ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟ του Δημήτρη Χαλάτση
Η άποψη η πιο αποδεκτή και ασφαλώς πιο χρήσιμη – για τους κατόχους των προνομίων και της άρχουσας τάξης της κοινωνίας – υποστηρίζει πως η κοινωνία μας είναι όσο γίνεται δίκαιη και πως οι ανισότητες που παρατηρούνται δεν επιδέχονται άμβλυνση, γιατί πηγάζουν από θεμελιώδεις βιολογικές διαφορές, όπως η νοημοσύνη μεταξύ των ανθρώπων. Αυτή είναι η ιδεολογία του βιολογικού ντετερμινισμού. Διατείνεται πως, μολονότι ορισμένες μικρές βελτιώσεις μπορούν ακόμα να γίνουν στην κατανομή του πλούτου και της δύναμης, υπάρχει ένα όριο ως προς το κατά πόσο είναι δυνατό να προσεγγιστεί η ισότητα-όριο που εμπεριέχεται στη φύση του ανθρώπινου είδους. Πρόκειται για ένα επικίνδυνο μύθο, που οι ρίζες του ξεκινούν από τον Πλάτωνα ακόμα; όταν μας λέγουν ότι οι κληρονομικές μας καταβολές θέτουν όρια, δηλαδή περιορισμούς στην ανάπτυξη της νοημοσύνης μας. Όπως, με άλλα λόγια, κάθε αυτοκίνητο από κατασκευής του έχει το δικό του όριο ταχύτητας το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί, έτσι και κάθε άτομο έχει τα δικά του έμφυτα όρια τα οποία προκαθορίζουν το βαθμό της νοητικής του ανάπτυξης. Ο μύθος αυτός επαναλαμβάνεται και τονίζεται, ιδιαίτερα στον ευαίσθητο χώρο της
εκπαίδευσης,
από
τους
οπαδούς
της
"επιστημονικής
παιδαγωγικής"
ή
“Ψυχοπαιδαγωγικής” και παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα διαφόρων επιστημονικών ερευνών. Αποτελεί όμως ο ισχυρισμός αυτός συμπέρασμα επιστημονικών ερευνών; Ποια επιστημονικά πειράματα και ποιες επιστημονικές παρατηρήσεις μπορούν να επαληθεύσουν ή να διαψεύσουν τον ισχυρισμό ότι κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του όρια νοημοσύνης; Πώς μπορούμε να βεβαιωθούμε αν κάποιος έχει ή δεν έχει αναπτύξει τη νοημοσύνη του και έχει φτάσει ή δεν έχει φτάσει τα όρια του; Είναι χρήσιμο εδώ να κάνουμε μια παρένθεση και να δούμε σε τι αναφέρονται οι ψυχολόγοι όταν μιλούν για νοημοσύνη. Προφανώς όχι στη δυνατότητα μας να σχηματίζουμε έννοιες, (μια δυνατότητα που έχουν όλοι οι άνθρωποι και γι αυτό θεωρούμε τους εαυτούς μας και τους συνανθρώπους μας νοήμονα όντα και διαφέρουμε από τα ζώα), αλλά στην ικανότητα μας να χρησιμοποιούμε τις αρμόζουσες έννοιες και να κάνουμε τις κατάλληλες ορθές αιτιολογημένες ή σημαντικές διακρίσεις και συσχετίσεις μέσα στον κόσμο που ζούμε. Υπάρχει όμως τέτοια γενική ικανότητα; Είναι δηλαδή αλήθεια ότι όποιος διαπρέπει σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα μπορεί να διακριθεί σε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα; Δε χρειάζεται μεγάλη οξυδέρκεια για να διαπιστώσει κανείς ότι τέτοια γενική ικανότητα δεν υπάρχει. Ο ευφυής μουσικός δεν είναι κατ' ανάγκη έξυπνος και στο ποδόσφαιρο και ο ευφυής μαθηματικός δεν είναι αναγκαστικά έξυπνος και στην αρχαιολογία.
