Ομήρου
Οδύσσεια
Διασκευή: Μαρία Μπουκάλα
Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός»
Προοίμιο Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδησέ μου! Σε κάποια απάνεμη γωνιά, στων Αχαιών μια πόλη, ο Όμηρος μονάχος του τα κύματα αγναντεύει. Τον Οδυσσέα σκέφτεται, το θαλασσοδαρμένο, τον ξακουστό το βασιλιά, της σκιερής Ιθάκης, που τύλιξε η θάλασσα, τον έζωσε, τον λιώνει αφότου πάτησε γερά στου Ίλιου το κάστρο. Ο. : Μούσα! Κυρα Καλλιόπη! Τ. : Καλλιόπη, εσένα φωνάζουν! Κ. : Για δουλειά ή για καλό; Τ. : Η δουλειά είναι καλό! Κ. : Έτσι νομίζεις εσύ, Τερψιχόρη, αδερφούλα μου, γιατί η δουλειά σου δεν είναι παρά κούνημα και χορός! Τ. : Μόνη σου διάλεξες την επική ποίηση Καλλιόπη, γιατί γκρινιάζεις τώρα; Κ. : Ήμουν μικρή, άμυαλη και αφελής συνάμα! Απ’ τα χειλάκια του μπαμπά, τα θεϊκά, του Δία, όλα ηχούν υπέροχα, εύκολα και σπουδαία. Πού να ‘ξερα εγώ ότι αυτά τα έπη είναι τεράστια ποιήματα που τελειωμό δεν έχουν; «Έλα τραγούδησέ μου!», φωνάζει ο αοιδός, ο καλλιτέχνης, ο απαιτητικός, βγάζει τη φόρμιγγα, βήχει, «ένα, δύο, ένα, δύο, τρία...», ξεκινά κι εγώ μετρώ χιλιάδες στίχους πριν πάω να φάω στη μαμά. Σ’ έναν Όμηρο να πέσεις… την αυγή θα ξεμπερδέψεις! Τ. : Τι κάνεις έτσι, καημένη; Σιγά! Τι καταφέρατε τελικά να κάνετε εκεί που καθόσαστε μ’ αυτόν τον… Όμηρο όλη μέρα;
Κ. : Συνθέσαμε την Ιλιάδα! Από το Άλφα ως το Ωμέγα! Τ. : Σιγά! Εικοσιτέσσερις ραψωδίες όλες κι όλες και δεκαπέντε χιλιάδες εξακόσιους ενενήντα τρεις στίχους φτιάξατε. Εγώ κάνω εικοσιτέσσερις πιρουέτες το δευτερόλεπτο! Κ. : Σιγά μην κάνεις εικοσιτέσσερις! Στις τέσσερις έχεις σωριαστεί φαρδιά πλατιά και φωνάζεις στη μαμά πως τάχα χτύπησες το πόδι… Τ. : Δεν πας τώρα στον Όμηρο που σε ζητά; Κ. : Αυτός είναι πάλι; Δεν πάω πουθενά! Μ. : Μην τεμπελιάζεις, Καλλιοπίτσα! Πήγαινε στη δουλειά σου κι αν με χρειαστείς, ξέρεις που να με βρεις. Κ. : Σ’ ευχαριστώ, μαμακούλα μου! Τ. : Σ’ ευχαριστώ, μαμακούλα μου, για τη βοήθεια γιατί μόνη μου ούτε δίστιχο δεν μπορώ να φτιάξω! Μ. : Τερψιχόρη! Φόρεσε τα παπούτσια σου και ξεκίνα το χορό. Άσε ήσυχη την αδερφή σου. Άντε, στη δουλειά κι οι δυο, φτάνει η τεμπελιά! Κανένας δεν πρόκοψε ποτέ τεμπελιάζοντας! Εμπρός! Κ. – Τ. : ΝΑΙ, ΜΑΜΑ!
Ραψωδία α Εκείνον μόνο, η Καλυψώ έκρυβε στη σπηλιά της… Των Αχαιών οι αρχηγοί, στα πλούσια παλάτια είν’ όλοι τους πια ασφαλείς κι ευτυχισμένοι πάλι μακριά απ’ της μάχης το χαμό, της θάλασσας τα πάθη. Ο Οδυσσέας μοναχός τη θάλασσα κοιτάζει. Στην Ωγυγία τον κρατά παρά τη θέλησή του θεά σεμνή κι αρχοντική, του Άτλαντα μια κόρη. Μα εκείνος μόνο λαχταρά, το χώμα να πατήσει της μακρινής πατρίδας του, της ξακουστής Ιθάκης. Μες τη σπηλιά της Καλυψώς, συχνά πυκνά στενάζει που ’χει γυναίκα κι ένα γιο για να σφιχταγκαλιάσει! Τον συμπονούν οι αθάνατοι εκτός του Ποσειδώνα. Από θυμό βράζει αυτός κι εκδίκηση γυρεύει που τύφλωσε του Κύκλωπα το στρογγυλό του μάτι. Στη θάλασσα τον τυραννά, το γιο του να θυμάται! Ταξίδι τώρα μακρινό ο Ποσειδώνας κάνει στων Αιθιόπων να βρεθεί τη φιλική τη χώρα. Και μαζευτήκαν οι θεοί στου Δία το παλάτι απόφαση να πάρουνε την τύχη για ν’ αλλάξουν του θεϊκού πολύπαθου, πολύτροπου Οδυσσέα… Ο. : Καταπληκτικό! Κ. : Το ξέρω, Όμηρε, είμαι καταπληκτική αλλά και πεινασμένη. Τι σ’ έπιασε τόσο πρωί που ακόμα κοιμισμένη, ούτε καφέ δεν έχω πιει, να θυμηθείς τα πάθη του Οδυσσέα; Δε λέω, καλά παιδιά, λιγουλάκι ζωηρά
και περιπετειώδη, αλλά, περίμενε να πιούμε ένα εσπρεσάκι πρώτα είναι κι αυτό απ’ τα ουσιώδη! Ο. : Αχ, μούσα μου, τι θα ‘κανα εγώ χωρίς εσένα; Κ. : Άλλη δουλειά! Ωφέλιμη! Ποια η ανάγκη στίχους ν’ απαγγέλλεις; Ο. : Τι πιο δυνατό απ’ την ποίηση, καλή μου μούσα, που της ψυχής τα βάσανα σε λίγες λέξεις βάζει; Κ. : Δίκιο έχεις, Όμηρε! Αλλά να το θυμάσαι πως κάποτε οι ποιητές θα εκδιωχθούν, θα σβήσουν οι φωνές τους κι οι λέξεις τους θα ενοχλούν. Ο. : Μα τώρα απ’τα χείλη μας κρέμονται όλοι... κι οι άρχοντες ακόμη! Λἐξη δε χάνουν κι ας στάζει στο ποτήρι τους γλυκόπιοτο κρασάκι! Κ. : Τώρα οι καιροί είν’ειρηνικοί και η ζωή ανθίζει… Προχώρα ωστόσο κι ας μη μελαγχολούμε! Η τέχνη μας καλεί! Να συγκεντρωθούμε! Ο. : Τι όμορφο τέχνασμα, ω μούσα! Κ. : Ποιο; Ο. : Αυτό, που την ιστορία άρχισες από την Ωγυγία, δηλαδή από τη μέση... Αχ, πόσο μου αρέσει! Γι’ αυτό εσένα καλώ, σεβαστή θεά, όποτε νιώθω τη βαθιά επιθυμία να ιστορήσω... Κ. : Αυτή την επιθυμία, καλέ μου Όμηρε, προσπάθησε να την καταπιέζεις λιγάκι! Βαθιές ανάσες να παίρνεις, να πίνεις νεράκι... Κόβεται έτσι, σαν το λόξιγκα! Ο. : Μα, μούσα μου, αν την καταπίεζα, η ανθρωπότητα θα είχε στερηθεί την Ιλιάδα! Κ. : Και θα είχε κερδίσει, ησυχία, τάξη, ασφάλεια και λιγότερο διάβασμα στη β΄ γυμνασίου. Ο. : Μα, μούσα μου, εγώ... Κ. : Γιατί, Όμηρε, δε διάλεγες έναν ήρωα με λιγότερες σκοτούρες σήμερα που η μαμά φτιάχνει μουσακά;
Ο. : Μα.. Κ. : Δεν έχει «μα», έχει «μου», έχει μου-σα-κά! Ο. : Μα… Κ. : Άντε πάλι! Συγκεντρώσου, τι είναι αυτό το χάλι; Γρήγορα, δώσε κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ν’αρχινίσει… Είμαστε στο συμβούλιο των θεών και σ’ένα συμβούλιο θεών ποιος πρώτος θα μιλήσει; Ο... Ο. : Ο…; Κ. : Για δες ραψωδό που πέτυχα! Ο Δίας, ποιος άλλος; Ο τρανός, ο φοβερός, ο μέγας, ο πολυλογάς πατέρας Δίας. Μόλις τον είδαν οι αθάνατοι να ξεροβήχει, το νέκταρ του να πίνει κι ύφος φιλόσοφου στην όψη του να δίνει, έκλεισαν τα βλέφαρα απαλά και μέχρι να τελειώσει, υπνάκο πήραν ήσυχα, το δέρμα να τσιτώσει! Ο. : Σίγουρα, όμως, τους έλεγε κάτι σοβαρό ο Ζευς! Κ. : Ναι, μα ξέρεις τι συμβαίνει όταν την εξουσία στα χέρια σου κρατάς. Τα λόγια σου θαυμάζεις κι αδιάκοπα μιλάς! Δ. : Ζαλίστηκα, πια δεν μπορώ, φτάνουν τα παράπονα και η αχαριστία! Γιατί να μην μπορούν οι άνθρωποι να δουν πως με τις πράξεις ξεπερνούν όσα η μοίρα έχει ορίσει κι οι ίδιοι έτσι προξενούν πρόβλημα δίχως λύση; Τον εαυτό τους οδηγούν στην καταστροφή... Ε, μέχρι αυτό το σημείο τον παρακολούθησαν όλοι μ’ανοιχτά τα μάτια και τ’αυτιά τους… μετά... μην τους ρωτάς τους αθανάτους! Κ. : Τότε λοιπόν, μέσα απ’ το γλυκό της ύπνο πετάγεται η Αθηνά, γιατί το πνεύμα μεν κοιμάται μα η σοφία ξαγρυπνά! ΑΘ. : Ω τι ευκαιρία! Του Οδυσσέα την περίπτωση πρέπει τώρα ν’αναφέρω και πίσω στην Ιθάκη πια να τον φέρω! Ο. : Μα τι σχέση έχει με το παράπονο του Δία ο Οδυσσέας;
Κ. : Καμία! Η σχέση του είναι αυτή ακριβώς: δεν έχει καμία απολύτως σχέση! Αν άλλοι τιμωρούνται δίκαια επειδή είναι άδικοι γιατί ο Οδυσσέας τιμωρείται άδικα ενώ είναι δίκαιος; Κατάλαβες; Ο. : Ε… ναι; Κ. : Ναι που ρωτά, όχι σημαίνει. Ζήτησα απόλυτη συγκέντρωση Όμηρε, ναι ή όχι; Ο. : Ναι! Κ. : Αυτά τα ναι θέλω ν’ ακούω! ΑΘ. : Απορώ, πατερούλη πώς επιτρέπεις να βασανίζεται αυτό το καλό κι έξυπνο παιδί, ο Οδυσσέας, που σου έχει προσφέρει τόσες θυσίες! Κ. : Λίγο το νέκταρ, λίγο η κούραση απ’ το μακρύ του λόγο, λίγο της κόρης του η επιμονή, συμφώνησε ο Δίας πως ήρθε η ώρα η καλή για την επιστροφή του δύστυχου Οδυσσέα στου παλατιού του την αυλή. Δ. : Ας το αποφασίσουμε τώρα, ο Ποσειδώνας λείπει, καιρός για αλλαγές! Κ. : Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει τη φράση του ο πατήρ και ξεκινά η κόρη το σχέδιο να ξεδιπλώνει κι όλα να τα σαρώνει. Χείμαρρος! Όλα τα είχε αυτή σκεφτεί. ΑΘ. : Ερμή, φεύγεις για την Ωγυγία, να πεις στην Καλυψούλα να ξεχάσει τον Οδυσσέα, έχει γυναίκα και παιδί κι ένα βασίλειο να κυβερνήσει. Εγώ πηγαίνω στην Ιθάκη. Ο Τηλέμαχος με χρειάζεται! Έχουν πλημμυρίσει τ’ανάκτορα από μνηστήρες που τρώνε την περιουσία του και τη μητέρα του ονειρεύονται να παντρευτούν για τα πλούτη κι αυτός τι κάνει; Κάθεται! Κάθεται και κοιτάζει! Τέρμα! Περνάμε στη δράση! Δία, πατέρα, ροχαλητό ήταν αυτό; Δ. : Όχι, κορούλα μου, τι είναι αυτά που λες; Εεε… κορούλα μου, πού είσαι;
Κ. : Μέχρι να στρέψει το κεφάλι ο Δίας ο τρανός, έγινε η Αθηνά καπνός! Όμηρε, νομίζω πως τώρα μπήκες στο νόημα! Συνέχισε μόνος σου… Ο. : Α, δεν μπορώ, μούσα μου, εσύ είσαι που έμπνευση και θάρρος με γεμίζεις. Κ. : Μούσα μου και μούσα μου… κρύωσε ο μουσακάς μου!
