Συμεών Κ. Κοιμίσογλου

Page 1


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΙΣΤΟΡΙΚΑ 1.1. Γενικά Καππαδοκίας 1.2. Μιστί Καππαδοκίας 1.2.1. Ονομασία 1.2.2. Ιστορία 1.2.3. Κάτοικοι 1.2.4. Θρησκεία – Πίστη 1.2.5. Εκπαίδευση 1.2.6. Ασχολίες των κατοίκων 1.2.7. Ιστορίες για τους Μισιώτες 1.2.8. Υπόγειο χωριό 1.2.9. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά 1.2.10. Γειτονιές 1.2.11. Σπίτια – Οικιακά σκεύη


1.2.12. Κοινωνική ζωή 1.2.13. Χαρακτηριστικά ονόματα Μισιωτών 1.2.14. Χατζήδες 1.2.15. Διασπορά των Μισιωτών-Αποικίες 1.2.16. Η ζωή στη μητροπολιτική Ελλάδα 1.3. Τσαρικλί 1.4. Τσελτέκ 1.5. Δήλα 1.6. Καράτζορεν 2. ΜΙΣΙΩΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ 2.1. Γκυλιγκήρια ή γκυλιντήρια 2.2. Αργιαλού φαΐ 2.3. Μαντούζ 2.4. Σουγκάτους 2.5. Γουλτσίγαλας φαΐ 2.6. Ξουβοτά αυγά


2.7. Πιντούς 2.8. Ζωμί 2.9. Πιλάφ 2.10. Παχλά 2.11. Φακούια 2.12. Ριβία 2.13. Κιργιάζ μι πάτατσεις 3. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΝΕΑΣ ΑΡΧΗΣ 4. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι Μισιώτες και οι υπόλοιποι Καππαδόκες ερχόμαστε από πολύ μακριά στο χρόνο και τον τόπο, κουβαλώντας τους σφιχτοδεμένους ιστορικούς μπο-ξάδες της γενιάς μας, όπως μας τους παρέδωσαν οι πρόγονοί μας. «Να ανοιχτούν όταν πρέπει», σα να ’γραφαν με αμυδρά γράμματα πάνω τους. Πολλά τα ιστορικά δέματα και πολλές οι ερωτήσεις για το «πότε». Κάθε φορά που κάποιος ερευνητής άνοιγε έναν μποξά, πάντα και κάτι σπουδαίο φανερώνονταν για να φωτίσει την ιστορική λήθη. Είχα την ευλογία και την ιδιαίτερη τιμή να ανοίξω ορισμένους από αυτούς και να σας τους παρουσιάσω σε προηγούμενα βιβλία μου. Τόσα χρόνια αναζήτησης και οι περισσότεροι ερευνητές δεν έδωσαν με-γάλη σημασία σε ένα δέμα, με φτηνά μεν, αλλά καλοϋφασμένα νήματα, κατασκονισμένο και παραπεταμένο. «Αυτό το έφεραν από το Μιστί» μας έλεγαν. «Αφήστε το. Ανοίξτε κανένα άλλο, μήπως και βρείτε κάτι σπουδαίο. Τι να περιμένετε από τους σκληρούς Μισιώτες που μιλούν αυτή την ακαταλαβίστικη γλώσσα;» Οι περισσότεροι δεν τους έδωσαν ιδιαίτερη σημασία, εκτός από το Κέ-ντρο Μικρασιατικών Σπουδών, που, με πρωτεργάτη τον Κωστάκη Π. Θανάση, ερεύνησε ένα μέρος της μισιώτικης ιστορίας και την κατέγραψε στο δίτομο έργο «Το Μιστί της Καππαδοκίας». Επειδή θεώρησα πως ήρθε η ώρα να ανοιχτεί ο μποξάς του Μιστί, και να σας μεταφέρω όσο το δυνατόν εγκυρότερη την εικόνα του, συμβουλεύτηκα όσα περισσότερα μπορούσα να βρω από εκείνα που γράφηκαν ή ειπώθηκαν για τον ακραίο εκείνο γεωγραφικό τόπο και τα ένωσα με τις άμεσες ή έμμεσες μαρ-τυρίες που αποκόμισα κάνοντας την τελευταία καταγραφή από εναπομείναντες Μισιώτες και Μισιώτισσες πρώτης γενιάς. Για να είμαι όσο το δυνατόν πιο έγκυρος και για να δώσω στον κόσμο ένα ευκολοδιάβαστο και ενδιαφέρον ιστορικό ανάγνωσμα, τοποθέτησα ως υποσημειώσεις τα περισσότερα από τα παλαιά ντοκουμέντα, στα οποία θα μπορούν να προστρέχουν όποιοι ενδιαφέρονται. Στην προσπάθειά μου αυτή βοήθησαν αρκετοί με τον τρόπο τους. Βασικοί αρωγοί και συμπαραστάτες μου ήταν οι γονείς μου, που με καθαρές μνήμες μετέφεραν τα παραμύθια και τα φαγητά σε όλους μας για να τους θυμόμαστε πάντα. Βεβαίως, όπως πάντα είχα πρόθυμους αρωγούς την από τα Φλογητά σύζυγό μου Ανδριάνα και τη μεγάλη καππαδόκισσα, τη δεκαεφτάχρονη κόρη μου Μαρία. Θερμές ευχαριστίες σε όλους τους, όπως βεβαίως και στον πολύ αγαπητό φίλο και πατριώτη, από το όμορφο Τσαρικλί, Παπανικολάου Αθανάσιο για την προσφορά των πληροφοριών για τα σόγια των Μισιωτών, που με πολύ κόπο και αγώνα αλίευσε από αναμνήσεις και θύμησες παλαιών Καππαδοκών, ιδιαίτερα του Κιρτζόγλου Νικολάου από το Βόλο.


Και βεβαίως πώς να ξεχάσει κάποιος την Κεπεσίδου Αναστασία, που με τόση αγάπη και παρησία μίλησε για το αξέχαστο Μιστί; Ο Θεός ας αναπάυσει την ψυχή της, όπως βεβαίως και τις ψυχές όλων των Καππαδοκών που πήγαν να Τον συναντήσουν στον παράδεισό Του. Σίγουρα θα υπάρχουν λάθη και παραλήψεις στο πόνημά μου, ιδιαίτερα στο μέρος του λεξιλογίου, της γραμματικής, της ετυμολογίας και του συντα-κτικού της μισιώτικης ομιλίας. Όμως, έπρεπε να υπάρχει και το κεφάλαιο αυτό, με τα όποια λάθη του, για να βοηθηθούν οι μετέπειτα μελετητές της μισιώτικης ελληνικής διαλέκτου. Σε όλους εκείνους που θέλουν να ερευνήσουν το γλωσσικό θησαυρό της, τους βεβαιώνω πως υπάρχει «πεδίον δόξης λαμπρόν». Όσο υπάρχει η ιστορική μνήμη, όταν δεν ξεχνούμε, τίποτα δεν χάνεται. Μόνο η θύμηση νικάει το θάνατο, γι αυτό, όπως βέβαια και για πολλά άλλα, αξίζει να ανιστορούμε τη γενιά μας και να προσκυνούμε τη χάρη των προγόνων μας. Σημασία δεν έχει με τι γνώσεις ξεκινούμε αλλά με ποιες συνεχίζουμε την πορεία μας. Πολλές φορές μου έρχονται στο νου τα λόγια για την Καππαδοκία, που μου έλεγε ο παππούς μου, Θεός σχωρέστον: «Το θέαμα με τους παράξενους σχηματισμούς, τα οροπέδια, τις λαγκαδιές και τα ξέφωτα της πατρίδας είναι υπέροχο. Τα χρώματα της φύσης δημιουργούν μια ονειρική εικόνα. Το μέρος μας είναι γεμάτο από ιστορίες, θρύλους και παραδόσεις, που πλημμυρίζουν και θολώνουν το νου με οπτασίες και οράματα. Από εκεί ξεκίνησαν πριν χιλιάδες χρόνια οι ρίζες της γενιάς μας και μεγαλούργησαν. Αυτή είναι η κοιτίδα τους. Όλη η περιοχή είναι ποτισμένη από τον ιδρώτα και το αίμα τους. Ό, τι και να δεις, όπου και να σκάψεις θα ανακαλύψεις τη δημιουργικότητά τους. Μην κοιτάς που σήμερα τον κυβερνούν άλλοι. Πριν χρόνια ούτε την ύπαρξή τους δε γνώριζαν στα μέρη εκείνα. Ας όψονται…» Τα λόγια του έκρυβαν το παράπονο, τον πόνο και τον πόθο του ξεριζωμένου πρόσφυγα. Ήταν συγκινημένος και όσο μιλούσαμε για την πατρίδα του, τόσο η συγκίνησή του μεγάλωνε. Κάποια στιγμή είδα λίγα δάκρυα να αργοκυλούν από τα θολά του μάτια. «Όπου και να πάμε, ό,τι και να κάνουμε, δεν ξεχνάμε την υπόσχεση επιστροφής που δώσαμε και πάντα επανερχόμαστε κάνοντας μια αναδρομή και πατώντας στα ίχνη που αφήσαμε φεύγοντας από τα μέρη μας.»



1. ΙΣΤΟΡΙΚΑ 1.1. Γενικά Καππαδοκίας Οι Έλληνες από τα αρχαία χρόνια εγκαταστάθηκαν στο χώρο της Μικράς Ασίας, οργανώθηκαν σε αποικίες και έζησαν εκεί, διατηρώντας τα ήθη, τα έθιμα και τη λαλιά τους. Μετά τον 7ο αιώνα π.Χ. αποίκισαν τα παράλια της τότε βόρειας Καππαδοκίας, το σημερινό Πόντο, και κατόπιν το εσωτερικό της, προσφέροντας πολλά στην πολιτιστική ανάπτυξή της. Μετά από εκείνους συνέρρευσαν κι άλλοι ομοεθνείς τους, κάνοντας την περιοχή ένα κομμάτι της Ελληνίζουσας Ανατολής. Οι αιώνες πέρασαν δημιουργικά για τους Έλληνες της Καππαδοκίας. Δέ-χτηκαν από τους πρώτους το χριστιανικό μήνυμα, μπολιάστηκαν από αυτό, έγιναν οι ακοίμητοι φρουροί του και έδωσαν στην οικουμένη τους περισσότε-ρους αγίους και αγίες. Οι Καππαδόκες ήταν οι κυματοθραύστες των βαρβαρικών επιδρομών από την Ανατολή. Από την ηρωοτόκο αυτή χώρα κατάγονταν ο Διγενής Ακρί-τας και τα περισσότερα παλικάρια του. Η Καππαδοκία είναι ένα ηφαιστειογενές υψίπεδο με μέσο όρο ύψους 1400 - 1500 μέτρα. Σα μάρμαρα μοιάζουν τα εδάφη της, γι αυτό και η ακριτική μούσα την ονόμασε «Τα Μαρμαρένια Αλώνια του Διγενή». Από εκεί κατάγονται πολλοί σπουδαίοι βυζαντινοί αυτοκράτορες και η γενιά τους, όπως ο Μαυρίκιος, ο Ηράκλειος, ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Ιωάννης Τσιμισκής, ο Ρωμανός Δ΄ Διογένης κ. ά. Μετά την επικράτηση των Σελτζούκων και αργότερα των Οθωμανών Τούρκων τα χρόνια πέρασαν με μεγάλες αλλαγές για τον Ελληνισμό της Μικρασίας. Πολλοί Ρωμιοί χάθηκαν τότε από το μαχαίρι του κατακτητή ή γενόμενοι γενίτσαροι ή αλλάζοντας την πίστη τους. Παρ’ όλα αυτά η φύτρα έμεινε. Ήταν εκείνοι που, μέσα στη λαίλαπα της ιστορικής λήθης, διατήρησαν τη μνήμη, τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις της γενιάς τους, επικρατώντας πολιτισμικά και οικονομικά των κατακτητών τους. Τέτοιες ελληνικές οάσεις υπήρχαν πολλές στην Καππαδοκία.


Από το βιβλίο ‘’Το Μιστί της Καππαδοκίας’’ Θανάση Π.Κωστάκη


1.2. Μιστί Καππαδοκίας Η μεγαλύτερη από τις καθαρά ελληνικές κωμοπόλεις της είναι το Μιστί, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο του αρχαίου βαγδαονικού οροπεδίου, σε μια άνυνδρη και άδεντρη περιοχή, 30 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Νίγδης. Το οροπέδιο αυτό μετονομάστηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας σε Μπουντάκ Οβά. Σύμφωνα με την Σοφία Αναστασιάδη-Μανουσάκη, η μετονομασία του από βαγδαονικό οροπέδιο σε Μπουντάκ Οβά είχε γίνει λόγω των Μισιωτών: «…στο Μιστί βλέπουμε να εντοπίζεται η παράδοση που ζητάει να ερμηνεύσει την ονομασία του Μπουντάκ Οβά και να συνδέει το χωριό αυτό με την ιστορία του κάμπου και τα γνώριμα μοτίβα του: τη δίψα, τα κελέρια και τα παλιά χωριά που αφανιστήκανε. Ακούστε την: «Στον παλιό καιρό περνούσαν οι γενίτσαροι πάνω στα άλογά τους. Τρέχανε, τρέχανε κι αφανίζαν τα χωριά. Κάποτε, για να γλιτώσουν, άνθρωποι από 32 χωριά ζήτησαν καταφύγιο στο Μιστί. Κατέβηκαν μέσα στη γη, κρύφτηκαν στα απέραντα κελέρια του και οι γενίτσαροι δεν μπόρεσαν να τους κάνουν πια τίποτα. Δεκαπέντε μέρες μείνανε στο Μιστί οι γενίτσαροι. Αδύνατο τους στάθηκε να πατήσουν τα υπόγεια. Κατέβαζαν τους κουβάδες τους να πάρουν νερό, όμως οι κρυμμένοι κάτω από τη γη κόβαν τα σχοινιά κι οι κουβάδες δεν ξανανέβαιναν πάνω. Από τη Λίμνα πάνω στα ζώα τους αναγκαζότανε να φέρνουν νερό να πιούν. Στο τέλος είδαν κι αποείδανε, το πήραν απόφαση πως δεν θα έβγαζαν τίποτα από τούτη την αλλόκοτη πολιορκία, βαριέστησαν. «Έτσι κι έτσι το δέντρο το κλαδέψαμε. Μπιρ μπουντάκ καλτσίν» (= ας μείνει κι ένα παρακλάδι). Από τότε, λέει, είπαν Μπουντάκ-οβά (= κάμπο του παρακλαδιού), τον οβά με τα υπόγεια που απλώνεται γύρω από το Μιστί. Κι είπανε και το Μιστί Μπουντάκ κιόι (= χωριό του Μπουντάκ.)» .

1.2.1. Ονομασία Για τη δημιουργία και την ονομασία του Μιστί υπάρχουν διάφορες εκ-δοχές. Οι περισσότερες συμφωνούν πως πήρε το όνομά του από την επαγγελματική ιδιότητα των κατοίκων του, που ήσαν είτε μισθοφόροι στρατιώτες είτε μισθωμένοι εργάτες για γεωργικές ή άλλες εργασίες. Ορισμένοι λένε ότι ιδρύθηκε το 401 π.Χ. από μισθοφόρους Έλληνες πολεμιστές, οι οποίοι πήραν μέρος στην εκστρατεία του Πέρση βασιλιά Κύρου κατά του αδελφού του Αρταξέρξη. Ήταν τότε που ο Κύρος με πολυάριθμο στρατό, τη βοήθεια της δυνατής Σπάρτης και 13.000 Έλληνες μισθοφόρους στρατιώτες, κίνησε από τις Σάρδεις της Μικράς Ασίας κατά του αδελφού του Αρταξέρξη Β΄ στην Περσία, με σκοπό να καταλάβει τον περσικό θρόνο. Η στρατιά του, περνώντας από το άγονο και άνυνδρο βαγδαονικό οροπέδιο, αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες δι-ατροφής. Έστειλε τότε ο Κύρος διάφορες ομάδες στρατιωτών για αναζήτηση τροφής και νερού. Ανάμεσά τους ήταν και μια ομάδα Ελλήνων πολεμιστών, οι οποίοι έφτασαν στον ακατοίκητο, εκείνο τον καιρό, χώρο του σημερινού Μι-στί, όπου αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα και να μην ακολουθήσουν τους άλλους σε έναν αγώνα που δεν τους ενδιέφερε. Στον απόμακρο εκείνο τόπο έχτισαν, λέει, οι πρώτοι οικιστές, οι στρατοκόποι του Ξενοφώντα, το χωριό τους και το ονόμασαν Μισθί, από το μίσθιοι, δηλαδή μισθωτοί ή μι-σθοφόροι.


Άλλοι, όπως ο Αναστασιάδης Γ. Ιωάννης, θεωρούν πως οι πρώτοι κάτοικοί του ήταν μισθοφόροι του Μεγάλου Αλεξάνδρου: «…Οι ιδρυτές της πόλεως Μίσθης ήσαν μισθοφορικός στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου οι ενήλικες στρατιώτες απολύθηκαν και εγκαταστάθηκαν στη Μίσθη και το όνομα προήλθε ως εξής: «Μισθοφόρος > μισθός > Μίσθη». Το 1815 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος εικάζει ότι ίσως το χωριό αυτό να λέγεται Μισθί γιατί όλοι οι κάτοικοί του ήσαν μισθωτοί γεωργοί, και σημειώνει ότι μπορεί οι Μισθιώτες να ήταν άποικοι από το Μισθί της Γάγγρας. Ο Καρολίδης Παύλος, θεωρεί ότι ονομάστηκε Μισθί από τους μετανάστες Έλληνες αγρότες που πήγαν στο χωριό αυτό από τα παράλια, για να εργασθούν ως μισθωτοί γεωργοί. Όπως και να έχει το γεγονός, η επανάληψη από όλους σχεδόν τους ερευνητές του ιστορικού δεδομένου πως οι Μισιώτες κατά καιρούς μίσθωναν διάφορες επαγγελματικές ειδικότητές τους, συνέτεινε στην εδραίωση του αρχαιότατου ονόματος του χωριού τους. Ο Νίκος Ρίζος θεωρεί ότι οι Μισιώτες, οι Λημνιώτες, οι Αξενοί και οι Δήλιοι ήσαν άποικοι από τα νησιά Λήμνος, Νάξος και Δήλος, τους οποίους φαίνεται ότι αποίκισε ο στρατηγός του Μιθριδάτη Αρχέλαος, όταν κυρίευσε τα νησιά αυτά .

1.2.2. Ιστορία Οι Μισιώτες ήσαν μαζί με τους άλλους Έλληνες της Καππαδοκίας οι πρόμαχοι της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, οι Ακρίτες, που τόσο πολύ τους τραγούδησε η λαϊκή μούσα. Το Μιστί πρέπει να ήταν το μεγάλο βυζαντινό κάστρο «Μισθεία». Το Μίσθιον και τα Μίσθια, όπως τα αναφέρει ο Αν. Λεβίδης. Στο Συνέκδημο του Ιεροκλέους Γραμματικού αναφέρεται ότι τα Μισθεία βρίσκονταν «υπό κονσουλάριον». Σ’ αυτό αναφέρονται ο Κίναμος και ο Χωνιάτης και σημειώνουν πως βρισκόταν στη νοτιοανατολική όχθη της λίμνης Ποσγούση ή Σκληρού, που κατά πάσα πιθανότητα είναι η λίμνη από την οποία πήρε το όνομά της το διπλανό χωριό Λίμνα . Στα Μίσθεια αναφέρεται επίσης ο Κλαύδιος Πτολεμαίος και ο Θεοφάνης . Η καλά οχυρωμένη αυτή τοποθεσία, όπως και άλλα της γύρω περιοχής κυριεύθηκαν τον Ιανουάριο του 712 από τους Άραβες. Σύμφωνα με το Θεοφάνη, από την επιδρομή εκείνη πήραν οι Άραβες πολλούς αιχμαλώτους και αναρίθμητα ζώα. Το ίδιο αναφέρει και ο Λεβίδης Αναστάσιος , που σημειώνει ότι τα Μίσθια καταλήφθηκαν από τους Άραβες τον Ιανουάριο του 712, αλλά εν συνεχεία ανακαταλήφθηκαν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Η ιστορία του Μιστί είναι πολύ μεγάλη. Σε έγγραφα της μητροπόλεως Καισαρείας αναφέρεται πως, στα πρώτα χριστιανικά χρόνια υπαγόταν στην επαρχία της Λυκαονίας. Λόγω του αμιγούς ελληνοχριστιανικού πληθυσμού του ήταν επισκοπική έδρα με την ονομασία «Επισκοπή Μισθίων» και εκκλη-


σιαστικά ανήκε στη μητρόπολη Ικονίου. Ο Λεβίδης Αναστάσιος σημειώνει πως η κώμη αυτή είναι η αρχαία πολίχνη, που από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς καλείται Μίσθιον και Μίσθια, η οποία ήταν επισκοπή της μητροπόλεως Ικονίου, 24η στην τάξη. Στα χρόνια του Ανδρόνικου Παλαιολόγου έγινε 28η στην τάξη και επί Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντίνου έγινε αρχιεπισκοπή. Ο ίδιος ερευνητής σημειώνει πως έγινε αρχιεπισκοπική έδρα, όταν ήταν αυτοκράτορας ο Λέοντας ο Σοφός. Αυτό και μόνο το γεγονός, το να είναι δηλαδή το χωριό αυτό έδρα αρχιεπισκόπου στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, όταν ο περισσότερος κόσμος δε γνώριζε ακόμα το κήρυγμα του Χριστού, φανερώνει τη θρησκευτικότητα και την ποιότητα των Μισιωτών.


