Μιγκέλ ντε Θερβάντες
Ο Δον Κιχώτης
Διασκευή: Μαρία Μπουκάλα
Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός»
|1
Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ; Σ’ ένα χωριό της Μάντσας, ζει γενναίος άντρας, ξερακιανός, γερός και τύπος πρωινός. Ευθυτενής! Πενήντα χρόνια σούπα τρώει με βραστό και τις Παρασκευές φακές, που ευφραίνουν τις ψυχές! Φορά από βελούδο παντελόνι και τσόχινο αμπέχονο, που άρχισε να λιώνει. Συντροφιά του έχει στη ζωή, ένα αλογάκι αχαμνό, ένα σκυλί λαγωνικό, μια οικονόμα μαραμένη, μια ανιψιά αγαπημένη κι υπηρέτη ικανό και υπομονετικό! Τ΄ όνομά του; Τι μας νοιάζει; Ιστορίες διαβάζει, τους ιππότες λατρεύει, το μυαλό του φουσκώνει κι ένα ωραίο πρωινό τον ξεσηκώνει, αναστενάζει, τ’ όνομά του αλλάζει και... «Δον Κιχώτης!» λέγομαι φωνάζει. Δον Κιχώτης; Μα για να είσαι σωστός ιππότης πρέπει να ‘χεις μια καταγωγή... Ε, «Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα» δηλαδή! Τις φαντασίες πίστεψε ως καθαρή αλήθεια και ξεκινά να ζει στα παραμύθια. Το γέρικό του άτι Ροσινάντε καλεί και μια Δέσποινα αναπολεί. Κάθε ιππότης τη Δέσποινα των Στοχασμών του αναζητά, να τη, στο διπλανό χωριό τη συναντά! Δουλσινέα ντε Τοβόσο τη βαφτίζει και... καθώς λεν οι γλώσσες οι κακές, αυτή ούτε που τον γνωρίζει.
|2
ΕΤΟΙΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ! Την
πανοπλία
του
προπάππου
του
ανακαλύπτει,
ξεχασμένη,
σκουριασμένη... Τα κομμάτια της ενώνει, τη γυαλίζει, την κερώνει... μα η περικεφαλαία λείπει! Να,
φτιάχνει μία από χαρτόνι... Σωστός πια
φαίνεται ιππότης! Βιάζεται να ξεκινήσει, το κακό ν’ ανακουφίσει, τ’ άδικα να διορθώσει και τα χρέη να ξεπληρώσει! Έτοιμος! Έτοιμος; Μα, έχετε δει ποτέ ιππότη μόνο δίχως πλάι του ιπποκόμο; Ο γείτονας! Αυτός είναι η λύση! Ο χωρικός αυτός έχει καλά μεγάλα αλλά μυαλό... δεν έχει στάλα! Ο Δον Κιχώτης τρέλες τάζει κι αυτός ακούει και στενάζει! Δ.Κ. Σάντσο Πάνσα! Κατάλαβες τώρα γιατί πρέπει να μ’ ακολουθήσεις; Σ.Π. Διοικητής σε νησί, είπες, γενναίε Δον Κιχώτη; Αχ! Με φαντάζομαι να κάθομαι όλη μέρα και να μου κάνουν αέρα με φτερό! Δ.Κ. Μα, είναι κάτι τόσο συνηθισμένο στον κύκλο μας αυτό, στον κύκλο των ιπποτών εννοώ! Ένα νησί κερδίζεται μέχρι να πεις κύμινο! Είναι συνήθειο του παλιού καιρού οι ιππότες να κάνουν κυβερνήτες τους ιπποκόμους τους στα νησιά ή στα... βασίλεια που κατακτούν... Σ.Π. Στα βασίλεια; Πού είσαι γυναικούλα μου, να τ’ ακούσεις! Βασίλισσα θα σε κάνει ο αντρούλης σου και τα παιδιά μας πριγκιπόπουλα! Δ.Κ. Ποιος έχει αμφιβολία; Σ.Π. Εγώ ο ίδιος έχω! Θαρρώ πως κι αν ακόμα έπεφταν τα βασίλεια βροχή, κανένα δε θα βρίσκαμε να ταιριάζει στης κυράς μου το κεφάλι... Έχει κεφάλι χωρικού αυτή! Δ.Κ. Άφησε να τα φροντίσω εγώ αυτά Σάντσο κι ετοιμάσου! Πάμε! Το δισάκι σου στον ώμο... για το δρόμο...
|3
Σ.Π. Έτοιμο το ‘χω, Δον Κιχώτη! Θα σελώσω, όμως, και το γάιδαρό μου. Είμαι λιγουλάκι βαρύς και δεν είμαι μαθημένος να προχωρώ πολλή ώρα με τα πόδια. Δ.Κ. Το «βαρύς» να το δεχτώ μα το γάιδαρο ποτέ! Ο δικός μου ιπποκόμος δίχως ίππο; Τελοσπάντων! Πάρε το γάιδαρό σου για αρχή κι έπειτα, τον πάμε γι’ απόσυρση και παίρνουμε το άτι που μας αξίζει! Χωρίς να πουν ούτε ένα γεια, αφήνουν πίσω γυναίκα και παιδιά, αφήνουν το σπιτικό τους και τραβούν για κει που λέει το ριζικό τους! Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΑΝΕΜΟΜΥΛΩΝ Τα υποζύγιά τους με βήμα σταθερό σε κάμπο τους φέρνουν μακριά απ’ το χωριό. Δ.Κ. Κοίτα, φίλε Σάντσο Πάνσα! Τον ιππότη η τύχη του τον οδηγεί στην περιπέτεια. Ας ριχτούμε στη δουλειά! Η μοίρα έριξε εμπρός μας τριάντα φοβερούς, άγριους κι απειλητικούς γίγαντες, γένος ολόκληρο μοχθηρό, για να τους ξεκάνουμε εκτελώντας το ανώτατο ιπποτικό μας καθήκον, τον αφανισμό του κακού από προσώπου γης! Σ.Π. Αφεντικό, γίγαντες όταν λες, τι εννοείς; Δ.Κ. Εννοώ αυτά τα τέρατα που μας κοιτούν εχθρικά κι έτοιμα ν’ απλώσουν τις φτερούγες τους που φτάνουν ίσαμε τις δυο λεύγες! Σ.Π. Αφεντικό, τέρατα όταν λες, τι εννοείς; Δ.Κ. Εννοώ αυτά τα πλάσματα ανείπωτης ασχήμιας που θα νικήσουμε το δίχως άλλο και με τα λάφυρά τους θα πλουτίσουμε. Σ.Π. Αφεντικό, λάφυρα όταν λες, τι εννοείς;
|4
