Πλάτωνος «Πρωταγόρας» Σύντομη παρουσίαση του φιλοσοφικού διαλόγου Ο φιλοσοφικός διάλογος «Πρωταγόρας» καταπιάνεται με ένα θεμελιώδες ζήτημα ωρίμανσης του ανθρώπινου είδους, την κατάκτηση της πολιτικής αρετής. Το θέμα παρουσιάζεται μέσω εκ διαμέτρου αντίθετων θέσεων του σοφιστή Πρωταγόρα και του Σωκράτη, οι οποίοι επιχειρηματολογούν για το διδακτό ή μη της πολιτικής αρετής. Ο υπέρμαχος του διδακτού της πολιτικής αρετής, ο Πρωταγόρας, προσδιορίζει και το κατά τη γνώμη του περιεχόμενό της, όπως αυτό μετεξελίχθηκε από το ομηρικό ιδεώδες της σωματικής ρώμης και τόλμης αλλά και «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν ὀρθῶς». Δηλώνοντας λοιπόν δάσκαλος της πολιτικής αρετής ο Πρωταγόρας, την περιγράφει ως πνευματική ιδιότητα πλέον σε περιβάλλον δημοκρατικής πολιτείας και πιο συγκεκριμένα ως «εὐβουλία περὶ τῶν οἰκείων καὶ περὶ τῶν πραγμάτων τῆς πόλεως». Έτσι, το ερώτημα τίθεται σαφώς στους συνομιλητές του διαλόγου και ο Πλάτωνας ως συγγραφέας του το χειρίζεται σφαιρικά μέσω των απόψεων του δασκάλου του Σωκράτη κι ενός διάσημου σοφιστή, του Πρωταγόρα. Είναι διδακτή τελικά η συνετή συμπεριφορά για έναν άνθρωπο στα του οίκου του και στις υποθέσεις της πολιτείας του; Το παραπάνω ερώτημα δεν είναι απλά δύσκολο να απαντηθεί, αλλά δημιουργεί κι επιπλέον ερωτήματα, τουλάχιστον εάν δεχτούμε ότι όντως η πολιτική αρετή είναι διδακτή. Ποιος ή ποιοι μπορούν να τη διδάξουν; Με ποια συγκεκριμένη μέθοδο; Ο Σωκράτης αμφισβητεί ανοιχτά τον Πρωταγόρα και τη δήλωσή του ότι μπορεί να διδάξει την πολιτική αρετή. Την αντίρρησή του τη στηρίζει σε δύο βασικά επιχειρήματα. Το πρώτο κινείται στο πλαίσιο της λειτουργίας της αθηναϊκής δημοκρατίας και το δεύτερο θέτει το ζήτημα της αποτυχημένης προσπάθειας εκμάθησης της πολιτικής αρετής στα παιδιά πολιτικών αρχόντων. Η πρώτη σκέψη του Σωκράτη εξηγεί ότι στην εκκλησία του δήμου είναι ανεκτή η άποψη κάθε παραβρισκόμενου πολίτη για ζητήματα πολιτικής φύσεως, ενώ μόνο για τεχνικά θέματα ζητείται η γνώμη ειδικών. Επομένως, ο Σωκράτης θεωρεί την πολιτική αρετή έμφυτη στους ανθρώπους κι ως εκ τούτου μη διδακτή. Σε δεύτερο επίπεδο, ο Σωκράτης μιλά για ανεπίδεκτους μαθητές, ακόμη κι όταν αυτοί έχουν τους καλύτερους δασκάλους αρετής. Προφανώς κάτι τέτοιο μαρτυρεί για το Σωκράτη ότι τέτοιου είδους δάσκαλοι δεν υπάρχουν. Ο Πρωταγόρας από την πλευρά του καλείται να επιχειρηματολογήσει καταρρίπτοντας τις αντιρρήσεις του Σωκράτη και να υπερασπιστεί ουσιαστικά το ίδιο του το επάγγελμα. Η θέση του είναι ότι η πολιτική αρετή είναι διδακτή. Σε πρώτο επίπεδο ο σοφιστής, παρουσιάζοντας την ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας, θα προσπαθήσει να στηρίξει τον ισχυρισμό ότι η πολιτική αρετή είναι εν δυνάμει χαρακτηριστικό στους ανθρώπους, επιδεκτικό βελτιώσεως, άρα υπόκειται σε διδασκαλία. Προς επίρρωση αυτής της βασικής θέσης χρησιμοποιείται το επιχείρημα 1
