ΟΣΟ ΚΟΙΜΟΜΟΥΝ

Page 1

Λίζα Σουβατζή

Όσο κοιμόμουν

1

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Όσο κοιμόμουν


2

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Λίζα Σουβατζή γεννήθηκε το 1976 στην Νέα Υόρκη, αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Μαιευτική στα ΤΕΙ Αθήνας και έπειτα Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας. Έκανε την ειδικότητά της στην Αναισθησιολογία, στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Πάτρας. Έπειτα πήγε στη Γενεύη της Ελβετίας, όπου και εργάζεται ως Αναισθησιολόγος στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Γενεύης, από το 2010. Έχει ένα παιδί, τον Χάρη, που είναι 11 ετών. Αγαπάει τις τέχνες και στον ελεύθερό της χρόνο ζωγραφίζει και γράφει.


Όσο κοιμόμουν

3

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΛΙΖΑ ΣΟΥΒΑΤΖΗ

Όσο κοιμόμουν Μυθιστόρημα


4

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Λίζα Σουβατζή, Όσο κοιμόμουν ISBN: 978-618-5147-47-1 Ιούλιος 2015

Έργο εξωφύλλου: Λίζα Σουβατζή elissavets@hotmail.com Διορθώσεις, σελιδοποίηση: Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu

Η συγγραφέας φέρει την ευθύνη για την επιμέλεια του κειμένου.

Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα

Επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/


Όσο κοιμόμουν

5

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


6

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Όσο κοιμόμουν

7

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στον Προκόπη, την Αθηνά, τη Νατάσα, τη Χριστίνα και τη Χρυσούλα


8

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Όσο κοιμόμουν

9

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Ήταν αργά πια, η ησυχία είχε βασιλέψει στο δωμάτιο, στο σπίτι. Οι τοίχοι, αυτοί οι ήσυχοι αποδέκτες, αφουγκράζονταν με μανία τον παραμικρό ψίθυρο, την παραμικρή ανάσα. Τού γεννήθηκε η ανάγκη να ακούσει κάτι που δεν είχε ακούσει από τα εφηβικά του χρόνια, τότε που το συναίσθημα παλλόταν ακόμα μέσα του, τότε που κάθε τι είχε τη σημασία του. Άνοιξε το youtube και έβαλε τη «fantasie impromptu» του Chopin, παιγμένη από μια χαριτωμένη κορασίδα με φανταχτερή τουαλέτα. Ξαφνικά ένιωσε μια βροχή από νότες να τον πλημμυρίζουν, να γεμίζουν κάθε του κύτταρο, να κυριεύουν τον αέρα γύρω του, μέσα του, σαν καταιγίδα. Τα δάκτυλα της κοπέλας με κάθε δεξιοτεχνική κίνηση του έδινε και από ένα χτύπο στις χορδές της καρδιάς του, χίλιους χτύπους το δευτερόλεπτο. Κάποιες στιγμές σαν κι αυτή ένιωθε και πάλι άνθρωπος. Η αναπνοή του, η κίνησή του, για λίγα λεπτά είχαν κάποιο νόημα, φευγαλέο. Αποφάσισε να χαρίσει στον εαυτό του λίγες ακόμα στιγμές συναισθηματικής έντασης. Διάλεξε στην τύχη άλλο ένα κομμάτι από την ίδια πιανίστα που μέσα από τη γυαλιστερή τουαλέτα με τα φουσκωτά μανίκια και τις μπούκλες της κατάφερνε να βγάλει από μέσα της μια ερμηνεία αντάξια των συναισθημάτων που ο συνθέτης κρύβει στην παρτιτούρα του, κάπου ανάμεσα στις νότες και στα σημεία στίξης. Χαιρόταν καθώς ένιωθε τη βαθιά μελαγχολία να θεριεύει μέσα του σαν ατίθασο ζώο που βρισκόταν ναρκωμένο μες τα εσώψυχά του. Χρόνια ναρκωμένο, το θεριό ζούσε στριμωγμένο σε μια σταλιά τόπο, μαστιγωμένο τόσες φορές, τιμωρημένο τόσο πολύ και τέλος, με τα πολλά, αφού δεν έπαιρνε από λόγια, κοιμισμένο σε βαθιά νάρκη. Και όπως καλά ήξερε από τη δουλειά του, καμιά φορά το ζώο ξύπναγε, έδειχνε σημάδια ζωής, μα αυτός, σαν καλός Αναισθησιολόγος, το ξανακοίμιζε στο άψε-σβήσε και πιο βαθιά κάθε φορά, να μη μιλάει, να μην αναπνέει, να μην εμποδίζει. Καμιά φορά όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν και ένιωθε αρκετά ασφαλής, το άφηνε λίγο να ζωντανεύει, έτσι, για να δει πώς είναι, από τη μια να θυμηθεί πώς ήταν να ‘ναι άνθρωπος ολόκληρος κι από την άλλη να δοκιμάσει να δει αν ζει η «ψυχή» μέσα του και αν έχει ελπίδες να θυμίζει και πάλι τον εαυτό του όταν οι συνθήκες του επιτρέψουν να βγει από την καταστολή κάποτε.


10

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Γι’ αυτό η μελαγχολία του ‘δινε χαρά ανείπωτη, έστω και μ’ αυτή τη μορφή την παροδική, της γλυκιάς μα σύντομης στηθάγχης που πάει να σου δέσει ένα μικρό κόμπο στον λαιμό και σου τσούζει τα μάτια τόσο ώστε να μπορείς να γεννήσεις ακόμα και ένα δάκρυ αν η ώση σου είναι επαρκής. Έβαλε ένα ποτήρι κρασί και άφησε αυτή τη φορά την κιθάρα του Brian May να του μιλάει με τη γλυκιά φωνή της. Έτσι ήσυχα και πληθωρικά συνάμα, άλλη μια βραδιά είχε περάσει, κλείνοντας τον κύκλο μιας μέρας σαν όλες τις άλλες. Μια μέρα όπου είχε συναντήσει παράξενους ασθενείς και είχε μιλήσει για ενδιαφέροντα πράγματα. Η κυρία Dupont, μια δυναμική ξερακιανή, νευρώδης 75άρα, με γκρίζα μαλλιά πιασμένα σε κοτσίδα και ένα πλεχτό πολύχρωμο μαντίλι γύρω από το κεφάλι της, είχε έρθει στο ιατρείο του με τσαμπουκά, αποφασισμένη να δείξει το χαρακτήρα της και να περάσει το δικό της. Μια υπέροχη γυναίκα που του θύμισε τη Frida Kahlo και πραγματικά, στο τσακ ήταν να της το πει, αλλά ο χρόνος δεν του επέτρεπε την πολυτέλεια να ανοιχτεί σε άγνωστα νερά που δεν ήξερε πού θα τον βγάλουν. Ψυχή ταραγμένη, βασανισμένη, που είχε φάει γερά χτυπήματα και είχε μάθει να αυτοθεραπεύεται με φανερή σκληράδα και βουρκωμένα μάτια. Στο τέλος του είπε: «ευχαριστώ για την υπομονή σας», έχοντας πλήρη επίγνωση αφενός της δικής της ιδιαιτερότητας και αφετέρου της μικρόνοιας του επιστημονικού κλάδου. Την είχε κοιτάξει στα μάτια και την είχε ακούσει στ’ αλήθεια. Την ευχαρίστησε με τη σειρά του που του έδωσε την ευκαιρία να έχει μια προεγχειρητική εκτίμηση με ένα τόσο ενδιαφέρον άτομο. Ένιωθε τυχερός που βρισκόταν σ’ αυτή τη χώρα, σ’ αυτή την πόλη. Ήταν θαρρείς μια κολυμβήθρα πολιτισμών, εθνικοτήτων, γλωσσών, θρησκειών. Όλα ανάκατα, όλα ένας καλά οργανωμένος αχταρμάς. Τον είχε τόσο κουράσει στο παρελθόν η ομοιογένεια του πληθυσμού στην προηγούμενη πόλη. Νόμιζες πως όλοι είχαν την ίδια μορφή, έκαναν τις ίδιες σκέψεις, ήξερες ότι θα σου δώσουν τις ίδιες απαντήσεις, μιλούσαν την ίδια διάλεκτο, είχαν την ίδια ψευδαίσθηση για θρησκεία μα και την ίδια αντίληψη για την εφαρμογή της. Ένιωθε ότι αυτή η πόλη δεν είχε πια να του προσφέρει τίποτα, ότι τον έκανε χειρότερο άνθρωπο, ότι σιγά-σιγά τον αφομοίωνε και θα κατέληγε να γίνει ένας από αυτούς, όπως ο Γκρέγκορ Σάμσα στη «Μεταμόρφωση». Έφυγε αρκετά νωρίς ώστε να μην αφήσει την εσωτερικότητά του να μεταμορφωθεί σε κατσαρίδα, το ζώο που πιο πολύ σιχαινόταν, μα και φοβόταν ταυτόχρονα. Έτσι βρέθηκε σε αυτή την καινούργια, υπέροχη πόλη


Όσο κοιμόμουν

11

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

που όλους τους καλοδέχεται και όλους τους εντάσσει στην καλοϋφασμένη ποδιά της. Και τώρα έπρεπε να ξαναεφεύρει τον εαυτό του. Να ξεμουδιάσει από τη χρόνια μονοτονία και να βρει τη θέση του μέσα σ’ αυτό το ανομοιογενές σύνολο. Για λίγο μπερδεύτηκε. Η πόλη αυτή δεν παύει να προβάλλει ή ακόμα και να επιβάλλει ένα πρότυπο: να είσαι έξυπνος, να έχεις χιούμορ, να λατρεύεις τη δουλειά σου, να την κατέχεις σε βάθος και να την αναπαράγεις με άνεση. Να είσαι πρόθυμος, να σέβεσαι με ευλάβεια τους κανόνες. Να έχεις ελεύθερο χρόνο και να αθλείσαι, να αθλείσαι με τρόπο εξτρεμιστικό. Να έχεις ενδιαφέροντα μέσα και έξω από τη δουλειά σου. Να έχεις παιδιά αλλά να μη σε χρειάζονται. Να είσαι πάντα διαθέσιμος, ανεξάρτητος, άνετος, δημιουργικός. Να έχεις νέες προτάσεις, παρατηρήσεις, ιδέες. Να είσαι ο τέλειος επαγγελματίας, ο τέλειος πατέρας, ο τέλειος αθλητής. Στην αρχή ένιωσε τρομερά απαξιωμένος, σχεδόν ανάξιος. Πώς θα μπορούσε να ανταγωνιστεί αυτό το πρότυπο; Κάθε μέρα παρατηρούσε τους συναδέλφους του με θαυμασμό και δέος, από τον μικρότερο ως το μεγαλύτερο. Είχε εντυπωσιαστεί από το πώς ήταν δυνατό σε ένα τόσο μικρό τμήμα του Νοσοκομείου να βρίσκονται μαζεμένοι τόσοι άνθρωποι που συγκεντρώνουν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του «προτύπου». Και εκείνος δεν μπορούσε να τους φτάσει ούτε στο μικρό τους δαχτυλάκι. Πέρασε καιρός μέχρι τα σύννεφα της αυταπάτης να αρχίσουν να διαλύονται. Ο ύπνος τον βρήκε πάνω στον καναπέ, εξουθενωμένο, αποκαμωμένο, ήταν αργά και ο χρόνος αδυσώπητος. Άλλη μια μέρα ξεκινούσε, με το διπλό ξυπνητήρι να χτυπάει στις 05:40 ακριβώς. Κάθε πρωί ήταν απλά ένας αριθμός μέχρι το επόμενο σαββατοκύριακο, μέχρι τις επόμενες διακοπές. Αυτή η μέρα όμως είχε κάτι διαφορετικό. Το ξυπνητήρι τον διέκοψε σ’ ένα εναγώνιο όνειρο που βασίλευε Εκείνη. Είχαν περάσει 15 χρόνια και όμως Εκείνη μπορούσε να κάνει την καρδιά του να σφίγγεται ακόμα. Ήταν ο σημαντικότερος άνθρωπος που είχε γνωρίσει στη ζωή του, η ψυχή που είχε θαυμάσει περισσότερο, ο άνθρωπος που του είχε κάνει περισσότερο καλό από οποιονδήποτε, η σύντροφός του για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Τέσσερα χρόνια που ισοδυναμούσαν με μια ζωή. Τέσσερα χρόνια με ταξίδια, με δυνατά συναισθήματα, με ανακαλύψεις, με πολύ βαθιές ανασκαφές σε κόσμους εσώτερους, απόκρυφους. Ως καλός χειρουργός ήξερε να ανιχνεύει, να βγάζει στην επιφάνεια παλιές και καινούργιες πληγές, αποστήματα, να τις νεαροποιεί μέχρι να ματώσουν και έτσι να τις θεραπεύει. Σαν καλός ιερέας ήξερε να σου πιάνει το


12

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χέρι, να σ’ εξομολογεί, να σ’ αφήνει να κλαις όσο είχες ανάγκη και μετά σε συγχωρούσε, σε σκέπαζε με μια κουβέρτα, σου έδινε ένα στοργικό φιλί στο μέτωπο και σε καληνύχτιζε, γιατί «ήσουν κουρασμένος τώρα, οπότε θα συζητούσαμε αύριο». Σαν καλή δασκάλα φρόντιζε το πνεύμα σου να μη μείνει νηστικό και του μαγείρευε συνέχεια νέες συνταγές κινηματογράφου, ζωγραφικής, ποίησης, πολιτικής, ιστορίας. Δεκαπέντε χρόνια δεν έπαψε στιγμή να μετανιώνει που Την άφησε να φύγει από τα χέρια του. Δεκαπέντε χρόνια μετάνιωνε για την επιλογή που τότε έκανε να αφήσει τη γυναίκα που αγάπησε με όλο του το είναι για μια περιπέτεια που δεν ήξερε πού θα τον οδηγούσε. Και δεν έφταιγε η περιπέτεια που ύστερα ακολούθησε. Το ήξερε, το ήξερε ακόμα και την ώρα που το έκανε. Ήταν πολύ αργά και ένιωθε πολύ γελοίος να στρουθοκαμηλίζει σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ένιωθε γελοίος και ανάξιος. Ο καιρός περνούσε και αυτός ντυμένος μονίμως στα μαύρα κυκλοφορούσε στο σπίτι σαν φάντασμα. Δεν κοιμόταν, δεν έτρωγε, φορούσε τα ίδια πάντα μαύρα ρούχα. Πήγαινε και ξαναπήγαινε στα μέρη που σύχναζαν μήπως και Την ξανασυναντήσει, μα τίποτα. Οι μήνες περνούσαν και οι ελπίδες του έσβηναν σαν κερί που σώθηκε. Με μεγάλη πίκρα αποφάσισε κάποτε να συνεχίσει τη ζωή του. Στο τέλος πια του καλοκαιριού επέλεξε να ακολουθήσει τη συμβουλή που Εκείνη του έδωσε τότε διακρίνοντας την ολοκάθαρη κλίση του: να δώσει εξετάσεις για την Ιατρική. Έφτασε μπροστά στο Υπουργείο Παιδείας, άνοιξε τη τζαμένια πόρτα και Την είδε! Η καρδιά του πέτρωσε, το αίμα άδειασε από το κεφάλι του και τα πάντα άρχισαν να γυρίζουν. Χωρίς να σκεφτεί καθόλου έστριψε 180 μοίρες και άνοιξε την πόρτα να φύγει, δεν τον είχε δει Εκείνη. Τότε έγινε το ανήκουστο: ο θυρωρός του Υπουργείου – ένας νεαρός σγουρομάλλης ξανθός και χαμογελαστός τύπος, ο διάβολος προσωποποιημένος – τον σταμάτησε και του είπε: «επ, πού πας; Γιατί ήρθες εδώ; Θέλεις κάτι;». Ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί, αυτό ήθελε. Αναγκάστηκε όμως να του πει γιατί είχε έρθει και τότε Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Χαμογέλασε διάπλατα και πήγε προς το μέρος του. Όλα του τα κύτταρα ήταν αναίσθητα. Δεν θυμάται ούτε τι είπαν ούτε πώς έκανε τη δουλειά για την οποία είχε έρθει ούτε πώς τελικά βρέθηκαν να πίνουν καφέ στην πλατεία Κλαυθμώνος. Δεν μπόρεσε ποτέ να Της πει πόσο μα πόσο πικράθηκε. Πόσο μα πόσο μετάνιωσε. Πόσο Την αγαπούσε ακόμα και θα Την αγαπούσε για πάντα. Πόσο ηλίθιος ένιωθε, πόσο ανάξιος ακόμα και να αντικρίζει τα υπέροχα μάτια Της. Πόσο τυχερός ήταν που ο θησαυρός της ψυχής Της έλαμψε για λίγο και


Όσο κοιμόμουν

13

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φώτισε το αιώνιο σκοτάδι του. Δεν βρήκε το θάρρος ποτέ να Τη σφίξει στην αγκαλιά του, να Της ζητήσει να τον συγχωρέσει και να μην Την ξαναφήσει να φύγει ποτέ. Δεν βρήκε το θάρρος. Η ζωή του συνεχίστηκε με τη σκέψη Της να τον στοιχειώνει όλο και λιγότερο με το πέρασμα του χρόνου. Οι σπουδές απορροφούσαν πολλή από την ενέργειά του, οι νέοι φίλοι, η νέα πόλη που ανακάλυπτε. Μετά γνώρισε την κοπέλα που παντρεύτηκε, έκανε παιδί, χώρισε και δύο χρόνια μετά, ενώ καθόταν στο 346, το πιο πολυσύχναστο γραφείο της Μονάδας που συνήθιζε να περνάει τον περισσότερο από το χρόνο του, ανοίγει το inbox από τα e-mail του και παγώνει το αίμα του. Ήταν Εκείνη που τον προσκαλούσε να γίνουν φίλοι στο facebook. Το ίδιο συναίσθημα αναπαράχθηκε σε κλάσματα του δευτερολέπτου: το σώμα του μούδιασε, τα πάντα γύρω του σταμάτησαν, ο χρόνος σταμάτησε, οι ήχοι εξαφανίστηκαν, ο κόσμος έπαψε να υπάρχει. Χρειάστηκε δύο ολόκληρες μέρες για να μάθει τι είναι το facebook, να το εγκαταστήσει, να το εξερευνήσει και κυρίως, να συντάξει το μήνυμα που θα Της έστελνε. Το διάβασε είκοσι φορές προσεκτικά. Έπρεπε να εκφράζει επαρκώς τον ενθουσιασμό του χωρίς όμως να Την τρομάξει. Έπρεπε να φαίνεται ότι δεν έπαψε να Τη σκέφτεται χωρίς όμως να τον περάσει για ιδεοληπτικό. Έπρεπε επίσης να περιέχει την περίληψη των τελευταίων χρόνων χωρίς όμως να κουράζει. Και κυρίως, έπρεπε να αφήνει ορθάνοιχτη πόρτα για πιθανή συνάντηση. Η απάντηση ήρθε μετά από λίγες μέρες με φιλικό ενθουσιασμό και ανοιχτή πρόσκληση για συνάντηση. Ήταν ό,τι πιο ευχάριστο του είχε τύχει τα τελευταία χρόνια. Ο ενθουσιασμός του ήταν απερίγραπτος και μοναχικός συνάμα, γιατί δεν είχε απομείνει κανένας από τους παλιούς φίλους για να τον μοιραστεί. Ήταν ένα σοκ που έπρεπε να χειριστεί μόνος. Η συνάντηση έγινε λίγο καιρό μετά στην Αθήνα. Ήρθε από το σπίτι του, κάθισε στον καναπέ του σαλονιού σαν να μην είχε περάσει ούτε μία μέρα. Έπιασε την κουβέντα με τους γονείς του, γύρισε και κοίταξε τον γιο του και του χαμογέλασε. Απηύθυνε το λόγο στο παιδί το οποίο την αγριοκοίταξε κόβοντας κάθε δίαυλο επικοινωνίας. Εκείνη γέλασε, έλαβε αμέσως το μήνυμα και σταμάτησε την προσπάθεια χωρίς δεύτερη σκέψη. Της άρεσε που ήταν ένα παιδί με έντονο χαρακτήρα, του είπε αργότερα. Είχε το ίδιο αυτοκίνητο, το ίδιο βλέμμα, το ίδιο γέλιο. Ήταν προσιτή, ανοιχτή, χαρούμενη, γεμάτη ενδιαφέρον να μάθει τα πάντα γι’ αυτόν, για τη ζωή του, διψούσε να καλύψει το κενό όλων αυτών των χρόνων. Είχε και Εκείνη στο μεταξύ ακολουθήσει μια σπουδαία, μακρόχρονη και κοπιαστική


14

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ακαδημαϊκή πορεία, όπως από τότε προβλεπόταν. Δεν τον εξέπληξαν τα επιτεύγματά Της. Ήταν και οι δύο περήφανοι ο ένας για τον άλλον, η χαρά και η οικειότητα κυριαρχούσαν. Κάποια στιγμή Εκείνη αναφέρθηκε φευγαλέα στην «πιο ουσιαστική σχέση που είχε». Σε μια στιγμή τα σωθικά του σείστηκαν και η καρδιά του βάλθηκε να ουρλιάζει απεγνωσμένα: «τι εννοείς η πιο ουσιαστική σου σχέση;», «για μένα ΕΣΥ ήσουν η πιο ουσιαστική σχέση», «είχα πάντα την ελπίδα ότι και για σένα ΕΓΩ θα ήμουν η πιο ουσιαστική σου σχέση». Χαμογέλασε και άλλαξε θέση στα πόδια του τείνοντας τον κορμό του προς το μέρος Της για να πνίξει την ταραχή στο σώμα του και να αφήσει την εντύπωση ότι η φράση Της τον άφησε αδιάφορο μεν, αλλά και γεμάτο ενδιαφέρον για να μάθει τη συνέχεια δε. Η φωνή μέσα του δεν ηρεμούσε με τίποτα, μα το μόνο που τον παρηγορούσε ήταν ο αόριστος. Δεν Την ξανασυνάντησε για δύο χρόνια. Δεν ήξερε γιατί. Κάτι πια δεν κόλλαγε. Ένα αόριστο συναίσθημα ενός κενού που τους χώριζε, μια παράξενη αμφιβολία τον εμπόδιζε να Της τηλεφωνήσει, να Τη συναντήσει. Μέχρι που το αποφάσισε κάποια μέρα, σε κάποια από τις σύντομες επισκέψεις του στην Αθήνα. Εκείνη δέχτηκε αμέσως να τον συναντήσει το μεσημέρι στον σταθμό του ηλεκτρικού στο Θησείο. Είχε άγχος από το πρωί. Την τελευταία φορά που τον συνάντησε εκείνος κάπνιζε σαν φουγάρο το ένα τσιγάρο πίσω από τ’ άλλο και τώρα ήταν έξη μήνες που το ’χε κόψει και είχε παχύνει απίστευτα. Δεν ήξερε τι να φορέσει, πώς να χτενίσει τα μαλλιά του, όλη μέρα ήταν νευρικός και γελούσε μόνος του σαν τρελός. Ήρθε αργοπορημένη. Παρατήρησε τη νευρικότητά του. Γελούσε μαζί του χαρούμενα και ανάλαφρα για να τον κάνει να νιώσει καλύτερα. Πράγματι, καθώς περνούσε η ώρα ένιωθε όλο και καλύτερα, χαλάρωσε, σταμάτησε να γελάει χωρίς λόγο. Της μίλησε για τα σχέδιά του να φύγει από την Ελλάδα, για το παιδί του, για τις σχέσεις του με την πρώην γυναίκα του. Τον άκουσε πολύ προσεκτικά, τον συμβούλεψε με αγάπη. Είχαν ζητήσει τον λογαριασμό και ήταν έτοιμοι να φύγουν όταν του είπε: «ξέρεις, έχω και εγώ ένα νέο να σου πω, ένα μεγάλο νέο δηλαδή: έκανα και εγώ ένα παιδί!» Οι λέξεις που βγήκαν από το στόμα Της έμοιαζαν εξωπραγματικές, ακατανόητες, απίθανες. Όσο και αν προσπάθησε να κρύψει την ταραχή του χαμογελώντας διάπλατα με μεγάλη έκπληξη, το ήξερε πολύ καλά. Αυτή τη στιγμή Εκείνη την περίμενε 13 χρόνια. Ήταν η υπέρτατη στιγμή της εκδίκησής Της, μιας εκδίκησης που περίμενε πολύ υπομονετικά ώστε να είναι τελικά του μεγέθους που της άξιζε. Δεκατρία χρόνια πρέπει να λαχταρούσε για να ζήσει αυτή τη στιγμή της θυελλώδους


Όσο κοιμόμουν

15

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στιγμιαίας ταραχής που καμία τεχνική δεν μπορούσε να καλύψει από το βλέμμα του. Τρόμος και απογοήτευση. Απελπισία. Η απελπισία τον κυρίευε όλο και περισσότερο όσο Εκείνη εν τάχει του διηγούνταν πώς γνώρισε τον άντρα Της, πώς τον ερωτεύτηκε, πώς τον παντρεύτηκε, πώς γέννησε το παιδί τους. Δεν θυμόταν πώς βρέθηκε στο αμάξι του. Άνοιξε την πόρτα, μπήκε και σωριάστηκε στο κάθισμα. Ένιωσε την ανάγκη να βάλει τα κλάματα, όμως ήταν τόσο μεγάλη η απελπισία του που του ρούφηξε όλη του την ενέργεια. Δεν υπήρχε χώρος ούτε για ένα δάκρυ. Ήξερε ότι τα πάντα τέλειωσαν, ακόμα και η τελευταία του ελπίδα. Το τελειωτικό χτύπημα, η χαριστική βολή στη συντροφική του ζωή. Είχε καταλάβει ότι πλέον ήταν μόνος, για πάντα μόνος. Αυτό του άξιζε άλλωστε. Ο καιρός να πληρώσει τα λάθη του είχε φτάσει και το τίμημα ήταν η μοναξιά.


16

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ Άλλη μια Κυριακή βράδυ μπροστά στον υπολογιστή του. Οι μέρες περνούσαν και η άνοιξη πλησίαζε. Ένας φωτεινός ήλιος έλουζε την πόλη όλη τη μέρα, ένας ήλιος που σε προσκαλούσε να βγεις, να περπατήσεις, να φας με όρεξη, να αναπνεύσεις τον δροσερό αέρα δίπλα από τη λίμνη. Ο αέρας αυτός είχε μια μυρωδιά Ελλάδας, μια μυρωδιά νερού που τον ξυπνούσε, τον ζωντάνευε. Ακόμα και τα χειμωνιάτικα σκοτεινά πρωινά του άρεσε να περνά δίπλα από τη λίμνη και να παίρνει λίγες ανάσες νερού, λίγη θαλάσσια ενέργεια, ικανή να τον συνοδέψει μέχρι το νοσοκομείο. Εκεί η ενέργεια άλλαζε. Μια ζεστή μυρωδιά ανθρώπινη, διάφοροι άνθρωποι πάντα την ίδια ώρα στην ίδια θέση. Το παιδί μες το λεωφορείο με τη δυνατή μουσική. Άναβε τσιγάρο μόλις κατέβαινε και το τελείωνε έξω από την πόρτα του νοσοκομείου. Οι κοπέλες τακτοποιούσαν τα γλυκά στη βιτρίνα της καφετέριας που θα άνοιγε σε είκοσι λεπτά. Ο καθαριστής με την ηλεκτρική σκούπα περνούσε το χαλί μπροστά στην είσοδο. Δεκάδες βιαστικές νοσηλεύτριες, με την τσάντα του μεσημεριανού τους στο χέρι, περπατούσαν γρήγορα προς τα αποδυτήρια. Στις σκάλες άλλοι γοργά ανέβαιναν ήδη έτοιμοι κι άλλοι κατέβαιναν τρέχοντας, νιώθοντας αργοπορημένοι, κυνηγημένοι σχεδόν από τον χρόνο. Μπροστά στο μηχάνημα διανομής των στολών σχηματίζονταν ουρές, κάποιοι περίμεναν αμίλητοι αλλά φανερά αγχωμένοι, κάποιοι συναντούσαν γνωστούς και καλημερίζονταν χαμογελαστοί. Είχαν περάσει αρκετά χρόνια που δούλευε εκεί και όλο και συχνότερα του συνέβαινε να συναντά συναδέλφους σ’ αυτή την ολιγόλεπτη διαδρομή από την πόρτα στα αποδυτήρια και από τα αποδυτήρια στο Χειρουργείο. Όσο περισσότερο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερους γνωστούς συναντούσε. Άλλοτε γιατρούς, άλλοτε νοσηλευτές, ακόμα και με τους Χειρουργούς χαιρετιόταν πια. Δεν θυμόταν κανενός το όνομα σχεδόν. Μερικές φορές δεν θυμόταν ποιος ήταν ποιος. Πόσο άσχημα ένιωθε. Ενώ στην Ελλάδα πια μετά από τόσα πολλά χρόνια στο ίδιο νοσοκομείο, ήταν το μέλος από μια μεγάλη οικογένεια, εκεί ήταν ένα παιδί σε ένα μεγάλο ορφανοτροφείο. Οι συνάδελφοί του στην Ελλάδα του έλειπαν, οι άνθρωποι του έλειπαν. Όμως ήταν γι’ αυτόν οι συνθήκες δύσκολες, σχεδόν απάνθρωπες. Η κοινή λογική είχε αντικατασταθεί από τον πλήρη σουρεαλισμό. Η ανθρώπινη επαφή είχε αλλοτριωθεί από σχέσεις ιεραρχίας και παιχνίδια εξουσίας. Το λογικό δεν ήταν αυτονόητο και το παράλογο ήταν η καθημερινότητα. Οι άνθρωποι


Όσο κοιμόμουν

17

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σταδιακά αλλοιώνονταν, η προσωπικότητά τους φθειρόταν και ακροβατούσαν με όλο και λιγότερη χάρη στη λεπτή γραμμή που χώριζε την υγεία από την τρέλα. Ήταν θέμα χρόνου. Οι νέοι το έβλεπαν στους μεγαλύτερους και έπειτα από λίγα χρόνια γίνονταν εκείνοι οι μεγαλύτεροι, ενώ οι πρώτοι μάθαιναν απλά να συμβιβάζονται. Κάθε τους μέρα ήταν ακόμα μια μέρα στην οποία η Ιατρική ασκούνταν για βιοποριστικούς λόγους και μετά από αυτή στην καλύτερη περίπτωση υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον ίσα για να κρατιούνται ζωντανοί. Η κυρία Φιλίππου, μια γυναίκα εμφανώς στα νιάτα της όμορφη, έχοντας ήδη ξεπεράσει τα όριά της, είχε συμβιβαστεί με την ιδέα της τρέλας της και την είχε αγκαλιάσει σαν σύντροφο ζωής, σαν καλή φίλη, σαν αναγκαίο κακό. Περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της χτίζοντας το καινούργιο της σπίτι, πλάι στη θάλασσα, διακοσμώντας το, κάνοντας όνειρα ηρεμίας και νηφαλιότητας στον καινούργιο της χώρο που θα ήταν το λιμάνι και το καταφύγιό της για τα χρόνια που έρχονταν. Στο σπίτι της είχε επενδύσει όλα όσα ήλπιζε να ζήσει και είχε απαλείψει όλα όσα έπασχε να αποφύγει. Η κυρία Μπαγιώργου, με φανερή απέχθεια απέκρουε οτιδήποτε τα χρόνια που πέρασαν την έκαναν να αηδιάζει για το επάγγελμα που διάλεξε. Δεν ανεχόταν τίποτα, τίποτα δεν την άγγιζε, αρνούνταν τα πάντα. Κάθε μέρα στη δουλειά ήταν μια μάχη για την υπεράσπιση των ορίων της, μια μάχη για την ησυχία της. Λίγα πράγματα μπήκε στον κόπο να του μάθει όσο ήταν ειδικευόμενος, αλλά ουσιώδη, και αυτά, με το ίδιο τσαμπουκαλίδικο ύφος της. Οι ώρες της περνούσαν όσο πιο αποστασιοποιημένα γινόταν. Ενδιαφερόταν για την τέχνη, για τις κατασκευές, τη ζωγραφική, τη χειροτεχνία, τα χρώματα, τις τεχνικές. Περνούσε ώρες στον υπολογιστή της μαθαίνοντας νέες τεχνικές, παίρνοντας νέες ιδέες. Έτσι κρατούσε μια κάποια εσωτερική ισορροπία. Μα και ο ίδιος είχε αλλάξει. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του. Όταν ήταν παιδί είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην αλλάξει, να διατηρήσει τον ίδιο χαρακτήρα, τα ίδια συναισθήματα, την έμφυτη καλοσύνη του. Και πράγματι, για πολλά χρόνια μετά από την υπόσχεση εκείνη παρέμεινε ο ίδιος, ένα άτομο με αγάπη αστείρευτη για τους συνανθρώπους του, που αντιμετώπιζε το περιβάλλον γύρω του με αλτρουισμό και αυτοθυσία. Που έκανε την ανάγκη του να βοηθά επάγγελμα. Τέτοιος άνθρωπος ήταν κάποτε. Μάλιστα με το πέρασμα του χρόνου βελτιωνόταν. Με κάθε ταξίδι στο εξωτερικό, κάθε επιπλέον σπουδή, κάθε νέο κοινωνικό περιβάλλον γινόταν και λίγο καλύτερος, σαν τη μέλισσα που από κάθε λουλούδι μάζευε την καλύτερη γύρη για να φτιάξει το πιο πολύτιμο μέλι.


18

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μέχρι και το τέλος του πρώτου χρόνου της ειδικότητας του κράτησαν τα χρόνια της αθωότητας και ύστερα άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Μέχρι τότε και υπό το πρίσμα του πλασματικού κόσμου που βίωνε, είχε ήδη διαπράξει λάθη ανεπανόρθωτα. Είχε κάνει λάθος επιλογές επαγγελματικές, είχε παντρευτεί το λάθος άτομο, είχε τοποθετήσει τον εαυτό του και τις επιθυμίες του στην τελευταία θέση της λίστας των προτεραιοτήτων του. Σιγά σιγά τα σύννεφα της νεραϊδοχώρας διαλύονταν και έδιναν τη θέση τους στην ανθρώπινη βρωμιά, κυριολεκτική και μεταφορική, στην ανθρώπινη διαστροφή, τη ματαιοδοξία, τον ψευτοσυντηρητισμό, το ψέμα, τη φιλαργυρία, τον ατομικισμό και την έλλειψη αισχύνης, ανθρωπιάς. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει γύρω του άτομα που συμμερίζονταν τις αντιλήψεις του για τη ζωή, για την Ιατρική, για την κοινωνία. Έψαχνε με αγωνία να γαντζωθεί από κάπου, ώστε να μην νιώθει τρελός, να μη χάσει την πίστη στη λογική του, στον εαυτό του. Τις περισσότερες φορές έπεφτε πάνω σε τοίχο. Μέσα από αυτή την αγωνιώδη αναζήτηση ωστόσο, κέρδισε κάποιους φίλους πολύτιμους. Όμως τα ψέματα είχαν οριστικά τελειώσει. Έπρεπε να σχηματίσει έναν προστατευτικό κλοιό, μία γραμμή άμυνας. Μαζί με τους ανθρώπους και τη δυστυχία που του έφερναν, ήρθε και για πρώτη φορά αντιμέτωπος με τον θάνατο. Τον αληθινό, ωμό, βίαιο θάνατο. Στο νοσοκομείο του Πύργου, έφεραν κάποτε έναν νέο άντρα που οδηγούσε τη μηχανή του (με κράνος) τη νύχτα και με 190 χιλιόμετρα έπεσε σε μια κολώνα. Όλη η ομάδα των επειγόντων συγκεντρώθηκε πάνω στο άψυχο σώμα του, άλλος τον συνέδεε στο μόνιτορ, άλλος έβαζε φλέβα, άλλος έφερνε τον υπέρηχο, ο χειρουργός ετοίμασε επείγουσα λαπαροτομία και εκείνος πήγε προς το κεφάλι να βγάλει το κράνος και να διασωληνώσει. Το κεφάλι του παιδιού αποκόπηκε με μιας από το υπόλοιπο σώμα, γιατί μόνο το κράνος και ένα κομμάτι δέρμα το κρατούσαν στη θέση του. Με τα χρόνια κάθε τροχαίο γινόταν μια απλή συνήθεια, μια καθημερινότητα και εκείνη η πρώτη ψυχική αναταραχή στην ιατρική του καριέρα έγινε μόνο μια εντυπωσιακή ιστορία προς αφήγηση. Άλλωστε, εκ των υστέρων, θυμήθηκε ότι η απόφασή του να γίνει γιατρός οφειλόταν ακριβώς σε ένα τροχαίο. Ήταν νύχτα, καλοκαίρι. Πρέπει να ήταν 10-12 χρονών περίπου, όταν ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος και αμέσως μετά, τα τρομαγμένα πουλιά που όλα μαζί πέταξαν, σείοντας τις φυλλωσιές των γύρω δέντρων. Έτρεξε γρήγορα με τις παντόφλες προς τη λεωφόρο Βουλιαγμένης, όπου είδε


Όσο κοιμόμουν

19

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

την κοπέλα πεσμένη μπρούμυτα, με μια τζην κοντή φούστα, ένα τιραντάκι και ξανθά σγουρά μαλλιά. Το αριστερό της πόδι ήταν ακρωτηριασμένο στο μέσον του μηρού και στο σημείο του ακρωτηριασμού μια λίμνη αίματος. Η μηχανή πουθενά. Διέσχισε το εγγύς ρεύμα της λεωφόρου και φτάνοντας στο αντίθετο, είδε το νεαρό άντρα πεσμένο ανάσκελα πλάι στη μηχανή του. Φορούσε τζην παντελόνι και άσπρο κοντομάνικο. Λίγα δευτερόλεπτα πρόλαβε να τον δει γιατί αμέσως πέρασε από πάνω του ένα αυτοκίνητο σαν βολίδα, αφήνοντας το κορμί του να αναπηδήσει στην άσφαλτο σαν πάνινη κούκλα και τα ρούχα του σκισμένα στο σχήμα των τροχών του αυτοκινήτου. Ήταν ένα ωραίο παλικάρι με σκούρα πυκνά μαλλιά. Το πρόσωπο και το σώμα του ήταν στραπατσαρισμένα από τις ρόδες και μες τα αίματα. Γύρισε πίσω προς την κοπέλα. Μήπως ήταν ακόμα ζωντανή; Μήπως έπρεπε κάτι να κάνει; Μήπως έπρεπε να της δέσει το πόδι με κάτι για να σταματήσει να αιμορραγεί; Μήπως έτσι σωζόταν; Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έκανε. Γύρισε σπίτι και πήρε τηλέφωνο το ΕΚΑΒ. Για πολλά χρόνια μετά μετάνιωνε που δεν έκανε κάτι για να σώσει αυτή την κοπέλα, που ίσως θα μπορούσε να είχε σωθεί. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα μάθαινε πώς να βοηθάει τον κόσμο, έτσι ώστε αν τύχαινε ξανά κάτι τέτοιο να είναι πραγματικά χρήσιμος και όχι ένας απλός εντυπωσιασμένος, ανήμπορος θεατής. Τώρα είχε πια φτάσει σε αυτό το επίπεδο. Ήταν ο γιατρός της πρώτης γραμμής, ο πιο χρήσιμος και ο πιο σπουδαίος από όλους τους γιατρούς. Ο γιατρός που μπορούσε με ψυχραιμία και αποτελεσματικότητα να αντιμετωπίσει το χειρότερο. Που μπορούσε να συντονίσει μια ομάδα στα Επείγοντα, που μπορούσε να διακινήσει τα περιστατικά ανάμεσα στα ΤΕΠ, τη ΜΕΘ, τον αξονικό, την αγγειογραφία, να δεχτεί και να διώξει αρρώστους, να μεταφέρει διασωληνωμένους από τη μια ΜΕΘ στην άλλη και όλα αυτά με χαμόγελο. Αυτό ήταν και το peak της καριέρας του. Μετά άρχισε η κατηφόρα. Όταν έλιωσε η παγοκολώνα που τον περιέβαλλε, η παγοκολώνα προστασίας εναντίον πάσης φύσεως συναίσθημα. Του προσέφερε για πολλά χρόνια προστασία εναντίον της στεναχώριας, του κλάματος, του σεξ και κυρίως του θανάτου. Η καρδιά του πάγωσε αυτόματα όταν έγινε η συνειδητοποίηση της μορφής του θανάτου. Ο θάνατος έρχεται απροειδοποίητα, όταν είσαι απροετοίμαστος. Έρχεται στον γέρο, τον νέο, το παιδάκι. Έρχεται στο νεογέννητο που οι γονείς το έχουν σ’ ένα καλαθάκι στο πίσω κάθισμα για να


20

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εκπαραθυρωθεί ευκολότερα τη στιγμή της πρόσκρουσης. Έρχεται στους γονείς του ίδιου μωρού ή ακόμα χειρότερα, ο ένας από τους τρεις μένει ζωντανός. Έρχεται στον υγιή όσο και στον άρρωστο και ο πόνος είναι ο ίδιος. Η κόρη περιμένει υπομονετικά τη μάνα της να ξυπνήσει από την ισχαιμική εγκεφαλοπάθεια και κάθε μέρα προσεύχεται, κάθε μέρα ψάχνει ένα ίχνος βελτίωσης για να ανανεώσει τις –αστείρευτες- ελπίδες της. Έρχεται σ’ αυτόν που τον θέλει και τον παρακαλάει να έρθει βασανισμένος από τους πόνους, τους εμετούς, την κιτρινίλα και τις σάπιες πληγές του, αλλά έρχεται και σ’ αυτόν που δεν τον ήθελε ούτε είχε προλάβει να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις του. Έρχεται στον πλούσιο και στον φτωχό, στο χοντρό και στον αδύνατο. Έρχεται στον κακό μα έρχεται και στον καλό, στον συμπαθητικό και στον αχώνευτο. Έρχεται από στιγμή σε στιγμή: την ώρα που περπατάς στο πεζοδρόμιο, την ώρα που κάνεις τα ψώνια σου, την ώρα που χέζεις, την ώρα που έχεις μαζέψει τις ελιές και κάθεσαι να ξαποστάσεις, την ώρα που παρκάρεις το μηχανάκι σου και –ω, τι ειρωνεία- έρχεται και στους γιατρούς! Και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι κάθε τι που κάνεις, δεν ξέρεις ποτέ αν θα καταφέρεις να το ολοκληρώσεις. Ότι δεν ξέρεις αν θα καταφέρεις να ξεπληρώσεις το δάνειό σου, να χτίσεις το σπίτι σου, να πας στο ταξίδι σου, να τελειώσεις τις σπουδές σου, ακόμα κι αν θα φτάσεις μέχρι το μπακάλικο. Δεν ξέρεις αν αυτή δεν θα είναι η τελευταία σου μέρα, η τελευταία σου νύχτα, το τελευταίο σου πάρτι, το τελευταίο τσιγάρο. Καθώς λοιπόν πνίγεσαι στην απελπισία του θανάτου, συμβαίνουν δύο πράγματα. Πρώτον, αντιλαμβάνεσαι αίφνης ότι είσαι εντελώς μα εντελώς μόνος σου, ότι κανείς δεν θα σου σώσει το τομάρι εκείνη την ώρα και ότι μετά το θάνατο είναι το τίποτα. Το απόλυτο τίποτα – ούτε Παράδεισος ούτε Κόλαση ούτε Θεός ούτε Άγγελοι ούτε μετεμψύχωση και άλλες τέτοιες παπαριές. Τίποτα. Είσαι μόνος. Παγωμάρα και ησυχία. Δεύτερον, συνειδητοποιείς πως όλα όσα σε έκαναν να ανησυχείς μέχρι στιγμής, είναι απόλυτες μαλακίες. Αυτό είναι που σε φέρνει σε μεγαλύτερη ακόμα διάσταση με το υπόλοιπο «φυσιολογικό» κοινωνικό περιβάλλον, που δεν έχει έρθει σε επαφή με τέτοιου είδους συνειδητοποιήσεις και σε εξωθεί σε μια μοναξιά αφόρητη. Μια μοναξιά που μόνο πια με τους συναδέλφους σου μπορείς να μοιραστείς, οι οποίοι βρίσκονται σε άλλοτε άλλο στάδιο άμυνας. Κάποιοι νέοι είναι στο στάδιο της καλοσυνάτης αθωότητας που δεν έχει πάρει μυρωδιά. Αυτούς τους αγκαλιάζεις με συμπάθεια και εύχεσαι η στιγμή της συνειδητοποίησης να μην έρθει ποτέ (στην καλύτερη περίπτωση


Όσο κοιμόμουν

21

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αν είναι πχ. Οφθαλμίατροι). Άλλοι βρίσκονται στο στάδιο παγοκολώνα. Δεν γελάνε, δεν κλαίνε, δεν στεναχωριούνται δεν είναι ευτυχισμένοι, οι μέρες τους κυλούν χωρίς οι ίδιοι να τις βιώνουν. Αυτό μπορεί να κρατήσει πάρα πολλά χρόνια, σε κάποιες περιπτώσεις μια ζωή. Πολύ συχνά η κολώνα ενισχύεται με κατάδυση στον μαγικό κόσμο της διαφθοράς. Εκεί όπου το χρήμα κυριαρχεί τη σκέψη, το κίνητρο, τη γνώση, την επιστήμη και τα μόνα συγκρίσιμα μεγέθη είναι το σεξ και η εξουσία. Δεν μπορούν όλοι να εισβάλλουν σε αυτή τη διάσταση. Χρειάζεται θράσος, πονηριά, αντίληψη, γνώσεις ψυχολογίας, δικτύωση, διπλωματία, ικανότητα ψέματος, προσόντα που δεν κατέχουν όλοι. Σε άλλους πάλι η παγοκολώνα έχει αρχίσει να λιώνει και τότε είναι ίσως το δυσκολότερο στάδιο. Είναι η στιγμή που αν δεν έχεις μια πολύ υγιή προσωπικότητα κινδυνεύεις έντονα να παρεκκλίνεις προς πάσης φύσεως ψυχική ασθένεια, ανάλογα με το έμφυτο ταλέντο σου. Το έμφυτο ταλέντο του Άρη ήταν η κατάθλιψη. Την είχε αντιληφθεί που ερχόταν από μακριά προς το μέρος του εδώ και καιρό. Από τότε που έβλεπε τον κάθε ασθενή, σαν κάποιον που θα μπορούσε να είναι φίλος του, γυναίκα του, πατέρας μάνα, αδελφή, παιδί του. Από τότε που άρχισε να νιώθει μικρά τσιμπήματα πόνου με τον πόνο του άλλου. Το είχε καταλάβει, ερχόταν προς το δρόμο του και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να την εμποδίσει. Το συνειδητοποιούσε όλο και περισσότερο, όταν ξυπνούσε με αγωνία κάθε μία ώρα μέσα στη νύχτα, όταν το πρωί ήταν ανυπόφορο, όταν δεν υπήρχε κίνητρο ούτε για να σηκωθεί από το κρεβάτι ούτε για να ντυθεί ούτε για να πάει στη δουλειά. Η κατάθλιψη τον σκέπαζε σαν βαρύ χειμωνιάτικο πάπλωμα που μέσα του θες να κουρνιάσεις ολομόναχος, μακριά από την ανθρώπινη ανάσα, από κάθε ήχο, από κάθε κίνηση και οποιασδήποτε μορφής δράση. Σαν νεφελώδης ουρανός που σου κρύβει το φως και σε κάνει να θέλεις να κλείσεις τα μάτια αποκλείοντας κάθε οπτικό ερέθισμα. Σαν απότομα ξεσπάσματα πίκρας, με εκρήξεις απροειδοποίητων και αναίτιων λυγμών και δακρύων. Έπρεπε να ζητήσει βοήθεια και το ήξερε. Ήταν άρρωστος. Μα πού το κουράγιο να βγει και να την αναζητήσει; Πόσο τον ενοχλούσε η ιδέα ότι θα αποτελούσε μέρος των εκατομμυρίων ανθρώπων που κατεβάζουν τα Zoloft σαν καραμέλες. Μήπως αν έκανε κάτι; Αν έδινε ένα καινούργιο κίνητρο στη ζωή του; Αν έκανε μια νέα αρχή; Αν έψαχνε να βρει την πηγή της δυστυχίας του και την αντιμετώπιζε; Κάθε εγχείρημα του φαινόταν να ξεπερνά τις δυνάμεις του, τις δυνατότητές του, την υπομονή και τον χρόνο του και καθίστατο –έτσιμάταιο. Πολύ πιο εύκολη ήταν η δοκιμασμένη μέθοδος του «καταπίνω και


22

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χαμογελώ. Όταν με ρωτούν τι κάνω, απαντώ πολύ καλά, όταν έρχεται η ώρα για δράση σφίγγω τα δόντια και δρω». Άλλωστε είχε ένα παιδί που σπούδαζε, το οποίο χρειαζόταν τον πατέρα του και ο μισθός του ήταν το μόνο μέσο διαβίωσης για εκείνον και το παιδί του. Είχε καταφέρει τόσα πολλά σε τόσο λίγο χρόνο και αυτά έπρεπε να διατηρήσει με νύχια και με δόντια, έστω και με σφιγμένα δόντια.


Όσο κοιμόμουν

23

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ Όλο του το σώμα πονούσε φριχτά, τα πόδια, τα χέρια, το κεφάλι, ο λαιμός του, όλα τον πονούσαν βάναυσα. Τον έπιασε βήχας, δεν μπορούσε να σταματήσει να βήχει. Μετά από λίγο ο βήχας σταμάτησε αλλά η ενόχληση στον λαιμό του υπήρχε ακόμα. Και ο πόνος, φοβερός πόνος. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του, μα δεν γινόταν, τα βλέφαρά του ήταν βαριά. Έπρεπε να δει τι ώρα ήταν. Μήπως η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να σηκωθεί; Πώς είχε αφήσει τον εαυτό του να τον πάρει ο ύπνος έτσι; Ξυπνητήρι είχε βάλει; Έπρεπε οπωσδήποτε να δει τι ώρα είναι. Ήλπιζε τουλάχιστον να είχε αφήσει το i-phone στη συνηθισμένη του θέση στο κομοδίνο. Έτεινε το χέρι του, Χριστέ μου τι πόνος! Ένιωθε περίεργα που ακόμα και τώρα, στις δύσκολες στιγμές δεν έπαυε να επικαλείται το όνομα του Χριστού. Άραγε ήταν η πίστη τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα του που ξεφύτρωνε με κάθε υποσυνείδητη απειλή θείας τιμωρίας, ή μήπως ήταν απλά ένα γλωσσικό ιδίωμα, ακόμη μια απόδειξη της στενής συνύφανσης των κλωστών της Ορθοδοξίας στο πανί της γαλανόλευκης; Όπως και να ‘χε, δεν υπήρχε καιρός για σκέψεις, έπρεπε να σηκωθεί. Δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι του. Σκέφτηκε ότι αν αυτό δεν ήταν ένας απαίσιος εφιάλτης, τότε πραγματικά δεν υπήρχε καταλληλότερη στιγμή για να αρχίσει να πανικοβάλλεται. Έβαλε τα δυνατά του να ξυπνήσει. Ένιωθε αρκετά ξύπνιος. Ωραία, τώρα θα δοκίμαζε να ακολουθήσει την καθημερινή πρωινή ρουτίνα: ανακάθισμα στο κρεβάτι με το μαξιλάρι στην πλάτη, άνοιγμα των ματιών, άνοιγμα του i-phone, έλεγχος του καιρού και των e-mail. Πήρε βαθιά ανάσα. Περιέργως, ήταν βαθύτερη απ’ ό,τι την προόριζε. Άκουγε ομιλίες από μακριά, καθώς και τον ήχο από μόνιτορ. Τώρα πια ήταν σίγουρος ότι ήταν εφιάλτης. Συχνά στον ύπνο του άκουγε τον ήχο από τα μόνιτορ. Ησύχασε. Ένιωθε τώρα ανάλαφρος. Η αγωνία είχε φύγει και είχε τη δώσει τη θέση της σε μια όμορφη αίσθηση ηρεμίας και αγαλλίασης. Ακόμα και ο πόνος έφευγε σιγά σιγά... Και η ενόχληση στον λαιμό μετατράπηκε σε –σχεδόν ευχάριστο- γαργαλητό. Μπορούσε να ξανακοιμηθεί ήσυχος, όλα ήταν μια χαρά. Ο ήχος από το μόνιτορ, που προηγουμένως ήταν ταχύκαρδος και με κορεσμό που κατέβαινε, σταδιακά έστρωνε, με κορεσμό που ανέβαινε και συχνότητα γύρω στους 60-70, όπως υπολόγιζε το εξασκημένο αυτί του.


24

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Άφησε τον εαυτό του να ηρεμήσει. Τώρα το τοπίο άλλαξε και έγινε θαλάσσιο. Οι ομιλίες έγιναν ευχάριστες κουβεντούλες από μια παρέα που καθόταν στις διπλανές ξαπλώστρες. Γέλια ακούγονταν και παιδικές φωνούλες. Μόλις είχε βγει από το νερό και μάλλον είχε καταπιεί λίγο. Έβηξε για να το βγάλει. Ξάπλωσε στην ξαπλώστρα και άφησε το σώμα του να χαλαρώσει. Έκανε ζέστη, θα στέγνωνε αμέσως. Έπρεπε να πιει το φραπέ του γρήγορα γιατί θα ζεσταινόταν. Άραγε πού ήταν οι άλλοι; Θα έρχονταν; Είχε πιάσει ένα τραπέζι και άλλες δύο ξαπλώστρες. Ήταν το πρωτόκολλο. Όποιος τελείωνε πρώτος το Χειρουργείο πήγαινε και έπιανε ένα τραπέζι και 2-3 ξαπλώστρες. Ύστερα έρχονταν και οι άλλοι ένας-ένας. Άρχιζαν με καφέδες και ύστερα φαγητό ή κανένα ουζάκι, ανάλογα με τα κέφια και τη σύνθεση της παρέας. Ο κολλητός του, ο Περικλής, που ήταν και ο πιο σταθερός σε αυτές τις παραλιακές συναντήσεις μετά τη δουλειά, δεν έπινε ιδιαίτερα, οπότε έμεναν στο φραπέ συν πλην κανένα burger με πατάτες. Αυτό το μαγαζί είχε πολύ ωραίο φαγητό, ήταν και δίπλα στη θάλασσα και απείχε μόνο πέντε λεπτά από το Νοσοκομείο. Ο τέλειος συνδυασμός. Αν πάλι ερχόταν η Αναστασία ή η Ναταλία (που ερχόντουσαν σπανιότερα γιατί σαν πιο εργασιομανείς τελείωναν αργότερα), τότε το σκηνικό άλλαζε, γινόταν πιο εορταστικό, με γλυκιές γυναικείες φωνές και δυνατά γέλια, ανάμεσα σε πολλά τσιγάρα και πολλά ποτήρια με breezer καρπούζι. Αυτά τα κορίτσια ήταν η προσωποποίηση της ευτυχίας, η χαρά της ζωής. Σπανιότερα επίσης ερχόταν η Μαίρη, η κουτσομπόλα της παρέας που τροφοδοτούσε την παρέα με νέα για όλους και για όλα. Το Χειρουργείο συμπληρωνόταν επίσης και από τη Μονάδα, που κατέβαινε και εκείνη για να δώσει τη δική της χαρακτηριστική νότα στο τραπέζι και να ολοκληρωθεί όπως άρμοζε, το «Τμήμα Αναισθησιολογίας και Εντατικής Θεραπείας». Κάθε κρίκος ήταν απαραίτητος για να συμπληρώσει την αλυσίδα αυτής της μεγάλης οικογένειας. Στο τραπέζι σερβίρονταν μεζέδες, ούζα, παράπονα, εμπειρίες, γνώσεις, κουτσομπολιά, εμπάθειες, νέα, αγάπη, αλληλεγγύη, συσπείρωση ενάντια στον κοινό εχθρό, στεναχώριες, ανέκδοτα. Άλλοτε πάλι περνούσαν σαν δορυφόροι τυχαία παρευρισκόμενοι Χειρουργοί και τα πειράγματα ανταλλάσσονταν εκατέρωθεν σαν ένα διασκεδαστικό λεκτικό πινγκ-πονγκ. Αυτή η παραλία ήταν όπως του άρεσε: με βότσαλα και κρύα, βαθιά νερά. Είχε πάντα πολύ κόσμο αλλά δεν τον πείραζε. Άλλωστε συχνά, όταν δεν είχε εκείνος το παιδί, κάθονταν με τον φίλο του τον Περικλή μέχρι αργά το


Όσο κοιμόμουν

25

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

βράδυ. Μετά τις εννιά που είχε πια νυχτώσει, ελάχιστοι έμεναν στις ξαπλώστρες. Όμως οι δυο τους έμεναν και έπιναν το ποτό τους εκεί. Πίσω, στο background του μαγαζιού ακουγόταν ο κόσμος και η μουσική. Εκεί όμως υπήρχε σχετική ησυχία, τόση ώστε να ακούγεται το κύμα. Η θερμοκρασία έπεφτε σε υποφερτά επίπεδα και το φεγγάρι, μαζί με τα φώτα της πόλης, λαμπύριζαν πάνω στα νερά της θάλασσας. Απέναντι διακρίνονταν τα φώτα της Ναυπάκτου. Ήταν όμορφα. Πολύ όμορφα. Συζητήσεις επί συζητήσεων γίνονταν μεταξύ τους σε αυτό το ιδεώδες σκηνικό. Για τη δουλειά τους, για τους συναδέλφους, για τις ανησυχίες, τις φιλοδοξίες, τις γυναίκες και τους άντρες που τους ταλαιπωρούσαν. Άλλοτε πάλι υπήρχε σιωπή. Αυτή η σιωπή μεταξύ τους ήταν μια μυστική συμφωνία, δεν είχε ίχνος ντροπής ή αμηχανίας, δεν ένιωθε κανείς την ανάγκη να τη χαλάσει, είχε τη δική της ιδιαίτερη ομορφιά. Διαρκούσε μεγάλα χρονικά διαστήματα και την κοσμούσαν, κατά καιρούς, ο ήχος από τα παγάκια του τζιν-τόνικ ή το άναμμα του αναπτήρα. Όμως οι ξαπλώστρες αυτές ήταν σκληρές, πλαστικές και άβολες, μάλλον γι’ αυτό είχε πιαστεί και τον πονούσε και πάλι όλο του το σώμα. Η λεκάνη, τα δύο πόδια, το αριστερό χέρι, η πλάτη. Ναι, οι ξαπλώστρες ήταν πολύ άβολες και μάλλον είχε πιει και πολύ γιατί τώρα πονούσε και η κοιλιά του. Ένας πόνος στο αριστερό μέρος της κοιλιάς του που σταδιακά όλο και δυνάμωνε. Έπρεπε να σηκωθεί αλλά στην προσπάθειά του να κινήσει το σώμα του αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε καθόλου να ελέγξει το σώμα του. Κανένας μυς δεν υπάκουε και ο βήχας ξαναερχόταν. Ο ήχος του μόνιτορ ξαναερχόταν κι’ αυτός, το ίδιο ταχύκαρδος και υποξαιμικός. Τα αλάρμ χτύπαγαν όλα μαζί και ένα χέρι του χάιδεψε το μέτωπο. «Όλα πάνε καλά κύριε, όλα πάνε καλά». Σκατά! Σκατά! Τώρα κατάλαβε! Σκατά! Τι στο διάολο συνέβη; Πού σκατά βρίσκεται; Το παιδί πού είναι; Είναι καλά; «Γαμώ το κέρατό μου γαμώ!» Ένιωθε ότι θα εκραγεί, όταν στη φλέβα του ένας πόνος ταξίδεψε καθ’ όλη τη διαδρομή της. Ηρέμησε για λίγο αλλά πέντε λεπτά αργότερα τον ξύπνησε ο πόνος στην κοιλιά του. Τώρα ήταν δυνατότερος. Πολύ δυνατότερος και η ταχυκαρδία σημαντικότερη. Τι ειρωνεία! Τι ειρωνεία! Να βρίσκεται στην αντίπερα όχθη και να μην μπορεί να κάνει τίποτα για να βοηθήσει τον ίδιο του τον εαυτό! Ήταν ανεκδιήγητη αυτή η κατάσταση. Και πού σκατά βρισκόταν; Σε ποιού τα χέρια; Να ήταν σε κάποια Μονάδα; Και τι σκατά είχε συμβεί; Τι; Τι; Ούτε που μπορούσε πια να σκεφτεί, ο πόνος γινόταν ανυπόφορος. Δυο χέρια του ακουμπούσαν την κοιλιά, μαλάζοντάς την. Έλεος! Πρέπει να είχε


26

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φτάσει τις 150 σφύξεις, όλα τα αλάρμ χτυπούσαν ταυτόχρονα. Τα δύο χέρια τώρα έκαναν επίκρουση. Τι φριχτός πόνος! Σε λίγο ένα κρύο ζελέ πάνω στην κοιλιά του, παγωμένο. Άρχισε να τρέμει σύγκορμος από το κρύο έτσι όπως τον είχαν ξεσκεπάσει. Μέχρι που το γάργαρο υγρό στη φλέβα ξανάρθε για να του χαρίσει άλλα πέντε λεπτά ηρεμίας. Την επόμενη στιγμή ένιωσε κίνηση. Το μόνιτορ ηχούσε εκνευριστικά ακριβώς δίπλα στο αυτί του. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια, κατάφερε ένα ελάχιστο άνοιγμα. Επιτέλους, ένα παράθυρο στην πραγματικότητα! Η εικόνα ήταν θολή, πολύ θολή. Πάντως υπήρχε ένας τοίχος με μια οριζόντια μπλε λωρίδα. Ο τοίχος αυτός κινούνταν με μια κίνηση που του έφερνε ζαλάδα, ίσως και τάση για εμετό. Στο μπροστινό μέρος του κρεβατιού, μια μπλε ανθρώπινη φιγούρα. Αλλά πολύ θολή. Προσπάθησε να σταματήσει το βήχα. Κρύος, ξερός αέρας έμπαινε με βία στα πνευμόνια του, παρά τη θέλησή του. Προσπάθησε να συντονιστεί. Αδύνατον. Αυτό το κρύο ρεύμα αέρα του έφερνε βήχα. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήταν τόσο μα τόσο αδύναμος. Τόσο ανίκανος να βοηθήσει τον εαυτό του. Τόσο εξαρτημένος από τους γύρω του. Ήταν ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο. Ποτέ μέχρι τώρα, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, δεν ήθελε να εξαρτάται από κανέναν. Η μητέρα του τού έλεγε ότι από τότε που μίλησε έλεγε «μόνος, μόνος!» με νεύρο και επιμονή και δεν δεχόταν βοήθεια για τίποτα. Ούτε για να φάει ούτε για να πάει στο μπάνιο ούτε για να ντυθεί. Αλλά ακόμα και αν τα κατάφερνε μέτρια λόγω της νηπιακής ηλικίας του, η μητέρα του ενθάρρυνε πάντα την αυτονομία του. Της άρεσε, φαίνεται, η ιδέα να μεγαλώνει έναν άνθρωπο ανεξάρτητο, που δεν θα είχε ανάγκη από κανέναν και από τίποτα, που θα φρόντιζε τον εαυτό του –ακόμα και τους άλλους- χωρίς να επιβαρύνει κανέναν. Τι μπορεί άλλωστε να κάνει μια μητέρα που έρχεται αντιμέτωπη με έναν ήδη προκαθορισμένο χαρακτήρα; Με μια προσωπικότητα που κραυγάζει την ύπαρξή της από τη στιγμή της γέννησης με όποιο τρόπο μπορεί; Πράγματι, έτσι έγινε: ένας άνθρωπος αυτόνομος, ανεξάρτητος, που δεν είχε ανάγκη κανέναν και τίποτα. Ένας άνθρωπος μόνος. «Μόνος», όπως του άρεσε πολύ να λέει με πείσμα από τότε που μίλησε. Άλλωστε το ίδιο διαπίστωσε και με τον δικό του γιο. Από τη στιγμή που γεννήθηκε, είδε ένα νεογέννητο αδύνατο, νευρικό, με αγγελικό πρόσωπο, όρθια καστανά μαλλιά και μάτια ορθάνοιχτα, βλέμμα διαπεραστικό και περίεργο, βλέμμα που δεν άρμοζε καθόλου σε νεογέννητο. Γυρνούσε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά γεμάτος περιέργεια να ανακαλύψει το


Όσο κοιμόμουν

27

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

περιβάλλον γύρω του. Επεσήμανε κάθε επιθυμία του σθεναρά, εκεί που το κεντρικό νευρικό σύστημα των ολίγων μόλις ημερών, τον πρόδιδε και οι κινήσεις του δεν εξυπηρετούσαν τον σκοπό για τον οποίο προορίζονταν. Γι’ αυτό είχε ανάγκη να επικοινωνήσει γρήγορα και έτσι και έκανε. Μίλησε γρήγορα και καλά. Είχε ανάγκη να μπορεί να εκφράζει τις σκέψεις του. Άλλωστε είχε τόσα πολλά πράγματα να κάνει και ο χρόνος του φαινόταν τόσο λίγος. Και ο ύπνος, αχ αυτός ο αιώνιος αντίπαλος του χρόνου που έχει ο άνθρωπος για να διαθέσει σε ενδιαφέρουσες ασχολίες! Ήταν ένα παιδί δύσκολο, απαιτητικό, ιδιαίτερο, αλλά ούτε εκείνος ούτε η γυναίκα του μπορούσαν να κάνουν τίποτα περισσότερο, από το να συνοδεύουν την ανάπτυξή του με αγάπη και θαυμασμό. Η μυρωδιά του πτητικού αναισθητικού πλημμύρισε τα πνευμόνια του και ο κόσμος άρχισε και πάλι να μαυρίζει. Το μόνο που πρόλαβε να νιώσει ήταν το σίγουρο δεξί χέρι του αναισθησιολόγου κάτω από το σβέρκο του, το αγχωμένο αριστερό του χέρι να κρατά πεισματικά τον τραχειοσωλήνα και το καλώδιο του ηλεκτροκαρδιογραφήματος να ξεκολλάει από τη θέση του. Γλίστρησε στο χειρουργικό τραπέζι σαν παιδάκι που πέφτει ατσούμπαλα στο νερό από τη νεροτσουλήθρα, εντελώς ανήμπορος να ελέγξει την κίνησή του, απόλυτα εξαρτημένος από την επιτάχυνση της βαρύτητας. Προσπάθησε να ακούσει τις φωνές. Τι γλώσσα μιλούσαν; Ήταν γαλλικά ή ελληνικά; Δεν πρόλαβε όμως. Βυθίστηκε και πάλι στα στενά της Μυκόνου καθώς το νυστέρι άγγιζε απαλά και σίγουρα το αριστερό του υποχόνδριο. Ο αέρας σφύριζε ανάμεσα από τα σοκάκια, φέρνοντας μαζί τη μυρωδιά της θάλασσας. Δεκάδες τουρίστες από όλες τις χώρες στριμώχνονταν στα στενά σοκάκια. Κάποιοι ήταν απλοί τουρίστες με τις φωτογραφικές μηχανές που κρέμονταν από τον λαιμό τους και χάζευαν τα μαγαζιά με τα τουριστικά είδη και τα σουβενίρ. Κάποιοι «ελίτ» τουρίστες με εξεζητημένα ρούχα και πανάκριβα παπούτσια έβγαιναν με τσάντες από τις επώνυμες μπουτίκ. Κάποιοι έφηβοι, εκδρομείς από κάποιο σχολείο, έκαναν ουρές στο σουβλατζίδικο για ένα πιτόγυρο. Ο δεκαπεντάχρονος εαυτός του έτρωγε παγωτό μηχανής μαζί με τη μάνα του, η οποία με ενθουσιασμό προσπαθούσε να καλύψει ατελείωτα χρόνια οικογενειακής απομόνωσης. Είχε ζήσει τα δώδεκα πρώτα χρόνια του έγγαμου βίου της μέσα σε ένα σπίτι, από το οποίο μετά βίας τολμούσε να βγει, εξαιτίας της αφόρητης ζήλιας που ένιωθε ο άντρας της. Έπρεπε να πάρει μαζί της κάποιο από τα παιδιά της για να κάνει οποιαδήποτε κίνηση: να πάει στο σούπερ-μάρκετ, στο κέντρο της Αθήνας, στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς, ακόμα και στη δουλειά το απόγευμα.


28

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Άργησε πολύ να καταλάβει γιατί έπρεπε να συνοδεύει τη μάνα του σε κάθε της βήμα. Νόμιζε ότι ήταν ζήτημα υπερπροστατευτικότητας, αλλά δεν ήταν. Ήταν το αναγκαίο κακό, προκειμένου να διατηρεί την επαφή της με τον έξω κόσμο, χωρίς να δημιουργούνται προβλήματα. Πόση ειρωνεία επεφύλασσε η μοίρα γι’ αυτή τη δυναμική, ανεξάρτητη και αυτόνομη γυναίκα, που έζησε το πρώτο τέταρτο του αιώνα εργαζόμενη από τα παιδικά της κιόλας χρόνια, για να φροντίζει τον εαυτό της και την υπόλοιπη οκταμελή οικογένειά της. Τώρα ήταν δέσμια της αρρώστιας, του κατά τ’ άλλα υπέροχου άντρα της. Της ήταν αδύνατο να τον βλέπει να υποφέρει με όλο του το είναι, να είναι έρμαιο των αδηφάγων τεράτων που δημιουργούσε η νοσηρή φαντασία του. Ένιωθε ανώτερη, ανθεκτικότερη, δυνατότερη. Είχε πεισμώσει, είχε θυμώσει, είχε αγανακτήσει, είχε οικτίρει, είχε μισήσει τους ανθρώπους που είχαν δημιουργήσει αυτή του την αρρώστια. Στο τέλος η αγάπη της κυρίευσε τη λογική της και, σιγά σιγά, ξαναέπαιρνε τη ζωή της στα χέρια της. Η Μύκονος ήταν λοιπόν, μια από τις μικρές αλλά κλιμακούμενες επαναστάσεις της, που μετά από πολλά – πολλά χρόνια, θα θεμελίωναν μια κάποια ισορροπία στην οικογένεια. Γι’ αυτό το λόγο δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να της στερήσει τις χαρές που της έφερναν τα διαλείμματα ελευθερίας. Την άφηνε να ανακαλύπτει κάθε παραμικρή στάλα πραγματικότητας σαν το νήπιο που χαίρεται με οτιδήποτε μας φαίνεται ασήμαντο ή ακόμα και άσχημο. Είχε την ιδιότητα να χαίρεται με τα πάντα: με ένα καλό παγωτό μηχανής, με ένα νόστιμο φαγητό, με μια καθαρή θάλασσα, με ένα παράξενο βότσαλο, με ένα όμορφο φουστάνι, με έναν φρέσκο, ζεστό καφέ. Τίποτα δεν μπορούσε να της χαλάσει τη διάθεση σε αυτές τις μικρές εξορμήσεις της, όλα έπρεπε να είναι και ήταν τέλεια. Ο ίδιος ενθουσιασμός έπρεπε να κατακλύζει και την παρέα της και, αν αυτό δεν συνέβαινε, ήταν ικανή να κάνει τα πάντα προκειμένου να συμβεί. Τον ξύπνησε το κρύο νερό που έπεφτε στην κοιλιά του, ο ήχος της αναρρόφησης και της διαθερμίας, η μυρωδιά από το καμένο δέρμα. Τι να έκαναν άραγε; Σπληνεκτομή; Δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα, υπήρχε μόνο μια διάχυτη βουή από ανθρώπινες φωνές και μια χορωδία από υψίσυχνους ήχους διαθερμίας, παλμικού οξύμετρου, αλάρμ από αντλίες και από το μοτέρ από τις μπότες διαλείπουσας συμπίεσης. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του. Μάταια, ήταν κολλημένα με ταινία. Ύστερα προσπάθησε να κουνήσει το χέρι του: ήταν τόσο βαρύ και τόσο ανυπάκουο στη θέλησή του. Ύστερα μικρή ποσότητα κρύου υγρού κύλησε στο


Όσο κοιμόμουν

29

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δεξί μέρος του λαιμού του και το σώμα του ολόκληρο βάρυνε σαν ένας τόνος μολύβι.


30

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV Την επόμενη στιγμή, τα πάντα ήταν πιο ήσυχα. Η νοσηλεύτρια του μίλησε γλυκά: «Καλημέρα Κύριε Μακρή, είμαι η Αγγέλα, η νοσηλεύτρια που θα σας φροντίσει σήμερα. Με συγχωρείτε, θα σας ανοίξω λίγο τα μάτια». Του άνοιξε το βλέφαρο και έριξε πάνω στο μάτι του έντονο φως που τον τύφλωσε. Έπειτα έκανε το ίδιο και από την άλλη μεριά. «Κύριε Μακρή, ανοίξτε τα μάτια σας!» Προσπάθησε, μα δεν τα κατάφερνε, προσπάθησε ξανά με όλη του τη δύναμη, αλλά μάταια. Ύστερα ένιωσε δυο δάχτυλα μέσα στην παλάμη του, δυο ανθρώπινα, γυναικεία, ζωντανά δάχτυλα. «Σφίξτε μου το χέρι! Δυνατά, σφίξτε μου το χέρι». Πόσο θα ‘θελε στ’ αλήθεια να της έσφιγγε το χέρι, να της έσφιγγε το χέρι δυνατά, ήταν η πρώτη ανθρώπινη επαφή που είχε εδώ και πολύ καιρό και ήταν μια στιγμή που ήθελε ο χρόνος να σταματούσε. Δεν μπορούσε όμως, το χέρι του δεν υπάκουε. Τι τραγική ειρωνεία! Το σώμα του δεν λειτουργούσε υπό τις εντολές της θέλησής του. Είχε χάσει τον έλεγχο των κινήσεών του. Ήταν τετραπληγικός; Ή μήπως δεν είχε ακόμα κάψει το μυοχαλαρωτικό; Τι εφιάλτης! Τι εφιάλτης... Τι είχε συμβεί; Τι; Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα. «Κύριε Μακρή θα σας πονέσω λίγο τώρα», του είπε φωνάζοντας, όπως συνηθίζουν όλοι οι γιατροί και οι νοσηλεύτριες να μιλάνε στους αρρώστους, δυνατά και καθαρά, με απλά λόγια, σαν να απευθύνονται σε χαζούς ή κουφούς ή μικρά παιδάκια. Εκείνη την ώρα ένα μεταλλικό αντικείμενο πίεζε με δύναμη το νύχι του χεριού του και αργότερα, του ποδιού του. Όση δύναμη και αν έβαζε, δεν πρέπει να κατάφερε να κουνήσει ούτε ένα κύτταρο από το σώμα του, τόσο πολύ ήταν αδύναμος και βαρύς. Κατόπιν χαλάρωσε η πίεση που ένιωθε μονίμως μπροστά από το δεξί του αυτί, τι ανακούφιση! Χλιαρό σαπουνόνερο του χάιδεψε τα μάγουλα και έπειτα, ένας γνώριμος ήχος, μία γνώριμη αίσθηση: το ξυράφι του χάιδευε σχεδόν το μάγουλο. Τι όμορφα που ένιωθε, κάποιος άγιος άνθρωπος τον ξύριζε! Του είχε λείψει αυτός ο υπέροχος ήχος από την τρίχα που κόβεται καθώς περνά από πάνω της η λεπίδα. Πόση ευγνωμοσύνη ένιωθε γι’ αυτό. Έπειτα μια πετσέτα τον σκούπισε και το κορδόνι που έδενε το σωλήνα ξαναέσφιξε μπροστά από το αυτί του. Σε λίγο, πολλά χέρια τον πιάσανε ταυτόχρονα και τον γύρισαν στο πλάι. Τι φριχτός πόνος παντού, σε όλο το σώμα και τι βήχας. Άρχισε να βήχει ασταμάτητα και τα αλάρμ του αναπνευστήρα κουδούνιζαν μανιασμένα. Η


Όσο κοιμόμουν

31

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φωνή της Αγγέλας τον ησύχασε και πάλι: «Κύριε Μακρή κάνουμε την πρωινή σας τουαλέτα, σε λίγο τελειώνουμε» Και τότε δύο ζευγάρια χέρια άρχισαν να τον τρίβουν με πανάκια ποτισμένα με σαπουνόνερο, στην πλάτη, στα χέρια και στους γλουτούς. Ένα αδιάκριτο χέρι χώθηκε ανάμεσα στα πόδια του για να καθαρίσει τα κακά του. Τότε τα πάντα μύρισαν άσχημα. Πόση ντροπή ένιωθε που κάποιοι άνθρωποι έβλεπαν τα απόκρυφα μέρη του, τον φρόντιζαν και τον καθάριζαν. Ακόμα χειρότερα: ήταν υποχρεωμένοι να το κάνουν. Ήταν σαν να ξαναέβλεπε την εικόνα μπροστά του: δυο νοσηλεύτριες και μια βοηθός θαλάμου, με τις διάφανες, πράσινες ποδιές μιας χρήσης, με τα γάντια και με τις μάσκες. Οι δύο κρατούσαν τον άρρωστο στο πλάι για να μην πέσει προς τα πίσω, ώστε η άλλη να έχει την πίσω επιφάνεια του αρρώστου ελεύθερη. Η σιδερένια λεκάνη με το σαπουνόνερο, το πανάκι-γάντι που βούταγε μέσα στη λεκάνη και μετά έτριβε με μανία τον άρρωστο. Στο μεταξύ οι άλλες δύο κοιτούσαν αλλού. Από μέσα τους αγκομαχούσαν. Ο παράλυτος άρρωστος ήταν κουραστικός, σαν βαρίδι. Συχνά έκαναν σχόλια για το βάρος του. Τα άτομα που δεν τον φρόντιζαν προσπαθούσαν να μαντέψουν το βάρος και η υπεύθυνη νοσηλεύτρια που το ήξερε, τους έδινε την απάντηση. Αν είχαν πέσει κοντά ήταν χαρούμενες για την πείρα τους. Αν πάλι ήταν περισσότερο έδειχναν εντυπωσιασμένες και ευχαριστημένες που η υπερπροσπάθεια που κατέβαλαν για να τον μετακινήσουν ήταν δικαιολογημένη. Μερικές φορές περνούσε ο γιατρός, ο φυσικοθεραπευτής, ο ακτινολόγος, ο καθαριστής, ο νοσηλευτής του διπλανού αρρώστου και έπιαναν την κουβέντα. Γινόταν μια καθημερινή κουβεντούλα χωρίς νόημα και συχνά επαναλαμβανόμενη και έτσι η ώρα κυλούσε. Μέχρι τη στιγμή που ο άρρωστος γυρνούσε από την άλλη. Το βρώμικο σεντόνι τραβιόταν και πετιόταν με αηδία στο πάτωμα και το καθαρό τραβιόταν με δύναμη στη θέση του. Κανένας πια δεν έδινε σημασία στα αλάρμ που χτυπούσαν ανελέητα. Ο πόνος, η πίεση, οι σφύξεις, ο βήχας, αυτός ο απαίσιος βήχας. Μα αυτή η όψη δεν είχε σημασία. Ο άρρωστος ήταν ένα βαρύ αντικείμενο που έπρεπε να γυριστεί από τις δύο πλευρές και να καθαριστεί καλά. Η καθαριότητα αυτού του αντικειμένου ήταν το αντίκτυπο της δουλειάς της νοσηλεύτριας. Πόσο καλά ήξερε τη δουλειά της, πόσο καλά φρόντιζε τον άρρωστό της, πόσο λίγο περιθώριο άφηνε στους συγγενείς για σχόλια. «Θα αναρροφήσουμε τώρα τις εκκρίσεις», διέκοψε τις σκέψεις του τώρα η Αγγέλα με αυτοπεποίθηση, αλλά και έναν ελάχιστο τόνο απελπισίας στη φωνή της. Ωχ όχι, όχι αυτό... Τον αποσυνέδεσε, ο αναπνευστήρας έδινε


32

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πίεση στο τίποτα και ο υγρός και ζεστός αέρας ερχόταν προς το πρόσωπό του, ενώ το φίλτρο έσταζε νερό στο δέρμα του. Μετά το γαργαλητό στο λαιμό και η αίσθηση ότι πνίγεσαι. Θέλεις να βήξεις, αλλά δεν μπορείς να εισπνεύσεις αρκετή ποσότητα αέρα, οπότε βήχεις ασταμάτητα και αναποτελεσματικά κόντρα σε ένα σωληνάκι που σου κλείνει τη δίοδο. Και ο ήχος της αναρρόφησης, από την εμπειρία του, πρόδιδε πολλές και παχύρρευστες εκκρίσεις. Είχε και πνευμονία; Πόσο άσχημα ένιωθε που από παρατηρητής και θεραπευτής, τώρα έγινε ο ίδιος «το αντικείμενο». Από τη μία να ξέρει με κάθε λεπτομέρεια τι γίνεται και πώς και από την άλλη, να μην έχει αυτός τον έλεγχο ούτε να παίρνει αποφάσεις. Μα τι είχε συμβεί τέλος πάντων; Θα μάθαινε ποτέ; Θα θυμόταν; Ή μήπως θα πέθαινε πριν καταλάβει οτιδήποτε; Ή χειρότερα ακόμα, μήπως θα έμενε τετραπληγικός, σε ένα αναπηρικό καρότσι με στήριγμα για το κεφάλι του. Μήπως θα τρεφόταν για όλη την υπόλοιπη ζωή του από μια νηστιδοστομία; Μήπως θα είχε μόνιμο καθετήρα και πάνες; Θα επικοινωνούσε ποτέ ξανά με το περιβάλλον του; Το ήξεραν ότι τους αντιλαμβάνεται; Απελπισία και τρόμος... Έπειτα το απαλό γυναικείο χέρι της Αγγέλας του χάιδεψε στοργικά το κεφάλι, ήταν και πάλι άνθρωπος για εκείνη την πολύτιμη στιγμή. «Θα σας δώσω κάτι για να κοιμηθείτε τώρα». Λίγα λεπτά αργότερα, ο γλυκός πόνος της προποφόλης έκαψε το χέρι του και τον βύθισε στην παράξενη αίσθηση της πτώσης. Όπως έπεφτε μέσα στο κενό, προσγειώθηκε σε ένα ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι στη γειτονιά του. Με τον πατέρα του στην παραλία. Όταν ήταν με τον πατέρα του, όλα ήταν εύκολα. Ο χρόνος έρρεε με φυσικότητα. Η παραμικρή δραστηριότητα ήταν αυτή που έπρεπε. Από τη στιγμή που έκλειναν την πόρτα του σπιτιού πίσω τους και έμπαιναν στο αυτοκίνητο οι δυο τους, ήταν ελεύθεροι. Όλα ήταν όμορφα: η διαδρομή προς την παραλία, η εγκαταλελειμμένη από το τσίρκο καμήλα μπροστά από την καντίνα με τα λουκάνικα, δεμένη με ένα σκοινί από τον λαιμό. Οι πετσέτες τους βρίσκονταν ανέμελα στο πίσω κάθισμα, ξεραμένες από τον ήλιο, δίπλα από το πεταμένο σταυρόλεξο. Τα βραχάκια πάνω στα οποία κάθονταν, ήταν καλύτερα από την πιο άνετη ξαπλώστρα. Τα βοτσαλάκια που έριχναν προσπαθώντας να ρίξουν κάτω ένα ξύλο ή ένα τσίγγινο κουτί, ήταν το πιο φανταστικό παιχνίδι. Το σταυρόλεξο που έλυναν μαζί ήταν η πιο συναρπαστική πνευματική ενασχόληση. Το κρύο


Όσο κοιμόμουν

33

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

νερό που έπιναν ήταν το γλυκύτερο νέκταρ. Κάθε τι με τον πατέρα του ήταν μια σπουδαία ανακάλυψη, μια αποκάλυψη. Μετά από αυτά τα ευχάριστα διαλείμματα η ζωή επέστρεφε στο βασανιστικό της μονοπάτι. Εκεί που βασίλευε το σκοτάδι και η αβεβαιότητα, η καχυποψία και η ντροπή. Ο κόσμος ήταν ένα μεγάλο θέατρο με εχθρικές διαθέσεις. Όλοι: οι δάσκαλοι, οι συμμαθητές, οι οδηγοί, οι ταξιτζήδες, οι περαστικοί, οι συγγενείς. Όλοι ήταν ηθοποιοί σε αυτό το ανεκδιήγητο παιχνίδι της συμφοράς του. Η ζωή του ήταν ένα μαρτύριο, μια βασανιστική πορεία προς τον θάνατο, τη μόνη οδό που εγγυόταν τη λύτρωση, αλλά έμοιαζε ακόμα τόσο μακρινή και αργή. Οι ώρες του κυλούσαν μέσα στο υπνοδωμάτιό του, τον ιερό χώρο που αντιπροσώπευε τον κόσμο του ολόκληρο. Εκεί διάβαζε ώρες ατελείωτες, μέρα και νύχτα. Εκεί ζωγράφιζε, εκεί έγραφε, μα κυρίως, εκεί σκεφτόταν. Στο παιδικό του δωμάτιο, ξάπλωνε στο κρεβάτι του και έβαζε τα πόδια του ψηλά, κόντρα στη ντουλάπα. Κοιτούσε το παιδάκι στην αναπαράσταση της κουρτίνας του: τα ρούχα που φορούσε, τις μπότες του, το καπέλο. Το βλέμμα του παιδιού, ήταν ένα βλέμμα στο κενό, ένα βλέμμα χωρίς ελπίδα. Περπατούσε προς το τίποτα, άφοβο, μα και χωρίς ελπίδα. Αυτό το παιδάκι ήταν δυστυχισμένο, όπως και ο ίδιος. Ύστερα το βλέμμα του στράφηκε προς το φωτιστικό: μια λάμπα μέσα σε ένα μεγάλο, χάρτινο, μπεζ κύλινδρο και ο κύλινδρος αυτός περιστοιχισμένος από καμπυλωτές λωρίδες μπαμπού. Κάθε λωρίδα ήταν διαφορετική από την άλλη. Κάποια ήταν λίγο πιο ανοιχτή, κάποια πιο σκούρα, κάποια είχε μικρούς και ξανθούς ρόζους, άλλη έναν και μαυριδερό, ανάγλυφο. Στο γραφείο του υπήρχε μια καρέκλα από το ίδιο φθαρμένο μπαμπού. Σε ορισμένα σημεία της το βερνίκι είχε φύγει και οι ίνες του φυτού ξεπρόβαλλαν, όπως θα έκαναν αν βρίσκονταν στη φύση: ελεύθερες και άσχημες. Στην καρέκλα αυτή δεν καθόταν σχεδόν ποτέ. Καθόταν όμως πάντα εκεί η δασκάλα που του έκανε ιδιαίτερα στο γυμνάσιο. Η μόνη δασκάλα που αγάπησε και σεβάστηκε ποτέ. Την περίμενε πώς και πώς κάθε εβδομάδα για να της δείξει την καινούργια του εφεύρεση. Ύστερα τον μύησε στον υπέροχο κόσμο των επιστημών. Του μιλούσε για μαθηματικά, για φυσική, για χημεία και όλα αυτά μαζί της ήταν συναρπαστικά. Οι ασύλληπτες έννοιες του απόλυτου μηδενός, της μηδενικής βαρύτητας, του απόλυτου κενού, της ευκλείδειας γεωμετρίας, των μη πραγματικών αριθμών, όλες αυτές οι έννοιες που έδιναν μια μαγική


34

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σημασία στις επιστήμες, μόνο εκείνη μπορούσε να τις καταστήσει ενδιαφέρουσες. Ήταν μια ενδιαφέρουσα γυναίκα. Με το κοντό της μαλλί, το αθλητικό της παπούτσι, τα υπέροχα δώρα της, τις πολύπλευρες γνώσεις της, τις μουσικές της επιλογές. Τίποτα πάνω της δεν ήταν τυχαίο. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και μια υπέροχη δασκάλα και τη θυμόταν ακόμα με μεγάλη αγάπη.