1.2.3. Κάτοικοι Το 1712, τότε που όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, πέρασε από το Μιστί ο Paul Loucas, ένας Ευρωπαίος περιηγητής, και έγραψε στις σημειώσεις του πως όλοι οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί. Το 1815 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ανέφερε ότι είναι χριστιανικό χωριό με 200 σπίτια. Το 1837 ο περιηγητής Hamilton έγραψε ότι στο Μιστί υπήρχαν περίπου 200-300 σπίτια, όπου κατοικούσαν Έλληνες, που υπάγονταν εκκλησιαστικά στον επίσκοπο Νίγδης και ζούσαν ανεξάρτητα από τις τουρκικές αρχές. Το 1856 ο Νικόλαος Ρίζος σημείωνε ότι το χριστιανικό αυτό χωριό είχε 300 σπίτια…Οι κάτοικοί του μιλούσαν ελληνικά τόσο άναρθρα ώστε ήταν αδύνατο εκείνος που δεν ήξερε τη διάλεκτο να καταλάβει μια λέξη. Το 1895 ο Φαρασόπουλος Συμεών έγραψε ότι η κωμόπολη Μισθί είχε περίπου 4.800 κατοίκους. Ένα χρόνο μετέπειτα, ο Ιορδάνης Λιμνίδης σημείωνε πως στο Μισθί υπήρχαν περίπου 800 σπίτια ορθόδοξων Ελλήνων. Το 1899 ο Α. Λεβίδης τόνιζε ότι οι Μισιώτες είναι όλοι ορθόδοξοι, κατοικούν ακόμα σε τρώγλες και εκείνος που θα επιθυμούσε να μάθει σαν ποιους ήταν οι αρχαίοι Καππαδόκες μπορεί εύκολα να το μάθει από αυτούς, που έχουν 400 τρωγλοδυτικές οικίες. Και συνεχίζοντας έγραφε πως μόλις τα τελευταία χρόνια έχτιζαν τα σπίτια τους στην επιφάνεια της γης. Την ίδια χρονιά ο Αρχ. Σαρα-ντίδης έγραφε πως στο Μιστί έμεναν 8.000 ελληνόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανοί. Οι κάτοικοι εκείνοι ήσαν γεωργοί, μερικοί δε περιφέρονταν στα χωριά και τις πόλεις της Μικράς Ασίας κατεργαζόμενοι μαλλιά και βαμβάκια. Το 1905 διαβάζουμε πως έμεναν σε αυτό 3.500 Έλληνες, το δε 1913 πληροφορούμαστε πως οι κάτοικοί του ήταν περίπου 3.000 άτομα και ήσαν όλοι Ρωμιοί ορθόδοξοι. Το 1916 ο πρόξενος της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη σημείωνε πως το Μισθί ήταν αμιγώς ελληνόφωνο χωριό οχτακόσιων γεωργικών οικογενειών, που οι κάτοικοί του διατηρούσαν την πατροπαράδοτη γλώσσα και θρησκεία. Το 1921 ο Κοντογιάννης Παντελής ανέφερε πως στο Μιστί έμεναν 5.000 Ελληνόφωνοι Έλληνες…κατοικείται μόνο από Έλληνες, που ασχολούνται με τη γεωργία. Το χωριό αυτό είναι πάρα πολύ αξιοπερίεργο και το πιο επίσημο από όλα της περιφέρειας εκείνης. Οι κάτοικοί του…είναι αγαθοί και φιλικοί. Τα σπίτια τους είναι διασκορπισμένα στη μέση της πεδιάδας, αλλά το κυρίως χωριό βρίσκεται σε βραχώδες ε-ξόγκωμα της επιφάνειας. Κάτω από τις μονώροφες και παλαιότερες κατοικίες έχουν σκαφτεί στοές και δωμάτια, όπου ζούσαν έως τα προηγούμενα χρόνια οι κάτοικοι, τότε που δεν υπήρχαν ακόμα ανώγεια σπίτια. Σήμερα τα σπίτια που είναι πάνω από τη γη είναι κατοικίες, τα δε οικήματα που βρίσκονται κάτω από τη γη χρησιμοποιούνται ως αποθήκες και κελάρια. Το υπόγειο αυτό χωριό, που περιλαμβάνει περίπου 400 οικίες, βρίσκεται γύρω από τη σημερινή μεγάλη εκκλησία του αγίου Βλασίου, οι δε κορυφές των θόλων ορισμένων υπόγειων οικιών φαίνονται ακόμα να εξέχουν στην επιφάνεια. Οι Μ. Μαραβελάκης και Α. Βακαλόπουλος, το 1955 ανέφεραν πως το Μιστί είχε 1.300 ελληνικές και ελληνόφωνες οικογένειες, οι οποίες κατοικούσαν στους μαχαλάδες Αρπαντζή, Κιουμουρτζή, Ασιμλού και Σαρλού. Οι πληροφορίες που έχουμε για τον αριθμό των προσφύγων που ήρθαν από το Μιστί της Καππαδοκίας στη μητροπολιτική Ελλάδα είναι διαφορετικές. Άλλοι τους υπολογίζουν έως και 6.800 άτομα, αλλά, σύμφωνα με το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών του 1924 ήρθαν από το ελληνικό αυτό χωριό της Καππαδοκίας 557 ελληνικές οικογένειες με 3.036 άτομα.




1.2.4. Θρησκεία – Πίστη Οι Μισιώτες, όπως και οι άλλοι Καππαδόκες, ήταν και είναι πολύ Θεο-σεβείς άνθρωποι. Στο παλιό υπόγειο χωριό τους υπήρχαν τα ερείπια των εκκλησιών του αγίου Βλασίου, της αγίας Μαρίνας, καθώς και άλλων λαξευμένων παρεκκλησιών, τα οποία όμως δεν υπάρχουν σήμερα. Υπόγειες εκκλησίες υπήρχαν και έξω από το χωριό, όπως εκείνη του Προφήτη Ηλία. Όταν επιτράπηκε από το οθωμανικό κράτος να χτιστούν χριστιανικές εκ-κλησίες, οι φτωχοί Μισιώτες έχτισαν, μέσα σε εφτά χρόνια, με ενέργειες του μητροπολίτη Σωφρονίου και με σχέδια του μεγάλου αρχιτέκτονα Πρόβου Μελίδη, έναν από τους μεγαλύτερους ναούς της Μικρασίας και το μεγαλύτερο της Καππαδοκίας. Το σπανιότατο δεκάτρουλο δισυπόστατο ναό των αγίων Βασιλείου και Βλασίου, βυζαντινού ρυθμού, που χωρίζεται, με δύο σειρές από κολόνες, σε τρία κλίτη.


Η εικόνα των αγίων Βασιλείου και Βλασίου από το Μιστί.

Οι εσωτερικοί χώροι του εικονογραφήθηκαν με πανέμορφες αγιογραφίες. Ο Dawkins το 1916 σημείωνε πως όλο το εσωτερικό του ήταν σκεπασμένο με αγιογραφίες χρονολογημένες με καραμανλίδικη επιγραφή πάνω από την πόρτα, η οποία έλεγε: «Ωραία ιστορή-ματα που τα ζωγράφισε ο ζωγράφος


Συμεών, γιος του δασκάλου Δημήτρη από το Ζιντζίντερε. 1868 Απριλίου 29». Σε άλλο σημείο, ο Dawkins αναφέρει: «Το χτίσιμο μιας τέτοιας εκκλησίας είναι μεγάλο κατόρθωμα για έναν τόπο σαν το Μιστί, αλλά οι Καππαδόκες είναι ικανοί για μεγάλα κοινωφελή έργα». Υπάρχουν τρεις είσοδοι για να εισέλθουμε στην εκκλησία αυτή. Μία πλάγια βόρεια, μία πλάγια νότια και μία κεντρική από τα δυτικά. Από τις πλάγιες εισόδους έμπαιναν οι γυναίκες και από τη μεσαία οι άντρες. Μπαίνοντας από την κεντρική είσοδο, βλέπουμε πάνω από την πόρτα μία επιγραφή γραμμένη στα καραμανλίδικα, που αναφέρει ότι η εκκλησία χτίστηκε το 1844. Η καμπάνα της ήταν η πρώτη που αναρτήθηκε στην περιφέρεια εκεί-νη και αποτελούνταν από πολύ καλό μεταλλικό κράμα. Όταν χτυπούσε ακουγόταν σε μεγάλη απόσταση, έως τα γειτονικά χωριά. Στο χτίσιμο της εκκλησίας αυτής αναφέρεται και ένα καραμανλίδικο τραγούδι, που τραγουδούσαν οι Μισιώτες, το οποίο σε ελεύθερη μετάφραση, όπως μας το παρουσιάζει ο Θανάσης Π. Κωστάκης , έχει ως ακολούθως: «Ήρθε η διαταγή, το σημείωσαν, ήρθε ο ειρηνοδίκης και ο επόπτης. Χάρισαν το οικόπεδο, έριξαν τα θεμέλια. Έγιναν όλα όπως πρέπει. Μπράβο στην απόφαση αυτή! Δόξα στο Θεό, που πήρε την απόφαση αυτή ο λαός! Θα γίνει ένα μεγάλο πράμα που ελπίζαμε. Να χαρίσει ο Θεός πολλά στο κράτος που μας βοήθησε. Αυτό το χτίριο που γίνηκε, θα μείνει για πάντα. Απέξω έριξαν τις κολόνες. Σ’ όλη την Ανατολή δεν υπάρχει άλλη τέτοια εκκλησία. Έχει σαράντα οχτώ μαστόρους που τη χτίζουν. Μπράβο στα εργαλεία τους! Ένα δύο πατώματα, (έχει) 24 παράθυρα. Οι εφευρέσεις υπάρχουν στους ανθρώπους. Σε τούτα τα χρόνια τέτοια εκκλησία δεν ξανάγινε. Οι γυναίκες ρίχτηκαν να κουβαλούν πέτρες και λάσπες. Μπράβο στους άντρες, μπράβο στις γυναί-κες». Για να τη χτίσουν, με προσωπική εργασία όλων τους, επέστρεψαν και εκείνοι που βρίσκονταν στα ξένα και βοήθησαν στην εκπλήρωση του μεγάλου τους σκοπού. Δεξιά της εκκλησίας αυτής έχτισαν το παρεκκλήσι του αγίου Χαραλά-μπους και αριστερά του αγίου Βασιλείου. Ο Ν. Ρίζος το 1856 έγραψε ότι στο Μιστί οικοδομήθηκε από τους φτωχούς χωρικούς, πριν από μερικά χρόνια, ναός στο όνομα του αγίου Βλασίου, με πολλούς θόλους, σπανιότατος στα μέρη της Ανατολής. Το 1895 ο Φαρασόπουλος Συμεών αναφέρει ότι έχουν μία μόνη εκκλησία, αλλά μέγιστη με 12


τρούλους. Το ίδιο έγραψε και ο Α. Σαραντίδης το 1899. Ο Αν Λεβίδης σημείωνε ότι είχαν παλαιότερα τις υπόγειες εκκλησίες του αγίου Βλασίου και του προφήτη Ηλία, που βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από το χωριό, αλλά το 1844 έχτισαν στην επιφάνεια της γης νέα εκκλησία, τιμώμενη στο όνομα του αγίου Βλασίου, με πολλές αψίδες, πανέμορφη και σπάνια σχεδόν σε όλη την Ανατολή. Συνεχίζοντας ο Λεβίδης αναφέρεται στην εικονογράφησή της και μας πληροφορεί πως, εκτός από τις αγιογραφίες του ναού, υπήρχαν και άλλες στο νάρθηκα της εκκλησίας. Στη μέσα πύλη του νάρθηκα ήταν εικονογραφημένα τα μαρτύρια του αγίου Βλασίου. Στη δεξιά πύλη εικονίζονταν ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος να σπαράσσεται από τα θηρία καθώς και οι άγιοι Αμ-φιλόχιος και Χαραλάμπης. Στην αριστερή πύλη υπήρχαν οι εικόνες του αγίου Βασιλείου και άλλων αγίων. Στη μέση των τριών αυτών αγιογραφιών υπήρχε η εικόνα του Χριστού, στην οποία ο υιός του Θεού περιστοιχίζεται αριστερά και δεξιά του από δύο και δύο διακόνους να τον θυμιατίζουν. Υπάρχει δε με ελληνικά γράμματα τουρκική επιγραφή …, που μεταφρασμένη είχε ως εξής: «Ο Θεός, του οποίου η δόξα είναι μεγάλη, με απόφαση του αφέντη μας Απδούλ Μεδζίτ, με την προτροπή του μητροπολίτου Ικονίου Ιωακείμ, με προσπάθειες του αρχιτέκτονα Κυριακού, τους μόχθους των κατοίκων του Μισθί και τη βοήθεια του Αγίου Βλασίου, έκανε άξιους παραδείσου όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς.» Τέτοια επιγράμματα υπάρχουν και πάνω στις δύο άλλες πύλες. Στον νάρθηκα βρίσκεται αρχαία μαρμάρινη κολυμβήθρα, γεμάτη με γλυπτούς σταυρούς. Το 1921 ο Κοντογιάννης Παντελής σημείωνε πως στο παλιό αυτό τμήμα του χωριού υπήρχε ευμεγέθης εκκλησία, περίφημη σε όλη την Καππαδοκία για το μέγεθος και τους δώδεκα θόλους της. Η εκκλησία εκείνη χτίστηκε το 1844, ήταν δε η πρώτη μεγάλη που χτίστηκε τα νεότερα χρόνια στα χωριά αυτά. Το 1924 ο Χουδαβερδόγλου ανέφερε πως στα πλάγια του ναού αυτού υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε σε υπόγεια εκκλησία, όπου εκκλησιάζονταν πριν την οικοδόμηση του αγίου Βλασίου, καθώς και τεράστια κρύπτη. Μεγάλη σήραγγα, που οδηγούσε μακριά από το ναό, της οποίας τα κατατόπια γνώριζαν μόνο οι Μισιώτες. Πράγματι, στα υπόγεια της εκκλησίας των αγίων Βασιλείου και Βλασίου υπήρχε είσοδος για τα κελέρια που οδηγούσαν μακριά της. Από αυτήν σώθηκαν Έλληνες των παραλίων, όταν οι Τούρκοι, που τους μετέφεραν αιχμαλώτους στα βάθη της Ανατολίας, περνώντας από το Μιστί τους έκλεισαν τη νύχτα μέσα στην μεγάλη εκείνη εκκλησία, σίγουροι πως δε θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Όμως, το πρωί, ανοίγοντας την πόρτα για να τους παραλάβουν, δε βρήκαν κανέναν μέσα, γιατί, κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι Μισιώτες τους οδήγησαν από τη σήραγγα διαφυγής, μακριά στη γύρω περιοχή, όπου διασκορπίστηκαν και σώθηκαν. Το 1905 στην εκκλησία των αγίων Βασιλείου και Βλασίου λειτουργούσαν εφτά ιερείς, ενώ το 1913 οι εφημέριοι ήταν πέντε. Οι Μισιώτες γέμιζαν στις γιορτές την εκκλησία τους, προσεύχονταν και έπαιρναν δύναμη να συνεχίσουν την πορεία της γενιάς τους. Εκκλησιαστικά υπάγονταν στη μητρόπολη Ικονίου και πολιτικά στη διοίκηση της Νίγδης .


Φώτο: Πατήρ Βασίλειος Σιδηρόπουλος Από το Μιστί της Καππαδοκίας .19 ετών παλικάρι ξεριζώθηκε μαζί με την οικογένεια του και τους υπόλοιπους συγχωριανούς του το καλοκαίρι του 1924. Το 1938 παίρνοντας την ευχή του ιερέα πατέρα του , του πατρός Αθανασίου , χειροτονείται και τοποθετείται εφημέριος στον Άγιο Δημήτριο Ξηροχωρίου. Αρχείο Βασίλη Σιδηρόπουλου


Ο παπα Κοσμάς Χατζημελετίου με την παπαδιά του


1.2.5. Εκπαίδευση Η εκπαίδευση στο Μιστί ήταν στοιχειώδης και δεν είχε τίποτα το ιδιαί-τερο. Λόγω της έλλειψης πλουσίων χορηγών, όπως συνέβαινε σε άλλα ελληνικά χωριά της Καππαδοκίας, δε μπορούσαν οι φτωχοί Μισιώτες να έχουν και να συντηρούν μεγάλα διδακτήρια, ούτε κατάλληλα παιδαγωγικά βιβλία και εποπτικά μέσα, ούτε βεβαίως πολλά χρήματα για την πληρωμή σπουδαίων δασκάλων. Οι περισσότεροι μάλιστα θεωρούσαν πολυτέλεια να στέλνουν τα παιδιά τους να μάθουν γράμματα τη στιγμή που είχαν ανάγκη εργατικών χε-ριών. Όμως, παρ’ όλα τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν, έβρισκαν τρόπους να δώσουν κάποια μόρφωση στα παιδιά τους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κάποιος Μισιώτης, ο οποίος γνώριζε λίγα στοιχειώδη γράμματα και ήθελε να διδάξει, αναλάμβανε να το κάνει, έναντι κάποιας μικρής αμοιβής ή για την ψυχή του. Το «σχολείο» αυτού του «πρακτικού δασκάλου» έπαιρνε συνήθως και το όνομά του. Τα παιδιά τους έπρεπε να μάθουν έστω λίγα γράμματα για να μπορούν να διαβάζουν και να κάνουν τις απαραίτητες αριθμητικές πρά-ξεις. Στο τέλος του 19ου αιώνα, λίγο πριν το 1880, όταν το παλιό κεντρικό διδακτήριο χρησιμοποιήθηκε για αποθήκη συγκέντρωσης των δημοσίων φόρων του χωριού, η κάθε συνοικία είχε δικό της «διδακτήριο» και δάσκαλο. Το 1895 ο Φαρασόπουλος Συμεών σημείωνε πως με δυσκολία συντη-ρούσαν δημοτική σχολή, με έναν ψευτοδάσκαλο, του οποίου τα μόνα προσόντα ήταν να γράφει και να διαβάζει. Το 1899 ο Α. Σαραντίδης ανέφερε πως με δυσκολία συντηρούσαν ένα γραμματοδιδασκαλείο, και εκείνο μόνο το χειμώνα. Το 1905 υπήρχε ελληνικό τριτάξιο αρρεναγωγείο, στο οποίο δίδασκε ένας δάσκαλος. Το 1913 λειτουργούσε άριστη αστική σχολή, όπου, αν και οι εγγεγραμ-μένοι μαθητές ήσαν 800, μόλις 25 - 40 οικογένειες έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο. Γύρω στα 1914, σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων βορειοανατο-λικά της εκκλησίας των αγίων Βασιλείου και Βλασίου, στη συνοικία Κιουμουρτζού, κάπου στο χώρο του σημερινού δημαρχείου, λειτουργούσαν δύο σχολεία, το μεγάλο και το μικρό, στα οποία μάθαιναν γράμματα 120 παιδιά του σχολείου.


Τα σχολεία του Μιστί λειτουργούσαν συνήθως όσο διαρκούσε ο χειμώνας, τότε που δεν υπήρχαν γεωργικές ή άλλες ασχολίες για να χρειάζονται τη βοήθεια των παιδιών τους στις αγροτικές εργασίες.