ύπαρξης νόμων και ποινών, που αποδεικνύει για τον Πρωταγόρα ότι η πολιτική αρετή είναι διαδικασία βελτιώσιμη, που επιβάλλεται να επιδιώκει ο καθένας, όχι μόνο για να αποφεύγει τις ποινές αλλά και για να γίνεται καλύτερος άνθρωπος. Ο μύθος της δημιουργίας του κόσμου χωρίζεται σε τέσσερα στάδια. Η πολιτική τέχνη παρουσιάζεται ως η έλλειψη που προκαλεί στο ανθρώπινο είδος αλληλοσπαραγμό. Στο τέταρτο λοιπόν στάδιο, και μετά τα δώρα του Προμηθέα στους ανθρώπους (έντεχνη σοφία της Αθηνάς και φωτιά του Ηφαίστου), ο Δίας χαρίζει στο ανθρώπινο γένος την Αιδώ και τη Δίκη, δηλαδή τα δύο στοιχεία που αποτελούν τη βάση της πολιτικής οργάνωσης. Από τότε αρχίζουν οι πολιτικές κοινωνίες και η πολιτική τέχνη. Δωρεά θεϊκή, του ίδιου του Δία, για την επιβίωση (= ειρηνική διαβίωση) των ανθρώπων. Το περί δικαίου και ηθικής αίσθημα λοιπόν, που καθορίζει το πολιτικώς ορθό, είναι κοινό σε όλους, γι’ αυτό και σωστά οι Αθηναίοι καλούν όλους στην εκκλησία του δήμου να λάβουν μέρος στη λήψη των αποφάσεων, αφού όλοι μπορούν να κρίνουν. Ο Πρωταγόρας συμπληρώνει τη μυθική απόδειξη του διδακτού της αρετής με απόδειξη λογικής. Ο λόγος συμπληρώνει και συγκεκριμενοποιεί εδώ τον ανθρωπολογικό μύθο, εν αντιθέσει προς τον Πλάτωνα, όπου ο μεταφυσικός μύθος αποτελεί συνήθως προέκταση και έσχατη καταφυγή του λόγου. Με το «λόγο» του ο Πρωταγόρας υπογραμμίζει ότι η όλη διαδικασία της αγωγής μέσα σε μια πολιτική κοινωνία, αποτελεί ορατή απόδειξη του διδακτού της αρετής. Και όλη η ζωή του ανθρώπου είναι μια διαδικασία αγωγής: Πρώτα η τροφός, η μήτηρ, ο παιδαγωγός, ο πατήρ. Έπειτα ο διδάσκαλος και ο παιδοτρίβης. Έπειτα η πόλις ολόκληρη ως παιδευτική κοινότητα με τους νόμους, τους θεσμούς, τα παραδείγματά της. Όλοι και όλα διδάσκουν την πολιτική αρετή μέσα από την διάκριση του πρέπει – δεν πρέπει, ποίει – μη ποίει, αυτό είναι καλό – το άλλο είναι κακό, αποβλέποντας στην ορθή κοινωνικοποίηση (κοινωνική ένταξη) του ανθρώπου, που είναι συγχρόνως και ηθικοποίηση. Η αγωγή όμως προαπαιτεί τη φύση, λέει ο Πρωταγόρας. Όσο η φύση (οι κληρονομημένες ιδιότητες) είναι καλύτερη, τόσο η δυνατότητα της αγωγής είναι μεγαλύτερη, και σ’ αυτό οφείλεται ότι τα παιδιά των μεγάλων πολιτικών δεν είναι και αυτά μεγάλοι πολιτικοί π.χ. τα παιδιά του Περικλή, που πάντως είναι μικρά ακόμη και επομένως έχουν ελπίδες. Αλλά και μικρή να είναι η επίδραση της αγωγής, είναι πολύ καλύτερη από την παντελή έλλειψη αγωγής, που αφήνει τον άνθρωπο σε άγρια κατάσταση. Όπως και όσοι γυμνάζονται δεν γίνονται βέβαια όλοι αθλητές ή πρωταθλητές διατηρούν όμως το σώμα τους σε καλύτερη κατάσταση από αυτούς που δεν γυμνάζονται καθόλου. Κατά τον Πρωταγόρα, λοιπόν, η αρετή είναι διδακτή, επειδή η αγωγή είναι δυνατή, επειδή ο άνθρωπος είναι ον αγώγιμο. Ο αισιόδοξος ανθρωπισμός του Πρωταγόρα απορρέει από τη δύναμη και την επίδραση της αγωγής και της παιδείας του ανθρώπου. Ο διάλογος τελειώνοντας αφήνει μετέωρο το βασικό θέμα της συζήτησης περί αρετής, ακολουθώντας το συνηθισμένο μοντέλο λήξης και άλλων νεανικών φιλοσοφικών διαλόγων του Πλάτωνα. Δεν διατυπώνεται ένα οριστικό συμπέρασμα και η λύση μετατίθεται σε μια 2
άλλη συζήτηση δοθείσης ευκαιρίας. Παρ’ όλα αυτά, αν και δεν υπάρχει ουσιαστική κατάληξη, οι απόψεις των βασικών ομιλητών διαγράφονται καθαρότατα. Ο Πρωταγόρας αρνείται την ίδια την ύπαρξη του απόλυτου και ασπάζεται τη σχετικότητα. Αντίθετα, ο Σωκράτης αναζητά μια γενική και καθολική αλήθεια για την αρετή, χωρίς όμως (και αυτό ισχύει και για τον ίδιο τον Πλάτωνα) να παρουσιάζει ολοκληρωμένη και κατασταλαγμένη άποψη για το θέμα. Αργότερα, ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία» του θα ολοκληρώσει τις αντιλήψεις του «περί αρετής».
Θεσσαλονίκη, 30 Μαΐου 2012 Αλέξανδρος Γ. Αλεξανδρίδης Φιλόλογος
3