Όσο κοιμόμουν

35

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V Άνοιξε τα μάτια του. Γύρισε το κεφάλι του δεξιά: ένα μεγάλο παράθυρο έδινε θέα σε κάτι δέντρα, ντυμένα με καλοκαιρινά φύλλα. Τα πάντα ήταν θολά, αλλά όσο περνούσε η ώρα η όρασή του προσαρμοζόταν στο έντονο φως της ημέρας. Έπειτα γύρισε το κεφάλι του αριστερά. Αρκετός κόσμος περνούσε από τον διάδρομο μπροστά του και απέναντι βρισκόταν ένα κρεβάτι με κάποιον άλλον ασθενή, ο οποίος ήταν καθιστός και φορούσε την αξιοπερίεργη μάσκα του μη επεμβατικού μηχανικού αερισμού, που εφαρμόζει στο ανθρώπινο πρόσωπο όπως μια κακοφορμισμένη μάσκα πιλότου. Στη θέση της την κρατάνε σε σφιχτή, αεροστεγή εφαρμογή, τέσσερα λάστιχα με πολλαπλές τρύπες, μία από τις οποίες ταιριάζει καλύτερα στον έναν από τους τέσσερις γάντζους της μάσκας. Τα πάνω λάστιχα πιέζουν τα ζυγωματικά και τις άκρες των βλεφάρων. Τα κάτω λάστιχα ακινητοποιούν τα μάγουλα, αφήνοντας παραλληλόγραμμα σημάδια. Στο πάνω μέρος της, η μάσκα αφήνει ένα μικρό κενό, ικανό να σπρώχνει κρύο και ξερό αέρα στα μάτια του τυχερού εξωγήινου, με κάθε αναπνοή. Λίγο αριστερότερα ήταν ένας υπολογιστής. Πίσω του κάθονταν δύο άτομα: ένας άντρας και μία γυναίκα. Ο άντρας ήταν μεγαλύτερος και φαινόταν να ηγείται της ομάδας. Ήταν ψηλός, πολύ ψηλός, φορούσε αθλητικά παπούτσια, ήταν ξανθός και είχε ένα πολύ συμπαθητικό πρόσωπο με διακριτικά γυαλιά. Η κοπέλα ήταν νεαρότερη, ίσως ειδικευόμενη, ψηλή και εκείνη, μελαχρινή και πάρα πολύ όμορφη. Εκείνη καθόταν στον υπολογιστή και πληκτρολογούσε, ενώ εκείνος την καθοδηγούσε με ευγένεια. Η κοπέλα του έκανε μια ερώτηση. Εκείνος έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. Κάθισε, έσκυψε λίγο μπροστά, ακούμπησε τον αγκώνα του στο γόνατό του και με το αριστερό του χέρι έβγαλε τα γυαλιά του. Με το δεξί έτριψε τα μάτια του, τα έκλεισε και άρχισε να σκέφτεται μουρμουρίζοντας. Εκείνη είχε γείρει ελαφρά προς το μέρος του, σαν να προσπαθούσε να αφουγκραστεί τις σκέψεις του. Άκουγε κάθε κουβέντα του με τεράστια προσοχή και έγνεφε θετικά. Ύστερα επαναλάμβανε αυτό που μόλις ειπώθηκε, για να σιγουρευτεί ότι το κατάλαβε. Είχε μια παράξενη, χαριτωμένη προφορά. Ύστερα ο μεγαλύτερος γιατρός σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος του, ενώ το μέγεθός του αυξανόταν καθώς περνούσε από δύο σε τρεις διαστάσεις κατά την προσέγγιση. Στην αρχή του προκάλεσε δέος. Έπειτα, έσκυψε προς το μέρος του, όπως πλησιάζουν οι ενήλικες τα μικρά παιδιά χαμηλώνοντας για


36

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

να έρθουν στο ύψος τους. Τον ακούμπησε στον ώμο φιλικά με μια ανθρώπινη τρυφερότητα και κατανόηση. Του συστήθηκε και του είπε πως ήταν ο επιμελητής που θα ασχολούνταν μαζί του σήμερα. Του είπε επίσης ότι είναι Σάββατο 11 Ιουνίου και ότι βρισκόταν στην Εντατική θεραπεία. Η ειδικευόμενη καθ’ όλο αυτό το διάστημα τον κοίταζε με θαυμασμό. Έπειτα συστήθηκε και εκείνη με τη σειρά της και του ανακοίνωσε ότι θα τον εξέταζε. Πήρε το στηθοσκόπιο που κρεμόταν πίσω από το κρεβάτι του, το φόρεσε στα αυτιά της και ξεκούμπωσε απαλά τα κουμπιά της μπλούζας του. Έβαλε από μέσα το στηθοσκόπιο και τον ακροάστηκε. Έπειτα του ξανακούμπωσε τα κουμπιά, ακροάστηκε την κοιλιά του και τον ψηλάφησε. Το αριστερό του υποχόνδριο πονούσε ακόμα. Έκανε έναν μορφασμό. Του ζήτησε συγγνώμη που τον πόνεσε και ύστερα ξαναγύρισαν και οι δύο πίσω από τον υπολογιστή τους. Η νοσηλεύτρια βγήκε από το γραφείο πίσω τους, κρατώντας έναν ορό στο ένα χέρι και ένα φίλτρο στο άλλο. Τους μιλούσε καθώς κρεμούσε τον ορό και τον συνέδεε στο three-way. Εκείνη την ώρα η συνομιλία τους διακόπηκε, από το τηλέφωνο του επιμελητή που χτύπησε με ringtone τη μουσική από το star wars. Απάντησε και άρχισε να απομακρύνεται καθώς μιλούσε με τον συνάδελφό του. Ταυτόχρονα χτύπησε και ένα εκκωφαντικό beeper. Η ειδικευόμενη το έβγαλε από την τσέπη της και ένα ελαφρό μειδίαμα σκέπασε τη στιγμιαία ταραχή της. Ήταν το καθημερινό πρωινό τεστ. Μετά κοίταξε προς το μέρος του επιμελητή της που απομακρυνόταν, με μια δόση απελπισίας στο βλέμμα της. Αναστέναξε τόσο διακριτικά, που μόνο ένα απαλό ρεύμα αέρα πέρασε μέσα από τα ρουθούνια της, τα οποία άνοιξαν διάπλατα, όπως συμβαίνει σε αυτούς που βιώνουν βαθιά και επαναλαμβανόμενη δυστυχία. Πόσο τη λυπήθηκε, φαινόταν τόσο μα τόσο απελπισμένη. Είχε καθίσει μπροστά στο πληκτρολόγιο και πάλι, περιμένοντας υπομονετικά τον επιμελητή της να γυρίσει από το τηλεφώνημά του. Πατούσε τα πλήκτρα νωχελικά, χωρίς θέληση. Ύστερα γύρισε και κοίταξε προς το κρεβάτι, σαν κάτι να σκεφτόταν, σαν κάτι να προσπαθούσε να θυμηθεί. Η σκιά του επιμελητή από πίσω της την ξύπνησε από τις σκέψεις της και τα μάτια της έλαμψαν. Κάθισε και πάλι δίπλα της και εκείνη ακολουθούσε με το βλέμμα της κάθε του κίνηση. Πόσο πραγματικά τη λυπόταν. Ο έρωτας ήταν πια για εκείνον μόνο μια μακρινή ανάμνηση ενός συναισθήματος πανίσχυρου, θυελλώδους, όμορφου και καταστροφικού συνάμα. Και εκείνη απέπνεε τόση


Όσο κοιμόμουν

37

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

καλοσύνη και τόση αθωότητα, που δεν μπορούσε παρά να του δημιουργεί οίκτο και συμπόνια. Η ειδικευόμενη στράφηκε προς τη νοσηλεύτρια και της ζήτησε μια ακτινογραφία θώρακος. Έπειτα κινήθηκαν προς τον επόμενο ασθενή. Η νοσηλεύτρια γύρισε με ένα μικρό πορσελάνινο γουδί με τα χάπια της νοσηλείας του, μέσα στο οποίο έριξε προσεκτικά νερό με μια πενηντάρα σύριγγα για γαστρικό σωλήνα, πίεσε με δύναμη τον πάτο στριφτά με το μικρό γουδοχέρι και ανακάτεψε τα φάρμακα, ώστε να φτιάξει ένα σχεδόν αδιάφανο υγρό μίγμα. Αναρρόφησε το μυστήριο μίγμα με την ίδια σύριγγα, την προσάρμοσε στο ρινογαστρικό σωλήνα αφού τον αποσυνέδεσε από την αναρρόφηση και άρχισε να πιέζει το έμβολο. Ένα κρύο ρεύμα υγρού διαπέρασε το δεξί του ρουθούνι, έπειτα το φάρυγγά του, τον οισοφάγο του, για να κατασκηνώσει τελικά στο στομάχι του, παγώνοντας το προσωρινό του κάμπινγκ και προκαλώντας ολιγόλεπτα ρίγη. Σε λίγο φάνηκε η καμηλοπάρδαλη – το φορητό μηχάνημα ακτινογραφιών, να ξεπροβάλλει αργά αλλά αποφασιστικά από την αυτόματη, συρόμενη πόρτα. Ο οδηγός της καμηλοπάρδαλης, ένας εξηντάρης, συμπαθητικός ακτινολόγος, χαιρέτησε με δυνατή φωνή τις νοσηλεύτριες, κρατώντας στο ένα χέρι την πλάκα περιτυλιγμένη με τον ειδικό πλαστικό σάκο και στο άλλο το μακρύ, χοντρό και στριφογυριστό καλώδιο της πρίζας του μηχανήματος: «Πού πάω;» Η φωνή της νοσηλεύτριας ακούστηκε μέσα από τον μικρό χώρο όπου ετοίμαζε τη νοσηλεία της: «σ’ εμένα Πέτρο, καλημέρα!» είπε και προσπάθησε να δείξει όσο μεγαλύτερο μέρος του προσώπου της επέτρεπε η ταυτόχρονη ενασχόλησή της, προκειμένου να έχει και κάποια οπτική επαφή με τον ακτινολόγο. «Στο τέσσερα, στον κύριο Μακρή» συμπλήρωσε. «Μισό λεπτό έρχομαι να σε βοηθήσω!» Ο Πέτρος ήδη έβαζε το μηχάνημα στην πρίζα και ξέστρωνε τα σεντόνια στο πάνω μέρος του κρεβατιού. Ύστερα ήρθε βιαστική η νοσηλεύτρια, σκούπισε τα χέρια πάνω στην ποδιά της με νευρικότητα και φόρεσε γρήγορα γρήγορα ένα ζευγάρι γάντια, προφανώς τεράστια για τα μικρά της χέρια. «Κύριε Μακρή θα βγάλουμε μια ακτινογραφία θώρακος» του είπε με δυνατή φωνή. «Είσαι έτοιμος;» απευθύνθηκε προς τον ακτινολόγο. «Έτοιμος» απάντησε εκείνος και αφού έπιασαν καθένας την πάνω άκρη του κατωσέντονου που αντιστοιχούσε στη μεριά του μέσα σε μια σφιχτή γροθιά, σήκωσαν με μια στιβαρή συγχρονισμένη κίνηση το πάνω μέρος του σώματός του, προκειμένου να γλιστρήσει η πλάκα κάτω από τον θώρακά του. Με αυτό το σήκωμα, ο τραχειοσωλήνας που κρατιόταν μόνο από μια χαλαρά δεμένη


38

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φακαρόλα, τραβήχτηκε προς τα έξω μαζί με το φουσκωμένο cuff, προκαλώντας έτσι ένα βήχα και μια αίσθηση πνιγμονής. Τον άφησαν πάλι κάτω ώστε να ακουμπήσει ο θώρακάς του πάνω στη σκληρή πλάκα. Ο Πέτρος έλεγξε, αγκαλιάζοντάς τον με τα δυο του χέρια, αν η πλάκα είναι καλά βαλμένη. Ύστερα πλησίασε την καμηλοπάρδαλη, τράβηξε το κεφάλι της από τον πτυσσόμενο λαιμό και εστίασε πάνω στα σεντόνια τον φωτεινό σταυρό του. Φόρεσε πρόχειρα τη μολύβδινη ποδιά που ήταν απλωμένη πάνω στο μηχάνημα, πήρε το κουμπί στο χέρι και φώναξε: «ακτινογραφίααα!». Σε απάντηση αυτής της μαγικής προσταγής, κάθε άτομο που βρισκόταν στο χώρο έδειχνε με τη συμπεριφορά του τη σχέση του με την ακτινοβολία. Άλλοι φοβούνταν και παρατούσαν ό,τι έκαναν ώστε να απομακρυνθούν όσο περισσότερο γίνεται, μιας και η ακτινοβολία ήταν γι’ αυτούς ο αόρατος εχθρός που συνδεόταν με πλήθος τραγικών συνεπειών, όπως καρκίνος, αποβολές, υπογονιμότητα. Όλες οι ιστορίες που είχαν ακούσει από συναδέλφους που αποδίδονταν, δίκαια ή άδικα, στην έκθεσή τους στην ακτινοβολία, παρέλαυναν στον εγκέφαλό τους με ταχύτητα φωτός με το άκουσμα της λέξης «ακτινογραφίααα». Άλλοι πάλι, συνέχιζαν πεισματικά τη δουλειά τους μέχρι να την ολοκληρώσουν, διότι τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό για αυτούς από αυτό που έκαναν εκείνη τη στιγμή και όλα τα άλλα μπορούσαν να περιμένουν. Ακόμα και αν επρόκειτο για τα δύο δευτερόλεπτα που αρκούν για να πατηθεί το κουμπί και να ακουστεί το μακρόσυρτο «μπιιιπ». Η σκηνή του σηκώματος επαναλήφθηκε για να βγει η πλάκα από κάτω του, προκαλώντας και πάλι το τράβηγμα του σωλήνα, ενώ η νοσηλεύτρια, αφού έστρωσε και πάλι βιαστικά τα σεντόνια, γύρισε προς το μέρος του, του χάιδεψε στοργικά το κεφάλι και του είπε: «τελειώσαμε κύριε Μακρή» και απομακρύνθηκε ξανά. Άραγε πώς την έλεγαν; Δεν ήταν η Αγγέλα. Τούτη εδώ ήταν νευρική, σχεδόν νευρωτική, αδύνατη με τις φλέβες από τα χέρια της να πετάγονται φουσκωμένες και ταλαιπωρημένες. Οι κινήσεις της ήταν γρήγορες και πρόδιδαν τελειομανία και άγχος, πολύ άγχος. Πώς να ήταν η ζωή της; Τι ηλικία να είχε; Σαράντα ίσως; Είχε οικογένεια και παιδιά; Πώς ήταν το σπίτι της; Προσπάθησε να τη φανταστεί με πολιτικά: ήταν μελαχρινή, με μαύρα μαλλιά, όμορφα μαύρα μάτια βαμμένα με μολύβι και μάσκαρα. Η μύτη της ήταν μεγάλη και κάπως γαμψή και αυτό της χάριζε μια ιδιαίτερη


Όσο κοιμόμουν

39

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φυσιογνωμία. Τα μάγουλά της ήταν λιπόσαρκα και βούλιαζαν μέσα από τα ζυγωματικά της. Η κατατομή του προσώπου και τα χρώματά της έδιναν την εντύπωση μεσοανατολικής ή αραβικής καταγωγής. Προσπάθησε να τη φανταστεί στο σπίτι της, με τζην, κοντομάνικο απλό μπλουζάκι και παντόφλες, να ετοιμάζει φαγητό. Φαντάστηκε ότι είχε δυο παιδιά, σχολικής ηλικίας, τα οποία έτρεχαν στο σπίτι κάνοντας φασαρία, ενώ εκείνη αγχωμένη, καθάριζε καρότα και έπειτα έστρωνε το τραπέζι. Ο χρόνος την κυνηγούσε και τα παιδιά έπρεπε να φάνε, να κάνουν τα μαθήματά τους και να τα αφήσει με το αυτοκίνητο στην πισίνα, στον δρόμο της για τη δουλειά. Φαντάστηκε τον άντρα της να την παίρνει τηλέφωνο από τη δουλειά, για να μάθει τι κάνει η οικογένειά του, ενώ εκείνη προσπαθούσε να του μιλήσει όσο γίνεται γλυκύτερα, έχοντας το τηλέφωνο σφηνωμένο ανάμεσα στο αυτί και τον ώμο της, ενώ με τα χέρια της κουβαλούσε δύο ποτήρια νερό για να τα ακουμπήσει πάνω στα σουπλά των παιδιών της. Η ίδια θα έτρωγε κάτι ίσως αργότερα, τώρα δεν προλάβαινε. Έπρεπε να τρέξει επάνω να κάνει ένα ντουζάκι όση ώρα τα παιδιά θα έτρωγαν, για να είναι έτοιμη να φύγει απ’ ευθείας. Τα παιδιά είχαν φάει, εκείνη έχοντας ήδη βάλει το μπουφάν της έβαζε τα βρώμικα πιάτα στο πλυντήριο και τα παιδιά, έβαζαν κι αυτά τα μπουφάν και τις μπότες τους μπροστά από την πόρτα της εξόδου, μιλώντας και γελώντας δυνατά. Η πόρτα κλείδωσε πίσω τους στο σπίτι, έπειτα στο αυτοκίνητο και τέλος στο ντουλάπι των αποδυτηρίων του νοσοκομείου όπου είχε καταφέρει να φτάσει στην ώρα της. Ντυμένη πια με την ποδιά της νοσηλεύτριας, μια νέα περιπέτεια ξεκινούσε και απόψε.


40

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI Υπολόγιζε ότι πρέπει να βρισκόταν στη Μονάδα πολύ καιρό. Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσο. Ο ήχος από το μόνιτορ ήταν πια ένα μόνιμο βουητό, που είχε αντικαταστήσει τους φυσιολογικούς θορύβους που ο άνθρωπος θεωρεί βασικούς ήχους, όπως οι ομιλίες, το πέρασμα ενός αυτοκινήτου, το γάβγισμα ενός σκύλου, ο εξαερισμός του μπάνιου. Μόλις που μπορούσε να μετακινήσει τα μέλη του. Στο αριστερό του χέρι είχε ένα φλεβοκαθετήρα στερεωμένο με έναν σφιχτά δεμένο επίδεσμο. Στο δεξί του χέρι είχε έναν αρτηριακό καθετήρα με ένα μαλακό διάφανο επίδεσμο που ήταν λίγο ξεκολλημένος στη μία άκρη του. Στο στήθος του είχε τα ηλεκτρόδια του ηλεκτροκαρδιογραφήματος, εκ των οποίων το πράσινο ήταν χαμηλά, στερεωμένο πάνω σε τρίχες που τραβιούνταν κάθε φορά που το καλώδιο τέντωνε. Ο δείκτης του δεξιού του χεριού ήταν πιασμένος με το μανταλάκι του οξύμετρου και ήταν μονίμως ζεστότερος από τα υπόλοιπα δάχτυλά, που ήταν πρησμένα. Τα πόδια του, απ’ όσο μπορούσε να δει, ήταν κι αυτά πρησμένα. Ένιωθε μονίμως ότι θέλει να κατουρήσει, οπότε πρέπει να είχε ουροκαθετήρα. Σίγουρα είχε ουροκαθετήρα. Πολλές φορές το πουλί του τον έτσουζε φριχτά, όταν ο καθετήρας τραβιόταν την ώρα της πρωινής τουαλέτας, που τον γύριζαν διαδοχικά στα δύο πλάγια. Του ήρθε η εικόνα από τα αρχίδια των αντρών που νοσηλεύονταν πολύ καιρό στη μονάδα. Όλοι είχαν κάτι γιγάντια πρησμένα αρχίδια και το καθετηριασμένο πουλί τους φάνταζε ένα μικρό κερασάκι στην κορυφή αυτής της τεράστιας τούρτας με κοτσάνι τον κίτρινο καθετήρα. Άραγε πώς ήταν τα δικά του αρχίδια; Αν έκρινε από το οίδημα που είχε στα χέρια και τα πόδια του θα πρέπει να είχε κατακρατήσει πολλά λίτρα νερό. Οπότε προφανώς θα ανήκε και αυτός στην κατηγορία «τριχωτή τούρτα από αρχίδια». Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Στη Μονάδα όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν ίδιοι. Είναι λίγο σαν τα playmobil. Οι άντρες όλοι ξυρισμένοι, με ένα σωλήνα στο στόμα, όλοι με την ίδια πουκαμίσα του νοσοκομείου, με γιγάντια αρχίδια και γιγάντια άκρα. Νέοι ή γέροι, όλοι το ίδιο. Οι γυναίκες όλες καχεκτικές, με την ίδια πουκαμίσα, αξύριστα πόδια, άβγαλτα φρύδια και μουστάκια και αυτή την κλασική κοτσίδα που έφτιαχναν οι νοσηλεύτριες και στερέωναν με μια φακαρόλα.


Όσο κοιμόμουν

41

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Όλα όσα έκαναν οι άνθρωποι πριν βρεθούν στη Μονάδα προκειμένου να είναι αυτοί που είναι ακυρώνονταν με μιας. Τα ρούχα, το χτένισμα, τα γυαλιά, τα κοσμήματα, οι τεχνητές οδοντοστοιχίες, τα μουστάκια ή τα μούσια, όλα ήταν άκυρα. Καθένας μέσα σε λίγες μέρες βρισκόταν στη βασική ανθρώπινη μορφή του, γυμνός και απογυμνωμένος από κάθε διακριτικό στοιχείο που τον καθιστούσε μοναδικό και ξεχωριστό. Κανένας δεν ήταν πια ο Γιάννης, ο Μάριος, η Ανδριάνα, που αν τους έβλεπες στο δρόμο θα τους ξεχώριζες και θα έλεγες: «Α! Ο Γιάννης/ ο Μάριος/ η Ανδριάνα!». Ήταν όλοι playmobil. Φρικιαστικά και άσχημα playmobil. Θυμήθηκε την κοπέλα που είχε νοσηλεύσει κάποτε με ARDS από τον ιό της γρίπης H1N1. Ήταν μια αδιάφορη, στρουμπουλή και ασπριδερή κοπελίτσα με όψη πάσχουσας. Με τη μάσκα CPAP κολλημένη στο πρόσωπό της τις περισσότερες ώρες της ημέρας προκειμένου να γλιτώσει τον σωλήνα και τα λάστιχα της μάσκας να συμπιέζουν τα στρουμπουλά της μάγουλα. Όταν την είδε στον όροφο μετά από λίγες μέρες να περπατάει στον διάδρομο, δυσκολεύτηκε να την αναγνωρίσει. Αν δεν έσερνε μαζί της το στατό με τον ορό θα ήταν σίγουρος ότι ήταν επισκέπτρια και όχι ασθενής. Είχε όμορφα ξανθά μαλλάκια, γλυκό πρόσωπο με ωραία βαμμένα μάτια, ροδοκόκκινα μάγουλα και δεν ήταν καν στρουμπουλή! Ήταν μια όμορφη νέα κοπέλα. Το ίδιο συνέβη και με τον νεαρό που νοσήλευε μετά από καρδιακή ανακοπή, ύστερα από πνιγμό που είχε υποστεί κάνοντας ψαροτούφεκο. Ο φίλος του με τον οποίον έκαναν μαζί ψαροτούφεκο, του έκανε μαλάξεις και αναπνοές επί 45 λεπτά πριν φτάσουν στα επείγοντα του νοσοκομείου. Κανείς δεν πίστευε ότι θα επιβίωνε από αυτή τη δοκιμασία. Και όμως κατάφερε να ανακτήσει πλήρως όλες τις ζωτικές λειτουργίες του σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και σε τρεις ημέρες, βρισκόταν αποσωληνωμένος και χωρίς καμία υποστήριξη στην Παθολογική Κλινική. Λίγους μήνες μετά πέρασε από τη Μονάδα για να χαιρετήσει και να ευχαριστήσει το προσωπικό. Έξω από το βασικό διάδρομο ξεπρόβαλλε με διακριτικότητα ένας πανύψηλος νεαρός άντρας με το τζην, τις μπότες του και ένα δερμάτινο τζάκετ. Στην αρχή τον θεώρησε από τους κλασικούς χαμένους που με κάποιο τρόπο είχαν μπει στη Μονάδα και δεν ήξεραν πώς να ξαναβγούν. «Γιατρέ δεν με θυμάσαι;» Δεν τον θυμόταν. «Πριν τρεις μήνες νοσηλευόμουν εδώ μετά από πνιγμό». Ε όχι! Απίστευτο! Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αναγνωρίσει αν δεν του έλεγε ποιος ήταν και για ποιο λόγο νοσηλεύτηκε.


42

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τις σκέψεις του διέκοψε ένας διάλογος που ακουγόταν λίγα μέτρα μακριά ανάμεσα στη νεαρή ειδικευόμενη και τη γραμματέα της μονάδας. Η γραμματέας ήταν μια 45άρα με τρία παιδιά, με παραπανίσια κιλά, μεσογειακής καταγωγής που μιλούσε δυνατά και παραπονιόταν για τη συζυγική και οικογενειακή ζωή της. Η μεγαλύτερη κόρη της ήταν μια εικοσάχρονη κακομαθημένη, που όχι μόνο δεν τη βοηθούσε στο σπίτι, αλλά κατηγορούσε επιπλέον τη μάνα της για ψυχαναγκαστική συμπεριφορά. Ο μικρότερος γιος της ήταν έξι χρονών, στο άνθος της ενεργητικότητάς του και τη βασάνιζε κάθε φορά που ήταν η ώρα να πάει για ύπνο. Ο άντρας της ήταν ο συνήθης μεσογειακός τύπος του καναπέ και της εφημερίδας. Τα πάντα περνούσαν από τα χέρια της και είχε απηυδήσει. Η νεαρή ειδικευόμενη την άκουγε με έκπληξη και κουνούσε το κεφάλι με συγκατάβαση. Η γραμματέας συνέχισε λέγοντας ότι θα προτιμούσε να είχε παντρευτεί έναν άντρα από τη σημερινή γενιά, που βοηθάει τη γυναίκα στο σπίτι και κάνει όλες τις δουλειές. Η ειδικευόμενη της είπε τότε, ότι παρ’ όλα αυτά οι γυναίκες έχουν ένα είδους μαζοχισμό μέσα τους, που τις κάνει να μην ελκύονται σεξουαλικά από τον τύπο του άντρα που κάνει όλες τις δουλειές στο σπίτι, αλλά από τον μάτσο, μεσογειακό τύπο. Η γραμματέας συμφώνησε γελώντας. Η γιαγιά του λίγα χρόνια πριν πεθάνει του είχε μιλήσει για τις γυναίκες. Του είχε αποκαλύψει πολλά μυστικά της γυναικείας φύσης με διηνεκή χαρακτήρα που συναντούσε από καιρού εις καιρόν στις διάφορες κοινωνικές συζητήσεις, και που επιβεβαίωναν την ογδοντάχρονη σοφία της. Ο διάλογός τους ήταν μια γλυκιά ανάμνηση στην οποία ανέτρεχε συχνά, όταν τα βασανιστικά ερωτήματα της αδιερεύνητης γυναικείας ψυχής του έσπαγαν το κεφάλι: — Αγαπάς τις γυναίκες; — Τις αγαπάω αλλά μου σπάνε τα νεύρα ώρες-ώρες. — Ξέρεις γιατί αγαπάς τις γυναίκες; — Γιατί; — Γιατί οι γυναίκες σου ομορφαίνουν τη ζωή. Χωρίς τις γυναίκες η ζωή σου θα ήταν πληκτική. Οι γυναίκες είναι η συμμαθήτρια στο δημοτικό που σου κολλούσε αυτοκόλλητα με λουλουδάκια και καρδούλες στα τετράδια. Είναι η μαμά σου που σου αγοράζει φανταχτερά χρωματιστά πουλόβερ. Είναι η γυναίκα σου που διακοσμεί το σπίτι σου με βάζα και ασημικά. Είναι η κόρη που σου χαρίζει ζωγραφιές με ουράνια τόξα. Σε ενοχλούν γιατί σε βγάζουν από τη μίζερη κανονικότητά σου, όμως χωρίς αυτές η ζωή σου θα ήταν


Όσο κοιμόμουν

43

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άχρωμη. Τα τετράδιά σου θα ήταν σκέτο μπλε και τα ρούχα σου μονότονα. Το σπίτι σου θα είχε μόνο τα βασικά για την επιβίωση και δεν θα έμοιαζε με σπίτι. Χωρίς αυτές η καρδιά σου θα ‘ταν ασπρόμαυρη. — Συμφωνώ με όλα αυτά, αλλά έχουν ένα μεγάλο τίμημα: οι άντρες κάνουν τα πάντα για να ευχαριστήσουν μια γυναίκα και αυτή, μια ωραία πρωία τους προδίδει με το χειρότερο τρόπο. Γιαγιά, συγγνώμη που θα στο πω, αλλά οι γυναίκες είναι όντως πουτάνες. — Δεν θα διαφωνήσω μαζί σου. Οι γυναίκες δεν διαφέρουν σε τίποτα από τα μικρά κοριτσάκια, που θέλουν πάντα να γίνεται το δικό τους και είναι ικανές να κάνουν οτιδήποτε για να το αποκτήσουν. Επίσης, ελκύονται από τα φανταχτερά αντικείμενα, όπως οι πεταλούδες από το φως. Όμως, στην πραγματικότητα, αυτά που θέλουν από έναν άντρα είναι λίγα και απλά. Αν κάνεις αυτά, η γυναίκα μπορεί να γίνει σκλάβα σου για πάντα και ούτε που θα σκεφτεί ποτέ να γυρίσει αλλού το βλέμμα της. — Μη με σκας γιαγιά, πες τα! — Σου είπα, οι γυναίκες είναι σαν τα μικρά κοριτσάκια: χρειάζονται να νιώθουν ότι τις αγαπάς όπως και αν είναι και ό,τι και αν κάνουν. Να τις αγαπάς, να τις παίρνεις αγκαλιά και να τις χαϊδεύεις σαν να ήταν παιδάκια, όποια ηλικία και αν έχουν. Να τους λες γλυκά λόγια, να τους λες ότι είναι όμορφες, να είσαι τρυφερός μαζί τους. Να νιώθουν πριγκίπισσες. Επίσης χρειάζονται προστασία, να νιώθουν ασφαλείς. Πρέπει όταν είσαι μαζί τους, τίποτα να μη μπορεί να τους κάνει κακό. Να νιώθουν ότι θα έκανες τα πάντα για να τις προστατεύσεις. Από την άλλη πρέπει να νιώθουν ότι τις έχεις ανάγκη και εσύ, ότι εκτιμάς αυτά που κάνουν για σένα. Τίποτα δεν λειτουργεί καλύτερα από το θετικό κίνητρο. Αν της πεις ότι αυτό που μαγείρεψε είναι νόστιμο, την επόμενη φορά θα το κάνει καλύτερο και θα φτιάξει και άλλα περισσότερα. Και πάνω απ’ όλα πρέπει να είναι ευχαριστημένες στο κρεβάτι παιδί μου. Πρέπει να τους δίνεις αυτό που θέλουν. Η γυναίκα που νιώθει ότι τη θέλεις και είναι ευχαριστημένη στο κρεβάτι ξέρεις τι θα κάνει; — Τι; — Τι σου έλεγα πριν για το θετικό κίνητρο; Τίποτα δεν ακούς! Θα κάνει τα πάντα για να ευχαριστήσει εσένα! Θα σε φροντίζει όπως ξέρουν να φροντίζουν οι γυναίκες. Οι γυναίκες που αγαπούν τον άντρα τους τον φροντίζουν σαν να ήταν παιδί τους. Καλύπτουν τις ανάγκες του όποιες και αν είναι αυτές. Από το φαγητό, τον ύπνο και τα ρούχα μέχρι τις πιο έξαλλες σεξουαλικές του φαντασιώσεις.


44

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

— Δηλαδή μου λες μ’ άλλα λόγια ότι πρέπει να τους κάνουμε όλα τα χατίρια για να μη μας κερατώνουν και να συμπεριφέρονται όπως πρέπει. — Όχι βέβαια! Όταν πρέπει να τη φρενάρεις, θα τη φρενάρεις. Αλλά πώς; Αυστηρά αλλά και γλυκά, σαν τα μικρά κοριτσάκια. Να ξέρει ότι όταν λες «όχι» είναι «όχι», αλλά να μη νιώθει ότι έκανε κάτι κακό. — Δηλαδή οι γυναίκες θέλουν τον πατέρα τους; — Στα απλά καθημερινά πράγματα που αφορούν τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες θα είσαι ο γιος τους. Όλες οι γυναίκες έχουν μια μανούλα μέσα τους και τους αρέσει να τη βγάζουν όταν τους δίνεται η ευκαιρία. Στα πολύπλοκα και σοβαρά θέματα που αφορούν την ασφάλεια και την οικονομία, θα είσαι ο πατέρας τους. Δεν θα είσαι όμως μίζερος και τσιφούτης! Μια ζωή έχετε και πρέπει να τη ζήσετε καλά. Στο κρεβάτι πρέπει να είσαι ο γκόμενος, ο άντρας που την κάνει να θέλει να μείνει ξύπνια όλη νύχτα μαζί του. Και μετά, αμέσως μετά, πρέπει να ξαναγίνεσαι ο πρίγκιπας της. Γιατί αλλιώς νιώθει βρώμικη. — Μια ο πατέρας της, μια ο γιος της, μια ο γκόμενός της! Παράξενα μας τα λες γιαγιά... — Δεν στα λέω καθόλου παράξενα αγόρι μου. Έτσι είναι τα πράγματα και έτσι ήταν πάντα. Εκατοντάδες γενιές ανθρώπων έχουν περάσει σε τούτη τη γη και τίποτα δεν άλλαξε. Η φύση του ανθρώπου δεν αλλάζει. Και εσύ θα παίρνεις άλλο ρόλο ανάλογα με την περίσταση και εκείνη. Δεν αλλάζεις κάτι, τις ίδιες σου τις πτυχές βγάζεις στην επιφάνεια. Απ’ όλα έχεις μέσα σου: και το μικρό αγοράκι και τον πάτερ φαμίλια και τον σούπερμαν και τον Γκουσγκούνη και τον πρίγκιπα Γουίλιαμ. — Χαχαχα βρε γιαγιά πλάκα έχεις! Και αυτή; Ποιους ρόλους παίζει αυτή; — Δεν «παίζει» κανέναν ρόλο. Και εκείνη τις δικές της πτυχές θα βγάζει κάθε φορά. Τη μια θα είναι η μάνα σου, την άλλη θα είναι η Μπάρμπι. Τη μια θα είναι η Τσιτσιολίνα σου και την άλλη θα είναι η Νταϊάνα. Όμως, πρέπει να ξέρεις, όλα αυτά είναι και μια μεγάλη ευθύνη για σένα. Από τη στιγμή που η γυναίκα γίνεται δικιά σου, μπορεί να ανεχτεί πολλά πράγματα, χωρίς να νοιάζεται για τον εαυτό της. Η γυναίκα που αγαπάει έναν άντρα, δεν τη νοιάζει αν αυτός ξενοπηδάει, παίζει, πίνει, τη χτυπάει. Νομίζει ότι φταίει αυτή. Γι’ αυτό πρόσεχε να είσαι σωστός και όχι μαλάκας. Για πολλοστή φορά κατά τη διάρκεια αυτού του διαλόγου η γιαγιά του τον σόκαρε με το λεξιλόγιό της. Ήταν πράγματι μια ασυνήθιστη γιαγιά η κυρά Βαγγελιώ. Δεν είχε γνωρίσει όμοιά της. Είχε μεγαλώσει τον πατέρα του μόνη


Όσο κοιμόμουν

45

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

της στο εξωτερικό, όπου δούλευε ως γιατρός και εκείνη. Ήταν άνθρωπος σκληρός μα και γεμάτη αγάπη για τον συνάνθρωπό της. Ο γιος της και ο εγγονός της ήταν ο κόσμος της όλος. Θα μπορούσε να κάνει τα πάντα γι’ αυτούς τους δύο άντρες της ζωής της. Ήταν ταυτόχρονα και από τα πιο καταθλιπτικά άτομα που είχε γνωρίσει. Δεν πίστευε σε τίποτε και δεν ήλπιζε τίποτε. Δεν είχε ούτε Θεό ούτε ιερό ούτε όσιο. Είχε μόνο αγάπη, αληθινή αγάπη και αξιοπρέπεια. Αξιοπρέπεια στη ζωή, αξιοπρέπεια και στον θάνατο. Δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν, δεν υποχρέωσε κανέναν να κάνει κάτι που δεν ήθελε, δεν ζητούσε ποτέ βοήθεια. Τα έβγαζε θαυμάσια πέρα μόνη της, μέχρι την τελευταία της μέρα. Όταν διαγνώστηκε με καρκίνο του παγκρέατος στα 82 της, τακτοποίησε τα πάντα με τους δικηγόρους και τους συμβολαιογράφους της. Κληροδότησε στον γιο και στον εγγονό της τα λίγα περιουσιακά της, ξεπλήρωσε τα δάνειά της μέχρι δεκάρας, τους λογαριασμούς της, διέκοψε τον λογαριασμό του κινητού της και τις ασφάλειές της, εξουσιοδότησε τους δικηγόρους της να ασχοληθούν με οποιαδήποτε εκκρεμότητα θα απέμενε και μπορεί να είχε παραβλέψει. Κανόνισε με το γραφείο κηδειών την αποτέφρωσή της. Απαγόρευσε να τελεστεί οποιαδήποτε θρησκευτική τελετή για τον θάνατό της. Δεν άφησε καμία υποχρέωση πίσω της, καμία διαδικασία για να χειριστεί η οικογένειά της. Μια μέρα πριν αυτοκτονήσει πέρασε και χαιρέτησε τον γιο και τον εγγονό της. Τους, αγκάλιασε, τους φίλησε και τους είπε να μη στεναχωριούνται. Τους έβαλε να υπογράψουν ένα πιστοποιητικό θανάτου με την ημερομηνία της επόμενης ημέρας. Τους άφησε τα κλειδιά του σπιτιού της. Έπειτα γύρισε στο σπίτι της και κοιμήθηκε. Το επόμενο πρωί, πήρε τηλέφωνο το γραφείο κηδειών και τους είπε να περάσουν σε μία ώρα. Είχε βάλει δύο ροζ φλεβοκαθετήρες, έναν σε κάθε πόδι. Κάθισε στο κρεβάτι της και πήρε τις δύο σύριγγες. Η μία είχε πεντοθάλη και η άλλη μορφίνη σε γενναίες ποσότητες. Πρόλαβε να τις ενέσει γρήγορα γρήγορα και να ξαπλώσει. Οι άνθρωποι του γραφείου τη βρήκαν χαμογελαστή και παγωμένη. Οι στάχτες της βρίσκονται στο γραφείο του πατέρα του, δίπλα σε μια φωτογραφία που είναι και οι τρεις τους, ξένοιαστοι και χαμογελαστοί σε καλοκαιρινές διακοπές στην Πάρο.


46

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII Το πρωί άνοιξε τα μάτια του για να δει ότι περιτριγυριζόταν από δύο γιατρούς με χειρουργική μπλούζα, σκούφο και μάσκα και μία νοσηλεύτρια που φορούσε και εκείνη σκούφο και μάσκα. Πίσω από το κρεβάτι του ακόμα μια νοσηλεύτρια. Ήξερε τι σήμαιναν όλα αυτά μα δεν ήθελε να το δεχτεί με τίποτα. Οι σφύξεις του ανέβηκαν μονομιάς. Η μία από τις δύο νοσηλεύτριες του ανέβασε το κεφάλι για να βάλει έναν ορό κάτω από τον αυχένα του. Τώρα έβηχε ασταμάτητα έτσι όπως ο σωλήνας είχε μετακινηθεί, από την καινούργια θέση του κεφαλιού σε υπερέκταση. Τα ηλεκτρόδια του καρδιογραφήματος ξεκόλλησαν μαζί με τις τρίχες του για να ξαναμπούν σε πιο χαμηλή θέση. Ο καθετήρας της αρτηρίας του τραβήχτηκε, προφανώς για να πάρουν αίμα για αέρια. Τον τελευταίο καιρό οι νοσηλεύτριες δυσκολεύονταν να πάρουν αίμα από την αρτηρία και έπρεπε να τραβήξουν ή να στρίψουν τον καθετήρα μέχρι να βρουν τη σωστή θέση. Τα ράμματα τραβούσαν. Η ποτισμένη με αντισηπτικό γάζα έλουσε τον λαιμό του με κρύα χλωρεξιδίνη με σωστές κυκλικές κινήσεις. Αυτό επαναλήφθηκε ιεροτελεστικά, τρεις φορές. Το αποστειρωμένο πεδίο κόλλησε προσεκτικά πάνω στον λαιμό του και έπειτα κάλυψε το πρόσωπό του από τη μια και σχεδόν όλο το υπόλοιπο σώμα του από την κάτω μεριά. Δύο δάχτυλα ψαχούλευαν τους χόνδρους του λάρυγγά του για να βρουν το σωστό ημικρίκιο. Δεν ήθελε! Δεν ήθελε με τίποτα να του συμβεί αυτό! Τώρα πρέπει να είχε γύρω στους 150 σφυγμούς, προτιμούσε να τον αφήσουν ήσυχο να πεθάνει παρά αυτό! Νευρίασε απίστευτα! Γιατί δεν τον ρώτησαν; Ποιος έδωσε τη συγκατάθεσή του γι’ αυτή την πράξη; Θυμήθηκε τον εαυτό του ειδικευόμενο στη Μονάδα. Θυμήθηκε πόσο χαιρόταν όταν του δινόταν η ευκαιρία να κάνει αυτός μια τραχειοστομία. Θυμήθηκε τον διευθυντή του στην επίσκεψη να δίνει εντολές για το ποιος πρέπει να τραχειοτομηθεί και η καρδιά του έσπαγε από χαρά όταν σκεφτόταν ότι θα την έκανε αυτός. Θυμήθηκε να περιμένει περήφανα την επόμενη επίσκεψη, όταν ο επιμελητής ή η επιμελήτριά του ανακοίνωναν στον διευθυντή ότι εκείνος έκανε την τραχειοστομία με επιτυχία. Περίμενε το «μπράβο» του διευθυντή που φυσικά δεν ήταν μπράβο, αλλά ένα στραβό χαμόγελο που άφηνε να φανούν λίγο τα δόντια του. Αυτή ήταν η επιβράβευσή του. Αυτή ή να μην τον βρίσει. Όταν δεν τον έβριζε ήξερε πως τα είχε πάει καλά.


Όσο κοιμόμουν

47

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο διευθυντής του ήταν άνθρωπος πραγματικά κακός. Ιδιοφυής, μα κακός και ψυχικά διαταραγμένος. Ξεσπούσε σε απροειδοποίητες κρίσεις οργής με διάφορους αποδέκτες και για οποιονδήποτε απρόβλεπτο λόγο. Η επιστήμη του κινούσε το ενδιαφέρον, αυτό ήταν σίγουρο. Είχε ένα αξιοθαύμαστο πακέτο γνώσεων και εμπειριών. Αυτό του επέτρεπε όχι μόνο να παίρνει ευχαρίστηση ασκώντας το επάγγελμά του, αλλά και να κερδίζει χρήματα, πολλά χρήματα. Διέθετε σημαντική δύναμη από τη θέση του Καθηγητή και Διευθυντή του τμήματος Αναισθησιολογίας στο Χειρουργείο και στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Ήξερε πολύ καλά κάθε πτυχή αυτής του της δύναμης και την εκμεταλλευόταν στο έπακρο για τη διατήρηση και αύξηση της ισχυροποίησής του, για τις προσωπικές του φιλοδοξίες, για τον πλουτισμό του και, όπως έμαθε αργότερα με φρίκη, για την ικανοποίηση των σεξουαλικών του διαστροφών. Το κατάφερνε αυτό ελέγχοντας κάθε άτομο που τον περιστοίχιζε, αναθέτοντας σε καθέναν τον ρόλο που του αντιστοιχούσε προκειμένου να εξυπηρετεί τους σκοπούς του και πατώντας αλύπητα το αδύνατο σημείο όλων όσων εμπλέκονταν με τις εργασίες του. Το μέσον που χρησιμοποιούσε ήταν η διεξοδική μελέτη των ανθρώπων, των καταστάσεων που βίωναν και των προσωπικών τους φιλοδοξιών. Για τον σκοπό αυτό στρατολογούσε κάθε φορά κάποιον ή κάποια από τους κοντινούς συνεργάτες του, προσφέροντάς του σε αντάλλαγμα εμπιστοσύνη, ευνοϊκή μεταχείριση και όποιο δόλωμα εξυπηρετούσε την κρυφή φιλοδοξία του εκάστοτε ρουφιάνου. Κλασική και δοκιμασμένη μέθοδος. Δεν αποτύγχανε ποτέ και πάντα βρισκόταν κάποιος που να πληροί τις προϋποθέσεις. Τα τελευταία χρόνια είχε βρει την ιδανική συνεργάτιδα: ήταν εξαιρετική στη δουλειά της, οπότε και άξια εμπιστοσύνης και ευνοϊκής μεταχείρισης στον επαγγελματικό τομέα. Ήταν πολύ έξυπνη, οπότε και σε θέση να συνεργαστεί μαζί του έχοντας κατανοήσει το εκάστοτε πλάνο. Είχε ανεπτυγμένες κοινωνικές ικανότητες, που της έδινε τη δυνατότητα να μιλάει με όλο τον κόσμο και να αντλεί τις πληροφορίες που εξυπηρετούσαν το πλάνο, ενώ ήταν άριστη διαμεσολαβητής ανάμεσα στον Καθηγητή και σε οποιονδήποτε άλλον. Ήταν μητέρα και σύζυγος, οπότε και ευήκοον ους για την προσωπική του ψυχοθεραπεία. Τέλος, είχε τις δικές της αδυναμίες, πράγμα που επέτρεπε τη συνεχή τους συνεργασία. Εκείνο όμως που ο Καθηγητής δεν ήξερε, ήταν ότι η Χρυσούλα, εκτός από το δόλωμα που τσίμπαγε, είχε και έναν άλλο λόγο που την έκανε να


48

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

συνεργάζεται με τον Καθηγητή με ευχαρίστηση: ο θαυμασμός που είχε στη σατανική ιδιοφυΐα του και στις μεθόδους που χρησιμοποιούσε για να χειρίζεται τις καταστάσεις. Ο Μακιαβέλι ήταν πραγματικά μικρός μπροστά του. Η πλειοψηφία του προσωπικού του Χειρουργείου και της Μονάδας, ήξερε πολύ καλά και βίωνε στο πετσί του την κακία του καθηγητή. Τα σχόλια για το πρόσωπό του ήταν πολλά και αρνητικά. Ορισμένοι τον έβριζαν χυδαία. Ο ίδιος είχε την τύχη να είναι σχετικά ευνοημένος, αλλά, όπως όλοι, έκανε απλά τη δουλειά του αγνοώντας κατά το δυνατό τον Καθηγητή και περιμένοντας να τελειώσει η ειδικότητα και το διδακτορικό του. Η οικονομική κατάσταση της χώρας τότε ήταν άθλια, το κράτος δεν πλήρωνε ούτε τους μισθούς ούτε τις εφημερίες και όλοι όσοι μπόρεσαν να φύγουν, μετανάστευσαν στο εξωτερικό. Ο ίδιος τελείωνε την ειδικότητά του, προετοίμαζε το διδακτορικό του και ήταν πια αηδιασμένος από το σύστημα που βίωνε επί πέντε συναπτά έτη. Ήθελε να φύγει, μα κυρίως ήθελε να πληρώνεται για τη δουλειά του, διότι οι υποχρεώσεις διαρκώς αυξάνονταν και τα χρήματα που είχε στην άκρη τελείωναν. Με αυτή του την απόφαση ξεκίνησε μια περιπέτεια αντιπαραθέσεων μεταξύ του ίδιου και του Καθηγητή, με αποτελέσματα εντελώς απρόβλεπτα και ανατριχιαστικά. Ένας πόλεμος, ο οποίος από μίσος και αγανάκτηση, τελείωσε με αηδία και οίκτο. Όλα όμως είχαν ήδη ξεκινήσει τέσσερις μήνες πριν φύγει, τον Σεπτέμβρη, που ο χρόνος της ειδικότητάς του τελείωνε και θεωρητικά, είχε το δικαίωμα να πάρει άδεια για να διαβάσει και να δώσει τις εξετάσεις του τίτλου της ειδικότητας τον επόμενο μήνα. Ο Καθηγητής τον είχε καλέσει στο γραφείο του: — Καλημέρα Κύριε Καθηγητά, με ζητήσατε; — Ναι, κοίταξε, έλεγξα τα αρχεία μου και βλέπω ότι δεν έχεις επαρκή αριθμό χειρουργείων, γιατί έμπαινες πολύ στην παχυσαρκία για την εργασία σου. — Τι θέλετε να πείτε με αυτό; — Θέλω να πω ότι δεν μπορείς να δώσεις εξετάσεις τον Οκτώβρη γιατί πρέπει να συμπληρώσεις αριθμό χειρουργείων. Αυτό ήταν πέρα για πέρα ψέμα! Ήταν έξω φρενών! Όλοι οι ειδικευόμενοι είχαν αριθμό χειρουργείων πολύ μεγαλύτερο από τον απαιτούμενο, πολύ πριν το τέλος της ειδικότητάς τους γιατί δούλευαν το


Όσο κοιμόμουν

49

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

λιγότερο 60 ώρες την εβδομάδα και κανείς δεν κατέγραφε τα χειρουργεία τους. Επιπλέον, οι εφημερίες τους ήταν απλήρωτες εδώ και μήνες. Ο δε διευθυντής τους κατέγραφε κάθε φορά ποιοι απεργούσαν και φυσικά, ελάχιστοι τολμούσαν να απεργήσουν, διότι αν απεργούσαν και δεν του έβγαζαν τη δουλειά, μετά, εκτός από το ότι τους περίμενε δυσμένεια στην καθημερινότητα, αυτός ο ίδιος τους εξέταζε για την ειδικότητα. Η ειδικότητα κρεμόταν από τα χέρια του και οι ειδικευόμενοι έκαναν τα πάντα προκειμένου να είναι ευνοημένοι τη ρημαδιασμένη εκείνη στιγμή της εξέτασης. Αυτό σήμαινε πέντε χρόνια υπομονή, καρτερικότητα, ανοχή στον παραλογισμό, εξαντλητικά ωράρια και διπλωματία. — Τι σημαίνει αυτό λοιπόν; — Σημαίνει ότι πρέπει να παρατείνεις τον χρόνο σου και να δώσεις εξετάσεις τον Δεκέμβριο, ενώ θα παραμείνεις εδώ μέχρι να έρθει η αντικαταστάτριά σου. Πάνω που είχε ήδη φτάσει στα όριά του, του ζητούσε να μείνει και δύο μήνες παραπάνω και μάλιστα κατά το χρονικό διάστημα που κανονικά θα έπρεπε να πάρει την άδειά του για να διαβάσει για τις εξετάσεις! Αυτό ήταν! Κάθε όριο είχε ξεπεραστεί, παρ’ όλο που αυτή την κουβέντα την είχε πει μέσα του χιλιάδες φορές σ’ αυτά τα πέντε χρόνια. Προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Τον είχε ακόμα ανάγκη μέχρι να δώσει τις εξετάσεις και το πιστοποιητικό ειδίκευσης, που θα του χρησίμευε και ως συστατική επιστολή. Διότι αν μέχρι τώρα είχε ακόμα κάποιες μικρές αμφιβολίες για το αν θα παρέμενε σε αυτό το ίδρυμα ως Επιμελητής, τώρα πια δεν είχε καμία. Θα έφευγε πάση θυσία όχι μόνο από το νοσοκομείο αλλά και από τη χώρα! Συνέχισε να δουλεύει υπομονετικά τους τρεις μήνες που ακολούθησαν, ενώ ταυτόχρονα ετοίμαζε τα χαρτιά του για να φύγει για το εξωτερικό. Είχε φτάσει πια Δεκέμβριος, έδωσε τις εξετάσεις του με επιτυχία και είχαν μείνει κάποιες μέρες μέχρι να έρθει η αντικαταστάτριά του και η σύμβασή του με το νοσοκομείο να λήξει οριστικά. Το νοσοκομείο του εξωτερικού τον είχε καλέσει για συνέντευξη στις 14 Δεκέμβρη. Κανείς, εκτός από τους στενούς του φίλους, δεν γνώριζε τίποτα. Ήταν υποχρεωμένος να φύγει για δύο μέρες, όταν το προηγούμενο απόγευμα ο Καθηγητής τον ξανακάλεσε στο γραφείο του: — Ορίστε κύριε Καθηγητά, με θέλατε; — Ναι, λοιπόν, την Τρίτη λήγει η προθεσμία υποβολής των εργασιών για το Ευρωπαϊκό Συνέδριο Αναισθησιολογίας. Θα στείλουμε την εργασία σου.


50

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Να μου έχεις τους πίνακες έτοιμους μέχρι τη Δευτέρα και το άρθρο μέχρι την Τρίτη. Ακόμα αναρωτιόταν αν αυτό το αίτημα του καθηγητή ήταν τυχαίο ή αν κάποιος του είχε σφυρίξει ότι έφευγε για δύο μέρες στο εξωτερικό. Έμεινε ξύπνιος μέχρι τις δύο τη νύχτα για να ετοιμάσει και να στείλει τους πίνακες, ωστόσο, αναγκάστηκε να του πει ότι δεν μπορεί να ετοιμάσει το άρθρο τελευταία στιγμή, διότι έπρεπε να λείψει για δύο μέρες από την πόλη. Ο Καθηγητής που μέχρι τότε ήταν σίγουρος ότι θα τον κρατούσε ως Επιμελητή στη Μονάδα, κατάλαβε ξαφνικά τα πάντα και αυτό σήμαινε πόλεμο. Οι μέρες που ακολούθησαν μετά την επιστροφή από την επιτυχημένη συνέντευξη, ήταν μια κόλαση. Ήδη στο αεροδρόμιο ξεκίνησαν τα τηλεφωνήματα από τους ρουφιάνους. Ο Καθηγητής τον καλούσε κάθε μέρα στο γραφείο του στην αρχή για να προσπαθήσει να τον μεταπείσει: — Κύριε Καθηγητά, αρχικά θέλω να σας ευχαριστήσω που ασχοληθήκατε με το άρθρο. Ήθελα επίσης να σας πω ότι έκανα αίτηση στο Πανεπιστημιακό της Γενεύης και με δέχθηκαν. — Όπου και να πήγαινες θα σε δεχόντουσαν! Τι θες να μου πεις τώρα δηλαδή; — Θέλω να πω ότι η σύμβασή μου με αυτό το νοσοκομείο τελειώνει όταν θα έρθει η αντικαταστάτριά μου, και εγώ δεν έχω κανένα περιθώριο να μείνω άνεργος μετά. Γι’ αυτό θα πάω για έναν χρόνο στη Γενεύη. — Εάν φύγεις το διδακτορικό να το ξεχάσεις! Νομίζεις ότι θα με βάλεις να δουλεύω από απόσταση; Πώς την έχεις δει έτσι; Και τέλος πάντων, λύσεις υπάρχουν και εδώ: σε δεκαπέντε μέρες θα προκηρυχθούν οι καινούργιες θέσεις! — Ξέρετε πολύ καλά ότι θέσεις αποκλείεται να προκηρυχθούν τόσο σύντομα και ότι ακόμη και αν αυτό συμβεί, θα περάσουν τουλάχιστον έξι μήνες μέχρι να επαναπροσληφθώ. Στο μεταξύ η αντικαταστάτριά μου έρχεται αμέσως μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων. «Δεν σε χρειάζομαι άλλο», είπε με πρόσωπο κατακόκκινο από θυμό και απαράμιλλη λύσσα. Αμέσως μετά τηλεφώνησε στη ρουφιάνα του, τη φώναξε στο γραφείο του και τη ρώτησε αν ήξερε κάτι για όλα αυτά. Εκείνη του απάντησε πως το είχε υποψιαστεί. «Γιατί δεν μου είπες τίποτα;» τη ρώτησε εξοργισμένος. «Δεν έχεις καταλάβει!» συνέχισε με βλέμμα βλοσυρό και αποφασισμένο, «ο Άρης δεν έχει να πάει πουθενά! Πρέπει πάση θυσία να μείνει εδώ!» ούρλιαξε χτυπώντας την παλάμη του πάνω στο γραφείο.


Όσο κοιμόμουν

51

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μετά την πρωτοχρονιά δέχεται τηλεφώνημα από τη γραμματέα του Καθηγητή: — Ο Καθηγητής θέλει να τον πάρεις τηλέφωνο για να του εξηγήσεις γιατί δεν είσαι στο πρόγραμμα εφημεριών του Γενάρη. — Η αντικαταστάτριά μου έρχεται σε δύο μέρες! Γι’ αυτό δεν έχω βάλει εφημερίες το Γενάρη. — Μου είπε να τον πάρεις τηλέφωνο για να του εξηγήσεις. Πράγματι τον πήρε τηλέφωνο. Δεν του απάντησε. Την επόμενη μέρα τον ξανακάλεσε στο γραφείο: — Λοιπόν, κομμένες οι μαλακίες, δεν έχεις να πας πουθενά, θα μείνεις εδώ και θα ασχοληθείς με τις παχυσαρκίες! Όταν θα προκηρυχθεί θέση θα την πάρεις! Και γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο να μου πεις γιατί δεν έβαλες εφημερίες το Γενάρη; Αυτή τη φορά το ύφος του ήταν πιο επιτακτικό. Είχε αλλάξει τακτική και είχε υιοθετήσει την τεχνική της επιβολής που δεν άφηνε περιθώρια επιλογών. Στόχευε στο φιλότιμο και στο σεβασμό του ταυτόχρονα. — Η αντικαταστάτριά μου έρχεται αύριο και οι θέσεις θα προκηρυχθούν σε τέσσερις μήνες τουλάχιστον. Σας εξήγησα και πριν, ότι δεν έχω περιθώριο να μείνω άνεργος. Έχω οικογενειακά θέματα που μ’ απασχολούν και πρέπει να βοηθήσω οικονομικά. Του εξήγησε όσο πιο ευγενικά μπορούσε, αλλά και αποφασιστικά ταυτόχρονα. Εκείνος άλλαξε ύφος και έπαιξε έναν ρόλο πιο γλυκό και ανθρώπινο. Τώρα στόχευε στο αίσθημα ανθρώπινης αλληλεγγύης: — Γιατί δεν μου το ‘χες πει αυτό; Θα μπορούσαμε να βρούμε μια λύση. Είπε με μια γλυκύτητα που του ήταν τελείως αταίριαστη και γι’ αυτό το λόγο, του προκάλεσε κάποια αηδία. Η υποκρισία ήταν προφανέστατη. Συνέχισε: «Τέλος πάντων, θα μείνεις εδώ. Και δεν μου είπες γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο». — Κοιτάξτε Κύριε Καθηγητά, εγώ δεν είμαι καμιά γυναικούλα σαν τη Μαίρη να ξέρει όλο το τμήμα τι γίνεται σπίτι μου και δεύτερον, από τη στιγμή που δεν ανήκω στο τμήμα σας, δεν έχετε κανένα δικαίωμα να μου λέτε τι να κάνω και να καθορίζετε τη ζωή μου. Σας πήρα τηλέφωνο και δεν απαντήσατε». — Αναπάντητη μου έκανες! — Χτυπούσε επί ένα λεπτό. Στην καθημερινή μας ζωή, όταν παίρνουμε κάποιον από το κινητό και δεν απαντάει, σημαίνει ότι θα δει την κλήση μας


52

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και θα μας πάρει αργότερα. Αν δεν ξαναπάρει σημαίνει μάλλον ότι είναι θυμωμένος μαζί μας. Τέλος πάντων όμως, δεν έβαλα εφημερίες γιατί αύριο έρχεται η αντικαταστάτριά μου. — Έβαλες τα μέσα σου λοιπόν στο Υπουργείο και στη Νομαρχία για να μάθεις πότε έρχεται η αντικατάστασή σου; Όλα πίσω από την πλάτη μου τα κάνεις; Είναι αυτή συμπεριφορά υποψήφιου Διδάκτορα; «Καλό» είπε γελώντας, «καιρό είχα να ακούσω κάτι τόσο αστείο! Ακούστε, ούτε είμαι τόσο δολοπλόκος όσο εσείς ούτε είμαι ο πράκτορας 007. Απλούστατα έχω γνωστούς στο νοσοκομείο που βρίσκεται τώρα η αντικαταστάτριά μου, που μου είπαν ότι η κοπέλα έρχεται αύριο». — Με τις συναδέλφους που τελείωσαν την ειδικότητα πριν από σένα, συζητούσαμε για τις ζωές τους. Δεν είναι σαν και εσένα. Μ’ εσένα πέφτω από τα σύννεφα... Δεν πας καλά παιδί μου! Η προσφώνηση αυτή τον εξόργισε, αλλά αποφάσισε να διατηρήσει και πάλι την ψυχραιμία του. Είχε πολλά ακόμα βέλη στη φαρέτρα του και ήταν η ώρα να ρίξει το πρώτο: «Καταρχήν δεν είμαι το παιδί σας και όσο για το αν πάω καλά ή όχι ίσως να έχετε δίκιο, αλλά αυτός που έχει το ιστορικό είστε εσείς, όχι εγώ!» Η ιστορία της απόπειρας αυτοκτονίας του Καθηγητή ήταν γνωστή σε όλο το νοσοκομείο, διότι είχε νοσηλευτεί στην ίδια του τη Μονάδα, όσο και αν όλοι τότε προσπάθησαν να κουκουλώσουν την ιστορία προφασιζόμενοι ένα άσχετο νόσημα. Ο Καθηγητής είχε δημιουργήσει ήδη τόσες αντιπάθειες, που τα κουτσομπολιά ήταν αδύνατο να μην κυκλοφορήσουν. Αν θιγόταν με αυτή την κουβέντα και έμπαινε σε αντιπαράθεση θα έχανε το παιχνίδι στα σίγουρα. Ξαναπήρε το γλυκό του ύφος, μαζί με μια δόση απογοήτευσης. Δεν ήθελε με τίποτα να εγκαταλείψει: — Δεν ξέρω τι να πω... Θα μπορούσες να μου είχες πει για το οικονομικό σου πρόβλημα και να βρούμε μαζί μια λύση. Θα μπορούσες για παράδειγμα να εφημερεύεις στη Μονάδα στο όνομα άλλων Επιμελητών. — Μα τι λέτε; Νομικά δεν καλύπτομαι με τίποτα να κάνω κάτι τέτοιο! Και έπειτα τι; Θα πήγαινα να βρω για παράδειγμα το πρωί την κυρία Ζαρίφη για να της απλώσω το χέρι και να της ζητήσω πενήντα ευρώ; — Θα μπορούσα να μεσολαβήσω να πας σε κάποιο ιδιωτικό εδώ κοντά. — Δεν χρειάζομαι μεσολαβητές Κύριε Καθηγητά, είχα ήδη πρόταση από το ιδιωτικό μαιευτήριο και την απέρριψα. Ο Καθηγητής δεχόταν τα βέλη το ένα μετά το άλλο και δεν είχε πια και πολλές εναλλακτικές. Έπαιξε το τελευταίο του χαρτί: γύρισε από την άλλη,


Όσο κοιμόμουν

53

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έριξε το βλέμμα του προς τα κάτω, μείωσε την ένταση της φωνής του και πήρε το ρόλο του προδομένου. «Δηλαδή θα φύγεις...» Μετά ανέβασε αρκετά την ένταση της φωνής του σε ένα κρεσέντο απογοήτευσης, με μια δόση λύπης, «Στο διάολο όλοι σας! Κανένας σας δεν θέλει να μείνει, όλοι φεύγετε! Είχαμε συμφωνήσει ότι θα κάνεις το διδακτορικό σου και μετά θα γίνεις Επιμελητής στη Μονάδα. Δηλαδή τι έπρεπε να κάνω; Να σε βάλω να υπογράψεις;» «Μου είπατε ότι οι θέσεις θα προκηρυχθούν τον Φλεβάρη και πίστεψα ότι θα προλάβαινα. Οι θέσεις προκηρύχθηκαν νωρίτερα και δεν πρόλαβα την προθεσμία. Αν με είχατε αφήσει να δώσω τις εξετάσεις τον Οκτώβρη όπως έπρεπε, θα είχα προλάβει τώρα και δεν θα είχα αυτό το πρόβλημα! Έπειτα μου είπατε ότι η αντικαταστάτριά μου έρχεται σ’ ένα μήνα, ενώ έρχεται αύριο! Τώρα μου λέτε ότι οι καινούργιες θέσεις θα προκηρυχθούν σε δεκαπέντε μέρες. Πώς είναι δυνατό να σας εμπιστευτώ μετά απ’ όλα αυτά;» Άθελά του έδωσε πάτημα και καινούργια ελπίδα στον Καθηγητή. Υπήρχε ακόμα περιθώριο. «Θα προκηρυχθούν! Αύριο το πρωί θα πάρω τηλέφωνο στο Υπουργείο και θα σου απαντήσω σίγουρα, με ακριβή ημερομηνία». Το επόμενο πρωί το χειρουργείο της παχυσαρκίας επεπλάκη με μετεγχειρητική ισχαιμία του μυοκαρδίου. Ο Άρης ήταν στην Ανάνηψη προσπαθώντας να τη διερευνήσει και να την αντιμετωπίσει. Εκείνη την ώρα ήρθε και τον βρήκε η ρουφιάνα του Καθηγητή: «Ο Καθηγητής μου ανέφερε τη χθεσινή σας συζήτηση. Του είπα ότι είσαι πιεσμένος και ότι έχεις πολλά νεύρα αυτό τον καιρό. Δέχτηκε να ξεχάσει ό,τι ειπώθηκε εφ’ όσον του ζητήσεις συγγνώμη». Όσο πιο κοντά πλησίαζε στο να φύγει από εκείνο το μπουρδέλο οριστικά τόσο δυσκολότερο του ήταν να αντιμετωπίσει τη ναυτία που του προκαλούσε το σύστημά τους. «Είμαι πάρα πολύ ήρεμος και δεν έχω τίποτα να συζητήσω με αυτό τον τρελό». «Καλά, θα βρω κάτι να του πω», απάντησε εκείνη. Άλλωστε είχε πια τεράστια εμπειρία στη διαμεσολάβηση σε καταστάσεις ρήξης. Όσο κι αν έδειχνε να κουράζεται από αυτές τις καταστάσεις, στην πραγματικότητα την ιντρίγκαρε να βρίσκει διπλωματικές λύσεις. Την επόμενη μέρα η αντικαταστάτριά του ήταν ήδη εκεί και ήταν και οι δύο στο πρόγραμμα του χειρουργείου. Ο Καθηγητής τον ξανακάλεσε στο γραφείο του.


54

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

— Αποφάσισες τελικά τι θα κάνεις; — Χθες μου είπατε ότι θα τηλεφωνούσατε στο Υπουργείο. Έχετε νέα; — Δεν ξέρουν ακόμα στο Υπουργείο... Θα έρθεις όταν βγει η προκήρυξη; — Όχι και είναι οριστικό! — Τόσο πολύ κυνηγάς τα λεφτά της Ελβετίας που είσαι διατεθειμένος να εγκαταλείψεις το διδακτορικό σου; — Δεν μ’ ενδιαφέρει το διδακτορικό. Εξάλλου δεν θα μου το δίνατε ποτέ γιατί δεν είμαι ούτε ανιψιός Καθηγητή ούτε σύζυγος Χειρουργού. Όσο για τα λεφτά, μπορεί να τα κυνηγάω, αλλά όχι τόσο όσο εσείς! Αν ο Καθηγητής αντιδρούσε βίαια σε αυτή τη διπλή επίθεση, απλά θα συνέχιζε να παίζει το θέατρο της αμοιβαίας κοροϊδίας. Δεν είχε πια όρεξη. Είχε νιώσει ότι είχε ηττηθεί και αποφάσισε να δοκιμάσει τη μέθοδο που πιάνει στα δυομισάχρονα, την αντίδραση με το αντίθετο. — Έχεις δουλέψει τόσο πολύ γι’ αυτό το διδακτορικό και είναι κρίμα να πάει χαμένη η δουλειά σου. Σκέφτομαι να το δώσω στη Μαργαρίτα. Θα σε πείραζε; — Γιατί να με πειράξει; Απλώς αναρωτιέμαι τι όφελος θα έχει η Μαργαρίτα από αυτό. — Άντε πάλι... Και τι σε νοιάζει εσένα; — Μια ερώτηση έκανα, αν θέλετε απαντάτε. — Δεν θα έχει κανένα όφελος. — Αυτό έλειπε να απαντούσατε ναι... Αφού εμείς είμαστε εδώ μόνο για τα φακελάκια σας και τα φακελάκια των Επιμελητών σας. — Θα δούμε πώς θα μπορέσει να επωφεληθεί και η Μαργαρίτα. Απάντησε, αποφεύγοντας και αυτό το σκόπελο παίρνοντας βαθιά ανάσα για να σιγάσει την οργή του. — Να το δείτε, διότι αν συνεχίσετε έτσι δεν θα σας μείνει κανένας ειδικευόμενος. Μόνο με τους Παθολόγους θα τριγυρνάτε στη Μονάδα — Άκου να δεις! Δεν σ’ έχω καμιά ανάγκη! Φώναξε βράζοντας σχεδόν. Ο Άρης άρχισε να απολαμβάνει την απώλεια ελέγχου από τη μεριά του Καθηγητή και να διασκεδάζει σχεδόν. Ο ίδιος απάντησε με δολοφονική ψυχραιμία: — Απ’ ό,τι φαίνεται ούτε εγώ σας έχω ανάγκη. Τέλος πάντων, δεν μπορώ να καταλάβω πού θα βγάλει αυτή η συζήτηση... Αφού βλέπετε ότι θέλω να φύγω. Για ποιο λόγο με καλείτε κάθε μέρα στο γραφείο σας; Επιτέλους, τι θέλετε από μένα;


Όσο κοιμόμουν

55

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Καθηγητής σταμάτησε να περπατάει πέρα-δώθε, στάθηκε όρθιος πίσω από το γραφείο του, ακριβώς απέναντι από τον Άρη. Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε στα μάτια καρφώνοντάς τον με το βλέμμα του. Η παγωμένη σιωπή λίγων δευτερολέπτων πριν του απαντήσει, έμοιασε αιώνια. Τίποτα δεν τον είχε προετοιμάσει γι’ αυτό που θα ερχόταν: — Πέντε χρόνια περιμένω να μου κάνεις αυτή την ερώτηση. Είπε συνεχίζοντας να καρφώνει τον Άρη με το βλέμμα του με αμείωτη ένταση. Τον έπιασε φρίκη! Ανατρίχιασε και αηδίασε. Του ερχόταν εμετός. Δεν ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο, δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Δεν ήθελε να πιστέψει αυτά που άκουσε. Τα αυτιά του βούιζαν και άκουγε τους παλμούς του να χτυπάνε δυνατά και γρήγορα. Έπρεπε να φύγει από εκεί μέσα όσο πιο γρήγορα γινόταν. Μήπως δεν κατάλαβε; Μήπως δεν άκουσε καλά; Έπειτα θυμήθηκε όλες τις σκηνές που είχαν συμβεί στο παρελθόν. Θυμήθηκε τον Κύριο Γιαννίδη, τον Νευροχειρουργό που αποτεινόταν σε όλους πόσο πολύ μισούσε τον Καθηγητή. Θυμήθηκε το σκηνικό με τη Μαίρη, που ο Καθηγητής έξαλλος με τον Γιαννίδη, την ανάγκασε να μπει στα αποδυτήρια των αντρών και να τον φέρει στο γραφείο του. Ύστερα από ολιγόλεπτο καυγά ακολούθησε ησυχία και έπειτα βγήκαν και οι δύο από το γραφείο χαμογελαστοί. Μετά θυμήθηκε όλους όσους έβριζαν αισχρά τον Καθηγητή και όμως εκείνος τους ευνοούσε στο πρόγραμμα του Χειρουργείου: τον Κύριο Δραγίνη, Καρδιοχειρουργό, τον Κύριο Βερύκιο, Γυναικολόγο, τον Κύριο Αναστασιάδη, ΩΡΛ. Όλοι αυτοί! Που τον έβριζαν με τα πιο χυδαία λόγια! Στάχτη στα μάτια! Αυτό ήταν το τίμημα που πλήρωναν για να βάζει τα χειρουργεία τους. Δεν ήξερε με τι να αηδιάσει περισσότερο: με τις σεξουαλικές προτιμήσεις του Καθηγητή του; Με το γεγονός ότι εκβίαζε τους χειρουργούς με σεξουαλικά ανταλλάγματα; Με το βρώμικο θέατρο που έπαιζαν όλοι; Με το ότι οι χειρουργοί υπέκυπταν στους εκβιασμούς προκειμένου να πλουτίσουν; Έπρεπε πάση θυσία να φύγει από ‘κει μέσα, και μάλιστα όσο γινόταν πιο γρήγορα. — Θα φύγω και δεν θα βάλω ποτέ τα χαρτιά μου σε καμία προκήρυξη από δω και στο εξής. Θα μείνω μόνο δέκα μέρες για να μάθω στη Μαργαρίτα το πρωτόκολλο. — Αυτή είναι η τελευταία σου λέξη;


56

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Ναι» είπε και έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Δεν κατάλαβε για πότε βρέθηκε στον καναπέ του σπιτιού του εξαντλημένος και νιώθοντας ότι όλα όσα έζησε προηγουμένως ήταν ένα όνειρο.


Όσο κοιμόμουν

57

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII Ξύπνησε με τη γλυκιά φωνή της νοσηλεύτριας και πλέον, με την τρύπα στον λαιμό και το τραχειόστομα χωμένο μέσα στη φρέσκια πληγή να γεμίζει κάθε λίγο αιματηρές εκκρίσεις. Η νοσηλεύτρια αποσύνδεσε το κύκλωμα του αναπνευστήρα και το ακούμπησε πάνω στον ώμο του, όπου αυτό φυσούσε αποδιοργανωμένα αέρα και σταγόνες ζεστού νερού επάνω στο δέρμα του. Το έξυπνο μηχάνημα που γρήγορα κατάλαβε ότι αποσυνδέθηκε, άρχισε να φωνάζει και να αναβοσβήνει το κίτρινο αλάρμ του. Αυτές οι λίγες στιγμές στις οποίες το μηχάνημα δεν τον βοηθούσε να αναπνεύσει σπρώχνοντας αέρα μέσα στα πνευμόνια του, ήταν αρκετά βασανιστικές. Η δική του αναπνοή από μόνη της δεν πρέπει να έφτανε ούτε τα εκατό ml, έτσι όπως το υπολόγιζε. Ακόμα και αν έβαζε όλη του τη δύναμη, οι αναπνευστικοί του μυς ήταν τόσο αδύναμοι, που κουράζονταν αμέσως. Μετά από πέντε ανάσες είχε ήδη εξαντληθεί. Η αναπνοή του γινόταν όλο και πιο ρηχή και γρήγορη. Η νοσηλεύτρια ζούληξε μια αμπούλα κρύου υγρού μέσα από το τραχειόστομα, επιτείνοντας έτσι το αίσθημα πνιγμονής που ήδη υπήρχε με την αποσύνδεσή του από το μηχάνημα. Έπειτα φόρεσε το γαντάκι της και πήρε το σωλήνα της αναρρόφησης, ένα χοντρό κόκκινο. Το έβαλε μέσα στο τραχειόστομα και άρχισε να αναρροφά με γρήγορες και κυκλικές κινήσεις. Βγήκε μεγάλη ποσότητα κόκκινου αίματος μαζί με παχύρρευστες καφεοειδείς εκκρίσεις. Έπειτα πήρε έναν άλλο σωλήνα και επανέλαβε τη διαδικασία. Αυτό του προκάλεσε ασταμάτητο βήχα. Θυμήθηκε τα πρόσωπα των ανθρώπων που ο ίδιος αναρροφούσε στο παρελθόν: ορθάνοιχτα μάτια με αγωνιώδες βλέμμα και ύφος παρακλητικό που έλεγε «βοήθεια! Πνίγομαι!», ακόμα και αν ήταν πολύ καιρό στη μονάδα και η διαδικασία της αναρρόφησης ήταν ρουτίνα γι’ αυτούς. Το πρόσωπό τους κοκκίνιζε από την έντονη προσπάθεια για βήχα και όλες οι φλέβες τους πετάγονταν φουσκωμένες στον λαιμό, στο μέτωπο, σαν μικρά φίδια πάνω από τα φρύδια, ενώ τα μάτια τους κοκκίνιζαν. Η πίεση και οι σφύξεις ανέβαιναν στα ύψη και όλα τα αλάρμ χτυπούσαν ταυτόχρονα. Σου δημιουργούσαν ένα ανάμικτο αίσθημα οίκτου, φόβου, ενοχής, το οποίο οι ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες καθησύχαζαν τονίζοντας το αναγκαίο της πράξης. «Μπορεί τώρα να υποφέρει στιγμιαία και να ξυπνάει μέσα του το αγωνιώδες αίσθημα επιβίωσης, αλλά είναι για το καλό του, για να


58

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αναπνέει μετά καλύτερα, για να μπορεί να του προσφέρει το μηχάνημα μεγαλύτερο όγκο αέρα με λιγότερη πίεση, που θα ήταν επικίνδυνη για τα πνευμόνια του. Για να μπορέσει κάποτε να χρειάζεται όλο και λιγότερη βοήθεια για να αναπνεύσει, ώστε κάποτε να αναπνεύσει μόνος του, χωρίς τη βοήθεια του μηχανήματος. Για να βγει κάποτε από τη Μονάδα…» Αυτές οι σκέψεις περνούσαν αστραπιαία από το μυαλό του κάθε φορά που έκανε κάποια μικρή ή μεγάλη επεμβατική πράξη στους ασθενείς του. «Μπορεί τώρα να σε έχω σκεπάσει με ένα πανί και να σου καρφώνω μια χοντρή βελόνα στο λαιμό, αλλά σου ‘χω κάνει τοπική και δεν θα πονέσεις πολύ. Μετά θα έχεις μια ωραία κεντρική φλεβική γραμμή, καθαρή και ολοκαίνουργια, μέσα από την οποία θα σου δίνουμε να φας, να πιείς, θα καταπολεμάμε τις ασθένειές σου και τα μικρόβια που έχουν εισβάλλει στον οργανισμό σου, χάρη στις δικές μας πράξεις. Έτσι δεν θα σε τρυπάμε κάθε φορά για να σου πάρουμε αίμα και δεν θα είναι τα χέρια και τα πόδια σου γεμάτα φλεβοκαθετήρες. Άσε που θα μπορούμε να παρακολουθούμε και την αιμοδυναμική σου κατάσταση καλύτερα. »Για το καλό σου τα κάνω όλα αυτά, για να γίνεις γρήγορα καλά, να βγεις από τη Μονάδα, να βγεις από το Νοσοκομείο κάποτε και να πας σπίτι σου. Μετά από δύο χρόνια φυσικής αποκατάστασης για να μπορέσεις να ξαναπερπατήσεις, να κουνάς τα χέρια σου, να συγκρατείς τους σφιγκτήρες σου και να μη χέζεσαι και κατουριέσαι επάνω σου. Λίγο βλάκας από την ισχαιμία που υπέστη ο εγκέφαλός σου, αλλά δεν πειράζει, η οικογένειά σου σ’ αγαπάει και σε θέλει όπως είσαι. Θα σε φροντίζουν αυτοί μια χαρά. Θα μάθουν να καθαρίζουν την κολοστομία σου, θα συνηθίσουν το ρομποτικό ήχο της φωνής σου από το ομιλούν τραχειόστομα. Θα ξαναζήσεις μια ζωή με κάποια ποιότητα. »Πού ξέρεις; Ίσως κάποτε να μπορέσεις να ξαναδουλέψεις, όχι βέβαια στη δουλειά που ήσουν πριν, αλλά σε κάτι πιο προσαρμοσμένο στις τωρινές σου ικανότητες. Τι να κάνουμε; Βλέπεις σου ‘τυχε αυτό στη ζωή σου και τώρα πρέπει να ζήσεις με τις συνέπειες. Ας οδηγούσες και συ πιο προσεκτικά! Ας μην κάπνιζες! Να τώρα, είδες; Είσαι ΧΑΠίτης και δεν μπορούσες να αποδεσμευτείς από τον αναπνευστήρα. Αναγκαστήκαμε και εμείς να σου χώσουμε ένα σωλήνα στον λαιμό για να μπορείς να αναπνέεις καλύτερα. Επίσης αναγκαστήκαμε να σε συνδέσουμε στον αναπνευστήρα και έτσι, μετά από λίγες μέρες έπιασες και το λαχείο της πνευμονίας με τα ζωάκια του νοσοκομείου μας.


