλλον, τον αντιλαμβανόμαστε με τρόπο πολύ πιο ορθό και πραγματικό. Άλλο είναι ο άλλος και


[46]

Η Θεωρία του Προσώπου

άλλο εγώ. Και εφόσον αντιλαμβάνομαι και βιώνω τον άλλον άνθρωπο ως αυτό που αυτός/αυτή είναι, χωρίς να συγχέω στοιχεία του με στοιχεία μου, η αντίληψη και η βίωσή μου αυτή είναι η γνήσια, η πραγματική. Μπορεί, βέβαια, κάποια στοιχεία του να είναι όμοια με κάποια δικά μου στοιχεία ή να θέλω να μιμηθώ κάποια στοιχεία του, αλλά αυτό ουσιαστικά είναι που ενεργεί την καλώς νοούμενη ‘‘εσωτερίκευση’’, δηλαδή την αντίληψη και την αναπαραγωγή που αναφέραμε. -------- -------Είναι ευνόητο ότι η καταστολή των προσωπικών ενεργειών επηρεάζει το σύμπλεγμα προτεραιοτήτων για το οποίο έχουμε κάνει λόγο (σελ. 16-17), και το οποίο είναι η εξέλιξη του προσώπου –η αντίδρασή του στα εσωτερικά και εξωτερικά δεδομένα που προκύπτουν στο χρόνο. Δεδομένης, μάλιστα της πολυπλοκότητας και πολυσυνθετότητας του προσώπου οι ποσοτικά αλλοιωμένες προσωπικές ενέργειεςστοιχεία συνιστούν διαφορετική εξέλιξη, μικρότερη ή μεγαλύτερη, αναλόγως της ποσοτικής απόκλισης. Από την άλλη, η κατάλληλα τροποποιούμενη εξέλιξη, δηλαδή αλλαγή στο σύμπλεγμα των προτεραιοτήτων, προφανώς επηρεάζει θεραπευτικά τις κατεσταλμένες προσωπικές ενέργειες αφού και αυτές –κατεσταλμένες ή μη– ανήκουν στην αποδεδειγμένα άρρηκτη προσωπική σύνθεση.


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[47]

Η θεμελίωση της Προσωποκεντρικής Ψυχοθεραπείας και Παιδαγωγικής Μιλήσαμε για καταστολή του εγώ –των εγωτικών ενεργειών. Τι γίνεται, όμως, όταν μια προσωπική ενέργεια, αντί να κατασταλεί, δηλαδή να μειωθεί σε δύναμη, αυξηθεί, δηλαδή, π.χ., μια θέληση υπερενθαρρυνθεί και ξεφύγει από την ποσότητα η οποία προδιαγράφεται από τον οργανισμό; Εδώ έχουμε απόκλιση από το αντικείμενο της προσωπικής ενέργειας. Μια προσωπική ενέργεια μπορεί να είναι ένα θέλω. Π.χ. θέλω (ή μ’ αρέσει) μέτρια να τρώω γλυκά. Η υπερτροφία αυτής της θέλησης ή αρέσκειας θα με οδηγήσει να λατρεύω τα γλυκά και να τρώω πάρα πολλά από αυτά. Αποκλίνω, λοιπόν, από το αντικείμενό μου και το στόχο μου, που είναι να τρώω, π.χ., δύο γλυκά την ημέρα, και από την ένταση της αρέσκειάς μου. Το ότι αλλάζει η ένταση της αρέσκειάς μου συνιστά και αυτό αστοχία, αφού χάνω την αίσθησή μου περί των γλυκών∙ την αίσθηση που ορίζεται από τη φύση μου. Η αστοχία, ως η απόκλιση από το στόχο, είναι αυτό που κάνει το άτομο να πραγματώνεται λιγότερο∙ να είναι λιγότερο επιτυχημένο. Το ίδιο, βεβαίως, ισχύει και με την καταστολή του εγώ. Άρα, στο πρόσωπο, και στην περίπτωση της καταστολής και στην περίπτωση της αύξησης, καταστέλλεται η ευστοχία και η επιτυχία του. Όμως, μήπως η ευστοχία και η επιτυχία δεν είναι το παν στις παντός είδους εγωτικές ενέργειες; Και, βέβαια, η καταστολή της ευστοχίας και στις δύο περιπτώσεις, είναι ποσοτική αλλαγή εγωτικών ενεργειών. Η θεώρηση της υπερτόνωσης ως καταστολής (της ευστοχίας) του εγώ είναι άλλο πράγμα από την πρόοδο και την ενδυνάμωση του εγώ (του προσώπου, επί το ορθότερο), η οποία, βέβαια, πρόοδος είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου. Αυτή η ενδυνάμωση γίνεται μέσα από την εμπειρία και την τριβή, αλλά και την ωρίμανση του οργανισμού. Έτσι αλλάζουν οι προτεραιότητες και τα δεδομένα ανάλογα με τις συνθήκες, τις προϋποθέσεις και στα πλαίσια των συμπλεγμάτων των προσωπικών ενεργειών, χωρίς στην ουσία να αλλοιώνονται καθαυτές οι μεμονωμένες ενέργειες (βλ. σελ 16-17). Όσον αφορά στην ψυχοθεραπεία και στην παιδαγωγική, εφόσον οποιαδήποτε αντιμετώπιση –είτε κατασταλτική, είτε ενθαρρυντική– που δε σέβεται το πρόσωπο, δεν το αλλάζει ποιοτικά, τότε η έλλειψη σεβασμού στα δεδομένα του προσώπου δεν έχει κανένα νόημα. Ενδεχομένως να είχε νόημα η έλλειψη σεβασμού στην περίπτωση που ο/η θεραπευτής/τρια ή ο/η παιδαγωγός, πιστεύοντας πραγματικά ότι αυτός/αυτή κατέχει την αλήθεια, μπορούσε να αλλάξει την ποιότητα των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται προς το καλύτερο προκειμένου να τους σώσει ώστε να μη βλάπτουν τους εαυτούς τους και τους άλλους. Εφόσον, όμως, δεν αλλάζει η ποιότητα, το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η καταστολή των προσώπων.


[48]

Η Θεωρία του Προσώπου

Και τι καλό μπορεί να προκύψει από αυτό; Στο βαθμό που θέλουμε δυνατούς και υγιείς ανθρώπους, η προσωποκεντρική θεώρηση της ψυχοθεραπείας και της παιδαγωγικής είναι ο δρόμος μας. Και, οι πραγματικότητες που αποκαλύπτονται στην παρούσα θεωρία μάς εμπνέουν την αίσθηση του προσώπου (βλ. π.χ. σελ. 17-31), αλλά και μας αποτρέπουν από την τραγικότητα της σύγχυσης των προσώπων με το να μας δείξουν πόσο ανόητη είναι αυτή η σύγχυση, εφόσον μεταφράζεται ως ‘‘εγώ είσαι’’ ή ‘‘εσύ είμαι’’, κλπ. (βλ. σελ 19-21, κλπ.). Και, βέβαια, ο προσωποκεντρισμός δεν περιορίζεται μόνο στο ιατρείο και στο σχολείο. Ούτε και στη σχέση γονέα-παιδιού. Σε οποιαδήποτε περίπτωση έχουμε σχέση προσώπου με πρόσωπο τίθεται θέμα σεβασμού και σωστής θεώρησης του προσώπου. Και, βέβαια, δεν υπάρχουν μόνο οι διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά και η ενδοπροσωπική. Οφείλουμε και μπορούμε να σεβόμαστε και να αγαπάμε τον εαυτό μας. Αν μη τι άλλο, δε γίνεται να ‘‘σφετεριστούμε το εγώ μας’’! Η σχέση μας με το εγώ μας είναι η σχέση μας με το πρόσωπό μας, αφού δεν υπάρχει ‘‘το εγώ’’ αλλά ‘‘το πρόσωπο’’. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με την ενδοπροσωπική σχέση –σχέση με τον εαυτό– η οποία είναι η άλλη πλευρά από τη διαπροσωπική σχέση –σχέση με τον άλλο. Άρα, η εν λόγω σχέση εκφράζεται ως αυτοσυναίσθημα, αυτοαντίληψη, αυτοεκτίμηση, κ.ο.κ. Και, μια και, όπως έχουμε πει και είναι προφανές, οι προσωπικές ενέργειες δεν είναι μόνο ατομιστικές (που στοχεύουν στο άτομό μας), αλλά και αλτρουιστικές και μίγματα αλτρουισμού-ατομισμού, τότε το ότι δε στέκει ο ‘‘σφετερισμός του εγώ μας’’ από εμάς τους ίδιους σημαίνει ότι δε στέκει να σφετεριστούμε ούτε τις εγωτικές μας ενέργειες που αφορούν στα οποιαδήποτε αισθήματα, σκέψεις, πεποιθήσεις, κλπ, για τους άλλους. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η συνεπής θεώρηση και στάση απέναντι στο πρόσωπό μας στην τόσο θεμελιώδη της διάσταση, όπως αυτή αποδεικνύεται στην παρούσα εργασία, δεν προωθεί τον ατομισμό (ή τον, λανθασμένα εκφερόμενο, ‘‘εγωκεντρισμό’’). Ούτε, όμως, ισχυριζόμαστε, από την άλλη, και ότι ο ατομισμός ή ο ναρκισσισμός είναι ‘‘κακός’’. Ήδη, η λέξη ‘‘κακός’’, που διατυπώσαμε, δε συνάδει με τη φύση της θεωρίας μας γιατί εδώ δεν ασχολούμαστε με ηθικές καταστάσεις, αλλά θεμελιωδώς με το θέμα της θεώρησης του/των προσώπου/-ων. Το πρόσωπο είναι η πηγή∙ η αρχή της θεώρησης του καλού και του κακού, του λογικού και του παράλογου, του όμορφου και του άσχημου, κ.ο.κ. Το να εκφραστούμε εδώ για το καλό και το κακό, κ.ο.κ., ενώ θεμελιώνουμε το αδιάβλητο και την ελευθερία του προσώπου, θα ήταν ακύρωση της αποδεικτικής της παρούσας εργασίας, αφού θα ήταν μια προσπάθεια ‘‘σφετερισμού του εγώ’’ εσένα που διαβάζεις αυτά, και όχι μόνο. Άλλωστε, όπως αποδείξαμε, το πρόσωπό σου δεν μπορεί να σφετεριστεί, άρα εγώ ο συγγραφέας θα ήταν σα να έχω ήδη ξεχάσει ό,τι έχω μόλις γράψει.


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[49]

Όσον αφορά στο θέμα των εσωτερικών συγκρούσεων, είναι προφανές ότι πρόκειται για τον ανταγωνισμό μιας εγωτικής ενέργειας με μιαν άλλη. Ας πούμε, έχει ως εξής: ‘‘Εγώ πιστεύω α, ενώ θέλω χ’’. Το ‘‘πιστεύω α’’ με το ‘‘θέλω χ’’ δεν μπορούν να συνδυαστούν, ή τουλάχιστον δε συνδυάζονται σε βαθμό που το άτομο να είναι ήρεμο και λειτουργικό. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την ενδοπροσωπική σχέση, στην οποία αναφερόμαστε παραπάνω, αφού και το στοιχείο α και το στοιχείο χ ενεργούνται από εμένα, άρα είναι μέρη (πεποιθήσεις, επιθυμίες) του εαυτού μου και ενεργούνται ως ‘‘εγώ…’’. Άρα, εφόσον μιλάμε για σύγκρουση, η μία ενέργεια τείνει να σφετεριστεί την άλλη. Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με σφετερισμό του εγώ, και μάλιστα με σφετερισμό του ιδίου εγώ, δηλαδή ενδοπροσωπικά. Βέβαια, δεν είναι όλες οι συγκρούσεις σφετεριστικές. Εφόσον ό,τι ισχύει στο διαπροσωπικό επίπεδο ισχύει και στο ενδοπροσωπικό –τουλάχιστο σε επίπεδο σφετερισμού, όπως έχουμε αναπτύξει– και μια διαπροσωπική σύγκρουση μπορεί να μην είναι σε παθολογικό επίπεδο, οι συγκρούσεις δεν είναι πάντα ζημιογόνες και ανεπιθύμητες. Στο παθολογικό επίπεδο, όμως, είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με σφετερισμό. Και εφόσον ο σφετερισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ποσοτική αλλοίωση, τότε κατά την εσωτερική σύγκρουση η μία εγωτική ενέργεια αλλάζει ποσοτικά την άλλη. Άρα, δεν αλλάζει το ‘‘πνευματικό DNA’’ των προσωπικών στοιχείων-ενεργειών μεταξύ τους (σελ. 19-21) και αυτό σημαίνει ότι δεν αποξενώνονται μεταξύ τους. Η σύγκρουση, λοιπόν, όσο και αν συνιστά εσωτερικό ανταγωνισμό και εσωτερικό πόλεμο, με συνέπειες ακόμα και εκφυλιστικές για το νευρικό σύστημα (σελ. 36-39), όμως δεν προκαλεί διχασμό, ασυνδεσία και αποξένωση εντός του προσώπου. Έχουμε γράψει ότι ο σφετερισμός του εγώ κινείται στα πλαίσια της σχέσης με τα άλλα εγώ-πρόσωπα. Ένα ερέθισμα απρόσωπο, όπως το νερό που κυλάει σε ένα ρυάκι (βλ. σελ 18-20), εφόσον δε συνιστά πρόσωπο και δεν είναι ομόλογο του προσώπου μας, δεν εγείρει θέμα σφετερισμού-αλλοίωσης. Όμως, μια και μιλάμε για το σφετερισμό του ιδίου εγώ (δηλαδή μέρους του προσωπικού μας εαυτού), είναι βασικό εδώ να πούμε ότι στην επαφή και συσχέτιση με ένα οποιοδήποτε μη προσωπικό ερέθισμα, όπως αυτό που αναφέρουμε παραπάνω, όταν υπάρχει δυσλειτουργικότητα και γενικά δεν τα καταφέρνουμε και αποτυγχάνουμε (αδυναμία πραγμάτωσης-ευστοχίας, βλ. το παρόν κεφάλαιο) τότε δημιουργείται συγκρουσιακό στρες, εφόσον, π.χ., από τη μία θέλουμε να καταφέρουμε κάτι και από την άλλη δεν (μπορούμε να) το σκεφτόμαστε. Όπως είναι φυσικό, με αυτή τη λογική συγκρούσεις έχουμε ανάμεσα σε μια βούληση και μια σκέψη, σε δυο βουλήσεις μεταξύ τους, σε βούληση και συναίσθημα, κλπ. Εφόσον λοιπόν έχουμε διαφωνία ανάμεσα σε ενδοπροσωπικές ενέργειες, μιλάμε για σφετερισμό του ιδίου εγώ. Παραπέμπουμε σε ό,τι έχουμε γράψει λίγο παραπάνω για τις εσωτερικές συγκρούσεις. Εφόσον λοιπόν και στη σχέση μας με τα άψυχα εφαρμόζεται η λογική του σφετερισμού του εγώ, αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε παθολογία συνιστά ποσοτική αλλοίωση των


[50]

Η Θεωρία του Προσώπου

προσωπικών ενεργειών. Οποιαδήποτε ψύχωση και νεύρωση νοείται ως ποσοτική αλλαγή δυναμικής του προσωπικού συστήματος (ψυχής). Όλα τα ψυχολογικά προβλήματα, όλες οι ψυχικές παθήσεις νοούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Επιπροσθέτως, όπως γράφουμε παρακάτω, στο κεφάλαιο για την εφαρμογή της παρούσας θεωρίας στην Ψυχιατρική, ακόμα και μια κάκωση στον εγκέφαλο ή μια παθολογική επιρροή από χημική ουσία, κληρονομικοί και αναπτυξιακοί παράγοντες, νοούνται ως ποσοτικές αλλοιώσεις. Στο ίδιο κεφάλαιο αποδεικνύουμε το γιατί δε μπορεί να εμφανιστεί ποιοτική αλλοίωση σε τμήμα του νου ακόμα και από αναπτυξιακά-γενετικά αίτια, και επεκτείνουμε την απόδειξή μας μέχρις έσχατα βάθη: την πρώτη στιγμή της ύπαρξης του ανθρώπου –τη σύλληψή του. Αυτή η απόδειξη, λοιπόν, ως εκ της φύσεώς της, ουσιαστικά συμπεριλαμβάνει τα οποιαδήποτε αίτια, άρα και τα αίτια από άψυχα ερεθίσματα, στα οποία αναφερόμαστε εδώ. Όμως, μια και θεμελιώνουμε εδώ την προσωποκεντρική θεωρία και αξία, και αναφερθήκαμε στην επιρροή προσώπου από πρόσωπο, ας αναφερθούμε και στην περίπτωση όπου, είτε εφαρμόζεται είτε δεν εφαρμόζεται η προσωποκεντρική αρχή (δηλαδή η επικοινωνία-σχέση με το άλλο πρόσωπο και η υπηρεσία αυτού σύμφωνα με τα δικά του δεδομένα) όμως κάποιο ή κάποια στοιχεία της προσωπικής ταυτότητας ενός προσώπου (Πα) δεν ομοιάζουν αρκετά με κάποια ενός άλλου προσώπου (Πν), ή και αυτά τα στοιχεία-ενέργειες διαφέρουν εντελώς μεταξύ των Πα και Πν. Σε αυτή την περίπτωση, πέρα από το προφανές, δηλαδή το ότι στο επίπεδο των μη συσχετιζόμενων στοιχείων-πλευρών δεν είναι εφικτή η επικοινωνία και γενικά η σχέση μεταξύ των προσώπων, δεν έχουμε και παθολογική διαπροσωπική επιρροή. Και, αυτό πάντα στο βαθμό και από την άποψη που τα Πα και Πν δε μπορούν να σχετιστούν μεταξύ τους. Εφόσον, όπως έχουμε αποδείξει, ο σφετερισμός του προσώπου ισοδυναμεί με τη διαπροσωπική σύγχυση, η οποία διατυπώνεται ως ‘‘εγώ είσαι’’ ή ‘‘εσύ είμαι’’, κλπ (σελ. 19-21, κλπ), στα μη συσχετιζόμενα Πα και Πν η διαπροσωπική σύγχυση δε μπορεί να διατυπωθεί. Όπως γράφουμε στις σελ. 43-45, η διατύπωση ‘‘εγώ είμαι’’ συνοψίζει και συμπεριλαμβάνει όλα τα στοιχεία και τις ενέργειες που διατυπώνονται και υφίστανται ως ‘‘εγώ…’’. Αν, λοιπόν, τα Πα και Πν σε κάποιο θέμα τους –προσωπική περιοχή τους– συσχετίζονται αμελητέα ή καθόλου, και άρα δε νοείται συσχετισμός και επικοινωνία, τότε δεν είναι εφικτή και η διατύπωση ‘‘εγώ είσαι’’ ή ‘‘εσύ είμαι’’. Αν, δηλαδή, το Πα ενεργεί, π.χ., ‘‘εγώ νομίζω α’’ και το Πν ενεργεί ‘‘εγώ νομίζω ν’’, και τα α και ν δεν μπορούν να συσχετιστούν, τότε δε διατυπώνεται ‘‘εγώ νομίζεις’’ και ‘‘εσύ νομίζω’’. Κι αυτό διότι για το Πα δεν υφίσταται (νοείται) ν και για το Πν δεν υφίσταται α. Και, επίσης, επειδή το ‘‘εγώ’’ ακολουθείται πάντα από κάποιο στοιχείο-ενέργεια ως ‘‘εγώ…’’ –και, συνεπώς, το μέρος ‘‘εγώ’’ και οι ενέργειές του, που ενεργούνται προφανώς ως ‘‘εγώ…’’, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα– έτσι το Πα δεν μπορεί να πάρει από το Πν μόνο το μέρος


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[51]

‘‘εσύ’’ και να διατυπωθεί ‘‘εσύ νομίζω’’. Άρα, λοιπόν, δεν έχουμε σφετερισμό προσώπου, δηλαδή δεν έχουμε καταστολή-ποσοτική αλλοίωση, η οποία είναι, όπως έχουμε αποδείξει, η μόνη υπαρκτή παθολογία.


[52]

Η Θεωρία του Προσώπου

Η θεμελίωση της Συνθετικής Ψυχοθεραπείας Εφόσον οι ενέργειες του προσώπου (του εγώ), δηλαδή οι ψυχοπνευματικές ενέργειες, δεν αλλοιώνονται ποιοτικά, όπως έχουμε αποδείξει, τότε αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε αξιολογική αλλοίωση των ενεργειών του προσώπου. Το να αλλάξει μια εγωτική ενέργεια ποσοτικά δεν σημαίνει ότι άλλαξε ως ποιότητα, αλλά ως δύναμη πραγμάτωσης. Η ποιότητα της ενέργειας είναι ο χαρακτήρας της∙ το πώς υπάρχει. Μια επιθυμία μας είναι μια αξία: θέλω έτσι και όχι αλλιώς∙ θέλω αυτό και όχι το άλλο. Αλλά και ένας λογισμός μας (ενέργεια που αφορά στο I.Q.) έχει την ποιότητά του, άρα την αξία του. Αξίες, λοιπόν, δεν είναι μόνο οι ηθικές (οι ως ανωτέρω αναφερθείσες επιθυμίες), αλλά και οι λογικές. Ομοίως έχουμε και τις συναισθηματικές αξίες, δηλαδή τον τρόπο που ενεργούμε συναισθηματικά. Έτσι, λοιπόν, η σύνθεση του προσώπου δεν αλλάζει αξιολογικά. Συνεπώς, ο κάθε θεραπευόμενος δε χρήζει ιδιαίτερης και επιτηδευμένης αξιολογικής αντιμετώπισης από τον θεραπευτή. Η ιδιαίτερη αντιμετώπιση συνιστά μια μεμονωμένη (μονόπλευρη) θεραπευτική νοοτροπία, εφόσον ο θεραπευτής έχει κρίνει ότι ο θεραπευόμενος έχει αλλοιωθεί κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο (διάγνωση παθολογίας). Αυτή η μονόπλευρη αντιμετώπιση, δηλαδή η εφαρμογή από τον θεραπευτή ενός μόνο ψυχοθεραπευτικού μοντέλου, έχει θέση μόνο αν θεωρήσουμε ότι το εγώ αλλοιώνεται ποιοτικά. Κι έτσι, δηλαδή, εστιάζουμε την προσοχή μας σχεδόν αποκλειστικά στο ‘‘άρρωστο’’ μέλος της ψυχής, το οποίο, ως αλλοιωμένο ποιοτικά, θα έχει λίγο-πολύ αποξενωθεί από τον υπόλοιπο (ψυχικό) οργανισμό. Το μέλος, δηλαδή, αυτό ως έχον αλλοιωμένο ‘‘πνευματικό DNA’’ υποτίθεται ότι συμπεριφέρεται εχθρικά και αυτόνομα προς την υπόλοιπη ψυχική σύνθεση (βλ. σελ. 19-21), άρα αυτονομημένη και πολωμένη θα είναι και η θεραπευτική αντιμετώπιση, αφού εφαρμόζεται σε έναν οργανισμό ο οποίος έχει χωριστεί σε δυο ‘‘αντίπαλα στρατόπεδα’’: το υγιές σύστημα από τη μια και το άρρωστο, δηλαδή το αλλοιωμένο – μη συμβατό – με το υπόλοιπο σύστημα, από την άλλη. Αυτή η εχθρικότητα-πόλωση, μόνο βάσει της ποιοτικής αλλοίωσης μπορεί να νοηθεί, όπως έχουμε ήδη πει. Και εφόσον ο θεραπευτής αντιληφθεί πόλωση και εχθρικότητα, το μόνο λογικό είναι να προστατέψει το υγιές μέρος του συστήματος και να εστιάσει στο να αλλάξει ποιοτικά προς το καλύτερο το (υποτίθεται) αλλοιωμένο μέρος του συστήματος, ώστε να επέλθει η αρμονία. Όπως είναι ευνόητο, ο θεραπευτής πολώνει τον εαυτό του, δηλαδή τη θεραπευτική του δράση ώστε να αντιμετωπίσει τη (δήθεν) πόλωση μέσα στον ασθενή. Και αυτή η πολωμένη θεραπεία συνίσταται στην εφαρμογή ενός μόνο θεραπευτικού μοντέλου και εν γένει μιας μόνο και μονόπλευρης θεραπευτικής νοοτροπίας.


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[53]

Αντιθέτως, εφαρμόζοντας την αρχή της σύνθεσης στην ψυχοθεραπεία, εκλαμβάνουμε τον οργανισμό ως ένα ενιαίο όλο, με τα μέρη του αρμονικά και αγαπητικά δεμένα μεταξύ τους. Κι αυτό, γιατί υπολογίζουμε και εκτιμούμε τον ασθενή από πολλές και διάφορες πλευρές του, αφού ασχολούμαστε μ’ αυτές. Και αυτή η αγαπητική αντιμετώπιση από τον θεραπευτή γίνεται ασφαλώς και φυσικά αντιληπτή από το θεραπευόμενο. Ο θεραπευόμενος έτσι εμπνέεται στο να νιώσει, να σκεφτεί και να επιθυμήσει ως δική του την εγωτική ενέργεια η οποία έχει πληγεί μέσα του. Έτσι, συμβαίνει κάτι το υπέροχο: Συνειδητοποιεί και ο ίδιος ότι η συγκεκριμένη εγωτική του ενέργεια, η οποία αυτός νόμιζε ότι έχει αλλοιωθεί μέσω της εσωτερίκευσης του εγώ (ψευδαίσθηση εσωτερίκευσης – βλ. σελ. 21) είναι ουσιαστικά δική του και δεν έχει αλλοιωθεί, παρά μόνο αποδυναμωθεί. Αλλά και στην περίπτωση της αλλοίωσης ενός ή περισσότερων μελών της προσωπικότητας-ψυχής του ασθενούς (βλ. σελ. 36-39) λόγω υπερβολικού και χρόνιου στρες, η συνθετική θεραπευτική αντιμετώπιση είναι η ενδεδειγμένη και η πλέον αποτελεσματική. Έχουμε πει ότι η ορθή και δυναμική αίσθηση του προσώπου μάς κάνει ανθεκτικούς ενάντια στο σφετερισμό του εγώ μας, άρα έτσι δεν κινδυνεύουμε να αλλοιωθούμε, να εκφυλλιστούν οι δομές και οι δυνάμεις μας. Και έχουμε πει πως το να εμπνεύσει ο θεραπευτής την ορθή αίσθηση του προσώπου (του εγώ) συνιστά τη θεραπεία, καθώς από την ελλιπή ή ασαφή αίσθηση του προσώπου προκαλείται, μέσω του σφετερισμού αυτού, η αλλοίωση ως εκφυλισμός στον οργανισμό του εγκεφάλου (βλ. σελ 36-39). Άρα, εφόσον η Συνθετική Ψυχοθεραπεία εμπνέει την αρμονία μεταξύ των μερών της προσωπικότητας, κατ’ ουσίαν αυτό σημαίνει ότι εμπνέεται η ορθή αίσθηση του προσώπου στο θεραπευόμενο (όπως γράφουμε παραπάνω). Έτσι, η ψευδαίσθηση περί σφετερισμού του εγώ (ή, αλλιώς, η ελλιπής αίσθηση του προσώπου), άρα η γενεσιουργός αιτία και η εστία της οργανικής αλλοίωσης, θεραπεύεται. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που διαγνωσμένοι σχιζοφρενείς θεραπεύονται μέσω της Συνθετικής Ψυχοθεραπείας. Η συνθετική, λοιπόν, ψυχοθεραπεία και εν γένει η συνθετική αντιμετώπιση της ψυχής από αυτούς που μας περιβάλλουν, αλλά και από εμάς τους ίδιους προς τον εαυτό μας, είναι αυτή που μας εμπνέει για να αγαπήσουμε τον εαυτό μας και να έχουμε την πιο στενή και αληθινή στάση και αντίληψη για το μέσα μας. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Συνθετική Ψυχοθεραπεία, προάγοντας την αξία της σύνθεσης του προσώπου, ουσιαστικά μας ανάγει στην πραγματικότητα του ότι το πρόσωπο δεν αλλοιώνεται. Και, μέσω της συνθετικής θεώρησης οι προσωπικές ενέργειες και ιδιότητες ενδυναμώνονται, εφόσον η συνθετική θεώρηση πηγάζει από το ότι μια προσωπική ενέργεια ποτέ δεν αλλοιώνεται ποιοτικά –αξιολογικά. Άρα, λοιπόν, ο συνθετικός ψυχοθεραπευτής επιβεβαιώνει την αξία του προσώπου του ασθενούς∙ την αξία του κάθε μέρους του προσώπου αυτού.


