Αριστοφάνη
Νεφέλες
Διασκευή: Μαρία Μπουκάλα
Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός»
1
ΝΕΦΕΛΑΙ ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Αχ! Βαχ! Ατελείωτες είναι οι νύχτες! Πότε επιτέλους θα ξημερώσει; Ο κόκορας λάλησε πριν πολλή ώρα και οι δούλοι ακόμα ροχαλίζουν! Αυτά δε γίνονταν παλιά. Τώρα έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Τι να πω και για τον κανακάρη μου τον προκομμένο; Δε νοιάζεται για τίποτα παρά κουκουλωμένος στα παπλώματα… Εγώ ο φουκαράς από την άλλη στριφογυρίζω και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Με τρώνε τα χρέη για τους στάβλους και τα χόμπι του γιόκα μου, ούτε αρχοντόπουλο να ήταν. Έχει αφήσει μια μαλλούρα μέχρι τη μέση και ασχολείται με τ’ άλογα, τις άμαξες και τις κόντρες. Και πληρώνει ο πατέρας, ο ξάγρυπνος! Άλογο ράτσας ήθελε το αγόρι μου, άλογο ράτσας του πήραμε. Τώρα… κοντεύει να πάθει εγκεφαλικό ο έρημος πατέρας όταν κοιτάζει το φεγγάρι. Όχι, γιατί πεθαίνει από ρομαντισμό αλλά καθώς η σελήνη κάνει κύκλους, αυξάνονται και οι τόκοι. Ωχ, ωχ! Ο άμοιρος τι έχω πάθει.
2
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Φ. Μην κάνεις ζαβολιές, Φίλωνα! Δεν πας κανονικά. ΣΤ. Πω πω κακό που με βρήκε το δύστυχο πατέρα! Σε ιπποδρομίες τρέχει και στον ύπνο του! Φ. Πόσες στροφές θα κάνουμε με τ’ άρματα; ΣΤ. Να δεις πόσες στροφές κάνουν στο κεφάλι μου τα χρέη! Φ. Το ΄τριψες το άλογο να ξεϊδρώσει; ΣΤ. Αμ, εσύ, παλικάρι μου, που εμένα μ’ έγδαρες; Φ. Βρε, πατέρα, τι στέκεσαι πάνω από το κεφάλι μου και ξεφυσάς νυχτιάτικα; Γιατί δεν κοιμάσαι; ΣΤ. Στέκονται πάνω από το στρώμα μου οι δανειστές και με κοιτάζουν, αγόρι μου! Φ. Άσε με να κοιμηθώ, ρε πατέρα, αύριο έχω αγώνες! ΣΤ. Κοιμήσου, πουλάκι μου αλλά κάποια μέρα θα με καταλάβεις γιατί όλα αυτά τα χρέη θα πέσουν στο δικό σου το κεφάλι! Ανάθεμα την προξενήτρα που μου ‘βαλε την ιδέα να παντρευτώ σώνει και καλά τη μάνα σου! Εγώ καλά περνούσα στο χωριουδάκι μου με τα μελισσάκια μου, τα προβατάκια μου και τα σταφυλάκια μου!
3
Ήθελα, όμως ο κύριος, την αδερφή του Μεγακλή! Εγώ ο χωριάτης, ήθελα την καλομαθημένη, την ψηλομύτα, τη σουσουράδα! Βρομούσα εγώ γιδίλα και το κορίτσι μύρο! Όλο λούσα και αρώματα ήθελε κι εγώ της έλεγα «γυναίκα, πολύ ξοδεύεις!» Να σου μετά γεννιέται ο γιόκας μας! Χαμός έγινε στο σπίτι για τ’ όνομά του. Αν η μαμά δεν έχωνε κάπου στ’ όνομα τη λέξη «ίππος» δεν ησύχαζε! Εγώ ήθελα να του δώσω τ’ όνομα του παππού μου. Αλλά το δύστυχο παππού τον λέγαν Φειδωνίδη, δεν είχε «ίππο». Ευτυχώς, μας έκοψε και τα ενώσαμε, αλλιώς… ακόμα θα μαλώναμε! Αυτή το νανούριζε το μωρό λέγοντας: «Αχ, γιόκα μου, μια μέρα να σε δω να μπαίνεις στην πόλη λάμποντας μες στην πορφύρα!» Ενώ εγώ ο δύστυχος του τραγουδούσα: «Αχ, γιόκα μου, μια μέρα να σε δω να σαλαγάς τα πρόβατα με του μπαμπά την κάπα!» Αυτός από μικρός τη μάνα του άκουγε κι όχι εμένα. Εγώ σπαταλούσα τα λόγια μου κι αυτός το βιος μου. Να’μαι τώρα ξάγρυπνος να ψάχνω λύσεις! Θαρρώ, όμως, πως σήμερα δεν πήγε χαμένο το ξενύχτι.
4
Βρήκα ένα στενάκι πονηρό από το οποίο αν κόψω δρόμο ίσως σωθώ από τις οφειλές. Αν τον πείσω, σωθήκαμε! Ας τον γλυκοξυπνήσω πρώτα... ΣΤ. Φειδιππίδη, Φειδιππιδάκι μου... Φ. Τι ’ναι πάλι, ρε πατέρα; ΣΤ. Κόλλα το, αγόρι μου και δώσε κι ένα φιλάκι στο μπαμπάκα! Φ. Οκέι! Αλλά πρωϊνιάτικα; Να δώ τι άλλο θα μου ζητήσεις! ΣΤ. Μ’αγαπάς, γιόκα μου; Φ.. Τι ρωτάς ρε μπαμπά τέτοια ώρα; Φυσικά! Τ’ορκίζομαι στ’άλογά μου! ΣΤ. Όχι, παιδάκι μου... όχι στ’άλογα... όχι άλλα άλογα! Αν μ’αγαπάς, αγοράκι μου, κάνε μου τη χάρη που θα σου ζητήσω! Φ. Ρίξ΄τη! ΣΤ. Ποια, αγόρι μου; Φ. Την πρόταση, ρε πατέρα! Είμαι όλος αυτιά! ΣΤ. Θα μ’ ακούσεις, όμως; Φ. Θέλεις πάλι να σου ορκιστώ! ΣΤ. Όχι, όχι... πάμε παρακάτω! Βλέπεις εκείνο το σπιτάκι με τη χαμηλή πορτούλα.