Χαίρε, ξένε, κόπιασε και σαν χορτάσεις, πες μας, ποιος άνεμος εδώ σε φέρνει; Γοργά περνά η Αθηνά το πλούσιο κατώφλι. Τον άρχοντα κρατά μακριά η θάλασσα η μαύρη και τρων’ εδώ τα πλούτη του οι άμυαλοι μνηστήρες. Ο γιος του κάθεται σιμά κρατώντας το κεφάλι Θρηνεί για τον πατέρα του που ’ταν τρανός αφέντης! Ο. : Το νου σας, ρεμάλια, έρχεται η Αθηνά! Κ. : Τι αντίδραση ήταν αυτή, Όμηρε; Σου έχω εξηγήσει πως στην ποίηση εκφράζονται μόνο συναισθήματα υψηλά! Ο. : Μου ξέφυγε! Κ. : Σου ξέφυγε; Στους ποιητές οι λέξεις δεν ξεφεύγουν, οι λέξεις… Ο. : … διαφεύγουν! Κ. : Μμμμ! Συνεχίζω γιατί η κοιλιά μου γουργουρίζει! Πάει φουριόζα η θεά στο παλάτι του Οδυσσέα και βλέπει τους μνηστήρες πεσσούς να παίζουν, να τεμπελιάζουν και να κομπάζουν! Ο. : Η ποίηση εκφράζει διαχρονικές αξίες, μούσα μου! Ο συνδυασμός τεμπελιάς, σπατάλης ξένης περιουσίας και εξουσίας πάντα επίκαιρος θα είναι. Κ. : Η Αθηνά πηγαίνει στην Ιθάκη ινκόγκνιτο. Δεν ήθελε να παρουσιαστεί με τη θεϊκή μορφή της κι είχε τους λόγους της. Σου λέει, αν κατέβω εκεί κάτω με τα θεϊκά μου κόλπα κι όλα τ’ αξεσουάρ μου, περικεφαλαίες, σανδάλια, ασπίδες κι ακόντια, δε θα μείνει ρουθούνι που ν΄ αναπνέει! Διάλεξε, λοιπόν, να παρουσιαστεί με τη μορφή του γιου του Αγχιάλου, του Μέντη, του άρχοντα της Τάφου.
Ο. : Τάφου; Θεός σχωρέστον! Κ. : Τι λες, ω ραψωδέ! Από την Τάφο ήταν ο άνθρωπος, το νησί κοντά στη Λευκάδα. Δεν ήταν ζόμπι! Αυτές τις ιστορίες άσ’ τες για τις επόμενες γενιές ποιητών που άλλο τίποτα δε θα ‘χουν πια να γράψουν! Ο. : Ήταν όμορφος και γεροδεμένος αυτός ο βασιλιάς; Κ. : Συνεχίζεις τις άστοχες παρατηρήσεις, Όμηρε! Υποδέχεται ο Τηλέμαχος τον Μέντη-Αθηνά και στο παλάτι τον οδηγεί με μεγάλη χαρά. Κάθονται αναπαυτικά κι αρχίζουν να ’ρχονται τα φαγητά… να ’ρχονται τα ψητά… να ’ρχονται τα κρέατα τα μοσχομυριστά! Φάγανε… και φάγανε… Πω πω και τι δε φάγανε! Εγώ, όμως, η δύστυχη δεν έφαγα κι είμαι εδώ και μιλώ χωρίς σταματημό. Τη μοίρα ο καλλιτέχνης δεν την κουβαλά στη ράχη του μα στο άδειο το στομάχι του! Ο. : Ήταν χοντρούλης αυτός ο Μέντης; Κ. : Κι αν δεν ήταν θα έγινε με τόσο φαγητό! Έπιασε την κιθαρούλα του ο Φήμιος, ο συνάδερφός σου και πήρε να γλαρώνει η Αθηνά ενώ οι μνηστήρες ροχαλίζαν δυνατά! Ο Τηλέμαχος, όμως, το μάτι γαρίδα! Τ. : Ποιος είσαι ξένε; Από πού έρχεσαι; Έχεις ξανάρθει στην Ιθάκη; Γνώριζες τον πατέρα μου; Ο. : O Μέντης-Αθηνά που προσπαθούσε να χωνέψει κι ήταν έτοιμος ν’ αποκοιμηθεί γλυκά δε χάρηκε μ’ όλες αυτές τις ερωτήσεις! ΑΘ. : Περνούσα από ’δω πηγαίνοντας ν’ ανταλλάξω σίδηρο με χαλκό και λέω δεν πάω να δω το φίλο μου τον Οδυσσέα που στο παλάτι του πάντα περνάμε ωραία; Κ. : Ωραία; Ο Τηλέμαχος στραβοκατάπιε το κρασί που είχε στο χέρι κι είδε κι έπαθε η θεά για να τον συνεφέρει. Τ. : Χάθηκε ο πατέρας μου, πάει, όχι με θάνατο ηρωικό πέφτοντας γενναία στης μάχης μέσα το χαμό, μα ούτε κι ευτυχισμένα σβήνοντας
στων γηρατειών τα βάθη. Εγώ έμεινα εδώ, ο κακομοίρης, με κληρονομιά ένα παλάτι όμορφο μα παραγεμισμένο με... γουρουνόπ... ε... αρχοντόπουλα! Κοίτα γύρω σου, ξένε, βλέπεις τα ευγενή νιάτα των γύρω νησιών πώς το παίζουν γαμπροί στου πατέρα μου την αυλή; Περιμένουν τη θέση του να πάρουν και της μητέρα μου το χέρι! Οι χαραμοφάηδες! Ο. : Μπράβο ο μικρός! Έχει θυμώσει τουλάχιστον! Τον είχα για πιο... βουτυρομπεμπέ! Κ. : Κι εγώ σε είχα για πιο... ποιητή, Όμηρε! Ωραίες λέξεις διαλέγεις, περιγραφικές! Ο. : Μα αυτό, μούσα μου, ήταν οφ δι ρέκορντ! Κ. : Η ποίηση, ραψωδέ, δεν είναι ούτε επάγγελμα, ούτε τέχνη... Είναι τρόπος ζωής! Ο. : Κι ο Όμηρος δεν ξαναμίλησε... Κ. : Ξυπνά για τα καλά η Αθηνἀ και βάζει σ’ εφαρμογή το σχέδιό της. ΑΘ. : Σήκω, Τηλέμαχε, κι άλλο μην κάθεσαι εδώ, κινδυνεύεις να κολλήσεις το μικρόβιο της νωθρότητας! Πρώτα κάλεσε το λαό. Πρέπει να δείξεις πως είσαι άρχοντας φωτισμένος και δημοκρατικός. Ενημέρωσε τους πολίτες και πες τους πως οι μνηστήρες πρέπει να... ξεκουμπιστούν! Έπειτα, πάρε ένα πλοίο όμορφο ελαφρύ και γοργοτάξιδο και πήγαινε να πάρεις λίγο αέρα, να μιλήσεις με λογικούς ανθρώπους πριν εδώ μέσα ολότελα τρελαθείς. Τ. : Κατά πού να κινήσω; ΑΘ. : Να πας στην Πύλο, στο Νέστορα κι έπειτα στη Σπάρτη, στο Μενέλαο, τον ξανθό, τον όμορφο και τον ψηλό, που γύρισε απ’ τους τελευταίους. Κάτι θα ξέρουν για τον πατέρα σου. Αν σου πουν πως
πέθανε, γύρνα πίσω να τον κλάψεις και τη μάνα σου να παντρέψεις. Αν, όμως, σου πουν πως ζει… υπομονή! Φεύγω τώρα! Τ. : Στάσου, λούσου, πλύσου… Κ. : Ήθελε να κρατήσει το τυπικό της φιλοξενίας το παιδί μα πού να ξέρει πως ο ξένος του δεν ήταν ένας ξένος τυπικός που περνούσε από τα μέρη! Ενώ προσπαθούσε να την πείσει το ταξίδι της ν’αφήσει, δίνει μια η θεά και σαν πουλί πετά... ξεγλιστρά, του καπνού ακολουθεί την πορεία και χάνεται στο άνοιγμα της στέγης πάνω απ’ την εστία. Τ. : Ώπα, αυτός ο Μέντης δεν είναι άνθρωπος τυχαίος, στην ανθρώπινη μορφή του κατοικεί θεού ψυχή! Κ. : Της Αθηνάς η αποχώρηση η θεαματική δεν άφησε ασυγκίνητη των μνηστηρων τη ματιά την ερευνητική κι ο Αντίνοος πήρε το λόγο και είπε λέξεις φοβερές, σαν τα μαχαίρια κοφτερές. Ευχήθηκε στον Τηλέμαχο ποτέ την Ιθάκη να μην κυβερνήσει και φρόντισε προσεκτικά μ’επίθετα κοσμητικά να τον στολίσει… Ο. : Αυτός που έτρωγε και γλεντούσε ακάλεστος σε ξένο σπίτι είχε το θράσος να αντιμιλήσει στο συνετό Τηλέμαχο; Κ. : Τι σε εκπλήσσει, Όμηρε; Αν η σύνεση τον κόσμο κυβερνούσε, θα είχε διώξει το κακό, ο άνθρωπος τον πόνο θα ξεχνούσε. Δύστυχε Τηλέμαχε, στο παλάτι σου γλεντά η αδικία! Κ. : Άργησε αλλά το ‘πιασε, ο μικρός και πήρε θάρρος! Εν τω μεταξύ ο Φήμιος νέο τραγούδι αρχίζει, θλιβερό, πονεμένο, τ’ανάκτορα γεμίζει… ΠΗΝΕΛΟΠΗ.: Ποιος σκοπός, πικρός, αργός, βασανισμένος από τ’ αυτιά εισβάλλει στην ψυχή μου και την τυραννά; Ποιο τραγούδι κουβαλά μες το παλάτι τα βάσανα των Αχαιών που στην πατρίδα παλεύουν να γυρίσουν; Αχ, Οδυσσέα μου!
