Φρίντα Κριτσωτάκη
Θεογονία Η Γέννηση του Δία Μέρες γεμάτες θάματα, μέρες γεμάτες μάγια!
Φρίντα Κριτσωτάκη Η Φρίντα Κριτσωτάκη γεννήθηκε στο Καταλαγάρι Ηρακλείου Κρήτης. Σπούδασε Αρχιτεκτονική αρχικά και παιδαγωγικά στη συνέχεια. Της αρέσει να γράφει ιστορίες για παιδιά μα και για μεγάλους! Της αρέσει, επίσης, να φτιάχνει κούκλες και μάσκες από ανακυκλώσιμα υλικά.
Φρίντα Κριτσωτάκη
Θεογονία Η Γέννηση του Δία
Μέρες γεμάτες θάματα, μέρες γεμάτες μάγια!
Φρίντα Κριτσωτάκη, Θεογονία, Η γέννηση του Δία ISBN: 978-618-5147-57-0 Αύγουστος 2015
Την ευθύνη για την επιμέλεια του κειμένου και τη σελιδοποίηση φέρει η συγγραφέας.
Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr
Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Με τη σύμφωνη γνώμη της συγγραφέως και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/
-Οι Κύκλωπες των σελίδων 12-13 είναι λεπτομέρεια πρωτοαττικού αμφορέα, 650 π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας -Οι φιγούρες στις σελίδες 20-21 και 24-25 είναι λεπτομέρεια από ανάγλυφο του 1ου αι. μ.Χ., Παρίσι, Μουσείο Λούβρου -Οι φιγούρες των σελίδων 22-23 είναι ανάγλυφη παράσταση από βάση μνημείου, περ. 160 μ.Χ., Ρώμη, Μουσείο του Καπιτωλίου -Το χάλκινο αμαξίδιο (θεωρείται ένα από τα πρώτα αρχαία παιχνίδια) και το βρέφος-Δίας της σελίδας 25 είναι μερικά από τα πολλά αντικείμενα που βρέθηκαν στο Δικταίο Άντρο. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου -Οι μέλισσες της σελίδας 29 είναι λεπτομέρεια από το χρυσό κόσμημα με τις δύο μέλισσες από τον Χρυσόλακο των Μαλίων, Μέση Εποχή του Χαλκού, περίπου 1700 π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου
Στον Αλκαίο, που βοήθησε στην κατασκευή των κουκλών και των μασκών Στη Σοφία, που κάποτε συνεργαστήκαμε για τη θεατρική απόδοση του έργου Στα παιδιά, που συμμετείχαν στη θεατρική απόδοση του έργου
Μέρες γεμάτες θάματα, μέρες γεμάτες μάγια, ήταν εκείνα τα παλιά, παμπάλαια τα χρόνια, που ζούσε κόρη γελαστή, φωτοστεφανωμένη. Οι πιο παλιοί παππούδες μας για τούτη διηγούνται, ότι εξεπετάχτηκε απ’ το βαθύ το χάος, που είχε σπλάχνα ζοφερά μ’ απέραντη μαυρίλα. Μια μέρα καθώς ήτανε όλ’ ήσυχα κι ωραία, το χάος αναρρίγησε κι ανοίχτηκε, και τότε... απ’ τα βαθιά τα σπλάχνα του πετάχτηκε επάνω, μέσα σε γρήγορη αστραπή και με βροντή συνάμα, μια κόρη όμορφη πολύ και ανθρωπολαλούσα. Ήταν η σιτοδότρα Γη, η πλατυμετωπούσα, που ’χε στους ώμους τα μαλλιά, ριγμένα, τυλιμένα, με χίλια φρούτα και φυτά, του κόσμου τα σπαρμένα, που κρέμονταν απ’ την κεφαλή της κόρης της ωραίας, κι από το καφεφούστανο που ’ταν γεμάτο τσέπες, χίλια ξεπεταγόντουσαν τα πράματα παιδιά. Σε άλλη τσέπη ήτανε τα ζώα, τα λουλούδια, τα φρούτα, τα λαχανικά, τα πλουμιστά πουλιά. Και στο κατωφουστάνι της είχε μυριάδες τσέπες, γεμάτες σπόρους καρπερούς το σώμα της να σπείρουν. Κι από τους σπόρους τούτους ’δω εβγαίνανε περίσσια, τα θαυμαστά τα πράματα που ’παμε παραπάνω. Αυτήν την όμορφη κυρά με τα πλατιά τα χείλη οι ανθρώποι του παλιού καιρού, Γαία την εφωνάζαν. Και ’μείς τώρα το ξέρομε από τα παραμύθια, πως πριν ακόμη γεννηθεί η πλατυμετωπούσα, μες σε βροντές και αστραπές εγίνηκε το χάος, κι αργότερα πανέμορφη ξεπήδησε η Γη. Προτού ακόμη γεννηθεί η πανωραία κόρη, μέσ’ απ’ το χάος βγήκανε το Έρεβος κι η Νύχτα, κι από τη Νύχτα γίνηκαν ο Αιθέρας και η Μέρα. Κανένας δεν θυμάται πια, πως γίνηκ’ απ’ το χάος, πότε και πού γεννήθηκε η όμορφη η Γη.
Η Γη πρώτα εγέννησε τον Ουρανό με τ’ άστρα, που τη σκεπάζ’ ολόγυρα κι είν’ ασφαλής για πάντα. Μετά πάλι εγέννησε τα δασοσκεπασμένα τα όρη, που οι όμορφες οι Νύμφες κατοικούσαν. Το πέλαγος το άκαρπο από ’κείνη εγεννήθη, με τις βαθιές του τις σπηλιές, τους όρμους, τ’ ακρογιάλια. Τον Πόντο μετά γέννησε μονάχη της η Γαία, που τα ποτάμια άνοιξε, τις λίμνες, τις πηγές, και τα λουλούδια πότιζε, τα δέντρα, τα σπαρμένα. Η Γη εδούλευε σκληρά, να σπέρνει, να θερίζει, να δίνει γύρω της ζωή σ’ όλα τα ζωντανά. Κι όταν εκουραζότανε καθότανε παρέκει, λίγο για να ξεκουραστεί και πάλι ν’ αρχινήσει. Μια μέρα που καθότανε σιωπηλή και μόνη, νιώθει μεγάλη ταραχή μέσα στα σωθικά της, συνάμα μια φωνή βαριά, βαθιά τηνέ ταράζει, το σώμα διαπέρασε κι έφτασε ως τ’ αυτιά της. «Έλα κοπέλα όμορφη, μαζί μου για να ζήσεις, αιώνες δίχως τελειωμό σε βλέπω, σε κοιτάζω, σου ρίχνω τη γλυκιά βροχή το σώμα να ποτίζεις, τα δέντρα, τα ψηλά βουνά, τα λούλουδα, τα χόρτα. Τ’ όνομά μου ’ναι Ουρανός με το γαλάζιο χρώμα, με τα θολά τα νέφελα και τις πολλές βροντές». Η Γη το καλοσκέφτηκε τον Ουρανό να πάρει, με τ’ άστρα, τον Αυγερινό, τον ήλιο, το φεγγάρι. «Ναι, θέλω να σε παντρευτώ, πολλά παιδιά να κάνω».
Είπε και της ετοίμασαν το νυφικό κρεβάτι, το φόρεμα, το πέπλο της κι όλα της τα προικιά. Και τώρα επερίμενε τον Ουρανό για να ’ρθει. Κι έτσι καθώς περίμενε κάτω από ένα δέντρο, μέσα σε φως, σε αστραπές, σε θόρυβο μεγάλο, εφάνηκε ο Ουρανός, μανδύα στολισμένος, με τ’ άστρα, τον Αυγερινό, τον ήλιο, το φεγγάρι, με τα θολά τα νέφελα και τον Αποσπερίτη. Κι όταν επαντρευότανε η Γη τον Ουρανό, χίλιες, χιλιάδες τα πουλιά, πετούσαν στον αέρα, για να καλωσορίσουνε την όμορφη κοπέλα, και με το ράμφος το μικρό κρατούσανε τα πέπλα, όλα τ’ αραχνοΰφαντα, με χάντρες κεντημένα. Και μέσ’ απ’ το φουστάνι της εβγήκανε παιδιά, λογής λογής χορταρικά και ζώα και λουλούδια, κι όλα μαζί αγκαλιάσανε την όμορφη κυρά. Στον γάμο αυτόν τον όμορφο δεν έλειψε κανένας, μήτε πουλί, μήτε δεντρί, μήτε χορτί, μη ζώο. Όλ’ ήρθαν απ’ τα πέρατα της γης της Οικουμένης, ευχές πολλές να δώσουνε στη Γη την προκομμένη. Μπροστά, λοιπόν, επήγαινε η Γοργοποδαρούσα, και πίσω τα πολλά πουλιά το πέπλο εκρατούσαν. Το πέπλο που οι άνεμοι είχανε υφασμένο, και πάνω του κεντήσανε χιλιάδες τα λουλούδια, τα ζώα, τα πουλερικά, τρεχούμενα νερά, δέντρα με υψηλό κορμό και περισσή τη χάρη. Στον γάμο της παράστεκαν μικρά πουλιά, μεγάλα, με ποικιλόχρωμα φτερά, λοφίο στο κεφάλι, και με τα ακροδάχτυλα γεμάτα άσπρη πάχνη, κι όλα πηγαινοερχόντουσαν στης νύφης το τραπέζι, τα καλορίζικα να πουν, να γλυκοτραγουδήσουν.