Οι παιδαγωγικές και διδακτικές μέθοδοι διδασκαλίας εφαρμόζονταν ανάλογα με τον κάθε δάσκαλο, γιατί δεν υπήρχε κάποια κεντρική καθοδήγηση. Ο Κοιμίσογλου Παρασκευάς έλεγε ότι μάθαιναν το ελληνικό αλφάβητο λέγοντας το γράμμα και αμέσως μετά μια λέξη που άρχιζε από αυτό, ως εξής: Άλφα


– Αλλάχ, Βήτα – Βαριτουλάχ, Γάμμα – Γαβριήλ, Δέλτα – Δαυίδ, Έψιλον – Ελένη, Ζήτα – Ζαχαρίας, Ήτα – Ηλίας, Θού – Θωμάς…, φτάνοντας έως και το Ωμέγα. Ανάμεσα στους δασκάλους που δίδαξαν και έμειναν στην ανάμνηση των Μισιωτών ήταν : Γύρω στα 1885, ο Ντελή Σάββας από την Ανακού και ο παπα-Μιχάλης (παπα-Μουχαήλ) από το Ενεχίλ, κάπου στα 1900 ο Μουρβάτ Γιώρης, στα χρόνια 1912-1917, ο σπουδαίος δάσκαλος και πατριώτης Φωκάς Πρόδρομος (Φουκά Πρόιμους) από το Μιστί και ο Γουλάτς Σάββας, το 1913 ο Παντελής (Παντελές) από το Ενεχίλ, το 1914 ο Μισιώτης Σεραντάρ Αναστάσης και ο παπα-Πρόδρομος (Πρόιμους), το 1915 ο Τσολάχ Μηνάς από τον Πόρο, και το 1916 ο Μισιώτης Εφραίμ Λευτέρης (Ντεφτέρης). Ξεχώρισαν επίσης ο Μισιώτης παπα-Θανάσης (Αχανάσης), ο Μισιώτης Ντεμιρτζής Λάζαρος (Λάζαρης) και ο Πασχάλης, ενώ στα χρόνια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου δίδαξε ο Ηλίας (Ελίας) από το Μπουλγάρ Μαντέν και μετά από αυτόν ο Μάξιμους, ο Μισιώτης Τσακίρης, ο Γιαπτζής Γεώργιος (Γιώρης) και ο Τσολάχ ή Γουλάτς Σάββας.

1.2.6. Ασχολίες των κατοίκων Ελαφριά άμμος σκέπαζε τα πάντα στο Μιστί και με το παραμικρό φύσημα του αέρα, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, η σκόνη γινόταν ανυπό-φορη και κυριαρχούσε στον άγονο εκείνο τόπο. Οι εργατικοί Μισιώτες γεωργοί παρήγαγαν σίκαλη, σιτάρι, κριθάρι, ρόβη, κρεμμύδια, φακές, καρπούζια και άλλα γεωργικά προϊόντα. Στα λιγοστά εύφορα μέρη του κάμπου έσπερναν το σιτάρι και στα υπόλοιπα τις άλλες παραγωγές. Οι κτηνοτρόφοι έπαιρναν από τις αγελάδες τους, που τις είχαν και για το όργωμα των χωραφιών, το απαραίτητο γάλα, για να πιούν αλλά και να κάνουν τυρί, γιαούρτι, τσίπα, καϊμάκι και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα. Επίσης πολλοί έφτιαχναν ή εμπορεύονταν λευκά υφάσματα και σεντόνι-α. Σε εκείνο που φημίζονταν οι Μισιώτες και ήταν η βασικότερη ασχολία τους ήταν στη τέχνη της δημιουργίας παπλωμάτων και κετσέδων. Οι περισ-σότεροι στα μέρη της Ανατολής γνώριζαν τους Μισιώτες παπλωματάδες και κετσετζήδες, οι οποίοι περιφέρονταν στα χωριά και τις πόλεις της Μικρασίας, φτάνοντας ορισμένες φορές έως τη μακρινή Ρωσία, ξαίνοντας μαλλιά ή βαμ-βάκια, και φτιάχνοντας υπέροχα παπλώματα και φανταστικούς κετσέδες. Το


κύριο εργαλείο για την εργασία αυτή ήταν η ντεξάρα . Ένα τοξοειδές ξύλο με διάμετρο περίπου 0,10 μ. και μήκος κάπου 1,60 μ. Ήταν κυρτή στη μία άκρη της και, για να μεγαλώνει την κυρτότητά της, κάρφωναν στην άλλη άκρη της ένα ξύλο με διαστάσεις περίπου 0,20 μ. επί 0,30μ. Στην ντεξάρα έδεναν, από τη μία έως την άλλη άκρη, μια χορδή από έντερο ζώου, την οποία τέντωναν καλά. Με το επαγγελματικό αυτό όργανο, οι τεχνίτες του Μιστί, και οι περισσότεροι Μισιώτες άποικοι στα νέα χωριά τους, αφράτιζαν και αραίωναν τα μαλλιά ή τα βαμβάκια, χτυπώντας τα με τη χορδή του. Κατόπιν άπλωναν μια βρεγμένη λινάτσα, τα τοποθετούσαν πάνω της, τα ζεμάτιζαν με καυτό νερό, τα έτριβαν με σαπουνάδα και τα τύλιγαν σφιχτά με τη λινάτσα σε ένα κυλινδρικό ξύλο. Το ρολό που σχημάτιζαν το έδεναν από τις άκρες και τη μέση με σκοινιά και τον κυλούσαν, κλωτσώντας το με τα πόδια , μέχρι να στρώσει. Στη συνέχεια το άνοιγαν για να ρίξουν και πάλι στα μαλλιά ή τα βαμβάκια ζεματιστό νερό, τον ξανατύλιγαν και ξανάκαναν τις προηγούμενες ενέργειες. Αφού τελείωνε και αυτή η διεργασία, το άπλωναν κάτω, του έριχναν και πάλι καυτό νερό και το έτριβαν με σαπούνι, μέχρι να ετοιμαστεί ο κετσές, τον οποίον κατόπιν έστηναν κάπου να στραγγίσει. Όταν στέγνωνε, ήταν πια έτοιμος να χρησιμοποιηθεί από τους νοικοκύρηδες.


1.2.7. Ιστορίες για τους Μισιώτες Πολλές ήταν οι ιστορίες που γίνονταν και λέγονταν για τους φημισμένους Μισιώτες. Ο Τσαλίκογλου Εμμανουήλ τους χαρακτηρίζει «περιπλανώμενους Ιουδαίους της Καππαδοκίας» και τονίζει: «…Δεν θα βρείτε στη Μικρά Ασία και μάλιστα στην Κιλικία, χωριό όπου να μην έχει πατήσει πόδι Μισθιώτη. Με τα γνωστά εργαλεία στους ώμους τους και βαδίζοντας πίσω από τα υπομονετικά τους ζώα, περιπλανιόντουσαν συνεχώς. Και ποίος δεν γνώριζε, εις την Κιλικία, τους συμπαθέστατους «Μπαμπουκτζή Μιστιλή», δηλαδή τους από το Μισθί βαμβακάδες όπως τους καλούσαν οι αγαθοί Τούρκοι χωρικοί; Έρχονταν τον Μάρτιο και έφευγαν τον Σεπτέμβριο. Από πότε; Ποιος το γνωρίζει; Νομίζω ότι ακούω τις φωνές τους «-Παμπούκ Αττιράν!» Αυτό ση-μαίνει «Ο Βαμβακοτινάζων». Εδώ τώρα φωνάζουν «-Ο Παπλωματζής!»…Επέστρεφον, στο χωριό των, τα υπομονητικά των ζώα φορτωμένα με βάμβακα Το ντύσιμό τους δεν διέφερε, και τόσον πολύ, από το ντύσιμο των Τούρκων χωρικών. Μόνο από το περικάλυμμα του κεφαλιού τους, μπορούσε κανείς να διακρίνει ότι ήσαν Χριστιανοί. Μα τι Χριστιανοί και τι Έλληνες (Ρουμ) ήσαν αυτοί; Δεν πλησίαζαν στα κέντρα μας, ήσαν πάντοτε εκτός του κύκλου μας, φαίνονταν ότι αγνοούσαν την εκεί ύπαρξη (υπονοώ την Κιλικία) τόσων Ελλήνων. Εάν τους καλούσαμε μας εξυπηρετούσαν, επί πληρωμή, όπως εξυπηρετούσαν τους μη Έλληνες. Αν ενοχλούνταν από τους Τούρκους ή πάθαιναν κατάχρηση εξουσίας, από τις διοικητικές αρχές, θα έπρεπε ν’ αποταθούν εις το Τζίχαν, στον πατέρα του γράφοντος, ο οποίος ήταν σύμβουλος των εκάστοτε διοικητών και φυσικός προστάτης του Ελληνισμού της περιοχής, δια να τύχουν προστασίας. Ουδέποτε, όμως, αποτάθηκαν. Αυτό σημαίνει ότι κυκλοφορούσαν, πάντοτε, ανενόχλητοι.» Και συνεχίζει ο Τσαλίκογλου Εμμανουήλ: «Σας περιέγραψα πώς, μία ομάδα από αυτούς, που βρέθηκε κατά τις σφαγές της 1-4-1909, εις τα χωριά του Τζίχαν, προσήλθε, χωρίς να πάθη το παραμικρό, στο καταφύγιό μας. Γράφω προσήλθε, κακώς, γιατί; Διότι δεν προσήλθεν αυτή (η ομάς δηλαδή) αλλά όταν έφτασεν εις το Τζίχαν, δια να μην υποστή τίποτε, αι αρχαί την ωδή-γησαν εις το καταφύγιόν μας. Θυμάμαι, ότι, κατάπληκτος, είχα ερωτήσει: - Πώς δεν σας έθιξαν; - Πιλιρμίγικ Ρουμούζ τετίκ τοκανματηλάρ (-Μήπως γνωρίζομεν; Είπαμε, ότι είμεθα Ρουμ και δεν μας έθιξαν.) Προς τιμήν των πρέπει να λεχθή, ότι κανείς Έλλην, εκεί στην Κιλικίαν, υ-πέστη κάποια ζημία εξ υπαιτιότητος αυτών. Δεν κατεδέχθησαν να μας ενοχλήσουν καθόλου. Επέστρεφον, στο χωριό των, τα υπομονητικά των ζώα φορτωμένα με βάμβακα. Μη νομίζετε ότι τον ηγόραζαν. Κατά την διάρκειαν του τινάγματος του βάμβακος, είχον συνήθειαν να θέτουν, εις τις τσέπες των, λίγο βαμβάκιον. Τη ανοχή εννοείται, των νοικοκυρών.


Η Τουρκάλα έλεγε: «-Μίστιλη Τσοκ Τσάλμα» -Μισθιώτη, μη τυχόν κλέψης πολύ. Απαντούσε ο ημέτερος: «Χανούμ μεράκ ίτμε» -Χανούμισσα, μη στενοχω-ριέσαι. Ήτο κοινόν μυστικόν, εν Κιλικία, ότι ο Μιστιλής (Μισθιώτης) οπωσδή-ποτε θα έβαζε λίγο βαμβάκιον στην τσέπη του… ...Λίγο απ’ εκεί, λίγο απ’ εδώ, τα υπομονητικά ζώα επέστρεφον φορτω-μένα και εφ’ όσον ο τόπος ήτο βαμβακοπαραγωγικός τόπος, η φορολογία των Μισθιωτών μετετρέπετο εις αστεία. Ήσαν άστατοι μεν, χωρίς όμως φιλοδοξίαν και λατρείαν, των περιπετειών δε, όπως οι άλλοι άστατοι της Καππαδοκίας. Η μόνη λατρεία των και ψυχαγωγία των ήτο και είναι το τιν, τιν, τιν του γνωστού εργαλείου των. Προφανώς με το τιν, τιν, τιν ενανουρίζοντο και ασφαλώς, χωρίς ν’ ακούουν την μουσικήν των αυτήν, δεν δύνανται να κοιμηθούν. Ο Κερκυραίος αν δεν απολαύση μουσική ή αν δεν παίξη κανένα μουσικό όργανο, δεν νομίζει ότι ζη επί του πλανήτου μας, ο δε ημέτερος Μισθιώτης, χωρίς το εργαλείο και το τιν, τιν, τιν του. Έχετε ανάγκην κάποιου Μισθιώτου, φωνάξατε, παρακαλώ, εκείνον που γυρίζει, εις τους δρόμους των Αθηνών, φωνάζοντας: «Ο Παπλωματζής», αυτός είναι. Περνάει κάποιο έθιμο της Καππαδοκίας, κάποια θεία λατρεία του επαγγέλματος, ναι περνάει ο τόσον γνωστός μας «Παμούκ-Αττιράν» Αν και οι περισσότεροι κάτοικοι του Μιστί ζούσαν στα όρια της φτώχειας, δεν ήταν λίγες και οι εύπορες οικογένειές του. Οι ιστορίες που λέγονταν για τους Μισιώτες, άλλες σοβαρές και άλλες α-στείες, δεν είχαν τελειωμό. Ο Νικόλαος Προδρομίδης, ανιστορώντας θέματα που ο ίδιος έζησε, μας πληροφορεί: «Με συγκίνησιν ανεφέραμεν πάντοτε για τον τελευταίον Ρωσοτουρκικόν πόλεμον. Στο ευτυχές αποτέλεσμα αυτού οφείλομεν την καλυτέρευσιν της διαβιώσεώς μας. Η Αγία Ρωσία μας έσωσε…Απεκτήσαμεν σεβασμόν, τιμήν, υπόληψιν. Πριν ήσαν άφθαστα τα μαρτύρια… Διηγούνται, ότι ένας ανώτερος διοικητικός υπάλληλος είχεν επισκεφθεί το χωρίον Μισθί ημέραν Κυριακή. Ο κόσμος και οι προύχοντες ήσαν στην εκκλησία. Πήγε και ο υπάλληλος, να επιδείξη ανεξιθρησκείαν. Ήδη είχεν πνεύση ο ευεργετικός άνεμος του Ρωσοτουρκικού πολέμου. Ο ιερεύς, με το άγιον δισκοπότηρον, είχεν εξέλθη εκ του ιερού βήματος, όπως συνήθως. Ο Τούρκος, αποτεινόμενος εις τον παραπλεύρως ευρισκόμενον μουχτά-ρην, τον ερωτά:


- Πες μου, τι ουρλιάζει αυτός ο σκύλος; Και ο μουχτάρης εις απάντησιν λέγει: - Ξένου μαχαλά, άγριον σκύλον είδε και γι αυτό.»

1.2.8. Υπόγειο χωριό Το έδαφος της περιοχής αποτελείται από μαλακό ευκολολάξευτο βράχο, τον οποίο οι Μισιώτες λάξευαν επί αιώνες και δημιούργησαν το υπόγειο χωριό τους, για να προστατευτούν από εξωτερικούς κινδύνους, όπως ήταν οι επιδρο-μές των ληστών, αλλά και από τις τουρκικές αρχές, όταν δεν κατατάσσονταν στο στράτευμα. Εκεί ζούσαν έως το 1880 περίπου. Κατοικίες ανθρώπων και ζώων, δρόμοι-γαλαρίες, εκκλησίες, φούρνοι, πηγάδια για νερό και ότι άλλο ήταν απαραίτητο δημιουργήθηκαν στο υπόγειο Μιστί, για την όσο το δυνατόν καλύτερη και ασφαλέστερη διαβίωσή τους. Μετά το 1880 άρχισαν να χτίζουν πάνω από το υπόγειο χωριό όμορφα ανώγεια σπίτια, το «Πάνω χωριό», όπως το έλεγαν. Τα παλιά υπόγεια σπίτια τους τα χρησιμοποιούσαν πλέον ως αποθηκευτι-κούς χώρους, όπου διατηρούσαν τα αγροτικά τους προϊόντα. Όμως, σε περιόδους κινδύνων, εξακολουθούσαν να αποτελούν ασφαλείς κρυψώνες. Στα δύσκολα χρόνια της ελληνικής επανάστασης του 1821, όταν η κατά-σταση για τους Ρωμιούς της Καππαδοκίας έγινε ακόμα πιο δύσκολη, πολλοί έφυγαν από οικισμούς γύρω από το Μιστί και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό. Η ισχύς εν τη ενώσει, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι πρόγονοί τους. Τα μοναχικά καλάμια θα μπορούσαν εύκολα να τα σπάσουν, αλλά αν ενώνονταν πολλά μαζί, θα ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να τα λυγίσουν, ιδιαίτερα στο υπόγειο Μιστί, όπου τα κιαλάρια με τα βαριά τρόχια που έκλειναν τις εισόδους προσέφεραν μία επιπλέον προστασία. Αυτή η ανάγκη, αλλά και άλλες, όπως η έλλειψη πόσιμου νερού, ώθησαν πολλούς σε μετακινήσεις στον τόπο του αρχαίων Μι-σθίων.



1.2.9. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά Οι Μισιώτες είχαν δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιόμορφο τρόπο ζωής, διατηρώντας κάθε οικισμός του χωριού ή ακόμα και τα διάφορα σόγια ξέχωρο τρόπο συμπεριφοράς. Πολλά είναι τα αξιοπερίεργά τους, όπως: α) Η διατήρηση των ελληνικών τοπωνυμίων της, όπως Καππεδόκια, Αμουζιές, Αφτιλιών, Άψαλα, Τρία Πλεφρά κ.ά. β) Το γεγονός πως δεν υπήρχε στο χωριό ένα νεκροταφείο, αλλά τρία. Το ένα βρισκόταν μέσα από τη μάντρα της μεγάλης εκκλησίας τους, το άλλο στην απάνω γειτονιά, του Κιουμουρτζού ή Λαζαρλούιας, όπως την έλεγαν, και το τρίτο στην αυλή της μικρής εκκλησίας του Αι Λια. Αναφέρεται πως υπήρχε και ένα τέταρτο μικρότερο στα νοτιοανατολικά του χωριού. γ) Το γεγονός πως κάθε σόι είχε τον δικό του προστάτη άγιο ή αγία, ως συνέχεια μάλλον της λατρείας του αγίου ή της αγίας που είχαν ως πολιούχο του παλαιότερου οικισμού ή χωριού ή πόλης από όπου έφυγαν κυνηγημένοι. δ) Διαφορετικές φυσιογνωμίες. Στους Μισιώτες συναντούμε όχι έναν τύπο φυσιογνωμιών, όπως βρίσκουμε σε άλλα χωριά της Καππαδοκίας, αλλά πολλούς, που δε μοιάζουν μεταξύ τους, με διαφορετικούς τρόπους συμπεριφοράς. Μεγαλόσωμοι ή μικρόσωμοι, ξανθοί ή μελαχρινοί, με αδρά ή με λεπτά χαρακτηριστικά, οξύθυμοι ή πράοι, άνθρωποι των γραμμάτων ή της χειρονακτικής εργασίας. Οι περισσότεροι ήταν φτωχοί, μα όλοι ξεχώριζαν για την παλικαριά τους. Σε πολύ δύσκολους καιρούς κατέφευγαν στα υπόγεια του χωριού και γλίτωναν. Εκεί έβρισκαν καταφύγιο και πολλοί κυνηγημένοι Ρωμιοί από άλλα μέρη της Μικρασίας, αρκετοί από τους οποίους έμειναν στο Μιστί, παντρεύτηκαν με κοπέλες του χωριού και έγιναν μόνιμοι κάτοικοί του. Το Μιστί, όπως όλα δείχνουν, ήταν μια μικρή «Ελεύθερη Ελλάδα» στην καρδιά της Τουρκίας. Όποιος Ρωμιός κυνηγιούνταν από τις τουρκικές αρχές, πήγαινε σ’ αυτό. Οι Μισιώτες τους φιλοξενούσαν, δίνοντάς τους στέγη και πλαστή ταυτότητα, πληρώνοντας, ορισμένες φορές, ακόμα και με τη ζωή τους τη βοήθεια και την καταφυγή που έδιναν σε κατατρεγμένους ομογενείς τους. Όμως, αυτό γινόταν σπάνια, γιατί οι Τούρκοι δεν τολμούσαν να ζυγώσουν στο χωριό των μαχητών, όπου έβρισκαν το μπελά τους. Οι Μισιώτες τους χτυπούσαν με «καταδρομικές ενέργειες» και κατόπιν χάνονταν σαν τα φαντάσματα στα υπόγεια κελέρια, κλείνοντας ταυτόχρονα τις εισόδους με τις τεράστιες μυλόπετρες, τα «τρόχια» όπως τα ονόμαζαν. Μόνο εκείνοι γνώριζαν τις εισόδους και τις εξόδους των σηράγγων και μόνο εκείνοι δε χάνονταν στους δαιδαλώδεις υπόγειους διαδρόμους, δίχως να χρειάζονται το