Ραψωδία β Εγώ σας κάλεσα εδώ που ’χω μεγάλο πόνο! Αυγή γλυκιά και ρόδινη ξυπνάει την Ιθάκη και βρίσκει άγρυπνο το γιο και πόνο φορτωμένο. Περνά σπαθί στον ώμο του, φορά γερά σανδάλια κι ευθύς δίνει στους κήρυκες το πρόσταγμα να φέρουν κοντά του όλους τους Θιακούς, ν’ ακούσουν τον καημό του. Σαν έφτασε η ώρα αυτή και όλοι μαζευτήκαν ίδιος θεός σηκώνεται ο γιος του Οδυσσέα, παίρνει στο χέρι το ραβδί και στέκεται στη μέση. Η Αθηνά του ρίχνει φως να μοιάζει παλικάρι τον καμαρώνουν οι Θιακοί μαζί και τον τιμούνε!
Ο. : Πάνω τους Τηλέμαχε, μπράβο παλικάρι μου! Κ. : Όμηρε, το επίπεδο! Έριξες κάτω το επίπεδο και το ποδοπατάς, πόσο πιο χαμηλά μπορείς πια να το πας; Σήκωσέ το πάλι! Εγώ είμαι μούσα, Όμηρε, οι λέξεις μου χρυσάφι αξίζουν και την κορφή αγγίζουν της τέχνης! Ο. : Παρασύρθηκα, τι να κάνω; Τώρα που «ξύπνησε» ο νιος μετά από δέκα χρόνια, να μην τον ενθαρρύνω; Κ. : Εξηγεί ο Τηλέμαχος στο λαό όσα στο παλάτι γίνονται. Τέρμα πια το κρυφτούλι! Κλαίει αυτός, κλαίει ο λαός κι εκεί που κλαίνε όλοι, πετάγεται ο Αντίνοος, μπερδεύονται οι ρόλοι.
Ο. : Αυτός να μου το θυμηθείς, μούσα μου, θα το φάει πρώτος το κεφάλι του σαν έρθει η ώρα της κρίσης! Κ. : Αυτό είναι βέβαιο κι όλοι θα το χαρούμε. Είναι τόσο αντιπαθητικός που πρέπει να το πούμε! ΑΝΤ. : Μην κατηγορείς εμάς κι αλλού ψἀξε το φταίχτη! Στη μάνα σου που υφαίνει σάβανο του γερο Λαέρτη! Κ. : Το σάβανο η Πηνελόπη ύφαινε και τρία χρόνια υφαίνει... Ο γαμπρός έπρεπε πολύ να περιμένει! Αν δεν τελείωνε η δουλειά δεν είχε παντρειά! Ο. : Δεν είναι δα τόσο ψηλός ο δύστυχος Λαέρτης! Τι υφαίνει αυτή η δύσμοιρη τρία χρόνια; Κ. : Οι πονηροί μνηστήρες το ίδιο αναρωτήθηκαν. Έστησαν καρτέρι κι είδαν με τα μάτια τους πως η βασίλισσα με το ίδιο χέρι που το πρωί υφαίνει, το βράδυ, αντί να ξαποσταίνει, τον κόπο καταστρέφει και το πρωί απ’την αρχή πιάνει δουλειά δίχως καθόλου κέφι. Ο. : Τόσο τον αγαπά τον άντρα της που μόχθο δεν υπολογίζει… Κ. : Ξεπλέκοντας το ύφασμα γυρεύει χρόνο ν’αγοράσει η Πηνελόπη και τους μνηστήρες ν’αναγκάσει να περιμένουν. Όταν, όμως, κατάλαβαν το τέχνασμά της, δεν έμενε παρά να τελειώσει το ύφασμά της.
Ραψωδία ε Με την ψυχή του ελαφριά απλώνει τα πανιά του... Στου Νέστορα το όμορφο, φιλόξενο παλάτι, στης Πύλου της πεντάμορφης τ’απάνεμο ακρογιάλι, του νεαρού Τηλέμαχου αράζει το καράβι. Από το Νέστορα αυτός ακούει συγκινημένος τις τύχες των πολύπαθων των Αχαιών, τους νόστους. Μα λέξη δε φανέρωσε, δεν ξέρει, δε γνωρίζει ποια είν’η τύχη του γονιού ποια μοίρα την ορίζει. Στη Σπάρτη στάθηκε μετά το γρήγορο καράβι τον ξακουστό Μενέλαο, την όμορφη Ελένη ο γνωστικός Τηλέμαχος να δει και να ρωτήσει. Του ‘παν τα κατορθώματα του θεϊκού Οδυσσέα του ‘παν: «Στης Καλυψώς τη γη ποτάμια δάκρυα χύνει, καλά είν’ ο πατέρας σου, μα πίσω δε γυρίζει αν δε θελήσουν οι θεοί...»
Κ. : Μόλις σηκώθηκε η Αυγή απ’ το ζεστό κρεβάτι, προτού προλάβουν οι θεοί ν’ανοίξουν το ένα μάτι, ήδη η Αθηνά μιλούσε και με τα λόγια της τους κεραυνοβολούσε. Μία εξέλιξη κακή την είχε εκνευρίσει κι ήθελε
του Λαέρτη ο γιος γοργά πια να γυρίσει. Οι μνηστήρες σχεδίαζαν τον Τηλέμαχο να σκοτώσουν, από αυτόν ν’απαλλαγούν, το χρήμα να τσεπώσουν! Ο. : Κι ο Δίας ο τρανός κι ο μέγας; Κ. : Μπροστά στην κόρη τη σοφή κι αυτός στεκόταν προσοχή! Δ. : Δεν τα είπαμε αυτά, παιδί μου; Δεν τ’αποφασίσαμε; Πού είσαι Ερμή, γοργέ μαντατοφόρε; Πετάξου να πεις στο όμορφο κορίτσι, την Καλυψώ, με τις χοντρές πλεξούδες, να ψάξει άλλη συντροφιά. Ο Οδυσσέας πρέπει πια στην πατρίδα να γυρίσει, έχει ένα παλάτι μνηστήρες να τιμωρήσει. Ερμή, ακόμα εδώ είσαι εσύ; Ο. : Με τι θα φύγει ο Οδυσσέας, μούσα; Η Καλυψώ καράβια δεν έχει... Μήπως το σενάριο ἐχει εδώ κενό; Κ. : Κενό έχει το στομάχι μου, Όμηρε, να φάω δε μ’αφήνεις, όλο ανόητα ρωτάς κι ένα λουκάνικο δεν ψήνεις! Θα φύγει ο άνθρωπος με ξυλόδετη σχεδία, δίχως βοήθεια καμιά και δίχως συνοδεία. Ο Οδυσσέας που στην ακροθαλασσιά καθόταν πικραμένος την Καλυψώ ξάφνου άκουσε απαλά να πλησιάζει, με λόγο αναπάντεχο γλυκά να τον ξαφνιάζει. ΚΑΛΥΨΩ : Μην κλαις και μη λυπάσαι άλλο πια, Οδυσσέα, ήρθε η ώρα να σ’ αποχαιρετήσω. Θα σε βοηθήσω σχεδία πλατιά να φτιάξεις, λινά πανιά να της καρφώσεις, ψωμί, νερό και κρασί μαύρο να φορτώσεις. Με ρούχα όμορφα θα σε ντύσω κι άνεμο θα στείλω ξοπίσω σου απαλό μακριά μου να σε πάρει. Κ. : Η Καλυψώ με ραγισμένη την καρδιά στάθηκε ορθή στην ακροθαλασσιά ώσπου απ’τα μάτια της χάθηκε του Οδυσσέα η σχεδία.
Εκείνου η καρδιά, δίχως στον κίνδυνο να δίνει σημασία, πετούσε από χαρά. Πόσο παράξενα η ζωή τα φέρνει, η ίδια στιγμή γι’άλλον απέραντη χαρά και γι’ άλλον λύπη πίσω της να σέρνει... Ο Οδυσσέας έπλευσε μέρες δεκαεφτά έχοντας τ’αστέρια μόνη του συντροφιά. Αυτά το δρόμο του έδειχναν, αυτά το φόβο του έδιωχναν! Μα σαν των Φαιάκων η γη στον ορίζοντα πήρε ν’αχνοφαίνεται, ο Ποσειδώνας, που ακόμα μαίνεται, απ’τη χώρα των Αιθιόπων επιστρέφοντας τη γη σείει, τη νύχτα μέρα κάνει, με κύματα της θάλασσας το δρόμο αποκλείει. Του Οδυσσέα τα γόνατα λύθηκαν, η ώρα του θανάτου έφτασε, τιμόνι και πανί εκσφενδονίστηκαν. Η δίνη των κυμάτων τον κρατά φυλακισμένο μα εκείνος βρίσκει τη δύναμη απ’της σχεδίας να πιαστεί το ξύλο τ’ άγρια ξεσκισμένο. Ο. : Ο δύστυχος! Άραγε θα φτάσει η στιγμή που το πόδι στην Ιθάκη θα πατήσει; Κ. : Καθώς όλα φαίνονται μαύρα και σκοτεινά, σκούρο πουλί μ’ανθρώπινη λαλιά πετά πάνω απ’τον Οδυσσέα κάνοντας γι’αυτόν τη νύχτα πάλι μέρα. Είναι η Ινώ, του Κάδμου η θυγατέρα. Συμβουλή σοφή αυτή του δίνει κι έτσι πιο ανάλαφρη την ψυχή του αφήνει. ΙΝΩ : Κολύμπησε ως την κοντινή στεριά, άφησε το πέλαγος να παρασύρει όλα τ’άλλα, σχεδία, ρούχα, τρόφιμα. Δέσε στο στήθος σου το άφθαρτο αυτό μαντίλι και μην το βγάλεις παρά σαν φτάσεις στη στεριά και βρεις τη σωτηρία. Ο. : Τη Σωτηρία; Τι απέγινε εκείνο τ’όμορφο και σεμνό κορίτσι η Ναυσικά;
Κ. :
Μη μας μπερδεύεις, Όμηρε μ’ονόματα χριστιανικά και μην
προτρέχεις. Μου φαίνεται κι εσύ πείνα μεγάλη έχεις! Λίγο το άφθαρτο πανί στο στήθος του δεμένο, λίγο η Αθηνά που τον είχε αγαπημένο, κατάφερε κι έφτασε στη χώρα των Φαιάκων. Ποτάμι ακολούθησε ήρεμο και πάτησε έδαφος στεγνό, εύφορο και στερεό. Το κουρασμένο σώμα του σκέπασε με ζεστά φύλλα, τα βλέφαρά του έκλεισε... Ο. : ...τον πήρε η κατρακύλα... Κ. : Ποια κατρακύλα, Όμηρε, τι λες; Ο. : Μου αρέσουν οι ομοιοκαταληξίες, μούσα μου αλλά...