[54]

Η Θεωρία του Προσώπου

Η Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεία, από την άλλη, πηγάζει επίσης από την πραγματικότητα ότι το πρόσωπο δεν αλλοιώνεται ποιοτικά (σύμφωνα με την απόδειξη της παρούσας θεωρίας) και ο σκοπός της είναι η υπηρεσία του προσώπου, άρα η ενδυνάμωσή του. Άρα, έχει τον ίδιο σκοπό με τη Συνθετική Ψυχοθεραπεία. Και, αυτή η σύμπτωση στο σκοπό και στις αξίες δεν είναι καθόλου συμβατική. Συμβατική θα ήταν αν πήγαζε από την αξία που λέει ότι το πρόσωπο είναι πολύτιμο, ότι ο άνθρωπος αξίζει σεβασμό, κλπ, δηλαδή αν πήγαζε από κοινωνικές σταθερές και ήθη που ενστερνίζονται οι άνθρωποι συνήθως. Και αναφέρουμε αυτές τις αξίες και τα ήθη ως συμβατικά, όχι γιατί δεν είναι πραγματικά έγκυρα, αλλά γιατί αν δεν πηγάζουν (και στο βαθμό που δεν πηγάζουν) από τη γνήσια θεώρηση-βίωση του προσώπου –του εαυτού και του ετέρου– δεν είναι παρά συμπλεγματικές ή υποκριτικές νοοτροπίες και συμπεριφορές. Η γνήσια αντίληψη του προσώπου μάς διδάσκει ότι το πρόσωπο δε συγχέεται και δε σφετερίζεται. Αυτή, λοιπόν, η αντίληψη αποδεικνύεται εδώ, και από αυτή την αντίληψη θεμελιώνεται με άμεσο τρόπο τόσο η Προσωποκεντρική όσο και η Συνθετική ψυχοθεραπεία. Και οι δύο ψυχοθεραπευτικές νοοτροπίες απηχούν άμεσα στην όντως θεώρηση του προσώπου. Κατά συνέπεια οι δύο ψυχοθεραπείες και ψυχολογίες είναι ισόκυρες. Όπως έχουμε αποδείξει, όπως δεν υπάρχει η σύγχυση των προσώπων – διαπροσωπικός σφετερισμός του εγώ-προσώπου– δεν υπάρχει και ο σφετερισμός του ιδίου εγώ, δηλαδή ενδοπροσωπικά. Άρα, και η σύγχυση μεταξύ ενεργειών-μερών εντός του προσώπου του ατόμου δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η ποσοτική αλλοίωση (καταστολή, υπερενθάρρυνση) μέσω της απόπειρας του ενδοπροσωπικού σφετερισμού. Διευκρινίζουμε λοιπόν ότι άλλο σύνθεση και άλλο σύγχυση. Σύνθεση, σίγουρα και απόλυτα∙ σύγχυση, ποτέ, παρά μόνο ποσοτική μεταβολή. Ο συνθετικός ψυχοθεραπευτής για να πετύχει τους σκοπούς του ενδείκνυται να καταστείλει ή να υπερενθαρρύνει κάποια στοιχεία του προσώπου του ασθενούς. Ή και να μην ασχοληθεί με αυτά. Πρόκειται για τακτική, γιατί ο μη σεβασμός σε κάποιο στοιχείο ή μέρος δεν ευσταθεί, όπως έχουμε αποδείξει. Αλλά, όπως στον κύβο του Ρούμπικ χαλάμε μια σειρά από χρώματα προκειμένου να πετύχουμε στο τέλος την αρμονία όλης της χρωματικής σύνθεσης του κύβου, έτσι και στην ψυχοθεραπεία. Είναι η τακτική των προτεραιοτήτων. Αυτό, λοιπόν, δε σημαίνει ότι ο θεραπευτής θα δει τα στοιχεία αυτά με τρόπο εχθρικό ή αντίπαλο ή αδιάφορο. Κι αυτό, γιατί οποιοδήποτε στοιχείο δε νοείται ως αλλοιωμένο (δηλ. με ξένο πνευματικό DNA) έναντι των υπόλοιπων στοιχείων της ψυχικής σύνθεσης. Και, η οποιαδήποτε αλλοίωση που θα επιφέρει ο θεραπευτής (η οποία, όπως και να επιτευχθεί, ουσιαστικά είναι ποσοτική αλλοίωση) δεν αποτελεί αυτή καθαυτή στόχο ή


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[55]

αυτοσκοπό. Όταν θα βρεθεί η ευκαιρία και οι συνθήκες θα είναι ώριμες, οι εν λόγω αλλοιωμένες (ποσοτικά) ενέργειες του ασθενούς θα πρέπει να αποκατασταθούν. Και οι ενέργειες που νοσούν και με τις οποίες δεν έχει ασχοληθεί θα πρέπει επίσης να θεραπευτούν. Κι αυτό, γιατί είναι ούτως ή άλλως δικές του ενέργειες, οι οποίες συνάδουν με την όλη ψυχική του σύνθεση. Έτσι κι αλλιώς, στόχος είναι να πετύχουμε την εξυγίανση της ολότητας της ψυχής, η οποία ολότητα συντίθεται από όλα τα μέρη ανεξαιρέτως, και αυτή η σύνθεση ευσταθεί ανεξαρτήτως της κατάστασης της ψυχής, η οποία μπορεί να είναι υγιής ή άρρωστη. Στον κύβο του Ρούμπικ στόχος είναι όλες οι έγχρωμες επιφάνειες να έρθουν σε αρμονία μεταξύ τους. Δεν έχει νόημα να αφαιρέσουμε ή να παραμορφώσουμε κάποιο κυβάκι για να έχουμε ευθυγράμμιση ή αρμονία. Μια τέτοια αφαίρεση ή παραμόρφωση θα σήμαινε κατάργηση της αρτιότητας για τον ασθενή, αναπηρία ή δυσαρμονία. Άρα, ο κύβος στην περίπτωση αυτή όχι μόνο δε θα ήταν αρμονικός, αλλά θα ήταν και ιδιαίτερα άσχημος. Ουσιαστικά η λογική του κύβου του Ρούμπικ έχει σκοπό να μη στρεσάρει υπερβολικά τον ασθενή και να μην τον φέρει σε μεγάλη και αθέμιτη αμηχανία. Σύμφωνα με την αρχή της αυτοδιατήρησης, ο ασθενής ενδέχεται να μην αντέξει κάποια ποσοτική αποκατάσταση (παρόλο που αυτή, όπως έχουμε αποδείξει συνίσταται στην ψευδή αντίληψη περί σύγχυσης προσώπων και σφετερισμού του εγώ). Έτσι, χρειάζεται μια συνετή πρόοδος ώστε ο άνθρωπος να μην καταρρεύσει, πράγμα που συνιστά μεγαλύτερη ποσοτική καταστολή από αυτήν που ήδη υπάρχει και είναι προς θεραπεία. Είναι, λοιπόν, καθαρά θέμα προτεραιότητας. Εδώ ας αναφερθούμε στο σύμπλεγμα των προτεραιοτήτων για το οποίο έχουμε κάνει λόγο στις σελ. 16-17. Είναι προφανές ότι η καταστολή κάποιων από τις προσωπικές ενέργειες/στοιχεία, τα οποία είναι αυτά που συνθέτουν το όλο σύμπλεγμα, δημιουργεί διαφορετική δυναμική και πορεία στο εν λόγω σύμπλεγμα προτεραιοτήτων, το οποίο ουσιαστικά είναι η ροή και η πρόοδος του προσώπου (βλ σελ. 46). Κατανοούμε, λοιπόν, το πόσο σημαντική είναι η διαχείριση των καταστολών στην οποία αναφερόμαστε. Και, σίγουρα, στο εν λόγω σύμπλεγμα προτεραιοτήτων, δηλαδή την εξέλιξη του προσώπου στο χρόνο –ουσιαστικά, την όλη πορεία της ζωής του– εφαρμόζοντας την απόλυτη αλήθεια της συνθετικής ψυχοθεραπείας, διασφαλίζεται η ευστοχία. Το ίδιο ισχύει και για την προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία και παιδαγωγική: Ενδείκνυται να δείξουμε έλλειψη σεβασμού, αλλά μόνο όταν θέτουμε προτεραιότητες. Όπως στη συνθετική ψυχοθεραπεία λειτουργούμε σα να μη σεβόμαστε τη σύνθεση με σκοπό, ουσιαστικά, να την υπηρετήσουμε, έτσι και στην προσωποκεντρική αντιμετώπιση του ατόμου δείχνουμε ασέβεια προς το πρόσωπο με σκοπό να υπηρετήσουμε την ενδυνάμωση του προσώπου∙ δηλαδή να υπηρετήσουμε την ενδυνάμωση, εξυγίανση και απελευθέρωση της σχέσης με τον εαυτό: το αυτοσυναίσθημα, την αυτοεκτίμηση, την αυτοαντίληψη, την αυτοπεποίθηση.


[56]

Η Θεωρία του Προσώπου

Ό,τι κάνει ο θεραπευτής, προφανώς μπορεί και ευσταθεί να κάνει και ο άνθρωπος στον ίδιο του τον εαυτό. Έχουμε κάνει λόγο και για τη σχέση με το ίδιο εγώ (πρόσωπο), δηλαδή τη σχέση με τον εαυτό, και στην ουσία η παρούσα θεωρία ασχολείται κατά κύριο λόγο με τη σχέση με τον εαυτό καθότι η κύρια ευθύνη μας είναι ο εαυτός μας, μια και έχουμε αποδείξει ότι ποτέ δεν αποξενωνόμαστε από αυτόν. Η σχιζοφρένεια δεν υπάρχει, άρα η αποξένωση (ποιοτική αλλοίωση) εντός του προσώπου είναι αδύνατη. Έχουμε πει ότι ο σφετερισμός του προσώπου συνδέεται και ισοδυναμεί με τη σύγχυση των προσώπων, η οποία εκφράζεται (με τρόπο τραγικό) ως ‘‘εγώ είσαι’’ και ‘‘εσύ είμαι’’, κλπ. Αυτό σημαίνει ότι οι προσωπικές ενέργειες αναφοράς προς τον άλλον –προς τα έτερα– είναι ασθενείς και δυσαρμονικές με τις ενέργειες αναφοράς στα ίδια, δηλαδή τον εαυτό. Από την άλλη, είπαμε μόλις παραπάνω ότι από τον εαυτό μας ποτέ δεν αποξενωνόμαστε, ενώ στη σχέση με τους άλλους αυτό δεν ισχύει, και συνεπώς η κύρια ευθύνη μας είναι ο εαυτός μας. Σύμφωνα με όσα έχουμε γράψει παραπάνω περί σκόπιμου μη σεβασμού κάποιων ενεργειών του προσώπου, μπορούμε να εφαρμόσουμε στον εαυτό μας αυτή τη λογική στο πεδίο της σχέσης των (έτσι κι αλλιώς ιδίων) ενεργειών προς τα ίδια με τις (προφανώς ίδιες) ενέργειες προς τα έτερα. Μπορούμε λοιπόν, σύμφωνα με αυτά που γράφουμε και παραπάνω, να αγνοήσουμε και να καταστείλουμε σε μεγάλο βαθμό τις ενέργειες προς τα έτερα, τα οποία συνοψίζονται στη διατύπωση ‘‘εσύ είσαι’’. Έτσι, αποφεύγουμε τα τραγικά ατοπήματα ‘‘εγώ είσαι’’ και ‘‘εσύ είμαι’’ καθότι δε λαμβάνουμε υπόψη ούτε το ‘‘εσύ’’ ούτε το ‘‘είσαι’’. Βέβαια, όπως έχουμε πει, αυτό είναι κίνηση και νοοτροπία τακτικής, γιατί τα άλλα πρόσωπα είναι προφανώς υπαρκτά, είτε από άποψης γλωσσολογικής είτε από άποψης κοινωνικής (άλλωστε αυτές οι δύο απόψεις είναι η ίδια πραγματικότητα, βλ. σελ. 30-32). Δεν είναι, λοιπόν, η άρνηση των άλλων προσώπων οριστική λύση την οποία μπορούμε να έχουμε ως θεωρία ζωής όταν θα είμαστε υγιείς και δυνατοί, δηλαδή απαλλαγμένοι από την αδυναμία μας απέναντι στους άλλους. Στο όνομα, λοιπόν, της υποκειμενικότητάς μας ή, αλλιώς, του προσώπου/προσωπικότητάς μας (και όχι του εγώ μας) ενδείκνυται και θεμελιώνεται από την παρούσα θεωρία η ορθότητα του να αναλογιζόμαστε ο καθένας/η καθεμία μόνο τα ίδια∙ τα υποκειμενικά –τα προσωπικά. (Και, σημειωτέον, όταν αναλογιζόμαστε μόνο τα ίδια, άρα είμαστε αποσπασμένοι και μακριά από καταστολές που προέρχονται από έτερα πρόσωπα, έχουμε όλη την ευχέρεια να αναλογιστούμε για τις ίδιες καταστολές –τις καταστολές της ευστοχίας που έχουμε προκαλέσει εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας.) Πρέπει να πούμε ότι αδυναμία απέναντι στους άλλους δεν υφίσταται μόνο με τρόπο ενεργητικής απεύθυνσης από αυτούς, δηλαδή όταν βάλλουν εναντίον μας, μας επιτίθενται, μας ειρωνεύονται, μας κατηγορούν, κλπ. Πέρα από την ενεργητική-πολεμική απεύθυνση, υπάρχει και η απεύθυνση απόρριψης και κοινωνικής στέρησης. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[57]

μονάχοι. Προφανώς δεν είναι μονάχοι και απομονωμένοι επειδή ποτέ κανείς δεν έχει τύχει να παρατηρήσει την παρουσία τους. Άρα, είναι θέμα απόρριψης. Και, η απόρριψη, όσο και να προξενεί την αδράνεια κάποιου προς αυτόν που απορρίπτει, όμως είναι θέση και ενέργεια προσώπου. Απλά: Εγώ απορρίπτω εσένα. Και στο βαθμό που γίνεται αυτό είναι αναλόγως επώδυνο και συντριπτικό για τον κοινωνικά αποκλειόμενο. Άρα κι εδώ ισχύει εξίσου η καθαρή και ατόφια αναγωγή στα ίδια –τα υποκειμενικά– στο όνομα της εκ φύσεως άρρηκτης υποκειμενικότητας∙ του προσώπου και της προσωπικότητάς μας. Είναι εύλογο ότι αποσυρόμαστε από τα έτερα πρόσωπα ανάλογα με το βαθμό και κατά τον τρόπο (συναισθηματικό, γνωστικό, κλπ) που απειλούμαστε από την ετερότητα. Δεν είναι απαραίτητο ότι η απόσυρση είναι μεγάλη και ακραία, και ότι η απόσυρση εφαρμόζεται μόνο σε ένα επίπεδο και με έναν μόνο τρόπο. Επίσης, είναι εύλογο ότι η απόσυρση από τα έτερα πρόσωπα δεν υφίσταται μόνο όταν αυτά είναι παρόντα στο χώρο μας και τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Η αντίληψη για τους άλλους είναι και εσωτερική-θεωρητική. Ας αναφέρουμε εδώ ότι δε νοείται η αντίθετη λογική από αυτήν που μόλις γράψαμε. Είπαμε ότι απορρίπτοντας το ‘‘εσύ είσαι’’, το ‘‘αυτός/αυτή είναι’’, κλπ, από την υποκειμενικότητα (δηλ. το ‘‘εγώ είμαι’’) σώζουμε την υποκειμενικότητα όταν χρειάζεται. Όμως, το να υποθέσουμε ότι μπορεί να σταθεί το αντίθετο, δηλαδή να απορρίψουμε το ‘‘εγώ είμαι’’ για χάρη, π.χ., του ‘‘εσύ είσαι’’, δε στέκει καθόλου. Όποιος/όποια και να το σκεφτεί και να ενεργήσει έτσι, ενεργεί αυτός/αυτή έτσι. Η ενέργεια αυτή διατυπώνεται με ακρίβεια ως: ‘‘Εγώ θεωρώ ότι μόνο εσύ είσαι και αδιαφορώ για το ότι εγώ είμαι.’’ Όμως, το εγώ θεωρώ εντάσσεται στο εγώ είμαι, άρα οδηγούμαστε σε άτοπο: για χάρη του ‘‘εγώ θεωρώ’’ απορρίπτουμε το ‘‘εγώ είμαι’’, το οποίο έχει το ‘‘εγώ θεωρώ’’ μέσα του, και άρα το ‘‘εγώ θεωρώ’’ δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το ‘‘εγώ είμαι’’.


[58]

Η Θεωρία του Προσώπου

Η εφαρμογή της παρούσας θεωρίας στην Ψυχιατρική Στην παρούσα θεωρία μιλάμε για το εγώ στην πιο γενική και θεμελιώδη διάστασή του, δηλαδή το εγώ ως αυτό καθαυτό το πρόσωπο. Είπαμε πως όλες οι προσωπικές ενέργειες (εγώ θέλω, εγώ κάνω, εγώ πεινάω, κ.ο.κ.) έχουν ως αρχή τους∙ ως ενεργητή τους∙ ως υποκείμενό τους το εγώ ως ‘‘εγώ…’’ Το πρόσωπο ή, αλλιώς, η ψυχή ή το πνεύμα από υλικής ή βιολογικής ή ιατρικής άποψης μεταφράζεται ως ο εγκέφαλος∙ είναι ο εγκέφαλος. Και είναι ευνόητο ότι το εγώ (το πρόσωπο), άρα ο εγκέφαλος, δεν ενεργεί μόνο τις ανώτερες λειτουργίες, δηλαδή τις λειτουργίες της συνείδησης ή της νοημοσύνης, αλλά και όλες τις άλλες, όπως το αίσθημα της πείνας (αφού ‘‘εγώ πεινάω’’). Η εφαρμογή αυτού που γλωσσικά ή ψυχολογικά λέμε ‘‘εγώ’’ (πρόσωπο) στην Ψυχιατρική, δεδομένου του ότι, όπως είπαμε, το εγώ αφορά σε όλες τις εγκεφαλικές λειτουργίες, είναι καθολική. Απλά, στην Ψυχιατρική προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε μέσω των λειτουργιών, των διαδικασιών και των φαινομένων του εγκεφάλου κάποιου αυτό που αυτός διατυπώνει με το λόγο και που θεωρούμε γι’ αυτόν ως ψυχολογική γνώση. Όταν ακούμε κάποιον να μιλάει ή βλέπουμε κάποια έκφραση στο πρόσωπό του, αυτό σημαίνει ότι τα λόγια και οι εκφράσεις του προήλθαν από αντίστοιχες εγκεφαλικές κωδικοποιήσεις. Είναι σα να βλέπουμε, αντί για το πρόσωπο κάποιου, την οθόνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η κάθε εικόνα και ο κάθε ήχος του Η/Υ μεταφράζονται απόλυτα σε ψηφιακές κωδικοποιήσεις μέσα στο λογισμικό του, το οποίο είναι δυαδικό και γνωρίζουμε (τουλάχιστον αυτό) πώς λειτουργεί. Αυτό μας δίνει να καταλάβουμε πως οποιαδήποτε νοητική συμπεριφορά μας συμβαίνει μέσα στον εγκέφαλο, και το στόμα μας που μιλάει ή τα μάτια μας, που δείχνουν τόσα πολλά και θαυμάσια, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ‘‘επιφάνεια’’ έκφρασης του εγκεφάλου μας. Ουσιαστικά, ο εγκέφαλος μιλάει και ο εγκέφαλος εκφράζεται. Ακόμα και οι πιο λεπτές και αφηρημένες ή θεμελιώδεις έννοιες και λειτουργίες (όπως η γλώσσα και οι δομές της, που ασχολούμαστε εδώ), δεν είναι παρά εγκεφαλικές λειτουργίες και καταστάσεις. Έτσι, λοιπόν, ο σφετερισμός του εγώ, η σύγχυση των προσώπων και η ελλιπής αίσθηση του προσώπου, ενώ είναι έννοιες που πραγματευόμαστε εδώ από άποψης λογικοψυχολογικής και φιλοσοφικής, δεν μπορούν παρά να έχουν και τη μετάφραση-αντιστοίχισή τους σε επίπεδο ψυχιατρικό. Όταν εγώ σφετερίζομαι το εγώ του άλλου, το αν αυτό είναι σωστό ή λάθος, υπαρκτό ή μη υπαρκτό, και το πώς νοείται εν γένει, όλα αυτά περί σφετερισμού, επειδή αφορούν στο πρόσωπο (στο εγώ) και το πρόσωπο (όπως το θεωρούμε εδώ) είναι ο εγκέφαλος, τότε η παρούσα θεωρία είναι θεωρία του εγκεφάλου εξίσου με θεωρία του προσώπου.


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[59]

Έτσι, αν η παρούσα θεωρία αποδεικνύει ότι η σύγχυση των προσώπων, άρα η σχιζοφρένεια, δεν υπάρχει, αυτό σημαίνει ότι και μέσα στον εγκέφαλο δε μπορεί να εντοπιστεί ιατρικά η σχιζοφρένεια. Όπως έχουμε αποδείξει, το πρόσωπο δεν αλλοιώνεται ποιοτικά, παρά μόνο ποσοτικά (ψευδαίσθηση περί σφετερισμού και καταστολή του εγώ). Αυτό, σύμφωνα με τα παραπάνω, αναπόφευκτα σημαίνει ότι και ο εγκέφαλος, που είναι το πρόσωπο, δεν αλλοιώνεται ποιοτικά, παρά μόνο ποσοτικά. Κι αυτό πάντα μέσα πλαίσια και τη θεματολογία της παρούσας θεωρίας, η οποία ασχολείται με τον εγκέφαλο ως πρόσωπο (και, άλλωστε, η σχιζοφρένεια ως νόσος του προσώπου νοείται). Άρα, οποιαδήποτε αλλοίωση ή ανισορροπία στη βιοχημεία, κλπ, του εγκεφάλου δε μπορεί να ερμηνεύσει τη σχιζοφρένεια, γιατί, απλά, η παρούσα θεωρία βρίσκει τη σχιζοφρένεια ανύπαρκτη. Το μόνο που μπορεί να ευσταθεί (στα πλαίσια πάντα του θέματος της σχιζοφρένειας) είναι τα εν λόγω ψυχιατρικά φαινόμενα να νοούνται ως καταστολή του εγώ, δηλαδή των – προσωπικών– ενεργειών του εγκεφάλου, και ως ψευδαίσθηση περί σύγχυσης προσώπων, δηλαδή ελλιπής αίσθηση του προσώπου η οποία, όπως γνωρίζουμε, αποπροσανατολίζει σε μεγάλο βαθμό τον άνθρωπο και ενδεχομένως, ως τόσο άσχημη που είναι, να έχει και έκδηλη ψυχιατρική φαινομενολογία. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε πως το ότι οι ασθενείς με (δήθεν) σχιζοφρένεια συναναστρέφονται με ανθρώπους που δεν υπάρχουν δείχνει ακριβώς αυτή την ελλιπή αίσθηση (της έννοιας) του προσώπου. Και αυτές οι ψευδαισθήσεις προκύπτουν από το σφετερισμό του εγώ. Όλοι μας κάνουμε φανταστικούς διαλόγους, αλλά με τη διαφορά ότι δεν πιστεύουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι πραγματικά υπάρχουν δίπλα μας ή μπροστά μας. Κι αυτό γιατί ξέρουμε και τηρούμε τα όρια ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό. Όταν διαβάζουμε ένα κόμικς ή βλέπουμε τηλεόραση ζούμε τους χαρακτήρες και τα συναισθήματα. Αλλά καταλαβαίνουμε ότι στο κόμικς που διαβάζουμε δεν είναι κάποιο πρόσωπο, αλλά ουσιαστικά ένα κομμάτι χαρτί με ίχνη από χρώματα που σχηματίζουν ανθρώπινες μορφές. Ο ψυχωτικός έχει τόσο μεγάλη ανάγκη σφετερισμού προσώπου και τόσο μεγάλη αδυναμία αίσθησης του προσώπου που, το πρόσωπο που απλά υπάρχει φυσιολογικά στη φαντασία του, το τραβάει στην ύπαρξη. Αυτό θα μπορούσαμε να το πούμε σφετερισμό του δικαιώματος που έχει ένα πρόσωπο να μην υπάρχει ή να μην είναι εκεί (παρόλο που μπορεί να υπάρχει κάπου μακριά). Είναι στον ασθενή τόσο μεγάλη η ανάγκη σφετερισμού του προσώπου (όπου ο σφετερισμός εδώ δε νοείται αναγκαστικά ως αναίδεια ή θράσος, αλλά ως ανάγκη οντολογικού χειρισμού) που χειρίζεται το ίδιο το γεγονός της ύπαρξης ή μη ύπαρξης ενός προσώπου. Ένας μη ψυχωτικός αν νιώθει μια τέτοια ανάγκη, τότε το πολύ-πολύ να δέσει χειροπόδαρα ένα υπαρκτό πρόσωπο και να το στήσει μπροστά του ώστε να το έχει και να το συναναστρέφεται. Ο ψυχωτικός αυτό το κάνει χειριζόμενος όχι ένα πραγματικό πρόσωπο, αλλά χειριζόμενος την ίδια την πραγματικότητα! Και, βέβαια, όταν δε


[60]

Η Θεωρία του Προσώπου

χειριζόμαστε ένα πρόσωπο αλλά την πραγματικότητα, τότε το θύμα δεν είναι κάποιο άλλο πρόσωπο αλλά εμείς γιατί ουσιαστικά η πραγματικότητα δεν αλλάζει ούτως ή άλλως. Άρα, αλλάζουμε εμείς χάνοντας την αίσθηση της πραγματικότητας. Και, εφόσον η εν λόγω αίσθηση της πραγματικότητας αφορά προσωπικές καταστάσεις, ουσιαστικά χάνουμε την αίσθηση του προσώπου∙ τόσο του άλλου όσο και του δικού μας προσώπου, δηλαδή του εαυτού μας (ελλιπής αίσθηση προσώπου, για την οποία έχουμε κάνει λόγο). Μπορούμε να πούμε ότι σφετεριζόμαστε το ίδιο μας το εγώ εφόσον με το να δώσεις ύπαρξη σε κάποιον που δεν υπάρχει διαπράττεις οντολογικό σφετερισμό και αυτό είναι κάτι που επηρεάζει και εσένα ως έτερο πρόσωπο (το μόνο υπαρκτό πρόσωπο). Κι αυτό είναι φυσικό κι επόμενο, εφόσον εκθέτεις την ύπαρξή σου σε κάτι υπαρξιακά τόσο λάθος. Εφόσον, ουσιαστικά, έχεις αναλάβει την υπαρξιακή ευθύνη του άλλου (τον έχεις φέρει σε ύπαρξη) τότε αυτός έχει αξιώσεις απέναντί σου εντελώς ανεξέλεγκτες. Ένα φανταστικό ον είναι ικανό για τα πάντα αφού δεν το δεσμεύει τίποτα. Ουσιαστικά αυτό το ον είναι μέσα στο μυαλό σου, το οποίο, όμως, μυαλό σου δεν το καταλαβαίνει αυτό. Άρα το μυαλό σου ουσιαστικά είναι αυτό που δεν έχει κανένα έλεγχο στην πραγματικότητα, αφού δεν ελέγχει τη διάκριση μεταξύ φανταστικού και υπαρκτού. Και, αυτή η ανεξέλεγκτη κατάσταση προβάλλεται και μεταφράζεται στο φανταστικό πρόσωπο. Άρα, μήπως αυτό δεν καταλήγει να είναι μέγας σφετερισμός του εγώ σου από εσένα τον ίδιο; Εδώ βλέπουμε ότι ο άνθρωπος, χωρίς την παρουσία και επιρροή άλλων ανθρώπων βιώνει σφετερισμό του εγώ του, ο οποίος σφετερισμός έχει τις γνωστές εκδηλώσεις της σχιζοφρένειας, που αναφέρουμε παραπάνω. Και μιλήσαμε για τη σύνδεση του σφετερισμού του εγώ με τη σχιζοφρένεια από ψυχιατρικής άποψης, η οποία άποψη είναι η ιατρική μελέτη των εν λόγω ψευδαισθήσεων. Υπάρχουν, όμως, και άνθρωποι οι οποίοι, αντί να πάρουν την ‘‘υπαρξιακή ευθύνη’’ κάποιου φανταστικού προσώπου, παίρνουν την υπαρξιακή ευθύνη του ίδιου τους του εαυτού και θέτουν υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι υπάρχουν… Η εν λόγω υπαρξιακή ευθύνη, εδώ, αφορά όχι σε ανύπαρκτο πρόσωπο, αλλά στο απόλυτα υπαρκτό, που είναι ο εαυτός μας. Απόλυτα υπαρκτό, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση εγώ να μην είμαι εδώ που είμαι, να μην είμαι όπως ακριβώς είμαι, να μην υπάρχω. Η απολυτότητα της ιδίας ύπαρξης είναι απολυτότητα διότι έχουμε να κάνουμε με ταύτιση: εγώ είμαι εγώ. Είναι η έννοια της ταυτότητας στα μαθηματικά: Α=Α. Ο εν λόγω οντολογικός χειρισμός-σφετερισμός συμπεριφέρεται αντίστροφα από τον οντολογικό σφετερισμό ενός ετέρου προσώπου, για τον απλό λόγο ότι εγώ υπάρχω στα σίγουρα και απόλυτα (υπό την έννοια του Α=Α), άρα αντικειμενικά και πραγματικά δε μπορώ και δεν έχει νόημα να φέρω τον εαυτό μου δε ύπαρξη. Γι’ αυτό κάνω ό,τι μου απομένει να κάνω, δηλαδή να αμφισβητήσω το ότι υπάρχω. Παρόλα αυτά, η όλη κατάσταση δεν είναι σχιζοφρένεια. Ο σφετερισμός του εγώ είναι απλά καταστολή της δύναμης του προσώπου (ποσοτική και όχι ποιοτική


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[61]