Δ.Κ. Φτωχέ μου, Σάντσο Πάνσα, ίσως έπρεπε να περάσεις πρώτα από ένα στάδιο εκπαίδευσης για να μπορέσεις ν’ ανταποκριθείς στα καθήκοντά σου. Δε φταις εσύ, φτωχέ μου, φταίω εγώ που στα δύσκολα σε πέταξα χωρίς να σ’ ετοιμάσω. Σ.Π. Αφεντικό, ίσως εγώ να έπρεπε βέβαια να περάσω από ένα στάδιο εκπαίδευσης πριν αναλάβω τα καθήκοντά μου αλλά νομίζω πως κι εσύ έπρεπε να περάσεις από έναν οφθαλμίατρο. Δ.Κ. Τι σε κάνει να το λες αυτό, καλέ μου Σάντσο Πάνσα; Σ.Π. Οι ανεμόμυλοι που βλέπω εμπρός μου. Δ.Κ. Έτσι καλούν τους γίγαντες οι ιπποκόμοι; Σ.Π. Έτσι τους καλεί ο κόσμος όλος! Τα χέρια τους που λες είναι οι φτερούγες που κάνουν να γυρίζει η μυλόπετρα. Δεν είναι μοχθηροί, αφεντικό, είναι καλοί, αλεύρι μας δίνουν και τρώμε ψωμί. Αφεντικό; Πού πας; Γιατί τον Ροσινάντε σπιρουνιάζεις; Δ.Κ. Μη φεύγετε αχρεία πλάσματα! Φοβηθήκατε έναν και μόνο ιππότη που καταπάνω σας ορμά; Άναντρα τέρατα, κακά! Τα χέρια σας όσο κι αν κουνάτε δεν κάνω πίσω. Όρμα Ροσινάντε! Σ.Π. Αχ, αφέντη... Δ.Κ. Ω, Δουλσινέα, για σένα θα νικήσω το κακό. Ω, ευγενική μου Δέσποινα, η αγνή σου αγάπη θα με προστατεύει. Όρμησε ο Ροσινάντε με τον αργό του καλπασμό, τρύπησε ο ιππότης το φτερό, φύσηξε ελαφρύ αεράκι, γύρισε με φόρα του μύλου το πανάκι, πήρε μαζί του το κοντάρι σέρνοντας πίσω άλογο και καβαλάρη! Βρόντος
|5
ακούστηκε βαρύς κι ο Δον Κιχώτης φαρδύς πλατύς βρίσκεται στο χώμα μα ανασαίνει ακόμα! Σ.Π. Αχ, αφέντη μου... ήταν μόνο ένας ανεμόμυλος... Δ.Κ. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι Σάντσο Πάνσο. Να έχεις μάτια και να μην μπορείς να δεις. Εγώ θα σε βοηθήσω ν’ αρχίσεις την αλήθεια να βλέπεις καθαρά. Σ.Π. Σήκω, αφεντικό, στηρίξου πάνω μου και κάτσε στ’ άλογό σου. Το κοντάρι σου έχει σπάσει. Πρέπει να βρούμε άλλο... Δ.Κ. Σαν τον Διέγο Πέρες ντε Βάργας, τον Ισπανό ιππότη, θα κόψω κι εγώ μια ολάκερη βελανιδιά κι όπλο μου θα το κάνω. Σ.Π. Μια ολάκερη βελανιδιά; Δύσκολο είναι αυτό, αφεντικό. Μ’ όλες αυτές τις περιπέτειες όμως, πείνασα λιγάκι. Τι λες, να φάμε κάτι; Δ.Κ. Φάε εσύ, φτωχέ μου, δεν έχω εγώ ανάγκη από τροφή. Σ.Π. Εσύ, αφέντη μου, γιατί στ’ άλογό σου κάθεσαι λοξά; Μήπως απ’ το χτύπημα πονάς; Δ.Κ. Ένας ιππότης δεν πονά ποτέ και δεν παραπονιέται. Σ.Π. Α, εγώ, αφεντικό, είμαι πολύ παραπονιάρης, με το παραμικρό γκρινιάζω, μήπως ο κανονισμός των ιπποτών λέει πως δεν πρέπει οι ιπποκόμοι να παραπονιούνται; Δ.Κ. Όχι, φτωχέ μου, τίποτα τέτοιο δεν είναι γραμμένο στον κανονισμό των ιπποτών. Εσύ μπορείς να παραπονιέσαι όσο θέλεις. Σ.Π. Νύχτωσε, αφέντη μου, νύσταξα λιγάκι. Δ.Κ. Πρέπει τότε να ξεκουραστείς Σάντσο Πάνσα. Ας καταλύσουμε εδώ.
|6
Σ.Π. Εσύ, Δον Κιχώτη, δε νυστάζεις; Δ.Κ. Ένας ιππότης τα βράδια δεν κοιμάται μόνο τη Δέσποινά των Στοχασμών του συλλογιέται. Αχ, Δουλσινέα μου... Σ.Π. ΑΧΡΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥ! ΜΜΜ... ΑΧΡΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥ! Δ.Κ. Δείτε! Ύπνο ελαφρύ σαν το πουλάκι κάνει ο συμπαθής μου ιπποκόμος. Η χρυσή αυγή χαράζει κι ο Σάντσο Πάνσα αναστενάζει, χαϊδεύει τη χοντρή κοιλιά του, σκέφτεται λίγο την κυρά του, σηκώνεται αργά, οκνά, χαζεύει γύρω τα βουνά... Κοιτάζει το χλωμό αφεντικό και πίνει μια γουλιά νερό. Σ.Π. Σαν το πουλάκι κοιμήθηκα εδώ στην εξοχή, αφέντη! Δ.Κ. Αυτό ήταν προφανές, καλέ μου ιπποκόμε. Σ.Π. Εσύ όμως μου φαίνεσαι λιγουλάκι κίτρινος, αφεντικό, τι σου συμβαίνει; Δ.Κ. Ιπποτικές έγνοιες κρύβονται πίσω απ’ τα ωχρά μου μάγουλα, Σάντσο. Σ.Π. Πρέπει να προσέχεις αφεντικό! Δεν τρως, δεν κοιμάσαι, με αόρατους εχθρούς παλεύεις... Δ.Κ. Και σε ποιο βιβλίο, φτωχέ μου Πάνσα, διάβασες πως κοιμάται ένας ιππότης, πως τρώει ή πως τον έσυραν στα δικαστήρια όσες ανθρωποκτονίες κι αν έχει κάνει; Σ.Π. Πουθενά, αφεντικό!
|7
Δ.Κ. Είδες λοιπόν, ταπεινέ μου Σάντσο, πως έτσι είναι το ορθό να ζει ένας πλανόδιος ιππότης; Είναι γραμμένο σ’ όλα του κόσμου τα βιβλία! Σ.Π. Μα εγώ αφεντικό... δεν ξέρω να διαβάζω! Ούτε και να γράφω ξέρω! Ούτε τι είναι οι ανθρωποφτονίες... Όσο για φαγητό, έχω ένα κρεμμύδι, λίγο τυρί, και κάμποσα ξεροκόμματα αν θέλει να χορτάσει η ευγένειά σου. Δεν είναι αυτά φαγιά για έναν τόσο γενναίο ιππότη φυσικά! Δ.Κ. Φτωχέ μου ιπποκόμε... Σ.Π. Φτωχός είμαι εγώ, όπως τα λες αφεντικό! Να, πριν λίγο ονειρευόμουν αυτό το νησάκι που μου υποσχέθηκες και πως την κυρά μου πήρα από τη φτώχεια και το χωριό κι εκεί την πήγα να κάνουμε ζωή χαρισάμενη... Δ.Κ. Η μέρα εκείνη δε θ΄ αργήσει... Σ.Π. Μέχρι να ‘ρθει, όμως αφέντη μου, δεν περιποιείσαι λίγο τα τραύματά σου που ακόμα έχουν αίμα; Να, πάρε, λίγο βάμμα και βαμβάκι... Δ.Κ. Δεν τα έχω ανάγκη αυτά, Σάντσο Πάνσα! Θα φτιάξω μια μποτίλια μπάλσαμο του Χεροδύναμου. Με μια σταλαγματιά απ’ αυτό, όταν θα βλέπεις το κορμί μου χτυπημένο ύστερα από τις συχνές μου μάχες, θα με γιατρεύεις ακόμα κι αν για πεθαμό πηγαίνω. Σ.Π. Μπάλσαμο του Χεροδύναμου; Δεν τα ξέρω εγώ αυτά αφεντικό... Βάλε τώρα λίγο βάμμα στην πληγή και βλέπουμε!