Ραψωδία ζ Είναι κατάρτια και κουπιά τα όπλα των Φαιάκων... Η Αθηνά, η σοφή θεά στη χώρα των Φαιάκων φτάνει απαλά κι ύπνο γλυκό, γαμήλιο σημάδι, ρίχνει γοργά στα όμορφα της Ναυσικάς τα μάτια και στέλνει του Αλκίνοου τη θεία θυγατέρα ρούχα να πλύνει βιαστικά στο καθαρό ποτάμι τον Οδυσσέα για να βρει, εκείνη, να τον σώσει. Έπλυν’ αυτή κι οι φίλες της, τα ωραία ενδύματά τους κι ενώ αυτά τα στέγνωναν του ήλιου οι ακτίνες ξεκίνησαν να παίζουνε με μπάλα, να γελάνε. Μια κόρη, όμως, ξαστόχησε και στο ποτάμι ρίχνει τη μπάλα τη γυαλιστερή. Βάζουν φωνή μεγάλη! Ξυπνά τότε απ’τον ύπνο του ο θεϊκός ‘δυσσέας μπροστά τους βγαίνει άγριος και τρομερός στην όψη. Τα ρούχα του τα ξέσκισε η θάλασσα η μαύρη, το δέρμα του το μαύρισε, του πέλαγου η αρμύρα!
Ο. : Σκόρπισαν οι όμορφες κοπέλες δώθε-κείθε κι έμεινε μόνο η Ναυσικά λοξά να τον κοιτάζει.
ΝΑΥΣΙΚΑ : Τρέξτε κορίτσια, γρήγορα, τρέξτε για να σωθείτε! Τι είναι αυτό, το απίστευτο και το φριχτό σαν τέρας που ξάφνου ξεπετάχτηκε μέσα από τις συστάδες; Να ’ναι λιοντάρι άγριο; Μην είναι ζώο μαύρο, μην είναι αγριογούρουνο και μια μπουκιά μας κάνει; Κ. : Μπουκιά; Να δούμε εμείς πότε μια μπουκιά στο στόμα μας θα βάλουμε, Όμηρε που όλο το αναβάλουμε! Ο Οδυσσέας στάθηκε απέναντι στη Ναυσικά να την παρακαλέσει για την κακή του εμφάνιση να τόνε συγχωρέσει. Ν. : Ελάτε πίσω, κορίτσια! Θέλω τον άνθρωπο αυτό να ντύσετε με ρούχα όμορφα, να φάει και να πιει. Φαίνεται από καλή γενιά, ασήμαντος δεν είναι, είναι βασανισμένος. Ο. :
Μόλις είδε η Ναυσικά τον Οδυσσέα, πλυμένο, ντυμένο,
παρφουρμαρισμένο και με έξτρα λάμψη από την Αθηνά… Ν. : Πάμε, κύριε Οδυσσέα, στο παλάτι του μπαμπά! Είναι ο μπαμπάς μου βασιλιάς! Έχω καλή προίκα, οικόπεδα στη θάλασσα, σοφρίτο, παστιτσάδα και μπουρδέτο! Θα μπεις στο παλάτι μας και θα προχωρήσεις στην αίθουσα του θρόνου. Εκεί θα δεις τον πατέρα μου... Δίπλα θα δεις τη μητέρα μου. Αν θες την πατρίδα σου να ξαναδείς, κοίτα να σε πάρει εκείνη με καλό μάτι. Είτε σε σπίτι φτωχικό, είτε σε παλάτι, να ξέρεις πως άλλος έχει τ’όνομα κι άλλος έχει τη χάρη.
Ραψωδία η-θ Ποιον καημό πικρό κρύβει η ψυχή σου, ξένε; Ο Αλκίνοος, ο βασιλιάς κι η Αρήτη, η σύζυγός του, ανοίξανε φιλόξενα τις θύρες στο παλάτι. Τον Οδυσσέα δέχτηκαν, τον περιποιηθήκαν! Ύπνο γλυκό, ύπνο βαθύ του πρόσφεραν κοντά τους αφού του υποσχέθηκαν πως θα τον βοηθήσουν να φτάσει στης πατρίδας του τα άσπρα ακρογιάλια. Σαν χάραξε θολή η αυγή τους Φαίακες μαζεύει η Αθηνά με τη μορφή κήρυκα που γυρεύει να εκτελεστεί η διάταγή του βασιλιά της χώρας. Στην αγορά μαζεύονται, τον ξένο να γνωρίσουν οι Φαίακες οι δυνατοί, οι θαλασσοδαρμένοι.
ΑΛΚ. : Απ’της Ανατολής τα μέρη ήρθε ο ξένος, Φαίακες, με πάθη φορτωμένος. Η μοίρα του τον έριξε στ΄όμορφο νησί μας μόνο και πικραμένο... δυστυχισμένο! Δε ζήτησε να φάει να πιει ούτε και τίποτε άλλο, μονάχα ζήτησε ξανά να δει τα πάτρια εδάφη. Ας ρίξουμε καράβι εμείς κι έμπειρους συντρόφους ας του δώσουμε, πενήντα δυο. Είναι ασήκωτος, βαρύς ο πόνος να σε κρατάει η μοίρα σου μακριά απ’το σπιτικό σου. Αφού το πλοίο ρίξετε στη θάλασσα έτοιμο για ταξίδι, ελάτε
στο παλάτι μου να φάμε και να πιούμε. Καλέστε και το Δημόδοκο, τον αοιδό, με το τραγούδι του την ψυχή μας να γλυκάνει. Ο. : Έτσι κι έγινε! Έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν και τότε πιάνει δουλειά ο συνάδερφος κι αρχίζει το τραγούδι... και τι τραγούδι! Αν τη φιλονικία του Οδυσσέα με τον Αχιλλέα εκείνος δεν έψαλε... Κ. : ... στου Οδυσσέα τα μάγουλα δάκρυ δε θα κυλούσε κι έτσι η ιστορία μας δε θα προχωρούσε! Στο άσμα εμφανίστηκε ξάφνου ο δούρειος ίππος, ο Οδυσσέας λύγισε κι ίσαμε εδώ ακούστηκε της καρδιάς του ο χτύπος! Ο. : Πήρε φωτιά η κιθάρα του αοιδού! Με τέτοιο θέμα πατείς με πατώ σε θα ’γινε στο παλάτι! Ζηλεύω! Πώς θα ‘θελα κι εγώ να ιστορήσω το τέχνασμα του θείου Οδυσσέα, το κούφιο ξύλινο άλογο που στην κοιλιά του χώρεσε πλήθος γενναίων Αχαιών. Αυτό που έφερε την άλωση της Τροίας καθώς οι Τρώες με τη θέλησή τους τ’ οδήγησαν στην ακρόπολή τους. Έβαλαν την καταστροφή στην καρδιά της πόλης τους. Δεν περίμεναν το ξύλινο άψυχο άλογο να ζωντανέψει, στρατός να γίνει και να τους αφανίσει! Η Τροία έπεσε, η Τροία έπεσε! Κ. : Όμηρε, φρένο, μην ενθουσιάζεσαι! Σε πρόλαβαν! Αυτά μας τα ‘παν άλλοι! Ο. : Και κλάμα, Μούσα μου, ο Οδυσσέας! Την πάτησε ο Δημόδοκος και δεν αποτελείωσε τη μεγάλη του επιτυχία. Καλά να πάθει! ΑΛΚ. : Σταμάτα το τραγούδι, Δημόδοκε, ο ξένος υποφέρει! Πες μας, όμως, άγνωστε κι εσύ, ποιος είσαι, με ποιο όνομα σε καλούν στα μέρη σου; Από ποιον τόπο έρχεσαι; Ποιος πόνος μέσα σου ξυπνά σαν ακούς των Αργείων τα πάθη και δάκρυα τα μάγουλά σου αυλακώνουν;
Ραψωδία ι Είμαι ο Οδυσσέας, του Λαέρτη ο γιος, για τους δόλους μου γνωστός - Αλκίνοε φιλόξενε, τι να σου ιστορήσω; Πόσους καημούς μου να σου πω; Ποιες πίκρες να σου δείξω; Λαέρτης ο πατέρας μου κι εγώ είμ’ο Οδυσσέας στον κόσμο τούτο ξακουστός αλλά και στα ουράνια όλοι γνωρίζουν πως εγώ με του μυαλού την κόψη τα τείχη έριξα με μιας του Ίλιου, της Τροίας! Ιθάκη είν’η πατρίδα μου, με δέντρα φορτωμένη τη διάφανη τη θάλασσα αγγίζει μ’ακρογιάλια απότομα και δύσβατα μα υπέροχα συνάμα! Ο Δίας, ο πατέρας μας, νόστο βαρύ μου ορίζει σαν απ’της Τροίας έφυγα το νικημένο κάστρο.
Ο. : Επιτέλους λίγη δράση! Πόσα έχουμε να διηγηθούμε τώρα, Μούσα μου... Αχ! Χαμός θα γίνει! Κ. : Χα χα! Χαμός θα γίνει, Όμηρε, μα άλλος θα’ναι ο λόγος: μόλις μου μήνυσε η μαμά μου πως ήδη τον σερβίρισε καυτό το μουσακά μου. Εγώ τους στίχους γύρισα απαλά κι ωραία κι έτσι το λόγο έδωσα πλέον στον Οδυσσέα. Δυο άντρες σας αφήνω εδώ, παιδιά της δράσης και οι δυο, να τα διηγηθείτε... μαντάρα μην τα κάνετε, μην αποκοιμηθείτε!
Ο. : Μούσα, μουσίτσα μου, μη φεύγεις... Κ. : Δώσε στον Οδυσσέα μας αν θέλεις τα φιλιά μου και πες του θα τον σκέφτομαι σαν τρίβω την κοιλιά μου! Μαμάκααα... έρχομαι! ΟΔ. : Κουράγιο, Όμηρε! Ασ’το σ’εμένα... Εδώ θα καταφέρω στην πατρίδα να γυρίσω, λες να μην καταφέρω να διηγηθώ στους Φαίακες όσα συνέβησαν; Ο. : Έχεις πιει και τα κρασάκια σου, όμως, Οδυσσέα... ΟΔ. : Ο οίνος τη γλώσσα λύνει και την καρδία ευφραίνει... Τώρα θα τα πω καλύτερα! Ο. : Ο Δίας μαζί μας! ΟΔ. : Ακούστε τώρα όλοι, του γυρισμού τα πάθη. Μόλις την Τροία άφησα με πλοία και συντρόφους ο άνεμος με έριξε στη χώρα των Κικόνων, την άγρια τη Θράκη. Εκεί, η αρχή ήταν καλή. Την πόλη Ίσμαρο κυριεύσαμε, πήραμε γυναίκες κι αγαθά μα πίσω είχε η αχλάδα την ουρά. Δεν πήραμε εγκαίρως του γυρισμού το δρόμο, μαζέψανε οι Κίκονες κόσμο και κοσμάκη κι ο σώζον εαυτόν σωθείτω. Έξι συντρόφους χάσαμε από κάθε καρἀβι. Ο. : Μετά; Πες τους για μετά... αφού σας χτύπησε η τρικυμία στο Μαλέα, εκεί κοντά στα όμορφα τα Κύθηρα, πες τους για της Αφρικής τη χώρα. ΟΔ. : Όμηρε, μην αγχώνεσαι! Δέκα μέρες ταξιδεύαμε στη μέση του πελάγους... Σώθηκαν οι προμήθειες, σώθηκε το νερό μας... Σαν αντικρύσαμε στεριά, πήραμε τα παγούρια και στη βρυσούλα τρέξαμε να ξεδιψάσουμε όλοι.