5
Φ. Το βλέπω, στραβός δεν είμαι, πώς τρέχω στις ιπποδρομίες θαρρείς; Είμαι ανοιχτομάτης εγώ! Τι είναι αυτό; ΣΤ. Αυτό, αγόρι μου, είναι διδασκαλείο σοφών ανθρώπων! Εκεί μέσα έχει σοφούς ανθρώπους που λένε πράγματα θαυμαστά. Λένε πως είναι φούρνος θολωτός ο ουρανός με καπάκι κι εμείς είμαστε μέσα εκεί τα κάρβουνά του. Μελετούν πολύ οι άνθρωποι αυτοί κι αν τους πληρώσεις μαθαίνεις πράγματα πολλά κι είτε δίκιο έχεις, είτε άδικο μπορείς να τους καραφλιάσεις όλους με τα λόγια σου! Φ. Κι εσένα τι σε νοιάζει, ρε πατέρα; Εσύ είσαι ήδη καραφλός! ΧΑ ΧΑ! Χμ, δε σου φάνηκε αστείο! Δε μου λες, ποιοι είναι αυτοί οι σοφοί; ΣΤ. Ονόματα δεν ξέρω, ξέρω μόνο πως είναι καλοί ερευνητές και τα ψάχνουν όλα μέχρι τον πάτο. Φ. Τον πάτο; Ρε πατέρα, δε φαντάζομαι να λες γι’ αυτούς τους ξυπόλυτους,
τους
κιτρινιάρηδες,
το
Σωκράτη
και
το
Χαιρεφώντα; Τρελή μπασκλασαρία, μπαμπά! ΣΤ. Τι είναι αυτά που λες, παιδί μου; Άσε την κριτική κι αν θέλεις να συνεχίσεις να τρως ψωμάκι, πήγαινε να σε μάθουν κάτι και παράτα τ’ άλογα! Φ. Δεν πάω με την καμία, πατέρα! ΣΤ. Πήγαινε, μάτια μου, πήγαινε να μάθεις!
6
Φ. Τι να μάθω, ρε μπαμπά; ΣΤ. Άκου να δεις, αγόρι μου, για να καταλάβεις το συμφέρον μας. Οι άνθρωποι αυτοί λένε πως ξέρουν δύο λόγους, το Δίκαιο, το δυνατό και τον Άδικο, τον αδύναμο. Αυτοί καταφέρνουν ο αδύναμος να νικά το δυνατό και στις πιο δύσκολες περιστάσεις. Εδώ μπαίνει το συμφέρον μας λοιπόν, αγοράκι μου γλυκό, αν εσύ μάθεις τον Άδικο λόγο, τότε ο πατερούλης σου δε θα χρειαστεί να πληρώσει δεκάρα από τα χρέη που φορτώθηκε για τα γλυκά σου αλογάκια! Φ. Δε γίνεται! Δε θα γίνω εγώ η ντροπή των ιππέων της περιοχής! ΣΤ. Τότε, παιδί μου, να πάρεις τ’ αλογάκια και την υπερηφάνεια σου και να πάτε αλλού να φάτε! Εδώ μας τελείωσε! Τέρμα! Ξεχάστε τον το Στρεψιάδη! Αλέ! Φ. Κι εγώ λοιπόν θα πάω στο θείο Μεγακλή! Δε θα μ’ αφήσει ο θείος χωρίς άλογα! Δεν είναι άκαρδος σαν κι εσένα ο θείος! ΣΤ. Πήγαινε όπου θέλεις, μικρέ! Σιγά μην πέσω να πεθάνω. Αφού δε θες να πας εσύ, θα πάω εγώ στη σχολή και θα μάθω ένα σωρό πράγματα. Μόνο που είμαι γέρος κι έχει φυράνει ο νους μου, δεν τα παίρνω εύκολα τα γράμματα και γρήγορα ξεχνώ! Πώς θα μάθω να παίζω στα δάχτυλα όλες αυτές τις
7
λεπτολογίες; Τι κάθομαι, όμως, έξω από την πόρτα και δε χτυπάω; Πρέπει να το κάνω και θα το κάνω! Ε, παιδί; Μ. Ώχου... Ποιος χτυπάει πάλι; ΣΤ. Στρεψιάδης, του Φίλωνα γιος, από την Κολοκυθού. Μ. Στο χωριό σου έτσι βαράνε τις πόρτες; Ήμουν έτοιμος να βρω μια λύση και με τη χοντροκοπιά σου τα ‘σβησες όλα από το νου μου! ΣΤ. Τι λύση; Μ. Δεν επιτρέπεται ν’ αποκαλύψω στους μη εγγεγραμμένους στη σχολή μας! ΣΤ. Μα εγώ έχω έρθει γιατί ψοφάω για μάθηση και θέλω να γραφτώ! Δείξε μου λοιπόν το Σωκράτη! ΣΤ. Καλέ, τι είναι τούτα τα θηρία; Μ. Εσένα σαν τι σου μοιάζουν; ΣΤ. Ξέρω κι εγώ; Και τι ζητούν κι είναι σκυμμένοι έτσι; Μ. Ψάχνουν να βρουν τι είναι από κάτω... ΣΤ. Α! Ψάχνουν βολβούς! Έχω εγώ κάτι καλούς στο χωριό πες τους. Κι οι άλλοι, οι ξαπλωμένοι; Τι κάνουν αυτοί; Μ. Ερευνούν τα μαύρα έγκατα της γης. ΣΤ. Κι ο... πωπούλης που κοιτάει ψηλά; Τι κάνει αυτός;
8
Μ. Αυτός μελετά μονάχος αστρονομία. Είναι αυτοδίδακτος! Μπείτε όλοι μέσα γρήγορα, αν σας δει ο δάσκαλος χαθήκατε! ΣΤ. Τι είναι όλα αυτά; Εξήγησέ μου! Μ. Αστρονομία. ΣΤ. Κι αυτό; Μ. Γεωμετρία. ΣΤ. Και τι κάνει; Μ. Μετρά τη γη. ΣΤ. Χωρίζει τα χωράφια; Μ. Όχι, αγράμματε, όλη τη γη! ΣΤ. Πλάκα μου κάνεις! Πολύ πρακτικό εύρημα και δημοκρατικό! Μ. Κοίτα, να η γη όλη, βλέπεις; Να η Αθήνα! ΣΤ. Απίστευτο! Αποκλείεται! Δε βλέπω ούτε δανειστές, ούτε επιτροπές ούτε διαδηλώσεις! Αλλά για πες μου, τούτος εδώ ο κρεμασμένος ποιος είναι; Μ. Εκείνος. ΣΤ. Ναι, εκείνος λέω, ποιος είναι; Μ. Είναι Εκείνος! ΣΤ. Εκείνος ο ποιος;
9
Μ. Ο Σωκράτης. ΣΤ. Ο Σωκράτης ο Σωκράτης; Μ. Ο Σωκράτης ο Σωκράτης! ΣΤ. Σωκράααατη! Έλα, φώναξε κι εσύ μαζί μου δυνατά! Σωκράααατη! Μ. Εγώ δεν ευκαιρώ! ΣΤ. Σωκράααατη! Σωκράααατη! Σ. Ποιος είναι τούτος ο θνητός που με καλεί; Σαν τι να θέλει; ΣΤ. Πες μου, Σωκρατάκη μου γλυκέ, τι κάνεις εκεί πάνω κρεμασμένος; Σ. Αεροβατώ, φίλε μου ταπεινέ και τον ήλιο εξετάζω. ΣΤ. Από κει πάνω; Κρεμασμένος; Αν στη γη βρισκόσουν, δε θα τον περιεργαζόσουν; Σ. Χωρίς ανάταση κι ένωση της αραχνοΰφαντης ψυχής με το λεπτό αιθέρα δε θα μπορούσα τα ουράνια να δω. Αν στη γη βρισκόμουν από τα κάτω πάνω άδικα θα κοιτούσα, η γη ρουφά κάθε χυμό της σκέψης. ΣΤ. Μμμμ... Ε... Ναι! Βεβαίως! Όπως τα λες είναι, Σωκρατάκη μου. Η ανάταση της αραχνοΰφαντης αιθέριας γης ρουφά την ουράνια ένωση του χυμού. Κατάλαβα!