Οι άπειρες δραστηριότητες των ανθρώπων που μπορούν να τους χαρακτηρίσουν ως ευφυείς ή νοήμονες διακρίνονται για την πολυμορφία τους και όχι για την ομοιομορφία τους. Τα κριτήρια της νοημοσύνης λοιπόν θα πρέπει να διαφέρουν ανάλογα με το είδος της δραστηριότητας για το οποίο προορίζεται. Αν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η ιδέα ότι η νοημοσύνη είναι ενιαία ή ομοιόμορφη είναι ένας μύθος. Κλείνοντας την παρένθεση για να επανέλθω στα ερωτήματα που τέθηκαν στην αρχή, η νοημοσύνη δεν μπορεί να είναι μια γενική ικανότητα που καθιστά ικανούς μερικούς να εξέχουν σ' όλες τις δραστηριότητες, άλλους να είναι μέτριοι σε όλες τις ενέργειες και άλλους να υστερούν σ' οτιδήποτε κάνουν. Πρέπει λοιπόν αυτοί που μιλούν για αμετάβλητους κληρονομικούς βαθμούς νοημοσύνης να αναφέρονται σε ειδικές ικανότητες, όπως είναι η ικανότητα να λύνει κανείς μαθηματικά προβλήματα, να παίζει μουσικά όργανα, να σχεδιάζει επιστημονικά πειράματα, να χορεύει ή να διακρίνεται στις δοκιμασίες νοημοσύνης. Πρέπει λοιπόν ο ισχυρισμός για τις εγγενείς δυνατότητες να αναφέρεται στις ποικίλες ειδικές ικανότητες που αναπτύσσουν οι άνθρωποι ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τα κίνητρα τους και ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ανάγκες τους. Ποια όμως θα μπορούσαν να είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων θα επιτρεπόταν να πει κανείς ότι κάποιος έχει ή δεν έχει φτάσει τα όρια της ανάπτυξης του σε μια ορισμένη δραστηριότητα; Εξάλλου ο ισχυρισμός αυτός ότι η νοημοσύνη του καθενός έχει τα όριά της προϋποθέτει ότι υπάρχει τουλάχιστο ένα άτομο στον κόσμο του οποίου τα όρια δεν μπορούν να προσδιορισθούν. Διότι για να υποστηρίξει κανείς ότι ένα άτομο έχει καθορισμένα όρια (αν υποθέσουμε προς στιγμή ότι τέτοια όρια είναι δυνατόν να προσδιορισθούν), τα οποία δεν μπορεί να υπερβεί, θα πρέπει να έχει προσπαθήσει, να βοηθήσει το άτομο αυτό, να ξεπεράσει τα όριά του και να έχει αποτύχει στην προσπάθεια αυτή. Αυτό όμως σημαίνει ότι υπάρχει τουλάχιστο ένα άτομο (το τελευταίο και το πιο ευφυές) του οποίου τα όρια της νοημοσύνης δεν μπορούν να καθοριστούν. Η άποψη ότι η νοημοσύνη μας έχει έμφυτα όρια δεν είναι μια εμπειρική πρόταση που έχει επαληθευθεί με την επιστημονική έρευνα. Σε αυτό μας βοηθά η ανάλυση του R. Lewontin, ο οποίος έχει ανασκευάσει με απλό και σαφή τρόπο τα επιχειρήματα του Βιολογικού ντετερμινισμού και έχει ξεσκεπάσει τα ψευδοεπιχειρήματα των εκπροσώπων της θεωρίας αυτής που εξυπηρετούν μάλλον άλλους σκοπούς (πολιτικούς, οικονομικούς, …) που αποβλέπουν στη διατήρηση του status quo στη διαιώνιση του κοινωνικού συστήματος και τη δικαίωση του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Η επιστήμη της βιογενετικής, λοιπόν, γνωρίζει ότι τα ανθρώπινα φυσικά χαρακτηριστικά καθορίζονται τόσο από το γενετικό παράγοντα όσο και από το περιβάλλον. Ωστόσο δε γνωρίζει εάν τα όρια των χαρακτηριστικών καθορίζονται γενετικά. Αντίθετα