Πολλά παιδιά εκάνανε η Γη κι ο Ουρανός, με πρόσωπα παράξενα και σώμα τρομερό. Τα πρώτα πρώτα τους παιδιά ήτανε οι Τιτάνες, που με μια μόνο δρασκελιά τη Γη όλη γυρίζαν. Ο Κρόνος ήταν ο στερνός απ’ όλους τους Τιτάνες, ο πιο σκληρός και πονηρός απ’ όλα τα παιδιά της. Τα δεύτερά τους τα παιδιά Κύκλωπες τα βαφτίσαν, γιατί ’να μάτι στρογγυλό στο κούτελό τους είχαν. Πρώτοι στον Δία δώσανε τα τρομερά του όπλα, τον κεραυνό, την αστραπή και τη βροντή του φτιάξαν. Οι άλλοι, οι Εκατόγχειρες, είχαν εκατό χέρια, που σαν κλαδιά στους ώμους ήτανε φυτρωμένα, κι από πενήντα κεφαλές στο πανωκόρμι επάνω είχε καθένας απ’ αυτούς τους τρομερούς γιγάντους. Η ευτυχία έλαμπε στο πρόσωπο της Γης, που τα παιδιά της ήθελε τρανούς και βασιλιάδες. Όμως, ο Μέγας Ουρανός θυμήθηκε και πάλι το ριζικό που του ’γραψαν οι Μοίρες οι παλιές. Ότι ένα απ’ τα παιδιά τον θρόνο θα του πάρει. Γι’ αυτό, λοιπόν, επέταξε όλα του τα παιδιά, σ’ ένα τεράστιο βάραθρο, απάτητο απ’ ανθρώπους. Στα Τάρταρα του σκοταδιού και των πυκνών ατμών, γεμάτα χιονοθύελλες και ανεμοστροβίλους, που ο Θεός της θάλασσας, ο Μέγας Ποσειδώνας, με τείχη μπρούτζινα, γερά, τα ’χε τριγυρισμένα και με δυο πόρτες δυνατές τα ’χε καλά κλεισμένα.
Η Γη εθύμωσε πολύ, ταράχτηκε, και πάει τον μεγαλύτερο τον γιο, τον Κρόνο, για να βρει. «Κρόνε!» του είπε δυνατά, «τον Ουρανό να διώξεις, τ’ αδέλφια σου απ’ τα Τάρταρα, να τα ελευθερώσεις». Έτσι εγίνηκε παιδιά, καθώς η Γη τα είπε. Ο Κρόνος ετραυμάτισε τον άστοργο πατέρα και με το αίμα ράντισε τη Γη πέρα ως πέρα. Μετά μέσα στα Τάρταρα γοργά γοργά επήγε, τ’ αδέλφια ελευθέρωσε κι έγινε βασιλιάς. Έπειτα στεφανώθηκε μια ξακουσμένη κόρη, τη Ρέα την πανέμορφη, Μητέρα των Θεών. Κι ενώ όλα πηγαίνανε καλά κι ευτυχισμένα, ο Κρόνος εσυνάντησε τον τρομερό πατέρα. Ο Ουρανός που ήξερε το μέλλον να προβλέπει, τον Κρόνο επαρότρυνε τ’ άστρα να του διαβάσει. «Έχεις γυναίκα όμορφη, καλογεννοβολούσα, πολλά παιδιά για χάρη σου εκείνη θα γεννήσει. Ένα απ’ όλα τα παιδιά τον θρόνο θα σου πάρει, και τότ’ η δυστυχία σου θα ’ναι πολύ μεγάλη». Ο Κρόνος πανικόβλητος ρώτησε τον πατέρα: «Και πώς το ξέρεις εσύ αυτό, πατέρα Ουρανέ;» «Μιλώ με τ’ άστρα της αυγής και το λαμπρό φεγγάρι, και κείνα μου το είπανε, τον θρόνο πως θα χάσεις». Ο Κρόνος πανικόβλητος άρχισε να φοβάται και ένα ένα τα παιδιά που η Ρέα εγεννούσε, αμέσως τα κατάπινε, τον θρόνο να γλιτώσει.
Όμως, σαν ήρθε η σειρά του έκτου τους παιδιού, η Ρέα η καλόχαρη στη λύπη βυθισμένη, τη Γαία πήγε για να βρει, βοήθεια να πάρει. «Βοήθα με Μητέρα Γη, τη λύπη για ν’ αντέξω, ο Κρόνος τρώει τα παιδιά, τον θρόνο να κρατήσει. Πρέπει κάτι να κάνομε για το παιδί ετούτο». Έτσι εσυμφωνήσανε νύφη και πεθερά, πως το παιδί να σώσουνε και πρέπει και μπορούνε. «Μια πέτρα μέσα σε φασκιές στον Κρόνο να τη δώσεις, κι από το στόμα τ’ άπονου το βρέφος θα γλιτώσεις». Είπε η Γη, η όμορφη, η γοργοποδαρούσα.
Όταν τους πόνους ένιωσε η Ρέα μία νύχτα, απ’ το παλάτι φεύγουνε, κρυφά κατηφορίζουν, στο ιερότερο βουνό της ξακουσμένης Κρήτης, με τα ψηλόκορμα δεντρά, τα βότανα, τους θάμνους και τα αγριολούλουδα στα πέτρινα ανθογυάλια. Οι δυο γυναίκες σαν σκιές γλιστρούνε στο σκοτάδι, με τα αλαφροΰφαντα τα πέπλα τυλιμένες. Περνούνε θάλασσες βαθιές και όρη δρασκελούνε, μέχρι να βρούνε το σωστό το μέρος να σταθούνε. Μόλις το φως του φεγγαριού πάνω τους ακουμπούσε, πίσω από θάμνους και δεντρά, βράχους και ξερολίθια, κρύβονταν, ξανακρύβονταν να μην τις δει ο Κρόνος.
Ο φόβος δίνει τους φτερά πιο γρήγορα να πάνε, παρ’ ότι είναι έτοιμη η Ρέα να γεννήσει. Φτάνουν στο ιερό βουνό, στο Άντρο το Δικταίο, σπήλιο βαθύ κι απρόσιτο στου Λασιθιού τα μέρη, πάνω στ’ απάτητο βουνό που Δίκτη ονομάζουν.
Οι δυο γυναίκες πέρασαν το γλιστερό κατώφλι, προτού ο ήλιος και το φως την πλάση τη γεμίσουν, κι άρχισαν το κατέβασμα στα έγκατα της γης. Όταν εκατεβήκανε και φτάσανε στον πάτο, η Γη τη Ρέα έβαλε στο κούφωμα ενός βράχου. Ύστερα η μητέρα Γη βγαίνει έξω και καθίζει. Και τότε Θε μου, ξαφνικά, τι ’ταν αυτό που εγίνει; Ανοίξανε οι ουρανοί, με φως επλημμυρίσαν, κι όλα τα πλάσματα της γης γλυκά δοξολογούσαν: «Καλογεννήτρα Μάνα Γη, του σύμπαντος Μητέρα, που γέννησες από παλιά τα ζώα, τα λουλούδια, τα δέντρα, τα χορταρικά, τα πάμπολλα παιδιά, τα ζωντανά τα πλάσματα και τα γλυκά νερά. Όλα δώ πέρα τρέφονται απ’ τη δική σου αγάπη». Αυτά συνέβαιναν στη Γη, την ξακουστή Μητέρα, έξω από το σπήλαιο, στης Δίκτης τα βουνά.
