Γιάροσλαβ Χάσεκ
Ο καλός στρατιώτης Σβέικ
Διασκευή: Μαρία Μπουκάλα
Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός»
[1]
Ο καλός στρατιώτης Σβέικ 1. Η αφορμή ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Ριπές ανέμου. Ανάμεσά σας κρυφά περνάμε, δε σταματάμε, φεύγουμε, πάμε. Η Ειρήνη ή ο Πόλεμος δε μας αλλάζουν μήτε μας νοιάζουν. Δε μας ξαφνιάζουν. Όσα θα δούμε κι όσα ακούμε, γλυκά ή πικρά, θα σου τα πούμε. Θα διηγηθούμε. Είναι ανοιχτό το κινητό σου; Αμέσως σβήσ’ το και συγκεντρώσου! Επιμορφώσου. Σημεία και τέρατα και των καιρών σου εδώ θα βρεις. Έτοιμος ο θεατής! Μην κοιμηθείς! ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Σβέικ! ΣΒΕΪΚ: Κυρά Μουλάροβα! Τι τιμή! Το κατώφλι μας διαβαίνει κυρά τρανή! ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Σβέικ, άσε τις κολακείες, δεν τα ξεχνώ τα νοίκια που χρωστάς! Άσε τους ψύλλους και τα ψωρόσκυλα! Έχω νέα τρομερά! ΣΒΕΪΚ: Καθίστε ανυπερθέτως! Έχουμε ψύλλους, ζεστούς και άκρως τραγανούς, κοπιάστε!
[2]
ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Σβέικ, παράτα τα, τα ψωμολυσσασμένα κουτάβια! Μην τα ψειρίζεις πια πόσο θα τα πουλήσεις; Άκουσε, έμαθα νέα φοβερά! Μεγάλο κακό ψυλλιάζομαι! ΣΒΕΪΚ: Παρακαλώ καθίστε, ειδικότης μου οι ψύλλοι! ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Σβέικ, σκότωσαν το Φαρδυνάνδο! ΣΒΕΪΚ: Το Φαρδυνάνδο το χοντρό; Στο φαρμακείο, το βοηθό; Που των φαρμάκων σπάει τα μπουκαλάκια; Έχασε η πόλη γάιδαρο… ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Όχι Σβέικ αυτόν! ΣΒΕΪΚ: Το Φαρδυνάνδο το χοντρό; Στο δρόμο πάντα ξαπλωτό; Που των σκυλιών μετράει τα κουραδάκια; Έχασε κι η Βενετιά βελόνι! ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Όχι Σβέικ αυτόν! ΣΒΕΪΚ: Ποιον; Δεν ξέρω άλλον! ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Τον αρχιδούκα Φαρδυνάνδο! ΣΒΕΪΚ: Το Φαρδυνάνδο το χοντρό; Στην εξουσία αραχτό; Που με τον ιδρώτα μας κεντάει τα χρυσά του φανελάκια; Έχασε η πόλη γάιδαρο κι η Βενετιά βελόνι! ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Τι λες Σβέικ; Πρόκειται για τον αρχιδούκα, τον ξάδερφο του Μεγάλου Άρχοντα. ΣΒΕΪΚ: Του Μεγάλου Άρχοντα; Μα τότε το πράγμα αλλάζει. ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Φοβάμαι, Σβέικ, φοβάμαι πολύ, γι’ αρχή πολέμου μιλάνε… Λένε για πόλεμο μεγάλο. ΣΒΕΪΚ: Όσο σκαλίζεις τα όπλα, κυρα Μουλάροβα…
[3]
ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Τόσο το θάνατο σκορπάνε. Όπλα λογιών λογιών. Οι σφαίρες κυβερνάνε. Ριπές! Όχι ανέμου αυτές. Θανάσιμες. ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Μα, μέσα σ’ ένα λεπτό, έγινε το κακό και πάει ο Φαρδυνάνδος. ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Όσο η ζωή αργά και δύσκολα ξεδιπλώνεται στο χρόνο τρυφερή, ο θάνατος, απότομα απλώνεται, γοργά, σε μια στιγμή. ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Ένα περίστροφο να βάλει κάτω ολόκληρο αρχιδούκα; ΣΒΕΪΚ: Χίλιους μάς βάζει κάτω, ένα μονάχο από αυτά. ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Δε μας κοιτά. Οίκτο δε νιώθει. Τρύπες ανοίγει τόσες δα. Μικρές, στρογγυλές. Σκοτάδι αφήνει ή πληγές. Αμέτρητες, βαθιές.
[4]
2. Είναι μόνο η αρχή. Στη φυλακή! ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Στη φυλακή. Στη φυλακή. Όλοι οι «ύποπτοι» σ’ ένα κελί. Φαίνονται αθώοι, άνθρωποι απλοί μ’ αλλιώς τα βλέπει η ανώτατη αρχή. Είναι όλο μάτια, μόνο αυτιά, μυαλό ξουράφι, η εξουσία! ΣΒΕΪΚ: Έχουμε όλοι συλληφθεί εν ώρα πόσης στα καπηλειά; ΟΛΟΙ: Ναι! ΣΒΕΪΚ: Το αλκοόλ βλάπτει σοβαρά την υγεία! ΟΛΟΙ: Και την ελευθερία! ΣΒΕΪΚ: Η κατηγορία; ΟΛΟΙ: Φαρδυνάνδος. Αρχιδούκας. Δολοφονία. ΣΒΕΪΚ: Είμαστε ένοχοι; ΟΛΟΙ: Είμαστε αθώοι. ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Είναι αθώοι; Είναι αθώοι; ΣΒΕΪΚ: Εγώ δηλώνω ένοχος. Ξεστόμισα τη φράση: « Ο δύστυχος αρχιδούκας τώρα πια κάθεται εκ δεξιών». ΟΛΟΙ: Αυτό είναι κακό; ΣΒΕΪΚ: Δεν το είπα για κακό, για καλό το είπα! ΟΛΟΙ: Τότε πώς…; ΣΒΕΪΚ: Εγώ εννοούσα εκ δεξιών του πατρός, στον παράδεισο. ΟΛΟΙ: Μα, τότε πώς…;
[5]
ΣΒΕΪΚ: Εκείνοι κατάλαβαν εκ δεξιών του υιού, στο σταυρό. ΟΛΟΙ: Α, μα τότε πώς…; ΣΒΕΪΚ: Σαν το ληστή που ήταν εκεί! ΕΝΑΣ: Τότε κι εγώ δηλώνω ένοχος. Είπα: «Το σχέδιο μιας δολοφονίας είναι τόσο απλό όσο και το «αυγό του Κολόμβου». ΟΛΟΙ: Αυτό είναι κακό; ΕΝΑΣ: Το αυγό, θρεπτικό, ο Κολόμβος, δύσπεπτος. ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗΣ: Αν είναι έτσι κι εγώ δηλώνω ένοχος. Κατέβασα απ’ τον τοίχο του καπηλειού το πορτρέτο του Μεγάλου Άρχοντα που είχε γεμίσει μύγες. ΟΛΟΙ: Αυτό είναι κακό; ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗΣ: Το πορτρέτο όχι. Οι μύγες ναι. Έπειτα ξέχασα να το ξανακρεμάσω. Ζητούσαν οι πελάτες επειγόντως μπύρες. ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Χέρια έχει μόνο δυο. Ρημαδιό το καπηλειό. ΑΛΛΟΣ: Ε, λοιπόν κι εγώ δηλώνω ένοχος. Με ρώτησαν επίμονα κι ευγενικά μα εγώ… δεν γνώριζα τίποτα για το γεγονός! ΟΛΟΙ: Αυτό είναι κακό; ΑΛΛΟΣ: Όχι κακό. Ύποπτο. ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Τι να κάνει κι η αρχή; Πρέπει τον ένοχο να βρει. Όταν βρεθεί ο ένοχος, δε θα ‘χει πια καμία σημασία. Ο πόλεμος φτάνει, έρχεται, κρύβεται στη γωνία. Ο αρχιδούκας πέρασε, θα ξεχαστεί, δεν ήταν παρά η αφορμή. Όχι η αιτία.
