Εφημερίδα NEXTDEAL - Τεύχος 473

Page 60

60

Ιστορία |

Ο

ι Έλληνες έμποροι και ασφαλιστές της Οδησσού γρήγορα κατάλαβαν την παιδευτική αξία του θεάτρου και τις δυνατότητες που ανοίγονταν να εκφραστούν μέσω αυτού οι εθνικές προσδοκίες - τόσο οι δικές τους, όσο και ολόκληρης της ελληνικής παροικίας (Ταμπάκη, 1980: 232, 238). «Εν από τα φωτίζοντα τον νουν και αγαθύνοντα την καρδίαν μέσα είναι αναμφιβόλως και το θέατρον, διά τούτο το επεμελήθησαν άκρως οι προπάτορές μας, και τα νυν πεφωτισμένα έθνη της Ευρώπης το καλλιεργούν απαύστως, ως ουσιώδες μέσον και της παιδείας και της αρετής… Οι εν Οδησσώ Γραικοί ησθάνθησαν από πολλής τα προτερήματα ταύτα του θεάτρου και επαράστησαν πολλάκις εις το εκείσε κοινόν της πόλεως θέατρον διάφορα δράματα εις την νεωτέραν μας Γραικικήν γλώσσαν» (Ερμής ο Λόγιος, 1818: 194). Σύμφωνα με μαρτυρίες, στην Οδησσό, το Βουκουρέστι, το Ιάσιο και τα Επτάνησα, συναντάμε τις απαρχές θεατρικών παραστάσεων στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου (Ταμπάκη, 1980: 230). Οι Οδησσινοί, ήδη από το 1810, όταν εγκαινιάστηκε το θέατρο της πόλης κατά την περίοδο διοίκησης του Richelieu, μπορούσαν να παρακολουθούν θεατρικές παραστάσεις από ρωσικό θίασο (Σταματοπούλου-Βασιλάκου, 2007). Εξάλλου, τόσο ο Richelieu όσο και ο Langeron υπήρξαν θερμοί υποστηρικτές της θεατρικής δραστηριότητας στην πόλη τους. Μετά το 1815, θα κάνουν την εμφάνισή τους στην Οδησσό και περιοδεύοντες ρωσικοί και ξένοι θίασοι, κυρίως ιταλικοί (ό.π.). Τα έργα που παίζονται είναι συνήθως ιταλικά ή γαλλικά, και οι γλώσσες στις οποίες παρουσιάζονται είναι τα ρωσικά, τα γερμανικά και τα πολωνικά (Ταμπάκη, 1980: 231). Τις παραστάσεις αυτές παρακολούθησαν κι Έλληνες, οι οποίοι γρήγορα κινήθηκαν να μετάσχουν ενεργά στη θεατρική ζωή της πόλης τους. Συγκεκριμένα, στην Οδησσό, θεατρικές παραστάσεις στα ελληνικά δίνονται για πρώτη φορά το 1814, και αποτελούν μετάφραση ιταλικών κειμένων (Ταμπάκη, 2005: 145, Ταμπάκη, 1980: 234). Πρώτο έργο που παίχτηκε από τον ελληνικό θίασο είναι ο Θεμιστοκλής εν Περσία, έργο του Μεταστάσιου, το οποίο είχε μεταφραστεί από την ιταλική στην ελληνική γλώσσα (ό.π.: 235). Το ίδιο, μάλιστα, έργο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει ο Κούμας, όταν το 1817 βρέθηκε στην Οδησσό στα εγκαίνια της Ελληνεμπορικής Σχολής και, σε γράμμα του στον Οικονόμου, περιγράφει τις εντυπώσεις του από τη

Το NextDeal, συμμετέχοντας στις εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, δημοσιεύει το θέμα «Οι Έλληνες έμποροι και ασφαλιστές και το Ελληνικό Θέατρο στην Οδησσό» από το βιβλίο του Ευάγγελου Σπύρου "Ασφαλιστές Έμποροι και Ιστορία Ελληνικού Έθνους"