γνωρίζει ότι οι περιβαλλοντικές συνθήκες τα μετατρέπουν και ότι τα φυσικά χαρακτηριστικά είναι εξελίξιμα. Και αυτό για τα απτά και μετρήσιμα βιολογικά χαρακτηριστικά. Για την περίπλοκη ικανότητα που ο πολιτισμός μας ονομάζει ευφυΐα, η βιογενετική γνωρίζει ότι η ανθρώπινη νόηση έχει τεράστια ικανότητα προσαρμογής και ανάπτυξης, άρα είναι εξελίξιμη σε άγνωστο βαθμό. Τα παραπάνω δείχνουν ότι από τη σκοπιά της βιολογίας και της γενετικής τα ευρήματα του Jensen και των άλλων ντετερμινιστών στερούνται επιστημονικής βάσης. Από κοινωνιολογικής άποψης η αντίληψη για το φυσικό χωρισμό των ανθρώπων σε έξυπνους και κουτούς που έρχεται από την εποχή του Πλάτωνα τον πρώτο θεωρητικό των ατομικών διαφορών και φτάνει μέχρι και σήμερα με τον Jensen A., αποκρύβει μέσα της την ανομολόγητη αξιολόγηση των ικανοτήτων σε χειρωνακτικές και διανοητικές. Δηλαδή τα άτομα γεννιούνται προικισμένα είτε με χειρωνακτικές ικανότητες είτε με διανοητικές.(βλ. Lewontin). Οι ευφυείς είναι βέβαια οι κάτοχοι των διανοητικών ικανοτήτων. Σχηματοποιώντας σε αδρές γραμμές τη ντετερμινιστική θεωρία η νοημοσύνη είναι σε μεγάλο βαθμό έμφυτη στον άνθρωπο, αλλά κάθε άτομο έχει περιορισμένη ποσότητα, περίπου όπως οι φιάλες διαφόρων μεγεθών περιέχουν διαφορετικές ποσότητες κρασί. Γι’ αυτό το λόγο μπορούμε να κατατάσσουμε τα άτομα σε κατηγορίες ανάλογα με το βαθμό της νοημοσύνης που έχουν κληρονομήσει. Αν και η αντίληψη για τη φυσική ευφυΐα ξεκινά από πολύ παλιά, η απόπειρα εντοπισμού του ποσοστού ευφυΐας που διαθέτουν τα άτομα και η κατασκευή εργαλείων (τεστ νοημοσύνης) για τη μέτρησή του είναι γεγονός αρκετά πρόσφατο. Εντυπωσιακό είναι το φαινόμενο ότι τα συμπεράσματα των δοκιμασιών νοημοσύνης είναι κοινά και συγκλίνουν σε όλες τις εποχές και όλες τις χώρες. Οι δοκιμασίες εμφανίζουν τα άτομα από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα με χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης απ' ότι τα άτομα που ανήκουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Με άλλα λόγια οι φτωχοί είναι κουτοί και οι πλούσιοι έξυπνοι. Τα παιδιά από μη προνομιούχες κατηγορίες αποδεικνύονται στα (τεστ) λιγότερο έξυπνα, με μικρότερη αφαιρετική ικανότητα, με δυνατότητα αφομοίωσης της περιγραφικής και όχι της αναλυτικής γνώσης, λιγότερη περιέργεια, φτωχότερη φαντασία, μικρότερη αφομοιωτική ικανότητα. Πάντοτε σχεδόν παίρνουν στην πλειοψηφία τους χαμηλότερη βαθμολογία στις δοκιμασίες νοημοσύνης. Όσο ψηλότερα στην κοινωνική κλίμακα βρίσκεται η οικογένεια από όπου προέρχεται το παιδί, τόσο ευφυέστερο αποδεικνύεται στις δοκιμασίες νοημοσύνης. Το πόσο λοιπόν "επιστημονικά" έγκυρες είναι οι δοκιμασίες νοημοσύνης φαίνεται από την πρώτη δοκιμασία, το περίφημο τεστ του Binet A., που εφαρμόστηκε στην αμερικανική κοινωνία 1920-30. Τα αποτελέσματα του τεστ Binet μπορούν να αντιμετωπιστούν με δύο τρόπους. Ο πρώτος οδηγεί τον ερευνητή στο εκπληκτικό