Όσο κοιμόμουν

59

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

»Μην ανησυχείς, το acinetobacter το ξέρουμε. Το ‘χουμε στη μονάδα μας τόσον καιρό, είναι το pet μας πλέον. Δυο βδομάδες αντιβίωση και θα γίνεις περδίκι. Θα σου βάλουμε και κάτι για τους μύκητες μετά γιατί το ανοσοποιητικό σου θα έχει γαμηθεί. Το στόμα σου θα γεμίσει αύθες και δεν θα μπορούμε να σε ταΐσουμε από το στόμα γιατί θα τσούζει. Μη στεναχωριέσαι όμως, η νοσηλεύτρια θα σου κάνει στοματικές πλύσεις με ένα ειδικό υγρό και θα λυθεί και αυτό το πρόβλημα. Βέβαια, δεν θα νιώθεις τη γεύση και θα τρως φράουλα και θα σου μοιάζει σαν να τρως χαρτί, αλλά δε βαριέσαι; Θα τρως! Ξέρεις πόσο σπουδαίο είναι να τρως από το στόμα και όχι από τη φλέβα ή από ένα σωλήνα που είναι χωμένος μέσα στο ρουθούνι σου; »Αλλά όλα αυτά είναι για το καλό σου, θα δεις. Τώρα υποφέρεις και πονάς και κάθε δυο μέρες σε πηγαινοφέρνουμε στο χειρουργείο για να σου αλλάξουμε το VAC. Τα έντερά σου είναι πια αποξηραμένα, πρασινωπά, χωρίς πολλή ζωή. Αλλά ο χειρουργός τα πλένει καλά κάθε φορά και αν χρειαστεί, αφαιρεί και λίγο. Τι να το κάνεις και τόσο έντερο πια; Και θα δεις, κάποτε η κοιλιά σου θα καθαρίσει εντελώς και τότε μπορεί να στην κλείσουμε κιόλας! Και τότε θα πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να ξαναμπούν τα έντερά σου σε λειτουργία. Θα σε βοηθήσουμε και εμείς. Θα σου δίνουμε φαρμακάκια για να χέζεις. Αν χρειαστεί θα σου κάνουμε και πλύσεις. »Μετά θα βγάλουμε και τις παροχετεύσεις που έχεις φυτεμένες μέσα στην κοιλιά σου. Ποιος ξέρει; Αν όλα πάνε καλά θα σε ξαναπάμε Χειρουργείο για να ενώσουμε το έντερό σου, όσο έχει μείνει, και να είναι και πάλι ένας σωλήνας. Μετά θα σου ξαναδώσουμε φαρμακάκια για να χέσεις. Ποιος τη χάρη σου! Είπαμε, ας οδηγούσες και συ πιο προσεκτικά!» Τώρα ήταν ο ίδιος με τα κόκκινα γουρλωμένα μάτια και το αίσθημα πνιγμονής. Με την πνευμονία από τον αναπνευστήρα και την τραχειοστομία. Η κοιλιά του ήταν χειρουργημένη αλλά κλειστή, ευτυχώς. Τα κλιπ του συνδετήρα πήγαιναν από πάνω μέχρι κάτω στην κοιλιά του, τουλάχιστον τριάντα εκατοστά τομή. Από αυτές που μετά από χρόνια άφηναν μια ουλή άσπρη στη μέση και ροζ, με ανώμαλες παρυφές από δεξιά και αριστερά, ενώ στα πλάγια, ανά εκατοστό κατά μήκος της τομής, φαινόταν πού ήταν τα κλιπ, από τις ροζ εξοχές που άφηνε η επούλωσή τους. Εάν επιβίωνε από αυτό, τι θα γινόταν; Θα έβγαινε κάποτε από τη Μονάδα; Σε ποια Κλινική θα πήγαινε μετά; Θα έμενε παράλυτος; Θα ήταν σε αναπηρικό καροτσάκι; Θα μπορούσε να ζήσει χωρίς φροντίδα για τις απαραίτητες λειτουργίες του; Θα μπορούσε να πηγαίνει μόνος του στην τουαλέτα, να κάνει μπάνιο μόνος του, να ετοιμάζει το φαγητό του; Να


60

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

καταπίνει; Θα έμενε με το τραχειόστομα για πάντα, ανίκανος να ξαναμιλήσει με την κανονική του φωνή; Ή μήπως θα κατάφερνε κάποτε να αναπνέει χωρίς αυτό, με όλο του το νεκρό χώρο από τα ρουθούνια μέχρι τα βρογχιόλια και θα του έμενε μόνο η ουλή στο κάτω μέρος του λαιμού του; Ένα παντοτινό ενθύμιο του εφιάλτη του, μαζί με πολλά άλλα, όπως η ουλή της λαπαροτομίας του. Όπως το κενό που άφησε η σπληνεκτομή στο αριστερό μέρος της κοιλιάς του. Όπως η μικρή, ανεπαίσθητη ουλή από την κεντρική φλεβική γραμμή στο δεξί μέρος του λαιμού του, η στένωση στην ουρήθρα του από τις ατέλειωτες μέρες που ήταν καθετηριασμένη. Δεν θα μπορούσε, βέβαια, να ξαναδουλέψει, τουλάχιστον όχι ως Αναισθησιολόγος. Ίσως να μη μπορούσε γενικά να ξαναδουλέψει, οποιαδήποτε δουλειά, έτσι όπως θα ήταν ανάπηρος. Τι ζωή θα ήταν αυτή τότε; Πώς θα ζούσε; Με το επίδομα αναπηρίας και τη φιλανθρωπία της οικογένειας και των φίλων του; Και αυτοί; Τι θα έκαναν αυτοί; Ποιος θα τον φρόντιζε; Θα τον έπαιρνε ο γιος του στο σπίτι του; Όχι! Αυτό δεν μπορούσε να το αφήσει να συμβεί! Δεν θα καταδίκαζε το παιδί του σε μια ζωή στην οποία θα πρέπει να προσέχει και να ξεσκατίζει έναν ανάπηρο! Ή μήπως θα μπορούσε να ζει σ’ ένα δικό του διαμέρισμα και να έρχεται μια νοσηλεύτρια μια-δυο φορές την ημέρα για τις απαραίτητες φροντίδες; Όμως, σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να αλλάξει διαμέρισμα γιατί τα λεφτά του επιδόματος δεν θα έφταναν για το ενοίκιο. Ποιος θα αναλάμβανε την εύρεση διαμερίσματος; Ποιος θα αναλάμβανε τη μετακόμιση; Ποιος θα διάλεγε νοσηλεύτρια και πώς θα ήταν αυτή; Μήπως θα ήταν καλύτερα να μπει σε κάποιο ίδρυμα; Μπορεί να ήταν πιο οικονομικό από το να νοικιάζει σπίτι και να πληρώνει νοσηλεύτρια. Και αν ο γιος του ένιωθε τύψεις; Δεν έπρεπε ο γιος του να φορτωθεί καμία από αυτές τις διαδικασίες και έπρεπε να προστατευτεί από οποιοδήποτε αρνητικό συναίσθημα ενοχών και υποχρέωσης. Τα παιδιά δεν τα κάνουμε περιμένοντας μετά να μας χρωστούν ευγνωμοσύνη. Το μεγάλωμα ενός παιδιού δεν είναι ανταλλάξιμο με τη γηροκόμηση των γονέων του. Αυτό έπρεπε να ξεκαθαρίσει! Άμεσα! Μα, πού ήταν ο γιος του; Είχε έρθει να τον δει; Δεν θυμόταν τίποτα, δεν θυμόταν κανέναν. Μήπως είχε έρθει όταν εκείνος ήταν σε καταστολή; Είχε μιλήσει με τους γιατρούς; Ήξερε τι συνέβη; Τι συνέβη τέλος πάντων; Ποιο ήταν το πρόβλημά του τώρα; Γιατί δεν γινόταν καλά; Θα επιβίωνε; Θα έβγαινε από τη Μονάδα; Εκείνη; Πού να ήταν Εκείνη; Ήξερε; Δεν μπορούσε να ησυχάσει. Μόνο Εκείνη θα μπορούσε να τον βοηθήσει, μόνο Εκείνη θα καταλάβαινε. Πού να


Όσο κοιμόμουν

61

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ήταν όμως; Πώς θα μπορούσε να έρθει σε επαφή μαζί Της; Και αν ερχόταν, πώς θα Της μιλούσε; Πώς θα επικοινωνούσε μαζί Της; Θα μπορούσε να γράψει σε ένα χαρτί ίσως. Μα μπορούσε; Δοκίμασε να ενώσει τα δάχτυλά του γύρω από ένα φανταστικό στυλό. Ήταν τόσο πρησμένα που η κίνηση αυτή τον πονούσε. Δεν πειράζει, θα προπονούνταν. Τώρα δεν κατάφερναν να ακουμπήσουν τα δάχτυλά του το ένα το άλλο, αλλά ίσως αν εξασκούνταν να τα κατάφερνε! Μα τι θα Της έλεγε μετά από τόσα χρόνια; Τώρα ήταν παντρεμένη, με παιδιά. Θα ήταν σωστό να ενοχλήσει μια ολόκληρη οικογένεια για το δικό του πρόβλημα; Όμως, μόνο Εκείνη θα μπορούσε να καταλάβει. Δεν έπρεπε να Την ενοχλήσει, όχι. Αλλά και από την άλλη, αν η ίδια είχε τέτοιο πρόβλημα, δεν θα ήθελε το μάθει εκείνος; Τα πάντα θα έκανε αν Εκείνη ήταν στη θέση του. Τη φαντάστηκε ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι σαν πριγκίπισσα. Τη μακρόστενη φιγούρα Της κάλυπτε ένα άσπρο νυχτικό, σχεδόν διάφανο. Το λευκό Της δέρμα και τα χέρια με τα μικρά, λεπτά Της δάκτυλα ξεκουράζονταν πάνω στο σεντόνι. Το στήθος Της ροδαλό, με υπέροχο στρογγυλό σχήμα απλωνόταν καθώς ο θώρακάς Της ανέβαινε και κατέβαινε με κάθε ανάσα. Ο λεπτός και μακρύς λαιμός Της ξαπλωμένος πάνω στο μαξιλάρι, τόσο όμορφος και τόσο ευάλωτος. Το πρόσωπό Της, αγγελικά υπέροχο, με δέρμα χλωμό, χείλη ροδαλά, τεράστια μάτια με μεγάλες, ξανθές, γυριστές βλεφαρίδες και μπλε χρώμα, φωτεινά, θαρρείς και μέσα τους κρύβονταν όλες οι θάλασσες του κόσμου. Μάτια που μέσα τους πλημμύριζε η αλήθεια και ξεχύνονταν το γέλιο, ο θυμός, η λύπη, με σάρκα και οστά. Τα συναισθήματα έπαιρναν μορφή μέσα από αυτά τα υπέροχα μάτια Της και, σαν άλλοι αρχαίοι θεοί, έμπαιναν μέσα σου και σε κυρίευαν όταν σε κοιτούσε. Τα ξανθά μαλλάκια Της, μακριά και φωτεινά όπως το βλέμμα Της, έλουζαν το μαξιλάρι σαν ποτάμια από χρυσαφένιες μπούκλες. Γύρισε το κεφάλι Της στο πλάι και τον κοίταξε. Εκείνος Την πλησίασε, γονάτισε στο πλάι του κρεβατιού Της για να έρθει το πρόσωπό του κοντά με το δικό Της, άπλωσε σιγά το χέρι του πάνω στο κεφάλι Της και χάιδεψε τα μαλλιά Της. Μέσα στην παλάμη του ένιωθε τα απαλά μαλλάκια Της σαν πανάκριβο, σπάνιο μετάξι. Της χάιδεψε τα μαλλιά για λίγο και μετά, με τις άκρες των δακτύλων του, της χάιδεψε το δεξί μάγουλο. Του χαμογέλασε κουρασμένα και έκλεισε τα μάτια Της. Συνέχισε να της χαϊδεύει το μέτωπο, το μάγουλο, τον λαιμό και τα μαλλιά Της και ο χρόνος σταμάτησε. Εάν υπήρχε ευτυχία, τότε αυτή δεν θα


62

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μπορούσε να ήταν κάτι άλλο από αυτό που ζούσε αυτή τη στιγμή. Ο κόσμος μπορούσε να τελειώσει εκείνη την ώρα, χωρίς παρ’ όλα αυτά να καταφέρει να καταστρέψει αυτό που ένιωθε με Εκείνη μέσα στα χέρια του. Την πήρε ο ύπνος γλυκά και απαλά και εκείνος έμεινε δίπλα Της λίγο ακόμα. Την κοίταζε καθώς κοιμόταν και τότε, ήταν σαν κάποια μυστικά πινέλα ενός ιδιοφυούς ζωγράφου, να τη ζωγράφιζαν πάνω στο ταμπλό της μνήμης του, με ανεξίτηλα, υπέροχα χρώματα. Της έδωσε ένα απαλό, προσεκτικό φιλί στο μέτωπο και σηκώθηκε να φύγει. Μα δεν πρόλαβε να γυρίσει την πλάτη του και να κάνει ένα βήμα. Μια μυστική δύναμη τον έκανε να ξαναγυρίσει προς το μέρος Της. Δεν θα Την ξαναεγκατέλειπε ποτέ. Έβγαλε τα παπούτσια του, το παντελόνι του και την μπλούζα του. Μετά από λίγη σκέψη, γδύθηκε εντελώς. Ανέβηκε στο κρεβάτι όσο πιο ήσυχα και απαλά μπορούσε, για να μην Την ξυπνήσει. Πρώτα κάθισε αργά αργά, προσέχοντας να βουλιάξει το στρώμα χωρίς να Την μετακινήσει, έπειτα ανέβασε το ένα πόδι και μετά το άλλο, μετατοπίζοντας το βάρος στο κάτω μέρος του σώματος και τέλος, ακούμπησε σιγανά τον κορμό του πίσω από τον δικό Της. Η μυρωδιά Της τον πλημμύρισε σαν αγγελική αύρα. Δεν υπήρχαν λόγια για να περιγράψουν αυτή τη μυρωδιά. Ήταν σίγουρος ότι η αίσθηση αυτής της μυρωδιάς, ήταν η αίσθηση που έχουν τα νεογέννητα όταν τα παίρνει αγκαλιά η μαμά τους. Όταν το μωρό πεινούσε και ένιωθε έναν ακαθόριστο φόβο από τη μοναξιά και τον θάνατο που το πλησίαζε, κραύγαζε γεμάτο αγωνία ανείπωτη. Και τότε, ένιωθε «τη μυρωδιά» να πλησιάζει και η αγωνία άρχιζε σιγά σιγά να διαλύεται. Το κλάμα από κραυγή αγωνίας γινόταν παράπονο, «είμαι εδώ και σε χρειάζομαι όπως χρειάζομαι τον αέρα που αναπνέω!» Τότε δυο ιερά, ζεστά χέρια το σήκωναν με στοργή αλλά και σιγουριά και «η μυρωδιά» γινόταν όλο και πιο έντονη, κυριαρχούσε σε όλο του το είναι, γινόταν η σωτηρία και η ευτυχία μαζί. Το στήθος προσφερόταν σαν θείο δώρο, που θα εξασφάλιζε την επιβίωση και η «μυρωδιά» ανακατευόταν με αυτή του μητρικού γάλακτος. Η επαφή με το ζεστό δέρμα και το στήθος μέσα στο στόμα να του προσφέρει το θείο νέκταρ, ήταν το πέρασμα από τον πανικό στην ευτυχία. Η ίδια αίσθηση αναβίωνε δίπλα Της. Η καρδιά του σταμάτησε. Ευχήθηκε ο θάνατος να τον έβρισκε ακριβώς σε αυτή τη θέση, με την καρδιά του να πλημμυρίζει από ευτυχία. Στο δεξί του ημισφαίριο έπαιζε το “thank you” των Dido, με όλο και αυξανόμενη ένταση, μέχρι εκεί που η μουσική δεν τον εμπόδιζε να ακούει την ανάσα Της. Το δεξί του ημισφαίριο ήταν τόσο


Όσο κοιμόμουν

63

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εξασκημένο στο να ακούει μουσική, που μπορούσε να αναπαράγει οποιοδήποτε τραγούδι με ψηφιακή ακρίβεια, αρκεί να το είχε ακούσει μερικές φορές. Όλα τα όργανα και οι φωνές έπαιζαν ακριβώς όπως στο στούντιο, είτε προσκεκλημένα είτε απρόσκλητα. Αλλά ακόμα και απρόσκλητα, ήξεραν πολύ καλύτερα από τον ίδιο, πού και πότε να έρθουν να του κατακλύσουν την ακοή. Έκλεισε τα μάτια του για να αφήσει μόνο τις πιο πρωτόγονες αισθήσεις να κυριαρχήσουν σε ένταση. Ήταν ευτυχισμένος.


64

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΧ Η καρδιά του σταμάτησε. Σταμάτησε στ’ αλήθεια ενώ ο αναπνευστήρας φύσαγε αέρα στα άδεια του πνευμόνια. Το καρδιογράφημα έδειχνε κάποιες κοιλιακές συστολές στο πουθενά και μετά, ασυστολία. Ευχήθηκε κανείς να μη βρισκόταν εκεί κοντά εκείνη την ώρα και τα αλάρμ να είχαν χαλάσει. Πέντε λεπτά του αρκούσαν. Μετά, χωρίς κυκλοφορία και χωρίς οξυγόνο, ο εγκέφαλός του θα ισχαιμούσε. Τα κύτταρα του φλοιού του θα διψούσαν για οξυγόνο και θα αργοπέθαιναν πρησμένα από ασφυξία. Το δέρμα του θα ζωγραφιζόταν με λεπτές ροζ γραμμές, σαν ιστός αράχνης και ανάμεσά τους, κηλίδες μπλε και σκούρο ροζ, Οι κόρες του θα διαστέλλονταν και θα καρφώνονταν ίσια μπροστά, σε ένα άδειο βλέμμα. Σιγά σιγά θα πάγωνε και θα κειτόταν σαν ξύλο στο κρεβάτι. Και τότε, όλα αυτά τα μηχανήματα, οι σωλήνες και οι καθετήρες θα φάνταζαν τόσο γελοίοι πάνω του. Από τη μια στιγμή στην άλλη θα γινόταν ένα άψυχο αντικείμενο, σαν φρικιαστική κούκλα, ντυμένη με εξίσου φρικιαστικά αξεσουάρ που δεν είχαν πια κανένα νόημα. Και το αποκορύφωμα της γελοιότητας, θα ήταν ο ήχος του αναπνευστήρα, με τη φυσούνα που κατέβαινε σταθερά, δώδεκα φορές το λεπτό, δίνοντας έναν προκαθορισμένο όγκο αέρα, κάθε φορά στο τίποτα. Μα η τρομοκρατημένη νοσηλεύτρια δεν ήταν ούτε μακριά ούτε του έκανε τη χάρη να του χαρίσει αυτά τα πολύτιμα πέντε λεπτά. Έτρεξε πανικόβλητη προς το μέρος του, φώναξε: «Ανακοπή! Φώναξε τον γιατρό!» στη νοσηλεύτρια του διπλανού αρρώστου, η οποία έτρεξε στο γραφείο των γιατρών και πάτησε το κόκκινο κουμπί της ανάνηψης. Η δική του νοσηλεύτρια, έπεσε με μανία πάνω του, τέντωσε τα χέρια της και έδεσε τις παλάμες της μεταξύ τους. Έπειτα άρχισε να μαλάζει το στήθος του γρήγορα και δυνατά. Εκείνος δεν πονούσε… Δεν ένιωθε τίποτα! Ύστερα, η νοσηλεύτρια φώναξε στη βοηθό θαλάμου να τρέξει να φέρει τον απινιδωτή. Ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει τον άρρωστό της να πεθάνει. Τι περίεργο. Έκανε μια δουλειά που καθημερινά καταριόταν, γιατί αναγκαζόταν να ξυπνάει από τις πέντε το πρωί, να γυρίζει στις πέντε το απόγευμα, να ανέχεται το κάθε τι και τον κάθε έναν, να ξεσκατίζει, να ξυρίζει, να αναρροφά βρωμερές εκκρίσεις και να νιώθει διαρκώς, σωματικά και ψυχικά κουρασμένη.


Όσο κοιμόμουν

65

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Όμως κάτι τέτοιες στιγμές θυμόταν γιατί διάλεξε αυτή τη δουλειά. Η καταραμένη, απαίσια ρουτίνα της, διακοπτόταν από στιγμές κατακόρυφου πανικού, που ζητούσαν από εκείνη να επιστρατεύσει όλο της το κουράγιο, τη δύναμη, τις γνώσεις και την εκπαίδευσή της και να τις διοχετεύσει σε εκείνα τα δύο χέρια. Σε εκείνες τις δύο παλάμες που πίεζαν το στήθος του αρρώστου της πεισματικά, προκειμένου να αναγκάσουν το αίμα να κυκλοφορήσει, ήθελε δεν ήθελε. Δεν θα άφηνε σε καμία περίπτωση τον άρρωστό ΤΗΣ να πεθάνει. Ήταν νέος και πήγαινε καλά! Είχε την ελπίδα να βγει κάποτε από τη Μονάδα. Σκόπευε μάλιστα να ρωτήσει τον γιατρό στην επίσκεψη αν μπορεί να τον σηκώσει καθιστό σήμερα για να τον «προχωρήσει» λίγο. Και τώρα αυτό; Ε όχι! Δεν θα το άφηνε να συμβεί! Μάλαζε και ξαναμάλαζε ακούραστα. Εκείνη την ώρα ήρθαν και οι δύο γιατροί που τον είχαν αναλάβει για σήμερα, ταυτόχρονα με τη βοηθό θαλάμου, που στο μεταξύ είχε φέρει τον απινιδωτή και τον έβαζε στην πρίζα. Η ειδικευόμενη πήγε προς το μέρος της νοσηλεύτριας. «Συνεχίζω εγώ, ξεκουράσου εσύ και βάλε τα pads του απινιδωτή», της είπε με ψυχραιμία. Ο επιμελητής τη ρώτησε τι έγινε. Η νοσηλεύτρια απάντησε βάζοντας τα pads ταυτόχρονα: «έκανε κάποιες έκτακτες κοιλιακές συστολές, μετά βραδυκαρδία και μετά ιδιοκοιλιακό ρυθμό και πλήρη ασυστολία». «Πόσην ώρα ήταν σε ασυστολία;» «Λίγα δευτερόλεπτα», απάντησε εκείνη, «άρχισα αμέσως την αναζωογόνηση και σας φώναξα». Ο επιμελητής κοίταξε το καρδιογράφημα στον απινιδωτή. «Σταμάτα λίγο!» είπε στην ειδικευόμενη. «Ασυστολία, συνέχισε!» Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό της καθώς συνέχισε να συμπιέζει το στήθος του όσο περισσότερο μπορούσε κάθε φορά. Ένιωθε τα σπασμένα πλευρά του να κάνουν «κρακ» με κάθε συμπίεση, και από τη μια στεναχωριόταν που του έσπασε τα πλευρά, αλλά από την άλλη ήταν ευχαριστημένη από την αποτελεσματικότητα των μαλάξεών της. Ούτε αυτή ήταν διατεθειμένη να αφήσει τον άρρωστό της να πεθάνει. Μόλις χθες είχε μιλήσει στον γιο του και του είχε δώσει ελπίδες. Του είχε εξηγήσει γιατί έπρεπε να γίνει η τραχειοστομία και εκείνος είχε συγκαταθέσει. Του είχε πει ότι το αναπνευστικό του σύστημα είχε παρουσιάσει βελτίωση και ότι θα προχωρούσαν με μικρά βήματα στον απογαλακτισμό του από τον αναπνευστήρα. Όλοι γύρω του αναρωτιούνταν γιατί. Η νοσηλεύτρια προσπαθούσε να θυμηθεί κάθε της κίνηση την ώρα που ετοίμαζε τη νοσηλεία του. Μήπως είχε κάνει λάθος σε κάποιο φάρμακο ή σε κάποια δοσολογία; Όχι. Μήπως οι


66

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ρυθμίσεις του αναπνευστήρα δεν ήταν σωστές; Έριξε μια γρήγορη ματιά. Όχι, ήταν μια χαρά. Μήπως οι αντλίες που τις βρήκε έτοιμες από το πρωί και δεν τις είχε ρυθμίσει η ίδια; Μόνο προποφόλη είχε και αυτή σε χαμηλή δόση. Αποκλείεται. Μήπως έκανε αλλεργία σε κάποιο αντιβιοτικό; Κοίταξε το δέρμα του προσεκτικά. Δεν είχε κανένα σημάδι αλλεργίας και άλλωστε αυτά τα αντιβιοτικά τα έπαιρνε εδώ και καιρό. Τη διαφορική της διάγνωση διέκοψε η φωνή του επιμελητή: «Δώσε 1mg αδρεναλίνη!» Υπάκουσε με βιαστικά χέρια και τότε παρατήρησε την καημένη ειδικευόμενη που έσταζε ιδρώτα από τα μαλλιά της. Είχαν περάσει μόλις τρία λεπτά που φαίνονταν όμως αιώνες σε όλους. «Βέρα, να έρθω να σε ξεκουράσω;» της πρότεινε η νοσηλεύτρια. Τότε ο επιμελητής συνειδητοποίησε και προσφέρθηκε εκείνος να πάει. Σε λίγο όμως η αδρεναλίνη έδρασε και στο καρδιογράφημα φάνηκαν δειλά δειλά κάποιες γραμμούλες κατσαρές και γρήγορες. «Κοιλιακή μαρμαρυγή, απινίδωσέ τον!» διέταξε την ειδικευόμενη. Εκείνη φόρτισε, ο απινιδωτής άρχισε να φωνάζει με στριγκιά φωνή: «τι-τι-τι-τι-τι-τι-τιιιιιιιιιιιιι», ήταν έτοιμος να δώσει σε αυτή την καρδιά αυτό που χρειαζόταν, ένα γερό σοκ. Η ειδικευόμενη φώναξε: «Μακριά!» και πάτησε το κουμπί για να απινιδώσει. Όλοι απομακρύνθηκαν και με το πάτημα του κουμπιού το ρεύμα τίναξε το σώμα του στον αέρα σχεδόν, σαν να ήταν κάποια κούκλα δοκιμής αυτοκινήτων. Πριν προλάβει ο επιμελητής να ξαναρχίσει τις μαλάξεις, τα μάτια όλων αντίκρισαν με χαρά τις δύο πιο ωραίες γραμμές που μπορούσαν να αντικρίσουν: την πράσινη γραμμή του καρδιογραφήματος με έναν κανονικό, φλεβοκομβικό ρυθμό, και την κόκκινη γραμμή της πίεσης, από σχεδόν επίπεδη, να αποκτάει και πάλι το όμορφο τριγωνικό της σχήμα. Είχε και πάλι σφύξεις και πίεση! «Ετοίμασε μια αντλία αδρεναλίνης και άστη συνδεδεμένη στη φλέβα σε περίπτωση που μας χρειαστεί», είπε ο επιμελητής, και η νοσηλεύτρια την ετοίμασε αμέσως. Καθώς έσπαγε τις μικρές αμπουλίτσες αδρεναλίνης παρατήρησε ότι τα χέρια της έτρεμαν. Τώρα έτρεμαν, που το κακό είχε περάσει, γιατί προηγουμένως δεν επιτρεπόταν να τρέμουν. Η καρδιά της παλλόταν ακόμα σε τρελούς ρυθμούς και την ένιωθε μέσα στο στήθος της. Πήρε βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. Συνέδεσε προσεκτικά τη βελόνα στη σύριγγα και αναρρόφησε την αδρεναλίνη μέχρι τελευταίας σταγόνας. Καθώς τη διέλυε στον φυσιολογικό ορό κοιτούσε επίμονα το μόνιτορ. Δεν ήθελε να ξαναζήσει την ίδια αγωνία. Εντάξει, τα πάντα ήταν όπως έπρεπε, και μάλιστα


Όσο κοιμόμουν

67

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ήταν ταχύκαρδος και υπερτασικός από τη δόση της αδρεναλίνης που ακόμα επιδρούσε. Άνοιξε το καπάκι του three-way και συνέδεσε τη συσκευή της αντλίας. Ένα τόσο δα άσπρο, σκληρό πλαστικό σωληνάκι, σαν άσπρη μπούκλα, που όμως έκρυβε μέσα του το πιο χρήσιμο φάρμακο του κόσμου. Το μόνο φάρμακο που μπορούσε να σου σώσει τη ζωή. Κοιτούσε ακόμα επίμονα το μόνιτορ με δυσπιστία. Οι γιατροί είχαν φύγει, είχε μείνει και πάλι μόνη της με τον άρρωστο και φοβόταν. Τέντωσε τις παλάμες της μπροστά. Είχε σταματήσει να τρέμει. Και όμως, δεν ήταν η πρώτη ανακοπή στη ζωή της. Σε Μονάδα δούλευε, ανακοπές της τύχαιναν συνέχεια. Αλλά κάθε ανακοπή δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλο ήταν ο παππούς με την αναπνευστική ανεπάρκεια που μπαινόβγαινε στη Μονάδα κάθε λίγο για οξυγονοθεραπεία, άλλο ήταν ο πολυτραυματίας, άλλο η κρανιοεγκεφαλική κάκωση που θα γινόταν δωρητής οργάνων, άλλο η χειρουργημένη καρδιά που αιμορραγεί και άλλο ο Κύριος Μακρής. Αφού ηρέμησε αρκετά και το αυτί της ησύχασε με τη σταθερότητα των χτύπων της καρδιάς του, ξεφύσηξε. Τον πλησίασε. Του έπιασε τον ώμο και του είπε: «Όχι ακόμα Κύριε Μακρή, δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα σας» και τον άφησε για να συνεχίσει τις δουλειές της, έχοντας όμως πάντα το ένα αυτί της συντονισμένο στο συγκεκριμένο μόνιτορ. Η ειδικευόμενη πήγε να συντάξει τα γεγονότα στην πορεία νόσου. Άνοιξε το πρόγραμμα της Μονάδας, προσπάθησε να βρει όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσε για να τα καταγράψει με ακρίβεια και να μπορέσει να τα μεταβιβάσει στους συναδέλφους της που θα έρχονταν για τη νυχτερινή βάρδια σε λίγη ώρα. Σιχαινόταν το γραφειοκρατικό κομμάτι της δουλειάς της, αλλά έπρεπε να γίνει. Όχι μόνο για τους προφανείς λόγους της αρχειοθέτησης, αλλά και γιατί η δουλειά της κρινόταν μέσα από τα γραπτά της. Τι ειρωνεία. Κανείς από αυτούς που σε κρίνουν και σε βαθμολογούν δεν είναι μπροστά όταν είσαι σε πλήρη δράση και κάνεις αυτά που πρέπει για τον άρρωστό σου. Σε κρίνουν όμως από τα γραπτά σου. Λες και τα γραπτά θα σώσουν τον άρρωστο! Ο επιμελητής πήγε να τηλεφωνήσει στον γιο του, για να τον ενημερώσει για το περιστατικό και να μιλήσει μαζί του από κοντά, αν εκείνος το επιθυμούσε. Εκείνος του απάντησε μέσα από το αυτοκίνητό του. Οι ήχοι της λεωφόρου κάλυπταν τη συνομιλία και ήταν δύσκολο να συνεννοηθούν. Μόλις όμως κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο, ο Χρήστος έκανε στην άκρη και


68

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έκλεισε το παράθυρο. Άκουσε προσεκτικά, το έκλεισε και πήρε την πρώτη έξοδο για να ξαναγυρίσει προς το νοσοκομείο, που ήταν στην ανάποδη κατεύθυνση. Κάθε μέρα πήγαινε στο νοσοκομείο, κάθε μέρα μιλούσε με τους γιατρούς και ήθελε να είναι ενήμερος για τα πάντα. Τους είχε πει να τον παίρνουν τηλέφωνο ό,τι και να γινόταν, μέρα ή νύχτα. Στην αρχή δεν άντεχε να τον βλέπει σε αυτή την κατάσταση. Καθόταν πέντε λεπτά και μετά έφευγε με μαυρισμένη καρδιά. Δεν ήταν ο πατέρας του αυτός ο άνθρωπος στο κρεβάτι. Ο πατέρας του ήταν ο ωραίος και στιβαρός άντρας που έπαιζε μαζί του baseball και πάλευαν πάνω στο χαλί. Ήταν ο άνθρωπος που επέμενε και υπέμενε κάθε κακουχία και πόνο, που είχε δύναμη για δέκα άντρες. Όταν ήταν μικρός, τον ρώτησε αν ξέρει τι σημαίνει άντρας. «Άντρας λοιπόν ήταν ο άνθρωπος που μπορεί να ήταν είτε γυναίκα είτε άντρας, αλλά αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν ότι εννοούσε αυτά που έλεγε και κρατούσε τον λόγο του». Και τώρα αυτός ο άντρας ήταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, ακίνητος και ανήμπορος, γεμάτος σωλήνες και χρειαζόταν βοήθεια και υποστήριξη ακόμα και για τις ζωτικές του λειτουργίες. Τον πονούσε και τον θύμωνε αυτή η θέα. Ήθελε τον πατέρα του πίσω. Όμως τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Η γη είχε φύγει κάτω από τα πόδια του. Σε μια στιγμή όλα τα δεδομένα του άλλαξαν και βρέθηκε να στηρίζει το ίδιο του το στήριγμα. Και δεν μπορούσε καν να κάνει κάτι. Εξαρτιόταν από τους γιατρούς και τις νοσηλεύτριες, τις γνώσεις, την κρίση και τις αποφάσεις τους. Ο πατέρας του, που ο ίδιος ήταν αμέσως πριν εκείνος που ήξερε, έκρινε και έπαιρνε αποφάσεις για το καλό των αρρώστων του. Πάντα αναρωτιόταν γιατί ο μπαμπάς του είχε διαλέξει αυτό το επάγγελμα. Ο ίδιος δεν θα μπορούσε να το κάνει ποτέ. Στεναχωριόταν, σιχαινόταν, αηδίαζε. Γκρίνιαζε μονίμως για αυτή την καταραμένη δουλειά που του στερούσε πολύτιμες ώρες με τον μπαμπά του, μέρες και νύχτες, γιορτές και σαββατοκύριακα. Από μικρό παιδί δεν μπορούσε να καταλάβει τι είδους ευχαρίστηση έπαιρνε από αυτή τη δουλειά ο μπαμπάς του, που ήταν τόσο αηδιαστική και τόσο δύσκολη. Κατά καιρούς του πρότεινε να αλλάξει το επάγγελμά του σε κάτι πιο εύκολο. Να γίνει πωλητής, εστιάτορας, να πουλάει τους πίνακές του, οτιδήποτε. Εκείνος όμως ήταν ξεροκέφαλος. Τον έπαιρνε αγκαλιά, του χάιδευε το κεφάλι, τον κοιτούσε με απέραντη στοργή και του έλεγε: «Αυτό που κάνω είναι δύσκολο και κουραστικό, αλλά δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο. Δεν φαντάζεσαι πόσο καταπληκτικό είναι να κάνεις καλά έναν


Όσο κοιμόμουν

69

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άρρωστο, να τον βοηθάς να μην πονάει, να του σώζεις τη ζωή. Καμιά άλλη δουλειά δεν θα μ’ ευχαριστούσε όσο αυτή». Ήταν περήφανος για τον πατέρα του αλλά είχε ένα μόνιμο παράπονο. Και τώρα αυτό. Η αγνή ψυχή του που πονούσε με τον πόνο των άλλων, δεν το άντεχε. Αυτή τη φορά αποφάσισε να πάρει μια καρέκλα και να καθίσει δίπλα του. Για πρώτη φορά στη διάρκεια της νοσηλείας του, συνειδητοποίησε ότι μπορεί όντως να έχανε τον πατέρα του. Προχθές έπαιζαν ξιφομαχίες με τα light saber, χθες τον συνόδεψε για πρώτη φορά στην Αρχιτεκτονική της Ζυρίχης και τώρα, τούτη δα τη στιγμή, θα μπορούσε να μην υπάρχει καν. Να ήταν μόνο ένα μάτσο αναμνήσεις και ένα κενό ανεκπλήρωτο. Αναρωτήθηκε αν μπορούσαν να συνηθίσουν τα μάτια του σ’ αυτή την εικόνα που έβλεπε μπροστά του, όντας καθισμένος σε μια καρέκλα πλάι στο κρεβάτι του. Τα μάτια του ήταν κλειστά και οι βλεφαρίδες του ήταν ποτισμένες από μια λιπαρή ουσία. Τα μαλλιά του ήταν πυκνά και καστανά, όπως και του ίδιου, μόνο που ο χρόνος τους είχε προθέσει γκρίζες πινελιές. Τα σαρκώδη χείλη του που άλλοτε δεν σταμάταγαν να του μιλάνε, τώρα ήταν μισάνοιχτα και σκασμένα. Ήταν γυμνός, μα σκεπασμένος με ένα άσπρο σεντόνι μέχρι κάτω από τις μασχάλες. Τα χέρια του, έξω από το σεντόνι, είχαν αλλάξει σχήμα. Δεν ήταν αυτά τα μυώδη μπράτσα που ήξερε με τα νευρικά, χοντρά δάχτυλα και τις φουσκωμένες φλέβες. Ήταν δυο κύλινδροι σαν μπαλόνια φουσκωμένα με νερό, μονοκόμματα, που κατέληγαν σε πέντε μικρότερα κυλινδρικά μπαλόνια. Από το ένα του χέρι, μέσα από έναν επίδεσμο, έβγαινε ένα πλαστικό σωληνάκι, διάφανο με κόκκινα σημάδια, που κατέληγε σε ένα πραγματάκι φτιαγμένο από μπλε λάστιχο. Αυτό με τη σειρά του συνδεόταν με ένα γκρι ηλεκτρικό καλώδιο, το οποίο κατέληγε στο πλάι της οθόνης. Στο στήθος του ήταν κολλημένα άσπρα αυτοκόλλητα, με μικρές μεταλλικές προεξοχές, τις οποίες «δάγκωναν» ένα πράσινο, ένα κίτρινο, ένα κόκκινο, ένα μαύρο και ένα άσπρο κροκοδειλάκι. Οι ουρές τους κατέληγαν και αυτές στο πλάι της οθόνης. Στον δείκτη του άλλου του χεριού, υπήρχε ένα γκριζωπό μανταλάκι με ένα κόκκινο φως και ένα μπλε καλώδιο κατέληγε να κάνει παρέα με τα άλλα. Μια βασική τεχνολογία, που του ήταν ωστόσο άγνωστη. Δεν κινήθηκε όμως το επιστημονικό του ενδιαφέρον παραπάνω από τόσο. Ξαναγύρισε το βλέμμα προς τον πατέρα του. Στον λαιμό του ήταν δεμένο σαν σφιχτό περιδέραιο, ένα άσπρο κορδόνι το οποίο συγκρατούσε στη θέση του ένα πλαστικό αντικείμενο, με μια μεγάλη τρύπα στη μέση και δυο


70

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μικρές στα πλάγια, από τις οποίες περνούσε το κορδόνι. Από τη μεγάλη τρύπα ξεκινούσε ένας μαλακός πλαστικός διάφανος σωλήνας σαν ακορντεόν που συνδεόταν με έναν πράσινο, χοντρό δίσκο. Από αυτόν ξεκινούσε ένα ζευγάρι, ίδιων με τον προηγούμενο, σωλήνων, ενάμιση μέτρο μακρύ, που κατέληγε στο πλαϊνό μέρος ενός άλλου μηχανήματος, που ήταν κάτω σαν ένα τεράστιο κουτί υπολογιστή και πάνω είχε μια ψηφιακή οθόνη αφής και διάφορα κουμπιά. Και πάλι η επιστημονική του περιέργεια έμεινε ασυγκίνητη. Από το δεξί μέρος του λαιμού του ξεκινούσε ένα άλλο μάτσο από διάφανους σωλήνες με αυτοκόλλητα επάνω, ένα μπλε, ένα μωβ και ένα κίτρινο. Αυτά κατέληγαν σε τρία βαριά μηχανήματα, σφιγμένα με παξιμάδια πάνω σε ένα μεταλλικό ψηλό στατό. Οροί κρεμόντουσαν από τα τσιγκελάκια του στατό, που έγραφαν πάνω με μαρκαδόρους ακαταλαβίστικες λέξεις. Προσπάθησε να απομονώσει στον εγκέφαλό του μόνο το ανθρώπινο κομμάτι και να εξαφανίσει το ρομποτικό περιτύλιγμα. Έπιασε το χέρι του πατέρα του. Του φάνηκε χοντρό, ξερό και κρύο. Χάιδεψε το πάνω μέρος της παλάμης του και τα υπερφυσικά φουσκωμένα του δάκτυλα. Κράτησε το χέρι του μέσα στα δικά του. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να του μιλήσει ή όχι. Θα καταλάβαινε; Τον άκουγε ή κοιμόταν; Ή μήπως ο εγκέφαλός του είχε πάθει κάποια ζημιά και είχε χάσει την αντίληψη του λόγου; Αν άκουγε, θα μπορούσε να καταλάβει ποιος του μιλάει; Και αν δεν καταλάβαινε λόγω της μειωμένης αντίληψης, τουλάχιστον δεν θα ένιωθε; Η ψυχή του θα αντιλαμβανόταν αυτό που δεν μπορούσε να αντιληφθεί ο εγκέφαλός του. Θυμήθηκε ότι όταν ήταν μικρός, οκτώ ή εννιά χρονών, τον είχε ρωτήσει τι θα έκανε αν είχε μαγικές δυνάμεις. Ο πατέρας του τού είπε ότι θα φρόντιζε ο γιος του να είναι υγιής και ευτυχισμένος μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο μικρός Χρήστος όμως επέμενε. Επίσης, του είπε, θα φρόντιζε οι άνθρωποι να αγαπούν και να σέβονται ο ένας τον άλλον. Του είχε φανεί περίεργη αυτή η απάντηση. Τον ρώτησε τι άλλο θα έκανε. Του απάντησε πως θα καταργούσε τη θρησκεία και θα απελευθέρωνε τους ανθρώπους από τη βλακεία του να πιστεύουν σε Θεούς. Ο πατέρας του δεν πίστευε σε τίποτα. Ο μικρός Χρήστος δεν συμφώνησε τότε. Του είπε ότι αυτό δεν ήταν σωστό. Ότι οι άνθρωποι πρέπει να πιστεύουν και πρέπει να έχουν κάτι για να αναρωτιούνται. Ο πατέρας του είχε εντυπωσιαστεί με αυτό το επιχείρημα, αλλά η πίστη στον θεό, στη μοίρα, στην ψυχή και στην αθανασία της τον είχαν εγκαταλείψει από καιρό. Τώρα, με αυτά τα νέα δεδομένα και εκείνος άρχισε να καταλαβαίνει γιατί. «Μπαμπά, είμαι ο Χρήστος, ο γιος σου. Μ’ ακούς ή κοιμάσαι;»


Όσο κοιμόμουν

71

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Είχε ήδη καταλάβει ποιος ήταν από τη στιγμή που τον πλησίασε και η παραμικρή του αμφιβολία είχε διαλυθεί όταν πήρε το χέρι του ανάμεσα στα δικά του. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει! Πόσο ήθελε να του φωνάξει από χαρά, να τον πάρει στην αγκαλιά του, να του χαϊδέψει τα μαλλάκια και να του πει τα πάντα! Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα από όλα αυτά. Κατάφερε όμως να κουνήσει λίγο το δάκτυλό του. «Μπαμπά δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο αυτό ή αν όντως με καταλαβαίνεις. Εγώ νομίζω πως μ’ ακούς πάντως». Ξανακούνησε το δάκτυλό του, ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Αυτό και να ανεβάσει τους σφυγμούς και την πίεσή του, αλλά αυτό ο Χρήστος δεν ήταν σε θέση να το ξέρει. «Μπαμπά δεν ξέρω αν θυμάσαι τι συνέβη, αλλά είσαι στο Νοσοκομείο, στην Εντατική». Όχι, δεν θυμόταν ούτε ήξερε τι είχε συμβεί και πώς βρέθηκε εκεί. Ήξερε όμως πολύ καλά ότι βρισκόταν στην Εντατική και επίσης μπορούσε να καταλάβει όλες τις ιατρικές και νοσηλευτικές πράξεις που ασκούνταν επάνω του. Αυτό όμως δεν του έλυνε την απορία. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να κινήσει τα άκρα του. Αλλά γιατί; Ήταν κάποια κρανιοεγκεφαλική κάκωση; Κάποιος τραυματισμός του νωτιαίου μυελού; Ένα εγκεφαλικό; Και το χειρουργείο στην κοιλιά τι ήταν; Τραυματισμός; Καρκίνος; Περιτονίτιδα; Μήπως ζούσε επιπλοκές από κάποιο προγραμματισμένο χειρουργείο και δεν το θυμόταν; Ή τις επιπλοκές από κάποια εξέταση; Μήπως είχε πάθει τροχαίο; Δεν θυμόταν τίποτα, όσο και αν προσπαθούσε. Τώρα πια άλλωστε, είχε σταματήσει να προσπαθεί να θυμηθεί. Τι νόημα είχε; Τι θα άλλαζε; Ήταν εκεί που ήταν και υφίστατο αυτά που υφίστατο και δεν είχε καμία επιλογή ούτε λόγο για τις αποφάσεις που παίρνονταν για εκείνον. Οπότε; Τι σημασία είχαν όλα αυτά. Μα ο Χρήστος συνέχισε: «Οι γιατροί λένε ότι πας καλά και ότι θα ζήσεις. Αλλά έχεις πολύ δρόμο ακόμα μπροστά σου. Λένε ότι θα είναι μια πολύ δύσκολη περίοδος για όλους μας. Ότι πρέπει να έχουμε υπομονή και πίστη και ελπίδα και ότι οι ίδιοι κάνουν τα πάντα για να βγεις από εδώ μέσα γερός και να γυρίσεις σπίτι. »Κι’ εγώ ο ίδιος πιστεύω ότι θα τα καταφέρεις μπαμπά. Είσαι πολύ δυνατός άνθρωπος και έχεις αντέξει τόσα και τόσα. Θυμάσαι όταν πρωτοπήγαμε στη Γενεύη, πόσο πολύ πάλεψες για να τακτοποιήσεις εμένα, το σχολείο μου, τη δουλειά σου; Θυμάσαι που με βοηθούσες να μάθω γαλλικά βάζοντάς μου στον κουμπαρά ένα φράγκο για κάθε λέξη που μάθαινα; Πάντα


72

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έβρισκες τρόπους για να με βοηθάς στη ζωή. Όταν εγώ απελπιζόμουν και πνιγόμουν σε μια κουταλιά νερό, όπως έλεγες τότε, έβρισκες έναν τρόπο, ένα τέχνασμα για να με κάνεις να πιστέψω στον εαυτό μου, για να μου δείξεις ότι μπορώ. »Τώρα ήρθε η σειρά μου να βρω ένα τέχνασμα για να σου δείξω ότι μπορείς. Μπορείς και πρέπει να ζήσεις και να γίνεις καλά. Για να είμαι ειλικρινής δεν το έχω βρει ακόμα, γιατί η ταραχή μου είναι μεγάλη. Το ξέρεις ότι νωρίτερα το απόγευμα πήγες να μας την κάνεις; Η καρδιά σου σταμάτησε και κανείς δεν ξέρει γιατί. Είναι, λέει, κάτι που μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή σε οποιονδήποτε, ειδικά στους αρρώστους της Εντατικής που έχουν πολλά προβλήματα. Μπορεί λέει, να είναι η λοίμωξη, μπορεί τα νεφρά να μη λειτουργούν καλά, κάτι έλεγαν για ηλεκτρολύτες. Δεν κατάλαβα τι μου έλεγαν, αυτά εσύ τα ξέρεις. Κατάλαβα όμως ότι κάνουν εξετάσεις για να βρουν την αιτία και θα μάθουμε ίσως αργότερα, όταν θα έχουμε τα αποτελέσματα. »Τρόμαξα όσο δεν φαντάζεσαι. Ευτυχώς η νοσηλεύτρια ήταν δίπλα σου και άρχισε αμέσως την αναζωογόνηση. Αμέσως ήρθαν και οι γιατροί και σε έφεραν πίσω στη ζωή. Άκου να σου πω, δεν μπορώ να σου επιτρέψω να φύγεις. Δεν ξέρω αν μ’ ακούς, αλλά αν φύγεις δεν θα σε συγχωρήσω ποτέ!» Έπειτα σηκώθηκε όρθιος, του χάιδεψε και πάλι το χέρι και έφυγε. Ώστε λοιπόν δεν του άφηνε το περιθώριο να πεθάνει… Δεν θα τον συγχωρούσε… τον είχε ανάγκη. Ακόμα. Ποτέ δεν του είχε πει ότι ήταν ο μόνος λόγος που τον κρατούσε στη ζωή. Πολλές στιγμές απελπισίας και ανείπωτης στεναχώριας, έπαιρναν μορφή στη φαντασία του και τον ωθούσαν να πέσει από ψηλά, από όσο πιο ψηλά γινόταν. Έβγαινε στο μπαλκόνι και κοιτούσε προς τα κάτω. Η θέα τον μάγευε και το κενό ασκούσε πάνω του μια ευχάριστη έλξη. Όμως δεν ήταν τόσο εγωιστής. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο στο παιδί του. Άλλες φορές πάλι σκέφτηκε να το κάνει να μοιάζει σαν ατύχημα. Τότε δεν θα μπορούσε να τον κατηγορήσει κανείς, γιατί θα ήταν ατύχημα. Όμως το κενό που θα άφηνε πίσω του και τα προβλήματα που θα δημιουργούσε στο παιδί του δεν θα ήταν διαφορετικά ανάλογα με την αιτία του θανάτου του. Και πάλι θα ένιωθε εγκατάλειψη και μοναξιά. Προς το παρόν λοιπόν, δεν είχε δικαίωμα να σκέφτεται έτσι. Έπρεπε να περιμένει κι’ άλλο. Αλλά πώς θα μπορούσε να είναι η ύπαρξή του χρήσιμη στην ανθρωπότητα και στο παιδί του κάτω από αυτές τις συνθήκες; Ένα βάρος θα ήταν παρά ένας πατέρας. Ένας ανάπηρος, ένας ανήμπορος που χρειάζεται φροντίδα και περίθαλψη. Ένα έξοδο χωρίς τελειωμό. Μία πληγή.


Όσο κοιμόμουν

73

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

θυσία.

Δεν μπορούσε άλλο να σκέφτεται έτσι. Έπρεπε να Της μιλήσει. Πάση


74

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ Άνοιξε τα μάτια του. Πρέπει να ήταν πρωί γιατί ο ήλιος, στη μέση της διαδρομής του, έλαμπε από το ανατολικό παράθυρο. Οι κερασιές ήταν καταπράσινες και φορτωμένες με κεράσια, άλλωστε ήταν καλοκαίρι. Θυμήθηκε τότε, όταν ήταν είκοσι χρονών, ήταν μαζί Της, όταν είχαν πάει για εξόρμηση στη βόρεια Ελλάδα, στην Έδεσσα. Περπατώντας προς τους καταρράκτες πέρασαν ένα πέτρινο γεφυράκι πάνω από το ποτάμι, και δεξιά και αριστερά τους, κερασιές φορτωμένες με κεράσια. Μάζεψαν όσα περισσότερα μπορούσαν να χωρέσει το αυτοσχέδιο «καλάθι» τους, φτιαγμένο από το ίδιο του το μπλουζάκι, κατέβηκαν το γεφυράκι και κάθισαν στα βραχάκια στην άκρη του ποταμού. Έπλυναν τα κεράσια στο ποτάμι και κάθισαν με τα πόδια βουτηγμένα στο παγωμένο νερό για να τα φάνε. Εκείνα τα κεράσια ήταν, εκείνη τη στιγμή, η αμβροσία. Φρέσκα και τραγανά, γλυκά μα και ξινά, μυρωδάτα και ολοζώντανα, με ένα χρώμα κατακόκκινο και γυαλιστερό. Οι εξορμήσεις αυτές ξεκινούσαν πάντα αυθόρμητα, ενώ κάθονταν και κουβέντιαζαν για οτιδήποτε, ξαφνικά αποφάσιζαν να περάσουν ένα σαββατοκύριακο κάπου. Δεν ήξεραν πού. Πήγαιναν είτε μέχρι τα ΚΤΕΛ είτε μέχρι το λιμάνι του Πειραιά, ανάλογα με το αν είχαν διάθεση για νησί ή για βουνά. Μια από αυτές τις φορές λοιπόν, ο δρόμος τους τούς έβγαλε στα ΚΤΕΛ, και από εκεί στην Έδεσσα. Εκείνη συνήθιζε να κοιμάται πάνω στην αγκαλιά του στις μακρινές διαδρομές. Την είχε πάρει αγκαλιά με το δεξί του χέρι από τους ώμους. Εκείνη είχε γείρει το κεφάλι Της πάνω στον ώμο του. Σαν μια μυστική συμφωνία της φύσης, τα σώματά τους ήταν έτσι φτιαγμένα, ώστε να ταιριάζουν μεταξύ τους όπως το κλειδί στην κλειδαριά. Το ύψος τους, το μήκος των χεριών τους, οι παλάμες τους. Το σχήμα των προσώπων τους ακόμα, τα ζυγωματικά και η μύτες τους ήταν έτσι φτιαγμένα, που όταν τα χείλη τους ενώνονταν, η αναπνοή τους παρέμενε ανεμπόδιστη ενώ ταυτόχρονα τα μάγουλά τους ακουμπούσαν ζεστά το ένα το άλλο, προσθέτοντας ακόμα μεγαλύτερη επιφάνεια επαφής. Είχαν μια τσάντα στον ώμο ο καθένας και ελάχιστα χρήματα μαζί τους. Ήταν νέοι και το μόνο τους εισόδημα ήταν το χαρτζιλίκι των γονιών τους. Έπρεπε με αυτά να τα βγάλουν πέρα, αλλά δεν έδιναν δεκάρα. Αρκεί να


Όσο κοιμόμουν

75

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έκαναν πράγματα μαζί, να ζούσαν εμπειρίες, να γέμιζαν τα μάτια τους εικόνες, τα ρουθούνια τους μυρωδιές και την καρδιά τους αγάπη. Γεννούσαν χωρίς να το καταλαβαίνουν τότε, με τρόπο φυσικό και ανεπιτήδευτο, τα παιδιά τους: το πρώτο τους παιδί ήταν ο Λόγος. Ήταν ένα αγόρι που έμοιαζε στη μαμά του, πλούσιο και χρυσοστόλιστο, έτρεχε σαν βιαστικό ποταμάκι ανάμεσά τους, πότε σοβαρό, πότε γελαστό και πότε θυμωμένο. Ήταν το πρώτο τους και το ‘χαν μέσα στην καρδιά τους τόσο βαθιά κλεισμένο, που στο τέλος το έβλεπαν ακόμα και όταν δεν ήταν εκεί. Γάργαρο και διάφανο, έβγαινε από τα χείλη του ενός και ο άλλος το ρούφαγε σαν διψασμένος ναυαγός μες το λιοπύρι. Όταν έλειπαν από κοντά του και διψούσαν, το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να τον αναζητήσουν μέσα στην καρδιά τους, και τότε αυτός ερχόταν για λίγο να τους ξεδιψάσει. Μα πόσο μπορούσε ένας άνθρωπος να ζήσει δίχως νερό; Είχαν ανάγκη να τον βλέπουν και να τον ξαναβλέπουν και, όσο και αν έπιναν, σπάνια ξεδιψούσαν τελείως. Το δεύτερο παιδί τους, ήταν και αυτό αγόρι, ο Έρωτας. Αυτός, έμοιαζε επίσης στη μαμά του. Απέραντος σε μέγεθος και μαγευτικός στην όψη, σαν τη θάλασσα, που απλά βρισκόταν εκεί, από την αρχή ως το τέλος του κόσμου, με το δώρο και την κατάρα της αιώνιας ζωής. Σαν άλλη θάλασσα και εκείνος, μια ήταν γαλήνιος και μια φουρτούνιαζε, μα όπως και αν ήταν, είχε τη δύναμη της φύσης: κανείς δεν μπορούσε να τον ελέγξει, κανείς δεν μπορούσε να τον προβλέψει, κανένας δεν μπορούσε να νικήσει τη δύναμή του. Ήταν εκεί και έπρεπε να τον δεχτείς όπως και αν ήταν. Για πάντα. Τον είχες ανάγκη και δεν χόρταινες να τον κοιτάζεις. Πολλές φορές βυθιζόσουν μέσα του και τον άφηνες να σε πάρει σε ανεξερεύνητες σπηλιές, τροπικά νησιά και κατάξανθες αμμουδιές. Σε ταξίδευε, σε έτρεφε και σε δυνάμωνε. Σε έλκυε σαν μαγνήτης και σε παίδευε σαν γλυκό βασανιστήριο. Το τρίτο τους παιδί ήταν αφύσικα μεγάλο και γεννήθηκε με τοκετό τεράστιας διάρκειας και πόνου. Ήταν ένα κορίτσι που έμοιαζε στον μπαμπά του, η Αγάπη. Αυτή ήταν ήσυχη, πολύ ήσυχη, περνούσε τον περισσότερο καιρό της ζωγραφίζοντας εικόνες και γράφοντας ποιήματα, σαν τον μπαμπά της. Ήταν όμορφη σαν άγγελος και μεγάλη, υπερβολικά μεγάλη, σαν ψηλό βουνό. Παρ’ όλο λοιπόν που ήταν τόσο ήσυχη και ακίνητη, δεν μπορούσες να την αγνοήσεις, ήταν εκεί, τεράστια, πανέμορφη και περήφανη. Οι ρίζες της μεγάλωναν χρόνο με τον χρόνο με ρυθμούς ανεξέλεγκτους, είτε οι γονείς της ήταν εκεί είτε όχι. Είτε ήταν μαζί είτε ήταν χώρια. Οι πλαγιές της ήταν καταπράσινες, γεμάτες δέντρα και λουλούδια. Οι εποχές περνούσαν και τα


76

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δέντρα καρποφορούσαν και τα λουλούδια άνθιζαν, είτε οι γονείς της ήταν εκεί είτε όχι. Δεν την ένοιαζε αν οι καρποί της θα φαγωθούν και αν τα άνθη της θα τα κοιτάξουν μάτια. Εκείνη συνέχιζε την αιώνια δουλειά της, ακούραστα και σταθερά. Το τέταρτο παιδί τους ήταν κι αυτό κορίτσι. Η Μνήμη. Αυτή έμοιαζε και στους δύο. Το σώμα της ήταν λεπτό, ζωηρό και ευέλικτο, όπως της μαμάς της. Τα μαλλιά της ήταν πυκνά και καστανά σαν του μπαμπά της, μα μπουκλωτά και απαλά όπως της μαμάς της. Τα μάτια της, τεράστια μάτια, που σε εγκλώβιζαν μέσα στο βαθύ καταπράσινο χρώμα τους. Αυτό το χρώμα ήταν μυστήριο, ένα προφανές μίγμα του καταγάλανου της μαμάς και του σκούρου καστανού του μπαμπά της. Μα φωτεινό, τόσο φωτεινό που σε διαπερνούσε και όταν σε κοιτούσε σε ανάγκαζε να την κοιτάξεις και εσύ. Μέσα σ’ αυτά τα μάτια, περνούσαν οι εικόνες από τη ζωή τους, σαν τρέιλερ κάποιας ταινίας, ολοζώντανες εικόνες, μα και μουσικές και αισθήσεις. Ήταν ένα παιδί δύσκολο, προσκολλημένο επάνω τους σαν μικρή, χαριτωμένη βδελλίτσα, μια στον ένα και μια στον άλλον. Την αγαπούσαν και τους αγαπούσε τόσο, που ποτέ δεν κατάφεραν να την ξεκολλήσουν από πάνω τους. Μάλιστα, όσο μεγάλωνε, απέκτησε και μια άλλη ιδιότητα: ερχόταν εκεί που δεν την περίμενες, καμιά φορά στις πιο ακατάλληλες στιγμές. Στο τέλος είχε εξασκηθεί τόσο πολύ, που έμπαινε μέσα στα όνειρά τους και μάλιστα, για να διασκεδάσει ακόμα περισσότερο, έμπαινε και στων δυο τα όνειρα ταυτόχρονα. Την είχαν πάρει χαμπάρι από την αρχή, πόσο σκανταλιάρα ήταν και δεν είχαν καταλάβει πώς το έκανε αυτό το κόλπο. Όμως δέχονταν τα καμώματά της γελώντας, μην μπορώντας ούτε να τα κατανοήσουν ούτε να τα εμποδίσουν. Και τα τέσσερα παιδιά τους μεγάλωναν με στοργή και νοσταλγική αγάπη μέσα σ’ ένα σπίτι, προστατευμένο από κάθε κίνδυνο, μακριά από κάθε εξωγενή επιρροή και κάθε αντίξοη συνθήκη. Μέσα στο πυκνό δάσος κάτω από τους πρόποδες του όρους Συνείδηση. Εκεί δεν μπορούσε κανείς να τα πειράξει. Αναπτύσσονταν όπως όφειλαν, ανθούσαν και εξέλισσαν τις μαγικές τους δυνάμεις. Εργάζονταν ακούραστα και μεθοδικά, πάντα κάτω από τους πρόποδες της Συνείδησης, μέσα στο ημίφως, σε ένα ομαδικό project: να δημιουργήσουν το κλειδί της πύλης της Συνείδησης ή αλλιώς, το κλειδί του Φωτός, όπως το έλεγαν. Αυτό ξεκλείδωνε την πύλη που οδηγούσε από το σκοτάδι στο φως, από το υποσυνείδητο στο συνειδητό και, όταν και τα τέσσερά τους έβγαιναν στο φως, τίποτα δεν μπορούσε να τα σταματήσει: το άπλετο φως θα


Όσο κοιμόμουν

77

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ενεργοποιούσε τις μαγικές τους δυνάμεις. Τότε εκείνα, πιασμένα από τα χέρια σε κύκλο, θα ένωναν τις δυνάμεις τους. Στη μέση του κύκλου θα γεννιόταν μέσα από τα έγκατα του ασυνείδητου, ένα πλάσμα, που θα ήταν από μόνο του ισχυρότερο από το καθένα ξεχωριστά και από όλα μαζί ταυτόχρονα: θα την ονόμαζαν Ένωση. Η Ένωση θα είχε τη θεϊκή μορφή της Νίκης της Σαμοθράκης. Τεράστια, αγέρωχη, πανέμορφη, ανυπέρβλητη. Με το γυναικείο της στήθος προτεταμένο, απαλή και θηλυκή στην όψη, μα συμπαγής, φτιαγμένη από μάρμαρο. Με τα γιγάντια, αετίσια φτερά της ορθάνοιχτα απλωμένα, θα ήταν έτοιμη να απογειωθεί. Θα ήταν αήττητη. Αυτή η θρυλική σκέψη τα ξύπναγε και τα κοίμιζε καθημερινά και τους έδινε το κουράγιο να εργάζονται με ιώβειο υπομονή, λαμπρή δημιουργικότητα και ακάματη εργατικότητα. Ήθελαν να καθίσουν κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο και να γεμίσουν τα μάτια τους με χρώμα, να νιώσουν τον καθαρό αέρα να τους χαϊδεύει το πρόσωπο. Έτσι όπως τους το χάιδευε η μητέρα τους. Με το δεξί Της χέρι, τους έπιανε το μάγουλο και εκείνο ξεκουραζόταν για λίγα δευτερόλεπτα μέσα στη στοργική Της χούφτα. Ήταν μια κίνηση γεμάτη τρυφερότητα, που συνοδευόταν από ένα βλέμμα γεμάτο αγάπη. Τα μάτια Της γελούσαν και σου έλεγαν «σ’ αγαπώ». Η αίσθηση από την αφή Της και η εικόνα από τα μάτια Της, άφηναν σημάδι ανεξίτηλο σε όλο σου το είναι. Αυτά συνέβαιναν όσο οι δυο τους, ανέμελοι και με τα πόδια να δροσίζονται μέσα στο ποτάμι, έτρωγαν τα κεράσια τους. Τότε ήταν ανυποψίαστοι. Πέρασαν χρόνια και χρόνια πριν καταλάβουν τι πραγματικά συνέβαινε τότε. Έπρεπε να φύγουν από τα σπίτια τους, να ζήσουν σε άλλες χώρες, να αλλάξουν πολλές φορές φίλους, στέκια, απόψεις. Να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά με άλλους, ακατάλληλους ανθρώπους, να ξαναβρεθούν μεταξύ τους. Να περάσουν ώρες ατελείωτες σκεπτόμενοι: «και αν». Να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, όπως θα τα μεγάλωναν αν ήταν μαζί και όχι όπως ήθελαν οι πραγματικοί τους γεννήτορες. Εκείνη ήταν το αληθινό πρότυπο της μαμάς του γιου του και εκείνος ήταν το πραγματικό πρότυπο του μπαμπά των γιών της. Οι σύντροφοί τους έπρεπε να προσαρμοστούν σε αυτό το πρότυπο και όχι να είναι αυτό που ήταν. Δεν το ήξεραν οι ίδιοι, το ήξεραν όμως πολύ καλά οι ακούραστοι εργάτες κάτω από τους πρόποδες της Συνείδησης. Η ειδικευόμενη ήρθε να τον βγάλει με τη βία από τον κόσμο των αναμνήσεών του, με πολλή ευγένεια: «Κύριε Μακρή, πρέπει να αλλάξω αρτηριακό καθετήρα. Θα σας στερεώσω το χέρι με ταινία για να έχει τη θέση


78

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

που πρέπει και μετά θα σας κάνω τοπική, δεν θα πονέσετε καθόλου». Πόσες φορές είχε πει και ο ίδιος αυτό το ψέμα στους ασθενείς του. Πώς ήταν δυνατό να μην πονέσει; Μόνο και μόνο το να γυρίσεις αυτό το μπαλονιασμένο, χιλιοτρυπημένο χέρι από τη φυσική του θέση προς τη θέση έκτασης του καρπού, ήταν δύσκολο και επώδυνο. Για να διατηρηθεί το χέρι στη θέση του πρέπει να στερεωθεί με μια ταινία, από τον αντίχειρα μέχρι κάποιο σταθερό σημείο στο κρεβάτι. Αυτή η έξω στροφή τραβούσε όλους τους μυς, ενώ για να μείνει ο καρπός σε έκταση και να μπορέσει ο γιατρός να ψηλαφήσει την αρτηρία, έπρεπε να μπει κάτω από τον καρπό ένα ρολό ή ένα σκληρό αντικείμενο. Ύστερα το αντισηπτικό σε πάγωνε και έκανε τις πληγές από τις προηγούμενες τρύπες να τσούζουν. Μετά έμπαινε το αποστειρωμένο πεδίο και ο γιατρός έκανε την τοπική αναισθησία. Η βελόνα σε τσιμπούσε και το φάρμακο σε έκαιγε για αρκετά δευτερόλεπτα, πριν να μουδιάσει η περιοχή. Έπειτα καταλάβαινες το τρύπημα του καθετήρα και, παρ’ όλη την τοπική αναισθησία, στο βάθος που βρίσκεται η αρτηρία, πάντα πονούσε και πάλι. Ο ίδιος θυμάται ότι όταν ο ασθενής πονούσε, αυτό σήμαινε ότι ήταν πολύ κοντά στην αρτηρία. Για να ραφτεί δε ο καθετήρας στη θέση του, έπρεπε να περαστούν δύο ράμματα, τα οποία σπάνια έπεφταν εκεί που ήδη έχει δράσει η τοπική αναισθησία. Καθώς η ειδικευόμενη ερχόταν λοιπόν με το ρολό, την ταινία της και το καροτσάκι με το υπόλοιπο υλικό, ήξερε ακριβώς τι να περιμένει. Προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο για να απασχολήσει το μυαλό του. Ήθελε τόσο πολύ να συνεχίσει να σκέφτεται τα ταξίδια του και το καλοκαιράκι στην Ελλάδα. Τα νησιά με την ξερή γη και τη θαμνώδη βλάστηση, που έκανε τον τόπο να μοσχοβολάει ρίγανη και σχοίνα. Πού και πού μέσα στην ξηρασία, ξεφύτρωνε κάποια συκιά ή κάποια ελιά. Όταν ήταν μικρός, περνούσε ώρες σκαρφαλωμένος πάνω στα δέντρα έξω από το σπίτι του. Είχαν μπροστά, από την πλευρά του δρόμου, δύο ελιές, μία από κάθε πλευρά της εισόδου. Στο πλαϊνό μέρος του σπιτιού είχε τρία μεγάλα πεύκα. Κάθε μέρα σκαρφάλωνε σε ένα διαφορετικό και αφού ανέβαινε στο πιο ψηλό κλαδί που μπορούσε, καθόταν εκεί για πολλή ώρα. Χάζευε τον κόσμο από ψηλά, κρεμούσε τα πόδια του στον αέρα, μύριζε τον αέρα που έπαιρνε το άρωμα από τις πευκοβελόνες και κοιτούσε τον μικροσκοπικό κόσμο των εντόμων. Τα έντομα πάντα τον εντυπωσίαζαν, έτσι όπως ζούσαν σε ένα παράλληλο σύμπαν σε σχέση με τους ανθρώπους. Του άρεσε να τα πιάνει και να τα αφήνει να περπατάνε πάνω στα χέρια του.


Όσο κοιμόμουν

79

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Έτσι και τώρα πάνω στο χέρι του ήταν μια μελισσούλα. Ένιωσε το μυτερό κεντρί της να στοχεύει στο δέρμα πάνω από την αρτηρία και το δηλητήριό της να του καίει και μετά να του μουδιάζει το δέρμα. «Σας πόνεσα κύριε Μακρή;» τον ρώτησε η γιατρός. Γύρισε και την κοίταξε με βλέμμα γλυκό. Όχι, δεν τον πόνεσε ούτε τον πείραζε που τον ενοχλούσε. Ήταν μια χαριτωμένη ύπαρξη, που έπρεπε να κάνει αυτό που χρειαζόταν για να γίνει η δουλειά της. Τον κοίταξε και εκείνη. Ήταν επιδέξια και είχε τελειώσει τη διαδικασία γρήγορα. Της κούνησε τα δάκτυλα του άλλου χεριού. Εκείνη κατάλαβε ότι κάτι ήθελε να της πει. «Θέλετε να μου πείτε κάτι;» Και βέβαια ήθελε να της πει κάτι! Μέρες ολόκληρες προσπαθούσε να βρει έναν δίαυλο επικοινωνίας με κάποιον άνθρωπο. Έκλεισε τα μάτια του για να της πει «ναι». Εκείνη ήταν έξυπνη και έμπειρη και κατάλαβε ότι αυτό σήμαινε «ναι». Ήθελε όμως να επιβεβαιώσει ότι δεν ήταν κάποια αντανακλαστική κίνηση πριν χαρεί. «Αν κλείσετε τα μάτια μία φορά είναι όχι και αν τα κλείσετε δύο φορές είναι ναι, το καταλάβατε;» Έκλεισε τα μάτια του δύο φορές σφιχτά και ξεκάθαρα. Εκείνη του χαμογέλασε προσπαθώντας να κρύψει τον ενθουσιασμό της. «Θέλατε να μου πείτε πως πονάτε κάπου;» Έκλεισε τα μάτια μία φορά. «Θέλατε λοιπόν κάτι άλλο… Μήπως κρυώνετε;» Έκλεισε τα μάτια μία φορά. «Μήπως ζεσταίνεστε;» Και αυτό το αρνήθηκε. «Διψάτε; Πεινάτε;» της είπε όχι με τα μάτια. Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό πάντα επικεντρωνόταν στις βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Οι υπόλοιπες ανάγκες, όπως για παράδειγμα η ανάγκη για επικοινωνία, ήταν για τους γιατρούς δευτερεύουσες, είτε γιατί δεν προλάβαιναν να ασχοληθούν και με αυτές είτε γιατί το άγχος τους για τη ζωή του αρρώστου, τους έκανε να πιστεύουν ότι και οι άρρωστοι έχουν τις ίδιες προτεραιότητες με τους γιατρούς. Στην πραγματικότητα όμως, ο άρρωστος λίγο ενδιαφερόταν για την πίεσή του, τη νεφρική του λειτουργία ή το χρώμα των εκκρίσεών του. Ο άρρωστος ήταν και άνθρωπος, εκτός από άρρωστος. Είχε μια προσωπική και μια επαγγελματική ζωή, είχε συναδέλφους, φίλους, παιδιά, γυναίκα, γονείς και αδέλφια. Είχε δάνεια και κάρτες, λογαριασμούς και φορολογικές δηλώσεις. Ανησυχούσε και ο ίδιος για υποθέσεις που δεν είχαν να κάνουν καθόλου με την υγεία του. Όσο και αν δεν περνούσε από το μυαλό των γιατρών λοιπόν, οι προτεραιότητες των ασθενών δεν ταυτίζονταν με τις δικές τους. Ο ίδιος το είχε καταλάβει αυτό στη διάρκεια της καριέρας του. Πολλές φορές τύχαινε να


80

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ξυπνήσει έναν ή μια ασθενή μετά από κάποιο χειρουργείο και η πρώτη τους έννοια δεν ήταν να μάθουν πώς πήγε το χειρουργείο, αλλά αν είχε ειδοποιηθεί ο άντρας ή γυναίκα τους που ανησυχούσε. Άλλη φορά νοσήλευε στη Μονάδα έναν εμφραγματία που όταν ήταν και πάλι σε θέση να μιλήσει, τον έβαλε να πάρει τηλέφωνο κάποιον για να φροντίσει το σκύλο του, που ήταν μόνος του στο σπίτι. Για τον άνθρωπο αυτό, η φροντίδα του σκύλου του ήταν σημαντικότερη από το ποιο αγγείο είχε βουλώσει ή από το κλάσμα εξώθησης της αριστερής του κοιλίας και αυτό ήταν κάτι που είχε μάθει να σέβεται. Έτσι και εκείνη τη στιγμή, στο μυαλό της ειδικευόμενης τα μόνα πράγματα που άξιζε να συζητηθούν ήταν η πείνα και η δίψα, το κρύο και η ζέστη, ο πόνος. «Κύριε Μακρή, υπάρχει κάτι που σας ενοχλεί;» Απελπίστηκε και κουράστηκε με αυτή τη διαδικασία. Της είπε «όχι» με τα μάτια. Θα έκανε λίγη υπομονή ακόμα. Εκείνη του χαμογέλασε, του είπε: «Ωραία λοιπόν, θα τα πούμε αργότερα, ο καινούργιος σας καθετήρας δουλεύει μια χαρά». Ήταν πολύ γλυκιά, μα ο καθετήρας ποσώς τον ενδιέφερε. Της χαμογέλασε όσο μπορούσε με τη σειρά του και εκείνη έφυγε. Έπρεπε να επικοινωνήσει με κάποιον τρόπο πιο αποτελεσματικό, αλλά μάλλον δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα. Θα περίμενε λοιπόν υπομονετικά, όσο καιρό και αν χρειαζόταν. Άρχισε να εξασκεί τα δάκτυλά του να κλείνουν και να ανοίγουν γύρω από έναν φανταστικό στυλό. Στην αρχή ήταν πολύ επώδυνο, αλλά συνέχιζε τις επαναλήψεις. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να τα καταφέρει. Μετά από λίγη ώρα κουράστηκε από αυτή την άσκηση, άρχισε να ιδρώνει και να ασθμαίνει. Ο κορεσμός του έπεφτε. Σταμάτησε απογοητευμένος, πήρε δυο βαθιές ανάσες και είπε στον εαυτό του: «αργότερα πάλι». Δεν ήθελε η οξυγόνωσή του να πέσει κάτω από 95%, γιατί τότε θα άρχιζε να διαμαρτύρεται το αλάρμ και θα ερχόταν η νοσηλεύτρια. Συνέχισε να αναπνέει μέχρι να ξαναέρθει η οξυγόνωσή του σε ασφαλή επίπεδα. Ήταν απογοητευτικό η παραμικρή προσπάθεια να έχει τόσο μεγάλες επιπτώσεις. Χρειαζόταν ακόμα πολλή, μα πάρα πολλή δουλειά για να ξαναφτιάξει μυϊκό ιστό μέσα από αυτές τις μάζες νερού. Άραγε τα κύτταρά του θυμούνταν πώς να διαφοροποιούνται; Τουλάχιστον ο χρόνος ήταν με το μέρος του. Στη Μονάδα ήταν ασφαλής και οι μόνες του υποχρεώσεις ήταν οι ζωτικές του λειτουργίες. Τον επιβράβευαν επειδή πήρε μια βαθιά ανάσα ή επειδή κούνησε κάποιο μέλος του ή επειδή δεν είχε ανάγκη από φαρμακευτική υποστήριξη για να δουλεύει η καρδιά και το κυκλοφορικό του σύστημα.


Όσο κοιμόμουν

81

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ήταν πολύ εντυπωσιακό το πόσο άλλαζαν οι απαιτήσεις από το κοινωνικό περιβάλλον από τη μια στιγμή στην άλλη. Χθες απαιτούσαν από εκείνον να είναι σωστός πατέρας, άριστος επαγγελματίας, ενδιαφέρων συζητητής, καλός φίλος, προσεκτικός οδηγός, ευρηματικός μάγειρας, αξιοπρεπής αθλητής. Σήμερα το μόνο που απαιτούσαν ήταν να χτυπάει η καρδιά του, να κατουράει όσα υγρά του έδιναν και να γεμίζουν τα πνευμόνια του οξυγόνο. Άραγε αν καθένας από μας μπορούσε να συνειδητοποιεί στην καθημερινότητά του ότι αυτές ήταν οι πραγματικές προτεραιότητες, πώς θα ήταν η ζωή; Πώς θα ήταν για παράδειγμα, αν η μάνα κοιτούσε το παιδί της κάθε μέρα και ένιωθε ευγνωμοσύνη που όλα του τα όργανα σφύζουν από υγεία, πόσο θα την ένοιαζε τότε που θα έτρεχε πέρα-δώθε μέσα στο σπίτι και θα έκανε φασαρία; Πόσο θα την ένοιαζε που δεν έστρωσε το κρεβάτι του, που δεν έφαγε όλο το φαγητό του, που δεν ήθελε να κοιμηθεί από τις οκτώ; Θυμήθηκε το παιδάκι του και αποκοιμήθηκε με την εικόνα από τα πυκνά του μαλλάκια και τα γυαλιστερά του ματάκια να ζεσταίνει την καρδιά του και να τη γεμίζει με ευγνωμοσύνη.