Ο. : Στων Λωτοφάγων τη χώρα είχατε φτάσει, που με λουλούδια τρέφονται, των λουλουδιών τα τέκνα! ΟΔ. : Κάτσε, βρε Όμηρε, μ’έχεις κουράσει! Όλα θα τα πω, ένα ένα! Τον ειρμό μου χάνω μαζί σου και δεν μπορώ να συνεχίσω. Αφού φάγαμε κι ήπιαμε, στέλνω τρεις συντρόφους να εξερευνήσουν την άγνωστη τη χώρα, να μάθουν, να ρωτήσουν σαν ποιοι την κατοικούνε! Φτάνουν αυτοί κοντά στων λουλουδιών τα τέκνα, που ζούσανε ομαδικά, τον πόλεμο αποστρέφονταν, την ειρήνη λάτρευαν κι ήθελαν αγάπη, μόνο αγάπη, πολλή αγάπη κι απ’την αγάπη την πολλή δίνουν στους ξένους ακόμα και το φαΐ τους, τους λωτούς τους. Λωτούς γλυκούς και μελιστάλαχτους, υπέροχους στη γεύση, που ήταν φρούτο μαγικό και άκρως χαλαρωτικό! Σαν δοκιμάσανε τ’ώριμο και ζουμερό φρούτο οι δικοί μας, όλα τα λησμονήσανε, πατρίδα και συντρόφους κι ο νους τους πέρασε σ’ονειρικούς πια τόπους! Ο. : Κι εσύ, Οδυσσέα, αντί να τους αφήσεις τους ανθρώπους στην ευτυχία τους, τους βούτηξες, τους έχωσες με το στανιό στα καράβια και τους πήρες άρον άρον! Ρώτησες ποιος τους περίμενε εκείνους στην Ιθάκη; Δεν είναι όλες οι γυναίκες Πηνελόπες γλυκές, πιστές κι όμορφες! Αλλά να μου πεις... αφού ξέρουμε πως τελικά, αργά ή γρήγορα κάπου αλλού θ’ αφήσουν τα κοκαλάκια τους! ΟΔ. : Κάποια κοκαλάκια τ’αφήσαμε πολύ σύντομα, στον επόμενο κιόλας σταθμό μας! Από τους φιλόξενους λωτοφάγους την ειρήνη, την κοινοκτημοσύνη, την ομαδικότητα και την αγάπη, η μοίρα μας έριξε κατευθείαν στα βαθιά, τα πολύ βαθιά, τα μαύρα νερά της χώρας των Κυκλώπων. Κάποιου θεού το χέρι μας οδήγησε σ’ένα νησάκι έρημο απέναντι απ’το δικό τους, έναν μικρό, ήσυχο, δροσερό και δενδρώδη
παράδεισο της Μεσογείου γεμάτο ζωηρά αγριοκάτσικα νόστιμα και τρυφερά! Εκεί περάσαμε μια υπέροχη μέρα και μια ακόμα πιο υπέροχη νύχτα, με φαγητό πολύ κι ύπνο βαθύ! Στρώσαμε μαγουλάκι! Τύφλα να ’χει η πόλη Σπα στο βροχερό και μαύρο Βέλγιο! Ο. : Φαίνεται, όμως, Οδυσσέα πως η ξεκούραση στο δικό σου μυαλό γεννά ιδέες... ΟΔ. : ...άλλοτε καλές κι άλλοτε τρομερές! Πίνοντας το κρασάκι μου, στις όχθες του παραδείσου το απογευματάκι, την απόλυτη ηρεμία του μικρού νησιού τάραζαν οι φωνές ανθρώπων και ζώων από την απέναντι στεριά. Τότε ήταν που μου καρφώθηκε στο μυαλό μια ιδέα. Πήρα μαζί μου τα καλύτερα παιδιά, δώδεκα από τους διαλεχτούς συντρόφους! Ο. : Τι άλλο πήρες μαζί σου εκτός από τα δώδεκα μικρά άτυχα παλικαράκια; ΟΔ. : Ένα ασκί κρασί. Ο. : Για να πιεις και να ξεχάσεις τον πόνο σου μετά; ΟΔ. : Ομηράκο, άσε να τα πω εγώ που υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας κι εσύ άκου! Ήθελα να ’ξερα ποιος ήταν αυτός που σ’έπεισε πως έχεις τα προσόντα για ραψωδός. Πρέπει να ήταν μεγάλος κυνηγός ταλέντων. Ο. : Δεν απαντώ στους ήρωες των επών μου, Οδυσσέα, είσαι τυχερός! ΟΔ. : Αράζει το καράβι μας στο νησί των Κυκλώπων, βγαίνουμε απ’το πλοίο μας και κατευθυνόμαστε προς την πιο κοντινή σπηλιά. Οι στρογγυλομάτηδες κάτοικοι του νησιού αυτού δε νοιάζονταν να φτιάξουν κοινωνίες μήτε νόμους, μήτε άρχοντες και βασιλιάδες,
νοιαζόταν μόνο ο καθένας για τον εαυτό του, τη σπηλιά του, τα ζώα, τη γυναίκα και τα παιδιά του. Πιθανότατα και μ’αυτή τη σειρά! Ο. : Και σε τι σπηλιά πέσατε, Οδυσσέα! Ε; Τυρί, γάλα, τυρόγαλο, αρνιά μεγάλα και μικρά κι όλου του κόσμου τα καλά. Ήταν του Κύκλωπα Πολύφημου η σπηλιά, του γιου του Ποσειδώνα. Ήθελαν οι σύντροφοι να γεμίσετε το πλοίο σας με αγαθά και να φύγετε αλλά εσύ... ΟΔ. : Εγώ ήμουν από την περιέργεια δηλητηριασμένος. Ο Πολύφημος δεν ήταν εκεί, έβοσκε στα λιβάδια κι εγώ φαγώθηκα να τον συναντήσω. Ο. : Το σίγουρο είναι πως στο τέλος δεν φαγώθηκες εσύ... ΟΔ. : Σιλάνς, Όμηρε, άσε με την ιστορία μου να συνεχίσω. Ήρθε ο Κύκλωπας κι εμείς μόλις τον αντικρίσαμε, απ΄ την πολλή τρομάρα, χωθήκαμε στα βάθη της σπηλιάς. Μέγα λάθος, από εκεί μόνο οι μισοί θα καταφέρναμε να βγούμε! Ο. : Τεράστιος και τρομερός στην όψη, πρέπει να ήταν, Οδυσσέα, τραχύς και φοβερός, με το τεράστιο στρογγυλό του μάτι στο κέντρο του μετώπου, με τη θεϊκή του δύναμη και τους κακούς του τρόπους! ΟΔ. : Κακούς μόνο; Μ’αρέσει που εγώ του έλεγα για Αχαιούς κι Αγαμέμνονα, για Τροία και πολέμους, για ικέτες και Ξένιο Δία, για φιλοξενία, δώρα και τιμές στους ξένους... Εκείνος, φράζει με βράχο τεράστιο την έξοδο της σπηλιάς και μου λέει: Χχχχχαιαι... Ο. : Χχχχαιαι... χαιρετίσματα λοιπόν στην εξουσία, Οδυσσέα! ΟΔ. : Ακριβώς! Τι με νοιάζει εμένα ο Δίας, μου λέει, εγώ είμαι απ’τους θεούς πιο δυνατός! Έφαγε για βραδινό ομελέτα με δυο συντρόφους, το βράδυ το γεύμα πρέπει να είναι ελαφρυ, το λένε κι οι Κινέζοι, ήπιε το
γαλατάκι του, χαλάρωσε κι άρχισε να ροχαλίζει! Αυτός έβλεπε όνειρα κι εμείς ζούσαμε εφιάλτη! Ο. : Φαντάζομαι πως ένα καλό πρωινό, για να ξεκινήσει τη μέρα γεμάτος ενέργεια, μάς κάνει σύνολο τέσσερις χαμένους συντρόφους. ΟΔ. : Δυστυχώς... και το χειρότερο... Αφού το κοπάδι του βγάζει για βοσκή, σέρνει το βράχο το βαρύ και μας κλείνει πάλι μέσα! Ευτυχώς που η εφευρετικότητα και η πονηριά μου ταξίδεψαν κι αυτές μαζί μου με το πλοίο που μας έφερε από τον Παράδεισο στην Κόλαση! Βλέπω ένα ξύλο ελιάς, όμορφο και χοντρό που ο Κύκλωπας ετοίμαζε για ρόπαλο, το λειαίνουμε με τους συντρόφους, το ξύνουμε, το κάνουμε μυτερό μυτερό, το καίμε στην άκρη στη μεγάλη φωτιά που φλόγιζε στη μέση της σπηλιάς και παίρνω τέσσερις εθελοντές απ’τους συντρόφους να τους εξηγήσω το σχέδιό μου. Ο. : Δύο για βραδινό το περασμένο βράδυ, δύο για πρωινό, σου είχαν μείνει οκτώ σύντροφοί, μείον δύο, το δείπνο που πλησίαζε, θα σου έμεναν έξι. Για της ιστορίας το καλό, ελπίζω να μη φαγώθηκαν οι εθελοντές σου... ΟΔ. : Ευτυχώς όχι κι επίσης ευτυχώς που είχα σκεφτεί να πάρω μαζί μου αυτό το ασκί με το καλό μαύρο κρασί των Κικόνων. Ήταν η καλύτερη ιδέα που είχα μέχρι τώρα... Μετά το γεύμα του Κύκλωπα το βράδυ, τον πλησιάζω και του μιλώ για τις χωνευτικές ιδιότητες του μαύρου κρασιού... Πίνει λίγο, μου λέει, βάλε κι άλλο, βάζω κι άλλο, μου λέει κι άλλο, βάζω και τρίτο και καθώς στο χείλος της μέθης φτάνει, του λέω, για να ξέρεις, Κύκλωπα, εγώ είμαι ο Κανένας, όλοι έτσι με φωνάζουν.