[6]
ΣΒΕΪΚ: Ο πόλεμος είναι σίγουρος! Πρέπει να υπερασπιστούμε την τιμή του Μεγάλου μας Άρχοντα. Θ’ αρπάξουμε τα όπλα μας και θα τον υπερασπιστούμε. Μόνο δε θα τον αφήσουμε! Τον εχθρό θα νικήσουμε! ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗΣ: Κρατήσου, κύριος! Είμαστε ακόμα στη στενή!
[7]
3. Του «καλού στρατιώτη» η πιστοποίηση ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Ανάκριση. Κρίση κι απόκριση. Σύγκριση. Πρόκριση. Διάκριση. Στον ανακριτή μπροστά ο Σβέικ σκορπά χαμόγελα. ΣΒΕΪΚ: Καλησπέρα πέρα ως πέρα! ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ: Μην παριστάνεις το χαζό. Δεν πιάνει. ΣΒΕΪΚ: Πού το ξέρετε, κύριε ανακριτά; ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ: Ποιο; ΣΒΕΪΚ: Πως έχω επίσημο πιστοποιητικό βλακείας. ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ: Τι λες; ΣΒΕΪΚ: Βεβαίως, αγαπητέ κύριε. Απολύθηκα από το στρατό ως επισήμως ηλίθιος. ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ: Κατηγορείσαι για εσχάτη προδοσία και για τη δολοφονία του αρχιδούκα. ΣΒΕΪΚ: Εγώ, κύριε ανακριτά, είπα απλώς πως θα κάθεται τώρα πια εκ δεξιών ο Φαρδυνάνδος. ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ: Άρα το παραδέχεσαι! Φόνος εκ προμελέτης. Ομολόγησε πως σκέφτηκες αρχικά να κρεμάσεις τον αρχιδούκα στο σταυρό αλλά απέρριψες την ιδέα ως εξαιρετικά χρονοβόρα κι έπειτα αποφάσισες να τον σκοτώσεις εν ριπή οφθαλμού; ΣΒΕΪΚ: Μα εγώ σκέφτηκα μόνο τον αρχιδούκα στον παράδεισο. ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ: Τι λέει αυτός; Είναι τρελός. Πάρτε τον, από γιατρούς περάστε τον!
[8]
ΣΒΕΪΚ: Ναι, μα μην αργήσουμε πολύ. Σαν ξεσπάσει πόλεμος, πρέπει να τρέξω στην πρώτη γραμμή. ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ: Αν βιάζεσαι, τότε υπόγραψε αυτό το χαρτί. ΣΒΕΪΚ: Μικρό τ’ όνομα μου, σχεδόν μια γραμμή. Έτοιμο αμέσως! ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ: Αύριο, θα παρουσιαστείς στο δικαστή. Θα περάσεις από δίκη. Υπέγραψες: αι αναγραφόμεναι κατηγορίαι εναντίον μου τυγχάνουν αληθείς. ΣΒΕΪΚ: Τύχη βουνό μα την αλήθεια να έχω την ευκαιρία χρήσιμος στο Μεγάλο Άρχοντα να φανώ ο ταπεινός εγώ. Ο εχθρός δεν περιμένει. Χρειάζεστε να υπογράψω και τίποτε άλλο; ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ: Πάρτε τον! Είναι θεοπάλαβος! ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Το δυστυχή! Γαλάζιο βλέμμα, γλυκιά φωνή, καρδιά χρυσή! ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Ο κύριος Σβέικ; ΣΒΕΪΚ: Σίγουρα ο Σβέικ, κύριε δικαστά. Σβέικ εγώ, Σβέικ ο πατέρας μου, Σβέικ κι η μάνα μου, η κυρα Σβέικ. ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Μμμ, σαν πολύ βαριές μου φαίνονται οι κατηγορίες εις βάρος σας. Μήπως οι αγαπητοί κύριοι στην αστυνομία σάς πίεσαν λιγάκι παραπάνω; ΣΒΕΪΚ: Εγώ τους πίεσα, κύριε δικαστά. Ο χρόνος πιέζει. Ο εχθρός δεν περιμένει. ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Κύριε Σβέικ, νιώθετε καλά; ΣΒΕΪΚ: Άριστα, μόνο μια ελαφριά ακράτεια και τα γνωστά ρευματικά.
[9]
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Θα είχατε αντίρρηση να σας εξέταζαν οι γιατροί; ΣΒΕΪΚ: Α, να μην τους βάλουμε σε κόπο. Επιστήμονες άνθρωποι έχουν πολλά στο νου τους. ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Βλέπω στην έκθεση της αστυνομίας πως δηλώσατε ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτός. ΣΒΕΪΚ: Τον περιμένουμε από στιγμή σε στιγμή, εκλαμπρότατε. ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Αισθάνεστε συχνά να απειλείστε; Να θέλουν να σας σκοτώσουν; Μήπως υποφέρετε από μανία καταδιώξεως θέλω να πω; ΣΒΕΪΚ: Μια φορά μόνο που με κυνηγούσε η σπιτονοικοκυρά μου για τα χρωστούμενα! Πάει καιρός! ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Τώρα; ΣΒΕΪΚ: Τώρα βαρέθηκε, δε με κυνηγά. ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Τρεις οι γιατροί, με άσπρες μπλούζες, σοβαροί. Συμφωνούν πως διαφωνούν και περιμένουν. ΣΒΕΪΚ: Κύριοι, επιτέλους ένα ωραίο και ζωηρόχρωμο πορτρέτο του Μεγάλου Άρχοντα. Ζήτω ο Μεγάλος Άρχοντας! Ζήτω ο Μεγάλος Άρχοντας! Ο θεός να μου κόβει χρόνια και να του δίνει μέρες! ΓΙΑΤΡΟΣ 1: Κύριε Σβέικ, μπορείτε να μετρήσετε την περίμετρο της γης; ΣΒΕΪΚ: Σε ογδόντα μέρες. ΓΙΑΤΡΟΣ 2: Κύριε Σβέικ, πιστεύετε στη συντέλεια του κόσμου; ΣΒΕΪΚ: Άντε να τη δούμε και να μην την πιστέψουμε. ΓΙΑΤΡΟΣ 3: Κύριε Σβέικ, 12.897 Χ 13.863;
[10]
ΣΒΕΪΚ: 729 ακριβώς, κύριοι. ΓΙΑΤΡΟΣ 1: Αρκετά, μπορείτε αν φύγετε! ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Από την πρώτη του Σβέικ κραυγή, το πόρισμα είχε βγει. ΓΙΑΤΡΟΙ: Οι κάτωθι υπογεγραμμένοι επιστήμονες ιατροί βεβαιώνουμε επισήμως τον χαρακτηρισμόν του Σβέικ ως ηλιθίου, λαβόντες υπ’ όψιν ότι ούτος εξέβαλεν κραυγάς: «Ζήτω ο Μεγάλος Άρχοντας! Ζήτω ο Μεγάλος Άρχοντας! Ο θεός να μου κόβει χρόνια και να του δίνει μέρες!» ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Έτοιμη κι αυτή, του «καλού στρατιώτη» η πιστοποίηση.