«μίτο της Αριάδνης». Οι «απρόσκλητοι επισκέπτες» ήσαν καταδικασμένοι. Έτσι, τα αποσπάσματα των εχθρών δεν μπορούσαν να τους βρουν και αναγκάζονταν να φεύγουν άπρακτα. Ο Ιωακείμ Βαλαβάνης το 1891 χαρακτήριζε τους Μισιώτες ως «Μανιάτες της Μικράς Ασίας». Ανάμεσα στα άλλα, σημείωνε: «Δε φτάνει εδώ ο χώρος για την περιγραφή των Μανιατών της Μικράς Ασίας, των Μισθιωτών, οι οποίοι κατοικούν σε απόσταση λίγων ωρών από την πατρίδα μου Αραβανί. Λόγω της φημισμένης ανδρείας τους είναι ασύδοτοι σχεδόν, κατόρθωσαν δε τόσο φόβο να βάλουν στους Τούρκους, ώστε δεν τολμούν να πατήσουν το πόδι τους στο χωριό Μισθί. Η φράση να πατήσουν το πόδι πάνω στο χωριό, εδώ μπορεί να ειπωθεί πως τέθηκε με κυριολεκτική σημασία, γιατί τα σπίτια στο Μιστί είναι σκαμμένα κάτω από το έδαφος, σαν πηγάδια μέσα στη γη. Ενώ ανύποπτος διέρχεσαι μέσα από αρκετά μεγάλη πεδιάδα, ακούς ξαφνικά κάτω από τη γη συγκεχυμένες φωνές ανθρώπων ή βλέπεις πού και πού κάποιον ρω-μαλέο άνδρα να πηγαίνει για καλλιέργεια των αγρών του, κουβαλώντας στον ώμο το γεωργικό του εργαλείο. Το μόνο αντικείμενο το οποίο φαίνεται από μακριά είναι ένα πολύ μεγάλο οικοδόμημα, που εύκολα διακρίνεται από μακριά πως είναι ναός του Υψίστου. Μόνο αυτός εξέχει πάνω από το έδαφος. Ο οικοδομήσας αυτόν λαμπρός αρχιτέκτονας Πρόβος Μελίδης, γνωστός σε όλη την Τουρκία δια τους μοναδικούς μιναρέδες του…, ο οποίος έφερε επίσης και τζάμια για τα παράθυρα της εκκλησίας. Μετά την τοποθέτηση και αυτών, οι Μισιώτες μπήκαν να περιεργαστούν το οικοδόμημα, έμειναν δε έκπληκτοι, όταν είδαν ότι και αι ακτίνες του ηλίου έμπαιναν μέσα από τα μεγάλα παράθυρα του ναού. -Κάλφα, Κάλφα! φώναξαν, από τα παράθυρα αυτά, αφού μπαίνει ο ήλιος, θα μπαίνει και το κρύο! Πρέπει να τα αλλάξεις ή να τα κλείσεις. Ο αρχιτέκτονας πολύ δύσκολα κατόρθωσε να πείσει τους αφελείς κα-τοίκους ότι είναι ανυπόστατος ο φόβος τους. Από τότε και οι Μισιώτες έμαθαν τη χρήση των υαλοπινάκων και δεν απατώνται πλέον» Το 1936 ο Τρύφωνας Ευαγγελίδης, αναφερόμενος στη μαχητικότητα και την ανδρεία των Καππαδοκών, δεν παραλείπει κι αυτός να αναφερθεί και στο Μιστί, σημειώνοντας: «Φημίζονταν δε ως ανδρείοι μαχητές, εκείνοι που κατοικούσαν στη μεταξύ Αργαίου και του Ταύρου χώρα, από την οποία παίρνονταν ανδρείοι μισθοφόροι στρατιώτες (Σώζεται μάλιστα και το χωριό Μιστί, που βρίσκεται κοντά στην Νίγδη, πράγμα που φανερώνει την αλήθεια των παραπάνω.), το άνθος των πολεμικών δυνάμεων των Βυζαντινών». Οι μαχητές αυτοί έδωσαν πολλές φορές επικούς αγώνες, άγνωστους στους περισσότερους. Όμως, όσο και αν ακόμα και οι ίδιοι δεν επιδίωξαν να τους φανερώσουν, η ιστορία βγάζει κάπου κάπου μερικά από τα άγνωστα ε-κείνα κεφάλαια. Το 1940 ο Μηνάς Κ. Χριστόπουλος ανέφερε ότι στα υπόγεια του Μιστί είχαν ανακαλυφτεί πολλοί σκελετοί ανθρώπων διεσπαρμένων εδώ κι εκεί, σε μέρος που δεν ήταν νεκροταφείο, τα δε οστά τους ήταν πολύ μεγα-


λύτερα από των συνηθισμένων ανθρώπων. Και συνεχίζοντας συμπέρανε πως οι άνθρωποι εκείνοι φαίνεται ότι κατέφυγαν σε αυτά τα υπόγεια οικήματα, για να γλιτώσουν από επιτιθέμενους εχθρούς και πέθαναν είτε από ασφυξία είτε από ασιτία είτε από άλλες αιτίες. Για να καταλάβουμε τι είχε συμβεί, θα πρέπει να υποθέσουμε πως επειδή στο χωριό αυτό έμεναν βασικά εύσωμοι μαχητές άνδρες με τις οικογένειές τους, σε κάποια από τις τόσες ηρωικές περιόδους, θα αναγκάστηκαν να κλειστούν στα υπόγεια κάστρα τους, για να πολεμήσουν με καταδρομικές επιθέσεις τους πολυπληθέστερους επιδρομείς. Όμως, φαίνεται πως οι εισβολείς ανακάλυψαν το κρησφύγετό τους και, αφού έκλεισαν όλες τις εξόδους διαφυγής, τους άφησαν να πεθάνουν εκεί μέσα.


1.2.10. Γειτονιές Τέσσερις ήταν οι κυριότερες γειτονιές του χωριού: α) Στο δρόμο προς τη Νίγδη ο Αρπατζαλού ή Αρπαντζή ή Αρπατζάλ μαχαλάς. β) Στα βορειοανατολικά του χωριού ο Κιουμουρτζού ή Κιουμουρτζή ή Λαζαρλούιας μαχαλάς. γ) Η γειτονιά γύρω από την εκκλησία των Αγίων Βασιλείου και Βλασίου ο Ασιμλού ή τ’ Αι Βλασιού μαχαλάς. δ) Στο δρόμο προς τη Λίμνα ο Τσοπουρλού ή Σαρλού μαχαλάς. Οι γειτονιές και το άπλωμα των σπιτιών σε μονώροφες συνήθως κατοικίες με αυλές και οικόπεδα έκαναν το χωριό να φαίνεται ακόμα μεγαλύτε-ρο. Το νερό το έβγαζαν από βαθιά οικογενειακά πηγάδια , με λαμαρινένιους ή δερμάτινους κουβάδες, δεμένους με σχοινιά, και τη βοήθεια μιας τροχαλίας . Το μετέφεραν με στάμνες στα σπίτια τους ή το χρησιμοποιούσαν για το πότισμα των καλλιεργειών τους ή γέμιζαν με αυτό μεγάλες σκαλιστές πέτρες , για να ποτίσουνε τα ζώα. Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο τρόπος που αντιμετώπιζαν οι φιλόξενοι Μισιώτες ακόμα και τους διερχόμενους ξένους. Στα σπίτια που βρίσκονταν κοντά σε δρόμους, εντοίχιζαν χτιστά πιθάρια, τα οποία γέμιζαν με νερό, όπως τα λατσιά. Το νερό εκείνο ήταν προσφορά στους γνωστούς και άγνωστους οδοιπόρους που περνούσαν από το χωριό τους Σε κάθε γειτονιά υπήρχε φούρνος για να ψήνουν τα ψωμιά τους. Λειτουργούσαν επίσης περίπου 15 μικρομάγαζα, που ήταν καφενεία αλλά και μπακάλικα ταυτόχρονα, από τα οποία αγόραζαν προϊόντα πρώτης ανάγκης. Ο πρόεδρος του χωριού ήταν συνήθως από εύπορη οικογένεια, εκλέγονταν για διετή θητεία και διοικούσε μαζί με άλλους τρεις συγχωριανούς του, ασκώντας, εκτός των άλλων, και τα καθήκοντα του δικαστή, γιατί οι Μισιώτες δεν ήθελαν να ανακατεύουν τους Τούρκους στις διαφορές τους.



1.2.11. Σπίτια – Οικιακά σκεύη Φτωχά ήταν τα περισσότερα σπίτια των Μισιωτών, όπως και η επίπλωσή τους. Τις στέγες τις έκλειναν με καμάρες . Πάνω σε αυτές έβαζαν χώμα, το οποίο, αφού το έβρεχαν, το πίεζαν με βαρείς κυλίνδρους για να πατηθεί γερά, να σκληρύνει και να στερεοποιηθεί. Για να έχουν φως άναβαν λυχνάρια , που έκαιγαν μπεζιρόλαδο, από τα οποία κάθε σπιτικό είχε τουλάχιστον τέσσερα. Ένα για το καθιστικό, ένα για το δωμάτιο της οικογένειας, ένα για το στάβλο και ένα για τις νυχτερινές μετακινήσεις τους. Τα οικιακά σκεύη τους ήταν πρόχειρα μπαούλα , χαμηλά τραπέζια , μικρά ξύλινα σκαμνιά , μικρά ταψιά , μεγάλα ταψιά , ειδικά φτιαγμένα για να τοποθετούνται πάνω στα τουντούρια και να ψήνουν σε αυτά, τεντζερέδες, τηγάνια, πιάτα , πήλινες στάμνες , μαστραπάδες , μεγάλα χάλκινα καζάνια, χερόμυλους κ.ά.

1.2.12. Κοινωνική ζωή Οι Μισιώτες ήταν εργατικοί, κουμανταδόροι και καλοί νοικοκυραίοι. Μπορεί η κύρια ασχολία τους να ήταν η κατασκευή κετσέδων, αλλά ασχολούνταν ταυτόχρονα με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Από τη γεωργία έβγαζαν σίκαλη για ψωμί, σιτάρι για να φτιάχνουν το οικογενειακό τους πλιγούρι και κουρκούτι, κριθάρι, ρόβη, κρεμμύδια, φακές, καρπούζια και άλλα γεωργικά προϊόντα, από δε την κτηνοτροφία έπαιρναν γάλα, με το οποίο έκαμαν τυρί, γιαούρτι, τσίπα και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα. Στα καφενεία πήγαιναν μόνο οι άντρες, ιδιαίτερα τους χειμωνιάτικους μήνες. Εκεί συζητούσαν για τα νέα που κυκλοφορούσαν και έπαιζαν χαρτο-παίγνια, όπως το εξήντα έξι, το σκαμπίλ και άλλα. Ο πρόεδρος του χωριού κατάγονταν, τις περισσότερες φορές, από εύπορη οικογένεια και διοικούσε με άλλους τρεις συγχωριανούς του. Εκλεγόταν με διετή θητεία, στη διάρκειά της οποίας ασκούσε ακόμα και τα καθήκοντα του δικαστή, όταν δημιουργούνταν προβλήματα ανάμεσά στους συγχωριανούς του.


Εσωτερικό παλιάς οικίας από το Μιστί της Καππαδοκίας


Η κοινωνία τους ήταν πατριαρχική. Οι πατεράδες είχαν το σεβασμό των μελών της οικογένειας, οι δε γέροντες την εκτίμηση και την υπακοή όλων στις εντολές τους. Όταν οι άντρες πήγαιναν σε άλλα μέρη για να κάνουν παπλώμα-τα , οι γυναίκες αναλάμβαναν όλες τις αρμοδιότητες. Ήσαν οι κύριες υπεύθυ-νες για τα παιδιά, τις γριές και τους γέρους, καθώς και για όλες τις γεωργικές, κτηνοτροφικές ή άλλες εργασίες. Με το που τελείωναν τις «αντρικές» εργασίες και τις ασχολίες του σπιτιού, δε σταματούσαν να ξεκουραστούν, αλλά συνέχιζαν γνέθοντας μαλλιά με τη ρόκα ή υφαίνοντας στον αργαλειό κιλίμια, υφάσματα και κάλτσες ή κεντούσαν τα κεντήματα και τα «καλά» τους ρούχα ή ράβοντας ή πλέκοντας ή μπαλώνοντας τα πολυφορεμένα ρούχα της οικογένειάς τους. Εκτός από όλα αυτά, πολλές μισιώτισσες ήταν άριστες μαμές, ενώ όλες σχεδόν ήταν πολύ καλές στο ξεμάτιασμα. Όμως, δυστυχώς, αν και οι περισσότερες δουλειές περνούσαν από τα χέρια τους, ελάχιστες ήταν εκείνες που πήγαιναν σχολείο.

1.2.13. Χαρακτηριστικά ονόματα Μισιωτών Αβραάμ (Αβουργάμης), Αναστάσιος (Αναστάης), Απόστολος (Απόστη-λης ή Τόλιος ή Τόλης), Βασίλειος (Βασίλης), Γεώργιος (Γιώργος ή Γιωρικάς), Γρηγόριος (Γουργόρης), Ελισάβετ (Λισάφ), Ιερεμίας (Ερεμίας), Ιορδάνης (Γι-ορντάνης), Κυριάκος (Κυριάκους), Λάζαρος (Λάζαρης), Μαρία, Μαγδαληνή (Μαγνταλνή), Πρόδρομος (Πρόιμους ή Μποντός), Σάββας, Στέφανος (Στέφανης ή Στεφούλης), Συμεών (Συμοχός), κ..ά.

1.2.14. Χατζήδες Το όνειρο και το τάμα πολλών Μισιωτών ήταν να πάνε στα Θεοβάδιστα μέρη και να γίνουν χατζήδες. Για το λόγο αυτό, όταν έφταναν σε μεγάλη ηλικία και συγκέντρωναν τα απαραίτητα χρήματα, πήγαιναν προσκυνητές στους Αγίους Τόπους, με κυριότερα προσκυνήματα τη Βηθλεέμ, τον Ιορδάνη ποταμό και τη Ναζαρέτ. Πριν ξεκινήσουν, ζητούσαν συγχώρεση από γνωστούς, συγγενείς και φί-λους, για ότι αδικία πιθανόν τους έκαναν, συγχωρούσαν όσους τους αδίκησαν, έπαιρναν την ευχή της εκκλησίας και αναχωρούσαν με τις ευχές όλων, που τους ξεπροβόδιζαν συγκινημένοι.


Στους Αγίους Τόπους αναβαπτίζονταν άτυπα στον Ιορδάνη ποταμό, έ-καναν τις ιερές παραγγελίες που είχαν τάξει οι άνθρωποί τους, ψώνιζαν δώρα για τους δικούς τους, τον παπά και την εκκλησία τους, και βέβαια δεν παρέλειπαν να αγοράσουν σάβανο για τον εαυτό τους και για εκείνους που τους το είχαν παραγγείλει. Μετά τα προσκυνήματα στα ιερά εκείνα μέρη, επέστρεφαν στην γενέτειρά τους, έχοντας γίνει χατζήδες. Αυτό σήμαινε πως ο τρόπος της ζωή τους άλλαζε και αφιέρωναν τον εαυτό τους στο Θεό, ζώντας με ηθικές αρχές και περιορισμούς. Όλοι πλέον τους σέβονταν και τους είχαν σε ιδιαίτερη υπόληψη. Το να είσαι χατζής ήταν μεγάλη τιμή, γι αυτό, πολλές φορές, άλλαζαν τα επίθετά τους, βάζοντας τον τίτλο του Χατζή ως πρώτο συνθετικό στα βαπτι-στικά τους ονόματα, επονομαζόμενοι ανάλογα με το όνομά τους. Χατζής και Απόστολος > Χατζηαποστόλου, Χατζής και Μελέτιος > Χατζημελετίου, Χα-τζής και Σάββας > Χατζησάββας κ.ά. Για το χατζηλίκι υπήρχε ένα τραγούδι, που οι στίχοι του είχαν ως εξής: «Βαρά βαρά ολούρ χατζή ολμαγιαν-λάρ τσεκέρ ατζί. Τουτανλάρ Χριστοσούν τατζί γκελ εφέντιμ γκοστέρ νουρί. Χριστοσούν ντογντουγού γερί σι Σαββαμίν ντερεσιντέ. Μουμλάρ γιανάρ αρασιντά Παναγία χαλβουσουντά. Σολωμονούν κιλισεσιντέ νούρ τασιόρ ορτασιντά» Δηλαδή : Πηγαίνοντας πηγαίνοντας γίνονται χατζήδες. Όσοι δεν γίνονται πικραίνο-νται. Όσοι τα καταφέρνουν είναι πιστοί του Χριστού. Έλα αφέντη μου, δείξε μας τη λάμψη. Ο τόπος που γεννήθηκε ο Χριστός είναι στου αγίου Σάββα μας την κοι-λάδα.


Κεριά ανάβουν ανάμεσα τους στην αυλή της Παναγίας. Στον ναό του Σολομώντα λάμπουν τα φώτα στο κέντρο του

1.2.15. Διασπορά των Μισιωτών-Αποικίες Επειδή η γη ήταν άγονη και δεν μπορούσε να τους θρέψει όλους, αναγκά-στηκαν πολλοί να πάρουν τις οικογένειές τους και να πάνε να ζήσουν σε άλλα μέρη, δημιουργώντας έτσι τις αποικίες Τσαρικλί, Τσελτέκ, Δήλα, και Καράτζορεν. Αρκετοί επίσης εγκαταστάθηκαν στη Σεμέντρα και ορισμένοι στο Ιντζέσου, όπου ζούσαν σε δική τους γειτονιά με το όνομα Μισθιλί. Επίσης αρκετοί Μισιώτες θα πρέπει να εγκαταστάθηκαν και στην Αραβισό. Αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε από αναφορά του Παντελή Κοντογιάννη, που το 1921 σημείωνε πως η Αραβισός καλλωπίστηκε και μεγάλωσε το 1776 από τον Καρά Βεζίρη, ο οποίος την μετονόμασε σε Γκιουλ Σεχίρ (Ρόδινη Πόλη). Κατόπιν πήγαν σε αυτήν και άλλοι άποικοι, που μιλούσαν διάλεκτο όμοια με εκείνην του Μιστί . Ο ίδιος ερευνητής αναφέρει πως το Μιστί δημιούργησε αποικίες, όπως το μικρό χωριό Δήλα, το οποίο οι Έλληνες ονομάζουν Δήλο, νομίζοντας κακώς ότι έχει σχέση με το νησί Δήλο, το Τσαρικλί, ελληνόφωνο χωριό με τρωγλοδυτικές κατοικίες και υπόγεια εκκλησία, και το Τσελτέκ. Οι άποικοι εκείνοι δεν έπαψαν να ενδιαφέρονται για τη γενέτειρά τους, με την οποία διατηρούσαν άριστες σχέσεις. Πήγαιναν εκεί τακτικά, ιδιαίτερα στις μεγάλες στιγμές της, όπως τις ημέρες των εορτών και των πανηγυριών, για να ξεφαντώσουν με συγγενείς και φίλους και για να βρουν, αν ήσαν ελεύθεροι, το ζευγάρι τους. Το ίδιο βέβαια ίσχυε και για τους Μισιώτες προς τους αποίκους. Η αλληλοεκτίμηση, η αγάπη και η αλληλοβοήθειά τους ήταν μεγάλη και χαρακτηριστική.

1.2.16. Η ζωή στη μητροπολιτική Ελλάδα Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, η κατανομή των προσφύγων έγινε σε μέρη που διάλεγε η ελληνική κυβέρνηση, δίχως να ρωτάει τη γνώμη των προσφύγων. Αυτό όμως δεν άρεσε σε πολλούς πρόσφυγες, που άλλαζαν αρκε-τές φορές τη μόνιμη κατοικία τους, αναζητώντας σε άλλα μέρη καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Έτσι έγινε και με τους Μισιώτες, Τσαρικλιώτες, Τσελτεκιώτες, Διλιανούς και Καρατζαβιριανούς, που αναζητούσαν στην ελληνική επικράτεια πελάτες για να φτιάξουν ή να πουλήσουν παπλώματα και κετσέδες. Γι αυτό τους βρίσκουμε σε όλη σχεδόν τη μητροπολιτική Ελλάδα.


Χόρουντις ή σπίτια ή χανάια του Μιστί Το Μιστί αριθμούσε περίπου πενήντα (50) σόγια-γένη τα οποία αποτε-λούσαν κατά προσέγγιση εννιακόσιες (900) οικογένειες με τουλάχιστον έξι (6) άτομα κατά μέσον όρο η κάθε οικογένεια. Στην έρευνα αυτή, οι μισιώτικες οικογένειες καταγράφονται με το όνομα του πατέρα-αρχηγού, ή, αν δε ζούσε, της συζύγου του, έτσι όπως ήταν γνωστό μεταξύ τους και όχι όπως ήταν καταγεγραμμένο στα μητρώα της Νίγδης ή όπως καταγράφηκαν στην Ελλάδα μετά την Ανταλλαγή του 1924. Στον κατάλογο που ακολουθεί θα παρατηρήσουμε πως δίπλα σε πολλά ονόματα πατεράδων-αρχηγών σημειώνονται περισσότερες από μία οικογένειες. Αυτές οι οικογένειες μαζί αποτελούσαν αυτό μου λέγανε οι Μισιώτες χόρουντα ή σπίτ’ ή χανά, γιατί ήταν συνήθεια της κοινωνίας τους, όταν παντρεύονταν τα αγόρια να μην απομακρύνονται από την πατρική εστία, αλλά να ζουν όλα μαζί με γυναίκες και παιδιά κάτω από την ίδια στέγη. Είναι αυτονόητη η συγνώμη προκαταβολικά για τυχόν παραλήψεις ή μη ορθές αποδόσεις των ονομάτων.