Κάτ’ όμως στο ανήλιαγο, ρυτιδιασμένο σπήλιο, η Ρέα κοιλοπόναγε, δεν άντεχε τους πόνους. Καθώς τα χέρια τέντωνε, τους πόνους για ν’ αντέξει, τα δάχτυλα καρφώθηκαν με δύναμη στον βράχο, κι αμέσως ξεπετάχτηκαν δέκα μικρά ανθρωπάκια, όλο ζωή, όλο χαρά και λεβεντιά συνάμα, που γύρω γύρω χόρευαν και σιγοτραγουδούσαν. Η Ρέα γέννησε, παιδιά, το θεϊκό το βρέφος, που κλάματα εγέμισε την παγερή σπηλιά. Κι όταν το κάθε δάκρυ του στη γη κατρακυλούσε, αμέσως εγεννιότανε και ένας νέος άντρας. Κείνη την ώρ’ ακούστηκε απ’ τα ψηλά ουράνια, κι από τα δασοσκέπαστα της Κρήτης τα βουνά, μία βουή, μια αστραπή και μια βροντή μεγάλη. Ο ουρανός εβρόντηξε, εσείστη κι εταράχτη, και μέσα απ’ τα χαμόδεντρα χίλια πουλιά πετάξαν, με πάχνη δροσοστάλακτη στα νύχια τους χυμένη. Ο Δίας εγεννήθηκε στην ξακουσμένη Κρήτη. Ευθύς εκείνη τη στιγμή η Ρέα γαληνεύει, και μέσ’ στο σπήλιο το βαθύ μια μουσική σαλεύει, και χίλια μύρια ξωτικά και νύμφες και νεράιδες, ήρθανε και σταθήκανε στο έμπα της σπηλιάς, για να καλωσορίσουνε το θεϊκό το βρέφος. Προτού η Ρέα σηκωθεί, το βρέφος να κρατήσει, ήρθε και μπήκε στη σπηλιά τ’ ολόγιομο φεγγάρι, κι έσκυψε και χαμήλωσε τ’ ολόχρυσο κεφάλι, και με μια λάμψη περισσή φέγγει κι αντιφεγγίζει, η Ρέα τον μικρό τον γιο να τον τακτοποιήσει, προτού ο ήλιος ανεβεί με τα χρυσ’ άρματά του, πάνω στον ουρανό ψηλά και δώσει το σινιάλο, η μέρα πως ξεκίνησε κι είν’ ώρα να μισέψει. Η Ρέα φάσκιωσε καλά το θεϊκό παιδί της κι ενώ ’τρεχαν τα δάκρυα πάνω στα μάγουλά της, σφίγγει το, ξανασφίγγει το στην αγκαλιά της μέσα, κι ύστερα κουκουλώνεται τα όμορφα τα πέπλα, κι όσο πιο γρήγορα μπορεί, στον Όλυμπ’ ανεβαίνει.
Ο Κρόνος εκοιμότανε στον Θεϊκό του θρόνο, και δεν ψυχανεμίστηκε τον μισεμό της Ρέας. Όταν οι ίσκιοι φύγανε και έφεξε η μέρα, η Ρέα δίνει του, παιδιά, μια φασκιωμένη πέτρα, κι εκείνος έχοντας στον νου την τρομερή κατάρα, στο στόμα το τεράστιο την πέτρα ετούτη βάζει, νομίζοντας πως ήτανε ο γιος ο τελευταίος, και ύστερα στο νυφικό κρεβάτι τους επήγε, κι έγειρε και κοιμήθηκε ο άστοργος πατέρας.
Ας δούμε, όμως, τι γίνεται με το μωρό το Θείο. Πιάνει το βρέφος η γιαγιά, η Γη η παινεμένη, μα τούτο πιότερο από πριν τα κλάματα αβγαταίνει. Τρέμει η πρώτη Μάνα Γη για το μικρό εγγόνι, ότι ο Κρόνος θα το δει και στη σπηλιά θα πάει, και τούτο θα το καταπιεί όπως και όλα τ’ άλλα. Έπρεπε κάτι να σκεφτεί, τον Δία για να σώσει. Στο δάσος εμπαινόβγαινε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, φρούτα καλά, φρούτα γλυκά τις τσέπες να γεμίσει. Κι αφού τα ανακάτωσε με θυμαρίσιο μέλι, φτιάχνει ένα γλυκό πιοτό, σε όλους για ν’ αρέσει. Σκεπάζει το με φύλλα ελιάς και ξεκινά αμέσως, στην άλλη άκρα του βουνού να πάει για να ψάξει, τους τρομερούς πολεμιστές, στον κόσμο φημισμένους. Κουρήτες τους ελέγανε κι ήταν φρουροί της Κρήτης. Αφού τους εχαιρέτησε, τους κέρασε από ’κείνο, το μελιστάλακτο ποτό που έφτιαξε η ίδια. Μετά τους παρακάλεσε στη Δίκτη για να ’ρθούνε, τρελό χορό να στήσουνε έξω από τη σπηλιά, χτυπώντας ασπίδες, δόρατα να κάνουν φασαρία, το κλάμα να μην ακούγεται του όμορφου Θεού. Οι Κούρητες συμφώνησαν τη Γη να βοηθήσουν, κι αμέσως ετοιμάστηκαν να την ακολουθήσουν. Φρουροί του Δία γίνανε κι αγαπημένοι φίλοι, στο δασοσκέπαστο βουνό, έξω από το σπήλι. Και για να μην ακούγεται το κλάμα του μωρού, χορεύανε έναν πολεμικό, παμπάλαιο χορό, με τα μαλλιά κατάμαυρα στους ώμους τους ριγμένα, με μάτια που αστράφτανε στο φεγγαρίσιο φως, και τόσο γρήγορα στη γη πατούσανε τα πόδια, λες και δεν ήταν άνθρωποι, μα γιοι κάποιου θεού. Το κάθε πήδημα αυτών, που σώσανε τον Δία από το στόμα τ’ άπονου πατέρα του, του Κρόνου, έφτανε μέχρι την κορφή της ιερής σπηλιάς, κι ύστερα πάλι χαμηλά το σώμα εκατεβάζαν, και τα γερά τα πόδια τους στη γη βροντοπατούσαν, κι από τα χέρια πιάνονταν και ζωηρά γυρίζαν, κάνοντας κύκλο τα κορμιά γύρω από τον Δία.
Μ’ αυτόν τον ρυθμικό χορό, οι άγριοι Κουρήτες, και με πολεμικές κραυγές φρουρούσανε τον Δία, τα κλάματα σκεπάζανε, τα γέλια, τις φωνές, ώστε να μη φτάνουν στ’ αυτιά του παιδοφάγου Κρόνου. Το θείο βρέφος ντάντευαν τρεις όμορφες κυράδες, κόρες του τότε βασιλιά της θαλασσοκρατούσας. Κούνια ολόχρυση έφτιαξαν για τον μικρό τον Δία, και στα κλαδιά ενός λιόδεντρου την κρέμασαν ψηλά, ώστε ο Κρόνος να μην μπορεί να τον ανακαλύψει, αφού ο μέγας, μέλλοντας πατέρας των θεών, ούτε στη γη καθότανε, ούτε στον ουρανό, αλλ’ ήταν με χρυσά σκοινιά στον αέρα κρεμασμένος. Τόπι ολόχρυσο ’φτιαξαν με χίλιους μύριους κύκλους, παιχνίδι για τον άτακτο τον Δία, τον μικρό. Ο Δίας εμεγάλωνε και στέριωνε κάθε μέρα, με τη φροντίδα των τροφών μα και της Αμαλθείας, αίγας που με το γάλα της ανέστησε τον Δία. Εκτός από τη στοργική φροντίδα των μεγάλων, ο Δίας ήθελε παιδιά, να παίξει, να γελάσει. Εκεί κοντά εζούσανε τρία παλικαράκια, με σύνεση και ομορφιά, με δύναμη μεγάλη. Ώρες πολλές περνούσανε, με τον μικρό τον Δία, τι γέλια, τι ξεφωνητά, τι όμορφα παιχνίδια. Κι ένας τεράστιος αετός με απλωτές φτερούγες, κάθε βραδιά, κάθε σπερνό έφευγε απ’ το σπήλιο. Πάνω από δάση και βουνά και θάλασσες πετούσε, την αμβροσία για να βρει, γοργά φτεροκοπούσε πέρα στον Μέγα Ωκεανό, στην ιερή πηγή του. Μ’ αυτήν, λοιπόν, τρεφότανε ο θεϊκός ο Δίας, και γρήγορα μεγάλωνε μες το βαθύ το σπήλιο. Και ένα σμήνος μελισσών με χάλκινο το χρώμα, στον Δία επροσφέρανε το μέλι το γλυκό τους. Αυτές οι ξανθοχάλκινες μέλισσες του βουνού, λένε πως από τα παλιά τα χρόνια κατοικούσαν μέσα στο πυκνοσκότεινο, ρυτιδιασμένο σπήλιο. Κανέναν δεν αφήνανε να μπει, να ενοχλήσει, γιατί όλες ορμούσανε και τον τσιμπολογούσαν.