[11]
4. Ο Σβέικ πάει στον πόλεμο ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Εχθρικές δυνάμεις τη χώρα κυκλώνουν. Στα σύνορα φτάνουν και παράστημα ορθώνουν. Στην κρίσιμη τούτη στιγμή, παρατάσσονται όλοι στην πρώτη γραμμή. Νέοι, γέροι απόστρατοι. Ανοιχτομάτηδες, στραβοί, έξυπνοι, εξυπνάκηδες μα και χαζοί. ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Σβέικ, έχεις γράμμα. ΣΒΕΪΚ: Αχ, κυρα Μουλάροβα, αχ, τα γονατάκια μου, πονάω ο δυστυχής. ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Κουράγιο, Σβέικ, ίσως χρειαστεί να μείνεις στο κρεβάτι μερικές ακόμα μέρες. Βάζεις τις αλοιφές σου; ΣΒΕΪΚ: Τι να μου κάνουν οι αλοιφές; Γέρασα εγώ, γέρασαν και τα ποδάρια μου μαζί. ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Ορίστε, να, πάρε το γράμμα σου. ΣΒΕΪΚ: Υπουργείο Εθνικής Αμύνης με σφραγίδα διπλή; ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Όρθιος τώρα το δωμάτιο οργώνει, τα ποδάρια ξεχνά, περηφάνεια φουσκώνει. Το Υπουργείο Αμύνης το Σβέικ καλεί και στο φάκελο έχει σφραγίδα διπλή. ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Μην ταράζεσαι τόσο, Σβέικ και τα πόδια σου μην κουράζεις. ΣΒΕΪΚ: Φεύγω για το μέτωπο! ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Το μέτωπο; Τι θα πας να κάνεις εσύ στο μέτωπο, γιόκα μου; Εσύ δεν μπορείς ούτε ν’ αλλάξεις μέτωπο στο κρεβάτι από τους πόνους. ΣΒΕΪΚ: Πάω να πολεμήσω!
[12]
ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Τρελάθηκες, παιδί μου; ΣΒΕΪΚ: Ο Μεγάλος Άρχοντας τα βρήκε σκούρα και με καλεί. Κατάλαβες, κυρα Μουλάροβα; Αυτοπροσώπως ο Μεγάλος Άρχοντας εμένα καλεί. Εμένα τον καλό στρατιώτη Σβέικ. Το λέει καθαρά, με χρειάζεται. Μ’ έχει ανάγκη. ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Μα παιδί μου, εσύ, είσαι ολότελα πιασμένος με δυσκολία κατεβαίνεις απ’ το κρεβάτι. ΣΒΕΪΚ: Αν εξαιρέσεις τα πιασμένα ποδάρια μου, ο υπόλοιπος είμαι μια χαρά. Το σώμα μου θα προτάξω στα κανόνια. Για χάρη του Μεγάλου Άρχοντα. ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Και πώς θα φτάσεις στο μέτωπο, γιε μου; ΣΒΕΪΚ: Με αναπηρικό καροτσάκι. Δε μου φτάνει ο παράς μου να πάρω δικό μου αλλά θα δανειστώ απ’ το ζαχαροπλάστη, έχει ένα απ’ τον καιρό που ήταν ανάπηρος ο μακαρίτης πια παππούς του. Θα του ζητήσω και τα δεκανίκια και κούτσα κούτσα, στην ώρα μου θα φτάσω, κυρα Μουλάροβα, θα δεις. Αρκεί να υπάρχει θέληση. ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Αχ, παιδί μου, πριν λίγο καιρό σ’ έβαλαν φυλακή για λόγο ασήμαντο. ΣΒΕΪΚ: Μου δίδαξαν πως ένας καλός πολίτης πρέπει να προσέχει τι λέει. ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Ύστερα γύρισες κρατώντας ένα άλλο γράμμα που βεβαίωνε επισήμως τον χαρακτηρισμό σου ως ηλιθίου. Σβέικ, οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν πως είσαι χαζός! ΣΒΕΪΚ: Μην μπερδεύεσαι, κυρα Μουλάροβα. Η επιστολή εκείνη βεβαίωνε κυρίως πως ως καλός στρατιώτης κραύγασα: «Ζήτω ο Μεγάλος
[13]
Άρχοντας! Ζήτω ο Μεγάλος Άρχοντας! Ο θεός να μου κόβει χρόνια και να του δίνει μέρες!» ΚΥΡΑ ΜΟΥΛΑΡΟΒΑ: Τώρα οι ίδιοι βεβαιώνουν το χαρακτηρισμό σου ως ηλιθίου καλού στρατιώτη μα εσύ, δίχως δεύτερη σκέψη, περήφανος για το μέτωπο κινάς. ΣΒΕΪΚ: Με χρειάζεται η πατρίδα… ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Στο μέτωπο χρειάζονται κορμιά! Ζουμερή τροφή για τα κανόνια. Με δεκανίκια ή χωρίς, πρέπει στρατιώτης να φανείς. Στην καρδιά του Μεγάλου Άρχοντα ξυπνά η αγάπη. Γυρεύει άνθρωπο να του φυλά την πλάτη. Επίστρατος κι ο απόστρατος. Στο πέτο του λουλούδια και στη μεγάλη του καρδιά τραγούδια. Γυαλισμένο το πηλήκιο λάμπει κάτω απ’ τον ήλιο. Η κλωστούλα της ζωής τρέμει στον άνεμο σαν φύλλο. Καλό δρόμο, καλέ στρατιώτη! Καλή αντάμωση, στρατιώτη Σβέικ!
[14]
5. Στον «προθάλαμο» του μετώπου ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Γέμισαν οι θάλαμοι, ξεχείλισαν οι προθάλαμοι. Το στρατιωτικό νοσοκομείο βουλιάζει από πλήθος που στενάζει, ασθενείς, κοπανατζήδες, λουφαδόροι κι αφελείς. ΑΡΧΙΑΤΡΟΣ: Στα κρεβάτια σας όλοι, ρεμάλια! Αρχιδούκισσα, χήρα Φαρδυνάνδου, εν όψει. Αριστοκράτισσα κι αλλοδαπή. Σκεπαστείτε καλά. ΑΣΘΕΝΗΣ: Άρχισαν οι φιλανθρωπικές στρατολογήσεις. ΑΡΧΙΑΤΡΟΣ: Τα χέρια σας κι η γλώσσα σας κοντά και τα ποδάρια μέσα. Χάσαμε τον Αρχιδούκα, μη χάσουμε κι εκείνη από ασφυξία, αλίμονό σας! Μας έχει έρθει από το εξωτερικό! ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Άρρωστοι, βαριά άρρωστοι, πνιγμένοι που απ’ τα μαλλιά τους πιάνονται, της γης δυστυχισμένοι. Όλοι μέσα εκεί. Συνωστισμός και ταραχή. Την ώρα της κρίσης με τρόμο αναμένουν, αρρώστια ή μέτωπο το δίλημμα, τη λύση περιμένουν. ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ: Πώς ονομάζεσαι εσύ, γκενναίο στρατιώτο; ΣΒΕΪΚ: Σβέικ, αρχιδούκισσα, Σβέικ εγώ κι όλο μου το σόι Σβέικ! ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ: Καλό στρατιώτο Σβέικ; ΣΒΕΪΚ: Καλός στρατιώτης, Αρχιδούκισσα. ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ: Γκιατί εντώ κι όκι μέτωπο; ΣΒΕΪΚ: Παρουσιάστηκα, Αρχιδούκισσα με το αναπηρικό καροτσάκι του μακαρίτη του παππού του ζαχαροπλάστη και μ΄ έστειλαν εδώ ενώ εγώ πήγαινα γραμμή για το μέτωπο.