10
Σ. Σε διάνοια πέσαμε! ΣΤ. Σωκρατάκη, κατέβα τώρα να σου πω, που ΄χω μια επιθυμία! Σ. Ήρθες γιατί; ΣΤ. Να με διδάξεις. Θέλω να μάθω με τα λόγια τους άλλους να τουμπάρω, δικηγορίστικα κόλπα, δηλαδή. Τρέχουν ξοπίσω μου τόκοι και δανειστές, χάνω τα πράγματα, χάνω και το μυαλό μου. Σ. Πες μου, άνθρωπέ μου, πώς σε πήρε η κάτω βόλτα και βρέθηκες καταχρεωμένος; ΣΤ. Αχ, κύριε Σωκρατάκη! Με χτύπησε η αρρώστια των αλόγων, η τρομερή. Μου ΄φαγε το βιος μου, μου ρούφηξε το χρήμα, μ’έριξε στη μαύρη τρύπα του χρέους κι άντε τώρα να βγω. Δίδαξέ με, δάσκαλε, μάθε μου τον Άδικο λόγο να τα ρυθμίσω με τα λόγια και χρήμα να μη δώσω. Με το αζημίωτο φυσικά. Σ. Έχεις για το... «αζημίωτο»; ΣΤ. Όσα μου πεις θα δώσω. Ορκίζομαι να σε πληρώσω! Σ. Θέλεις το λόγο να δαμάσεις; Με τις Νεφέλες να κουβεντιάσεις; ΣΤ. Αν θέλω λέει! Σ. Κάθισε στο ιερό σκαμνί και φόρα το στεφάνι!
11
ΣΤ. Άχου καλέ, τι κόλπα είναι αυτά; Να βγω ζωντανός από ΄δω ελπίζω, όχι ξάπλα σε ταψί με πατατούλες. Γυαλίζει το μάτι τους εδώ κι είναι κάπως... πεινασμένοι! Σ. Είναι η τελετή μύησης αυτή, φτωχέ μου γέρο! ΣΤ. Τι τραβάω ο κακομοίρης! Τι με βρήκε στα γεράματα! Σ. Στα λόγια θα τριφτείς και σαν σκόνη θα γενείς. ΣΤ. Το ΄πα εγώ, δεν το ΄πα ο καημένος; Εδώ θα μείνουν τα κοκαλάκια μου! Σ. Νεφέλες αεικίνητες, βροντοκέραυνες, σεμνές, ελάτε Δέσποινες, φανείτε! ΣΤ. Μηηηη! Περίμενε, Σωκρατάκη, μούσκεμα θα γίνω! Να τυλίξω λίγο το κεφαλάκι μου που ΄χει μαλλάκια λίγα! Από το σπίτι έφυγα ξεσκούφωτος μέσα στην ταραχή μου. Σ. Απ’ τις κορφές των ψηλών βουνών που σκεπάζετε κι απ’ του Ωκεανού τα βάθη, φανείτε Νεφέλες! ΣΤ. Σωκράτη, πες μου να χαρείς, ποιες είναι αυτές οι τρομερές ουράνιες υπάρξεις; Σ. Είναι οι Νεφέλες, οι θεές των φιλοσόφων! Αυτές μας δίνουν τη Γνώμη, το Λόγο και το Νου να ξεγλιστράμε, να μπερδεύουμε, να ζαλίζουμε και... να νικάμε!
12
ΣΤ. Γι’ αυτό φτερούγισε έτσι η καρδιά μου σαν άκουσε το τραγούδι τους; Σωκρατάκη, έχω μεγάλη λαχτάρα να τις γνωρίσω! Καίγομαι σου λέω... Κι εγώ ο αγράμματος που τις νόμιζα ομίχλη, δροσιά, καπνό... δεν ήξερα ο δύστυχος τη δύναμή τους. Σ. Αυτές, φτωχέ μου γέροντα, τρέφουν ένα τσούρμο απατεώνες, κομπογιαννίτες,
τεμπελχανάδες,
μακρυμάλληδες,
αγράμματους ποιητές, άμουσους τραγουδισταράδες και διανοούμενους φελλούς που κάνουν τάχα πως τις υμνούν και πως τις ερμηνεύουν. ΣΤ. Μα φαίνονται τόσο αθώες, σαν πούπουλα που πετούν στον αιθέρα. Σ. Πρόσεξε τι σε ρωτώ κι απάντησέ μου. Είδες ποτέ στον ουρανό σύννεφο με Κένταυρο να μοιάζει; Με πάνθηρα; Με λύκο ή με ταύρο; ΣΤ. Είδα. Και τι μ’ αυτό; Σ. Ό,τι θελήσουν γίνονται, γέροντα αφελή! Είναι οι Νεφέλες, οι μόνες θεές! Όλα τ’ άλλα... φλυαρίες! Είναι αυτές που τη βροχή μας φέρνουν, αυτές βροντούν κατρακυλώντας κι αυτές ανάβουν κεραυνούς και η φωτιά μας καίει. Χάος, Νεφέλες και Γλώσσα, τούτη θα ΄ναι για σένα η τριάδα η ιερή αν θέλεις να προκόψεις!