Κι αφού τα χρόνια πέρασαν κι ο Δίας ετρανώθη, όλους αυτούς π’ αγάπησε, αποχαιρετά και φεύγει. Τις Νύμφες που τον ντάντευαν, την Αμαλθεία την αίγα, τους τρομερούς πολεμιστές, τις άγριες μέλισσές του, τον αετό που του ’φερνε χρόνια την αμβροσία. Ήτανε ένα πρωινό χυμένο μέσ’ στον ήλιο, όταν ο Δίας έτοιμος εκίνησε να φύγει. Οι φοβεροί πολεμιστές αρχίσανε να κλαίνε, γιατί αγάπη περισσή είχανε για τον Δία. Χρόνια πολλά πηγαίνανε έξω από τη σπηλιά, και τον παλιό, τον ρυθμικό, πολεμικό χορό, χορεύαν και τραγούδαγαν με όμορφη φωνή: «Δία, Πατέρα των Θεών, γύρισε δώ και πάλι, εδώ, που η Ρέα με τη Γη εφτάσαν ένα βράδυ, ώστε εσύ να γεννηθείς, να καλομεγαλώσεις. Η όμορφη μητέρα σου, με σπαραγμό και θρήνο, έφυγε κι άφησε εμάς, φρουρούς έξω απ’ το σπήλιο. Κι εμείς από τον άκαρδο, τον φοβερό πατέρα, καλά σε προστατέψαμε ώσπου να μεγαλώσεις». Όμως ο Δίας έφυγε με την αυγή της μέρας, αφού αποχαιρέτισε πολλούς κι αγαπημένους. Κίνησε τώρα για να βρει τον άσπλαχνο πατέρα, κι από τον θρόνο τον ψηλό να τον πετάξει πέρα. Την ιστορία όμως αυτή θα πούμε άλλη μέρα!
Ερωτήσεις που ζητούν απαντήσεις Από πού παράγεται η λέξη Κουρήτες; Πώς ονομάζονταν οι γονείς της Ρέας; Για ποιον λόγο η Ρέα πήγε να γεννήσει στην Κρήτη; Όταν έφυγε η Ρέα από την Κρήτη σε ποιους εμπιστεύθηκε τη φροντίδα του Δία; Πόσα παιδιά απέκτησε η Ρέα από τον Κρόνο; Μπορείς να βρεις ποιοι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται στη γέννηση του Δία;
Μύθος και πραγματικότητα Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο Δίας ήταν άνθρωπος, γιος του τότε βασιλιά της Κρήτης Κρόνου, που γεννήθηκε, μεγάλωσε και πέθανε στην Κρήτη. Ο Δίας εκθρόνισε τον πατέρα του, επειδή δεν ήταν άξιος και του πήρε τη βασιλεία. Μετά τον θάνατό του θεοποιήθηκε εξαιτίας των εξαίρετων πράξεων που είχε κάνει. (Διόδωρος, Στράβωνας κ.ά.) Για τη ζωή, τη μετάσταση του Δία στον ουρανό και το όνομά του, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, βίβλος 5, 71, λέει: «...Ο Δίας νίκησε τον πατέρα του τον Κρόνο και τους Τιτάνες και γενικά επέδειξε μεγάλο ζήλο στο να τιμωρεί τους ασεβείς και τους πονηρούς, αλλά και στο να ευεργετεί τα πλήθη. Για τις ευεργεσίες του αυτές μετά τη μετάστασή του στον ουρανό ονομάστηκε Ζην από τους ανθρώπους διότι θεωρήθηκε αιτία του «καλώς ζειν», ενώ εκείνοι που είχαν ευεργετηθεί του έκαναν την τιμή να τον εγκαταστήσουν στον ουρανό και όλοι πρόθυμα τον αγόρευσαν θεό και κύριο του σύμπαντος κόσμου στον αιώνα τον άπαντα...». «...Ο Δίας, για να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος του κόσμου, χρειάστηκε να γυρίσει όλη την οικουμένη σκοτώνοντας τους ληστές και τους ασεβείς και εισάγοντας την ισότητα και τη δημοκρατία... Μετά τη μετάστασή του από τη γη στον ουρανό, είχε γεννηθεί στις ψυχές εκείνων που είχαν ευεργετηθεί από αυτόν η δίκαιη πίστη ότι εκείνος ήταν ο κύριος όλων όσων γίνονται στον ουρανό και εννοώ τις βροχές, τους κεραυνούς και όλα τα παρόμοια. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, τον ονόμαζαν Ζήνα, επειδή οι άνθρωποι πιστεύουν ότι εκείνος είναι η αιτία της ζωής, καθώς κάνει τους καρπούς να ωριμάζουν φτιάχνοντας τις κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες. Τον ονομάζουν, επίσης, πατέρα για τη φροντίδα και την εύνοια που δείχνει προς όλους τους ανθρώπους, αλλά και γιατί θεωρείται ως πρώτη αρχή του γένους των ανθρώπων, καθώς και ύπατο βασιλιά από την αρχή της εξουσίας του, αλλά και ευβουλέα και πάνσοφο από τη σοφία που έχουν οι σωστές συμβουλές του...». (Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλος 5, 72) Τόπος γέννησης του Δία Πολλές είναι οι γραπτές πηγές που αναφέρουν ότι τόπος γέννησης του Δία είναι το Δικταίο Άντρο. ος
ος
Ο Ησίοδος (8 -7 αι. π.Χ.), ποιητής, στη Θεογονία του, στ. 476-485, εκδ. Πάπυρος 1938, μετ. Π. Λεκατσάς, αναφέρει: «... μα όταν έμελλε (η Ρέα) τον Δία, θεών κι ανθρώπων τον πατέρα, να γεννήσει, τότε τους ακριβούς ικέτευε γονείς της, τη Γη και τον γεμάτο άστρα Ουρανό, να καταστρώσουνε μαζί της κάποιο σχέδιο, πώς να περάσει απαρατήρητη σαν θα γεννά τον γιο της, και πώς να ξεπληρώσει ο Κρόνος τις ερινύες του πατέρα της και των παιδιών της, που ο μέγας δολοπλόκος τα κατάπινε. Κι αυτοί στη θυγατέρα τους έδιναν μεγάλη προσοχή και πείθονταν, και της εξήγησαν όσα να γίνουν ήταν πεπρωμένο σε σχέση με τον βασιλιά τον Κρόνο και τον γιο του με τη γενναία την ψυχή. Τη στείλανε στη Λύκτο, στην πλούσια της Κρήτης χώρα, όταν το τελευταίο απ᾽ τα παιδιά της να γεννήσει έμελλε, τον Δία τον μεγάλο. Κι αυτόν δέχτηκε η πελώρια Γη, στην Κρήτη την πλατιά, να τον θρέψει και να τον μεγαλώσει. Και τότε φέρνοντάς τον μέσα απ᾽ τη μαύρη νύχτα τη γοργή ήρθε στη Δίκτη πρώτα η Ρέα. Στα χέρια της τον πήρε και τον έκρυψε σε άντρο απόκρημνο, στα σπλάχνα της πανίερης γης, στο όρος Αιγαίο το δασοσκέπαστο, το δασωμένο...». Σημ.: Ο Ησίοδος αποκαλεί το όρος Αιγαίον, δηλαδή των αιγών (αίγαγρων), επειδή εκεί μια από αυτές, η Αμάλθεια, θήλαζε τον Δία. Ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος (180-110 π.Χ.), ιστορικός, γραμματικός, μυθογράφος, στη Βιβλιοθήκη Α΄ στ. 1-6 λέει: «...οργισμένη δε για αυτά η Ρέα πάει στην Κρήτη, ενώ ήταν έγκυος τον Δία και τον γεννά σ’ ένα σπήλαιο της Δίκτης. Στη συνέχεια τον εμπιστεύεται, για να τον μεγαλώσουν, στους Κούρητες και στις κόρες του Μελισσέα, τις Νύμφες Αδράστεια και Ίδη...». ος