[15]
ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ: Εγκώ φέρει κοτοπούλι γκια καλό στρατιώτο. Όλο καλό στρατιώτο. Φάει, πόνο περνάει, πολέμι πάει. ΑΣΘΕΝΗΣ: Θα κρατήσω το πρώτο ρήμα. ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ: Πάρει όλο καλό στρατιώτο. Να, πάρει κοτοπούλι, φάει! ΑΣΘΕΝΗΣ: Τώρα μιλάει σωστά. ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ: Να, πάρει κρασί, πιει. ΑΣΘΕΝΗΣ: Τώρα μιλάει σωστότερα. ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ: Να, πάρει τσιγκάρο γκαπνίσει. ΑΣΘΕΝΗΣ: Άγγιξε την τελειότητα. ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Ορμούν, το άδειο στομάχι, γεμίζουν. Τον πόλεμο ξεχνούν και χαρά πλημμυρίζουν. ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ: Έφαγκε; ΑΣΘΕΝΕΙΣ: Ναι! ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ: Ήπιε; ΑΣΘΕΝΕΙΣ: Ναι! ΑΡΧΙΣΟΥΚΙΣΣΑ: Γκάπνισε; ΑΣΘΕΝΕΙΣ: Ναι! ΑΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ: Τέλει και τσοκολάτο; ΑΣΘΕΝΕΙΣ: Ναι! ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ: Φκαριστήτηκε;
[16]
ΑΣΘΕΝΕΙΣ: Ναι! ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ: Πάει τώρα ντυτεί, αρρώστια ξεκάσει και στην πρώτη γκραμμή. ΑΣΘΕΝΗΣ: Το ‘ξερα εγώ πως ξινό θα μας βγει. ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ: Γκεια σου καλό στρατιώτο! Καλό πολέμι! ΣΒΕΪΚ: Πάμε στο μέτωπο όλοι μαζί! Ο Μεγάλος Άρχοντας μάς καλεί! ΑΡΧΙΑΤΡΟΣ: Σβέικ, πάψε! ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, κύριε Αρχίατρε! Ο καλός στρατιώτης δεν πρέπει να μιλά, μονάχα σφαίρες να τραβά και όπλο να σηκώνει. ΑΡΧΙΑΤΡΟΣ: Κατεργάρη, τον πόλεμο νομίζει η αφεντιά σου ότι είναι ικανή να γελοιοποιήσει; Ήθελα να ‘ξερα τι σκέφτεσαι! ΣΒΕΪΚ: Λαμβάνω την τιμή ν’ αναφέρω ότι δε σκέφτομαι τίποτε απολύτως. ΑΡΧΙΑΤΡΟΣ: Για χαζό με περνάς; Για εξήγησέ μου τι σημαίνει πως δε σκέφτεσαι τίποτα. ΣΒΕΪΚ: Λαμβάνω την τιμή ν’ αναφέρω πως γνωρίζω καλά ότι ο καλός στρατιώτης δεν πρέπει να σκέφτεται. Ο καλός στρατιώτης πρέπει να εκτελεί. Ο ανώτερός του σκέφτεται. Αν όλοι οι στρατιώτες σκέφτονταν… ΑΡΧΙΑΤΡΟΣ: Γρήγορα στο μέτωπο! Ετούτος εδώ νομίζει πως θα του επιτρέψουμε να μας περιγελά με τη φάρσα του. ΣΒΕΪΚ: Ο Μεγάλος Άρχοντας μάς καλεί! Πάμε στο μέτωπο όλοι μαζί!
[17]
ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Όλοι! Κουτσοί, στραβοί, φυματικοί… κρίνονται όλοι ικανοί! Ικανοί διά ένοπλον υπηρεσίαν. Σαν η πατρίδα καλεί, πάσα ασθένεια υποχωρεί.
[18]
6. Ανάθεση στρατιωτικής υπηρεσίας ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Τα πόδια, τα πρησμένα στο μέτωπο θα φτάσουν. Τ’ αρθριτικά στον πόλεμο θα μπουν και θα τον ξεπεράσουν. Σε άξιου Υπολοχαγού την πλήρη υπηρεσία, τα πονεμένα πόδια αποκτούν καινούργια αξία. Κάθε αξιωματικός έχει μια ορντινάντσα, απ’ το βοηθό του Μεγαλέξανδρου έως το Σάντσο Πάντσα. Το πόστο είναι καίριο, εμπιστευτικό και εν καιρώ πολέμου άκρως τιμητικό. ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Όρθιο το κορμί. ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Προοο-σοχή! Σου μιλάει ανώτερος αξιωματικός. ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Χμ! Αρβύλες κακογυαλισμένες. ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Μάλιστα; ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Χιτώνιο αμφιβόλου καθαριότητος. ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Μετρώ πέντε κουμπιά. ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Αυτό λέω κι εγώ μάλιστα. Τα χιτώνιά σας έχουν έξι κουμπιά. ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ!
[19]
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Μάλιστα; Λείπει κουμπί, αυτό σημαίνει φυλακή! ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Λείπει κουμπί; Στη φυλακή! Αυτή είν’ η αρχή της αταξίας. Παράλειψη μεγίστης σημασίας! ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Θα τιμωρηθείς αυστηρά. ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Στην υπηρεσία μου χρειάζομαι στρατιώτη. ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Σε διατάζω να σταματήσεις τα μάλιστα Υπολοχαγέ! ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Παιδί μου, είσαι μειωμένης αντιλήψεως; ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Μάλιστα; Είσαι χαζός; ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Παραδέχεσαι δηλαδή ότι είσαι βλάκας; ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! Με πιστοποιητικό. ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Με πιστοποιητικό; ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Θα σου έδινα πέντε μέρες φυλακή μόνο και μόνο για το κουμπί. Θέλω όμως ένα τσάι, βρασμένο έξι λεπτά, σερβιρισμένο στα δύο τρίτα του ποτηριού με δύο μπισκότα με χαμηλά λιπαρά σ’ ένα
[20]
μικρό πιατάκι δίπλα στο τσάι. Κατάλαβες; Πειθαρχία και χαμηλά λιπαρά. Σύντομα θα είμαι στο μέτωπο. ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Ήθελα να ‘ξερα τι κατάλαβες! ΣΒΕΪΚ: Πως θέλετε μπισκότα με χαμηλά λιπαρά, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Μπράβο, λες κι ολόκληρες φράσεις. ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Άντε πάλι! Φέρε μου γρήγορα ό,τι σου ζήτησα. ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Τι περιμένεις έτσι τεντωμένος σαν το ξύλο; ΣΒΕΪΚ: Στέκομαι προσοχή, κύριε Υπολοχαγέ, μου μιλάει ανώτερος. Είμαι στρατιώτης στην υπηρεσία σας. Πειθαρχία! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Ανάπαυση και τσάι, Σβέικ! Δεν αντέχω άλλο. ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Ο δύστυχος καλός στρατιώτης νιώθει τη σκέψη του τον υπολοχαγό να παρακούει! Να τη διώξει προσπαθεί λες κι ο Μεγάλος Άρχοντας ακούει. Αυτή η σκέψη του χρειάζεται νέο πιστοποιητικό βλακείας. Να την κρατήσει προσπαθεί μετά μεγίστης βίας. Χαμηλά λιπαρά ο αξιωματικός, άδειο στομάχι ο λαός. Σκέψη απλή. Σκέψη κουτή. Δεν είναι σκέψη καλού στρατιώτη αυτή!