αλλοίωση-διχασμός-απόσχιση των μερών της προσωπικότητας –βλ. σελ. 19-21) και προέρχεται από την ψευδαίσθηση σφετερισμού του εγώ και την ελλιπή αίσθηση του προσώπου, η οποία είναι ψύχωση-ψευδαίσθηση. Μιλήσαμε για ‘‘οντολογικό χειρισμό’’ ενός προσώπου και ‘‘σφετερισμό του δικαιώματος’’ που έχει ένα πρόσωπο να μην υπάρχει (ή να υπάρχει, όταν πρόκειται για τον εαυτό μας) και εξηγήσαμε ότι αυτά είναι, ουσιαστικά, ο σφετερισμός του εγώ, ο οποίος έχει κεντρικό ρόλο στη θεωρία μας. Επειδή οι εν λόγω ψευδαισθήσεις είναι εκ του μη όντος (δηλαδή δεν παραποιούμε, αλλά δημιουργούμε την εικόνα και τα λόγια ενός υπαρκτού προσώπου), τότε ο σφετερισμός του εγώ, από τον οποίο προέρχονται, είναι ο πιο θεμελιώδης και πιο απροκάλυπτος σφετερισμός του εγώ. Εφόσον, δηλαδή, η φύση του σφετερισμού είναι οντολογική, το θέμα καταντά ωμό∙ τόσο ωμό όσο δεν πάει άλλο. Ας μας επιτραπεί ένας παραλληλισμός: Είναι σαν την ωμή ανθρώπινη σάρκα, την οποία ο ψυχωτικός κομματιάζει με το μαχαίρι και την τρώει κιόλας… Και, βεβαίως την τρώει, αφού η συνομιλία με ένα ανύπαρκτο πρόσωπο σημαίνει ότι ο ασθενής προσλαμβάνει τα λόγια του άλλου ‘‘προσώπου’’, το οποίο είναι νεκρό σαν τη σάρκα (δηλαδή ανύπαρκτο), ωμό και ματωμένο (είναι, δηλαδή, φρικώδες, αφού δεν υπάρχει) και ο ασθενής ακούει τα λόγια του, άρα θρέφεται νοητικά από αυτά. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι έχουμε να κάνουμε με την κεντρική και πυρηνική ψύχωση στο επίπεδο της θεώρησης των προσώπων. Και, εφόσον το κέντρο και ο πυρήνας αυτής της κεντρικής και πυρηνικής ψύχωσης είναι ο σφετερισμός του εγώ, τότε ο ασθενής απευθύνεται απευθείας στο θέμα του σφετερισμού του προσώπου. Είναι, δηλαδή, σα να λέει ή να σκέφτεται: ‘‘Εγώ θα σφετεριστώ το τάδε πρόσωπο και θα το σφετεριστώ καθολικά, δηλαδή υπαρξιακά∙ θα χειριστώ το ίδιο το θέμα της ύπαρξής του’’. Αυτό το κάνει υποσυνείδητα, αλλά και συνειδητά, αφού η ψευδαίσθηση είναι στο συνειδητό: βλέπει τον άνθρωπο. Άρα, εδώ δεν έχουμε μια απλή επιρροή ενός προσώπου στο πρόσωπο του άλλου, όπως μια προσβολή ενός παιδιού από το γονιό του, ο οποίος του λέει ‘‘δε θέλεις ε, θέλεις ζ!’’ (βλ. σελ 28-29), όπου δεν έχουμε αμφισβήτηση-σφετερισμό του προσώπου ως προσώπου υπαρξιακά, αλλά μιας ενέργειας-ιδιότητας του προσώπου, που το αμφισβητεί έμμεσα και μέρει. Στην οντολογική περίπτωση, όμως, τίθεται το θέμα του γεγονότος του σφετερισμού, δηλαδή το αν σφετερίζεται ή δε σφετερίζεται ένα πρόσωπο! Είναι, δηλαδή, καθαυτή η λογική του σφετερισμού του εγώ, την οποία έχουμε αναλύσει στην παρούσα θεωρία, και έχουμε αποδείξει ότι το πρόσωπο δε σφετερίζεται. Ο ασθενής, λοιπόν, νοσεί σε επίπεδο φιλοσοφίας και οντολογικής θεώρησης-αντίληψης του προσώπου. Και, η ορθή θεώρηση βασίζεται στη λεκτική συνέπεια, η οποία απορρίπτει τις φράσεις: ‘‘το εγώ μου/σου/του’’, ‘‘εγώ είσαι’’, ‘‘εσύ είμαι’’, κλπ. Τα πρόσωπα, δηλαδή τους ανθρώπους, τα ζώα, τα συλλαμβάνουμε ως υπάρξεις και παρουσίες με τις αισθήσεις. Άρα, οι οπτικές και οι ακουστικές ψευδαισθήσεις απηχούν υπαρξιακά στο σφετερισμό του προσώπου (ή, αλλιώς, στη


[62]

Η Θεωρία του Προσώπου

σύγχυση των προσώπων ή στην εσφαλμένη αντίληψη του προσώπου). Άρα, έχουμε να κάνουμε με το θέμα της ύπαρξης του σφετερισμού, δηλαδή το αν υπάρχει ο σφετερισμός αυτός. Άρα, στο βαθμό που ο ασθενής θα γνωρίσει και θα βιώσει τις αλήθειες της παρούσας θεωρίας, θα θεραπευτεί από τις ψευδαισθήσεις του. Και, η παρούσα θεωρία αποδεικνύει ότι τα πρόσωπα δε συγχέονται μεταξύ τους. Η γνώση αυτή προσφέρεται εδώ. Τα πρόσωπα που δε συγχέονται δεν είναι αναγκαστικά και μόνο το ίδιο πρόσωπο και κάποιος άλλος /κάποια άλλη. Δηλαδή, όχι μόνο εγώ και εσύ ή αυτός/αυτή. Είναι και δύο ή περισσότερα έτερα πρόσωπα μεταξύ τους. Τι ενδιαφέρον έχει αυτό; Γράψαμε μόλις παραπάνω για την οντολογική περίπτωση – το θέμα του γεγονότος του σφετερισμού. Και είπαμε ότι σ’ αυτήν την περίπτωση αναφερόμαστε απευθείας και αυτούσια στην παρούσα θεωρία για τη θεραπεία. Η παρούσα θεωρία είναι η Θεωρία Του Προσώπου. Συνεπώς, αφορά στο οποιοδήποτε πρόσωπο. Άρα, προφανώς, δεν αποδεικνύει μόνο το ανύπαρκτο της σύγχυσης και του σφετερισμού του ιδίου προσώπου στη σχέση με τα έτερα πρόσωπα, αλλά και τη μη σύγχυση/σφετερισμό του οποιουδήποτε προσώπου σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο. Τώρα, το ότι ο ψυχωτικός φρονεί λανθασμένα το γεγονός και την πραγματικότητα της σχέσης του ιδίου με τα άλλα πρόσωπα πάνω στο θέμα του διαπροσωπικού σφετερισμού/σύγχυσης, σημαίνει ότι φρονεί αντίθετα με τη γνώση της παρούσας θεωρίας. Και, όπως είπαμε, η παρούσα θεωρία αφορά στη διαπροσωπική σχέση γενικά. Συνεπώς, το ότι ο ψυχωτικός φρονεί αντίθετα με τη γνώση του παρόντος συγγράμματος, δεν αποκλείει καθόλου το ότι ο ασθενής θεωρεί, αισθάνεται, αντιλαμβάνεται, κλπ, τις σχέσεις των άλλων προσώπων μεταξύ τους ως σχέσεις μέσα στις οποίες τα πρόσωπα σφετερίζονται το ένα το άλλο, συγχέονται και αντικαθίστανται μεταξύ τους. Και, βέβαια, αυτή η λανθασμένη στάση/θεώρηση για τα άλλα πρόσωπα μεταξύ τους δεν απαντάται μόνο στην περίπτωση του ανθρώπου ο οποίος είναι τόσο παθολογικός ώστε να κάνει τον προαναφερθέντα ‘‘οντολογικό χειρισμό’’. Στην παρούσα θεωρία αποδεικνύουμε ότι οποιαδήποτε παθολογία συνίσταται στην έννοια της προσωπικής σύγχυσης/σφετερισμού, και η οποιαδήποτε παθολογία είναι ποσοτικής, και μόνο, φύσεως. Η αλλοίωση είναι μόνο ποσοτική και όχι ποιοτική. Και, εφόσον η παθολογία έχει έναν και μόνο πυρήνα –την ενδοπροσωπική και διαπροσωπική σύγχυση/αντικατάσταση/σφετερισμό– ο οποίος πυρήνας είναι στο περιεχόμενό του ψεύτικος, και απλά η παθολογία είναι μόνο η ποσοτική αλλαγή, αυτό σημαίνει ότι η οποιαδήποτε παθολογία στο πρόσωπο διαφέρει από την οποιαδήποτε άλλη ποσοτικά. Αυτό σημαίνει ότι συναντάμε λάθη στη θεώρηση και η βίωση των σχέσεων των ετέρων προσώπων μεταξύ τους σε οποιοδήποτε παθολογικό άνθρωπο. Απλά, προφανώς, διαφέρει ο βαθμός της παθολογίας ανά περίπτωση. Πιο πάνω, εκτός από τον οντολογικό-υπαρξιακό χειρισμό κάποιου μη υπαρκτού προσώπου, όπου από την ανυπαρξία περνάει στην ύπαρξη, αναφερθήκαμε


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[63]

και στον οντολογικό χειρισμό του εαυτού –του ιδίου προσώπου– όπου από την ύπαρξη ‘‘περνάει’’ στην ‘‘ανυπαρξία’’ και ο άνθρωπος αναρωτιέται ή αμφισβητεί το ότι υπάρχει. Και, όπως σε μια ψευδαίσθηση ο ψυχωτικός ‘‘φέρνει’’ σε ύπαρξη ένα άλλο πρόσωπο, όπου ότι κι αν λέει, κάνει, δείχνει, κλπ, το εν λόγω ‘‘πρόσωπο’’, δεν υπάρχει, δηλαδή δεν υπάρχουν οι εκδηλώσεις του, κατά αντίστροφο τρόπο, ο ψυχωτικός, παρόλο που αυτά που λέει, κάνει, κλπ., είναι προφανώς υπαρκτά, τα αμφισβητεί οντολογικά και καθ’ ολοκληρίαν, αφού αμφισβητεί την ίδια του την ύπαρξη. Άρα η διατύπωση ‘‘εγώ είμαι’’, στην προκειμένη περίπτωση, αντιστοιχεί στη διατύπωση ‘‘εγώ υπάρχω’’. Άρα, η αναγωγή στη διατύπωση ‘‘εγώ είμαι’’ (η οποία διατύπωση είναι το κέντρο της όλης θεωρίας μας, και εφαρμόζεται από τη γνώση της θεωρίας –βλ. σελ. 43-45) θεραπεύει τον άνθρωπο ο οποίος δεν τα έχει καλά με το γεγονός της ίδιας του της ύπαρξης. Εδώ να πούμε ότι, όπως έχουμε αποδείξει στο κεφάλαιο Α, ο σφετερισμός του εγώ (ιδίου ή ετέρου) είναι σύγχυση προσώπων, η οποία δεν υπάρχει, και αυτό που υπάρχει είναι μονάχα η ποσοτική αλλαγή του προσώπου, ή, αλλιώς, καταστολή της ευστοχίας (βλ. σελ. 47). Έτσι, ο άνθρωπος που συναναστρέφεται με ανύπαρκτα πρόσωπα ή πιστεύει ότι ο ίδιος δεν υπάρχει, προφανώς υποφέρει από μεγάλη καταστολή ευστοχίας στις προσωπικές του ενέργειες και δυνάμεις που αφορούν στην αντίληψη, αίσθηση, θεώρηση, βίωση των ετέρων προσώπων και του ιδίου προσώπου. Εδώ ας σημειώσουμε το εξής: Συνδέσαμε το πρόσωπο από ψυχολογικήςφαινομενολογικής πλευράς με τον εγκέφαλο από ψυχιατρικής-νευρολογικής πλευράς κάτω από το πρίσμα του προσώπου (του εγώ). Η ψυχιατρική-νευρολογική πλευρά εξετάζει τον εγκέφαλο ως σώμα∙ ως αντικείμενο. Στις σελ. 17-20 μιλήσαμε περί ομόλογων μεγεθών και εξηγήσαμε το πώς ο σφετερισμός-αντικατάσταση είναι στην πραγματικότητα καταστολή και ποσοτική αλλοίωση, και όχι ποιοτική αλλοίωση. Η σύνδεση που κάνουμε εδώ, δηλαδή το ότι το πρόσωπο-υποκείμενο είναι ο εγκέφαλος-αντικείμενο, καθιστά ένα έτερο (εξωυποκειμενικό) αντικείμενο, όπως μια πέτρα ή μια χημική ουσία, ομόλογο του εγκεφάλου. Συνεπώς, και στην περίπτωση που ένα αντικείμενο όπως μια πέτρα ή μια χημική ουσία απειλεί τον εγκέφαλό μας, έχουμε σφετερισμό-αντικατάσταση. Δηλαδή έχουμε ποσοτική και μόνο αλλοίωση του εγκεφάλου-προσώπου. Αν, δηλαδή, ανάμεσα σε δυο πρόσωπα, το Δημήτρη και το Γιώργο, δε γίνεται να υπάρξει σύγχυση και αντικατάσταση προσωπικών στοιχείων, το ίδιο πράγμα ισχύει και ανάμεσα στον εγκέφαλο και σε μια πέτρα. Μια πέτρα και μια συστάδα νευρώνων έχουν εξίσου υλική-αντικειμενική υπόσταση. Και, η ομάδα των νευρώνων έχει την υποκειμενική υπόσταση εξίσου με την αντικειμενική υπόσταση. Η απειλή, λοιπόν, από την πέτρα, ως απειλή που είναι, δε μπορεί παρά να λειτουργεί ως απόπειρα σφετερισμού της ποιότητας και συνοχής του εγκεφάλου. Αυτός, όμως, ο σφετερισμός είναι σφετερισμός προσώπου, καθότι ο


[64]

Η Θεωρία του Προσώπου

εγκέφαλος είναι το πρόσωπο. Έχουμε, λοιπόν σφετερισμό προσώπου από ομόλογο μέγεθος. Αυτό, συνεπώς, σημαίνει ποσοτική και μόνο ποσοτική αλλοίωση του προσώπου. Συνδέσαμε, λοιπόν, την προσωπικότητα από ψυχολογικήςφαινομενολογικής πλευράς με τον εγκέφαλο από ψυχιατρικής-νευρολογικής πλευράς κάτω από το πρίσμα του προσώπου (του εγώ) και είπαμε ότι η παθολογία τόσο από τη μια όσο και από την άλλη πλευρά συνοψίζονται στην ψευδαίσθηση περί σφετερισμού του εγώ και περί εσωτερίκευσης, στη σύγχυση των προσώπων και στην ελλιπή αίσθηση ή αντίληψη του προσώπου. Άρα, η θεραπεία του ψυχωτικού (δηλαδή, του δήθεν σχιζοφρενούς) πρέπει να είναι η θεραπεία των εν λόγω ψευδαισθήσεων, σφετερισμών και ελλιπών αισθήσεων-αντιλήψεων τόσο σε επίπεδο ψυχοθεραπευτικό όσο και σε επίπεδο ψυχιατρικό. Δεν έχει σημασία αν οι αιτίες της νόσου είναι κληρονομικές, αναπτυξιακές ή άλλες, όπως μια κάκωση στον εγκέφαλο. Εφόσον η νόσος αφορά στο πρόσωπο, η θεραπεία θα πρέπει να είναι προσωπικού χαρακτήρα. Δηλαδή ο θεραπευτής θα πρέπει να έχει κατά νου ότι ασχολείται με ένα πρόσωπο, είτε έχει τον άνθρωπο μπροστά του, άρα έχουμε κοινωνική αλληλεπίδραση θεραπευτή-θεραπευόμενου, είτε βλέπει τον εγκέφαλο του θεραπευόμενού του σε μια οθόνη. Όμως, κατά πόσο μπορούμε να ‘‘αποσπάσουμε’’ μια τέτοια θεώρηση κοιτώντας μια οθόνη και μελετώντας τον εγκέφαλο ως σώμα; Ο εγκέφαλος είναι τόσο απίστευτα πολύπλοκος που, το να συλλάβουμε ή ακόμα και να υποψιαστούμε το ότι αυτή η μάζα από νεύρα, την οποία απλά ψηλαφούμε με τα μάτια μας είναι ένα πρόσωπο, αποτελεί σενάριο τουλάχιστον επιστημονικής φαντασίας. Κι αυτό εξηγείται ως εξής: Τον εγκέφαλο ως σώμα τον βλέπουμε μόνο με τη λογική και την επιστήμη, άρα σχεδόν μόνο με το συνειδητό μέρος μας. Η ψυχοθεραπευτική συνεδρία, από την άλλη, έχει τον θεραπευτή και το θεραπευόμενο να επικοινωνούν ως δυο άνθρωποι, δηλαδή με τον τρόπο που ορίζεται από τη φύση μας και με τα εφόδια και τα δεδομένα που έχει ορίσει σε εμάς η εξελικτική μας πορεία ως ανθρώπινου γένους. Αυτό σημαίνει ότι αντιλαμβανόμαστε τον άλλο με αντιλήψεις που έχουν αναπτυχθεί από δεκάδες εκατομμύρια χρόνια πίσω… Αντιλαμβανόμαστε με το συνειδητό, αλλά και με το ασυνείδητο∙ με το πνεύμα, αλλά και με το σώμα∙ μέσα στο φυσικό χώρο και χρόνο, κλπ. Έτσι μπορούμε και έτσι έχουμε μάθει να νιώθουμε ο ένας τον άλλο ως πρόσωπο∙ ως ένα άλλο ανθρώπινο ον. Συνεπώς, το να προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε στη λογική μας, και μάλιστα σε έναν μόνο τομέα της λογικής μας, που λέγεται ψυχιατρική λογική, ένα πρόσωπο, αποτελεί παράδοξο. Κι αυτό, γιατί η φύση της κοινωνίας των προσώπων ορίζει ένα πρόσωπο να σχετίζεται με ένα πρόσωπο, και όχι ένα ελάχιστο κομμάτι ενός προσώπου –που λέγεται ψυχιατρική ιδιότητα– με ένα ολόκληρο πρόσωπο, τον εγκέφαλο. Έτσι, δηλαδή, προσπαθούμε να ‘‘χωρέσουμε’’ σε ένα μικρό κομμάτι του προσώπου-εγκεφάλου μας (το κομμάτι μας που λέγεται ψυχιατρική ιδιότητα) ένα


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[65]

ολόκληρο πρόσωπο-εγκέφαλο. Κι αυτό δημιουργεί πλεονασμό. Δημιουργεί μια τρομερή ‘‘συμπύκνωση’’, και αυτό είναι το παράδοξο. Δεδομένου, όμως, ότι η επιστήμη –εδώ η Ψυχιατρική– είναι από τις κυριότερες προοδευτικές δυνάμεις του ανθρώπου, το εν λόγω παράδοξο-συμπύκνωση-πλεονασμός, δημιουργεί πλεονασμό αποτελεσματικότητας στην ψυχική θεραπεία. Βέβαια, αυτή η πυκνή δύναμη, αν δεν αντιμετωπιστεί σωστά, δηλαδή αν ο γιατρός δεν έχει τη σοφία να αντιληφθεί σωστά τα δυνατά αυτά μηνύματα και δεδομένα της επιστήμης και της έρευνάς του, τότε τα αποτελέσματα μπορούν να είναι πολύ δυσάρεστα. Αλλά και η ψυχολογία έχει αρκετό βαθμό ‘‘συμπύκνωσης’’ από την άποψη ότι ακολουθεί μέθοδο και θεωρία για την ψυχή, η οποία χαρακτηρίζεται από τεχνογνωσία, δηλαδή κάτι παρόμοιο με την ψυχιατρική ως θετική γνώση, αλλά απλά σε άλλο επίπεδο και με μικρότερο βαθμό ‘‘συμπύκνωσης’’. Η μικρότερη συμπύκνωση την καθιστά μικρότερη πρόκληση, άρα λιγότερο δραστική, αλλά και πιο φυσική (φυσική κοινωνία προσώπων), άρα πιο αποτελεσματική, από την άλλη πλευρά. Εφόσον λοιπόν η σχιζοφρένεια είναι η κατεξοχήν νόσος του προσώπου, καταλαβαίνουμε ότι το να την αποκωδικοποιήσουμε μέσα στον εγκέφαλο είναι κάτι από το οποίο απέχουμε πάρα πολύ, και ίσως να είναι και αδύνατο, εφόσον απαιτείται μια ‘‘πυκνότητα’’ που ενδέχεται να μην την ‘‘χωράει’’ κανένα ‘‘ψυχιατρικό δοχείο’’. Η σχιζοφρένεια είναι η κατεξοχήν νόσος του προσώπου. Άρα, για να βρούμε ψυχιατρικές αιτίες για τη σχιζοφρένεια θα πρέπει πρώτα να βρούμε το πρόσωπο μέσα στον εγκέφαλο!! Κι αν αυτό το καταφέρουμε, λιγότερο ή περισσότερο, τότε, εφόσον θα βλέπουμε το πρόσωπο στον εγκέφαλο, αναπόφευκτα θα βασιστούμε σε όσα εδώ αποδεικνύουμε για το πρόσωπο και το αδιάβλητο του εγώ. Άρα, και πάλι θα καταλήξουμε στο ότι δεν εντοπίζεται η σχιζοφρένεια. Αλλά αυτή τη φορά, όχι επειδή δε θα έχουμε αρκετά στοιχεία στη διάθεσή μας, αλλά επειδή θα έχουμε αναχθεί στη μελέτη της σχιζοφρένειας από την άποψη του προσώπου, δηλαδή της απόσχισης των φρενών, άρα του σφετερισμού του εγώ, της ελλιπούς αντίληψης του προσώπου και της σύγχυσης. Άρα, καταλήγουμε στο ότι η σχιζοφρένεια όχι απλά δεν εντοπίζεται∙ η σχιζοφρένεια είναι ένας μύθος! Ίσως φαίνεται πολύ παράξενο ο εγκέφαλος, αυτή η μάζα από κύτταρα με συνάψεις μεταξύ τους, να μη διχάζεται. Κι αυτό γιατί η νευρολογική θεώρηση του εγκεφάλου έχει μηχανιστικό χαρακτήρα, ως υλικό σύστημα που είναι. Όμως, υπενθυμίζουμε ότι ο εγκέφαλος και το πρόσωπο είναι το ίδιο πράγμα∙ η ίδια πραγματικότητα θεωρούμενη από δυο διαφορετικές πλευρές. Άρα, ακόμα κι αν με τρόπο μηχανικό προσπαθήσουμε να αυτονομήσουμε ή να απομακρύνουμε δυο εγκεφαλικές περιοχές μεταξύ τους, αυτή η επέμβαση θα προκαλέσει ποσοτική αλλοίωση στο πρόσωπο-εγκέφαλο, και όχι ποιοτική. Θα μπορούσαμε, π.χ., να εμβάλλουμε μια μεταλλική επιφάνεια μέσα σε έναν εγκέφαλο στην προσπάθειά μας να αποσχίσουμε κάποιες εγκεφαλικές λειτουργίες μεταξύ τους. Αυτό, όμως είναι


[66]

Η Θεωρία του Προσώπου

ποσοτική αλλοίωση και όχι ποιοτική. Ο μηχανιστικός χαρακτήρας της εν λόγω ενέργειας δε χρειάζεται να μας μπερδέψει και να απορροφηθούμε από την εικόνα της μεταλλικής αυτής επιφάνειας. Η επιφάνεια αυτή μπορεί να είναι σκληρή ως υλικό, αλλά δε χρειάζεται να θαμπωθούμε από το υλικό αυτό χαρακτηριστικό, γιατί μιλάμε για τον εγκέφαλο ως πρόσωπο. Ο εγκέφαλος είναι πνεύμα κι έχει το πνευματικό του DNA (βλ. σελ. 19-21). Το μεταλλικό αντικείμενο είναι πνευματικά ξένο και είναι σαν το εμβόλιμο αγκάθι, για το οποίο έχουμε κάνει λόγο (σελ. 36-39). Άρα, στην ουσία έχουμε να κάνουμε με εκφυλισμό, δηλαδή με ακραία ποσοτική αλλοίωση, και όχι ποιοτική αλλοίωση. Δεν καταφέρνουμε, λοιπόν, να αποκόψουμε τα φρένα. Και όντως: το εμβόλιμο μέταλλο επιτρέπει συνδέσεις και επικοινωνία από τη μία πλευρά στην άλλη, καθώς δε μιλάμε για πλήρη μηχανική αποκοπή ενός τμήματος του εγκεφάλου από τον υπόλοιπο εγκέφαλο. Δηλαδή, ακόμα και μηχανιστικά να το δούμε, η αποξένωση δε διασφαλίζεται. Η αποξένωση από πλευράς μηχανικής διασφαλίζεται με το να κλείσουμε μέσα σε ένα στεγανό κύβο ένα τμήμα του εγκεφάλου, ούτως ώστε να μην υπάρχει (μηχανιστικά-υλιστικά) επικοινωνία των κυττάρων αυτού του τμήματος με το υπόλοιπο κυτταρικό σύστημα. Έτσι έχουμε όντως αυτονόμηση, άρα δεν έχουμε ποσοτική αλλοίωση, αλλά ποιοτική. Η ποσοτική αλλοίωση αντιστοιχεί, όπως είπαμε στον εκφυλισμό. Η ποιοτική αλλοίωση, την οποία καταφέραμε, σε τι αντιστοιχεί; Αντιστοιχεί προφανώς σε θάνατο της αυτονομημένης περιοχής. Άρα, για ποια αυτονομημένη περιοχή μπορούμε να μιλάμε, αφού αυτή είναι θανατωμένη, δηλαδή ανύπαρκτη; Αλλά και στο πιο αισιόδοξο και φανταστικό σενάριο κατά το οποίο αυτό το κομμάτι ενδέχεται να ζήσει για λίγα δευτερόλεπτα, ποιες θα είναι οι λειτουργίες του και πώς αυτές θα εκφραστούν ώστε να μιλάμε για λειτουργίες του ανθρώπου-προσώπου; Αν μη τι άλλο, όπως εξηγούμε και αναλύουμε παρακάτω, για να νοηθεί μια εγκεφαλική περιοχή ή ένα εγκεφαλικό στοιχείο ως αυτονομημένο θα πρέπει να επικοινωνήσει την αυτονόμησή του στα υπόλοιπα μέρη ούτως ώστε να νοηθεί αυτονόμηση. Άρα, και στην περίπτωση τόσο της ως ανωτέρω αναφερθείσας μεταλλικής επιφάνειας όσο και του στεγανού κύβου, η μη δυνατότητα επικοινωνίας με τον υπόλοιπο εγκέφαλο εν μέρει ή ολοκληρωτικά σημαίνει μη πληροφόρηση αυτονόμησης εν μέρει η ολοκληρωτικά. Όση είναι η αδυναμία πληροφόρησης άλλη τόση είναι και η αδυναμία εμφάνισης σχιζοφρένειας. Ας μην μπερδευόμαστε, λοιπόν, και ας μη φοβόμαστε την έννοια της απόσχισης, γιατί στο επίπεδο του πνεύματός μας τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Ας εμπιστευθούμε το πνεύμα μας στην ψυχιατρική του έκφανση, το οποίο μπορεί να μην είναι παντοδύναμο, αλλά υλικής φύσεως και ορισμένων δυνατοτήτων (τις οποίες, βέβαια, δε γνωρίζουμε σε όλη τους την έκταση), όμως είναι ενιαίο, αρμονικό και αδιάβλητο. Ας πούμε εδώ ότι ίσως να μας ξενίζει και η περίπτωση που η ‘‘σχιζοφρένεια’’ παρατηρείται σε συγκεκριμένη φάση της ανάπτυξης του ανθρώπου. Αν δηλαδή οι


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[67]

λόγοι είναι κληρονομικοί και δεν πηγάζουν από τραυματικές σχέσεις με τους γονείς, και γενικά με σχέσεις με τους άλλους, τότε πώς μπορούμε να αποδείξουμε με βάση αυτά που έχουμε γράψει ότι η σχιζοφρένεια δεν υπάρχει; Η απάντηση σ’ αυτό είναι απλή και ξεκάθαρη. Εφόσον μιλάμε για τον εγκέφαλο ως πρόσωπο (γιατί αυτό, άλλωστε, μας ενδιαφέρει) και στο παρόν κεφάλαιο συνδέσαμε το βιολογικό με το προσωπικό, τότε οποιαδήποτε βιολογική-νευρολογική-ψυχιατρική κατάσταση προκύψει και η οποία θεωρούμε ότι δεν έχει σχέση με διαπροσωπικές σχέσεις (δηλ. ψυχολογικούς παράγοντες – που όμως, έτσι κι αλλιώς, είναι και ψυχιατρικοί), τοποθετείται σίγουρα στο πεδίο της εσωτερικότητας ή ατομικότητας∙ δηλαδή στην ενδοπροσωπική σχέση. Ο εγκέφαλος ως πρόσωπο δεν δρα μόνο διαπροσωπικά, αλλά και ενδοπροσωπικά. Αυτό είναι προφανές. Και, εφόσον η ψυχιατρική άποψη του εγκεφάλου και η ψυχολογική-προσωπική του άποψη είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, τότε οποιοδήποτε σχιζοφρενικό σύμπτωμα, ως αποκοπή ή αποξένωση δύο μερών-λειτουργιών του ΚΝΣ, νοείται ως κακή σχέση ενός μέρους της ψυχής μας με ένα άλλο μέρος αυτής. Δηλαδή υπάρχει πρόβλημα στη σχέση με τον εαυτό (βλ. σελ. 48) ή, αλλιώς, μια προσωπική ενέργεια αντιστρατεύεται μιαν άλλη (βλ. σελ. 4950). Έχουμε, δηλαδή, ένα εγώ (εγωτικό στοιχείο ή, αλλιώς, προσωπική ενέργεια) να αντιστρατεύεται ένα άλλο εγώ (μιαν άλλη προσωπική ενέργεια) μέσα στον ίδιο άνθρωπο. Και, σίγουρα αυτή η ερμηνεία μας καλύπτει, καθότι, όπως έχουμε πει, όλα εκφράζονται και ενεργούνται ως ‘‘εγώ…’’, ακόμα και πρωτογενείς ενέργειες, όπως το αίσθημα της πείνας (‘‘εγώ πεινάω’’). Άρα, έχουμε να κάνουμε με σφετερισμό του ιδίου εγώ, για τον οποίο κάνουμε λόγο στις σελίδες 49 και 50 (περί εσωτερικών συγκρούσεων), όπου και εξηγούμε ότι μια ενέργεια του προσώπου, άρα του εγκεφάλου, απευθυνόμενη-συσχετιζόμενη με μια άλλη του ιδίου προσώπου, δε νοείται να αποξενωθεί από αυτήν, καθότι δε νοείται σφετερισμός του εγώ (ποιοτική αλλοίωση), αλλά μόνο ποσοτική αλλοίωση. Δηλαδή, το πνευματικό DNA παραμένει το ίδιο μεταξύ τους∙ δε γίνεται να αλλάξει. Συνεπώς, και οι κληρονομικοί παράγοντες ως αίτια ‘‘σχιζοφρένειας’’ νοούνται ως ελλιπής-ασαφής αίσθησηαντίληψη του (ιδίου) προσώπου, για την οποία έχουμε κάνει λόγο επανειλημμένα, και έχουμε πει ότι αυτό το λάθος στη θεώρηση του προσώπου επιφέρει ποσοτικές και μόνο αλλαγές. Όμως, κατά πόσον το περί λάθους αίσθησης ή αντίληψης του ιδίου προσώπου μπορεί να καλύψει το θέμα της ανάπτυξης, η οποία είναι μια βιολογική διαδικασία; Σύμφωνα με υποθέσεις επιστημόνων, κάποιες κρυφές γενετικές τάσεις εμφανίζονται σε κάποια ηλικία κι έτσι εμφανίζονται αλλαγές στο ΚΝΣ, οι οποίες, βέβαια, νοούνται ως βιολογικές αλλαγές. Κι έτσι διαταράσσεται η ενότητα στα ‘‘φρένα’’ τα οποία εμφανίζονται ‘‘αποσχισμένα’’. Μπορούμε, λοιπόν, λαμβάνοντας υπόψη την ανάπτυξη και τα γονίδια, που φαίνεται να μην έχουν σχέση (τουλάχιστον άμεσα) με


[68]