συμπέρασμα, όπου εμφανίζεται ο μέσος όρος των πολιτών της Η.Π.Α. με δείκτη νοημοσύνης χαμηλότερο από το "φυσιολογικό", είναι δηλ. οι αμερικανοί πολίτες κατά μέσο όρο κουτοί. Ο δεύτερος τρόπος αντιμετώπισης οδηγεί στο συμπέρασμα πως ή το εργαλείο μέτρησης χωλαίνει ή θα διαπιστώσει ότι η δοκιμασία προφανώς μετράει άλλα χαρακτηριστικά (κοινωνικά, πολιτισμικά, οικονομικά) από τη φυσική ευφυΐα. Παρά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα στις δοκιμασίες νοημοσύνης προκαλούν αυτόματα την αμφιβολία για την ορθότητά τους, καθώς ο Θεός ή η φύση δεν είναι δυνατόν να μοιράζουν στα άτομα την ευφυΐα με ταξικά κριτήρια εθνικά ή φυλετικά, υπήρξαν και υπάρχουν θεωρητικοί που στηρίζονται στα αριθμητικά αυτά δεδομένα. Πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι ο Binet πολύ αργότερα είχε πει ότι η ευφυΐα αναπτύσσεται με την πρακτική εξάσκηση της. Αποδεικνύεται
λοιπόν
ότι
οι
δοκιμασίες
νοημοσύνης
είναι
εργαλεία
κατασκευασμένα με βάση ορισμένα κοινωνικά κριτήρια επιτυχίας, εξαρτώνται από αξίες κοινωνικά και πολιτισμικά καθορισμένες, επομένως δεν είναι αντικειμενικοί μετρητές κάποιων φυσικών ικανοτήτων. Υποστηρίζεται επίσης ότι οι διαφορές που πιστοποιούν οι δοκιμασίες είναι κοινωνικές διαφορές, αλλά και τα κριτήρια στα οποία στηρίζονται και με τα οποία διαφοροποιούν τα άτομα είναι κριτήρια κοινωνικά. Όπως αναφέρεται στο έργο των Μπουρντιέ-Πασσερόν οι "Κληρονόμοι", οι στάσεις, οι συμπεριφορές, η γλώσσα, γενικά το αποτέλεσμα της οσμωτικής μάθησης έχουν αποκλειστικά κοινωνική προέλευση που όμως αντιμετωπίζονται ως ατομικές διανοητικές ικανότητες, ως ευφυΐα, δηλαδή ως
“φυσικά
χαρίσματα”. “Το κοινωνικό κεκτημένο”, με άλλα λόγια, μεταφράζεται ως “φυσικό προσόν”. Όπως τονίζεται σε αμερικανική μελέτη, οι δοκιμασίες δε μετρούν την ευφυΐα, γιατί δεν κατασκευάστηκαν με κριτήριο μια αντικειμενικά μετρήσιμη και αυτόνομα υπαρκτή ευφυΐα, αλλά φτιάχτηκαν χρησιμοποιώντας ως κριτήριο την προκατασκευασμένη αντίληψη για το τι είναι ευφυΐα που έχουν στο μυαλά τους οι ψυχολόγοι κατασκευαστές των δοκιμασιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δοκιμασίες νοημοσύνης κατακρίθηκαν ως πολιτικό όπλο για ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες που επιβάλουν τις δικές τους αξίες συμπεριφοράς σαν κριτήρια ευφυΐας. Αποτελούν μηχανισμό πολιτικής καταπίεσης σύμφωνα με την άποψη του γνωστού γενετιστή McClelland. Οι κριτικές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι δοκιμασίες είναι ενδεχομένως χρήσιμες για να πιστοποιούν το επίπεδο σχολικής ικανότητας σε μια στιγμή, αλλά ότι δεν έχουν καμιά αξία για τη γενική νοητική ικανότητα των ατόμων και καθόλου δεν είναι