Ο Αγαθοκλής (6 αι. π.Χ.), Αθηναίος σοφιστής, μουσικός, λέει: «...Μυθολογείται ότι στην Κρήτη γεννήθηκε ο Δίας στο όρος της Δίκτης, στο οποίο γίνονται ακόμη και σήμερα μυστικές τελετές….». Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (60-7 π.Χ.), Έλληνας ιστορικός, ρητοροδιδάσκαλος, κριτικός λογοτεχνίας, αναφέρει ότι ο Πλάτων και ο Όμηρος λένε ότι το σπήλαιο όπου γεννήθηκε ο Δίας και όπου ο Μίνωας έπαιρνε τις εντολές του πατέρα του Δία βρίσκεται στο Δικταίον Όρος. Ο Άρατος ο Σολεύς, Αλεξανδρινός ποιητής (305-204 π.Χ.) στα Φαινόμενα 30-50 λέει: «...ώμο με ώμο στέκονται στραμμένες οι Άρκτοι, οι Κρητικές τροφοί του Δία, αν είναι αλήθεια, βέβαια, από την Κρήτη εκείνες, που χάρη στο θέλημα του Δία του μεγάλου, στον ουρανό ανέβηκαν, γιατί τότε που ήταν μικρός στο ευωδιαστό Δίκτον, πλάι στο Ιδαίον όρος, σε Άντρο τον έβαλαν κι ένα χρόνο τον ανέθρεφαν κι απ’ έξω οι Δικταίοι Κουρήτες τον Κρόνο ξεγελούσαν...». Με την ονομασία «Ίδη» στα αρχαία κείμενα ονομάζεται είτε η νύμφη Ίδη, που ήταν τροφός του Δία, είτε η οροσειρά Ίδη ή Ιδαία Όρη τόσο της Μ. Ασίας όσο και της Κρήτης, τα οποία ονομάζονταν έτσι, επειδή είχαν αφιερωθεί στην Ιδαία Μητέρα.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (80-20 π.Χ.), ιστορικός, συγγραφέας, στην Ιστορική Βιβλιοθήκη στ. 4, 80 αναφέρει ότι: «...Αργότερα δε, μετά την άλωση της Τροίας, ο Μηριόνης ο Κρητικός έφτασε στην Σικελία και καλοδέχτηκαν τους Κρήτες..., που κατέπλευσαν και τους έκαναν συμπολίτες τους, με ορμητήριο την οχυρή τους πόλη υπέταξαν μερικούς περιοίκους και κατέκτησαν αρκετά μεγάλη περιοχή. Με τη δύναμή τους ν’ αυξάνει συνεχώς έχτισαν ιερό των Μητέρων και τις τιμούσαν με ιδιαίτερο σεβασμό... Μυθολογείται δε γι’ αυτές ότι ανέθρεψαν τον Δία κρυφά από τον πατέρα του τον Κρόνο και αυτός σε αντάλλαγμα τις έκανε αστερισμούς, που επονομάζονται Άρκτοι. Μ’ αυτά συμφωνεί και ο Άρατος όταν λέει γι’ αυτές στο ποίημά του για τ’ αστέρια: «…ώμο με ώμο στέκονται στραμμένες. Αν είναι αλήθεια, βέβαια, από την Κρήτη εκείνες, χάρη στο θέλημα του Δία του μεγάλου, στον ουρανό ανέβηκαν, γιατί τότε που ήταν παιδί, στο ευωδιαστό Δικταίον άντρο, πλάι στο βουνό της Ίδης τον έβαλαν κι ένα χρόνο τον ανέθρεφαν κι απ’ έξω οι Δικταίοι Κουρήτες τον Κρόνο ξεγελούσαν…». Ακόμη στην Ιστορική Βιβλιοθήκη 5, 70 αναφέρει ότι: «...όταν ο Δίας έφτασε στην ηλικία της ενηλικίωσης το πρώτο που έκανε ήταν η ίδρυση μιας πόλης στην περιοχή της Δίκτης, όπου λέγεται ότι γεννήθηκε...». Ο Αρριανός (95-175 μ.Χ), ιστορικός, φιλόσοφος, γεωγράφος, πολιτικός, στρατιωτικός, αναφέρει ότι: «…ονομάστηκε δε Κρήτη από τον βασιλιά Κρήτα, που τον Δία έκρυψε στο Δικταίον Όρος για να μην τον βρει ο Κρόνος και τον αφανίσει…» ος
Ο Μάξιμος ο Τύριος (2 αι. μ.Χ., Λόγοι, 1) λέει: «…Μέσα στο Δικταίον, το άντρο του Δία, κοιμάται (ο Επιμενίδης) ύπνο βαθύ επί πολλά έτη…» Στο αρχαίο Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό διαβάζομε ότι: «... η Δίκτη ονομάστηκε έτσι, επειδή γέννησε τον Δία και ετυμολογούν το όνομά της από τα ρήματα τέκω, τίκτω, Δίκτη...». Ο Ύμνος του Δικταίου Δία Σε ανασκαφή στο Παλαίκαστρο (18 χλμ ανατολικά της Σητείας του νομού Λασιθίου) βρέθηκε σπασμένη σε πολλά κομμάτια μια επιγραφή με τον Ύμνο του Δικταίου Δία. ο ο Η επιγραφή (βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου) χρονολογείται τον 2 -3 μ.Χ. αι.. Αν λάβει όμως κάποιος υπ’ όψιν τη γλώσσα καταλαβαίνει ότι πρόκειται για πολύ παλιό κείμενο, που βασίζεται σε ακόμη παλαιότερο το οποίο, όμως, δεν σώζεται. Σύμφωνα με τον καθηγητή κλασικής Αρχαολογίας στο Α.Π.Θ., Μ. Τιβέριο, τον ύμνο αυτόν τραγουδούσαν νέοι, χορεύοντας με χάλκινες ασπίδες, μιμούμενοι τους Κουρήτες. Ο χορός αυτός ήταν μια τελετή μύησης των νέων, που από έφηβοι γίνονταν άντρες. «Βοήθα, Μέγιστε Κούρε, καλώς ήλθες γιέ του Κρόνου, παντοδύναμε και λαμπρότερε από τους άλλους (θεούς). Συνοδευόμενος από τους Δαίμονες (Κουρήτες), έρχεσαι κάθε χρόνο στη Δίκτη και εμείς ψάλλομε τον ύμνο σου παίζοντας τις άρπες, συγχωνεύοντας τον ήχο τους με τον ήχο των αυλών, και ψάλλομε αυτόν γύρω από τον βωμό σου, τον περιφραγμένο καλά….» Ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος, (310-240 π.Χ.) ποιητής, επιγραμματοποιός, στον Ύμνο Εις Δία λέει: «Στις σπονδές στον Δία τι θα ’τανε καλύτερο κανείς να τραγουδήσει παρά τον πάντα μέγα αυτόν θεό και βασιλιά παντοτινό, των γιων της Γης τον διώχτη και δικαστή των τέκνων τ᾽ Ουρανού; Και πώς θα τον υμνήσομε; Δικταίον ή Λυκαίο;…» Σε πινακίδα Γραμμικής Α΄ γραφής της συλλογής Fp της Κνωσού αναγράφεται ποσότητα λαδιού με αποδέκτη τον Δικταίο Δία. Ο Βιργίλιος (70-19 π. Χ.) στα Γεωργικά του αναφέρει ότι στο Δικταίο άντρο υπάρχουν οι μέλισσες του Δία που αυτός τους έδωσε το ορειχάλκινο χρώμα. Ο Κολουμέλλα (70 μ.Χ.), ο Τίτος Λουκρήτιος Κάρος (98-53 π.Χ.), ο Σίλιος (25-101 μ.Χ.) επίσης αναφέρουν το Δικταίο άντρο του Δία. ος ος Ο Νόννος ο Πανοπολίτης (4 ή 5 , επικός ποιητής, αναφέρει στα Διονυσιακά του το Δικταίο άντρο σαν τόπο γέννησης του Δία. Επίσης έχουν βρεθεί στο Δικταίο άντρο και φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου ειδώλια της θεάς Ρέας σε εγκυμοσύνη, της θεάς Ρέας έτοιμης να θηλάσει τον Δία, του νεογέννητου θεού Δία, της αιγάγρου Αμάλθειας που θήλαζε τον Δία, του Κουρήτη Κρήτα, της τροφού Ίδης, ειδώλια βρεφών, μητέρων, εγκύων γυναικών, επιτόκων, αίγαγρων κτλ.
Παράρτημα Θεογονία-Η γέννηση του Δία-Η αρπαγή της Ευρώπης Ένα μουσικοκινητικό, θεατρικό παραμύθι
Θεογονία-Η γέννηση του Δία-Η αρπαγή της Ευρώπης Ένα μουσικοκινητικό, θεατρικό παραμύθι
Σκηνικό Σ’ ένα ταμπλό, είναι κρεμασμένη μια γιγαντόκουκλα (Γη) ντυμένη με καφέ φόρεμα με πολλές τσέπες, ραμμένες μπροστά. Το φόρεμα είναι κλειστό και το απλώνει ένα παιδί όταν αρχίζει ο χορός της Γης. Ένα σπήλαιο φτιαγμένο από λινάτσα ή χαρτί του μέτρου. Ένα δέντρο, φτιαγμένο από τα παιδιά, στο οποίο θα κρεμάσουν οι νύμφες την κούνια. Σε μια άκρη, κοντά στη χορωδία, υπάρχει ένα καλάθι με κρουστά οργανάκια. 1ο Παιδί: Μια φορά κι έναν καιρό, κάτω από τον ουρανό, Χορωδία: Επαναλαμβάνει παίζοντας τα ξυλόφωνα. 2ο Παιδί: ζούσε κόρη γελαστή που τ’ όνομά της ήταν Γη…. Χορωδία: Επαναλαμβάνει παίζοντας τα ξυλόφωνα. Αφηγητής-Παιδί: Αλλά ας διηγηθούμε το παραμύθι από την αρχή... Στα πολύ, μα πολύ παλιά χρόνια, δεν υπήρχε τίποτε. Ούτε άνθρωποι… Παιδί 3ο: Ούτε άνθρωποι; Αφηγητής-Παιδί: Ούτε ζώα… Παιδί 4ο: Ούτε ζώα; Αφηγητής-Παιδί:Ούτε δέντρα… Παιδί 5ο: Ούτε δέντρα; Αφηγητής-Παιδί: Ούτε φυτά… Παιδί 6ο: Ούτε φυτά; Αφηγητής-Παιδί: Ούτε ουρανός… Παιδί 7ο: Ούτε ουρανός; Αφηγητής-Παιδί: Ούτε Γη… Παιδί 8ο: Ούτε Γη; Και τότε τι; Παιδί 9ο χτυπώντας ένα τύμπανο και περνώντας από την μια άκρη της σκηνής στην άλλη: Μό-νο- το- α-πέ-ρα-ντο χά-ος Αφηγητής-Παιδί: Μόνο το απέραντο χάος απλωνόταν παντού γεμάτο παράξενους, σιωπηλούς, χρωματιστούς σπόρους. Σ’ αυτό το σημείο ακούγεται μουσική. Αφηγητής-Παιδί: Ο ένας έκρυβε δέντρο. Χορωδία: Δέ-ντρο. Αφηγητής-Παιδί: Ο άλλος έκρυβε ζώο. Χορωδία: Ζώ-ο.