Η Θεωρία του Προσώπου

την αίσθηση και αντίληψη του προσώπου, να στηρίξουμε όσα έχουμε γράψει ως τώρα; Όπως έχουμε πει, αυτονόμηση ή αποκοπή σημαίνει ποιοτική αλλοίωση σε επίπεδο οργανικό, δηλαδή αλλοίωση του προσωπικού ή, αλλιώς, πνευματικού DNA. Αν μια προσωπική ενέργεια αλλάξει –πράγμα πολύ φυσικό και κοινό, εφόσον ως όντα δεν είμαστε στατικοί– τότε, για να θεωρηθεί η αλλαγή αυτή ως αλλοίωση οργανική, άρα αυτονόμηση-αποκοπή, τι χρειάζεται να γίνει; Πώς θα κριθεί η εν λόγω προσωπική ενέργεια (ή το τμήμα του προσώπου) ως αυτονομημένη; Μήπως δε θα πρέπει να αναφερθεί στις υπόλοιπες ενέργειες-μέρη ώστε να φανεί αν είναι ξένη προς αυτές, άρα αποκομμένη; Όπως στο διαπροσωπικό επίπεδο, για να ‘‘διαχωρίσει τη θέση του’’ κάποιος από το σύνολο, θα πρέπει να ξέρει τη θέση των άλλων, έτσι συμβαίνει και στο ενδοπροσωπικό επίπεδο. Χρησιμοποιήσαμε με πλάγια γράμματα τη λέξη ‘‘ξέρει’’, γιατί, στο ενδοπροσωπικό επίπεδο, που είναι το νευρικό σύστημα, όλα είναι θέμα πληροφοριών. Οι εγκεφαλικές λειτουργίες είναι κωδικές λειτουργίες (βλ. σελ. 58-59), άρα πληροφοριακές λειτουργίες. Άρα, ένα προσωπικό στοιχείο ή μέρος (όπως μια ομάδα νευρώνων) είναι ένα πληροφοριακό στοιχείο-μέρος. Άρα, το είναι του στοιχείου αυτού ταυτίζεται με την έννοια της πληροφορίας. Άρα, για να είναι ένα στοιχείο-μέρος αυτονομημένο, θα πρέπει να σχετιστεί πληροφοριακά με τα άλλα στοιχεία-μέρη. Κι αυτό, γιατί, αν το εν λόγω στοιχείο δεν ξέρει τη θέση (π.χ. αξία, πεποίθηση) των άλλων στοιχείων και τα άλλα στοιχεία δεν ξέρουν τη θέση του, τότε πώς νοείται θέση αυτονομίας; Υπενθυμίζουμε ότι τα στοιχεία είναι πληροφορίες, άρα ως πληροφορίες θα σχετιστούν ή θα αυτονομηθούν. Έχουμε αποδείξει ότι οι προσωπικές ενέργειες δεν αλλοιώνουν η μία την άλλη, αφού δε νοείται ο σφετερισμός του εγώ (δηλ. των προσωπικών ενεργειών) και η σύγχυση των προσώπων, άρα και των προσωπικών ενεργειών σε ενδοατομικό επίπεδο. Άρα, μέσα σε ένα πρόσωπο, μια ενέργεια-στοιχείο ποτέ δεν αλλοιώνει μιαν άλλη ενέργεια-στοιχείο. (Δηλαδή, δεν έχουμε αλλοίωση του πνευματικού DNA, που είναι η παθολογική αλλοίωση-σφετερισμός, έχουμε, όμως, υγιή αλλαγή ως αλλαγή στα πλαίσια του συμπλέγματος προτεραιοτήτων που προκύπτουν στη ζωή – βλ. σελ. 16-17). Εδώ, λοιπόν, μιλάμε για εμφάνιση σχιζοφρένειας σε κάποιο ηλικιακό στάδιο της ζωής ενός προσώπου. Άρα, μιλάμε για εμφάνιση αλλοίωσης ενός στοιχείουμέρους του προσώπου, ενώ πριν το εν λόγω στοιχείο-μέρος δεν ήταν αλλοιωμένο, αλλά είχε ίδιο προσωπικό (πνευματικό) DNA με την υπόλοιπη προσωπική σύνθεση. Πώς μπορεί να νοηθεί αυτή η αλλοίωση; Εφόσον στοιχείο και πληροφορία είναι το ίδιο πράγμα, και τα στοιχεία (ως πληροφορίες που είναι) σχετίζονται πληροφοριακά μεταξύ τους (όπως είπαμε λίγο πριν) τότε η εμφάνιση αλλοίωσης σημαίνει εμφάνιση σφετερισμού μεταξύ προσωπικών ενεργειών (κατά το ‘‘σφετερισμό του εγώ’’). Δε μπορούμε να πούμε κάτι


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[69]

άλλο εκτός από αυτό, γιατί ένα στοιχείο ή μέρος υπάρχει μόνο πληροφοριακά, και μάλιστα είναι πληροφορία (κώδικας). Και, όπως είπαμε, για να νοηθεί αυτονόμηση, πρέπει η αυτονόμηση να νοηθεί πληροφοριακά. Κι αυτό, γιατί είναι αυτονόμηση πληροφορίας και η πληροφορία δε μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να ενεργήσει πληροφοριακά (να επικοινωνήσει∙ να πληροφορήσει και να πληροφορηθεί). Ειδάλλως δεν είναι πληροφορία. (Είναι ό,τι πιο απλό: Η πληροφορία υπάρχει πληροφοριακά, γιατί αυτή είναι η φύση της). Και, αν δεν είναι πληροφορία, τότε δεν είναι προσωπική ενέργεια-στοιχείο –αφού προσωπική ενέργεια = πληροφορία ή κώδικας– άρα δε μιλάμε για προσωπικό στοιχείο-μέρος, άρα οδηγούμαστε σε άτοπο. Για να νοηθεί, λοιπόν, αυτονομημένο στοιχείο θα πρέπει να πληροφορήσει την αυτονόμησή του στα άλλα στοιχεία. Και τα άλλα στοιχεία προφανώς θα πληροφορήσουν τη δική τους θέση στο εν λόγω στοιχείο, εφόσον όσο υπάρχει το ένα πληροφοριακά για τα άλλα το ίδιο πληροφοριακά υπάρχουν και τα άλλα για το ένα. Μιλάμε, λοιπόν, για αυτονόμηση πληροφορίας (όπως είπαμε λίγο πριν) η οποία αυτονόμηση πληροφορίας αναγκαστικά απευθύνεται στα υπόλοιπα στοιχείαπληροφορίες, και αυτά απευθύνονται πίσω στην αυτονόμηση πληροφορίας (ή αυτονομημένη πληροφορία). Αν δε γίνουν αυτές οι απευθύνσεις (δηλαδή οι πληροφορήσεις) δε νοούνται στοιχεία, δηλαδή πληροφορίες, όπως είπαμε και παραπάνω. Η πληροφορία είναι κώδικας. Το ότι η πληροφορία πληροφορεί (απευθύνεται σε) την πληροφορία σημαίνει ότι ο κώδικας κωδικοποιεί (δηλαδή στέλνει κώδικα, πληροφορεί) στον κώδικα. Ο κώδικας που δέχεται αυτήν την ενέργεια, προφανώς ενεργεί κωδικά. Άρα, παράγει πληροφορία. Αυτή η πληροφορία είναι η κωδική αντίδραση στην ενέργεια (δηλ. τον κώδικα) που δέχτηκε ο κώδικας από τον άλλο κώδικα. Άρα, υπάρχει αντίδραση. Αυτό σημαίνει αλληλεπίδραση ανάμεσα στον πρώτο κώδικα, που έστειλε την πληροφορία και στον δεύτερο, που τη δέχτηκε. Αυτό, άλλωστε, σημαίνει και επικοινωνία. Η επικοινωνία είναι η πληροφοριακή (ή κωδική) ενέργεια και κατάσταση. Άλλωστε, αν ο πρώτος κώδικας δεν ενδιαφερόταν για απάντηση (αντίδραση), δε θα έστελνε καν την πληροφορία. Ο πρώτος κώδικας επικοινώνησε την πληροφορία (ή απλά επικοινώνησε ή απλά πληροφόρησε) στο δεύτερο κώδικα επειδή τον υπολογίζει επικοινωνιακά. Αν δεν τον υπολόγιζε επικοινωνιακά, τότε απλά δε θα έκανε την κίνηση. Κι αν δεν τον υπολόγιζε επικοινωνιακά (δηλαδή κωδικά, καθώς κώδικας=επικοινωνία, όπως λέμε παραπάνω) τότε δε θα ήταν κώδικας, άρα θα οδηγούμασταν σε άτοπο. Και, προφανώς, όπως ο πρώτος κώδικας υπολογίζει επικοινωνιακά τον δεύτερο, το ίδιο υπολογίζει και ο δεύτερος τον πρώτο. Και, εφόσον ο δεύτερος δέχεται κωδικοποίηση (κωδική ενέργεια), αυτό σημαίνει ότι ενεργεί κωδικά. Και ενεργεί κωδικά σε αναφορά με την κωδικοποίηση του πρώτου κώδικα. Αυτό σημαίνει ότι αναφέρεται στον πρώτο κώδικα. Με απλά λόγια, ο δεύτερος κώδικας διατυπώνει μια απάντηση


[70]

Η Θεωρία του Προσώπου

(ή θέση ή κρίση, κλπ.) η οποία απάντηση είναι προς τον πρώτο κώδικα, αφού απαντάει στην κωδικοποίησή του. Άρα προφανώς επικοινωνεί με τον πρώτο κώδικα. Τα δύο μέρη –οι κώδικες– δεν είναι όπως τα άτομα στο διαπροσωπικό επίπεδο. Δεν είναι καν άτομα∙ είναι κώδικες. Άρα, ας μη μας ξενίζει ή όλη συλλογιστική και νοοτροπία που διατυπώνουμε εδώ. Εξετάζουμε ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο: το ενδοπροσωπικό. Στο διαπροσωπικό επίπεδο ένα πρόσωπο (δηλ. άτομο) δε συνίσταται μόνο σε πληροφορία. Ένας άνθρωπος σε σχέση με έναν άλλο δεν είναι κώδικας. Επικοινωνούν, βέβαια αλλά ως άτομα που είναι μπορούν να χωριστούν και να μην έχουν ανάγκη ο ένας την επικοινωνία με τον άλλον. Ή, απλά, μπορεί ο ένας να ενεργήσει δηλωτικά προς τον άλλο, χωρίς δηλαδή να περιμένει απάντηση. Πρόκειται προφανώς για μια διαφορετική σφαίρα επικοινωνίας, όπου η επικοινωνία είναι μεταξύ ατόμων, δηλαδή ανεξάρτητων οντοτήτων, άρα η επικοινωνία δεν είναι δεδομένη. Άλλωστε, οι άνθρωποι μεταξύ μας δεν έχουμε το ίδιο προσωπικό DNA. Έχουμε λοιπόν αμφίδρομες ενέργειες-απευθύνσεις μεταξύ των μερών του ίδιου προσώπου. Αυτές, όμως, οι απευθύνσεις είναι, ουσιαστικά, σφετερισμοί. Είναι, δηλαδή, κακοήθεις απευθύνσεις, εφόσον μιλάμε για αυτονόμηση, δηλαδή αλλοιωμένο προσωπικό DNA. Μιλάμε, δηλαδή, για αμφισβήτηση της πνευματικής υπόστασης των μερών μεταξύ τους, τα οποία από πριν έχουν την ίδια πνευματική υπόσταση-σύσταση, άρα η επιθυμία ή η θέση διάσπασης της οργανικής-πνευματικής ενότητας συνιστά κακοήθεια. Όμως, εφόσον ο σφετερισμός της προσωπικής ενέργειας (σφετερισμός του εγώ) δεν υπάρχει, τότε για ποια αλλοίωση μιλάμε; Άρα, καταλήγουμε στο ότι δε μπορεί να εμφανιστεί αλλοίωση του προσωπικού DNA. Δε μπορεί να αλλοιωθεί το DNA, δηλαδή η φύση, η φυσιολογία και οι φυσιολογικές λειτουργίες μιας προσωπικής ενέργειας∙ ενός προσωπικού στοιχείου ή ενός τμήματος του συστήματος του προσώπου. Ας κάνουμε εδώ μια τελική ανάλυση για το γιατί ένα μέρος ή στοιχείο του προσώπου-εγκεφάλου δε μπορεί να νοηθεί ως έχον αλλοιωμένο πνευματικό DNA. Ο κώδικας έχει μια μορφή, δηλαδή μια κωδικοποίηση. Αλλά, ο κώδικας είναι μορφή∙ είναι κωδική μορφή ή, αλλιώς, κωδική υπόσταση ή κωδική ενέργεια, δηλαδή κωδικότητα. (Εδώ ασχολούμαστε με τον κώδικα ως κώδικα και όχι με τη βιολογική βάση του κώδικα, γιατί η κωδική ιδιότητα –η ενέργεια, το χαρακτηριστικό του προσώπου– είναι αυτό που μας ενδιαφέρει). Άρα, κώδικας και κωδικοποίηση –ή κωδικότητα– είναι το ίδιο πράγμα. Η κωδικότητα Α, λοιπόν, (δηλ. ένα μέρος Α του νου) είναι, σύμφωνα με την υπόθεσή μας, αλλοιωμένη. Όπως αποδείξαμε, η κωδικότητα Α δεν αλλοιώνει την κωδικότητα Β (ένα άλλο μέρος του νου). Η κωδικότητα Α, ως αλλοιωμένη, στέλνει αλλοιωμένη ενέργεια, δηλαδή κωδικοποίηση, δηλαδή κωδικότητα (την έστω ΧΑ)


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[71]

(και τη λέμε κωδικότητα, αφού κώδικας=κωδικότητα=κωδικοποίηση) στην κωδικότητα Β. Αλλά, η κωδικότητα Β δεν αλλάζει πνευματικό (κωδικό) DNA. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί μόνο ως εξής: Η Β δεν ενδιαφέρεται για τη ΧΑ και την Α. Αν ενδιαφέρεται, τότε στέλνει τη δική της κωδικότητα ΧΒ στην Α. Όμως, εφόσον Α και Β είναι ξένες, δηλαδή αλλοιωμένες η μία σε σχέση με την άλλη, τότε η ΧΒ προσπαθεί να αλλοιώσει την Α. Kαι έχουμε αποδείξει ότι η Β ενδιαφέρεται για την Α μέσω της ΧΑ (βλ. αμφίδρομες ενέργειες-απευθύνσεις σε προηγούμενη παράγραφο). Άρα, ισχύει η ΧΒ, η οποία, σύμφωνα με τη λογική της υπόθεσής μας, συνιστά κωδικότητα αλλοίωσης της Α. Έτσι, λοιπόν, από τη μια η Α προσπαθεί να αλλοιώσει τη Β και από την άλλη η Β προσπαθεί να αλλοιώσει την Α. Οι αλλοιώσεις νοούνται ως ΧΑ και ΧΒ. Οι ΧΑ και ΧΒ νοούνται ως αλλοιώσεις, γιατί μια κωδικοποίηση (όπως η Α και η Β) αλλάζει προφανώς μόνο κωδικά, άρα η αλλαγή (αλλοίωση) είναι κωδικού χαρακτήρα ή, αλλιώς, η αλλαγή (αλλοίωση) είναι ενέργεια κωδική. Και, η κωδική ενέργεια που αλλοιώνει είναι η ΧΑ και η ΧΒ. Οι αλλοιώσεις, λοιπόν, νοούνται ως ΧΑ και ΧΒ. Όμως, αφού ούτε η Α αλλάζει τη Β ούτε η Β αλλάζει την Α (βλ. σφετερισμό του εγώ), τότε οι ΧΑ και ΧΒ ακυρώνονται. Η ΧΑ και η ΧΒ συνιστούν τις αλλοιώσεις καθαυτές, όπως έχουμε εξηγήσει. Και, οι αλλοιώσεις δεν υφίστανται, αφού η αλλοίωση της Α δεν υφίσταται και η αλλοίωση της Β δεν υφίσταται. Όπως είπαμε παραπάνω, η αλλοίωση της Α είναι η ΧΑ και η αλλοίωση της Β είναι η ΧΒ. Η αλλοίωση της Α είναι η ΧΑ και η αλλοίωση της Β είναι η ΧΒ. Αν μη τι άλλο, αν η Α αλλοιωθεί, πρέπει να ανακοινώσει-πληροφορήσει στη Β τη θέση ή αξία της, ώστε να νοείται αυτονόμηση, άρα να μιλάμε για σχιζοφρένεια (βλ. σελ. 67-68). Το ίδιο ισχύει και για τη Β προς την Α. Άρα, εφόσον αυτή η ανακοίνωση-πληροφόρηση είναι η ΧΑ και η ΧΒ, η Α συνεπάγεται απόλυτα την ΧΑ και η Β επίσης συνεπάγεται απόλυτα τη ΧΒ. Άρα, εφόσον, όπως αποδείξαμε, η ΧΑ και η ΧΒ δεν υφίστανται, τότε δεν υφίσταται η αλλοίωση της Α και η αλλοίωση της Β. Έτσι, δε νοείται αλλοιωμένη Α ή Β ή Γ κ.ο.κ., δηλαδή δε νοείται αλλοίωση πνευματικού DNA σε κάποιο τμήμα ή στοιχείο του πνευματικού οργανισμού, που είναι ο εγκέφαλος. Νοούνται μόνο ποσοτικές αλλοιώσεις-μεταβολές, όπως έχουμε αποδείξει. Αποδείξαμε λοιπόν ότι δε νοείται εμφάνιση σχιζοφρένειας σε οποιοδήποτε στάδιο της ζωής και της ανάπτυξης του ατόμου. Βάση της λογικής της απόδειξης αυτής, που έχει απόλυτο χαρακτήρα, είναι ευνόητο ότι δε νοείται εμφάνιση σχιζοφρένειας και κατά την ενδομήτρια ανάπτυξη. Επειδή η απόδειξη έχει απόλυτο χαρακτήρα, επεκτείνεται μέχρις εσχάτων βαθών: μέχρι το πρώτο-πρώτο στάδιο της ανάπτυξης του εμβρύου. Δηλαδή την πρώτη αναπτυξιακή ενέργεια, που είναι η εμφάνιση του ζυγωτού από το γονιμοποιημένο ωάριο. Το θέμα της σχιζοφρένειας έχει να κάνει με την έννοια της επικοινωνίας, άρα με το θέμα των κωδίκων, τους οποίους αναλύσαμε. Πώς μπορούν να νοηθούν τα δύο κύτταρα του ζυγωτού ως


[72]

Η Θεωρία του Προσώπου

έχοντα διαφορετικό –μη συμβατό– πνευματικό DNA; Πότε διαφοροποιήθηκαν οι εν λόγω δύο πνευματικοί κώδικές; Σύμφωνα με την απόδειξή μας, ποτέ. Μήπως, όμως, είναι από την αρχή της εμφάνισής τους τα δύο κύτταρα διαφορετικά (σχιζοφρενικά); Για να ισχύει αυτό θα πρέπει κατά τη διαδικασία ανάπτυξης του ενός ή/και του άλλου κυττάρου να ενεργήθηκαν αλλοιώσεις ούτως ώστε να προκύψει το αποτέλεσμα του αλλοιωμένου κυττάρου. Τι σχέση όμως έχει αυτό με το αποδεικτικό πεδίο των κωδίκων, στους οποίους έχουμε αναφερθεί, στο οποίο πεδίο αποκλειστικά εντάσσεται το θέμα της σχιζοφρένειας και της εν γένει ποιοτικής αλλοίωσης του προσώπου; Άρα, για να υποστηρίξουμε την αντίρρηση/ένστασή μας, θα πρέπει αναγκαστικά να θεωρήσουμε την ύπαρξη κωδίκων κατά τη διαδικασία της ανάπτυξης/εμφάνισης των δύο κυττάρων του ζυγωτού. Αλλά αυτή η έστω θεωρητική/υποθετική ύπαρξη των κωδίκων καταργεί από μόνη της την πιθανότητα εμφάνισης διαφορετικού πνευματικού/κωδικού DNA. Αν μη τι άλλο, στην απόδειξή μας ασχοληθήκαμε με το θέμα των κωδίκων-πληροφοριών και όχι με το θέμα και την έννοια των κυττάρων. Αλλά, από την άλλη, είναι σωστό να θεωρήσουμε την ύπαρξη κωδίκων κατά την ανάπτυξη και εμφάνιση των κυττάρων (και όχι μόνο την ύπαρξη κωδίκων μεταξύ των κυττάρων) καθότι η κυτταρική ενέργεια και υπόσταση (δηλ. εντός του κυττάρου) είναι μια διαδικασία ζωής. Η διαδικασία ζωής έχει κάποια ενδελέχεια, άρα κάποια νόηση. Η ζωική νόηση είναι ζωικός κώδικας, άρα ζωικός λόγος (βλ. παρακάτω περί γενικού κωδικού λόγου). Το ζωικό λόγο ως ύπαρξη μπορούμε να τον επεκτείνουμε απεριόριστα βαθιά, και όχι μόνο στο βάθος και το επίπεδο του κυττάρου. Αρκεί το εκάστοτε επίπεδο στο οποίο αναφερόμαστε να είναι επίπεδο όπου εντοπίζεται ζωή και προσωπική (ανθρώπινη) οντότητα. Άλλωστε, εκεί όπου δεν έχουμε ζωή και πρόσωπο, εκεί δεν έχουμε και ενδιαφέρον στα πλαίσια της παρούσας θεωρίας και της ιατρικής. Η απεριόριστη, λοιπόν, εφαρμογή των κωδίκων και του γενικού κωδικού λόγου για τον οποίο γράφουμε λίγο παρακάτω –στην παρούσα θεωρία, η οποία ασχολείται με το λόγο και τη σύνδεσή του με την υλικήαντικειμενική ύπαρξη του προσώπου-εγκεφάλου (βλ. σελ. 30-32)– εγγυάται την καθολική και απόλυτη εφαρμογή της απόδειξης περί ψευδαίσθησης σφετερισμού του εγώ και σύγχυσης του/των προσώπου/προσώπων, και περί του ανύπαρκτου της ποιοτικής αλλοίωσης και της σχιζοφρένειας. Και, βέβαια, τα απεριόριστα επίπεδα των κωδίκων και του κωδικού λόγου νοούνται στα πλαίσια του εγκεφάλου, στον οποίο εντοπίζονται οι προσωπικές ενέργειες, τα προσωπικά στοιχεία. Ο εγκέφαλος δε νοείται χωρίς τα εγκεφαλικά κύτταρα, τα οποία κύτταρα με τη σειρά τους δε στέκει να μην απαρτίζονται από τα επιμέρους στοιχεία τους, κ.ο.κ. Αμέσως παρακάτω γράφουμε για την πραγματικότητα της βιολογικής αλλοίωσης, η οποία, όμως, όπως θα δείτε, δε συνιστά αλλοίωση του πνευματικού/προσωπικού DNA.


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[73]

Είπαμε, λίγο παραπάνω, ότι η αλλοίωση της Α είναι η ΧΑ και η αλλοίωση της Β είναι η ΧΒ, άρα δεν υφίσταται η αλλοίωση της Α και της Β. Όμως, όπως γράψαμε, η ΧΑ είναι η απεύθυνση της Α προς τη Β και η ΧΒ η απεύθυνση της Β προς την Α. Άρα, το ακριβές είναι να πούμε ότι η Α και η Β δεν αλλοιώνονται σε σχέση προς την Β και Α αντίστοιχα. Η καθεμιά αυτονομημένα και εσωτερικά ενδέχεται να αλλοιωθεί, καθότι είναι γνωστό ότι μπορούν να συμβούν μεταλλάξεις στο DNA, άρα βιολογικές αλλαγές. Όμως, σύμφωνα με την ανάλυση που έχουμε κάνει, η Α σε σχέση με τη Β αλλοιώνονται ποσοτικά, δηλαδή η απεύθυνση, που είναι αμφίδρομη, δημιουργεί ποσοτικές διαφορές στη σχέση μεταξύ τους, και μόνο ποσοτικές. Άρα, το μόνο που μένει να πούμε είναι ότι όταν μια πνευματική ενέργεια αλλάξει, εφόσον η συνοχή του προσώπου δεν πλήττεται και δε διαβάλλεται, αυτό συνιστά διαδικασία εξέλιξης και μόνο. Έχουμε, δηλαδή, εισαγωγή νέων δεδομένων, άρα την λογική της πορείας μέσα στο σύμπλεγμα των προτεραιοτήτων, για το οποίο έχουμε κάνει λόγο (σελ. 1617). Με τη μόνη διαφορά ότι στην προκειμένη περίπτωση η αλλαγή είναι βιολογική και όχι ψυχολογική. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, ο παραλληλισμός του ψυχολογικού πεδίου με το βιολογικό έρχεται πολύ φυσιολογικά και δε μας ξενίζει, καθώς είναι γνωστό ότι το βιολογικό-ιατρικό κομμάτι από τη μία και το ψυχολογικό κομμάτι από την άλλη είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Άλλωστε, έχουμε αποδείξει το ότι ακόμα και ο εκφυλισμός νοείται ως ποσοτική αλλοίωση (σελ. 36-39). Είναι λοιπόν γεγονός ότι οι ενδοπροσωπικές σχέσεις (δηλαδή του τύπου σχέσης Α προς Β) αλλοιώνονται μόνο ποσοτικά και ποτέ ποιοτικά. Αυτό, όπως έχουμε γράψει, αποκλείει την κακοήθεια εντός του προσώπου, δηλαδή στη σχέση του με τον εαυτό του. Και, όταν δεν υπάρχει κακοήθεια από τη μία και δε νοείται αυτονόμηση από την άλλη (διότι δεν ισχύει ό,τι ισχύει για τις διαπροσωπικές σχέσεις, όπως έχουμε εξηγήσει), συνεπάγεται ότι υπάρχει καλοήθεια. Όσο και να σημειώνονται εσωτερικές συγκρούσεις και ανταγωνισμοί (βλ. σελ. 49-50) δεν παύει η εσωτερική σχέση να διαπνέεται από καλοήθεια, δηλαδή αγάπη. Ακόμα κι αν σκεφτόμαστε αρνητικά ή αισθανόμαστε μίσος, απόρριψη, φόβο, ενοχή, κλπ. για τον εαυτό μας, αυτά στην ουσία είναι εσωτερικές συγκρούσεις και ανταγωνισμοί, που προκαλούν μονάχα ποσοτικές μεταβολές στο πνεύμα μας. Αν ένα ερωτικό ζευγάρι είναι γνήσια αγαπημένο και οι καυγάδες μεταξύ τους, όσο έντονοι και να είναι, δεν αφαιρούν την αγάπη του ενός για τον άλλο ούτε στιγμή (γι’ αυτό και δε νοούνται χωρισμένοι ούτε για δευτερόλεπτο), αλλά λόγω των διενέξεών τους δένονται περισσότερο και ανανεώνουν μάλιστα τη σχέση τους, στο ενδοπροσωπικό επίπεδο, ως προς το δέσιμο, είναι εξ’ ορισμού και αποδείξεως αδύνατη η απομάκρυνση του ενός μέρους από το άλλο, γιατί μιλάμε για το άτομο, δηλαδή το άτμητο. Η εν λόγω καλοήθεια είναι πάνω σε οργανική βάση και όχι σε διατομική. Και, η καλοήθεια είναι το άλφα και το ωμέγα για τη θεραπεία, δηλαδή τη διόρθωση των ποσοτικών μεταβολών-αλλοιώσεων (καθότι καλοήθεια σημαίνει αγάπη, σύμπνοια, συνεργασία,


[74]

Η Θεωρία του Προσώπου

κ.ο.κ.), αρκεί η καλοήθεια να ενδυναμωθεί (με την –προφανώς– ποσοτική έννοια της ενδυνάμωσης, δηλαδή το ένα μέρος να μην καταστέλλει το άλλο) δηλαδή να εφαρμοστεί στον ασθενή θεραπευτική ενίσχυση. Αυτή η ενίσχυση σε επίπεδο ψυχοθεραπείας δίδεται κατεξοχήν από την Προσωποκεντρική και τη Συνθετική Ψυχοθεραπεία, καθότι αυτές απευθύνονται στο πρόσωπο με τρόπο θεμελιακά γνήσιο, σύμφωνα με όσα έχουμε αποδείξει στα κεφάλαια όπου θεμελιώνουμε τα δύο αυτά ψυχοθεραπευτικά κινήματα. Η καλοήθεια, λοιπόν, στην ενδοπροσωπική σχέση είναι δεδομένη, και τίποτε απολύτως δεν την απειλεί. Όταν στη σελ. 23 γράφουμε ότι με τη γνώση της παρούσας θεωρίας μπορούμε να ξαναβρούμε τη συνείδηση, δηλαδή το πρόσωπό μας, το οποίο ποτέ δε χάσαμε, απλά δεν το εμπιστευόμασταν ή δεν το αγαπούσαμε αρκετά, ουσιαστικά δεν εννοούμε ότι έχουμε ποτέ έλλειψη αγάπης και εμπιστοσύνης, δηλαδή οποιουδήποτε βαθμού κακοήθεια, στο πρόσωπό μας. Όπως αποδείξαμε, δεν υπάρχει κακοήθεια στην ενδοπροσωπική σχέση, παρά μόνο συγκρούσεις και ανταγωνισμοί, που δεν επιφέρουν αποδόμηση –ποιοτική αλλοίωση– παρά μόνο καταστολή, δηλαδή ποσοτική αλλαγή. Η καταστολή του προσώπου, όπως έχουμε γράψει, προκαλείται από το σφετερισμό του προσώπου (ενδοπροσωπικό ή διαπροσωπικό σφετερισμό ή και σφετερισμό από απρόσωπους παράγοντες/στοιχεία), ο οποίος, όμως, σφετερισμός δεν υπάρχει, αλλά υπάρχει η ψευδής αίσθηση/αντίληψη περί σφετερισμού, γι’ αυτό και το μόνο που υπάρχει και συντελείται είναι η ποσοτική αλλοίωση. Αυτή καθαυτή η ψευδής αντίληψη/αίσθηση περί σφετερισμού είναι ποσοτική αλλοίωση. Αφού η ποιοτική αλλοίωση, άρα η έλλειψη καλοήθειας, δεν υπάρχει, τότε δε νοείται έλλειψη ή και απουσία αγάπης και εμπιστοσύνης από το πρόσωπο προς τον εαυτό του. Όπως είπαμε, υπάρχει μόνο καταστολή, δηλαδή ποσοτική μεταβολή, και συνεπώς όταν ο άνθρωπος σκέφτεται, αισθάνεται και επιθυμεί απορριπτικά ή αρνητικά προς τον εαυτό του, απλά απατάται διότι η εν λόγω απόρριψη ή άρνηση είναι ψευδαίσθηση και ψύχωση, δηλαδή, όπως είπαμε, σφετερισμός του προσώπου, ο οποίος είναι ανύπαρκτος. Δεν υπάρχει σε κανένα βαθμό το να μην αγαπάμε και το να μην εμπιστευόμαστε το πρόσωπό μας. Υπάρχει μόνο η ποσοτική μεταβολή/καταστολή μας. Και, αυτό είναι που αποδεικνύει η παρούσα θεωρία. Βέβαια, το ότι είναι ανύπαρκτη η μη αγάπη και η μη εμπιστοσύνη προς το ίδιο πρόσωπο, δεν εμβάλλει και δε σημαίνει μοιρολατρία. Δηλαδή, το ότι είναι απόλυτη αυτή η αλήθεια και πραγματικότητα δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει λόγος να προσπαθούμε να αγαπάμε και να εμπιστευόμαστε το πρόσωπό μας. Ίσα-ίσα: με τη θετική μας προσπάθεια επιβεβαιώνουμε αυτήν την αλήθεια και πραγματικότητα συμφωνώντας με αυτήν, και σίγουρα υπάρχει λόγος θετικής θεώρησης, αίσθησης, επιθυμίας, κλπ, του προσώπου μας διότι με αυτόν τον τρόπο, τη στάση και τη νοοτροπία αποκαθιστούμε τις ποσότητές μας. Επαναφέρουμε και θεραπεύουμε τις κατεσταλμένες μας ενέργειες/στοιχεία αφού με αυτόν τον τρόπο