Κ. : Δωράκι δε μου ζήτησε ο Κανένας; Ε, λοιπόν θα το έχει... του το υπόσχομαι, τελευταίο θα τον φάω! Πώς του φαίνεται του Κανένα αυτ...; ΟΔ. : Τη φράση του δεν τέλειωσε... κι ύπνος βαρύς τον πλάκωσε. Παίρνουμε το παλούκι, το χώνουμε στη χόβολη να πυρωθεί σαν την καυτή πατάτα, να κοκκινίσει όπως του σιδερά τα σίδερα λίγο πριν τα λυγίσει κι ίσια στο μάτι του Κύκλωπα... Ο. : Όχι περιγραφές βίας, Οδυσσέα, έχουμε και μικρά παιδιά! ΟΔ. : Φωνάζει εκείνος απ’τον πόνο δυνατά, καλεί τους άλλους Κύκλωπες να’ρθουν να βοηθήσουν. ΚΚΚ. : Ποιος εφιάλτης σε ξύπνησε, Πολύφημε, και μες τη νύχτα σκούζεις; Ή μήπως κάποιος θέλησε κακό να σου κάνει με βία ή με δόλο; Κ. : Φίλοι μου ο Κανένας με δόλο με σκοτώνει! ΚΚΚ. : Συμβαίνει και στους καλύτερους, είναι απ΄το Δία η ασθένεια σταλμένη. Κοιμήσου κι ευχήσου στον πατέρα σου τον Ποσειδώνα να σε βοηθήσει να σταματήσεις κακό να κάνεις στον εαυτό σου. Είσαι σε καλό δρόμο αφού μπορείς και παραδέχεσαι πως είναι ο κανένας που σε βλάπτει. Μέτρησε τώρα τα προβατάκια σου κι όνειρα γλυκά... ΟΔ. : Υποφέροντας πέρασε τη νύχτα ο Κύκλωπας κι εγώ κρυφά χαιρόμουν κι έψαχνα τρόπο τους συντρόφους να γλιτώσω από τη λαβωμένη οργή του. Σαν το πρωί τράβηξε αυτός το μεγάλο βράχο και στάθηκε στην είσοδο της σπηλιάς περιμένοντας το κοπάδι να περάσει και παραφυλώντας μην τύχει και κάποιος από εμάς θελήσει ν’αποδράσει, το σχέδιό μου ήταν ήδη έτοιμο για εφαρμογή. Τα γερά κριάρια έδεσα τρία τρία με λυγαριές, στο μεσαίο έκρυψα κι από έναν
σύντροφο για να καλύπτουν το σώμα του τα δύο ακριανά. Εγώ ο ίδιος ανάποδα κρεμάστηκα από το πιο γερό του κριάρι, το πιο δασύμαλλο που πάντα έμπαινε απ’όλα μπρος. Έτσι πέρασαν όλοι οι σύντροφοι, όσοι είχαν απομείνει, από την είσοδο της σπηλιάς κι ας ψηλαφούσε ο Κύκλωπας όλα τα κριάρια από πάνω μην τυχόν και κάποιον από εμάς εντοπίσει. Τελευταίος πέρασα εγώ με το καλύτερό του κριάρι. Έτσι περάσαμε όλοι! Με βήματα ελαφριά και με τα μάτια να κοιτούν μπροστά και πίσω με τρόμο μήπως κάτι συμβεί και σβήσουμε όλοι σ’εκείνο το νησί. Ο. : Τότε, όμως, όταν στο πλοίο μπήκες, Οδυσσέα, φάνηκες άμυαλος κι ύβρι διέπραξες που κόστισε τη ζωή στους συντρόφους σου, σ’εσένα ατέλειωτη ταλαιπωρία και σ’εμένα ένα έπος πλούσιο κι όμορφο κι αιώνια δόξα! ΟΔ. : Ναι, ξεπέρασα κάθε όριο απ’τη χαρά μου που έβγαλα τους συντρόφους από τη σπηλιά μα κι απ’την οργή μου που ο Κύκλωπας τόσο άκαρδα έφαγε τους μισούς δίχως να το σκεφτεί ή να το μετανιώσει. Από το πλοίο καθώς φεύγαμε τόλμησα να του φωνάξω πως είναι του Λαέρτη ο γιος, ο Οδυσσέας από την Ιθάκη, αυτός που τον τύφλωσε. Κ. : Μια παλιά μαντεία μου το’χε αποκαλύψει. Μα εγώ περίμενα να με πληγώσει άνδρας μέγας, όμορφος, αντρείος κι όχι αχαμνός, ασήμαντος, γελοίος. ΟΔ. : Το μόνο που θα΄θελα είναι να σε σκοτώσω, στον Κάτω Κόσμο να σε στείλω, να σ’αφανίσω.
Κ. : Πάρε τώρα από εμένα αυτό το δώρο: Πατέρα μου Ποσειδώνα, σε παρακαλώ, για το κακό που μου’κανε, ποτέ να μη γυρίσει στην πατρίδα του ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη. Μα αν πρέπει να γυρίσει, τότε να γυρίσει μόνος, έχοντας χάσει πλοίο και συντρόφους, βασανισμένος και ξεσκισμένος από τη θάλασσα. ΟΔ. : Οι δυο κορφές βουνών που πέταξε ο Πολύφημος κοντά στο καράβι για να μας κλείσει το δρόμο δε θα εμπόδιζαν το ταξίδι μου τόσο όσο η ευχή του προς τον πατέρα του. Αυτή ήταν που εμένα με βασάνισε κι έστειλε στον Άδη όλους μου τους συντρόφους!
Ραψωδία κ Αν ανοίξει ο ασκός του Αιόλου... Ο Αίολος ο άρχοντας των θαυμαστών ανέμων τους ξένους φιλοξένησε που ήρθαν τσακισμένοι απ’των Κυκλώπων το νησί, το γόνιμο μα μαύρο. Στον Οδυσσέα τον ασκό, που κλείνει τους ανέμους, χάρισ’ ο ισχυρός θεός, δώρο φιλοξενίας κι άφησε μόνο ελεύθερο το Ζέφυρο, τον πρίμο για να τους φέρει απαλά στις όχθες της Ιθάκης. - Μην είναι κάποιος θησαυρός κρυμμένος στον ασκό του; Αυτή τη σκέψη γέννησε μια άπληστη μανία που άδικα κατέλαβε κάποιους απ’τους συντρόφους. Ενώ κοιμότανε γλυκά ο θείος Οδυσσέας κι ενώ αχνοφαινότανε η άκρη της Ιθάκης, λύνουν οι άμυαλοι το ασκί με τους ανέμους όλους και σαν αυτοί σκορπίσανε σφοδροί κι ανταριασμένοι, τότε η μαύρη θύελλα σπρώχνει μακριά το πλοίο απ’της πατρίδας τις ακτές που είχε αντικρίσει. Στου Αίολου το μακρινό, φιλόξενο νησάκι φέρνουν οι άνεμοι ξανά το πλοίο του Οδυσσέα
μα τώρα πια ο Αίολος γνωρίζει την αλήθεια πως είναι θέλημα θεών το πλοίο να μη γυρίσει, στην ποθητή πατρίδα του, τη δροσερή Ιθάκη. ΑΙΟΛ. : Φύγετε κακορίζικοι μακριά απ’το νησί μου. Δε θέλω να πατούν εδώ όσοι είναι κατατρεγμένοι, κυνηγημένοι απ’τους θεούς. Φύγετε μακριά μου! ΟΔ. : Η απληστία κι η αμυαλιά μα πρώτα απ’όλα η δική μου ύβρις μ’έφεραν πάλι στο μέσο της θαλάσσης κι έπειτα στη χώρα των άγριων Λαιστρυγόνων που λαχταρούσαν να περιλαμβάνει το μενού νόστιμα, τρυφερά γλυκύτατα ανθρωπάκια. Έστειλα τρεις συντρόφους μου τους ντόπιους να γνωρίσουν κι αυτοί οι άγριοι, οι κακοί μου έφαγαν τον έναν. Ύστερα επιτέθηκαν με δύναμη γιγάντων στα πλοία μας που ήταν αραγμένα στο λιμάνι. Δεν έμεινε κανείς... Όλεθρος, μαύρη δυστυχία, πλήρης καταστροφή! Ο. : Πλήρης; Μα εσύ είσαι εδώ! ΟΔ. : Ένα προαίσθημα μ’ έτρωγε και μ’ οδήγησε το πλοίο μου να δέσω παράμερα, μακριά από τ’άλλα κι όχι στο λιμάνι. Μόνο εμείς γλιτώσαμε μ’αφήσαμε πίσω την ψυχή μας, σ’εκείνη την καταστροφή... Ο. : Σύντομα, όμως, είδατε πάλι ξηρά! Την Αία, το νησί της όμορφης της Κίρκης! Αλήθεια, Οδυσσέα, πώς είπαμε ότι κάνει το μικρό ροζ γουρουνάκι; ΟΔ. : Με τέτοιο χιούμορ, δεν είναι ν’απορείς γιατί εξαφανίστηκε η Μούσα η Καλλιόπη. Πώς να τ’αντέξεις; Βρίσκεις αστείο, Όμηρε, που η Κίρκη, η μάγισσα, μεταμόρφωσε τους συντρόφους μου σε χοίρους;
Ο. : Πρόσεξε να μην πάρεις γουρούνι στο σακί! ΟΔ. : Βρίσκεις αστείο, Όμηρε, που αν δε με συνέτρεχε ο Ερμής θα μέναμε όλοι χοίροι; Ο. : Όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη! ΟΔ. : Βρίσκεις αστείο, Όμηρε, που αφού με τα βότανα του Ερμή γλίτωσα αναγκάστηκα με τη βία να βάλω την Κίρκη τους συντρόφους μου να κάνει πάλι ανθρώπους και να μας αφήσει να συνεχίσουμε το δύσκολο ταξίδι μας; Ο. : Συγγνώμη, Οδυσσέα μου, να σε ρωτήσω κάτι; Εσύ δεν το βρίσκεις αστείο; ΟΔ. : Η αλήθεια είναι πως όταν είδα τους συντρόφους μου σε ...χοιρινή έκδοση... με το ζόρι κρατήθηκα! Έκαναν και γούτσου γούτσου! Ο. : Πάντως, Οδυσσέα μου, στις γυναίκες έχεις μεγάλη επιτυχία… ΟΔ. : Έχω, που να μην είχα! Η επιτυχία αυτή μου κόστισε συνολικά έντεκα βασανισμένα χρόνια μακριά απ’ την πατρίδα! Ο. : Όχι και βασανισμένα, Οδυσσέα… δε νομίζω να πέρασες φριχτά βασανιστήρια ένα χρόνο δίπλα στη μυστηριώδη ομορφιά της Κίρκης ή δίπλα στην αιθέρια καλλονή Καλυψώ! ΟΔ. : Μου έλειπε η Πηνελοπίτσα μου, η γυναικουλίτσα μου! Ο. : Καλά! Πες τα εσύ, Οδυσσέα μου, για τη χαρά του έπους αλλά μεταξύ κατεργαραίων… ειλικρίνεια!
Ραψωδία μ Εγώ το δρόμο θα σας δείξω, με προσοχή ακούστε... Η Κίρκη μας ετοίμασε για το μακρύ ταξίδι. - Εγώ το δρόμο θα σας πω, εγώ θα σας τον δείξω. Αν το τραγούδι αφεθείς ν’ ακούσεις των Σειρήνων γλυκά θα σε μαγέψουνε να τις ακολουθήσεις και τη ζωή σου θα δεχτείς σ’αυτές να τη χαρίσεις! Τ΄αυτιά να κλείσουν διέταξε καλά οι σύντροφοί σου και σαν τα κλείσουν με κερί, να μη μπορούν ν’ακούσουν, αν θέλεις άκου τες εσύ ολόρθος στο κατάρτι δεμένος χειροπόδαρα σφιχτά με παλαμάρια. Όσο κι αν σκούζεις τότε εσύ, αυτοί δε θα σ’ακούνε μόνο θα κάνουνε κουπί μακριά για να βρεθούνε!