13
ΣΤ. Δύσκολα μου τα λες, Σωκρατάκη μου κι έχω τρομάξει. Χάος, Νεφέλες, Γλώσσα, πού πάω να μπλέξω ο δύστυχος; Καλά ήμουν στο χωριό μου! ΝΕΦ. Τι ζητάς από μας ν’ αποκτήσεις, ταπεινέ Στρεψιάδη; Αν μας τιμάς και μας σέβεσαι, ό,τι ζητήσεις θα γίνει δικό σου! Σ. Στρεψιάδη, σ’εσένα μιλούν! Τέλεια! Δεν ακούει και καλά... Ω, τι μαθητής μου ΄λαχε! ΣΤ. Στρεψιάδη; Ποιος δηλαδή; Σ’εμένα μιλούν; Ξέρουν τ’όνομά μου; Μα... Γλωσσούλα μου ταπεινή, μίλα, πες κάτι, θα λεν πως είμαι αργόστροφος... Σ. Αργόστροφος; Τι λες τώρα; Το μόνο εύστροφο σ΄ εσένα ήταν η σκέψη πως ίσως είσαι «αργόστροφος»! ΝΕΦ. Ε, παλικάρια! Θα περιμένουμε πολύ ακόμα να καταφέρετε να φτιάξετε μια φράση με νόημα; Ρήμα, υποκείμενο, αντικείμενο. Άντρες, η γλωσσική τους δεινότητα δεν είναι ξακουστή! ΣΤ. Ω, Δέσποινές μου! Αυτή ακριβώς είναι η χάρη η μικρή που σας γυρεύω. Να΄μαι μπροστά στο λέγειν. Δε θέλω το δήμο να μαγεύω και να΄μαι ρήτορας δεινός, θέλω μονάχα να μπορώ να ξεγλιστρώ από τους δανειστές μου και να στρεψοδικώ! ΝΕΦ. (Δε ζητά και λίγα... τρεις φράσεις με το ζόρι μπορεί να πει ο δυστυχής. Θεές είμαστε, όμως, κι όλα από ΄μας θα γίνουν
14
δυνατά. Όσο για το Σωκράτη, ήδη ονειρεύεται την πληρωμή κι η κοιλιά του γουργουρίζει, θα κάνει υπομονή!) Θα τα βρεις όσα θες, Στρεψιάδη. Παραδώσου στον άνθρωπό μας! Σ. Για έλα κοντά μου, λοιπόν, να δούμε πόσο σου κόβει γιατί οι πρώτες ενδείξεις ήταν αποθαρρυντικές! Μνήμη έχεις; ΣΤ. Αν μου χρωστούν δεν το ξεχνώ. Όταν χρωστώ ο δύστυχος, ξεχνώ και δε θυμάμαι! Σ. Έχεις κλίση προς τη μάθηση; ΣΤ. Να λέω ναι, όχι! Να λέω όχι, ναι! Σ. Βρε, αν θα μπορέσεις να μάθεις σε ρωτώ. ΣΤ. Ξεφτέρι θα σου γίνω! Σ. Φοβάμαι πως μόνο με το βούρδουλα θα μάθεις. Τι κάνεις άραγε όταν στις βρέχει κάποιος; ΣΤ. Κάθομαι ήσυχα, τις τρώω... κι έπειτα, δίχως καιρό να χάσω, βρίσκω μάρτυρες και γραμμή στο δικαστήριο πηγαίνω! ΝΕΦ. Μακάριος αυτός που αν και στα χρόνια μεγαλώνει, τη σοφία αναζητά ως τα βαθιά γεράματα κι οπλίζεται με πράγματα καινούργια! Σ. Όλα στη θεωρία είναι όμορφα, Νεφέλες μου, τι γίνεται, όμως, στην πράξη με τούτον εδώ τον άξεστο χωριάτη, το γέρο
15
ξεχασιάρη; Πες μου Στρεψιάδη, τι θες να μάθεις; Θέλεις τα μέτρα, τους ρυθμούς ή ίσως το στίχο να δαμάσεις; ΣΤ. Τα μέτρα, βέβαια! Θα του δείξω εγώ του αλευρά που μου’ φαγε προχτές δύο κιλά αλεύρι! Σ. Τι μπανάλ! Δε μιλάμε εδώ γι΄ αλεύρι, Στρεψιάδη. Σε ρωτώ αν προτιμάς το δεκαπεντασύλλαβο ή το ελεύθερο μέτρο. ΣΤ. Το ελεύθερο με τίποτα, αυτά έλεγε κι ο αλευράς και μου ΄φαγε το αλεύρι. Τώρα αν το δεκαπεντάκιλο χωρά δεκαπέντε κιλά, χωρίς κόλπα, είμαι σίγουρα εντάξει! Σ. Ξέχνα το αλεύρι βρε αχαΐρευτε, για ποίηση μιλάμε! ΣΤ. Τρώγεται αυτή; Σ. Θα ΄σαι στις συντροφιές ο πρώτος! ΣΤ. Αυτά, Δάσκαλε εμένα δε με νοιάζουν. Το λόγο μάθε μου εκείνον, τον Άδικο Λόγο! Σ. Τίποτε λοιπόν δε σε προβληματίζει; ΣΤ. Μα φυσικά! Αν θα μου αφήσουν τίποτε αφάγωτο οι δανειστές κι οι τοκογλύφοι! Σ. Δεν έχεις καμία πνευματική ανησυχία; ΣΤ. Ανησυχίες πολλές! Λέγονται χρέη! Σ. Αναζήτησε την πιο μεγάλη σου επιθυμία.