82

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙ Ξύπνησε και πάλι με την εικόνα του παιδιού του, αλλά αυτή τη φορά σε εφηβική ηλικία, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, με το χνούδι από το μουστάκι του να σκεπάζει το άνω χείλος. Τότε που το μουστάκι είναι αρκετά εμφανές για να ενοχλεί αισθητικά, αλλά είναι αρκετά νωρίς για να αρχίσει ένα αγόρι να το ξυρίζει. Όπως το μουστάκι φυτρώνει με φόρα φωνάζοντας: «γίνεσαι άντρας!», αλλά από την άλλη η φωνή της συνείδησης σου ψιθυρίζει: «περίμενε», έτσι και οι επιθυμίες σου έρχονται με φόρα, ασυγκράτητες και μάταια η λογική σου προσπαθεί να τους βάλει φρένο. Θες να βγεις, να χαρείς, να κάνεις φίλους, να πιεις, να καπνίσεις, να πηδηχτείς, να ταξιδέψεις. Όλα θέλεις να τα κάνεις, όλα. Μα δεν μπορείς ακόμα, πρέπει να περιμένεις. Η ζωή σου απαιτεί να θέσεις αλλού την ενέργεια και τις προτεραιότητές σου. Δεν έχεις λεφτά, δεν έχεις ανεξαρτησία, πρέπει να τελειώσεις το σχολείο και να γράψεις καλά στις εξετάσεις, έτσι ώστε μετά να σπουδάσεις κάτι, το οποίο θα σου επιτρέψει να βρεις μια δουλειά και να κερδίζεις τη ζωή σου. Τότε μόνο θα μπορείς να κάνεις αυτά που θέλεις. Εσύ όμως τα θέλεις εδώ και τώρα. Τσακωνόταν διαρκώς με τη μάνα του όσο ζούσε στην Ελλάδα μαζί της. Ο ίδιος έβλεπε τον Χρήστο μόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι. Του ήταν αδύνατο να αναπληρώσει το κενό και κυρίως, να θεραπεύσει τις ανεπανόρθωτες ζημιές που προκαλούσε η πρώην γυναίκα του στον ψυχισμό του παιδιού του. Κανένας δικαστής δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό, γιατί δεν υπήρχαν λόγια για να το περιγράψεις. Στην αρχή, η πρώην του τον έπαιρνε τηλέφωνο ανήσυχη όταν ο Χρήστος γυρνούσε σπίτι μεθυσμένος ή όταν έφερνε κακούς βαθμούς. Εκείνη δεν ήταν σε θέση να τα βγάλει πέρα μαζί του και αυτό ήταν έκδηλο. Το παιδί ήταν ασυγκράτητο, ήθελε να ζήσει τη ζωή του. Ξεχυνόταν στους δρόμους και ρούφαγε την περιπέτεια σαν πεινασμένος. Τίποτα δεν τον σταματούσε και η μητέρα του ένιωθε πως το παιδί της κινδυνεύει. Μάλιστα, τον είχε πείσει και τον ίδιο τον Άρη πως ίσως κινδυνεύει. Πως έπαιρνε ναρκωτικά, πως είχε κακές παρέες, πως τα πήγαινε άσχημα στο σχολείο. Είχε τρομάξει και ο ίδιος. Η φαντασία του τού έπαιξε πολύ σκληρά παιχνίδια. Το μωρό του, ο Χρηστάκος του, το χαμογελαστό και καλό του παιδάκι κινδύνευε να βρεθεί σε κάποια αυλή ενός σχολείου, παγωμένο και με


Όσο κοιμόμουν

83

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μια βελόνα στο χέρι. Άλλες φορές τον έβλεπε σερβιτόρο σε μπαρ να ζει από τα πουρμπουάρ σε μια άθλια γκαρσονιέρα μιας κακόφημης γειτονιάς. Η μητέρα του δε, είχε πάρει και εκείνη το μέρος της πρώην γυναίκας του και το πρόβλημα πολλαπλασιαζόταν. Είχαν πάει σε ψυχολόγους. Λίγο βοήθησαν όμως, γιατί το πρόβλημα δεν ήταν το παιδί, αλλά η μητέρα του. Όσο ο Χρήστος ήταν μικρός, ο ψυχαναγκασμός, η οργανωτικότητα και η υπερπροστατευτικότητα την εξυπηρετούσαν. Τότε όμως έπρεπε να αφήσει το παιδί να αναπνεύσει, να πατήσει στα πόδια του και να γίνει ένας ανεξάρτητος και υπεύθυνος ενήλικας. Δεν μπορούσε όμως ο εγκέφαλός της να χειριστεί αυτά τα νέα δεδομένα. Η ίδια είχε μεγαλώσει σε ένα πολύ συντηρητικό σπίτι και οι δικές της επιθυμίες πνίγηκαν προτού ακόμα βγουν στην επιφάνεια. Δεν θυμόταν πώς ήταν να θέλεις να ζήσεις, πώς είναι η καρδιά σου να διψά για περιπέτεια. Αντιδρούσε όπως είχε μάθει ότι πρέπει να αντιδρούν οι γονείς, όπως αντιδρούσαν οι δικοί της γονείς: με πανικό. Στην πραγματικότητα μέσα της είχε απογοητευτεί από το παιδί της. Ήλπιζε ότι το δικό της παιδί δεν θα ήταν όπως τα άλλα. Ότι δεν θα ξενυχτούσε, δεν θα κάπνιζε, δεν θα έπινε, δεν θα έκανε μπάφους με τις παρέες του, ότι θα διάβαζε τα μαθήματά του, θα ήταν άριστος μαθητής και θα έμπαινε με δάφνες στο Πανεπιστήμιο και ότι έπειτα θα είχε μια καλή δουλειά, ίσως δημόσιος υπάλληλος σε κάποια υπηρεσία. Ότι θα έβρισκε μια καλή κοπέλα από σπίτι, θα την παντρευόταν και θα έκανε πολλά παιδιά. Όπως η δική της οικογένεια, μικροαστική, συντηρητική, πολύτεκνη. Δεν είχε την ψυχική δύναμη να εννοήσει ότι η ζωή της επεφύλασσε άλλα για το παιδί της και να το δεχτεί όπως είναι. Καμία προσαρμοστικότητα, πλήρης ακαμψία. Στο τέλος, αφού οι μέθοδοί της δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα απελπίστηκε. Δεν ήθελε πια να προσπαθεί, εγκατέλειψε το παιχνίδι. Έγινε αρνητική και επιθετική. Τσακωνόταν μαζί του συνέχεια. Δεν ήταν ευχαριστημένη με τίποτα. Του είχε πει μάλιστα ότι δεν τον αγαπάει γιατί «δεν ήταν καλό παιδί και δεν ήταν εντάξει στις υποχρεώσεις του». Τον απαξίωνε για τα πάντα. Δεν τον θεωρούσε ικανό ούτε για τα πιο απλά πράγματα. Του τακτοποιούσε ακόμα το δωμάτιο, του έφτιαχνε ακόμα πρωινό, του έφτιαχνε τις βαλίτσες όταν πήγαινε εκδρομή, φρόντιζε η ίδια για τα πάντα, σαν να ήταν μικρό παιδί. Έτσι το μυαλό του απελευθερωνόταν από το πρακτικό κομμάτι της ζωής και έμενε μόνο στις επιθυμίες. Σταδιακά, πείστηκε και ο ίδιος ότι ήταν ανίκανος να φροντίσει τον εαυτό του και


84

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αργότερα, πως ό,τι και αν έκανε στη ζωή του θα αποτύγχανε. Αυτό πίστευε η μητέρα του, αυτό πίστευαν οι καθηγητές του, άρα έτσι θα ήταν. Το σπίτι του έγινε μια φυλακή που είχε μέσα ένα θηρίο. Δεν είχε σημασία αν ήταν ένα σπίτι μεγάλο και ηλιόλουστο, με κήπο και μπαλκόνια. Μέσα στο κατά τ’ άλλα υπέροχο σπίτι, ζούσε ένα πλάσμα μαύρο και καταθλιπτικό, με ανάγκες και απαιτήσεις που σου πλάκωναν την ψυχή και σε έκαναν να ασφυκτιάς. Δεν άντεχε να είναι μαζί της ούτε λεπτό. Ο θυμός του απέναντί της, ήταν ένα αγριεμένο λιοντάρι σ’ ένα κλουβί, που βρυχιόταν σε κάθε της μαστίγωμα. Όσο περνούσε ο καιρός, ο θυμός του γινόταν ασυγκράτητος και απευθυνόταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Τα νεύρα του είχαν σπάσει. Όλοι όσοι ανησυχούσαν για το μέλλον του, ήταν εναντίον του εκείνη την περίοδο: οι γονείς του, οι γιαγιάδες και οι παππούδες του, οι θείοι και οι θείες, οι καθηγητές. Μόνο στους φίλους του έβρισκε αγάπη και κατανόηση. Ο Άρης προσπάθησε τότε να πνίξει την ανησυχία του και να τον πλησιάσει πραγματικά. Εκείνος κάποτε έδειξε εμπιστοσύνη και ανοίχτηκε. Του περιέγραψε την κατάσταση που ζούσε στο σπίτι με τη μητέρα του, τις συνθήκες στο σχολείο του. Του μίλησε για τις επιθυμίες του. Μέχρι εκεί όλα ήταν κατανοητά. Αλλά το χειρότερο σε όλη αυτή την κατάσταση ήταν πως είχε χάσει την πίστη στον εαυτό του. Ήταν χαμένος και δεν ήξερε τι να κάνει ούτε πίστευε ότι μπορεί να κάνει κάτι σπουδαίο. Δεν είχε πια όνειρα και αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να αλλάξει. Του ζήτησε τότε να έρθει μαζί του στην Ελβετία, έστω και για λίγο, να ηρεμήσει λίγο, να ξεφύγει απ’ όλους και απ’ όλα όσα του φούντωναν την καρδιά. Εκείνος δέχτηκε και πήγε για μια εβδομάδα. Τον άφησε να είναι ο εαυτός του, δεν τον ενοχλούσε, δεν του έκανε παρατηρήσεις, του φέρθηκε σαν να ήταν πραγματικά ενήλικας, ικανός να αποφασίζει για τον εαυτό του. Τον άφησε να καπνίζει και να πίνει ελεύθερα όποτε ήθελε, να φοράει ό,τι ήθελε, να κάνει μπάνιο όποτε ήθελε, να αφήνει τα ρούχα και τα παπούτσια του όπου ήθελε. Πήγαιναν μαζί βόλτες στην πόλη, περπατούσαν, έτρωγαν, ψώνιζαν, έπιναν καφέ μαζί, όποτε εκείνος είχε διάθεση. Πολλές φορές δεν είχε διάθεση ούτε να βγει ούτε να μιλήσει. Καθόταν στον υπολογιστή του με τις ώρες και έπαιζε ή μιλούσε με τους φίλους του ή κοιτούσε φωτογραφίες. Άλλοτε πάλι έβαζε τα ακουστικά του και άκουγε μουσική. Καθώς οι μέρες περνούσαν, ο Χρήστος άρχισε να αναπνέει, να νιώθει ασφαλής. Έπειτα άρχισε να μιλάει όλο και περισσότερο, να περιγράφει


Όσο κοιμόμουν

85

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πράγματα και καταστάσεις και να θυμάται γεγονότα από το μικρό του παρελθόν. Αργότερα άρχισε να χαμογελάει, ακόμα και να γελάει. Το βράδυ τον έπαιρνε στην αγκαλιά του και του έδινε ένα φιλί στα μαλλάκια του. Του έλεγε «καληνύχτα» και τον άφηνε να κοιμηθεί όσο αργά ήθελε. Ηρεμούσε όλο και περισσότερο και στο τέλος, άρχισε να βγαίνει από μέσα του ο πραγματικός του εαυτός: ο πρόσχαρος και ζωντανός Χρήστος, με την εξυπνάδα και το χιούμορ του. Το παιδί που ήξερε. Τότε ήξερε πια τι έπρεπε να κάνει: έπρεπε να τον πάρει κοντά του, γιατί ήταν ένα μπουμπούκι έτοιμο να ανθίσει, που βρισκόταν σε ένα περιβάλλον το οποίο αντί να το τρέφει και να το ποτίζει, το κρατούσε ερμητικά κλεισμένο στο σκοτάδι. Έπρεπε αυτό το λουλουδάκι να μεταφυτευτεί σε ένα θρεπτικό χώμα, κάτω από έναν λαμπερό ήλιο και να πίνει δροσερό νεράκι, για να δώσει το υπέροχο άνθος του. Οι διαδικασίες που ακολούθησαν δεν ήταν απλές. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορούσε να δεχτεί εύκολα να φύγει ένα παιδί από την αγκαλιά της μάνας του, ούτε ακόμα και στα δεκαπέντε του. Ο ίδιος ο Άρης δεν είχε καμιά διάθεση να μπει σε συνομιλίες με την πρώην γυναίκα του. Άλλωστε είχε περάσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα που οι συνομιλίες δεν ήταν πια απαραίτητες, διότι οι δικαστές είχαν καθορίσει την πραγματικότητά τους με τέτοια ακρίβεια, που οι συνομιλίες ήταν περιττές. Αυτό ήταν πολύ βολικό από τη μία, διότι η πρώην γυναίκα του δεν ήταν συζητήσιμος άνθρωπος. Κάθε διάλογος ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτούσε από μέρους του μεγάλα ποσά ενέργειας προκειμένου να ξεπεράσει τα εμπόδια της μικρόνοιάς της. Η λογική και τα επιχειρήματά του δεν χωρούσαν μέσα στα λίγα τετραγωνικά εκατοστά της συντηρητικής, ψευτοχριστιανικής της πραγματικότητας. Ο εγωισμός της δε, ήταν τοίχος πανύψηλος που δεν τον ξεπερνούσε καμία αλματώδης προσπάθεια. Πόσες και πόσες φορές είχε φάει τα μούτρα του πάνω σ’ αυτόν τον τοίχο. Ήταν όμως γερά χτισμένος και με τα χρόνια, πολύ ψηλός. Κανένας πολιορκητικός κριός δεν ήταν ικανός να τον γκρεμίσει. Ούτε ακόμα και η αγάπη για το παιδί της. Όταν πια διαπίστωσε ότι ούτε το καλό και το συμφέρον του Χρήστου ήταν ικανό να ανοίξει μια χαραμάδα στον εγωισμό της, έπαψε πια να προσπαθεί. Δεν είχε κανένα νόημα. Τη δέχτηκε έτσι όπως ήταν και έπαψε να προσπαθεί να της δείξει το μονοπάτι της αγάπης. Παρ’ όλα αυτά εκείνη εξακολουθούσε να του δημιουργεί προβλήματα με κάθε ευκαιρία. Ο ναρκισσισμός της είχε πάψει να τρέφεται και πεινούσε. Μέχρι τότε, ο Άρης ήταν καλή τροφοδοτική πηγή, αλλά μετά, όταν εκείνος


86

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έκλεισε την πόρτα, έμεινε σύξυλη. Λύσσαξε σαν σκύλα διψασμένη μέσα στο κατακαλόκαιρο. Δεν έχανε ευκαιρία να του πετάει φαρμακερά βέλη. Χρησιμοποιούσε ακόμα και το παιδί τους. Ο Χρηστάκος ήταν για κάποιον καιρό αποδέκτης μιας απίστευτης πλύσης εγκεφάλου, η οποία κατέληξε να τον κάνει να νιώθει υπεύθυνος για τις επιλογές των γονιών του και για τις κρίσεις στεναχώριας της μάνας του. Ήταν παιδί συναισθηματικό, που ένιωθε συμπάθεια και ενδιαφερόταν για τους γύρω του. Εκείνη που ήξερε πολύ καλά το κουμπί του, όπως και τα κουμπιά όλων, δεν σταματούσε να του το πατάει. Όταν ήταν σε διακοπές με τον Άρη, του θύμιζε με κάθε ευκαιρία πόσο πολύ τον αγαπούσε και δεν άντεχε λεπτό μακριά του, πως οι ρίζες και η οικογένειά του βρίσκονταν στην Ελλάδα, πως στην Ελλάδα τα πάντα ήταν καλύτερα. Όλα αυτά για να απαξιώσει τον πατέρα του και τη χώρα στην οποία ζούσε. Για να τον απομακρύνει με κάθε τρόπο, όχι γιατί αυτό πίστευε ότι ήταν καλό για το παιδί της, αλλά για να πληγώσει τον Άρη και να ικανοποιήσει τον εγωισμό της. «Εγώ είμαι καλύτερη από σένα. Μπορεί εσύ να έχεις σπουδάσει, να είσαι ένας επιστήμονας, να έχεις πετύχει στη ζωή σου, να μιλάς ωραία και να είσαι καλλιεργημένος, αλλά εγώ είμαι καλύτερη. Θα χρησιμοποιήσω κάθε μέσο που διαθέτω για να στο αποδείξω». Και τα μέσα που χρησιμοποιούσε ήταν η πονηριά, η εκμετάλλευση των ευαισθησιών του ίδιου και του παιδιού τους και η πλύση εγκεφάλου. Πού και πού τον εξέπληττε με την ευρηματικότητά της. Μια φορά, είχε πείσει τον Χρήστο να βάλει στο δωμάτιό του στην Ελβετία, ένα τεράστιο πορτρέτο που απεικόνιζε την ίδια με το παιδί αγκαλιά. Τους το είχε φτιάξει ένας πλανόδιος ζωγράφος στη Ζάκυνθο. Το είχε κουβαλήσει μαζί της μέχρι την Ελβετία και είχε την απαίτηση να τοποθετηθεί στο δωμάτιο του παιδιού, έτσι ώστε να την βλέπει κάθε ώρα και στιγμή, ακόμα και στις διακοπές του που βρισκόταν μακριά της. Σατανικό… Ο ίδιος, με τον λίγο χρόνο που διέθετε με το παιδί του, προσπαθούσε να το απενοχοποιήσει από τις τύψεις που τον φόρτωνε η μητέρα του. Προσπαθούσε να του εξηγήσει για ποιους λόγους εκείνοι ως ενήλικες έκαναν τις επιλογές που έκαναν, πως εκείνος ως παιδί, δεν είχε καμία ευθύνη ούτε και επιλογή. Προσπαθούσε να του εξηγήσει πως οι αποφάσεις για το καλό του δεν ανήκαν στον ίδιο, αλλά στους γονείς του. Πως ο ίδιος ήταν πολύ μικρός και δεν ήταν σε θέση ούτε να καταλάβει ούτε να αλλάξει τις καταστάσεις. Πως το μόνο που έπρεπε να απασχολεί το παιδικό του μυαλό ήταν να παίζει, να περνάει όμορφα με τους φίλους του, να αθλείται και να ασχολείται με τα


Όσο κοιμόμουν

87

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μαθήματά του. Όλα τα υπόλοιπα ήταν δουλειά των γονιών του και δεν τον αφορούσαν. Προσπάθησε επίσης να τον μάθει να λέει «όχι» όταν τον πίεζαν να κάνει κάτι που δεν θέλει. Να λέει «δεν θέλω να το συζητήσουμε» όταν η συζήτηση τον ενοχλούσε. Να λέει: «αυτή την ερώτηση πρέπει να την κάνεις στη μητέρα μου/ στον πατέρα μου». Έπρεπε να μάθει να βάζει τα όριά του, γιατί συχνά το περιβάλλον του τα ξεπερνούσε. Αυτή η γυναίκα έκανε κακό στο παιδί και το ήξερε. Τώρα που είχε μεγαλώσει δεν είχε πια περιθώρια να το ανέχεται. Έπρεπε να δράσει πριν μαραθεί το μπουμπούκι και έτσι έκανε. Με μακροσκελείς και επίπονες διαδικασίες πήρε το παιδί κοντά του τελικά. Και τότε το μπουμπούκι άρχισε να ανοίγει. Όχι χωρίς γκρίνια και προβλήματα στην αρχή, αλλά σιγά σιγά η γλώσσα δεν αποτελούσε πια εμπόδιο, οι μικροί καθημερινοί κανόνες που διέπουν τη ζωή σε κάθε πόλη ενσωματώθηκαν εύκολα στον εγκέφαλό του και η ζωή άρχισε να κυλά. Έπειτα ήρθαν οι φίλοι που έκαναν τη ζωή ομορφότερη. Πόσο ανάγκη έχει ο έφηβος από φίλους! Μετά ήρθε η Καρολίνα. Η Καρολίνα ήταν από τα πιο φανταστικά κορίτσια που ήξερε. Δυναμική, ζητούσε και επέμενε να πάρει αυτό που ήθελε. Αδιάφορη για τα κοριτσίστικα καμώματα. Δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ της για κούκλες, ρούχα και ροζ αντικείμενα. Φορούσε ό,τι έβρισκε μπροστά της. Τα μαλλιά της ήταν μονίμως αχτένιστα και όμως, είχαν τη φυσική λάμψη και απαλότητα των παιδικών μαλλιών. Ποτέ δεν φτιαχνόταν, ποτέ δεν βαφόταν. Ήταν πάντα φυσική και αυτούσια. Είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια οικογένεια καλλιτεχνών. Η μητέρα της ήταν ηθοποιός του θεάτρου και ο πατέρας της σκηνοθέτης. Είχε χάσει τον πατέρα της σε πολύ νεαρή ηλικία και αυτό την είχε σημαδέψει. Την είχε καταστήσει ιδιαίτερα ευαίσθητη και είχε την τάση να προσκολλάται σε ανθρώπους και αντικείμενα. Ο φόβος της εγκατάλειψης κατοικούσε μόνιμα τα εσώψυχά της και είχε ανάγκη να δημιουργεί σταθερούς δεσμούς. Η μητέρα της τής δόθηκε με όλο της το είναι από τη στιγμή που έχασε τον πατέρα της, παρ’ όλο που και εκείνη ένιωθε το ίδιο εγκαταλελειμμένη χωρίς τον σύντροφο της ζωής της. Είχαν η μία την άλλη και έτσι τα έβγαλαν πέρα. Μέσα από αυτές τις συνθήκες, ανατράφηκε μια αξιολάτρευτη προσωπικότητα, γεμάτη ταλέντα και ευαισθησίες, γεμάτη μπρίο και διάθεση για ζωή, γιατί λίγα πράγματα μπορούν να σταματήσουν την ορμή της φύσης.


88

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Όταν τα κύτταρά σου πολλαπλασιάζονται σαν τρελά, ο εγκέφαλός σου δημιουργεί χιλιάδες νέες συνάψεις το λεπτό και οι ορμόνες σου πλημμυρίζουν το αίμα. Ένας χείμαρρος που δεν συγκρατείται από κανένα εμπόδιο, ευτυχώς. Με αυτό το ψηλό και αδύνατο αγοροκόριτσο για σύντροφο της εφηβείας του, η ζωή ανοιγόταν μπροστά του σαν καταπράσινο δάσος: γεμάτο με όμορφα δέντρα, μοσχομυριστά λουλούδια, γλυκούς καρπούς μα και δηλητηριώδη μανιτάρια, χαριτωμένα ζωάκια μα και θηρία. Και έμπαιναν στο δάσος μαζί τα δυο τους, χωρίς να φοβούνται τίποτα, κρατημένα από το χέρι μεταξύ τους, αλλά και με τους γονείς τους, διακριτικούς σωματοφύλακες λίγα μέτρα πίσω τους. Ήταν τόσο όμορφο να τους βλέπεις. Μοιράζονταν τις μέρες και τις νύχτες τους σαν σύντροφοι, μα και σαν αδέλφια. Πήγαιναν μαζί σχολείο, έπαιρναν τα μαθήματά τους και διάβαζαν μαζί στο πάρκο, το απόγευμα έβγαιναν και έκαναν ατελείωτες βόλτες στην πόλη. Συναντιόντουσαν στην πλατεία των Grottes, λίγο πιο κάτω από το σχολείο τους. Εκείνη η πλατεία ήταν ένας μεγάλος πεζόδρομος, με μικρά μαγαζάκια για να φας ή για να πιεις την μπύρα σου, με τραπεζάκια έξω, μικροσκοπικά σαν φτιαγμένα για κουκλόσπιτο. Θαρρείς πως όλη η γειτονιά ήταν ένα σουρεαλιστικό κουκλόσπιτο. Τα κτίρια ήταν χρωματιστά και με περίεργα γεωμετρικά σχήματα, και πολλά μπαλκόνια με παράξενα κάγκελα και χρωματιστές ομπρέλες για τον ήλιο. Μια πολύχρωμη, ψηφιδωτή πέτρινη σαύρα στόλιζε ένα μέρος της πλατείας, ένα σιντριβάνι με λουλούδια από την άλλη μεριά, ένα σπιτάκι με πράσινα κεραμίδια στην άλλη άκρη. Το όλο μέρος ήταν αρμονικά σουρεαλιστικό, σαν παραμύθι που μόνο το κεφάλι του Gaudi μπορούσε να γεννήσει. Έπειτα περπατούσαν ή έπαιρναν το τραμ και πήγαιναν μέχρι το κέντρο. Εκεί τους περίμενε η παραλία της λίμνης, όμορφη, στολισμένη με τουλίπες και φωτάκια και το καλοκαίρι, με τα δεκάδες περίπτερα που πουλούσαν κάθε λογής τρόφιμο και ποτό απ’ όλες τις μεριές του κόσμου. Το καλοκαίρι, η πόλη έσφυζε από ζωή: άνθρωποι απ’ όλο τον πλανήτη πήγαιναν και έρχονταν με τις βερμούδες και τα πέδιλά τους, βγάζοντας φωτογραφίες τα αξιοθέατα, με ένα χωνάκι παγωτό στο χέρι, με ένα ποτό, με μια κρέπα. Μετά κάθονταν σε μια ήσυχη γωνιά δίπλα στη λίμνη, κάτω από τη γέφυρα, μακριά από τον πολύ κόσμο. Ο Χρήστος ακουμπούσε την πλάτη του στον τοίχο και είχε τα πόδια του ανοιχτά. Η Καρολίνα καθόταν ανάμεσα στα πόδια του, με την πλάτη της ακουμπισμένη στο στήθος του και τα μπερδεμένα μαλλιά της να του γαργαλάνε τη μύτη. Την έκλεινε στην αγκαλιά του και με το βλέμμα


Όσο κοιμόμουν

89

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

προς τη λίμνη, ανακάτευαν την αύρα τους και έχτιζαν εικόνες και αναμνήσεις. Έτσι ο Χρηστάκος άρχιζε μια καινούργια ζωή, με προοπτικές που ταίριαζαν περισσότερο στις δυνατότητές του και σε ένα περιβάλλον που περισσότερο τον έτρεφε παρά τον έπνιγε. Η προηγούμενη μαύρη σελίδα στη ζωή του είχε γίνει ένα μάτσο θρύψαλα παρατημένα σε κάποια χωματερή, όπως εκείνο το πορτρέτο.


90

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙΙ Σήμερα η νοσηλεύτρια δεν είχε βάλει την αντλία της εντερικής διατροφής σε λειτουργία. Ο ρινογαστρικός του σωλήνας καθόταν μόνος του, βουλωμένος με το καπάκι του από την προηγούμενη νύχτα. Άραγε την είχε ξεχάσει; Ή μήπως για κάποιο λόγο έπρεπε να μείνει νηστικός; Μήπως τον ξαναέβαζαν χειρουργείο; Μήπως ήθελαν να κάνουν κάποια εξέταση; Κάποια αξονική; Κάποια γαστροσκόπηση; Δεν του άρεσε καθόλου αυτή η αλλαγή στις καθημερινές του συνήθειες. Κάτι ετοίμαζαν και δεν ήξερε τι. Σε λίγο ήρθε πάλι η νοσηλεύτρια. «Κύριε Μακρή, σήμερα θα προσπαθήσουμε να δούμε αν μπορείτε να καθίσετε λίγο». Υπέροχα! Ένα μικρό βηματάκι. Θα το άντεχε όμως; Όπως και να ‘χε είχε μια ευχάριστη αγωνία μέσα του. Θα καθόταν… καθιστός! Πόσες μέρες είχε περάσει σε οριζόντια θέση; Πόσες μέρες η μόνη αλλαγή στη στάση του ήταν από το ένα πλάι στο άλλο για την πρωινή τουαλέτα; Άραγε είχε έλκη από την κατάκλιση στην πλάτη του, όπως αυτά που συνήθως είχαν οι άρρωστοι της Μονάδας; Η νοσηλεύτρια φώναξε τη βοηθό θαλάμου: «Μαρία! Έρχεσαι να βοηθήσεις να σηκώσουμε τον κύριο Μακρή;» Η απάντηση της βοηθού ακούστηκε από λίγα μέτρα μακριά: «Ένα λεπτό, τελειώνω την τουαλέτα στο έξι και έρχομαι». Το προσωπικό της Μονάδας ήταν ιδιαίτερο. Όποια και αν ήταν η θέση τους στην ιεραρχία, όποιο και αν ήταν το αντικείμενό τους, από τη βοηθό μέχρι τον γιατρό και από τον ακτινολόγο μέχρι τον φυσιοθεραπευτή, όλοι τους είχαν ένα κοινό στοιχείο, την αποστασιοποίηση. Ήξεραν βαθιά μέσα τους ότι θα μπορούσε ο καθένας τους να βρεθεί στη θέση του αρρώστου, αλλά απέφευγαν τη σκέψη αυτή σαν τον διάολο. Ήταν η χειρότερη κατάρα που μπορούσε να συμβεί στους ίδιους ή σε κάποιον από τους αγαπημένους τους. Γι’ αυτό είχαν την ανάγκη να απογυμνώσουν τον άρρωστο από την ανθρώπινη φύση του, να τον δουν σαν αντικείμενο, σαν περιστατικό, σαν αριθμό. Η άρρωστη στο κρεβάτι έξι λοιπόν δεν ήταν η κυρία Στρατηγοπούλου, ήταν το «έξι». Αυτό συνέβαινε σε όλους όσοι δούλευαν στη Μονάδα, είτε μόνιμα, όπως οι νοσηλεύτριες και οι γιατροί, είτε περιστασιακά, όπως οι ακτινολόγοι που έρχονταν μόνο το πρωί και κατά τ’ άλλα δούλευαν στο ακτινολογικό, φωτογραφίζοντας σπασμένα πόδια και άρρωστα πνευμόνια. Όταν όμως άνοιγε η κλειδωμένη για το κοινό, πόρτα της Μονάδας, τότε έμπαιναν σε έναν άλλο κόσμο. Μα και τα άλλα κλειστά τμήματα ήταν έτσι, η Μονάδα Νεογνών,


Όσο κοιμόμουν

91

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

η Μονάδα Εμφραγμάτων, το Χειρουργείο, το ίδιο. Στην αίθουσα δύο δεν έμπαινε η κυρία Δαλιανίδη, αλλά το ισχίο, στην τέσσερα το μηνιγγίωμα, στην έντεκα η χοντρή. Ειδικά στο χειρουργείο της παχυσαρκίας, οι άνθρωποι έχαναν ακόμα περισσότερο την ανθρώπινή τους ιδιότητα. Ήταν μάζες από λίπος, που τις κουβαλούσε γερανός ειδικά εγκατεστημένος στην αίθουσα για αυτό τον λόγο και, είτε άντρας είτε γυναίκα, ήταν η «χοντρή». Δεν υπήρχε κανένας οίκτος και καμία κατανόηση για τη «χοντρή», δεν ήταν καν άνθρωπος. Είχε παρατηρήσει πολλές φορές τον ρατσισμό, ειδικά στην Ελλάδα, απέναντι στους μετανάστες ή αλλιώς αλβανούς/ πακιστανούς, στην τέταρτη ηλικία ή αλλιώς σάψαλα/ ερείπια, στους ναρκομανείς ή αλλιώς πρεζόνια. Αλλά απέναντι στους παχύσαρκους, ο ρατσισμός έβγαινε σε όλο του το μεγαλείο. Τους κοιτούσαν με αηδία, τους σχολίαζαν με τον χειρότερο τρόπο την ώρα που κοιμούνταν. Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να ανεχτεί με τίποτα, διότι είναι ανέντιμο να σχολιάζει κανείς έναν άνθρωπο που δεν έχει τις αισθήσεις του. Τίποτα δεν περνούσε απαρατήρητο: το τατουάζ, η ουλή, το μέγεθος του πέους, η καθαριότητα, η μυρωδιά, το μόνιμο μακιγιάζ, το βερνίκι νυχιών, το ξυρισμένο αιδοίο, η μεταμόσχευση μαλλιών, όλα σχολιάζονταν. Στη Μονάδα δε, μπορούσε να προστεθεί και το κοινωνικό σκέλος, πού βρισκόταν ο άρρωστος την ώρα του ατυχήματος, τι έκανε, με ποιον ήταν, πώς ήταν οι συγγενείς του, πόσο μεγάλα βυζιά είχε η γυναίκα του. Τα σενάρια έδιναν και έπαιρναν και οι ζωές των αρρώστων μετατρέπονταν σε φτηνό σήριαλ. Η νοοτροπία αυτή σχεδόν εξαφανίστηκε όταν μετακόμισε στη Γενεύη. Εκεί οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν πραγματικά για τον άρρωστο. Εκεί ο άρρωστος δεν ήταν αριθμός αλλά είχε το όνομά του. Πολλές φορές η προσωπική ιστορία του ανθρώπου κέντριζε το ενδιαφέρον του προσωπικού, αλλά ακόμα και αν αυτό γινόταν από διάθεση για κουτσομπολιό, τουλάχιστον ήξεραν να το καλύπτουν δείχνοντας κοινωνικό ενδιαφέρον. Είχε ανακουφιστεί πολύ που βρισκόταν σε ένα τέτοιο εργασιακό περιβάλλον. Οι άνθρωποι έκαναν τη δουλειά που έκαναν επειδή τους άρεσε και όχι επειδή θα είχαν μια λίγο-πολύ σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση ή επειδή έτυχε να περάσουν στη συγκεκριμένη σχολή. Ύστερα από λίγο ήρθε και η βοηθός θαλάμου. «Πες μου τι θέλεις να κάνουμε» είπε στη νοσηλεύτρια. «Θα τον βάλουμε καθιστό, αλλά σιγά σιγά, με το μαλακό, μη μας κάνει πάλι ανακοπή». Η βοηθός δεν είχε μάθει τα γεγονότα: «έκανε ανακοπή;» ρώτησε έκπληκτη. «Ναι, προχθές, στα καλά καθούμενα» της απάντησε εκείνη, «δεν ξέρουμε ακριβώς γιατί, μάλλον


92

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κάποια ηλεκτρολυτική διαταραχή, έχει και μια μικρή νεφρική ανεπάρκεια. Ευτυχώς η Δάφνη άρχισε αμέσως την ανάνηψη και επανήλθε γρήγορα». Η βοηθός που άκουγε τόση ώρα με προσοχή, πήρε το ύφος της συνήθειας ως προς το απρόοπτο και είπε: «πω πω… τι λες βρε παιδάκι μου, νέος άνθρωπος!» Μετά η νοσηλεύτρια πήρε το τηλεχειριστήριο του κρεβατιού και σήκωσε σταδιακά την πλάτη, κοιτώντας πάντα την πίεση για να μην πέσει απότομα. Έπειτα ξέμπλεξε τα καλώδια του καρδιογραφήματος και τα πέρασε όλα μπροστά από το στήθος του, ξεκρέμασε τους ορούς της φλέβας και της αρτηρίας και τους έδωσε στη βοηθό για να τα κρεμάσει στο στατό της άλλης πλευράς του κρεβατιού. Στη συνέχεια πέρασε και τα υπόλοιπα καλώδια μπροστά, του κορεσμού, της θερμοκρασίας και τον σωλήνα της αρτηρίας. Κοίταζε το μόνιτορ διαρκώς, με έναν αμυδρό φόβο. Είχε γίνει λίγο πιο ταχύκαρδος, αλλά μπορεί να πονούσε κιόλας. «Πονάτε κύριε Μακρή;» Φυσικά και πονούσε! Δεν είχε πια ίχνος μυϊκής μάζας και το σώμα του είχε να αλλάξει θέση από την ημέρα που μπήκε. Καθώς η πλάτη του κρεβατιού σηκωνόταν, τα πόδια λύγιζαν σε σχέση με τον κορμό και η χειρουργημένη κοιλιά του συμπιεζόταν. Η πλάτη τεντωνόταν και τα έλκη –που τώρα τα ένιωθε εμφανώς– τραβιούνταν. Όμως δεν ήταν διατεθειμένος να παραδεχτεί τον πόνο του γιατί φοβόταν πως ίσως η νοσηλεύτρια να δίσταζε και να τον ξαναξάπλωνε. Όχι αυτό δεν γινόταν, έπρεπε να σηκωθεί και έπρεπε να το αντέξει. Της έγνεψε με τα μάτια «όχι». Άραγε η ειδικευόμενη με την οποία είχε μιλήσει τις προάλλες είχε μεταβιβάσει τις πληροφορίες για την επικοινωνία τους; Ήξερε το προσωπικό πως τους καταλάβαινε αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει; «Μία φορά είναι όχι και δύο φορές είναι ναι» του είπε τότε η νοσηλεύτρια. «Πονάτε λοιπόν;» Της έγνεψε «όχι». Ευτυχώς, μάλλον το μήνυμα είχε μεταδοθεί. «Ωραία!» του απάντησε εκείνη ενθουσιασμένη. «Θα σας αφήσω έτσι για λίγη ώρα και μετά θα ξαναέρθω για να κρεμάσουμε τα πόδια έξω από το κρεβάτι. Τι λέτε; Να το επιχειρήσουμε;» Έκλεισε τα μάτια δυο φορές. Είχε ενθουσιαστεί και ο ίδιος. Έπρεπε να κάνει κάτι για τον πόνο όμως. Προσπάθησε να ηρεμήσει, γιατί έτσι όπως το υπολόγιζε με το αυτί, η καρδιά του χτυπούσε πολύ γρήγορα, πάνω από εκατό φορές το λεπτό. Ήλπιζε να είναι από τον πόνο και όχι από την πίεση που έπεφτε, γιατί αν η πίεση έπεφτε πολύ, η νοσηλεύτρια θα αναγκαζόταν να τον ξαναξαπλώσει. Πήρε δυο βαθιές ανάσες και προσπάθησε να σκεφτεί θετικά. Αν καθόταν τώρα, το σώμα του θα ξυπνούσε από τον βαθύ λήθαργο, το αίμα θα κυκλοφορούσε καλύτερα, τα πνευμόνια θα ξεβούλωναν, το έντερο θα


Όσο κοιμόμουν

93

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ενεργοποιούνταν, οι μυς του θα ξαναδούλευαν. Αυτό θα σήμαινε ότι θα μπορούσε να αποδεσμευτεί από τον αναπνευστήρα και να αναπνέει μόνος του, ότι θα μπορούσε να φάει και να πιει, οπότε θα έβγαινε ο ρινογαστρικός σωλήνας, να κατουρήσει σε δοχείο, οπότε θα έβγαινε ο καθετήρας, να πάρει τα φάρμακά του από το στόμα, οπότε θα έβγαινε η κεντρική φλεβική γραμμή και ίσως, κάποτε, να έβγαινε και το τραχειόστομα. Ίσως κάποτε να έβγαινε από τη Μονάδα! Χαμογέλασε. Η ελπίδα είχε ξυπνήσει πάλι μέσα του. Τα πράγματα μπορεί να πήγαιναν καλύτερα. Κοίταξε προς τη μεριά της νοσηλεύτριας γεμάτος ανυπομονησία να συνεχίσουν το εγχείρημά τους. Ήταν έξω από την πόρτα του δωματίου του και μιλούσε με έναν αστυνομικό. Του έλεγε: «κατά τη γνώμη μου δεν νομίζω ότι είναι σε θέση να σας μιλήσει, αλλά μισό λεπτό να φωνάξω την υπεύθυνη γιατρό». Τι ήθελε ο μπάτσος εκεί πέρα; Για ποιον είχε έρθει; Πολλές φορές, όταν υπήρχε ένα τροχαίο έρχονταν οι μπάτσοι για να πάρουν δείγμα αίματος για αλκοόλ και τοξικολογικές εξετάσεις. Άλλες φορές έρχονταν για να πάρουν πληροφορίες για τις συνθήκες του ατυχήματος. Κάποιες φορές νοσηλεύονταν φυλακισμένοι, οπότε υπήρχε πάντα ένας μπάτσος έξω από το δωμάτιο του φυλακισμένου. Μετά από λίγο ήρθε η ειδικευόμενη. Εξηγούσε στον μπάτσο την κατάσταση. Άκουγε μόνο τη δική της φωνή, ο άλλος δεν ακουγόταν καλά. «Όχι, η ζωή του είναι εκτός κινδύνου» και μετά από λίγο «δεν είναι σε καταστολή, είναι ξύπνιος, αλλά ο εγκέφαλός του δεν είναι σε πλήρη λειτουργία». Τη ρώτησε κάτι ακόμα και του απάντησε: «Δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε αν μας καταλαβαίνει και αν είναι προσανατολισμένος στον χώρο και στον χρόνο» και συνέχισε «μα ούτως ή άλλως, ακόμα και αν είναι προσανατολισμένος, ακόμα και αν καταλαβαίνει τι τον ρωτάτε, δεν είναι σε θέση να σας μιλήσει γιατί έχει τραχειόστομα». Προφανώς ο μπάτσος τη ρώτησε τι είναι αυτό: «Είναι ένας σωλήνας στον λαιμό του ασθενούς, στην τραχεία, κάτω από τις φωνητικές χορδές» … «Ναι, όπως στις ταινίες» … «Όχι ακριβώς, αλλά οι φωνητικές του χορδές δεν δουλεύουν, οπότε δεν μιλάει, δεν έχει φωνή» … «Σε λίγες μέρες ίσως» … «Ξαναπεράστε σε καμιά εβδομάδα». Ο μπάτσος έφυγε προφανώς άπραγος και η ειδικευόμενη ξαναγύρισε στο γραφείο της. Η νοσηλεύτρια ξεφύσηξε και γύρισε πάλι προς το μέρος του. «Λοιπόν κύριε Μακρή, έτοιμος;» Έκλεισε τα μάτια δυο φορές. «Πού πήγε η Μαρία;» μονολόγησε. «Μαρία! Έλα σε παρακαλώ να με βοηθήσεις!». Μετά από λίγο η νοσηλεύτρια έβαλε τα χέρια της πίσω από την πλάτη του για να κρατήσει κόντρα και η Μαρία έπιασε και τα δυο του πόδια. «Σιγά σιγά ε;» της


94

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

θύμισε. Μετά η Μαρία κατέβασε μαλακά τα πόδια του ώστε να κρέμονται έξω από το κρεβάτι, ενώ η νοσηλεύτρια έμεινε πίσω του να κρατάει κόντρα. Η βοηθός μετακίνησε γρήγορα την καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι του κάτω από τα πόδια του, ώστε τα πέλματά του να ακουμπάνε πάνω στο κάθισμα, σε σταθερό σημείο. Πόσο απίστευτη ήταν αυτή η αίσθηση της ελευθερίας! Κάποια σημεία του σώματός του δεν ήταν πια σε επαφή με το κρεβάτι. Τα πόδια του ήταν ελεύθερα, μα και σταθερά ακουμπισμένα στην καρέκλα και η πλάτη του στον αέρα με μόνο στήριγμα τις παλάμες της νοσηλεύτριας στις ωμοπλάτες του. Ο αέρας τον δρόσιζε, ανατρίχιασε. Η νοσηλεύτρια τον ρώτησε αν κρύωνε και αν ήθελε να κλείσει το παράθυρο. «Όχι» της απάντησε με ενθουσιασμό. Αυτή η υπέροχη αίσθηση του αέρα ήταν θείο δώρο εκείνη τη στιγμή. Πόσο λίγα πράγματα χρειαζόταν στη θέση που βρισκόταν για να νιώσει ευχάριστα. Ένα μικρό βηματάκι προόδου, πόσο μεγάλη χαρά μπορεί να προκαλέσει. Όπως όταν το μωρό μας μπουσουλήσει ή κάνει τα πρώτα του βηματάκια. Είναι μια πρόοδος τόσο μικρή σε σχέση με αυτά που θα συμβούν στο μέλλον και όμως, δίνει τόση χαρά και περηφάνια. Έπειτα ο κόσμος σκοτείνιασε, το στομάχι του ανακατεύτηκε, τα αυτιά του βούιζαν και ένιωσε να χάνεται. Η πίεσή του είχε πέσει. Οι δύο κυρίες τον ξαναέβαλαν όπως όπως πάνω στο κρεβάτι, έριξαν την πλάτη κάτω βιαστικά για να ξαναμπεί το κρεβάτι σε οριζόντια θέση, ενώ κοιτούσαν το μόνιτορ με αγωνία. «Γαμώτο!» είπε η νοσηλεύτρια. «Βάλε το κρεβάτι σε Trendelenburg» είπε αγχωμένη στη βοηθό και εκείνη με τη σειρά της τράβηξε τον μοχλό και το κρεβάτι βρέθηκε σε κλίση με το κεφάλι προς τα κάτω. Σε λίγο τα αυτιά του έπαψαν να βουΐζουν, η όρασή του επανήλθε και το στομάχι του άρχισε να νιώθει καλύτερα. Ο ήχος από το μόνιτορ επανερχόταν σταδιακά και η δύσπιστη νοσηλεύτρια άρχισε να ηρεμεί. Είχε ήδη βγάλει από το κουτί μία σύριγγα φενυλεφρίνης και ήταν έτοιμη να βγάλει το καπάκι όταν η πίεση άρχισε να επανέρχεται. Την ακούμπησε πάνω στο τραπεζάκι σε περίπτωση που τη χρειαζόταν αργότερα. Έσκυψε κοντά του και του είπε: «Μην ανησυχείτε κύριε Μακρή, αυτό συμβαίνει καμιά φορά όταν σηκώνεται ο ασθενής, η πίεση πέφτει και μετά επανέρχεται γρήγορα στα φυσιολογικά επίπεδα». Εκείνος δεν ανησυχούσε, αλλά κατάλαβε ότι τα έλεγε για να τα ακούσει η ίδια και να παρηγορήσει τον εαυτό της. Ένιωθε υπεύθυνη και είχε τρομάξει. Φοβήθηκε μην ξανακάνει ανακοπή και φταίει εκείνη που επέμεινε να τον σηκώσουν


Όσο κοιμόμουν

95

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σήμερα. Ξεφύσηξε. «Θα δοκιμάσουμε αύριο πάλι», είπε με ένα ύφος λυπημένης συγκατάβασης και απομακρύνθηκε. Εντάξει, δεν πείραζε, ας ήταν. Σήμερα κράτησε καθιστός ένα λεπτό, αύριο μπορεί να άντεχε δύο, μεθαύριο πέντε. Αυτό το ένα λεπτό ήταν ανεκτίμητο. Το δέρμα του ανέπνευσε και ο σκελετός του κινήθηκε. Σαν μια φορά ήταν μαζί Της στη Σαντορίνη. Είχαν νοικιάσει ένα μηχανάκι για να κάνουν τις βόλτες τους στις παραλίες. Εκείνη φοβόταν τις μηχανές και δίσταζε να ανέβει. Στην πραγματικότητα και εκείνος φοβόταν και ούτε είχε ξαναοδηγήσει ποτέ μηχανή, αλλά ήθελε να δοκιμάσει και αυτή τη μικρή περιπέτεια. Με τα πολλά Την έπεισε. Ανέβηκαν, και τότε Εκείνη τον αγκάλιασε από τη μέση και ακούμπησε το κεφάλι Της πάνω στην πλάτη του. Καθώς το μηχανάκι έτρεχε, ο αέρας Της έπαιρνε τα μαλλιά και Της φυσούσε το πρόσωπο, ενώ το στήθος Της ακουμπούσε ζεστά επάνω του. Ένιωθε σαν ιππότης πάνω σε άλογο με την Πριγκίπισσα πίσω του, σαν πολεμιστής του κακού, σαν Δον Κιχώτης με τη Δουλτσινέα του. Όταν έφτασαν Τη ρώτησε πώς αισθάνθηκε και αν φοβήθηκε. Εκείνη του απάντησε με λόγια που ποτέ του δεν ξέχασε: «Δεν φοβήθηκα καθόλου, γιατί ήταν τόσο όμορφα να τρέχουμε μαζί ελεύθεροι, που δεν με ένοιαζε ακόμα και αν πέθαινα εκείνη τη στιγμή». Αναρωτήθηκε γιατί Τη σκεφτόταν συνέχεια. Ήταν φυσιολογική αυτή η εμμονή; Τόσα χρόνια είχαν περάσει μα ποτέ δεν τον στοίχειωνε τόσο όσο τώρα η σκέψη Της. Σήμαινε κάτι αυτό; Ή μήπως ήταν πάντα μέσα στη σκέψη του, αλλά η ζωή με τις υποχρεώσεις της τού έθετε αλλού την προσοχή; Μήπως τώρα που το μόνο που είχε ήταν ελεύθερος χρόνος, οι συνθήκες ευνοούσαν να βγουν τα πραγματικά του συναισθήματα στην επιφάνεια; Μήπως το γεγονός ότι βρισκόταν σε πραγματική κρίση, τον έκανε να σκέφτεται αυτά που πραγματικά ήταν σημαντικά στη ζωή του; Ή μήπως η κρίση αυτή καθιστούσε επιτακτική την ανάγκη για ένα σημείο αναφοράς; Έναν άνθρωπο που να μπορεί να βασιστεί, κάποιον που να νιώθει ειλικρινή αγάπη; Μήπως από την άλλη, είχε αρχίσει να τρελαίνεται εκεί μέσα; Μήπως ήταν μια εμμονή που σχηματιζόταν μέσα στα πλαίσια μιας ψύχωσης, μιας σχιζοφρένειας; Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Γιατί Εκείνη και όχι κάποιο άλλο πρόσωπο; Όπως ο γιος του ή ο πατέρας του ή η αδελφή του; Αλήθεια, πού ήταν όλοι αυτοί; Ήξεραν ότι ήταν άρρωστος στο νοσοκομείο; Τους είχε ειδοποιήσει κάποιος; Δεν μπορεί όμως, αφού το ήξερε ο γιος του, σίγουρα το ήξεραν και εκείνοι. Μα πού ήταν; Είχαν έρθει να τον δουν; Και ο γιος του ερχόταν να τον δει, αλλά δεν είχε αντιληφθεί τίποτα πριν του το πει ο ίδιος. Πόσο καιρό ήταν σε καταστολή; Και τέλος πάντων, τι είχε συμβεί;


96

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δεν άντεχε άλλο αυτό το μαρτύριο του να μην ξέρει. Δεν μπορούσε να βασανίζεται πλέον με αυτή τη σκέψη. Προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο. Ήταν απαραίτητο να επικεντρωθεί στην επικοινωνία του με το περιβάλλον. Ήδη με τα νοήματα είχε γίνει μεγάλη πρόοδος. Είχαν αντιληφθεί ότι τους καταλαβαίνει. Μπορούσε να επικοινωνήσει σε ένα πολύ στοιχειώδες επίπεδο. Κάτι ήταν κι αυτό, αλλά είχε πολύ δρόμο να διανύσει ακόμα μπροστά του. Θυμήθηκε πως όταν ήταν φοιτητής, είχε επιλέξει να κάνει ένα τρίμηνο στη Μονάδα. Εκεί νοσηλευόταν ένας νέος άνθρωπος, γύρω στα πενήντα, ψαράς από ένα γειτονικό νησί. Ήταν τετραπληγικός με τραχειοστομία, όπως ο ίδιος. Τον θυμάται σαν να τον έβλεπε μπροστά του, με καραφλίτσα, στρογγυλό πρόσωπο με φουσκωτά μάγουλα, κοντό λαιμό και ένα γκρι μουστάκι. Του είχε κάνει τεράστια εντύπωση τότε η υπομονή αυτού του ανθρώπου. Όσο ήταν φοιτητής και οι ευθύνες του ήταν λίγες, είχε ακόμα όλο τον χρόνο και την πολυτέλεια να κοιτάζει τους ανθρώπους και να αναρωτιέται, να θαυμάζει, να λυπάται, να παρατηρεί. Ο κύριος αυτός πέρασε ατελείωτες μέρες στη Μονάδα, μην μπορώντας να κουνήσει παρά μόνο το κεφάλι του. Δεν θυμόταν πια τι του είχε συμβεί αρχικά. Ίσως κάποια πάθηση του νωτιαίου μυελού. Θυμόταν ότι οι νοσηλεύτριες προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν να περνάει την ώρα του. Δεν είχαν και πολλά μέσα στη διάθεσή τους. Του είχαν πάντα μπροστά στο κρεβάτι του την τηλεόραση. Μετά από ένα διάστημα ούτε αυτό του κινούσε το ενδιαφέρον. Είχε κουραστεί από τα πάντα. Και όμως, με τον καιρό κατάφερε να ανακτήσει την κινητικότητά του εν μέρει και βγήκε από τη Μονάδα. Ήλπιζε και ο ίδιος να έχει την ίδια τύχη. Αυτό του θύμισε ότι ήταν η ώρα για τις ασκήσεις του. Τέντωσε τα δάκτυλα των δύο χεριών του και τα ξαναέσφιξε σε γροθιά. Επανέλαβε την άσκηση αυτή μερικές φορές, όσο και αν πονούσε. Μετά έπιασε και πάλι το φανταστικό στυλό. Το έσφιξε ανάμεσα στα δάκτυλά του και το χαλάρωσε. Το ξαναέσφιξε και το ξαναχαλάρωσε. Έπειτα το ξαναέπιασε και δοκίμασε να γράψει ένα γράμμα στον αέρα. Ίσως το άλφα; Ήταν δύσκολο και επώδυνο να φτιάχνει καμπύλες. Ίσως κάτι πιο απλό. Το γιώτα; Ναι, το γιώτα ήταν εφικτό. Μετά από καμιά δεκαριά γιώτα του αέρα, κάτι άλλο, ίσως ένα νι; Και αυτό γινόταν, αλλά μετά το πέμπτο νι άρχισε να κουράζεται. Ίσως δεν έπρεπε να το παρακάνει για σήμερα. Είχε σηκωθεί λιγάκι, είχε εξασκήσει τα δάκτυλά του όσο μπορούσε, εντάξει, αυτό ήταν αρκετό. Θα ξαναπροσπαθούσε πάλι αργότερα, όταν θα ένιωθε πιο ξεκούραστος. Του


Όσο κοιμόμουν

97

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έμεναν άλλα είκοσι δύο γράμματα. Θα τα κατάφερνε σιγά σιγά, ας μη βιαζόταν, ο χρόνος ήταν με το μέρος του. Μα ποια γράμματα; Τώρα για πρώτη φορά αναρωτιόταν πού πραγματικά βρισκόταν. Ήταν στη Γενεύη ή στην Αθήνα; Προσπάθησε να θυμηθεί τι γλώσσα μιλούσαν οι νοσηλεύτριες. Και οι δύο γλώσσες ακούγονταν τόσο φυσικές στα αυτιά του που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε από αυτές. Το νόημά τους ήταν με την ίδια φυσικότητα κατανοητό από τον εγκέφαλο του. Αν όμως ήταν στη Γενεύη, θα έπρεπε να εξασκηθεί στα γαλλικά γράμματα. Τι του είπε η νοσηλεύτρια πριν λίγο; «Κύριε Μακρή» ή “Monsieur Makris”; Τι έλεγε στη βοηθό: «θα τον σηκώσουμε» ή “on va l’ asseoir”; Ο γιος του σίγουρα του είχε μιλήσει ελληνικά, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Πού θα προτιμούσε να βρίσκεται; Αν ήταν στη Γενεύη, οι συνθήκες ήταν καλύτερες, το νοσοκομείο πιο εξοπλισμένο, οι γιατροί και οι νοσηλεύτριες πιο κοντά στον άνθρωπο. Ό,τι και αν τύχαινε είχαν τα μέσα να το αντιμετωπίσουν: είχαν επεμβατική ακτινολογία, μεμβράνη εξωσωματικής οξυγόνωσης, αξονικό και μαγνητικό άμεσα διαθέσιμο, επεμβατική καρδιολογία, πολλούς και καλούς Αναισθησιολόγους, εξαιρετικούς Μοναδίστες και νοσηλεύτριες ειδικευμένες στην Εντατική Θεραπεία. Επίσης, ήταν στο σπίτι του, με την ασφάλειά του, είχαν καλό πρόγραμμα φυσικής αποκατάστασης, λογοθεραπευτές, βοήθεια στο σπίτι, κοινωνικές λειτουργούς που φρόντιζαν τα πάντα. Αν όμως ήταν στην Ελλάδα; Σε ποια πόλη ήταν; Σε ποιο νοσοκομείο; Από τη μία, και οι Έλληνες γιατροί ήταν πολύ καλοί και οι νοσηλεύτριες έμπειρες, οι χειρουργοί είχαν απαίσιο χαρακτήρα σε γενικές γραμμές, αλλά εξαιρετικοί στη δουλειά τους. Επίσης οι Έλληνες δεν έκαναν ηρωικές προσπάθειες να περισώσουν ανθρώπους χωρίς ελπίδα επιβίωσης, διότι δεν είχαν τα μέσα. Αυτό όμως ήταν θετικό, μικρότερη παραγωγή φυτών. Στην Ελβετία από την άλλη, ο νόμος κάλυπτε αυτούς που επέλεγαν να μη συνεχιστούν οι θεραπευτικές προσπάθειες. Εάν ο ίδιος ο άρρωστος ή οι συγγενείς του το αποφάσιζαν, οι γιατροί σταματούσαν κάθε υποστήριξη, έβαζαν μία αντλία μορφίνης και άφηναν τον άρρωστο να φύγει σιγά σιγά, περιτριγυρισμένο από την οικογένειά του. Δεν ήταν άσχημα. Ήταν πιο ανθρώπινα έτσι. Στην Ελλάδα αυτό γινόταν σπάνια, γιατί ο νόμος δεν κάλυπτε το προσωπικό να κάνει κάτι τέτοιο. Από την άλλη, στην Ελλάδα ήταν όλοι οι δικοί του: οι γονείς του, η αδελφή του, οι φίλοι του… Αν πέθαινε θα ήταν ίσως καλύτερα να πεθάνει


98

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στην Ελλάδα, αφού από εκεί καταγόταν. Ίσως έτσι οι μετά θάνατο διαδικασίες να ήταν πιο απλές: ληξιαρχεία, κηδείες κτλ. Δεν ήθελε όμως να κηδευτεί. Ήλπιζε ο γιος του να το θυμόταν αυτό που του είχε πει όταν ήταν μικρότερος: όχι θρησκευτικές τελετές, όχι ταφή, ναι στη δωρεά οργάνων, όχι στην εξάντληση των θεραπευτικών μέσων. Αλλά τώρα που το ξανασκεφτόταν, τι σημασία είχε; Αν εκείνοι ήθελαν να κάνουν μια χριστιανική κηδεία και να τον θάψουν, τι διαφορά θα είχε για τον ίδιο; Καμία. Οπότε, ας έκαναν ό,τι τους άρεσε, ό,τι τους βοηθούσε να πενθήσουν ευκολότερα. Μπορεί όμως και να μην πέθαινε. Μπορεί να επιβίωνε και να είχε μια ζωή, η οποία θα ήταν από ανυπόφορη για τον ίδιο και για τους άλλους, έως σχεδόν φυσιολογική. Καμία οικογένεια δεν άντεχε για πολύ καιρό κάποιο μέλος που ξαφνικά γινόταν ανίκανο να φροντίσει τον εαυτό του. Η ζωή ήταν πολύ σκληρή. Μερικές φορές οι γονείς με ανήμπορα παιδιά μπορούσαν να αντέξουν για πολλά χρόνια, αλλά η προσωπική τους ζωή καταστρεφόταν. Οι γάμοι διαλύονταν και τα φυσιολογικά αδέλφια τραυματίζονταν. Κάποτε τα αποθέματα υπομονής τελειώνουν, ακόμα και στους γονείς που λατρεύουν τα παιδιά τους. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ενήλικο, τον σύντροφο, τον πατέρα ή τη μητέρα σου ή, ακόμα χειρότερα τη γιαγιά ή τον παππού σου. Πόση αφοσίωση, υπομονή και ελπίδα μπορεί να χωρέσει η καρδιά αυτού που σ’ αγαπάει; Δύο παραδείγματα θυμόταν που αποτελούσαν εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα. Θυμήθηκε την κυρία Κιτσάτη, στη Μονάδα εμφραγμάτων. Είχε χειρουργηθεί για αρθροπλαστική γόνατος και λίγες μέρες μετά, έπαθε μαζική πνευμονική εμβολή. Έκανε ανακοπή και την ανένηψε ο ειδικευόμενος της Ορθοπαιδικής. Παρέμεινε στη Μονάδα εμφραγμάτων για πάρα πολύ καιρό, σε φυτική κατάσταση. Είχε δύο κόρες, οι οποίες έρχονταν καθημερινά και κρέμονταν από τα χείλη των γιατρών μήπως και ακούσουν κάποια καλή κουβέντα. Μερικές φορές πίστευαν ότι τους καταλάβαινε. Ο εγκέφαλός της όμως είχε υποστεί τόσο μεγάλη βλάβη από την υποξία που ήταν απίθανο να τις καταλάβαινε. Αντιδρούσε όμως στον πόνο, και αυτό τους έδινε ελπίδα, ήταν ένα δείγμα ζωής. Εκείνες τις ένοιαζε να είναι ζωντανή, ακόμα και αν δεν είχε επαφή με το περιβάλλον. Απλά να είναι ζωντανή. Ήταν διατεθειμένες να την πάρουν σπίτι έτσι όπως ήταν, φυτό, και να τη φροντίζουν μέχρι να πεθάνει. Είχαν μάθει να τη φροντίζουν: να αναρροφούν τις εκκρίσεις από τον τραχειοσωλήνα, να την πλένουν πάνω στο κρεβάτι, να φροντίζουν τα έλκη από τις κατακλίσεις της. Μάλιστα η μία από τις δύο ήταν νοσηλεύτρια, στην


Όσο κοιμόμουν

99

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αιμοδοσία ενός γειτονικού περιφερειακού νοσοκομείου. Του είχε πει, όταν πέθανε η μητέρα της τελικά από πολυοργανική ανεπάρκεια, πως όποτε είχε ανάγκη για αίμα για τον ίδιο ή για τους ασθενείς του, να επικοινωνούσε μαζί της οπωσδήποτε. Τόση ευγνωμοσύνη ένιωθε απέναντί του που είχε φροντίσει τη μητέρα της για τόσο μεγάλο διάστημα και με τέτοια επιμονή, παρ’ όλο που ήξερε ότι δεν υπάρχει γυρισμός. Μα ήταν φυσικό, ήταν άνθρωπος! Δεν μπορούσε παρά να της φερθεί όπως θα φερόταν σε κάθε άνθρωπο, ή αντίστροφα, ο ίδιος ήταν άνθρωπος, άρα η συμπεριφορά του δεν μπορούσε παρά να είναι ανθρώπινη απέναντί της. Άλλο ένα παράδειγμα συγγενή με αστείρευτα αποθέματα αγάπης και ελπίδας, ήταν η κόρη της κυρίας Κανελλοπούλου. Η κυρία αυτή, στις 9 Μαρτίου του 2009, είχε πάει στην εξοχή για να μαζέψει χόρτα. Φορούσε φούστα, καλσόν και παπούτσια. Πάτησε κατά λάθος μια οχιά που βρισκόταν σε χειμερία νάρκη και αυτή, τη δάγκωσε με ένα δηλητήριο που συμπυκνωνόταν όλο και περισσότερο κατά τη διάρκεια της νάρκης της. Τα δόντια της διαπέρασαν το παπούτσι και την κάλτσα του ποδιού της και έχυσαν μέσα στην κυκλοφορία της ένα υγρό που έδρασε πανίσχυρα εναντίον της πήξης του αίματός της. Η κόρη της ερχόταν καθημερινά, περνούσε στη Μονάδα όλη της τη μέρα και δεν έχασε την ελπίδα της ποτέ. Την ώρα της επίσκεψης καθόταν και της μιλούσε, τη φρόντιζε, της διάβαζε. Άλλωστε εκείνη είχε επαφή με το περιβάλλον μέχρι τις τελευταίες της μέρες. Η ουροδόχος κύστη της, ήδη ευαίσθητη από έναν παλιό καρκίνο, άρχισε να αιμορραγεί, ενώ οι γιατροί προσπαθούσαν να αναπληρώσουν ό,τι έχανε. Η κύστη της διαλυόταν σιγά σιγά όλο και περισσότερο, μέχρι που δεν υπήρχε πια άλλη λύση από το να την αφαιρέσουν. Ούτε οι Ουρολόγοι ούτε οι Αναισθησιολόγοι ήθελαν να πάρουν αυτό το ρίσκο. Η πιθανότητα να πεθάνει πάνω στο χειρουργικό τραπέζι από αιμορραγία ήταν τεράστιος. Ο μόνος που επέμενε ήταν ο Άρης. Από την αρχή επέμενε, διότι ήταν ο μόνος τρόπος να σωθεί η ζωή της. Κάποια μέρα αποφάσισαν να τη χειρουργήσουν. Όταν όμως πήραν επιτέλους την απόφαση, ήταν ήδη πολύ αργά. Ο οργανισμός της είχε εξασθενήσει μετά από τόσο καιρό στη Μονάδα. Ήταν η χειρότερη κυστεκτομή που είχε ζήσει ποτέ. Το μόνο που έκανε διαρκώς είναι να μεταγγίζει το ένα αίμα μετά το άλλο. Όμως επιβίωσε από αυτό το χειρουργείο και την επόμενη μέρα ξύπνησε. Οι ελπίδες όλων αναπτερώθηκαν, ειδικά της κόρης, η οποία μέρα και νύχτα ήταν έξω από τη Μονάδα, με μία Βίβλο και προσευχόταν. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ τα μάτια της: πράσινα και διάφανα, υγρά, μεγάλα και


100

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

γεμάτα ελπίδα. Τα ίδια μάτια είχε και η μητέρα της και ο αδελφός της. Η κυρία Κανελλοπούλου πέθανε λίγες μέρες μετά το χειρουργείο, έπειτα από έναν ολόκληρο χρόνο νοσηλείας, τον Μάρτιο του 2010. Όλες αυτές τις μέρες η κόρη της ήταν εκεί, με τη Βίβλο στο χέρι, την προσευχή στην καρδιά και την ελπίδα στα μάτια.


Όσο κοιμόμουν

101

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙΙΙ Τα πρόσωπα τον στοίχειωναν, ήδη ακόμα και πριν αρρωστήσει. Ασθενείς του, συνάδελφοί του, συγγενείς και φίλοι. Ακόμα και άγνωστοι. Ήταν κάποια πρόσωπα που καρφώνονταν στη μνήμη του, όπως κάρφωναν στα σπίτια κάδρα με παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Αυτές με τη δαντελωτή παρυφή και την ξεθωριασμένη όψη. Κατά καιρούς από τη μνήμη του ανασύρονταν κάδρα με πρόσωπα που δεν είχαν καμία σχέση με τη ζωή του το εκάστοτε χρονικό διάστημα. Άλλες φορές έβλεπε όνειρα, πάντα τα ίδια ανεξήγητα όνειρα, από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Πόσο άσχημα και παράξενα παιχνίδια μας παίζει η μνήμη μας; Τον τελευταίο καιρό έβλεπε συνεχώς το ίδιο όνειρο: Ήταν στο πατρικό του σπίτι. Στεκόταν ακουμπισμένος με την κοιλιά στα κάγκελα και χάζευε τη βερικοκιά. Τα βερίκοκα ήταν ακόμα πράσινα. Ανυπομονούσε να έρθει η εποχή τους να τα μαζέψουν. Αυτή η βερικοκιά έκανε τα νοστιμότερα βερίκοκα που είχε φάει ποτέ του. Όσα περίσσευαν, η θεία του τα έφτιαχνε μαρμελάδα. Πόσο είχε νοσταλγήσει την αίσθηση της γεύσης! Από τότε που μπήκε στη Μονάδα, δεν είχε νιώσει ποτέ τη γεύση του φαγητού μέσα στο στόμα του. Τώρα θυμόταν τα βερίκοκα. Έπαιρνε ένα ώριμο και πορτοκαλί, όχι πρασινωπό με κόκκινα μάγουλα, αυτά ήταν ξινά αλλά σε μπέρδευαν με την κοκκινάδα τους. Ένα πορτοκαλί, ομοιόμορφο βερίκοκο. Το ζούλαγε λίγο στα χέρια του για να επιβεβαιώσει ότι θα είναι ώριμο και γλυκό. Έπειτα το άνοιγε στη μέση και κοίταζε το κουκούτσι. Το πετούσε στο χώμα μήπως και φύτρωνε κι άλλη βερικοκιά, έτσι του είχε πει η μάνα του. Έπειτα το κοιτούσε πολύ καλά μήπως και έχει κάποιο σκουληκάκι, και αυτό του το είχε πει η μάνα του. Μετά, έβαζε το μισό στο στόμα. Το μαλακό, γλυκό μέρος του ακουμπούσε πάνω στον ουρανίσκο, όπου αισθανόταν τις χιλιάδες μικροσκοπικές προεξοχές εκεί που ήταν η γούβα από το κουκούτσι, ενώ το υπερυψωμένο πλαϊνό μέρος, ήδη έλιωνε απελευθερώνοντας τη μυρωδιά και τη γεύση του. Στα πάνω δόντια, το μαλακό μέρος συνθλιβόταν σε μια γλυκιά κομπόστα, ενώ στα κάτω δόντια, το εξωτερικό βελούδινο περίβλημα αντιστεκόταν για λίγο, μέχρι να μασηθεί τελείως. Αν το μισό βερίκοκο ήταν τόσο γλυκό όσο το περίμενε, τότε το άλλο μισό το δάγκωνε στη μέση και το έτρωγε σε δύο μέρη. Έτσι, το μαλακό μέρος απελευθέρωνε τον γλυκό χυμό του και στα μπροστινά δόντια, πριν περάσει στη στοματική κοιλότητα. Βέβαια μπορεί το πρώτο μισό να μην ήταν σαν το


102

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δεύτερο μισό, αυτή ήταν η έκπληξη με τα βερίκοκα, αλλά άξιζε τον κόπο να πάρεις το ρίσκο. Άραγε θα ξαναείχε την τύχη να νιώσει και πάλι τη γεύση να του πλημμυρίζει το στόμα; Ή θα έμενε για πάντα με μια εντερική διατροφή; Ή μήπως, ακόμα χειρότερα, θα τρεφόταν με γαστροστομία; Αηδία… Μπορούσε άραγε να καταπιεί; Δεν είχε δοκιμάσει ποτέ μέχρι τώρα αν μπορεί να καταπιεί. Το δοκίμασε, του φάνηκε ότι τα κατάφερε, αν και με την τραχειοστομία ήταν πολύ δύσκολο, διότι και η ανοιχτή τρύπα εμπόδιζε την αναρροφητική διαδικασία και το βάρος από το τραχειόστομα και το κύκλωμα, κούραζε τους μυς του φάρυγγα. Όμως έπρεπε να προσπαθήσει, αν ήθελε να ξαναφάει σαν κανονικός άνθρωπος, έπρεπε να προσπαθήσει. Άλλη μια άσκηση προστέθηκε στην καθημερινή του γυμναστική. Μιας και το θυμήθηκε, ήταν ώρα για την άσκηση της γραφής. Μέχρι να αντιληφθεί πού βρισκόταν, μπορούσε να εξασκηθεί στα γράμματα που ήταν κοινά και στις δύο αλφαβήτους, όπως το όμικρον. Έπιασε το φανταστικό στυλό και προσπάθησε να φτιάξει ένα κυκλάκι. Δεν μπορούσε να δει το αποτέλεσμα, αλλά μάλλον θα ήταν πολύ κακό. Ίσως να μη χρειαζόταν να είναι ολοστρόγγυλο, ας ήταν και μακρόστενο. Ξαναπροσπάθησε μερικές φορές. Ποιο άλλο γράμμα; … Το νι θα μπορούσε να είναι και βε. Έκανε μερικά νι – βε. Το ρο επίσης μπορεί να ήταν και πε, ρ, ρ, ρ, ρ, αυτό ήταν πιο δύσκολο, γιατί εκτός από τον κύκλο είχε και την ουρίτσα. Ούτε που ήξερε πού έβαζε την ουρίτσα, δεν υπήρχε τρόπος να δει αν αυτά που έκανε αντιστοιχούσαν όντως σε γράμματα ή αν ήταν απλές μουτζούρες. Εντάξει, ας μην έχανε το κουράγιο του. Ποιο άλλο; Το χι που ήταν και εξ. Αλλά έπρεπε να το κάνει μικρό για να αντιστοιχεί και στις δύο γλώσσες, όχι μακρουλό να κατεβαίνει κάτω από τη γραμμή σαν το ελληνικό χι της γραφομηχανής, αλλά κοντό, σαν το σήμα του πολλαπλασιασμού. Μετά από έναν ατέλειωτο χορό γραμμάτων με ένα στυλό-φάντασμα επάνω στο σεντόνι, άρχισε να κουράζεται. «Κύριε Μακρή τι κάνετε εκεί με το χέρι σας;» τον διέκοψε μια φωνή από τα δεξιά του. Ήταν ελληνικά! Επιτέλους, ήξερε πού βρισκόταν! Τι δουλειά είχε στην Ελλάδα; Ήταν σε διακοπές; «Θέλετε να γράψετε;» τον ξαναδιέκοψε η φωνή που τώρα πλησίαζε προς το μέρος του. Ένα γλυκό πρόσωπο έκανε την εμφάνισή του μπροστά στο οπτικό του πεδίο. Ένα κοντό πλασματάκι, με στρογγυλά ροδοκόκκινα μαγουλάκια, όχι πάνω από είκοσι χρονών. Τα ξανθά μαλλάκια της ήταν πιασμένα σε μια κοντή αλογοουρίτσα και τούφες πετούσαν από δω κι από κει. «Θέλετε να γράψετε;» επανέλαβε η κοπέλα. Φορούσε στολή νοσηλεύτριας,


Όσο κοιμόμουν

103

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αλλά ήταν πολύ μικρή, ίσως να ήταν εκπαιδευόμενη. Της έκλεισε τα μάτια δύο φορές. «Θα σας φέρω χαρτί και μολύβι!» του είπε ενθουσιασμένη και έφυγε σαν πεταλουδίτσα. Γύρισε μετά από λίγο με ένα στυλό, ένα χαρτί κομμένο από μπλοκ συνταγογράφησης και ένα περιοδικό για σκληρή επιφάνεια από κάτω. Του τα έβαλε κάτω από το δεξί χέρι και το στυλό ανάμεσα στα δάκτυλα. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από ευτυχία. Τόσο καιρό προετοιμαζόταν για αυτό το ενδεχόμενο, αλλά δεν περίμενε ότι θα γινόταν τόσο γρήγορα. Δεν ήξερε αν ήταν έτοιμος. Ήταν μάλιστα τόσο απροετοίμαστος, που δεν ήξερε τι να γράψει. Το σκέφτηκε λίγο. Είχε εκατοντάδες ερωτήσεις και επιθυμίες και δεν ήξερε ποια ήταν η πρωταρχική. Έπρεπε να είναι κάτι απλό και κατανοητό, αλλά να επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα στις προσδοκίες του. Δεν έπρεπε να καθυστερήσει πολύ, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν και πολλή υπομονή και μπορεί να έχανε την ευκαιρία μέσα από τα χέρια του. Το χαρτί ήταν από μπλοκ συνταγογράφησης, τι ειρωνεία… Τέλος πάντων, δεν είχε χρόνο για σκέψεις. Έγραψε: πι και το κορίτσι επανέλαβε, «πι», όμικρον, «όμικρον», ύψιλον, «ύψιλον είναι αυτό;». Της έκανε νόημα κατάφασης. «Ωραία!» χαμογέλασε εκείνη. Ύστερα έβαλε έναν τόνο πάνω στο ύψιλον, αλλά δεν πρέπει να βρήκε τον στόχο του. «Τι είναι αυτό;» Τι να ήταν; Τόνος ήταν! Πώς θα υποδήλωνε ερώτημα και όχι αναφορική αντωνυμία; Τέλος πάντων, δεν έπρεπε να συγχυστεί, οπότε συνέχισε. Άφησε ένα κενό και έγραψε έψιλον, «ε» είπε η κοπέλα, γιώτα «ε-ι», μι «ε-ι-μ» διάβασε εκείνη, άλφα «ε-ι-μ-α» και τέλος γιώτα «ε-ι-μ-α-ι, είμαι! Ααααα! Πού είμαι! Αυτό θέλετε να πείτε;» τον ρώτησε με μεγάλη χαρά. Της έγνεψε και πάλι ναι. «Λοιπόν, είστε στο νοσοκομείο, στην Εντατική, κινδύνεψε η ζωή σας, αλλά τώρα είστε καλά!» του είπε με μεγάλη ενέργεια. Ένιωσε μια μικρή απογοήτευση. Όλα αυτά τα ήξερε και ο ίδιος. Δεν τον βοηθούσε καθόλου, παρ’ όλο που ο ενθουσιασμός της δεν του άφηνε περιθώριο να της θυμώσει. Ξαναέγραψε: «πού;». Εκείνη του απάντησε: «στο Ασκληπιείο της Βούλας». Στη Βούλα; Πώς βρέθηκε εκεί; Τι δουλειά είχε στη Βούλα; Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να στεναχωρηθεί, η Βούλα δεν ήταν και από τα καλύτερα νοσοκομεία του κόσμου. Είχε καλή Ορθοπαιδική όμως… Του χρησίμευε σε τίποτα η Ορθοπαιδική; Ποιος ήξερε; Η κοπέλα συνέχισε να τον κοιτάζει, περιμένοντας να συνεχίσει: «Θέλετε να γράψετε κάτι άλλο;» Κούνησε το κεφάλι δεξιά-αριστερά για να αρνηθεί. Δεν ξέρει γιατί το έκανε αυτό, ήθελε να πει και να γράψει τόσα πολλά πράγματα. Ίσως αυτές οι πληροφορίες να


104

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ήταν ήδη περισσότερο απ’ όσο μπορούσε να χειριστεί σε μία μέρα. «Σίγουρα;» επέμεινε το κορίτσι. Δίστασε για μια στιγμή. Μετά ξαναέβαλε το στυλό πάνω στο χαρτί και έγραψε: «πόσες μέρες;» Η κοπέλα του απάντησε: «Δεν ξέρω ακριβώς, εγώ ξεκίνησα χθες την εκπαίδευσή μου στη Μονάδα, μισό λεπτό να ρωτήσω τη νοσηλεύτρια». Γύρισε πράγματι μετά από λίγο: «τριάντα δύο», του είπε έκπληκτη και η ίδια, και επανέλαβε: «είστε εδώ τριάντα δύο μέρες». Ο αριθμός αυτός του ακούστηκε αστρονομικός. Όχι ότι δεν είχε δει ασθενείς να μένουν στη Μονάδα μήνες ολόκληρους. Ούτε επίσης του είχε φανεί το διάστημα μικρότερο, αντιθέτως, του φαινόταν ότι βρισκόταν εκεί μια αιωνιότητα. Αλλά τριάντα δύο; Παραήταν. Οι άρρωστοι που νοσηλεύονταν στη Μονάδα για τόσο μεγάλα διαστήματα, είτε ήταν σε πολύ βαριά κατάσταση είτε, ακόμα και αν δεν ήταν, η κατάστασή τους γινόταν βαριά από τις επιπλοκές της νοσηλείας τους. Έλκη από τις κατακλίσεις, λοιμώξεις από τον αναπνευστήρα, από τις κεντρικές γραμμές, από τους ουροκαθετήρες. Και ειδικά στη Βούλα, τίποτα δεν θα τον γλίτωνε από τις επιπλοκές. Δεν ήθελε και να είναι άδικος όμως. Ούτε ήξερε τι είχε συμβεί ούτε πώς το είχαν αντιμετωπίσει οι συνάδελφοί του. Ξαναπήρε το στυλό και έγραψε: «Χρήστος». Η κοπελίτσα ρώτησε: «Χρήστος; Ποιος είναι ο Χρήστος;». Εκείνος συνέχισε να γράφει: «γιος μου». Εκείνη, με τον ίδιο πάντα ενθουσιασμό του απάντησε: «Ααα, Χρήστο λένε τον γιο σας! Έχετε παιδάκι! Πόσων χρόνων είναι;» Πλάκα του έκανε! Ήταν τόσο αθώα ή μήπως εκείνος έδειχνε τόσο νέος; Αποφάσισε να μην εκνευριστεί ούτε τότε. Της έγραψε: «20». «Αχ, είναι μεγάλος, σαν κι εμένα» του είπε εκείνη. «Θέλετε να τον πάρουμε τηλέφωνο;» Της έγνεψε ναι. «Εντάξει, πάω να το κανονίσω» είπε και έφυγε πάλι σαν πεταλουδίτσα. Ήταν στρουμπουλό κορίτσι, αλλά το περπάτημά της ήταν πολύ ανάλαφρο και οι κινήσεις της αέρινες. Ύστερα από λίγο γύρισε. «Θα έρθει ούτως ή άλλως μου είπε, για το επισκεπτήριο. Μου είπε ότι έρχεται κάθε μέρα. Σε λίγο θα είναι εδώ, το επισκεπτήριο ξεκινά σε μία ώρα». Μία ώρα… Εντάξει, θα περίμενε. Αλλά και όταν τον έβλεπε τι θα του έλεγε; Έκλεισε τα μάτια του να κοιμηθεί για να περάσει η ώρα του γρηγορότερα περιμένοντας τον Χρήστο. Ήταν πολύ κουρασμένος από όλη αυτή την προσπάθεια. Κατάπιε, έγραψε, έμαθε καινούργια πράγματα. Ας ξεκουραζόταν για λίγο πριν αρχίσει η περιπέτεια της επικοινωνίας με τον γιο του. Έκλεισε τα μάτια του. Του ήρθε η μουσική από την «Πέργαμο», ένα υπέροχο παλιό κομμάτι τραγουδισμένο από τη Χαρούλα Αλεξίου, όταν ήταν


Όσο κοιμόμουν

105

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πολύ μικρή, τότε που τραγουδούσε ακόμα ρεμπέτικα και σμυρναίικα. Τον πήρε ο ύπνος ήδη από την εισαγωγή του τραγουδιού, πριν προλάβει να μπει η Χαρούλα. Βρέθηκε πάλι στην αυλή του πατρικού του, μεσημέρι, ακουμπισμένος στα κάγκελα, χαζεύοντας τη βερικοκιά με τα άγουρα βερίκοκα. Στο όνειρό του ο ίδιος ήταν έφηβος, οι γονείς του νέοι και η αδελφή του πιτσιρίκα, έξι-εφτά χρόνων. Ήταν πολύ αφηρημένος, όπως ήταν συνήθως δηλαδή. Η αδελφή του, που σε αντίθεση με τον ίδιο ήταν ζωηρή σαν διαολάκι, ήρθε, λέει, από πίσω του και τον τρόμαξε. Όταν γύρισε να την κοιτάξει θυμωμένος, εκείνη είχε ένα φρικιαστικό πρόσωπο, σαν τέρας. Αυτό το όνειρο επαναλαμβανόταν εδώ και χρόνια, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και τον έκανε να χέζεται επάνω του από φόβο και να ξυπνάει καταϊδρωμένος. Έτσι και τότε, ξύπνησε έντρομος και ιδρωμένος, αλλά ανοίγοντας τα μάτια του, είδε μπροστά του το παιδί του. Έτσι ξέχασε το όνειρο αλλά και όλες τις άλλες άσχημες σκέψεις. Το προσωπάκι αυτό ήταν φάρμακο για όλα τα προβλήματα, από τότε που γεννήθηκε μέχρι τώρα. Ξεφύσηξε για να διώξει την ένταση και χαμογέλασε στο παιδί του. Ή τουλάχιστον προσπάθησε να χαμογελάσει. «Μπαμπά! Πώς είσαι; Έμαθα πως πας πολύ καλύτερα και οι γιατροί είναι αισιόδοξοι. Είναι αλήθεια αυτό που μόλις μου είπαν οι νοσηλεύτριες;» είπε με μάτια που έλαμπαν από χαρά. «Γράφεις; Μπράβο βρε μπαμπά! Επιτέλους! Το ήξερα εγώ ότι μας καταλαβαίνεις!». Του έπιασε το χέρι και το έσφιξε δυνατά γεμάτος ικανοποίηση και συνέχισε: «Λοιπόν, γράψε μου ό,τι θέλεις. Θες να μου πεις κάτι; Να ρωτήσεις κάτι; Είμαι στη διάθεσή σου», είπε και ανακάθισε στην καρέκλα του. Αυτό το παιδί ξεχείλιζε από ενέργεια από τη στιγμή που γεννήθηκε. Δεν τον θυμάται να κάθεται ήσυχα ποτέ πάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Ακόμα και στον ύπνο του κουνιόταν ασταμάτητα. Πάλι κάτι θυμήθηκε αμέσως μετά και πετάχτηκε από την καρέκλα του σαν ελατήριο. «Α, τι χαζός που είμαι!» είπε χτυπώντας το μέτωπό του. Του έβαλε το στυλό στο χέρι και το χαρτί από κάτω. Ο Άρης άρχισε να γράφει, του έπαιρνε πολλή ώρα και ο Χρήστος ανυπομονούσε. Τον κοίταζε έντονα όση ώρα έγραφε, μια στα μάτια και μια στο χέρι. Έβλεπε πόσο μεγάλη προσπάθεια κατέβαλε για κάθε λέξη, για κάθε γράμμα. Τον λυπόταν που τόσο απλά πράγματα γίνονταν με τόσο μεγάλο κόπο. Αλλά ήταν τόσο χαρούμενος που δεν τον ένοιαζαν όλα αυτά εκείνη την ώρα. Ο Άρης σταμάτησε να γράφει και άφησε κάτω το στυλό. «Τέλειωσες μπαμπά; Να το πάρω;» Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.


106

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Χρήστος πήρε το χαρτί και το κράτησε αρχικά σε μια φυσιολογική απόσταση. Τα γράμματα ήταν κακοφτιαγμένα και δυσνόητα. Πλησίασε το χαρτί πιο κοντά του και ζάρωσε τα μάτια και τα φρύδια του για να δει καλύτερα. Άρχισε να συλλαβίζει: «γ-ι-α-γ-ι-α, π-α-π-π-ο-υ-ς, ερωτηματικό». Τον κοίταξε χαμογελώντας. «Τι κάνουν η γιαγιά και ο παππούς; Καλά είναι, μια χαρά, όπως τους ξέρεις! Η γιαγιά φτιάχνει τοματοκεφτέδες και μακαρονάκι κοφτό με χταποδάκι, ο παππούς κερνάει μπυρίτσες παγωμένες, ξέρεις!» και, παίρνοντας το ύφος του παππού του, τον μιμήθηκε: «Μπυρίτσα παγωμένη θέλεις;» και γέλασε. Χαμογέλασε και ο Άρης, τον έκανε ίδιο. Του έμοιαζε κιόλας. Του έκανε νόημα με το χέρι ότι θέλει να συνεχίσει να γράφει. Εκείνος ξαναέβαλε το στυλό ανάμεσα στα δάκτυλά του και το χαρτί από κάτω. Έγραψε κάτι ακόμα, πιο σύντομα αυτή τη φορά. Ο Χρήστος το σήκωσε και σχολίασε: «Μπαμπά αμέσως καταλαβαίνει κανείς ότι είσαι γιατρός!» και γέλασε πάλι. Στη σχέση τους το χιούμορ είχε πολύ σημαντική θέση, ήταν το βασικό στοιχείο που έκανε το κλίμα ανάλαφρο και άφηνε τις δύο πλευρές να εκφραστούν ελεύθερα και ξέγνοιαστα. Φαινόταν ότι το στοιχείο αυτό του είχε λείψει. Το αναζητούσε απεγνωσμένα. Διάβασε: «πού είναι;» Κοίταξε μια το χαρτί και μια τον Άρη. «Πού είναι η γιαγιά και ο παππούς; Εκεί που τους άφησες, Λεμεσού 12! Ξέρεις τώρα πόσο δύσκολο είναι να μετακινηθούν και να έρθουν μέχρι το νοσοκομείο. Όμως ρωτάνε συνέχεια για σένα και τους μεταφέρω εγώ τα νέα κάθε μέρα». Τι περίεργο. Δεν το περίμενε αυτό από τους γονείς του. Τι πάει να πει ήταν δύσκολο να μετακινηθούν; Δεν ήταν πια και τόσο γέροι ούτε είχαν κινητικά προβλήματα. Εντάξει, ο πατέρας του δεν οδηγούσε πια, αλλά θα μπορούσε να τους φέρει ο Χρήστος ή, ας έπαιρναν ένα ταξί στο φινάλε! Όμως το ίδιο είχαν ξανακάνει και παλιότερα, όταν γεννήθηκε ο Χρήστος. Δεν τους το συγχώρεσε ποτέ αυτό και ας τους κατανοούσε. Και τώρα καταλάβαινε, ο πατέρας του είχε φοβία με τα νοσοκομεία και η μητέρα του ήταν πάρα πολύ ευαίσθητη. Κατά πάσα πιθανότητα θα λιποθυμούσαν αν έρχονταν στη Μονάδα και τον έβλεπαν σ’ αυτή την κατάσταση. Ο πατέρας του είχε και στεφανιαία νόσο, μπορεί να ξαναπάθαινε έμφραγμα. Τελικά ίσως ήταν καλύτερα που δεν είχαν έρθει. Για ποιο λόγο να υποστούν μια τόσο τραυματική εμπειρία; Η αδελφή του όμως; Πού ήταν η αδελφή του; Εκείνη ήταν ανθεκτική σε κάτι τέτοια, πολύ σκληρή, μα και πολύ πονόψυχη ταυτόχρονα. Πάντα ήθελε να βοηθάει τον κόσμο και, ειδικά του Άρη, του είχε τεράστια αδυναμία, όπως και εκείνος άλλωστε. Θα ρωτούσε τον Χρήστο αμέσως. Του έκανε νόημα.


Όσο κοιμόμουν

107

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Εκείνος του ξαναέβαλε το στυλό στο χέρι. Έγραψε και του ξαναέκανε νόημα. Ο Χρήστος πήρε το χαρτί και συλλάβισε: «Ε-ι-ρ-η-ν-η, ερωτηματικό». Ακούμπησε το χαρτί στη θέση του και χαμογέλασε. Τα μάτια του όμως είχαν σκοτεινιάσει. «Καλά είναι και η θεία» του απάντησε. Δεν τον πίστεψε. Ήξερε πολύ καλά πότε του έλεγε ψέματα, άλλωστε δεν ήταν καθόλου καλός ηθοποιός. «Καλά είναι, λείπει αυτό τον καιρό σε επαγγελματικό ταξίδι στο Ντουμπάι. Γι’ αυτό δεν την έχεις δει. Και εκείνη όμως με παίρνει τηλέφωνο κάθε μέρα για να μάθει τα νέα σου». Το ότι έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι το πίστευε, άλλωστε έφευγε πολύ συχνά γι’ αυτό τον λόγο, ήταν η δουλειά της τέτοια. Το ότι τηλεφωνούσε κάθε μέρα για να μάθει νέα του επίσης το πίστευε. Αλλά έλειπε τριάντα δύο μέρες; Ήταν λίγο παράξενο αυτό. Και έπειτα γιατί σκοτείνιασε το βλέμμα του όταν διάβασε το όνομα της θείας του; Μήπως ήταν η ιδέα του; Από την άλλη πάλι, γιατί να μην ήταν καλά η κοπέλα; Μια χαρά θα ήταν, άδικα ανησυχούσε. Μα γιατί την έβλεπε στο όνειρό του ξανά και ξανά; Το ίδιο αυτό όνειρο που έβλεπε εδώ και χρόνια; Ήταν η ανησυχία του για εκείνη που έβαζε το υποσυνείδητο να γυμνάζεται ασταμάτητα; Της είχε μεγάλη αδυναμία. Όπως της είχε πει και τότε: «Σ’ αυτό τον κόσμο είμαστε μόνο εμείς οι δύο Ειρήνη, εσύ κι εγώ». Ήταν η εποχή που είχε παντρευτεί τον Βαγγέλη, είχε μόλις γεννήσει την ανιψιά του και ο γάμος της δεν πήγαινε όπως τον περίμενε. «Μπαμπά;» τον επανέφερε ο Χρήστος. «Έχω νέα να σου πω: μόλις τέλειωσα τις εξετάσεις του έτους και τα πήγα πολύ καλά! Νομίζω πως πέρασα όλα τα μαθήματα. Επίσης, σε ένα από τα μαθήματα μας έβαλαν ένα πρότζεκτ, να σχεδιάσουμε ένα καμπαναριό μιας εκκλησίας. Έκανα πολύ καλή δουλειά ξέρεις, το έφτιαξα σε βυζαντινό ρυθμό, αλλά με στοιχεία που σατιρίζουν την εκκλησία. Όταν γίνεις καλά θα σου δείξω τα σχέδια. Του Καθηγητή μου του άρεσε πολύ!» Του έκανε νόημα για να γράψει. Έγραψε: «περήφανος» και κατέβασε το στυλό. Ο Χρήστος το διάβασε και συγκινήθηκε. Έσκυψε προς το μέρος του θέλοντας να τον αγκαλιάσει, αλλά ήταν δύσκολο το εγχείρημα με όλα αυτά τα καλώδια και τα σωληνάκια. Φοβήθηκε μήπως έκανε κάποια ζημιά και έτσι τον αγκάλιασε πάρα πολύ προσεκτικά, σαν να ήταν κούκλα από πορσελάνη. Δεν είχε σημασία όμως. Αρκεί που έκανε την κίνηση. Άλλωστε ο Άρης καταλάβαινε. Εκτός από τον φόβο, πρέπει να ένιωθε και μια κάποια αηδία. Οι άρρωστοι της Μονάδας ήταν κάπως αηδιαστικά πλάσματα, έτσι όπως άλλαζε η όψη τους από ανθρώπινη σε ανθρωπόμορφη φουσκωτή κούκλα.