[21]
7. Πορεία προς το μέτωπο: στο σταθμό των τρένων ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Να ΄τος! Στο σταθμό κορδωτός και στητός. Ένας στρατιώτης
καλός.
Περιμένει.
Βαριανασαίνει.
Επιμένει.
Ο
Υπολοχαγός; Εμπρός! Πού είναι αυτός; Ο Υπολοχαγός; Σε μια αφίσα στον τοίχο στη γραμμή ο στρατός. Ο εχθρός ζωγραφιστός, καρφωμένος στον τοίχο με τα χέρια ψηλά, ξιφολόγχη δική μας τον διαπερνά. ΛΟΧΑΓΟΣ: Προοο-σοχή! ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΛΟΧΑΓΟΣ: Μάλιστα, Λοχαγέ! Τι κοιτάς στρατιώτη; ΣΒΕΪΚ: Την αφίσα μας, Υπολοχαγέ! ΛΟΧΑΓΟΣ: Λοχαγέ! Χαζεύεις; ΣΒΕΪΚ: Λαμβάνω την τιμή ν’ αναφέρω ότι μάλιστα χαζεύω, Υπολοχαγέ! ΛΟΧΑΓΟΣ: Λο-χα-γός! Χαζεύει ο καλός στρατιώτης; Χαζεύει κι ο εχθρός παραμονεύει; ΣΒΕΪΚ: Λαμβάνω την τιμή ν’ αναφέρω ότι μάλιστα ο εχθρός παραμονεύει, Υπολο… Λοχαγέ! ΛΟΧΑΓΟΣ: Έτσι! Αλλά εσύ εξακολουθείς να χαζεύεις. ΣΒΕΪΚ: Εξακολουθώ. Τον Υπολοχαγό μου περιμένω, Λοχ… Υπολοχ… Λοχαγέ! ΛΟΧΑΓΟΣ: Είσαι ορντινάντσα δηλαδή; ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ!
[22]
ΛΟΧΑΓΟΣ: Λοχαγός, στρατιώτη, Λο-χα-γός! Λοχαγός, Λοχαγός, Λοχαγός! Για πες μας λοιπόν στρατιώτη που χαζεύεις, σου αρέσει η αφίσα του στρατού μας; ΣΒΕΪΚ: Λαμβάνω την τιμή ν’ αναφέρω πως πρέπει να διορθωθεί η αφίσα, Λοχαγέ. ΛΟΧΑΓΟΣ: Ο στρατός μας έκανε λάθος, στρατιώτη; Και το βρήκες εσύ; ΣΒΕΪΚ: Ο ζωγράφος έκανε λάθος, Υπολοχαγέ, ο στρατός μας ποτέ! ΛΟΧΑΓΟΣ: Λοχαγός! Θέλεις να σε στείλω στη φυλακή; Και πού βρήκες το λάθος εσύ στρατιώτη; ΣΒΕΪΚ: Ο στρατός μας τον εχθρό διαπερνά με την ξιφολόγχη ενώ ο εχθρός έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά, έχει παραδοθεί. Έπρεπε αιχμάλωτο να τον πάρει ο στρατός μας. Οι συνθήκες… ΛΟΧΑΓΟΣ: Θα μας μάθεις εσύ τον πόλεμο, στρατιώτη; Θα μας μάθεις εσύ τις συνθήκες; Ο εχθρός είναι ο Εχθρός. Λυπάσαι τον εχθρό; Θέλεις να σε στείλω στην κρεμάλα; ΣΒΕΪΚ: Όχι, Λοχαγέ μου, να, εγώ την ξιφολόγχη λυπάμαι που τελικά καρφώνεται στον τοίχο. Δημόσια περιουσία, του την εμπιστεύτηκε ο στρατός μας, δεν μπορεί να την στραπατσάρει έτσι ο αδέξιος στρατιώτης. ΛΟΧΑΓΟΣ: Θέλεις να πεις πως ο στρατιώτης του στρατού μας δεν είναι καλά εκπαιδευμένος; Θέλεις να σε στείλω στο απόσπασμα; Θέλεις να σε χαρακτηρίσω προδότη; ΣΒΕΪΚ: Ο ζωγράφος έφτιαξε έναν αδέξιο στρατιώτη, Λοχαγέ! Ο στρατιώτης του στρατού μας δεν είναι αδέξιος, είναι επιδέξιος!
[23]
Ολότελα
επιδέξιος!
Σκέφτομαι
μόνο
τη
στραπατσαρισμένη
ξιφολόγχη… τους φόρους μας, το υστέρημά μας που την πληρώσαμε… ΛΟΧΑΓΟΣ: Φτιάχνουμε όπλα για πόλεμο, στρατιώτη. Ο πόλεμος γεννά τα όπλα. ΣΒΕΪΚ: Ή τα όπλα γεννούν τον πόλεμο… ΛΟΧΑΓΟΣ: Δεν σ’ άκουσα καλά, στρατιώτη. Τι είπες; ΣΒΕΪΚ: Λαμβάνω την τιμή ν’ αναφέρω πως αναρωτήθηκα για μια μόνο στιγμή αν η κότα γεννά το αυγό ή το αυγό την κότα, Λοχαγέ! ΛΟΧΑΓΟΣ: Ποιο αυγό, στρατιώτη, ποια κότα; Είσαι χαζός; ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Λοχαγέ, έχω και πιστοποιητικό βλακείας αλλά τώρα δεν το έχω πρόχειρο προς επίδειξη. Το κράτησε ο Υπολοχαγός μου. ΛΟΧΑΓΟΣ: Ανάπαυση, στρατιώτη. Δε θα χάσω άλλο χρόνο μαζί σου! Ανάπαυση! Φύγε από μπροστά μου κι εσύ κι η κότα σου και το αυγό σου! ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ. ΛΟΧΑΓΟΣ: Στρατιώτη! Χάσου απ’ τα μάτια μου! ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Ο Λοχαγός φρονήματα εξετάζει κι η ματιά του φαρμάκι στάζει. Την κουβέντα αρχίζει, τα πιστεύω ψαρεύει, με κακία αφρίζει, προδότες γυρεύει. Ο Σβέικ πέρασε ανέγγιχτος τη σφοδρή καταιγίδα, κρατούσε σφιχτά της βλακείας την αιγίδα.