16
ΣΤ. Χίλιες φορές σου είπα, Δάσκαλε, ποια είναι η μεγαλύτερή μου επιθυμία κι εσύ για ποίηση μου λες. Οι στίχοι είναι για τους καλοφαγωμένους, εμένα με κυνηγούν τα χρέη... Ξέρεις λοιπόν τι θέλω! Να μην πληρώσω αυτά τα χρέη θέλω! Σ. Φύγε! Φύγε να μη σε βλέπω! Δεν έχω άλλη υπομονή! ΣΤ. Ωχ, ο δύστυχος! Ο δάσκαλος με διώχνει! Πάει ο Άδικος Λόγος, ποτέ δε θα τον μάθω! Χάθηκα χωρίς αυτόν, ήταν η τελευταία μου ελπίδα! Νεφέλες μου, έλεος, λυπηθείτε με, μια συμβουλή σας ζητώ μόνο! Τι να κάνω ο άμοιρος. ΝΕΦ. Άκουσε, γέρο, καλά τη συμβουλή μας. Αν έχεις γιο σε κατάλληλη ηλικία, στείλ’ τον να μάθει αυτός αντί για σένα. Μ’ εσένα ο Δάσκαλος δε βγάζει άκρη. ΣΤ. Γιο έχω. Ωραίο παιδί, γερό και καλό αλλά τα γράμματα δεν τα πάει... Τι έχω πάθει ο κακομοίρης! ΝΕΦ. Εσύ, πατέρας του είσαι, γιατί δεν τον πιέζεις λίγο; Γιατί δεν τον καθοδηγείς; Μήπως δε θέλεις; ΣΤ. Δεν τον ξέρετε εσείς... είναι ευέξαπτος και χειροδύναμος, δύσκολα τον κουμαντάρεις. Τον κακόμαθε η μάνα του, η φαντασμένη, που του ΄κανε όλα τα χατίρια σαν να ήταν γιος εφοπλιστή και τώρα ο δυστυχής εγώ πληρώνω... Αλλά θα πάω να του το πω! Περιμένετε λίγο, θα δείξω πυγμή κι αν δε θέλει
17
να ΄ρθει... Χα! Θα πάρει πόδι από το σπίτι. Είμαι πατέρας εγώ, εγώ κάνω κουμάντο! ΝΕΦ. Αργά το θυμήθηκες, φτωχέ Στρεψιάδη, αλλά ίσως δουλέψει το κόλπο του αυστηρού γονιού! ΣΤ. Τελείωσε! Τέρμα τα κανακέματα! Αφού δε συμφωνείς με τον πατέρα σου και δεν τον σέβεσαι, φύγε! Τρέχα στον αγαπημένο σου θείο, το Μεγακλή, πήγαινε στη σπιταρόνα του να τρως φιλετάκια! Δεν έχεις θέση πια στο σπίτι μου! Φ. (Πάει αποτρελάθηκε ο μπαμπάς!) Τι έγινε, ρε πατέρα, έτσι ξαφνικά σου την έδωσε και με διώχνεις απ’ το σπίτι; Μύγα σε τσίμπησε; Και τι θα κάνετε εσύ και η μαμά μόνοι κι έρημοι σ’ένα σπίτι χωρίς εμένα, το βλαστάρι σας, το καμάρι σας, το γιόκα σας; Γελάς μπαμπά; ΣΤ. Ξεκαρδίζομαι! Φ. Άλλο κόλπο αυτό τώρα! Γιατί γελάς; ΣΤ. Γιατί βλέπω πόσο παρωχημένες απόψεις έχεις, νέο παιδί. Εμείς είμαστε προχωρημένοι γονείς, με ανοιχτά μυαλά, πλήθος ενδιαφέροντα και φρέσκες ιδέες. Φ. Φρέσκες ιδέες εσύ κι η μάνα μου; ΣΤ. Ναι, εγώ κι η μάνα σου! Και πιο πολύ εγώ, για να είμαστε ακριβείς! Εσύ όμως, αντίθετα, έχεις μέσα στο μυαλό σου μόνο
18
άλογα και τίποτε άλλο! Είσαι ένα νιάνιαρο με ιδέες παλιωμένες. Πήγαινε σου λέω κοντά στους σοφούς κι εκεί πολλά θα μάθεις. Φ. Μα μπαμπά έχεις παλαβώσει και πιστεύεις στους α... ΣΤ. Σσσσς... Μη τολμήσεις να πιάσεις στο στόμα σου ανθρώπους ικανούς και μυαλωμένους. Δεν είσαι άξιος εσύ, μικρέ, να το κάνεις αυτό! Αυτοί αν θες να ξέρεις είναι άνθρωποι οικονόμοι που το τιμούν το χρήμα. Ούτε τα μαλλιά τους κόβουν, ούτε σε λουτρό πατούν, ούτε λάδι αλείφονται, μόνο κάνουν οικονομία. Φ. Πω πω βρόμα! Τι θα μπορούσα να μάθω εγώ από αυτούς τους βρομίλους; ΣΤ. Όλη τη σοφία των ανθρώπων! Είσαι πολύ μικρός για να ειρωνεύεσαι τέτοιους σοφούς ανθρώπους, Φειδιππίδη! Να πας και να μάθεις που είσαι νέο παιδί! Φ. Ώχου, ρε πατέρα! Σου έχει γίνει έμμονη ιδέα μου φαίνεται. Εντάξει λοιπόν! Ένα, όμως να θυμάσαι! Θα το μετανιώσεις πικρά! ΣΤ. Γιόκα μου, με κάνεις τον πιο ευτυχισμένο μπαμπά του κόσμου! ΣΤ. Σωκράααατη! Ε, Σωκράααατη! Βγες γρήγορα να υποδεχτείς το γιο μου. Σου τον φέρνω! Τον έπεισα!
19
Σ. Τι είναι αυτό το νιάνιαρο που μου ΄φερες, Στρεψιάδη; Βρέφος είναι ακόμα! Τι ξέρει τάχα αυτό για τη ζωή; Φ. Μικρό είναι το μάτι σου! Σ. «Μικρό είναι το μάτι σου!» Ακούστε πώς μιλάει! Ανοίγει το στόμα του και λέει ό,τι του ΄ρθει! Τι τρόπος άξεστος! Τι προφορά! Πώς θα μάθει τέτοιο αυθάδικο μωρό ν’ αγορεύει στα δικαστήρια, να ξεγλιστρά, να λέει λόγια βαρύγδουπα όπως «κλήτευση», «αντιδικία», «αναβολή» και να καταγγέλλει; ΣΤ. Δίδαξέ τον, Δάσκαλε. Θα μάθει! Είναι έξυπνο παιδί μην τον βλέπεις έτσι. Ήρθε ο καιρός να διδαχθεί τους δύο λόγους, τον Δίκαιο και τον Άδικο. Ε... για να είμαι ειλικρινής, ο Δίκαιος δεν μας είναι τόσο απαραίτητος, τον Άδικο, όμως, πρέπει πάση θυσία να μάθει! Σ. Μη βιάζεσαι, Στρεψιάδη, ο γιος σου θ’ ακούσει τώρα τους δυο Λόγους κι είναι στο χέρι του ν’ αποφασίσει ποιον θ’ ακολουθήσει και γιατί. Φεύγουμε εμείς κι ο λόγος στους... Λόγους ας δοθεί! Δ.Λ. Προχώρα λοιπόν, ξεδιάντροπε, φανερώσου! Δείξε σ΄ όλους ποιος είσαι, βρόμικος, σιχαμερός κι αδίστακτος! Α.Λ. Έρχομαι! Με προκαλείς σε σύγκρουση; Μετά χαράς! Μου είναι τόσο εύκολο να σε συντρίψω! Δ.Λ. Να με συντρίψεις; Εσύ; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;