|8
ΙΠΠΟΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, ξύλο αρπάζουν, λίγο δίνουν! Περιπέτειες ανοίγουν, μαύρα χάλια καταλήγουν. Είναι αυτό η ιπποσύνη, χάθηκε η καλοσύνη; Φόβος τον ιπποκόμο ζώνει και η πείνα μεγαλώνει. «Πάμε πίσω!» όλο λέει, δάκρυα χύνει, μόνο κλαίει... Δ.Κ. Πόσο λίγο καταλαβαίνεις από ιπποσύνη, δύστυχε Σάντσο! Σ.Π. Δυστυχώς ο δύστυχος έχω πέσει σε μαύρη δυστυχία, αφεντικό! Και απελπισία... Δ.Κ. Διώξε τα σύννεφα του φόβου, Σάντσο Πάνσα κι ο ουρανός θα καθαρίσει. Εκεί θα δεις μαζί με τον ήλιο ν’ ανατέλλει κι η καλή μας τύχη και θα έρθει η ώρα να κάνω τα κατορθώματα με τα οποία θα γραφτούν τα πιο χοντρά βιβλία της ιπποσύνης. Σ.Π. Εγώ, αφεντικό, τον κοιτάζω τον ουρανό αλλά ούτε τύχη βλέπω ν’ ανατέλλει, ούτε κατορθώματα, ούτε καν τον ήλιο, μόνο ένα απέραντο πυκνό σύννεφο σκόνης που αν κάνει κι έρθει κατά ‘δω... Αυτό μας έλειπε! Να γεμίσουν τα ρουθούνια μας χώμα... Δ.Κ. Δεν είναι σκόνης σωματίδια αυτά, καλέ μου Σάντσο, είναι η τύχη μας που στον ουρανό είχε σκορπίσει μα τώρα κατά πάνω μας ορμά. Άνοιξε τα ρουθούνια σου να μπει η ευωδία της προοπτικής των νέων κατορθωμάτων στην ψυχή σου. Αυτό είναι που εσύ ονομάζεις σκόνη.
|9
Σ.Π. Εγώ, αφεντικό έχω μάθει τη σκόνη να τη λέω σκόνη και την πείνα, πείνα... Δ.Κ. Ο σοφός, φτωχέ μου, αναζητά τις αιτίες πίσω από τα φαινόμενα και δεν υποτάσσεται σ’ αυτά. Ολόκληρος στρατός βαδίζει προς τα ‘δω και τη σκόνη αυτή σηκώνει. Ετοίμασε τα όπλα μου! Κάθε μας κίνηση θα καταγραφεί στα μεγαλύτερα ιπποτικά μυθιστορήματα. Οι συγγραφείς πια δεν έχουν φαντασία, ετοιμάσου να τους χαρίσουμε το υλικό για να μας εξυμνήσουν. Σ.Π. Πω πω! Τρέμουν τα χέρια μου. Αν είναι ένας στρατός που σηκώνει αυτή τη σκόνη τότε μάλλον είναι άλλος ένας που σηκώνει την άλλη σκόνη, από τη δύση. Ω συμφορά μας! Είμαστε στη μέση. Δ.Κ. Στη μέση είναι η θέση του σωστού ιππότη, τη δικαιοσύνη ν’ αποδώσει, το άδικο να τιμωρήσει και τους αδύνατους να προστατεύσει. Τι αναπάντεχη ευτυχία! Σ.Π. Ευτυχία που έρχονται κατά πάνω μας δυο στρατοί; Δ.Κ. Με τέτοια ανδραγαθήματα και άλλα πιο μεγάλα κερδίζονται τα λάφυρα και τα νησιά, καλέ μου Σάντσο. Σ.Π. Αν είναι έτσι τότε θα κάνω υπομονή! Δ.Κ. Δυο στρατοί από αμέτρητα έθνη θα συγκρουστούν στον ανοιχτό κάμπο οδηγημένοι από μεγάλους ηγέτες, γενναίους στρατηλάτες, ξακουστούς βασιλιάδες... Σ.Π. Κι εμείς αφεντικό τι πρέπει να κάνουμε; Πού θα τον βάλουμε το γάιδαρό μου; Εμείς δεν ξέρουμε ούτε ποια έχθρα τους οδήγησε τον ένα ενάντια στον άλλο...
| 10
Δ.Κ. Μη λες δεν ξέρουμε, Σάντσο, να λες δεν ξέρεις! Έλα! Ανέβα στο ύψωμα αυτό να δεις το λυσσασμένο ειδωλολάτρη αρχηγό πώς συγκρούεται με το χριστιανό ηγέτη για την πεντάμορφη κόρη που αγαπά... Σ.Π. Αφεντικό, εγώ δε βλέπω μήτε ειδωλολάτρη μήτε χριστιανό... εγώ κέρατα βλέπω μόνο και κριάρια. Δ.Κ. Άνοιξε τα μάτια σου, καλέ μου Σάντσο, άνοιξε και τ’ αυτιά σου. Δεν ακούς τις σάλπιγγες που λαλούν, τα τύμπανα που βροντούν, τ’ άλογα που χλιμιντρούνε; Σ.Π. Εγώ ακούω βελάσματα μονάχα, αφεντικό! Δεν υπάρχουν στρατοί, αφέντη, ούτε ηγέτες, στρατηλάτες και ιππότες, μόνο δυο κοπάδια αρνιά και κάμποσα δυνατά κριάρια ανάμεσά τους. Όλα τ’ άλλα τα φαντάζεσαι, αφεντικό, δεν είναι αλήθεια! Δ.Κ. Φτωχέ μου Σάντσο, ο φόβος σου τρόμος γίνηκε και σε τυφλώνει! Εμπρός, τη λόγχη μπροστά κι ορμάμε! Ορμά απ’ τη μικρή πλαγιά με δύναμη και αφοβιά. Παλεύει αληθινά πρόβατα μόνο και αρνιά. Τρομάζουν τα κοπάδια... Τον βλέπουν τότε οι βοσκοί: «Ποιος είναι αυτός που απειλεί τα ωραία πρόβατά μας;» Δεν κάθονται να το σκεφτούν, αρπάζουν τις σφεντόνες, σηκώνουν, τις κοτρόνες και τον πετροβολούν. Πάνε τα δόντια τα γερά, πάνε και κάνα δυο πλευρά, λυγίζει ο ιππότης... Σ.Π. Τι κάνεις, άρχοντά μου; Παρά λίγο να σε σκοτώσουν! Δόντι δε σου ‘μεινε στο στόμα...
| 11
Δ.Κ. Αυτός ο μάγος μεταμόρφωσε τους εχθρούς μου σε πρόβατα... Με περιπαίζει... Σ.Π. Ποιος μάγος, άρχοντά μου; Ποιοι στρατοί; Ποιοι ιππότες; Ούτε μια μπουκιά φαΐ δε μας απέμεινε να φάμε... Κοίταξέ μας... Δ.Κ. Πάρε το γάιδαρό σου, Σάντσο Πάνσα κι ακολούθα με. Ο θεός θα μας φροντίσει, αυτός φροντίζει τα πάντα. Δε θα μας αφήσει εμάς, τους αφοσιωμένους υπηρέτες του. Αυτός δεν ξεχνάει ούτε του αέρα τα κουνούπια, ούτε τα ψάρια του νερού, ούτε της γης τα σκουληκάκια. Τον ήλιο χαρίζει στους καλούς αλλά και τους κακούς και με βροχή δροσίζει δίκαιους κι άδικους ανθρώπους. Σ.Π. Αφεντικό; Δ.Κ. Πες μου, αφοσιωμένε μου υπηρέτη... Σ.Π. Αν είχες γίνει ιεροκήρυκας, αντί πλανόδιος ιππότης, τώρα θα τρώγαμε καλά...