ΚΙΡΚ. : Οδυσσέα, άκου τι σου λέω αλλιώς σύντομα θα εύχεσαι εδώ να είχες μείνει και «γούτσου γούτσου» να ’κανες μαζί με τους συντρόφους! ΟΔ. : Τ’άκουσα όλα, Κίρκη μου, καθόλου μην ανησυχείς, σημείωσα: κερί, παλαμάρια, κατάρτι... αλλιώς κοκαλάκια στο λιβάδι! ΚΙΡΚ. : Έπειτα, αν συγκεντρωθείς και τις Σειρήνες γλιτώσεις, θα έχεις δύο επιλογές...
ΟΔ. : Αχ, αυτό τουλάχιστον είναι μια ανακούφιση! ΚΙΡΚ. : Ναι, μόλις τις ακούσεις κιόλας θ’ανακουφιστείς ακόμα περισσότερο. Ή θα περάσεις τις Πλαγκτές, τους βράχους που με δύναμη χτυπιούνται μεταξύ τους και παρασέρνουνε μαζί καράβια, ναύτες και πουλιά. Αυτές μονάχα οι Αργοναύτες τις πέρασαν μα είχανε την Ήρα στο πλευρό τους... εσύ δεν ξέρω τι μέσον έχεις στα ουράνια. Αν είχες, βέβαια, καλές διασυνδέσεις τώρα θα ψάρευες μ’ απόχη στην Ιθάκη. ΟΔ. : Ευτυχώς που υπάρχει και δεύτερη επιλογή... ΚΙΡΚ. : Ναι, ευτυχώς και μάλιστα η δεύτερη είναι ιδιαζόντως ανακουφιστική... Από τη μια λοιπόν έχουμε τις Πλαγκτές Πέτρες αλλά από την άλλη... αχ, να δεις, Οδυσσέα μου, τι έχουμε από την άλλη! ΟΔ. : Από την άλλη έχουμε τόπο φωτεινό, τόπο χλοερό, τόπο αναψύξεως; ΚΙΡΚ. : Μπορείς εύκολα να φτάσεις κι εκεί! Από την άλλη έχουμε τις αγαπημένες όλων μας, αυτές που όλοι περιμέναμε... τη Σκύλλα και τηηηη Χάρυβδηηηηη! Άλλοι δυο βράχοι ξακουστοί! Ο πρώτος είναι γλιστερός κι απότομος, χάνεται στ’ουρανού τα ύψη και την κορφή του μαύρο σύννεφο σκεπάζει χειμώνα καλοκαίρι. Εκεί, στη μέση, από μια άπατη σπηλιά που ήλιος δεν την πιάνει θ’ακούσεις να΄ρχεται γλυκό παράπονο κουταβιού... ΟΔ. : Αχ, Κίρκη μου, τρελαίνομαι για κουταβάκια! Τι μου θύμισες τώρα! Τον Άργο μου, τον πιστό μου σύντροφο, κουταβάκι ήταν όταν τον κράτησα για πρώτη φορά στην αγκαλιά μου κι ακόμα ηχεί στ’αυτιά μου το γλυκό του κλάμα…
ΚΙΡΚ. : Για πες μου Οδυσσέα, ο Άργος σου έχει κι αυτός δώδεκα πόδια, έξι λαιμούς και ισάριθμα κεφάλια με τρεις σειρές δόντια το καθένα πυκνά πυκνά κι ακονισμένα; ΟΔ. : Ε, όχι... ένα κεφαλάκι έχει ο Άργος μου και μια ζεστή γλωσσίτσα! ΚΙΡΚ. : Μήπως ο Άργος σου τρώει σκυλόψαρα και ναύτες; Έξι έξι τη φορά, κεφάλι και ναύτης; ΟΔ. : Αποφάγια τρώει ο δύστυχος και κανένα κοκαλάκι στις γιορτές, ό,τι του πετάει ο Εύμαιος που τα κοπάδια μου φροντίζει. Μα αυτή που περιγράφεις πρέπει να είναι η Σκύλλα. Η Χάρυβδη πού είναι; ΚΙΡΚ. : Ακριβώς απέναντι σε βράχο χαμηλό, όχι σαν τον πρώτο, καταπράσινο, γεμάτο φυλλωσιές. ΟΔ. : Φιλικός ακούγεται! Ίσως να περάσω από εκεί… ΚΙΡΚ. : ...και να πέσεις στη Χάρυβδη! Το χόμπι της είναι, Οδυσσέα, να ρουφά το κύμα, τρεις φορές τη μέρα ανελλιπώς κι έπειτα να το φτύνει! Αν το καράβι σου βρεθεί μπροστά της την ώρα που τη θάλασσα ρουφά... έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι βουνά ραχούλες! Και το Δία να είχες πατέρα, δε θα μπορούσε να σε σώσει. Σου προτείνω λοιπόν, από το ν’αφήσετε όλοι το μάταιο ετούτο κόσμο, καλύτερα να θυσιαστούν έξι σύντροφοι περνώντας απ’τις ακτές της Σκύλλας. Δε χρειάζεται αυτή την πληροφορία να τη μοιραστείς. Εσύ κοίτα να κρυφτείς εκείνη την ώρα και όταν η Σκύλλα αρπάξει τους έξι συντρόφους θυμήσου να κάνεις τον ξαφνιασμένο! ΟΔ. : Δε θα κρυφτώ, Κίρκη, θα πολεμήσω! Τους συντρόφους μου από τη Σκύλλα θα γλιτώσω!
ΚΙΡΚ. : Σιγά τα αίματα, Οδυσσέα! Δε σου δίδαξε τίποτα η πείρα σου μέχρι τώρα και πάλι θέλεις να τα βάλεις με τους αθανάτους; Μέχρι να την πολεμήσεις εσύ, όπως λες, το πιθανότερο είναι αυτή να έχει φάει τους έξι συντρόφους, να τους έχει χωνέψει και να ετοιμάζεται για τους επόμενους έξι. Μ’αυτόν τον τρόπο, μάλλον ζημιά θα κάνεις παρά καλό! Κάνε όπως σου είπα και κοίτα να τους συμβουλέψεις σωστά στη συνέχεια για να φύγετε όλοι σώοι από το νησί του Ήλιου. ΟΔ. : Τι πρέπει να κάνουμε εκεί; ΚΙΡΚ. : Τι πρέπει να μην κάνετε να ρωτάς! Δεν πρέπει να φάτε τα βόδια του θεού Ήλιου! ΟΔ. : Ήταν ξεκάθαρη η συμβουλή της Κίρκης. Την άκουσα προσεκτικά κι όταν πλησιάζαμε στο νησί του Ήλιου εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να φύγουμε γρήγορα από εκεί. Οι σύντροφοι, όμως, επέμεναν να περάσουμε τη νύχτα στο νησί και να ξεκουραστούμε. Ο. : Οι σύντροφοί σου σε παράκουσαν, Οδυσσέα, τα βόδια έφαγαν και πλήρωσαν το τίμημα. Μ’εντολή του Ήλιου η μαύρη θάλασσα τους κατάπιε! Έμεινες μόνος! ΟΔ. : Μόνος παλεύοντας με τα κύματα και τις μαύρες μου σκέψεις που από τη θάλασσα πιο δυνατά στο χάος με ρουφούσαν... Οι σύντροφοί μου υπήρξαν θύματα πρώτα απ’όλα θύματα της δικής μου απαράδεκτης ξιπασιάς... Ο. : ...και της δικής τους, όμως, αμυαλιάς, Οδυσσέα! Αν σε είχαν ακούσει δε θα είχαν χαθεί. Η βούληση είναι απ’ όλα πιο ισχυρή.
Ραψωδία ν Απαλά τον άφησαν πάνω στην άμμο της πατρίδας του, στον ύπνο βυθισμένο... Σαν όλα τα εξήγησε ο θείος Οδυσσέας, ο Αλκίνοος διέταξε να φύγει το καράβι γεμάτο δώρα και καλά να πάει στην Ιθάκη. Μόλις το πόδι πάτησε στο πλοίο ο Οδυσσέας, σε ύπνο έπεσε βαθύ, που αξύπνητος φαντάζει! Ήταν οι Φαίακες δεινοί, γρήγοροι κωπηλάτες και το ταξίδι ήρεμο, η θάλασσα σαν λάδι. Στην άμμο πάνω ακούμπησαν το σώμα του Οδυσσέα σ’ύπνο βαθύ όπως ήτανε ακόμα βυθισμένο και δίπλα του απίθωσαν τα δώρα ένα ένα αφήνοντας μόνο αυτόν στο χώμα της πατρίδας είκοσι χρόνια αργότερα μακάρια να κοιμάται!
ΟΔ. : Τι ομίχλη είναι αυτή πυκνή; Κ. : Ο Οδυσσέας ξύπνησε απ’τον ύπνο το βαθύ. Μόνος ήτανε κι έρημος σε άγνωστη ακτή, μ’ομίχλη σκεπασμένη. Τίποτα δεν καταλαβαίνει! Ο. : Μούσα μου, έφαγες, χόρτασες; Καλώς μας ήρθες πίσω!
Κ. : Καλώς σας βρήκα, Όμηρε! Μα έλα, ας προχωράμε σε αγωνία πόσο πια άλλο να τους κρατάμε; Η Αθηνά, η σοφή θεά, τον Οδυσσέα στην πατρίδα του πίσω καλωσορίζει και το τοπίο αμέσως καθαρίζει! Αφού το χώμα της πατρίδας του φιλά με δάκρυα στα μάτια και κόλπα κινηματογραφικά, τον πιάνει η θεά Αθηνά και... ΑΘ. : Οδυσσέα, τώρα που όλα τα είπαμε κι όλα τα εξηγήσαμε, άκου τα παρακάτω! Ναι, είσαι στην Ιθάκη, και ναι, αυτό είναι αλήθεια. Τα βάσανά σου δεν τελείωσαν αλλά τώρα αρχίζει το καλό, το ηρωικό, το συγκινητικό και το τελειωτικό. Εγώ θα πεταχτώ μέχρι τη Σπάρτη να φέρω πίσω το γιο σου, τον Τηλέμαχο, γιατί οι μνηστήρες έχουν βαλθεί να τον ξεκάνουν κι αν πάθει κάτι ποιος σ’ακούει μετά! ΟΔ. : Οι ποιοι; Οι μνηστήρες; Τι είναι πάλι ετούτοι; Τέρατα αθάνατα; Μάγισσες; Ανθρωποφάγοι; ΑΘ. : Οδυσσέα μου, ανθρώπους βέβαια δεν τρώνε... όσο για περιουσίες… δεν ορκίζομαι στης Στύγας το νερό! Πάει βλέπεις καιρός που τρώνε και πίνουν στο παλάτι σου. ΟΔ. : Στο παλάτι ΜΟΥ; ΑΘ. : Ναι, ΣΟΥ! ΟΔ. : Καταστροφή! Και δε μου λες, θεά μου, τι δουλειά έχουν αυτοί στο παλάτι μου, τίνος είναι μνηστήρες; ΑΘ. : Μμμμ... ΟΔ. : Εγώ έχω γιο, μοναχοπαίδι, κόρη δεν έχω! Μια μόνο γυναίκα άφησα αρχόντισσα στο παλάτι. ΑΘ. : Πάντοτε έλεγα πως είσαι έξυπνο παιδί, Οδυσσέα!