20
Α.Λ. Είμαι ο Λόγος. Δ.Λ. Άκουσα καλά ή με γελούν τ’ αυτιά μου; Ο Λόγος; Τότε εγώ ποιος είμαι; Α.Λ. Α, δεν έχω χρόνο ν’ ασχοληθώ με υπαρξιακά προβλήματα. Αν θέλεις να βρεις τον εαυτό σου, οι ψυχαναλυτές είναι πολλοί και τα σκυλιά δεμένα! Δ.Λ. Ας είναι λοιπόν, είσαι ο Λόγος εντάξει, ο Άδικος, όμως, ο Αδύνατος! Α.Λ. Αυτός ο Αδύνατος, αγαπητέ μου κύριε, σε ξεπερνά σε δύναμη και λέγε ό,τι θέλεις. Δ.Λ. Και δε μου λες, ανόητε, ποια νομίζεις ότι είναι η σοφία σου που με νικά; Α.Λ. Γεννώ ιδέες. Δ.Λ. Χα! Τις ιδέες αυτές που γεννάς να τις πουλήσεις σ’ αυτούς εδώ τους αφελείς που σε πιστεύουν, όχι σ’ εμένα... Α.Λ. Οι άνθρωποι αυτοί που αφελείς βαφτίζεις, δύστυχε, είναι σοφοί! Δ.Λ. Θα σε συνθλίψω, θα σε συντρίψω, θα σε καταστρέψω, θα σε διαλύσω, θα... Α.Λ. Εντάξει, καταλάβαμε! Πες μας, όμως, πώς σκοπεύεις να το κάνεις;
21
Δ.Λ. Προβάλλοντας το δίκαιο. Α.Λ. Το δίκαιο; Τι ΄ναι αυτό; Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Δ.Λ. Έτσι νομίζεις; Δεν υπάρχει; Α.Λ. Εσύ νομίζεις πως υπάρχει; Πού αλήθεια; Δ.Λ. Δε βρίσκεται ανάμεσα σ΄ εμάς τους μικρούς, είναι πάνω απ΄ τον κόσμο μας, στη σφαίρα της Ανώτερης Δύναμης που κυβερνά και μας προστάζει! Α.Λ. Ας γελάσω! Υπάρχει δίκαιο θαρρείς στην Ανώτερη Δύναμη; Τότε γιατί αντικρίζω τόση ασχήμια σε τούτο εδώ τον κόσμο; Δ.Λ. Είσαι ανόητος και ξεστομίζεις τέτοια λόγια. Α.Λ. Πες μου κι άλλα τέτοια όμορφα επίθετα κοσμητικά! Δ.Λ. Είσαι απαράδεκτος, λωποδύτης... Α.Λ. Αχ, λουλούδι μ’ ονομάζεις. Δ.Λ. Αισχρή ύπαρξη... Α.Λ. Με κρίνα με στεφανώνεις. Δ.Λ. Βρωμολόγος... Α.Λ. Με χρυσάφι με ραίνεις. Δ.Λ. Με σκοτάδι μαύρο θες να πεις... Α.Λ. Αυτό για μένα είναι όμορφο στολίδι!
22
Δ.Λ. Είσαι διεφθαρμένος κι αναιδής. Α.Λ. Κι εσύ παλιόγερος! Δ.Λ. Εσύ ξεσηκώνεις τα παιδιά και στο σχολείο δεν πατούν. Κάποτε, όμως, όλοι θα δουν πως είσαι μόνο μια απάτη. Α.Λ. Μιλάς εσύ που τα χνώτα σου βρομούν από την πείνα; Δ.Λ. Τώρα καλοπερνάς. Θυμάσαι, όμως, πώς έλεγες το ψωμί ψωμάκι και σαν ζητιάνος γύρναγες και ζήταγες βοήθεια; Με κόλπα κάλπικα κάτι να φας γύρευες να κερδίσεις. Α.Λ. Μπράβο σοφία! Σκίζεις! Δ.Λ. Είσαι τρελός! Α.Λ. Σ’ εσένα μοιάζω! Δ.Λ. Τρελός εσύ, τρελή κι η πόλη που σε τρέφει να στραβώνεις τα παιδιά της. Α.Λ. Ετούτο το παιδί δε θα ΄ρθει μαθητής κοντά σου, γέροντα φαφλατά. Δε θα τον πάρεις στο λαιμό σου. Δ.Λ. Αν θέλει να σωθεί θα ΄ρθει κοντά μου, δε θα γυρίζει άσκοπα τριγύρω λόγια του αέρα να σκορπά. Α.Λ. Έλα, παιδί μου, άσε να λέει ό,τι θέλει ο τρελός. Δ.Λ. Αν έστω και μια τρίχα του αγγίξεις, πικρά θα μετανιώσεις!
23
ΝΕΦ. Σταματήστε πια! Φτάνουν οι προσβολές και οι καβγάδες! Το λόγο ας πάρει ο καθένας ήρεμα κι ας εξηγήσει ποιος είναι και τι διδάσκει. Ο νέος πρέπει ν΄ ακούσει τα συστήματα και να διαλέξει. Τι επιθυμεί; Το παραδοσιακό ή το μοντέρνο; Θα έχει ενδιαφέρον! Προβλέπεται ντέρμπι! Εμπρός λοιπόν! Ποιος θ’ αρχίσει; Δ.Λ. Να μιλήσω. Αυτό θέλω κι εγώ να κάνω. Α.Λ. Να και κάτι που συμφωνούμε! Δ.Λ. Θα μιλήσω για τα νιάτα μου, τα χρόνια εκείνα που η παλιά Παιδεία βράβευε τη σωφροσύνη και το δίκαιο ανθούσε. Τότε τα παιδιά σιωπούσαν κι άκουγαν του δάσκαλου τα λόγια. Α.Λ. Αρχαία ιστορία μας διηγείσαι, πάνε πια όλα αυτά, πέταξαν, χάθηκαν. «Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...» Δ.Λ. Διάλεξε, νέε μου το Δίκαιο Λόγο και ν’ αποφεύγεις τα αισχρά για να μη ντροπιάζεσαι, στους γέρους να δίνεις τη θέση σου, τους γονείς σου να σέβεσαι και στον πατέρα σου γλώσσα να μη βγάζεις! Αυτός σε μεγάλωσε! Α.Λ. Ναι, ναι, μην παραλείψεις να τα κάνεις όλα αυτά... Θα το εκτιμήσουν όλοι κι όνομα ωραίο θα σου βρουν, θα σε φωνάζουν «Βλίτο»!