| 12
Ω ΔΟΥΛΣΙΝΕΑ ΤΟΥ ΤΟΒΟΣΟΥ! Σ’ άλλες περιπέτειες μπήκαν, τ’ αγαθά τους πάει, χαθήκαν! Πάει ο γάιδαρος του Σάντσο μα ο αφέντης ζει ρομάντσο! Πάει τ’ ωραίο του δισάκι που ‘χε μέσα το φαγάκι, άδειο είναι το στομάχι κι ούτε του γαϊδάρου η ράχη δεν υπάρχει. Τι άλλο τα ποδάρια ξεκουράζει και παρηγοριά μοιράζει; Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν στο βουνό ψηλά θα μείνουν; «Μα γιατί αφεντικό σκαρφαλώνεις στο βουνό;» Κάθε ιππότη βασανίζει έρωτας που ξεχωρίζει, δέσποινα που τον προδίδει και δεν του ανταποδίδει συναισθήματα υψηλά κι ωραία που έτσι γίνονται μοιραία. Ως αληθινός ιππότης υποφέρει ο Δον Κιχώτης. Σ.Π. Για ποια βάσανα του έρωτα μιλάς αφέντη; Γιατί ήρθαμε στο βουνό να ταλαιπωρηθείς; Εσένα ποια κυρά σε καταφρόνησε; Πώς σου ήρθε έτσι ξαφνικά πως πρέπει να τρελαθείς για να είσαι σωστός ιππότης; Στα βιβλία σου τα διάβασες κι αυτά; Δ.Κ. Στα κεφάλαια του έρωτα και της ιπποσύνης, φτωχέ μου Σάντσο... Εδώ στη Σιέρρα Μορένα την τρέλα μου θα εκφράσω που έριξε πάνω μου ο πόνος του ιπποτικού μου έρωτα. Μα, εσύ έλα κοντά μου να σου πω πώς τον Ιππότη της Ελεεινής Μορφής θα υπηρετήσεις τώρα που τον χτύπησε της αγάπης ο καημός. Σ.Π. Έτσι άξαφνα; Μα τι είναι κεραυνός; Δ.Κ. Κεραυνός εν αιθρία, μιας αγάπης τιμωρία... Σ.Π. Η Ελεεινή Μορφή ποιος είναι, εσύ ‘σαι αυτός αφεντικό; Δ.Κ. Εγώ ο δύστυχος φτωχός που τώρα τα ρούχα μου θα σκίσω και το κεφάλι μου στο βράχο θα χτυπήσω.
| 13
Σ.Π. Μην αρχίσεις την τρέλα από τώρα αφεντικό πριν μου πεις τι θέλεις εγώ να κάνω γιατί εδώ δεν κάθομαι να σε βλέπω να βαράς την κεφάλα σου στο βράχο. Όπου θέλεις στείλε με αλλά να ξέρεις πως θα πάω καβάλα στο Ροσινάντε, τα ποδάρια μου γρήγορα φουσκαλιάζουν και δεν αντέχουν να με κουβαλούν. Δ.Κ. Σου αξίζει το άτι μου, ιπποκόμε, γι’ αυτή την κρίσιμη αποστολή. Θα κρατήσεις στα χέρια σου του έρωτά μου την επιστολή και θα τη μεταφέρεις στη μοναδική μου αγαπημένη, στη λατρεμένη Δέσποινα. Σ.Π. Αφεντικό, μην ξεχάσεις, μπροστά γράψε τον έρωτά σου μα στην πίσω σελίδα να γράψεις την παραγγελιά για κείνα τα τρία γαϊδουράκια που μου ‘χεις υποσχεθεί! Δ.Κ. Τι ταπεινή που είναι η σκέψη σου, Σάντσο Πάνσα. Δε θ’αμελήσω, όχι, μη φοβάσαι! Μα τώρα άσε την καρδιά μου να οδηγήσει την πένα και στο χαρτί να γράψω όσα πρέπει στου Λορέντζου Κορτσουέλος την όμορφη θυγατέρα. Σ.Π. Τι; Η Αλδόνσα του Λορέντζου είναι η Δέσποινα των Στεναγμών μας αφεντικό; Αυτή η αντρογυναίκα με τη βροντερή φωνή που πιάνει την πέτρα και τη στύβει κι όλη μέρα πλάι στους άντρες δουλεύει στα χωράφια; Κι εγώ που φανταζόμουν καμιά χλωμή, θλιμμένη ανήλιαγη Δέσποινα με απαλά χεράκια! Κοίτα να δεις! Δ.Κ. Σώπασε, γράφω! Σ.Π. Διάβασέ μου τι γράφεις αφεντικό! Τα έργα σου δε μας πρόκοψαν αλλά τα λόγια σου είναι ωραία.
| 14
Δ.Κ. Ο λαβωμένος από τη λεπίδα του χωρισμού δούλος σου Δέσποινα, ο ματωμένος μέχρι τα τρίσβαθα της καρδιάς του σε παρακαλεί να ορίσεις την τύχη του και περιμένει τη δική σου απόφαση. Αν θες να με σώσεις θα σωθώ αλλιώς θε να πεθάνω. Τέλος θα βρει ο πόνος μου και η δική σου απονιά με το χαμό μου. Δικός σου ως το θάνατο! Ο ιππότης της Ελεεινής Μορφἠς. Σ.Π. Αχ αφεντικούλι... τα λες ωραία. Τα γαϊδουράκια μην ξεχάσουμε, όμως, επειδή μας πήραν τα ζουμιά γιατί πρέπει να ζήσουμε κι εμείς. Σημείωσέ τα κι αυτά από πίσω να πάω το χαρτί στην ανιψιά σου και βάλε τζίφρα καθαρή μη με στείλει από ‘δω που ‘ρθα! Δ.Κ. Φύγε τώρα, φτωχέ μου ιπποκόμε! Έχω να σκεφτώ πολύ σοβαρά αυτό, πώς πρέπει στον πόνο να φανώ, μελαγχολικός όπως ο Αμάδης ή τρελός μανιακός όπως ο Ρολάνδος. Τι απόφαση κι αυτή! Φεύγει ο Σάντσο με χαρά, πίσω αφήνει τα βουνά. Στον Ροσινάντε πάει καβάλα, νερό πίνει στάλα στάλα, φεύγει η πείνα λένε έτσι... αχ, να ‘ταν το νερό γιουβέτσι! Γλυκά του έρωτα τα λόγια, γίνονται όμως μοιρολόγια και πετούν και φεύγουν όλα σαν είν’ άδεια η κατσαρόλα... Λόγια; Όμορφα ο αφέντης γράφει μα ίσως όλα πάνε στράφι, ξέρει τάχα η ωραία να διαβάζει, που για ‘κεινη όλο στενάζει ο γενναίος μας ιππότης; Η ανιψιά σίγουρα ξέρει κι είναι αυτό που ενδιαφέρει το φτωχό μας Σάντσο Πάνσα. Πουλάρια να ‘βρει αυτός ελπίζει, το χαρτί αναζητά, κάθε τσέπη του κοιτά, δεν το βρίσκει πουθενά κι ο θυμός του αναβλύζει. Μα πού είναι το χαρτί που ‘χει πάνω υπογραφή κι είναι εκεί γραμμένα γαϊδουράκια αγαπημένα; Δεν το πήρε ο δυστυχής ή να έπεσε ευθύς απ’την τσέπη, απ’την τρύπα τη μεγάλη κι από ‘δώ πάνε κι οι άλλοι; Κοίτα,
| 15
σ’ ένα χάνι τώρα φτάνει, εκεί, κάποιος ίσως ξέρει σε χαρτί να ξαναφέρει του αφεντικού τα λόγια που ‘χει ο δόλιος κρατημένα μες τη μνήμη του θαμμένα. Μα δεν είναι αυτός ο κουρέας ο σοφός, ο παλιός συγχωριανός; ΚΟΥΡ. Καλώς το Σάντσο Πάνσα! Χάθηκες από το χωριό! Ψυχή δε σ’ έχει δει τον τελευταίο καιρό! Σ.Π. Στον ουρανό σε γύρευα στη γη σε βρήκα, καλέ μου κουρέα. Θέλω να με βοηθήσεις εσύ που τα γράμματα γνωρίζεις και στο χαρτί τα βάζεις ωραία και τακτοποιημένα σαν τις τρίχες στων αντρών τα κεφάλια. ΚΟΥΡ. Τι έπαθες Σάντσο; Τι γράμμα θέλεις να στείλεις; Τι το τόσο σοβαρό συμβαίνει; Πού χάθηκες; Με τι καταπιάνεσαι ετούτο τον καιρό; Σ.Π. Τις μέρες αυτές βρίσκομαι σε μυστική αποστολή. ΚΟΥΡ. Αλήθεια; Και ποια είναι αυτή η αποστολή; Τι πρέπει να κάνεις; Σ.Π. Είναι μυστική αποστολή μα θα στη φανερώσω: μεταφορά επιστολής. ΚΟΥΡ. Ενδιαφέρον! Σ.Π. Την έχω όμως χάσει. ΚΟΥΡ. Την αποστολή; Σ.Π. Την επιστολή κι αν δε μου βάλεις σε χαρτί όσα κρατάω απ’ αυτήν στο φτωχό μου το κεφάλι... πάει κι η αποστολή! Τι θα πει το αφεντικό; Θα με διώξει! Πάνε τα πουλαράκια, πάνε και τα νησάκια... ΚΟΥΡ. Τι πουλάρια και νησιά μας τσαμπουνάς, Σάντσο και για ποιο αφεντικό μιλάς;