108

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μα ο Χρήστος συνέχισε την αναφορά του. «Το ξέρω μπαμπά, ότι είσαι περήφανος για μένα. Και εγώ είμαι περήφανος για σένα να ξέρεις. Κατάφερες να επιβιώσεις όταν όλοι νομίζαμε πως θα πέθαινες! Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο τρομάξαμε… Και τώρα, όχι μόνο ζεις, αλλά μας καταλαβαίνεις και επικοινωνείς μαζί μας. Μου είπε η γιατρός ότι σηκώθηκες και λίγο καθιστός. Αυτά είναι υπέροχα νέα. Επίσης μου είπε ότι θα προσπαθήσουν να σου δώσουν να πιεις ή και να φας, αν τα καταφέρεις. Κανονικό νερό και φαγητό, από το στόμα! Δεν είναι τέλειο;» Ο Άρης έγραψε: «γιούπι», πράγμα που έκανε τον Χρήστο να γελάσει. «Έλα βρε πατέρα! Μην κοροϊδεύεις! Εντάξει, μπορεί να μην είναι κάτι σπουδαίο, αλλά είναι μια πρόοδος. Μη χάνεις το κουράγιο σου, υπομονή! Θα γίνεις καλά. Κάποτε θα τα διηγούμαστε όλα αυτά σαν παλιά ανάμνηση». Ήθελε να τον ρωτήσει τι είχε συμβεί, πώς βρέθηκε εκεί. Άρχισε να γράφει πάλι, αλλά εκείνη την ώρα ήρθε η νοσηλεύτρια για να τους ειδοποιήσει ότι το επισκεπτήριο τελείωνε. Ο Χρήστος γύρισε προς τη νοσηλεύτρια: «Να τελειώσει τουλάχιστον αυτό που γράφει ένα λεπτάκι;» Εκείνη του απάντησε χαριτωμένα: «Εντάξει, ένα λεπτάκι όμως!» Ο Χρήστος την ευχαρίστησε. Δεν προλάβαινε να ρωτήσει αυτό που ήθελε, άλλωστε ήταν μεγάλη συζήτηση. Έσβησε το «ταυ» και έγραψε «σ’ αγαπάω πολύ». Ο Χρήστος το είδε, ξανασυγκινήθηκε, του έσφιξε το χέρι ανάμεσα στα δικά του και του είπε ότι τον αγαπάει και εκείνος πολύ. Έπειτα σηκώθηκε, του είπε ότι θα τον ξαναέβλεπε την επόμενη μέρα στο επισκεπτήριο και έφυγε. Το παράστημά του ήταν πολύ ωραίο, έτσι όπως ήταν ψηλός και ευθυτενής, παρ’ όλο που τα όμορφα ρούχα του κάλυπτε η «στολή» των επισκεπτών. Το σακάκι του κάλυπτε η άσχημη ρόμπα μιας χρήσης, πράσινη και διάφανη, από ένα υλικό που δεν έμοιαζε ούτε με χαρτί ούτε με ύφασμα και έδενε στον λαιμό και στη μέση. Τα ωραία του παπούτσια κάλυπταν τα μπλε ποδονάρια, τα πλαστικά σακουλάκια με το λάστιχο, σαν αυτό που φορούσε η μητέρα του όταν ήθελε να κάνει μπάνιο χωρίς να βρέξει τα μαλλιά της. Τα πυκνά του μαλλιά έκρυβε ο πράσινος σκούφος με το λάστιχο που σου άφηνε μετά σημάδι στο μέτωπο. Το πρόσωπό του, από τα μάτια και κάτω έκρυβε η μάσκα. Όμως ο Άρης ήταν εξασκημένος στο να μαντεύει τις εκφράσεις των ανθρώπων κάτω από τη μάσκα. Στην αρχή, όταν κανείς μπαίνει σε ένα χειρουργείο, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει ποιος είναι ποιος. Όλοι φοράνε τα ίδια ρούχα, σκούφο και μάσκα και το μόνο που φαίνεται είναι τα μάτια. Μετά από καιρό όμως, κανείς αρχίζει να καταλαβαίνει πώς είναι το σώμα μέσα από


Όσο κοιμόμουν

109

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τις πυτζάμες, πώς είναι τα μαλλιά κάτω από το σκούφο, τι έκφραση παίρνει το πρόσωπο ανάλογα με τις ελαφριές κινήσεις της μάσκας. Επίσης κανείς μαθαίνει να επικεντρώνεται κυρίως στην έκφραση των ματιών και να βλέπει όλες τις εκφάνσεις του συναισθήματος: το άγχος, τον φόβο, την ανησυχία, τον οίκτο, την αηδία, την ικανοποίηση, το γέλιο, την κούραση, την ειρωνεία. Όλα διαγράφονταν πάνω σ’ αυτές τις μικρές ρυτιδούλες στις έξω γωνίες των ματιών, ανάμεσα στα φρύδια και πάνω στο μέτωπο. Τώρα ο Χρήστος ήταν μόνο μια σκιά στο βάθος του διαδρόμου, αλλά τα λόγια του ήταν τροφή για σκέψη, για πολλή σκέψη τις ώρες που θα ακολουθούσαν.


110

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Χρήστος


Όσο κοιμόμουν

111

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIV Οι γονείς του δεν μπορούσαν να έρθουν λοιπόν. Ήταν τριάντα δύο μέρες μέσα στο νοσοκομείο, η ζωή του κινδύνευσε, όχι μόνο δεν βρισκόταν στην Ελβετία, αλλά μόλις λίγα χιλιόμετρα από το πατρικό του και αυτοί δεν μπορούσαν να έρθουν να τον δουν; Δηλαδή τι τους εμπόδιζε ακριβώς; Έστω ότι το απέφευγαν από ευαισθησία, αυτό μπορούσε να το καταλάβει. Αλλά τριάντα δύο μέρες δεν βρήκε το κουράγιο ούτε ο ένας ούτε ο άλλος; Η μητέρα του για παράδειγμα. Είχε ξαναπάει σε νοσοκομεία πολλές φορές και για διάφορους ανθρώπους. Μπορεί να λιποθυμούσε όταν η περίσταση την ξεπερνούσε, αλλά πήγαινε! Και την αδελφή της επισκέφτηκε όταν είχε χειρουργηθεί για καρκίνο της ουροδόχου κύστης, και τη μητέρα της όταν χειρουργήθηκε για τον ίδιο λόγο και τον άντρα της και τις δύο φορές που χειρουργήθηκε. Γενικώς, όποτε γινόταν χειρουργείο πήγαινε. Μπορεί να ήταν δύσκολο για εκείνη, αλλά πήγαινε. Και ο πατέρας του, εκείνος σιχαινόταν πραγματικά τα νοσοκομεία, αλλά πήγαινε και εκείνος όταν υπήρχε ανάγκη. Επισκέφθηκε τον αδελφό του όταν χειρουργήθηκε για την καρδιά του, την αδελφή του όταν μπαινόβγαινε με καρκίνο του υπεζωκότα, τον γαμπρό του όταν έφυγε από κίρρωση ήπατος. Γενικώς, πήγαινε και εκείνος. Τώρα που το σκεφτόταν, την οικογένεια του πατέρα του χτύπησαν κάθε λογιών αρρώστιες, σε άτομα διαφόρων ηλικιών. Κάποιο χρονικό διάστημα είχε μάλιστα πέσει μεγάλο θανατικό και έτρεχαν από τη μία κηδεία στην άλλη. Τι περίεργο πάντως, ακόμα και στις κηδείες, η παρουσία του πατέρα του ήταν καταλυτική, σαν θείο δώρο που φέρνει το χαμόγελο ή ακόμα και το γέλιο σε κάθε περίσταση, όσο θλιβερή και αν ήταν αυτή. Ήταν όλοι σαν και αυτόν, η καρδιά τους πλημμύριζε από την ανάγκη να γελάσουν. Άραγε ήταν ένα είδος κληρονομικότητας ή μήπως ο ίδιος ο πατέρας του το είχε εμπνεύσει σε όλη την οικογένεια; Όπως και να ‘χε, ήταν χαρούμενος που είχε περάσει και στη δική του γενιά, αλλά και στη γενιά του Χρήστου. Όταν ήταν οι τρεις τους, ο πατέρας του, η Ειρήνη και ο Άρης, συνέβαινε ένας μαγικός συνδυασμός που έφερνε το γέλιο σαν κατακλυσμό. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον και ο λόγος έρρεε όπως έπαιζε μια μπάντα που τα μέλη της ήταν τόσα πολλά χρόνια μαζί, που ό,τι και αν έπαιζε ήταν συντονισμένο και αρμονικό. Επίσης η μπάντα αυτοσχεδίαζε με κάθε νέο δεδομένο, πάντα με το ίδιο κατακλυσμιαίο αποτέλεσμα. Η μητέρα τους από τη


112

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

θέση της, παρακολουθούσε στην αρχή σαν θεατής και έπειτα παρασυρόταν και εκείνη από τη θύελλα. Αυτό λειτουργούσε στο μέγιστο όταν ήταν οι τρεις τους. Δύο στους τρεις δεν ήταν το ίδιο, αλλά σίγουρα ήταν καλύτερο από το τίποτα. Η Ειρήνη, η αγαπημένη του πανέξυπνη και γεμάτη ενέργεια αδελφούλα. Σπάνια είχε συναντήσει τόσο ευφυή άνθρωπο όσο ήταν η αδελφή του. Πριν τελειώσεις τη φράση σου είχε ήδη αντιληφθεί πού θα κατέληγες και σου είχε απαντήσει. Πριν της πεις το πρόβλημά σου, είχε ήδη τη λύση του. Όλα ήταν απλά για την Ειρήνη. Ήταν τόσο πρακτική και επιδέξια, που τίποτα δεν ήταν εμπόδιο στη ζωή της. Ήταν τόσο κυνική, μα και τόσο ευαίσθητη, που χρειαζόσουν μεγάλη προσπάθεια να καταλάβεις τι αισθάνεται. Όλα για την Ειρήνη ήταν ένα παιχνίδι. Νόμιζες πως η ζωή της ήταν ένα απέραντο βιντεοπαιχνίδι. Και η ίδια άλλωστε έτσι το έβλεπε. Δεν την ένοιαζε τίποτα, δεν αγχωνόταν με τίποτα, δεχόταν τις συνέπειες των πράξεών της, όποιες και αν ήταν αυτές, σαν να έχανε απλά μια ζωή στο βιντεοπαιχνίδι της. Και όταν όλες οι ζωές χάνονταν, απλά έβαζε καινούργιο νόμισμα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Όταν τη γνώριζε κανείς, τη θεωρούσε επιπόλαια και απερίσκεπτη. Άλλες φορές μπορεί κάποιος να πίστευε ότι όλα όσα έκανε ήταν βάσει κάποιου σατανικού σχεδίου. Εκείνος όμως την ήξερε καλά. Δεν ήταν ούτε επιπόλαια ούτε απερίσκεπτη ούτε δρούσε βάσει σατανικού σχεδίου. Απλά δεν την ένοιαζε. Τόσο, μα τόσο απλό ήταν και αποτελούσε τη βάση της φιλοσοφίας της. Δεν ήξερε αν πρέπει να τη νουθετεί ή να τη ζηλεύει. Μα πού ήταν και η Ειρήνη λοιπόν; Τόσο καιρό έλειπε πια; Μήπως κάτι της συνέβαινε; Τα παιδιά της ήταν καλά; Μήπως είχε οικονομικά προβλήματα; Γι’ αυτό είχε φύγει; Ήταν σίγουρος ότι όλη η οικογένειά του τον αγαπούσε. Αλλά τι περίεργο τρόπο είχαν να το δείχνουν… Η μητέρα του τον αγαπούσε. Έδειχνε την αγάπη της ανοίγοντας τα αυτιά της διάπλατα όποτε ήθελε να της μιλήσει, και προσφέροντας υλικά αγαθά. Πολλά υλικά αγαθά. Σαν να προσπαθούσε να αναπληρώσει ένα κενό, να ξεπληρώσει ένα χρέος. Μα το φαινόμενο αυτό ήταν ακόμα πιο έντονο με την Ειρήνη. Εκείνης, φαίνεται, το χρέος ήταν μεγαλύτερο. Ο πατέρας του τον αγαπούσε επίσης. Δεν το έλεγε αλλά το έδειχνε με τις πράξεις του. Εκείνος δεν ένιωθε να χρωστάει κάτι, ένιωθε όμως όμορφα όταν βοηθούσε. Τόσο πολύ δεν έχανε ευκαιρία να βοηθήσει, που ήταν εντυπωσιακό. Διότι κατά τ’ άλλα, ο πατέρας του ήταν ένας άνθρωπος που λάτρευε την πολυθρόνα του. Η πολυθρόνα ήταν ο προσωπικός του θρόνος,


Όσο κοιμόμουν

113

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

από την αγκαλιά του οποίου έβγαινε μόνο όταν δεν υπήρχε άλλη λύση. Για τα παιδιά του όμως πεταγόταν σαν ελατήριο. Η Ειρήνη τον αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους, διότι τον ήξερε κιόλας. Επίσης η Ειρήνη έδειχνε την αγάπη της με κάτι παραπάνω σε σχέση με τους άλλους: άνοιγε την αγκαλιά της. Και το μόνο πράγμα που χρειαζόταν ο Άρης εδώ και χρόνια, ήταν μια αγκαλιά. Μια αγκαλιά ανοιχτή, άμεσα διαθέσιμη, ζεστή και σίγουρη. Τόσο σπουδαίο ήταν αυτό που ζητούσε; Τον πήρε το παράπονο. Ήθελε να κλάψει, αλλά πώς; Οι δακρυγόνοι του είχαν στερέψει από δάκρυα εδώ και χρόνια, πόσο μάλλον τώρα που συνέτρεχαν και οργανικοί λόγοι. Τα μάτια του προστάτευε μια αλοιφή που του θόλωνε την όραση. Τη μύτη του είχε να τη χρησιμοποιήσει από τη μέρα που διασωληνώθηκε, δεν ήταν καν σίγουρος ότι ο βλεννογόνος της λειτουργούσε ακόμα. Πώς θα έκλαιγε λοιπόν; Αφού δεν μπορούσε καν να καταπιεί, πόσο μάλλον να επιτελέσει τόσο πολύπλοκες διαδικασίες. Όμως τούτη τη στιγμή ένιωθε πραγματική λύπη και δεν υπήρχε τρόπος να την εκφράσει. Σε όλη του τη ζωή ένιωθε μόνος. Σε όλη του τη ζωή ήταν μόνος. Μικρά και ευχάριστα διαλείμματα είχαν υπάρξει μόνο στη μοναξιά του. Και τώρα είχε μεγάλη ανάγκη από ένα τέτοιο διάλειμμα. Ένιωσε ότι δεν μπορούσε να αντέξει άλλο αυτή τη θλίψη. Πήρε το στυλό και το χαρτί του και έγραψε μια λέξη. Η νοσηλεύτρια τον αντιλήφθηκε με την άκρη του ματιού της. Εκείνη την ώρα άδειαζε τον συλλέκτη ωριαίας διούρησης. Μετά πέρασε και κοίταξε τις αντλίες. Έπειτα πέρασε τα δεδομένα στον υπολογιστή της. Αν δεν τα σημείωνε αμέσως, θα ξεχνούσε τους αριθμούς και θα έχανε το ισοζύγιο. Πήγε προς το μέρος του και τον ρώτησε: «Θέλετε να μου πείτε κάτι;» Την κοίταξε για μια στιγμή, πριν της κάνει νόημα πως ήθελε όντως να διαβάσει αυτό που είχε γράψει. Ήταν πολύ λυπημένος εκείνη την ώρα, αλλά η δική της απόγνωση ξεπέρασε για λίγο τη λύπη του. Ήταν ευγενική όταν τον ρώτησε και πίστεψε ότι πραγματικά ενδιαφερόταν να δει αν ήθελε να της πει κάτι. Όμως αυτό το βλέμμα της, έλεγε: «δεν αντέχω άλλο πια, είμαι κουρασμένη, δεν αντέχω τόσες ευθύνες, τόσες φροντίδες, με την ίδια προσοχή και την ίδια επιμέλεια, από το πρωί μέχρι το απόγευμα. Είναι πολύ βαρύ όλο αυτό για μένα, δεν αντέχω πια». Το βλέμμα αυτό το αναγνώριζε εύκολα. Το είχε δει πολλές φορές στην καριέρα του. Σίγουρα το είχε και ο ίδιος κάποιες φορές. Άραγε οι ασθενείς το έβλεπαν και αυτοί, ή μόνο οι συνάδελφοι που ένιωθαν το ίδιο; Γιατί όμως να μην το ένιωθαν και οι ασθενείς; Όλοι οι άνθρωποι έχουν περάσει από αυτό το στάδιο σε κάποια φάση της ζωής τους.


114

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κάποιοι για λίγο, κάποιοι συχνότερα και για κάποιους ήταν η καθημερινότητα. Όπως για τούτη εδώ τη νοσηλεύτρια. Παρ’ όλη την απελπισία της όμως, πρόσεξε και εκείνη το βλέμμα του Άρη και αναγνώρισε αμέσως τη θλίψη. Τον κοίταξε έντονα και για ένα λεπτό, τα σκοτάδια τους ανακατεύτηκαν και έτσι, για έναν περίεργο λόγο, ένιωσαν καλύτερα, δεν ήταν η μόνη και δεν ήταν ο μόνος που ένιωθε τόσο απαίσια. Δεν είπε τίποτα, μόνο του συμπαραστάθηκε με ένα λυπημένο χαμόγελο στα μάτια. Εκείνο το χαμόγελο που σηκώνει τις έξω άκρες των ματιών σου, ενώ κατεβάζει ελαφρώς τα φρύδια σου. Ξεφύσηξε και πήρε το χαρτί. Το διάβασε: «προ-πο-φό-λη». Τον ξανακοίταξε γεμάτη κατανόηση: «Τουλάχιστον εσείς είστε τυχερός κύριε Μακρή» του είπε και πήγε να ενεργοποιήσει την αντλία της προποφόλης. Το λευκό, ελαιώδες υγρό έτρεξε σιγά σιγά μέσα σε μια περιφερική φλέβα, φέρνοντας έναν γλυκό πόνο κατά τη διαδρομή της, από την παλάμη μέχρι τον αγκώνα. Η ανακούφιση ερχόταν. Η συνείδηση έγινε σταδιακά ένα φωτάκι που απομακρυνόταν από τα μάτια του καθώς το σώμα του βυθιζόταν ταχύτατα στη μαύρη άβυσσο της αναισθησίας. Είχε μάθει πια να απολαμβάνει αυτό το πέρασμα από τη συνείδηση στην αναισθησία. Στην αρχή το φοβόταν, του έφερνε πανικό για κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου. Μα πλέον το είχε συνηθίσει, ήταν για εκείνον ένα ευχάριστο κύμα αδρεναλίνης, όπως όταν πέφτει κανείς σε μια απότομη νεροτσουλήθρα. Η νοσηλεύτρια εμφανίστηκε στο όνειρό του σαν σε παραμύθι. Τον κοίταξε με το ίδιο βλέμμα της απόγνωσης και του είπε με πίκρα: «Ήθελα να γίνω Άγγελος». Σταμάτησε για λίγο και εξέπνευσε σαν να ήθελε με την εκπνοή της να βγάλει και την απελπισία από μέσα της. Όμως η απελπισία παρέμενε μέσα στο στήθος της σαν βαριά κατάρα. Ήταν τόσο όμορφη. Το πρόσωπό της είχε συμμετρικά και λεπτά χαρακτηριστικά: μεγάλα, αμυγδαλωτά μάτια, σκούρα σαν την ψυχή της, μικρή και ίσια μύτη, καλοσχεδιασμένα χείλη και στρογγυλό πηγούνι. Τα μαλλιά της έπεφταν μακριά και σπαστά πάνω στους ώμους της με φυσικότητα. Η πλάτη της ήταν καμπουριασμένη σαν να σήκωνε ένα αιώνιο φορτίο, τα χέρια της, τεντωμένα μπροστά με τα δάκτυλα πλεγμένα μεταξύ τους, ανάμεσα στα γόνατά της. Μια θέση άμυνας και προστασίας. «Ήθελα να γίνω Άγγελος» συνέχισε. «Ήθελα να με πάρουν αγκαλιά και να μου πουν ότι δεν πειράζει. Να μου χαϊδέψουν το κεφάλι με στοργή, να φροντίσουν τις πληγές μου και να φιλήσουν το μέτωπό μου. Ήθελα να κλάψω και να έρθει κάποιος να μου σκουπίσει τα δάκρυα. Μα ήμουν τόσο


Όσο κοιμόμουν

115

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άσχημη, μέσα και έξω, που κανείς δεν ήθελε να με πάρει αγκαλιά και να μου φιλήσει το μέτωπο. Οι πληγές μου ήταν τόσο αηδιαστικές που κανείς δεν ήθελε να τις γιατρέψει». Μα τι έλεγε αυτή η κοπέλα; Το αίμα του είχε ανέβει στο κεφάλι! Πώς ήταν δυνατό να εννοούσε αυτά που έλεγε; Ήταν ένα κορίτσι πολύ όμορφο και γλυκό, το μόνο που ήθελες ήταν να την πάρεις αγκαλιά, να της μιλήσεις τρυφερά, να τη χαϊδέψεις με στοργή και να την προστατεύσεις από κάθε κακό. Πώς ήταν δυνατό να πίστευε κάτι διαφορετικό; Εκείνη, σαν να διάβασε τη σκέψη του, γύρισε και τον κοίταξε με βλέμμα θυμωμένο και του φώναξε: «Σου είπα, είμαι άσχημη!». Εκείνος φοβήθηκε και έσκυψε το κεφάλι. Τώρα την άκουγε μόνο και το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο πάτωμα. Μετά από λίγο ξεθύμανε και συνέχισε: «Προσπάθησα να τους δείξω πώς είναι να αγαπάς. Προσπάθησα και προσπαθώ με όλη μου τη δύναμη. Δεν έκανα διακρίσεις. Δεν μ’ ένοιαζε αν ήταν νέος, γέρος, παιδί, έγκυος, καθαρός ή βρώμικος, έξυπνος ή βλάκας. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να τους δείξω πώς είναι να αγαπάς: να κοιτάς στα μάτια, να ακούς με την καρδιά ανοιχτή, να πιάνεις το χέρι, να χαϊδεύεις το μάγουλο, να νιώθεις αυτό που νιώθει ο άλλος. Να χαίρεσαι με τη χαρά του, να λυπάσαι με τη λύπη του, να θυμώνεις με την αδικία σε βάρος του, να είσαι έτοιμος να κάνεις τα πάντα για να είναι χαρούμενος, είτε αυτός το ξέρει είτε όχι. Και όταν δεν το ξέρει, η ευχαρίστηση είναι ακόμα μεγαλύτερη, γιατί το χαμόγελό του είναι αληθινό και απαλλαγμένο από το βάρος της υποχρέωσης». Την καταλάβαινε, θεέ μου, πόσο την καταλάβαινε. Με το βλέμμα στα παπούτσια του, συνέχισε να ακούει τον μονόλογό της: «Μα δεν καταλάβαιναν σου λέω!» ξαναθύμωσε πάλι. «Αυτοί οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν με τίποτα, τόσο ανεπίδεκτοι ήταν. Έτσι και εγώ αποφάσισα να γίνω Άγγελος». Η φωνή της είχε γλυκάνει, γιατί μέσα της είχε πάλι πικραθεί. Θέλησε να την ξαναδεί. Σιγά σιγά, άρχισε να σηκώνει το κεφάλι του, διστακτικά, για να μην τον πετύχει πάλι ο θυμός της απροετοίμαστο. Εκείνη συνέχισε: «Ήθελα να γίνω Άγγελος… Μα δεν είχα υπολογίσει κάτι: για να γίνεις Άγγελος, πρέπει πρώτα να πεθάνεις μέσα σου…». Καθώς έλεγε την τελευταία φράση της, το κεφάλι του είχε έρθει σχεδόν στην όρθια θέση, και όταν την αντίκρισε στο πρόσωπο, δεν ήταν πια η νοσηλεύτρια, ήταν η Ειρήνη! Το όμορφο προσωπάκι της Ειρήνης γεμάτο μελανιές και αίματα! Ξύπνησε έντρομος, αναπνέοντας γρήγορα, ιδρωμένος, μην μπορώντας να συνέλθει από αυτό το απαίσιο όνειρο. Τα αλάρμ του μόνιτορ έδιναν συναυλία μαζί με τα αλάρμ του αναπνευστήρα. Χωρίς να το καταλάβει


116

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μάλιστα, είχε ανασηκωθεί, το κεφάλι και το πάνω μέρος του κορμού του είχαν σηκωθεί από το κρεβάτι και στηριζόταν στους αγκώνες του. Η βοηθός θαλάμου που καθόταν στον υπολογιστή πίσω από το τζάμι που χώριζε τα κρεβάτια από το γραφείο, πετάχτηκε τρομοκρατημένη και έτρεξε προς το μέρος του. Τον έπιασε από τα μπράτσα και με βία τον ξάπλωσε και πάλι. Το κεφάλι του όμως παρέμενε ανασηκωμένο, γεμάτο ένταση και τα αλάρμ χτυπούσαν εκκωφαντικά. Έβαλε την παλάμη της πάνω στο μέτωπό του και έσπρωξε το κεφάλι του κάτω, λέγοντας του: «Ήρεμα! Ήρεμα κύριε, όλα είναι εντάξει. Ήρεμα, ελάτε, ξαπλώστε κάτω, θα πέσετε!» Το σώμα του αντιστάθηκε στις λεκτικές και σωματικές της εντολές, για λίγο όμως. Η μυϊκή του δύναμη δεν ήταν επαρκής για να ανασηκώσει το σώμα του πάνω από ένα λεπτό. Ήρθαν αμέσως και άλλοι, ένας γιατρός και ένας νοσηλευτής. Ο νοσηλευτής του έδεσε τα χέρια στο κρεβάτι για να μην πέσει. Ο γιατρός πήγε προς το μόνιτορ, σίγασε τα αλάρμ και είπε: «Βάλτου προποφόλη!» Ο νοσηλευτής του απάντησε: «Μα έχει, διακόσια μιλιγκράμ την ώρα!» Ο γιατρός εκνευρίστηκε: «Ε, βάλτου τριακόσια τότε! Μέχρι να ηρεμήσει». Ο νοσηλευτής υπάκουσε και ρώτησε: «Να του δώσω και λίγο φεντανύλ;» Ο γιατρός συμφώνησε, ήταν καλή ιδέα. Έπειτα έβαλε γάντια για να ελέγξει αν το τραχειόστομα ήταν στη θέση του. Με την ταχύπνοια και τον βήχα είχε βγει κάπως από την τρύπα του και η γάζα είχε λερωθεί από τις αιματηρές εκκρίσεις. Ο γιατρός πήρε την αναρρόφηση, την έβαλε μέσα στο τραχειόστομα και μετά γύρω-γύρω, εκεί που ήταν βρώμικα. Μετά τράβηξε με αηδία τη λερωμένη γάζα και την πέταξε προς τα πόδια του αρρώστου. Ο νοσηλευτής βλέποντας αυτή την κίνηση εκνευρίστηκε. Αυτοί οι γιατροί καθόλου δεν σκέφτονταν! Ήταν πολύ τσαπατσούληδες! Έπειτα ο γιατρός έσπρωξε και πάλι το τραχειόστομα πιο μέσα, στη θέση του και τον ακροάστηκε. Μετά ζήτησε από τον νοσηλευτή μια γάζα. «Άστο Φάνη, θα το κάνω εγώ» του είπε, δείχνοντας ευγένεια, σεβασμό και προθυμία. Στην πραγματικότητα όμως το μόνο που ήθελε ήταν να κάνει ο ίδιος τον επίδεσμο, για να γίνει σωστά και καθαρά, όπως έπρεπε. Πήγε στο καρότσι μπροστά από το κρεβάτι, άνοιξε το συρτάρι, έβγαλε μια αποστειρωμένη γάζα, ένα καθαρό κορδόνι και μία αμπούλα φυσιολογικό ορό. Τα έβαλε όλα σε ένα χάρτινο νεφροειδές. Έπειτα έβαλε γάντια μιας χρήσης. Άφησε το νεφροειδές προσεκτικά πάνω στα γόνατα του Άρη. Πήρε μια μικρή γάζα, την πότισε με φυσιολογικό ορό και καθάρισε προσεκτικά το δέρμα γύρω από την τρύπα του τραχειοστόματος. Μετά πήρε μια άλλη και στέγνωσε το δέρμα και το ίδιο το τραχειόστομα. Άνοιξε την αποστειρωμένη


Όσο κοιμόμουν

117

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

γάζα. Έβγαλε ένα ψαλίδι από την τσέπη του και έκοψε τη γάζα μέχρι το κέντρο της. Έβαλε τη γάζα ομοιόμορφα ανάμεσα στο δέρμα και στο τραχειόστομα, με τη σχισμή της γάζας προς τα κάτω. Πήρε το κορδόνι, το δίπλωσε ακριβώς στη μέση και πέρασε το άκρο με τη γωνία πίσω από τον λαιμό του Άρη. Τράβηξε τα δύο άκρα του κορδονιού, ώστε να τα κεντράρει όσο περισσότερο γινόταν. Μετά, πέρασε το ελεύθερο άκρο του κορδονιού από τη μία τρύπα του τραχειοστόματος, και το διπλωμένο άκρο από την άλλη τρύπα. Έκανε έναν γερό κόμπο και έκοψε με το ψαλίδι του τα άκρα που περίσσευαν πολύ. Έβγαλε τα γάντια, πέταξε τα σκουπίδια, καθάρισε το ψαλίδι του με αντισηπτικό και το ξανάβαλε στην τσέπη του. Τίποτα δεν κάνει τους ανθρώπους πιο ψυχαναγκαστικούς από τη δουλειά στη Μονάδα. Μετά από λίγα χρόνια, όλες οι κινήσεις είναι τόσο επαναλαμβανόμενες, που οποιοσδήποτε άλλος τρόπος δεν γίνεται ανεκτός. Οι νοσηλευτές της Μονάδας ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οι τσέπες τους ήταν γεμάτες με κάθε λογής αξεσουάρ. Στην πάνω τσέπη, στο στήθος, υπήρχαν πάντα στυλό μπλε και κόκκινο, ή ένα χοντρό πολυστυλό με όλα τα χρώματα. Αυτό δεν το δάνειζαν σε κανέναν. Επίσης υπήρχε πάντα ένα απλό μπλε στυλό που προοριζόταν μόνο για να δανείζεται. Ένα ψαλίδι, συνήθως από τα ψαλίδια κάποιου χειρουργικού σετ, μα με ένα αυτοκόλλητο ή ένα καρτελάκι ταυτότητας για να ξεχωρίζουν ότι είναι το δικό τους. Επίσης υπήρχε πάντα ένας φωσφοριζέ μαρκαδόρος για το διάβασμα τη νύχτα και ένας ανεξίτηλος μαρκαδόρος για να σημειώνουν πάνω στους ορούς, ή να γράφουν το όνομά τους πάνω στον καφέ ή στο νερό τους. Στις κάτω τσέπες υπήρχαν μπίπερ, κινητά, καπάκια, ράμματα, ένα λευκοπλάστ και ένα σημειωματάριο με αυτά που είτε θεωρούσαν σημαντικά είτε ήθελαν να παραδώσουν στην επόμενη βάρδια. Έτριψε τα χέρια του καλά καλά με αντισηπτικό και κοίταξε προς το παράθυρο. Είχε νυχτώσει πλέον. Η βάρδιά του δεν ξεκίνησε καλά με αυτό το επεισόδιο. Αγχώθηκε, φοβήθηκε μην πέσει ο άρρωστος και νευρίασε και με το ύφος του γιατρού. Πώς θα έβγαινε η νύχτα αν ξεκινούσε τόσο άσχημα; Κοίταξε τον αναπνευστήρα και ησύχασε, η αναπνοή του είχε επανέλθει σε φυσιολογική συχνότητα. Η πίεση και οι σφύξεις του όμως ήταν ακόμα σε πολύ υψηλά επίπεδα. Τι έπαθε ξαφνικά αυτός ο άρρωστος; Ήταν μια κρίση άγχους; Μήπως είχε παραισθήσεις; Μήπως πονούσε κάπου; Μήπως είχε το σύνδρομο της Μονάδας; Έλεγξε τις αντλίες, τους ορούς, τα φάρμακα, τη διούρηση, με


118

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τελετουργικό πάντα τρόπο. Όλα ήταν εντάξει. Έπειτα ετοίμασε τα σύνεργά του για να πάρει αέρια αίματος. Στο μεταξύ του έβαλε ένα θερμόμετρο στη μασχάλη. Ξαναέβαλε γάντια, άνοιξε το καπάκι του αρτηριακού καθετήρα, πήρε το αίμα για τα αέρια, ξέβγαλε προσεκτικά το άνοιγμα με φυσιολογικό ορό και έβαλε ένα καθαρό καπάκι που έβγαλε από την τσέπη του. Ξέβγαλε την αρτηριακή γραμμή και κινήθηκε προς το μηχάνημα των αερίων. Έβαλε τη σύριγγα και περίμενε το αποτέλεσμα. Έσκισε το χαρτάκι, το κοίταξε και μετά το ακούμπησε μπροστά στον υπολογιστή. Έπειτα γύρισε το βλέμμα προς τη συνάδελφό του: «Κατερίνα! Έχεις λίγο τον νου σου; Πάω να κάνω ένα τσιγάρο» και έφυγε πετώντας τα γάντια του στον κάδο της εξόδου. Έξω η νύχτα ήταν ψυχρή, παρ’ όλο που ήταν καλοκαίρι. Το νοσοκομείο τη νύχτα άλλαζε όψη. Στους διαδρόμους δεν κυκλοφορούσε κανείς, τα μόνα τμήματα που είχαν κίνηση ήταν το Χειρουργείο, η Μονάδα και τα Επείγοντα. Έξω ήταν ήσυχα. Υπήρχαν ένας ή δύο που κάπνιζαν. Τη νύχτα δεν ντρεπόσουν να βγεις με τη στολή για να καπνίσεις, ούτε ακόμα και αν φορούσες τα πράσινα του χειρουργείου. Οι μόνοι που σε έβλεπαν ήταν οι άυπνοι ασθενείς, οι ταξιτζήδες και οι συνάδελφοι που είχαν βγει έξω για τον ίδιο λόγο. Οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν επίσης διαφορετικές τη νύχτα: με τον συνάδελφο που μόλις σου χαμογελούσε την ημέρα, τη νύχτα έπιανες κανονική κουβέντα, σαν να γνωριζόσασταν χρόνια. Ακόμα και οι ασθενείς τη νύχτα εξισώνονταν με το προσωπικό. Όλοι έβγαιναν για να πάρουν αέρα, για να κάνουν ένα τσιγάρο και ήταν απλά άνθρωποι, είτε φορούσαν στολή είτε πυτζάμες.


Όσο κοιμόμουν

119

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Άγγελος


120

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XV Πρέπει να είχε μείνει σε καταστολή όλη τη νύχτα. Τα βλέφαρά του ήταν βαριά, δυσκολευόταν να τα ανοίξει. Το φως του ήλιου όμως διαπερνούσε αυτό το εμπόδιο και έφτανε μέχρι τον αμφιβληστροειδή του χαρίζοντάς του εικόνες πολύχρωμες, όπως του καλειδοσκοπίου. Πήρε μια βαθιά ανάσα, η οποία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από τον αναπνευστήρα, ο οποίος ήταν πολύ έξυπνος και του έδινε παραπανίσια πίεση με την παραμικρή ροή που ανίχνευε. Τι υπέροχο μηχάνημα. Θυμήθηκε τους αναπνευστήρες που είχε στη διάθεσή του στην αρχή της καριέρας του. Ήταν τεράστιοι, με ελάχιστες λειτουργίες, λίγο πρακτικοί και χαλούσαν συνέχεια. Είχε αναγκαστεί να μάθει κάθε τεχνική λεπτομέρεια, από το πώς να αλλάζει υδατοπαγίδα στον καπνογράφο, μέχρι πώς να βρίσκει την τρύπα στο κύκλωμα. Οι παλιοί αναπνευστήρες της μονάδας δε, ήταν κάτι κουτιά που μπορεί ξαφνικά να σταματούσαν να λειτουργούν, ή, άλλες φορές, έδιναν συνεχόμενη πίεση στα πνευμόνια του αρρώστου χωρίς να τα αφήνουν να εκπνεύσουν. Έπρεπε τότε να ανοίξεις το καπάκι τους, να βρεις τη βαλβίδα και να την ανοίξεις με το χέρι σου, διαφορετικά τα πνευμόνια του αρρώστου θα φούσκωναν μέχρι να σκάσουν. Το δικό του μηχάνημα ήταν εξελιγμένο. Είχε οθόνη αφής και εκλεπτυσμένες λειτουργίες. Όλα ηλεκτρονικά. Δεν είχε όμως απόλυτη εμπιστοσύνη στα ηλεκτρονικά μηχανήματα, διότι όταν χαλούσαν δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα, ενώ τουλάχιστον με τα μηχανικά, τα πράγματα ήταν απλά: ένα κύκλωμα, μία φυσούνα, τρεις βαλβίδες, ένα σπιρόμετρο, άντε και ένας καπνογράφος. Για πόσο όμως θα χρειαζόταν αυτό το μηχάνημα; Έπρεπε να δουλέψει τους αναπνευστικούς του μύες, για να απογαλακτιστεί κάποτε. Ξεκίνησε να παίρνει βαθιές ανάσες. Σε λίγο, το ιδιοφυές μηχάνημα το κατάλαβε και άρχισε να φωνάζει για υψηλό αερισμό. Ήρθε η νοσηλεύτρια. Ήταν η ίδια με τη χθεσινή! Η καρδιά του άρχισε πάλι να χτυπάει με τρελούς ρυθμούς και η πίεση του ανέβηκε. «Τι συμβαίνει κύριε Μακρή;» τον ρώτησε ήρεμα. Τα χέρια του ήταν ακόμα δεμένα από την προηγούμενη νύχτα και έτσι ένιωθε ασφάλεια. Μα δεν έκανε κάποια προσπάθεια να κουνηθεί, απλώς είχε ταραχτεί γιατί θυμήθηκε το όνειρο. «Είστε καλά;» τον ρώτησε. Της έγνεψε καταφατικά και της έκανε νόημα πως ήθελε να γράψει. Εκείνη του έλυσε το χέρι και του έδωσε τα


Όσο κοιμόμουν

121

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απαραίτητα σύνεργα. Της έγραψε: «χθες είδα όνειρο», και από κάτω: «εσύ ήθελες να γίνεις άγγελος». Άφησε κάτω το στυλό και εκείνη πήρε το χαρτί και διάβασε. Γέλασε και του είπε: «ελάτε τώρα κύριε Μακρή! Δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου!» Χαμογέλασε και ο Άρης, μέχρι που εκείνη σοβάρεψε απότομα και πήρε ένα σκεπτικό ύφος: «τώρα που το λέτε όμως, περίεργο… τον αδελφό μου τον έλεγαν Άγγελο. Τον έχασα όταν ήταν είκοσι χρονών. Έπασχε από μία σπάνια συγγενή καρδιοπάθεια. Πέρασε όλα του τα παιδικά χρόνια μέσα και έξω από το χειρουργείο. Αλλά ήταν τόσο όμορφος… Ψηλός και ξανθός, με πράσινα μάτια, ήταν πράγματι σαν Άγγελος. Άλλωστε γι’ αυτό οι γονείς μου τον ονόμασαν έτσι. Όταν γεννήθηκε ήταν μπλε από τη βαριά υποξαιμία και νόμισαν ότι θα πέθαινε από ώρα σε ώρα. Γι’ αυτό τον βάφτισαν εκείνη τη στιγμή. Το έχετε ακούσει αυτό; Όταν ένα μωρό που γεννιέται κινδυνεύει να πεθάνει, οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να το βαφτίσει, σηκώνοντάς το στον αέρα τρεις φορές λέγοντας το όνομά του. Γι’ αυτό λέγεται αεροβάπτισμα. Έτσι η ψυχούλα του πάει στον Παράδεισο». Πίστευε λοιπόν… Την κοίταξε καλύτερα, ήταν προφανές. Την ώρα που μιλούσε για τον αδελφό της, έπαιζε με τα δάκτυλά της τον σταυρό που φορούσε στον λαιμό της. Μια πιστή Χριστιανή. Τι όμορφο που ήταν να πιστεύει κανείς. Έλυνε τόσα πολλά προβλήματα και κυρίως, σου εμφυσούσε συνεχώς την ελπίδα. Ότι υπάρχει κάποιος εκεί πάνω που βλέπει και κρίνει. Πως η αγάπη σου δίνει δύναμη και πως οι καλοί θα ανταμειφθούν ενώ οι κακοί θα τιμωρηθούν. Κάπου λοιπόν υπήρχε δικαιοσύνη. Ίσως όχι εδώ και τώρα σ’ αυτή τη Γη και σ’ αυτή τη ζωή, αλλά κάπου και κάποτε θα υπήρχε. Οπότε το πέρασμα του καθενός μας σε τούτο τον πλανήτη είχε ένα νόημα, δεν ήταν ένα τυχαίο ανακάτεμα γονιδίων. Είχε νόημα να ζεις τη ζωή σου σωστά, να αγαπάς τον συνάνθρωπό σου, να προσφέρεις, να είσαι ταπεινός και ολιγαρκής, να δουλεύεις σκληρά και να υπομένεις τα πάντα. Γιατί κάποτε θα ανταμειβόσουν και η ψυχή σου δεν θα χανόταν, αλλά θα εξακολουθούσε να ζει ευτυχισμένη σε κάποιο τόπο, σε κάποια διάσταση. «Λοιπόν σήμερα θα ξαναπροσπαθήσουμε να σας σηκώσουμε, τι λέτε; Μάλιστα, αργότερα θα δοκιμάσουμε να δούμε αν μπορείτε να καταπιείτε και λίγο νεράκι. Ποιος ξέρει, αν καταπίνετε καλά, μπορεί να δοκιμάσουμε να φάτε κάτι ελαφρύ, ένα γιαούρτι για παράδειγμα. Αλλά ας μη βιαζόμαστε, ένα ένα τα πράγματα». Φώναξε τη βοηθό θαλάμου, η οποία ήρθε να βοηθήσει στο σήκωμα. Με το τηλεχειριστήριο, σήκωσε την πλάτη του κρεβατιού σταδιακά, με τα μάτια διαρκώς στραμμένα προς το μόνιτορ. Ήταν ικανοποιημένη, αλλά προτίμησε να περιμένει λίγο. Μετά από λίγα λεπτά έκανε νόημα στη βοηθό.


122

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μάζεψε όλα τα καλώδια και τα πέρασε στη μπροστινή του πλευρά. Πέρασε τους ορούς στο απέναντι στατό και η βοηθός, έπιασε τα πόδια του και ακούμπησε τα πέλματά του σε μια πολυθρόνα. Η νοσηλεύτρια στήριζε την πλάτη. «Η κατάκλισή σας όσο πάει και χειροτερεύει κύριε Μακρή, πρέπει να σας σηκώνουμε συχνότερα». Τα ζωτικά του σημεία ήταν σταθερά και η αίσθηση της ελευθερίας ξαναέδωσε πνοή στο δέρμα του. Η νοσηλεύτρια ζήτησε από τη βοηθό να τον κρατήσει για λίγο, όσο εκείνη θα έφερνε κάτι. Η βοηθός τον κρατούσε από τους ώμους. Ύστερα από λίγο ήρθε πάλι η νοσηλεύτρια με τα απαραίτητα για την περιποίηση του έλκους. Τον έτριψε με ένα ειδικό γάντι, έβαλε μια αλοιφή και μετά έναν ειδικό επίδεσμο που κάλυπτε το έλκος και βοηθούσε στην επούλωση. Ήταν τόσο χαρούμενος που είχε σηκωθεί. Εκείνη την ώρα πέρασαν οι γιατροί για την επίσκεψη. Η ειδικευόμενη απευθύνθηκε στον επιμελητή της: «Από τα εργαστηριακά, το μόνο αξιοσημείωτο είναι ότι βελτιώθηκε η νεφρική λειτουργία και οι δείκτες φλεγμονής. Κυκλοφορικό: αιμοδυναμικά σταθερός χωρίς αμίνες, καλή διούρηση. Τη νύχτα ανέβασε πίεση και έκανε μια φλεβοκομβική ταχυκαρδία, αλλά ήταν συγχυτικός. Γι’ αυτό ξαναμπήκε σε καταστολή. Αναπνευστικό: σε pressure support με 15 πίεση και 7 peep, φυσιολογική συχνότητα, σχέση οξυγόνωσης 230. Κοιλιά:…» Ο επιμελητής τη διέκοψε: «Τι εννοείς συγχυτικός;» Η ειδικευόμενη κόμπιασε λίγο με αυτή την απότομη ερώτηση: «Έκανε απότομα υπέρταση και ταχυκαρδία και σηκώθηκε όρθιος, παραλίγο να πέσει. Ήταν σε σύγχυση». «Τι εννοείς ήταν σε σύγχυση; Πώς κρίνεις ότι ένας ασθενής είναι σε σύγχυση; Μέτρησες κάποιο σκορ;» Η ειδικευόμενη έριξε το βλέμμα της χαμηλά. Δεν είχε μετρήσει κανένα σκορ, δεν ήταν καν εκεί, απλά έλεγε ό,τι της είχε μεταβιβάσει η ομάδα που έκανε νύχτα. Τι να του απαντούσε όμως τέτοιο στραβόξυλο που ήταν; Η νοσηλεύτρια που άκουγε όλη αυτή την ώρα πήρε τα ηνία: «Τι σκορ να μετρήσει βρε Νίκο; Εδώ σου λέει ότι είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και έπεσαν πάνω του τρεις για να τον συγκρατήσουν! Τον έβαλαν σε καταστολή αμέσως, δεν κάθισαν να μετράνε σκορ!» Η σχέση των νοσηλευτριών με τους γιατρούς της Μονάδας ήταν πολύ ιδιαίτερη. Οι νοσηλεύτριες δούλευαν συνήθως πολλά χρόνια στη Μονάδα. Τόσα, που είχαν δει όλους τους γιατρούς να εξελίσσουν την καριέρα τους από το μηδέν μέχρι το μέγιστο. Η Μάρθα για παράδειγμα, ήξερε τον Νίκο από τότε που ήταν ειδικευόμενος του πρώτου έτους και δεν ήξερε πού παν τα τέσσερα. Οι ειδικευόμενοι μάθαιναν τόσο από τους επιμελητές τους, όσο και από τις νοσηλεύτριες. Και τώρα ο Νίκος ήταν μεγάλος και τρανός και έβγαζε το άχτι


Όσο κοιμόμουν

123

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του στην πιτσιρίκα. Και αυτό το καημένο δεν τολμούσε να πει τίποτα, καθόταν εκεί, με το κεφαλάκι της κατεβασμένο και άκουγε τις βλακείες του, λες και έφταιγε εκείνη σε κάτι. Δεν μπορούσε να ανεχτεί αυτή την αδικία. Ήταν φριχτό το γεγονός ότι οι μεγαλογιατροί ξεχνούσαν από πού προήλθαν και πώς ήταν, όταν ήταν οι ίδιοι οι τελευταίοι τροχοί της αμάξης. «Καλά, καλά, συνέχισε λοιπόν, αναπνευστικό;» ρώτησε ο επιμελητής. Η ειδικευόμενη του είχε ήδη αναφέρει το αναπνευστικό, αλλά δεν τολμούσε να του το πει. Ντράπηκε και από την προηγούμενη παρέμβαση της Μάρθας. «Σε pressure support, 35%, 7 peep, σχέση οξυγόνωσης 230». Την κοίταζε σιωπηλός και εκείνη περίμενε το νόημά του για να συνεχίσει. «Λοιπόν, συνέχισε!» Εκείνη ξεροκατάπιε και συνέχισε: «Κοιλιά: μαλακή, ευπίεστη, ανώδυνη, με αραιούς ήχους. Καμία κένωση εδώ και τέσσερεις μέρες». Καθώς συνέχιζε χωρίς να τη διακόπτει, η αυτοπεποίθησή της όλο και αυξανόταν και αυτό φαινόταν στην ένταση της φωνής της που δυνάμωνε και πλέον, ήταν σε ακουστά επίπεδα. — Τον εξέτασες; — Ναι, τον εξέτασα. — Και; — Κόρες: ισόκορες, ισομετρικές, με αντανακλαστικό του φωτός άμφω. Μυϊκή ισχύς: 2/5 στα άνω άκρα, 0/5 στα κάτω άκρα. — Ναι, την κοιλιά του την εξέτασες; — Ναι, σας είπα, μαλακή, ευπίεστη, ανώδυνη, με αραιούς ήχους. — Μμμ. Τον ακροάστηκες; — Ναι, λοιπόν, έχει φυσιολογικό αναπνευστικό ψιθύρισμα, κάπως μειωμένο στις βάσεις άμφω. Οι καρδιακοί ήχοι είναι φυσιολογικοί, χωρίς φύσημα. Ο επιμελητής έβαλε τα γάντια του και πήγε προς το μέρος του Άρη. Κοίταξε τη Μάρθα: «Μπράβο, τον σήκωσες τελικά. Πόση ώρα είναι καθιστός;» τη ρώτησε. «Δέκα λεπτά τουλάχιστον και είναι πολύ σταθερός». Εκείνος πήρε το στηθοσκόπιο και το τοποθέτησε πάνω στον θώρακά του: «Κύριε Μακρή, πάρτε βαθιές ανάσες!» του φώναξε λες και ήταν κουφός. Καθώς έπαιρνε βαθιά ανάσα κάθε φορά που τον ακουμπούσε το στηθοσκόπιο, σκεφτόταν πόσο αναίσθητοι ήταν οι γιατροί στην πλειοψηφία τους. Είχε έρθει προς το μέρος του χωρίς καν να συστηθεί, χωρίς να τον ρωτήσει αν μπορεί να τον εξετάσει. Μιλούσε γι’ αυτόν σαν να μην ήταν εκεί, σαν να μην τους αντιλαμβανόταν. Φέρονταν στους ασθενείς σαν υποκείμενα. Μερικές φορές μάλιστα αναφέρονταν στους ασθενείς με αυτό το όνομα: sujet, subject, υποκείμενο.


124

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Του προκαλούσε βαθιά ντροπή να αποτελεί μέρος αυτής της επαγγελματικής φάρας. — Έχει ακτινογραφία θώρακος; Ρώτησε ο επιμελητής την ειδικευόμενη. — Έχει μία από χθες, δεν είχε κάτι εκτός από κάποιες μικρές συλλογές. Θέλετε να τη δείτε; — Όχι εντάξει. Πέρασαν οι Χειρουργοί; — Πέρασαν κατά τις εφτάμιση, πριν το χειρουργείο. Είπαν ότι θα περάσουν μετά το χειρουργείο να βγάλουν το ρεντόν. Έτσι προχώρησαν στον επόμενο ασθενή της επίσκεψης. Καθώς περπατούσαν με την πλάτη γυρισμένη, η Μάρθα τους φώναξε: «Την αλοπεριδίνη δεν μου την υπέγραψες!» Η ειδικευόμενη γύρισε πίσω με ντροπή. «Συγγνώμη, το ξέχασα», είπε καθώς έβγαζε το στυλό από την τσέπη της για να υπογράψει στο διάγραμμα. Έπειτα έτρεξε πάλι να προλάβει τον επιμελητή της, που είχε ήδη βάλει τα γάντια του για να εξετάσει τον επόμενο άρρωστο. Η Μάρθα πλησίασε τον Άρη. «Λοιπόν, έτσι όπως είστε καθιστός μια χαρά, τι θα λέγατε να πιείτε λίγο νεράκι;» Σήμερα είχε τα κέφια της, φαίνεται είχε ξεκουραστεί την προηγούμενη νύχτα. Της έκανε νόημα πως συμφωνούσε. «Ωραία! Πάω να φέρω ένα ποτήρι». Μετά από λίγο εμφανίστηκε και πάλι με ένα πλαστικό ποτήρι νερό και ένα καλαμάκι. «Έτοιμος;» Φυσικά και ήταν έτοιμος! Είχε να μπει στο στόμα του κάτι εκτός από στοματικό διάλυμα από τότε που μπήκε στη Μονάδα. Είχε ενθουσιαστεί! Η νοσηλεύτρια κράτησε το ποτήρι κάτω από το πηγούνι του και του έβαλε το καλαμάκι ανάμεσα στα χείλη. Εκείνος σούφρωσε τα χείλη γύρω από το καλαμάκι και ετοιμάστηκε για τη μεγάλη συγκίνηση. Ρούφηξε με πάθος και τότε, ένιωσε αυτό το θείο δώρο να δροσίζει τη γλώσσα του, την εσωτερική επιφάνεια από τα μάγουλα, τα δόντια του και τον λαιμό του. Ήταν τόσο ωραία αυτή η γουλιά, που την ένιωσε σαν τη βροχή που πέφτει πάνω στο μαραμένο λουλούδι, στο ξερό χώμα, στην καυτή από τον ήλιο πέτρα. Τώρα έπρεπε να το καταπιεί. Αυτό χρειαζόταν προσπάθεια. Έβαλε τα δυνατά του, με το τραχειόστομα δεν ήταν εύκολο. Μα τα κατάφερε! Δεν πνίγηκε καθόλου! Η δροσερή γουλιά κατέβαινε τώρα εκατοστό προς εκατοστό στον φάρυγγα, στον οισοφάγο, για να καταλήξει σαν έμπειρος δύτης στο στομάχι του. Την ένιωσε σαν απαλό χάδι μέσα του. Το εσωτερικό του μέρος ξυπνούσε. Ρούφηξε ακόμα μια γουλιά. Την κράτησε στο στόμα του για να κρατήσει τη δροσιά της όση περισσότερη ώρα γινόταν. Όταν άρχισε να ζεσταίνεται, συγκέντρωσε και πάλι όλη του τη δύναμη για να καταπιεί. Αυτό


Όσο κοιμόμουν

125

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

το πείραμα έπρεπε να πετύχει, ήταν καθοριστικής σημασίας. Έβαλε αρκετή δύναμη για να την καταπιεί. Ένα πολύ μικρό μέρος μόνο πήγε στην τραχεία, αλλά συγκράτησε το βήχα του. Δεν έπρεπε να δείξει ότι πνίγηκε. Άλλωστε και στην προηγούμενη ζωή του, όταν στραβοκατάπινε λίγο έλεγε στον εαυτό του: «ωραία, λίγη βρογχική τουαλέτα δεν βλάπτει πού και πού» και κατάφερνε να καταστείλει τα αντανακλαστικά του. Αυτό που δεν μπορούσε να ελέγξει όμως ήταν η ανταπόκριση της καρδιάς του. Έτσι, η Μάρθα που είχε καρφωμένα τα μάτια της μια σ’ εκείνον και μια στο μόνιτορ, παρατήρησε αυτή τη μικρή ταχυκαρδία. «Όλα καλά κύριε Μακρή;» Εκείνος έκανε γροθιά το χέρι του και σήκωσε τον αντίχειρά του, υποδηλώνοντας πως όλα ήταν τέλεια. «Μπράβο σας, σήμερα έχετε κάνει σπουδαία πρόοδο!» του είπε δείχνοντας πραγματικά ευχαριστημένη. Αν μπορούσε να της μιλήσει, θα ήθελε να την ευχαριστήσει με όλη του την καρδιά για όλα όσα έκανε για εκείνον. Φυσικά, ήταν η δουλειά της, όμως αυτό δεν είχε καμία σημασία. Τα μικρά πράγματα που για εκείνην ήταν ρουτίνα, για τον Άρη εκείνη την ώρα, ήταν μεγίστης σημασίας. Πώς να εξηγούσε κανείς στον φυσιολογικό άνθρωπο, πόσο σημαντικό ήταν να κάθεσαι σε καθιστή θέση, με το σώμα σου να παίρνει αέρα; Πώς να εξηγήσεις σε έναν φυσιολογικό άνθρωπο, πόσο υπέροχο είναι να καταπίνεις μια γουλιά δροσερό νεράκι; Όλα όσα αποτελούσαν μικρές λεπτομέρειες χωρίς καμιά σημασία στη ζωή ενός καθημερινού ανθρώπου, είχαν μια αξία απαράμιλλη. Ήταν μικροσκοπικά τουβλάκια, που συνέθεταν όλα μαζί ένα ακέραιο κτίσμα. Κάθε γιατρός το συνειδητοποιούσε αυτό σε κάποια στιγμή της καριέρας του. Αλλά οι γιατροί της μονάδας το βίωναν σε όλο του το μεγαλείο. Θυμάται και ο ίδιος, όταν περπατούσε στους διαδρόμους του νοσοκομείου, παρατηρούσε τους ασθενείς που είτε ήταν σε αναπηρικό καροτσάκι είτε περπατούσαν μαζί με το στατό τον ορό και την αντλία τους. Κάποιοι είχαν ρινογαστρικό σωλήνα, κάποιοι άλλοι ουροκαθετήρα. Αν πίστευε στον θεό, θα τον ευγνωμονούσε που είχε δυο πόδια και περπατούσε. Δεν ήξερε ακριβώς πού να αποδώσει την ευγνωμοσύνη, πάντως αυτή υπήρχε και τον έκανε να αντιληφθεί αρκετά γρήγορα τι είναι πραγματικά σημαντικό στη ζωή και τι όχι. Η συνειδητοποίηση αυτή όμως, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να κατανοήσει ο εξωνοσοκομειακός κόσμος. Έτσι ένιωθε κατά κάποιον τρόπο, περιθωριοποιημένος. Το τηλέφωνο της Μονάδας χτύπησε, σκάζοντας τη φούσκα της ευγνωμοσύνης που είχε βιώσει στην προηγούμενη ζωή του. Η Μάρθα απάντησε: «Έλα Κατερίνα… Ναι, είναι ξύπνιος… Α, εντάξει… Πώς τον λένε;»


126

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μετά έβαλε το χέρι της πάνω από το μικρόφωνο του τηλεφώνου και ρώτησε τον Άρη: «Είναι έξω ένας φίλος σας, ο Περικλής, και θέλει να σας δει, να τον φέρω;» Η καρδιά του πέταξε από ενθουσιασμό! Ο Περικλής ήταν ο κολλητός του! Και βέβαια ήθελε να τον δει, τι ανέλπιστη χαρά! Της έγνεψε με ενθουσιασμό. Εκείνη γέλασε, πρέπει να ήταν πολύ αστεία η γκριμάτσα του και ξαναγύρισε στο τηλεφώνημά της: «Πες του σε παρακαλώ ότι θα έρθω να τον φέρω σε δέκα λεπτά» και το έκλεισε. Ύστερα γύρισε πάλι προς το μέρος του Άρη και τακτοποίησε τα καλώδια έτσι ώστε να τον ξαναξαπλώσει. Σήκωσε με το τηλεχειριστήριο την πλάτη του κρεβατιού σε καθιστή θέση, έπειτα πήγε από την άλλη πλευρά του κρεβατιού και πήρε τα πόδια του στα χέρια της, τα σήκωσε και τα τοποθέτησε προσεκτικά πάνω στο στρώμα του κρεβατιού. Με αυτή την κίνηση, ο κορμός του ξάπλωσε και αυτός στην πλάτη του κρεβατιού, ακολουθώντας την κίνηση των ποδιών με τη βαρύτητα. Είχε στεναχωρηθεί λίγο που ξαναξάπλωνε, αλλά η χαρά του να δει τον Περικλή μετά από τόσο καιρό ήταν τόσο μεγάλη, που δεν θα άφηνε τίποτα να την καταστρέψει. Η Μάρθα συνέχισε να τον τακτοποιεί πάνω στο κρεβάτι, τοποθέτησε όλα του τα μέλη όπως έπρεπε, έβαλε σε τάξη τα καλώδια, τον σκέπασε και είπε: «Πάω να τον φέρω», με ένα πλατύ χαμόγελο. Της έκανε νόημα ότι χρειάζεται γραφική ύλη. «Α, ναι φυσικά!» είπε εκείνη και του έφερε χαρτί και στυλό. Ο ενθουσιασμός του ήταν απερίγραπτος. Είχε να δει τον Περικλή μήνες ολόκληρους, από τότε που τον είχε επισκεφθεί στο Λονδίνο την τελευταία φορά. Ο Περικλής δούλευε στη Μονάδα ενός μεγάλου λονδρέζικου πανεπιστημιακού νοσοκομείου. Ήταν ένας από αυτούς που έφυγαν από την Ελλάδα με την πρώτη ευκαιρία, αναζητώντας μια αξιοπρεπή επαγγελματική αποκατάσταση, άξια των σπουδών και της εμπειρίας τους. Και τώρα είχε κάνει ολόκληρο ταξίδι για να έρθει να τον βρει. Άραγε πώς το είχε μάθει; Του το είπε ο Χρήστος; Τέλος πάντων, δεν είχε καμιά σημασία, αρκεί που ήταν εκεί. Μετά από ένα λεπτό, φάνηκε στην είσοδο του δωματίου. Μέσα από τον πράσινο σκούφο, τη μάσκα και την πράσινη ποδιά, ολοζώντανος, ο «δικός του» Περικλής! Μελαχρινός, αξύριστος, αδύνατος μέχρι αηδίας, ευκίνητος, με τα αθλητικά του παπουτσάκια να κρύβονται ντροπαλά μέσα από τα ποδονάρια. Ακριβώς όπως τον θυμόταν, παρ’ όλη τη μεταμφίεση που επέβαλαν οι κανονισμοί της Μονάδας. Πλησίασε προς το μέρος του με χαμόγελο, με γρήγορο βήμα. Έσκυψε πάνω από το κρεβάτι του και τον αγκάλιασε σφιχτά. «Άρη!» είπε με ενθουσιασμό, και έπειτα τον κοίταξε πραγματικά. Οι γωνίες από τα χαρούμενα


Όσο κοιμόμουν

127

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μάτια του κατέβηκαν μονομιάς και τα βλέφαρά του άνοιξαν για να αυξήσουν το οπτικό του πεδίο. Η επιφάνεια σάρωσης μεγάλωσε και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, είχε σαρώσει όλη την επιφάνεια. Όσο περνούσε η ώρα και ο εγκέφαλός του επεξεργαζόταν την εικόνα, τόσο οι κόρες του σκοτείνιαζαν. Ήταν προφανές ότι δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα. Προσπάθησε αρχικά να κρύψει την έκπληξή του, αλλά δεν είχε νόημα. Ούτως ή άλλως δεν μπορούσε, μα ούτε και ήθελε να κρυφτεί από τον κολλητό του. Ο Άρης χαμογέλασε, έπρεπε να του φτιάξει το κέφι. Πήρε το χαρτί και το στυλό και του έγραψε. Ο Περικλής πήρε το χαρτί για να διαβάσει: «Τι κάνει το καγκουροκαβλάκι σου;». Έτσι, μονομιάς τα μάτια του ξεκουράστηκαν, οι μυς του προσώπου του χαλάρωσαν, δεν είχε πια να ανησυχεί για τίποτα. Ήταν ο Άρης που ήξερε, ο φίλος του, απλά με λίγα καλώδια παραπάνω. Ένιωσε ανακούφιση, χαμογέλασε και του απάντησε: «Τώώώρα! Πάει αυτός, όλο τα ίδια και τα ίδια, τίποτα το σοβαρό, αφού με ξέρεις τώρα!» Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ησυχίας όμως η σοβαρότητα άρχισε να εγκαθίσταται και πάλι στο πρόσωπό του. Είχε πολλά ερωτήματα και μεγάλη ανησυχία. «Άρη, πώς νιώθεις;» τον ρώτησε με το γνωστό βλέμμα οίκτου που τον είχε ξαναδεί πολλές φορές να παίρνει, διότι ήταν ένας άνθρωπος που πραγματικά ανησυχούσε και προβληματιζόταν για τους συνανθρώπους του. Έπειτα του ξαναέδωσε το μπλοκ συνταγογράφησης. Ο Άρης έγραφε για αρκετή ώρα και με κάποια δυσκολία. Δεν είχε άμεση οπτική επαφή με το χαρτί και έτσι δεν έβλεπε αν τα γράμματά του ήταν σωστά και ευανάγνωστα, αν ήταν τοποθετημένα σε ευθεία γραμμή, αν τα κενά μεταξύ των λέξεων ήταν επαρκή και αυτό τον ενοχλούσε. Όμως ήταν τόσο χαρούμενος με την παρουσία του Περικλή που δεν τον ένοιαζε και τόσο ο γραφικός του χαρακτήρας. Σαν να είχε διαβάσει το μυαλό του ο Περικλής του είπε: «Ξέρω πόσο δύσκολο πρέπει να είναι για σένα να γράφεις υπό αυτές τις συνθήκες, χωρίς αλφάδι, χωρίς χάρακα» ειρωνεύτηκε καλοπροαίρετα, γελώντας και συνέχισε: «εσύ που όταν έφτιαχνες διάγραμμα αναισθησίας έπαιρνες το κουτί της προποφόλης για χάρακα, μην τυχόν και σου βγει στραβή η γραμμή. Θυμάσαι;» Πώς δεν θυμόταν, μέχρι και πριν νοσηλευτεί το ίδιο ακριβώς έκανε, μόνο που χρησιμοποιούσε το κουτί της εφεδρίνης αντί για της προποφόλης, ήταν πιο βολικό. Αφού τελείωσε, ο Περικλής ξαναπήρε το μπλοκ και διάβασε: «Βαριέμαι τη ζωή μου, πονάω παντού, σκέφτομαι συνεχώς τη Δέσποινα».


128

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Περικλής πήρε ένα ύφος σκεπτικό. «Η Δέσποινα ξέρει κάτι;» Ο Άρης σήκωσε τους ώμους με απορία. «Ο Χρήστος την ξέρει τη Δέσποινα;» τον ρώτησε και εκείνος έστρεψε το κεφάλι δεξιά και αριστερά σε άρνηση. «Χμμμ, θέλεις να επικοινωνήσω μαζί της;» Ήθελε; Δεν ήταν καθόλου σίγουρος. Από τη μία κάτι μέσα του αναζητούσε απεγνωσμένα την παρουσία Της και από την άλλη, η λογική του εμπόδιζε μια τέτοια πρωτοβουλία. Στην πραγματικότητα όμως, η κραυγή που έβγαινε απεγνωσμένα από μέσα του, ουρλιάζοντας το όνομά Της, ήταν τόσο εκκωφαντική και τόσο επίμονη, που δεν ήξερε αν θα τα κατάφερνε ποτέ να την ησυχάσει. Ξαναπήρε το χαρτί: «Πραγματικά, δεν ξέρω. Εσύ τι νομίζεις;» του έγραψε. Ο Περικλής διαβάζοντας χαμογέλασε. «Αμάν ρε Άρη, ακόμα και στην κατάστασή σου, τα σημεία στίξης σε μάραναν!» Ύστερα το χαμόγελό του έσβησε. Ήταν ώρα να σκεφτεί σοβαρά. Έτριψε τα γένια του με το δεξί του χέρι όπως συνήθιζε, όταν είχε να πει κάτι σοβαρό. Μετά από αρκετή ώρα προβληματισμού τον κοίταξε κατάματα: «Άκου να δεις, περνάς την πιο κρίσιμη φάση της ζωής σου. Χτυπάω ξύλο, αλλά η κατάστασή σου είναι πολύ σοβαρή. Τα πας καλά, αλλά ξέρεις πώς είναι η Μονάδα. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σε κατοικήσει η klebsiella, πότε θα σου βουλώσει το τραχειόστομα, εντάξει, τα ξέρεις τώρα αυτά, δεν θέλω να σου λέω πράγματα που ξέρεις και εσύ ο ίδιος. Τώρα είσαι σε θέση να επικοινωνείς, αύριο δεν ξέρεις. Μπορεί να είσαι στο σπιτάκι σου, μπορεί όμως και όχι». Σταμάτησε για λίγο για να κοιτάξει την αντίδραση του Άρη. Μήπως είχε ξεπεράσει τα όρια; Μήπως του αποκάλυπτε κάτι που δεν είχε συνειδητοποιήσει; Ο Άρης τον κοιτούσε ατάραχος. Ήξερε όντως πολύ καλά ότι μπορεί να πέθαινε ανά πάσα στιγμή από την παραμικρή μαλακία, στην κατάσταση που ήταν. Και έτσι όπως ήταν, ο θάνατος δεν θα του ήταν καθόλου δυσάρεστη προοπτική. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, δίνοντας στον Περικλή το θάρρος να συνεχίσει. «Οπότε λοιπόν, το πράγμα είναι απλό, αν θέλεις να τη δεις, τώρα έχεις το δικαίωμα πιο πολύ από ποτέ. Στο κάτω κάτω, έχετε μια ιστορία εσείς οι δύο. Τώρα που το σκέφτομαι, έχεις την υποχρέωση να επικοινωνήσεις μαζί της. Εσύ το ίδιο δεν θα ‘θελες στη θέση της;» Εννοείται πως αυτό θα ήθελε. Μάλιστα, αν ήταν στη θέση της και δεν το μάθαινε ή το μάθαινε όταν πια ήταν πολύ αργά, δεν θα της το συγχωρούσε ποτέ! Όμως από την άλλη, τι ήταν αυτό που του έδινε το δικαίωμα να σκέφτεται έτσι; Ποια υποχρέωση είχαν ο ένας απέναντι στον άλλον; Ήταν η αγάπη κάποιου είδους συμβόλαιο;


Όσο κοιμόμουν

129

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε ο Περικλής και του έδωσε πίσω το μπλοκ. Εκείνος δεν ήξερε τι να γράψει, οπότε έγραψε ακριβώς αυτό που σκέφτηκε και έδωσε το μπλοκ με εμπιστοσύνη στον Περικλή: «Είναι η αγάπη συμβόλαιο;» διάβασε εκείνος. Χωρίς να το σκεφτεί του απάντησε: «Μα και βέβαια! Άκου να δεις Άρη, δεν έχω γνωρίσει άλλον άνθρωπο που να έχει αγαπήσει τόσο πολύ και τόσο βαθιά μια γυναίκα, όσο αγάπησες εσύ τη Δέσποινα. Και απ’ όσα μου έχεις διηγηθεί, το ίδιο έχει κάνει και εκείνη. Πόσοι άνθρωποι στον κόσμο νομίζεις ότι έχουν νιώσει κάτι τέτοιο; Και ναι λοιπόν, αυτό είναι το συμβόλαιό σας!» είπε, ανεβάζοντας σταδιακά τον τόνο της φωνής του εκνευρισμένος. «Θα την πάρω τηλέφωνο! Πού έχεις το τηλέφωνό της;» τον ρώτησε αποφασιστικά τείνοντάς του το μπλοκ. Μετά από λίγο ξαναπήρε το χαρτί: «Στο ελληνικό σου κινητό, μάλιστα, θα το φροντίσω!» Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη και σχημάτισε έναν αριθμό, έβαλε το τηλέφωνο στο αυτί του: «Ναι, έλα Χρήστο, τι κάνεις; Ο Περικλής είμαι». Η απάντηση του Χρήστου τον έκανε να χαμογελάσει: «καλά είμαι ανιψιέ μου! Είμαι εδώ με τον μπαμπά σου και τα λέμε». Μετά ξαναγέλασε: «Ναι, με το που θα βγει από τη Μονάδα θα οργανώσουμε ένα τουρνουά, τώρα τον λυπάμαι, θα ήταν άδικο να τον ξεφτιλίσω, θα λέει μετά ότι εκμεταλλεύτηκα την αρρώστια του» … «Άκου Χρήστο, θέλω μια χάρη, μπορείς να βρεις το ελληνικό κινητό του μπαμπά σου;» … «Ωραία, όταν θα ‘ρχεσαι, φέρ’ το μαζί σου» … «Άντε τα λέμε σε λίγο, γεια», είπε και το ‘κλεισε. «Έρχεται σε λίγο από εδώ. Θα φέρει και το κινητό σου». Άλλο θέμα τώρα: θέλεις να μείνεις εδώ ή να σε γυρίσουμε στην Ελβετία; Η ασφάλειά σου θα καλύψει τα έξοδα». Ο Άρης σκέφτηκε. Στην Ελβετία είχε μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης και φυσικής αποκατάστασης. Επίσης θα σήμαινε λιγότερες μετακινήσεις για τον γιο του. Από την άλλη όμως, ένιωθε πως είχε ανεκπλήρωτες υποθέσεις στην Ελλάδα: οι γονείς του, η αδελφή του, η Δέσποινα. Δεν μπορούσε να φύγει πριν ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα. Ζήτησε το χαρτί. Ο Περικλής του το έδωσε: «Προτιμώ να μείνω εδώ προς το παρόν. Πού είναι οι γονείς μου; Η Ειρήνη;» Ο Περικλής διάβασε προσεκτικά. «Καλώς, αλλά αν αλλάξεις γνώμη πες μου για να κάνω τις διαδικασίες». Τα μάτια του ξανασκοτείνιασαν και ο Άρης πια πείστηκε ότι κάτι τρέχει με τους δικούς του. Ο Περικλής δεν ήξερε καθόλου καλά να κρύβεται, ήταν ανοιχτό βιβλίο. Τον κοίταξε αυστηρά και έπειτα τον οδήγησε με το βλέμμα και πάλι στο χαρτί. Εκείνος κοίταξε το χαρτί, έκανε μια τελευταία προσπάθεια. Πήρε ύφος αδιάφορο και του είπε: «Α, οι δικοί σου; Καλά είναι, έχω να τους δω πολύ καιρό». Ο Άρης έκανε νόημα για


130

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

το χαρτί, το οποίο ο Περικλής του έδωσε με μεγάλη αμηχανία. Έπειτα από μια θυμωμένη γραφή, του ξαναέκανε νόημα να το πάρει: «Μη μου το παίζεις μαλάκας», διάβασε δυνατά. «Άρη, πώς μου μιλάς έτσι;» ρώτησε σε μια ύστατη προσπάθεια να ελαφρύνει το κλίμα και να αποφύγει την ερώτηση. Μόλις όμως αντίκρισε το ακόμα θυμωμένο βλέμμα του φίλου του, σοβάρεψε και πάλι. «Δεν θυμάσαι τίποτα;» Του έγνεψε πως όχι. «Απολύτως τίποτα;» Απολύτως τίποτα, επιβεβαίωσε με την κίνηση του κεφαλιού του. Η ταραχή του Περικλή ήταν τόσο έκδηλη, που νόμιζες ότι θα λιποθυμούσε. «Λοιπόν, άκου, δεν νομίζω ότι είμαι εγώ αυτός που πρέπει να σου εξηγήσει» του είπε σοβαρά. «Στην κατάστασή σου, ίσως είναι καλύτερα να μην περιπλέκεις τα πράγματα, είσαι σε στάδιο ανάρρωσης, μην βάζεις κι άλλα στο κεφάλι σου, σημασία έχει να συγκεντρωθείς στο να γίνεις καλά. Όταν γίνεις καλά, τα συζητάμε». Ο Άρης είχε εκνευριστεί πολύ, ήθελε να τον βρίσει, να τον πιάσει από τον γιακά αν γινόταν, να τον ταρακουνήσει και να του πει: «Τι λες βρε μαλάκα; Είμαι εδώ μέσα κλεισμένος ένα μήνα, ακίνητος, χωρίς να ξέρω τι μου έχει συμβεί, στο έλεος του εθνικού συστήματος υγείας, με κεντρική φλεβική γραμμή, αρτηρία και τραχειοστομία, μπορεί να πεθάνω από μέρα σε μέρα, και συ μου λες να περιμένω να γίνω καλά για να τα συζητήσουμε; Δεν ξέρω πότε και αν θα γίνω καλά, θέλω να μάθω εδώ και τώρα!» Πρέπει το πρόσωπό του να είχε αγριέψει πολύ, γιατί ο Περικλής τον κοίταξε, έπειτα κατέβασε το βλέμμα και τον ξανακοίταξε σαν κουτάβι που μόλις είχε κάνει μια ζημιά και φοβόταν το αφεντικό του. «Το ξέρω ότι με βρίζεις από μέσα σου» του είπε όσο πιο γλυκά γινόταν, «και δεν έχεις και άδικο. Πρέπει να μάθεις κατά τη γνώμη μου. Είναι όμως πολύ δύσκολη η θέση μου. Τουλάχιστον περίμενε να έρθει και ο Χρήστος». Αυτή η απάντηση τον μαλάκωσε, γύρισε και κοίταξε έξω από το παράθυρο, η μέρα ήταν όμορφη. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε ξεφύγει, αλλά από την άλλη ήταν και λίγο χαρούμενος που ένιωσε θυμό. Ο θυμός ήταν υγεία, πάντα το έλεγε αυτό. Ζήτησε το χαρτί και έγραψε: «Τι νέα στο Λονδίνο;» Ο Περικλής πήρε το χαρτί και, ανακουφισμένος και αυτός, άρχισε να του μιλάει για τη δουλειά του, για τις νοσηλεύτριες, για έναν βραζιλιάνο γκόμενο που είχε γνωρίσει μέσα από το ίντερνετ και είχαν βγει δύο φορές, για τον διευθυντή του, τους συγκατοίκους του. Μιλούσε, μιλούσε ακατάπαυστα και ο λόγος του ήταν καταπραϋντικός, ειδικά σε συνδυασμό με το τοπίο έξω από το παράθυρο. Σε λίγη ώρα, οι λέξεις άρχισαν να περπατάνε πάνω σ’ ένα


Όσο κοιμόμουν

131

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μουσικό χαλί: το “insensatez” του Carlos Jobim, παιγμένο με την κιθάρα του Wes Montgomery. Με αυτούς τους μαγικούς ήχους από τη δεξιοτεχνική μα και μελωδική κιθάρα, το συνοδευτικό βιολί με τις ανατριχιαστικές συγχορδίες και την οικεία φωνή του Περικλή, το μυαλό του ηρέμησε και ξεκίνησε για ένα ταξίδι στη Βαρκελώνη. Ήταν ξαπλωμένος σε μια ξαπλώστρα, πίσω από την πισίνα στην ταράτσα του ξενοδοχείου του, με θέα από τη μια τη θάλασσα και από την άλλη το κέντρο της πόλης, με τη Sagrada Famiglia να δεσπόζει εμβληματικά, όπως όλα τα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα.