Αλήβιλλης

1

Ανδριάν Αναστάης

1

Ανδριάν Γιωβάννης

1

Ανδριάν Σάββας

1

Ανδρικόρ

2

Απού ή Απός Γιαννικά 4


Απού ή Απός Μωυσής 1 Αράπ Απόστιλης

1

Αράπ Πέτρης

1

Αρζουμάν Γεσήφ

1

Αρζουμάν Χαβοτζή

1

Αρζουμάν Γαρελέμης

2

Βετσεί Γαλέμης

1

Βετσεί Γουργόρης

1

Βετσεί Χρήστης

1

Βετσείς

1

Βετσειόνας Γιωβάννης

1

Γαγτζή Συμοχός

1

Γάισερλη Ασλάνης

1

Γάισερλη Γιώρης

1

Γάισερλη Μουσαΐλης

1

Γάισερλη Πρόιμους

1


Γάισερλη Σταυρής

1

Γαϊτάν Αουργάμ

3

Γαϊτάν Ανανίας

1

Γαϊτάν Γαρασάββας

1

Γαϊτάν Γιακώβης

1

Γαϊτάν Γιορντάνης

1

Γαϊτάν Ελίας

1

Γαϊτάν Κλήμηντης

1

Γαϊτάν Κυριάκους

1

Γαϊτάν Μουχάλης

1

Γαϊτάν Ντευτέρης

1

Γαϊτάν Παυλής

1

Γαϊτάν Στέφανης

1

Γαϊφάν Γαραλού

1

Γαϊφάν Κυριάκους

1

Γαϊφάν Κωσταΐνης

1


Γαμπάχ Βασίλ

3

Γαμπέρ Κυριάκους

1

Γαμπέρ Νικόλας

1

Γαμπέρ Πέτρης

1

Γαμπέρ Πρόιμους

1

Γανταρτζής Γιωβάννης

1

Γαπά ή Γαμπά Γιακώβης

1

Γαπά ή Γαμπά Γιώρης

1

Γαπά ή Γαμπά Κελ.

1

Γαπά ή Γαμπά Μποντόσης

1

Γαπά ή Γαμπά Σταυρής

1

Γαπάκ ή Γαμπάχ Βλάσης

3

Γαρά Ανέστης

1

Γαράβελη Γιώρης

7

Γαράβελη Κυριάκους

1

Γαράγηλα ή Γαράγηζα Τόωρ

1


Γαράγηλα Τσερετσή

1

Γαραπρόιμου Αουργάμ

1

Γαραπρόιμου

1

Κυριάκους

Γαραπρόιμου Μάξιμους

1

Γαρελέμ Γιώρης

2

Γαρεφύλ

2

Γαρεφύλ Γιονύσης

1

Γαρεφύλ Τοζάχης

1

Γαρεφύλ Χρήστης

1

Γαρεφύλ Χουστόστομους

1

Γατίχ Τσύριλλης

1

Γεκτή Ανανίας

1

Γεκτή Αναστάης

1

Γεκτή Βασίλης

1

Γεκτή Γιακώβης

1

Γεκτή Γιωβάννης

1


Γεκτή Γουργόρης

1

Γεκτή Κοσμάς

2

Γεκτή Μάικας

1

Γεκτή Μεργκιούλης

1

Γεκτή Νικόλας

2

Γεκτή Πρόιμους

1

Γεκτή Τζιγράρης

1

Γελντήρ Γιώρης

2

Γελμπασή Κατέρνα

1

Γελμπασή Κυριαΐνα

1

Γελμπασή Κυριάκους

1

Γελμπασή Πρόιμους

1

Γελμπασή Χρήστης

1

Γεράσιμ

4

Γεσήφ Ανέστης

1

Γεσήφ Γιακώφ Ανέστης

1


Γεσήφ Γιακώφ Γαρελέμης

1

Γεσήφ Μηνάς

1

Γεσήφ Νικόλας

1

Γεσήφ Συμοχός

1

Γεσήφ Τόωρης

2

Γεσήφ Γαρελέμης

1

Γιαγτζή Γαρελέμης

1

Γιαγτζή Χεοντόης

1

Γιαν Γιωβάννης

2

Γιαχούτ(ντ)ης

1

Γιλντή

3

Γιολτζόγλου

1

Γιωνά Γιώρης

1

Γιωνά Ανανίας

1

Γιωνά Αχανάης

1

Γιωνά Βλάσης

1


Γιωνά Γιορντάνης

1

Γιωνά Γιωνάς

1

Γιωνά Λάζαρης

1

Γιωνά Τσερετσής

1

Γιωνά Χουστόστουμους

1

Γιωρντάνη Φισικιά

1

Γιορών Πρόιμους

2

Γιρεέ Αντρής

3

Γιρεέ Ντευτέρης

1

Γιωρ Γιορντάν

1

Γκέιτ Γιωβάν

3

Γοκούτ Ντηρμήτης

1

Γοκούτ Παρασκευάς

1

Γοπούκ Βασίλης

2

Γουραλού Κωσταΐνης

1

Γουργόρ Γιορντάνης

1


Γουργόρ Ελίας

1

Γουργόρ Κυργιάκους

1

Γουργόρ Συμοχός

1

Γούρδογλου

3

Γουσιούτ Βετσείς

1

Γουσιούτ Νικόλας

1

Γουσιούτ Ντηρμήτης

1

Γουσιούτ Παρασκευάς

1

Γούσταυρη Αναστάης

1

Γούσταυρη Σταυρής

1

Ελέκ Σάββας

4

Ελέτς Γούρτογλου

5

Ενεχίλ Ντευτέρης

1

Εφραίμ Ντευτέρ

1

Ζαχαριά Αζαρία

1

Ζαχαριά Κωσταΐν

1


Ζαχαριά Λεωνίδας

1

Ζαχαριά Μάης

1

Ζαχαριά Συμοχός

1

Ζουκούμ Παυλής

1

Θ(Τ)ερκενή Ντηρμήτης

1

Θ(Τ)ερκενή Σάββας

1

Θ(Τ)ομαρτζάν Πρόιμους

2

Καβαλή Σταυρής

1

Καβηλή Πρόιμους

1

Καλαντάρ Βετσεί

3

Καλαντάρ Γαμπέρης

1

Καλαντάρ Γαρελέμης

1

Καλαντάρ Γιορντάνης

1

Καλαντάρ Γιώρης

1

Καλαντάρ Χρήστος

1

Καλόγριας

1


Κανταρντζιρκλή

3

Καραγιωβάν Γιωβάννης

1

Καραγιωβάν Λουκάς

4

Καρί Πρόιμους

1

Κάρτα Κωσταΐνης

1

Κάρτα Νικόλας

1

Κάρτα Πρόιμους

1

Καρφά Ανέστης

1

Κεΐτ ή Γκεΐτ Γιωβάν

1

Κεΐτ ή Γκεΐτ Κοτολό

3

Κεΐτ ή Γκεΐτ Ντευτέρης

1

Κεκίλ Κοσμάς

1

Κελ Γιώρης

1

Κελ Κυριάκους

1

Κελ Ντηρμήτης

1

Κελ Πρόιμους

1


Κελές Ελίας

1

Κελέτς Σάββας

1

Κελτζέ Πρόιμους

1

Κενενέ Νικόλας

1

Κενενέ Στρατής

1

Κενενέ Χρήστης

1

Κεντερλή Απόστιλης

1

Κεντερλή Γαυραΐλης

1

Κεντερλή Γιώρης

2

Κεντερλή Γουργόρης

1

Κεντερλή Μουχάλης

1

Κερέν Μηνάς

1

Κερέν Ντευτέρης

1

Κερέν Παύλης

1

Κερέν Στέφανης

1

Κερέν Τζιμέν

1


Κεπές Πρόιμους

3

Κεσές

5

Κετεγιώρης Γιώρης

1

Κετεγιώρης Κωσταΐνης

1

Κετηπή Ερεμία

1

Κεγκέρ Τόγωρης

1

Κιλή Γιακώβ

1

Κιλή Γιάννης

1

Κιλή Γιωβάννης

1

Κιντάν Τσύριλλης

2

Κιντάν Ντηρμήτης

1

Κιντάν Πρόιμους

1

Κιντάν Τσύριλη Πρόιμους

1

Κιόπογλου

1

Κιοσκόρ Αναστάης

1

Κιοτουκόλα Απόστιλης

2


Κιρτζόγλου Βασίλης

1

Κιρτζόγλου Βετσείς

1

Κιρτζόγλου Γιώρης

1

Κιρτζόγλου Ελίας

1

Κιρτζόγλου Ιωακείμ

1

Κιρτζόγλου Κωσταΐνης

1

Κιρτζόγλου Λεοντής

1

Κιρτζόγλου Νικόλας

1

Κιρτζόγλου Παρτένης

1

Κιρτζόγλου Παύλης

1

Κιρτζόγλου Συμοχός

1

Κιρτζόγλου Χρήστης

1

Κισκόρης Αναστάης

2

Κισκόρης Νικόλας

2

Κισκόρης

1

Κοβσέν Βασίλης

1


Κοβσέν Νικόλας

1

Κοβσέν Παλαμούτ

4

Κορ Γαρελέμ Γιωρικάς

2

Κορ Μουχάλης

1

Κόρσαββα Αναστάης

1

Κόρσαββα Νικόλας

1

Κόρσαββα Σάββας

1

Κόρσαββα Στέφανης

1

Κόρσαββα Στέφανης

4

Κοσμά Γιορντάν

1

Κοτού Μάι

1

Κοτσάν Γαρελέμης

1

Κοτσάν Σταυρής

1

Κουλουτσί Αουργάμης

3

Κουλουτσί Ντευτέρης

1

Κουρντή Απόστιλης

4


Κουρντή Γαβραήλης

4

Κουρντή Γιωβάννης

1

Κουρντή Γιώρης

6

Κουρντή Γουργόρης

2

Κουρντή Κουφογιώρης

1

Κουρντή Νιγνάτης

1

Κουρντή Ντευτέρης

1

Κουρντή Πρόιμους

1

Κουρντή Χαμίτ

1

Κούρτη Απόστιλης

1

Κούρτη Κωσταΐνης

1

Κούρτη Νικόλας

1

Κουτούκολε

1

Κουφό Βασίλης

1

Κουφό Πέτρης

1

Κουφό Πρόιμου

2


Λαβντά Ιυτύμ

2

Λαβντά Ντευτέρ

1

Λαβντά Παρασκευά

2

Λελέ Αουργάμ

1

Λελέ Γιωνάς

1

Λελέ Κόρης Συμοχός

1

Λελέ Λάζαρης

1

Λελέ Ντευτέρης

1

Λελέ Σταυρής

1

Λελέ Στέφανης

1

Λελέ Χρήστης

1

Λικ Τουμάς

1

Λολόκ Βασίλης

1

Λολόκ Σάββας

1

Λούπεϊ Ανέστης

3

Λούπεϊ Ασλάνης

1


Λούπεϊ Γιορντάνης

1

Λούπεϊ Πρόιμους

1

Μάι Απόστιλης

1

Μάι Βασίλης

1

Μάι Πέτρης

1

Μακάριος Νικόλας

2

Μανίκας ή Μανικάν

1

Μαξίμ Αουργάμ, Κυρ.

2

Μεντενιότ

3

Μιρήχ Ελσάιτ (Λισάβ)

2

Μιρτή Γουργόρης

2

Μουλά Ασλάνης

1

Μουλά Σάββας

1

Μουρβάτ Γιώρης

1

Μουρβάτ Καλαντάρης

1

Μουρβάτ Κωσταΐνης

1


Μουρβάτ Νικόλας

1

Μουρβάτ Πέτρης

1

Μουρβάτ Συμοχός

1

Μουσά Σταυρής

1

Μπαλαμούτ

1

Μποκλού Σωτήρης

2

Μπουλασίχ Γιοβάν

1

Μπουλασίχ

2

Μωυσή Απόστιλης

2

Νατσάρ Αναστάσης

1

Νατσάρ Γιώρης

1

Νατσάρ Ελίας

1

Νατσάρ Κλιμόν

2

Νατσάρ Κυργιάκους

1

Νεπή Απόστιλης

1

Νεπή Γεράσιμους

1


Νεπή Γιώρης

1

Νεπή Χαμσί

1

Νιγνάτ Σταυρής

1

Νταβούτ Γαρελέμης

1

Νταβούτ Ισάκης

1

Νταβούτ Πρόιμους

1

Νταμιανή Ανέστης

1

Νταμιανή Αχανάης

1

Νταμιανή Γιορντάνης

1

Νταμιανή Γιώρης

1

Νταμιανή Μακάριος

1

Νταμιανή Μηνάς

1

Νταμιανή Μωυσής

1

Νταμιανή Νικόλας

1

Νταμιανή Τόγωρης

1

Νταστέρ Γιορντάνης

3


Ντεβετζή Μουχαΐλης

1

Ντελεασλάν

2

Ντελεασλάνη Πρόιμους

1

Ντελή Αναστάης

1

Ντελή Ανέστης

4

Ντελή Αντώνης

1

Ντελή Βασίλης

1

Ντελή Βετσείς

1

Ντελή Γαρελέμης Απόστ.

1

Ντελή Γιωβάννης

1

Ντελή Γιωρικάς

1

Ντελή Γουργόρης

1

Ντελή Ερεμία

2

Ντελή Κωσταΐνης

1

Ντελή Λημώνα

1

Ντελή Μουχαΐλης

1


Ντελή Ντευτέρ

2

Ντελή Ντευτέρνα

2

Ντελή Ντευτέρ Χουστ.

1

Ντελή Παναγιώτης

2

Ντελή Πέτρης

1

Ντελή Σάββας

1

Ντελή Τόγωρης

1

Ντελή Χρήστης

1

Ντεληπαναγιώτ Ανέστης

1

Ντεληπαναγιώτ Απόστιλης

1

Ντεληπαναγιώτ Βασίλης

1

Ντεληπαναγιώτ Γιάννης

1

Ντεληπαναγιώτ Γιοβάν

1

Ντεληπαναγιώτ Νικόλας

1

Ντεληπαναγιώτ Τζουμάγια

1

Ντελησάββα Ανέστης

1


Ντελησάββα Τσύριλλης

1

Ντελησάββα Μηνάς

3

Ντελησάββα Παντελής

1

Ντελησάββα Πασχάλης

1

Ντελησάββα Πρόιμους

1

Ντελησάββα Σάββας

1

Ντελησάββα Τόγωρης

1

Ντιλκή Γουργόρης

2

Ντεμιρτζή Σάμπα

3

Ντεσπότ Γιορντάνης

1

Ντιλκή Συμοχός

2

Ντιπί Γουργόρης

1

Ντιπί Ηλίας

1

Ντιπί Κυριάκους

2

Ντιπί Νικόλας

1

Ντιπί Νικόλας

1


Ντιπί Γιονύσης

1

Ντιπί Πρόιμους

1

Ντιπί Σωφρόνης

1

Ντιπί Χατζηκυριάκους

3

Ντουμάν Ντευτέρ

1

Ντουμάν Φαλάχ

2

Οτουζμπίρ Απόστιλης

6

Οτουζμπίρ Νικόλας

1

Οτουζμπίρ Σταύρος

1

Ουζούνογλαν Ανέστης

1

Ουζούνογλαν Αντώνης

1

Ουζούνογλαν Γιακώβης

1

Ουζούνογλαν Γιάννης

7

Ουζούνογλαν Γιώρης

1

Ουζούνογλαν Μακρίδης

1

Ουζούνογλαν Μηνάς

1


Ουζούνογλαν Πρόιμους

1

Ουζούνογλαν Σάββας

1

Ουζούνογλαν Στρατής

1

Ουζούνογλαν Τσερκέζ

5

Ουζούνογλαν Χεοντόης

1

Ουζούνογλαν Χιοχάνης

1

Ουζούνογλαν Χουστ.

2

Παλί Γιωβάννης

1

Παλί Τουμάς

1

Παλί Χαπόλης

1

Παλίκ Μουσαήλ

1

Παλίκ Μωυσής

1

Παλίκ Πρόιμους

1

Παμπούκ Τζιμάλ

1

Παμπουκλή

1

Παμπουτζή Ληγόρης

2


Παντελέ Βασίλης

1

Παντελέ Σάββας

3

Παπά Ανανίας

2

Παπά Άντιμους Γιωρικάς

1

Παπά Άντιμους

2

Παπά Αχανάης

2

Παπά Γιωβάν

1

Παπά Γιωρ

3

Παπά Κοσμάς

3

Παπά Πρόιμους

2

Παπά Τόωρης

2

Παπαβλάσιου Βλάσης

2

Παπαγιοβάν Αχανάης

1

Παπαγιοβάν Γιορντάνης

1

Παπαγιοβάν Γουργόρης

1

Παπαγιοβάν Τσύριλλης

1


Παπαγιοβάν Παντελές

1

Παπαγιοβάν Πρόιμους

6

Παπαγιοβάν Τάταλης

1

Παπαγιώρ Ανέστης

1

Παπαγιώρ Βενέτης

1

Παπαγιώρ Γιορντάνης

1

Παπαγουργόρης Κορ.

4

Παπαγουργόρης Συμοχός

1

Παπακοσμά Βετσεί

1

Παπακοσμά Κυριάκου

1

Παπακοσμά Ντηρμήτ

1

Παπακράτης Γιωρικάς

1

Παπακράτης Γουργόρης

1

Παπακράτης Παρασκευάς

1

Παπακράτης Πρόιμους

1

Παπαλάζαρ Αντώνης

1


Παπαλάζαρ Βετσεί

1

Παπαλάζαρ Γιωρικάς

1

Παπαλάζαρ Κωσταΐνης

1

Παπαλάζαρ Μουχάλης

1

Παπαλάζαρ Πέτρης

1

Παπαπρόιμου Βασίλης

1

Παπαχανάς Ανέστης

1

Παπαχανάς Βασίλης

1

Παπαχανάς Γιορντάνης

1

Παπαχανάς Γιωρικάς

1

Παπαχανάς Σάββας

1

Παπαχρήστη Γιωρικάς

1

Παπαχρήστη Κοσμάς

1

Παπαχρήστη Χρήστης

1

Πεϊκόρης

2

Πεϊκόρης Κωσταΐνης

1


Πετζίκ Λάζαρης

1

Πετζίκ Σταυρής

1

Παντελέ Βλάσης

1

Πόζογλου Βασίλης

1

Ποκλού Ανέστης

1

Ποκλού Μουράτ

1

Ποκλού Μουσαΐλης

1

Ποκλού Νικόλας

1

Ποκλού Ντευτέρης

1

Πόλογλου Βασίλης

1

Ποντού Μαρία

1

Ποπλού Μηνάς

1

Ποσλομηνάς

1

Πόσογλου Βασίλης

1

Πουζελία Στέφανης

1

Πουλ Γιορντάνης

1


Πουλ Ελίας

1

Πουλ Στέφανης

1

Πούλα Γιώρης

1

Πούλα Ντηρμήτης

1

Πούλα Σάββας

1

Πουλασίχ Ανανίας

1

Πουλασίχ Γαρελέμης

1

Πουλασίχ Ηλίας

2

Πουλασίχ Μηνάς

1

Πουλασίχ Χιοχάνης

1

Σάμπαλ

2

Σάμπας

1

Σαμπούλ Τσερετσή

2

Σεραντάρ Γιορντάνης

1

Σεραντάρ Γουργόρης

1

Σεραντάρ Ελία

2


Σεραντάρ Σαράντης

1

Σαρατζήν

3

Σαρατσήν

1

Σαρβάν Παρασκευάς

1

Σεβέργιωβαν Γιώρης

1

Σεραντάρ Αναστάης

1

Σεραντάρ Γουργόρης

1

Σεφέργιωβαν Μηνάς

1

Σεφέργιωβαν Μουσά

1

Σεφέργιωβαν Σταυρής

1

Σεφίρ Κυριάκους

1

Σιμιόν Νικόλας

1

Σιουμπιούλ Κυριάκου

2

Σισμάν

3

Σουζελιά Γιορντάν

3

Σουζελιά Στέφανης

1


Σουλού Κλιμόν

2

Σουλού Σάββας

1

Σουλού

2

Σοφιάς Γιωρ

1

Σοφιάς Χαρισμάν

3

Τααμάς Κόρης

1

Τατικάς Απόστιλης

1

Τατικάς Γιωβάννης

1

Τατικάς Γιώρης

1

Τατικάς Κωσταΐνης

1

Τάτσταυρη Κωσταΐνης

1

Τάτσταυρη Νικόλας

1

Τάτσταυρη Ντηρμήτ

2

Τάτσταυρη Σταυρής

1

Τάτσταυρη Χουστόστουμους

1

Τεκέ Ανανία

4


Τεκέ Γιακώφ

3

Τεκέ Τόγωρης

1

Τεκεανανία Αχανάης

1

Τεκεανανία Βασίλης

1

Τεκεανανία Γιακώβης

1

Τεκεανανία Χρήστης

1

Τζαβτζάβ Ντηρμήτης

1

Τζαβτζάβ Τόωρης

1

Τζαβτζάβ Μεργκιούλης

1

Τζάκου

3

Τζανή Ασλάνης

1

Τζανή Σταυρής

1

Τζαντζάν Ντηρμήτης

2

Τζαταλαζάρ Απόστιλης

1

Τζαταλαζάρ Λάζαρης

1

Τζαταλαζάρ Ντευτέρης

1


Τζαταλαζάρ Παρασκευάς

1

Τζαταλαζάρ Πρόιμους

1

Τζεκή Γιακώφης

1

Τζεκή Γιωβάννης

1

Τζεκή Σταυρής

1

Τζεκή Τουμάς

3

Τζενίδης Θ.