κατάλληλες για να προβλέψουν την εξέλιξη των ικανοτήτων. Η χρησιμότητα τους τελικά κρίνεται από τον τρόπο χρήσης τους και από τον τρόπο ερμηνείας τους. Ακόμα και ο διακεκριμένος βρετανός ψυχολόγος Εysenk J. H. που υποστήριξε τη σημασία της κληρονομικότητας στη νοημοσύνη με τον τρόπο που παραδέχεται ο Jensen στις Η.Π.Α. παρατηρεί με ειλικρίνεια ότι οι δοκιμασίες νοημοσύνης δε στηρίζονται σε γερές επιστημονικές αρχές. Η θεωρία του Βιολογικού Ντετερμινισμού (Jensen A.) δε μας μαθαίνει τίποτε για την ευφυΐα και την προέλευσή της, μας μαθαίνει όμως πολλά για την επίδραση των κοινωνικών προβλημάτων στην κοινωνική επιστήμη. Είναι φανερό ότι για να απορροφηθούν οι κοινωνικοί κραδασμοί στις αστικές κοινωνίες που προκαλούσαν και προκαλούν οι κοινωνικές ανισότητες το "κατασκεύασμα" του Jensen επιστημονικά τεκμηριωμένο με επιστημονικοφανή επιχειρήματα εξυπηρετούσε θαυμάσια τη νομιμοποίηση και τη διαιώνιση αυτών των ανισοτήτων. Νομιμοποίηση τόσο στα μάτια των προνομιούχων, αλλά κυρίως στα μάτια των κοινωνικά αδικημένων και μάλιστα στο όνομα της δικαιοσύνης (ισότητα ευκαιριών) και της ηθικής (αξιοκρατία). Κάθε θεωρία που ερμηνεύει με τη φύση τις κοινωνικές διαφορές διαδίδεται πολύ εύκολα, κυρίως γιατί απενοχοποιεί τους προνομιούχους και προστατεύει τα προνόμια δίχως να καταφεύγει σε επιχειρήματα άμεσα πολιτικά. Η ευφυΐα αποδεικνύεται να είναι κοινωνικά καθορισμένη ικανότητα, αυξάνεται με την επίδραση του περιβάλλοντος και με τη μόρφωση. Σύμφωνα με το βιογενετιστή R. Lewontin "η ευφυΐα", η τάση προς ιδιοκτησία, η ηθική ακεραιότητα δεν είναι αντικείμενα, αλλά νοητικές κατασκευές, εξαρτώμενες από ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες. Η απόπειρα να βρεθεί η φυσική της θέση στον εγκέφαλο και η απόπειρα να μετρηθεί μοιάζει με απόπειρα να χαρτογραφηθεί ο μυθικός παράδεισος. Συνιστά καθαρή πραγμοποίηση, μετατροπή αφηρημένων ιδεών σε πράγματα. "Ίσως υπάρχουν γόνοι που καθορίζουν το σχήμα του κεφαλιού μας, δεν μπορεί ωστόσο να υπάρχουν γόνοι υπεύθυνοι για το σχήμα των ιδεών μας".
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Apple, M. (1986), “Ιδεολογία και αναλυτικά προγράμματα”, μτφ. Τ. Δαρβέρη, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής. Αλεξίου, Θ. (2009), “Κοινωνικές τάξεις, κοινωνικές ανισότητες και συνθήκες ζωής”, Αθήνα:Παπαζήση. Bourdieu, P., Passeron, J.Cl. (1993), “Οι κληρονόμοι και η κουλτούρα”, μτφρ. Ν. Παναγιωτόπουλος, Μ. Βιδάλη, Αθήνα: Καρδαμίτσας. Εysenk J. H. (1982), “Personality, genetics, and behavior” New York, NY : Praeger, Flynn, J.R., Dickens W.T. (2006), “Black Americans Reduce the Racial IQ Gap: Evidence from Standardization Samples”, Psychological Science 17 Jensen, A. (1969), “How Much Can We Boost I.Q. and Scholastic Achievement?”, Harvard Educational Review 39 Lewontin, R. (2000), “Η Βιολογία ως Ιδεολογία: Το δόγμα του DNA”, μτφρ. Σ. Σφενδουράκης, Αθήνα: Σύναλμα. McClelland, C. D. (1961), “The Achieving Society”. Princeton, NJ : D. Van Nostrand Williams, R. (1973), “The limits of human Nature”, στο Βenthall, J. (ed.), The limits of human Nature. Essays based of lecturers and the Institute of Contemporary Arts, London: Allen Lane.