132

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVI Ο Χρήστος μπήκε γεμάτος κέφι, σαν τον τενόρο – πρωταγωνιστή μιας όπερας που μπαίνει στην σκηνή με αέρα και μπρίο και δεσπόζει άμεσα με την παρουσία του. «Μπαμπά! Πώς είσαι; Έμαθα κάθισες πολλή ώρα σήμερα και ήπιες και νερό! Μπράβο μπράβο! Έτσι όπως πας, αύριο θα φέρω και το τάβλι». Ο Περικλής γέλασε, «αφού δεν ξέρει να παίζει μωρέ, άστον, τι τον ταλαιπωρείς; Χρόνια προσπαθώ να του μάθω, είναι ανεπίδεκτος». Ο Χρήστος τράβηξε μια καρέκλα από δίπλα, κάθισε δίπλα στον «θείο» του, έβαλε το χέρι του πατέρα του ανάμεσα στα δικά του και του είπε: «Μην τον ακούς μπαμπά, φοβάται μη χάσει πάλι. Και τώρα που είσαι άρρωστος θα είναι διπλή η ξεφτίλα!» Τι γλυκό που ήταν το παιδάκι του. Όσο και αν είχε μεγαλώσει, ήταν ακριβώς το ίδιο όπως όταν γεννήθηκε. Ακόμα και η φωτογραφία από τον υπέρηχο μέσα στη μήτρα ήταν ίδια. Και τώρα ήταν είκοσι χρονών, ένας υπεύθυνος ενήλικας, πάταγε στα πόδια του, ένας σωστός άντρας. Ήταν πολύ περήφανος. Όμως τα ερωτήματα τον έκαιγαν ακόμα και δεν μπορούσε να συμμετάσχει σε αυτού του είδους την ελαφριά συζήτηση, όπως απεγνωσμένα προσπαθούσαν οι δύο άντρες. Τους κοίταξε, μια τον έναν και μια τον άλλον με ανυπομονησία. Ο Περικλής κατάλαβε: «Χρήστο, ο μπαμπάς σου θέλει να μάθει» είπε σοβαρά. Ο Χρήστος αναστέναξε με κάποια πίκρα. Κάποια στιγμή θα έφτανε αυτή η ώρα, δεν μπορούσε να το αποφεύγει για πάντα. «Εντάξει» είπε, σφίγγοντας το χέρι του μπαμπά του μέσα στα δικά του. «Λοιπόν, δεν ξέρω από πού να αρχίσω… Θυμάσαι τον Βαγγέλη;» Πώς δεν το θυμόταν το καθίκι! Από τότε που τον παντρεύτηκε η Ειρήνη, της είχε κάνει τη ζωή κόλαση! Τον μισούσε με όλο του το είναι. Στην αρχή δεν υποψιαζόταν τίποτα, μα μόλις γύρισαν από τον μήνα του μέλιτος που είχαν πάει στο Παρίσι, η αδελφή του, του φάνηκε άλλος άνθρωπος. Δεν ήταν πια η χαρούμενη Ειρήνη που αστειευόταν χωρίς σταματημό. Δεν ήταν η γυναίκα με την υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, για την οποία τίποτα δεν ήταν ακατόρθωτο. Ήταν σαν ένα υπέροχο, άγριο ζώο της ζούγκλας που κάποιος το είχε αναισθητοποιήσει και το είχε κλείσει σ’ ένα στενό κλουβί. Δεχόταν τα πάντα, σαν να ήταν κάποιου είδους γραφτό, ανήμπορη να αντιδράσει. Αργότερα, άρχισε να παθαίνει συνεχώς ατυχήματα: τη μία γλιστρούσε στην μπανιέρα, την άλλη έπεφτε από τη σκάλα, μια άλλη φορά κάηκε το χέρι


Όσο κοιμόμουν

133

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

της στο φούρνο. Κάτι δεν πήγαινε καλά και ο Άρης δεν μπορούσε να το ανεχτεί άλλο. Της είχε μιλήσει, την πρώτη φορά λίγους μήνες μετά τον γάμο της. Την είχε ρωτήσει γιατί είχε αλλάξει και αν υπήρχε κάτι που τη στεναχωρούσε. Ο Βαγγέλης δεν του γέμισε ποτέ το μάτι, κάποια σχέση πρέπει να είχε με όλα αυτά. Εκείνη του είχε πει ότι ήταν όλα μια χαρά, ότι ο Βαγγέλης ήταν πολύ καλός και στοργικός μαζί της και ότι είχαν αποφασίσει να κάνουν παιδί. Όταν μιλούσε για εκείνον, τα μάτια της έλαμπαν από αγάπη. Τον αγαπούσε και τον νοιαζόταν, τον φρόντιζε και ανησυχούσε για εκείνον. Με τα χρόνια είχαν γίνει ένα. Είχαν κάνει το πρώτο τους παιδί, την Ελένη. Έμοιαζαν πολύ ευτυχισμένοι. Η Ειρήνη είχε αφοσιωθεί στο παιδί της και το μεγάλωνε υποδειγματικά. Ο Βαγγέλης, αν και δούλευε πολλές ώρες τη μέρα, έδειχνε και εκείνος χαρούμενος. Αυτό το χρονικό διάστημα, ο Άρης είχε ησυχάσει, μάλλον τον είχε παρεξηγήσει τον γαμπρό του. Τελικά δεν ήταν τα πράγματα τόσο άσχημα όσο νόμιζε. Μέχρι που η Ειρήνη έμεινε έγκυος στο δεύτερο παιδί τους, τον Γιάννη. Τότε εμφανίστηκε και πάλι το μοιρολατρικό ύφος στο πρόσωπο της Ειρήνης. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, πάλι είχε πέσει από τις σκάλες και είχε σπάσει το πόδι της. Έπρεπε να χειρουργηθεί και φοβόταν για το μωρό της. Ήταν στην 34η εβδομάδα, λίγο νωρίς για να γεννηθεί ο Γιάννης, όταν έγινε το ατύχημα. Άρχισαν οι συσπάσεις και ήρθαν οι γυναικολόγοι στην ορθοπεδική που νοσηλευόταν η Ειρήνη, για να της βάλουν φάρμακα που θα σταματούσαν τον τοκετό. Η Ειρήνη χειρουργήθηκε, όλα πήγαν καλά. Ο Βαγγέλης δεν την άφησε λεπτό, θα έμπαινε και στο χειρουργείο μαζί της αν τον άφηναν. Την κράταγε συνεχώς από το χέρι και της μιλούσε γλυκά. Έτρεχε να βρει τη νοσηλεύτρια όταν η Ειρήνη χρειαζόταν κάτι. Είχε γεμίσει το προσωπικό φιλοδωρήματα, για να την προσέχουν παραπάνω. Την αγαπούσε πολύ, όλοι το παρατηρούσαν αυτό. Λίγες μέρες μετά την μετέφεραν στο μαιευτήριο, γιατί τα φάρμακα δεν μπορούσαν πλέον να σταματήσουν τον τοκετό. Εκεί γέννησε τον Γιαννάκη, λίγο πρόωρα, αλλά ευτυχώς δεν χρειάστηκε να μείνει στη Μονάδα Νεογνών για πολύ. Ήταν ήδη τρία κιλά όταν γεννήθηκε και τον κράτησαν μόνο ένα 24ωρο για παρακολούθηση. «Γη καλεί μπαμπά!» τον διέκοψε ο Χρήστος, «Γη καλεί μπαμπά! Λαμβάνεις; Over». Ο Άρης χαμογέλασε. Έγραψε: «ελήφθη, over» και έτεινε το χαρτί προς τον Χρήστο. Έτσι το κλίμα ελάφρυνε και πάλι για λίγα δευτερόλεπτα, η ένταση όμως επανήλθε, έπρεπε να μάθει τη συνέχεια. «Θυμάσαι λοιπόν τον Βαγγέλη. Ποτέ δεν τον συμπάθησες ιδιαίτερα, ούτε εκείνος άλλωστε, αυτό το ξέραμε όλοι. Μα τη μέρα του ατυχήματός σου,


134

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

για κάποιο λόγο, είχατε τσακωθεί πολύ άσχημα. Είχες πάει στο σπίτι τους έξαλλος, άρχισες να φωνάζεις, μετά άρχισε να φωνάζει και αυτός, βριστήκατε πολύ άσχημα και πιαστήκατε στα χέρια. Έπεσε πολύ άγριο ξύλο… Η Ειρήνη μπήκε στη μέση για να σας χωρίσει». Σταμάτησε για λίγο την περιγραφή του. Άφησε λίγο χρόνο στον πατέρα του να χωνέψει τις πληροφορίες και, ίσως, να θυμηθεί το σκηνικό. Δεν θυμόταν τίποτα. Η περιγραφή αυτή του φάνηκε τόσο παράξενη. Ο Άρης δεν ήταν ικανός να βλάψει ούτε μυρμήγκι, πώς ήταν δυνατό να είχε πλακωθεί στο ξύλο με τον γαμπρό του; Και, αν ήταν έτσι τα πράγματα, γιατί το είχε κάνει; Κάτι φοβερό πρέπει να είχε συμβεί. Αυτό το γουρούνι ήταν ικανό για όλα, κάτι είχε κάνει στην αδελφή του. Αυτός ήταν ο λόγος που βρέθηκε στο νοσοκομείο; Ζήτησε το χαρτί και έγραψε «γιατί;» «Τι να σου πω μπαμπά, είχες μπουκάρει στο σπίτι τους σαν αφηνιασμένος, με λύσσα, άρχισες να φωνάζεις σαν τρελός και να βρίζεις. Ήταν και τα παιδιά μπροστά στην αρχή, μέχρι που η Ειρήνη τα ανέβασε στο δωμάτιό τους και τα κλείδωσε για να μην βλέπουν τον χαμό. Μα δεν θυμάσαι τίποτα;» Όχι. Δεν θυμόταν απολύτως τίποτα, και μάλιστα όλα αυτά δεν μπορούσε να τα πιστέψει σε καμία περίπτωση. Ξαναέγραψε: «τι έγινε με τον Βαγγέλη;». Ο Χρήστος τον κοίταξε με μεγάλη λύπη και αρκετή αμηχανία. «Είναι και αυτός στο νοσοκομείο, τραυματίστηκε σοβαρά». Απίστευτο! Δεν ήταν πραγματικά όλα αυτά, ήταν σαν μια κακή φάρσα, σαν ένα από αυτά τα κάκιστης ποιότητας αμερικάνικα reality show, που έκαναν κακόγουστες τρομακτικές φάρσες οι φίλοι μεταξύ τους. Δεν μπορεί όμως το ίδιο του το παιδί να τον κορόιδευε. Γύρισε και κοίταξε τον Περικλή. Το βλέμμα του επιβεβαίωνε με δυστυχία τα όσα έλεγε ο Χρήστος. Ανησύχησε πραγματικά. Τι ήταν όλα αυτά πάλι; Τώρα κατάλαβε γιατί είχε έρθει η αστυνομία τότε. Εκείνον ήθελε! Αν είναι ποτέ δυνατόν! Τι είχε κάνει; Έγραψε: «γιατί το έκανα;» Ο Χρήστος κοίταξε το χαρτί και σήκωσε τους ώμους του με απορία: «Κανείς δεν ξέρει μπαμπά. Ο Βαγγέλης είναι πολύ βαριά και δεν είναι σε θέση να μιλήσει. Η Ειρήνη πάλι δεν μιλάει καθόλου. Της έχει κοπεί η φωνή». «Πώς είναι η Ειρήνη;» του έγραψε. Ο Χρήστος τον κοίταξε με λύπη, αναστέναξε και του απάντησε: «Είναι καλά στην υγεία της, τραυματίστηκε πολύ ελαφρά μόνο προσπαθώντας να σας χωρίσει, αλλά από τότε που έγιναν αυτά, δεν μπορεί να μιλήσει. Δεν μιλάει πια, είναι σε σοκ». Ο Άρης έγραψε: «Τα παιδιά;» «Τα παιδιά είναι μια χαρά, στη γιαγιά τους, τη μαμά σου δηλαδή, η οποία βρήκε έναν τρόπο να καλύψει τα πάντα και έτσι αυτά δεν έχουν


Όσο κοιμόμουν

135

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

καταλάβει τίποτα. Μην ανησυχείς για τα παιδιά. Γενικά, μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά στο τέλος, θα δεις». Τι υπόσχεση και αυτή, «όλα θα πάνε καλά», τι φράση! Την είχε χρησιμοποιήσει και ο ίδιος πολλές φορές, μερικές από αυτές έχοντας μάλιστα τη βαθιά πίστη μέσα του, ότι όντως όλα θα πήγαιναν καλά. Τι παράξενη φράση πράγματι. Έκρυβε μέσα της ελπίδα και πίστη, αισιοδοξία και δύναμη. Ήταν φράση παρηγορητική και καλοπροαίρετη. Μα πόσο ψεύτικη… Πόσο μα πόσο ψεύτικη! Πώς ήταν δυνατό να πάνε όλα καλά; Ο ίδιος και ο Βαγγέλης ήταν στο νοσοκομείο βαριά τραυματισμένοι, η Ειρήνη είχε τρελαθεί και τα παιδιά κινδύνευαν να μείνουν ορφανά από πατέρα, αλλά ωστόσο ζούσαν στην κοσμάρα τους! Σε έναν κόσμο ψεύτικο. Τον μισούσε τον Βαγγέλη, αλλά δεν χαιρόταν που ήταν βαριά τραυματισμένος στο νοσοκομείο. Αν πάλι τον είχε χτυπήσει τόσο πολύ, κάτι θα έκανε για να το αξίζει. Δεν είναι δυνατό να ήταν αλλιώς τα πράγματα. Πήρε το χαρτί και έγραψε. Μετά το έδωσε στον Χρήστο: «τι έκανε ο Βαγγέλης στην Ειρήνη;» Ο Χρήστος τον κοίταξε με απελπισία. Δεν ήξερε πώς να πει αυτά που σκεφτόταν, δεν ήθελε να του προσθέσει και άλλα προβλήματα σε αυτά που ήδη είχε. Και ο ίδιος ήταν σίγουρος ότι ο πατέρας του, για να κάνει ό,τι έκανε, έπρεπε να είχε πολύ σοβαρό λόγο. Όμως το τι ακριβώς είχε συμβεί, δεν το ήξερε. «Κοίτα μπαμπά, όλοι υποψιαζόμασταν ότι ο Βαγγέλης ήταν βίαιος με την Ειρήνη κάποιες φορές. Αλλά η Ειρήνη ποτέ δεν παραδέχτηκε τίποτα. Τον αγαπούσε με όλη της την καρδιά και, απ’ όσο φαινόταν, και εκείνος το ίδιο. Κάποιες φορές μπορεί να έπινε λίγο παραπάνω, αλλά σε γενικές γραμμές, ήταν υποδειγματικός. Ό,τι και αν συνέβαινε μέσα στο ζευγάρι, ήταν δική τους δουλειά. Από τη στιγμή που η Ειρήνη δεν μας είπε ποτέ κάτι, τι δικαίωμα είχαμε εμείς να ανακατευτούμε; Μεγάλη γυναίκα είναι, αν ήθελε κάτι, αν κάτι την ενοχλούσε, θα μας το έλεγε». Δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του. Τι πάει να πει «υποδειγματικός»; Ο γιος του ήταν που μιλούσε; Αυτό το παιδί που είχε μεγαλώσει με σωστές δημοκρατικές αρχές, ήταν δυνατό να μιλάει σαν κάποια γριά από χωριό; Δεν ήταν δυνατό να ζει αυτό που ζούσε. Από την άλλη, η ανθρώπινη φύση είναι έτσι: πολλές φορές βλέπουμε κάποια αδικία να συμβαίνει στον συνάνθρωπό μας και, αντί να βοηθήσουμε, βρίσκουμε ένα σωρό δικαιολογίες για τον εαυτό μας, προκειμένου να εμποδίσουμε κάθε πρωτοβουλία. «Μην ανακατεύεσαι στο ζευγάρι», «ό,τι συμβαίνει ανάμεσά τους δεν μας αφορά», «έπινε λίγο καμιά φορά», «μεγάλη γυναίκα ήταν, αν


136

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ήταν κάτι θα μας το έλεγε»… Τι βλακείες ήταν όλα αυτά; Ποια γυναίκα που την κακομεταχειρίζεται ο άντρας της μιλάει γι’ αυτό; Όλες νομίζουν ότι φταίνε οι ίδιες: «Εντάξει, δεν έπρεπε να με χτυπήσει, αλλά δεν πειράζει, πάνω στα νεύρα του το έκανε. Μετά μετάνιωσε και μου ζήτησε συγγνώμη», «δεν υπολόγισε σωστά τη δύναμή του, δεν ήθελε να μου σφίξει τόσο πολύ το μπράτσο, ήθελε απλά να με κρατήσει να μη φύγω», «ήταν πιωμένος, δεν καταλάβαινε τι έκανε, αλλά μου υποσχέθηκε πως δεν θα ξαναπιεί. Εντάξει, στο κάτω κάτω δεν είχε και άδικο, το φαγητό ήταν χάλια, δεν τρωγόταν». Οι άντρες αυτοί, ούτε να κόψουν το ποτό μπορούν ούτε να σταματήσουν να είναι βίαιοι, πάντα κάτι θα τους νευριάσει και δεν θα μπορούν να ελέγξουν τον θυμό τους. Πάντα κάτι θα τους στεναχωρήσει και θα πάνε να πιουν. Ένα μικρό παραστράτημα, το μωρό που κλαίει, ο θερμοσίφωνας που δεν ήταν αναμμένος, τα παιχνίδια στο σαλόνι, το τηλεκοντρόλ που δεν έχει μπαταρίες, κάτι. Και τότε την πληρώνει η γυναίκα. Μετά το μετανιώνουν, το μετανιώνουν πραγματικά, και γίνονται γλυκύτατοι. Κλαίνε και οδύρονται, πως δεν ήταν ο εαυτός τους όταν ήταν βίαιοι, πως ούτε οι ίδιοι δεν τους αναγνωρίζουν, πως δεν θα το ξανακάνουν ποτέ. Ορκίζονται μετάνοια και αιώνια αγάπη, γίνονται υποδειγματικοί για τις μέρες που ακολουθούν: δεν πίνουν, είναι τρυφεροί και στοργικοί, παίρνουν τη γυναίκα τους αγκαλιά και τη χαϊδεύουν, της λένε πόσο όμορφη είναι και πώς δεν μπορούν να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς εκείνη. Και εκείνες τους πιστεύουν. Γιατί και εκείνες, δεν θέλουν τίποτα άλλο από έναν άντρα να τις αγαπάει, τον άντρα που παντρεύτηκαν και τότε, νιώθουν υπεύθυνες: «Μ’ αγαπάει μωρέ, κοίτα πόσο καλός μπορεί να είναι όταν θέλει. Το κωλοποτό φταίει για όλα. Πρέπει να βοηθήσω τον άντρα μου. Δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω τώρα που με χρειάζεται. Άλλωστε το είπε και ο ίδιος: δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του χωρίς εμένα. Τι θα απογίνει χωρίς εμένα; Θα πίνει, θα πίνει, μέχρι που θα καταστρέψει τη ζωή του. Και τι θα γίνουν τα παιδιά μας τότε; Όχι, όχι, αυτή είναι μια μάχη που πρέπει να δώσουμε μαζί, και θα την κερδίσουμε!» Όμως δεν την κερδίζουν ποτέ. Είναι μια μάχη χαμένη εξ’ αρχής. Ήταν σίγουρος ότι και στην αδελφή του το ίδιο συνέβαινε. Δεν μπορούσε να το αποδείξει όμως, από τη στιγμή που η Ειρήνη δεν αποφάσιζε να μιλήσει γι’ αυτό. Ήταν όμως σίγουρος. Τότε ήρθε η νοσηλεύτρια: «Σε πέντε λεπτά τελειώνει το επισκεπτήριο» τους είπε γλυκά. Ο Χρήστος την κοίταξε και της έγνεψε πως κατάλαβε. Έπειτα γύρισε πάλι προς τον μπαμπά του: «Μη στεναχωριέσαι μπαμπά. Είμαι


Όσο κοιμόμουν

137

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σίγουρος πως είχες πολύ σοβαρό λόγο προκειμένου να κάνεις ό,τι έκανες. Αλλά τώρα μην τα σκέφτεσαι αυτά. Κοίταξε μόνο να γίνεις καλά, μόνο αυτό έχει σημασία. Όλα τ’ άλλα θα διορθωθούν σιγά σιγά». Έπειτα συμπλήρωσε ο Περικλής: «Έχει δίκιο ο Χρήστος Άρη. Όλα θα γίνουν, σημασία έχει να γίνεις καλά και να βγεις από ‘δω μέσα, να γυρίσεις στο σπιτάκι σου. Εγώ θα ασχοληθώ με το τηλεφώνημα που λέγαμε. Άντε, ξεκουράσου λίγο τώρα, θα τα πούμε αύριο πάλι». Οι δύο άντρες σηκώθηκαν, τον αγκάλιασαν ο ένας μετά τον άλλον και έφυγαν. Ένιωθε μεγάλη ευγνωμοσύνη που υπήρχαν στη ζωή του, που τούτη τη δύσκολη στιγμή ήταν εκεί, που είχαν εμπιστοσύνη και ελπίδα. Ήταν δύο άνθρωποι πάνω στους οποίους μπορούσε να βασιστεί και αυτό ήταν ανεκτίμητο. Η νοσηλεύτρια τον πλησίασε: «Όλα καλά κύριε Μακρή;» Με αυτή την ερώτηση και με τη χροιά της φωνής που εμπεριείχε ένα μίγμα οίκτου και συμπόνιας, συνειδητοποίησε πως και εκείνη ήξερε. Ήξερε τι είχε συμβεί. Όλοι ήξεραν εκεί μέσα, οι νοσηλεύτριες, οι γιατροί, οι βοηθοί, ίσως και οι καθαρίστριες να ήξεραν… Δεν ήξερε τι τον ενοχλούσε περισσότερο: η ντροπή που όλοι ήξεραν τα οικογενειακά του προβλήματα; Μήπως τον φοβόντουσαν κιόλας; Γι’ αυτούς θα ήταν: «ο αγριάνθρωπος που πήγε και πλάκωσε τον γαμπρό του στο ξύλο», ίσως τον θεωρούσαν επικίνδυνο. Ήταν για εκείνους μία από τις περίεργες περιπτώσεις που διηγούνταν στους δικούς τους όταν γύριζαν σπίτι; «Δεν θα το πιστέψεις, ο ασθενής μου σήμερα είναι ένας τύπος που τραυματίστηκε σ’ έναν άγριο καυγά που είχε με τον γαμπρό του. Μπήκε, λέει, στο σπίτι του γαμπρού του στα καλά καθούμενα, αγριεμένος, και άρχισε να τον πλακώνει στο ξύλο. Ο ανθρωπάκος δεν ήξερε από πού του ήρθε! Φαντάζεσαι;» Από την άλλη μεριά ένιωθε και θυμό. Όλοι ήξεραν τι είχε συμβεί και δεν του είχαν πει τίποτα; Τον είχαν αφήσει να αναρωτιέται πώς στο καλό βρέθηκε εκεί μέσα επί ένα μήνα; Τι είδους βασανιστήριο ήταν αυτό; Ωστόσο, όφειλε να παραδεχτεί πως όταν ήρθε η αστυνομία, τον κάλυψαν. Εκείνη η ειδικευόμενη που μιλούσε με τον μπάτσο, προφανώς τον προστάτευσε. Ευτυχώς, γιατί οι μόνες συναναστροφές που είχε μέχρι τώρα με την αστυνομία, ήταν είτε όταν έπεφτε σε μπλόκο είτε όταν έβγαζε διαβατήριο ή έκανε εξουσιοδότηση. Και τώρα τον «κυνηγούσε η αστυνομία». Τι σήμαιναν όλα αυτά; Κάποιος του είχε κάνει μήνυση; Ίσως οι γονείς του Βαγγέλη; Ή μήπως ήταν από αυτές τις υποθέσεις που πήγαιναν αυτόφωρο; Ή αυτεπάγγελτα; Ή όπως στον διάολο το έλεγαν; Ο κόσμος του νόμου και της


138

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αστυνομίας τού ήταν τελείως άγνωστος. Το μόνο δικαστήριο στο οποίο είχε παρευρεθεί είχε να κάνει με το διαζύγιό του. Και τώρα είχε εμπλακεί σε μια υπόθεση που είχε να κάνει με το ποινικό δίκαιο; Δηλαδή κινδύνευε, αν έβγαινε από ‘κει μέσα να μπλέξει σε έναν κυκεώνα ανακρίσεων και δικών; Ή ακόμα και να μπει φυλακή; Πήρε το χαρτί και έγραψε στη νοσηλεύτρια: «Δεν αντέχω άλλο, λίγη προποφόλη». Η νοσηλεύτρια το διάβασε, και χωρίς να πει κουβέντα πήγε προς το καρότσι. Έβγαλε από το συρτάρι μια φιάλη των 50ml με το μαγικό γαλατάκι, έβγαλε το καπάκι, έπειτα έσκυψε από κάτω για να πάρει μια βιδωτή σύριγγα των 50ml και μια χοντρή βελόνα. Έβαλε αέρα μέσα στη σύριγγα και τον έσπρωξε μέσα στη φιάλη. Το γαλατάκι γέμισε μπουρμπουλήθρες και ύστερα, άρχισε να γεμίζει τα τοιχώματα της σύριγγας. Ένα μικρό συντριβανάκι προποφόλης πετάχτηκε επίσης δίπλα από τη βελόνα, λόγω της μεγάλης πίεσης που είχε δημιουργηθεί στο εσωτερικό της φιάλης. Η νοσηλεύτρια γέμισε τη σύριγγα βασανιστικά αργά, γιατί σιχαινόταν τις μπουρμπουλήθρες. Μα με την προποφόλη, ό,τι και να έκανες θα είχες μπουρμπουλήθρες. Ο ψυχαναγκασμός της όμως ήταν πιο επίμονος από τους νόμους της φυσικής. Στο τέλος είχε μια σύριγγα με καθαρό υγρό, σχεδόν χωρίς καθόλου αέρα. Βίδωσε το σωληνάκι στην άκρη της σύριγγας, έσπρωξε το έμβολο ώστε να αδειάσει όλος ο αέρας, πήγε προς την αντλία, έβαλε τη σύριγγα, ρύθμισε τις παραμέτρους και συνέδεσε τον σωλήνα στο 3way της κεντρικής γραμμής. «Καληνύχτα κύριε Μακρή, τα λέμε αύριο πάλι». Παράξενο, ακριβώς την ίδια φράση είχε χρησιμοποιήσει και ο Χρήστος λίγο νωρίτερα: «τα λέμε αύριο πάλι». Μέσα στη Μονάδα, μία νέα ρουτίνα είχε γεννηθεί. Ένα είδος μακροχρόνιας καθημερινότητας. Η πρωινή παράδοση, η νοσηλεία, η τουαλέτα, το κάθισμα, η επίσκεψη των γιατρών, η ακτινογραφία, η φυσιοθεραπεία, το επισκεπτήριο, και ξανά από την αρχή για την επόμενη βάρδια. Κάθε μέρα, κ-ά-θ-ε μέρα, τελετουργικά, και τα σαββατοκύριακα και τις αργίες, τη μέρα και τη νύχτα, ο ίδιος κύκλος. Ήταν και αυτό μια ρουτίνα, την οποία βεβαίως, δεν είχε επιλέξει, αλλά υπήρχε. Όμως και εκτός νοσοκομείου, κατά πόσο αλήθεια έχουμε τη δυνατότητα να επιλέγουμε τη ρουτίνα μας; Πόσο απέχει η θεωρία: «στη ζωή μου μπορώ να επιλέξω να κάνω ό,τι θέλω» από την πράξη: «έχω να ξεχρεώσω το δάνειο και να πληρώσω τα αγγλικά των παιδιών». Οπότε κατά κάποιο τρόπο, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η ρουτίνα που ζούμε μας έχει επιβληθεί από παράγοντες που δεν είναι απολύτως της επιλογής μας.


Όσο κοιμόμουν

139

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αλήθεια, τι είδους επιλογές είχε τώρα, στη θέση που βρισκόταν; Με την πρώτη ματιά, θα έλεγε κανείς: «καμία! Δεν μπορείς καν να κουνηθείς, δεν μπορείς ούτε καν να ελέγξεις τις ζωτικές σου λειτουργίες καλά καλά. Ας μη μιλήσουμε για την τουαλέτα, το φαγητό, την ομιλία. Άσε το προσωπικό να κάνει τη δουλειά του και βγάλε τον σκασμό! Και που ζεις, τυχερός είσαι». Δεν μπορεί όμως να ήταν τόσο απελπιστικά τα πράγματα. Αν ήταν έτσι, τίποτα πια δεν είχε νόημα. Η ζωή του δεν είχε νόημα. Μήπως να έβρισκε έναν ωραίο τρόπο να αυτοκτονήσει; Πώς όμως; Να αποσυνέδεε το κύκλωμα από το τραχειόστομα; Ίσως αν κατάφερνε να σηκώσει το χέρι του ως τον λαιμό του να ήταν εφικτό. Βέβαια, δεν ήταν σίγουρος κατά πόσο θα ήταν αποτελεσματικό, διότι είχε τη δική του αυτόματη αναπνοή, οπότε μέχρι να φτάσει σε σημείο η οξυγόνωσή του να είναι ανεπαρκής και να πεθάνει ο εγκέφαλός του, θα περνούσαν τουλάχιστον δεκαπέντε λεπτά, ίσως και παραπάνω, γιατί τώρα είχε λιγότερη υποστήριξη από το μηχάνημα. Θα έπρεπε λοιπόν να περιμένει να κλείσουν οι κυψελίδες του, οπότε, μπορεί να έπαιρνε και ώρες. Δεν ήταν καλή ιδέα. Η αυτοκτονία πρέπει να διαρκεί ελάχιστα δευτερόλεπτα, γιατί αλλιώς μπορεί να υπερνικήσει το ένστικτο της επιβίωσης, και τότε είναι σίγουρη αποτυχία. Εκτός αυτού, για να πετύχει κάτι τέτοιο, έπρεπε με κάποιο τρόπο να σιγάσει τα αλάρμ και να τύχει να μην περάσει κάποιος από κοντά και το αντιληφθεί. Πολύ ριψοκίνδυνο. Πάντα κάποιος περνούσε από κοντά και ακόμα και αν το αντιλαμβάνονταν την ώρα της ανακοπής, μπορεί να τον επανέφεραν με την ανάνηψη και αυτό θα ήταν διπλή βλακεία: και θα είχε χάσει τις ανώτερες εγκεφαλικές του λειτουργίες και θα ζούσε ακόμα, φυτό. Όχι, δεν ήταν καθόλου καλή ιδέα. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει; Κάτι φαρμακευτικό ίσως; Να άλλαζε τις ρυθμίσεις σε κάποια από τις αντλίες; Δεν έπαιρνε όμως και σπουδαία πράγματα, εκτός από την προποφόλη. Να άνοιγε την προποφόλη τόσο ώστε να έπεφτε σε άπνοια και να του έπεφτε η πίεση ταυτόχρονα; Αυτό δεν θα ‘ταν και τόσο κακή ιδέα, θα πετύχαινε να υποξυγονωθεί και να μειώσει κατά πολύ την καρδιακή του παροχή. Έπρεπε όμως να σιγάσει τα αλάρμ και του μόνιτορ και του αναπνευστήρα και να έχει στη διάθεσή του τουλάχιστον δέκα λεπτά. Μήπως τη νύχτα; Όταν ήταν λίγοι οι νοσηλευτές και έλειπαν καμιά φορά για ένα μικρό διάλειμμα; Την αντλία μπορούσε με λίγη προσπάθεια να τη ρυθμίσει, γιατί ήταν δεξιά, από την πλευρά του λειτουργικού του χεριού, εκεί που βρισκόταν η κεντρική φλεβική γραμμή. Το μόνιτορ όμως; Αυτό ήταν δύσκολο γιατί ήταν πίσω του. Επίσης, για να μη φωνάζει, έπρεπε να το σβήσει


140

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εντελώς. Το ίδιο έπρεπε να κάνει και με τον αναπνευστήρα. Μπορούσε να κλείσει πρώτα τον αναπνευστήρα, έτσι η δική του αναπνοή θα του έδινε τον χρόνο να σβήσει το μόνιτορ και να βάλει μπρος την προποφόλη. Μετά την έναρξη της προποφόλης δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα. Με αυτή τη σειρά έπρεπε να γίνουν τα πράγματα. Θα έπρεπε όμως να το κάνει με τη σύριγγα γεμάτη, γιατί κάθε σύριγγα είχε μόνο 50ml, ποσότητα ικανή να τον κοιμίσει βαθιά για τουλάχιστον ένα τέταρτο, ίσως και παραπάνω. Έφτανε τόσο. Ούτε ένστικτο επιβίωσης ούτε τίποτα. Μόνο βαθύς ύπνος. Όταν θα άρχιζε να σφυρίζει η αντλία θα ήταν πια αργά. Ή μήπως όχι; Ήταν ένα μικρό ρίσκο, διότι οι νοσηλευτές ήταν λιγότερο ευαίσθητοι στα αλάρμ της αντλίας σε σχέση με τα άλλα αλάρμ, όπως για παράδειγμα του αναπνευστήρα, αλλά αυτό δεν απέκλειε κάποιος να το άκουγε και να πήγαινε να αλλάξει τη σύριγγα. Και τότε όλο το σχέδιο θα χαλούσε. Δύσκολη υπόθεση. Ίσως έπρεπε να περιμένει λίγο, να έχει καλύτερη κινητικότητα. Τότε θα ήταν ικανός για πιο αποτελεσματικές και λιγότερο ριψοκίνδυνες πράξεις. Ήταν και το θέμα της Δέσποινας… Δεν ήθελε να πεθάνει πριν Τη δει. Ήθελε τόσο πολύ να ξαναδεί το όμορφο προσωπάκι Της, έστω για μια τελευταία φορά. Έτσι άρχισε να παίζει το «πριν το χάραμα», με την αντρική, μάγκικη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου, που έλεγε με πόνο στην αγαπημένη της: «σ’ αγαπώ κι’ ήρθα κοντά σου, πριν τα ξημερώματα. Πριν ακόμα σβήσουν τ’ άστρα εξεπόρτισα, αχ να ξανάβρω τα δυο χείλη, που ποτέ δεν χόρτασα». Θα δάκρυζε αν δεν τον προλάβαιναν τα μόρια της προποφόλης, τα οποία ταξιδεύοντας αργά αργά με 10ml την ώρα, είχαν κιόλας φτάσει στον θάλαμό του και αγκαλιάζονταν σφιχτά με τους υποδοχείς τους. Κανένα ερέθισμα δεν κατάφερνε να περάσει από τις συνάψεις του, και οι τελευταίες νότες του μπουζουκιού, τον συνόδευσαν στην απώλεια της συνείδησης.


Όσο κοιμόμουν

141

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVII Την είδε στον ύπνο του σαν άγγελο. Πίσω Της, έπεφτε άπλετο φως, τόσο που σε τύφλωνε όταν κοιτούσες προς το μέρος Της. Οι τρίχες από τα μαλλιά Της έκρυβαν το φως σε παράξενους σχεδιασμούς. Το πρόσωπό Της έφεγγε ολοκάθαρο και του χαμογελούσε με φωτεινό χαμόγελο. Φορούσε ένα λευκό φουστάνι, χωρίς μανίκια, σαν χλαμύδα. Έμοιαζε με θαυμάσιο αρχαίο ελληνικό άγαλμα. Του ζήτησε να σηκωθεί από το κρεβάτι και η φωνή Της, δεν ήταν η κανονική Της φωνή, αλλά η φωνή ενός μικρού παιδιού. Εκείνος υπάκουσε στην προσταγή Της και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Περπάτησαν μαζί πάνω στην παραλία, ξυπόλητοι, πάνω στην άμμο, ενώ τα πόδια τους βρέχονταν με κάθε ήσυχο κυματάκι. Έκανε ζέστη, πολλή ζέστη. Έπειτα ανέβηκαν μέχρι τον δρόμο του πατρικού του. Άνοιξε την εξώπορτα και πέρασε μέσα. Εκείνος έμεινε διστακτικός έξω από την πόρτα. Του έτεινε το χέρι της. Εκείνος το έπιασε και την ακολούθησε. Ανέβηκαν τα σκαλιά που οδηγούσαν στη βεράντα. Έστριψαν δεξιά, από εκεί που φαίνονταν τα δέντρα από ψηλά. Του έδειξε τη βερικοκιά. Εκείνος έσκυψε πάνω στα κάγκελα, όπως όταν ήταν παιδί, και κοίταξε τη βερικοκιά. Μετά από λίγο, ο τόπος σκοτείνιασε και η ατμόσφαιρα ψύχρανε. Εκείνη δεν ήταν πια εκεί. Μα πού είχε πάει; Γύρισε πίσω να Τη δει, μα, αντί για Εκείνη, ήταν η Ειρήνη μικρή, με το πρόσωπο γεμάτο μελανιές και αίματα. Στεκόταν αμίλητη και ακίνητη και τον κοίταζε στα μάτια, σαν φάντασμα. Πήγε προς το μέρος της για να την πάρει αγκαλιά και να τη φροντίσει και, όπως την είχε σφιγμένη στα χέρια του, ένιωσε το αίμα της να κυλάει ζεστό μουσκεύοντας τα ρούχα του. Είχε γεμίσει ολόκληρος αίματα, από πάνω μέχρι κάτω, ενώ η Ειρήνη τον έσπρωξε με βία και έπειτα ξέσπασε σε λυγμούς. Από το σπρώξιμο εκείνος έπεσε κάτω και χτύπησε, πονούσε παντού, μα δεν καταλάβαινε τίποτα. Τι είχε πάθει ξαφνικά η Ειρήνη; Γιατί δεν τον άφηνε να τη βοηθήσει και γιατί έκλαιγε σπαρακτικά; Την κοιτούσε επίμονα για να βρει την απάντηση, αλλά σε λίγο, ο δικός του πόνος έγινε αβάσταχτος. Διπλώθηκε στα δύο και άρχισε να γρυλίζει σαν άγριο ζώο. Μα κανείς δεν τον άκουγε. Ήταν πια μόνος του, κουλουριασμένος πάνω στο μωσαϊκό της βεράντας, μέσα στο άπλετο φως του μεσημεριού που έκανε τη λίμνη αίματος να λαμπυρίζει, σφαδάζοντας από πόνο. Η ώρα πέρασε και εξαντλήθηκε. Σιγά σιγά οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν και δεν μπορούσε πια να κρατήσει τη στάση που είχε. Τα χέρια του χαλάρωσαν,


142

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

γλίστρησαν από τον κορμό του και έπεσαν στα πλάγια σαν νεκρά. Τα πόδια του τέντωσαν και έμειναν ανοιχτά. Το κεφάλι του γύρισε κουρασμένο στο πλάι. Άραγε αυτό ήταν το τέλος; Άνοιξε τα μάτια του με κόπο, για να δει τον νοσηλευτή με τη βοηθό θαλάμου πάνω από το κεφάλι του. Τέντωναν το κατωσέντονο από τις δύο πλευρές. Αυτό ήταν λοιπόν: ήταν πράγματι γυρισμένος στο πλάι για την πρωινή τουαλέτα και είχε πράγματι ξαναέρθει στην ύπτια θέση μετά, με τη βαρύτητα. Γι’ αυτό πονούσε κιόλας. Εντάξει, ήταν ένα όνειρο. Τίποτα δεν είχε συμβεί και η ρουτίνα συνεχιζόταν. Κοίταξε τον νοσηλευτή: ήταν πολύ ψηλός, αδύνατος, με ξυρισμένο κεφάλι και stretching στα αυτιά. Τον κοίταξε επίμονα, σαν να περίμενε κάποιου είδους πληροφορία, κάποιο στοιχείο. Ακόμα δεν είχε καταφέρει να συνειδητοποιήσει ότι το όνειρό του ήταν απλά ένα όνειρο. Είχε κάποια σημασία και έπρεπε να τη βρει. Μήπως είχε κάποια σχέση με τα γεγονότα τη μέρα του ατυχήματος; Ο νοσηλευτής που είδε ότι τον κοίταζε, τον ρώτησε: «Κύριε Μακρή συμβαίνει κάτι;» Τι να του έλεγε δηλαδή; Κούνησε το κεφάλι δεξιά και αριστερά για να αρνηθεί και επικέντρωσε αλλού το βλέμμα του. Ακόμα ζούσε ανάμεσα στην αληθινή πραγματικότητα και στην πραγματικότητα του ονείρου του. Αυτό που το υποσυνείδητό του μόλις έζησε, ασφαλώς και δεν ήταν ένα κομμάτι της καθημερινότητας, αλλά από την άλλη, ανήκε σε κάποια πραγματικότητα: εκείνη του κόσμου των βιωμάτων, των επιθυμιών, των φόβων και της αντίληψης του κόσμου μέσα από το μικροσκόπιο του υποσυνείδητου. Τι παράξενες συνάψεις συνέβαιναν κατά τη διάρκεια των ονείρων και από πού πήγαζαν όλες αυτές οι εικόνες; Ο εγκέφαλος δεν μπορεί να δημιουργήσει μια εικόνα εκ του μη όντος, πρέπει να συνθέσει και να συνδυάσει τα κομμάτια του πάζλ που ήδη υπάρχουν ανάκατα μέσα του. Άρα λοιπόν, σχηματίζει τις δικές του «πραγματικότητες» οι οποίες ζουν παράλληλα και εργάζονται σκληρά, όση ώρα εμείς κοιμόμαστε. Είναι η πραγματικότητα που ανήκει σε καθέναν ξεχωριστά και τον καθιστά μοναδικό σε όλη τη γη. Μοναδικό, αλλά και μόνο, καθώς αυτή τη μοναδική πραγματικότητα, είναι αδύνατο να τη μοιραστείς με οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο, που έχει και αυτός τη δική του. Απεγνωσμένα όλοι μας ψάχνουμε τον άνθρωπο, ο οποίος θα καταλάβει τη μοναδική μας πραγματικότητα και εμείς τη δική του και τότε, οι πραγματικότητές μας θα ανακατευτούν και θα γίνουν μία. Γιατί το βάρος της πραγματικότητάς μας μπορεί να είναι ασήκωτο και, όσο δυνατοί και αν


Όσο κοιμόμουν

143

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

είμαστε, να μην μπορούμε να το σηκώσουμε μόνοι μας. Στην αρχή τον ψάχνουμε στη μητέρα μας, έπειτα στον σύντροφό μας, μετά στα παιδιά μας. Αναγκαζόμαστε να γεννήσουμε ανθρώπους, χωρίς δική τους πραγματικότητα, προκειμένου να τους διοχετεύσουμε τη δική μας. Σαν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Να μη ζήσουν αυτά ό,τι κακό ζήσαμε εμείς, αλλά να εκτιμούν το γεγονός ότι αυτά δεν έζησαν τα κακά που εμείς ζήσαμε, γιατί υπάρχουν. Να κάνουν αυτά, ό,τι εμείς θέλαμε αλλά ποτέ δεν καταφέραμε. Να μη γίνουν η πλευρά του εαυτού μας που δεν μας αρέσει και να αντιγράψουν πιστά το κομμάτι που μας αρέσει. Έτσι, το βάρος περνά στην επόμενη γενιά, μέχρι το παιδί να καταλάβει το παιχνίδι που παίζεται πίσω από την πλάτη του και να αρχίσει να διαμαρτύρεται. Έχει τη δική του ψυχή στο μεταξύ και αυτή παλεύει να κυριαρχήσει. Είναι όμως πια αργά. Η δουλειά έχει γίνει, τα μηνύματα έχουν περάσει και έχουν σφραγιστεί με μελάνι ανεξίτηλο. Μετά, έρχεται ο καιρός που και αυτά θα επαναλάβουν τη διαδικασία στα δικά τους παιδιά. Μπορεί να είναι συνειδητοποιημένοι γονείς, να έχουν διαβάσει παιδαγωγικά βιβλία, να συμπεριφέρονται άψογα. Όμως όταν έρθει η δύσκολη ώρα της απώλειας της αυτοκυριαρχίας, γεννιέται το αντίγραφο των γονιών τους, ακριβώς όπως το έζησαν εκείνοι όταν ήταν παιδιά, γιατί είναι ο τρόπος που θυμούνται, που τους είναι οικείος, χωρίς να χρειάζεται να ανατρέξουν σε πολύπλοκα συγγράμματα. Η πρώτη γενιά στο μεταξύ έχει επιτελέσει το έργο της, οπότε τα εγγόνια δεν δημιουργούν πια τις ίδιες ανάγκες. Άλλωστε τα εγγόνια φτιάχτηκαν για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των γονιών τους, όχι των παππούδων τους. Έτσι οι παππούδες μπορεί να είναι οι καλοί αυτή τη φορά. «Πάμε να καθίσουμε κύριε Μακρή;» ρώτησε σχεδόν ρητορικά ο νοσηλευτής. Πάμε βέβαια! Ήταν άλλωστε, ένα από τα πιο συναρπαστικά πράγματα που συνέβαιναν στην καθημερινότητά του. Ο νοσηλευτής τον σήκωσε και δοκίμασε να μην του στηρίζει την πλάτη για λίγο, έτσι, για να διαπιστώσει αν είναι εφικτό. Και ήταν όντως εφικτό. Ο Άρης στάθηκε καθιστός, μόνος του, χωρίς βοήθεια, με την πλάτη τελείως καμπουριασμένη, να στηρίζεται περισσότερο στην καμπύλη που δημιουργούσε η σπονδυλική του στήλη και έδινε ένα κέντρο βάρους, παρά στους μυς της ράχης του. Όμως δεν είχε σημασία, έστω και έτσι, ισορροπούσε σε καθιστή θέση. Μήπως αν δοκίμαζε τους μυς του κατάφερνε να ισιώσει την πλάτη του; Θα έπεφτε όμως γιατί θα μετατόπιζε το κέντρο βάρους, δύσκολη υπόθεση, χρειαζόταν τη βοήθεια του νοσηλευτή. Πώς να του τα πει όμως όλα αυτά. Άλλωστε, είχε απομακρυνθεί λίγο για να του φέρει ένα ποτήρι νερό με καλαμάκι.


144

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Μπράβο, μπράβο! Στέκεστε μόνος σας! Σπουδαία! Λοιπόν, θέλετε λίγο νεράκι;» Ήθελε σαν τρελός, όχι γιατί διψούσε στ’ αλήθεια, αλλά γιατί ήθελε να ξαναβιώσει αυτή την υπέροχη αίσθηση. Ο νοσηλευτής τού έβαλε το καλαμάκι ανάμεσα στα χείλη και εκείνος ρούφηξε το νερό με λαχτάρα. Η πρώτη γουλιά κατέβηκε με άνεση, η δεύτερη το ίδιο. Πήγε να ρουφήξει και μια τρίτη, αλλά ο νοσηλευτής τον σταμάτησε, τραβώντας το καλαμάκι μακριά: «Σιγά σιγά, με το μαλακό, μην πνιγείτε κιόλας». Έμεινε με τα χείλη σουφρωμένα και παράπονο στα μάτια. Ο νοσηλευτής τον λυπήθηκε: «Άντε, μία τελευταία» του είπε, σαν να μιλούσε σε μωρό παιδί. Ο Άρης πήρε μια μεγάλη γουλιά, την κράτησε στο στόμα για να νιώσει τη δροσιά της καθώς έβρεχε τα τοιχώματα της στοματικής του κοιλότητας και έπειτα την κατάπιε σε μικρές δόσεις. Ο νοσηλευτής γέλασε: «Μια χαρά τα πήγατε. Θα το πω στον γιατρό, έτσι ώστε να δοκιμάσουμε μήπως φάτε και κάτι ελαφρύ σήμερα». Να φάει! Τι υπέροχη προοπτική! Άραγε τι θα του έδιναν; Κάποιο γιαούρτι; Καμιά σούπα; Ένα ζελέ; Δεν είχε σημασία, ό,τι και αν ήταν αυτό που του έδιναν, θα ένιωθε μετά από τόσο καιρό τη μοναδική εμπειρία της γεύσης. Της αίσθησης αυτής που μένει χαραγμένη στη μνήμη, από τη βρεφική ήδη ηλικία, και αναδύεται κάθε φορά που το τρόφιμο έρχεται σε επαφή με τα μάτια, τη μύτη, τη γλώσσα, τον ουρανίσκο. Κάθε τρόφιμο γεννά την προσδοκία να είναι αντάξιο του προτύπου τροφίμου που έχουμε στη μνήμη μας. Μα τούτη την ώρα, ακόμα και αν οι αρχέγονες μνήμες αναδύονταν και προσδοκούσαν, σημασία είχε η ίδια η διαδικασία της τροφής: άλλη μια ρουτίνα, τόσο δεδομένη στη ζωή μας, μα που ο Άρης είχε τόση ανάγκη για να ενισχύσει την ανθρώπινη υπόστασή του. Ο νοσηλευτής επέστρεψε μετά από λίγο, με ένα κεσεδάκι γιαούρτι στο χέρι. «Έτοιμος;» τον ρώτησε. Πιο έτοιμος από ποτέ. Η στιγμή ήταν μαγική, ιερή σχεδόν. Ο νοσηλευτής έβγαλε προσεκτικά το αλουμινένιο σκέπασμα, το πέταξε στα σκουπίδια και ύστερα τον πλησίασε. Ο Άρης πήρε μια βαθιά αναπνοή από τη μύτη, προσπαθώντας να μυρίσει το άρωμα του γιαουρτιού. Του ήρθε μια ανεπαίσθητη μυρωδιά φράουλας. Ο νοσηλευτής ανακάτεψε το περιεχόμενο με το κουτάλι για να το ομογενοποιήσει. Έπειτα του έφτιαξε μια ωραία κουταλιά, ούτε πολύ μικρή ούτε πολύ μεγάλη. Άνοιξε το στόμα με μεγάλη αγωνία, έκλεισε τα χείλη γύρω από το κουτάλι και κράτησε το μέταλλο για λίγο με τα δόντια του. Είχε και αυτό τη σημασία του: η αίσθηση του κρύου μετάλλου, με το κυρτό μέρος προς τα κάτω, σε επαφή με τη γλώσσα, η οποία έπαιρνε ενστικτωδώς το σχήμα του για να γλείψει τα ίχνη του γιαουρτιού που είχαν περάσει στο κάτω μέρος του κουταλιού. Το κοίλο


Όσο κοιμόμουν

145

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

επάνω μέρος του, περιείχε το μεγαλύτερο μέρος του ρευστού, ενώ τα τοιχώματά του ακουμπούσαν στα δόντια, τα οποία το δάγκωναν για να το κρατήσουν όσο χρόνο χρειαζόταν. Το πάνω χείλος του χρησίμευε στο να πάρει προς τα μέσα όλο το γιαούρτι, καθώς το κουτάλι έβγαινε από το στόμα ολοκάθαρο. Ύστερα το γιαούρτι, ρευστό όπως ήταν, ταξίδευε άτακτα, από γωνιά σε γωνιά μέσα στο στόμα και, όταν έφτανε στα πλάγια της γλώσσας, χάριζε μια γλυκιά, ελαφριά ξινίλα, αυτή που του έδινε τη μοναδική του γευστική ταυτότητα ως γιαούρτι. Έχοντας το υγρό μέσα στο στόμα, πήρε μια απαλή ανάσα από τη μύτη: ο αέρας που πέρασε μέσα από το στόμα του και ανέβηκε μέχρι τις ρινικές του κοιλότητες, είχε τη μυρωδιά της φράουλας. Του ήρθε στο νου η εικόνα από ένα δάσος του Βορρά, καταπράσινο, πυκνό, με τον ήλιο να ξετρυπώνει εκεί που του άφηναν χώρο τα διαστήματα ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων. Στα πόδια του, το θείο δώρο της φύσης: χαμηλά φυτά, με πλούσιο πράσινο χρώμα, φυλλαράκια με οδοντωτή παρυφή και χαριτωμένα κοτσάνια, από τα οποία κρεμόταν ο κόκκινος, μικροσκοπικός καρπός, με τη γλυκόξινη γεύση και τη μοναδική μυρωδιά. Κατάπιε τη μπουκιά του και ύστερα την επόμενη, τη μεθεπόμενη, και όλες όσες ακολούθησαν, με την ίδια ιεροτελεστική διαδικασία. Ήταν πολύ ευχαριστημένος. Είχε νιώσει για λίγο και πάλι άνθρωπος. Όμως όλα αυτά τον είχαν κουράσει πολύ. Άρχισε να τον καταβάλλει μια αδυναμία. Έκανε νόημα στον νοσηλευτή ότι ήθελε να ξαπλώσει. Εκείνος, όχι χωρίς μια κάποια αγωνία, άφησε το υπόλοιπο γιαούρτι όπως όπως πάνω στο τραπεζάκι, του πήρε δυνατά τα πόδια από τους αστραγάλους και τον ξάπλωσε με μία κίνηση ξανά στο κρεβάτι. Ήταν ίσως πολύ απότομη όλη αυτή η πρόοδος. Ο νοσηλευτής αισθάνθηκε άσχημα: μήπως δεν έπρεπε να είχε βιαστεί τόσο; Άλλη φορά δεν θα άφηνε τον ενθουσιασμό του να κυριαρχήσει. Όμως ο Άρης φαινόταν καλά, το χρώμα του ήταν σωστό, του χαμογέλασε ευχαριστημένος, στο μόνιτορ δεν υπήρχε τίποτα το ανησυχητικό, όλες οι παράμετροι ήταν μέσα στα φυσιολογικά πλαίσια, μάλλον είχε τρομάξει άδικα. «Κουραστήκατε κύριε Μακρή;» Ο Άρης κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, αλλά πάντα με χαμόγελο. Ζήτησε το χαρτί για να γράψει. Ο νοσηλευτής τού το έδωσε και εκείνος έγραψε: «ευχαριστώ». Το διάβασε και δεν έμεινε ασυγκίνητος. Του είπε: «παρακαλώ! Μπράβο σας κύριε Μακρή, τα πάτε θαυμάσια, θα δείτε που σύντομα θα βγείτε από δω μέσα», ακουμπώντας με το χέρι του τον ώμο του Άρη φιλικά και, κυρίως, εννοώντας αυτό που έλεγε. Αυτά τα λόγια, συνοδευμένα από αυτή την κίνηση και αυτό το βλέμμα,


146

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ήταν ό,τι πιο παρηγορητικό είχε βιώσει μέχρι εκείνη την ώρα μέσα στη Μονάδα. Η Ελπίδα είχε γεννηθεί μέσα του. Η Ελπίδα, όμορφη μα και καταραμένη, σαν Σειρήνα στο πέλαγος. Το κεφάλι της, κεφάλι όμορφης γυναίκας, με γλυκό πρόσωπο και μακριά, λαμπερά μαλλιά και το σώμα της, σώμα μεγάλου πουλιού με αγέρωχα φτερά. Το τραγούδι της, τόσο αρμονικό και τόσο θείο, που οι αντιστάσεις σου εξατμίζονται, όπως εξατμίζεται η δροσοσταλίδα πάνω στο φύλλο, με την πρώτη αχτίδα του ήλιου. Και τότε πέφτεις στην παγίδα που σου έστησαν οι Θεοί, γιατί αυτοί έχουν άλλα σχέδια για σένα, και οι Σειρήνες σε κατασπαράζουν ζωντανό σαν άγρια θηρία. Τα κομμάτια σου σκορπίζονται από δω και από κει, για να γίνουν βορά για τα ψάρια της θάλασσας. Όχι λοιπόν, δεν έπρεπε να αφήσει την Ελπίδα να τον μαγέψει με το όμορφο τραγούδι της. Σαν άλλος Οδυσσέας, έπρεπε να βουλώσει τα αυτιά του και να διπλοκλειδώσει την καρδιά του. Όσες φορές μέχρι τώρα είχε αφήσει την Ελπίδα να θρονιαστεί πάνω στην καρδιά του στη Μονάδα, εκείνη τον είχε κατασπαράξει. Δεν έπρεπε να αφήσει να ξανασυμβεί το ίδιο, το ήξερε πολύ καλά πλέον: το θέλημα των θεών ήταν που κυριαρχούσε στο τέλος. Αυτοί, στρογγυλοκαθισμένοι στα ανάκλινδρά τους στον Όλυμπο, ψηλότερα και από τα σύννεφα, διασκέδαζαν χαιρέκακα, στέλνοντας έναν Πυρετό, μία Λοίμωξη, μία Αρρυθμία, μια Εμβολή, για να εξοντώσουν τον ανήμπορο θνητό. Όπως κάθε φορά που του έφερναν στα Επείγοντα κάποιον πολυτραυματία ή κάποια ανακοπή. Η Ελπίδα, λειτουργούσε σαν κινητήριος δύναμη: έκανε τους πάντες, συντονισμένους ή ασυντόνιστους, να ενώνουν τις δυνάμεις τους για έναν κοινό σκοπό: ο Αναισθησιολόγος στο κεφάλι να ασχολείται με τον αεραγωγό και την αναπνοή, με τις γραμμές και τα φάρμακα αναζωογόνησης και ταυτόχρονα, να δίνει εντολές για το τι πρέπει να γίνει: «πάρε τηλέφωνο τον αξονικό και μπλόκαρέ τον», «φώναξε τον ακτινολόγο», «ειδοποίησε τον νευροχειρουργό», «στείλε γενική, βιοχημικό, ομάδα, διασταύρωση και κατέβασε τρεις μονάδες αίμα». Όλοι τριγύριζαν σαν ζουζούνια γύρω από τον άρρωστο κάνοντας αυτά που έπρεπε να κάνουν και ο Αναισθησιολόγος, πάντα στην ίδια θέση στο κεφάλι, έπρεπε διατηρώντας την ψυχραιμία του, να συντονίζει και να καθοδηγεί. Δεν ήξερες τι είχε ο άνθρωπος. Μπορούσες μόνο να φανταστείς, από τις περιγραφές των διασωστών και αυτοί, από τις περιγραφές των μαρτύρων. Πολλές φορές δεν ήξερες ποιος ήταν μπροστά σου, πώς τον έλεγαν, τι ηλικία είχε, αν είχε άλλες παθήσεις, τι φάρμακα έπαιρνε. Τα πάντα ήταν δυνατά και το κυνήγι πληροφοριών ήταν ένας αγώνας που διαρκούσε ώρες. Και πάλι η


Όσο κοιμόμουν

147

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ελπίδα, σε ψέκαζε με τις σωστές ποσότητες αδρεναλίνης, προκειμένου να μπεις στον αγώνα και να τον διεκπεραιώσεις. Έπειτα ερχόταν η ώρα της αλήθειας. Έμπαινες στον αξονικό ευχόμενος να διατηρηθεί στη ζωή ο άρρωστός σου, να μην αποσωληνωθεί, να μη βήξει, να μην πονέσει, να μην του πέσει η πίεση, να μην του κάνεις ζημιά στον αυχένα κατά τη μεταφορά, να μην τραβηχτεί κατά λάθος ο αρτηριακός του καθετήρας, να μη σου συνδέσει κάποιος άσχετος το οξυγόνο στην αναρρόφηση. Μετά, με την ίδια ταχυκαρδία, έβγαινες έξω από το μολυβδύαλο, προστατευμένος από την ακτινοβολία, με τα μάτια καρφωμένα στο μόνιτορ, και με το τηλέφωνο στο χέρι για να συνεχίσεις τις κλήσεις. Πού και πού έριχνες κλεφτές ματιές στην οθόνη του αξονικού, μέχρι να φτάσει η ώρα να απεικονιστεί το κομμάτι που σε ενδιέφερε. Και τότε, έβλεπες με το εξασκημένο μάτι σου, ήδη από τις πρώτες λήψεις, ότι κάτι δεν πάει καλά, ενώ μετά, όταν η απεικόνιση γινόταν λεπτομερέστερη, ιδού! αυτό που φοβόσουν: μία τεράστια μάζα αίματος, να παλεύει να κυριαρχήσει στον λιγοστό χώρο που της προσφερόταν μέσα στο κρανίο, σπρώχνοντας στην άκρη τον υγιή εγκέφαλο και αναγκάζοντάς τον να βγει με τη βία, από όποια τρύπα μπορούσε, καθιστώντας κάθε παρέμβαση μάταια και σκοτώνοντάς σου, την Ελπίδα. Πια δεν είχες κινητήριο δύναμη. Ή μήπως είχες; Μισό λεπτό, μήπως έκανε για δότης οργάνων; Να την πάλι η Ελπίδα που ανασταινόταν! Μήπως μεν έχανες τον άρρωστό σου τούτη τη στιγμή, αλλά χάρη σε αυτόν σώζονταν άλλοι τρεις, τέσσερεις, πέντε; Και συνέχιζες να κοιτάς τον αξονικό για να διαπιστώσεις σε τι κατάσταση είναι τα υπόλοιπα όργανά του. Αν ήταν άθικτα, χαιρόσουν και πάλι, μέχρι την ώρα που έπρεπε να βγεις να μιλήσεις στους συγγενείς, που πια είχαν μάθει και είχαν έρθει. Τους αναγνώριζες αμέσως έξω από τον θάλαμο των επειγόντων. Είχαν έρθει άρον άρον από τη δουλειά τους, από τον ύπνο τους, από την παραλία. Πάντα ο ένας έκλαιγε και ο άλλος ήταν ο δυνατός που τον είχε στην αγκαλιά του, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει και να του δώσει ελπίδα. Όμως αυτός ο ένας, που ήταν μάνα, πατέρας, αδελφή, ήξερε πολύ καλά και ήταν απαρηγόρητος, καμιά κουβέντα δεν μπορούσε να τον καθησυχάσει. Μετά σε έβλεπαν να πλησιάζεις. Τα χέρια τους ήταν σφιγμένα μεταξύ τους και τα σώματά τους κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο. Εκείνος που έκλαιγε περισσότερο, έβαζε τα δυνατά του να σταματήσει για λίγο. Η πλάτη του ήταν καμπουριασμένη, τα χέρια του έσφιγγαν ασυναίσθητα, ασφυκτικά τα χέρια του άλλου. Το κεφάλι μόνο ανασήκωνε και τα μάτια του ήταν


148

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ορθάνοιχτα. Η πουτάνα η Ελπίδα, ερχόταν ύπουλα να τρυπώσει μέσα στο βλέμμα του. Την έβλεπες να χαμογελά σαδιστικά στην ακρούλα των ματιών του. Ταυτόχρονα, κοιτώντας σε με όλη του τη δύναμη, προσπαθούσε να διαβάσει το μυαλό σου: λίγα από αυτά που έλεγες θα άκουγε, κυρίως θα προσπαθούσε να καταλάβει τι έλεγε το σώμα σου, τα μάτια σου, οι άκρες από τα χείλη σου. Από εκεί θα καταλάβαινε πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που έλεγε η γλώσσα σου. Τότε εσύ, ο μαλάκας της υπόθεσης, με τις γνώσεις σου και την εμπειρία σου, έπρεπε να επιστρατεύσεις κάθε ίχνος δύναμης που σου απέμενε για να μην βάλεις τα κλάματα μαζί τους και να αρχίσεις τις ιατρικές σου αρλούμπες. Έπρεπε πρώτα να τους υποβάλλεις σε ένα μίνι-μάθημα νευροχειρουργικής για να καταλάβουν τι συνέβη στον άνθρωπό τους και μετά να πεις τα λόγια. Έπαιρνες τις ανάσες σου για να πεις τα λόγια, μα όσες φορές και να τα είχες πει, οι συγγενείς ήδη από την ανάσα σου καταλάβαιναν, ενώ η καργιόλα η Ελπίδα μέσα από τα μάτια τους, σε χαιρετούσε με ύφος χαιρέκακο, γιατί σε είχε νικήσει και πάλι. Έπαιρνες το κουράγιο τότε να σπρώξεις τα λόγια μέσα από τα σωθικά σου, και να τα βγάλεις έξω από το στόμα σου, σαν σπαθί φονικό. Εσύ και μόνο εσύ ήσουν αυτός που έπρεπε να τη σκοτώσει. Και το έκανες. Με σιγανή φωνή και βλέμμα κατεβασμένο στο πάτωμα. Μα το έκανες. Μετά σήκωνες διστακτικά το βλέμμα σου για να δεις τι έκανες στο θύμα σου, το οποίο, είχε δεχτεί τη μαχαιριά σου και τίποτα πια δεν κράταγε από μέσα του, τη δίδυμη αδελφή της Ελπίδας, την Απελπισία. Αυτή, ζούσε βαθιά σε κάτι καταγώγια σκοτεινά στο στομάχι, γιατί οι Θεοί την είχαν τιμωρήσει επειδή ήταν άγρια και επικίνδυνη, να ζει φυλακισμένη μέσα στο σκοτάδι, δεμένη από τα πόδια με βαριές αλυσίδες. Τα κλειδιά της φυλακής της τα είχε η αδελφή της, που πάντα έβρισκε τρόπο να πηγαινοέρχεται επιδεικτικά μπροστά της, ντυμένη με τα όμορφα φουστάνια της, και έτσι την αγρίευε ακόμα περισσότερο. Όταν η Ελπίδα όμως πέθαινε, η Απελπισία έσπαγε τις αλυσίδες της με λύσσα και έβγαινε από μέσα σου σαν απαίσιο τέρας, κραυγάζοντας σπαρακτικά και παλεύοντας να ποδοπατήσει το είναι σου. Τότε εσύ, ο γιατρός, ήθελες να πάρεις αυτή τη μάνα στα χέρια σου και να την παρηγορήσεις. Αλλά τι να της έλεγες; Δεν είχες τίποτα να της πεις. Μόνο κοιτούσες την Απελπισία να την κατασπαράζει σαν πεινασμένος λύκος. Τότε γυρνούσες την πλάτη και έφευγες. Έλεγες στον εαυτό σου διάφορες παρηγορητικές παπαριές για να δικαιολογηθείς: «εσύ είσαι ο γιατρός, πρέπει να φανείς δυνατός και να κρατήσεις τις αποστάσεις σου. Δεν μπορείς κάθε


Όσο κοιμόμουν

149

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φορά να στεναχωριέσαι», «αυτή είναι δυστυχώς η δουλειά σου, μερικές φορές πρέπει να είσαι εσύ ο αγγελιαφόρος των κακών νέων. Είναι άχαρο, αλλά κάποιος πρέπει να το κάνει», «με τον χρόνο όλες οι πληγές γιατρεύονται, έτσι και αυτή η μάνα, τώρα είναι έτσι, αλλά μετά από λίγο καιρό θα συνέλθει και θα συνεχίσει τη ζωή της». Μετά γυρνούσες σπίτι σου. Εκεί σε περίμεναν τα παιδιά σου, ο άντρας ή η γυναίκα σου, ανίδεοι. Ο σύντροφός σου σε έβλεπε σε μόνιμη δυσθυμία και δεν καταλάβαινε, νόμιζε ότι έτσι ήσουν, δύσθυμος από τη φύση σου. Τα παιδιά σου δεν έπαιρναν είδηση τίποτα: ήθελαν να παίξετε. Και έπαιζες λοιπόν, τι έφταιγαν αυτά άλλωστε; Πριν από μισή ώρα ήσουν ο γιατρός, αλλά τώρα ήσουν ο πατέρας, η μάνα. Έπρεπε να σβήσεις τα πάντα από τον εγκέφαλό σου και να παίξεις, να φας, να κάνεις μπάνιο και να πας για ύπνο. Ερχόταν λοιπόν η στιγμή που ξάπλωνες στο ρημαδοκρεβάτι και έκλεινες τα μάτια. Έπρεπε να κοιμηθείς γιατί την επόμενη μέρα θα πήγαινες και πάλι στη δουλειά, για να ξαναζήσεις ενδεχομένως, τα ίδια φτου και από την αρχή. Αλλά αυτός ο Μορφέας δεν έλεγε να ανοίξει την αγκαλιά του με τίποτα. Η γυναίκα σου/ ο άντρας σου, είχε δει και είχε αποδεί, δεν επρόκειτο να δεχτεί κανένα φιλί και κανένα χάδι απόψε, γιατί δεν είχες τα κέφια σου. Και ο καημένος/η, έκανε την προσπάθεια να σου μιλήσει, να σε ρωτήσει τι έχεις. Μα τι να έλεγες; Γιατί να του/της μαύριζες την καρδιά; Τι νόημα είχε να τον/τη βάλεις μέσα στον απαίσιο κόσμο σου; Καλά δεν ήταν έτσι όπως ήταν; Στη χαρούμενη άγνοια; Έτσι έκανες ότι είσαι πολύ κουρασμένος και θέλεις να κοιμηθείς και, για να το αποδείξεις, έκλεινες τα μάτια, γυρνούσες πλευρό και έκανες τον κοιμισμένο. Μία από τις επόμενες μέρες, αν είχες μεγάλη τύχη, θα αναλάμβανες τον άρρωστο που είχες ανανήψει, για τη λήψη οργάνων. Το ένιωθες όταν έφτανες στο χειρουργείο και άκουγες τη βαβούρα. Μετά σου ανακοίνωναν ότι στις πέντε η ώρα θα γίνει η λήψη. Χειρουργοί έρχονταν από όλη τη χώρα, με τα ψυγειάκια τους, έτοιμοι να πέσουν πάνω στο πτώμα και να του βγάλουν τα σωθικά, σαν άλλοι γύπες, σαν άλλες ύαινες. Ο σκοπός τους ήταν αγαστός: ένα πνευμόνι θα πήγαινε σε κάποιον άνθρωπο, ο οποίος, χωρίς να το επιλέξει, είχε βρεθεί με οξυγόνο στο σπίτι και δυσπνοούσε συνέχεια. Μία καρδιά θα πήγαινε σε κάποιον που τη δικιά του, τη χτύπησε αλύπητα κάποιος ιός και την κατέστρεψε. Ένα συκώτι θα πήγαινε σε κάποιον άτυχο, που κόλλησε ηπατίτιδα από μια μετάγγιση, και τώρα είχε κίρρωση, το δέρμα του ήταν κίτρινο και η κοιλιά του σαν μπαλόνι.


150

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Εσύ όμως είσαι αυτός που θα πάει στη Μονάδα, θα παραλάβει τον άρρωστο για να τον οδηγήσει στο χειρουργείο. Και καθώς προχωράς στον διάδρομο σπρώχνοντας το κρεβάτι, ξέρεις ότι οδηγείς αυτό τον άνθρωπο προς τα όρνια. Αλλά λες μέσα σου «αφού είναι ήδη εγκεφαλικά νεκρός, θα πεθάνει ούτως ή άλλως, είναι ήδη πεθαμένος. Κρίμα δεν είναι τα όργανά του, που είναι υγιή, να πάνε χαμένα; Γιατί να μην τα πάρουν τόσοι άνθρωποι που τα έχουν ανάγκη και θα σωθεί η ζωή τους από αυτά;» Αλλά όμως η καρδιά του χτυπάει, τα νεφρά του κατουράνε, τα πνευμόνια του φουσκώνουν με κάθε ώση του αναπνευστήρα και μοιάζει ζωντανός. Και ζωντανός πρέπει να μείνει μέχρι να του πάρουν και το τελευταίο όργανο. Μπαίνεις μέσα στην αίθουσά σου με τον άρρωστο που προχθές είχες ανανήψει, τον συνδέεις κανονικά στο μόνιτορ, πας να ανοίξεις το πτητικό αναισθητικό από συνήθεια, γιατί το χέρι σου πάει μόνο του, αλλά μετά σκέφτεσαι: «ποιο πτητικό αναισθητικό; Ο άνθρωπος είναι νεκρός». Και δεν βάζεις ούτε αναισθητικό ούτε αναλγητικό. Απλά κοιτάζεις, και προσπαθείς να διατηρήσεις ένα ένα τα όργανα σε άριστη κατάσταση, μέχρι να έρθει η σειρά του να μπει στο ψυγειάκι. Οι μασκοφορεμένοι γύπες με τα πράσινα, κάνουν περίτεχνα τη δουλειά τους και, ω τι ειρωνεία, εσύ μεταγγίζεις κιόλας αν χρειάζεται, για να διατηρήσεις σωστή την οξυγόνωση όλων των οργάνων, μέχρι την τελευταία στιγμή. Τέλος, όταν έχουν πάρει τα νεφρά, το συκώτι, τα πνευμόνια, μπροστά στα μάτια σου, κόβουν και την καρδιά και την ξεριζώνουν έξω από το σώμα του αρρώστου σου. Και είναι μπροστά σου η καρδιά του, μέσα στα χέρια του χειρουργού, έξω από το σώμα του ανθρώπου, σαν ομοίωμα, έτοιμη να μπει στο ψυγείο και αυτή. Εσύ κάθεσαι και κοιτάς σαν ηλίθιος, γιατί τώρα τέλειωσε, όλα τέλειωσαν. Δεν έχει νόημα τίποτα από όσα έκανες πριν. Σβήνεις τον αναπνευστήρα, σταματάς τους ορούς, τα φάρμακα και σημειώνεις την ώρα θανάτου στο διάγραμμά σου. Έπειτα ο υπολογιστής σε ρωτάει, όπως συνήθως, πού πάει ο άρρωστός σου μετά το χειρουργείο, και εσύ, συνήθως, επιλέγεις το πάνω πάνω από τον κατάλογο, το «ανάνηψη». Εκείνη τη φορά όμως όχι. Με το ποντίκι σου κατεβαίνεις πιο χαμηλά στον κατάλογο με τις επιλογές, εκεί που γράφει «νεκροτομείο» και το επιλέγεις ανατριχιασμένος. Ο ρόλος σου έχει τελειώσει και τώρα, σαν να μην τρέχει τίποτα, πας να κοιμίσεις το κάταγμα στη διπλανή αίθουσα…


Όσο κοιμόμουν

151

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVIII Ο Χρηστάκος φάνηκε από την πόρτα του θαλάμου να έρχεται με βήμα γοργό για την καθημερινή του επίσκεψη. Πλησίασε και τον αγκάλιασε: «Μπαμπά πώς είσαι σήμερα;» Του σήκωσε τον αντίχειρα για να του απαντήσει πως όλα ήταν καλά. «Μπράβο μπαμπά! Πώς ήταν το γιαουρτάκι;» Ο Άρης ξανασήκωσε τον αντίχειρα χαμογελώντας. «Τέλεια! Πολύ χαίρομαι που τρως μπαμπά. Λοιπόν άκου, με πήρε τηλέφωνο μια κυρία που τη λένε Δέσποινα και με ρώτησε αν μπορεί να σε επισκεφθεί. Της είπα ότι θα σε ρωτούσα πρώτα. Ποια είναι αυτή;» Ο Άρης κράτησε την αναπνοή του για να σταματήσει την ταχυκαρδία που τον έπιασε ακούγοντας το όνομά Της. Έπειτα πήρε το χαρτί και έγραψε. Ο Χρήστος διάβασε: «η πιο σημαντική γυναίκα της ζωής μου» και τα μάτια του άνοιξαν ασυναίσθητα, παίρνοντας ένα ύφος έκπληκτο. Κοίταξε τον πατέρα του μην ξέροντας τι ακριβώς να πει. «Εεεμ… δηλαδή… να της πω να έρθει;» είπε προσπαθώντας να κρύψει την έκπληξή του. Ο Άρης έγνεψε καταφατικά και του ζήτησε πίσω το χαρτί. Έγραψε: «χρειάζομαι καλό χαρτί και στυλό μαύρο». Ο Χρήστος τον κοίταξε καλά με κάποια δυσπιστία: «οκέι… πάω να τα φέρω…», είπε και γύρισε την πλάτη για να φύγει. Η κίνησή του ήταν μαγκωμένη και το περπάτημά του αντανακλαστικό και αυτοματοποιημένο. Γύρισε μετά από λίγη ώρα, με ένα μπλοκ λευκές κόλλες και ένα μαύρο bic. «Την πήρα τηλέφωνο, θα έρθει το απόγευμα, μετά τη δουλειά της». Στο μπλοκ συνταγογράφησης του έγραψε: «ευχαριστώ». «Παρακαλώ… Πώς και δεν μου έχεις μιλήσει ποτέ για αυτή τη γυναίκα;» Ο Άρης ξαναπήρε το χαρτί: «είναι μεγάλη ιστορία. Οι δρόμοι μας χώρισαν πολύ πριν γεννηθείς εσύ, όμως πάντα την αγαπούσα». Ήταν η πιο σύντομη περίληψη που μπορούσε να σκεφτεί. Ο Χρήστος, αφού διάβασε προσεκτικά, τον κοίταξε με κατανόηση και ίσως μία μικρή δόση οίκτου: «Δεν ήξερα μπαμπά ότι είχες κάτι τέτοιο μέσα σου. Ήξερα ότι δεν ταίριαζες με τη μαμά, αλλά δεν φαντάστηκα ότι υπήρχε μια τέτοια γυναίκα στη ζωή σου. Και τώρα;» τον ρώτησε δίνοντάς του και πάλι το μπλοκ. «Τώρα τίποτα, απλώς, δεν θέλω να πεθάνω και να μην την έχω δει, να μην της έχω πει αυτά που νιώθω». Ο Χρήστος διάβασε και αναστέναξε με ακόμα μεγαλύτερη λύπη από προηγουμένως. Είχε καταλάβει, αλλά δεν ήθελε να παραδεχτεί την πραγματικότητα με τόσο ωμό τρόπο. «Τι βλακείες είναι αυτές που λες; Κανείς δεν πρόκειται να πεθάνει». Ο Άρης χαμογέλασε.


152

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Σε λίγες μέρες αρχίζει το χειμερινό εξάμηνο, θα πρέπει να γυρίσω πίσω… Όμως θα έρχομαι τα σαββατοκύριακα να σε βλέπω. Πετάω την Πέμπτη. Έχω συνεννοηθεί και με τον θείο Περικλή να σε έχει στον νου του». Ο Άρης του έγραψε: «με το καλό να γυρίσεις και να συγκεντρωθείς στις σπουδές σου, εγώ είμαι μια χαρά. Σ’ ευχαριστώ πολύ για όλα και σ’ αγαπάω με όλη μου την καρδιά λουλουδάκι μου». Ο Χρήστος το διάβασε και τα μαγουλάκια του κοκκίνισαν ελαφρώς. Ήταν ένα πολύ τρυφερό παιδί, αλλά ήταν πια και άντρας. «Έλα βρε μπαμπά! Ακόμα λουλουδάκι σου; Είμαι πια είκοσι χρονών!» Αλλά στην πραγματικότητα δεν τον ενοχλούσε και τόσο. Αντίθετα, και ο ίδιος είχε για τον πατέρα του τα ίδια τρυφερά συναισθήματα. Έτσι μετάνιωσε λίγο για την αντίδρασή του απέναντι στον πατέρα του και τα υποκοριστικά του και έσκυψε να τον αγκαλιάσει. Όταν ήταν παιδί, ο Άρης άνοιγε την αγκαλιά του διάπλατα και ο Χρήστος, όπου και αν βρισκόταν, έτρεχε με φόρα για να χωθεί μέσα. Τώρα ο Χρήστος άνοιγε την αγκαλιά του και έπαιρνε μέσα τον μπαμπά του σαν μωρό. Του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε: «κι εγώ σ’ αγαπάω μπαμπάκα». Εκείνη την ώρα ήρθε η Μάρθα για να ξεκινήσει τη βάρδιά της. Πέρασε και χαιρέτησε: «Τι κάνετε κύριε Μακρή;» ρώτησε, χωρίς να περιμένει στ’ αλήθεια απάντηση και ύστερα πήγε μπροστά στον υπολογιστή με τον συνάδελφό της, για να κάνουν την παράδοση. — Έλα Γιάννη πες μου. — Λοιπόν, εντάξει με την πρωινή τουαλέτα, σε pressure support με 8 πίεση και 5 peep, εντάξει, έτοιμος είναι, είπαν στην επίσκεψη να τον βάλουμε σε Ταυ το απόγευμα. — Άντε! Ωραία! — Ναι, έφαγε κιόλας ένα γιαουρτάκι νωρίτερα, καλά καταπίνει, αλλά κουράστηκε, του ‘πεσε και η πίεση, τα ‘παιξα λίγο να σου πω την αλήθεια, αλλά εντάξει, όλα καλά. Καλή διούρηση, του έκοψαν και το fungustatin το πρωί. Απύρετος. — Έλα ρε, καλά είναι αυτά. Άρχισαν να μιλάνε με καμιά Παθολογική; — Μάλλον Χειρουργική θα πάει, γιατί είναι κοιλιακό τραύμα και τα λοιπά. — Ωχ, κατάλαβα, αρχίσαμε. Δεν τον θέλουν στην Παθολογική γιατί είναι χειρουργημένος, δεν τον θέλουν στη Χειρουργική γιατί έχει τραχειόστομα και cpap, τα γνωστά.


Όσο κοιμόμουν

153

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

— Ναι, τα κλασικά. Τέλος πάντων. Τι έγινε με την κόρη σου; Καλά τα πήγε; — Τέλεια, τέλεια, ήρθε τρίτη, πήρε χάλκινο! — Άντε ρε, συγχαρητήρια! — Ευχαριστώ. Λοιπόν άντε, μη σε κρατάω, είναι τρεις και τέταρτο. Να περάσεις από την κουζίνα να πάρεις παγωτίνι πριν φύγεις. — Έφερες παγωτίνια; Μπράβο ρε Μάρθα! Ό,τι πρέπει ήταν αυτό. Άντε, καλή βάρδια, τα λέμε αύριο. — Τα λέμε! Ο Χρήστος τους κοιτούσε αποχαυνωμένος όσην ώρα έκαναν την παράδοση. Ούτε που καταλάβαινε τι έλεγαν, αλλά είχε κιόλας εντυπωσιαστεί με τη φυσικότητα που μετέφεραν τις πληροφορίες. Ο κόσμος του νοσοκομείου ήταν, ευτυχώς για εκείνον, άγνωστος και παράξενος. Όλες αυτές οι συντμήσεις και μετά, σαν να μην έτρεχε τίποτα, περνάμε στα κοινωνικά θέματα και στα παγωτίνια. Ο Άρης χάζευε τον γιο του όσην ώρα αυτός παρακολουθούσε την παράδοση και καταλάβαινε τι έτρεχε στο μυαλό του. Για τον Χρήστο, όλη αυτή η κατάσταση, ήταν ό,τι χειρότερο και σοβαρότερο είχε ζήσει μέχρι εκείνη την ώρα. Για τους νοσηλευτές όμως, ήταν απλά μια ακόμα βάρδια, ένας ακόμα άρρωστος, κάποια στάνταρντ στοιχεία, η καθημερινότητά τους δηλαδή. Αλίμονο γι’ αυτούς αν ήταν κάτι περισσότερο. Ήταν περίεργο να βρίσκεσαι από την άλλη μεριά και, αντί να είσαι εσύ αυτός που συζητά για τα παιδιά του και τρώει παγωτίνια, να είσαι αυτός με τη cpap και την ωριαία διούρηση. Ο Χρήστος χαιρέτησε και έφυγε, ενώ η Μάρθα έκανε τον γύρο του κρεβατιού, ελέγχοντας και σημειώνοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία. Ο Άρης είχε ήδη αρχίσει να αγχώνεται. Θα προλάβαινε να γράψει αυτά που ήθελε, όπως τα ήθελε; Από πού να ξεκινούσε; Θα του έπαιρνε πολύ χρόνο το όλο εγχείρημα. Ζήτησε από τη Μάρθα να του σηκώσει την πλάτη του κρεβατιού και, αφού πήρε μια θέση, όσο πιο άνετη γινόταν, έπιασε τις άσπρες κόλλες και το μαύρο στυλό. Η Μάρθα συνέχισε να κάνει τις δουλειές της αδιάφορη: σημείωσε τη θερμοκρασία, την πίεση και τις σφύξεις, τη διούρηση και τα φάρμακα, έλεγξε την αναρρόφηση και τον αναπνευστήρα και πήγε προς τον θάλαμο νοσηλείας. Ετοίμασε ένα ροζ ταυ-σύστημα με 50% οξυγόνο και τα δύο αντιβιοτικά. Έγραψε προσεκτικά πάνω στην κάθε διάλυση τι ήταν, σε τι ποσότητα και την ημερομηνία, τα πήρε όλα μαζί στα χέρια της και πήγε προς το κρεβάτι. Ο Άρης


154

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ακόμα έγραφε, μάλιστα η πρώτη σελίδα τελείωνε και δεν φαινόταν να έφτανε προς το τέλος με τη φόρα που έγραφε. Της Μάρθας δεν της άρεσε να ανακατεύεται στις υποθέσεις των άλλων, γενικότερα, αλλά είχε και την περιέργεια να μάθει σε ποιον γράφει και γιατί γράφει τόσο πολύ. Μπήκε στον πειρασμό να ρίξει μια κλεφτή ματιά, καθώς κρεμούσε τις διαλύσεις με τα αντιβιοτικά. Κοίταξε πρώτα τον Άρη για να δει αν την έβλεπε. Εκείνος ήταν τόσο συγκεντρωμένος σε αυτό που έκανε, που δεν της έδωσε καμία σημασία. Όμως τελικά συγκρατήθηκε: «δεν έχεις καμιά δουλειά να διαβάζεις ξένα γράμματα» της είπε η συνείδησή της. Πράγματι, δεν είχε καμιά δουλειά. Συνέχισε λοιπόν το θεάρεστο έργο της, προσπαθώντας να αποφύγει να στρέψει το βλέμμα της προς τις κόλλες χαρτιού που γέμιζαν με μαύρα σημαδάκια. Έπιασε αντανακλαστικά το σταυρουδάκι της και το χάιδεψε ανάμεσα στα δάκτυλά της, καθώς ξαναπήγε προς τον υπολογιστή της. Μετά πλησίασε πάλι το κρεβάτι. Δεν ήθελε να τον διακόψει, έπρεπε όμως να τον βάλει σε ταυ. «Κύριε Μακρή, συγγνώμη που σας διακόπτω, αλλά επειδή το αναπνευστικό σας πάει καλύτερα, δεν έχετε τόση μεγάλη ανάγκη πια τον αναπνευστήρα. Γι’ αυτό οι γιατροί αποφάσισαν σήμερα να δοκιμάσουμε σιγά σιγά να σας αποδεσμεύσουμε και να δούμε αν τα καταφέρνετε μόνος σας. Θα συνδέσουμε αυτό το σύστημα στο τραχειόστομα και θα σας αφήσουμε να αναπνεύσετε μόνος σας για ένα τέταρτο». Μα πόσο γλυκιά ήταν! Του μιλούσε τόσο όμορφα και ευγενικά, ξεχνώντας βέβαια, ότι ο ίδιος ήταν Αναισθησιολόγος και αρκούσε μόνο να του έλεγε: «θα βγείτε σε ταυ για να κάνουμε weaning», αλλά δεν είχε καμία σημασία. Χρησιμοποιούσε τόσο απλά και κατανοητά λόγια για να εξηγήσει στον άρρωστο τι έκανε, που τον έκανε να νιώθει περήφανος για τις νοσηλεύτριες, τις γνώσεις, το έργο τους και την πολύτιμη συνδρομή τους στο σύστημα υγείας. Ο Άρης πήρε το απλό μπλοκάκι και της έγραψε: «ευχαριστώ Μάρθα. Θα ήθελα σε παρακαλώ να έχεις τον νου σου τώρα που θα έρθει η Δέσποινα». Εκείνη το διάβασε, έπειτα τον κοίταξε κατάματα και τα κομμάτια του πάζλ άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους. «Κατάλαβα. Μην ανησυχείτε, θα είμαι εδώ και θα σας προσέχω». Ένιωθε τυχερός που ήταν η βάρδια της Μάρθας εκείνη την ώρα, γιατί για κάποιο λόγο, την εμπιστευόταν. Ήταν διακριτική, αλλά και γεμάτη κατανόηση. Δεν χρειαζόταν να της πεις πολλά, μα αντιλαμβανόταν τα πάντα. Και ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν για αυτή τη μεγάλη στιγμή. Ήξερε πώς θα αντιδρούσε η ψυχή του, αλλά δεν είχε


Όσο κοιμόμουν

155

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εμπιστοσύνη στο πώς θα αντιδρούσε το σώμα του, γι’ αυτό, κάποιος έπρεπε να είναι εκεί να τον προσέχει και δεν υπήρχε καταλληλότερος άνθρωπος από τη Μάρθα. Συνέχισε να γράφει το γράμμα του, ήταν πια στη δεύτερη σελίδα. Μετά ακολούθησε και τρίτη, αλλά είχε αρχίσει ήδη να κουράζεται με το ταυ σύστημα, γιατί κατανάλωνε πολλή ενέργεια όχι μόνο για τη σκέψη και τη γραφή, αλλά και για τις αναπνευστικές του κινήσεις. Ήθελε πολύ να πετύχει το «πείραμα» του απογαλακτισμού από τον αναπνευστήρα. Δεν άντεχε πια αυτό το μηχάνημα, ήθελε επιτέλους να το ξεφορτωθεί. Και έπειτα, να ξεφορτωθεί και το καταραμένο τραχειόστομα και να μπορέσει να ξαναμιλήσει επιτέλους, σαν άνθρωπος. «Πολύ καλά τα πήγατε, μπράβο. Θα σας ξανασυνδέσω τώρα στον αναπνευστήρα και δοκιμάζουμε πάλι σε τέσσερις ώρες με το ταυ». Ο θώρακάς του εκπτυσσόταν πλέον με ευχέρεια και αυτό τον ξεκούρασε. Ξαναέπιασε το στυλό να συνεχίσει, ένιωθε ότι δεν θα προλάβαινε να τελειώσει το γράμμα του πριν να έρθει Εκείνη. Έτσι, έβαλε έναν επίλογο όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η όλη διαδικασία τον είχε καταβάλλει. Άφησε κάτω το στυλό, γύρισε το κεφάλι στο πλάι και έκλεισε τα μάτια του, είχε εξαντληθεί. Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά όταν ένιωσε την παρουσία Της στο δωμάτιο. Άνοιξε τα μάτια όλος αγωνία, για να διαπιστώσει ότι πέρα στο βάθος, με φόντο τον εκτυφλωτικό ήλιο, διαγραφόταν η φιγούρα Της. Μιλούσε με τη Μάρθα, η οποία Τη συνόδευσε μέχρι το κρεβάτι με χαμόγελο οικοδέσποινας: «Κύριε Μακρή, έχετε επισκέψεις!» Την ομορφιά Της δεν μπορούσε να κρύψει καμιά ποδιά και καμία μάσκα. Τα μαλλάκια Της ξέφευγαν ατίθασα από το σκούφο, λάμποντας σαν χρυσάφι. Η αίσθηση της οικειότητας πλημμύρισε την καρδιά του σαν ζεστό κύμα αέρα που παρασέρνει κάθε έγνοια μακριά. Της χαμογέλασε. Του χαμογελούσε και εκείνη μέσα από τη μάσκα Της, καθώς περπατούσε προς το μέρος του. Στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι: «Άρη μου!» του είπε με ενθουσιασμό και έπειτα τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Η όψη Της σκοτείνιασε, το χαμόγελο έσβησε από τα μάτια Της και το πρόσωπό Της χλώμιασε. Κρατήθηκε από το πλαϊνό μέρος του κρεβατιού. Η Μάρθα, που στο μεταξύ αναρροφούσε ένα φάρμακο, το παράτησε πάνω στον πάγκο και έτρεξε να φέρει μια καρέκλα. «Καθίστε καλύτερα, μην είστε όρθια. Θέλετε λίγο νεράκι;» Η Δέσποινα της είπε «ναι» με μια φωνή που ίσα που μπόρεσε να βγει από τα χείλη Της ξεψυχισμένα. Η Μάρθα ξαναφάνηκε μετά από δευτερόλεπτα. Η Δέσποινα την κοίταξε, πήρε το ποτήρι και, με όση δύναμη της είχε απομείνει, ήπιε μια γερή


156

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

γουλιά. Το χρώμα Της άρχισε να ξαναέρχεται σιγά σιγά, έδωσε το ποτήρι πίσω στη Μάρθα και με δυνατότερη φωνή μπόρεσε να πει «ευχαριστώ πολύ». Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξανακοίταξε τον Άρη περίλυπη. «Τι έπαθες βρε παιδάκι μου;» Εκείνος πήρε το πρόχειρο μπλοκ και της έγραψε: «δεν μπορώ να μιλήσω λόγω του τραχειοστόματος. Τραυματίστηκα προφανώς, πάνω σε έναν καυγά που είχα. Δεν θυμάμαι τίποτα, οι άλλοι μου τα είπαν. Τι κάνεις εσύ;» «Τι λες βρε Άρη; Εσύ σε καυγά; Εσύ είσαι ο πιο ειρηνικός άνθρωπος που ξέρω. Ούτε θυμώνεις ούτε φωνάζεις, ούτε μυρμήγκι δεν πειράζεις καλά καλά». «Άστα αυτά τώρα. Πες μου εσύ τι κάνεις». Τον κοίταξε με δυσπιστία. Πώς να «τ’ αφήσει τώρα αυτά;» Δεν είχε έρθει για να μιλήσει για τον εαυτό της. Εκείνος όμως που το κατάλαβε, της χαμογέλασε για να την ενθαρρύνει. Εκείνη αναστέναξε και, όντως, ένιωσε λίγο πιο χαλαρή. «Λοιπόν, πού είχαμε μείνει στη τελευταία μας συνάντηση; Τότε δεν είχα ακόμα κάνει το δεύτερο, έτσι δεν είναι;» Όχι, δεν είχε κάνει ακόμα το δεύτερο, Της έδωσε να καταλάβει, συνεχίζοντας να χαμογελά. Της έγραψε: «Μπράβο Δέσποινα, να σου ζήσουν!» Προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να κάνει αυτή τη συζήτηση να μοιάζει φυσιολογική, να απασχολήσει το μυαλό Της και να το αποσπάσει από την εικόνα που έβλεπε. Τα είχε καταφέρει αρκετά καλά, γιατί, εκτός από κάποιες μικρές παύσεις δυσπιστίας και δισταγμού για το αν έπρεπε να συνεχίσει, η γλώσσα Της λύθηκε και άρχισε να μιλάει όπως μιλούσε πάντα. Ο λόγος Της έτρεχε σαν γάργαρο νεράκι και ήταν στα αυτιά του, η αρμονικότερη των αρμονιών. Του μίλησε για τη δουλειά Της, για το πόσο κουράζεται, για τους συναδέλφους και τις παρέες Της. Του μίλησε ακόμα για παλιούς, κοινούς τους γνωστούς με τους οποίους διατηρούσε ακόμα επαφή. Του μίλησε για τα παιδιά Της, για τον άντρα Της. Εκείνος, όση ώρα του μιλούσε, διατήρησε το ίδιο γλυκό χαμόγελο. Τα πάντα τον ενδιέφεραν: πού ζούσε, τι έκανε από το πρωί που ξυπνούσε μέχρι το βράδυ, πώς ήταν οι σχέσεις Της με τους άλλους ανθρώπους, πώς ήταν τα παιδιά Της. Ήθελε να σχηματίσει μια εικόνα στο μυαλό του. Όση ώρα μιλούσε, τόσο πιο πολύ ένιωθε ότι ο κόσμος Της ήταν σαν μια γυάλινη σφαίρα, σαν αυτές που βρίσκεις στα τουριστικά είδη: ένα σπιτάκι με κήπο, δεντράκια και λουλούδια και, γύρω γύρω, χαρούμενα ανθρωπάκια. Ο ήλιος έλαμπε μέσα σ’ αυτή τη γυάλινη σφαίρα. Καθώς εκείνη συνέχιζε να διηγείται ιστορίες από τη ζωή Της, ο Άρης έπιασε με το δεξί του χέρι


Όσο κοιμόμουν

157

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διακριτικά το γράμμα που Της είχε γράψει. Το έσυρε αθόρυβα κάτω από το σεντόνι. Εκείνη δεν πρόσεξε τίποτα, η Μάρθα όμως, που έριχνε συνέχεια κλεφτές ματιές προς το μέρος του, το είδε. Τι όμορφα που πρέπει να ήταν μέσα σε κείνη τη γυάλα: η Δέσποινα, ο Μάνος και τα παιδιά τους, ο Αντώνης και ο Γιώργος. Αυτή η Δέσποινα όμως δεν ήταν η Δέσποινα που ήξερε. Πού να βρισκόταν άραγε η δικιά του Δέσποινα; Ζούσε ακόμα κάπου ή μήπως είχε σκορπίσει σε κάποιας μορφής χρυσόσκονη, που ο αέρας τη φύσηξε μακριά σιγά σιγά, μεταμορφώνοντάς Την σε μια απλή γυναίκα; Πού ήταν το ελεύθερο πνεύμα Της; Η δίψα για περιπέτεια; Η αγωνιστικότητα Της; Τίποτα από αυτά δεν έβλεπε, παρά μόνο τη γυάλα, με το σπιτάκι και τα χαρούμενα ανθρωπάκια. Τι περίεργο! Τη φανταζόταν πάντα έξω από τη γυάλα. Και όμως, φαινόταν ευτυχισμένη. Ποιος ήταν αυτός άλλωστε, που θα είχε και άποψη για το τι θα Την έκανε ευτυχισμένη; Άλλωστε είχε περάσει και ο ίδιος από αυτό το στάδιο πριν από μερικά χρόνια, αλλά εκείνος, απλά ατύχησε γιατί διάλεξε τη λάθος γυναίκα. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι και Εκείνη είχε διαλέξει τον λάθος άντρα. Μπορεί ο άντρας Της να Την έκανε όντως ευτυχισμένη. Μπορεί με τα χρόνια να είχε καταλήξει να έχει άλλα όνειρα και άλλες επιθυμίες σε σχέση με αυτές που ο Άρης πίστευε ότι Της ταίριαζαν. Δεν θα ήταν πολύ εγωιστικό εκ μέρους του λοιπόν, να ταράξει την όμορφη γυάλα, δίνοντάς Της το γράμμα και εξηγώντας Της πώς αισθάνεται; Έτσι όπως έβλεπε τα μάτια Της να λάμπουν; Αν του έδινε τουλάχιστον μια αφορμή, ένα άνοιγμα. Μα η πόρτα του ενδότερου κόσμου Της παρέμεινε κλειστή. Είχε το δικαίωμα εκείνος να την παραβιάσει; Και αν την παραβίαζε, πού θα έβγαζε αυτό; Καλό είναι να θέτεις έναν προβληματισμό, αλλά δεν πρέπει αυτός να ακολουθείται και από κάποια πρόταση; Σε εκείνη την περίπτωση, τι είχε αυτός να αντιπροτείνει; Να της έλεγε απλά και μόνο για να μάθει; Τι θα κέρδιζε ο ίδιος και, κυρίως, τι θα κέρδιζε Εκείνη; Πρέπει να φάνηκε πολύ αφηρημένος, διότι η Δέσποινα σταμάτησε ξαφνικά τη φράση Της, τον κοίταξε στεναχωρημένη στα μάτια, έπιασε και έσφιξε το χέρι του στο δικό Της και αναστέναξε: «Αχ βρε Άρη μου… τι ήταν αυτό που σε βρήκε…» Το άγγιγμά Της, διαπέρασε το σώμα του σαν ηλεκτρικό ρεύμα και οι σφύξεις του ανέβηκαν. Και αυτό το παρατήρησε η Μάρθα. Τον κοίταξε με οίκτο, σκεφτόμενη πόσο βασανιστική πρέπει να ήταν αυτή η στιγμή για εκείνον. Όμως η Δέσποινα δεν κατάλαβε τίποτα, ήταν γειωμένη. «Άρη μου, στεναχωριέμαι πάρα πολύ, αλλά πρέπει να σε αφήσω, γιατί θα πάμε


158

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στο σπίτι κάποιων φίλων και πρέπει να προλάβω να πάω σπίτι και να ετοιμαστώ». Της έγραψε για να της ευχηθεί να περάσει καλά και να Την ευχαριστήσει που ήρθε να τον δει. Επίσης της ζήτησε να του φιλήσει τα παιδιά και να χαιρετήσει τους γονείς Της εκ μέρους του. Εκείνη του είπε με τη σειρά Της ότι χάρηκε πολύ που τον είδε, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες και ότι θα ξαναερχόταν να τον δει όσο πιο σύντομα γινόταν. Η εικόνα του πίσω μέρους του σώματός Της, εντυπώθηκε και αποθηκεύτηκε στον σκληρό του δίσκο. Θα «πήγαιναν στο σπίτι κάποιων φίλων». Έπρεπε να «προλάβει να πάει σπίτι και να ετοιμαστεί». «Σπίτι». Όταν αυτή η λέξη αναφέρεται μόνη της, είναι που υποδηλώνει την ταύτιση. «Πάω σπίτι» σημαίνει πάω στο σπίτι που θεωρώ δικό μου, δεν έχω ανάγκη να του βάλω κτητική αντωνυμία. Πράγμα που σήμαινε ότι η κατοικία στην οποία ζούσε, ήταν για Εκείνη «το σπίτι». Μα πώς θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά τα πράγματα; Αφού εκεί ήταν όλος Της ο κόσμος; Ή αντίστροφα, όλος Της ο κόσμος ήταν εκεί; Ο ίδιος δεν είχε ούτε σπίτι ούτε δικό του κόσμο. Όταν έλεγε «σπίτι», προφανώς εννοούσε το σπίτι στην Ελβετία, και πράγματι αυτό ήταν το «σπίτι» για πολλά χρόνια, ειδικά όταν ο Χρηστάκος ήταν μαζί του. Τώρα όμως ο Χρηστάκος έγινε Χρήστος. Ζούσε μόνος του, μακριά, σε άλλη πόλη και το διαμέρισμα ήταν άδειο. Ήταν μόνος του. Τότε συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι το «σπίτι» το κάνουν οι άνθρωποι που ζουν μέσα σ’ αυτό. Ήταν κάτι τόσο δεδομένο, μέχρι τη στιγμή που έμεινε ολομόναχος. Τότε αυτό μεταμορφώθηκε σε ένα κτίσμα, φτιαγμένο από τοίχους, παράθυρα, έπιπλα και αναμνήσεις. «Όλα εντάξει κύριε Μακρή;» τον διέκοψε η Μάρθα. Εκείνος της έγραψε: «όλα εντάξει, αλλά κουράστηκα». Έπειτα συνέχισε από κάτω: «μπορείς να φυλάξεις αυτό το γράμμα;» και της έτεινε το μπλοκάκι μαζί με το γράμμα. Η Μάρθα το πήρε προσεκτικά, το δίπλωσε στα δύο και το έβαλε μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου του. Της έγνεψε «όχι, όχι» με το κεφάλι και την έδειξε με τον δείκτη του χεριού του. Εκείνη τότε το ξαναπήρε από το συρτάρι, το δίπλωσε ακόμα μια φορά και απομακρύνθηκε για να πάει στο ντουλαπάκι της και να το βάλει μέσα στην τσάντα της. Γύρισε αμέσως μετά και του χαμογέλασε, κρατώντας τον από τον ώμο. Της χαμογέλασε και αυτός με τη σειρά του, κλείνοντας τα μάτια για να της πει «ευχαριστώ».