24
Δ.Λ. Αντίθετα, στα γυμναστήρια θα λάμπεις δυνατός και δε θα περιφέρεσαι άσκοπα σαν τα σημερινά παιδιά χαζολογώντας και μπλέκοντας σ’ ανόητους καβγάδες! ΝΕΦ. Σοφά κι όμορφα μίλησες, Δάσκαλε! Ήταν καλότυχοι όσοι ζούσαν τότε! Τι θα πεις τώρα εσύ, ο κομψός και μοντέρνος; Πρέπει να βρεις όμορφα λόγια και καινούργια. Α.Λ. Δεν κρατιέμαι να τον συντρίψω! Προσέξτε πώς την εκπαίδευση που παίνεψε θα τινάξω στον αέρα. Με λένε λόγο Αδύνατο γιατί είμαι ο πρώτος που στο νόμο τ’ άνομο στο ηθικό τ΄ ανήθικο αντιτάσσω! Ξέρετε, όμως, πολύ καλά πως αξίζει πολύ χρυσάφι η ικανότητα να παίρνεις το αδύνατο και πρώτο να το βγάζεις, τ’άδικο να υποστηρίζεις και να κερδίζεις! Δ.Λ. Δε μας λες, όμως, πόσο άσχημος θα είναι ο κόσμος μας με τόση αδικία! Α.Λ. Σημασία δε σου δίνω και στο ζήτημα της γλώσσας προχωρώ! Οι νέοι λέει πως πρέπει να σιωπούν και μόνο ν΄ ακούνε. Εγώ λέω τ’ αντίθετο. Τη γλώσσα πρέπει να γυμνάζουν και ν΄ αυθαδιάζουν! Δ.Λ. Πού θα πάει ο κόσμος έτσι; Οι νέοι χωρίς πείρα και γνώση να οδηγούν και να μη δέχονται κουβέντα;
25
Α.Λ. Μίλησε κανείς; Λέει πως πρέπει οι νέοι φρόνιμοι να είναι κι ηθικοί. Να δυο κακά μεγάλα! Μήπως έχετε δει κανέναν να προκόβει με την ηθική; Δ.Λ. Πολλούς! Α.Λ. Ψάξε καλά και μην ξεχάσεις φακό να πάρεις όλους να τους βρεις! Σκέψου καλά, νεαρούλη μου, πως με την ηθική θα στερηθείς κάθε χαρά, ποτά, άλογα, φαγητά, διασκεδάσεις. Τότε, γιατί να ζεις, αν όλ΄αυτά τα χάσεις; Δ.Λ. Ακούστε τι ζωή προτείνει. Α.Λ. Ας πάμε, όμως και παρακάτω. Άνθρωπος είσαι, λάθη κάνεις, αμάρτησες, έκλεψες, ψευδομαρτύρησες... χάθηκες, καημένε μου, αν δεν μπορεί η γλώσσα σου την αλήθεια να στρεβλώσει! Αν εμένα ακούσεις, τίποτα δε θα σε σταματήσει και στη ζωή θα ορμάς χωρίς δεύτερη σκέψη. Δ.Λ. Κι αν όλα αυτά τα κάνει και κάποιου την οργή ξυπνήσει κι άγρια τον τιμωρήσει; Α.Λ. Πάλι στο τέλος με το λόγο θα γλιτώσει και τη δόξα θα κερδίσει. Δ.Λ. Τι στο τόσο άδικο και παρανοϊκό ν’ αντιτάξω; Με τρέλανε. Α.Λ. Είναι ανάγκη να ειπωθεί ποιος απ’ τους δυο έχει νικήσει;
26
ΣΤ. Παρ΄ τον κοντά σου, Δάσκαλε Σωκράτη. Γνώσεις δώσε του και τη γλώσσα ακόνισέ του για να κερδίζει δίκες μικρές μα και μεγάλες υποθέσεις. Σ. Ξεφτέρι θα σου τον κάνω. Φ. Ταλαίπωρο με βλέπω εγώ και κιτρινιάρη! ΝΕΦ. Πηγαίνετε! Στρεψιάδη πικρά θα μετανιώσεις! ΣΤ. Νέος μήνας ξεκινά, πάει το φεγγαράκι, νέο αρχινά! Τι ποιητικά που τα λέω τώρα που το καμάρι μου, ο Φειδιππιδάκης μου, το αγοράκι μου έμαθε να ξεγλιστρά από μπλεξίματα και δίκες! Καρφί δε μου καίγεται πια! Ας φωνάζουν οι δανειστές πως σε δίκη θα με σύρουν και θα με λιώσουν. Δε φοβάμαι, κύριοι! Πάω να καμαρώσω το γιόκα μου στην τάξη! Σ. Χαιρετώ σε, Στρεψιάδη! ΣΤ. Αντιχαιρετώ σε, Σωκρατάκη! Πιάσε πρώτα ένα δωράκι... Πρέπει να τον προσέχουμε το δάσκαλο των παιδιών, να είναι ευχαριστημένος! Πες μου τώρα, πώς το βλέπεις το καμάρι μου; Πώς πάει; Έμαθε το λόγο εκείνο; Έμαθε; Σ. Έμαθε! ΣΤ. Ω, παντοδύναμη απάτη, μεγάλη βασίλισσα, ευχαριστώ! Σ. Απ΄ όποια δίκη θέλεις μπορείς να ξεγλιστράς, τίποτα μη σε νοιάζει.
27
ΣΤ. Ακόμα κι αν μάρτυρες υπήρχαν όταν δανειζόμουν; Σ. Όσο πιο πολλοί οι μάρτυρες, τόσο πιο εύκολα θα ξεγλιστράς. Και χίλιοι να είναι αυτοί, εσένα μη σε νοιάζει. ΣΤ. Απ’ τη χαρά μου θέλω να φωνάξω! Κλάψτε τώρα, τοκογλύφοι μου! Ας κλάψουνε κι οι τόκοι σας και τα κεφάλαιά σας! Κανέναν σας δε φοβάμαι πια, σπούδασε ο γιόκας μου κι η γλώσσα του ροδάνι πάει. Θα τον λυτρώσει το φτωχό πατέρα απ’τα δεινά του. Φειδιππίδη, Φειδιππιδάκη, έλα έξω, αγοράκι μου, ήρθε ο μπαμπάς, ο πατερούλης... Σ. Να τος! Ορίστε το καμάρι σου! ΣΤ. Αχ το παιδί μου, έρχεται με αέρα σπουδασμένου, έχει το χρώμα το ωχρό του νεοκουλτουριάρη. Έλα, αγοράκι μου, σώσε με τώρα όπως κατάφερες και να με καταστρέψεις! Φ. Άνοιξέ μου, πατέρα την καρδιά σου, πες μου, τι φοβάσαι; ΣΤ. Το φεγγάρι. Φ. Το φεγγάρι; ΣΤ. Του μήνα τη μέρα τη στερνή μα και την πρώτη! Φ. Ποια είναι αυτή η στερνή και νέα μέρα; ΣΤ. Η μέρα που στα δικαστήρια θα βρεθώ. Φ. Έχασαν οι κατήγοροι! Δεν μπορεί μια μέρα δυο να γίνει! ΣΤ. Δεν μπορεί;
28
Φ. Μπορεί μια γυναίκα να είναι γριά μαζί και νέα; ΣΤ. Ο νόμος, όμως, λέει, αγοράκι μου... Φ. Θαρρώ κανείς δεν ξέρει τι ο νόμος εννοεί. ΣΤ. Τι εννοεί; Φ. Είδες; Ούτε κι εσύ γνωρίζεις. ΣΤ. Κράτα, παιδάκι μου τα λόγια σου τα σοφά για να κερδίζεις τις δίκες μου και μη τα χαραμίζεις να εξηγείς στο γέροντα τι λέει ο νόμος! Θα τραγουδά σε λίγο όλη η γειτονιά «Γεια σου χαρά σου Στρεψιάδη, ο πιο σοφός σε Γη και Άδη, συ που ΄κανες παιδάκι με μια γλώσσα ως τη Θράκη!» Τι καλή διάθεση που έχω! Έλα, γιόκα μου, σοφέ, έλα να φας καλά, σου αξίζει! ΑΜ. Αχ, αχ, αλίμονο. ΣΤ. Ποιος είναι αυτός που κλαίει; ΑΜ. Ο δυστυχής που του χρωστά ο γιος σου. Πες του να πληρώσει, έχω μεγάλη ανάγκη. ΣΤ. Δεν είσαι στα καλά σου. ΑΜ. Μου ΄φαγαν το βιος τ΄άλογα στον ιππόδρομο. Μ΄έφαγε το κακό μου πάθος. ΣΤ. Τι γκρινιάζεις τότε, αν το δικό σου πάθος φταίει;ΑΜ. Γκρινιάζω που θέλω τα λεφτά μου πίσω; Μήνυση θα σου κάνω κακομοίρη!