ΟΔ. : Τι; Τι λες, θεά; Μνηστεύτηκαν τη γυναίκα μου; Την Πηνελόπη μου; Το Πηνελοπάκι μου; ΑΘ. : Είναι σε αναμονή! ΟΔ. : Σε αναμονή; Νομίζουν ότι θα μου πάρουν το κορίτσι μου; Θα τους τσακίσω όλους, θα τους πατήσω κάτω! ΑΘ. : Οδυσσέα, μη μου συγχίζεσαι και μην ανησυχείς! Των μνηστήρων τα ψωμιά είναι λίγα. Ελπίζω μόνο να μην έχασες τη φόρμα σου και να θυμάσαι πώς το τόξο σου να τεντώνεις! ΟΔ. : Αν πιάσω το τόξο μου, Αθηνά, σαν μύγες θα τους φάω έναν έναν! ΑΘ. : Και τι μύγες, Οδυσσέα μου, παχιές σαν του Αυγούστου! Τελοσπάντων, άκου με: εγώ πηγαίνω στη Σπάρτη να γλιτώσω το γιο σου απ’των μνηστήρων τα δόντια. Σου βγήκε
καλό παιδί αλλά
διανοούμενος, σκέφτεται πολύ και πράττει λίγο, είναι σύμπτωμα τεμπελιάς αυτό, να το προσέξεις! Εσένα θα σε μεταμορφώσω σε γεροζητιάνο για να κυκλοφορείς άνετα κι ελεύθερα, να δεις πώς είναι τα πράγματα γιατί έλειψες καιρό. Παρόλο που ξέρω πόσο θέλεις να πας στο παλάτι, σε συμβουλεύω να μην το κάνεις. Κἀνε βήματα προσεκτικά. Πήγαινε πρώτα στην καλύβα του Εύμαιου, του βοσκού και μείνε λίγο... άσε με να κινήσω εγώ προσεκτικά τα νήματα και σύντομα θα είσαι πάλι στο παλάτι σου ο μόνος βασιλιάς!
Ραψωδία ξ - π Είμαι ο πατέρας σου, Τηλέμαχε, είμαι εδώ μαζί σου! Με λόγια ανησυχητικά η Αθηνά σηκώνει το δύστυχο Τηλέμαχο να φύγει από τη Σπάρτη. - Παντρεύεται η μητέρα σου, έναν απ’ τους μνηστήρες. Τρέξε και κάνε γρήγορα αν θες να τους προφτάσεις. Μα μη βιαστείς να μεταβείς αμέσως στο παλάτι μον’ πήγαινε στου Εύμαιου το φτωχικό καλύβι πρώτα να μάθεις, να σκεφτείς τι θ’ αντιμετωπίσεις. Σ’ ένα καλύβι ταπεινό σμίγει σφιχτή αγκάλη, μια διψασμένη αγκαλιά για πατρική αγάπη. Κυλούν τα δάκρυα κρουνοί που στέγνωναν για χρόνια και στάζαν μέσα στην καρδιά τη μαύρη δυστυχία. Τώρα αγκαλιά πατέρας γιος ανοίγουν την ψυχή τους και ο Τηλέμαχος τολμά! Ξανά θα πει: «Πατέρα!»
Κ. : Όμηρε! Ο. : Μμμμμ; Κ. : Γιατί τη μύτη σου σκουπίζεις, κουνιέσαι και στριφογυρίζεις; Ο. : Μμμμμ…
Κ. : Ομηράκο, συγκινήθηκες; Ο. : Όχι, είμαι αλλεργικός! Κ. : …και μόνος! Μα όλοι μόνοι είμαστε γι’ αυτό ας τις χαρούμε αυτές τις λίγες τις στιγμές που τη ζωή μας όλη με μια αγκαλιά ποθούμε να μοιραστούμε! Έλα πάρε μαντίλι καθαρό, τη μύτη δυνατά φυσάς κι άλλο πια δε σε μπορώ!
Ραψωδία ρ - υ Απ’ την ουλή στο πόδι η παραμάνα γνώρισε πως είν’ ο Οδυσσέας... Για το παλάτι κίνησαν Εύμαιος κι Οδυσσέας. Κίνησε κι ο Τηλέμαχος μόνος μα ευτυχισμένος. Μακριά δεν ήταν τώρα πια το τέλος των μνηστήρων. Ζητιάνου είχε τη μορφή ξανά ο Οδυσσέας μα πριν καν στο παλάτι μπει, το γέρικο σκυλί του, γνωρίζει τον αφέντη του, σηκώνει την ουρά του με μάτια τον κοιτά θολά που θέλανε να πουνε για όσα μαύρα πέρασε, μα πέφτει πάλι χάμω. Ο Οδυσσέας έστρεψε αμέσως το κεφάλι γιατί το δάκρυ ανέβηκε ως του ματιού την άκρη. Όπως το γέρικο σκυλί και η πιστή τροφός του αμέσως αναγνώρισε το θείο Οδυσσέα απ’ του ποδιού του την ουλή που είχε κάπρος κάνει. Μα η Πηνελόπη η πιστή δεν τον αναγνωρίζει κι ας του μιλά πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια. Τον πόνο της του ομολογεί, το μαύρο βάσανό της: μνηστήρες εκατόν οκτώ που την πολιορκούνε! «Τέλος θα δώσω αύριο στην ανοιχτή πληγή μου
θα δώσω να τεντώσουνε το τόξο του Οδυσσέα. Όταν το τόξο τεντωθεί για άντρα μου θα πάρω αυτόν που είναι νικητής κι ας σκίζεται η καρδιά μου.»
Κ. : Η αλλεργία, Όμηρε σε έχει κατακτήσει, τη μύτη σου φυσάς πολύ κι έχω αγανακτήσει. Μήπως το δάκρυ ξύπνησε ο Άργος και σ’ εσένα, μην κλαις και μη λυπάσαι πια, αυτά είναι περασμένα! Ο. : Είναι κι αυτός ο αγώνας με το τόξο που με αγχώνει, Μούσα μου! Τι ήταν τώρα αυτό που αποφάσισε η Πηνελόπη. Τόσα χρόνια περίμενε, τώρα της ήρθε να δώσει λύση στο πρόβλημά της; Μου έχει ανέβει η πίεση στο είκοσι. Φαντάσου του Οδυσσέα που περίμενε αυτή τη στιγμή είκοσι χρόνια και που δεν είναι δα και είκοσι χρονών… Κ. : Όμηρε, δύστυχε Όμηρε, σασπένς αυτό στην τέχνη ονομάζουν, τους θεατές τρομάζουν ώστε να μη νυστάζουν! Μα θέλω να σκεφτείς καλά, ποιος θα τεντώσει δυνατά το τόξο του Οδυσσέα; Κι όταν ο κάποιος το τόξο τιθασέψει, μαντεύεις ποιον θα ξεπαστρέψει; Ο. : Μούσα μου, είσαι το κάτι άλλο!
Ραψωδία φ - χ Σαν τα ψάρια που σκορπά ο ψαράς στο περιγιάλι, έτσι οι μνηστήρες σκόρπισαν… Το τόξο τέντωσε με μιας ο Οδυσσέας μόνο κι έστρεψε τα βέλη του απάνω στους μνηστήρες. Τώρα ο Ερμής τους οδηγεί στις πύλες του άλλου κόσμου και το παλάτι άδειασε, ξανάγινε δικό του… Ευρ. : Ξύπνα, Πηνελόπη! Ύπνος βαθύς σε τύλιξε, απ’ τ’ άσχημα σε γλίτωσε. Μα τώρα ξύπνα! Π. : Τρελάθηκες, Ευρύκλεια και δυνατά φωνάζεις; Ευρ. : Τρελάθηκα! Σήκω! Θα τρελαθείς κι εσύ! Π. : Τι λες, Ευρύκλεια; Μα... πώς ξαφνικά ησύχασε το δύστυχο παλάτι κι άλλο πια δεν ακούγεται ο ήχος των μνηστήρων, ο μισητός; Ευρ. : Πάνε αυτοί, να ‘τανε κι άλλοι! Π. : Έτσι ξαφνικά; Όλοι μαζί; Πού πάνε; Ευρ. : Επίσκεψη στην Περσεφόνη. Π. : Στον Άδη; Μα εκεί δεν πατούν οι ζωντανοί, μονάχα οι πεθαμένοι. Ευρ. : Ακριβώς όπως τα λες είναι! Τους πέθανε ο Οδυσσέας! Π. : Τι λες δούλα τρελή; Ο Οδυσσέας λείπει. Ευρ. : Έλειπε!
Π. : Λείπει. Ευρ. : Έλειπε σε παρελθόντα χρόνο!
Ραψωδία ψ - ω Στεριώνει το κρεβάτι μας ελιά με βαθιές ρίζες… Η Πηνελόπη κάθισε στον Οδυσσέα αντίκρυ δύσπιστη είχε την ψυχή, καχύποπτο το βλέμμα. Είκοσι χρόνια έκλαιγε και τονε καρτερούσε κι είχε σφραγίσει την καρδιά για να την προστατεύσει. Τώρα με λόγια ήρεμα ζητά κρυφά σημάδια, που μόνο οι δυο γνωρίζουνε, αυτός να της τα δώσει, ώστε να γίνουν το κλειδί, ν’ανοίξει την καρδιά της. «Την κάμαρή μας έχτισα πάνω σε μέγα δέντρο σε μια ελιά μακρόφυλλη και βαρυφορτωμένη. Έκοψα μόνος τα κλαδιά, ίσιωσα τον κορμό της και πάνω της στερέωσα το όμορφο κρεβάτι. Εκεί, στις ρίζες της ελιάς ρίζωσε η αγάπη. Αυτή είναι το δέντρο μας, η ρίζα της ζωής μας!» Κι η Πηνελόπη χύθηκε γλυκά στην αγκαλιά του... Κ. : Σαν ο Οδυσσέας έγειρε στου κρεβατιού το στρώμα, στη ζεστασιά του σπιτικού, στο πάτριο το χώμα, Κίκονες, Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες, Σειρήνες, Λωτοφάγοι έγιναν μία δρασκελιά από την Τροία στην ελιά που το κρεβάτι του στεριώνει κι αιώνια μεγαλώνει. Μα είναι οι ρίζες πια βαθιές, πιο σίγουρες, πιο δυνατές, πιο διψασμένες... Τις έθρεψε, τις
θέριεψε ο ερχομός, η σκέψη της Ιθάκης. Ο φόβος μη σαπίσουν έπαψε, πια δεν υπάρχει, ο Κύκλωπας τον έχαψε, η Σκύλλα τον δαγκώνει, τον καταπίνει η Χάρυβδη κι η Κίρκη τον τελειώνει! Το φόβο νίκησαν του νόστου τα θηρία, η Ιθάκη του τον λύτρωσε, τον έφερε απ’την Τροία... Μ. : Καλλιοπάκι, πλύνε χεράκια, αγάπη μου, ώρα για φαγητό! Κ. : ΝΑΙ ΜΑΜΑ!
Κανάρη 33 & Αμοργού, 153 43 Αγ. Παρασκευή. Τηλ.: 2106396791