1

Τζενίδης Γιωβάννης

1

Τζενίδης Σταυρής

1

Τζεντέρ Γιώρης

1

Τζεντέρ Σταυρής

1

Τζερκέ Χαμπαρσίχ

10

Τζιγγιλής Πρόιμους

1

Τζομανή Απόστιλης

1

Τζομανή Γουργόρης

1

Τζομανή Μυρτή

1


Τζομανή Σάββας

2

Τζοσούρ Γιώρης

1

Τοπάλ Κωσταΐνης

1

Τοπάλ Νικόλας

2

Τοπάλ Σάββας

3

Τοπάλ Συμοχός

1

Τριβιντή Βασίλης

1

Τσαούς Καλαντάρης

1

Τσαούς Λάζαρης

1

Τσιακίρ Πρόιμους

1

Τσιαούς Λάζαρης

1

Τσινάσλαν

5

Τσινί Αουργάμης

1

Τσινί Ανέστης

1

Τσινί Απόστιλης

1

Τσινί Γαρελέμης

1


Τσινί Γιωβάν

5

Τσινί Γιορντάνης

1

Τσινί Ευταλία

4

Τσινί Ιφτάτης

1

Τσινί Νικόλας

1

Τσινί Παντελές

1

Τσινί Πέτρης

1

Τσινί Πρόιμους

1

Τσινί Χουστόστουμους

1

Τσοκλέν Ανέστης

1

Τσοκλέν Σταυρής

1

Τσονγκαρλί Νικόλας

1

Τσονγκαρλί Ντηρμήτης

1

Τσοπούρ Ανέστης

1

Τσοπούρ

1

Τσορμπατζή Βασίλης

2


Τσορμπατζή Κυριάκους

1

Τσορμπατζή Σάββας

1

Τσορμπατζή Σερκίς

1

Τσορμπατζή Χρήστης

1

Τσορμπατζή Χρήστης

1

Τσουβαλή Απόστιλης

3

Τσουβαλή Κυριάκους

1

Τσουλού Κυριάκους

1

Τσουλού Νιγνάτης

2

Τσουλού Ντηρμήτης

1

Τσουλού Τσερετσής

2

Φακάνας Σταυρής

1

Φαλάχ Γιορντάνης

2

Φαλάχ Ντουμάν

3

Φατές Ανέστης

5

Φατές Άντιμους

1


Φατές Γιορντάνης

1

Φατές Ντευτέρης

1

Φατές Τσερετσής

1

Φάτλα - Κοιμίσιγλου

1

Φάτλα- Κοιμίσιγλου Κυριάκους 4 Φίλιππου

4

Φίλιππου Πρόιμους

2

Φράνμους Ντηρμήτης

1

Φρένκους Ντηρμήτης

1

Φωκά Πρόιμους

1

Χαϊδάρ Ασλάνης

1

Χαμπαρσίχ

2

Χαμσή Βασίλης

1

Χαμσή Ντευτέρης

1

Χαρισμάν

2

Χάριτα Ανανίας

1


Χάριτα Γιωβάννης

1

Χάριτα Νικόλας

2

Χάριτα Χαρίτος

1

Χασάν Κορ

1

Χατζαπά Ανέστης

2

Χατζαπά Μωυσής

1

Χατζαπά Ντευτέρης

3

Χατζαπά Σταυρής

1

Χατζή Απόστιλης

1

Χατζή Βενέτης

2

Χατζή Γιορντάν

2

Χατζή Χεοντόης

5

Χατζηβενέτ Βενέτης

1

Χατζηβενέτ Βλάσης

1

Χατζηευτύμ Ευτύμης

1

Χατζηευτύμ Ελίας

1


Χατζηευτύμ Μάης

1

Χατζηεφραίμ Βασίλης

2

Χατζηεφραίμ Βλάσης

10

Χατζηεφραίμ Γαρελέμης

1

Χατζηεφραίμ Νικόλας

1

Χατζηεφραίμ Σάββας

1

Χατζηεφραίμ Τόγωρης

1

Χατζημελέτ Βλάσης

1

Χατζημελέτ Γιωβάννης

1

Χατζημελέτ Γιορντάνης

1

Χατζημελέτ Γουργόρης

1

Χατζηρούμπη

1

Χατζηρουμπή Γιορντάνης

1

Χατζηρουμπή Γιώρης

1

Χατζηρουμπή Λάζαρης

1

Χατζηρουμπή Σάββας

1


Χατζηρουμπή Χαμσίς

1

Χατζηρουμπή Απόστιλης

1

Χατζησάββας Αντρέας

3

Χατζησάββας

5

Χατζηφεντή Απόστιλης

1

Χατζηφεντή Ελίας

1

Χατζηφεντή Πρόιμους

2

Χατζηφεντή Χρήστης

1

Χατζηφώτ Γαρελέμης

1

Χατζηφώτ Νικόλας

1

Χατζηφώτ Πρόιμους

1

Χατζηφώτ Φώτης

1

Χιοκτούρ Γιορντάνης

1

Χιοκτούρ Τσύριλλης

1

Χιοκτούρ Τογώρης

1

Χίρος Σταυρής

1


Χουντής

1

Χουρσάν Αναστάης

1

Χουστοβόρης

1

Χούτης

1


1.3. Τσαρικλί Το Τσαρικλί βρίσκεται σε απόσταση 75 χλμ. νοτιοδυτικά της Καισάρειας και 35 χλμ. βορειοανατολικά της Νίγδης. Πριν πάνε να εγκατασταθούν σε αυτό οι άποικοι από το Μιστί, ο τόπος ήταν άγονος, δίχως νερά, γεμάτος ερείπια και κατακόμβες. Το 1840 πήγαν και κατοίκησαν στο μέρος εκείνο είκοσι εφτά μισιώτικες οικογένειες, με αρχηγό τους το Χατζη-Ερεμία. Τα προβλήματα που είχαν να λύσουν οι πρώτοι εκείνοι έποικοι ήταν πολ-λά, γιατί, εκτός των άλλων, είχαν να αντιμετωπίσουν και την εχθρότητα των Τούρκων από τη γύρω περιοχή, οι οποίοι δεν ήθελαν τους Ρωμιούς ανάμεσά τους και προσπάθησαν με μύριους τρόπους να τους διώξουν. Όμως οι σκληροτράχηλοι Τσαρικλιώτες κατάφεραν, μετά από πολύχρονους αγώνες και ανάγκασαν τους Τούρκους να τους αποδεχτούν στο μέρος εκείνο και να μην τους ξαναενοχλήσουν. Πάλεψαν, νίκησαν και πρόκοψαν. Ως πρώτες κατοικίες τους χρησιμοποίησαν τις ήδη υπάρχουσες κατακόμβες. Όμως, όταν, μετά από χρόνια, οι κίνδυνοι λιγόστεψαν, άφησαν τα υπόγεια και κατοίκησαν σε νέα όμορφα σπίτια, που έχτισαν στην επιφάνεια της γης. Μια ρεματιά χώριζε το χωριό στην επάνω και στην κάτω συνοικία. Ο Λεβίδης αναφέρει ότι άλλη αποικία ήρθε στα χρόνια του σουλτάνου Μαχμούτ το 1840 από το Μισθί και κατοίκησε αρχαία τρωγλοδυτική έρημη κώμη, την οποία ονόμασαν Τζαρηκλή. Ενώ στην αρχή ήταν 27 οικογένειες, έγιναν μετέπειτα 100 και μιλούσαν τα ελληνικά παραφθαρμένα». Ο ίδιος ερευνητής το 1899 σημείωνε ότι από εκεί (Μιστί) μετοίκησαν 27 οικογένειες σε κώμη αρχαία τρωγλοδυτική και έρημη, λεγομένη Τσαρηχλή. Στη συνέχεια αυξήθηκαν και έγιναν 90 οικογένειες, σε διάστημα 57 χρόνων». Το 1905 έμεναν στο Τσαρικλί 450 Έλληνες. Το χωριό μεγάλωσε ακόμα περισσότερο και το 1916 μαθαίνουμε πως οι Τσαρικλιώτες ήσαν περίπου 120 οικογένειες, που μιλούσαν παραφθαρμένα ελληνικά. Το 1924, με βάση τους πίνακες των Ελλήνων που ήρθαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών, μετοίκησαν υποχρεωτικά από το χωριό αυτό 149 ελληνικές οικογένειες με 678 άτομα. Στο Τσαρικλί υπήρχαν δύο εκκλησίες. Η παλιά μικρή υπόγεια εκκλησία του αγίου Βλασίου και η νέα μεγάλη εκκλησία του αγίου Γεωργίου. Το 1899 ο Λεβίδης σημείωνε ότι είχαν αρχαία τρωγλοδυτική εκκλησία και συγκοινωνούσαν με υπόγειες σήραγγες, μέσα από τρώγλες και πολλά ελικοειδή λαβυρινθώδη οικήματα. Η είσοδος της εκκλησίας ήταν στενή και υπόγεια σή-ραγγα, αλλά ήδη άνοιξαν νέα είσοδο από την επιφάνεια της γης. Βρήκαν δε μέσα αγία λόγχη από χάλυβα.


Στην εκκλησία τους εφημέρευαν το 1905 δύο ιερείς. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι μουσουλμάνοι μετέτρεψαν την εκκλησία του αγίου Γεωργίου σε τζαμί και εκτελούν εκεί τα δικά τους θρησκευτικά καθήκοντα. Εκκλησιαστικά οι Τσαρικλιώτες υπάγονταν στη μητρόπολη Ικονίου. Ήταν ελληνόφωνοι και μιλούσαν την ελληνική διάλεκτο του Μιστί. Στο φτωχό Τσαρικλί δεν ήταν εύκολη υπόθεση η παιδεία και η εκπαίδευση των παιδιών. Οι δυσκολίες της ζωής και η ανάγκη περισσότερων χεριών για τις κτηνοτροφικές και γεωργικές εργασίες, ανάγκαζαν τις περισσότερες οικογένειες να μη στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, το οποίο στεγάζονταν σε ένα κτίριο πίσω από τη μεγάλη εκκλησία. Υπολειτουργούσε μόνο τρεις με τέσσερις μήνες το χρόνο, και στο διάστημα αυτό οι μαθητές μάθαιναν στοιχειώδη γράμματα.


Η εκκλησία του αγίου Γεωργίου στο Τσαρικλί της Καππαδοκίας


Οικίες από το Τσαρικλί


Το 1885 ο Λεβίδης σημείωνε ότι είχαν μικρό σχολείο, το οποίο λειτουργούσε μόνο το χειμώνα. Στο ελληνικό τετρατάξιο αρρεναγωγείο του Τσαρικλί δίδασκε το 1905 ένας δάσκαλος. Το 1916 ο πρόξενος της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη ανέφερε πως και στο Τσαρικλί υπήρχε η ίδια σχεδόν εκπαιδευτική απελπιστική κατάσταση με άλλα καππαδοκικά χωριά. Οι Τσαρικλιώτες, που ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ήταν πολύ καλοί κετσετζήδες. Αυτό που τους χαρακτήριζε και τους χαρακτηρίζει είναι η αλληλοβοήθειά τους.


1.4. Τσελτέκ Το Τσελτέκ βρίσκεται σε απόσταση 10 περίπου χιλιομέτρων νοτιοανατολικά του Ακσαράι. Όταν τα πολύ παλιά χρόνια οι προηγούμενοι κάτοικοι του χωριού το εγκαταλείψανε, μάλλον για λόγους ασφαλείας, απέμειναν έρημες οι λαξευτές εκκλησίες και τα λαξευτά οικήματά τους, τα «ορένια», όπως τα έλεγαν. Το 1880 πήγαν και εγκαταστάθηκαν στο Τσελτέκ τρία αδέλφια από το Μιστί, τους οποίους ακολούθησαν και άλλοι συγχωριανοί τους, δημιουργώντας το νέο χωριό τους, όπου ρίζωσαν και προόδευσαν. Το 1905 έμεναν στο Τσελτέκ 250 Έλληνες. Το 1916, ο πρόξενος της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη σημείωνε πως οι Τσελτεκιώτες ήσαν περίπου 80 γεωργικές οικογένειες. Οι ομογενείς αυτοί άποικοι από Μισθί μιλούσαν τα ελληνικά παραφθαρμένα Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών ζούσαν στο χωριό αυτό 104 οικογένειες με 512 άτομα. Οι Τσελτεκιώτες μιλούσαν την ελληνική διάλεκτο του Μιστί. Ο Αναστάσιος Λεβίδης αναφέρει πως στο χριστιανικό αυτό χωριό υπήρ-χαν πολλές λαξευμένες εκκλησίες και υπόγεια σπίτια. Εκκλησία τους ήταν ο λαξευμένος σε βράχο ναός του Αρχαγγέλου Μι-χαήλ, που κατασκευάστηκε το 1896. Στα μετέπειτα χρόνια, όταν οι τοίχοι της εκκλησίας ράγισαν και κινδύνευε να πέσει, εκκλησιάζονταν στο χώρο του σχολείου. Το 1905 στην εκκλησία τους λειτουργούσε ένας εφημέριος. Εκκλησιαστικά οι Τσελτεκιώτες ανήκαν στη μητρόπολη Ικονίου. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια, για τους Ρωμιούς της Καππαδοκίας, περίπου 50 οικογένειες Τσελτεκιωτών προσχώρησαν στο δόγμα των Ευαγγελιστών, αλλά γρήγορα επανήλθαν στην Ορθοδοξία. Οι Τσελτεκιώτες, για να αντιμετωπίσουν το μεγάλο πρόβλημα λειψυδρίας που υπήρχε στην περιοχή τους, άνοιξαν βαθιά πηγάδια. Οι περισσότεροι ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Καλλιεργούσαν όσπρια , σιτηρά, σίκαλη και αμπέλια, από τα οποία έβγαζαν πολύ καλό μαύρο κρασί. Αρκετοί αναδείχτηκαν σε πολύ καλούς χτίστες, φαναρτζήδες και νταμαρτζήδες, ενώ με την παράδοση της μητρόπολης τους, δηλαδή την κατασκευή παπλωμάτων και στρωμάτων, ασχολήθηκαν ελάχιστοι.


Το σχολείο τους ήταν μικρό. Βρισκόταν κοντά στην εκκλησία και αποτε-λούνταν από δύο δωμάτια, τα οποία, όταν ράγισε η εκκλησιά τους, χρησιμοποιήθηκαν ως ναός. Το 1905 στο ελληνικό διτάξιο αρρεναγωγείο του χωριού δίδασκε ένας δάσκαλος. Το 1916 ο πρόξενος της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη αναφέρει πως διατηρούσαν ένα γραμματοδιδασκαλείο. Το κλίμα της περιοχής είναι πολύ καλό και υγιεινό, γι αυτό πολλοί Έλληνες του Άκσαράι παραθέριζαν τα καλοκαίρια στο Τσελτέκ.

Η εκκλησία με την καμπάνα (Τσαλί κιλισέ) στο Τσελτέκ


1.5. Δήλα Η Δήλα βρίσκεται ανατολικά της Μαλακοπής, 70 περίπου χλμ. νοτιοδυτι-κά της Καισάρειας. Ο τόπος εκείνος ερήμωσε τα παλαιότερα χρόνια, λόγω ληστρικών επιδρομών, και οι κάτοικοί του διασκορπίστηκαν. Εκεί πήγαν και κατοίκησαν είκοσι οικογένειες από το Μιστί, ξαναδίνοντας ζωή στο χώρο. Όταν οργάνωσαν τη ζωή τους στο χωριό αυτό, τους ακολούθησαν μετά από χρόνια και έμειναν μαζί τους αρκετοί Τούρκοι. Το 1815 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος αναφέρει ότι υπάρχει το μικρό χωριό Τιλ, η Δήλος όπως την έλεγαν. Ο Α. Λεβίδης σημείωνε ότι άλλη αποικία του Μιστί είναι η Δήλος, της ο-ποίας οι αρχαίοι κάτοικοι διασκορπίστηκαν λόγω των επιδρομέων ληστών, πριν δε από λίγα χρόνια 20 οικογένειες του Μιστί ήρθαν και κατοίκησαν σε αυ-τήν. Το 1895 ο Συμεών Φαρασόπουλος έγραψε πως η Δήλα είναι μικρή κώμη, χτισμένη σε πεδιάδα. Οι κάτοικοί της είναι αρκετοί, φτάνοντας τους 200 περίπου, κατάγονται από το Μιστί και είναι όλοι χριστιανοί Ορθόδοξοι…μιλούν δε την παρεφθαρμένη ελληνική γλώσσα και ασχολούνται με τη γεωργία. Ο Αρχέλαος Σαραντίδης αναφέρει ότι η Δήλα είναι ελληνόφωνη κώμη, στην οποία έμεναν 200 γεωργοί. Το 1905 κατοικούνταν από 150 Έλληνες και στην εκκλησία τους ήταν ένας εφημέριος. Το 1916 ο πρόξενος της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη σημείωνε πως η μικρή γεωργική κοινότητα της Δήλου βρίσκεται ανατολικά της Μαλακοπής...αριθμεί περίπου 50 ελληνικές οικογένειες, που ζουν μαζί με ισάριθμες περίπου μουσουλμανικές. Οι ομογενείς μας αυτοί είναι μέτοικοι από το Μισθί. Η ελληνική γλώσσα τους αντικαταστάθηκε από την τουρκική. Με βάση τους πίνακες των Ελλήνων που ήρθαν από την Τουρκία στην Ελλάδα το 1924, μετοίκησαν υποχρεωτικά από τη Δήλα 77 ελληνικές οικογένειες με 348 άτομα. Ο Ν. Ρίζος το 1856 αναφέρει πως στα χωριά Αξός, Τροχός, Λήμνος, Μισθί, μιλούν την αρχαία Ελληνική σόλοικα και άναρθρα, έχουν δε ήθη κι έθιμα των αρχαίων Ελλήνων. Ένα μάλιστα μικρό χωριό ονομάζεται Δήλος, οι κάτοικοι του οποίου έχουν χορούς ελικοειδείς, όμοιους με εκείνους του Θησέα, τους οποίους χόρευε στο νησί Δήλο, αφού επέστρεψε από την Κρήτη, όπου σκότωσε τον Μινώταυρο. Όλοι δε οι κάτοικοι των χωριών αυτών είναι άποικοι από


τα νησιά Λήμνο, Νάξο και Δήλο. Αυτούς φαίνεται ότι αποίκισε ο στρατηγός του Μιθριδάτη Αρχέλαος, όταν κυρίευσε τα νησιά αυτά. Τα σπίτια τους είναι υπόγεια και φαίνονται ότι είναι άνθρωποι μάχιμοι». Οι Δηλιανοί μιλούσαν την ελληνική διάλεκτο του Μιστί. Τα πρώτα χρόνια ζούσαν στο υπόγειο χωριό τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι κάτοικοί του έχτισαν πάνω από εκείνο το νέο ανώγειο χωριό τους, με τα πανέμορφα σπίτια και τη θαυμάσια θέα. Αν και ο τόπος ήταν άγονος και τα χωράφια τους ξερικά, αρκετοί ασχολούνταν με τη γεωργία, παράγοντας σίκαλη, κριθάρι, σιτάρι, φακή και φρούτα, κυρίως βερίκοκα. Όμως, οι περισσότερες οικογένειες ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Για την εκπαίδευσή τους το 1895 ο Συμεών Φαρασόπουλος σημειώνει ότι δυστυχώς δεν είχαν σχολείο. Το ίδιο ανέφερε και ο Αρχέλαος Σαραντίδης το 1899. Το 1905 στο ελληνικό διτάξιο αρρεναγωγείο του χωριού δίδασκε ένας δάσκαλος. Για τις εκκλησίες της Δήλου ο Α. Λεβίδης σημείωνε ότι μέτρησε στην περιοχή της περίπου εξήντα παλιές κατεστραμμένες. Κάτω από το χωριό υπήρχε αρχαία καππαδοκική πολίχνη, με πέτρινους τροχούς στην είσοδό του. Οι Ρωμιοί του χωριού εκκλησιάζονταν στη μικρή βυζαντινή εκκλησία του αγίου Βασιλείου…Άλλη βυζαντινή εκκλησία, η Μονή του Αγίου Ανδρέα, ευρύχωρη, με θόλο και τρούλο, παλαιότερα μεν πολύ όμορφη, αλλά τώρα μέρα με τη μέρα να καταρρέει, υπάρχει στο ίδιο μέρος …Άλλη δε αρχαία εκκλησία καλά διατηρημένη μετατράπηκε σε τέμενος.