[24]
8. Πορεία προς το μέτωπο: Στο τρένο ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Το τρένο σφυρίζει. Το στομάχι του Σβέικ η πείνα θερίζει. Ο Υπολοχαγός θυμωμένος άγρια αφρίζει. Μια βαλίτσα λιγότερη ο Σβέικ συγυρίζει. Τουτ! Τουτ! Ξεκινάνε. Στο μέτωπο πάνε. Στο κουπέ β΄ θέσης ο Υπολοχαγός νυστάζει. Δίπλα του ένας σοφός τα νέα διαβάζει. Ο Σβέικ, ταπεινός, στο διάδρομο στέκεται ορθός. ΣΒΕΪΚ: Κύριε Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Τι θέλεις, Σβέικ; Πάνω που τον έπαιρνα γλυκά γλυκά κι είχα χρυσή παρέα! Πίσω πάλι εδώ στη χοντρομουτσουνάρα σου, να μου θυμίζει πως πολυλογώντας, έχασες τα πράγματά μου στο σταθμό. Ορντινάντσα να σου τύχει! ΣΒΕΪΚ: Λαμβάνω την τιμή ν’ αναφέρω πως δεν έχασα τη βαλίτσα αλλά κάποιος την έκλεψε. ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Την έκλεψε ενώ την είχες υπό την επιτήρησή σου, λεβέντη μου, μπράβο! ΣΒΕΪΚ: Λαμβάνω την τιμή ν’ αναφέρω πως μου απέσπασε την προσοχή ο Λοχαγός που χρειάστηκε τη γνώμη μου σχετικά με μία αφίσα. ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Και τι είσαι εσύ Σβέικ; Κατευθείαν από την Μποζ Άρ στο Παρίσι μας ήρθες και χρειάστηκε τη γνώμη σου ο Λοχαγός για την αφίσα; Η δουλειά σου, Σβέικ, δεν είναι να κοιτάζεις τις αφίσες αλλά τις βαλίτσες. Πάνε οι σκελέες μου. Όλες, πάνε! Ξεβράκωτος πάω στον πόλεμο! ΣΒΕΪΚ: Υπολοχαγέ μου, λαμβάνω την τιμή ν’ αναφέρω πως οι σκελέες μου είναι στη διάθεσή σας!
[25]
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Οι σκελέες σου Σβέικ είναι από τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Αλλά βέβαια, φυσικό είναι, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κ… ΕΠΙΒΑΤΗΣ: Κ… κάντε επιτέλους λίγη ησυχία! Δεν μπορείτε να φωνάζετε τα προσωπικά σας εδώ μέσα! Είναι τρένο κι έχουμε δικαίωμα στην ησυχία. ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Σας οφείλουμε μία συγγνώμη, κύριε… ΣΒΕΪΚ: Πουρμπουαρέκ! Δεν είστε ο κύριος Πουρμπουαρέκ, ο ταμίας της Τράπεζας Ωμέγα; Σας γνώρισα από τον τρόπο που αντανακλά η φαλάκρα σας τον ήλιο αυτού του υπέροχου πρωινού. Όπως τότε στο καπηλειό! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Σβέικ! ΕΠΙΒΑΤΗΣ: Στο καπηλειό; ΣΒΕΪΚ: Δε θυμάστε τότε που τα πίνατε τα μεσημέρια στο καπηλειό στη γωνία; ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Σβέικ! ΕΠΙΒΑΤΗΣ: Που τα πίναμε; ΣΒΕΪΚ: Εσείς τα πίνατε, όχι εμείς και μάλιστα τα τσούζατε! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Σβέικ! ΕΠΙΒΑΤΗΣ: Τα τσούζαμε; ΣΒΕΪΚ: Όχι εμείς, εσείς τα τσούζατε! Έπειτα δίνατε τα καλύτερα πουρμπουάρ με τα λεφτά που περίσσευαν από το κακό μέτρημα των καταθέσεων των πελατών.
[26]
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Σβέικ! ΕΠΙΒΑΤΗΣ: Κακό μέτρημα; ΣΒΕΪΚ: Καθόλου δεν είχε σημασία το κακό μέτρημα γιατί με το ποτό το χρήμα ανακυκλωνόταν. Καθόλου μην ανησυχείτε γι’ αυτό! Γι’ άλλο πρέπει ν’ ανησυχείτε. ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Σβέικ! ΕΠΙΒΑΤΗΣ: Μπα, για ποιο; ΣΒΕΪΚ: Ξέρετε, διάβαζα πως ο κάθε άνθρωπος έχει 60.000 με 70.000 χιλιάδες τρίχες στο κεφάλι του. ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Σβέικ! ΕΠΙΒΑΤΗΣ: Και τι σημαίνει αυτό; ΣΒΕΪΚ: Εσείς πρέπει να έχετε στο κεφάλι σας λιγότερες από τις μισές! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Σβέικ, κατέβα να πάρεις ένα σουβλάκι στο σταθμό. ΕΠΙΒΑΤΗΣ: Λιγότερες από τις μισές; Και γιατί πρέπει ν’ ανησυχώ; ΣΒΕΪΚ: Λένε πως οι λίγες τρίχες είναι σημάδι κάποιας διανοητικής ανωμαλίας! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Πήγαινε πάρε ένα σουβλάκι, Σβέικ… με πίτα! ΕΠΙΒΑΤΗΣ: Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Το μαύρο του βγάζει παλτό και στους ώμους του λάμπουν αστέρια οκτώ! ΣΒΕΪΚ: Σσσστρατηγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Σσσσστρατηγέ!
[27]
ΕΠΙΒΑΤΗΣ: Τσακιστείτε από μπροστά μου κι οι δυο με τις σκελέες και τα σουβλάκια σας! Πώς να κερδίσουμε το πόλεμο με τέτοιους ανόητους; ΣΒΕΪΚ: Σσσσσουβλάκι, Στρατηγέ μου; ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Σσσσβέικ! ΕΠΙΒΑΤΗΣ: Στην πρώτη γραμμή του μετώπου κι οι δυο! ΣΒΕΪΚ: Να σε φιλήσω, Στρατηγέ μου! Εγώ στην πρώτη γραμμή του μετώπου γύρευα να πάω! Πόσο μάλον ο Υπολοχαγός, που είναι και Υπολοχαγός! ΕΠΙΒΑΤΗΣ: Παιδί μου είσαι χαζός; ΣΒΕΪΚ: Με δίπλωμα, Στρατηγέ μου! Να, εδώ το έχει ο Υπολοχαγός! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Σσσσβέικ! ΕΠΙΒΑΤΗΣ: Ο Υπολοχαγός! Τς! Να παρακαλά να έχει δίπλωμα κι αυτός! Δρόμο τώρα! ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Ο Υπολοχαγός, ρίγος νιώθει στη ραχοκοκκαλιά του! Μαζί με τις σκελέες του, χάνει τα λογικά του. Στην πρώτη γραμμή, αύριο την αυγή, μοιάζει μ’ εκτέλεση σωστή! ΣΒΕΪΚ: Τα καταφέραμε, Υπολοχαγέ! Μας συμπάθησε ο Στρατηγός! Στην πρώτη γραμμή κατευθείαν μας στέλνει! Κατάλαβε πόσο γενναίοι είμαστε! Ούτε σκελέες λογαριάζουμε, ούτε τίποτα! Είμαστε σκληροί εμείς! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Αχ, Σσσσβέικ!