Όσο κοιμόμουν

159

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙΧ Την επόμενη μέρα έβρεχε ασταμάτητα. Κατάμαυρα σύννεφα είχαν σκεπάσει τον ουρανό και οι συγκρούσεις τους παρήγαγαν αστραπές με μεγάλη φωτεινότητα. Το νερό έπεφτε σε αξιόλογες ποσότητες, κάνοντας τα κλαδιά των δέντρων να λυγίζουν, το χώμα να σκάβεται και μετέτρεπε τα τζάμια από τα παράθυρα σε καμβάδες μυστήριων έργων τέχνης. Μέσα στον θάλαμο έκανε ζέστη. Ο Άρης όμως κρύωνε, έτρεμε από το κρύο. Σκέφτηκε ότι τον επηρέαζε ψυχολογικά ο καιρός, γιατί στην πραγματικότητα δεν έκανε κρύο. Η νοσηλεύτρια της πρωινής βάρδιας ήταν κάποια που δεν είχε ξαναδεί ποτέ μέχρι τότε. Ήταν κοντή και πολύ αδύνατη, αλλά μυώδης. Το πρόσωπό της είχε μάλλον άγρια χαρακτηριστικά, υποδήλωνε άγχος και εσωτερικό θυμό. Οι κινήσεις της ήταν νευρικές. Μόλις αντιλήφθηκε ότι είχε ανοίξει τα μάτια του, γύρισε προς το μέρος του: «Καλημέρα! Εγώ είμαι η Ανθή, η νοσηλεύτρια που σας φροντίζει σήμερα». Έσκυψε το κεφάλι του χαμογελώντας για να ανταποκριθεί στον χαιρετισμό. Τον πλησίασε, έβαλε το θερμόμετρο στη μασχάλη του και τον συνέδεσε στο ταυ-σύστημα. Έπειτα πήγε να κλείσει τον αναπνευστήρα, ο οποίος είχε ήδη αντιληφθεί ότι τον είχαν αποσυνδέσει. Το θερμόμετρο σφύριξε, εκείνη το πήρε και το διάβασε: «Χμμ, 37 και 7, αλλά θα πέσει με την τουαλέτα». Ετοίμασε όλα όσα χρειαζόταν, φώναξε τη βοηθό θαλάμου και έκαναν την καθημερινή τους τουαλέτα ως συνήθως. Και πράγματι, μετά την πρωινή τουαλέτα, η θερμοκρασία του έπεσε στο 37,1. Όμως εκείνος κρύωνε, κρύωνε πολύ και έτρεμε σύγκορμος. Μάλλον θα ήταν που τον είχαν ξεσκεπάσει και τον είχαν πλύνει με νερό που δεν ήταν και τόσο ζεστό. Η Ανθή τον σκέπασε με το σεντόνι και παρατήρησε ότι κρύωνε. Χωρίς να πει κουβέντα, πήγε και έφερε μια μάλλινη κουβέρτα και τον σκέπασε μέχρι τον λαιμό. «Καλύτερα;» τον ρώτησε. Καλύτερα, της έγνεψε και αυτός με τη σειρά του. Όμως δεν ήταν καλύτερα, κρύωνε ακόμα πολύ. Προσπάθησε να μην το σκέφτεται και γύρισε να κοιτάξει πάλι έξω από το παράθυρο. Τώρα τα σύννεφα ήταν λιγότερο μαύρα και το νερό έπεφτε με λιγότερη ορμή. Ήταν απλά μια μπόρα λοιπόν. Μια καλοκαιρινή, δροσιστική μπόρα. Όσο η ώρα περνούσε αισθανόταν καλύτερα. Το σώμα του άρχισε και πάλι να ζεσταίνεται. Σίγουρα τον είχε επηρεάσει ο καιρός και, το 37,7 στη Μονάδα είναι μια πολύ φυσιολογική θερμοκρασία. Δεν ανησυχούσε.


160

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Του ήρθε στο μυαλό η χθεσινή του συνάντηση. Μια περίεργη πίκρα του ερχόταν στο στόμα και ένας κόμπος στον λαιμό. Από τη μια, είχε νιώσει και πάλι την υπέροχη αύρα Της, είχε δει την όμορφη όψη Της, είχε ακούσει τη γλυκιά φωνή Της και η καρδιά του είχε φτερουγίσει ατσούμπαλα, σαν πουλάκι που μάθαινε να πετάει. Από την άλλη όμως, η πραγματικότητά Της ήταν τόσο καλοσχηματισμένη και τόσο μακρινή από τη δική του, που δεν μπόρεσε να βρει τη γέφυρα που τους ένωνε. Μήπως έπρεπε να της είχε δώσει το γράμμα ούτως ή άλλως; Τι θα κατάφερνε όμως; Μια τρύπα στο νερό: εκείνος ήταν άρρωστος και παράλυτος, ενώ εκείνη, ζούσε μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Τι μπορούσε να Της προσφέρει εκτός από την απέραντη αγάπη του; Πάντα το κοινωνικό περιβάλλον θέλει να μας περάσει το μήνυμα ότι η αγάπη είναι που μετράει και ότι η αγάπη όλα τα νικάει. Μα επί της ουσίας, τι σημασία είχε τούτη την ώρα η αγάπη του; Ήταν μόνο ένα συναίσθημα και τίποτα άλλο. Εκείνη μπορούσε να επιβιώσει άνετα και χωρίς αυτό. Δεν μπορούσε να της προσφέρει τίποτα παραπάνω από αυτά που ήδη είχε. Το καλύτερο λοιπόν, ήταν να βάλει τα δικά του συναισθήματα και τις δικές του επιθυμίες στην άκρη και να Την αφήσει στην ησυχία Της. Άλλωστε πάντα αυτό έκανε στη ζωή του. Αυτό του έλεγε ο φλοιός του εγκεφάλου του, με τις ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες που ξέρουν να αναλύουν, να συνθέτουν και να συνδυάζουν με εκλεπτυσμένο τρόπο τις πληροφορίες και έπειτα τις ταξινομούν και οδηγούνται σε συμπεράσματα. Κάτω από το όρος Συνείδηση όμως ξεκίνησε ένας φοβερός σεισμός. Τα παιδιά είχαν θυμώσει και ήταν σε κατάσταση αμόκ: η Μητέρα τους είχε περάσει από δίπλα τους χωρίς να τα δει, χωρίς καν να νιώσει την παρουσία τους. Πόσο ανάγκη είχαν από το γλυκό Της βλέμμα και από το χάδι στο μάγουλο για να τραφούν και να συνεχίσουν να εργάζονται με ελπίδα για τον θρυλικό τους σκοπό. Μα Εκείνη απλά τα προσπέρασε, χωρίς να τους δώσει σημασία. Τα άφησε νηστικά και διψασμένα. Έτσι αυτά, τριγυρνούσαν μέσα στα τρίσβαθα της σπηλιάς τους απαρηγόρητα, ουρλιάζοντας και σπάζοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Τα έργα για τα οποία τόσα χρόνια ίδρωναν μέρα νύχτα, οι κόποι τους, πήγαιναν χαμένοι. Το όνειρό τους να γεννήσουν μια μέρα την Ένωση, σβηνόταν με ένα βρώμικο πατσαβούρι. Η οργή τους ήταν ασυγκράτητη και ξέσπασαν σε μια έκρηξη τόσο μεγάλη, που έκανε το κορμί του Άρη να σπαρταράει σαν ψάρι έξω από το νερό. Η θερμότητα που απελευθερώθηκε από την τρομερή έκρηξη,


Όσο κοιμόμουν

161

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δημιούργησε ένα κύμα πανίσχυρο, που μεταδόθηκε με τεράστια ταχύτητα από το κέντρο του σώματός του, προς όλα του τα κύτταρα, μέχρι και το τελευταίο. Η Ανθή τρόμαξε και φώναξε γρήγορα τον γιατρό. Ήρθε αμέσως ο επιμελητής μαζί με τον ειδικευόμενο. «Δώστου 5mg dormicum και σύνδεσέ τον στον αναπνευστήρα σε pressure control». Η Ανθή πήγε να ετοιμάσει το φάρμακο τρέχοντας, ενώ ο ειδικευόμενος πήγε προς τον αναπνευστήρα. Το φάρμακο ήρθε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα και καθώς έμπαινε μέσα στην κυκλοφορία του, έσβηνε στο διάβα του τη φωτιά σαν πυροσβεστήρας. Μετά από δυο λεπτά οι σπασμοί σταμάτησαν τελείως. Ο Άρης κοιμόταν βαθιά, αφήνοντας τον αναπνευστήρα να κάνει τη δουλειά του για αυτόν. «Τι συνέβη;» ρώτησε ο επιμελητής την Ανθή. Εκείνη θύμωσε, γιατί το ύφος του γιατρού την έκανε να αισθάνεται ότι έπρεπε να απολογηθεί για κάτι. Όμως κράτησε την ψυχραιμία της και του απάντησε: «Τίποτα το αξιοσημείωτο, κάναμε την πρωινή τουαλέτα χωρίς πρόβλημα, ήταν σταθερότατος και ξύπνιος, 15 Γλασκόβη». Μετά από λίγο πρόσθεσε: «Α, είχε και λίγα δέκατα, 37,7, αλλά μετά την τουαλέτα έπεσε στο 37,1». Ο επιμελητής επέμεινε: «Πήρε κάποιο φάρμακο;» Η Ανθή όμως δεν του είχε δώσει ακόμα κανένα φάρμακο από την πρωινή νοσηλεία. Ο γιατρός, έχοντας αποκλείσει τη φαρμακευτική αντίδραση, συνέχισε τη διαφορική του διάγνωση: «Τι θερμοκρασία έχει τώρα;» Η Ανθή, που πλέον είχε θυμώσει πολύ με το ύφος του, δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Πήγε να πάρει το θερμόμετρο με νευρικό βήμα και καθώς το έβαζε στη μασχάλη, σκεφτόταν από μέσα της: «Δεν έχει πυρετό βρε μαλάκα! Δεν με πιστεύεις που σου το λέω; Αλλά τέτοιος παπάρας είσαι μια ζωή. Μας έχεις για ηλίθιες, εμείς βγάζουμε όλη τη δουλειά, πλένουμε, ξεσκατίζουμε, φροντίζουμε τα πάντα και έρχεται μετά το κάθε τσουτσέκι να μας κάνει παρατήρηση. Που κάθεσαι όλη μέρα στο γραφείο και τα ξύνεις και μετά έρχεσαι εδώ να μας το παίξεις έξυπνος. Δεν θα κάνεις νύχτα όμως μια από αυτές τις μέρες; Θα δεις πούστη τι έχεις να τραβήξεις. Θα σε παίρνω κάθε λίγο τηλέφωνο για το παραμικρό. Και πάνω που θα σε ξαναπαίρνει ο ύπνος, θα σε ξανακαλώ. Θα σου σπάσω τα νεύρα!» Αυτά τα παράπονα περνούσαν από το μυαλό της σαν αστραπή, φουντωμένα μέσα της από τα πολλά χρόνια που αναγκαζόταν να υπομένει ανθρώπους και καταστάσεις. Πυροδοτούμενα από την πεποίθηση ότι αυτό που έκανε δεν αντιστοιχούσε σε αυτό που θα μπορούσε, δεν ήταν αυτό που ταίριαζε στις δυνατότητές της. Ήταν υποχρεωμένη όμως, γιατί έπρεπε και να επιβιώσει με κάποιο τρόπο. Και στο σπίτι τα πράγματα ήταν τόσο άσχημα, που


162

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αντί να τη φέρνουν σε ισορροπία με τον εαυτό της, λειτουργούσαν σαν λάδι που φούντωνε τη φωτιά ακόμα περισσότερο. Τις σκέψεις της διέκοψε το σφύριγμα του θερμομέτρου. Είχε 39,1. Το διάβασε με σιγανή φωνή στον επιμελητή, νιώθοντας κάποια ντροπή στιγμιαία, για όλες τις κακές και εκδικητικές σκέψεις που έκανε προηγουμένως. Ο γιατρός όμως, μην έχοντας αντιληφθεί τίποτα από όλα αυτά, την κοίταξε ατάραχος: «Στείλε αιμοκαλλιέργεια αερόβια-αναερόβια και μετά βάλτου μια apotel» και έφυγε προς τον υπολογιστή. Απευθύνθηκε αυτή τη φορά στον ειδικευόμενο και άρχισαν να συζητάνε για το πώς θα άλλαζαν τα αντιβιοτικά, για να καλύψουν ακόμα μεγαλύτερο φάσμα μικροβίων, μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα της καλλιέργειας. Ο Άρης ξύπνησε το απόγευμα πια. Τα μάτια του έτσουζαν και δάκρυζαν. Έτσι κατάλαβε και συνειδητοποίησε αυτό που το πρωί δεν ήθελε: είχε πυρετό. Χιλιάδες, εκατομμύρια μικροσκοπικά μπαλάκια ή ραβδάκια, κυκλοφορούσαν στο αίμα του και έτρωγαν και έπιναν από αυτό. Μετά, κατασκήνωναν στα διάφορα όργανα και άρχιζαν να φτιάχνουν τα σπίτια τους με γρήγορους ρυθμούς. Μάταια προσπαθούσε να ρίξει το σώμα του όποια τοξίνη είχε στη διάθεσή του για να τα εξοντώσει. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να καίγεται στον πυρετό και να υποφέρει, ενώ αυτά πολλαπλασιάζονταν σαν τρελά, σχεδόν ανεμπόδιστα. Κοίταξε προς το σεντόνι του και είδε μικρά ανθρωπάκια να περπατάνε και να έρχονται κατά πάνω του. «Σύνελθε Άρη», είπε στον εαυτό του «είναι μόνο παραισθήσεις». Το έλεγε και το ξανάλεγε στον εαυτό του, και τα μικρά ανθρωπάκια άρχισαν να αραιώνουν, μέχρι που εξαφανίστηκαν τελείως. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε τον Περικλή να μπαίνει στον θάλαμο. «Έλα βρε μαλάκα! Τι έπαθες πάλι;» του είπε γελώντας. Ο Άρης τον κοίταξε με περιέργεια. Δεν είχε προσβληθεί, αλλά αισθανόταν παράξενα. Μάλλον θα έφταιγε το dormicum, σκέφτηκε για να καθησυχάσει τον εαυτό του. Έπειτα χαμογέλασε με τη σειρά του στον Περικλή. «Πώς πήγε χθες η συνάντηση με τη Δέσποινα;» Ο Άρης έκανε μια γκριμάτσα, σουφρώνοντας τα φρύδια και τα χείλη του, για να δείξει πως πήγε από μέτρια έως άσχημα. Δεν είχε δύναμη να γράψει, οπότε θα δοκίμαζε τις δεξιότητες του φίλου του. «Κατάλαβα», είπε αυτός, «Χέστη μωρέ τώρα, δεν πειράζει, ασχολήσου λίγο με τον εαυτό σου. Κοίτα να γίνεις καλά και βλέπουμε μετά». Ο Άρης κούνησε το κεφάλι σε μια ψεύτικη συμφωνία. Δεν ήθελε να συνεχίσει άλλο αυτή τη συζήτηση. «Ο Χρήστος έφυγε το πρωί, δεν μπόρεσε να έρθει να σε χαιρετήσει, γιατί η πτήση του ήταν πολύ νωρίς. Θα έρθει όμως το


Όσο κοιμόμουν

163

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

επόμενο σαββατοκύριακο». Δεν πείραζε, ας έκανε όπως μπορούσε το παιδί. Άλλωστε δεν είχε και καμιά υποχρέωση να έρχεται όλη την ώρα. Έπρεπε να κοιτάξει τη ζωή του: το παρόν και το μέλλον του. Ύστερα, ο Περικλής μετά από ένα μικρό αναστεναγμό, έβαλε το χέρι του πάνω στον ώμο του φίλου του και του είπε: «Ήρθε σήμερα το πρωί η αστυνομία και με βρήκε. Με ρωτούσαν αν ήξερα λεπτομέρειες για το τι συνέβη εκείνη τη νύχτα. Τους είπα ότι ήμουν στο Λονδίνο και ότι εσύ δεν θυμάσαι τίποτα. Με ρώτησαν αν είσαι σε θέση να επικοινωνήσεις και εγώ τους απάντησα ότι είσαι ξύπνιος μεν, αλλά δεν μπορείς να μιλήσεις». Μάλιστα… Άρχισαν αυτά τώρα… Αστυνομία, ανακρίσεις, δικαστήρια, ίσως ακόμα και φυλακή. Μάλλον ήταν καιρός να επικοινωνήσει με τη δικηγόρο του. Ο Περικλής όμως, τον είχε προλάβει: «Μίλησα αμέσως μετά με τη δικηγόρο σου. Μου είπε να τη φωνάξουμε ανά πάσα στιγμή, σε περίπτωση που έρθουν να σε ανακρίνουν. Μου είπε επίσης ότι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να έρθουν όσο η ζωή σου είναι σε κρίσιμη κατάσταση. Θα περάσει να σε δει και η ίδια αύριο το πρωί. Αλλά ξέρεις, μου φάνηκαν πολύ αποφασισμένοι, να φανταστείς ανέκριναν ακόμα και τα παιδιά. Αν είναι ποτέ δυνατόν, τα παιδιά!» Τα πράγματα λοιπόν ήταν πολύ πιο σοβαρά απ’ ότι τα υπολόγιζε, αφού έφτασαν σε αυτό το σημείο. Μήπως του διέφευγε κάποια λεπτομέρεια; Πήρε μια βαθιά ανάσα και ζήτησε από τον φίλο του να του δώσει χαρτί και στυλό. Έγραψε: «Πώς πάει ο Βαγγέλης;». Ο Περικλής ξεροκατάπιε: «Κοίτα Άρη, δεν πάει καλά, δηλαδή τι να σου πω;» Έκανε μια παύση. Ο Άρης τα κατάλαβε όλα ξαφνικά: ο Βαγγέλης είχε πεθάνει! Από την αρχή είχε πεθάνει και δεν του είπαν τίποτα! Έγραψε βιαστικά: «Έχει πεθάνει;» και έδωσε το χαρτί στον Περικλή. Εκείνος έριξε τα μάτια στο πάτωμα. Είχε πεθάνει λοιπόν, καλά το κατάλαβε! Είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο! Μια ανατριχίλα τον διαπέρασε σαν παγωμένο ρεύμα αέρα. Πώς; Γιατί; Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο! Ήταν δ-ο-λ-ο-φ-ό-νο-ς! Δεκάδες ερωτήσεις του κατέκλυσαν το μυαλό ταυτόχρονα. Έγραψε: «Από τι;» Ο Περικλής σήκωσε το βλέμμα από το πάτωμα, διάβασε το χαρτί και απάντησε: «Από πολλαπλά τραύματα σε όλο του το σώμα, μα κυρίως, από βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση», του είπε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. Βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση… Βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση… Βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση… Ο όρος βούιζε και ξαναβούιζε στο κεφάλι του. Μα πώς; Για να πάθεις βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, πρέπει να ασκηθεί στο κρανίο σου μεγάλη βία. Το κρανίο είναι μια κοιλότητα που


164

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

προστατεύεται πολύ καλά από τα οστά. Οι νευροχειρουργοί, για να ανοίξουν το κρανίο, χρησιμοποιούσαν ισχυρά τρυπάνια ή ηλεκτρικά πριόνια. Για να σκοτώσεις λοιπόν κάποιον με βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, έπρεπε να ασκήσεις πάνω στο κρανίο του φοβερή δύναμη. Δεν είναι εύκολο μόνο με μπουνιές ή με κλωτσιές. Εντάξει, ο Άρης ήταν δυνατός άντρας, αλλά αμφιβάλλει αν μπόρεσε να σκοτώσει άνθρωπο με τα ίδια του τα χέρια, ειδικά τον Βαγγέλη, που ήταν διπλάσιος σε μέγεθος. Είτε θα έπρεπε να τον έριξε από ψηλά είτε να τον χτύπησε με βαρύ αντικείμενο. Το σπίτι της Ειρήνης και του Βαγγέλη ήταν μεζονέτα. Κάτω ήταν η κουζίνα, το σαλόνι, η τραπεζαρία και ένα μπάνιο και πάνω τα υπνοδωμάτια και ένα μπάνιο ακόμα. Τον είχε ρίξει από τις εσωτερικές σκάλες; Δεν θυμόταν κάτι τέτοιο. Άρα έμενε η υπόθεση με το βαρύ αντικείμενο. Βαρύ… Αντικείμενο… Έκλεισε τα μάτια του για να προσπαθήσει να θυμηθεί. Μπήκε με τη φαντασία του στο σπίτι. Ποιος του άνοιξε την πόρτα; Δεν θυμόταν. Συνέχισε τη φανταστική διαδρομή του. Αριστερά ήταν η κουζίνα, με το τραπέζι του φαγητού στη μέση. Δεν του έλεγε κάτι αυτό. Προχώρησε πίσω από την κουζίνα, στον διάδρομο που οδηγούσε στο σαλόνι. Τότε άρχισε να θυμάται. Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός, το φως του ήταν σβησμένο, αλλά πού και πού, άστραφταν τα φώτα από την τηλεόραση που έπαιζε στο σαλόνι και αντανακλούσαν πάνω στους τοίχους του διαδρόμου. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει γρήγορα καθώς του έρχονταν αποσπασματικές εικόνες. Η τηλεόραση έπαιζε στη διαπασών κάποια αμερικάνικη ταινία περιπέτειας. Οι σκηνές εναλλάσσονταν γρήγορα και ακούγονταν εκρήξεις και πυροβολισμοί. Απέναντι από την τηλεόραση, ξαπλωμένος πάνω στον καναπέ, κοιμόταν ο Βαγγέλης: από το μισάνοιχτο στόμα του έσταζαν σάλια. Το γουρούνι! Η γλώσσα του έφραζε τον φάρυγγα και ροχάλιζε, κοιμόταν πολύ βαθιά. Μπροστά του, στο τραπέζι ένα μισοάδειο μπουκάλι μπύρα. Το πουκάμισό του είχε βγει από το παντελόνι και άφηνε τη χοντρή κοιλιά του εκτεθειμένη. Το θέαμα ήταν απαίσιο. Το κάθαρμα! Τον πλησίασε και του ήρθε αμέσως η μπόχα από το ποτό. Βρώμαγε σαν σάπιος αρουραίος. Τον έπιασε από τον γιακά και τον ταρακούνησε: «Τι έκανες βρε καθίκι του κερατά;! Γαμώ το μουνί που σε πέταγε παλιοπούστη!» Ο Βαγγέλης, παρ’ όλο που είχε ξυπνήσει απότομα, κατάλαβε. Τον κοίταξε με ψυχραιμία και του απάντησε με ειρωνικό ύφος: «Τι θες ρε μουνάκι; Ήρθες στο σπίτι μας από τας Ελβετίας για να μας κάνεις ντα; Άντε κοίτα τη δουλειά σου και παράτα μας ήσυχους! Μπινέ!» του είπε και τον


Όσο κοιμόμουν

165

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έσπρωξε μακριά με τα δυο του χέρια. Το αίμα του είχε ανέβει στο κεφάλι. Πώς τολμούσε το σκουλήκι να του μιλάει έτσι; Ο παλιομπεκρής. Η Ειρήνη ακούγοντας τη φασαρία, πετάχτηκε έξω από το μπάνιο, βαστώντας το ένα της χέρι με το άλλο. Ο δεξιός της ώμος ήταν βγαλμένος και κράταγε με το άλλο χέρι τον αγκώνα, για να στηρίζει το εξαρθρωμένο μέλος στη θέση του. Το δεξί της γόνατο, ήταν κι’ αυτό χτυπημένο. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο μελανιές, όπως στο όνειρό του. Το χείλος της ήταν πρησμένο και από τη μύτη της έσταζε ξεραμένο αίμα. «Άρη σταμάτα! Τι κάνεις εκεί;» του φώναξε η Ειρήνη προσπαθώντας να πνίξει τους λυγμούς που της έρχονταν από τον πόνο. «Έπεσα από τις σκάλες Άρη! Δεν φταίει ο Βαγγέλης!» ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη, προσπαθώντας να πείσει ακόμα και τον εαυτό της. Ο Άρης ήταν θηρίο ανήμερο όμως. Όσο έβλεπε την αδελφή του σε αυτά τα χάλια, τόσο περισσότερο φούντωνε, ήταν πολύ χειρότερα απ’ όσο φανταζόταν. Ξαναγύρισε απότομα προς το μέρος του Βαγγέλη και άρχισε να του ρίχνει μπουνιές όπου έβρισκε πάνω στο τερατώδες σώμα του. Ο Άρης ήταν μισός σε σχέση με τον Βαγγέλη, αλλά η λύσσα του δεν είχε πια όρια. Του όρμηξε και τον έριξε κάτω: «Αλήτη! Μουνόπανο! Τι έκανες ρε στην αδερφή μου; Θα σε σκοτώσω παλιοπούστη! Θα σε σκοτώσω!» του φώναξε πέφτοντας επάνω του και χτυπώντας του το κεφάλι στο πάτωμα. Εκείνη την ώρα έτρεξε μέσα στο σαλόνι η μεγάλη κόρη της Ειρήνης, η Ελένη, η οποία ήταν προηγουμένως επάνω, στο δωμάτιό της. Μόλις την αντιλήφθηκε η μάνα της, της φώναξε να πάει γρήγορα στο δωμάτιό της και να κλείσει την πόρτα. Η Ελενίτσα έκανε αυτό που της είπε η μαμά της τρέχοντας. Κλείστηκε στο δωμάτιό της και κλείδωσε την πόρτα φοβισμένη. Ευτυχώς, τα μικρότερα αδέλφια της κοιμούνταν και δεν είχαν πάρει είδηση τίποτα. Εκείνη είχε πάρει τηλέφωνο τον θείο της, χωρίς οι γονείς της να ξέρουν τίποτα, όταν ο μπαμπάς της γύρισε το βράδυ τύφλα και άρχισε να τσακώνεται με τη μητέρα της. Την χαστούκισε δυνατά στο πρόσωπο και εκείνη έπεσε, πρώτα βρίσκοντας με τον ώμο στο τραπέζι και έπειτα έπεσε στο πάτωμα, ουρλιάζοντας από τον πόνο. Ο Βαγγέλης, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, την παράτησε στο πάτωμα, άνοιξε το ψυγείο, πήρε μια μπύρα και πήγε στο σαλόνι. Άνοιξε την τηλεόραση, ξάπλωσε στον καναπέ και ήπιε λίγη από την μπύρα του. Σε λίγα λεπτά τον είχε πάρει ο ύπνος και ροχάλιζε. Η Ελένη που είχε δει όλο το σκηνικό κρυμμένη πίσω από τις εσωτερικές σκάλες, χωρίς να κάνει φασαρία, πήγε προς την κουζίνα, όπου είδε τη μαμά της, με το βγαλμένο ώμο, να κλαίει μόνη της από τον πόνο και από την απελπισία.


166

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σιγοπατώντας, ξαναγύρισε στο δωμάτιό της και πήρε τηλέφωνο τον θείο της. «Θείε» του είπε ψιθυριστά «έλα στο σπίτι σε παρακαλώ γιατί ο μπαμπάς χτύπησε τη μαμά και η μαμά πονάει πολύ» και το ‘κλεισε. Όλα ξεκαθάριζαν πια στη μνήμη του. Ο Βαγγέλης με μιας, γύρισε από πάνω από τον Άρη και του έδωσε ένα γερό χαστούκι: «Ποιον θα σκοτώσεις βρε παπάρα, μισοριξιά; Φύγε από δω μη σε γαμήσω!» του είπε, έχοντας επίγνωση της σωματικής του υπεροχής. Ο Άρης του έριξε μια στ’ αρχίδια με το γόνατό του. Το τέρας ξάπλωσε από τον πόνο και του είπε υποφέροντας, μέσα από τα δόντια του: «Η Ειρήνη είναι γυναίκα ΜΟΥ! Το κατάλαβες μαλάκα; Άντε μη σου κάνω τη μούρη κρέας, καργιόλη!» Η Ειρήνη δεν ήταν πουθενά εκείνη την ώρα. Ο Άρης, χωρίς να σκέφτεται τίποτα, έπιασε το μεταλλικό φωτιστικό δαπέδου και, όπως ο Βαγγέλης ήταν ξαπλωμένος, του έδωσε μια στα πλευρά. Εκείνος γύρισε και κουλουριάστηκε στο πλάι. Ο Άρης είχε λυσσάξει, δεν θα ησύχαζε αν δεν το σκότωνε το κάθαρμα. Με το φωτιστικό, του έριξε μια στο κεφάλι και μετά κι’ άλλη, κι’ άλλη. Εκείνη την ώρα ήρθε πάλι η Ειρήνη και του φώναξε: «Σταμάτα Άρη, για τον Θεό! Θα τον σκοτώσεις!» του είπε, πιάνοντάς του το μπράτσο που κρατούσε το φωτιστικό με το καλό της χέρι. Μα η λιγοστή της δύναμη δεν ήταν αρκετή για να τον εμποδίσει. Συνέχισε να του χτυπάει με οργή το κεφάλι, παρ’ όλο που πια ο Βαγγέλης δεν αντιδρούσε, μέχρι που το σώμα του γύρισε ανάσκελα από τη βαρύτητα. Η μούρη του είχε τσαλακωθεί, τα μαλλιά του είχαν ανακατευτεί με τα αίματα και ο Άρης ήταν έτοιμος να του ρίξει μία τελευταία, όταν η Ειρήνη, μαζεύοντας όση δύναμη της είχε απομείνει, μπήκε μπροστά από τον Άρη και τον αγκάλιασε κλαίγοντας δυνατά με λυγμούς. Με αυτή την αγκαλιά ο Άρης βγήκε από το αμόκ. Κοίταξε τον Βαγγέλη: το κρανίο του είχε στραπατσαριστεί και το κεφάλι του, δεν θύμιζε πια ανθρώπινο κεφάλι, αλλά μια μάζα από ωμό κρέας ανακατεμένο με κόκκαλα. Στη θέση των ματιών, υπήρχαν δυο μωβ μπάλες από τα ματωμένα του βλέφαρα. Το άνω χείλος του είχε σκιστεί και από μέσα, φαίνονταν η γνάθος και τα μισοσπασμένα δόντια του. Η μύτη του δεν υπήρχε πια. Μόνο μια μάζα μισοπηγμένο αίμα. Το δέρμα πάνω από το αριστερό του φρύδι, είχε μπει προς τα μέσα, προς το σπασμένο κρανίο. Το πουκάμισό του είχε σκιστεί τελείως και είχε σκόρπιους καφετί λεκέδες. Γύρισε και κοίταξε την Ειρήνη άφωνος. Είχε καθίσει σε μια γωνιά, είχε σκεπάσει το πρόσωπο με το καλό της χέρι, το οποίο ήταν βουτηγμένο θαρρείς, στα αίματα, και έκλαιγε, έκλαιγε απαρηγόρητη. Το βγαλμένο της χέρι


Όσο κοιμόμουν

167

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κρεμόταν απλά στο πλάι, σαν το χέρι μιας πλαστικής, ξεχαρβαλωμένης κούκλας. Μόνο αυτά θυμόταν. Μετά, τίποτα…


168

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XX Κομμάτια από τη σκηνή έρχονταν και ξανάρχονταν στη μνήμη του σαν ταινία. Δεν μπορούσε πια να ησυχάσει, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, δεν μπορούσε να φάει. Ήταν ένας δολοφόνος. Το διαλυμένο κρανίο του Βαγγέλη, ο βγαλμένος ώμος της Ειρήνης, τα αίματα, ήταν πια οι μόνες εικόνες του. Ήταν δολοφόνος. Τώρα εξηγούνταν γιατί δεν είχαν έρθει οι γονείς του, γιατί η Ειρήνη «έλειπε σε ταξίδι στο Ντουμπάι», όλα τώρα εξηγούνταν. Μα και βέβαια… Η Ειρήνη είχε τρελαθεί! Γι’ αυτό δεν μιλούσε πια. Μήπως ήταν σε κάποια ψυχιατρική κλινική; Μήπως ήταν και εκείνη στο νοσοκομείο εξαιτίας των τραυμάτων της; Τι άλλο του είχαν κρύψει; Έπρεπε να ξαναμιλήσει επειγόντως στον Περικλή. Χιλιάδες ερωτήματα του τριβέλιζαν το μυαλό και έπρεπε να μάθει. Φοβόταν, για πρώτη φορά φοβόταν. Θα έμπαινε φυλακή, σίγουρα θα έμπαινε φυλακή. Τι κόλαση! Έκανε νόημα στη νοσηλεύτρια ότι ήθελε κάτι, όμως εκείνη ήταν απασχολημένη, ήταν η ώρα της επίσκεψης. Δεν μπορούσε να περιμένει να τελειώσει η κωλοεπίσκεψη! Έπρεπε να μιλήσει στον Περικλή εδώ και τώρα. Επέμεινε στο να κάνει νόημα στη νοσηλεύτρια. Εκείνη τον είδε, γύρισε προς το μέρος του και του είπε: «Ένα λεπτό κύριε Μακρή, να τελειώσουμε την επίσκεψη». Τι βασανιστήριο ήταν αυτό! Προσπάθησε να επικεντρωθεί λίγο στην επίσκεψη για να ξεχαστεί και να περάσει η ώρα. Μιλούσε ο ειδικευόμενος και υπήρχε πολύς κόσμος. Ένας από το πλήθος πρέπει να ήταν ο Καθηγητής, αλλά υπήρχαν και άλλοι, άγνωστα πρόσωπα, δεν τους είχε ξαναδεί. Ίσως από κάποια άλλη ειδικότητα; Καρδιολόγοι; Λοιμωξιολόγοι; Χειρουργοί; — Από εχθές το μεσημέρι, μέχρι τότε ήταν απύρετος, υπό meronem – voncon, είπε ο ειδικευόμενος — Πόσες μέρες είναι σε meronem – voncon; Ρώτησε ο άγνωστος κύριος. — Δεκαπέντε περίπου, απάντησε η νοσηλεύτρια, αφού συμβουλεύτηκε το διάγραμμά της. — Η αξονική τι έδειξε; Η γραμμή του από πότε είναι; Ξαναρώτησε ο ίδιος κύριος. — Την αλλάξαμε την προηγούμενη εβδομάδα και η αξονική δεν έδειξε τίποτα, απάντησε εκείνη.


Όσο κοιμόμουν

169

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

— Καλώς. Έχουμε νέα από τις καλλιέργειες; Ρώτησε ένας άλλος, νεαρός γιατρός — Το πρωί πέρασα από το εργαστήριο, βγαίνει ένα gram αρνητικό στις αιμοκαλλιέργειες, είπε ο ειδικευόμενος. — Περίεργο, έπρεπε να τον καλύπτει το meronem, είπε ο μεγαλύτερος. Του είναι απαραίτητη η κεντρική γραμμή; — Όχι εντελώς, τελευταία έχει αρχίσει να τρώει, μπορούμε να του περάσουμε τα περισσότερα per os, εκτός από τα αντιβιοτικά, για τα οποία θα βολευτούμε και με μια καλή περιφερική γραμμή, είπε η επιμελήτρια. — Ας βγάλουμε λοιπόν την κεντρική γραμμή, μήπως και τον ουροκαθετήρα αν δεν είναι εντελώς απαραίτητος, ας αφήσουμε τα ίδια αντιβιοτικά μέχρι να έχουμε το αποτέλεσμα της καλλιέργειας και βλέπουμε. Αν στο μεταξύ κάνει πάνω από 39, ας τον καλύψουμε με apotel και ψυχρά επιθέματα. Σίγουρα δεν είναι κεντρικός ο πυρετός; — Ναι σίγουρα, είπε ο ειδικευόμενος. Δεν είχε ποτέ κρανιοεγκεφαλική κάκωση και η αξονική του είναι καθαρή. Άλλωστε έχει 15 Γλασκόβη. — Θα μπορούσε βέβαια να είναι και φαρμακευτικός. Αλλά δεν ταιριάζει με το gram αρνητικό της καλλιέργειας. Λοιπόν, θα δούμε αύριο, είπε ο μεγάλος κύριος φεύγοντας από το κρεβάτι, και απευθύνθηκε στον επιμελητή. Τι έχουμε στο 9; — Στο 9 είναι μια κυρία με παρόξυνση ΧΑΠ, στην τέταρτη μετεγχειρητική μέρα μετά από ολική αρθροπλαστική ισχίου… Όλο το μπουλούκι άρχισε να απομακρύνεται, ακολουθώντας τον μεγάλο κύριο, που προφανώς ήταν Λοιμωξιολόγος, και η νοσηλεύτρια έμεινε στη θέση της, όπου κράτησε κάποιες σημειώσεις. Μετά στράφηκε προς τον Άρη: «Ορίστε κύριε Μακρή, τι με θέλατε;» Της έκανε νόημα ότι ήθελε να γράψει. Εκείνη του έφερε τα απαραίτητα σύνεργα. «Πρέπει να μιλήσω στον Περικλή» της έγραψε. «Θα τον πάρω τηλέφωνο μόλις μπορέσω» του απάντησε εκείνη. «Στο μεταξύ, να φάτε κάτι για πρωινό» Να φάει; Τον έπιανε αηδία μόνο που το σκεφτόταν. Πώς να φάει; Επιτέλους, κανείς δεν ένιωθε την αγωνία του; Εδώ ο κόσμος καιγόταν! Της έκανε νόημα άρνησης. «Μα πρέπει κάτι να φάτε! Δεν γίνεται να τρέφεστε μονίμως με τεχνητή διατροφή, πώς θα δυναμώσετε να βγείτε από δω μέσα; Θα σας φέρω λίγη σούπα» είπε επιτακτικά και έφυγε. Μάλιστα, τώρα ήταν υποχρεωμένος να φάει, για να «δυναμώσει και να βγει από κει μέσα». Τι άλλο πια; Δεν καταλάβαιναν ότι τα πράγματα ήταν


170

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τόσο σκατά, που τίποτα από όλα αυτά δεν είχε νόημα; Δεν καταλάβαιναν ότι η ζωή του είχε γίνει σκατά; Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να τον «προχωρήσουν»; Και να απογίνει τι μετά; Ένας ανάπηρος μέσα σε μια φυλακή; Αυτός που χθες ήταν ένας αξιόλογος γιατρός, επιμελητής Αναισθησιολογίας σε ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της Ευρώπης; Τι να την έκανε τη ζωή του έτσι όπως έγινε και πώς θα μπορούσε να ξανακάνει μια καινούργια αρχή; Με ποιες προϋποθέσεις; Για να κάνεις μια καινούργια αρχή πρέπει να έχεις προοπτικές, δυνατότητες, προσόντα, μα κυρίως, να έχεις ένα όνειρο. Εκείνος δεν είχε τίποτα από όλα αυτά. Έστω ότι θα μπορούσε να είχε ένα όνειρο: ποιο θα ήταν αυτό; Να συνεχίσει την καριέρα του ήταν αδύνατον. Να ζει με τα λεφτά του επιδόματος αναπηρίας, σε ένα σπίτι, σε αναπηρικό καροτσάκι; Ούτε αυτό γινόταν, χρειαζόταν κάποιον να τον φροντίζει. Και έπειτα πώς; Μόνος του; Με ποιον; Με ποια; Στο μυαλό του ήρθε η Δέσποινα. Εκνευρίστηκε πάρα πολύ. Ήθελε να μπορεί να μιλήσει στην εικόνα Της και να της πει: «Φύγε επιτέλους από το μυαλό μου! Εξαφανίσου! Το μόνο που καταφέρνεις είναι να με κάνεις να πονάω! Φύγε! Φύγε!» Πού ήταν η Δέσποινα που σε έπαιρνε στην αγκαλιά της και σε χάιδευε; Πού ήταν η Δέσποινα που σε έτρεφε με το λόγο Της; Πού ήταν η Δέσποινα που ήξερε να μαλακώνει τον πόνο σου μόνο με ένα Της βλέμμα; Ήταν κάπου μέσα στη γυάλα; Ή μήπως δεν υπήρχε καν πλέον; Όπως και να ‘χε, η σκέψη της του έκανε κακό. Έπρεπε πάση θυσία να πάψει να Τη σκέφτεται. Μα κι αν ερχόταν σύντομα να τον ξαναδεί, όπως του υποσχέθηκε πριν φύγει; Δεν ήρθε όμως, ούτε την επόμενη, ούτε τη μεθεπόμενη, ούτε καμιά από τις μέρες που ακολούθησαν. Πόσο γελοίος ένιωθε! Δηλαδή τι είχε πιστέψει; Ότι υπήρχε περίπτωση Εκείνη να θέλει να ασχοληθεί μαζί του μετά από τόσα χρόνια; Που Εκείνη είχε φτιάξει τη ζωή Της, ενώ αυτός ήταν ένα σαράβαλο σ’ ένα νοσοκομείο, που δεν ήξερε καν αν θα επιβίωνε; Ήθελε και να Της δώσει το γράμμα, τρομάρα του! Να της μιλήσει για τα συναισθήματά του! Πόσο γελοίο! Πόσο μα πόσο γελοίο! Τον πήραν τα κλάματα. Ξέσπασε σε λυγμούς για πρώτη φορά μετά από πολλά πολλά χρόνια. Έβαλε όση δύναμη είχε στα χέρια του για να τα φέρει μπροστά στα μάτια του και να καλύψει το πρόσωπο με τις παλάμες του. Ήθελε ξαφνικά να προσευχηθεί. Μα τι να προσευχηθεί; Σε ποιο Θεό; Και για ποιο λόγο; Σε τι θα χρησίμευε; Ποιες αρχέγονες ανάγκες του ξυπνούσαν αυτές τις


Όσο κοιμόμουν

171

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

επιθυμίες και πόσο εγωιστικό ήταν εκ μέρους του να θυμάται το Θεό, τώρα που τον είχε ανάγκη. Ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι πάνω στον ώμο του, ένα ζεστό, φιλικό χέρι. Χωρίς να βγάλει τα χέρια από τα μάτια του, ήξερε πως ήταν ο Περικλής. Συνέχισε να κλαίει απαρηγόρητα, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει, χωρίς να πει κουβέντα. Ο Περικλής, κράταγε τον ώμο του σφιχτά και, καταλαβαίνοντας, δεν μίλησε ούτε εκείνος. Τον κοιτούσε μόνο με πόνο, μην μπορώντας να κάνει τίποτα για να βοηθήσει. Πονούσε η ψυχή του για τον φίλο του, του οποίου η ζωή άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη, με τρόπο τόσο άδικο. Αναρωτήθηκε τι θα έκανε ο ίδιος αν βρισκόταν στη θέση του, εάν κάποιος κακοποιούσε τη δική του αδελφή ή τη μάνα του, τι θα έκανε; Θα είχε τα αρχίδια να το αντιμετωπίσει; Και αν ναι, με τι συνέπειες; Θα άξιζε τον κόπο να καταστρέψει τη ζωή του και τη ζωή όλων, όπως έκανε ο Άρης; Από την άλλη, ήταν δυνατό να μην εξοργιστεί κανείς όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο σε ένα αγαπημένο του πρόσωπο; Πώς να ελέγξεις την επιθετικότητά σου; Πώς να συγκρατήσεις αυτό το μανιασμένο κύμα που καταλαμβάνει την ψυχή σου, σβήνει τον εγκέφαλό σου και δίνει στο σώμα σου την ενέργεια και τη δύναμη να καταστρέψει τα πάντα; Οπότε ναι, και εκείνος το ίδιο θα έκανε. Η ώρα πέρασε και η ενέργεια που επέτρεπε στα χέρια του Άρη να μένουν σηκωμένα, άρχισε να εξαντλείται. Έπεσαν μαλακά στα πλάγια του κορμού του, σαν νεκρά και το πρόσωπό του αποκαλύφθηκε, με μάτια κλειστά, μα κόκκινα, δάκρυα να τρέχουν ακόμα ζεστά από τα πλάγια των ματιών του, αλλά και από τα ρουθούνια του, χείλη σφραγισμένα και σφιχτά, φρύδια ζαρωμένα και φλέβες που εξείχαν στα πλάγια του μετώπου του. Ο Περικλής πήρε ένα χαρτί και του σκούπισε τη μύτη, έπειτα τα δάκρυα που κυλούσαν προς το μαξιλάρι του και μετά ξαναέβαλε το χέρι του στον ώμο του Άρη. Η σιωπή συνεχίστηκε για πολλή ώρα ακόμα, μέχρι που η εξάντληση έδωσε τη θέση της στον ύπνο. Ο Περικλής, ως Αναισθησιολόγος, μπορούσε αμέσως να αντιληφθεί πότε η αναπνοή κάποιου περνούσε από τη μορφή της κούρασης, στη μορφή του ύπνου. Όταν ο Άρης άνοιξε ξανά τα μάτια του, γύρισε πρώτα προς το παράθυρο, όπου ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Η ατμόσφαιρα ήταν ήρεμη, υπήρχε ησυχία, ενώ οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν, ήταν τα μακρινά μπλιπμπλιπ από τα διάφορα μόνιτορ. Πήρε μια βαθιά ανάσα και αναστέναξε. Ο κόσμος έξω από το παράθυρο δεν είχε αλλάξει καθόλου. Οι κερασιές συνέχιζαν την ήσυχη ζωή τους, η οποία κυλούσε με ήλιο και βροχή, έως την


172

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αιωνιότητα. Πόσο ζήλευε αυτά τα στοιχεία της φύσης, τα οποία δεν είχαν τίποτα να σκεφτούν και τίποτα να κάνουν, παρά μόνο από αυτό που η φύση επέτασσε και συνέβαινε αυτόνομα και απλά, χωρίς προγραμματισμό, χωρίς σκέψη, χωρίς προσπάθεια. Όταν γύρισε το κεφάλι του ευθεία μπροστά, είδε τη γνώριμη φιγούρα της Μάρθας, η οποία έγραφε στο διάγραμμά της. Σαν εκείνη να αντιλήφθηκε με κάποιο τρόπο ότι ο Άρης την κοιτούσε, άφησε κάτω το στυλό της και τον κοίταξε. Για πρώτη φορά δεν του χαμογέλασε όπως έκανε συνήθως, ούτε του είπε κάτι. Τον κοιτούσε με βλέμμα μελαγχολικό, συνέπασχε. Ήξερε. Ίσως είχε μιλήσει με τον Περικλή ή ίσως απλά να καταλάβαινε με το ένστικτό της. Τη λυπήθηκε. Ήταν λοιπόν αυτού του είδους η νοσηλεύτρια, που έμπαινε στη θέση του αρρώστου και συνέπασχε, που αναπαρήγαγε χωρίς να το θέλει τα δικά της τραύματα και προσπαθούσε μάταια να τα μοιραστεί. Σε κάθε άρρωστο υπήρχε ο πληγωμένος εαυτός της, ο οποίος επειδή έψαχνε απεγνωσμένα να βρει παρηγοριά χωρίς αποτέλεσμα, είχε αποφασίσει να δίνει παρηγοριά στους άλλους. Για την ακρίβεια, είχε γίνει η ίδια παρηγοριά. Ο Άρης της έγραψε. Εκείνη πήρε το χαρτί και το διάβασε, υπήρχε μία μόνο λέξη: «φτάνει». Τσαλάκωσε το χαρτί και το πέταξε στα σκουπίδια θυμωμένα. Το βλέμμα της διέσχιζε μια πύρινη νοητή ευθεία μέχρι τα δικά του για λίγα δευτερόλεπτα. Γύρισε και έφυγε, αφήνοντάς τον σε μια απελπισμένη απορία. Πήγε μέχρι το γραφείο όπου είχε το ντουλαπάκι της. Έβγαλε από μέσα την τσάντα της και έψαξε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα της. Ήθελε επειγόντως να βγει να πάρει αέρα και να κάνει ένα τσιγάρο. Πήγε προς την έξοδο με βήμα αποφασιστικό και γρήγορο. Στην πόρτα της Μονάδας σταμάτησε ξαφνικά. Γύρισε πίσω με κάποιο δισταγμό, ξαναπήγε προς την τσάντα της και έβγαλε από μέσα ένα μάτσο διπλωμένα χαρτιά. Τα δίπλωσε ακόμα μια φορά για να χωρέσουν στην τσέπη της και ξαναστράφηκε προς την έξοδο. Αυτή τη φορά με λιγότερο αποφασιστικό βήμα. Στο δρόμο της συνάντησε μια συνάδελφό της: «Χριστίνα, έχε λίγο τον νου σου σε παρακαλώ, πάω να κάνω ένα τσιγάρο», της είπε. Η Χριστίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της με απορία, διότι αντιλήφθηκε πως ήταν η πρώτη φορά που άκουγε ότι η Μάρθα κάπνιζε. Δεν έδωσε όμως περισσότερη σημασία, έριξε μια ματιά στο μόνιτορ του Άρη και συνέχισε να κάνει αυτό που έκανε προηγουμένως. Η Μάρθα βγήκε έξω στον κήπο, χαμογέλασε ψεύτικα σε όσους γνωστούς συνάντησε στον δρόμο της και βρήκε ένα ήσυχο μέρος κάτω από μια σκιά. Έβγαλε από το πακέτο ένα τσιγάρο και το άναψε ρουφώντας με


Όσο κοιμόμουν

173

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

βαθύτατη ανάσα. Καθώς ο πυκνός καπνός πλημμύρισε τα πνευμόνια της, έκλεισε τα μάτια της, κράτησε τον καπνό όσο περισσότερο γινόταν μέσα της και εξέπνευσε αργά αργά από τη μύτη. Παίρνοντας τη δεύτερη τζούρα, γλίστρησε το άλλο χέρι στην τσέπη της και έβγαλε τα χαρτιά. Δεν ήταν σωστό αυτό που έκανε, αλλά δεν την ένοιαζε, θα το έκανε. «Γλυκό μου Δεσποινάκι, »Μέσα στα τόσα χρόνια σιωπής, η αγγελική μορφή σου κατοικούσε πάντα, θρονιασμένη στο βάθος της καρδιάς μου, σαν αιώνια βασίλισσα. Πού και πού, βγαίνεις έξω και διασχίζεις τα μονοπάτια της μνήμης μου, τρυπώνεις πάντα στα όνειρά μου, χαρίζοντας στην ύπαρξη μου μια γλυκιά γεύση. »Τώρα πια ξέρω, πως μόνο μαζί σου μπορούσα να είμαι αυτός που είμαι και, πως μόνο μαζί σου η ζωή κυλούσε αβίαστα και ανέμελα, με έναν σκοπό και μια αρμονία. Τα χρόνια που περάσαμε μαζί, έγιναν ο πυρήνας πάνω στον οποίο έχτισα, για να ωριμάσω στον άνθρωπο που είμαι τώρα. »Ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου μέχρι τώρα, το έχω πετύχει χάρη σ’ εσένα. Σ’ εσένα που μου έμαθες να κοιτάω τον ουρανό, να αισθάνομαι την ομορφιά, να ακούω τον συνάνθρωπό μου και να αγαπώ, να αγαπώ με όλη μου την καρδιά, χωρίς να υπολογίζω τίποτα. Αυτά που μου προσέφερες είναι ανεκτίμητα και νιώθω γι’ αυτό, βαθιά ευγνωμοσύνη. »Πέρασα, αφού χωρίσαμε, όλα μου τα χρόνια προσπαθώντας να πετύχω συνεχώς, όλο και περισσότερα πράγματα. Και πέτυχα πολλά, πάρα πολλά. Μέσα από αυτή τη συνεχή προσπάθεια όμως, κατάλαβα ότι αυτό που θέλω να πετύχω, δεν έρχεται ποτέ. Γι’ αυτό και έβαζα όλο και υψηλότερους στόχους, όλο και υψηλότερους, χωρίς ουσιαστικά να ξέρω πού θέλω να φτάσω. »Κάτι έλειπε πάντα από την ψυχή μου Δέσποινα, κάτι που έψαχνα να βρω μα δεν έβρισκα. Κάτι που δεν υπήρχε σε καμιά δουλειά, σε κανένα βιβλίο, σε κανένα δίπλωμα και σε κανένα βραβείο. Σίγουρα η ύπαρξη του παιδιού μου γέμισε τη ζωή μου κουράγιο και ώθηση για να συνεχίζω αυτό τον περίεργο αγώνα. Όμως, όσο και αν αυτό ακούγεται αχάριστο, κάτι έλειπε. »Διέσχισα δύσβατα μονοπάτια, ανέβηκα πολλές ανηφόρες και όσο πλησίαζα προς την κορυφή, τόσο πιο ξεκάθαρο γινόταν. Βέβαια, το υποσυνείδητό μου, μού το φώναζε όλα αυτά τα χρόνια, με όποιο τρόπο μπορούσε και, να είσαι βέβαιη γι’ αυτό, η φωνή του είναι πολύ δυνατή. Κάποτε λοιπόν, η κραυγή του κατάφερε να ξεπεράσει την ηλίθια κουφαμάρα μου. »Δεν υπάρχει ούτε μέρα που να μη μετανιώνω που σε έχασα Δέσποινα. Ούτε μέρα».


174

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Μάρθα είχε φτάσει στο τέλος της πρώτης σελίδας όταν τα μάτια της άρχισαν να τσούζουν. Πέταξε κάτω το τσιγάρο της, το έσβησε με τη σόλα του σαμπό της και άλλαξε σελίδα: «Σε κάθε μεγάλη στιγμή της ζωής μου, έχεις κάνει τη λαμπρή σου εμφάνιση σαν ιδανικό, σαν μέτρο σύγκρισης. Κάποιες φορές ντράπηκα γι’ αυτό, μα δεν…» — Μάρθα! Τι κάνεις; Καιρό έχω να σε δω! Η Μάρθα ξαναδίπλωσε γρήγορα το γράμμα και το έβαλε στην τσέπη της όπως όπως, σαν μικρό παιδάκι που είχε κάνει ζημιά και ήθελε να την κρύψει με άκομψο τρόπο. Ρούφηξε τη μύτη της, που στο μεταξύ είχε γεμίσει δάκρυα και πήρε το ψεύτικο χαμόγελό της. Μίλησε για λίγη ώρα με τον Επιμελητή της Παθολογίας περί ανέμων και υδάτων και έπειτα δικαιολογήθηκε ότι πρέπει να γυρίσει πίσω. Στον δρόμο για τη Μονάδα, έβγαλε ένα χαρτομάντιλο, φύσηξε τη μύτη της, έκανε λίγο αέρα μπροστά από τα μάτια της και πήρε μια βαθιά αναπνοή για να συνέλθει. Όταν πέρασε την πόρτα της Μονάδας, δεν υπήρχε πια κανένα ίχνος, όλα ήταν κανονικά. Ο Άρης την κοίταξε και προσπάθησε να καταλάβει: πριν ήταν θυμωμένη, δεν υπήρχε αμφιβολία για αυτό. Τώρα όμως της είχε περάσει ο θυμός, οι άκρες των ματιών της είχαν στραφεί προς τα κάτω, οι μικρές ρυτίδες στα πλάγια από τα μάτια είχαν σβηστεί, πράγμα που πρόδιδε ηρεμία. Τα χείλη της όμως ήταν σφιγμένα μεταξύ τους και τα ρουθούνια της ήταν ανοιχτά, έτσι όπως είναι κάποιος όταν κρατάει την αναπνοή του. Την κοίταξε επίμονα για να δει πότε θα πάρει την επόμενη αναπνοή της. «Επαγγελματική διαστροφή», είπε στον εαυτό του, «δεν είναι ασθενής σου η κοπέλα, θα αναπνεύσει». Και πράγματι, όταν και η ίδια αντιλήφθηκε ότι η αναπνοή της είχε σταματήσει, πήρε μια βαθιά εισπνοή και ξεφύσηξε δυνατά, με τα ρουθούνια ορθάνοιχτα. Ήταν χαριτωμένη αυτή η κίνηση, όπως ένα πεισματάρικο παιδάκι, όταν η λογική νικά την επιθυμία και παίρνει απόφαση ότι αυτό που ζητάει δεν πρόκειται να γίνει. Εκείνη δεν τον κοίταξε ούτε στιγμή, ντρεπόταν. Με το βλέμμα κατεβασμένο στο καρότσι της νοσηλείας, άρχισε να φτιάχνει τα αντιβιοτικά με επιμέλεια. Ο Άρης ξαναγύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο.


Όσο κοιμόμουν

175

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μάρθα


176

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΧΙ «Καλημέρα σας κύριε Μακρή», είπε δυνατά ένας νεαρός κύριος καθώς πλησίαζε προς το κρεβάτι του. Τον έβλεπε για πρώτη φορά: είχε ένα συμπαθητικό μούτρο, με γαλάζια μάτια και ολοστρόγγυλο πρόσωπο με κατακόκκινα μάγουλα. Είχε λιγοστά, ξανθά μαλλιά και καραφλίτσα στο μέτωπο, όπου το δέρμα, καμένο από τον ήλιο, γυάλιζε κι αυτό κατακόκκινο. Μέσα από την πράσινη ποδιά του επισκέπτη, διαγραφόταν αχνά η μπλε σκούρα στολή του αστυνομικού. Ο Άρης έσκυψε το κεφάλι για να ανταποκριθεί στον χαιρετισμό, ενώ η Μάρθα πλησίασε στο χέρι του το μπλοκ με το στυλό και ξαναέφυγε. Η ίδια είχε ταραχτεί, ενώ ο Άρης, για έναν περίεργο λόγο, ήταν απόλυτα ψύχραιμος. Σαν τον κατάδικο που, με αποφασιστικό βήμα, πάει προς την ηλεκτρική καρέκλα, έχοντας πάρει απόφαση πως όλα έχουν τελειώσει. «Κύριε Μακρή, ξέρω ότι η κατάσταση σας είναι σοβαρή και γι’ αυτό δεν θα επιμείνω, εάν όμως μπορέσετε και μας δώσετε έστω λίγες πληροφορίες, θα μας βοηθούσατε πολύ». Σταμάτησε για να δει αν καταλάβαινε όσα του έλεγε. Ο Άρης ανταποκρίθηκε θετικά με ένα νεύμα. «Ωραία, ευχαριστώ, είναι δύσκολο αυτό στη θέση που βρίσκεστε και το εκτιμώ πολύ που συμφωνείτε να απαντήσετε στις ερωτήσεις μου». Από πότε οι μπάτσοι μιλούσαν τόσο όμορφα και καθαρά; Είχε εντυπωσιαστεί πολύ, αυτός ο μπάτσος δεν έμοιαζε σε τίποτα στην εικόνα που είχε στο μυαλό του ο Άρης γι’ αυτό το σινάφι: ήξερε να χρησιμοποιεί τον λόγο, ήταν σοβαρός και ευγενικός και είχε συμπαθητικό μούτρο. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. «Θυμάστε λοιπόν τι συνέβη εκείνο το βράδυ στο σπίτι της αδελφής σας;» Ο Άρης έγραψε: «θυμάμαι, μέχρι ένα σημείο». Ο αστυνομικός, αφού διάβασε, είπε: «Ωραία. Λοιπόν, αρχικά, γιατί πήγατε στο σπίτι;» Ο Άρης έγραψε: «Με πήρε τηλέφωνο η μεγάλη κόρη, η Ελένη και μου είπε πως έπρεπε να πάω γρήγορα, γιατί ο μπαμπάς της είχε χτυπήσει τη μαμά της». «Ναι, πράγματι, αυτό μας είπε και εμάς το παιδί», είπε ο μπάτσος σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι και γυρνώντας το βλέμμα του προς τα αριστερά. Ο Άρης σκέφτηκε αυτό που είχε ακούσει κάποτε για τη στροφή του βλέμματος: όταν κάποιος στρέφει το βλέμμα προς τα αριστερά, υποτίθεται πως λέει αλήθεια, διότι αντλεί τις πληροφορίες από το αριστερό ημισφαίριο, της λογικής και των μαθηματικών. Αντιθέτως, όταν το βλέμμα στρέφεται δεξιά,


Όσο κοιμόμουν

177

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

θεωρητικά ο εγκέφαλος αναζητά πληροφορίες από το δεξί ημισφαίριο, της φαντασίας και της τέχνης. «Πώς μπήκατε μέσα στο σπίτι;» συνέχισε ο μπάτσος. Ο Άρης προσπάθησε να θυμηθεί, αλλά ήταν δύσκολο. Σίγουρα από την πόρτα της κουζίνας, αλλά πώς; Δεν θυμόταν. Έγραψε: «Από την πόρτα της κουζίνας, αλλά δεν θυμάμαι πώς». «Σωστά, η μικρή Ελένη είπε πως είχε αφήσει επίτηδες την πόρτα της κουζίνας ανοιχτή, αφού σας τηλεφώνησε. Η ίδια φοβήθηκε να μείνει στο κάτω μέρος του σπιτιού, έτσι άφησε την πόρτα ανοιχτή και ανέβηκε στο δωμάτιό της». Περίεργο, βλέποντας πάντα τις αστυνομικές ταινίες, ο Άρης είχε την εντύπωση πως οι αστυνομικοί κατά την ανάκριση, δεν αποκάλυπταν ούτε διασταύρωναν τις πληροφορίες που ήδη είχαν στον «δολοφόνο». Οπότε, είτε οι ταινίες απείχαν πολύ από την πραγματικότητα είτε δεν τον θεωρούσαν δολοφόνο. Ή μήπως αυτός ο μπάτσος ήταν τόσο πονηρός που ήθελε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του με αυτό τον τρόπο, να τον κάνει να νιώσει άνετα για να τον παγιδεύσει μετά; Από την άλλη όμως, δεν είχε να κρύψει και κάτι, όπως είχαν τα πράγματα, τι χειρότερο μπορούσε να του συμβεί; Άρχισε να κρυώνει. Έκανε κρύο; Κοίταξε τον μπάτσο, αυτός ίδρωνε μέσα από την ποδιά, το σκούφο και τη μάσκα. Γύρισε προς τη Μάρθα και τη ρώτησε αν μπορούσε να βγάλει τη μάσκα τουλάχιστον, γιατί είχε σκάσει. Η Μάρθα δεν του αρνήθηκε αυτή τη μικρή «παρανομία». «Ήταν κάποιος μέσα στην κουζίνα;» ρώτησε. Ο Άρης έγραψε: «όχι, δεν θυμάμαι κανέναν στην κουζίνα. Πήγα απευθείας προς το σαλόνι, απ’ όπου ακουγόταν να παίζει η τηλεόραση». Ο μπάτσος αφού διάβασε, τον ρώτησε: «ήταν κάποιος στο σαλόνι;» Στο μυαλό του Άρη ξανάρθε η εικόνα από τον σιχαμένο άνθρωπο που κειτόταν σαν παχύδερμο τέρας στον καναπέ, κοιμισμένος βαθιά και βρωμώντας αλκοόλ. Έγραψε: «Ήταν ο Βαγγέλης, προφανώς μεθυσμένος, κοιμόταν στον καναπέ». Ο μπάτσος έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη του και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Παράξενο, γιατί ο Άρης κρύωνε όλο και περισσότερο. «Ήταν κανένας άλλος στο σαλόνι;» Όχι, δεν ήταν κανένας άλλος, εκτός και αν η λύσσα του ήταν τόσο μεγάλη εκείνη την ώρα που δεν τον άφησε να κοιτάξει γύρω-γύρω. Αλλά μάλλον δεν ήταν κανείς, γιατί θυμάται την Ειρήνη να βγαίνει από τη μεριά που ήταν το μπάνιο και να τρέχει φοβισμένη προς το μέρος τους. Και τα παιδιά; Όχι, δεν ήταν εκεί. Έγραψε: «όχι, ήταν μόνος του».


178

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Και μετά λογομαχήσατε… Ξέρω ότι είναι δύσκολο για σας, κύριε Μακρή, να απαντάτε στις ερωτήσεις μου, ειδικά στην κατάσταση που βρίσκεστε, αλλά ξέρετε, είστε ουσιαστικά η μόνη μας πηγή, διότι τα δυο μικρότερα παιδιά κοιμούνταν, ενώ η Ελένη, είδε μόνο μέχρι τη στιγμή που λογομαχούσατε. Η αδελφή σας, δεν ξέρω αν το ξέρετε, δεν μιλάει από εκείνη τη νύχτα». Το ήξερε, του το είχε πει ο Περικλής. Έγραψε: «Πώς είναι η Ειρήνη και πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή;» Ο μπάτσος τον κοίταξε με λύπη και του είπε: «Δεν είναι καλά ψυχολογικά, αλλά μην ανησυχείτε, οι γονείς σας τη φροντίζουν και εκείνη και τα παιδιά, όσο καλύτερα γίνεται. Την έχουν πάει σε μια ιδιωτική κλινική, με πολύ καλούς γιατρούς. Έχει άριστη φροντίδα και περίθαλψη. Οι γιατροί λένε πως θα γίνει καλά και ότι είναι θέμα χρόνου». Σε κλινική λοιπόν… Στο τρελοκομείο δηλαδή, αλλά σε ραφιναρισμένο τρελοκομείο. Θα γινόταν καλά… Δυστυχώς δεν είχε κι άλλη επιλογή, τι θα απογίνονταν τα παιδιά; «Με τι χτυπήσατε τον κύριο Δεριζιώτη;» τον ρώτησε. Του έγραψε: «Με το φωτιστικό δαπέδου». Ο μπάτσος κούνησε το κεφάλι καταφατικά: «Ναι, αυτό υποψιαστήκαμε και εμείς…» Σταμάτησε, ξανασκούπισε τον ιδρώτα του. Αντιθέτως ο Άρης είχε πλέον αρχίσει να τρέμει. Η Μάρθα που το πρόσεξε, πήγε προς το μέρος του και τον ρώτησε: «Είστε καλά κύριε Μακρή; Κρυώνετε;» Ο Άρης κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω για να συμφωνήσει. Εκείνη, λίγο ανήσυχη, έφυγε και γύρισε πίσω αμέσως με ένα θερμόμετρο. Του το έβαλε στη μασχάλη και όταν αυτό σφύριξε, το κοίταξε και γύρισε προς τον μπάτσο: «Εάν έχετε την καλοσύνη, συντομέψτε λίγο τη διαδικασία, γιατί ανεβάζει πυρετό». Εκείνος της έγνεψε με κατανόηση: «Εντάξει, κανένα πρόβλημα» και γύρισε προς τον Άρη: «Εάν δεν μπορείτε να συνεχίσετε πείτε το, εγώ δεν έχω πρόβλημα, θα ξανάρθω κάποια άλλη μέρα, που θα είστε καλύτερα», του είπε. Κάποια άλλη μέρα που θα ήταν καλύτερα; Κάπως ειρωνικό του φάνηκε του Άρη αυτή η φράση. Ο ίδιος δεν ένιωθε ότι υπήρχε τέτοια περίπτωση. Καθημερινά ψηνόταν από κύματα πυρετού, ενώ ήδη ήταν σε αντιβίωση που σκότωνε και ελέφαντα. Είχε σίγουρα λοίμωξη από κάποιο πολύ κακό μικρόβιο, κακό και ανθεκτικό. Η πιθανότητα επιβίωσης ήταν πολύ μικρή, το ένιωθε. Η αξονική δεν είχε δείξει τίποτα, άρα δεν υπήρχε κάποια συλλογή κάπου που να μπορεί να χειρουργηθεί. Επίσης, ήθελε επιτέλους να μάθει. Μπορεί αυτός ο καλός άνθρωπος να βοηθούσε επιτέλους να μάθει ή να θυμηθεί το υπόλοιπο της ιστορίας. Πώς βρέθηκε ο ίδιος εκεί μέσα; Δεν


Όσο κοιμόμουν

179

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

θυμάται τα χτυπήματα που δέχτηκε από τον Βαγγέλη να ήταν τόσο σοβαρά που να οδηγούσαν στο χειρουργείο ή στη Μονάδα. «Όχι», του έγραψε, «προτιμώ να συνεχίσουμε, θέλω να μάθω». Ο μπάτσος του απάντησε: «Και εμείς θέλουμε να μάθουμε». Η Μάρθα κοίταξε με καχυποψία, είχε ήδη 38,8, δεν της άρεσε καθόλου η ιδέα να υποβάλλεται σε ανάκριση ο άρρωστός της με πυρετό. Του έβαλε στη φλέβα μία apotel. Δεν ήξερε ούτε η ίδια γιατί, αλλά ήθελε και εκείνη να μάθει. «Πόσες φορές τον χτυπήσατε στο κεφάλι κύριε Μακρή;» ρώτησε ο μπάτσος. Ο Άρης απάντησε: «Πολλές, πάρα πολλές, τουλάχιστον δέκα, δεν μπορούσα να σταματήσω, παρ’ όλο που έβλεπα ότι δεν αντιδρούσε πια. Δεν ήξερα τι έκανα, είχα θολώσει τόσο, που δεν ήξερα τι έκανα, τον χτυπούσα και τον ξαναχτυπούσα με το φωτιστικό ασταμάτητα». Ο μπάτσος διάβασε, «Κατάλαβα», του είπε, «και τι σας έκανε να σταματήσετε λοιπόν;» Ο Άρης θυμήθηκε: «Η Ειρήνη μπήκε μπροστά μου και με αγκάλιασε, τότε συνειδητοποίησα και σταμάτησα». Ο μπάτσος διάβασε προσεκτικά και ξανασκούπισε τον ιδρώτα του. «Και μετά;» τον ρώτησε. Μετά δεν θυμόταν τίποτα. Του έγραψε ακριβώς αυτό. Ο μπάτσος ξεφύσηξε. Δεν μπορεί, θα την έβρισκε την άκρη, ήταν αποφασισμένος. «Εντάξει, δεν πειράζει, δεν θέλω να σας πιέσω. Απλά μια τελευταία ερώτηση: το τελευταίο πράγμα που θυμάστε ποιο είναι;» Το τελευταίο ε; Η αδελφή του τον αγκάλιασε, εκείνος ξαφνικά βγήκε από το αμόκ, κοίταξε το άψυχο, διαλυμένο σώμα του Βαγγέλη, η κοιλιά του πόνεσε και του ‘ρθε να κάνει εμετό, διπλώθηκε στα δύο, ενώ η αδελφή του είχε καθίσει με την πλάτη κόντρα στον τοίχο, κουλουριασμένη με τα γόνατα προς το κεφάλι και κάλυπτε το πρόσωπο με το καλό της χέρι, την ώρα που είχε ξεσπάσει σε δυνατά κλάματα. Το χέρι της ήταν, θαρρείς, βουτηγμένο στο φρέσκο αίμα. Έγραψε: «Την αδελφή μου να κάθεται με την πλάτη κόντρα στον τοίχο και να κλαίει». Ο μπάτσος διάβασε και σκέφτηκε: «Σε ποιον τοίχο κύριε Μακρή;» «Στον τοίχο που είναι το έπιπλο της τηλεόρασης», απάντησε ο Άρης. Ο μπάτσος τον κοίταξε με οίκτο, είχε καταλάβει. Ο Άρης όμως όχι. Δίστασε, δεν ήξερε αν πρέπει. Ήταν από τις δυσκολότερες στιγμές στην καριέρα του. Μάζεψε όλο του το κουράγιο, ξεφύσηξε δυνατά και έπειτα πήρε μια ανάσα πιο ήρεμη: «Κύριε Μακρή, σε αυτό το σημείο βρήκαμε ένα κουζινομάχαιρο βουτηγμένο στο αίμα σας. Το διασταυρώσαμε με εξέταση DNA». Ο Άρης άρχισε να τρέμει σύγκορμος σαν το ψάρι έξω από το νερό. Το σώμα του σπαρταρούσε πάνω στο κρεβάτι με μανία, εντελώς ανεξέλεγκτο. Η


180

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μάρθα τρομαγμένη, έτρεξε προς το μέρος του με μια σύριγγα προποφόλης, είπε στη συνάδελφο του διπλανού αρρώστου να φωνάξει γρήγορα τον γιατρό και μετά γύρισε προς τον μπάτσο και του είπε: «Πρέπει να φύγετε τώρα!» με επιτακτικό τρόπο. Εκείνος, που δεν είχε δει ποτέ πραγματικό πυρετικό ρίγος, είχε μείνει και κοιτούσε έκθαμβος το θέαμα, με φόβο και δέος, μέχρι που η διαταγή της νοσηλεύτριας τον έβγαλε από το σοκ και σηκώθηκε να φύγει όπως όπως. Ενώ περπατούσε προς την πόρτα, γύριζε πού και πού να κοιτάξει τι γινόταν. Η Μάρθα είχε δώσει λίγο από το μαγικό υγρό και το σώμα του Άρη είχε ηρεμήσει, τώρα απλώς έτρεμε. Στο μεταξύ είχε έρθει και η επιμελήτρια, η οποία μόλις είδε το σκηνικό, έβγαλε από την τσέπη της το τηλέφωνο και κάλεσε το μπίπερ του Λοιμωξιολόγου. Μέχρι να την καλέσει πίσω, πήρε η ίδια το θερμόμετρο από το καρότσι και το έβαλε στη μασχάλη. 39,7. «Βάλτου μια apotel Μάρθα!». Η Μάρθα της έδειξε το φάρμακο που ήδη έτρεχε στη φλέβα. Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνό της: «Ναι Γιώργο, εγώ σε κάλεσα, η Αθηνά από τη Μονάδα. Άκου, ο Μακρής συνεχίζει να κάνει υψηλό πυρετό με ρίγος, παρ’ όλη την apotel… Ναι… Εντάξει, σε περιμένω… Ναι, ευχαριστώ… Γεια». Η Μάρθα ακόμα δεν είχε συνέλθει από τον πανικό της όταν ήρθε ο Λοιμωξιολόγος. Δεν έπρεπε να είχε αφήσει τον μπάτσο να συνεχίσει από τη στιγμή που ο Άρης ανέβαζε πυρετό. Ένιωσε ότι έφταιγε και ήξερε γιατί: ήταν και η ίδια περίεργη να μάθει τι έγινε. Δεν μπορούσε να το πιστέψει! Η ίδια του η αδελφή τον είχε μαχαιρώσει! Όχι ο γαμπρός του, αλλά η ίδια του η αδελφή! Δεν μπορούσε να το χωνέψει. Πώς ήταν δυνατόν; Με ποια λογική; Αλλά βέβαια, δεν υπήρχε λογική. Ο αδελφός της χτυπούσε με μανία τον άντρα της, μέχρι που τον σκότωσε. Ήταν ένα είδους άμυνας; Πίστευε ότι μπορούσε να τον σταματήσει; Τόσο πολύ αγαπούσε τον άντρα της, που θυσίασε τον ίδιο της τον αδελφό για να τον υπερασπιστεί; Της ήταν εντελώς ακατανόητο. Σιγά σιγά ο Άρης ηρέμησε. Όταν ήρθε ο Λοιμωξιολόγος, ο πυρετός είχε ήδη αρχίσει να πέφτει. Η Μάρθα είχε βάλει πάνω στους βουβώνες και ανάμεσα στις μασχάλες του, σακούλες με παγάκια. Η ειδικευόμενη βάλθηκε με πάθος να παίρνει αιμοκαλλιέργειες. Ο Λοιμωξιολόγος τους είπε ότι μόλις μίλησε με το εργαστήριο, και ότι στην αιμοκαλλιέργεια που πήραν πριν τρεις μέρες, είχε βγει klebsiella πολυανθεκτική. Τους έμενε ως μόνη επιλογή, η κολιστίνη. Αυτό και θα έκαναν αμέσως από τώρα. Η Μάρθα πήγε να την ετοιμάσει όσην ώρα η επιμελήτρια έγραφε την εντολή στο διάγραμμα. «Καημένε κύριε Μακρή» σκέφτηκε η ειδικευόμενη καθώς τρυπούσε τη φλέβα του Άρη με αποστειρωμένο τρόπο, στο βαμμένο με betadine χέρι του.