Οικίες από τη Δήλα


1.6. Καράτζορεν Το Καρατζάβιραν βρίσκεται 30 χιλιόμετρα. νοτιοδυτικά της Νίγδης. Ο Δημ. Π. Φωστέρης αναφέρει ότι το Καράτζορεν ήταν αγρόκτημα των αδελφών Φεσλή, οι οποίοι κατοικούσαν στη Νίγδη και ήσαν αρκετά ευκατάστατοι. Οι κάτοικοι του Καράτζορεν ήσαν κολίγοι, το δε χωριό τους ήταν τσιφλίκι….Η εγκατάστασή τους εκεί χρονολογείται από το 1860…Τα ήθη κι έθιμα των κατοίκων του είχαν τεράστια διαφορά από εκείνα των υπόλοιπων κατοίκων της Καππαδοκίας και του Πόντου. Ήταν ένα από τα 32 τουρκικά και 4 ελληνικά χωριά των Μεταλλείων του Ταύρου. Οι κάτοικοί του ήταν ελληνόφωνοι. Το 1906 ο Φελέκης Χαράλαμπος έγραφε για το Καρατζάβιραν ότι κατοικείται από τριάντα οικογένειες, αποίκους από το Μιστί. Μιλούσαν τη μητρική τους γλώσσα παραφθαρμένα, είχαν εκκλησία και σχολείο, αλλά εκκλησιάζονταν στην εκκλησία του Καβουκλού. Η εκπαίδευση των παιδιών τους γινόταν και εκείνη στο σχολείο του Καβουκλού. Το 1924 κατοικούνταν από 20 ελληνικές οικογένειες, με 108 άτομα. (ΕΞΟΔΟΣ, σελ. 265). Εκκλησιαστικά ανήκαν στη μητρόπολη Ικονίου. Οι Καρατζαβιριανοί δεν ξενιτεύονταν, αλλά προτιμούσαν να μένουν στο χωριό τους, όπου ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα γίδια τους ήταν μια ειδική ράτσα, με μαλλί 12-15 πόντους μήκος, άριστο στην κα-τεργασία του.


2. ΜΙΣΙΩΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ Ανάμεσα στα άλλα οι Μισιώτες ξεχώριζαν και από την μαγειρική τους. Τις συνταγές των μισιώτικων φαγητών μου τις έδωσε η μάνα μου, που ήξερε να ακούει και να μαθαίνει από τις παλαιότερες.

2.1. Γκυλιγκήρια ή γκυλιντήρια Θα χρειαστούμε: 1 κούπα αλεύρι, 1 φλιτζάνι πλιγούρι, κρεμμύδι ψιλοκομ-μένο, κόκκινο γλυκό πιπέρι, αλάτι, λάδι και νερό. Για να το φτιάξουμε: Κάνουμε μίγμα με το αλεύρι, το πλιγούρι, το κόκκινο πιπέρι, το αλάτι και το νερό και το ζυμώνουμε. Προσπαθούμε η ζύμη να είναι πηχτή και πλάθουμε με αυτήν μικρές μπαλίτσες, τα γκυλιγκήρια, και τα αλευρώνουμε. Ρίχνουμε σε μία κατσαρόλα το λάδι, με το οποίο τσιγαρίζουμε ελαφριά το ψιλοκομμένο κρεμμύδι. Το παίρνουμε πίσω να χλιαρώσει, για να μη μαυρίσει το πιπέρι, ρίχνουμε νερό, το βράζουμε και σιγά σιγά ρίχνουμε μέσα τα γκυλιντήρια και τα ανακατεύουμε. Σε μισή ώρα η σούπα με τα γκυλιγκήρια εί-ναι έτοιμη.

2.2. Αργιαλού φαΐ Θα χρειαστούμε: Μία κούπα πλιγούρι, μισή κούπα στραγγιστό γιαούρτι , αλάτι και νερό. Για να το φτιάξουμε: Βράζουμε σε μια κατσαρόλα το πλιγούρι μέχρι να ψηθεί. Βάζουμε σε ένα βαθύ πιάτο λίγο στραγγιστό γιαούρτι, το αραιώνουμε με αρκετό κρύο νερό, ανάλογα με το πόσο παχύρευστο ή αραιό θέλουμε να είναι το αργιαλού φαΐ μας, και κατόπιν προσθέτουμε μια ποσότητα από το βρασμένο κρύο πλιγούρι. Τα ανακατεύουμε καλά μ’ ένα κουτάλι προσθέτοντας λίγο αλάτι, ανάλογα με την όρεξή μας, και απολαμβάνουμε την πεντανόστιμη δροσιστική καλοκαιρινή μας σούπα.

2.3. Μαντούζ


Θα χρειαστούμε: Χυλοπίτες (κατά προτίμηση χειροποίητες), στραγγιστό γιαούρτι, κοπανισμένο σκόρδο, ένα κουτάλι σούπας βούτυρο (για όποιον θέλει), αλάτι και νερό. Για να το φτιάξουμε: Βράζουμε τις χυλοπίτες, μέχρι να μαλακώσουν. Κατόπιν τις στραγγίζουμε και ρίχνουμε σε αυτές λιωμένο βούτυρο με σκόρδο. Στο μίγμα αυτό προσθέτουμε αραιωμένο στραγγιστό όξινου γάλα (γιαούρτι) και στη συνέχεια το κοπανισμένο σκόρδο με λίγο αλάτι και το ανακατεύουμε καλά. Το μαντούζ είναι έτοιμο.

2.4. Σουγκάτους Θα χρειαστούμε: Αυγά, αλεύρι, λίγο γάλα, αλάτι, λάδι και νερό. Για να το φτιάξουμε: Σε ένα βαθύ πιάτο χτυπάμε καλά τα αυγά και κατόπιν ρίχνουμε μέσα σε αυτά το γάλα ή το νερό ή και τα δύο μαζί για να γίνει πιο νόστιμο, το αλεύρι και το αλάτι και τα ανακατεύουμε μέχρι να γίνουν χυλός σαν κρέμα (όχι πολύ σφιχτός). Καίμε καλά το λάδι και ρίχνουμε σε αυτό το χυλό να ψηθεί. Όταν ψηθεί από τη μια μεριά του, το γυρνάμε και από την άλλη μέχρι να φουσκώσει και κοκκινίσει κι εκείνη η πλευρά. Το πεντανόστιμο σουγκάτους είναι έτοιμο. Μπορούμε, αν θέλουμε, να το σερβίρουμε ρίχνοντας πάνω του και λίγη ζάχαρη.

2.5. Γουλτσίγαλας φαΐ Θα χρειαστούμε: Δύο περίπου κούπες πλιγούρι, ένα λίτρο γάλα, αλάτι, λάδι και νερό. Για να το φτιάξουμε: Βράζουμε το νερό και ρίχνουμε μέσα σε αυτό το πλιγούρι. Όταν βράσει καλά, το βγάζουμε από τη φωτιά και προσθέτουμε σε αυτό το γάλα που έχουμε από πριν βρασμένο, προσθέτοντας και λίγο αλάτι. Το γουλτσίγαλας φαΐ είναι έτοιμο.

2.6. Ξουβοτά οβγά


Θα χρειαστούμε: Αυγά, μαύρο πιπέρι, αλάτι και νερό. Για να το φτιάξουμε: Βάζουμε σε ένα βαθύ τηγάνι νερό και το βράζουμε. Μόλις βράσει καλά, σπάμε τα αυγά και ρίχνουμε μέσα το περιεχόμενό τους (αυγά μάτια). Τα αφήνουμε μέχρι να ψηθούν και κατόπιν τα βγάζουμε και ρίχνουμε πάνω τους λίγο αλάτι ή και λίγο μαύρο πιπέρι. Τα ξουβοτά οβγά είναι έτοιμα.

2.7. Πιουντιούς Θα χρειαστούμε: Δύο αυγά, δύο κουτάλια αλεύρι, μια κούπα πλιγούρι, ενάμιση λίτρο γάλα και λίγο αλάτι και νερό. Για να το φτιάξουμε: Σπάμε τα αυγά και τα ανακατεύουμε με αλεύρι σε χλιαρό νερό. Βράζουμε σε έναν τέντζερη γάλα και ρίχνουμε μέσα σε αυτό τα ανακατωμένα υλικά , μέχρι να ψηθούν. Το πιουντιούς είναι έτοιμο.

2.8. Ζωμί Θα χρειαστούμε: Αλεύρι, δύο ή τρία αυγά, αλάτι, λάδι και νερό. Για να το φτιάξουμε: Βράζουμε το νερό, προσθέτοντας σε αυτό το λάδι και αλεύρι, μέχρι να γίνει πηχτό το υλικό. Κατόπιν ρίχνουμε στο μίγμα αυτό τα αυγά με το αλάτι και τα ανακατεύουμε καλά, μέχρι να δέσουν. Το ζωμί είναι έτοιμο.

2.9. Πιλάφ Θα χρειαστούμε: Δυο κούπες πλιγούρι, ένα κρεμμύδι, κόκκινο γλυκό πιπέρι, λίγο αλάτι, λάδι και νερό.


Για να το φτιάξουμε: Καίμε καλά το λάδι και τσιγαρίζουμε για λίγο το ψι-λοκομμένο κρεμμύδι. Κατόπιν προσθέτουμε το πλιγούρι και το ανακατεύουμε καλά μέχρι να κοκκινίσει. Μαζί του βάζουμε, αν θέλουμε, και λίγο γλυκό κόκκινο πιπέρι. Στη συνέχεια ρίχνουμε σε αυτό το ζεσταμένο νερό και το αφήνουμε να βράσει. Το πιλάφ είναι έτοιμο.

2.10. Παχλά Θα χρειαστούμε: Μισό κιλό φασόλια, ένα μέτριο κρεμμύδι, ντοματοχυμό ή κόκκινο γλυκό πιπέρι, αλάτι, λάδι και νερό. Για να το φτιάξουμε: Βάζουμε στην κατσαρόλα τέσσερα ποτήρια νερό, φασόλια και το κομμένο κρεμμύδι και τα βράζουμε όλα μαζί. Ενώ βράζουν ρίχνουμε μέσα το αλάτι, τον ντοματοχυμό ή το κόκκινο γλυκό πιπέρι, όπως μας αρέσει. Πριν ολοκληρωθεί το βράσιμο, προσθέτουμε το λάδι και τα αφήνουμε να ψηθούν καλά. Τα παχλά είναι έτοιμα.

2.11. Φακούια Θα χρειαστούμε: Φακές, ένα ψιλοκομμένο κρεμμύδι, πολτό ντομάτας, δύο σκελίδες σκόρδο, αλάτι, λάδι και νερό. Για να το φτιάξουμε: Βράζουμε το νερό μαζί με τη φακή για ένα τέταρτο. Κατόπιν το κατεβάζουμε από τη φωτιά και το αφήνουμε όπως είναι για μια περίπου ώρα. Στη συνέχεια το στραγγίζουμε και πετάμε το νερό. Κατόπιν βράζουμε άλλο νερό και προσθέτουμε σε εκείνο τη βρασμένη φακή. Ενώ βράζει, προσθέτουμε το ψιλοκομμένο κρεμμύδι, λίγο πολτό ντομάτας, λάδι, αλάτι και δύο σκελίδες σκόρδο. Όταν ψηθούν καλά, τα φακούια είναι έτοιμα.

2.12. Ριβία Θα χρειαστούμε: Ρεβίθια, ψιλοκομμένο κρεμμύδι, κόκκινο γλυκό πιπέρι ή χυμό ντομάτας, αλάτι, λάδι και νερό.


Για να το φτιάξουμε: Από το προηγούμενο βράδυ βάζουμε μέσα σε νερό τα ρεβίθια για να μαλακώσουν. Το πρωί στραγγίζουμε και πετάμε το νερό. Στη συνέχεια βάζουμε καθαρό νερό και ρίχνουμε σε αυτό τα ρεβίθια. Βάζουμε μέσα το ψιλοκομμένο κρεμμύδι και τα βράζουμε καλά. Όταν βράσουν, βάζουμε μέσα, αν θέλουμε, κόκκινο γλυκό πιπέρι ή χυμό ντομάτας, μαζί με λάδι και αλάτι και τα αφήνουμε μέχρι να ψηθούν καλά. Τα ριβία είναι έτοιμα.

2.13. Κιργιάζ μι πάτατσεις Θα χρειαστούμε: Κρέας, πατάτες ή κριθαράκι, πολτό ντομάτας ή γλυκό κόκκινο πιπέρι, δύο κρεμμύδια, αλάτι, λάδι και νερό. Για να το φτιάξουμε: Κόβουμε σε μερίδες το κρέας, το βράζουμε σε νερό για μισή περίπου ώρα. Βγάζουμε το κρέας από το νερό. Στραγγίζουμε το νερό και στραγγισμένο το ρίχνουμε πάλι στο κρέας. Στη συνέχεια βγάζουμε τα κρέατα. κόβουμε δύο κρεμμύδια, τα τσιγαρίζουμε σε λάδι και όταν τσιγαριστούν λίγο, βάζουμε μέσα τους τα κρέατα που τα τσιγαρίζουμε λίγο, μέχρι να πάρουν μια γεύση. Το στραγγισμένο νερό από τα κρέατα το ρίχνουμε στο κρέας πάλι στραγγίζοντάς το. Αφού πάρουν μια βράση όλα μαζί, ρίχνουμε σε αυτά πολτό ντομάτας ή γλυκό κόκκινο πιπέρι, μαζί με αλάτι και τα αφήνουμε μέχρι να βράσουν πολύ καλά. Άμα θέλουμε να γίνει το φαΐ με πατάτες κατσαρόλας ή με κριθαράκι, ρί-χνουμε τις πατάτες ή το κριθαράκι μέσα στο νερό ενώ βράζει και τα αφήνουμε μέχρι να ψηθούν καλά. Άμα θέλουμε να ψηθούν σε ταψί στο φούρνο, ρίχνουμε από την κατσαρόλα λίγο κρεατόνερο στο ταψί με τις πατάτες ή το κριθαράκι. Το βάζουμε στο φούρνο μέχρι να ψηθούν και να πάρουν κόκκινο χρώμα. Σε αυτά προσθέτουμε τα κρέατα και τα σερβίρουμε πεντανόστιμα.


3. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΝΕΑΣ ΑΡΧΗΣ Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών οι κάτοικοι του Μιστί και των αποικιών του διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι Μισιώτες εγκαταστάθηκαν στο Νέο Αγιονέρι, στην Πλαγιά, στην Αγία Παρασκευή, στις Μουριές και στους Αποστόλους Κιλκίς, στο Ξηροχώρι Θεσσαλονίκης, στη Μάντρα και την Αμυγδαλέα Λάρισας, στο Βόλο, στην Αλεξανδρούπολη, στην Αισύμη Αλεξανδρούπολης, στο Νεοχώρι Έβρου, στην Ξάνθη, στο Κοκκινόχωμα και στο Διπόταμο Καβάλας, στα Κομνηνά Κοζάνης, στο Ηράκλειο και σε χωριά του Ηρακλείου Κρήτης, στην Ικαρία και αλλού. Οι Τσαρικλιώτες εγκαταστάθηκαν στο Μαυρόλοφο και στο Αργιλοχώρι Μαγνησίας, καθώς και στην Ανάβυσσο και άλλα μέρη της Αττικής. Οι Τσελτεκιώτες εγκαταστάθηκαν στο Νέο Ικόνιο Καρδίτσας, στον Άγιο Αθανάσιο Δράμας και στα Φάρσαλα. Οι περισσότεροι Δηλιανοί εγκαταστάθηκαν στους Χαλκιάδες των Φαρσά-λων και οι υπόλοιποι στην Αλεξανδρούπολη. Οι περισσότεροι Καρατζαβιριανοί εγκαταστάθηκαν στα Κομνηνά Πτολε-μαΐδος. Οι αρχέγονες παραδόσεις, οι θρύλοι, τα ήθη και τα έθιμα των Μισιωτών οδήγησαν πολλούς ερευνητές στη θεωρία πως αποτελούν έναν από τους κρίκους ανάμεσα στον αρχαίο και νέο Ελληνισμό. Ένα κομμάτι της ιερής ελληνικής Ανατολής, που μαζί με τόσα άλλα μεταφυτεύτηκε στα νέα συρρικνωμένα σύνορα των Ελλήνων, ομογενοποιήθηκε με τους άλλους κρίκους του Ελληνισμού και κάρπισε μαζί τους. Οι Μισιώτες διακρίθηκαν, εκτός των άλλων, και στην πολιτική, καθώς από το χωριό αυτό έχουν την καταγωγή τους οι βουλευτές Κιλτίδης Κωνσταντίνος , Κεγκέρογλου Βασίλειος και Στρατηλάτης Νικόλαος .


4. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Chantre B., Ταξίδι στην Καππαδοκία το 1893, εκδ. Τροχαλία, 1999. Dawkins R. M., M.A.: «Modern Creek in Asia Minor», Cambridge: at the University Press 1916. Deschamps Caston: «La caractere grec de l’ Asie Mineure», 1919. Deschamps Gaston.: «Στους δρόμους της Μικρασίας», Οδοιπορικό 1890, Β΄ ανατύπωση, εκδ. Τροχαλία. Guboglu M.: «Paleografia si Diplomatica turcoosmana», Bucuresti 1958. Hieroclis: «Synectemus, Fracmenta Apud Constantinum Porhyrocennetum, Servata et Nomina Urbium Mutata Recensvit, Avcustus Burckhardt, Bibliotheca Scriptorum Craccorum et Romanorum Tevbneriana», Lipsiae, in Aedibus B.G. Tevbneri, MDCCCXCIII. Perrot Georges: «Souvenir d’ un voyage en Asie Mineur Paris», 1867. Αλιβάνογλου-Παπάγγελου Καλλιόπη: «Από το Τσελτέκ Ικονίου στο Νέο Ικόνιο Καρδίτσας» (Ανέκδοτη μαρτυρία Τενεκετζή Κωνσταντίνου), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Δήμος Θεσσαλονίκης, ΣΤ΄ Πανελλήνιο Συνέδριο για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, Θεσσαλονίκη 2002. Αναγνωστοπούλου Σία: «Μικρά Ασία, 19ος αι. – 1919. Οι Ελλη-νορθόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος», Β΄ Έκδοση, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998. Αναστασιάδη Βασιλείου: «Ιστορία και γλώσσα της Καππαδοκίας και το ι-δίωμα των Φαράσων», Μικρασιατικά Χρονικά, Σύγγραμμα Περιοδικόν, Εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, τόμος 16ος, Αθήνα 1975, σ.σ. 150-184. Αναστασιάδη Γεωργίου: «Η συμβολή των Μικρασιατών εις την εθνικήν αναγέννησιν», Μικρασιατικά Χρονικά, Σύγγραμμα Περιοδικόν, Εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, τόμος 3ος, Αθήνα 1940, σ.σ. 213-232. Αναστασιάδη Γεωργίου: «Ιστορίας επανάληψις», Μικρασιατικά Χρονικά, Σύγγραμμα Περιοδικόν, Εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, τόμος 9ος, Αθήνα 1961, σ.σ. 116-127.