| 16
Σ.Π. Δεν τα μάθατε στο χωριό; Είμαι ο εκλεκτός ιπποκόμος του ιππότη της Ελεεινής Μορφής, του γενναίου Δον Κιχώτη! ΚΟΥΡ. Α, κατάλαβα! Πλούτη θα κερδίσεις αμύθητα και δόξα παντοτινή κοντά σε τέτοια Ελεεινή Μορφή. Ευτυχώς, δύστυχε, που οι γνώσεις σου στις λέξεις είναι τόσο φτωχές όσο κι εσύ ο ίδιος! Λέγε μου τώρα, τι θέλεις να γράψω. Σ.Π. Γράμμα διπλής όψεως. ΚΟΥΡ. Μπα, βλέπω η αφεντιά σου το θέλει και περιποιημένο. Σ.Π. Ασφαλώς! Μπροστά θα είναι γραμμένη η αγάπη του ιππότη και πίσω τα φτωχά μου πουλαράκια. ΚΟΥΡ. Ενδιαφέρων συνδυασμός θεμάτων. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Σ.Π. Να, έτσι θέλω να τα γράψεις όπως τα λες, όπως τα λέει και το αφεντικό, δύσκολα και μορφωμένα! Εγώ θα σου πω το ζουμί κι εσύ θα τ’ ομορφύνεις! ΚΟΥΡ. Λέγε! Σ.Π. Πρέπει να γράψεις: Με χτύπησες με μια χαντζάρα και μ’ άφησες στον τόπο, γυναίκα. ΚΟΥΡ. Μεταφορικά το εννοεί ο ιππότης σου! Σ.Π. Τι μεταφορικά; Τίποτα δεν μπορεί να μεταφέρει τώρα τ’ αφεντικό, ούτε τον εαυτό του, χάσαμε το γάιδαρο και του ‘χω πάρει εγώ τ’ άλογο. Στη Σιέρρα Μορένα είναι επί τόπου και λιώνει από αγάπη. Συνέχισε εσύ: Τώρα τρέχει το αίμα ποτάμι κι εγώ περιμένω να εξορίσεις τη μοίρα μου...
| 17
ΚΟΥΡ. Εξορίσεις; Μήπως εννοείς να ορίσεις; Σ.Π. Ε, το ίδιο είναι, έβαλα κάτι παραπάνω ν’ ακούγεται μορφωμένο. Γράψ’ το όπως το λες εσύ. Συνεχίζω: και να επιτάξεις τι θα κάνω ο δύστυχος. ΚΟΥΡ. Επιτάξεις; Μήπως εννοείς να προστάξεις ή ίσως να διατάξεις; Σ.Π. Ποια η διαφορά; Γράφε εσύ όπως τα ξέρεις. Έπειτα γράψε: Άμα θέλεις να ζήσω καλά θα ΄ναι, αλλιώς θα τα κακαρώσω και θα τρέχουμε αλλά τουλάχιστον τότε τέρμα τα βάσανα. Δικός σου ως το θάνατο! Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά. Ο ιππότης της Ελεεινής Μορφής. ΚΟΥΡ. Δύστυχε άνθρωπε, τόσο δυνατή είναι η τρέλα του αφεντικού σου που τράβηξε μαζί της το φτωχό σου λογικό; Άκου τη συμβουλή μου: αν θες κάτι να κερδίσεις, τράβα πάλι στο βουνό και πείσε το αφεντικό σου να έρθει πίσω στο χωριό. Θα βοηθήσουμε όλοι κι ίσως κάτι κάνουμε για να τον συνεφέρουμε. Πες του, για να τον πείσεις, πως η ωραία αγαπημένη του γράμματα δε γνωρίζει, το οποίο είναι μάλλον αλήθεια κι είναι καλύτερα να έρθει ο ίδιος να της πει όσα θέλει αυτοπροσώπως, δηλαδή από κοντά. Σ.Π. Μάλλον έχεις δίκιο! Άλλωστε χωρίς υπογραφή ούτε πουλαράκια θα πάρω ούτε καν ένα πιάτο φαΐ. Τζάμπα έκανα τόσο δρόμο. Να’ τος πάλι καβάλα στ’ άλογο να θρηνεί το κακό και το παράλογο που τον βρήκε. Σκέφτεται όμως καθαρά, τα ζυγιάζει μια χαρά και θάρρος παίρνει. Για να φέρει τον ιππότη στο χωριό, θέλει τέχνασμα σωστό μα σαν το πετύχει θα ‘χει πια το γαϊδουράκι μες το τρύπιο του τσεπάκι.
| 18
Αχ, καημένο αφεντικό, συνεχίζει η ιστορία αλλά εσύ, έχεις μείνει πια μισό από την ταλαιπωρία. Ξέρεις, δε χόρτασε ποτέ κανείς κι ας είναι δυστυχής με ρίζες και χορτάρια δίχως κρέας, δίχως ψάρια. Αχ, μου μύρισαν κοψίδια ή να καίγονται απ’ τον ήλιο του αφέντη τα παΐδια; Σ.Π. Γύρισα, αφεντικό! Κατέβα από το βράχο. Φτάνει τώρα, εντάξει, μου φαίνεσαι αρκετά βασανισμένος. Δ.Κ. Δε θα τελειώσουν τα βάσανά μου, φτωχέ μου Σάντσο, αν δε μου πεις τι προστάζει η Δέσποινά μου, η βασίλισσα της ομορφιάς! Σ.Π. Η ποια; Δ.Κ. Η κόρη η πεντάμορφη η μοσχαναθρεμμένη. Σ.Π. Αυτό με το μοσχάρι το πέτυχες αφεντικό. Λοιπόν, άκου, πήγα στο χωριό… Δ.Κ. Από τα χείλια σου κρέμομαι, καλέ μου ιπποκόμε κι η ζωή μου από τα δικά της λόγια. Σ.Π. Μμμ… Μάλιστα! Άκου λοιπόν, βρίσκω τη μοσχαροθρεμμένη που κοσκίνιζε με τις χερούκλες της σιτάρι… Δ.Κ. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή ακόμα και με την προσμονή των λόγων εκείνης. Σ.Π. Λοιπόν αφεντικό, αφήνει κάτω το κόσκινο αυτή, αρπάζει από τα χέρια μου το γράμμα και… ε… Δ.Κ. Και, ε; Σ.Π. Και, ε, μου λέει δεν ξέρω ούτε το πρώτο γράμμα της αλφαβήτας!
| 19
Δ.Κ. Μα πώς γίνεται αυτό; Μια Δουλσινέα ντε Τοβόσο; Μάλλον θα έσβησαν όλα από το νου της απ’ τη μεγάλη της ταραχή σαν άγγιξε το γράμμα. Σ.Π. Μάλλον, αφεντικό… Δ.Κ. Της έδωσες το γράμμα μου που σου είχα δώσει; Σ.Π. Ναι, αφεντικό! Δ.Κ. Περίεργο αυτό… Σ.Π. Γιατί το λες αυτό, γενναίε Δον Κιχώτη; Δ.Κ. Γιατί το γράμμα αυτό είναι εδώ. Μαζί μου ήταν όσο έλειπες, ξέχασα να σου το δώσω. Το μυαλό μου ο έρωτας μου το ‘χει πάρει. Σ.Π. Ωχ! Δ.Κ. Γιατί μου είπες ψέματα λοιπόν, ιπποκόμε; Γιατί τη Δέσποινά μου ζωγραφίζεις με μελανά χρώματα και την κάνεις να μοιάζει άξεστη χωριάτισσα; Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα αυτό; Σ.Π. Αφεντικούλι, άκου, εγώ να ζωγραφίζω δεν ξέρω καθόλου κι ίσως να είπα ένα τόσο δα ψεματάκι γιατί νόμιζα πως έχασα το γράμμα. Θυμόμουν όμως τα λόγια σου, όλα, για τις χατζάρες και τα αίματα και πως αν τα κακαρώσεις αυτή θα φταίει, τα ‘πα στον κουρέα του χωριού που συνάντησα στο χάνι, τα ‘βαλε αυτός σε χαρτί, τα πήγα στη Δέσποινα κι έπειτα αυτή μου είπε πως τα γράμματα δεν τα γνωρίζει. Δ.Κ. Χατζάρα έκανες άθλιε το κομψό μου λεπίδι; Γρήγορα, βιάσου! Πάμε να προλάβουμε πριν της περάσει η ζάλη, διαβάσει τις ανοησίες σου και με κακοχαρακτηρίσει. Ετοίμασέ το άλογό μου!