Όσο κοιμόμουν

181

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το έργο αυτό το είχε δει πολλές φορές σε αυτή τη Μονάδα. Όχι ότι σε άλλες Μονάδες ήταν καλύτερα, καθεμία είχε ένα θανατηφόρο ζουζούνι. Εκεί είχαν την klebsiella. Τις προάλλες τους είχε πεθάνει από αυτό το ζώο ένας παππούς μετά από αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας, ενώ λίγες εβδομάδες πριν, ένας πολυτραυματίας από μηχανή. Τώρα, καθώς φαινόταν, είχε έρθει η ώρα του Μακρή. «Κρίμα, πολύ κρίμα, γιατί πήγαινε καλά» σκέφτηκε με απαισιοδοξία. «Το άκρο της κεντρικής γραμμής τι έβγαλε;» ρώτησε η επιμελήτρια τον Λοιμωξιολόγο. «Δεν βγήκε ακόμα, αλλά βγάζει και αυτή gram αρνητικό…» της απάντησε με κάποια απελπισία. Ούτε αυτός ήταν αισιόδοξος. Είχε δει και αυτός, τον τελευταίο καιρό, πολλούς να φεύγουν από αυτό το άθλιο πλάσμα. Ο Λοιμωξιολόγος σκέφτηκε και πάλι την ελληνική καταδίκη: οι συνθήκες ήταν σχεδόν τριτοκοσμικές. Υπήρχε μία νοσηλεύτρια για τουλάχιστον τρεις αρρώστους στη Μονάδα, η οποία όσο και αν σεβόταν τους κανόνες αντισηψίας, δεν μπορούσε να εμποδίσει τη μεταφορά μικροβίων από τον έναν άρρωστο στον άλλο. Η απόσταση ανάμεσα στους αρρώστους ήταν ελάχιστη, γιατί οι λειτουργικές Μονάδες ήταν λίγες και οι άρρωστοι πολλοί. Το κράτος δεν είχε χρήματα για να προσφέρει ούτε το προσωπικό ούτε την κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή και έτσι, οι ασθενείς ήταν στο έλεος της φτώχιας του συστήματος. Γι’ αυτό αναπτύσσονταν αυτά τα μικρόβια και γι’ αυτό τώρα ο Μακρής, όπως και τόσοι άλλοι, ήταν καταδικασμένος να θυσιαστεί στον βωμό της ελληνικής φτώχιας. «Κολιστίνη λοιπόν και ο Θεός βοηθός», είπε φεύγοντας. Η επιμελήτρια τον ευχαρίστησε και έφυγε κι αυτή με τη σειρά της, όση ώρα η ειδικευόμενη τρυπούσε τα μπουκαλάκια της αιμοκαλλιέργειας με το φαγητό της κλεμπσιέλας. Όλα γύρισαν στον κανονικό τους ρυθμό, ο Άρης στην καταστολή του, οι γιατροί στο γραφείο τους να ασχολούνται με τη γραφειοκρατία, ο Λοιμωξιολόγος στην έρευνά του, η Μάρθα στη νοσηλεία της, ενώ το ραδιόφωνο έπαιζε ένα τραγουδάκι του Παπακωνσταντίνου, εκτελεσμένο από την Αρβανιτάκη: Κάθε νύχτα που περνάει, Σαν ταινίαααα Κι ό,τι ζήσαμε προβάλλεται Με φόντο την πλατείαααα Κάθε νύχτα που περνάει Πάντα εδώωω Κι όλο φεύγω


182

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πριν μείνουμε μόνοι Το τέλος μη δωωωω Κι όλο φεύγω Πριν μείνουμε μόνοι… Το τέλος μη δωωωωω Η Μάρθα ένιωσε καλύτερα, είχε φύγει εκείνη η καταιγίδα αδρεναλίνης και είχε δώσει τη θέση της σε σκέψεις. Κοίταξε το ρολόι της: η βάρδιά της τελείωνε σε ένα τέταρτο. Έπρεπε να παραδώσει και να φύγει στην ώρα της, γιατί την επόμενη μέρα θα έκανε πρωί νύχτα. Αυτή η τριάδα απόγευμα-πρωίνύχτα τόσα χρόνια, την είχε κουράσει απίστευτα, σωματικά και ψυχικά. Δεν μπορούσε να διατηρήσει κανένα φυσιολογικό βιολογικό ρυθμό, αλλά από την άλλη, έτσι ήταν η νοσηλευτική, όλες και όλοι οι συνάδελφοί της τα ίδια τραβούσαν. Παρέδωσε λοιπόν στον νοσηλευτή της νύχτας, ο οποίος, ευτυχώς, είχε έρθει δέκα λεπτά νωρίτερα και μπόρεσε να φύγει στην ώρα της. Άλλαξε γρήγορα γρήγορα, πήρε την τσάντα της και έτρεξε να προλάβει το λεωφορείο των 23:15 για Πειραιά. Πάντα τη νύχτα περπατούσε βιαστικά. Φοβόταν, δεν ήταν και λίγες οι ιστορίες που είχε ακούσει. Στη στάση υπήρχαν πολλοί ακόμα, πράγμα που την καθησύχασε. Μπήκε μέσα στο λεωφορείο, κάθισε σε μια θέση δίπλα από το παράθυρο και έκλεισε τα μάτια της, όπως συνήθιζε. Η διαδρομή ήταν μεγάλη και η κούραση σημαντική. Ξεκουραζόταν με κάθε ευκαιρία που της δινόταν. Ακούμπησε το κεφάλι της στο παράθυρο: το τρέμουλο του τζαμιού τη νανούριζε. Αυτή τη φορά όμως, παρ’ όλο που ήταν τόσο κουρασμένη, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η εικόνα του Άρη που σπαρταρούσε από τον πυρετό, ο αστυνομικός με τα κόκκινα μάγουλα και την καραφλίτσα, το σκηνικό με την Ειρήνη να μαχαιρώνει τον Άρη, τη στιγμή που αυτός νόμιζε ότι τον αγκάλιαζε. Ο καημένος ο κύριος Μακρής… πήγε να υπερασπιστεί την αδελφή του από αυτό το κτήνος, και εκείνη του το ανταπέδωσε μαχαιρώνοντάς τον στην κοιλιά με τρόπο ύπουλο… Καημένε κύριε Μακρή… Μετά από λίγο το πήρε απόφαση ότι δεν επρόκειτο να κοιμηθεί αυτή τη φορά. Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα το γράμμα. Έπιασε από την αρχή τη δεύτερη σελίδα: «Σε κάθε μεγάλη στιγμή της ζωής μου, έχεις κάνει τη λαμπρή σου εμφάνιση σαν ιδανικό, σαν μέτρο σύγκρισης. Κάποιες φορές ντράπηκα γι’ αυτό, μα δεν μπορούσα να το εμποδίσω. Θα μου πεις: «εξιδανίκευση» και ίσως να έχεις δίκιο. Χρόνια και χρόνια παλεύω με αυτό. Λέω στον εαυτό μου πως σε


Όσο κοιμόμουν

183

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έχω εξιδανικεύσει, πως δεν θυμάμαι τις αρνητικές πλευρές, πως τώρα θα έχεις αλλάξει, πως τώρα και εγώ έχω αλλάξει και πως δεν είμαστε πια είκοσι χρονών. Σκέφτομαι πως τότε, οι συνθήκες ήταν αυτές που επέτρεπαν στη σχέση μας να ανθίσει σε κάτι τόσο όμορφο και μοναδικό, διότι τότε ήμασταν φοιτητές, δεν είχαμε πολλές υποχρεώσεις κτλ κτλ. Εάν ξαναβρισκόμασταν τώρα, ίσως τα πράγματα να ήταν τελείως διαφορετικά. Έτσι λέω στον εαυτό μου. »Μα έρχονται κάτι νύχτες, Δεσποινάκι μου, που κοιτάω τον ουρανό και βλέπω τη Μεγάλη Άρκτο και δεν μπορώ να μη θυμάμαι τις νύχτες που έχουμε περάσει από κυκλαδίτικη ταράτσα σε ταράτσα, κοιτώντας με τις ώρες τους αστερισμούς. Η ανάμνησή σου ξυπνά σε κάθε Μεγάλη Άρκτο. »Μα και αστεία, καθημερινά μικροπράγματα, όπως η παρατήρησή σου πως οι γυναίκες όταν κατεβαίνουν μια κατηφόρα αντιστέκονται, αντί να αφήσουν το βάρος να τις κινήσει με φυσικότητα. Κάθε φορά που βλέπω γυναίκα να κατεβαίνει μια κατηφόρα Δέσποινα. »Έτσι, με τα μικρά και τα μεγάλα πράγματα, ανάμεσα στα οποία υπάρχει ένα τεράστιο φάσμα αναμνήσεων, υπάρχεις και με βασανίζεις με τον γλυκύτερο τρόπο. Αυτό δεν είναι εξιδανίκευση, είναι πραγματικότητα. Και η πραγματικότητά μου, είναι τόσο στενά συνυφασμένη μ’ εσένα, που νιώθω ότι οι ψυχές μας είναι κεντημένες μαζί στο ίδιο κέντημα. Θα πρέπει να ξηλώσω τις ίνες μου από αυτό το κέντημα για να χωρίσω από σένα και, Δέσποινα, δεν θέλω καθόλου να ξηλώσω την ψυχή μου. Είμαι αυτός που είμαι επειδή υπήρξες εσύ στη ζωή μου, για τέσσερα χρόνια που μου μοιάζουν με ζωή ολόκληρη. Οπότε, είτε σε έχω εξιδανικεύσει είτε όχι, λίγη σημασία έχει». Η Μάρθα κοίταξε έξω από το παράθυρο. Είχε απορροφηθεί τόσο που μπορεί και να έχανε τη στάση της αν δεν πρόσεχε. Αλλά εντάξει, ήταν ακόμα στον Άλιμο, είχε ακόμα χρόνο. Έβαλε τη δεύτερη σελίδα από πίσω και συνέχισε να διαβάζει την τρίτη: «Θα αναρωτιέσαι γιατί στα λέω όλα αυτά τώρα, που εγώ είμαι άρρωστος σε μια Εντατική και που εσύ έχεις ήδη μια οικογένεια και μια ζωή που απέχει πολύ από εκείνη την εποχή. Πίστεψέ με, σε καμία περίπτωση δεν θέλω να σε ταράξω, είμαι σίγουρος πως ό,τι δημιούργησες μέχρι τώρα είναι υπέροχο, όπως εσύ. Ο άντρας σου είναι ο πιο τυχερός άντρας στον κόσμο και τα παιδιά σου, τα πιο τυχερά παιδιά στον κόσμο. Είμαι περήφανος για σένα, να το ξέρεις. »Αν ήμουν υγιής αυτή τη στιγμή, δεν ξέρω πως θα ήταν. Ίσως και να έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να σε ξανακερδίσω, γιατί είμαι


184

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σίγουρος ότι και εσύ νιώθεις το ίδιο για μένα. Δεν θέλω να ακουστεί εγωιστικό αυτό που σου λέω, απλώς το αισθάνομαι με κάπως «μεταφυσικό» τρόπο. Αλλά δεν είμαι καλά. Είμαι άρρωστος και μπορεί να πεθάνω ανά πάσα στιγμή. Γι’ αυτό, πριν πεθάνω, ήθελα να ξέρεις. Δεν ξέρω αν σου χρησιμεύει σε κάτι να ξέρεις, αλλά ήθελα να ξέρεις. »Θα ήθελα να κρατήσεις από αυτό το γράμμα το εξής: είσαι ένας υπέροχος και σπάνιος άνθρωπος, που είχα την τύχη να συναντήσω στη ζωή μου, αλλά σε άφησα να φύγεις, σε πλήγωσα και σε πρόδωσα και μετανιώνω κάθε ώρα και στιγμή γι’ αυτό. Σου αξίζει να έχεις δίπλα σου ανθρώπους, οι οποίοι εκτιμούν την τύχη του να σε έχουν στη ζωή τους. Σου αξίζουν άνθρωποι που να σε αφήνουν να είσαι αυτό το υπέροχο πλάσμα που είσαι, ελεύθερη και πανέμορφη. Άνθρωποι που να θαυμάζουν και να τρέφουν την ψυχή σου με όλα τα απαραίτητα συστατικά, για να παραμένει ανθισμένη και ευωδιαστή. Άνθρωποι που να χαίρονται με τη χαρά σου, να ενθουσιάζονται με τον ενθουσιασμό σου, να καμαρώνουν με τις επιτυχίες σου, να συμπάσχουν με τον πόνο σου, να μαθαίνουν από σένα όσα έχεις να τους διδάξεις και όταν διορθώνεις τα λάθη τους, να γίνονται καλύτεροι άνθρωποι. »Θα μπορούσα να είμαι εγώ ένας από αυτούς τους ανθρώπους, Δέσποινα. Θα είχες σίγουρα τη θέση και την αγάπη που σου αξίζει: Δέσποινα, δηλαδή αρχόντισσά μου. Δεν είμαι πια το ηλίθιο πλάσμα που ήμουν τότε. Έχω μεγαλώσει, έχω δει, έχω καταλάβει, έχω μάθει. Τίποτα δεν θα με έκανε πιο ευτυχισμένο, από το να μοιραζόμουν την πραγματικότητά μου μαζί σου, όπου και όπως και αν συνέβαινε αυτό. Είτε σε ένα κυκλαδίτικο νησί, κάνοντας τον αγροτικό γιατρό είτε στην Αθήνα, κάνοντας τον διευθυντή κάποιας Μονάδας είτε στο Παρίσι, κάνοντας τον σερβιτόρο, είτε όπου αλλού στον κόσμο ήθελες, αρκεί να ήμασταν μαζί. »Μα εσύ διάλεξες ήδη κάποιον άλλο για σύντροφο της ζωής σου και αυτό το σέβομαι. Επίσης εγώ είμαι άρρωστος και δεν ξέρω αν γίνω καλά ποτέ. Μην αμφιβάλλεις όμως ούτε στιγμή, ότι σου αξίζουν τα καλύτερα. »Θέλω να κλείσω αυτό το γράμμα με ένα μικρό παιχνιδάκι συμπληρώστε το κενό: «Τζουτζουκάκι μου μικρό, πόσο πόσο….» Η Μάρθα δίπλωσε το γράμμα και το ξαναέβαλε στην τσάντα της. Έπειτα σκούπισε τα δάκρυά της και ξανακοίταξε έξω από το παράθυρο. Άλλες δύο στάσεις. Αναρωτήθηκε πώς να τελείωνε αυτή η φράση: «τζουτζουκάκι μου μικρό, πόσο πόσο τι;» Πόσο τυχερή ήταν αυτή η Δέσποινα τέλος πάντων. Μακάρι να είχε και εκείνη κάποιον που να νιώθει τόσο όμορφα πράγματα για κείνη και να τα εκφράζει με αυτό τον τρόπο, χωρίς να ντρέπεται, χωρίς να


Όσο κοιμόμουν

185

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κρύβεται, χωρίς να λέει κάτι και να εννοεί κάτι άλλο. Δεν είχε ζήσει ποτέ μια αγάπη όπως αυτή που περιέγραφε ο Άρης. Τρεις σχέσεις είχε μέχρι τώρα στη ζωή της και αυτές, ούτε κατά διάνοια δεν έφταναν το μεγαλείο των συναισθημάτων που ένιωθε ο Άρης για τη Δέσποινα. Πόσο άδικο ήταν αυτό που του συνέβαινε. Πόσο ωραίο θα ήταν να γινόταν καλά και να τη διεκδικούσε πίσω. Να ήταν και πάλι μαζί και να ζούσαν ευτυχισμένοι. Πόσο άδικη ήταν η ζωή με τα παιχνίδια που του επιφύλαξε. Έτσι της ερχόταν να πάει να τη βρει και να της μιλήσει, να της πει: «Δεν καταλαβαίνεις πόσο σ’ αγαπάει αυτός ο άνθρωπος; Δεν καταλαβαίνεις ότι πέρασε τη ζωή του ψάχνοντας να σε ξαναβρεί; Γιατί είσαι τόσο σκληρή μαζί του; Δεν έχεις καρδιά; Ο άνθρωπος χαροπαλεύει στη Μονάδα και όμως, σκέφτεται μόνο εσένα, τόσο πολύ σ’ αγαπάει. Και εσύ, ούτε μια επίσκεψη, παρ’ όλο που του το υποσχέθηκες. Πόσο κοστίζει πια να έρθεις να τον δεις μια φορά πριν πεθάνει; Να τον αγκαλιάσεις, να του δώσεις ένα στοργικό φιλί και να του πεις ότι τον αγαπάς και εσύ; Να φύγει τουλάχιστον με την ψυχή γεμάτη και με την καρδιά ελαφριά; Καθώς κατέβαινε τα σκαλιά του λεωφορείου το αποφάσισε: θα έπαιρνε αύριο τα στοιχεία της και θα πήγαινε να τη βρει και να της μιλήσει. Πώς θα έβρισκε τα στοιχεία της; Α! Θα πήγαινε στην υποδοχή του νοσοκομείου και θα έψαχνε τα αρχεία των επισκεπτών. Ή, ακόμα καλύτερα, θα έπαιρνε τηλέφωνο τον κύριο Περικλή και θα του τα ζητούσε. Δεν θα της έλεγε όχι ο κύριος Περικλής, ήταν καλός άνθρωπος, θα καταλάβαινε. Τελείωσε, αυτό θα έκανε. Θα έβρισκε τα στοιχεία της και θα την έπαιρνε τηλέφωνο. Όχι τηλέφωνο μάλλον. Θα πήγαινε από το σπίτι της. Ναι, θα πήγαινε από το σπίτι της και θα της έλεγε πώς έχουν τα πράγματα. Θα την παρακαλούσε να έρθει μία τελευταία φορά να τον δει, ώστε να φύγει ευτυχισμένος. Αυτό του άξιζε του κυρίου Μακρή, ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει γι’ αυτόν. Μπορεί μάλιστα να της έδινε το γράμμα. Άλλωστε αυτό το γράμμα της ανήκε, είχε γραφτεί για εκείνη. Αχ πόσο κρίμα, πόσο μα πόσο κρίμα…


186

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΧΙΙ Το επόμενο πρωί στις εφτά παρά πέντε, η Μάρθα παρέλαβε και πάλι τον άρρωστό της από τον συνάδελφο της νύχτας. Φαινόταν πολύ κουρασμένος. — Καλημέρα Κωνσταντίνε! Πώς πήγε η νύχτα; — Καλημέρα… Άσε, από τις χειρότερες νύχτες που έχω κάνει στη ζωή μου, έτρεχα σαν τον τρελό! — Τι έγινε; — Είχα τον Μακρή και την Γεωργάτου στο οκτώ. Η Γεωργάτου ξέρεις, μετά από σπονδυλοδεσία, αιμορραγούσε κλασικά και ήταν με νοραδρεναλίνη, φωνάξαμε τους Ορθοπαιδικούς, γέμιζαν οι παροχετεύσεις, αυτοί έλεγαν πως δεν την χειριστήκαμε καλά μετεγχειρητικά, ότι οι πιέσεις της ήταν πολύ υψηλές και, ξέρεις, αυτές τις μαλακίες που λένε πάντα. Τέλος πάντων, φύγανε, εμείς τη μεταγγίζαμε, μετά ξαναπήρε τηλέφωνο η ειδικευόμενη και με τα πολλά, αποφάσισαν να την ξαναβάλουν χειρουργείο. Δεν βρήκαν, λέει, κανένα αγγείο που αιμορραγούσε, έκαναν αιμόσταση γενικά, είχε oozing. Μαλακίες, δεν το πιστεύω, κάποιο αγγείο είχαν φάει οι άχρηστοι. — Πω πωωω, τι λες βρε παιδάκι μου! Και μετά; Έστρωσε; — Ναι έστρωσε, δεν κράτησε πολλή ώρα το χειρουργείο, τη μεταγγίσανε, τη γεμίσανε, σιγά σιγά έφυγε η νοραδρεναλίνη από τη μέση. — Πάλι καλά! — Ναι, αλλά δεν τελείωσε μ’ αυτό η νύχτα! Πάνω που είχα ηρεμήσει λίγο, κατά τις τρεις, ανεβάζει ο Μακρής σαραντάρι. Τρέχαμε πάλι για αξονικές ολόσωμες, έριξε πίεση μέσα στον αξονικό, έτρεχα πάνω να φέρω νοραδρεναλίνη γιατί κάτω δεν είχανε και η βοηθός θαλάμου έλειπε με αναρρωτική… — Και τι έδειξε η αξονική; — Είχε μια μικρή συλλογή υγρού στο αριστερό υποχόνδριο και μια πλευριτική συλλογή. Ήρθαν οι Χειρουργοί, δεν ήξεραν τι να κάνουν, να ανοίξουν να μην ανοίξουν, ασταθής ο άρρωστος, η Αναισθησιολόγος φώναζε να τον βάλουμε γρήγορα χειρουργείο γιατί ήταν σε σηπτικό σοκ, αυτοί έλεγαν «μπα, η συλλογή δεν είναι μεγάλη, είναι


Όσο κοιμόμουν

187

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φυσιολογικό μετά από τόσες μέρες χειρουργείου» και «αργεί να φύγει» και άλλα τέτοια. — Και τι αποφάσισαν; — Η Αναισθησιολόγος επέμενε και τους έβριζε, ξέρεις, ήταν η Πανοπούλου… — Ωχ, φαντάζομαι τι τους έσουρε… — Ναι! Τι στόμα είναι αυτό που έχει αυτή η γυναίκα! Τέλος πάντων, τελικά τον έβαλαν χειρουργείο, του άνοιξαν την κοιλιά, το υγρό λέει, δεν ήταν ύποπτο, ήταν ορώδες, το έστειλαν όμως για καλλιέργεια. — Και για την πλευριτική συλλογή έκαναν κάτι; — Ναι, του έβαλαν μια παροχέτευση, τώρα έχει γεμίσει από παντού παροχετεύσεις. Δεν έδωσε τίποτα το Bullau, και τώρα που το θυμήθηκα, έχει μια ακτινογραφία θώρακος που εκκρεμεί, μην το ξεχάσεις! — Όχι δεν το ξεχνάω, θα την πάρω τώρα τηλέφωνο. — Και έναν πλήρη εργαστηριακό έλεγχο: γενική, βιοχημικό, πήξη, τα πάντα. Είναι με νοραδρεναλίνη ακόμα, 17ml την ώρα. Έχει κόψει διούρηση, μάλλον κάνει πολυοργανική ανεπάρκεια. — Εντάξει Κωνσταντίνε, μη σε καθυστερώ άλλο, δεν θα τα ξεχάσω. Άντε, πήγαινε να ξεκουραστείς, τα λέμε από ‘βδομάδα. — Έλα εντάξει, άντε, τα λέμε, ευχαριστώ. Κοίταξε τον Άρη άφωνη. Ήταν ιδρωμένος, όλοι οι επίδεσμοι έτοιμοι να ξεκολλήσουν, του είχαν βάλει πάλι κεντρική γραμμή, από την άλλη πλευρά αυτή τη φορά, ουροκαθετήρα που δεν έδινε τίποτα σχεδόν, παρά μόνο κάτι λίγα, πυκνά ούρα, του είχαν αλλάξει και την αρτηρία, τα μάτια του ήταν κλειστά με λευκοπλάστ από το χειρουργείο και ο αναπνευστήρας έλεγχε πλήρως την αναπνοή του. Πήγε δίπλα του και τράβηξε εκνευρισμένα τα λευκοπλάστ από τα μάτια του. Στο χειρουργείο τα έκλειναν για να τα προστατεύσουν, αλλά εδώ ήταν Μονάδα. Δεν ήθελε να τον βλέπει έτσι. Ήθελε να τον βλέπει όπως τον ήξερε. Έπειτα κοίταξε τις αντλίες: έτρεχε νοραδρεναλίνη με 17ml την ώρα, προποφόλη με 10ml την ώρα και πάνω στο three-way της κεντρικής γραμμής ήταν ακόμα μια σύριγγα με μυοχαλαρωτικό. Πήρε τα εργαστηριακά της, έγραψε προσεκτικά το όνομα πάνω στα μπουκαλάκια και μετά πήρε τηλέφωνο την ακτινολόγο. Συνέχισε όλες της τις δουλειές κανονικά, αλλά με μηχανικό τρόπο. Σκέφτηκε πως όλα αυτά που σχεδίαζε να κάνει χθες, δεν είχαν πια κανένα νόημα. Δεν θα πήγαινε λοιπόν να βρει τη Δέσποινα, ούτε θα της έλεγε όλα


188

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αυτά που ήθελε να της πει. Ο Άρης δεν ήταν πια σε θέση να ζήσει αυτή την τελευταία στιγμή ευτυχίας. Η μοίρα τού την είχε στερήσει. Τουλάχιστον όμως, μήπως έπρεπε με κάποιο τρόπο το γράμμα να φτάσει στα χέρια της; Πήγε μέχρι το γραφείο και σήκωσε το τηλέφωνο. Σχημάτισε τον αριθμό και περίμενε. — Ναι, κύριε Περικλή, είμαι η Μάρθα, από τη Μονάδα. Πρέπει να έρθετε γιατί ο κύριος Μακρής έχει επιδεινωθεί σημαντικά. —… — Εντάξει, σας περιμένω. Γεια σας. Η Μάρθα άφησε με βαριά καρδιά τον Άρη, για να πάει να ασχοληθεί και με τη Γεωργάτου. Η μέρα ξεκινούσε πολύ άσχημα με δύο βαρείς ασθενείς. Η Γεωργάτου φαινόταν καλύτερα. Είχε τα μάτια ανοιχτά και έμοιαζε ήρεμη. Κάθε φορά, η Μάρθα εκπλησσόταν από το πόσα πράγματα μπορεί να ανέχονται οι άνθρωποι μετά από κάποια ηλικία. Για παράδειγμα η κυρία Γεωργάτου, μόλις είχε ξυπνήσει από ένα βαρύ χειρουργείο, σίγουρα θα πονούσε, ήταν ακόμα διασωληνωμένη και όμως, καθόταν ήσυχη, με ανοιχτά τα μάτια και ιώβειο υπομονή, χωρίς ούτε ίχνος διαμαρτυρίας ή δυσανασχέτησης. Θυμήθηκε την τελευταία κουβέντα του Άρη. «Φτάνει». Τι πάει να πει «φτάνει»; Εκνευρίστηκε και πάλι. Δεν έχει «φτάνει» κύριε Μακρή. Εδώ που είστε, θα κάνουμε τα πάντα για να γίνετε καλά. Θα σας θεραπεύσουμε κάθε πρόβλημα, θα σας κάνουμε ικανό να αναπνέετε μόνος σας, θα σας κλείσουμε το τραχειόστομα για να ξαναμιλήσετε και θα βγείτε από τη Μονάδα. Το καταλάβατε; Θα βγείτε από τη Μονάδα! Θα ζήσετε και πάλι με την οικογένειά σας, στο σπιτάκι σας, με τους ανθρώπους που αγαπάτε και, ποιος ξέρει, ίσως η Δέσποινα, αφού διαβάσει το γράμμα, να σκεφτεί και να ξαναγυρίσει κοντά σας. Θα είστε επιτέλους ευτυχισμένος, κύριε Μακρή, μετά από όλα αυτά που περάσατε, θα αποκτήσετε την ευτυχία που σας αξίζει. Γιατί τα καλύτερα δεν αξίζουν μόνο στη Δέσποινα, όπως γράψατε στο γράμμα σας, αλλά και σ’ εσάς τον ίδιο. Διότι είστε και εσείς ένας υπέροχος άνθρωπος, κύριε Μακρή. Αυτό τον αγώνα, θα τον παλέψουμε μέχρι το τέλος. Και η νίκη θα είναι δική μας! Ο Περικλής μπήκε μέσα με ταχύ βήμα και πλησίασε ανήσυχος. Έριξε μια ματιά σε όλες τις παραμέτρους, είδε την αντλία νοραδρεναλίνης και κατάλαβε. Γύρισε και κοίταξε τη Μάρθα, έχοντας την ελπίδα ότι η αντίληψή του τον απατά και ότι εκείνη θα του έλεγε κάτι αισιόδοξο. — Τι συνέβη Μάρθα;


Όσο κοιμόμουν

189

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

— Καλύτερα να μιλήσετε με τη γιατρό μας κύριε Περικλή, εκείνη θα σας ενημερώσει καλύτερα. — Βλέπω καινούργιες παροχετεύσεις. Μπήκε χειρουργείο; — Ναι, τη νύχτα, για μια συλλογή που υποψιάζονταν ότι ήταν η πιθανή πηγή της λοίμωξης. Έχει και ένα bullau, για μια πλευριτική συλλογή δεξιά. — Ναι, το βλέπω… Έχει κόψει και διούρηση ή μόλις άδειασες τον συλλέκτη; — Όχι, δεν άλλαξα τον συλλέκτη. Μόνο αυτά έχει δώσει από την ώρα του χειρουργείου, δηλαδή τις τελευταίες πέντε ώρες. Ο Περικλής απελπίστηκε. Έριξε το κεφάλι προς τα κάτω, κάθισε στην καρέκλα, στήριξε τον αγκώνα στο γόνατο και ακούμπησε το μέτωπο στην παλάμη του. Δεν άκουσε τίποτα αισιόδοξο, αντιθέτως, ήταν χειρότερα από ότι φανταζόταν. Έκανε πολυοργανική ανεπάρκεια. Το μικρόβιο πολλαπλασιαζόταν μέσα στο αίμα του, σαν ένας στρατός από απαίσια, μικροσκοπικά ιμπεριαλιστικά τέρατα, οπλισμένα για να χτίσουν την αυτοκρατορία τους. Και το σώμα του Άρη, πάλευε με όλες του τις δυνάμεις τον εχθρό, ψήνοντάς τον στους σαράντα βαθμούς κελσίου, στέλνοντας στρατιές από λευκοκύτταρα να παλεύουν σώμα με σώμα, ρίχνοντας θανατηφόρες τοξίνες, που δυστυχώς, εκτός από τον εχθρό, σκότωναν και τον ίδιο. — Τα εργαστηριακά τι λένε; — Ένα λεπτό να φωνάξω τη γιατρό μας. Εκείνη θα σας τα πει καλύτερα. Μετά από λίγη ώρα, η Μάρθα ξαναμπήκε στον θάλαμο παρέα με την επιμελήτρια, η οποία μασουλούσε ακόμα την τελευταία μπουκιά από το κουλούρι της. Κατάπιε, έδωσε το χέρι της στον Περικλή για να τον χαιρετήσει και, καθαρίζοντας το σουσάμι από τα δόντια της με τη γλώσσα, τον κοίταξε κατάματα: — Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι πολύ καλά για τον φίλο σας, είναι σε πολυοργανική ανεπάρκεια και τα εργαστηριακά δείχνουν βαριά νεφρική ανεπάρκεια, με σημαντική μεταβολική οξέωση και υπερκαλιαιμία. Θα ξεκινήσουμε αιμοδιήθηση. Α, Μάρθα! Ετοιμάζεις σε παρακαλώ να βάλουμε έναν καθετήρα αιμοκάθαρσης; Θα τον βάλουμε στη μηριαία. Ο Περικλής την κοίταζε σιωπηλός. Στην αρχή ήθελε να ρωτήσει για κάθε λεπτομέρεια, τώρα όμως δεν είχε πια διάθεση. Έβγαλε το τηλέφωνο από


190

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

την τσέπη του και πήρε τηλέφωνο τον Χρήστο. Τον ενημέρωσε ότι ο πατέρας του είχε επιδεινωθεί και ότι έπρεπε να έρθει. Ο Χρήστος εκείνη την ώρα ήταν σε διάλειμμα ανάμεσα σε δύο μαθήματα. Αφού έκλεισε το τηλέφωνο, άνοιξε την εφαρμογή της swiss και έκλεισε εισιτήριο. Δεν θυμάται ποια βήματα ακολούθησε ακριβώς, πότε και πώς βρέθηκε στο διαμέρισμά του. Δεν ήξερε τι έβαλε μέσα στη μικρή του βαλίτσα, πώς έφτασε στο αεροδρόμιο και πώς πάρκαρε. Ευτυχώς είχε προλάβει την πτήση των 15:45 για Αθήνα, που είχε ακόμα θέσεις, διότι όλοι είχαν πλέον γυρίσει από τις διακοπές τους και τα σχολεία της Ευρώπης είχαν ήδη ανοίξει. Περιμένοντας την επιβίβαση έστειλε ένα e-mail στη γραμματέα της σχολής του για να την ενημερώσει ότι θα έλειπε τις επόμενες ημέρες. Μέσα στο αεροπλάνο, οι αεροσυνοδοί με τους προσεγμένους κότσους, τον χαιρέτησαν χαμογελαστές καθώς έμπαινε μέσα. Κάθισε στη θέση του και περίμενε. Η ώρα δεν περνούσε με τίποτα, τα φυτικά μακαρόνια με την κόκκινη σάλτσα και το κέικ της swiss του έφεραν αηδία. Ζήτησε έναν καφέ, που και αυτός του φάνηκε απαίσιος. Προσπάθησε να διαβάσει το περιοδικό: ρολόγια, κοσμήματα, ηλεκτρονικές συσκευές. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είχε νόημα. Πώς κατάφερναν να ασχολούνται οι άνθρωποι με αυτές τις ματαιοδοξίες, την ώρα που ο πατέρας του ήταν σε αυτό το μαύρο χάλι; Με το που πάτησε το πόδι του στο ελληνικό έδαφος, του ήρθε αμέσως ένα κύμα ζεστού αέρα, ενώ η ηχορύπανση τον ενόχλησε. Σήκωσε το χέρι για να πάρει ένα ταξί. Ευτυχώς, είχε πενήντα ευρώ πάνω του, από την προηγούμενη επίσκεψή του στην Ελλάδα. Διαβαίνοντας την πόρτα του νοσοκομείου, η χαρακτηριστική μυρωδιά των νοσοκομείων τού χτύπησε αλύπητα τους αισθητήρες της όσφρησης. Ανέβηκε τις σκάλες, με τη βαλίτσα στο χέρι και μπήκε στον προθάλαμο της Μονάδας. Μασκαρεύτηκε με τα απαραίτητα αξεσουάρ και μπήκε μέσα. Εκεί τον περίμενε ο Περικλής, όρθιος και τον σταμάτησε πριν πλησιάσει. «Περίμενε ένα λεπτό Χρήστο» του είπε, σε μια προσπάθεια να τον προετοιμάσει για το θέαμα που θα έβλεπε. — Αρχικά, ο μπαμπάς σου είναι σε καταστολή, γιατί μέσα στη νύχτα, μπήκε χειρουργείο. Οπότε, δεν επικοινωνεί μαζί μας. — Γιατί μπήκε χειρουργείο; Τι συνέβη; — Κοίταξε, ο μπαμπάς σου έχει μια λοίμωξη από ένα μικρόβιο που είναι ανθεκτικό στα αντιβιοτικά. — Ναι, και;


Όσο κοιμόμουν

191

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

— Και, παρ’ όλο που του δίνουν τα ισχυρότερα αντιβιοτικά που υπάρχουν, αυτός ακόμα έχει τη λοίμωξη και κάνει υψηλό πυρετό. — Και το χειρουργείο πού κολλάει; — Για να βρουν την πηγή της λοίμωξης, έκαναν μια ολόσωμη αξονική. Βρήκαν υγρό μέσα στην κοιλιά και δεν ήξεραν αν ήταν αυτή η πηγή ή όχι. — Τι πάει να πει δεν ήξεραν; — Κοίταξε Χρήστο, οι γιατροί δεν είναι μάγοι, αντιθέτως, τις περισσότερες φορές είναι σαν τους ντετέκτιβ, προσπαθούν δηλαδή με τα στοιχεία που έχουν, να βγάλουν ένα συμπέρασμα. — Τέλος πάντων. Και μετά; — Η λοίμωξη άρχισε να καταστρέφει σιγά σιγά, τα πιο σημαντικά όργανα του μπαμπά σου: την καρδιά, τα αγγεία, τα νεφρά. Χρειάστηκε να βάλουν ισχυρά φάρμακα για να τον διατηρήσουν στη ζωή. — Τι μου λες τώρα θείε; Κινδυνεύει η ζωή του μπαμπά μου; — Δυστυχώς Χρήστο μου, ναι, κινδυνεύει. Γι’ αυτό πήραν την απόφαση μέσα στη νύχτα, να μπουν χειρουργείο και να καθαρίσουν την κοιλιά από το υγρό, μήπως ήταν αυτή η πηγή της λοίμωξης. — Και ήταν; Δηλαδή τώρα είναι εντάξει; — Δεν ξέρουμε ακόμα πουλάκι μου, θα δείξουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων. — Δεν μπορώ να πάω να τον δω; — Φυσικά και μπορείς, απλώς, μην τρομάξεις, θα τον δεις να κοιμάται και να έχει πολλά σωληνάκια που βγαίνουν από το σώμα του. Επίσης, έχει ένα μεγάλο μηχάνημα δίπλα του, που αντικαθιστά τα νεφρά του. — Κατάλαβα, άσε με τώρα να προχωρήσω. Περπάτησε με γρήγορο βήμα μέχρι το κρεβάτι του Άρη και μόλις τα μάτια του αντίκρισαν το θέαμα, λύγισε ψυχικά και σωματικά. Καμιά προετοιμασία δεν θα κατάφερνε να τον καταστήσει ικανό να αντιμετωπίσει αυτό που έβλεπε με ψυχραιμία. Σωριάστηκε στην καρέκλα, έπεσε με όλο του το σώμα πάνω στον πατέρα του και ξέσπασε σε λυγμούς. Τα αλάρμ άρχισαν να χτυπάνε καθώς το βάρος του Χρήστου έπεφτε πάνω στα σωληνάκια και τα τσάκιζε. Ο νοσηλευτής κοιτούσε τον Χρήστο με πόνο, δεν τόλμησε να του πει τίποτα. Είχε το δικαίωμα να θρηνήσει με την ησυχία του. Πήγε ήσυχα και αθόρυβα και έκλεισε τον ήχο από τα αλάρμ. Ο Περικλής τον πλησίασε διακριτικά, έβαλε το χέρι του στον ώμο, μετά του χάιδεψε τα μαλλιά με πατρική τρυφερότητα και του είπε: «Έλα πουλάκι


192

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μου, μη χάνεις την ελπίδα σου, ο μπαμπάς σου είναι από γερό σκαρί, θα τα καταφέρει». Δεν ξέρει γιατί το είπε αυτό. Από την πλευρά του γιατρού, ήταν απαράδεκτο, διότι ήξερε πως η αλήθεια πρέπει να λέγεται αυτούσια, ενώ η ελπίδα πρέπει να γεννιέται μόνο από την ψυχή του ανθρώπου, όχι από τα λόγια του γιατρού. Μα τούτη τη στιγμή ήταν μπερδεμένος. Ήταν μεν γιατρός, αλλά ήταν και αδελφός και θείος. Άλλωστε και ο ίδιος πονούσε και χρειαζόταν μια παρηγοριά. Ο Χρήστος σήκωσε το κεφάλι του, ο νοσηλευτής του έδωσε χαρτί να σκουπίσει τα μάτια και τη μύτη του και, αφού σκουπίστηκε, έπιασε το χέρι του πατέρα του και το έσφιξε ανάμεσα στα δικά του. Ο Περικλής πήρε μια δεύτερη καρέκλα, κάθισε ακριβώς δίπλα του και του αγκάλιασε τον ώμο. Έμειναν έτσι οι δυο τους πολλή ώρα. Είχε νυχτώσει για τα καλά. Καμιά κουβέντα δεν ακούστηκε, μέχρι που άλλαξε η βάρδια των νοσηλευτών. Η Μάρθα μπήκε μέσα μοσχομυριστή, για να κάνει το τρίτο μέρος από το «απόγευμα-πρωί-νύχτα» της. Πριν μιλήσει καν στον συνάδελφό της, πήγε προς το μέρος που κάθονταν οι δύο άντρες. Στάθηκε μπροστά τους με συμπόνια και είχε τη στοιχειώδη καλοσύνη να μη μιλήσει καθόλου. Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του Χρήστου. Εκείνος σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε. Τα μάτια του έλεγαν ταυτόχρονα: «γιατί;» μα και «σ’ ευχαριστώ». Κατάλαβαν ότι ήταν πια ώρα να φύγουν. Την παρακάλεσαν να τους πάρει αμέσως τηλέφωνο, όποια ώρα και αν ήταν.


Όσο κοιμόμουν

193

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΧΙΙΙ Η νύχτα ξεκινούσε με μια παράξενη ησυχία. Στον θάλαμο υπήρχαν μόνο τέσσερις άρρωστοι, δύο από τους οποίους βρίσκονταν προς την άλλη μεριά του διαδρόμου. Ο ένας μάλιστα ήταν σε απομόνωση. Η Μάρθα κοίταξε το ρολόι της. Ήταν μεσάνυχτα. Είχε τους ίδιους δύο ασθενείς, τον Μακρή και τη Γεωργάτου. Είχαν ένα κρεβάτι απόσταση, στο οποίο μέχρι το μεσημέρι ήταν κάποιος που είχε πάρει εξιτήριο. Τώρα ήταν άδειο, καλοστρωμένο, με το μόνιτορ καθαρό, με καινούργια ηλεκτρόδια και τον αναπνευστήρα με καινούργιο κύκλωμα. Περίμενε ήσυχο τον καινούργιο του ιδιοκτήτη. Η Γεωργάτου ήταν πολύ καλά πια, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι μετά τα ογδόντα, δύσκολα πέθαιναν, ήταν άτρωτοι. Θα μπορούσε να είχε πάρει εξιτήριο ήδη από το απόγευμα, αλλά δεν είχε θέση στην Ορθοπεδική και έτσι έμεινε εκεί τη νύχτα, μέχρι να αδειάσει ένα κρεβάτι για να μπορέσει να φύγει. Κοιμόταν με φυσικό ύπνο, γυρισμένη στο πλάι, με την παλάμη της κάτω από το μάγουλο και τα γόνατα λυγισμένα. Η Μάρθα την κοίταξε με στοργή. Αγαπούσε πολύ τους ηλικιωμένους ανθρώπους. Έπειτα πήγε προς τον Άρη. Ήταν ιδρωμένος και φαινόταν πολύ πιο αδύνατος απ’ ότι ήταν στην αρχή της νοσηλείας του, σχεδόν καχεκτικός. Ήταν ακόμα σε καταστολή. Από το σώμα του ξεφύτρωναν, με τρόπο αφύσικο, κάθε λογής σωλήνες. Δίπλα του, μέρα νύχτα, δούλευε ακούραστα το μηχάνημα που διηθούσε το αίμα του, το καθάριζε από τις βρωμιές και εξισορροπούσε τους ηλεκτρολύτες του, τού άδειαζε τα παραπανίσια υγρά και έφτιαχνε τους αριθμούς που ικανοποιούσαν τους γιατρούς. Οι γιατροί ήταν τόσο αστείοι μερικές φορές: δεν κοιτούσαν τον άρρωστο, κοιτούσαν μόνο τους αριθμούς. Εάν αυτοί ήταν σωστοί, τότε ο άρρωστος πήγαινε καλά. Χωρίς να συνειδητοποιεί ακριβώς γιατί, προχώρησε προς το στατό με τις αντλίες και έκοψε την καταστολή. Έπειτα, κάθισε στην καρέκλα μπροστά από τον υπολογιστή και άνοιξε τα e-mail της. Μετά κοίταξε την ιστοσελίδα με τις ειδήσεις. Διάβασε για ένα τρένο που είχε εκτροχιαστεί, είχε ανατραπεί και υπήρξαν δύο νεκροί και καμιά εικοσαριά τραυματίες. Ήταν κάπου στην Κίνα. Μετά διάβασε για το φεστιβάλ των Καννών. Σημείωσε στο μυαλό της τις βραβευμένες ταινίες και έκλεισε ραντεβού στο σινεμά με τον εαυτό της. Ο Άρης άνοιξε τα μάτια του. Ήταν το ίδιο ήρεμος με τη Γεωργάτου το πρωί. Δεν αντιστεκόταν στον αναπνευστήρα που του γέμιζε τα πνευμόνια με 100% οξυγόνο κάθε λίγο και λιγάκι. Δεν έκανε κανένα μορφασμό πόνου. Το


194

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πρόσωπό του ήταν ήρεμο. Γύρισε το βλέμμα του προς τη Μάρθα. Χάρηκε που την έβλεπε. Τόσες μέρες εκεί μέσα, αυτό το πρόσωπο τού ήταν οικείο και αγαπητό. Της χαμογέλασε. Η Μάρθα σηκώθηκε και πήγε κοντά του. «Πονάτε κύριε Μακρή;» Της απάντησε κινώντας τα χείλη του: «Άρης». Η Μάρθα χαμογέλασε: «πονάς Άρη;». Εκείνος έγνεψε «όχι» με το κεφάλι. «Άρη, τα πράγματα έχουν χειροτερέψει για σένα», του είπε, ενώ εκείνος, το ήξερε ήδη πολύ καλά, το ένιωθε εδώ και μέρες. Της είπε χωρίς φωνή: «το ξέρω». «Ο γιος σας, ε συγγνώμη, ο γιος σου είναι εδώ, μόλις πριν λίγο έφυγε. Και ο κύριος Περικλής επίσης. Τι μπορώ να κάνω για σένα;» Εκείνος γύρισε το βλέμμα του ευθεία μπροστά. Τι μπορούσε να κάνει για εκείνον; Δεν είχε ιδιαίτερες εκκρεμότητες, τουλάχιστον τίποτα που να μη μπορεί να χειριστεί ο Χρήστος με τη βοήθεια του Περικλή. Έτσι όπως κοιτούσε τον τοίχο προσπαθώντας να σκεφτεί, έβλεπε στρατιές από μυρμήγκια να ανεβαίνουν σε όλους τους τοίχους. Το ήξερε βέβαια πως δεν υπήρχαν μυρμήγκια. Τα έβλεπε όμως. Γαμημένες παραισθήσεις! Ξαναγύρισε το βλέμμα του προς τη Μάρθα. Ακόμα περίμενε με υπομονή να της πει την απάντησή του. Της είπε: «τίποτα». «Θέλεις να στείλω το γράμμα;» Το είχε ξεχάσει σχεδόν. Τι σημασία είχε τώρα το γράμμα; Για να Την κάνει να πονάει; «Όχι», της είπε. Εκείνη για μια στιγμή εκνευρίστηκε. Γιατί όχι; Έπρεπε να ξέρει! Ήθελε εξηγήσεις, αλλά πώς θα τις έπαιρνε; Έπρεπε να σεβαστεί τον Άρη. Εκείνος το έγραψε, εκείνος ήξερε καλύτερα, στο κάτω κάτω, ήταν προσωπικό του θέμα. Εκείνη δεν είχε καμία δουλειά να ανακατεύεται. Κακώς το είχε κάνει άλλωστε. Ντράπηκε. Ο Άρης το κατάλαβε ότι η Μάρθα είχε διαβάσει το γράμμα, από την κοκκινίλα που είχε βάψει τα χλωμά της μάγουλα. Της χαμογέλασε και της έτεινε το χέρι του, όπως όταν ζητάμε μια κυρία σε χορό. Εκείνη έβαλε το μικρό της χέρι μέσα στο δικό του. Το χάιδεψε με τον αντίχειρά του, όπως έκανε ο πατέρας του σε εκείνον όταν ήταν μικρός. Δεν έπρεπε να αισθάνεται άσχημα. Της το εμπιστεύτηκε και δεν το μετάνιωσε καθόλου. Ήταν μάλιστα χαρούμενος που είχε μοιραστεί τα συναισθήματά του με ένα κορίτσι τόσο γλυκό και τόσο ακέραιο. «Μάρθα! Βγαίνω για ένα τσιγάρο», της φώναξε από μακριά ο συνάδελφός της. «Εντάξει Γιάννη!» φώναξε και αυτή με τη σειρά της. Άφησε τον Άρη και πήγε προς τον θάλαμο νοσηλείας. Φεύγοντας, έριξε μια ματιά σε όλα τα μόνιτορ, όλοι ήταν σταθεροί. Φτάνοντας στον θάλαμο νοσηλείας, έσκυψε στο συρτάρι και πήρε μια πενηντάρα βιδωτή σύριγγα, μια συσκευή και μια βελόνα. Μετά έβγαλε το μικρό κλειδί από το συρτάρι και άνοιξε το


Όσο κοιμόμουν

195

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ντουλαπάκι που κλείδωνε. Πήρε από μέσα ένα κουτί, από τα άσπρα, με το κόκκινο πλαίσιο. Έσπασε πέντε αμπούλες των δέκα ml και τις αναρρόφησε όλες στην πενηντάρα σύριγγα. Χρέωσε τις δύο στον Μακρή και τις άλλες τρεις στην αντλία της Γεωργάτου. Δεν έβαλε ετικέτα στη σύριγγα. Συνέδεσε τη συσκευή στη σύριγγα και έβγαλε τον αέρα προσεκτικά. Έπειτα άνοιξε το ντουλάπι που έγραφε: «Καρδιολογικά» και έβγαλε μια πλαστική αμπούλα με μπλε αυτοκόλλητο. Αναρρόφησε το υγρό της σε μια δεκάρα σύριγγα. Ούτε σε αυτή έβαλε ετικέτα. Έβγαλε τον αέρα και άφησε τη βελόνα επάνω. Πήγε προς τον Άρη. Έκλεισε την αντλία της νοραδρεναλίνης. Σε μια άλλη αντλία, έβαλε την πενηντάρα σύριγγα που μόλις είχε ετοιμάσει. Την έβαλε να τρέχει με 100ml την ώρα. Ενεργοποίησε και πάλι την καταστολή. Μετά θυμήθηκε: «Άρη, ποια είναι η απάντηση στο παιχνίδι;» Εκείνος χαμογέλασε και της είπε με τα στεγνά του χείλη: «σ’ αγαπώ. Τζουτζουκάκι μου μικρό, πόσο πόσο σ’ αγαπώ» και έκλεισε τα μάτια του ευχαριστημένος. Μα φυσικά, έπρεπε να το είχε καταλάβει, ήταν προφανές. Αναστέναξε. Πήγε προς το μόνιτορ και το έσβησε εντελώς. Έπειτα έσβησε τον τεχνητό νεφρό. Κάθισε δίπλα στον Άρη και περίμενε. Το πρόσωπό του ήταν όμορφο. Πρέπει να ήταν πολύ ωραίος άντρας. Είχε πυκνά, σκούρα, ίσια μαλλιά και πυκνά, καλοσχηματισμένα φρύδια. Τα μάτια του ήταν μεγάλα, καστανά και αμυγδαλωτά, με μεγάλες βλεφαρίδες. Η μύτη του ήταν μικρή και ίσια και στο πηγούνι του είχε λακκάκι. Τα ζυγωματικά του ήταν αρρενωπά, μα με λείο, οβάλ σχήμα. Το δέρμα του είχε χρώμα σκούρο, ψημένο από τη χρόνια έκθεση στον ήλιο. Τα γένια του φύτρωναν πυκνά, παρ’ όλο που το πρωί τον είχε ξυρίσει. Τα χείλη του ήταν σαρκώδη και είχαν τέλειο σχήμα, θαρρείς και ήταν ζωγραφισμένα με μολύβι. Όλοι οι μυς του προσώπου του χαλάρωναν σιγά σιγά, καθώς βυθιζόταν σ’ αυτό τον ευχάριστο ύπνο. Θα έλεγε κανείς ότι χαμογελούσε ελαφρώς. Η Μάρθα έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό του και περίμενε. Εκείνος, αντανακλαστικά, έκανε μια μικρή κίνηση με τον αντίχειρα, για να τη χαϊδέψει, όπως πριν από λίγη ώρα. Η μικρή αυτή κίνηση επαναλήφθηκε μερικές φορές, αλλά με το πέρασμα των δευτερολέπτων, γινόταν όλο και μικρότερη, όλο και πιο αδύναμη, μέχρι που έπαψε. Τι της συνέβαινε με αυτό τον άνθρωπο. Δεν θυμάται ποτέ, στη διάρκεια της μικρής της καριέρας, να είχε αισθανθεί τόσα συναισθήματα για έναν ασθενή. Βεβαίως και συνέπασχε με τα προβλήματα των άλλων, βεβαίως και ήθελε να βοηθήσει τον συνάνθρωπό της στη δύσκολη στιγμή του, γι’ αυτό


196

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άλλωστε και είχε γίνει νοσηλεύτρια. Αγαπούσε πολύ τη δουλειά της και δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε άλλο. Άλλωστε αυτό το επάγγελμα, ήταν η απόλυτη εφαρμογή της φιλοσοφίας της θρησκείας της στην καθημερινή ζωή. Να αγαπάς τους άλλους, όπως τον εαυτό σου. Να αγαπάς και τους φίλους και τους εχθρούς σου, χωρίς να κάνεις διακρίσεις στο φύλο, τη φυλή, την ηλικία. Να είσαι ταπεινός και ολιγαρκής. Να βοηθάς τον πλησίον σου και να σκύβεις πάνω σε κάθε του ανάγκη. Μα με τούτον εδώ τον άντρα, τα πράγματα είχαν κάτι παραπάνω. Μήπως επειδή της είχε εμπιστευτεί τις προσωπικές του πτυχές; Μήπως επειδή ήταν νέος και όμορφος; Μήπως επειδή, σε αντίθεση με όσους άντρες είχε γνωρίσει μέχρι τώρα, εκείνος δεν φοβόταν να εκφράσει τα συναισθήματά του; Βγαίνοντας από την περισυλλογή της, έριξε μια ματιά στις παραμέτρους του αναπνευστήρα. Οι πιέσεις που κατέγραφε ο αναπνευστήρας με κάθε εισπνοή, κατέβηκαν μέχρι που έφτασαν να είναι ακριβώς οι προκαθορισμένες. Η Μάρθα του άφησε το χέρι μαλακά και πήρε τη δεκάρα σύριγγα. Τη συνέδεσε στο three-way της κεντρικής γραμμής και ένεσε το διάφανο υγρό. Δεν πέρασε ούτε ένα δευτερόλεπτο, όταν το στήθος του Άρη, άρχισε να σκιρτάει σαν πεταλούδα. Μέσα στο θώρακά του, η βασανισμένη καρδιά είχε ξεσπάσει σε έναν ξέφρενο χορό που διήρκεσε λιγότερο από ένα λεπτό. Μετά, κατάκοπη, ξάπλωσε να ξεκουραστεί. Η Μάρθα πέταξε την πενηντάρα σύριγγα με τη συσκευή της στα σκουπίδια και την αντικατέστησε με τη σύριγγα της νοραδρεναλίνης, αλλά με την αντλία κλειστή. Έπειτα πέταξε τη διάφανη δεκάρα σύριγγα και έβαλε ένα καπάκι στο three-way της κεντρικής γραμμής. Έβγαλε τη σακούλα με τα σκουπίδια, την πέταξε στη μεγαλύτερη, που ήταν στο θάλαμο νοσηλείας, και έβαλε μια καινούργια. Άνοιξε ξανά το μόνιτορ, την αντλία της νοραδρεναλίνης και το μηχάνημα αιμοδιήθησης. Έκλεισε αμέσως τα αλάρμ που άρχισαν να χτυπάνε σαν τρελά. Δεν ήθελε να ξυπνήσει την κυρία Γεωργάτου, κοιμόταν τόσο γαλήνια… Η σίγαση κρατούσε για δύο λεπτά. Τα δυο λεπτά πέρασαν γρήγορα και τα μηχανήματα άρχισαν και πάλι την παράφωνη χορωδία τους, όταν φάνηκε στην πόρτα ο Γιάννης. Η Μάρθα χάρισε στον εαυτό της ακόμα δυο λεπτά ησυχίας. Προχώρησε γρήγορα προς την πόρτα, όπου διασταυρώθηκε με το Γιάννη: «Πάω κι εγώ για τσιγάρο Γιάννη, όλοι είναι σταθεροί». Εκείνος της έκανε ένα νεύμα κατάφασης. Περπάτησε γρήγορα και βγήκε στον κήπο. Ήταν σκοτεινός και ήσυχος. Άναψε το τσιγάρο της, έβγαλε το γράμμα από την τσέπη της και του έβαλε


Όσο κοιμόμουν

197

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φωτιά. Το άφησε να καίγεται στο χώμα και απορροφήθηκε στην παρατήρηση της φλόγας. Πάει η Δέσποινα, πάει η αγάπη τους, πάει η ελπίδα. Μέσα στις φλόγες, μια ολόκληρη ζωή έγινε στάχτες. Δεν ένιωθε τίποτα, ούτε λύπη ούτε θυμό, ούτε ενοχές ούτε χαρά. Ίσως μόνο κάποια ανακούφιση. Στο μεταξύ στον θάλαμο, μετά το πέρας των 120 δευτερολέπτων ακριβώς, τα κουδούνια του μόνιτορ ξύπνησαν την κυρία Γεωργάτου και διέκοψαν βάναυσα το chatting του Γιάννη. Μιλούσε με την κοπέλα του, η οποία του κράταγε παρέα μέχρι να κοιμηθεί, όταν εκείνος έκανε νύχτα. Πήγε προς το κρεβάτι του Άρη και κοίταξε την ασυστολία στο μόνιτορ. Έριξε μια γρήγορη ματιά στα ηλεκτρόδια του καρδιογραφήματος. Μήπως κάποιο είχε ξεκολλήσει; Όλα ήταν στη θέση τους. Πάτησε το κουμπί να παρθεί μια πίεση με το πιεσόμετρο, γιατί είχε εξαφανιστεί και η κόκκινη καμπύλη της πίεσης. Αυτό φούσκωνε και ξαναφούσκωνε, χωρίς να είναι σε θέση να ανιχνεύσει κάποια πίεση και ούτε να καταγράψει, συνεπώς, κάποιον αριθμό. Όταν συνειδητοποίησε, γύρισε το βλέμμα του προς την πόρτα. «Γαμώτο», σκέφτηκε, «τώρα βρήκε κι αυτή να πάει για τσιγάρο;». Έτρεξε προς το γραφείο των γιατρών. Ήταν εντελώς μόνος του και έπρεπε κάποιος να τους ειδοποιήσει. Οι γιατροί ήταν μπροστά στον υπολογιστή και κοιτούσαν αστεία βίντεο στο youtube. «Το τρία κάνει ανακοπή!» τους φώναξε και ξαναέφυγε γρήγορα για να ξεκινήσει τις μαλάξεις. Οι γιατροί παράτησαν τα πάντα και έτρεξαν πίσω του. Αμέσως, ξεκίνησαν όλοι μαζί, σαν ροκ συγκρότημα, ένα τραγούδι, στο οποίο καθένας έπαιζε το όργανό του, προσπαθώντας να συγχρονιστούν όλοι μαζί, για να παράγουν κάτι που να είναι αρμονικό και να μοιάζει με καθώς πρέπει, μουσική αναζωογόνησης.


198

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIV Ο Άρης, καθισμένος στην αγαπημένη του θέση στο θέατρο, τη θέση έντεκα, στο κέντρο του άδειου θεάτρου, περίμενε υπομονετικά. Τα πίσω φώτα άναψαν και η βαριά κουίντα άρχισε να ανοίγει. Η παράσταση ξεκινούσε. Το σκηνικό στο πίσω μέρος, ήταν ένα σπίτι με έναν κήπο. Ο καλλιτέχνης είχε κάνει να φαίνεται το σπίτι προοπτικά λίγο πιο πίσω, με την είσοδο στο πλαϊνό μέρος της σκηνής, ενώ σε πρώτο πλάνο βρισκόταν ο κήπος, με δύο μεγάλα πεύκα, στια δύο άκρα του. Πάνω στη σκηνή, υπήρχε επίσης ένα ξύλινο παγκάκι από τη μια και ένα πηγάδι από χαρτόνι από την άλλη. Σε λίγο μπήκαν στη σκηνή, η μητέρα του και ο πατέρας του, κρατημένοι χέρι-χέρι, αγαπημένοι και νέοι, έκαναν βόλτα στον κήπο. Μιλούσαν για τα βιβλία που είχαν διαβάσει, για την πολιτική, για τη μουσική και τον κινηματογράφο. Είχαν μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά, την ίδια περίοδο και είχαν τόσα κοινά. Μια εποχή, που αφού ο πόλεμος είχε τραυματίσει βαθιά τις ψυχές τους και είχε αφανίσει κάθε μέσο, οι άνθρωποι ζούσαν με τρόπο απλό, χωρίς συσκευές, χωρίς πολυτέλειες και διασκέδαζαν τη φτώχια τους με Τολστόι και Ντοστογιέφσκι. Γιατί τα ιδανικά παρέμεναν ακέραια και η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, γεννιόταν μέσα από αξίες. Η μητέρα του, με τα καστανά της μαλλιά, πλεγμένα σε μια χοντρή κοτσίδα, τα νεανικά της γεμάτα μάγουλα, γελούσε και έμοιαζε ευτυχισμένη. Ο πατέρας του την έκανε να γελάει, βγάζοντας εκεί που κανείς δεν το περίμενε, ένα σχόλιο ή ένα λογοπαίγνιο. Ήταν ψηλός και αδύνατος, σαν να στεκόταν, θα έλεγε κανείς, σε ξυλοπόδαρα. Θα την αγαπούσε πολύ φαίνεται… Μετά από λίγο κάθισαν στο παγκάκι και από την άλλη μεριά της σκηνής, ήρθε περπατώντας ένα παιδάκι, θα ήταν ίσως έξι-εφτά χρονών, με καστανά μακριά μαλλιά, που του έφταναν μέχρι τους ώμους. Ήταν χαρούμενο και έτρεχε στη σκηνή πέρα δώθε, με ένα αυτοκινητάκι στα χέρια. Έπειτα, βάλθηκε στα τέσσερα και άρχισε να παίζει τσουλώντας το αυτοκινητάκι με το χέρι του και κάνοντας «βρουμ-βρουμ». Όταν βαρέθηκε, , πήγε προς τον μπαμπά του, έπιασε ένα κλαδί από κάτω και έκανε πως έπαιζε κιθάρα. Τραγουδούσε και έπαιζε την κιθάρα του, ενώ οι γονείς του γελούσαν, χειροκροτούσαν και του έλεγαν μπράβο. Μετά ο πατέρας του τον πήρε στα χέρια και τον πέταξε ψηλά. Ο μικρός είχε ξεκαρδιστεί. Θα τον αγαπούσε πολύ φαίνεται…


Όσο κοιμόμουν

199

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η μητέρα του βγήκε από τη σκηνή, για να γυρίσει πίσω μετά από λίγο, κρατώντας ένα μωρό στα χέρια της. Το μωρό φαινόταν ψεύτικο, πλαστικό. Κάθισε σε μια γωνιά και έβγαλε έξω το στήθος της για να της δώσει να φάει. Την κοιτούσε με στοργή, καθώς εκείνη έπινε αχόρταγα το γαλατάκι της. Έπειτα ξανασκέπασε το στήθος της, την πήρε αγκαλιά σε όρθια θέση και έκανε βόλτες, χτυπώντας την απαλά στην πλάτη για να ρευτεί. Το πλαστικό μωρό ούτε κουνιόταν ούτε έβγαζε κάποιον ήχο. Υποτίθεται πως την είχε πάρει πάλι ο ύπνος. Η μητέρα της την ξαναπήγε πάλι, έξω από τη σκηνή. Ξαναγύρισε πάλι, με το θηλυκό της περπάτημα και πήγε προς τον γιο της. Τον έπιασε από το χέρι, έπειτα εκείνος έπιασε από το χέρι τον μπαμπά του και περπάτησαν όλοι μαζί έξω από τη σκηνή, χαμογελαστοί. Καθώς έβγαιναν, σήκωναν πού και πού το αγοράκι ψηλά, τραβώντας το από τα χέρια και εκείνος χαιρόταν και ξεκαρδιζόταν και πάλι. Θα τους αγαπούσε πολύ φαίνεται… Η αυλαία έκλεισε, η πρώτη σκηνή είχε τελειώσει. Ο Άρης χειροκρότησε, ήταν ενθουσιασμένος με αυτή την παράσταση. Τόσο καλοί ηθοποιοί, τόσο φυσικοί! Πόσο όμορφη σκηνή, απλή και όμως, τόσο γεμάτη από αγνά μηνύματα. Εντάξει, ίσως μόνο το μωρό που ήταν πλαστικό… Μα και πάλι, πώς ήταν δυνατό να βάλουν να παίζει ένα αληθινό μωρό; Δεν πειράζει, η παράσταση του άρεσε μέχρι στιγμής. Περίμενε με αγωνία να δει τη συνέχεια. Μετά από λίγα λεπτά, η αυλαία άνοιξε και πάλι. Στο φόντο, το σκηνικό είχε αλλάξει. Τώρα έμοιαζε με εφηβικό δωμάτιο. Ήταν ένας τοίχος, πάνω στον οποίο ήταν κολλημένες με σελοτέιπ, αφίσες από διάφορα ροκ συγκροτήματα. Στη μέση του τοίχου ήταν ζωγραφισμένο ένα παράθυρο με ξύλινα παντζούρια. Τα φώτα ήταν σχετικά χαμηλά. Πάνω στη σκηνή, ένα γραφείο και μια βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία. Στην άλλη μεριά, ένα κρεβάτι με τα σεντόνια ξέστρωτα και πατσαβουριασμένα. Στο πάτωμα, πεταμένα διάφορα αντικείμενα: κάλτσες, ρούχα, βιβλία, ένα ρόπαλο του baseball, μια κίτρινη μπάλα του water-polo. Ένα σωστό εφηβικό δωμάτιο αγοριού. Στην καρέκλα του γραφείου, καθόταν ένας έφηβος, ίσως να ήταν δεκαεφτά ή δεκαοκτώ. Φορούσε γυαλιά, τα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα και το ντύσιμό του ήταν αθλητικό: άσπρο T-shirt που έγραφε στην πλάτη «ΝΟΓ» με μπλε γράμματα, γκρι βερμούδα και αθλητικά παπούτσια με άσπρες κάλτσες. Διάβαζε κάτω από το φως μιας λάμπας γραφείου. Φαινόταν πολύ συγκεντρωμένος. Έπαιζε ωστόσο, μουσική, Pink Floyd, το “comfortably numb”. Φαίνεται του άρεσε να διαβάζει με μουσική, όπως και σε πολλούς


200

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άλλους εφήβους. Πρέπει να ήταν το αγοράκι της προηγούμενης σκηνής, που στο μεταξύ είχε μεγαλώσει. Ύστερα μπήκε στη σκηνή, με περπάτημα βαρύ και αργό, ένα κορίτσι γύρω στα δώδεκα. Προφανώς ήταν η αδελφή του, που είχε και εκείνη μεγαλώσει στο μεταξύ. Ήταν ψηλή, είχε μακριά καστανοκόκκινα μαλλιά, πιασμένα σε χαμηλή αλογοουρά. Φορούσε ένα σορτσάκι και ένα φαρδύ μπλουζάκι. Ήταν ξυπόλυτη. Δεν φαινόταν χαρούμενη. Κάθισε βαριεστημένα πάνω στο κρεβάτι του αδελφού της. Ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο, λύγισε τα γόνατα και έφερε τα πόδια προς το στήθος της. Το αριστερό της χέρι, στο ύψος του καρπού, ήταν τυλιγμένο ολόγυρα με ένα πανί, ίσως ήταν μια μικρή πετσέτα κουζίνας. Άπλωσε το δεξί της χέρι για να φτάσει το φορητό κασετόφωνο και να ανοίξει τη φωνή. «Διαβάζω Ειρήνη!» της είπε το αγόρι χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει, με ύφος θυμωμένο. Φαίνεται δεν θα ήταν η πρώτη φορά που τον ενοχλούσε. «Τι διαβάζεις;» τον ρώτησε εκείνη ήρεμα, ανασηκώνοντας το κεφάλι της, που προηγουμένως ήταν χωμένο ανάμεσα στα δυο της γόνατα. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και όμορφα, μα κόκκινα, σαν να έκλαιγε. Το αγόρι της απάντησε: «Φυσική», ορθά κοφτά, χωρίς, και πάλι, να αλλάξει θέση, «γι’ αυτό χαμήλωσέ το!» Είχε αρχίσει να νευριάζει πραγματικά. Περίμενε στη θέση του υπομονετικά, να ακούσει την ένταση να χαμηλώνει. Εκείνη όμως δεν έκανε τίποτα. Η μουσική έπαιζε με αμείωτη ένταση. «Μα τώρα είναι το σόλο του David Gilmour», του απάντησε, «δεν γίνεται να το χαμηλώσω τώρα!» Το αγόρι έστριψε με τη γυριστή του καρέκλα, αποφασιστικά προς το μέρος της. «Ειρήνη, φύγε από δω πέρα και άσε με ήσυχο! Και βγάλε τα βρωμοπόδαρά σου από το κρεβάτι μου!» Το κορίτσι πετάχτηκε όρθιο σαν ελατήριο. Τον κοίταξε θυμωμένα και του φώναξε: «Αμάν πια! Όλο διαβάζεις και όλο σ’ ενοχλώ!», του είπε, ανάμεσα σε λυγμούς που έρχονταν από το βάθος του λαιμού του, χωρίς να μπορεί να τους συγκρατήσει. «Πάλι κλαις; Τι κλαψομούνα που είσαι! Τι κλαις πάλι;» Το κορίτσι δεν απάντησε, παρά έφερε τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό της και έκλαιγε. Τι καλά που έπαιζε αυτή η πιτσιρίκα! Το αγόρι της έπιασε το αριστερό χέρι με βία: «Τι είναι αυτό;» τη ρώτησε επιτακτικά. Εκείνη τον κοίταξε, ρούφηξε δυνατά τη μύτη της, αλλά δεν απάντησε. «Για να δω», είπε το αγόρι βαστώντας της σφιχτά το χέρι, ενώ με το ελεύθερο χέρι του ξετύλιγε τον αυτοσχέδιο επίδεσμο. Εκείνη προσπαθούσε να τραβήξει μακριά το χέρι της και


Όσο κοιμόμουν

201

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του είπε: «Άσε με!» αλλά η δύναμή της δεν συγκρινόταν με αυτή του αδελφού της. Το αγόρι κατάφερε να λύσει τον κόμπο και από μέσα, φάνηκαν μερικές γρατζουνιές στο εσωτερικό μέρος του καρπού. «Τι είναι αυτές οι βλακείες; Πας καλά κορίτσι μου;», της είπε φωνάζοντας πολύ νευριασμένος. Εκείνη, που στο μεταξύ είχε καταφέρει να συγκρατήσει τους λυγμούς της, του είπε: «Μην πεις τίποτα στη μαμά». Εκείνος, σαν να μην είχε ακούσει τίποτα, συνέχισε να φωνάζει: «Είσαι τελείως βλαμμένο παιδί μου; Πας στα καλά σου;» Της άφησε το χέρι απότομα και αυτό γύρισε στα πλάγια του κορμού της, μετά από μια μικρή ταλάντωση. Το κορίτσι έσκυψε κάτω, μάζεψε την πετσέτα και την ξανατύλιξε γύρω από τον καρπό της. «Μην πεις τίποτα στη μαμά», επανέλαβε με σιγανή φωνή. Εκείνος ξανακάθισε στην καρέκλα του, της γύρισε την πλάτη και άνοιξε πάλι το βιβλίο του: «Εξαφανίσου από δω πέρα! Και χαμήλωσε και τη μουσική!» Το κορίτσι υπάκουσε και τις δύο προσταγές του. Ντρεπόταν. Θα τον αγαπούσε πολύ φαίνεται… Μα τι καλά που έπαιζαν αυτά τα δύο πιτσιρίκια! Το κορίτσι έκλαιγε πραγματικά, οι γρατζουνιές στο χέρι της έμοιαζαν πολύ αληθινές, είχε και λίγο «αίμα» στο πανί. Προσεγμένη δουλειά. Μα και το αγόρι έπαιζε πολύ καλά, φαινόταν στ’ αλήθεια πολύ νευριασμένος και φώναζε ρεαλιστικά, με φυσικότητα, όπως τσακώνονται στ’ αλήθεια τα αδέλφια μεταξύ τους. Πολύ καλή δουλειά, πολύ καλή πράγματι, σκέφτηκε ο Άρης καθώς οι κουρτίνες έκλειναν, δηλώνοντας το τέλος της δεύτερης πράξης. Ξαναχειροκρότησε ενθουσιασμένος. Αυτή η παράσταση ήταν πολύ καλύτερη απ’ όσο περίμενε. Το κουδούνι του θεάτρου χτύπησε, ήταν η ώρα του διαλείμματος. Δεν ήθελε να σηκωθεί από τη θέση του. Δεν διψούσε ούτε κατουριόταν, ούτε ήθελε να καπνίσει. Συνέχισε να κάθεται στη θέση του. Πήρε το πρόγραμμα στα χέρια του. Διάβασε τον τίτλο: «Τριάντα χρόνια σιωπής». Ενδιαφέρων τίτλος, τι να σήμαινε άραγε; Ποιος σιωπούσε και τι; Ανυπομονούσε να μάθει στη συνέχεια της παράστασης. Γύρισε τη σελίδα και κοίταξε το επιτελείο: Πρωταγωνιστούν με σειρά εμφάνισης: Πατέρας: Μιχάλης Μαστρονικολής Μητέρα: Ελευθερία Μαστρονικολή Α μάλιστα, ήταν στ’ αλήθεια ζευγάρι, ή μπορεί και αδέλφια. Συνέχισε: Μικρός Άρης: Εμμανουήλ Προκοπίου


202

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μεγάλος Άρης: Άνθιμος Πετρίδης Μικρή Ειρήνη: Ευαγγελία Ζερβού Δέσποινα: Νίκη Χατζηδάκη Γιωργάκης: Γεώργιος Μιχαλόπουλος Χρηστάκος: Χρήστος Μιχαλόπουλος Ήταν λοιπόν, αληθινά αδέλφια και αυτά. Και τέλος: Μεγάλος Χρήστος: Χάρης Περιστέρης Πρώτη φορά έβλεπε αυτό το επιτελείο. Ήταν μικρός θίασος, μα ήταν πράγματι, πολύ καλοί όλοι τους μέχρι στιγμής. Ανυπομονούσε να δει τη συνέχεια. Είχε ακόμα δύο πράξεις. Γύρισε και κοίταξε γύρω του: όλο το θέατρο ήταν άδειο, δεν υπήρχε ψυχή εκτός από τον ίδιο. Δεν πειράζει, μια ιδιωτική παράσταση λοιπόν. Το κουδούνι χτύπησε τρεις φορές, το διάλειμμα είχε τελειώσει. Η αυλαία άνοιξε και πάλι για την τρίτη πράξη. Το σκηνικό ήταν απλό και μαγευτικό: στο φόντο, υπήρχε ένα τεράστιο μαύρο καραβόπανο, που είχε επάνω σχεδιασμένους αστερισμούς, φαινόταν η Μικρή και η Μεγάλη Άρκτος, η Κασσιόπη, ο Κηφέας. Για σελήνη, υπήρχε μια στρογγυλή λάμπα που έφεγγε ένα κίτρινο, αχνό φως, το οποίο επέτρεπε ίσα ίσα, να φαίνεται η κεντρική σκηνή. Στη μέση της σκηνής, ένα διπλό κρεβάτι με σιδερένια κάγκελα, που ήταν γυρισμένο διαγωνίως. «Θυμάσαι τους αστερισμούς που σου είχα μάθει πέρυσι;» είπε ο άντρας, που απ’ ότι κατάλαβε από τη φωνή, ήταν ο ίδιος ηθοποιός που προηγουμένως έπαιζε τον έφηβο Άρη. Ο ίδιος ο ηθοποιός δεν φαινόταν σχεδόν καθόλου, παρά μόνο η σκιά της φιγούρας του. Ακούστηκε η γλυκιά, γυναικεία φωνή της «Δέσποινας»: «Χμμμ, όχι και όλους, αλλά τους πιο σημαντικούς». Ο άντρας τέντωσε το χέρι του μπροστά και της έδειξε με τον δείκτη: «Αυτό εκεί που μοιάζει με w, ποιο είναι;» τη ρώτησε. «Ο Κηφέας;» είπε εκείνη χωρίς μεγάλη σιγουριά. «Όχι τζουτζουκάκι μου, ο Κηφέας είναι εκεί, αυτό που μοιάζει με σπιτάκι! Η Κασσιόπη είναι που μοιάζει με w». «Αααα!» είπε εκείνη, και τέντωσε το δικό της χέρι, δείχνοντας τη Μεγάλη Άρκτο: «Ξέρω όμως ποια είναι αυτή εκεί, που μοιάζει με κατσαρόλα με χερούλι!» του είπε με περηφάνια, «είναι η Μεγάλη Άρκτος!» συνέχισε. «Μπράβο καρδούλα μου!» της είπε ο άντρας, χαϊδεύοντάς της το μάγουλο. «Για δείξε μου τώρα και τη Μικρή Άρκτο». Η «Δέσποινα» δίστασε, πέρασαν κάποιες στιγμές ησυχίας. Μετά, αναπάντεχα, η κοπέλα ανασηκώθηκε και ανέβηκε πάνω στον «Άρη». Τα μαλλιά της έπεσαν από τους ώμους της και, με το κίτρινο φως της «σελήνης»,


Όσο κοιμόμουν

203

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

λαμπύριζαν σαν χρυσάφι μες το σκοτάδι, μακριά, σγουρά και φυσικά, σαν χρυσός καταρράκτης. Στήριξε το βάρος της στους αγκώνες της, για να μην τον πλακώσει, και έσκυψε να τον φιλήσει. Τα χείλη της φαίνονταν από τον πίσω φωτισμό, να ακουμπούν τα δικά του. Πόσο καλή δουλειά είχε κάνει και ο φωτιστής! Πολύ σιγανά, από το βάθος, άρχισε να παίζει μια μουσική γλυκιά και γνώριμη: ήταν η εισαγωγή από τον «Αύγουστο», του Νίκου Παπάζογλου. Οι νότες από την κιθάρα, δυνάμωναν όλο και περισσότερο, δένοντας απόλυτα με το σκηνικό. Κανένα άλλο τραγούδι δεν θα ταίριαζε περισσότερο. Η κοπέλα έπιασε ανάμεσα στα χείλη της, το πάνω χείλος του άντρα, το φίλησε απαλά και έπειτα το άφησε για να πιάσει το κάτω χείλος και να το δαγκώσει για λίγη ώρα. Ο άντρας, βγαίνοντας από την έκπληξή του, ανταποκρίθηκε βάζοντας τα χέρια του γύρω από τη μέση της. Πέρασε το ένα του χέρι μέσα από τη μπλούζα της και έσφιξε το δέρμα από την πλάτη της μέσα στη χούφτα του. Μετά τη χάιδεψε με τις άκρες των δακτύλων του, από τον αυχένα μέχρι τον κόκκυγα. Εκείνη συνέχιζε να τον φιλάει, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του με το ένα χέρι και στριμώχνοντας το άλλο της χέρι, ανάμεσα στο στρώμα και στην πλάτη του, για να τον αγκαλιάσει. Πώς μπορώ να ξεχάσω, τα λυτά της μαλλιά Την άμμο, που σαν καταρράκτης έεελουζαν Καθώς έσκυβε επάνω μου, χιλιάααδες φιλιά, Διαμάντια που απλόχερα μου χάααριζε Θα πάω, κι’ ας μου βγει και σε κακόοο Τραγουδούσε ο Παπάζογλου με πονεμένη φωνή. Πόσο καλή δουλειά, πραγματικά, πόσο καλή δουλειά! Εκείνος ανασήκωσε την πλάτη του για να τη βοηθήσει να περάσει το χέρι της από κάτω και έπειτα, με τα δυο του χέρια, έπιασε τη μπλούζα της και την τράβηξε προς τα πάνω. Εκείνη ανασηκώθηκε, στάθηκε πάνω στα γόνατά της και τελείωσε την κίνησή του μόνη της. Καθώς τα χέρια της είχαν τεντώσει προς τα πάνω και η μπλούζα της έβγαινε από το κεφάλι, φάνηκε το εξαίσιο στήθος της. Είχε το τέλειο μέγεθος και ήταν στητό, φυσικό και μαλακό. Ο άντρας το έπιασε, καθένα με κάθε του χέρι και το χάιδεψε μαλακά μέσα στις χούφτες του. Εκείνη έβγαλε εντελώς τη μπλούζα από το κεφάλι της, κάνοντας τα μαλλιά της να χυθούν και πάλι πάνω στους ώμους της, και πέταξε τη μπλούζα μακριά. Ύστερα, έσκυψε και πάλι επάνω του και συνέχισε να τον φιλάει. Εκείνος την έπιασε πάλι από τη μέση και, πιέζοντας την πλάτη της προς τα


204

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κάτω, την έκανε να κολλήσει το σώμα της επάνω του. Έπειτα, έβαλε δύναμη στα χέρια του και γύρισε από πάνω της. Το σεντόνι κάλυπτε τα σώματά τους από τη μέση και κάτω. Τη φίλησε με πάθος και γλίστρησε το χέρι του κάτω από το σεντόνι. Εκείνη έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό, καθώς αυτός τη χάιδευε κάτω από το σεντόνι. Μετά, με μία αργή και αποφασιστική κίνηση, μπήκε μέσα της, ενώ εκείνη έγειρε πίσω το κεφάλι της, τεντώνοντας τον λαιμό της αφύσικα πολύ, προσπαθώντας έτσι, να πνίξει τη φωνή που έβγαινε μέσα από τα τρίσβαθά της. Τι καλά που έπαιζαν! Ήταν τόσο, μα τόσο ρεαλιστικοί! Θαρρείς πως έκαναν στ’ αλήθεια έρωτα. Μπράβο, μπράβο, ήταν υπέροχοι. Τους παρακολούθησε με συγκίνηση καθ’ όλη τη διάρκεια της ερωτικής τους περίπτυξης. Εκείνος είχε τα μάτια ανοιχτά και την κοιτούσε, καθώς εκείνη ήταν παραδομένη σε άλλη διάσταση, με τα μάτια κλειστά. Θα την αγαπούσε πολύ φαίνεται… Στο τέλος τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του και εκείνος τη φίλησε βαθιά. Μετά εκείνη άνοιξε τα μάτια της, τον κοίταξε ευθεία στα δικά του μάτια και του χαμογέλασε πλατιά και χαρούμενα. «Αγάπη μου!» του είπε τρυφερά και αυτός της χάιδεψε τα μαλλιά και το μάγουλο. Η αυλαία έπεσε, η τρίτη πράξη είχε τελειώσει και αυτή. Τι κρίμα, η παράσταση πλησίαζε προς το τέλος της. Τι κρίμα, τόσο ωραία παράσταση! Θόρυβοι ακούγονταν πίσω από τις κουρτίνες, παρ’ όλο που η μουσική συνεχιζόταν. Τώρα έπαιζε το “love of my life” των Queen. Τι ωραία επιλογή τραγουδιών πράγματι! Η τέταρτη και τελευταία πράξη, ξεκίνησε με τα ίδια σκηνικά που είχε η πρώτη: το σπιτάκι πίσω και πλαγίως, τα δυο πεύκα, το παγκάκι και το χαρτονένιο πηγάδι. Η σκηνή φωτιζόταν με άπλετο άσπρο φως και στο βάθος ακούγονταν ήχοι από κελαηδίσματα. Φαινόταν σαν μια ηλιόλουστη μέρα σ’ αυτό τον κήπο. Πάνω στο παγκάκι, καθόταν το ζευγάρι: ήταν ο Άρης και η Δέσποινα. Μα τον Θεό! Ήταν ίδιοι με τους πραγματικούς! Σαν να έβλεπε τον εαυτό του, τον αληθινό του εαυτό στον καθρέφτη, και τη Δέσποινα, την πραγματική Δέσποινα με σάρκα και οστά! Απίστευτο! Πώς το είχαν πετύχει αυτό; Πόσο καλή δουλειά! Κάθονταν δίπλα δίπλα, πιασμένοι από το χέρι. Τα μαλλιά του Άρη είχαν γκριζάρει και της Δέσποινας ήταν ακόμα ξανθά και όμορφα, μα με πολλές άσπρες τρίχες από δω και από κει. Και το μακιγιάζ λοιπόν, πόσο ρεαλιστικό! Κρατιόντουσαν, λοιπόν, από το χέρι, σαν δυο αγαπημένα περιστεράκια, και μιλούσαν, μιλούσαν ασταμάτητα. Ο ένας κοιτούσε τον άλλο


Όσο κοιμόμουν

205

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στα μάτια την ώρα που μιλούσε, σαν να άκουγε αυτά που έλεγε για πρώτη φορά, σαν αυτά που έλεγε ο άλλος, να ήταν οι πιο σημαντικές πληροφορίες στον κόσμο. Η Δέσποινα έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του Άρη. Τόσα χρόνια είχαν περάσει, και όμως, ήταν ακόμα αγαπημένοι. Η Δέσποινα ανασήκωσε το κεφάλι της, καθώς άκουσε παιδικές φωνές από την πλευρά του σπιτιού, να δυναμώνουν όλο και περισσότερο. Γύρισαν και οι δυο τα κεφάλια τους ταυτόχρονα, για να δουν δύο παιδάκια να βγαίνουν έξω από το σπίτι τρέχοντας. Ήταν ίδια με τα παιδιά της! Ο Γιωργάκης και ο Χρηστάκος! Έτρεξαν στον κήπο, όση ώρα το άλλο, το μεγαλύτερο, ο μεγάλος Χρήστος του Άρη, τα φύλαγε: «Πέντε-δέκα-δεκαπέντε-είκοσι-εικοσιπέντε-τριάντατριανταπέντε…εκατό! Φτού και βγαίνω!» φώναξε και ξαμολήθηκε και αυτός στον κήπο για να ψάξει τα μικρότερα. Η Δέσποινα του έκανε στα κρυφά νόημα, να ψάξει πίσω από το πεύκο, ενώ ο Άρης της είπε: «Έλα! Μην κλέβεις!» και της τράβηξε με τον αγκώνα το κεφάλι σε κεφαλοκλείδωμα, για να της χαλάσει τα μαλλιά με το άλλο του χέρι. Αυτό τη νευρίαζε πολύ. Έσκυψε για να βγάλει το κεφάλι της από τον αγκώνα του, έφτιαξε τα μαλλιά της με τα δάκτυλα και τον κοίταξε νευριασμένη. Αυτός της έκανε μια γκριμάτσα πολύ αστεία, και τότε αυτή γέλασε, του έπιασε τα δύο μάγουλα με τις παλάμες της και έφερε τα χείλη του πάνω στα δικά της. Του έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί και του γέλασε. Έπειτα, σηκώθηκαν και οι δυο τους, ακόμα πιασμένοι από το χέρι και, σαν να είχαν κάποιου είδους γλυκιά υποχρέωση, πήγαν να παίξουν και αυτοί με τα παιδιά. Η αυλαία κατέβηκε σιγά σιγά, καθώς όλοι μαζί έτρεχαν και γελούσαν, μέχρι που έφτασε στο δάπεδο της σκηνής. Η παράσταση είχε τελειώσει. Ο Άρης στεναχωρήθηκε, μα ήταν τόσο ευχαριστημένος. Τι υπέροχη παράσταση! Πόσο καλοί ήταν όλοι τους! Μπράβο! Χειροκρότησε δυνατά και μετά σηκώθηκε όρθιος, για να χειροκροτήσει ακόμα δυνατότερα και να φωνάξει: «Μπράβο!» Ήταν πραγματικά ενθουσιασμένος! Τα φώτα άρχισαν να χαμηλώνουν σιγά σιγά, μέχρι που έσβησαν τελείως.


206

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Όσο κοιμόμουν

207

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας.

Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!


208

Λίζα Σουβατζή

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Άρης Μακρής είναι ένας καθημερινός άνθρωπος. Έχει τη δουλειά, την οικογένεια, τους φίλους του, τα χόμπι και τις ανησυχίες του. Μέχρι που κάποια μέρα, βρίσκεται στο κρεβάτι μιας μονάδας εντατικής θεραπείας. Δεν γνωρίζει τι έχει συμβεί, είναι ανήμπορος να κουνηθεί, να μιλήσει, να επικοινωνήσει και να καταλάβει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Ακολουθώντας τον Άρη στο εφιαλτικό ταξίδι της νοσηλείας του, τον συνοδεύουμε στις αναμνήσεις, τις ελπίδες και τους φόβους του. Τον παρατηρούμε να παλεύει να αναδιαρθρώσει τις σκέψεις του, και να ξεφύγει από τη φυλακή του αλώβητος. Ταυτόχρονα όμως, καταδυόμαστε μαζί του στα ανθρώπινα συναισθήματα και αξίες. Τα ερωτήματα βρίσκουν σταδιακά την απάντησή τους, οδηγώντας στην κάθαρση.

ISBN: 978-618-5147-47-1


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.