[28]
ΣΒΕΪΚ: Προς στιγμήν νόμισα πως θα μας στείλει πίσω, αλλά μετά κατάλαβα πως μπήκαμε στην καρδιά του. Τελικά, Υπολοχαγέ μου, εκεί που καθόταν στο παράθυρο με τη φαλάκρα του γυαλιστερή, να μου θυμίζει τον Πουρμπουαρέκ, ήταν θέση στρατηγική για τη συνέχιση του πολέμου μας! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Σσσστρατηγική θέση, Σσσσβέικ! Σσσστρατηγική! ΣΒΕΪΚ: Μα, Υπολοχαγέ! Εσύ γιατί δεν είσαι ενθουσιασμένος; Θα πολεμήσουμε για την πατρίδα! Εσύ πρέπει να το θέλεις από εμένα πιο πολύ. Πιο μεγάλος ο βαθμός, πιο τιμητικός ο θάνατος! Η πατρίδα θα σε θυμάται για πάντα! ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ:
Καλέ στρατιώτη, ίσα στο θάνατο πας! Για την
πατρίδα πολεμάς. Πατρίδα, τους καλούς στρατιώτες σου θυμάσαι ή τους ξεχνάς;
[29]
9. Πορεία προς το μέτωπο: Βαδίζοντας ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ:
Βήμα βαρύ. Μάτια στη γη. Κοιλιά αδειανή.
Προχωρούν, τον εχθρό για να βρουν, να επιτεθούν. ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Σβέικ, θα προηγηθείς με το μάγειρα. Θα βρείτε κατάλυμα για το λόχο. Στο πρώτο χωριό που θα συναντήσετε. Με κατάλαβες; Είναι αποστολή υψίστης σημασίας. ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Άσε τα «μάλιστα Υπολοχαγέ» και πες μου ότι κατάλαβες. Είναι άκρως σημαντικόν κι απόρρητον! ΣΒΕΪΚ: Μάλιστα, Υπολοχαγέ! Λέω ότι κατάλαβα, Υπολοχαγέ! Άκρως σημαντικόν κι απόρρητον! ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Ο θεός μαζί μας! ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Καλύτερα να μας έστελναν στην κρεμάλα! Καταλαβαίνεις τι κάνουν; Μας στέλνουν μπροστά, τροφή για τα τουφέκια του εχθρού. ΣΒΕΪΚ: Καλός φαντάρος είσαι του λόγου σου, μάγειρα! ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Μάγειρας είμαι ο δύστυχος! Μάγειρας! Ξέρω να μαγειρεύω! ΣΒΕΪΚ: Μάγειρας αλλά και στρατιώτης! ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Μόλις ακούσουν τουφεκιές θα σταματήσουν την πορεία και θα σωθεί ο λόχος αλλά τα δικά μας κοκκαλάκια θα ετοιμάζονται ήδη να γίνουν λίπασμα για τις καλλιέργειες των αγροτών μετά τον πόλεμο. Φουντώνουν οι καλλιέργειες, Σβέικ, μετά τον πόλεμο! Τόσο λίπασμα δεν πάει χαμένο.
[30]
ΣΒΕΪΚ: Δεν ξέρεις πως αυτό είναι καθήκον του καλού στρατιώτη; Να δέχεται τις τουφεκιές; ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Δε θέλω να γίνω λίπασμα, Σβέικ! Έχω γυναίκα και παιδιά! ΣΒΕΪΚ: Όσο περισσότερο πυροβολεί ο εχθρός, τόσο το καλύτερο για μας. ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Να πυροβολεί τα παΐδια μας; Τι λες, Σβέικ; Είσαι χαζός; ΣΒΕΪΚ: Βεβαίως είμαι χαζός, με δίπλωμα και βεβαίως είναι καλύτερο για το στρατό μας. Μ’ αυτό τον τρόπο ο εχθρός ξοδεύει τα φυσίγγια κι έτσι θα σωθούν γρηγορότερα τα πυρομαχικά του στη μάχη, στη σύγκρουση με το στρατό μας. ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Θα ξοδέψει τα φυσίγγια πάνω μας, Σβέικ. Αυτό δε σε πειράζει; ΣΒΕΪΚ: Ίσια το κορμί σου, στάσου σαν στρατιώτης! Πρέπει να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας στο στρατό μας! ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Εγώ λέω να γυρίσουμε πίσω. Ο εχθρός εμπρός παραμονεύει! ΣΒΕΪΚ: Αγαπημένε μου μάγειρα. Αν γυρίσουμε πίσω θα μας τουφεκίσουν επί δειλία. Θέλεις τέτοιο ταπεινωτικό θάνατο; ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Μπρος εχθρός και πίσω θάνατος! ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Προχωρούν. Σε κάθε υπόκωφο χτύπο κρυφά λαχταρούν. Στο χωριό θα προφτάσουν να μπουν; Τα πρώτα φώτα λαμπυρίζουν θαμπά. Η ελπίδα φουντώνει ξανά. Τι είναι αυτοί; Άνθρωποι σκιές που έχουν στη λάσπη θαφτεί και ζουν σε σκηνές;
[31]
ΣΒΕΪΚ: Καλοί μου άνθρωποι, τι κάνετε εδώ, γέροι, γυναίκες και παιδιά μέσα στη λασπουριά; ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Πότε φάγατε τελευταία φορά; Ετούτα εδώ τα παιδιά είναι ξελιγωμένα. Θα τους δώσω λίγο σαλάμι που είχα για μένα. ΑΝΘΡΩΠΟΙ: Το χωριό μας γκρεμίστηκε. Τους άντρες μας πήραν αιχμαλώτους. Όλους. Απομείναμε εμείς. ΣΒΕΪΚ: Τα φώτα του χωριού φαίνονται αχνά. Είναι κοντά. Γιατί δεν πήγατε μια πόρτα να χτυπήσετε; Να πάρετε λίγο φαγητό; ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Είναι κεφαλοχώρι, με σπίτια μεγάλα και ψηλά, ολόκληρο λόχο μπορεί να στεγάσει. Ελάτε μαζί μας. Θα πάμε εκεί. ΑΝΘΡΩΠΟΙ: Από εκεί ερχόμαστε. Μας έδιωξαν. Είπαν πως ο εχθρός τίποτε δεν τους άφησε. Πως τα σπίτια τους δε χωρούν άλλους ανθρώπους. Μονάχα κάτι χαμόσπιτα μάς άνοιξαν τις πόρτες και μας έδωσαν ό,τι είχαν στο τραπέζι τους. Έχουμε τουλάχιστον το σπίτι μας ακόμη εμείς, μας είπαν. Τα μεγάλα σπίτια δεν άνοιξαν. Υποφέρουμε κι εμείς φώναξαν μέσα από τις σφαλιστές πόρτες. ΣΒΕΪΚ: Μαζί μας ελάτε, μαζέψτε από τις λάσπες τα βρέφη. Δεν μπορείτε να μείνετε εδώ. ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Είδες Σβέικ τι κάνει το τουφέκι; Άλλους σπρώχνει στο θάνατο, άλλους στην πείνα κι άλλους στη λάσπη. Είμαι μάγειρας εγώ, δεν είμαι στρατιώτης, αυτό το βρόμικο πεινασμένο όχλο ή μάλλον λόχο, στοίχημα πως θα τον ταΐσω. ΣΒΕΪΚ: Μαζί απέναντι στα τουφέκια που παραμονεύουν, μαζί και σ’ αυτό. Πάμε, μάγειρα, να υπερασπιστούμε αυτό το δύστυχο άμαχο πλήθος.