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[75]

αποφεύγουμε και αντιμετωπίζουμε τους σφετερισμούς του προσώπου μας, οι οποίοι μπορεί μεν να μην υπάρχουν, αλλά στη θέση τους υπάρχουν οι καταστολές. Και, σίγουρα, όπως γράφουμε στις σελ. 43-44, η γνώση ότι το πρόσωπό μας είναι αδιάβλητο-ασύγχυτο, άρα το ότι η ενδοπροσωπική σχέση είναι σίγουρα και ούτως ή άλλως άρρηκτα αγαπητική, η γνώση αυτή είναι αυτή καθαυτή η θεραπεία (των καταστολών). Εδώ ας ξανασημειώσουμε ότι η βιολογική αλλαγή νοείται ως εξέλιξη, (βλ. σελ. 16-17) –θετική ή αρνητική, δεν έχει σημασία– και ότι, ακόμα και στην ακραία περίπτωση του εκφυλισμού, η αλλοίωση είναι ποσοτική. Είναι ποσοτική αλλοίωση στη σχέση μεταξύ των ως ανωτέρω αναφερθέντων αμφίδρομων σχέσεων τύπου Α προς Β, άρα είναι και ποσοτική αλλοίωση της Α σε σχέση με τον εαυτό της και της Β σε σχέση με τον εαυτό της (δηλ. σε σχέση με το πώς ήταν πριν). Αυτό το έχουμε αποδείξει παραπάνω, στις σελίδες 67 ως 71. Άρα, άλλο πράγμα είναι η εξέλιξη – θετική ή αρνητική– και άλλο είναι η αλλοίωση του πνευματικού DNA, είτε του προσώπου στο σύνολο (δηλ. της προσωπικής σύνθεσης) είτε μιας επί μέρους προσωπικής ενέργειας-περιοχής. Και, η βιολογική εξέλιξη (αλλαγή –θετική ή αρνητική) με την ψυχολογική εξέλιξη (αλλαγή –θετική ή αρνητική) είναι οι δύο όψεις του ενός νομίσματος που λέγεται πνεύμα ή πρόσωπο. Το πνευματικό DNA –η προσωπική ταυτότητα στο σύνολο ή στα μέρη της– αποδείξαμε ότι είναι αδύνατο να αλλοιωθεί. Σύμφωνα με όσα έχουμε γράψει περί κωδίκων και πληροφοριώνπληροφορήσεων, είναι σχεδόν περιττό να αναφέρουμε ότι, στο θέμα της εν μέρει ή και πλήρους απομόνωσης ενός τμήματος του εγκεφάλου μέσω ενός π.χ. μεταλλικού κύβου (σελ. 65-66), ακόμα κι αν κρατήσουμε το εν λόγω τμήμα ζωντανό με τεχνητό τρόπο, το τμήμα αυτό δε μπορεί να θεωρηθεί ως ασύδοτο και με αυθαίρετη πνευματική ενέργεια έναντι του υπολοίπου εγκεφάλου. Κι αυτό γιατί, όπως έχουμε γράψει και αποδείξει, η αυτονόμηση είναι θέση αυτονόμησης∙ συνίσταται σε αμφίδρομη-αμοιβαία πληροφόρηση αυτονόμησης, η οποία αυτονόμηση είναι αδύνατη. Συνεπώς, ακόμα κι αν μετά με κάποιο τρόπο εξαφανιστεί ο εν λόγω κύβος, αν το βιολογικό DNA του μέχρι πρότινος αποκλεισθέντος εγκεφαλικού τμήματος έχει αλλάξει, όμως το πνευματικό του DNA παραμένει αναλλοίωτο. Λίγο παραπάνω αποδείξαμε ότι η αλλαγή του γενετικού κώδικα δε συνεπάγεται την αλλαγή της προσωπικής ταυτότητας (προσωπικό DNA, πνευματικό DNA). Όποια (προφανώς αμοιβαία) θέση-πληροφόρηση και να ενεργηθεί μετά την επανένταξη του εν λόγω τμήματος δε συνιστά αυτονόμηση, σύμφωνα με ό,τι έχουμε αποδείξει. Ασχολούμενοι με το πρόσωπο από καθαρά ιατρικής πλευράς μιλήσαμε για κώδικες-κωδικότητες-κωδικοποιήσεις. Επίσης αναφερθήκαμε σε αμοιβαίες απευθύνσεις, θέσεις αυτονόμησης, κλπ. Όλα αυτά έχουν κοινωνικό-επικοινωνιακό χαρακτήρα. Ο λόγος ως εκφορά λέξεων, δηλαδή ο προφορικός και ο γραπτός λόγος,


[76]

Η Θεωρία του Προσώπου

είναι προφανώς κώδικας, ενεργεί/ενέχει κωδικοποιήσεις και νοείται και υπάρχει ως κωδικότητα. Ο λεκτικός λόγος, λοιπόν, έχει και ενεργεί απευθύνσεις, θέσεις, αξίες, κλπ. Στο κεφάλαιο αυτό εξετάσαμε το πνεύμα/πρόσωπό μας στην ιατρική του διάσταση, η οποία εκφράζεται ως κώδικες-κωδικότητες-κωδικοποιήσεις. Εφόσον η κωδική ενέργεια είναι πνευματική-προσωπική ενέργεια, τότε σίγουρα έχει κοινωνικό-επικοινωνιακό χαρακτήρα. Είναι κοινωνικότητα-επικοινωνιακότητα τόσο σε επίπεδο διαπροσωπικό όσο και ενδοπροσωπικό. (Σημείωση: Βέβαια, και η διαπροσωπική και η ενδοπροσωπική επικοινωνία ενεργούνται ενδοπροσωπικά στα πλαίσια της παρούσας θεωρίας. Και μάλιστα έχουμε αποδείξει ότι το πρόσωπο είναι αδιάβλητο και δεν υφίσταται η σύγχυση μεταξύ προσώπων, άρα το ίδιο πρόσωπο, ως εντελώς αδιάβλητο και ασύγχυτο, είναι προφανώς απόλυτη αναφορά και αξία: δεν υπάρχει ανάγκη αναφοράς στα έτερα πρόσωπα για τη στήριξη της αξίας και της οντότητας του ιδίου προσώπου). Έτσι λοιπόν οι κώδικες-κωδικότητεςκωδικοποιήσεις έχουν κοινωνικό-επικοινωνιακό χαρακτήρα και υπόσταση και νοούνται και υπάρχουν ως προσωπικές/πνευματικές ενέργειες. Εκτός αυτών, η έννοια του κώδικα συνδέεται άρρηκτα με την έννοια της πληροφορίας. Αν λοιπόν ο κώδικας, ο οποίος ενέχει πληροφορία (i), έχει και κοινωνική-προσωπική φύση (ii), τότε ο κώδικας είναι λόγος. Τα (i) και (ii) ορίζουν την οντότητα του λόγου: το (i) διασφαλίζει τη δομικότητα του λόγου και το (ii) διασφαλίζει την ενεργειακότητα του λόγου –την απεύθυνση, την κοινωνικότητα. Έτσι, λοιπόν, όλες οι ενέργειες από ψυχιατρικής πλευράς νοούνται ως λόγος. Άρα, ο λεκτικός λόγος (ο κοινώς γνωστός προφορικός και γραπτός λόγος), ως κωδική ενέργεια που είναι, εντάσσεται στο γενικότερο κωδικό λόγο, στον οποίο αναφερόμαστε. Στις σελίδες 43-45 αναφερόμαστε στη διατύπωση εγώ είμαι η οποία συνοψίζει τη θεωρία μας και είναι η αναγωγή στην οποιαδήποτε πνευματική θεραπεία, διότι συνοψίζει το είναι του προσώπου. Όπως καταλαβαίνουμε, εφόσον ο λεκτικός λόγος εντάσσεται στο γενικό κωδικό λόγο, η διατύπωση για το είναι του προσώπου (το οποίο πρόσωπο έχει κωδικό είναι) –εγώ είμαι– ενεργείται γενικά κωδικά, και όχι μόνο λεκτικά. Στο Α και στο Β κεφάλαιο γράψαμε περί του σφετερισμού του εγώ και της σύγχυσης των προσώπων αποδεικνύοντας ότι αυτά είναι ανέφικτα και ανύπαρκτα αποδεικνύοντας έτσι το αδιάβλητο του προσώπου, και μάλιστα συνδέσαμε την ετερότητα (μη σύγχυση) των προσώπων από γλωσσολογικής-λεκτικής πλευράς με την ετερότητα (μη σύγχυση) των προσώπων από αντικειμενικής-πραγματιστικής πλευράς (βλ. ιδίως σελ. 30-32). Και, εφόσον, όπως είπαμε, ο λεκτικός λόγος εντάσσεται στο γενικό κωδικό λόγο με τον τρόπο που τον μελετά η Ψυχιατρική, τότε μέσα από το παρόν κεφάλαιο επίσης φανερώθηκε η σύνδεση μεταξύ της γλωσσολογικής μελέτης για το αδιάβλητο του προσώπου και της πραγματιστικής


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[77]

πλευράς του προσώπου, ή, πιο συγκεκριμένα, της ψυχιατρικής πλευράς του προσώπου. Με άλλα λόγια, εφαρμόσαμε το γλωσσολογικό πόρισμα στο ψυχιατρικό επίπεδο φανερώνοντας έτσι την ιατρική-πραγματιστική πλευρά του πορίσματος. Συνθέσαμε τη θεωρία (δηλαδή το λόγο, στα πλαίσια του οποίου αποδείξαμε ότι δε νοείται η προσωπική/διαπροσωπική σύγχυση, παρά μόνο η ετερότητα) με την ύλη (δηλαδή τον εγκέφαλο, ο οποίος είναι η ύλη που θεωρεί). (Και μάλιστα στις σελ. 6364 γράφουμε ότι ο εγκέφαλος-πρόσωπο είναι ομόλογο μέγεθος με μια πέτρα, κάποια χημική ουσία, κλπ. Η πέτρα απευθύνεται σφετεριστικά προς τον εγκέφαλο-πρόσωπο, και η πέτρα σίγουρα δεν είναι ύλη που θεωρεί. Άρα, εδώ δεν έχουμε καν ανάγκη να προσπαθήσουμε να συνδέσουμε το ψυχολογικό-θεωρητικό πεδίο με το αντικειμενικό-υπαρκτό. Έτσι, λοιπόν, η αντικειμενική-υπαρκτή πέτρα δρα σφετεριστικά προς το πρόσωπο-εγκέφαλο. Έχουμε σύνδεση της πέτρας με τον εγκέφαλο-πρόσωπο, άρα έχουμε σύνδεση του υπαρκτού-αντικειμενικού –και αντικειμένου ολότελα– με το ψυχολογικό-υποκειμενικό πεδίο, στο οποίο απευθύνεται σφετεριστικά η πέτρα. Και σημειωτέον ότι, όπως γράφουμε στη σελ. 72, οι κώδικες-κωδικότητες-κωδικοποιήσεις, άρα ο κωδικός λόγος, εντοπίζονται απεριόριστα βαθιά στη δομικότητα και την υπόσταση του εγκεφάλου. Άρα, μιλάμε για την όλη οντότητα που λέγεται εγκέφαλος.) Είναι ο ίδιος εγκέφαλος που θεωρεί την ετερότητα και που υπάρχει αντικειμενικά ως έτερος άλλων εγκεφάλων. Δηλαδή, η αντίληψη περί ετερότητας και η έτερη ύπαρξη ανήκουν εξίσου στον εγκέφαλο (βλ. σελ. 30-32). Αν η αντίληψη περί ετερότητας είναι σωστή, τότε και η έτερη ύπαρξη είναι σωστή και ισχύουσα, για τον απλό λόγο ότι η αντίληψη και η θεωρία ανήκουν στην υλική ύπαρξη του εγκεφάλου. Πολλώ δε μάλλον, η προσωπική αντίληψη και θεωρία είναι όλη η οντότητα/ύπαρξη του εγκεφάλου καθότι, όπως έχουμε γράψει στο παρόν κεφάλαιο, το πρόσωπο είναι ο εγκέφαλος. Οτιδήποτε στον εγκέφαλο συνιστά προσωπική ενέργεια. Ο εγκέφαλος/πρόσωπο είναι το σύνολο/σύνθεση των ενεργειών που εκφράζονται ως ‘‘εγώ…’’, και οι οποίες συνοψίζονται (οντολογικά) στη διατύπωση ‘‘εγώ είμαι’’, όπως γράφουμε μόλις παραπάνω. Το πρόσωπο, λοιπόν, είναι ο εγκέφαλος, και συνεπώς ο εγκέφαλος υπάρχει όπως υπάρχει το πρόσωπο. Υπενθυμίζουμε πως έχουμε αποδείξει σε απόλυτο βαθμό ότι ο εγκέφαλος δεν υπάρχει σχιζοφρενικά. Έχουμε λοιπόν το θέμα της ύπαρξης. Το υπαρξιακό, ή, αλλιώς οντολογικό πεδίο, εγκλείει μέσα του το θέμα της αντικειμενικής ετερότητας τόσο όσο και της ψυχολογικής-υποκειμενικής ετερότητας. Το οντολογικό πεδίο, η αναφορά, δηλαδή, στην οντολογία, είναι η έσχατη αναφορά, η οποία, ως έσχατη και απόλυτη, συμπεριλαμβάνει όλες τις (οντολογικές) διαστάσεις. Και, το ότι η σύνδεση της υποκειμενικής/ψυχολογικής ετερότητας με την αντικειμενική/υπαρκτή ετερότητα αναφέρεται στο ύστατο πεδίο –το οντολογικό– συνιστά την απόλυτη διασφάλιση του ζητούμενου, δηλαδή της εν λόγω σύνδεσης.


[78]

Η Θεωρία του Προσώπου

Στη θεωρία αυτή αποδείξαμε ότι οι μόνες παθολογίες και αλλοιώσεις του προσώπου (ή πνεύματος ή εγκεφάλου) είναι οι ποσοτικές. Το πρόσωπο αλλάζει μόνο ποσοτικά. Καλύψαμε κυριολεκτικά όλους τους παράγοντες και τις αιτίες της παθολογίας. Και, όλα τα παθογόνα αίτια, όπως προέκυψε, ορίζονται ως παράγοντες σφετερισμού του προσώπου. Πάντα έχουμε σφετερισμό του προσώπου (του ιδίου ή του ετέρου προσώπου), ακόμα κι αν το αίτιο είναι μια πέτρα, μια χημική ουσία (βλ. σελ. 64), αναπτυξιακά-βιολογικά αίτια (βλ. σελ. 67-68), κλπ. Όπως είναι γνωστό από την παρούσα θεωρία, ο σφετερισμός του εγώ (προσώπου) είναι το ίδιο πράγμα με την σύγχυση των προσώπων και την ενδοπροσωπική σύγχυση (όπου, σημειωτέον, στην ενδοπροσωπική σύγχυση εμπίπτει και το να συγχέω ένα έτερο πρόσωπο με ένα άλλο έτερο πρόσωπο, αφ’ ης στιγμής: α)δεν έχω σαφή αντίληψη/αίσθηση του ετέρου προσώπου και β)δεν έχω σαφή αντίληψη/αίσθηση του δικού μου προσώπου μέσα στο οποίο ενεργείται, αν μη τι άλλο, η αντίληψη/αίσθηση για τα έτερα πρόσωπα –βλ. σελ. 62-63). Συνεπώς, κυριολεκτικά οποιαδήποτε ασθένεια ανάγεται στη σύγχυση του προσώπου/ των προσώπων, η οποία, βέβαια, σύγχυση είναι ανύπαρκτη και είναι απλά ψευδαίσθηση/ψύχωση. Άρα, απέναντι σε οποιαδήποτε παθολογία, θα πρέπει να ψάχνουμε και να θεραπεύουμε την έλλειψη και την ασάφεια που έχουμε στην αντίληψη/αίσθηση για το πρόσωπο ή τα πρόσωπα. Και, η θεραπεία, την οποία έχουμε γράψει και αποδείξει, συνοψίζεται (όπως έχουμε ήδη γράψει, σελ. 43-45) στην αποδεδειγμένη από την παρούσα θεωρία γνώση ότι το πρόσωπο είναι αδιάβλητο, αναλλοίωτο στην ταυτότητά του, ασύγχυτο. Και, ως ασύγχυτο που είναι, η ετερότητα των προσώπων είναι απόλυτη πραγματικότητα και απόλυτη αλήθεια. Αναφερόμενοι στο σφετερισμό του προσώπου γράφουμε στις σελ. 63-64 ότι ο εγκέφαλος-πρόσωπο είναι ομόλογο μέγεθος με μια πέτρα, κάποια χημική ουσία, κλπ. Αναφερόμενοι στο ίδιο θέμα, την ποιοτική αλλοίωση του προσώπου, γράφουμε (σελ. 67-68) πάνω στο θέμα των αναπτυξιακών-βιολογικών αιτίων. Από αυτά συνάγουμε ότι το πρόσωπο είναι αδιάβλητο και ασύγχυτο και σε σχέση με άψυχα (μη προσωπικά) πράγματα, και, με την ίδια λογική, το πρόσωπο είναι απόλυτη ετερότητα απέναντι σε νοήματα, διαστάσεις, μάζες και ενέργειες, κ.ο.κ, δηλαδή απέναντι σε οτιδήποτε δε συνιστά συνθετικό στοιχείο (ίδιο στοιχείο) του προσώπου.


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[79]

Σχέση Πνεύματος-Σώματος Αποδείξαμε ότι το πνευματικό DNA δεν αλλάζει. Αποδείξαμε δηλαδή ότι η πνευματική μας ταυτότητα είναι άτρωτη. Οι ποσοτικές αλλαγές, που είναι οι μόνες εφικτές, δεν επηρεάζουν την ταυτότητά μας, εφόσον η ταυτότητα είναι η ποιότητα. Μέρος της απόδειξής μας αυτής είναι και το ότι, ακόμα κι αν το βιολογικό μας DNA (ο κοινώς γνωστός γενετικός κώδικας) αλλάξει, το πνευματικό DNA δεν αλλάζει ούτε στο ελάχιστο. Σύμφωνα, πάντα, με την εν λόγω απόδειξή μας, έχοντας κάνει λόγο για κώδικες, κωδικοποιήσεις και κωδικότητες, οι οποίες αυτές έννοιες και πραγματικότητες δεν είναι παρά τα εγκεφαλικά (και ίσως όχι μόνο τα εγκεφαλικά) κύτταρα στις μεταξύ τους σχέσεις, προκύπτει με απλό και αυτονόητο τρόπο ότι η οργανικότητα και η πνευματικότητα σχετίζονται άρρηκτα μεταξύ τους. Η οργανικότητα είναι η βιολογική υπόσταση του ατόμου (στην οποία αφορά και το βιολογικό DNA) και η πνευματικότητα είναι το πνεύμα μας –το πρόσωπό μας. Ναι μεν η οργανικότητα και η πνευματικότητα σχετίζονται άρρηκτα, όμως αυτό δε σημαίνει και ότι ταυτίζονται μεταξύ τους, διότι έχουν μια διαφορά που δεν μπορεί να παραβλεφθεί: η οργανικότητα αλλοιώνεται ποιοτικά, ενώ η πνευματικότητα όχι. Την αλήθεια αυτή περί μη ταύτισης θα την συμβολίσουμε Μ. Η οργανικότητα αλλοιώνεται ποιοτικά και ποσοτικά. Τόσο, όμως, η ποιοτική όσο και η ποσοτική οργανική αλλοίωση δεν επηρεάζουν την πνευματικότητα (πνευματική ταυτότητα). Άρα, ας αναφερόμαστε απλώς στην οργανικότητα. Άρα, υπάρχουν δύο τινά: η οργανικότητα και η πνευματικότητα. Αυτά τα δύο συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, όπως προείπαμε. Και, πάντα σε ατομικό επίπεδο, η οργανικότητα σχετίζεται μόνο με την πνευματικότητα – δηλ. απευθύνεται σε αυτήν– και η πνευματικότητα απευθύνεται μόνο στην οργανικότητα. Η σχέση, λοιπόν, αυτών των δύο είναι από τη μία άρρηκτη –και το στοιχείο της αρρηξίας σε σχέση με τη μη ταύτιση είναι το Μ(i)– και από την άλλη αποκλειστική –δηλαδή Μ(ii). Την πνευματικότητα την αναφέραμε μόνο ως ποιότητα-ταυτότητα. Το πνεύμα μας, όμως, εκτός από ποιότητες έχει και ποσότητες. Ας ονομάσουμε την πνευματική (ή προσωπική) ταυτότητα-ποιότητα Πτ και την πνευματική ποσότητα Ππ. Το Πτ και το Ππ συνοψίζονται στο Π, το οποίο είναι το πνεύμα ή πρόσωπο. Την οργανικότηταοργανισμό την ονομάζουμε Ο. Επειδή εξετάζουμε το πνεύμα και τον οργανισμό στη σχέση μεταξύ τους, έχουμε να πούμε ότι τόσο η ποσότητα του Ο όσο και η ποιότητά του έχουν ακριβώς την ίδια σχέση με το Πτ. Το Π συντίθεται από το Πτ και το Ππ. Η σχέση του Ο με το Πτ με βάση το Μ είναι από πλευράς Ο ουδέτερη, αφού το Ο δεν επηρεάζει το Πτ. Την ουδετερότητα την ονομάζουμε n (από το αγγλικό neutral=ουδέτερος). Άρα, έχουμε βάσει Μ–>ΟnΠτ. Δηλαδή, το Ο απευθυνόμενο στο Πτ δεν το επηρεάζει. Ας αναρωτηθούμε για τις σχέσεις Ο – Ππ και Πτ – Ππ.


[80]

Η Θεωρία του Προσώπου

Ας σημειώσουμε εδώ ότι δε μας ενδιαφέρει να διακρίνουμε το Ο σε Οτ και Οπ, διότι η προσπάθειά μας είναι να συσχετίσουμε το πρόσωπο (Π) με τον οργανισμό (Ο) δηλαδή να πούμε πώς το πρόσωπο επηρεάζει τον οργανισμό και όχι το πώς ο οργανισμός επηρεάζει το πρόσωπο. Άλλωστε, το ζήτημα του επηρεασμού του προσώπου έχει λυθεί στην παρούσα Θεωρία Του Προσώπου πλήρως και από όλες τις απόψεις, χωρίς κενά στη λύση και την απόδειξη. Και, με βάση αυτή την απόδειξη, οι οποιοιδήποτε παράγοντες έχουν κοινή και όμοια δράση προς το πρόσωπο: την ποσοτική και μόνο αλλοίωση αυτού (και μάλιστα σε επίπεδο υποκειμενικότητας, δηλαδή της ενέργειας του ίδιου του υποκειμένου-πνεύματος να σχετίζεται με τους όποιους παράγοντες). Άρα, όλες οι επιρροές έχουν κοινή φύση και το αποτέλεσμα όλων των επιρροών είναι το ίδιο. Συνεπώς, αναφορικά με το ζητούμενό μας, η διάκριση του Ο σε Οτ και Οπ δεν υφίσταται. Επίσης, δεν είναι προς διερεύνηση η σχέση Πτ – Ππ: έχουμε διαλευκάνει τη σχέση, εφόσον το Πτ αφενός δεν αλλοιώνεται, άρα προφανώς δεν επηρεάζεται από το Ππ (άρα ισχύει ΠπnΠτ) και αφετέρου έχουμε περιγράψει με αποδεικτικό τρόπο την απεύθυνση του Πτ στο Ππ. Δηλαδή, κατ’ ουσίαν, το πώς βασιζόμενοι στο Πτ απευθυνόμαστε στο Ππ και το θεραπεύουμε. Άρα, εκτός από την Ο – Πτ, η μόνη ενδιαφέρουσα σχέση είναι η Ο – Ππ. Και σημειωτέον ότι ασχολούμαστε με την απεύθυνση του Ο στο Πτ και την απεύθυνση του Ο στο Ππ, και όχι για το αντίστροφο, δηλ. την απεύθυνση του Πτ και του Ππ στο Ο. Κι αυτό γιατί η απεύθυνση από Π προς Ο είναι το ζητούμενό μας, άρα θέλουμε να καταλήξουμε από τα όποια δεδομένα στο ζητούμενο και προφανώς όχι από το ζητούμενο στα άλλα δεδομένα. Έτσι, τα δεδομένα προς επεξεργασία είναι μόνο δύο: η απεύθυνση Ο προς Πτ, την οποία και περατώσαμε, και η απεύθυνση Ο προς Ππ. Η απεύθυνση Ο προς Ππ μπορεί να είναι ουδέτερη ή μη ουδέτερη, δηλαδή να ισχύει ως απεύθυνση. Όμως, από όλους τους πιθανούς συνδυασμούς-απευθύνσεις, αφήσαμε έναν στο περιθώριο: την απεύθυνση Πτ προς Ππ. Έτσι, αυτή θέτει σε εκκρεμότητα το ζήτημά μας σχετικά με την απεύθυνση Ο προς Ππ. Οι άλλες δύο απευθύνσεις έχουν κριθεί και, όπως εξηγήσαμε, είναι εκτός ενδιαφέροντος οι Πτ – Ο και Ππ – Ο γιατί δεν τίθεται ζήτημα αντίστροφης απεύθυνσης. (Από καθαρής αριθμητικής πλευράς, εφόσον τα μέρη είναι τρία –Ο, Πτ και Ππ– όλοι οι συνδυασμοί είναι έξι, και μόλις αποκλείσαμε τους τέσσερις, άρα μένουν οι δύο που αναφέρουμε προς διερεύνηση). Άρα, ας εξετάσουμε πώς μπορεί να σχετίζεται η απεύθυνση Πτ προς Ππ με την απεύθυνση Ο προς Ππ. Η πρώτη απεύθυνση είναι στην ουσία όλη η Θεωρία του Προσώπου. Δηλαδή, η διδασκαλία και η απόδειξη για το ότι το πρόσωπο δεν αλλάζει ποιοτικά, καθώς και για τους τρόπους που θεραπευόμαστε βασιζόμενοι στη γνώση της φύσης του προσώπου μας. Αυτή η διδασκαλία και η απόδειξη καλύπτει κυριολεκτικά όλο το φάσμα της ψυχολογίας και φτάνει μέχρις εσχάτων βαθών (βλ.