Αφηγητής-Παιδί: Ο άλλος έκρυβε ψάρι. Χορωδία: Ψά-ρι. Αφηγητής-Παιδί: Ο άλλος έντομο. Χορωδία: Έ-ντο-μο. Αφηγητής-Παιδί: Ο άλλος πουλί. Χορωδία: Που-λί. Σε μαύρο θέατρο εμφανίζονται όλα τα παραπάνω φτιαγμένα σε φωσφοριζέ χαρτί. Για το μαύρο θέατρο χρειάζεται ένα κουκλοθέατρο με μια λάμπα φθορίου, (που δίνει το χαρακτηριστικό λιλά χρώμα) στερεωμένη ψηλά. Ο κουκλοπαίχτης πρέπει να φορεί μαύρα γάντια, για να μην φαίνονται τα χέρια του και τα υπόλοιπα φώτα πρέπει να είναι κλειστά. Αφηγητής-Παιδί: Όλοι αυτοί οι σπόροι χόρευαν, χόρευαν διαρκώς μέσα στο απέραντο χάος. Χορός σπόρων Βγαίνουν στη σκηνή τα παιδιά (ντυμένα σαν σπόροι, με στρογγυλή φόδρα διαφορετικού χρώματος, όπου έχομε ράψει στο ύψος του λαιμού και των γονάτων σύρμα για να φουσκώνει) στέκονται μπροστά και λένε: Α! ΟΥ! Ο! Στη συνέχεια ακούγεται μουσική και οι σπόροι χορεύουν. Καθώς συνεχίζουν τον χορό με τη μουσική χαμηλωμένη ο αφηγητής λέει: Αφηγητής-Παιδί: Ξαφνικά εκεί που χόρευαν και χόρευαν, εμφανίζεται ο Έρωτας με χρυσές φτερούγες και χρυσό τόξο. Βγαίνει ο Έρωτας (με χρυσή περούκα, κορδόνι γύρω από τα μαλλιά, φτερά φτιαγμένα από κίτρινα πανιά στηριγμένα στους ώμους ή τα χέρια, κίτρινη φόδρα ριγμένη πίσω στην πλάτη και τόξο με βέλη φτιαγμένο από τα παιδιά, με την τεχνική του παπιέ μασέ ή με χαρτοταινία πάνω σ’ ένα ξύλο στο οποίο έχομε δώσει το σχήμα του τόξου), σταματά, κοιτάζει τους σπόρους και λέει γελώντας δυνατά: Έρωτας-Παιδί: Μπα, μπα, μπα! Σαν πολλή ησυχία έχομε εδώ! Για να κάνω τα μαγικά μου! Μετά τους ακουμπά με το τόξο. Αφηγητής-Παιδί: Έτσι ο Έρωτας τους ακούμπησε όλους κι εκείνοι ξύπνησαν και πλησίασαν ο ένας τον άλλο. Οι πολύχρωμοι αυτοί σπόροι άρχισαν να ενώνονται συν δυο, συν τρεις, συν τέσσερις, μέχρι που ενώθηκαν όλοι μαζί μέσα στο απέραντο χάος. Σ’ αυτό το σημείο τα παιδιά σπόροι, πιάνονται από το χέρι δυο δυο, τρία τρία και γυρίζουν γύρω γύρω καθώς ακούγεται η μουσική. Αφηγητής-Παιδί: Μόνο το χάος, λοιπόν, επικρατούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Παιδί χτυπώντας το τύμπανο: Μό-νο το α-πέ-ρα-ντο χά-ος, μό-νο το α-πέ-ρα-ντο χά-ος. Χορωδία χτυπώντας απαλά μαράκες, ξύστρες, ένα τύμπανο: Απ’ το χάος μαύρη νύχτα κι έρεβος γεννήθηκαν κι απ’ τη νύχτα ο αιθέρας και η μέρα γίνηκαν. 1ο Παιδί: Πρώτα έγινε το χάος κι ύστερα η πλατιά Γη. Χορός Γης Το παιδί-Γη είναι ντυμένο όπως και η γιγαντόκουκλα, που είναι κρεμασμένη στο ταμπλό (με φόρεμα καφέ, φαρδύ, που έχει πολλές χρωματιστές τσέπες ραμμένες μπροστά και πίσω. Βγαίνει στη σκηνή με μουσική και χορεύοντας βγάζει από τις τσέπες του διάφορα πράγματα (λουλούδι, δέντρο, ποταμό, ζώο, πουλί, πεταλούδα) και τα βάζει στις τσέπες της κούκλας, της οποίας έχει ανοίξει το κλειστό φόρεμα ένα παιδί.
Αφηγητής-Παιδί: Ναι, η Γη βγήκε από το σκοτάδι τόσο παλιά που κανένας δεν θυμάται πότε έγινε αυτό. Ήταν όμορφη, όμορφη πολύ. Όταν δεν δούλευε, να σπέρνει, να γεννάει, να φτιάχνει το καθετί, καθόταν ολομόναχη και κοίταζε τον ουρανό... ώσπου μια μέρα, ξαφνικά... Χορωδία παίζοντας απαλά τα ξυλόφωνα: Βλέπει η Γη τον Ουρανό, όμορφο και γαλανό, να της ρίχνει τη βροχή και γλυκά να της μιλεί. Βγαίνουν δυο παιδιά κρατώντας το ένα την κούκλα τ’ ουρανού και το άλλο της Γης και παίζουν κουκλοθέατρο. Ουρανός: Γεια σου! Τ’ όνομά μου ’ναι Ουρανός, με το γαλάζιο χρώμα, με τα θολά τα νέφελα, και τις πολλές βροντές. Ατέλειωτους αιώνες σε κοιτώ και σου ρίχνω βροχή. Είσαι πολύ όμορφη. Πώς σε λένε; Γη: Είμαι η σιτοδότρα Γη, η πλατυμετωπούσα. Από το χάος το βαθύ πετάχτηκα επάνω και από τότε τη ζωή στον κόσμο όλο δίνω. Ουρανός: Θέλεις να με παντρευτείς; Γη: Ναι…θέλω να σε παντρευτώ γιατί ’σαι όμορφος και γαλανός... Χορωδία παίζοντας απαλά όλα τα κρουστά: Παντρεύτηκε η Γη τον Ουρανό και έκαναν πολλά παιδιά. Τους Κύκλωπες, τους Εκατόγχειρες, τους Τιτάνες… Τελευταίος εγεννήθηκε ο Κρόνος, ο πιο σκληρός απ’ όλα τα παιδιά. Αφηγητής-Παιδί: Ο Ουρανός, όμως, θυμήθηκε μια παλιά προφητεία, που έλεγε πως κάποιο από τα παιδιά του θα του πάρει τον θρόνο. Γι’ αυτό τα πέταξε όλα σ’ ένα βαθύ βάραθρο, τα Τάρταρα. Θέατρο σκιών Ένα κουκλοθέατρο έχει μετατραπεί σε θέατρο σκιών βάζοντας πίσω από το άσπρο πανί και σε απόσταση μισού μέτρου μια λάμπα. Ο Ουρανός πετά στα Τάρταρα τους Κύκλωπες, τους Εκατόγχειρες, τους Τιτάνες... Αφηγητής-Παιδί: Η Γη θύμωσε πολύ κι έτσι πήγε να βρει τον μεγαλύτερο γιο της τον Κρόνο. Του είπε να διώξει τον πατέρα του τον Ουρανό και να ελευθερώσει τα αδέλφια του. Έτσι κι έγινε. Μετά ο Κρόνος παντρεύτηκε τη Ρέα την πανέμορφη, τη μητέρα των Θεών. Όλα πήγαιναν καλά κι ευτυχισμένα, ώσπου μια μέρα ο Κρόνος συνάντησε τον πατέρα του τον Ουρανό. Δυο παιδιά, φορώντας τις μάσκες του Κρόνου και του Ουρανού ή έχοντάς τες κρεμασμένες στον λαιμό, βγαίνουν στη σκηνή με μουσική υπόκρουση. Ουρανός: Κρόνε, έχεις γυναίκα όμορφη, καλογεννοβολούσα. Ένα απ’ όλα τα παιδιά που θα γεννήσει η Ρέα, θα σου πάρει τον θρόνο, όπως έκανες κι εσύ με μένα και τότ’ η δυστυχία σου θα ’ναι πολύ μεγάλη. Κρόνος: Και πώς το ξέρεις εσύ αυτό πατέρα Ουρανέ; Ουρανός: Μιλώ με τ’ άστρα της αυγής και το λαμπρό φεγγάρι, και ’κείνα μου το είπανε τον θρόνο πως θα χάσεις. Κρόνος: Πώς θα προφυλαχτώ εγώ τώρα; Τι πρέπει να κάνω; Το βρήκα, το βρήκα! Κάθε φορά που θα γεννά η Ρέα ένα παιδί, εγώ θα το τρώω για να μην μπορεί να βγει από την κοιλιά μου. Αφηγητής-Παιδί: Έτσι ο Κρόνος μόλις γεννιόταν ένα παιδί, το κατάπινε γρήγορα για να είναι σίγουρος ότι δεν θα βγει από την κοιλιά του. Όταν όμως η Ρέα έμεινε έγκυος για έκτη φορά, πήγε στη Γη για να ζητήσει τη συμβουλή της. Βγαίνουν η Ρέα με τη Γη κρατώντας κούκλες και παίζουν κουκλοθέατρο.