| 20
ΣΤΟ ΤΟΒΟΣΟ Εύκολη αποστολή αποδείχθηκε αυτή! Δε χρειάστηκε διόλου το μυαλό του ο ιπποκόμος να ζαλίσει. Μόνος του ο Δον Κιχώτης ξεσηκώθηκε μεμιάς στο Τοβόσο να γυρίσει. Δρόμο παίρνουν πίσω πάνε και μεσάνυχτα και κάτι στο Τοβόσο τριγυρνάνε. Ευτυχώς αυτή την ώρα όλοι γύρω ροχαλίζουν, νυχτερίδες σκοτεινές γύρω πετάνε, τα σκυλιά γαβγίζουν και οι γάτες ξαγρυπνάνε. Η τρανή ψυχή του ιππότη μες το τρέμουλο χωμένη, οιωνούς κακούς φοβάται, το χειρότερο προσμένει. Πού ΄ναι τάχα το παλάτι της ωραίας Δουλσινέας; Πριν του βγάλουν κάνα μάτι τ’ αγκαθάκια της αλέας. Δ.Κ. Κοίτα Σάντσο, αυτός ο ίσκιος ο ψηλός και μέγας που στο χωριό δεσπόζει το παλάτι θα ‘ναι της καλής μου Δουλσινέας. Σ.Π. Χλωμό όσο το αποψινό φεγγάρι το βλέπω αυτό, αφεντικό, άκου με που σου λέω και μην ελπίζεις. Δ.Κ. Γοργό το βήμα σου ας ακολουθήσει τα ιπποτικά δικά μου γιατί δεν αντέχω άλλο της νύχτας τους πνιχτούς θορύβους. Σύγκορμος τρέμω. Το βήμα μου ως το καστέλι της καλής μου θα το σύρω κι ύστερα στην αγκάλη της θα γείρω ν’ αποκοιμηθώ από τις κακουχίες του έρωτά μου. Θα πέσω αποκαμωμένος. Σ.Π. Αφεντικό, μην ετοιμάζεσαι για ξεκούραση και μην τρέχεις και κουραζόμαστε διπλά γιατί, άκουσε κι εμένα το δύστυχο, έχουμε δρόμο ακόμη μπροστά μας.
| 21
Δ.Κ. Φτωχέ μου ιπποκόμε, εσύ, στον ίσκιο αυτό δεν αναγνωρίζεις το παλάτι που σε δέχτηκε η ευγενική μου Δουλσινέα; Σ.Π. Δεν ήταν παλάτι, αφέντη, ένα σπιτάκι ταπεινό ήταν που μέσα ο πατέρας της ροχάλιζε κι η μάνα της μαγείρευε και καθάριζε κρεμμύδια. Δ.Κ. Αχ, η όμορφη και ταπεινή κυρά μου! Η ρομαντική της ψυχή σίγουρα τη μέρα εκείνη την οδήγησε παρέα με τη μαγείρισσα και τον κηπουρό του τρανού της κάστρου. Βιάσου, όμως, φτάνουμε σχεδόν στ’ όμορφο παλάτι. Σ.Π. Αφεντικό, εγώ στο φως του φεγγαριού σαν να ξεχωρίζω δυο καμπάνες. Δ.Κ. Δεν ξέρεις τίποτα εσύ από παλάτια, Σάντσο Πάνσα. Σ.Π. Ξέρω όμως από εκκλησιές, είναι θρήσκα η κυρά μου, άρχοντά μου. Τούτο ‘δώ όπου βιαστικά με οδηγείς δεν είναι παρά η εκκλησία του χωριού. Δ.Κ. Οϊμέ ο δύστυχος εγώ! Δίκιο έχεις ιπποκόμε! Πώς με γέλασαν τα μάτια μου; Σ.Π. Φταίει το σκοτάδι, άρχοντά μου, να, γι’ αυτό κι εγώ δεν μπορώ να σ’ οδηγήσω με σιγουριά κοντά στην αγαπημένη σου. Άκουσε, όμως, τι έχω να σου προτείνω. Πάμε εδώ πιο έξω από το χωριό, στο δασάκι, να ξεκουράσεις εσύ το κουρασμένο από τα βάσανα της αγάπης κορμί σου κι εγώ, ιπποκόμος πιστός κι ακούραστος, εδώ θα γυρίσω και πάλι για να ψάξω να βρω την όμορφη κόρη.
| 22
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΣΕ ΒΡΙΣΚΩ; Το χωριό αφήνουν πίσω με το βήμα τους βαρύ. Ακουμπά ο Δον Κιχώτης απαλά σ’ένα κλαρί ξεκουράζεται κι αφήνει ένα μέγα βογγητό μα ο δύστυχος ο Σάντσο φεύγει με τρεχαλητό. Πού να τρέχει τώρα πίσω πάλι στο χωριό; Δε γνωρίζει ούτε ξέρει πού να βρει το σπιτικό. Στην ακρούλα εδώ του δάσους ας καθίσει, τα ποδαράκια να τεντώσει, το χρόνο του να ροκανίσει κι όταν πια θα ξημερώσει στον αφέντη θα γυρίσει, είδηση για να του δώσει. Είδηση; Τι θα του πει; Κάποια σκέψη θα γεννήσει σαν το φως του ήλιου δει. Όμορφα που ξημερώνει, το φως του ήλιου όλα τ’ αγγίζει και τ’ ανανεώνει. Μα τι βλέπει ο ευτυχής; Τρεις γυναίκες με γαϊδούρια απ’ το χωριό έρχονται ευθύς. Δ.Κ. Αχ, καλέ μου Σάντσο Πάνσα, ευτυχώς κοιμήθηκα. Εσύ ο δύστυχος, όμως, όλο το βράδυ πρέπει να ‘ψαχνες την αγαπημένη μου να βρεις. Σ.Π. Την κούραση δε σκέφτονται οι άριστοι ιπποκόμοι, αφεντικό. Πόσο μάλλον όταν έχουν εξετελέσθη την αποστολή τους σωστά. Δ.Κ. Εκτελέσει θέλεις να πεις, καημένε μου Σάντσο. Η αποστολή εξετελέσθη, εσύ την εκτέλεσες. Σ.Π. Κάθε φορά που λέω κάτι πιο μορφωμένο όλοι με διορθώνουν... Δεν με καταλαβαίνουν. Βιάσου, όμως, αφέντη κι ακολούθησέ με! Η Δουλσινέα σου έρχεται πάνω στο γοργό της άτι κατά ‘δώ. Δ.Κ. Και δεν το λες τόση ώρα, ιπποκόμε και μ’αφήνεις ν’ ασχολούμαι με ζητήματα γραμματικής ενώ η αγαπημένη μου φτάνει καλπάζοντας; Πες
| 23
μου, πώς είναι τα μαλλιά μου; Μήπως τα μάτια μου έχουν πάνω τους σημάδια από τις δυσκολίες της αγάπης; Σ.Π. Κοίτα, αφεντικό, τα μαλλιά σου λίγα είναι, δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς γι’ αυτά, όσο για τα μάτια σου... Σου είπα να τρως καλύτερα αλλά εσύ μου το παίζεις ιππότης. Έχεις τώρα ολόμαυρα στεφάνια γύρω τους, είναι και η ηλικία... Δ.Κ. Βιάσου, ιπποκόμε... Πάμε! Μα... τι ‘ναι αυτό που βλέπω εμπρός μου; Ποιος μάγος άλλαξε την όραση μου κι αντί για την αιθέρια Δουλσινέα μου πάνω στο άσπρο άτι της βλέπω τρεις χοντροκομμένες χωριάτισσες πάνω σε γαϊδούρια; Σ.Π. Μα τι λες, αφεντικό; Μάλλον είσαι από τον ύπνο ακόμα. Δε βλέπεις πώς κυματίζουν τα ξανθά μαλλιά της αγαπημένης σου στο πρωινό αεράκι; Σου είπα πως θα σου τη βρω και σου τη βρήκα! Να τη! Δ.Κ. Δύστυχε, έρωτά μου, τώρα που εσύ ήρθες σε μένα, εγώ έχω τυφλωθεί από μάγο μοχθηρό. Σ.Π. Ω, Δουλσινέα, γονατίζω εμπρός σου για χάρη του αφέντη μου που από τον έρωτά του για σένα υποφέρει. ΧΩΡ. Τι κάνει αυτός ο παλαβός, ασχημομούρης κοιλαράς κορίτσια; Τι λέει, ποιο αφεντικό, ποιος έρωτας; Θα με ρίξεις από το γάιδαρο, ανθρωπέ μου, το ζώο έχει τρομάξει. Δ.Κ. Γονατίζω κι εγώ εμπρός σου, ο μεγάλος ιππότης, ο γενναίος Δον Κιχώτης! ΓΑΪΔ. Μπρρρρρ....