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[81]

σελ. 71-72). Εφόσον λοιπόν η απεύθυνση Πτ προς Ππ (δηλαδή ο επηρεασμός της Ππ από την Πτ) είναι απόλυτη, δε μένει καθόλου χώρος για επηρεασμό της Ο προς την Ππ, δηλαδή για την απεύθυνση Ο προς Ππ. Εδώ ας σχολιάσουμε το εξής: Η Πτ είναι απόλυτη εκ φύσεως. Η Θεωρία Του Προσώπου απλά αποκαλύπτει την ούτως ή άλλως απολυτότητα της Πτ και δεν την διασφαλίζει∙ δεν την δημιουργεί. Προφανώς. Αυτό που κάνει η Θεωρία είναι το ότι διδάσκει πώς να πραγματοποιηθεί η απολυτότητα της Πτ ως απολυτότητα της Ππ (απόλυτη ποσοτική αποκατάσταση). Η Πτ, ως απόλυτη που είναι, προφανώς έχει απόλυτη ενέργεια. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι ο αποδέκτης της απόλυτης ενέργειας (Ππ) θα εκλάβει το 100% της ενέργειας αυτής. Κι έτσι, το σε ποιο βαθμό θα απευθυνθεί αυτή η απόλυτη ενέργεια 100% στον δέκτη, είναι το θέμα της Θεωρίας Του Προσώπου. Αυτό καθίσταται φανερό από τη μελέτη της όλης θεωρίας. Η απεύθυνση, λοιπόν, Πτ – Ππ ναι μεν χαρακτηρίζεται από απολυτότητα, όμως δεν είναι απαραίτητα διασφαλισμένη και πραγματωμένη. Δηλαδή δεν είναι απαραίτητα 100% αποδεκτή παρόλο που είναι μια απόλυτη απεύθυνση. Με άλλα λόγια, το Πτ ενεργεί απόλυτα, αλλά εξαρτάται και από τον παραλήπτη (Ππ) να δεχτεί αυτή την απόλυτη ενέργεια. Αν ο παραλήπτης δε δεχτεί την απόλυτη ενέργεια 100%, τη δέχεται εν μέρει. Άρα δέχεται την απόλυτη ενέργεια εν μέρει. Και, στο βαθμό που η πνευματική ποσότητα (Ππ) δε δέχεται την Πτ, υποφέρει. Αυτό αποδεικνύουμε στη θεωρία μας. Και, πώς υποφέρει; Με το να υπάρχει λιγότερο. Δηλαδή, η πνευματική ποσότητα μειώνεται. Είναι ποσότητα και αλλάζει ποσοτικά, δηλαδή μειώνεται, άρα υπάρχει λιγότερο. Αφού, λοιπόν η Ππ υπάρχει αναλόγως με το πόσο δέχεται απεύθυνση από την Πτ, τότε στο βαθμό που η Πτ απευθύνεται στην Ππ, στο βαθμό αυτό υπάρχει η Ππ. Άρα, η απεύθυνση Πτ – Ππ είναι αποκλειστική και απόλυτη, αφού η ύπαρξη της Ππ νοείται μόνο μέσα στην απεύθυνση που δέχεται από την Πτ. Η θεωρία μας αποδεικνύει ότι ο μόνος λόγος καταστολής του εγώ (ποσοτικής μεταβολής, δηλαδή αλλοίωσης του Ππ) είναι η έλλειψη στην απεύθυνση Πτ – Ππ, η οποία απεύθυνση καλύπτει όλο το φάσμα των καταστολών, καθώς, όπως γράφουμε και παραπάνω: ‘‘το ζήτημα του επηρεασμού του προσώπου έχει λυθεί στην παρούσα Θεωρία Του Προσώπου πλήρως και από όλες τις απόψεις, χωρίς κενά στη λύση και την απόδειξη. Και, με βάση αυτή την απόδειξη, οι οποιοιδήποτε παράγοντες έχουν κοινή και όμοια δράση προς το πρόσωπο: την ποσοτική και μόνο αλλοίωση αυτού (και μάλιστα σε επίπεδο υποκειμενικότητας, δηλαδή της ενέργειας του ίδιου του υποκειμένου-πνεύματος να σχετίζεται με τους όποιους παράγοντες).’’ Άρα, έχουμε ένα δεδομένο το οποίο είναι και απόλυτο: την απόλυτη και αποκλειστική απεύθυνση Πτ προς Ππ. Σύμφωνα με όλη την ως τώρα ανάλυση μπορούμε να προχωρήσουμε στα ζητούμενα: την απεύθυνση (επιρροή) του Πτ στο Ο και την απεύθυνση (επιρροή) του Ππ στο Ο. Και έχουμε τα εξής: α) ισχύει Μ και β) η Πτ – Ππ είναι απόλυτη επί τη βάσει


[82]

Η Θεωρία του Προσώπου

της παρούσας θεωρίας. Άρα, με βάση τα (α) και (β), το Ππ, που είναι και το μόνο ζητούμενο σε ψυχολογικό επίπεδο, είναι (για αυτό το λόγο) το μόνο κριτήριο επηρεασμού του οργανισμού (Ο). Και, αυτό το μοναδικό κριτήριο εξαρτάται (επηρεάζεται) αποκλειστικά και δυνητικά απόλυτα από το (απόλυτα αδιάβλητο) Πτ κατά το βαθμό της κατανόησης και εφαρμογής της Θεωρίας Του Προσώπου. Για τα (i) και (ii) του Μ δεν είμαστε σίγουροι. Δηλαδή δεν έχουμε ξεκαθαρίσει αν το Ππ επηρεάζει άρρηκτα και αποκλειστικά το Ο. Όμως, το Ππ είναι το μόνο κριτήριο επηρεασμού του Ο σε ψυχολογικό-υποκειμενικό επίπεδο. Αυτό ισχύει εξ ορισμού εφόσον το Π, δηλαδή το υποκείμενο, είναι το υποκειμενικό επίπεδο. Ας σημειώσουμε ότι το Ππ σίγουρα σχετίζεται με το Ο, και μάλιστα ως ο μόνος παράγοντας απευθείας επηρεασμού αυτού. Αν το Ο επηρεαζόταν άμεσα και από το Ππ και από το Πτ μαζί, θα είχαμε αντίφαση και ασυναρτησία: το Πτ είναι εντελώς αναλλοίωτο και το Ππ αλλοιούμενο. Και η σχέση Πτ – Ππ απόλυτη, όπου η απολυτότητά της οφείλεται αποκλειστικά στο Πτ (με το κριτήριο της παρούσας θεωρίας). Άρα, μπορούμε να πούμε ότι το Ππ, εφόσον ‘‘υπακούει’’ απόλυτα στο Πτ, δεν έχει δικό του λόγο στο Ο, δηλαδή δεν έχει περιθώριο να ανταγωνιστεί το Πτ, ώστε να πάρει ‘‘μερίδιο’’ επιρροής στο Ο (στα πλαίσια της από κοινού μοιρασιάς του Ο από τα Ππ και Πτ). Άλλωστε, εφόσον το Ππ ‘‘υπάγεται’’ απόλυτα στο Πτ, πώς να μπορέσουν τα δύο αυτά Π να ‘‘σταθούν’’ το ένα δίπλα στο άλλο και να ανταγωνιστούν ή έστω να μοιραστούν το Ο, δηλαδή να έχουν άμεση απεύθυνση και τα δυο στο Ο; Απορρίπτουμε λοιπόν αυτήν την περίπτωση και κρατάμε την προηγούμενη, δηλαδή τον άμεσο επηρεασμό του Ο μόνο από το Ππ. Και, δε θα μπορούσε να υφίσταται άμεσος επηρεασμός του Ο μόνο από το Πτ γιατί στην Πτ – Ο το Ππ θα εντασσόταν είτε στην αρχή είτε στο τέλος του απευθυντικού σχήματος. Δηλαδή, το Ππ θα εντασσόταν ως άμεσα συσχετιζόμενο είτε μόνο με το Πτ είτε μόνο με το Ο. (Δεν αναφέρουμε το σχήμα Πτ – Ππ – Ο, με το οποίο ασχολούμαστε παρακάτω.) Κι αυτό διότι βάσει της υπόθεσής μας (Πτ – Ο) το Ππ δεν απευθύνεται άμεσα στο Ο και επίσης παραπάνω αποκλείσαμε το ότι το Ο απευθύνεται στο Ππ. Άρα, δε διατυπώνονται Ππ – Ο και Ο – Ππ. Άρα, στο υποθετικό σχήμα Πτ – Ο το Ππ εντάσσεται στην αρχή: Ππ – Πτ – Ο. Όμως, σύμφωνα με παραπάνω, ισχύει ΠπnΠτ. Άρα, η υπόθεσή μας δε στέκει. Η μοναδική διέξοδος για να σώσουμε την υπόθεση είναι να πούμε ότι το Πτ αφενός απευθύνεται άμεσα στο Ο και αφετέρου σχετίζεται και με το Ππ με τρόπο ώστε Ο και Ππ να μην έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Δηλαδή Ππ <- Πτ -> Ο. Αλλά αυτό είναι άτοπο καθότι, σκεπτόμενοι απλά, ο οργανισμός μας (κάτι που θα συντελεστεί στον οργανισμό μας) μπορεί να επιφέρει πνευματική αλλαγή. Η και το αντίστροφο: μια πνευματική αλλαγή έχει επιρροή στον οργανισμό. Και, η πνευματική αλλαγή είναι μόνο ποσοτική, άρα το Ο θα συσχετιστεί με το Ππ. Εδώ να πούμε ότι, εφόσον παραπάνω αποκλείσαμε τη διάκριση του Ο σε Οτ και σε Οπ ως προς την απεύθυνση (επιρροή) του Ο προς το Π (Πτ και Ππ), ευνόητο


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[83]

είναι ότι ισχύει και το αντίστροφο: αποκλείουμε και τη διάκριση του Ο σε Οτ και Οπ στα πλαίσια της απεύθυνσης (επιρροής) του Π προς το Ο. Κι αυτό διότι περατώσαμε την επιρροή Π προς Ο βάσει της μελέτης της (ενδεχόμενης) επιρροής Ο προς Π – δηλαδή αρχίσαμε αντίστροφα. Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον η μελέτη της απεύθυνσης Ο προς Π, η οποία οδηγεί στην απεύθυνση Π προς Ο, δεν επιτρέπει τη διάκριση του Ο, τότε δεν επιτρέπεται και η διάκριση του Ο και στην αντίστροφη απεύθυνση. Απλά, δηλαδή, η Π προς Ο υπακούει στους κανόνες της Ο προς Π γιατί βασίζεται ως απόδειξη σ’ αυτήν. Εδώ ας αναφερθούμε και στην περίπτωση το Ππ να ταυτίζεται με το Ο, ή, καλύτερα, το Π (Πτ και Ππ) να ταυτίζεται με το Ο αφού το Ο δεν έχει μόνο ποσότητες αλλά και ποιότητες. Την περίπτωση αυτή δε θα την εξετάσουμε προς το παρόν. Το ζητούμενό μας είναι η σχέση/απεύθυνση Π – Ο. Για λόγους οικονομίας δεχόμαστε ότι τα μέρη είναι τρία, και αυτό δε μας ενοχλεί διότι το θέμα των τριών ή δύο μερών διαλευκαίνεται προς το τέλος του κεφαλαίου χωρίς να ακυρώνεται η ανάλυση που προηγείται αυτού. Αντιθέτως, χρειάζεται να προχωρήσουμε με τα τρία μέρη για να διαλευκανθεί το ίδιο το θέμα της ταύτισης ή μη ταύτισης Π και Ο. Αν πούμε Π=Ο, αυτό αφενός δεν το γνωρίζουμε ακόμη. Αφετέρου, εδώ ασχολούμαστε με το να διαλευκάνουμε τη σχέση Π με Ο. Συνεπώς, προχωράμε με τα τρία μέρη (Πτ, Ππ, Ο), και η σχέση Π με Ο διαλευκαίνεται εν τέλει. Εδώ ας κάνουμε ένα σχολιασμό. Ας πούμε ότι έχει σπάσει ένα πλευρό μας, και αυτό προξενεί επιπλοκές στον πνεύμονα. Τόσο το σπασμένο πλευρό όσο και ο πνεύμονας, αλλά και η παθολογική συσχέτιση μεταξύ τους είναι οργανικά μεγέθη (οργανικά τμήματα και οργανικές λειτουργίες) και επηρεάζονται αποκλειστικά από το Ππ με τον τρόπο που έχουμε αποδείξει. Έχουμε πυρετό ή ζάλη και αποφασίζουμε να επισκεφθούμε το γιατρό. Τα πόδια μας που θα περπατήσουν μέχρι το ιατρείο, τα χέρια μας που θα ανοίξουν την πόρτα του γιατρού, το στόμα μας με το οποίο θα απευθυνθούμε στο γιατρό και τα αυτιά μας με τα οποία θα τον ακούσουμε, αποτελούν μέρη του Ο, το οποίο δέχεται απεύθυνση (σε υποκειμενικό επίπεδο) αποκλειστικά από το Ππ, το οποίο Ππ δέχεται απεύθυνση αποκλειστικά από το απόλυτο και άτρωτο Πτ κατά το βαθμό της κατανόησης και εφαρμογής της Θεωρίας Του Προσώπου. Η φύση του Πτ είναι αποδεδειγμένα απόλυτη. Στο βαθμό που εφαρμόζουμε τη Θεωρία Του Προσώπου απολυτοποιείται και η δύναμη, η ευστοχία, η πραγμάτωση του Ππ. Αυτό το έχουμε αποδείξει στην παρούσα θεωρία. Έχουμε αποδείξει και διασφαλίσει τη θεραπεία του Ππ από κυριολεκτικά όλους τους παράγοντες: από άλλα πρόσωπα, από το ίδιο πρόσωπο, από μη προσωπικά στοιχεία και παράγοντες. Άρα, έχουμε καλύψει και τον παράγοντα Ο ως παθογόνο για το Ππ. Παραπάνω, γράφουμε ότι το Ο δεν απευθύνεται (επηρεάζει) στο Ππ διότι το Ππ δέχεται απόλυτο επηρεασμό από το Πτ. Όμως, όπως επίσης έχουμε γράψει, η απεύθυνση Πτ – Ππ – Ο


[84]

Η Θεωρία του Προσώπου

διασφαλίζει το Ο μέσω του Ππ στο βαθμό που κατανοείται και εφαρμόζεται η Θεωρία Του Προσώπου. Και, η θεωρία αυτή διδάσκει τη σχέση-απεύθυνση Πτ προς Ππ. Άρα, το ακριβές είναι να πούμε ότι ο παράγοντας Ο ως παθογόνος για το Ππ δεν ισχύει στο βαθμό που στο πνεύμα μας υπάρχει η Θεωρία Του Προσώπου. Η απεύθυνση του Ο προς το Ππ σε επίπεδο μη παθολογίας δε μας ενδιαφέρει καθόλου. Κι αυτό γιατί ως παθολογία θεωρούμε γενικά και θεμελιακά την αστοχία, τη μη πραγμάτωση, την οποιαδήποτε αποτυχία με κριτήριο την πνευματική μας ταυτότητα (Πτ). Άρα, καταλήγουμε να μην έχουμε κανένα σημείο αναφοράς για την απεύθυνση Ο προς Ππ, με το δεδομένο ότι στο πνεύμα μας έχουμε τη Θεωρία Του Προσώπου. Γράψαμε παραπάνω για την υποθετική περίπτωση το Ο να μη σχετίζεται με κανένα τρόπο με το Ππ διατυπώνοντας επ’ αυτού το σχήμα Ππ <- Πτ -> Ο. Ας διευκρινήσουμε λοιπόν ότι η ασχετία Ο με Ππ στο εν λόγω σχήμα δεν αφορά στη μη απεύθυνση Ο προς Ππ στην οποία αναφερόμαστε εδώ. Είναι κάτι διαφορετικό. Κι αυτό γιατί η μη απεύθυνση Ο προς Ππ διαπιστώνεται παίρνοντας ως δεδομένο την υπόθεση της απεύθυνσης (επιρροής) Ο προς Ππ. Έχουμε λοιπόν αφενός πάρει ως δεδομένο τη σχέση Ο με Ππ και αφετέρου, με αυτό το δεδομένο, καταλήγουμε στο ότι το Ππ απευθύνεται στο Ο. Άρα υπάρχει σχέση Ππ με Ο. Εφόσον, λοιπόν, το Ο δεν απευθύνεται στο Ππ επί τη βάσει της παρούσης θεωρίας, άρα η μόνη απεύθυνση είναι από το Ππ προς το Ο. Το Ππ απολυτοποιείται, δηλαδή φτάνει στο ύψος του Πτ –γίνεται άτρωτο, αδιάβλητο– βάσει της παρούσης θεωρίας. Άρα, με την παρουσία (και ανάλογα με το βαθμό της παρουσίας) της Θεωρίας Του Προσώπου στο πνεύμα του ανθρώπου, το Ππ έχει απόλυτη απεύθυνση στον Ο. Και, κατά τον ίδιο τρόπο που το Ππ γίνεται άτρωτο και αδιάβλητο με την απεύθυνση που δέχεται από το άτρωτο-αδιάβλητο Πτ, γίνεται άτρωτο και αδιάβλητο και το Ο με την απεύθυνση που δέχεται από το άτρωτο-αδιάβλητο Ππ. Κι αυτό διότι και οι δύο απευθύνσεις έχουν απευθυντήριο παράγοντα απόλυτο. Όπως είναι ευνόητο, ο απόλυτος παράγοντας δεν αφήνει χώρο σε άλλους παράγοντες για επιρροή στο αντικείμενο που αυτός επηρεάζει απόλυτα. Ειδάλλως δε θα ήταν απόλυτος στην απεύθυνσή του. Το ίδιο ευνόητο είναι ότι η δύναμη του απόλυτου παράγοντα είναι άρρηκτη, άρα η απόλυτή του απεύθυνση άρρηκτη απεύθυνση. Και, με την ίδια λογική, η απόλυτη απεύθυνση είναι αποκλειστική απεύθυνση. Συνεπώς οι με το κριτήριο της παρούσας θεωρίας απόλυτες απευθύνσεις Πτ – Ππ και Ππ – Ο διασφαλίζουν και τα Μ(i) και Μ(ii). Η διασφάλιση των (i) και (ii) του Μ σε συνδυασμό με τη διασφάλιση της ατομικότητας συνεπάγονται την καθολική απεύθυνση (παρουσία) του Π (Πτ και Ππ, με την απεύθυνση Πτ – Ππ – Ο) στο Ο: Αν το Π έχει αποκλειστική σχέση (δηλ. απεύθυνση) με το Ο, τίποτε άλλο δεν σχετίζεταιαπευθύνεται στο Ο. Και, η αρρηξία σημαίνει ότι η ούτως ή άλλως αποκλειστική σχέση δεν έχει διαλλείματα και κενά. Από την άλλη, η ατομικότητα σημαίνει ότι, αν το Π έχει σχέση με οποιοδήποτε συγκεκριμένο μέρος του Ο, τότε έχει και με όλα τα


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[85]

άλλα μέρη του. (Και προφανώς το Π έχει σχέση έστω με ένα παραμικρό μέρος του Ο, ειδάλλως δε θα κάναμε καν λόγο για απεύθυνση Π προς Ο.) Δηλαδή, η ατμησία του Ο συμπεριλαμβάνει όλα τα μέρη του Ο χωρίς διάκριση (διαχωρισμό-τμήση). Αφού, λοιπόν, δεν υφίσταται διάκριση, τότε όλα τα μέρη του Ο συμπεριλαμβάνονται σίγουρα στο Ο, άρα νοούνται ως Ο, άρα έχουν ποιότητα Ο, υπόσταση Ο. Και, η απεύθυνση που αποδεικνύουμε είναι η Πτ – Ππ – Ο. Εφόσον, λοιπόν, στην απεύθυνση αυτή περιλαμβάνεται η ποιότητα, η υπόσταση, Ο, καταλαβαίνουμε πως ό,τι γράψαμε μόλις πριν για την ατομικότητα ισχύει. Αυτό με άλλα λόγια σημαίνει ότι, όπως έχουμε γράψει και στην αρχή της θεωρίας μας, το εγώ απευθύνεται στον όλο εαυτό. Και μόνο η θεώρηση του όλου εαυτού μήπως δεν συνιστά απεύθυνση σε όλο τον οργανισμό μας; ‘‘εγώ θεωρώ τον οργανισμό μου’’. Το θέμα είναι απλό και αυταπόδεικτο. Επίσης, και το ότι με το συνειδητό μας (τη γνώση μας, κλπ.), και εν γένει με την πνευματική μας δραστηριότητα, εντοπίζουμε δυνητικά ακόμα και το παραμικρό μέρος του οργανισμού μας, συνιστά απόδειξη ότι το Π απευθύνεται σε όλο το Ο. Κι αυτό διότι έχουμε κατοχυρώσει την αρρηξία και την αποκλειστικότητα της σχέσης Π – Ο. Αν δηλαδή είναι πιθανό το Π να συσχετιστεί με οποιοδήποτε μέρος του Ο, από αυτό προκύπτει ότι συσχετίζεται με αυτό το μέρος από πριν και μετά: δε γίνεται σε ένα συγκεκριμένο χρόνο να συσχετίζεται και σε άλλο χρόνο να μη συσχετίζεται, από τη στιγμή που η σχέση δε διαρρηγνύεται. Άλλωστε, η δυνητικότητα, στην οποία αναφερόμαστε, είναι η πιθανότητα. Και σίγουρα υπάρχει έστω μια μικρή πιθανότητα να αντιληφθώ (άρα εν γένει να αναφερθώ πνευματικά) ένα οποιοδήποτε μέρος του δικού μου Ο. Μπορεί να μην υπάρχει πιθανότητα να αντιληφθώ το Ο κάποιου άλλου προσώπου-ατόμου, αλλά η αρρηξία και η αποκλειστικότητα στον εαυτό είναι κατοχυρωμένες και κατοχυρώνουν με τη σειρά τους το βέβαιο της πιθανότητας για πνευματική προσέγγιση στο ίδιο Ο, δηλαδή το Ο του εαυτού. Δηλαδή υπάρχει μια πιθανή απεύθυνση-προσέγγιση, που ως (πιθανή) απεύθυνση έχει αρρηξία και αποκλειστικότητα. Δηλαδή το μέρος ‘‘απεύθυνση’’ έχει αρρηξία και αποκλειστικότητα. Άρα, η άρρηκτη και αποκλειστική πιθανή προσέγγιση εκφράζεται και ως άρρηκτα και αποκλειστικά πιθανή προσέγγιση, δηλαδή προσέγγιση της οποίας η πιθανότητα είναι άρρηκτη και αποκλειστική. Άρα, βέβαιη πιθανότητα. Άλλωστε, όπως είπαμε, η πιθανότητα είναι η δυνητικότητα. Και η προσέγγιση είναι δυνητική κατάσταση. Άρα, αρρηξία και αποκλειστικότητα στην προσέγγιση σημαίνει αρρηξία και αποκλειστικότητα στην πιθανότητα. Με άλλα λόγια, ο εαυτός μου (ο οργανισμός μου) είναι πάντα παρών σε μένα, άρα η πιθανότητα για προσέγγιση είναι πάντα παρούσα, αφού η προσέγγιση αφορά στον εαυτό. Αν λοιπόν έχω 30% πιθανότητα να αντιληφθώ ένα μέρος του Ο μου, αυτό το 30% είναι βέβαιη πιθανότητα, όπως είπαμε. Άρα, από πριν υπάρχει το 30%. Η παρουσία του είναι κατοχυρωμένη. Είναι κατοχυρωμένη από πριν, άρα τώρα, στο παρόν. Αυτό


[86]

Η Θεωρία του Προσώπου

ερμηνεύεται ως ότι τώρα έχω 30% πιθανότητα για αντίληψη του εν λόγω μέρους του Ο. Άρα, η πιθανότητα ενεργείται τώρα. Το τώρα, όμως, δε μπορεί παρά να νοηθεί ως ήδη ενεργούμενη προσπάθεια. Και η ήδη ενεργούμενη προσπάθεια έχει 30% επιτυχία. Άρα, είναι μια προσπάθεια επιτυχημένη κατά 30%. Είναι δηλαδή μια προσέγγιση του μέρους του Ο κατά 30%. Άρα το εν λόγω μέρος έχει προσεγγιστεί κατά 30%. Υπενθυμίζουμε ότι η προσέγγιση είναι ήδη παρούσα. Έτσι, κατοχυρώσαμε την έστω εν μέρει απεύθυνση του Π στο Ο. Όμως, θεωρώντας το Ππ απόλυτο και έχον απόλυτη απεύθυνση στο Ο (γιατί αυτό είναι το θέμα μας), η απεύθυνση δε νοείται ως εν μέρει επιτυχημένη. Η κατοχυρωμένη, λοιπόν, απεύθυνση είναι απόλυτα επιτυχημένη, άρα το Π έχει καθολική απεύθυνση (παρουσία) στο Ο. Το Πτ είναι αδιάβλητο, απόλυτο και άτρωτο από τη φύση του. Το Ππ σχετίζεται πάντα και σε κάθε περίπτωση με το Πτ με σχέση ποσότητας με ποιότητα. Και, όπως είναι γνωστό και θεμελιακά αληθινό, μια ποιότητα έχει πάντα ποσότητα. Άσχετα με το ποια είναι η ποσότητα (Ππ) σχετίζεται πάντα με την αναλλοίωτη ποιότητα (Πτ). Το Π, δηλαδή Πτ και Ππ, μονάχα απευθύνεται στο Ο και δε δέχεται απεύθυνση από αυτό. Άρα, δεν εξαρτάται από αυτό. Συνεπώς, οποιαδήποτε απώλεια, αστοχία ή ακόμα και ο τερματισμός του Ο (ο βιολογικός θάνατος) δεν επηρεάζουν το Π, δηλαδή το Πνεύμα μας. Υπενθυμίζουμε τη φύσει ατρωτία του Πτ και το ότι Πτ και Ππ νοούνται και υπάρχουν πάντα μαζί. Σημείωση: Η ατρωτία του Πτ είναι το αναλλοίωτο του Πτ. Το Πτ είναι η ποιότητα. Η παραμικρή αλλαγή στο Πτ θα σήμαινε ότι το Πτ θα έπαυε να ήταν τέτοιο. Το τέτοιο είναι το είδος, άρα η ποιότητα, άρα καθαυτό το Πτ. Συνεπώς, ο θάνατος του Πτ είναι η οποιαδήποτε παραμικρή αλλαγή σ’ αυτό. Άρα, είτε μιλάμε για την οποιαδήποτε παραμικρή ασθένεια είτε μιλάμε για θάνατο, το θέμα είναι ακριβώς το ίδιο για το Πτ. Αφού, λοιπόν, σε οποιαδήποτε ασθένεια του ανθρώπου εν ζωή δεν έχουμε ούτε τον παραμικρό επηρεασμό του Πτ, τότε δεν έχουμε τον επηρεασμό του Πτ ούτε και κατά το θάνατο. Ο θάνατος νοείται ως κατάργηση του ανθρώπου. Η ασθένεια ως απλά πτώση του ανθρώπου. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε καθολική πτώση και στη δεύτερη μερική. Όμως, το Πτ δε γνωρίζει μερική ή καθολική πτώση. Αν έπεφτε, η πτώση θα ήταν ούτως ή άλλως καθολική. Άρα τόσο η μερική όσο και η καθολική πτώση του Ο σημαίνουν το ίδιο πράγμα για το Πτ. Ας πούμε, λοιπόν, ότι γνωρίζουμε και εφαρμόζουμε τη Θεωρία Του Προσώπου. Στη σκέψη ότι μπορεί να μην καταφέρουμε να τη γνωρίσουμε και να την εφαρμόσουμε αρκετά καλά στο πέρασμα του χρόνου αισθανόμαστε άγχος και ανασφάλεια. Κι αυτό διότι μπορεί να μην εξασφαλίσουμε την ατρωτία του Ο. Το να τρωθεί το Ο, ή έστω το να υποστεί σημαντική απώλεια, είναι κρίμα διότι το Π, που δε θα τερματιστεί, απευθύνεται (κατά την ενέργεια της Θεωρίας μας) με αποκλειστική, άρρηκτη και καθολική απεύθυνση στο Ο. Παρόλα αυτά το υπαρξιακό αυτό άγχος


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[87]

είναι προφανώς πνευματικό∙ εντοπίζεται στο Π. Και, το Π είναι άτρωτο κατά το Πτ και αλλοιούμενο αλλά μη αφανιζόμενο κατά το Ππ. Άρα, ας μην αγχωνόμαστε. Αποδείξαμε σε προηγούμενη παράγραφο την αρρηξία και την αποκλειστικότητα της απεύθυνσης του Π στο Ο με το κριτήριο της Θεωρίας Του Προσώπου. Ας πούμε ότι ένας άνθρωπος έχει χάσει το νεφρό του. Και ότι είναι στην καταβολή και τη φύση του πνεύματός του η απεύθυνση προς το νεφρό. Άρα, η πνευματική-προσωπική του αυτή απεύθυνση μπορεί κάλλιστα να εκφραστεί ως ‘‘εγώ θέλω το νεφρό μου’’. Αυτή η φράση είναι προφανώς προσωπική ενέργεια (με την έννοια που πραγματευόμαστε τις προσωπικές ενέργειες στη θεωρία μας γενικά) η οποία απευθύνεται στον οργανισμό. (Και σημειωτέον ότι η εν λόγω προσωπική ενέργεια δεν ενεργείται μόνο λεκτικά, αλλά και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και επίπεδο κωδικού λόγου –βλ. σελ. 75-76). Αυτή την πνευματική ενέργεια-απεύθυνση την ονομάζουμε Πν και το στοιχείο του οργανισμού, δηλαδή το νεφρό, το ονομάζουμε Ον. Υπάρχει, λοιπόν, το Πν αλλά δεν υπάρχει το Ον. Όμως, το Πν, ως απεύθυνση που είναι, αμφισβητείται από τη μη ύπαρξη του Ον διότι το Ον, που δέχεται την απεύθυνση, δεν υπάρχει. (Στην περίπτωση αυτή δε μπορεί να νοηθεί απεύθυνση προς κάτι μη υπαρκτό, δηλαδή απεύθυνση χωρίς ‘‘παραλήπτη’’ γιατί αυτό θα σημαίνει ότι η απεύθυνση του Π, η Πν, έχει αποτύχει. Δεν έχει πραγματωθεί, δηλαδή ικανοποιηθεί, αλλά υφίσταται καταστολή. Όμως, η Πν είναι προσωπική ενέργεια, και, στο βαθμό που εφαρμόζεται η Θεωρία Του Προσώπου, η πραγμάτωση και η ευστοχία είναι δεδομένη. Με άλλα λόγια, η καταστολή, η ποσοτική αλλοίωση, αποκλείεται.) Άρα, πρέπει μόνο να πούμε ότι δεν υπάρχει η Πν. Κι αυτό διότι αν είναι να υπάρχει η Πν, θα πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει και η Ον. Δηλαδή το Πν για να υπάρχει χρειάζεται την ύπαρξη του Ον. Όμως, λίγο παραπάνω αποδείξαμε ότι το Π είναι άτρωτο (και συγκεκριμένα το Ππ είναι άτρωτο κατά το βαθμό της εφαρμογής της θεωρίας) και δεν επηρεάζεται από οποιαδήποτε απώλεια του Ο (όπως η απώλεια του νεφρού). Και επίσης είναι σίγουρο (εξ ορισμού) ότι η Πν είναι ενέργεια του Π ως απεύθυνση στο Ο. Άρα, η Πν, ως άτρωτη και μη επηρεαζόμενη από το Ο, και συγκεκριμένα από το Ον, σίγουρα υπάρχει. Άρα, αναγκαστικά υπάρχει και η Ον. Και, αυτό πάντα κατά το βαθμό στον οποίο κατανοείται και εφαρμόζεται η Θεωρία Του Προσώπου, όπως έχουμε πει, ούτως ώστε να διασφαλίζεται δυνητικά η απόλυτη απεύθυνση Πτ – Ππ – Ο. Έτσι αποδεικνύουμε την καθολική παρουσία-απεύθυνση του Π στο Ο, διασφαλίζοντας την ακεραιότητα του Ο σε κάθε περίπτωση, πάντα σύμφωνα με το κριτήριο της παρούσας θεωρίας. Συνεπώς, κατοχυρώνεται εδώ και η ανάκτηση της ατομικότητας-ακεραιότητας. Έχουμε γράψει στη θεωρία αυτή ότι οι οργανικές αλλοιώσεις, ακόμα και οι ακραίες, όπως ο εκφυλισμός και η γενετική μετάλλαξη νοούνται ως ποσοτικές αλλοιώσεις στο πνεύμα μας. Με βάση ό,τι έχουμε εδώ αποδείξει, προκύπτει φυσιολογικά ότι στο βαθμό που δεν εφαρμόζεται και δε βιώνεται πνευματικά η


[88]