Αναστασιάδης Γ. Ιωάννη: «Αναμνήσεις και περιγραφή από την ελληνική κοινότητα της Φερτέκαινας», 1995. Αναστασιάδη-Μανουσάκη Σοφία: «Μνήμες Καππαδοκίας», Κ.Μ.Σ., Αθήνα 2002. Αντωνόπουλος Σταμ.: «Μικρά Ασία», εν Αθήναις 1907. Ασβέστη Β. Μαρία: «Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππα-δοκίας», Επικαιρότητα, Αθήνα 1980. Ατταλειάτης Μιχαήλ: «Ιστορία», έκδοση Βόννης, (SCRIPTORUM HISTORIAE). Βαλαβάνη Ιωακείμ: «Μικρασιατικά», Αθήνησι, τύποις αδελφών Περρή, 1891. Βαλαβάνη Ιωακείμ: «Μικρασιατικά, Οικογενειακός βίος εν Μικραί Ασίαι», 1891. Βασιάδης Ηροκλής: «Έκθεσις των έργων του εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου», Συνέδριον των Ελληνικών Συλλόγων, πρακτικά της πρώτης αυτού συνόδου συγκροτηθείσης εν Αθήναις εν έτει 1879, Αθήνα 1879. Βενέζη Ηλία: «Γαλήνη», έκδοση 16η, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Ι. Δ. Κολλάρου & Σιας Α. Ε., Αθήνα, Απρίλης 1943. Βενέζη Ηλία: «Μικρασία, Χαίρε», έκδοση 5η, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Ιωάνου Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε., 1995. Βογιατζίδου Κ. Ιωάννου: «Ιστορικαί μελέται», Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, Επιστημονική Επετηρίς εκδιδομένη υπό της φιλοσοφικής σχολής, τόμος δεύτερος, εν Θεσσαλονίκη 1932. Ελευθερουδάκης Α.Ε.: «Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν», 1929. Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, «Έκθεσις της Εκπαιδευτικής Επιτροπής περί της ενεστώσης καταστάσεως των εν ταις επαρχίαις εκπαιδευτηρίων», 6 (1871-1872) 200. Επιτροπή πεντηκονταετηρίδος από της Μικρασιατικής καταστροφής 1922-1972, «Μικρά Ασία, Πόντος, Θράκη», Αθήναι 1972.


Ευαγγελίδου Ε. Τρύφωνος: «Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας (Ελληνικά Σχολεία από της αλώσεως μέχρι Καπποδιστρίου)», τόμος πρώτος, Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών, 250, εν Αθήναις 1936. Ευαγγελίδου Ε. Τρύφωνος: «Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας (Ελληνικά Σχολεία από της αλώσεως μέχρι Καπποδιστρίου)», τόμος δεύτερος, Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών, 250, εν Αθήναις 1936. Ευπραξιάδη Γ. Λάζαρου: «Προκόπι Καππαδοκίας», Αδελφότης Προκοπιέων Μακεδονίας-Θράκης, Θεσσαλονίκη 1988. Ιντζεσίλογλου Νικόλαου: «Καππαδοκών βίοι», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, «ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ, ιστορία, θεολογία, παιδεία, πολιτισμός», Α΄ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο, Θεολογική Σχολή 22-24 Σεπτεμβρίου 2000, Θεσσα-λονίκη 2002, σ.σ. 109162. Ιωαννίδης Αθανάσιος: «Οδοιπορικαί σημειώσεις», Ξενοφάνης, Σύγγραμμα Περιοδικόν, τόμος πρώτος, τεύχος πρώτον, Αθίνησιν, εκ του τυπογραφείου Α. Τρίμη, 1896, σελ. 322-325. Κάλφογλους Η. Ιωάννης: «Ιστορική γεωγραφία της Μικρασιατικής χερσονήσου», Σταμπούλ 1899, εισαγωγή μετάφραση σχόλια Σταύρος Θ. Ανεστίδης, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 2002. Καραθανάσης Ε. Αθανάσιος: «Καππαδοκία», εκδ. Μαίανδρος, Θεσσαλονίκη 2001. Καραθανάσης Ε. Αθανάσιος: «Καππαδοκίας Τύχαι», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000. Καραθανάσης Ε. Αθανάσιος: «Μεταβυζαντινής Καππαδοκίας πόλεις και χωριά», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, «ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ, ιστορία, θεολογία, παιδεία, πολιτισμός», Α΄ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο, Θεολογική Σχολή 22-24 Σεπτεμβρίου 2000, Θεσσαλονίκη 2002, σ.σ. 71-89. Καραλίδη Ι. Κων/νου: «Τσαρικλί Νίγδης Καππαδοκίας», Εκδ. Πολιτ. Συλλόγου Καππαδοκών Μαυρολόφου, 1985. Καράμποδος (Μαυρίδου) Βασιλ., «Το Γούρδονος και το Αραβανί», Κων-σταντινούπολις 1948.


Καρολίδης Παύλος: «Γλωσσάριον Συγκριτικών Ελληνοκαππαδοκικών λέξεων», (Τυπογραφείο «ΤΥΠΟΣ» Σμύρνη 1885). Καρολίδης Παύλος: «Ιστορία της Ελλάδος από της υπό των Οθωμανών αλώσεως (1453) μέχρι της βασιλείας Γεωργίου Α΄», Αθήναι 1925. Καρολίδου Κ. Παύλου: «Καππαδοκικά, ήτοι πραγματεία ιστορική και αρ-χαιολογική περί Καππαδοκίας», τόμος Α΄, Εν Κωνσταντινουπόλει, τύποις Ευαγγελινού Μισαηλίδου, 1874. Κέκης Παν. Βασίλης: «Η δικιά μας Καππαδοκία. Ένα οδοιπορικό προσκύνημα», εκδόσεις Ακρίτας, Μάρτιος 2004. Κεραμεύς Π. Α.: «Ζωγράφειον Διαγώνισμα, Συλλογή ζώντων μνημείων της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εν τη γλώσση του λαού», 1888. Κεσίσογλου Ι.: «Το Γλωσσικό Ιδίωμα του Ούλαγατς», Αθήνα 1951. Κιτρομηλίδη Μ. Πασχάλη: «Ο εξισλαμισμός της Μικράς Ασίας», Μικρασιατικά Χρονικά, Σύγγραμμα Περιοδικόν, Εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, τόμος 16ος, Αθήνα 1975, σ.σ. 318-337. Κοιμίσογλου Κ. Συμεών: «Αναδρομή στον ακριτικό Ελληνισμό της Καππαδοκίας», εκδόσεις Μαίανδρος, Θεσσαλονίκη 1997. Κοιμίσογλου Κ. Συμεών,. «Καππαδοκία, Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστι-κής Κληρονομιάς, Ελλήνων Ιστορία, πίστη, πολιτισμός» εκδόσεις I.L.P, Productions, 2005. Κοιμίσογλου Κ. Συμεών: «Ρωμανός Δ΄ Διογένης η τελευταία αναλαμπή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας», εκδ. Κεσόπουλος, Θεσσαλονίκη 2000. Κοντογιάννης Παντ. Μ.: «Γεωγραφία της Μικράς Ασίας», Αθήναι 1921. Κούμας Μ. Κ.: «Επιστολή προς τον σεβασμιώτατον εκδότην του Λογίου Ερμού», Εκ Σμύρνης την 11-11-1811», Λόγιος Ερμής 2 (1812) 80. Κουρουπού Ματούλα: «Βιβλιογραφία εντύπων των Μικρασιατικών Ιδρυμάτων και συλλόγων 1846-1922», Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμος Γ΄, Αθήνα 1982, σ.σ. 149-183. Κρινόπουλος Σωκράτης: «Τα Φερτάκαινα», Αθήναι 1889.


Κυρίλλου: «Ιστορική περιγραφή του εν Βιέννη προεκδοθέντος χωρογραφικού πίνακος της μεγάλης αρχισατραπίας Ικονίου», νυν πρώτον τύποις εκδοθείσα, Εν τω Πατριαρχικώ Τυπογραφείω, Εν έτει 1815. Κωστάκη Π. Θανάση: «Το Μιστί της Καππαδοκίας», Ακαδημία Αθηνών, τομ. 1, 1977. Κωστάκη Π. Θανάση: «Το Μιστί της Καππαδοκίας», Ακαδημία Αθηνών, τομ. 2, 1977. Λάμπρος Σπύρ.: «Υπόμνημα περί των ελληνικών χωρών και εκκλησιών κατά τον δέκατον πέμπτον αιώνα», Ν.Ε. VII (1910) 336. Λάμπρου Δ. Σουλτάνα: «Λατρευτικά Έθιμα της Καππαδοκίας και κατάλοιπά τους στον Μουσουλμανικό κόσμο», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, «ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ, ιστορία, θεολογία, παιδεία, πολιτισμός», Α΄ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο, Θεολογική Σχολή 22-24 Σεπτεμβρίου 2000, Θεσσα-λονίκη 2002, σ.σ. 262-279. Λαμψίδη Ν. Γιώργου: «Οι πρόσφυγες του 1922», Εκδοτικός Οίκος Αδελ-φών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1989. Λεβίδης Αναστάσιος: «Ιστορικόν Δοκίμιον. Περιγραφή Καππαδοκίας», Εν Φλαβιανοίς, 1897 (Δακτυλογραφημένο. Βιβλιοθήκη Κ.Μ.Σ.). Λεβίδης Αναστάσιος: «Αι εν μονολίθοις Μοναί της Καππαδοκίας και Λυ-καονίας», Εν Κωνσταντινουπόλει, τύποις Αλεξάνδρου Νομισματίδου, 1889. Λεβίδης Αναστάσιος: «Καππαδοκικά», Αθήναι 1885. Λεβίδης Αναστάσιος: «Ιστορικόν Δοκίμιον, εκκλησιαστική ιστορία», τόμος πρώτος, εκ του τυπογραφείου Δ. Φέξη, Εν Αθήναις 1885. Λιμνίδης Ι. Ιορδάνης: «Kαϊσεριγέ», 1896. Μαγκριώτη Ι.: «Ο διδάσκαλος εν Μικρά Ασία», Μικρασιατικά Χρονικά, Σύγγραμμα Περιοδικόν, Εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, τόμος 2ος, Αθήνα 1939, σ.σ. 133-147. Μαμώνη Κυριακή: «Σωματειακή οργάνωση του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Σύλλογοι Καππαδοκίας και Πόντου», Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμος ΣΤ΄, Αθήνα 1986-1987, σ.σ. 155-186.


Μαραβελάκης Μ. –Βακαλόπουλος Α.: «Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 1955. Μαυροχαλυβίδης Γεωργίου & Κεσίσογλου Ι. Ι.: «Το γλωσσικό ιδίωμα της Αξού», Αθήνα 1960. Μέγα Α. Γεωργίου: «Εισαγωγή εις την Λαογραφίαν», 1972. Μεγάλου Βασιλείου, «Προς τους λέγοντας μη συναριθμείσθαι Πατρί και Υιώ το Άγιον Πνεύμα.» Μερλιέ Οκτάβιος: «Proverbs de Farasa», 1951. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος: «Η χριστιανική Καππαδοκία», κεφάλαιο στο βιβλίο «Η δικιά μας Καππαδοκία. Ένα οδοιπορικό προσκύνημα», του Κέκη Παν. Βασιλείου, εκδόσεις Ακρίτας, Μάρτιος 2004, σ.σ.51-56. Μηλιώρη Ε. Νίκου: «Η πνευματική εισφορά των Μικρασιατών», Μικρασιατικά Χρονικά, Σύγγραμμα Περιοδικόν, Εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, τόμος 11ος, Αθήνα 1964, σ.σ. 65-142. Μηλιώρη Ε. Νίκου: «Ο Σύλλογος των Μικρασιατών η ΄΄Ανατολή΄΄», Μι-κρασιατικά Χρονικά, Σύγγραμμα Περιοδικόν, Εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, τόμος 12ος, Αθήνα 1965, σ.σ. 337-367. Μπαλιάν Άννα & Νότα Παντελάκη-Ιωάννα Πετροπούλου: «Καππαδοκία. Περιήγηση στη Χριστιανική Ανατολή», Εκδ. Adam. Ξενοφώντος: «Κύρου Ανάβασις», βιβλία I-VII, Συμπληρωματικαί εκ-δόσεις διευθύνσεως εκδόσεων αρχηγείου στρατού, Αθήναι 1975. Ξενοφώντος: «Κάθοδος των Μυρίων. Κύρου Ανάβασις», εκδοτική Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2002. Ξηροτύρη Ν. Ιωάννη: «Τα ελληνικά σχολεία κατά την Τουρκοκρατία», Ομιλία στην Ανωτ. Σχολή Βιομ. Σπουδών Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1963. Παπαδοπούλου Α. Α.: «Ο υπόδουλος Ελληνισμός της ασιατικής Ελλάδος, εθνικώς και γλωσσικώς εξεταζόμενος», Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, εν Αθήναις 1919.


Παπαδόπουλου Α. Α.: «Ο υπόδουλος ελληνισμός της ασιατικής Ελλάδος, εθνικώς και γλωσσικώς εξεταζόμενος», βιβλιοπωλείον Ιωάν. Ν. Σιδέρη, εν Αθήναις, 1919. Παπαρρηγόπουλου Κ.: «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδοσις έκτη, εκδ. οίκος ΄΄Ελευθερουδάκης Α.Ε΄΄, Αθήναι 1932. Πετρόπουλος Δημ.: «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια», Αθήνα 1958. Πορφυρογέννητος Κωνσταντίνος: «Περί θεμάτων», έκδοση Βόννης, 1840. Πορφυρογέννητος Κωνσταντίνος: «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν», τόμ. 3, έκδ. Bonn. Πορφυρογέννητου Κωνσταντίνου: «Τα ευρισκόμενα πάντα», Sapientissimi Imperatoris, Constantini Porphyrogeniti, Scripta Quae Reperiri Potuerunt Omnia;, Patrologiae Graecae Tomus 113, Turnholti (Belgium), Typographi Brepols Editores Pontificii. Προδρομίδης Νικόλαος: «Η Νίγδη», χειρόγραφο Κ.Μ.Σ. Νο 60, δακτυλογραφημένο σε 33 σελίδες, Θεσσαλονίκη 1954. Πτολεμαίου Κλαύδιου: «Γεωγραφική υφήγησις», Claudii Ptolemae, Geographia, Parisiis, Editore Alfredo Firmin-Didot, Innstituti Francici typographο, M DCGCCI. Ρίζου Σ. Ν.: «Καππαδοκικά, ήτοι Δοκίμιον ιστορικής περιγραφής της Αρχαίας Καππαδοκίας, και ιδίως των επαρχιών Καισαρείας και Ικονίου», εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του τυπογραφείου Η ΑΝΑΤΟΛΗ, Ευαγγελινού Μισαηλίδου, 1856». Σαραντίδου Αρχέλαου: «Η Σινασός», Αθήναι 1899. Σεφέρη Γιώργου: «Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας», Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών – Μουσικό λαογραφικό αρχείο, Καππαδοκία, Αθήνα, 1953. Σολδάτος Σπ. Χρίστος: «Η Εκπαιδευτική και Πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας (1800-1922). Η γέννηση και η εξέλιξη των σχολείων», Α΄ τόμος, Αθήνα 1989. Σολδάτος Σπ. Χρίστος: «Η Εκπαιδευτική και Πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μ. Ασίας (1800-1922)», Β΄ τόμος, Αθήνα 1989.


Σολταρίδης Συμεών: «Η συρρίκνωση του Ελληνισμού», Εκδ. Μπαρμπουνάκη. Στίλπωνος Π. Κυριακίδου: «Βυζαντιναί μελέται», Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, Επιστημονική Επετηρίς εκδιδομένη υπό της φιλοσοφικής σχολής, τόμος δεύτερος, εν Θεσσαλονίκη, 1932. Στράβων: «Γεωγραφικά», βιβλίο δωδέκατο, εισαγωγή-μετάφραση Πάνος Θεοδωρίδης, Κάκτος, Αθήνα 1994. Στράβωνα: «Πόντος-Καππαδοκία», Το Δωδέκατο βιβλίο των Γεωγραφικών, Παπαδόπουλου Βασιλείου Μ., Εκδ. Οίκ. Α/φών Κυριακίδη, 1998. Στράβωνος: «Γεωγραφικών, τα περί Μικράς Ασίας», Π. Καρολίδου, εν Αθήναις, εκ του τυπογρφείου των αδελφών Περρή, 1889. Σωζομενός: «Εκκλησιαστική Ιστορία», VI 37, έκδ. PG r 67. Σωτηρίου Α. Γεωργίου: «Χριστιανικά μνημεία της Μικράς Ασίας», βιβλιοπωλείον Ιωάν. Ν. Σιδέρη, εν Αθήναις, 1920. Τσαλίκογλου Ι. Εμμανουήλ: «Οι εν διασπορά Καππαδόκες. Βίος και δραστηριότητα αυτών», Αθήνα 1954, (ανεκδ. χειρόγρ. Κ.Μ.Σ., αρ. 58). Τσαλίκογλου Ι. Εμμανουήλ: «Ελληνικά Εκπαιδευτήρια και Ελλη-νορθόδοξοι Κοινότητες της περιφέρειας Καισαρείας», Εκδόσεις Κ.Μ.Σ., Αθήνα 1976. Τσαλίκογλου Ι. Εμμανουήλ: «Πότε και πώς ετουρκοφώνησεν η Καππαδοκία», Μικρασιατικά Χρονικά, Σύγγραμμα Περιοδικόν, Εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, τόμος 14ος, Αθήνα 1970, σ.σ. 10-30. Φαρασόπουλος Συμεών: «Τα Σύλατα. Μελέτη του νομού Ικονίου υπό Γεωγραφικήν, Φιλολογικήν και Εθνολογικήν Έποψιν», Εν Αθήναις 1895. Φελέκης Χαράλαμπος, «Τοπογραφία Μεταλλείου Βουλγάρ, της επαρχίας Χαλδίας», περιοδικό Ξενοφάνης, τόμος 4, 1906. Φιλόστρατος, «Βίοι Σοφιστών», 2, 13. Φιλοστράτου: «Βίος Απολλωνίου Τυανέως», τόμος Α΄, Γεωργιάδης-Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Αθήναι 1995. Φιλοστράτου, Βίος Απολλωνίου Τυανέως, τόμος Β΄, Γεωργιάδης-Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Αθήναι 1995.


Φιλοστράτου: «Βίος Απολλωνίου Τυανέως», τόμος Γ΄, Γεωργιάδης-Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Αθήναι 1995. Φωστέρης Π. Δημήτριος: «Το Αραβάνιον της Καππαδοκίας», Μικρασιατικά Χρονικά, Σύγγραμμα Περιοδικόν, Εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, τόμος 6ος, Αθήνα 1955, σ.σ.323-343. Φωστέρης Π. Δημήτριος: «Το Μεταλλείον του Ταύρου», Μικρασιατικά Χρονικά, Σύγγραμμα Περιοδικόν, Εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, τόμος 9ος, Αθήνα 1961, σ.σ. 246-283. Φωστέρης Δημήτριος-Κεσίσογλου Ι.: «Λεξιλόγιο του Αραβανί», Αθήνα 1960. Χουδαβερδόγλου Ι. Αβρ.: «Εντυπώσεις», Χαλκηδόνι, 1924. Χριστόπουλου Κ. Μηνά.: «Πατριδογραφία», Μικρασιατικά Χρονικά, Σύγγραμμα Περιοδικόν, Εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, τόμος 3ος, Αθήνα 1940, σ.σ. 279-299. Χριστόπουλου Κ. Μηνά: «Πατριδογραφία», Μικρασιατικά Χρονικά, Σύγ-γραμμα Περιοδικόν, Εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, τόμος 4ος, Αθήνα 1948, σ.σ. 126-141. Χρυσοχόου Ιφιγένεια: «Ξεριζωμένη Γενιά», εκδόσεις Φιλιππότη, Γ΄ έκ-δοση, Αθήνα 1983. Αρχεία-Εφημερίδες-Ημερολόγια-Λεξικά Εφημ. «Αγών», Αρ. φύλλων Νο 24 (3-9-1899), Νο 27 (24-9-1899), Νο 115 (1-6-1901), Νο 145 (28-12-1901). Εφημερίδα «Ανατολικός Αστήρ» Κωνσταντινουπόλεως, ΚΔ΄, περ. Β΄, αρ. 24, 13-3-1885, σ. 192. Εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως, αρ. 790, 19 Ιουνίου – 1 Ιουλίου 1871, σελ. 2. Εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως, αρ. 4914, 27 Σεπτ. – 9 Οκτωβρίου 1885, σ. 2. Εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως, Αρ. φύλ. 5455, 19-8-1887.


Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, 1916, Β/59, «Προξενική αναφορά για την Καππαδοκία», Γενικόν Βασιλικόν Προξενείον, Αρ. 57, Προς το επί των εξωτερικών Βασιλικόν Υπουργείον. Λιβάνιος, Επιστολή προς Βασίλειον. Μικρ. Χρον., «Πατριδογραφία», τόμ. 3ος, Αθήναι 1940. Μικρ. Χρον., «Το Μεταλ. του Ταύρου», τόμ. 9ος. Μικρασιατικόν Ημερολόγιον ο «ΑΣΤΗΡ» 1914, Κωνσταντινούπολις, τυπογραφικά καταστήματα Γ. Δ. Πρωτόπαπα 1913 Ξενοφάνης, Σύγγρ. Περ., τόμ. τρίτος.



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.