Ρέα: Βοήθα με μητέρα Γη. Δεν έχω άλλη αντοχή. Ο Κρόνος, μου τρώει τα παιδιά και τώρα το ίδιο θα συμβεί. Τι πρέπει να κάνω, να σώσω ετούτο το παιδί; (Η χορωδία παίζει απαλά μαράκες και ξύστρες) Γη: Το παιδί να σώσεις πρέπει και μπορείς. Πρέπει να γεννήσεις μακριά πολύ. Φασκιωμένη πέτρα αντί για μωρό, στον Κρόνο να δώσεις να την καταπιεί κι όχι το παιδί σου που θα γεννηθεί. (Η χορωδία παίζει απαλά μαράκες και ξύστρες) Η Γη αποχωρεί και μπαίνει ο Κρόνος. Ακούγεται μουσική και η Ρέα του δίνει μια φασκιωμένη πέτρα να τη φάει. Αφηγητής-Παιδί: Έτσι κι έγινε. Να τώρα, που οι δυο γυναίκες, η Ρέα και η Γη, γλιστρούν αθόρυβα σαν σκιές μέσα στη νύχτα, στο Δικταίο Άντρο, στην ιερή σπηλιά όπου θα γεννηθεί ο μεγάλος Δίας. Όλα γύρω υμνούσαν τη μεγάλη Θεά Γη. Ο Κρόνος φεύγει από τη σκηνή και οι δυο γυναίκες (παιδιά) προχωρούν αργά προς τη σπηλιά με χαμηλωμένα τα φώτα ενώ ακούγεται μουσική. Χορωδία: Μητέρα του σύμπαντος Γη. Μεγάλη Θεά! Εσύ μας δίνεις τροφή. Όλα εσύ τα γεννάς! Και τα δέντρα και τα πουλιά, και τα ζώα και τα παιδιά. Παιδί: Η Γη δεν θα άφηνε τον Κρόνο να φάει κι ετούτο το παιδί. (Η χορωδία απαλά παίζει τα τυμπανάκια) Παιδί: Ό-χι, δεν θα τον ά-φη-νε! Ό-χι, δεν θα τον ά-φη-νε! Αφηγητής-Παιδί: Έτσι λοιπόν… Χορωδία: Στην Κρήτη εγεννήθηκε κι αντρώθηκε ο Δίας. Στο ιερό το σπήλαιο, μες στο Δικταίο Άντρο. Αφηγητής-Παιδί: Για να μην ακούγεται το κλάμα του μωρού, η Γη πήγε μακριά, πολύ μακριά κι έφερε τους Κουρήτες, τους τρομερούς πολεμιστές, που ήταν φημισμένοι για τη δύναμη και την παλικαριά τους. Οι Κουρήτες χόρευαν έξω από την ιερή σπηλιά έναν πολύ γρήγορο και ρυθμικό, πολεμικό χορό, τον Πυρρίχη, χτυπώντας πότε τα δόρατα και πότε τις ασπίδες τους. Χορός Κουρητών Τα φώτα χαμηλώνουν και βγαίνουν οι Κουρήτες, οι οποίοι κρατώντας ασπίδες και δόρατα χορεύουν τον «Πηδηχτό» χορό. Αφηγητής-Παιδί: Τη φροντίδα του μωρού, είχαν αναλάβει τρεις κόρες, που έφτιαξαν μια κούνια και την κρέμασαν στα κλαδιά ενός δέντρου στην είσοδο της σπηλιάς. Έτσι ο Κρόνος δεν μπορούσε ν’ ανακαλύψει τον μικρό Δία αφού ήταν κρεμασμένος στον αέρα.
Τα φώτα χαμηλώνουν. Ακούγεται μουσική. Τρία παιδιά διασχίζουν τη σκηνή κρατώντας μια κούνια και την κρεμούν στα κλαδιά ενός δέντρου, που έχουν φτιάξει, έξω από το σπήλαιο. Αφηγητής-Παιδί: Ο Δίας μεγάλωνε, πίνοντας το γάλα της κατσίκας Αμάλθειας και την Αμβροσία των Θεών, που ένας αετός του έφερνε από τα πέρατα του μεγάλου Ωκεανού. Δυο παιδιά βγαίνουν στη σκηνή φορώντας το ένα φτερά στα χέρια φτιαγμένα από πανιά (αετός) και το άλλο μάσκα κατσίκας και χορεύουν με μουσική. Αφηγητής-Παιδί: Όταν ο Δίας μεγάλωσε, αποχαιρέτησε όσους αγαπούσε εκεί στην Κρήτη, στο ιερό σπήλαιο κι έφυγε. Οι Κουρήτες για πολλά χρόνια πήγαιναν έξω από τη σπηλιά και χορεύοντας τραγουδούσαν. Βγαίνουν οι Κουρήτες από τα παρασκήνια και τραγουδούν. Κουρήτες: Πατέρα Δία, στην ιερή σπηλιά έλα πάλι, όπου μωρό σε άφησε η Ρέα για να σε κρύψει απ’ τον άκαρδο πατέρα σου. Εμείς σε σώσαμε, χτυπώντας τις ασπίδες και χορεύοντας. (Η χορωδία απαλά παίζει ξυλόφωνα) Αφηγητής-Παιδί: Ο Δίας λοιπόν έφυγε κι έγινε πατέρας όλων των Θεών. Ήταν όμως άτακτος και πολύ σκανταλιάρης. Κάθε φορά που του άρεσε κάποια κοπέλα, ονειρευόταν να κάνει ένα παιδί μαζί της. Έτσι είχε γεμίσει την Ελλάδα με θεούς και ημιθέους. Ο Δίας για να πλησιάσει κάθε φορά την καλή του χρησιμοποιούσε τη φαντασία του. Αφηγητής-Παιδί: Μεταμορφωνόταν άλλοτε σε ταύρο… (Περνά ένα παιδί κρατώντας μια μάσκα ταύρου) Χορωδία: Ταύρο. Αφηγητής-Παιδί: Άλλοτε σε χρυσή βροχή… (Περνά ένα παιδί ρίχνοντας χρυσή βροχή) Χορωδία: χρυσή βροχή Αφηγητής-Παιδί: Άλλοτε σε κύκνο. . . (Περνά ένα παιδί κρατώντας ένα κύκνο) Χορωδία: Κύκνο. Αφηγητής-Παιδί: Κάποτε ο Δίας βρέθηκε σε μια μακρινή χώρα, όπου βασιλιάς ήταν ο Αγήνορας, ο οποίος είχε πέντε αγόρια και μια κόρη που την έλεγαν Ευρώπη. Χορωδία: Ευρώπη είχε τ’ όνομα, τ’ Αγήνορα η κόρη. Ανάμεσα στις όμορφες πιο όμορφη εκείνη. Χαιρόταν πάντα τη ζωή, τις βόλτες, το παιχνίδι. Την είδε ένα πρωινό ο ξακουσμένος Δίας, να παίζει με τις φίλες της στα πράσινα λιβάδια. Τόσ’ ήτανε η ομορφιά κι η χάρη της κοπέλας, που ο Δίας βάζει στοίχημα, γυναίκα να την πάρει. Έτσι μεταμορφώθηκε ως έκανε συνήθως, σε ταύρο άσπρο, κάτασπρο, αγέρωχο κι ωραίο. Ακούγεται μουσική με κελαϊδίσματα. Δυο παιδιά μπαίνουν κρατώντας ένα πράσινο πανί, στο οποίο έχουν κολλήσει λουλούδια και το τοποθετούν στη σκηνή. Βγαίνει πρώτη η Ευρώπη-παιδί, παίρνει την κούκλα που βρίσκεται ήδη σε μια άκρη της σκηνής κι αμέσως μετά οι φίλες της. Ακούγεται πεντοζάλης και αρχίζουν να χορεύουν και να παίζουν με τόπι χρυσό. Σταματά η μουσική.