Η Θεωρία του Προσώπου

Θεωρία Του Προσώπου, άρα υπάρχουν ποσοτικές μεταβολές (ή καταστολή της ευστοχίας, όπως γράφουμε στο κεφ. Γ., σελ. 47), άρα το Ππ δεν είναι στην φυσική του κατάσταση (κατάσταση ευστοχίας) ως ποσότητα που είναι, δεν απευθύνεται με εύστοχο τρόπο στο Ο. Κατά την εφαρμογή της Θεωρίας διασφαλίζεται η (δυνητικά) απόλυτη και άτρωτη απεύθυνση του Ππ στο Ο διότι –όπως έχουμε γράψει– με τη δύναμη της Θεωρίας μας το Ππ γίνεται απόλυτα εύστοχο και άτρωτο. Άρα, και το Ο σώζεται. Είναι λοιπόν εύλογο ότι στο βαθμό που απουσιάζει η Θεωρία, η απεύθυνση Ππ – Ο δεν έχει απολυτότητα ευστοχίας και ατρωτία. Και έτσι συνδέονται οι ποσοτικές αλλοιώσεις στο πνεύμα του ανθρώπου με τις οποιεσδήποτε αλλοιώσεις, ή και απουσίες, στο σώμα του. Η θεωρία μας διδάσκει κι αποδεικνύει την απόλυτη (και τη μόνη) θεραπεία του πνεύματος και του σώματος. Αυτό δε σημαίνει ότι όποιος δε γνωρίζει την παρούσα θεωρία είναι τελείως παθολογικός. Η απεύθυνση Πτ – Ππ ενεργείται βάσει της απόδειξης για το ότι η πνευματική ταυτότητα (Πτ) είναι εντελώς αναλλοίωτηάτρωτη και, συνεπώς, εντελώς αδύνατη η σύγχυση/σφετερισμός των προσώπων και του ιδίου προσώπου. Έχουμε αποδείξει απόλυτα το ότι η πνευματική μας ταυτότητα είναι εντελώς αναλλοίωτη και άτρωτη, και γνωρίζουμε από τη θεωρία μας ότι αυτή καθαυτή η αποδεδειγμένη γνώση θεραπεύει τις ποσοτικές αλλοιώσεις, δηλαδή την οποιαδήποτε παθολογία. Όποιος, παρόλο που δε γνωρίζει την απόδειξη περί του Πτ και περί μη σύγχυσης/σφετερισμού, όμως πιστεύει στην πνευματική του ταυτότητα και στην αρχή περί μη σύγχυσης/σφετερισμού και προσπαθεί να την εφαρμόζει αν και δε γνωρίζει στα σίγουρα ότι υφίσταται αυτή η αρχή, και μάλιστα ως απόλυτη, αυτός ενεργεί κατά το δυνατόν και επαρκώς την Πτ – Ππ. Η παρούσα θεωρία, όμως, διασφαλίζει απόλυτα την Πτ – Ππ και, κατά συνέπεια, απόλυτα την Ππ – Ο. Με την κατοχύρωση της ατομικότητας-αρρηξίας-αποκλειστικότητας (βλ. παραπάνω) έχουμε (δεδομένου του π.χ. 30%, στο οποίο αναφερθήκαμε) 100% παρουσία (καθολικότητα παρουσίας) του Π στο Ο. Για το κάθε συγκεκριμένο μέρος του Ο έχουμε απεύθυνση σύμφωνα με τα δεδομένα του Πτ (βλ. παραπάνω: ‘‘εγώ θέλω το νεφρό μου’’). Χωρίς τη Θεωρία Του Προσώπου δεν είναι διασφαλισμένη η ατομικότητα-αρρηξία-αποκλειστικότητα, όπως έχουμε γράψει. Η ατομικότητααρρηξία-αποκλειστικότητα απεύθυνσης συνοψίζονται στην καθολικότητα απεύθυνσης (αφού αυτή η τριάδα παράγει την καθολικότητα, όπως έχουμε αποδείξει), δηλαδή αυτό που διατυπώνουμε ως 100%. Η καθολικότητα απεύθυνσης ισχύει προφανώς τόσο ως προς την ολότητα του Ο όσο και ως προς οποιοδήποτε μέρος του Ο (όπως π.χ. ο νεφρός). Η μη διασφάλιση, λοιπόν, της ατομικότηταςαρρηξίας-αποκλειστικότητας σημαίνει ότι δε διασφαλίζεται η καθολικότητα, δηλ. το 100%. Η καθολικότητα διασφαλίζεται στα πλαίσια της απεύθυνσης Πτ – Ππ – Ο, η οποία νοείται επί τη βάσει της Θεωρίας Του Προσώπου. Όπως έχουμε γράψει, χωρίς τη Θεωρία Του Προσώπου μπορεί να υπάρχει επάρκεια απεύθυνσης (αλλά όχι


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[89]

πληρότητα-τελειότητα), μπορεί, βέβαια, και να μην υπάρχει επάρκεια. Όπως και να ’χει, επειδή το Ππ –το οποίο, όπως έχουμε γράψει, ποτέ δεν αφανίζεται– απευθύνεται στο Ο, έχει κάποια απεύθυνση (μεγαλύτερη ή μικρότερη) στο Ο. Και το ίδιο ισχύει για την απεύθυνση Πτ – Ππ στην περίπτωση που δε βασιζόμαστε στη Θεωρία. Όμως, το Πτ είναι εντελώς αναλλοίωτο ανεξαρτήτως κατανόησης και εφαρμογής της (παρούσας) Θεωρίας. Άρα, σύμφωνα με τα δεδομένα του Πτ (πνευματικό DNA) έχουμε και ύπαρξη της κάθε πνευματικής ποσότητας (Ππ) ασχέτως αν η πνευματική ποσότητα είναι ακέραια ή κατεσταλμένη-αλλοιωμένη. Έχουμε γράψει ότι η αλλοιωμένη Ππ συνδέεται με την όποια αλλοίωση στο Ο, και μάλιστα ότι στο βαθμό που απουσιάζει η Θεωρία, η απεύθυνση Ππ – Ο δεν έχει απολυτότητα ευστοχίας και ατρωτία. Όμως, ως ήδη γνωστό, η Ππ δεν αφανίζεται. Εφόσον η Ππ δεν αφανίζεται, δεν αφανίζεται και η απεύθυνσή της στο Ο. Στην περίπτωση, λοιπόν, που δεν έχουμε την καθολικότητα απεύθυνσης Π – Ο (για την οποία γράψαμε πριν), δηλαδή δεν έχουμε απεύθυνση 100%, έχουμε μερική απεύθυνση, όπως π.χ. 30%. Η μερική, λοιπόν, αυτή απεύθυνση, η π.χ. 30%, υφίσταται για οποιοδήποτε συγκεκριμένο μέρος του Ο, εφόσον, όπως γράψαμε, η απεύθυνση στο κάθε μέρος και στοιχείο του Ο είναι σύμφωνα με τα δεδομένα και τη φύση του Πτ (πνευματικού DNA, πνευματικής ταυτότητας/ποιότητας), και αυτά τα δεδομένα ευθύνονται για την ίδια την ύπαρξη του κάθε στοιχείου του Ο. Όπως έχουμε αποδείξει, η ύπαρξη του Ο (τόσο στην ολότητά του, όσο και στο κάθε μέρος του) εξαρτάται απόλυτα από το Π στην απευθυντική σειρά Πτ – Ππ – Ο επί τη παρουσία της Θεωρίας Του Προσώπου. Χωρίς την παρουσία της Θεωρίας, και σύμφωνα με αυτά που γράφουμε, η απεύθυνση είναι μερική και όχι ολική, άρα και η ύπαρξη του Ο (μέρους και ολότητας) μερική. Συνεπώς, το Ο, τόσο στα μέρη του όσο και στο όλον του δεν αφανίζεται. Ενδέχεται να υπάρχει πολύ, αρκετά, λίγο ή πολύ λίγο. Όχι, όμως, και καθόλου. Και, εφόσον το κάθε μέρος και στοιχείο του σώματός μας ποτέ δεν παύει εντελώς να υπάρχει –λόγω, όπως έχουμε πει, της απεύθυνσης του Π στο Ο– αυτό σημαίνει ότι και η ταυτότητα του Ο δεν αλλάζει. Κι αυτό, παρόλο που το Ο μπορεί να υπάρχει περισσότερο ή λιγότερο και να υφίσταται οποιαδήποτε αλλοίωση. Άρα δε στέκει η αρνητική σχέση με το σώμα μας: το να μην το αγαπάμε και το να μην το εμπιστευόμαστε (βλ. και σελ. 22-23, 74-75). Συνεπώς, δε στέκει η αρνητική σχέση με το πνεύμα μας εφόσον Ο=Π. Βέβαια, το Ππ αλλάζει, και αυτό είναι η παθολογία. Όμως, όπως έχουμε γράψει, η σχέση Πτ με Ππ είναι άρρηκτη, και η ποσοτική αποκατάσταση γίνεται με βάση το Πτ. Δε μπορούμε να έχουμε αρνητική σχέση με το προς αποκατάσταση μέρος αφ’ ης στιγμής το μέρος που ενεργεί την αποκατάσταση είναι το, ούτως ή άλλως, τέλειο Πτ. Δε μπορούμε να μην αγαπάμε και να μην εμπιστευόμαστε αυτό το οποίο είναι το μόνο ζητούμενο και αυτό το οποίο, από αγάπη και εμπιστοσύνη (από τι άλλο;) θέλουμε να αποκαταστήσουμε. Προς αποφυγή παρερμηνείας παραπέμπουμε στο κεφ. Δ, σελ. 54-56. Το ότι το Ο δεν υφίσταται αλλαγή στην ταυτότητά του σημαίνει


[90]

Η Θεωρία του Προσώπου

προφανώς ότι δεν αλλάζει ποιοτικά, πράγμα που σημαίνει ότι αλλάζει μόνο ποσοτικά. Η οποιαδήποτε αλλοίωση στο Ο νοείται ως ποσοτική αλλοίωση. Εδώ παραπέμπουμε και στο κεφάλαιο Ε όπου αποδεικνύουμε ότι η οποιαδήποτε αλλοίωση από ψυχιατρικής πλευράς (στον εγκέφαλο) νοείται ποσοτικά. Επίσης, στο εν λόγω κεφάλαιο αναφερόμαστε στο γενικό κωδικό λόγο (σελ 75-76). Αυτό σε συνδυασμό με το ότι το Π είναι παρόν σε όλο το Ο (άσχετα με το σε ποιο βαθμό είναι παρόν, όπως γράφουμε και παραπάνω) μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλο το Ο – κάθε στοιχείο του– νοείται ως κωδικός λόγος, και όχι μόνο ο εγκέφαλος. Άρα η ενέργεια που λέγεται κωδικός λόγος ταυτίζεται με το Ο. Βέβαια, ο κωδικός λόγος, που σίγουρα είναι το πνεύμα, έχει ποιότητα και ποσότητα. Από την όλη θεωρία γνωρίζουμε ότι η ποιότητα είναι αναλλοίωτη ενώ η ποσότητα αλλοιούμενη. Και, το Ο, εφόσον νοείται ως κωδικός λόγος, είναι πνεύμα. Άρα, Ο και Π ταυτίζονται. Και, η οποιαδήποτε αλλοίωση στο Ο είναι αλλοίωση στο Π, άρα στο Ππ του Π και σίγουρα όχι στο Πτ. Συνεπώς, όταν μιλάμε για αρρηξία, αποκλειστικότητα και ατομικότητα στη σχέση-απεύθυνση Π – Ο, ουσιαστικά, εφόσον το θέμα αυτό έχει να κάνει με την οποιαδήποτε αλλαγή στο Ο, μιλάμε για αλλαγή στο Ππ. Η διασφάλιση της εν λόγω αρρηξίας, αποκλειστικότητας, και ατομικότητας είναι η αποκατάσταση της πνευματικής ποσότητας (Ππ). Ας ξεκαθαρίσουμε εδώ εντελώς γιατί το Ο και το Π ταυτίζονται: Γράψαμε και αποδείξαμε (σελ. 81) ότι η απεύθυνση Πτ – Ππ είναι απόλυτη –ανεξαρτήτως εφαρμογής της Θεωρίας– και ότι αναλόγως του βαθμού απεύθυνσης Πτ – Ππ υπάρχει το Ππ. Δηλαδή, ανάλογα με το βαθμό της απεύθυνσης, το Ππ υπάρχει περισσότερο ή λιγότερο (όχι, όμως, και καθόλου, όπως έχουμε γράψει). Έχουμε επίσης γράψει ότι οποιαδήποτε απώλεια στο Ο σημαίνει απώλεια στο Ππ και ότι –ανεξαρτήτως εφαρμογής της Θεωρίας– το Ο υπάρχει κατά το βαθμό απεύθυνσης Ππ – Ο. Επίσης, το Ο αλλοιώνεται μόνο ποσοτικά. Από όλα αυτά έχουμε ότι: ο βαθμός ύπαρξης του Ο είναι ο βαθμός ύπαρξης του Ππ. Επίσης έχουμε ότι το Ο δεν αλλοιώνεται ποιοτικά. Έτσι, λοιπόν, η ύπαρξη του Ο αντιστοιχεί στην ύπαρξη του Π απόλυτα. Άρα, Ο και Π ταυτίζονται. Ο βαθμός ύπαρξης του Ο είναι σίγουρα ο βαθμός ύπαρξης του Ππ διότι, όπως γράψαμε, το Π είναι παρόν σε όλο το Ο (σε κάθε στοιχείο του), κι αυτό ανεξαρτήτως εφαρμογής της Θεωρίας. Άρα, δε μπορεί οποιοσδήποτε άλλος παράγοντας πέραν του Π να είναι παρών στο Ο αντικαθιστώντας το Π εφόσον η παρουσία του Π στο Ο είναι καθολική. Το ότι, όπως γράψαμε, ο βαθμός ύπαρξης του Ο είναι ο βαθμός ύπαρξης του Ππ, είναι βέβαιο. Δε θα μπορούσε το Ο (ή ένα μέρος του Ο) να υπάρχει εκτός απευθύνσεως Ππ – Ο διότι αυτό θα σήμαινε ότι στο Ο απευθύνεται κάποιος άλλος παράγοντας που δεν είναι το πνεύμα (Π). Όμως, έχουμε διασφαλίσει από πριν την καθολική παρουσία του κωδικού λόγου (άρα του Π) στο Ο. Αν, παρόλο που η παρουσία του Π στο Ο είναι καθολική, όμως (με το δεδομένο ότι


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[91]

δεν ξέρουμε αν ταυτίζεται το Ο με το Π) έχουμε και την παρουσία οποιουδήποτε άλλου παράγοντα στο Ο μαζί με την παρουσία του Π, αυτό θα συνιστούσε ασυμφωνία του εν λόγω παράγοντα με το Π. Εφόσον το Π υπάρχει στο οποιοδήποτε στοιχείο του Ο (καθολική παρουσία), αυτό σημαίνει ότι ο εν λόγω ξένος παράγοντας είναι παρών μαζί με το Π στο Ο. Άρα, οι δύο παράγοντες συνυπάρχουν. Ο ξένος παράγοντας είναι προφανώς ξένος και προς τον κωδικό λόγο (Π, συγκεκριμένα Πτ) ειδάλλως θα ταυτιζόταν με αυτόν και δε θα είχαμε καν ζήτημα. Άρα, οι δύο παράγοντες είναι μεταξύ τους ανταγωνιστικοί. Και, επειδή ο ρόλος και του ενός και του άλλου είναι η παρουσία (απεύθυνση) στο Ο, τότε οι δύο παράγοντες ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο ως προς την παρουσία τους στο Ο. Ο κωδικός λόγος είναι το Πτ. Ο ξένος παράγοντας ανταγωνίζεται το Πτ. Όμως, το Πτ είναι αδιάβλητο-άτρωτο-απόλυτο. Αυτό σημαίνει ότι η νίκη του κατά του ανταγωνιστικού ξένου παράγοντα είναι απόλυτη. Δηλαδή, η νίκη του κατά της παρουσίας του ξένου παράγοντα (αφού το θέμα μας είναι η παρουσία ξένου παράγοντα) είναι απόλυτη. Άρα, ο οποιοσδήποτε ξένος παράγοντας δεν έχει παρουσία/απεύθυνση στο Ο. Αφού λοιπόν εκτός του Π τίποτε άλλο δεν είναι παρόν στο Ο, τότε Π και Ο ταυτίζονται. Με άλλα λόγια, στο Ο εντοπίζεται μόνο η παρουσία του Π. Εδώ ας διευκρινήσουμε συμπληρωματικά – παρόλο που ίσως είναι περιττό να το κάνουμε– ότι δε στέκει να πούμε και να υποθέσουμε ότι μια πλευρά ή μια διάσταση του Ο δέχεται απεύθυνση από το Π ενώ μια άλλη διάσταση είναι ουδέτερη απεύθυνσης, δηλαδή απαθής ή αμέτοχη. Έχουμε αποδείξει ότι το Π απευθύνεται σε κάθε στοιχείο του Ο. Η αναφορά στην έννοια του στοιχείου είναι η απόλυτη αναφορά: έχουμε να κάνουμε με το στοιχειώδες. Το στοιχειώδες προηγείται εννοιών, όπως της έννοιας της διάστασης. Το στοιχειώδες, το οποίο μάλιστα (στην παρούσα θεωρία) δεν το έχουμε ορίσει και δεσμεύσει με συγκεκριμένο όρο και μέτρο, είναι το έσχατο και το απόλυτο. Ως εκ τούτου, η έννοια της διάστασης ανάγεται και αναφέρεται σε στοιχεία. Το στοιχειώδες και τα στοιχεία προηγούνται οντολογικά της (εν λόγω) διάστασης σε απόλυτο βαθμό και με απόλυτο τρόπο. Και, αυτή η απολυτότητα του βαθμού και του τρόπου είναι που καθιστά το Π τόσο παρόν στο Ο ώστε να καταλήγουμε στο ότι το Π ταυτίζεται με το Ο. Σχετικά με το θέμα του ανταγωνισμού Πτ (κωδικού λόγου) και ξένου παράγοντα, ας σημειώσουμε και το εξής: Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ξένος παράγοντας δε σχετίζεται ανταγωνιστικά με τον κωδικό λόγο, ότι ο ξένος παράγοντας έχει ουδέτερη παρουσία, άρα δεν τίθεται θέμα ανταγωνισμού με τον κωδικό λόγο (Πτ). Έτσι ίσως να διασφαλιστεί η δυνατότητα παρουσίας του ξένου παράγοντα στο Ο εφόσον ο ξένος παράγοντας, ως ουδέτερος απέναντι στο Πτ, δεν απειλείται και συνεπώς δεν εξουδετερώνεται η πιθανότητα της παρουσίας του στο Ο. Σ’ αυτό απαντάμε ότι αφ’ ης στιγμής υπάρχει ουδετερότητα και όχι ανταγωνισμός ανάμεσα σε κωδικό λόγο και ξένο παράγοντα δεν εμποδίζεται η καθολική απεύθυνση του Π (δηλ. Πτ) στο Ο. Και, εφόσον έχουμε καθολική απεύθυνση, έχουμε


[92]

Η Θεωρία του Προσώπου

και καθολική παρουσία. Η απεύθυνση του Π στο Ο είναι η παρουσία του Π στο Ο, όπως γνωρίζουμε στο παρόν κεφάλαιο. Αν, όμως, η παρουσία του Π στο Ο είναι καθολική, τότε δε μένει χώρος και δυνατότητα στον ξένο παράγοντα να έχει παρουσία στο Ο. Δε μπορούμε να πούμε κατά καμία έννοια ότι ο ξένος παράγοντας υπάρχει σε οποιοδήποτε μέρος, στοιχείο, διάσταση, κλπ, του Ο γιατί όπου και όπως και να νοήσουμε παρουσία ξένου παράγοντα, εκεί και με εκείνον τον τρόπο νοείται η παρουσία του Π. Αυτό σημαίνει, άλλωστε, η καθολική παρουσία του Π –κωδικού λόγου– στο Ο. Εφόσον Ο και Π ταυτίζονται, η γέννηση του Ο είναι και η γέννηση του Π. Στο κεφάλαιο για την εφαρμογή της παρούσας θεωρίας στην Ψυχιατρική αποδεικνύουμε το ότι ο άνθρωπος δεν υπάρχει σχιζοφρενικά και με αλλοιωμένο πνευματικό DNA (πνευματική ταυτότητα, ποιότητα), ακόμα κι από την αρχή της ύπαρξής του (βλ. σελ. 71-72). Ο άνθρωπος δεν είναι τέλειος, και δε γεννιέται και τέλειος. Όμως, το πνευματικό DNA, η ταυτότητα, έχουμε αποδείξει ότι δεν υφίσταται την παραμικρή αλλοίωση από την αρχή της ύπαρξης του ανθρώπου. Και, ως εκ τούτου, σίγουρα η αρμονία μεταξύ των μερών και στοιχείων του ανθρώπου είναι απόλυτα αδιάβλητη. Η μόνη παθολογία είναι η ποσοτική αλλοίωση. Έχοντας, λοιπόν, την ταυτότητα-ποιότητα ως απόλυτη αναφορά, καθίσταται εφικτή η ποσοτική αποκατάσταση. Η ποσοτική αλλοίωση, που είναι η μόνη παθολογία συνιστά, προφανώς, και την οποιαδήποτε ατέλεια. Είναι λοιπόν στη φύση του ανθρώπου η τελειότητα. Ο άνθρωπος ενεργεί, σκέφτεται, επιθυμεί και πράττει, όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για άλλους ανθρώπους, έμβια όντα, πράγματα, νοητικά, πνευματικά, φιλοσοφικά, επιστημονικά πεδία. Δηλαδή, γενικά για το περιβάλλον του –νοητό και αισθητό– δηλαδή τα έτερα. Είναι δεδομένο και ευνόητο ότι η ενασχόληση με τα έτερα εντάσσεται στο πνεύμα του ανθρώπου, το Π. Το Π νοείται ως απεύθυνση Πτ – Ππ, και η θεώρηση του Πτ – Ππ είναι και στέκει, όπως έχουμε πει, επί τη βάσει της παρούσας θεωρίας. Είναι δεδομένη η καθολική παρουσία του Π στο Ο, και μάλιστα σε βαθμό ταύτισης Π με Ο. Δεδομένου, λοιπόν, του ότι η ενασχόληση και ενέργεια προς τα έτερα (εφόσον αυτή προφανώς νοείται ως ενέργεια Π –πνευματική ενέργεια, δηλαδή μέρος και συστατικό στοιχείο του Π), το Π δεν μπορεί σε καμία περίπτωση, άρα και στην περίπτωση της απεύθυνσης προς τα έτερα, να νοηθεί ως ότι ενεργεί αποσπασμένο από το Ο. Αυτό θα ίσχυε ως πιθανότητα μόνο στην περίπτωση της ελλιπούς απεύθυνσης Π – Ο, η οποία θα εισήγαγε ρήξη Π με Ο. Η ρήξη, όμως αυτή όχι μόνο δεν είναι πιθανή, αλλά μάλιστα έχουμε αποδείξει ότι το Π ταυτίζεται με το Ο. Συνεπώς, και σε αυτή την περίπτωση έχουμε το θέμα και το ζήτημα της απεύθυνσης Πτ – Ππ, όπου, βέβαια, Π=Ο. Στο κεφάλαιο για την εφαρμογή της παρούσας θεωρίας στην Ψυχιατρική, αναφερόμαστε στο τέλος στον γενικό κωδικό λόγο και λέμε ότι σ’ αυτόν εντάσσεται


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[93]

ο λεκτικός λόγος, δηλαδή ο προφορικός και γραπτός λόγος. Έχουμε, ως γνωστόν, την ενδοπροσωπική σχέση και τη διαπροσωπική σχέση, αλλά και τη σχέση με οτιδήποτε μας περιβάλλει, μας επηρεάζει, μας αφορά και μας ενδιαφέρει. Όλες αυτές οι σχέσεις νοούνται και υπάρχουν ως προσωπικές ενέργειες και στοιχεία, δηλαδή είναι εντός του προσώπου/πνεύματος. Έχουμε γράψει ότι, δεδομένης της ετερότητας –των ετέρων όντων, των οποίων η ύπαρξη είναι εντελώς δεδομένη– το πρόσωπο δεν είναι μια στείρα δεξαμενή εσωτερικού βίου. Υπάρχει λοιπόν η αντίληψη, η πνευματική συσχέτιση με τα έτερα, η οποία στο βαθμό που το πρόσωπο έχει γνώση της αδιάβλητης φύσης του, δεν αποβαίνει επιζήμια και δεν είναι σε επίπεδο παθολογίας. Δεδομένου του ότι, όπως έχουμε αποδείξει, το πνεύμα/πρόσωπο είναι παρόν σε όλο τον οργανισμό, δηλαδή σε κάθε στοιχείο του οργανισμού, σε μεγάλο ή μικρό βαθμό (και μάλιστα, σύμφωνα με παραπάνω, έχουμε Π=Ο), έχουμε το ότι ο γενικός κωδικός λόγος, δηλαδή ο πνευματικός λόγος, η πνευματική ενέργεια, αντιλαμβάνεται και συσχετίζεται με οποιοδήποτε έτερο ερέθισμα και δεδομένο. Το πνεύμα μας, δηλαδή, δε συσχετίζεται μόνο λεκτικά με το περιβάλλον∙ συσχετίζεται παντοιοτρόπως. Αν πάρουμε ένα φάρμακο για μια ασθένειά μας, το πνεύμα μας συσχετίζεται με το φάρμακο αυτό. Αν, π.χ., κάποιος μας κάνει βελονισμό, το πνεύμα μας συσχετίζεται, συνδιαλέγεται θα λέγαμε, με την εν λόγω διαδικασία. Από κει και πέρα, το πνεύμα μας ενδέχεται να ωφεληθεί, να εξελιχθεί και να πραγματωθεί, ή, από την άλλη, να κατασταλεί και να προκύψει παθολογία, η οποία όπως έχουμε αποδείξει σημαίνει μειωμένη απεύθυνση του πνεύματος στο σώμα, άρα σωματική παθολογία. Στη σελ. 78 καταλήξαμε συμπερασματικά μέσα από τις αποδείξεις της παρούσας θεωρίας ότι το πρόσωπο είναι απόλυτη ετερότητα σε σχέση με τα άλλα πρόσωπα, αλλά και με οτιδήποτε είναι μη προσωπικής φύσεως. Και σημειώσαμε ότι σε οποιαδήποτε περίπτωση παθολογίας πρέπει να ανατρέχουμε στην απόλυτη αυτή αλήθεια και πραγματικότητα για τη θεραπεία. Εφόσον στο παρόν κεφάλαιο αποδείξαμε ότι Π=Ο, ολοκληρώνουμε την αλήθεια και λέμε ότι η όλη οντότητα που λέγεται άνθρωπος συνιστά απόλυτη ετερότητα σε σχέση με οτιδήποτε δεν είναι στα ίδια, δηλαδή με οτιδήποτε δε συνιστά συνθετικό στοιχείο της οντότητας που είναι ο κάθε συγκεκριμένος άνθρωπος. Και, η αναφορά σ’ αυτήν την απόλυτη αλήθεια και πραγματικότητα συνιστά και συντελεί τη θεραπεία. Εδώ παραπέμπουμε και στις σελ. 78, 56-57, 43-45. Και, εφόσον, όπως γράφουμε στις σελ. 77-78 βάσει της απόδειξης, δεν υπάρχει σε κανένα βαθμό το να μην αγαπάμε και το να μην εμπιστευόμαστε το πρόσωπό μας. Υπάρχει μόνο η ποσοτική μεταβολή/καταστολή μας, αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει σε κανένα βαθμό το να μην αγαπάμε και το να μην εμπιστευόμαστε την όλη ύπαρξή μας. Υπάρχει μόνο η ποσοτική μεταβολή/καταστολή μας.