| 24
ΧΩΡ. Αχ, γκρεμοτσακίστηκα η δύστυχη μ’ αυτούς τους τρελούς που έχω μπλέξει πρωί πρωί. Τρελάθηκε το γαϊδούρι μου, τι να κάνει κι αυτό το δύστυχο; Δ.Κ. Θα σε πάρω εγώ στην αγκαλιά μου, ω πολυαγαπημένη Δουλσινέα... ΧΩΡ. Τι λες βρε παλιόγερε; Εσύ δεν μπορείς ούτε την τσίχλα μου να σηκώσεις από κάτω! Βρε, με τι τρελούς μπλέξαμε... Πάμε γρήγορα να φύγουμε από ‘δώ κορίτσια. Να γλιτώσουμε! Δ.Κ. Έφυγε η πολυαγαπημένη μου, Σάντσο, την τρόμαξες τη δύστυχη εσύ κι εγώ που είμαι μαγεμένος και καταδικασμένος να βλέπω την εικόνα της παραμορφωμένη. Σ.Π. Είδες τι πάθαμε, αφέντη μου; Δ.Κ. Αυτός ο μάγος ο κακός δεν μου πήρε μόνο την όρασή μου μα και την όσφρησή μου. Άνθη πορτοκαλιάς θα έπρεπε να μύριζε η ωραία μου αγαπημένη μα εγώ μύρισα φακές και σκόρδο σαν έκανα να τη σηκώσω από κάτω. Σ.Π. Ίσως να τρόμαξε πολύ αφεντικό και να της ξέφυγε τίποτα... Δ.Κ. Στις ωραίες πριγκίπισσες δεν ξεφεύγει ποτέ τίποτα, άξεστε ιπποκόμε. Όλα είναι έργο του αδίσταχτου μάγου.
| 25
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ Όμορφο όνειρο έφτιαξες, φτωχέ μου ιππότη, στη θαλπωρή του ζεις και τ’ άσχημα της ζωής, τα πέταξες στην άκρη. Τρύπωσε η ασχήμια ζοφερά στη ζεστασιά του οράματός σου και η αλήθεια σταθερά κινείται προς τα εμπρός σου γιατί η αλήθεια λυγά μα δεν τσακίζεται μέσα απ’ το ψέμα ξεπηδά κι εκείνο εξατμίζεται. Του μυαλού σου τα μονοπάτια που στο ψέμα σ’ οδηγούνε σύντομα θα σε προδώσουν, την αλήθεια θα σου πούνε. Θα μπορέσεις τάχα ν’ αντέξεις της αλήθειας τ’ άθλια αρώματα και της δύσκολης ζωής μας τ’ άτιμα καμώματα; Δύστυχε... Δ.Κ. Εδώ δίπλα στο νεράκι ας ξαποστάσουμε, πιστέ μου Σάντσο. Μολονότι δυο βήματα μονάχα κάναμε νιώθω ένα βάρος τρομερό στους ώμους μου. Σ.Π. Ίσως το βάρος να είναι από την πανοπλία, αφεντικό. Σου το έχω πει εκατό φορές πως πρέπει να βγάζεις λιγάκι από πάνω σου αυτή την παλιατζούρα! Δ.Κ. Ένας ιππότης δεν αποχωρίζεται ποτέ τ’ άρματά του, Σάντσο. Χωρίς αυτά είναι γυμνός. Μα τι είναι αυτός ο θόρυβος που ακούγεται όλο και πιο δυνατά; Σαν να χτυπούν στην εκκλησιά τα καντηλέρια καθώς τη γη σείει κάποιος απρόσμενος σεισμός. Σ.Π. Ποιητικά που τα λες, αφεντικό... Αυτά, όμως, τα τσουμπλέκια που ακούγονται μεταξύ τους να βαρούν δεν είναι παρά η αρματωσιά ενός άλλου ιππότη που βλέπω να πλησιάζει. Ίδια παλιατζούρα φοράει κι αυτός και κοκορεύεται και στην ασπίδα του πάνω βλέπω αστραφτερό φεγγάρι ζωγραφισμένο πάνω στη σκουριά.
| 26
Δ.Κ. Η κρίση έχει χτυπήσει αλύπητα τον κλάδο μας, καλέ μου ιπποκόμε. Δύσκολοι οι καιροί για ιππότες. ΙΠΠ. Δον Κιχώτη, στα πέρατα του κόσμου ξακουστέ, χαίρομαι που επιτέλους η τύχη μ’ οδήγησε σ’ εσένα. Έχεις την τιμή να βλέπεις εμπρός σου με σάρκα και οστά το γενναίο ιππότη της Λευκής Σελήνης – εγώ είμαι αυτός – που τα κατορθώματά μου σίγουρα έχεις ακούσει να υμνούν χιλιάδες στόματα! Δ.Κ. Σάντσο, ποιος είναι αυτός; Δεν τον έχω ακουστά κι ο ίδιος νομίζει πως είναι αν όχι ο Οδυσσέας τότε τουλάχιστον ο Μέγας Αλέξανδρος. Τι άνθρωποι κυκλοφορούν! Σ.Π. Αυτό αφεντικό το έχω πει εγώ χίλιες φορές από τότε που στην υπηρεσία σου μπήκα αλλά μην τα σκαλίζεις τώρα αυτά... Δ.Κ. Δε σε ξέρω, δύστυχε, ποιος είσαι και τι θέλεις; ΙΠΠ. Είναι λογικό, όνομα που τρόμο προκαλεί να το ξεχνάς, Δον Κιχώτη. Δε θα το πω πολλές φορές ακόμα. Είμαι ο ιππότης της Λευκής Σελήνης. Είμαι εδώ για ν’ αναμετρηθώ μαζί σου, να σε νικήσω και να σε κάνω να παραδεχτείς πως η ομορφιά της δέσποινάς μου ξεπερνά κατά πολύ εκείνη της δικής σου, της Δουλσινέας του Τοβόσου. Δ.Κ. Αυτό -αν δεν ήμουν σίγουρος πως κάποιος μάγος μ’ έχει τυφλώσειαυτή τη στιγμή που με πέτυχες, δε θα μου ήταν και πολύ δύσκολο να το παραδεχτώ. Όμως, ένας ιππότης μπορεί να σταθεί πάνω από μάγια και δολοπλοκίες και να υπερασπιστεί με πάθος την καλλονή της δέσποινάς του. Ποτέ δε θα καταφέρεις να με κάνεις να παραδεχτώ κάτι τέτοιο.