Αφηγητής-Παιδί: Πράγματι ο Δίας μεταμορφώθηκε σ’ ολόλευκο ταύρο με γυριστά κέρατα σαν μισοφέγγαρο. Μια μέρα ο κάτασπρος ταύρος μπήκε στο λιβάδι όπου έπαιζε η Ευρώπη με τις φίλες της και ξάπλωσε στο χορτάρι, ήρεμος, γαλήνιος. Τον ακολουθούσε ο Έρωτας με το χρυσό τόξο και τις σαΐτες του. Η Ευρώπη ανέμελη έπαιζε το χρυσαφένιο τόπι με τις φίλες της ενώ γύρω ακουγόντουσαν χιλιάδες πουλιά να κελαηδούν. Συνεχίζει η μουσική. Δυο παιδιά μπαίνουν κρατώντας ένα μπλε πανί (όπου πάνω έχουν κολλήσει θαλασσινά και κύματα) και στέκονται πίσω από το πράσινο. Μπαίνει ο ταύρος και ξαπλώνει πάνω στο πράσινο πανί και ο Έρωτας τον ακολουθεί ενώ η Ευρώπη συνεχίζει τον χορό με τις φίλες της. Αφηγητής-Παιδί: Ο Δίας κοίταξε τον Έρωτα κι εκείνος σαΐτευσε την Ευρώπη με τις σαΐτες του. Και τότε… Χορωδία: Τον είδε η Ευρώπη και τα ’χασε από την ομορφιά του ζώου. Ευρώπη: Τι μυρωδιά είναι αυτή που βγαίνει από το κορμί του! Τι άκακος, τι συμπαθητικός, τι ήμερος που είναι. Αφηγητής-Παιδί: Χωρίς να το πολυσκεφτεί η όμορφη κόρη, πήρε το θάρρος να τον χαϊδέψει και να τον στολίσει με λουλούδια. Ο ταύρος είχε γονατίσει σαν κάτι να περίμενε… Η Ευρώπη ανέμελα ανέβηκε στη ράχη του κι έπιασε τα δυο του κέρατα. Ο ταύρος-παιδί γονατίζει και η Ευρώπη τον στεφανώνει με γιρλάντες από λουλούδια. Μετά χορεύουν μαζί. Ευρώπη: Μόνο για μια στιγμή. Μόνο για λίγο θα καθίσω στην ράχη του… Είναι τόσο όμορφος. Ακούγεται πολύ έντονη μουσική κι ο ταύρος σηκώνεται κι αρχίζει να καλπάζει μαζί με την Ευρώπη προς το μπλε πανί, που δυο παιδιά κουνούν ρυθμικά. Παιδί A: Έτσι… για μια στιγμή ανέβηκε στη ράχη τ’ άσπρου ταύρου, η κόρη του Αγήνορα, η όμορφη Ευρώπη και τότε ο ταύρος όρμισε μέσα σε μια στιγμούλα, στη γαλανή τη θάλασσα κι αλαφροκολυμπώντας, στην Κρήτη βγήκε απέναντι, στο χώμα της Λεβήνας. Παιδί B: Η Ευρώπη πανικόβλητη άρχισε να φωνάζει, αλλά κανείς δεν άκουγε τα τόσα ουρλιαχτά της, γιατί ο ταύρος έσκιζε γρήγορα τα νερά. Γοργόνες μα και Τρίτωνες, γλάροι και γλαροπούλια, χορεύαν και συνόδευαν τον Δία, την Ευρώπη. Παιδί Γ: Ακόμη κι ο θαλάσσιος Θεός, ο Ποσειδώνας, εβγήκε και χαιρέτησε τη γαμήλια πομπή. Μόλις ο ταύρος έφτασε εις την ακτή του Λέντα, σταμάτησε να κολυμπά κι άρχισε να καλπάζει, στα ιερά τα χώματα της ξακουσμένης Κρήτης. Παιδί Δ: Πέρασε κάμπους και βουνά και καρπερά χωράφια. Κι απ’ όσους ’κείνη τη στιγμή δουλεύανε τη γη τους, κανείς ποτέ δεν ξέχασε την όμορφη πομπή. Κοντά στην πόλη Γόρτυνα, κάτω από ’να πλατάνι, σταμάτησε ο μέγας Θεός μαζί με την Ευρώπη. Ενώ τραγουδεί η χορωδία δυο παιδιά κουνούν ρυθμικά το μπλε πανί και από πίσω περνούν παιδιά κρατώντας, ένα δελφίνι, έναν γλάρο, έναν Τρίτωνα, τον Ποσειδώνα, τις Νηρηίδες. Όλ’ αυτά είναι φτιαγμένα από τα παιδιά σαν γιγαντόκουκλες. Παιδί Ε: Τρία παιδιά απέκτησε η Ευρώπη από τον Δία, τον Μίνω, τον Ραδάμανθυ μα και τον Σαρπηδόνα. Την άλλη μέρα το πρωί εξύπνησ’ η Ευρώπη. Μονάχη της ευρέθηκε χωρίς τον άσπρο ταύρο. Ο ύπνος ήτανε γλυκύς, μ’ απίστευτη γαλήνη. Όμως ο Δίας έφυγε με την αυγή της μέρας. Αφηγητής-Παιδί: Ο Δίας πριν φύγει, πρόσφερε στην Ευρώπη τρία δώρα. Τον Τάλω, ένα μηχανικό γίγαντα-ρομπότ, που είχε φτιάξει ο Ήφαιστος και ο οποίος έγινε ο φύλακας της Κρήτης. Ένα χρυσό σκυλί που δεν του ξέφευγε τίποτε, κι ένα τόξο που τα βέλη του έβρισκαν πάντα το στόχο. Περνά ο Τάλως- παιδί, περπατώντας σαν ρομπότ (είναι ντυμένο ανάλογα). Περνά ένα παιδί κρατώντας έναν σκύλο κι ένα άλλο κρατώντας ένα τόξο.
Χορωδία Αφού ο Δίας έφυγε, παντρεύτηκ’ η Ευρώπη, με τον Αστέριο βασιλιά, μέγα και τιμημένο, που τα παιδιά αγάπαγε, μαζί και την Ευρώπη. Αφηγητής-Παιδί: Η Ευρώπη έζησε πολλά χρόνια στην Κρήτη, βασίλισσά της και μητέρα ημιθέων. Μετά τον θάνατό της λατρευόταν σαν Θεά. Όλα τα παιδιά βγαίνουν στη σκηνή και τραγουδούν Το πιο παλιό παραμύθι του κόσμου, ακούσατε μόλις παιδιά. Τι είναι αλήθεια, τι ψέματα, κανείς δεν μπορεί να το πει. Χιλιάδες χρόνια επέρασαν κι η Γη ακόμη γυρίζει. Ο Ουρανός τη σκεπάζει γαλήνια και της ρίχνει συχνά τη βροχή.
Μέρες γεμάτες θάματα, μέρες γεμάτες μάγια, ήταν εκείνα τα παλιά, παμπάλαια τα χρόνια, που ζούσε κόρη γελαστή, φωτοστεφανωμένη. Οι πιο παλιοί παππούδες μας για τούτη διηγούνται, ότι εξεπετάχτηκε απ’ το βαθύ το χάος, που είχε σπλάχνα ζοφερά μ’ απέραντη μαυρίλα. Μια μέρα καθώς ήτανε όλ’ ήσυχα κι ωραία, το χάος αναρρίγησε κι ανοίχτηκε, και τότε... απ’ τα βαθιά τα σπλάχνα του πετάχτηκε επάνω, μέσα σε γρήγορη αστραπή και με βροντή συνάμα, μια κόρη όμορφη πολύ και ανθρωπολαλούσα. Ήταν η σιτοδότρα Γη, η πλατυμετωπούσα...
ISBN: 978-618-5147-57-0