[94]

Η Θεωρία του Προσώπου

Εφόσον δεν υπάρχει ο θάνατος, δηλαδή ο τερματισμός, αφανισμός του ανθρώπου –οποιουδήποτε στοιχείου της ανθρώπινης οντότητας– τότε ο λεγόμενος θάνατος είναι απλά μια παθολογία. Δηλαδή ασθένεια. Ένας ψυχωτικός δεν είναι σε όλα τα μέρη του μυαλού του κατεσταλμένος και ψυχωτικός. Κάποιος που αντιμετωπίζει μια κινητική αναπηρία, π.χ. το ένα του πόδι δεν μπορεί να λειτουργήσει και να περπατήσει, ή και έχει κοπεί, όμως έχει το άλλο του πόδι, και είναι καλά, έχει δυο δυνατά χέρια, κλπ. Έτσι και στον επονομαζόμενο ‘‘θάνατο’’ τίποτα δε μας οδηγεί στο να συμπεράνουμε ότι όλα τα στοιχεία και τα μέρη ή οι διαστάσεις του ανθρώπου έχουν κατασταλεί. Αν ένας υγιής άνθρωπος θεωρούμε ότι έχει τις ενέργειες-στοιχεία του σε επαρκή ποσότητα, και ένας ασθενής θεωρούμε ότι έχει κάποια από τα στοιχεία του αρκετά ή πολύ κατεσταλμένα, αλλά μόνο κάποια από αυτά, τότε στον δήθεν ‘‘εκλιπόντα’’ κάποια στοιχεία-ενέργειες έχουν επάρκεια ποσότητας με τον ίδιο τρόπο που έχουν επάρκεια και στον άνθρωπο ο οποίος δεν ‘‘έχει φύγει από τη ζωή’’. Δεν υπάρχει θάνατος∙ υπάρχει μονάχα παθολογία, η οποία συνίσταται πάντα σε ποσοτική αλλαγή και ποτέ σε ποιοτική αλλαγή, δηλαδή αλλαγή στην ταυτότητα. Έχουμε κάνει επανειλημμένα λόγο για το σύμπλεγμα των προτεραιοτήτων στον άνθρωπο, το οποίο σύμπλεγμα είναι ο βίος του ανθρώπου μέσα στο χρόνο (σελ. 46). Σύμφωνα με ό,τι έχουμε γράψει, σελ. 55, η κάθε καταστολή δημιουργεί διαφορετική δυναμική και πορεία στο εν λόγω σύμπλεγμα. Αυτό σημαίνει ότι άλλες ενέργειες-στοιχεία αλλάζουν ποσότητα, είτε με το να αυξηθούν είτε με το να μειωθούν. Εφόσον ο ‘‘θάνατος’’ είναι και αυτός μια καταστολή και τίποτε διαφορετικό, ισχύει η αλλαγή της δυναμικής στο σύμπλεγμα-σύνθεση των ενεργειών-στοιχείων του ανθρώπου. Και, εφόσον η καταστολή αυτή είναι ακραία, αναλόγως ακραία είναι και η αλλαγή της εν λόγω δυναμικής της (αδιάβλητης) σύνθεσης, δηλαδή της ανθρώπινης οντότητας. Το θέμα και το πόρισμα του παρόντος κεφαλαίου μπορούμε να το αποδείξουμε και με βάση το κεφάλαιο Ε, ‘‘Η εφαρμογή της παρούσας θεωρίας στην Ψυχιατρική’’, με βάση τα εξής στοιχεία: Α) Το πρόσωπο –το οποίο συνοψίζεται στη διατύπωση ‘‘εγώ είμαι’’ και η οποία διατύπωση συνιστά το γενικό κωδικό λόγο– ταυτίζεται με τον εγκέφαλο, ο οποίος είναι υλικός και οργανικός (σελ. 75-76). Β) Ο άνθρωπος δεν υπάρχει σχιζοφρενικά, από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του (σελ. 71-72), άρα η διατύπωση ‘‘εγώ είμαι’’, η οποία είναι απόλυτη, ισχύει από την πρώτη στιγμή της ύπαρξης και ζωής του οργανισμού. Το Α κατοχυρώνει ένα μέρος του Β, δηλαδή ένα μέρος της οργανικότητας, που είναι ο εγκέφαλος. Όμως το Β ως προς την οργανικότητα προηγείται χρονικάεξελικτικά του Α, άρα το Α από αυτή την άποψη εμπεριέχεται στο Β. Το Α εγγυάται την ταύτιση Ο με Π στο επίπεδο της σύνδεσης-κατοχύρωσης, η οποία έχει την έννοια της δομικότητας-οργανικότητας του κωδικού λόγου (πρόσωπο=εγκέφαλος). Το Β


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[95]

εγγυάται την ταύτιση Ο με Π στο επίπεδο της χρονικής-εξελικτικής καθολικότητας, η οποία έχει την έννοια της καθολικότητας του κωδικού λόγου. Και οι δύο εγγυήσεις αφορούν στον κωδικό λόγο (‘‘εγώ είμαι’’). Άρα, το πάντρεμά τους συνεπάγεται την καθολικότητα της οργανικότητας στον κωδικό λόγο. Δηλαδή, η μερική οργανικότητα του Α (πρόσωπο=εγκέφαλος) εντάσσεται στη χρονική-εξελικτική καθολικότητα του Β, το οποίο Β εγγυάται το αδιάβλητο του Ο. Άρα, η μερική οργανικότητα σχετίζεται με αδιάβλητο-απόλυτο-τέλειο τρόπο με το όλον. Άρα, Π=Ο. Στην Αρχή είναι ο Λόγος. Από την Απόδειξη διατυπώνεται, λεκτικά και γενικά κωδικά: Εγώ δεν αφανίζομαι. Εγώ είναι εντελώς απίθανο να αφανιστώ. Η φύση μου είναι η τελειότητα. Η ταυτότητά μου είναι τέλεια. Η σχέση μου με τον εαυτό μου είναι άρρηκτα και απόλυτα αγαπητική. Κάθε στοιχείο του εαυτού μου – της ύπαρξής μου– είναι άρρηκτα-απόλυτα δικό μου και δεν αφανίζεται. Εγώ έχω αρχή και δεν έχω τέλος. Εγώ είμαι. Ο Λόγος μέσα από την Απόδειξη θεραπεύει και δίδει την ατρωτία και την τελειότητα.


[96]

Η Θεωρία του Προσώπου

Επίλογος Μια προσωπική μου θέση και πρόταση Η θεωρία αυτή είναι η Θεωρία Του Προσώπου∙ η Θεωρία Του Υποκειμένου. Όπως θα έχετε καταλάβει, από φράσεις όπως ‘‘εγώ ο Μανόλης’’ (σελ. 11), ‘‘Εγώ γράφω την παρούσα θεωρία. Εγώ σκέφτομαι όλα αυτά’’ (σελ. 13), είναι τέτοια η φύση της θεωρίας μου και, φυσικά, τέτοια η πρόθεσή μου, ώστε το υποκείμενο –το πρόσωπο– δηλαδή η έννοια του προσώπου, λαμβάνει το πραγματικό, απόλυτο νόημά της∙ την αμεσότητα και τη βαρύτητα που της αρμόζει. Στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου υπάρχουν οι φράσεις: ‘‘εμείς είμαστε – εγώ είμαι’’. Ο καθένας και η καθεμία από μας μπορεί να πει για τον εαυτό του/της ‘‘εγώ είμαι’’. Άρα, και εγώ ο Μανόλης μπορώ να το πω αυτό. Και, επειδή συμβαίνει να είμαι εγώ ο συγγραφέας αυτής της θεωρίας, αυτή την ώρα που γράφω αυτά τα λόγια το ‘‘εγώ είμαι’’ αναφέρεται σε εμένα το Μανόλη. Για να το θέσω απλά, το παρόν σύγγραμμα είναι ενέργεια του προσώπου μου. Και, αυτό δεν αποτελεί ούτε δήλωση αλαζονείας ούτε και δήλωση ταπεινοφροσύνης. Είναι απλά ένα γεγονός. Σε ολόκληρο το σύγγραμμα δεν προέβαλλα ούτε μία προσωπική μου άποψη, θέση ή πιστεύω. Και, αυτό είναι που διασφαλίζει την επιστημονική εγκυρότητα της θεωρίας. Όμως, εδώ θέλω και επιλέγω (κατά το ‘‘εγώ θέλω’’ και ‘‘εγώ επιλέγω’’, δηλαδή τις ενέργειες του προσώπου όπως τις έχω πραγματευτεί σ’ αυτή τη θεωρία) να εκφράσω μια προσωπική μου θέση και πρόταση. Πρόκειται να σας προτείνω ένα βιβλίο, το οποίο μάλιστα είναι και Best Seller και έχει κυκλοφορήσει σε πολλά κράτη του κόσμου. Όμως, η πρότασή μου αυτή δεν αποτελεί μια τόσο ισχυρή συνεισφορά μου όσο είναι η συνεισφορά της θεωρίας μου στην κατανόηση και εφαρμογή αυτών που γράφονται στο εν λόγω βιβλίο. Πρόκειται για το βιβλίο ‘‘Το Μυστικό’’ (The Secret) της συγγραφέως Rhonda Byrne. Ο άνθρωπος μέχρι να κατασκευάσει το αεροπλάνο επιθυμούσε να είχε φτερά στην πλάτη για να μπορέσει να πετάξει. Δηλαδή να κινηθεί ελεύθερα, ασύστολα, ανεμπόδιστα. Να πάει όπου θέλει, όσο γρήγορα θέλει και να δει τον κόσμο από ψηλά. Αυτές οι επιθυμίες είναι επιθυμίες ελευθερίας, γνώσης (να δει τον κόσμο από ψηλά) και ικανότητας. Αν μεταφέρουμε αυτές τις επιθυμίες από το πρακτικό-σωματικό επίπεδο στο θεωρητικό-νοητικό επίπεδο, προκύπτει η επιθυμία του ανθρώπου να ‘‘πετάξει’’ με το μυαλό του και να μπορεί να πετυχαίνει με τη νοητική ενέργεια ό,τι σκέφτεται, αισθάνεται και επιθυμεί. Αν είχαμε φτερά στην πλάτη, τότε με αυτόματο τρόπο θα πηγαίναμε όπου θέλαμε. Αν το μυαλό μας έχει ‘‘φτερά’’ μπορούμε να πετύχουμε ό,τι θέλουμε, σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε με τη νοητική μας ενέργεια∙ τη σκέψη μας. Αυτά τα ‘‘φτερά’’ της σκέψης μας διδάσκει το βιβλίο ‘‘Το Μυστικό’’.


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[97]

Αν πάρουμε τα φτερά του μυαλού μας ως δεδομένο, τότε το θέμα που προκύπτει είναι το τι πραγματικά θέλουμε, τι πραγματικά σκεφτόμαστε και τι πραγματικά αισθανόμαστε. Δηλαδή τι από αυτά αρμόζει πραγματικά σ’ εμάς∙ σ’ αυτό που πραγματικά είμαστε∙ στη συνείδησή μας, που ποτέ δεν τη χάσαμε, απλά δεν την εμπιστευόμαστε ή δεν την αγαπάμε αρκετά (βλ. σελ. 22-23, 74-75). Κι έτσι, στο βαθμό που στη σύνθεση του πνεύματός μας τα συνθετικά στοιχεία είναι αλλοιωμένα ποσοτικά (και όχι ποιοτικά), έχουμε αλλοιωμένη νοητική δραστηριότητα ως αποτέλεσμα της διαφορετικής (παρά φύσει) ποσοτικής συσχέτισης των προσωπικών στοιχείων-ενεργειών, όπως έχουμε αποδείξει. Μέσα στο βιβλίο Το Μυστικό αναφέρεται ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν πραγματικά στο μυαλό τους τον πλούτο, κι έτσι τον αποκτούν. Έπειτα φοβούνται μη χάσουν τα χρήματά τους κι έτσι φεύγουν οι σκέψεις και τα συναισθήματα που σχετίζονται με τον πλούτο, με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσουν. Επειδή χρεοκόπησαν τους φεύγει ο φόβος της χρεοκοπίας κι έτσι μπορούν ξανά να σκέφτονται και να αισθάνονται μέσα τους τον πλούτο. Κι έτσι πλουτίζουν ξανά. Μετά μπορεί πάλι να χρεοκοπήσουν και μετά πάλι να πλουτίσουν (Rhonda Byrne, The Secret, Το Μυστικό, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2007, σελ. 28-29). Εδώ έχουμε την καταστολή της νοητικής δραστηριότητας που αφορά στον πλούτο, λόγω ανασφάλειας (ή, εν πάση περιπτώσει, για οποιοδήποτε άλλο λόγο). Είναι φανερό ότι σ’ αυτήν την περίπτωση ο άνθρωπος δεν καταφέρνει πάντα να υποστηρίξει αυτό που πραγματικά θέλει, σκέφτεται και νιώθει. Άρα, το θέμα είναι, δεδομένης της ορθότητας και της πραγματικότητας του Νόμου της Έλξης, σύμφωνα με το Μυστικό, πώς μπορεί κάποιος να έχει τον εαυτό του και να μην τον χάνει. Και ακόμα-ακόμα να υποστηρίζει μέσα του αυτά που πραγματικά και γνήσια επιθυμεί, σκέφτεται και αισθάνεται. Τότε βρίσκει τον εαυτό του και δεν τον χάνει. Στο εν λόγω βιβλίο αναφέρεται επίσης ότι όταν ζητάμε κάτι από το σύμπαν και η επιθυμία μας δεν εκπληρώνεται, ίσως να συμβαίνει έτσι επειδή δεν το ζητάμε με το σωστό τρόπο ή επειδή οι πράξεις μας αντιβαίνουν στις επιθυμίες μας ή επειδή δεν έχουμε ξεκαθαρίσει τι πραγματικά θέλουμε, κλπ (βλ. Το Μυστικό, σελ., π.χ., 30: ‘‘…έχοντας ξεκαθαρίσει πρώτα απολύτως τι πραγματικά επιθυμούμε.’’). Κι εδώ, λοιπόν, έχουμε το θέμα του αν επιθυμούμε ή σκεφτόμαστε ορθά. Η ορθή σκέψη είναι η λειτουργική σκέψη∙ ή υγιής σκέψη. Το ότι ο άνθρωπος δεν υπολογίζει ορθά τα δεδομένα, τις συνθήκες και τις παραμέτρους της πραγματικότητας σημαίνει αδυναμία πραγμάτωσης για την οποία έχουμε κάνει λόγο στη θεωρία (βλ. σελ. 52). Άλλωστε αυτό δε σημαίνει και ψύχωση ή νεύρωση; Ο ψυχωτικός και ο νευρωτικός είναι δυσλειτουργικοί: δεν έχουν τον εαυτό τους κι έτσι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στη ζωή. Αν, λοιπόν, το Μυστικό είναι η δύναμη που το ομώνυμο βιβλίο λέει ότι είναι, η Θεωρία του Προσώπου (η παρούσα θεωρία) είναι το ασφαλές κριτήριο και η βάση που μας καθιστά ικανούς για την εφαρμογή αυτής της δύναμης.


[98]

Η Θεωρία του Προσώπου

Όπως έγραψα και παραπάνω, η πρότασή μου για το βιβλίο ‘‘Το Μυστικό’’ δεν είναι τόσο ισχυρή όσο είναι η επεξήγησή μου για τη συνεισφορά της θεωρίας μου στην εφαρμογή του Μυστικού (ή Νόμου της Έλξης) για όποιον και όποιαν πιστεύει σ’ αυτό και επιλέγει να ακολουθήσει το βιβλίο της Rhonda Byrne. Επαναλαμβάνω ότι ο επίλογος αυτός δεν έχει αποδεικτική αξία (επιστημονική εγκυρότητα) από την άποψη ότι δεν επιχειρώ να αποδείξω καθαυτό το Μυστικό. Όμως, όλο το υπόλοιπο σύγγραμμα, που ουσιαστικά είναι η θεωρία μου, είναι επιστημονικά έγκυρο. Και, από αυτό προκύπτει ότι ο σφετερισμός του εγώ δεν είναι δυνατός, αλλά αποτελεί απλά ψευδαίσθηση-ψύχωση ως ελλιπής-ασαφής αίσθηση-αντίληψη του ιδίου προσώπου. Συνεπώς, ο καθένας και η καθεμιά από τους αναγνώστες καλούνται να έχουν σαφή και ισχυρή αντίληψη-αίσθηση του προσώπου τους και να σκεφτούν, να νιώσουν και να επιθυμήσουν ό,τι πραγματικά αρμόζει στην πνευματική τους φύση. Οι τρόποι για να ξεκαθαρίσουμε τις γνήσιες επιθυμίες, σκέψεις και συναισθήματά μας –προκειμένου να εφαρμόσουμε με επιτυχία το Μυστικό– δίδονται στην παρούσα θεωρία: Κατ’ αρχήν έχουμε την απόδειξη ότι το πρόσωπό μας –το πνεύμα μας– δεν αλλοιώνεται ποιοτικά. Από αυτή την απόδειξη εμπνεόμαστε να διασαφηνίσουμε την αίσθηση και την αντίληψη του προσώπου μας (του τι και ποιοι/ποιες πραγματικά είμαστε). Οι εμπνεύσεις αυτές είναι διάσπαρτες στη θεωρία∙ έτσι θεραπεύουμε το πνεύμα μας από τις ποσοτικές αλλοιώσεις (τις μόνες υπαρκτές), όπως έχουμε εξηγήσει και αποδείξει. Έπειτα, έχοντας θεμελιώσει την Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεία και Παιδαγωγική, καθώς και τη Συνθετική Ψυχοθεραπεία εξίσου, γνωρίζουμε τον ψυχολογικό και παιδαγωγικό-κοινωνικό τρόπο για να θεραπεύσουμε τις ποσοτικές αλλοιώσεις μέσα μας και να διατηρούμε και να ενισχύουμε την ορθή και πραγματική αντίληψη για το πρόσωπό μας∙ την όντως πνευματική μας φύση. Η ίδια η θεμελίωση αυτών των ψυχοθεραπειών και ψυχολογιών εντός της παρούσας θεωρίας είναι τρόπος σκέψης και θεραπείας. Τέλος, στο κεφάλαιο για την εφαρμογή της παρούσας θεωρίας στην Ψυχιατρική δίνουμε συγκεκριμένες οδηγίες-λύσεις για τους ψυχωτικούς (και ποτέ ‘‘σχιζοφρενείς’’). Αυτές τις αλήθειες μπορούμε να τις λάβουμε υπόψη όλοι μας, ψυχωτικοί και μη, καθώς οι ψυχές μας έχουν την ίδια ανθρώπινη νομοτέλεια και σίγουρα ο καθένας μας δεν είναι εντελώς καθαρός από ψυχωτικά στοιχεία. Όπως το σώμα μας ποτέ δεν είναι εντελώς απαλλαγμένο από τα μικρόβια, έτσι και η ψυχή μας δεν είναι ‘‘αποστειρωμένη’’ και τέλεια. Είναι αλήθεια ότι ασχολούμενοι με την ψύχωση, μπαίνοντας στον ‘‘κόσμο της ψύχωσης’’ αποκτούμε περισσότερη σοφία και αυτογνωσία καθότι, όπως είπαμε, η ανθρώπινη ψυχή έχει την ίδια βασική φύση σε όλους τους ανθρώπους. Ας μη φοβόμαστε να μπούμε στον κόσμο της ψύχωσης, γιατί η αλήθεια είναι σύμμαχός μας∙ είναι η αλήθεια για το ότι η φύση του προσώπου είναι αδιάβλητη –δηλαδή, το προσωπικό/πνευματικό DNA, η προσωπική ταυτότητα, είναι


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[99]

εντελώς αναλλοίωτη και τέλεια– και επίσης έχουμε τις αλήθειες της Προσωποκεντρικής και της Συνθετικής Ψυχοθεραπείας. Στο βαθμό που βιώνουμε, άρα εφαρμόζουμε αυτές τις αλήθειες δε φοβόμαστε να βουτήξουμε και να κολυμπήσουμε στα νερά της ψύχωσης και να διδαχτούμε τόσο θεμελιώδεις αλήθειες ώστε να βγούμε κατά πολύ σοφότεροι από αυτό το κολύμπι-ταξίδι (βλ. και σελ 5456). Θέλω να διαβάσετε το Μυστικό επειδή εσείς το επιλέγετε και όχι επειδή εγώ το προτείνω. Θέλω να αρνηθείτε τη Γνώση του Μυστικού, είτε το έχετε διαβάσει είτε δε θέλετε να το διαβάσετε, επειδή εσείς επιλέγετε έτσι, παρόλο που εγώ προτείνω το αντίθετο. Αν, πάλι, έχετε τη διάθεση να ακολουθήσετε την πρότασή μου σαν οδηγία με τρόπο υποτακτικό, κάντε το. Σύμφωνα με τις ενέργειες του προσώπου που αφορούν στο πατρονάρισμα (βλ. σελ. 39-43), εσείς επιλέγετε να πατροναριστείτε. Οι σελίδες του βιβλίου Το Μυστικό που παραπέμπουν στην αναγκαιότητα της θεωρίας μου είναι οι εξής: - σελ. 28: Στη συνέχεια επέτρεψαν…ο φόβος της απώλειας εξαφανίστηκε. - σελ. 30: Η δουλειά μας…έχοντας ξεκαθαρίσει πρώτα απολύτως τι πραγματικά επιθυμούμε. - σελ. 31: Αν μπορέσετε να σκεφτείτε αυτό που θέλετε…στη ζωή σας. - σελ. 34: Ο μόνος λόγος…που αρθρώνετε. - σελ. 39: Ο νόμος απλώς αντανακλά…αλλάζοντας τον τρόπο που σκέφτεστε. - σελ. 40: Ολόκληρη η ζωή του είχε αλλάξει…και προσδοκούσε να συμβεί. - σελ. 41: Προσελκύετε τις σκέψεις… Ιδού η δυσκολία! - σελ. 44: Σας επιτρέπει να επαναπροσδιορίσετε…μια νέα επιλογή. - σελ. 45: Για να αποκτήσετε συναίσθηση των σκέψεών σας…αυτό που επικαλείστε. - σελ. 59: Ό,τι κι αν έχει κάνει η σκέψη στη ζωή σας…βιώνετε τα συναισθήματά σας. - σελ. 62: Μόλις αρχίσετε να κατανοείτε…η δύναμη. - σελ. 79: Όταν ξεκαθαρίσετε μέσα σας…πάνω σας. - σελ. 92: Το να ζητήσετε…έχετε ήδη ζητήσει. - σελ. 95: «Το ότι ο άνθρωπος…της ορθής σκέψης». - σελ. 114: «Τίποτα δε μπορεί…εσάς». - σελ. 126: Πότε πότε είχα τις αμφιβολίες μου…και πίστευα! - σελ. 127: Αυτό με φέρνει ξανά…τον κατάλογο του Σύμπαντος. - σελ. 133: Ένα κομμάτι του μυαλού σας…για αρκετό καιρό… - σελ. 134: «Τα καλά νέα είναι πως…ποτέ εξωτερικών». - σελ. 141: Άρα, οι επιθυμίες…ακριβώς επειδή υλοποιούνται. - σελ. 143: …βεβαιωθείτε ότι οι πράξεις σας δεν αντιβαίνουν στις επιθυμίες


[100]

Η Θεωρία του Προσώπου

σας. - σελ. 145: Σκεφτείτε αυτό που ζητήσατε…το αίτημά σας. Και: Κάντε χώρο για τις επιθυμίες σας…της προσδοκίας. - σελ. 146: …πρέπει ν κατανοείτε τον εαυτό σας. Γνωθι σαυτόν, λοιπόν. - σελ. 147: Υπάρχει απόθεμα για όλους…για λογαριασμό τους. - σελ. 150: Γιατί μόνο ένα άτομο στον κόσμο…να τη μοιραστούν μαζί σας. - σελ. 153: Όταν επιχειρείτε να προσελκύσετε…με τις επιθυμίες σας. - σελ. 164: Είχα ακούσει και αφομοιώσει…με την ηλικία. - σελ. 171: Πάψτε να δίνετε προσοχή στα μηνύματα της κοινωνίας…δε σας ωφελούν. - σελ. 176: Για να δείτε υλοποιημένο…για την αλήθεια του. - σελ. 178: Μάθετε την ακινησία…σε όσα επιθυμείτε να βιώσετε… - σελ. 179: Μην αφήνετε να σας υπνωτίζουν οι όποιες υλοποιημένες εικόνες, αν δεν είναι αυτές που θέλετε. - σελ. 182: Δε μπορείτε να σκεφτείτε για λογαριασμό τους…τη ζωή που εκείνοι επιθυμούν. - σελ. 183: Άρα λοιπόν κάντε τις επιλογές σας – μόνο εσείς μπορείτε. Και: Αγκαλιάστε αυτά που θέλετε για να τα λάβετε στο πολλαπλάσιο. - σελ. 190: Παρ’ όλα αυτά, όταν διάβασα περίπλοκα συγγράμματα κβαντικής φυσικής, τα κατάλαβα στην εντέλεια, γιατί ήθελα να τα καταλάβω. - σελ. 191: Ως ανθρώπινα όντα…δημιουργούν τις συχνότητές μας. - σελ. 200: Τι θα κάνετε τώρα; Τι επιλέγετε τώρα; … ωσότου εξαφανιστεί. - σελ. 201: Ναι, μπορείτε να απελευθερωθείτε…από τη δύναμη που ενυπάρχει στον κόσμο. - σελ. 203: Όταν ο Χένρι Φορντ…και το νόμο του Σύμπαντος. - σελ. 205: «Τι σκέφτομαι τώρα; Τι αισθάνομαι τώρα;» - σελ. 211: Άρα, ο λόγος της ύπαρξής σας…ούτε ποτέ. - σελ. 213-214: Διαβάζετε τούτο το βιβλίο αυτή τη στιγμή…Η ελευθερία της επιλογής είναι δική σας. - σελ. 216-217: Τι θα κάνετε με τη στιγμή; … Κι αυτό το ξέρω στα σίγουρα. - σελ. 219: Τώρα που η γνώση του Μυστικού έγινε κτήμα σας, το πώς θα τη χρησιμοποιήσετε είναι δικό σας θέμα.

Ξεχωριστή αναφορά έχω να κάνω στις σελίδες 202 και 203, και συγκεκριμένα στα τμήματα: Μια καλή ιδέα είναι να αρχίσετε…ΕΙΜΑΙ γεμάτος ενέργεια καθημερινά. Και: Η παραδοχή είναι η εξής…και ευτυχισμένος. Τα λόγια αυτά απηχούν στον πυρήνα της θεωρίας μου. Σχετίζονται άμεσα μ’ αυτόν. Σχετίζονται, δηλαδή, με την ουσία της


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[101]

διατύπωσης ‘‘Εγώ είμαι’’ και με την υπαρξιακή δύναμη που απορρέει από αυτήν την ουσία. Χαίρομαι ιδιαίτερα για τα λόγια αυτά της Rhonda Byrne, τα οποία, όπως γράφει η ίδια στη σελ. 202, ‘‘συμμερίζονται όλοι οι μεγάλοι διδάσκαλοι’’. Πιο συγκεκριμένα, θα ήθελα να αναφέρω το εξής τμήμα από την παραπομπή: Όταν λέτε ‘‘Είμαι’’, οι λέξεις που ακολουθούν καλούν δυναμικά την κινητήρια δύναμη της δημιουργίας, γιατί ό,τι λέτε το δηλώνετε ως γεγονός, με βεβαιότητα. (Σημειωτέον ότι η συγγραφέας είναι αγγλόφωνος, και η φράση ‘‘είμαι’’ διατυπώνεται στην Αγγλική ως ‘‘I am’’, και η ακριβής μετάφραση είναι: ‘‘εγώ είμαι’’.) Έπειτα από ό,τι έχω αποδείξει στη θεωρία μου, έχω εδώ να προσθέσω: Εγώ είμαι! Αυτό είναι γεγονός και είναι απόλυτα βέβαιο ότι εγώ είμαι. Είναι απολύτως αδύνατο να αλλοιωθώ και να μην είμαι εγώ, αλλά κάτι άλλο ή κάποιος άλλος! Στην ουσία του ‘‘Εγώ είμαι’’ απευθύνεται και η τρίτη παράγραφος της σελίδας 207: Για να αγαπήσετε ολοκληρωτικά τον εαυτό σας…για πρώτη φορά στη ζωή σας. Επίσης, η επόμενη παράγραφος, (σελ 207-208: Κάθε φορά που αντιλαμβάνεστε…θα υλοποιηθεί.) απηχεί σε ό,τι έχω γράψει για το σφετερισμό του εγώ. Και η παράγραφος που ακολουθεί στην ίδια σελίδα («Η απόλυτη αλήθεια είναι ότι το ‘‘Εγώ’’ είναι τέλειο και πλήρες…δεν μπορεί ποτέ να υποφέρει από ένδεια, περιορισμό ή ασθένεια».) έχει σχέση με τη Συνθετική Ψυχοθεραπεία, την οποία θεμελιώνω στο παρόν σύγγραμμα. Με την ευκαιρία της προσωπικής μου τοποθέτησης θέλω να δώσω μια ορθολογική συμβουλή στον αναγνώστη και την αναγνώστρια. Ασχολούμαστε με τη Θεωρία Του Προσώπου και προσπαθούμε να την εφαρμόσουμε όσο μπορούμε. Όχι περισσότερο. Αν υποτεθεί ότι κάποιος εφαρμόζει τη θεωρία αυτή πλήρως, αυτό σημαίνει ότι είναι τέλειος (βλ. σελ. 44, 55, 87-89, 91). Εγώ, ο συγγραφέας της παρούσας θεωρίας, η οποία οδηγεί στην τελειότητα, δεν είμαι τέλειος. Αυτό σημαίνει ότι κι εγώ ο ίδιος δεν την εφαρμόζω σε τέλειο βαθμό. Η ίδια η γνώση της θεωρίας αυτής είναι η εφαρμογή της (βλ. σελ. 43-45, 78). Άρα, στο βαθμό που πραγματικά γνωρίζουμε τη Θεωρία Του Προσώπου είμαστε τέλειοι, δηλαδή υγιείς. Εγώ που έχω γράψει αυτή τη θεωρία εξ’ ολοκλήρου, δεν εφαρμόζω τη Θεωρία γνωστικά σε βαθμό τελειότητας. Η Θεωρία Του Προσώπου αφορά κυριολεκτικά στα πάντα στον άνθρωπο. Έχω μεν γράψει αυτή την τέλεια θεωρία, αλλά δεν είμαι τέλειος σε κάθε τομέα και κάθε θέμα της ζωής μου. Άρα, δεν εφαρμόζω τη γνώση της Θεωρίας σε τέλειο βαθμό. Έχω γράψει ότι η διατύπωση ‘‘εγώ είμαι’’, άρα κατά συνέπεια η όλη Θεωρία, ενεργείται όχι μόνο λεκτικά, αλλά γενικά κωδικά, δηλαδή με όλη μας την ύπαρξη (γενικός κωδικός λόγος, σελ. 75-76). Υπ’ αυτή την έννοια, δε γνωρίζω σε τέλειο βαθμό τη θεωρία που έχω γράψει. Δηλαδή, δε γνωρίζω απόλυτα τη θεωρία με όλα τα στοιχεία και τις πλευρές της οντότητάς μου. Υπενθυμίζω ότι η ίδια η γνώση


[102]

Η Θεωρία του Προσώπου

της παρούσας θεωρίας είναι η εφαρμογή της. Έτσι, λοιπόν, προχωράμε στη γνώσηεφαρμογή της Θεωρίας Του Προσώπου σταδιακά, και ευχόμαστε να τη γνωρίζουμε όλο και περισσότερο, με όλο και περισσότερα στοιχεία της ύπαρξής μας (γενικός κωδικός λόγος) να συμμετέχουν όλο και περισσότερο στη γνώση της Θεωρίας Του Προσώπου. Εδώ συμπληρωματικά θα παραπέμψω στη σελίδα 43, τελευταία παράγραφος, και στο δεύτερο μέρος της σελίδας 46.


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[103]


[104]

Η Θεωρία του Προσώπου


Εμμανουήλ Ξαγοραράκης

[105]

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας. Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!


[106]

Η Θεωρία του Προσώπου

Στην Αρχή είναι ο Λόγος. Από την Απόδειξη διατυπώνεται, λεκτικά και γενικά κωδικά: Εγώ δεν αφανίζομαι. Εγώ είναι εντελώς απίθανο να αφανιστώ. Η φύση μου είναι η τελειότητα. Η ταυτότητά μου είναι τέλεια. Η σχέση μου με τον εαυτό μου είναι άρρηκτα και απόλυτα αγαπητική. Κάθε στοιχείο του εαυτού μου –της ύπαρξής μου– είναι άρρηκτα-απόλυτα δικό μου και δεν αφανίζεται. Εγώ έχω αρχή και δεν έχω τέλος. Εγώ είμαι. Ο Λόγος μέσα από την Απόδειξη θεραπεύει και δίδει την ατρωτία και την τελειότητα.

ISBN: 978-618-5147-22-8


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.