| 27
ΙΠΠ. Τότε, λοιπόν, ας κάνουμε μια άλλη συμφωνία. Τώρα που θα σε νικήσω, θέλω να με γλιτώσεις από τον κόπο και τη θλίψη να σε θανατώσω. Υποσχέσου μου πως στη Μάντσα θ’ αποσυρθείς, θα κάνεις έργα ειρηνικά, το σπιτικό σου θα φροντίζεις και την ωραία σου ανιψιά και πως για ένα χρόνο τον κόσμο θα πάψεις να γυρίζεις και την περιπέτεια ν’ αναζητάς. Σ.Π. Αυτός είναι χειρότερος κι από σένα, αφεντικό στην τρέλα. Τώρα που είδα τα χειρότερα λέω πάλι καλά είμαστε! Δ.Κ. Πάψε, Σάντσο! Κάνε στην άκρη κι άσε τους ιππότες να μιλήσουν, ανάμεσά μας, δεν έχεις θέση εσύ! Σ.Π. Ευτυχώς να λες! Είμαι ακόμα στον κόσμο των λογικών φαίνεται ή ίσως... μεταξύ λογικών και... Δ.Κ. Δέχομαι! Το ίδιο, όμως, θα ζητήσω κι εγώ, ο Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα από εσένα, τον ιππότη της Λευκής Σελήνης. Ορκίσου πως τα ίδια θα κάνεις μόλις σε νικήσω. ΙΠΠ. Χα χα! Δυνατά γελώ! Τ’ ορκίζομαι αν το θες αν και ο όρκος άδικα θα πάει καθώς σε λίγο, κάτω από το κοντάρι μου θα βρίσκεσαι ηττημένος. Δε βρέθηκε ακόμα ο άνθρωπος που θα νικήσει τον ιππότη της Λευκής Σελήνης! Σ.Π. Πάνω του αφεντικό, ετούτος εδώ ο αφλαζών έχει εκνευρίσει κι εμένα ακόμα. Δ.Κ. Ο αλαζών, Σάντσο, ο αλαζών. Σέλωσε τώρα το άλογό μου! Σ.Π. Έτοιμος ο ατρόμητος Ροσινάντε, αφεντικό!
| 28
Δ.Κ. Δώσε το σήμα ιπποκόμε. Ω Δουλσινέα του Τοβόσου, συντρόφευσέ με και σε τούτη εδώ τη μάχη και το κοντάρι μου οδήγησε μ’ επιτυχία ενάντια στον άθλιο αλαζόνα που την ομορφιά σου... Σ.Π. Πάμε! Δ.Κ. τόλμησε ν’ αμφισβητήηηηηησει... Σ.Π. Αχ, αφεντικούλι, σου είχα πει... πολύ μιλάς, τα λες ωραία μα σε καλό δε σου βγαίνει. ΙΠΠ. Έχεις τίποτα άλλο να πεις Δον Κιχώτη ντε λα Μάντσα τώρα που βρίσκεσαι με το κοντάρι μου κοντά στο δυστυχή λαιμό σου εκτός από το ότι θα κάνεις όσα ορκίστηκες και τις περιπέτειες θ’ αφήσεις; Δε μου αρέσουν τα αίματα οπότε πρόσεξε τι θ’ απαντήσεις. Δ.Κ. Η Δουλσινέα του Τοβόσου είναι η πιο όμορφη δέσποινα στο πρόσωπο της γης κι εγώ ο ιππότης ο πιο δυστυχής. Θ’ αποσυρθώ λοιπόν στην ξακουστή Μάντσα για ένα χρόνο αφού στο δρόμο αυτό μ’ έριξε η τύχη. Σ.Π. Αχ, μπράβο αφεντικό! Νόμιζα πως σε χάνω... άλλωστε είναι μια ευκαιρία να γυρίσουμε επιτέλους στο σπιτάκι μας, αφού νησιά και λάφυρα δεν είδαμε και δε θα βλέπαμε όπως φάνηκε τελικά, αλλά και μονάχο δεν μπορούσα να σ’ αφήσω, να μια καλή ευκαιρία να πάρει τέλος αυτή η περιπέτειά μας! Αυτός ο ιππότης μοιάζει απ’ το θεό να ‘ναι σταλμένος.
| 29
ΑΛΟΝΣΟΣ ΚΙΧΑΝΟΣ Δεν ήταν του ιππότη της Λευκής Σελήνης το κοντάρι που σε χτύπησε μα της πραγματικότητας η σκληράδα και σε λύγισε. Το πρόσωπο σου καθαρά είδες πάνω στην ασπίδα που σε νίκησε. Γέρος είσαι πια, αδύναμος και μόνος, στα κόκαλά σου τρύπωσε ο πόνος μιας ζωής που δεν ήταν για σένα. Γυρίζεις στο χωριό σαν ποτέ να μην έφυγες, η θέση σου ήταν πάντα εδώ, απ’ τη μοίρα δεν ξέφυγες. Δεν υπάρχουν ιππότες, ευγενικέ Δον Κιχώτη, μόνο άνθρωποι απλοί που παλεύουν για λίγο ψωμί, ιππότες με τον τρόπο τους κι αυτοί μα ταπεινοί. Κατορθώματα σπουδαία κι ονόματα ωραία είναι μόνο στα βιβλία γραμμένα και στις λέξεις ξεχασμένα. Στη ζωή η δόξα είναι για λίγους... Έπρεπε στην απλή σου ζωή ν’ αρκεστείς και στους λίγους που στο σπίτι σου μπροστά στέκουν τώρα με χαρά να βασιστείς. Πόσο σ’ αγαπούσαν δεν είδες, φόρεσες πανοπλία κι έψαξες πλούτη και μεγαλεία. Δ.Κ. Η χαρά μου που σας βλέπω δε χωρά σε λόγια. Ίσως από την πολλή χαρά να νιώθω τόσο εξαντλημένος. Αφήστε με στο κρεβάτι να πέσω, αγαπημένοι μου. ΑΝΙΨ. Θείε μου, έχεις πυρετό! Έλα να σε βοηθήσω να ξαπλώσεις. Γιατί τον εαυτό σου ταλαιπώρησες τόσο; Είσαι χλωμός σαν το κερί, υποφέρεις! Σ.Π. Έπρεπε να κάνουμε κάποιες γενναίες πράξεις πρώτα, έτσι δεν είναι αφεντικό, καλέ μου Δον Κιχώτη; Δ.Κ. Δεν είμαι ο Δον Κιχώτης, Σάντσο. Είμαι ο Αλόνσος Κιχάνος που κέρδισα με τον τρόπο που ζούσα το παρανόμι «Καλός» ανάμεσα στους συγχωριανούς μου. Δεν αρκέστηκα στην ήσυχή μου ζωή και στον όμορφο
| 30
τόπο μου, παρά γέμισα το μυαλό μου με ιστορίες τρανές χάρτινων ηρώων που το μελάνι των συγγραφέων ζωγράφισε με τελειότητα. Βάφτισα τον εαυτό μου Δον Κιχώτη και τον έχρισα ιππότη ενώ ήμουν ο «Καλός», υπάρχει τίτλος πιο τιμητικός; Οι συντοπίτες μου ήδη ιππότη με θεωρούσαν αλλά ο κουτός εγώ κίνησα γη και ουρανό κι έφτασα στου κόσμου τα πέρατα ζητώντας αναγνώριση. Προκάλεσα ακόμα και κακό στην παραζάλη μου. Τι πλάνη! Καημένε Αλόνσο Κιχάνο, έψαξες εσύ... ψάχνω εγώ κι εσείς εκεί οι θεατές ψάχνετε όλοι στην τελειότητα να φτάσετε που είναι μονάχα έργο του μυαλού, ποτέ δε θα την πιάσετε. Μα ένα να ξέρετε, η τελειότητα κι η ανεκτίμητη αξία είναι εκεί, μες της ζωής την πλήρη αταξία.
Κανάρη 33 & Αμοργού, 153 43 Αγ. Παρασκευή. Τηλ.: 2106396791