[32]
ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Ο πόλεμος ζυγώνει. Παγώνει. Ξεγυμνώνει. Ερημώνει. Πού είναι ο Μεγάλος Άρχοντας να τους σώσει τώρα που ο πόλεμος τους έχει ξεσπιτώσει; Γι’ αυτόν πολεμούν και με όπλα ορμούν; Οι πλούσιοι να πλουτίζουν κι οι φτωχοί να μην ελπίζουν; Σβέικ, δεν είναι εχθρός σου ο εχθρός. Εχθρός είναι ο πόλεμος! ΣΒΕΪΚ: Δώστε μου αυτό τ’ ορφανό κι ελάτε πίσω μου. Γραμμή στο χωριό!
[33]
10. Τελική αναμέτρηση ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Κολλημένα τα βήματα σε λάσπη πηχτή. Δυστυχία και πόνος βαδίζουν μαζί. Ο καλός στρατιώτης κι ο πονόψυχος μάγειρας δρόμο ανοίγουν κι όλοι μαζί στο χωριό καταλήγουν. Οι δρόμοι όλοι έρημοι. Οι κάτοικοι αμπαρωμένοι, στ’ αρχοντικά τους μένουν κλεισμένοι. Το χωριό δίνει μάχη απουσίας και σιωπής, δίχως ίχνος ντροπής. Ο Σβέικ δε σταματά, τ’ ορφανό του πολέμου κλαίει και πεινά. Ο Σβέικ θυμώνει, πεισμώνει, ξανανιώνει. Του Δημάρχου την πόρτα χτυπά. ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Δεν είναι εδώ κανείς. Ο εχθρός βγήκε νικητής. ΣΒΕΪΚ: Τότε ποιος μου μιλά; ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Η κυρά του Δημάρχου. ΣΒΕΪΚ: Έχει τόσο χοντρή φωνή η κυρά του Δημάρχου; Κακόπεσε ο δύστυχος ο Δήμαρχος. ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Άνοιξε, θρασύδειλε, γιατί κρατώ μία τεράστια χατζάρα, μ’ αυτήν κάνω κιμά το βοδινό. Άνοιξε γιατί αν σπάσω εγώ την πόρτα θα ξέρουμε όλοι τι θα φάμε για βραδινό. Τρισάθλιε. ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Καλά, ντε, ορίστε, εδώ είμαι, ένα αστειάκι είπαμε να κάνουμε! ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Αστειάκι; Βλέπεις ν’ αστειεύονται τα πεινασμένα τους μάτια; ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Μα, τι θέλετε από εμάς τελοσπάντων, σας είπα, μας τα πήρε όλα ο εχθρός. ΑΓΕΛΑΔΑ: ΜΟΥΟΥΟΥΟΥ! ΜΟΥΟΥΟΥΟΥ! ΜΟΥΟΥΟΥΟΥ!
[34]
ΣΒΕΪΚ: Βρε, απατεώνα, μέσα στο σπίτι σου έχωσες την αγελάδα μην τυχόν και δώσεις λίγο γάλα να πιούν τα ορφανά, δεν ντρέπεσαι; ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Όχι, φίλε μου, δεν είναι αγελάδα. Ξεγελάστηκες. Η γυναίκα μου είναι που από την πείνα την πολλή βογκάει η άμοιρη. ΑΓΕΛΑΔΑ: ΜΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥ! ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Θα μας τα πει τώρα η ίδια η γυναίκα σου γιατί ακούγεται να πλησιάζει. ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΗΜΑΡΧΟΥ: Δεν ντρέπεσαι τεμπελόσκυλο να λες πως μουγγρίζω σαν αγελάδα; Που κοπροσκυλάς όλη μέρα; Τάχα με την πολιτική ασχολείσαι και τάχα λύνεις τα προβλήματα του κοσμάκη ενώ δεν μπορείς ούτε το ζωνάρι σου να λύσεις; ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Γυναίκα, πίσω στις δουλειές σου εσύ, δεν ξέρεις πώς λειτουργεί… ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΗΜΑΡΧΟΥ: Δεν ξέρω πώς λειτουργεί, τι; Και ξέρεις εσύ; ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Τι ξέρεις εσύ, όλη μέρα στο σπίτι και στα χωράφια, γυναίκα αμόρφωτη. ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΗΜΑΡΧΟΥ: Μία μέρα στη ζωή σου δεν έχεις δουλέψει και μου κουβάλησες ακόμη και την αγελάδα στο σπίτι μην τυχόν και μοιραστείς λίγο γάλα. Πουλάς φούμαρα μετά στο καφενείο για δημοκρατία, αλληλεγγύη κι ειρήνη. Ανόητε. Ε, λοιπόν, κοίτα τώρα πώς λειτουργεί η κοινωνία. Δίνω όταν έχω, παίρνω όταν μου λείπει. Είναι απλό κι είναι ανθρώπινο.
[35]
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Τι λες γυναίκα, είσαι χαζή; Σε παρέσυρε αυτός ο βλάκας κι έχασες τα λογικά σου; Δεν τρώγεται, γυναίκα η αλληλεγγύη κι εμείς πρέπει να φάμε. ΣΒΕΪΚ: Ναι, η γυναίκα σου είναι χαζή κι εγώ ένας αρχιβλάκας με δίπλωμα. Αλλά φτάνει πια! Άκουσέ με προσεκτικά, κύριε Δήμαρχε! Εσύ και το είδος σου μας βγάλατε όλους χαζούς, εμάς που σας πιστεύουμε, που πιστεύουμε στην πατρίδα, στην ειρήνη, στη δημοκρατία, στην ισότητα κι ένα σωρό άλλα ωραία που μας λέτε. Έπειτα μας χρησιμοποιείτε: μαξιλάρια μας κάνετε απέναντι στις σφαίρες για να μη σας χτυπούν κι όταν δε μας χρειάζεστε πια, στα σκουπίδια μας πετάτε. Άνοιξε τα μάτια σου και δες, κοίτα πώς θα ταΐσουμε τα πεινασμένα στόματα εμείς οι χαζοί, κοίτα πώς θ’ αγκαλιάσουμε τα πονεμένα παιδιά, κοίτα πώς τον πόλεμο θα πολεμήσουμε. ΜΑΓΕΙΡΑΣ: Γείτονες! Ακούστε όλοι! Όσοι από εσάς είστε το ίδιο χαζοί μ’ εμάς, ανοίξτε τις πόρτες σας και φέρτε ό,τι ο καθένας μπορεί. Αν ο εχθρός πάρει στροφή προς το χωριό σας, αύριο θα είστε εσείς στη θέση αυτή τη δύσκολη! ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Ανοίγουν οι πόρτες άλλες δειλά κι άλλες διάπλατα και ξαφνικά. Τα χέρια κρατούν όσα μπορούν να βρουν. Αγκαλιάζουν. Φροντίζουν. Δωρίζουν. Αγγίζουν. ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Σβέικ, σε βρήκα επιτέλους! Τι κάνεις εδώ ανόητε μ’ αυτούς τους κουρελήδες; Δεν σου είπα να βρεις στέγη για το λόχο; Είσαι χαζός; ΣΒΕΪΚ: Δεν είμαι εγώ χαζός, Υπολοχαγέ! Χαζός είναι ο πόλεμος!
[36]
ΡΙΠΕΣ ΑΝΕΜΟΥ: Μη ρωτάς! Μη ρωτάς! Τον πόλεμο να πολεμάς! Τον πόλεμο! Τον πόλεμο! Τον πόλεμο να πολεμάς! Μη ρωτάς!
Κανάρη 33 & Αμοργού, 153 43 Αγ. Παρασκευή. Τηλ.: 2106396791