Οι Έλληνες έμποροι και ασφαλιστές και το Ελληνικό Θέατρο στην Οδησσό θεατρική αυτή παράσταση. «Αλλ’ άκουσον και σημείον άλλο των Γραικικών φρονημάτων της Οδησσού, το οποίον ευφραίνει πάντας τους αληθινούς εραστάς της προκοπής του γένους, και θέλει ευφράνειν όχι ολιγώτερον και σε, όστις ενθουσιάς εις παν καλόν, διά την έμφυτόν σου ευαισθησίαν. Οι ενταύθα Γραικοί, όσοι μάλιστα ευμοίρησαν γνώσεις Ευρωπαϊκών γλωσσών, είναι πολλά φίλοι του θεάτρου, αλλ’ επεθύμουν πάντοτε να ακουσθή επί της σκηνής και η πάτριος ημών γλώσσα. Έκαμαν λοιπόν αρχή προ τριών ενιαυτών να παριστάνωσι κάποτε μεταφράσεις εκ του Ιταλικού εις την λαλουμένην γλώσσαν μας, και περί μεν των άλλων παραστάσεων, μ’ όλον ότι μανθάνω, ότι ευτύχησαν όλαι επίσης, δεν λέγω τίποτε, επειδή εγώ δεν τις είδα, εθεώρησα δε δις τον Θεμιστοκλήν, δράμα του Μεταστασίου, μεταφρασθέν εκ της Ιταλικής εις την σημερινήν μας γλώσσαν υπό φιλοθεάτρων ομογενών μας, και δις έπαθεν η καρδία μου πάθη μυρία, υπό των οποίων εκινήθησαν κρουνηδόν από τους οφθαλμούς μου δάκρυα ...ο Θεμιστοκλής και ο Ξέρξης υπερέβησαν πάσαν ελπίδα, και ημών των ομογενών, και όλων των ετερογενών, από τους οποίους κατεστενοχωρείτο το θέατρο –οι κρότοι των χειρών εγίνοντο συνεχώς– αλλ’ όταν ο Ξέρξης εβόησε προς τον Θεμιστοκλήν: Ζήθι κάυχημα των αιώνων! οι κρότοι, και τα τρανώτατα Εύγε! αντήχησαν πανταχόθεν εις τρόπον ανερμήνευτον. Ο Κόμης τόσον έμεινε ευχαριστημένος εις ταύτην την Γραικικήν παράστασιν, ώστε πριν λάβει τέλος το δράμα υπήγεν όπισθεν εις την σκηνήν, και επήνεσε

τους νέους μας. ...Ευκταίον ήτο, φίλτατε, εάν εμιμούντο τα έργα των Οδησσινών και οι άλλοι Γραικοί μας, όσοι παροικούσιν εις Ευρωπαϊκά πολίχνια. Δεν δύνανται άραγε οι Τεργεστινοί να παριστάνωσιν κάποτε Γραικικόν τι δράμα επί θεάτρου; δεν δύνανται οι της Λιβόρνου; δεν δύναται η περικλεής επτάνησος πολιτεία, ήτις προ πάντων εχρεώστει να εισάξει την πάτριόν της γλώσσαν εις όλα τα δημόσια πράγματα; είθε να τους κινήση εις άμιλλαν το της Οδησσού παράδειγμα! Τότε κατά μικρόν ήθελαν προκύψει και πρωτότυπα ποιήματα εις την γλώσσαν μας, και εκ των ενδεχομένων καλών ποιητών μας ανεπτύσσετο κατ’ ολίγον και η λαλουμένη γλώσσα μας, και έπαυαν ούτω πολλαί και μάταιαι έριδες, αίτινες αηδώς ανακινούνται καθ’ εκάστην, διότι οι ενδοξότεροι συγγραφείς και ποιηταί είναι πάσης γλώσσης δημιουργοί και πατέρες» (Ερμής ο Λόγιος, 1817: 606-607). Εν τω μεταξύ, με αφορμή την επίσκεψη στην Οδησσό του Μεγάλου Δούκα Νικολάου το καλοκαίρι του 1816, ο ελληνικός θίασος παρουσίασε το έργο –άγνωστου συγγραφέα– Οι Σουλιώται (Σταματοπούλου-Βασιλάκου, 2007). Τον Οκτώβριο του επόμενου χρόνου (1817), θα δοθεί η παράσταση Λεωνίδας εν Θερμοπύλαις, αυτή τη φορά, με αφορμή την επίσκεψη του Μεγάλου Δούκα Μιχαήλ (ό.π., Ταμπάκη, 1980: 237). Ήδη, οι παραστάσεις του ελληνικού θιάσου έχουν πανελλήνια απήχηση κι αναγνώριση, κι, έτσι, το 1818, οι Έλληνες της Οδησσού θέλησαν «να παραλάβουν το κοινόν θέατρον διά να χαίρονται καθημερινώς παρα-