29
ΣΤ. Για πες μου, ξέρεις ποιος τη βροχή μας φέρνει; ΑΜ. Ούτε ξέρω ούτε μ΄ ενδιαφέρει. Να πάρω τα λεφτά μου πίσω μ΄ ενδιαφέρει. ΣΤ. Με τι μούτρα ζητάς να πάρεις τα λεφτά σου πίσω αν από μετεωρολογικά τίποτα δε σκαμπάζεις; ΑΜ. Τι ΄ναι αυτά που λες; Άκου, αν δεν έχεις όλο το ποσό, δώσε τουλάχιστον τους τόκους. ΣΤ. Πες μου, λοιπόν, η θάλασσα πότε ήταν πιο μεγάλη, τότε ή τώρα; ΑΜ. Τι με ρωτάς πάλι; Θαρρώ είναι η ίδια! ΣΤ. Κι αφού, βρε κουτέ, η θάλασσα δε μεγάλωσε με τόσους ποταμούς που προς τα εκεί κυλάνε, πώς είναι δυνατό να μεγαλώσουν με τόκους τα λεφτά σου; Φύγε από το σπίτι μου, δύστυχε αμαθή! ΝΕΦ. Πού οδηγεί η αγάπη του άδικου! Τούτος ο γέρος το αγάπησε και τριγύρω το σκορπίζει. Μα, πάνω σου ξαναγυρίζει. Κι αν τον Άδικο το λόγο του γιου τώρα παινεύει, θα δούμε σύντομα μουγκό γιο να γυρεύει! ΣΤ. Τρεχάτε συγγενείς και γείτονες! Βοήθεια! Ο ίδιος μου ο γιος με δέρνει! Δεν ντρέπεσαι, ανάγωγε, τον πατέρα σου να χτυπάς; Φ. Τον πατέρα μου χτυπώ, ναι!
30
ΣΤ. Τον ακούτε; Ομολογεί! Φ. Στις βρέχω για τα καλά! Άρπαξε άλλη μία! ΣΤ. Ξεδιάντροπε! Φ. Μ΄αρέσει να τ΄ακούω αυτά! ΣΤ. Πατροκτόνε! Φ. Τι όμορφα λόγια! Έχω δίκιο που σε δέρνω και θα σου το αποδείξω. ΣΤ. Πώς μπορείς, σιχαμένε, πως έχεις δίκιο που δέρνεις τον πατέρα σου ν΄ αποδείξεις; Φ. Εύκολα! ΣΤ. Τι λες, βρε αναίσχυντε; Είναι δίκαιο να δέρνεις εμένα που σε ανάθρεψα; Που τις ανάγκες σου μάντευα κι αμέσως ικανοποιούσα; Που ΄λεγες «μπου» και νερό σου ΄δινα, «μαμ» και το ψωμί ερχόταν, «κακά» κι αμέσως έξω σ΄έβγαζα, «νάνι» και να κοιμηθείς σου ΄χα ήδη στρώσει... Φ. Μ΄ έδερνες κιόλας τότε; ΣΤ. Από αγάπη κι έγνοια στις έβρεχα, ήθελα το σωστό να μάθεις. Φ. Είναι κακό να σ΄ αγαπώ κι εγώ, να νοιάζομαι και να στις βρέχω; Είναι τα παιδιά για παίδεμα θα πεις, μα εγώ σου λέω πως δυο φορές παιδιά είναι οι γέροι.
31
ΣΤ. Δε λέει πουθενά να δέρνει ο γιος τον πατέρα. Φ. Ό,τι λέγεται άνθρωπος το λέει κι ό,τι ορίζεται θνητός το ορίζει σαν κι εμάς. Μπορώ λοιπόν να βγάλω νέο νόμο, να δέρνουν τους γονιούς οι γιοι. Έτσι λοιπόν και τη μάνα πάω να δείρω! ΣΤ. Τι ΄ναι αυτά που λες, αγόρι μου; Λόγια ασυγχώρητα ξεστομίζεις! Φ. Κι αν σε πείσω με τον Άδικο το λόγο που μου ΄μαθε ο δάσκαλος Σωκράτης πως τη μάνα μου πρέπει να δείρω; ΣΤ. Αν με πείσεις γι΄ αυτό, τότε τίποτε άλλο δε σου μένει παρά να πάρεις το Σωκράτη σου και τον Άδικό σας Λόγο και στον γκρεμό να πέσετε παρέα. Να τι έπαθα, Νεφέλες μου, που εμπιστεύτηκα σε σας τα βάσανά μου! ΝΕΦ. Εσύ ο ίδιος ευθύνεσαι για ό,τι έχει γίνει. Εσύ το δρόμο διάλεξες τον άδικο και το στραβό! ΣΤ. Γιατί δε με συμβουλεύατε; Εμένα, άνθρωπο χωριάτη κι αφελή; ΝΕΦ. Όποιον βλέπουμε τ΄ άδικο ν΄ αγαπάει, στο δρόμο που διάλεξε αφήνουμε να συνεχίσει. Η αδικία που λατρεύει γρήγορα θα τον χτυπήσει. Όταν παθαίνει κανείς, τότε μαθαίνει! ΣΤ. Ω, Νεφέλες! Μου λέτε πράγματα σκληρά μα... τόσο δίκαια!
Κανάρη 33 & Αμοργού, 153 43 Αγ. Παρασκευή. Τηλ.: 2106396791