στάσεις» (Ερμής ο Λόγιος, 1818: 582). Στις αρχές του ίδιου έτους, «την 16/28 του Φεβρουαρίου επαραστάθη άλλο δράμα εις την Γραικικήν Γλώσσαν από τους αυτούς φιλοθεάτρους Γραικούς, ο κατά τον Σοφοκλήν εγκαλλισθείς Φιλοκτήτης, εις την ομιλουμένην γλώσσαν μεταφρασθείς από προσκαίρως εκείσε διατρίβοντα πεπαιδευμένον και φιλόκαλον νέον Κύριον Νικόλαον Πίκκολον... οι ομογενείς με δάκρυα χαράς εκρότουν αδιακόπως, οι ξένοι επευφήμουν και αυτοί το Εύγε, και ο ενδοξότατος Κόμης Λαγγερών, αρχηγός της πόλεως, ανηγερμένος ευαισθησίας εις τα καλά, όλος ένθους γενόμενος, υπήγε μετά την τελείωσιν της πρώτης Πράξεως εις την Σκηνήν από τα όπισθεν μέρη του θεάτρου, και ευχαρίστησε τους νέους μας Ολυμπιονίκας...» (Ερμής ο Λόγιος, 1818: 194-195). Η παράσταση αυτή, πρέπει εδώ να σημειωθεί, ήταν η πρώτη παράσταση αρχαίου δράματος στη νεοελληνική γλώσσα (Σταματοπούλου-Βασιλάκου, 2007). Το Σεπτέμβριο του 1818, δόθηκε η παράσταση Ο Θάνατος του Δημοσθένους, έργο του ίδιου του Νικόλαου Πίκκολου, και το οποίο είχε μεγάλη επιτυχία, ενώ το Φεβρουάριο του 1819, δόθηκαν οι πρώτες παραστάσεις των έργων Η Ελλάς και ο ξένος και Αρμόδιος και Αριστογείτων, και τα δύο του Γεωργίου Λασσάνη (ό.π.). Τα δύο αυτά θα συνεχίζονται να παίζονται για ολόκληρη τη χρονιά, όπως και την επόμενη, και, παράλληλα, το ρεπερτόριο του θιάσου θα εμπλουτιστεί με δύο έργα του Βολταίρου, το Ο Μωάμεθ ή ο φανατισμός (Le fanatisme, ou Mahomet) και το Ο θάνατος του Καίσαρος (La mort de

César) (ό.π.). Με τα έργα Ο Θάνατος του Δημοσθένους, Αρμόδιος και Αριστογείτων, καθώς και αυτό του Ιωάννη Ζαμπέλου Τιμολέων, που κυκλοφόρησε στη Βιέννη το Μάιο του 1818, ο Σπάθης υποστηρίζει πως η νεοελληνική δραματική παραγωγή εισέρχεται σε μία περισσότερο πολιτικοποιημένη και ιδεολογικά φορτισμένη περίοδο, σύμφωνη με τα μηνύματα από το Διαφωτισμό (2003: 213). Η θεατρική αυτή, μάλιστα, δραστηριότητα των Ελλήνων της Οδησσού παρακίνησε και άλλους ομογενείς της διασποράς να οργανώσουν ανάλογες παραστάσεις. Η παρακάτω αγγελία αναφέρεται σε θεατρική παράσταση στη Τεργέστη: «Προσφέρω εις το κοινόν την εξής αγγελίαν, την οποία παρακαλώ να κηρύξετε δια του Λ. Ερμού. Αι δι’ αυτού κατά καιρούς εκδοθείσαι ειδήσεις περί διαφόρων εις το της Οδησσού θέατρον παρασταθεισών τραγωδιών, διήγειρον την άμιλλαν των ενταύθα Γριακών μας, και φιλόμουσα τινά μειράκια, μαθηταί του εδώ γυμνασίου, μετέφρασαν από το Ιταλικόν μίαν τραγωδίαν, “τον θάνατον του Ιουλίου Καίσαρος”, και με θέλησιν και προθυμίαν όλων των ενταύθα ομογενών μας, την παρέστησαν κατά την 9. Φεβρουαρίου με πολλήν χαράν όλων ημών και κρότον. Τας δ’ ανηκούσας εις έκαστον της τραγωδίας πρόσωπον στολάς έλαβον από το κοινόν θέατρον της πόλεως, τα οποίας προθυμώτατα οι έφοροι έδωκαν, και με πολλή των ευχαρίστησιν. Εις δε την παράστασιν τα πρόσωπα ευδοκίμησαν όλα...» (Ερμής ο Λόγιος, 1820: 263). Όπως μπορούμε ήδη από τους τίτλους των έργων να υποπτευθούμε, τα έργα που επιλέγονταν να παιχθούν ήταν προσανατολισμένα στο παρελθόν των Ελλήνων. Η αρχαία Ελλάδα, οι φιλόσοφοί της, οι σπουδαίοι αρχιτέκτονες, οι διάσημοι ρήτορές της, οι στρατηγοί της, τα διδάγματά τους ήταν η κινητήρια δύναμη προς το μεγάλο στόχο της παλιγγενεσίας. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Μακρυγιάννης, λέγοντας ότι εμπνευστές των αγωνιστών ήταν ο γερο-Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Θεμιστοκλής, ο λεβέντης Λεωνίδας «αυτοίνοι οι αγαθοί και δίκαιοι... οι γενναίοι υπερασπισταί της λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, με αρετή... διά τούτο ο Θεός ο δίκαιος ανάστησε και τους απογόνους τους» (Μακρυγιάννης: 341). Παράλληλα, στρέφονταν σε θέματα που αφορούσαν την αγωγή του πολίτη, και που διαπραγματευόταν ο Διαφωτισμός. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το έργο Η Ελλάς

NEXTDEAL #472 # 14 ΜΑΪΟΥ 2021


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.